Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἰω. Κορναράκης

ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ; [2]

 

Μία κούσια μαρτία πόσο «κούσια» εναι;
[2]

Ἰωάν. Κορναράκη (†)
Καθηγ. Παν/μίου Ἀθηνῶν
«Ψυχοδυναμικὰ δρώμενα στὴν πορεία τῆς ἁγιότητος»,
ἐκδ. Τῆνος,  Ἀθῆναι 2010, σελ. 220-224

ἠλ. στοιχ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»

Μέρος Α ´: ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ; [1]

.           Ὁ πατερικὸς ἐν τούτοις ἄνθρωπος λύνει τὸ πρόβλημα αὐτὸ μὲ μία ἁγιοπνευματικὴ ὑπέρβαση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐπειδὴ γνωρίζει τὸν κίνδυνο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλλοχεύει σὲ μία τέτοια (ὁποιαδήποτε) ἐπιχειρηματολογία, γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα κάποιων ἁμαρτιῶν του, ὑπερφαλαγγίζει τὸν κίνδυνο αὐτὸ μὲ τὴν σταθερὴ ἀποδοχὴ (παντοῦ καὶ πάντοτε) τῆς ἀπόλυτης προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος, ὡς τῆς φυσικῆς καταστάσεως τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
.           Πιστεύει δηλαδὴ μὲ τρόπο ἀπόλυτο, μὴ ἀποδεχόμενο ἀμφισβήτηση, ὅτι εἶναι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἑξῆς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέχρι τὴ στιγμή, ποὺ ἐκεῖνος βιώνει τὴν προσωπική του ἁμαρτωλότητα!
.           Ἡ ἁμαρτητικὴ τοῦ αὐτὴ αὐτοσυνειδησία ἐκφράζεται μὲ τὴ νοηματικὴ καθαρότητα καὶ χαρισματικὴ διαύγεια τῶν τροπαρίων τοῦ Μ. Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ποὺ ταιριάζει  ἐξ ἄλλου στὴν παύλεια ὁμολογία· «ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α´ Τιμ. α´ 15).
.                   «Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ ἁμάρτημα οὐδὲ πρᾶξις οὐδὲ κακία, ἣν ἐγὼ Σωτὴρ οὐκ ἐπλημμέλησα, κατὰ νοῦν καὶ λόγον καὶ προαίρεσιν, καὶ θέσει, καὶ γνώμῃ, καὶ πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδεὶς πώποτε».
.           «Ἐὰν ἐρευνήσω μου τὰ ἔργα Σωτὴρ ἅπαντα ἄνθρωπον ὑπερβάντα ἐμαυτὸν ὁρῶ ταῖς ἁμαρτίαις, ὅτι ἐν γνώσει φρενῶν ἥμαρτον οὐκ ἀγνοίᾳ».
.             «Προσπίπτω σοι, καὶ προσάγω σοι, ὥσπερ δάκρυα τὰ ρήματά μου. Ἥμαρτον ὡς ἥμαρτε πόρνη, καὶ ἀνόμησα ὡς ἄλλος οὐδεὶς ἐπὶ τῆς γῆς»!
.           Μὲ τὸ φρόνημα αὐτὸ τῆς ἀπόλυτης προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος, ὁ πατερικὸς ἄνθρωπος καθαρίζει τὸν ἐσωτερικὸ ψυχικό του κόσμο μὲ τὴ σιγουριὰ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ ἄσκοπους ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνους προβληματισμούς, ποὺ συσκοτίζουν ἀντὶ νὰ διαφωτίζουν τὸ πρόβλημα τῆς ψυχικῆς του καθαρότητος.
.           Ἔπειτα γνωρίζει καλὰ ὅτι, μέσα στὸν ἀβυσσώδη ἐσωτερικό του κόσμο, μόνο τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ διεισδύει ἐρευνητικὰ καὶ νὰ φωτίζει τὴν πραγματικότητα τῆς προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος· «Αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ κρύφια της καρδίας» (Ψαλμ. ΜΓ´22).
.           Ὄντως! Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, μόνο ὁ Θεὸς βλέπει ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας. Αὐτὸς βλέπει καὶ δικαίως κρίνει ὅλες τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μάλιστα «τὸ ἀφανὲς κίνημα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀόρατον ὁρμήν»! Ἐκεῖνος μόνο κατανοεῖ τὶς αἰτίες καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν ἀφανῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ «τὸ παντὸς πράγματος προεπινοούμενον τέλος» (P.G. 91,713).
.           Ἀλήθεια! Μία κατὰ τὴ δική μας κρίση, ἀκούσια ἁμαρτία πόσο ἀκούσια μπορεῖ νὰ εἶναι κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ;

, ,

Σχολιάστε

ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ; [1]

Μία κούσια μαρτία πόσο «κούσια» εναι;
[1]

Ἰωάν, Κορναράκη (†),
Καθηγ. Παν/μίου Ἀθηνῶν
«Ψυχοδυναμικὰ δρώμενα στὴν πορεία τῆς ἁγιότητος»,
ἐκδ. Τῆνος,  Ἀθῆναι 2010, σελ. 220-224

ἠλ. στοιχ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»

.             Συχνὰ ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐμπειρία μίας ἀκούσιας ἁμαρτίας. Καὶ βέβαια κάθε ἐξομολόγος-πνευματικὸς πατέρας ἀκούει πολὺ συχνά, σχεδὸν σὲ κάθε ἐξομολόγηση, τὴ διαβεβαίωση ἢ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ ἐξομολογούμενου γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας του:
–Σᾶς διαβεβαιώνω εἰλικρινῶς. πάτερ μου, ὅτι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μου ἔγινε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῶ. Ἐντελῶς ἀκούσια χωρὶς νὰ εἶναι στὴ βούλησή μου ἢ στὴν σκέψη μου νὰ τὴν κάνω.
.               Πόσο εἰλικρινὴς ἢ τουλάχιστον σίγουρη μπορεῖ νὰ εἶναι μία τέτοια διαβεβαίωση καὶ πόσο ἀληθινὸς ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός;
.            Ἕνα βιβλικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα πολλῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι ἀσφαλῶς τὸ ἕβδομο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐκθέτει σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὸν ἀντιφατικὸ (συγκρουσιακὸ) χαρακτήρα τῆς λειτουργίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, κατὰ τὴ σχέση της, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ μὲ τὴν «οἰκοῦσαν» σ᾽ αὐτὴν ἁμαρτία. «ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ… νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία» (Ρωμ. ζ´  15·17·19-20).
.           Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἀκούσιες ἁμαρτίες. Κάποιες αἰφνίδιες πειρασμικὲς προσβολὲς ἢ κάποιες ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, στὴ ροὴ τῆς καθημερινότητας καὶ τῶν ποικίλων μορφῶν τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, μπορεῖ νὰ εἶναι, τουλάχιστον φαινομενικῶς, ὑπεύθυνοι παράγοντες μιᾶς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία διαπράττεται ἀκουσίως.
.           Ἐν τούτοις, ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη θεωρούμενο, τὸ ἀθέλητο καὶ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο πρόβλημα γιὰ τὴ νηπτικὴ συνείδηση τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Ὁ κίνδυνος, ποὺ ἐλλοχεύει στὸ πρόβλημα αὐτό, σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, συχνὰ μόνοι κριτὲς τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀποφαινόμαστε, μὲ κάθε «εἰλικρίνεια», γιὰ τὸ ἀθέλητο μίας παρεκτροπῆς μας, μίας πτώσεώς μας, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ ἢ μίας ἀσυμβίβαστης, μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ἐπιθυμίας.
.           Ἐμεῖς κρίνουμε τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ βεβαιώνουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας μας. Ἐξ ἄλλου, ἐφ᾽ ὅσον ἐμεῖς εἴμαστε πεπεισμένοι, «καλῇ τῇ πίστει», βεβαιώνουμε, μὲ τὴ σχετικὴ ἐπιχειρηματολογία μας, καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα τὸν πνευματικό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο αὐτό!
–Πάτερ μου, τί νὰ σᾶς πῶ· ἀπόρησα μὲ τὸν ἑαυτό μου! Ἦταν σὰν νὰ ἔφυγε ὁ ἑαυτός μου ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ ἔκανα κάτι ποὺ δὲν γνώριζα καὶ ποὺ δὲν ἦταν τῆς δικῆς μου ἐπιλογῆς, δὲν τὸ ἤθελα!
.           Ὁ Μ. Βασίλειος, σὲ τέτοιους ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, θὰ παρατηρήσει· «Αὐτὸς ποὺ ὠθεῖται χωρὶς νὰ τὸ θέλει ἀπὸ κάποια ἁμαρτία, πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἦταν αἰχμάλωτος σὲ κάποια ἄλλη, προϋπάρχουσα μέσα του ἁμαρτία, στὴν ὁποία θεληματικὰ δούλευε καὶ τώρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προϋπάρχουσα ἁμαρτία ἕλκεται καὶ σύρεται καὶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλει» (P.G. 31, 741).
.           Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου κλονίζει τὰ θεμέλια κάθε ἰσχυρισμοῦ γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ δημιουργεῖ ἀμφιβολία κατὰ πόσο μία θεωρούμενη ὡς ἀκούσια ἁμαρτία εἶναι καὶ ὄντως ἀκούσια! Ἑπομένως πῶς νὰ εἶσαι πάντοτε σίγουρος ὅτι οἱ ἀκούσιες ἁμαρτίες σου εἶναι πραγματικὰ ἀκούσιες καὶ δὲν εἶναι φυσιολογικὰ ἐκβλαστήματα προϋπαρχούσης καὶ ἤδη ἑκουσίως διαπραττόμενης ἁμαρτίας»; Ὄντως· «παραπτώματα τίς συνήσει;» (Ψαλμ. ΙΗ´ 13).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ; [2]

, ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΑΓΧΟΣ καὶ Ο ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ

Τ γχος π τ πρίσμα τς Χριστιανικς Ἀνθρωπολογίας

Ἰωάννου Κορναράκη (†), Καθηγητοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν
ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ψυχοδυναμικὰ δρώμενα στὴν πορεία τῆς ἁγιότητος»,
ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010, σελ. 225
[Πρώτη δημοσίευση, περ. «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία,
Λευκωσία, Ἄνοιξη 2002, ἀρ. τ. 67, σελ. 13-18] 

.                 Τὸ ἄγχος εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνα πληθωρικὸ ψυχολογικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ χαρακτηρισμοί: ἀγχώδης ἀντίδραση, ἀγχογόνος κατάσταση ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀγχωτικὸς τύπος καὶ ἄλλοι παρόμοιοι καὶ σχετικοὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄγχους χαρακτηρισμοί, ἀκούγονται συχνὰ στὴν καθημερινή μας ζωή. Στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἔρευνας τὸ ἄγχος ἐντοπίσθηκε ὡς νοσογόνο σύμπτωμα ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων θεωριῶν τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους (τοῦ ἀσυνειδήτου). Ἀλλὰ τὸ ἄγχος ὑπῆρχε πάντοτε στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀπὸ κάποια χρονικὴ στιγμὴ καὶ ἐξῆς, ὡς λανθάνον αἴτιο ἐνδεχόμενης ψυχικῆς διαταραχῆς, μικρῆς ἢ μεγάλης ἐκτάσεως. Ἁπλῶς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος οἱ συνεχεῖς, μεγάλες καὶ συχνὰ ἐκπληκτικὲς ἀλλαγὲς συνθηκῶν καὶ ὅρων ἀνθρώπινης ζωῆς, ὀφειλόμενες στὴν ταχεία ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν καὶ μάλιστα τῆς τεχνολογίας, ὅπως καὶ στὴ σχετικὴ συνεργία λοιπῶν κοινωνικῶν, ἰδεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν παραγόντων, συνετέλεσαν στὴν ἔντονη διέγερση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ, μὲ συνέπεια τὴν ἐκδήλωση ψυχολογικῶν προβλημάτων ἀλλὰ καὶ ψυχοπαθολογικῶν συμπτωμάτων μὲ κορυφαῖο, συχνά, χαρακτηριστικὸ τὸ ἄγχος.
.                 Τὸ ἄγχος γεννήθηκε στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸν παράδεισο ἀμέσως μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία. Ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ θανατηφόρο παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, βιώθηκε καὶ ἐκδηλώθηκε ἤδη μέσα στὸν παράδεισο ὡς ἀγχογόνος ἀντίδραση στὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς αὐτῆς, ἐπὶ τοῦ ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου.
.               Ἡ πρώτη ἀγχωτικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους σχετίζεται μὲ τὴν μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ζεύγους αὐτοῦ· «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γέν. γ´ 7).
.               Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τοῦ στίχου αὐτοῦ δείχνει ὅτι οἱ παραβάτες τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μόλις ἔφαγαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους, τόσον ἀποκρουστικὴ στὰ μάτια τῆς αὐτοσυνειδησίας τους, ὥστε ἀμέσως, χωρὶς τὴν παραμικρὴ χρονοτριβή, προσπάθησαν νὰ καλύψουν τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ψυχικῆς, ἀπαράδεκτης γι’ αὐτούς, εἰκόνας τους.
.               Ἔτσι στὸ Γέν. γ´ 7 ἔχουμε δύο σημαντικὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν παραβατῶν αὐτῶν τὴν ἀπαράδεκτη γι’ αὐτοὺς μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τους καὶ τὴν κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς αὐτοσυνειδησίας τοὺς αὐτῆς, μὲ τέτοια συνάφεια μεταξύ τους, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἐντυπωσιακὰ ὁ ἀγχώδης χαρακτήρας τῆς ἀμεσότητος μὲ τὴν ὁποία ἔσπευσαν, εὐθὺς ἀμέσως, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν κάλυψη αὐτή, τῆς κακοποιημένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προσωπικῆς τους εἰκόνας.
.               Ἐξ ἄλλου ἡ δεύτερη ἀγχώδης ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους στὴν ἀποτρόπαια αὐτὴ εἰκόνα τους, ἦταν ἡ ἄμεση, ἐσπευσμένη, ἀπόκρυψή τους πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου, ὅταν «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσω τὸ δειλινὸν» (Γέν. γ´ 8). Τὸ ἠχητικὸ ἐρέθισμα τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ τοὺς προκάλεσε ἔντρομη φυγὴ καὶ κρύψιμο. Ἔτσι «ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου».
.               Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς ἐκάλεσε ὀνομαστικῶς τὸν Ἀδάμ, μὲ τὴν ἐρώτηση· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ἐκεῖνος ἀπήντησε ὁμολογώντας καὶ δικαιολογώντας συγχρόνως τὸ κρύψιμό του πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου· «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην». Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς γυμνότητος τῆς εἰκόνας τους ἀπὸ τὰ θεουργὰ χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» λειτούργησε μὲ ἔντρομη ἀμεσότητα, γιὰ τὴν ἀπόκρυψή τους ἀπὸ τὴν ἐλεγκτικὴ παρουσία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. «Ἐφοβήθην» καὶ «ἐκρύβην»! Φόβος καὶ κρύψιμο, πρὸ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!
.               Ἂν θὰ θέλαμε νὰ συσχετίσουμε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις ἢ ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου, φόβο καὶ κρύψιμο, μὲ βασικὲς ἔννοιες τῆς Ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (τοῦ Βάθους), θὰ διαπιστώναμε χωρὶς δυσκολία τὴ σύμπτωση το δαμικο φόβου μ τ γχος, πως κριβς τ ννοε σύγχρονη Ψυχολογία στν ψυχοδυναμική του λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ τὸ κρύψιμο θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ τὸ παραλληλίσουμε καὶ μᾶλλον νὰ τὸ ταυτίσουμε μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπωθήσεως τοῦ ἑαυτοῦ στὸ ἀσυνείδητό του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια αὐτή, στὴ σχέση της μὲ τὸ ἄγχος, ἡ ἴδια Ψυχολογία.
.               Σύμφωνα μὲ τέτοιες συσχετίσεις μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία ἐπεσκότισε πράγματι καὶ ἀχρείωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ χαρισματικὴ (θεουργὸ) δυναμικὴ τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν πρωτόπλαστο, βυθίστηκε στὸ σκότος μίας ψυχικῆς πραγματικότητας, ἄγνωστης πλέον καὶ ἀπρόσιτης στὸ σκοτισμένο λογικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ λέγαμε μὲ τὴ γλώσσα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του.
.               Ἔτσι, εἰς τὸ ἑξῆς, οἱ ψυχικὲς ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου εἶχαν πλέον ἀσυνείδητες ἀφετηρίες, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, βυθισμένος στὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κατοπτεύση φωτιστικὰ τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, στὴν ὁποία εἶχε ἤδη δουλωθῆ!
.               Ἑπομένως ὄχι μόνο τὸ ἄγχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώθηση τοῦ ἑαυτοῦ στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του εἶναι συμπτώματα τῆς διαβρώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴν ἁμαρτία, μὲ κοινὴ ὅμως ἐσωτερικὴ ἁμαρτητικὴ σχέση, ποὺ οὐσιώνεται στὴ βίωση τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τ γχος χει σαφς νοχικ φετηρία. Ἐκφράσθηκε ὡς φόβος μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
.               Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύγχρονη Ψυχολογία τοῦ ἀσυνειδήτου, κατανοεῖ τὸ ἄγχος ἐπίσης ὡς ἀσυνείδητη καὶ διάχυτη στὴ συνολικὴ ὕπαρξη τοῦ ἄνθρωπου ἐνοχικὴ ἀγωνία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸ ἰσχυρότερο πάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· τὸ βίωμα ἢ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς, ποὺ ἐξ ἄλλου ἀποτελεῖ καὶ τὸν πυρήνα τοῦ νευρωτικοῦ γενικὰ φαινομένου.

* * *

.               Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ ἄγχος ὑποδηλώνει τὴν ἀόριστη, μὴ δυνάμενη νὰ προσδιορισθεῖ ἐξ ἀντικειμένου ἀγωνία ἐνώπιον κάποιας ἀπειλῆς κινδύνου. Τὸ δὲ ἔντονο κινητικὸ – ψυχοδυναμικὸ στοιχεῖο του, ποὺ προεκτείνεται συχνὰ στὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀγχωτικῆς ἀντιδράσεως, μὲ μορφὴ ἐπιθετικότητος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μαρτυρία τῆς ἐνοχικῆς ἀφετηρίας του.

* * *

.               Ἀλλὰ τὸ ἄγχος, ὡς παθογόνος παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὡς πάθος, εἶναι ὑπὸ ὡρισμένους ὅρους, ἐπιδεκτικὸ μιᾶς ἀξιοποιήσεώς του ὡς ἐργαλείου πνευματικῆς καὶ μάλιστα νηπτικῆς προκοπῆς. Κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, τὰ πάθη, ἂν καὶ δὲν «συνεκτίσθησαν προηγουμένως» στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῶν παθῶν ποὺ εἶχαν (καὶ τὰ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὴ σαρκική τους ἀφετηρία) γιὰ τὴν ἀπόκτηση οὐρανίων ἀρετῶν. Ὅπως τὸν φόβο ὡς μέσο προφυλάξεως ἀπὸ τὴ μέλλουσα τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη, ὡς διορθωτικὴ διάθεση, κατὰ τὴ μεταμέλεια γιὰ κάποιο κακό, ποὺ διαπράχθηκε κατὰ τὸν παρόντα βίο.
.               Πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία μεταποιητικὴ «κατεργασία» τῆς δυναμικῆς ἑνὸς πάθους σὲ πνευματικὴ λειτουργία ἀρετῆς. Τὴ μεταποιητικὴ αὐτὴ μέθοδο μεταβολῆς μίας ἀρνητικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας σὲ θετικὴ καὶ ἐποικοδομητικὴ ἐνέργεια ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματικῆς ζωῆς, ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος σὲ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.
.               Ἐφ᾽ ὅσον «Πᾶν πάθος κατὰ συμπλοκὴν πάντως αἰσθητοῦ τινός, καὶ αἰσθήσεως καὶ “φυσικῆς δυνάμεως”, θυμοῦ λέγω τυχόν, ἢ ἐπιθυμίας, ἢ λόγου παρατραπέντος τοῦ κατὰ φύσιν συνίσταται», εἶναι δυνατὸν ἕνας «σπουδαῖος» πνευματικὸς ἀγωνιστής, κατὰ τὴν ἐπιδίωξη κάποιας ἀρετῆς νὰ «μεταποιήση» ἢ νὰ «μεθορμήση» ἢ νὰ «μετεργασθῆ» ἢ νὰ «ἐπαναγάγη» τὴ φυσικὴ αὐτὴ δυναμικὴ τοῦ πάθους σὲ βιωματικὴ ποιότητα ἀρετῆς.

* * *

.               Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἕνας ἀγωνιζόμενος χριστιανός, ποὺ ἀνήκει σ’ ἕνα ἀγχώδη τύπο, νὰ προσπαθήσει νὰ «μεθορμήση» τὴν ἀγχωτική του δυναμικὴ σὲ ὑψηλὰ πεδία πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, ἡ πατερικὴ προσοχὴ καὶ ἄλλες παρόμοιες πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ ἐνέργειες. Στὴν ἁγιογραφικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν πατερικὴ διδαχὴ συναντοῦμε προτροπὲς ποὺ μᾶς προσανατολίζουν στὴν πνευματικὴ ἀξιοποίηση μιᾶς «ἀγχωτικῆς» ἢ «φοβικῆς» δυναμικῆς. Ὅπως ἐνδεικτικῶς:

α) Στὴν Π. Δ. «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ» (Ψαλμ. β´ 11).

β) Στὴν Κ.Δ. «Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται… μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας».
.                     «Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ».

γ) Κατὰ τὸν ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, αὐτὸς ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ εὐχαρίστησει τὸν Θεὸ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του στὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ… ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ μάθει τὴν εὐχὴ καὶ «βιάζεται καὶ ἄγχει». Κι’ αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βιάζεται καὶ ἄγχει καὶ ἐθίζει ἔθος ἀγαθόν… Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν».
.               Ὁ ἴδιος ἅγιος συνιστᾶ· «Πάντοτε οὖν ἐν τῇ συνειδήσει ὀφείλεις ἔχειν τὴν μέριμναν καὶ τὸν φόβον…. τὸν φόβον καὶ τὸν πόνον, ὡς φυσικὸν καὶ ἄτρεπτον, τὸν συντριμμὸν τῆς καρδίας πάντοτε πεπηγμένον».
.               Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἂν ἀξιωθεῖ νὰ ἀποκτήσει κάποιο χάρισμα γνωρίζει πὼς τὸ κατόρθωσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθεῖ γιὰ τὸ χάρισμα αὐτό, ὅτι μὲ τὴ δική του δύναμη τὸ ἀπέκτησε ἀλλὰ τὸ ἀποδίδει στὸν Θεὸ καὶ συνεχῶς τὸν παρακαλεῖ «τρέμων» νὰ μὴ ἀποδειχθεῖ ἀνάξιος αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος καὶ στερηθεῖ τῆς βοήθειάς του καὶ ἀποκαλυφθεῖ ἔτσι ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ἀδυναμία του.
.               Ἡ ἀνάδυση τοῦ ἄγχους ἀπὸ ἀσυνείδητες, ἄγνωστες καὶ ἀπρόσιτες ἀπὸ τὸ λογικὸ ἐνδοψυχικὲς ἀφετηρίες, κάνουν πολὺ δύσκολη, ἂν μὴ ἀδύνατη, τὴν κατὰ μέτωπο καταπολέμησή του. Γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ σ’ ὅλα τὰ πάθη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ πατερικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν ἀλλὰ ἀνταγωνιστής, δείχνει ὅτι ἡ μέθοδος τῆς μετοχετεύσεως τῆς ψυχικῆς δυναμικῆς τοῦ πάθους σὲ στόχους πνευματικῆς ζωῆς, δημιουργεῖ ἐλπίδες μίας θεοφιλοῦς ἀξιοποιήσεως τοῦ ἄγχους, σὲ νηπτικοὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες φωτιστικῆς αὐτογνωσίας, στὸ κλίμα τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς παρουσίας τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ στὴ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ.
.                Ἂν τὸ ἄγχος βιώνεται ὡς ἕνας ἀνεπιθύμητος ψυχικὸς ἀναγκασμός, σὰν μία πιεστικὴ βία στὸν πυρήνα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνταγωνιστεῖ κανεὶς τὸ ἄγχος εἶναι ἡ ἄσκηση βίας στὴ βία τοῦ πάθους αὐτοῦ. Στὸ σημεῖο τοῦτο εἶναι χρήσιμη ἡ προτροπὴ τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ· «Θέλησον τῇ βίᾳ τῆς φιλόθεου σπουδῆς ἐκνικῆσαι καὶ λύσαι τὴν βίαν (τοῦ ἄγχους)! «Ἡμεῖς τῇ βίᾳ τὴν βίαν καταγωνισώμεθα».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στὸ ἐρώτημα “πῶς μπορεῖ ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετώπισει καὶ νὰ ἀξιοποιήση τὸ ἄγχος ὡς ἐργαλεῖο πνευματικῆς προκοπῆς” μία ἐπιγραμματικὴ – συνοπτικὴ ἀπάντηση θὰ ἦταν, στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ ἑξῆς·

– Νὰ παραδώσει τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ τὸ συνοδεύει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
– Νὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἰδεῖ καὶ νὰ τὸ κατανοήσει στὴν ψυχοδυναμική του ἰδιαιτερότητα ὡς φοβίας ἢ ἀόριστης ἀγωνίας ἢ ἀναιτιολόγητης ἐπιθετικῆς παρορμήσεως ἢ τέλος ὡς ἐνοχικῆς φοβικῆς εὐαισθησίας, ὡς παράγοντα τῆς παιδείας τοῦ Κυρίου!
– Νὰ ἐντοπίσει ἐνδεχομένως τὸ ἐνοχικὸ ὑπόστρωμα τοῦ ἄγχους, ποὺ συνήθως ἀποτελεῖ τὴν κυρία ψυχοδυναμική του ἀφετηρία. Ἀπωθημένες ἁμαρτητικὲς ἐμπειρίες, δηλ. ἀνεξομολόγητες ἐνοχές, ἐκδικοῦνται μὲ ἀσυνείδητη ἀγχώδη ἀντίδραση.
– Νὰ συλλάβει τὴν ἀφυπνιστικὴ πνευματικὴ σημασία τοῦ ἄγχους, ὡς ἐρεθίσματος μιᾶς ἐργασίας αὐτογνωσίας μὲ κριτήρια ἀντικειμενικὰ καὶ ὄχι αὐτοδικαιωτικά.
– Νὰ μεταποιήσει τὴ δυναμικὴ τῆς ἀγχωτικῆς ἀγωνίας σὲ νηπτικὸ τρόπο βιώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν μνημονευθεῖσα προτροπὴ τοῦ ἁγ. Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου: «Καὶ ἡμεῖς τοίνυν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πραότητα, ἵνα ἀποστείλῃ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ὁ Θεός»!
.               Ὄντως τὰ ἀντίρροπα τοῦ ἄγχους εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πραότητα!

, ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΝΗΠΤΙΚΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

ΤΟ ΝΗΠΤΙΚΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

τοῦ  ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«Κυνηγώντας τὸν βάτραχο…. στὸ φῶς τῆς νήψεως»
ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Παντοκράτορος,
Ἅγ. Ἀθανάσιος Κερκύρας, Ἀθήνα 2009.

.               Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. ι´ 33-37). Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, κάποιος ἄνθρωπος ἔγινε στόχος σκληρόκαρδων ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν λήστευσαν, τὸν ἄφησαν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, μισοπεθαμένο! Καταπληγωμένο καὶ ἐμφανῶς θανάσιμα κακοποιημένο.
.                   Ὁ πρῶτος περαστικός, ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδεῖ τὸ τραγικὸ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του αὐτὸ γεγονός, ἦταν ἕνας ἱερέας. Τὸν εἶδε, ποιὸς ξέρει τί σκέφθηκε καὶ συναισθάνθηκε. Πάντως τὸν εἶδε καὶ ἀντιπαρῆλθεν! Ἔφυγε. Τακτοποιημένος ἴσως μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἡ συνείδησή του δὲν λειτούργησε ἱερατικά, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει φιλάνθρωπα τὸν τραγικὸ αὐτὸν ἄνθρωπο!
.                   Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἕνας ἀκόμα ἄνθρωπος, λευΐτης, ὑπηρέτης καὶ λειτουργὸς τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Δηλαδὴ ὁ δεύτερος αὐτὸς περαστικὸς ἄνθρωπος, μπροστὰ ἀπὸ τὸν μισοπεθαμένο συνάνθρωπό του, δὲν πέρασε βιαστικὸς ὅπως ὁ ἱερέας, ἀλλὰ πλησίασε, εἶδε τὴν τραγική του κατάσταση καὶ συνέχισε ἥσυχος καὶ ἀδιάφορος τὸν δρόμο του πρὸς τὸν προορισμό του.
.                   Ἀλλὰ ἀμέσως ἔφθασε κοντὰ στὸ τραγικὸ θύμα τῶν ληστῶν ἕνας Σαμαρείτης. Ἕνας ξένος, ἀπὸ ἄλλη περιοχή, στὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἦταν συμπαθεῖς καὶ ἀποδεκτοί, ἀφοῦ τοὺς χώριζαν θρησκευτικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Κι ὅμως αὐτὸς ὁ ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη! Τὸν λυπήθηκε, τὸν περιέθαλψε πρόχειρα καὶ τὸν μετέφερε στὸ πιὸ κοντινὸ πανδοχεῖο. Φρόντισε νὰ μὴ τοῦ λείψει τίποτε καὶ πλήρωσε χρήματα γιὰ τὴ φιλοξενία του στὸ πανδοχεῖο.
.                   Ἐὰν ὁ Σαμαρείτης, ὁ εὐεργέτης τοῦ Ἰουδαίου, ὁ ὁποῖος κακοποιήθηκε θανάσιμα ἀπὸ ληστὲς συμπατριῶτες του, ἔδειχνε τὴν ἴδια συμπεριφορὰ ἀσπλαγχνίας καὶ ψυχρότητος ποὺ ἔδειξαν οἱ συμπατριῶτες τοῦ θύματος ἱερεῖς, θὰ ἦταν πλήρως δικαιολογημένος. Γιατί ἄραγε;
.                   Ὅταν ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποια ὁδοιπορία του προχώρησε, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ μπῆκε στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας, κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς, κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ κοντὰ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ πιεῖ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτή. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἶχε πλησιάσει τὴν πηγὴ καὶ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς πηγῆς αὐτῆς. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, διψασμένος, ζητάει ἀπὸ τὴ γυναίκα αὐτὴ νὰ τοῦ δώσει νερὸ νὰ πιεῖ.
.                   Ἀντὶ ὅμως ὕδατος πηγαίου καὶ δροσεροῦ, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκείνη συμπεριφέρθηκε ἐπιθετικὰ στὸν Ἰουδαῖο ὁδοιπόρο! Μὲ περιφρονητικὸ ὕφος τοῦ εἶπε:

– Πῶς ἐσὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς ἀπὸ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα νερό; Δὲν ξέρεις ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δὲν ἔχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

.                   Πράγματι μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν δὲν ὑπῆρχε καμία σχέση. Ἀντίθετα, ὁ ἕνας λαὸς περιφρονοῦσε καὶ ἐχθρεύετο τὸν ἄλλο.
.                   Ἡ Σαμάρεια, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀποτελοῦσε τὸ βόρειο Ἰσραηλιτικὸ κράτος, ἤδη πολὺ πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε προσχωρήσει στὴν εἰδωλολατρία καὶ εἶχε “ἐθνικῶς” ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ μεγάλες ἐπιμιξίες μὲ ξένους λαούς. Στὴν ἐποχὴ δὲ τοῦ Ἰησοῦ τὸ ὄνομα Σαμαρείτης ἰσοδυναμοῦσε μὲ ὕβρη.
.                   Ὁ Σαμαρείτης ἑπομένως ὁ ὁποῖος περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἦταν δικαιολογημένα φορτισμένος μὲ ἐμπάθεια καὶ ἐχθρικὰ αἰσθήματα ἐναντίον τῶν κατοίκων της. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶχε οὔτε τὴν ψυχολογία οὔτε τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα τῶν συμπατριωτῶν του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Διαφορετικὰ θὰ αἰσθανόταν χαρὰ μπροστὰ στὸ τραγικὸ θέαμα τοῦ ἐμπεσόντος στοὺς ληστὲς Ἰουδαίου.
.                   Ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τῆς καρδίας του ἀπὸ παθογόνες – ἐχθρικὲς ἀντιστάσεις στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Ὅ,τι δὲν ἔκαναν οἱ ἱερεῖς τῆς πατρίδος τοῦ τραγικοῦ θύματος τῶν ληστῶν, τὸ ἔκανε ἕνας ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων.
.                   Ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φύση του καὶ τὴν καρδία του. Ἀντίθετα, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὡς ἱερέας τῆς ἀγάπης, τελετούργησε τὸ μυστήριο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας στὴ θέση τῶν ἐξ ὁρισμοῦ ἱερέων τοῦ Θεοῦ!
.                   Ὁ νοῦς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στὴν πράξη τῆς ἀγάπης του, ἐκπέμπει πράγματι ἀνταύγειες φωτιστικὲς μιᾶς ἐντελῶς εὐαγγελικῆς νήψεως. Ἐπειδὴ χρειάζεται, ἀλήθεια, πολλὴ νήψη, φωτιστικὴ διάκριση, γιὰ νὰ ὑπερβεῖ κάποιος καὶ νὰ δαμάσει τραυματικὰ αἰσθήματα ἐχθρικῶν συμπεριφορῶν ἀπὸ φίλους καὶ ἐχθροὺς καὶ νὰ τὰ μεταποιήσει σὲ φίλτρο ἀγάπης καὶ θυσίας γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν τραυμάτων αὐτῶν.
.                   Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἰκονογράφησε καὶ προσδιόρισε τὴν ὁδὸ τῆς νήψεως ὡς μέσο ἔκφρασης τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Ὁ κορυφαῖος λόγος του “ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν”, στὴν πραγμάτωσή του προϋποθέτει νήψη πολλή. Νήψη φωτιστικὴ καὶ ἀναιρετική τῆς κακίας.

 

ΠΗΓΗ: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΙΣ ΕΡΥΘΡΕΣ ΑΤΤΙΚΗΣ»

 

 

 

 

 

, ,

Σχολιάστε

Η ΑΣΚΗΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ-1

«ΔΟΣ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΛΑΒΕ ΠΝΕΥΜΑ»! [Α´]

† Ἰωάν. Κορναράκη,
(Ὁμοτ.) Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Φιλοκαλικὰ θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητος»
 ἔκδ. «Ὀρθ. Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη 1975,  σ. 70-76

.             Ο πηρεσίες τς σύγχρονης ψυχολογίας στν βελτίωση τν ρων τς ζως το νθρώπου εναι σφαλς χι πλς ξιόλογες λλ κα παινετές. Ἡ εὐρεία διάδοση τῶν ψυχολογικῶν γνώσεων συνετέλεσε καὶ συντελεῖ στὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις του καὶ τὶς μορφὲς ἢ τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς του. Ἡ συνεχῶς ἐπισωρευομένη ψυχολογικὴ ἐμπειρία, ἀπὸ τὴ μεθοδικὴ ἔρευνα ἢ τὸ αὐθόρμητο καὶ τυχαῖο ψυχολογικὸ γεγονός, τίθεται συνεχῶς στὴν ὑπηρεσία τῆς βελτιώσεως καὶ ἐξομαλύνσεως τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου διαποτίζεται συνεχῶς ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ψυχολογίας «γιὰ ἕνα καλύτερο σήμερα»! Ὅ,τι εἶναι ψυχολογικό, εἶναι χρήσιμο σὰν δείκτης ζωῆς. Ἐνῶ κάθε «ἀψυχολόγητο» θεωρεῖται σὰν κάτι σχεδὸν … ἀπάνθρωπο!

* * *

.             τάση ατ ν «ψυχολογοποιομε» τν παρξη κα τ δράση το νθρώπου εἶναι πολὺ χρήσιμη, ἀλλά… μέχρις ἑνὸς σημείου! Πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀρχίζει ἡ κατάχρηση τοῦ πνεύματος τῆς ψυχολογίας. Οἱ ἐπιστήμονες στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁμιλοῦν γιὰ «ψυχολογιαρχία» (Psychologismus). Σύμφωνα μὲ τὴν τάση αὐτή, στὴν περιοχὴ τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἐρεύνης, τὰ πάντα ἀνάγονται σὲ ψυχολογικὰ αἴτια καὶ ἄγονται σὲ ψυχολογικοὺς σκοπούς.
.             Ἡ κατάχρηση τῶν ψυχολογικῶν σπουδῶν θὰ ἠμποροῦσε νὰ βεβαιωθῆ πληθωρικὰ στὴν περιοχὴ τῆς ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ. Τὸ νέο ρεῦμα τῆς θεωρίας τῆς ἀγωγῆς, ποὺ ὠνομάστηκε «Νέα Ἀγωγὴ» (Education Nouvelle) καὶ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῆς παιδαγωγικῆς ἀφυπνίσεως ποὺ προεκάλεσαν τὰ πρῶτα κτυπητὰ πορίσματα τῆς ψυχολογικῆς προόδου, τοποθέτησε τὸ παιδὶ σ’ ἕνα πολὺ ὑψηλὸ βάθρο. Μὲ παιδαγωγικὲς καὶ κυρίως ψυχολογικὲς πρωτοβουλίες ἐξωραΐστηκε τόσο ὑπέρμετρα ἢ ἄμετρα ἡ προσωπικότης τοῦ παιδιοῦ, ὥστε βρεθήκαμε μπροστὰ σὲ μία παραποιημένη ψυχολογικὰ εἰκόνα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Νέα Ἀγωγὴ δὲν προχώρησε ἀνοδικὰ καὶ δὲν κατέκτησε ὅλα τὰ πεδία τῆς ἀγωγῆς, ἀλλὰ περιορίστηκε σὲ «πρότυπα» μὰ πολυδάπανα ἱδρύματα, δείχνει ὅτι οἱ ψυχολογικὲς πρωτοβουλίες παραποίησαν πράγματι τὴν προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ. Κυρίως ἐνόθευσαν τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα μὲ πολλή… ψυχολογία καὶ ἑπομένως μὲ πολλή… ἄνεση! Γιατί τὸ πνεῦμα τῆς Νέας Ἀγωγῆς ποὺ διαμορφώθηκε μὲ βάση τὶς ψυχολογικὲς θεωρίες στὸ τέλος-τέλος καθιέρωσε τὴν εὐκολία καὶ τὴν ἄνεση σὰν βασικὰ μέσα τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑπομένως ἐμμέσως καὶ σὰν σκοποὺς τῆς ὑπάρξεώς του.

* * *

.             Τ ψυχολογικ ατ κλίμα, σν διάσταση τς πάρξεως, πηρεάζει τὴν ζω κα το χριστιανο ποὺ εἶναι καλοπροαίρετος, ὡς πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις του καὶ τὰ καθήκοντά του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ὁ σύγχρονος χριστιανὸς θέλει κι ἐκεῖνος νὰ ζήση «ψυχολογικὰ» τὸν χριστιανισμό του. Δηλαδὴ θεωρεῖ τοὺς ψυχολογικοὺς συμβιβασμοὺς σὰν αὐτονόητα στοιχεῖα τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στοὺς κόλπους τοῦ βίου αὐτοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν «κανονικὸ» ὅρο «κατ’ οἰκονομίαν», ὁ σύγχρονος χριστιανὸς γνωρίζει κι ἕνα ψυχολογικὸ ὄρο μὲ τὴν ἴδια ἐπωνυμία. Ὁ συμβιβασμὸς τοῦ συγχρόνου «καλοῦ» χριστιανοῦ μὲ τὸν κόσμο γίνεται γιὰ λόγους ψυχολογικοὺς καὶ ἑπομένως «κατ’ οἰκονομία»!
.             Ἀναμφιβόλως εἶναι γεγονὸς ὅτι δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ ἐκτιμήση ἀντικειμενικὰ τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ ψυχολογικοῦ «κατ’ οἰκονομίαν»! Ἡ ψυχολογία, ὅπως καὶ ἀλλοῦ ὑπογραμμίστηκε, ἔχει μία ἀξία ἀναμφισβήτητη. Ἀλλὰ μέχρις ἑνὸς ὁρίου..! Κι εἶναι ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅτι τὴν ὑπέρβαση τοῦ ὁρίου αὐτοῦ τὴν πραγματοποιεῖ ὁ σύγχρονος χριστιανὸς μὲ πολλὴ ἄνεση. Μὲ τὴν ἄνεση ἀκριβῶς ποὺ τοῦ δίνει ἡ ὑπερεκτίμηση τοῦ πνεύματος τῆς ψυχολογίας (κι ἂς μὴ γνωρίζει ὁ ἴδιος θεωρητικὰ τὴν ψυχολογία αὐτή!). Μὲ ὁδηγό, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ψυχολογίας προβάλλει τὰ δικαιώματά του στὴν ζωὴ καὶ τὶς ἀνέσεις της. Θέλει νὰ ζήση τὴν τεχνολογικὴ ζωή του «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Κι ἐδῶ βέβαια συναντᾶ μία δυσκολία ποὺ ὅμως, ὅπως φαίνεται, τὴν ἀπωθεῖ στὸ ἀσυνείδητό του. σύγχρονος  χριστιανς «σκηνοθετε» μία ζω εσεβείας πο εναι πολ μακρι π τν αθεντικ εσέβεια, γιατί βασικς προσανατολισμός του δν χει στόχο τν οραν λλ τὴν γ. Ἡ ψυχολογικὴ ἐκτίμηση καὶ προοπτικὴ τῆς ζωῆς του τὸν κατευθύνει πρὸς τὴν βίωση τῶν τεχνολογικῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει… ὁ Θεός!

* * *

.             Ὅμως, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ψυχολογικὴ προσαρμογὴ στὴν ζωὴ καὶ ἡ ἀπόλαυση τῶν τεχνολογικῶν ἀγαθῶν ἔχουν μία νομιμότητα ἀναμφισβήτητη, εἶναι στοιχεῖα μίας ζωῆς ποὺ δὲν εἶναι αὐθεντικὰ πνευματική. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο δὲν ἀρνεῖται τὴν πρόοδο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιβάλλει καὶ τὴν καθαγιάζει. Ἐξ ἄλλου, ὡς πρὸς τὴν ψυχολογικὴ προσαρμογή, τὴν παραδέχεται πράγματι σὰν ὅρο τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι αὐτονόητα ἀνθρώπινη. Ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ προβάλλει στὴν ζωὴ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων του μία ζωὴ ἀσκήσεως καὶ αἵματος! Μία ζωὴ βέβαια χαρᾶς καὶ εὐδοκίας! Μία ζωὴ ποτισμένη μὲ τὴν αὐθεντικὴ χαρὰ ποὺ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀφαιρέση ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Μά, πρὶν ἀπ’ ὅλα, μία ζωὴ στολισμένη μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου τῆς ἀσκήσεως σὰν βασιλικὴ πορφύρα καὶ βύσσο!
.             σιος Νικήτας Στηθάτος συμπυκνώνει σ λίγες λέξεις τν περιγραφ τς σκήσεως κα το μαρτυρίου πο βιώνουν ο αθεντικο πνευματικο νθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, κατὰ τὸν ὅσιο πατέρα «ε γρ πόνοις αυτν καθαίρουσι τς ψυχς κα τς ντολς το Κυρίου τηροῦσι, κενοντες αυτν τ αματα πρ τς γάπης το Χριστο». Οἱ αὐθεντικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι χύνουν τὸ αἷμα τῆς ψυχῆς τους «ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Γιατί «καθαίρουσι τὴν σάρκα νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις· δάκρυσι τὸ πάχος λεπτύνουσι τῆς καρδίας· κακοπαθείαις νεκροῦσι τὰ μέλη· προσευχῇ καὶ μελέτῃ τὸν νοῦν πληροῦσι φωτὸς καὶ λαμπρὸν αὐτὸν ἀπεργάζονται, τῇ ἀπαρνήσει τῶν θελημάτων χωρίζουσι τὰς ἰδίας ψυχὰς ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος προσπαθείας καὶ ὅλοι μόνου τοῦ πνεύματος γίνονται. Διὸ καὶ πνευματικοὶ οὐ μόνον γνωρίζονται, ἀλλὰ καὶ καλοῦνται παρὰ πάντων εἰκότως»1.
.             συνοπτικ ατ περιγραφ το μαρτυρίου τς σκήσεως, πο πεικονίζει τ δραματικ ρο το αματος τς ψυχς, ποκαλύπτει συγχρόνως μία πέρβαση: τν πέρβαση το ψυχολογικο δυναμικο τῆς προσωπικότητος!
.             Ἡ ἄσκηση, σὰν μία δυναμικὴ ἐνέργεια καὶ λειτουργία τῆς προσωπικότητος, εἶναι πράγματι ὑπέρβαση τῶν ψυχολογικῶν δεδομένων καὶ γενικῶς τοῦ ψυχολογικοῦ δυναμικοῦ τῆς προσωπικότητος. σκητς δν συμμορφώνεται μ τς ψυχολογικές του νάγκες. ντιθέτως, δρ ναντίον τν ψυχολογικν διαθέσεων κα παρορμήσεων πο κφράζουν τ νθρώπινο στοιχεο τς προσωπικότητος. ρημικ σωτερικότης εναι μία ντονη κα δυναμικ σκηση τς «τομικότητος» πο κφράζεται ψυχολογικά. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ προθέσεις, οἱ ἀνάγκες, οἱ στερήσεις καὶ κάθε ἄλλο δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς ψυχολογικῆς ὑποστάσεως τῆς ἀτομικότητος, δαμάζονται καὶ ἐξουδετερώνονται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάθος τῆς προσωπικότητος, ἀλλὰ μὲ τρόπο βίαιο. Ἡ ἄσκηση εἶναι μία ἀντιλογία στὶς ἐπιθυμίες τῆς «σαρκὸς» καὶ ἕνα βίαιο μαστίγωμα τῶν διαθέσεων καὶ παρορμήσεων ποὺ εἶναι ντυμένες μὲ τὸν ψυχολογικὸ χιτώνα, δηλ. μνα νδυμα νθρωπίνης νομιμότητος. σκηση εναι πράγματι μία πέρβαση κα μία ρνηση τν λογικν, δηλ. ψυχολογικν δικαιωμάτων τς προσωπικότητος. σκηση εναι μία παράλογη πράξη πο μετουσιώνει δυναμικ τς ψυχολογικς μπειρίες το νθρώπου σ πνευματικ πόσταση κα ζωή. Χωρς σκηση, χωρς βία κα αμάτινη πίεση στς λαζονικς παιτήσεις τς ψυχολογικς ζως του, δν μπορε χριστιανς ννεβ τν κλίμακα τν ρετν κα ν εσέλθη στεφανωμένος στ βασιλεία το Θεο. Χωρὶς νὰ χύση αἷμα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβη πνεῦμα. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ βιαιοπραγία εἰς βάρος τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, εἶναι τὸ περιζήτητο εἰσιτήριο τοῦ παραδείσου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΠΗΓΗ ἀνεπεξ. ἠλ. κειμ: impantokratoros.gr

, , ,

Σχολιάστε

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ «Ὁ σύγχρονος χριστιανὸς “σκηνοθετεῖ” μία ζωὴ εὐσεβείας ποὺ εἶναι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ εὐσέβεια».

Ἀπόσπασμα [Α´] ἀπὸ τὸ κεφάλαιο
«ΔΟΣ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΛΑΒΕ ΠΝΕΥΜΑ»!
τοῦ † Ἰω. Κορναράκη , Καθηγ. Παν. Ἀθηνῶν

ἐν «Φιλοκαλικὰ θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητος»,
ἐκδ. Ὀρθοδ. Κυψέλης», Θεσσαλονίκη 1975,
σελ. 70-75

.                Ο πηρεσίες τς σύγχρονης ψυχολογίας στν βελτίωση τν ρων τς ζως το νθρώπου εναι σφαλς χι πλς ξιόλογες λλ κα παινετές. Ἡ εὐρεία διάδοση τῶν ψυχολογικῶν γνώσεων συνετέλεσε καὶ συντελεῖ στὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις του καὶ τὶς μορφὲς ἢ τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς του. Ἡ συνεχῶς ἐπισωρευομένη ψυχολογικὴ ἐμπειρία, ἀπὸ τὴ μεθοδικὴ ἔρευνα ἢ τὸ αὐθόρμητο καὶ τυχαῖο ψυχολογικὸ γεγονός, τίθεται συνεχῶς στὴν ὑπηρεσία τῆς βελτιώσεως καὶ ἐξομαλύνσεως τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου διαποτίζεται συνεχῶς ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ψυχολογίας «γιὰ ἕνα καλύτερο σήμερα»! Ὅ,τι εἶναι ψυχολογικό, εἶναι χρήσιμο σὰν δείκτης ζωῆς. Ἐνῶ κάθε «ἀψυχολόγητο» θεωρεῖται σὰν κάτι σχεδὸν … ἀπάνθρωπο!
.                τάση ατ ν «ψυχολογοποιομε» τν παρξη κα τ δράση το νθρώπου εἶναι πολὺ χρήσιμη, ἀλλά… μέχρις ἑνὸς σημείου! Πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀρχίζει ἡ κατάχρηση τοῦ πνεύματος τῆς ψυχολογίας. Οἱ ἐπιστήμονες στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁμιλοῦν γιὰ «ψυχολογιαρχία» (Psychologismus). Σύμφωνα μὲ τὴν τάση αὐτή, στὴν περιοχὴ τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἐρεύνης, τὰ πάντα ἀνάγονται σὲ ψυχολογικὰ αἴτια καὶ ἄγονται σὲ ψυχολογικοὺς σκοπούς. […]

.              Τ ψυχολογικ ατ κλίμα, σν διάσταση τς πάρξεως, πηρεάζει τὴν ζω κα το χριστιανο ποὺ εἶναι καλοπροαίρετος, ὡς πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις του καὶ τὰ καθήκοντά του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ὁ σύγχρονος χριστιανὸς θέλει κι ἐκεῖνος νὰ ζήση «ψυχολογικὰ» τὸν χριστιανισμό του. Δηλαδὴ θεωρεῖ τοὺς ψυχολογικοὺς συμβιβασμοὺς σὰν αὐτονόητα στοιχεῖα τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στοὺς κόλπους τοῦ βίου αὐτοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν «κανονικὸ» ὅρο «κατ’ οἰκονομίαν», ὁ σύγχρονος χριστιανὸς γνωρίζει κι ἕνα ψυχολογικὸ ὅρο μὲ τὴν ἴδια ἐπωνυμία. Ὁ συμβιβασμὸς τοῦ συγχρόνου «καλοῦ» χριστιανοῦ μὲ τὸν κόσμο γίνεται γιὰ λόγους ψυχολογικοὺς καὶ ἑπομένως «κατ’ οἰκονομία»!
.               Ἀναμφιβόλως εἶναι γεγονὸς ὅτι δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ ἐκτιμήση ἀντικειμενικὰ τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ ψυχολογικοῦ «κατ’ οἰκονομίαν»! Ἡ ψυχολογία, ὅπως καὶ ἀλλοῦ ὑπογραμμίστηκε, ἔχει μία ἀξία ἀναμφισβήτητη. Ἀλλὰ μέχρις ἑνὸς ὁρίου…! Κι εἶναι ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅτι τὴν ὑπέρβαση τοῦ ὁρίου αὐτοῦ τὴν πραγματοποιεῖ ὁ σύγχρονος χριστιανὸς μὲ πολλὴ ἄνεση. Μὲ τὴν ἄνεση ἀκριβῶς ποὺ τοῦ δίνει ἡ ὑπερεκτίμηση τοῦ πνεύματος τῆς ψυχολογίας (κι ἂς μὴ γνωρίζει ὁ ἴδιος θεωρητικὰ τὴν ψυχολογία αὐτή!). Μὲ ὁδηγό, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ψυχολογίας προβάλλει τὰ δικαιώματά του στὴν ζωὴ καὶ τὶς ἀνέσεις της. Θέλει νὰ ζήση τὴν τεχνολογικὴ ζωή του «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Κι ἐδῶ βέβαια συναντᾶ μία δυσκολία ποὺ ὅμως, ὅπως φαίνεται, τὴν ἀπωθεῖ στὸ ἀσυνείδητό του. σύγχρονος  χριστιανς «σκηνοθετε» μία ζω εσεβείας πο εναι πολ μακρι π τν αθεντικ εσέβεια, γιατί βασικς προσανατολισμός του δν χει στόχο τν οραν λλ τὴν γ. Ἡ ψυχολογικὴ ἐκτίμηση καὶ προοπτικὴ τῆς ζωῆς του τὸν κατευθύνει πρὸς τὴν βίωση τῶν τεχνολογικῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει… ὁ Θεός!

.                Ὅμως, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ψυχολογικὴ προσαρμογὴ στὴν ζωὴ καὶ ἡ ἀπόλαυση τῶν τεχνολογικῶν ἀγαθῶν ἔχουν μία νομιμότητα ἀναμφισβήτητη, εἶναι στοιχεῖα μίας ζωῆς ποὺ δὲν εἶναι αὐθεντικὰ πνευματική. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο δὲν ἀρνεῖται τὴν πρόοδο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιβάλλει καὶ τὴν καθαγιάζει. Ἐξ ἄλλου, ὡς πρὸς τὴν ψυχολογικὴ προσαρμογή, τὴν παραδέχεται πράγματι σὰν ὅρο τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι αὐτονόητα ἀνθρώπινη. Ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ προβάλλει στὴν ζωὴ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων του μία ζωὴ ἀσκήσεως καὶ αἵματος! Μία ζωὴ βέβαια χαρᾶς καὶ εὐδοκίας! Μία ζωὴ ποτισμένη μὲ τὴν αὐθεντικὴ χαρὰ ποὺ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀφαιρέση ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Μά, πρὶν ἀπ’ ὅλα, μία ζωὴ στολισμένη μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου τῆς ἀσκήσεως σὰν βασιλικὴ πορφύρα καὶ βύσσο!
.            Ὁ σιος Νικήτας Στηθάτος συμπυκνώνει σ λίγες λέξεις τν περιγραφ τς σκήσεως κα το μαρτυρίου πο βιώνουν ο αθεντικο πνευματικο νθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, κατὰ τὸν ὅσιο πατέρα «ε γρ πόνοις αυτν καθαίρουσι τς ψυχς κα τς ντολς το Κυρίου τηροῦσι, κενοντες αυτν τ αματα πρ τς γάπης το Χριστο». Οἱ αὐθεντικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι χύνουν τὸ αἷμα τῆς ψυχῆς τους «ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Γιατί «καθαίρουσι τὴν σάρκα νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις· δάκρυσι τὸ πάχος λεπτύνουσι τῆς καρδίας· κακοπαθείαις νεκροῦσι τὰ μέλη· προσευχῇ καὶ μελέτῃ τὸν νοῦν πληροῦσι φωτὸς καὶ λαμπρὸν αὐτὸν ἀπεργάζονται, τῇ ἀπαρνήσει τῶν θελημάτων χωρίζουσι τὰς ἰδίας ψυχὰς ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος προσπαθείας καὶ ὅλοι μόνου του πνεύματος γίνονται. Διὸ καὶ πνευματικοὶ οὐ μόνον γνωρίζονται, ἀλλὰ καὶ καλοῦνται παρὰ πάντων εἰκότως»1.
.                 συνοπτικ ατ περιγραφ το μαρτυρίου τς σκήσεως, πο πεικονίζει τ δραματικ ρο το αματος τς ψυχς, ποκαλύπτει συγχρόνως μία πέρβαση: τν πέρβαση το ψυχολογικο δυναμικο τῆς προσωπικότητος!
.           Ἡ ἄσκηση, σὰν μία δυναμικὴ ἐνέργεια καὶ λειτουργία τῆς προσωπικότητος, εἶναι πράγματι ὑπέρβαση τῶν ψυχολογικῶν δεδομένων καὶ γενικῶς τοῦ ψυχολογικοῦ δυναμικοῦ τῆς προσωπικότητος. σκητς δν συμμορφώνεται μ τς ψυχολογικές του νάγκες. ντιθέτως, δρ ναντίον τν ψυχολογικν διαθέσεων κα παρορμήσεων πο κφράζουν τ νθρώπινο στοιχεο τς προσωπικότητος. ρημικ σωτερικότης εναι μία ντονη κα δυναμικ σκηση τς «τομικότητος» πο κφράζεται ψυχολογικά. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ προθέσεις, οἱ ἀνάγκες, οἱ στερήσεις καὶ κάθε ἄλλο δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς ψυχολογικῆς ὑποστάσεως τῆς ἀτομικότητος, δαμάζονται καὶ ἐξουδετερώνονται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάθος τῆς προσωπικότητος, ἀλλὰ μὲ τρόπο βίαιο. Ἡ ἄσκηση εἶναι μία ἀντιλογία στὶς ἐπιθυμίες τῆς «σαρκὸς» καὶ ἕνα βίαιο μαστίγωμα τῶν διαθέσεων καὶ παρορμήσεων ποὺ εἶναι ντυμένες μὲ τὸν ψυχολογικὸ χιτώνα, δήλ. μ’ ἕνα ἔνδυμα ἀνθρωπίνης νομιμότητος. σκηση εναι πράγματι μία πέρβαση κα μία ρνηση τν λογικν, δηλ. ψυχολογικν δικαιωμάτων τς προσωπικότητος. σκηση εναι μία παράλογη πράξη πο μετουσιώνει δυναμικ τς ψυχολογικς μπειρίες το νθρώπου σ πνευματικ πόσταση κα ζωή. Χωρς σκηση, χωρς βία κα αμάτινη πίεση στς λαζονικς παιτήσεις τς ψυχολογικς ζως του, δν μπορε χριστιανς ννεβ τν κλίμακα τν ρετν κα ν εσέλθη στεφανωμένος στ βασιλεία το Θεο. Χωρὶς νὰ χύση αἷμα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβη πνεῦμα. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ βιαιοπραγία εἰς βάρος τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, εἶναι τὸ περιζήτητο εἰσιτήριο τοῦ παραδείσου.

,

Σχολιάστε

ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΜΟΧΘΟ…! «Ὁ σύγχρονος τεχνολογικὸς ἄνθρωπος θέλει, ὅσο μπορεῖ, νὰ … κάθεται. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀγωνίζεται νὰ … μὴν ἀγωνίζεται. Ἀντιθέτως ἡ ἀσκητικὴ σκέψη θεωρεῖ τὴν περιφρόνηση τῆς ἀναπαύσεως σὰν βασικὴ ἀρετή»!(Ἰω. Κορναράκης)

Ἀνάπαυση μέσα στὸ μόχθο… !

Ἰωάν. Κορναράκη,
(Ὁμοτ.) Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Ἀνταύγειες τῆς πατερικῆς ἐρήμου μέσα στὸ σύγχρονο κόσμο»
(Ψήγματα ἀπὸ τὴν πνευματικὴν ἐμπειρίαν Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου),

 ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1972,  σ. 51-58

ΑΝΤΑΥΓ..           Ἡ βασικὴ ἐπιδίωξη τῶν τεχνολογικῶν κατακτήσεων ἐντοπίζεται εὔστοχα στὴν ἐξασφάλιση κάθε φορὰ καὶ τελειοτέρων ἀνέσεων μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος δηλαδὴ ὑπηρετεῖ δουλικὰ καὶ ἀσταμάτητα μία βασικὴ ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, τὴν ἀκατάσχετη τάση γιὰ ἄνεση, γιὰ ἀνάπαυση!
.            Φαίνεται ὅτι ἡ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου, τὴν ὁποία καὶ ὁ Μπερδιάγιεφ ὑπογραμμίζει, συμπυκνώνεται σήμερα (στὴν κοσμική της διαστροφὴ) σὲ μία ψυχικὴ ροπὴ πρὸς τὴν ἀμεριμνησία, τὴ νωχέλεια, τὴν ἀνάπαυση τοῦ σώματος καὶ τοῦ νοῦ. Ὁ τεχνολογικὸς αἰώνας μας, ὅπως διαμορφώνει τὴ ζωή μας, ἐντείνει συνεχῶς τὴν ψυχικὴ δίψα γιὰ ἄνεση, γιὰ ἀνάπαυση. Ἤδη ὁ αἰώνας αὐτὸς κατόρθωσε νὰ περιορίσει πολλὲς ἀναγκαῖες ἐργασίες τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁπλῆ πίεση ἑνὸς διακόπτη ἢ ἑνὸς ἠλεκτρικοῦ πλήκτρου. Ἔτσι ὁ σύγχρονος τεχνολογικὸς ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τὶς προσδοκίες καὶ τὶς κρυφὲς ἀγωνίες του, γιὰ ἀνάπαυση καὶ ἄνεση, σὲ μερικὰ θαυματουργικὰ κουμπιά. Θέλει νὰ κινεῖ μόνο τὸ δακτυλάκι του σὲ κάθε βασικὸ ἢ δευτερεῦον ἔργο τῆς ζωῆς καὶ … τίποτε περισσότερο!! Ὁ σωματικὸς κόπος καὶ μόχθος τοῦ φαίνεται σὰν μία ἀδικαιολόγητη ἀδικία τῆς φύσεως, σὰν μία προσβολὴ τῆς «ἀριστοκρατικῆς» του ὑποστάσεως. Θέλει, ὅσο μπορεῖ, νὰ … κάθεται! Νὰ ἀναπαύεται καὶ νὰ τρυγᾶ τὶς εὐχάριστες μόνο ἐμπειρίες τῆς ζωῆς! Ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος τὸν ἔχει κακομάθει ἀθεράπευτα..!
.           Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀνέσεως καὶ τῆς ἀναπαύσεως ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, μὲ μία συνεχῶς αὐξανομένη μανία, εἶναι ἕνα σύμπτωμα ἀρκετὰ ἀνησυχητικό. Γιατί δείχνει πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι κουρασμένος, πολὺ βαθειὰ κουρασμένος!
.           Ἡ κόπωσή του αὐτὴ ἴσως νὰ προέρχεται βασικὰ ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ψυχολογικὰ ἔχει παραιτηθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἢ τουλάχιστον ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἀγωνίζεται μὲ ἀγχώδη τρόπο νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἡ δυνατότητα τῶν θαυμαστῶν ἀνέσεων, ποὺ ὁ ἴδιος θὰ μποροῦσε νὰ ἀπολαύσει ἢ ποὺ οἱ ἄλλοι ἀπολαμβάνουν, τὸν παροτρύνει ἀσυνείδητα σὲ μία ξέφρενη ἀναζήτηση τῆς ἀναπαύσεως καὶ μάλιστα τῆς σωματικῆς. Ἀλήθεια, ἀγωνίζεται νὰ … μὴν ἀγωνίζεται!
.           Ἀλλὰ βέβαια ἡ ψυχολογικὴ θέση ποὺ παίρνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μπροστὰ στὸν μόχθο τῆς ζωῆς εἶναι θέση φυγῆς. Ἡ τεχνολογία μὲ τὶς «μαγικές» της ὑποσχέσεις γιὰ ἀνάπαυση καί… ραθυμία δὲν εἶναι τὸ πρωταρχικὸ αἴτιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἀλλὰ ἕνας παράγων ποὺ ἐντείνει μία πολὺ βαθειὰ σύγκρουση μέσα στὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου: τὴ σύγκρουσή του μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ἡ δίψα γιὰ ἄνεση ποὺ ἐντείνει ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος εὑρίσκει κατάλληλο ἔδαφος στὴν βασικὴ ψυχικὴ σύγκρουση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἀλήθεια, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγωνίζεται συνειδητὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν προσωπικότητά του μὲ τὴν δύναμη ἑνὸς αὐθεντικοῦ ἰδανικοῦ τῆς ζωῆς, διασπαθίζει τὸν ἑαυτό του στὶς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες γιὰ ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἀνάπαυση. Ξοδεύεται ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ σὲ μία ἀγχώδη προσπάθεια ποὺ ἐπιδιώκει νὰ κατακτήσει τὸ τέλος, χωρὶς νὰ ἔχει βιώσει τὴν ἀρχή. Φθείρεται σὲ μία ἐπιδίωξη ὑπαρξιακῆς κερδοσκοπίας καὶ φιλαργυρίας, χωρὶς νὰ ἔχει καταθέσει κανένα «κεφάλαιο» αὐθεντικοῦ μόχθου στὸ ταμεῖο τῆς ζωῆς. Καταντᾶ λοιπὸν ἕνας ἀξιοθρήνητος Δὸν Κιχώτης ποὺ ἐμπαίζει τὸν ἀνόητο ὑπηρέτη του! Ἀγωνίζεται θεατρινίστικα κερδίζοντας τελικὰ τὴν πικρὴ ἐμπειρία τῆς ψευδαισθήσεως. Ὁ ἀγώνας του εἶναι πράγματι μία ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή, γι’ αὐτὸ διψᾶ τὴν ἀνάπαυση, κυνηγᾶ τὴν ἄνεσηἩ θέση τοῦ ἀσκητοῦ τῆς ἐρήμου εἶναι κι’ ἐδῶ διαμετρικὰ ἀντίθετη. Θὰ ἔλεγε κανεὶς «παράλογη», ἀφοῦ ἐπιδιώκει τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικὸ μόχθο γιὰ νὰ βιώσει τὴν ἀνάπαυση.

.             Καὶ πρῶτα-πρῶτα ἡ ἀσκητικὴ σκέψη θεωρεῖ τὴν περιφρόνηση τῆς ἀναπαύσεως σὰν βασικὴ ἀρετή. «Πρὸ δὲ πασῶν τῶν ἀρετῶν, ἡ τῆς ἀναπαύσεως καταφρόνησις». Ἡ περιφρόνηση αὐτὴ ἐξασφαλίζει στὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα τὴν ἐλευθερία τοῦ βιώματος. Γιατί ὅποιος ἔχει πάρει μία ἀρνητικὴ θέση ἔναντι τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς «τρυφῆς», μοιάζει μ’ ἕνα πανέτοιμο σὲ κάθε στιγμὴ πολεμιστή. Ὁ σωματικὸς ἀλλὰ καὶ ψυχικὸς μόχθος εἶναι λοιπὸν ἕνα ἀφυπνιστικὸ βιωματικὸ στοιχεῖο, ὅταν ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ γὰρ ἐλπὶς τῆς ζωῆς ταύτης χαυνοῖ τὴν διάνοιαν». Ἐκεῖνος ποὺ στηρίζει τὶς φιλοδοξίες του στὶς ἀνέσεις καὶ τὶς ἀναπαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀποχαυνώνεται παραλυτικά. «Ἡ ἀνάπαυσις καὶ ἡ ἀργία, ἀπώλεια ψυχῆς ἐστι καὶ πλείω τῶν δαιμόνων δύνανται βλάψαι αὗται». Μόνον δὲ «οἱ ἄφρονες προτιμῶσι τὴν μικρὰν ἀνάπαυσιν τὴν ἐγγύς, ὑπὲρ τὴν ἀπέχουσαν βασιλείαν, ἀγνοοῦντες, ὅτι κρεῖσσον ὑπομεῖναι κολάσεις ἐν τῷ ἀγῶνι, ὑπὲρ τὸ ἀναπαυθῆναι ἐν τῇ στρωμνῇ τῆς ἐπιγείου βασιλείας ἐν κατακρίσει ραθυμίας». Ἡ ἀκατάσχετη τάση γιὰ ἀνάπαυση ψυχικὴ καὶ σωματικὴ συσκοτίζει τὸν νοῦ καὶ διαταράσσει καὶ ἐδῶ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται νά…ἀναπαύεται ἐπιλέγει στόχους ποὺ εἶναι κατώτεροι τῶν αὐθεντικῶν πνευματικῶν ἐπιδιώξεων. Καὶ τοῦτο ἀσφαλῶς ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀφροσύνη. Γιὰ τοῦτο· «ὅταν θέλησῃς προσεγγίσαι τῷ Θεῷ τῇ καρδίᾳ σου, πρῶτον ἐν τοῖς σωματικοῖς κόποις δεῖξον αὐτῷ τὸν πόθον σουΛόγισαι δὲ τὴν ἀργίαν, ἀρχὴν τῆς σκοτώσεως τῆς ψυχῆς» .
.           Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ δὲν πρέπει νὰ νομίσει κανείς, ὅτι οἱ σωματικοὶ κόποι ἢ γενικὰ ἢ ὁποιαδήποτε ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς, σὰν ἕνα ἁπλὸ βιωματικὸ γεγονός, εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ πνευματικὴ ἀφύπνιση καὶ προκοπή. Οἱ ταλαιπωρίες αὐτῆς τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ εἶναι πνευματικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς τῆς προσωπικότητας, πρέπει νὰ ἐντάσσονται φυσιολογικὰ στὴν πνευματικὴ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου. «Οἱ σωματικοὶ κόποι ἄνευ τῆς τοῦ νοῦ καθαρότητος, ὡς ἄτεκνος μήτρα καὶ μαστοὶ κατάξηροι … Καὶ τὸ μὲν σῶμα κατάκοπον ποιοῦσιν, ἐκριζοῦν δὲ τὰ πάθη ἐκ τοῦ νοός, οὐ φροντίζουσι. Διὰ τοῦτο θεριοῦσιν οὐδὲν…». Δὲν φθάνει ἁπλῶς νὰ βασανίζεσαι στὴ ζωὴ αὐτή. Πρέπει ὁ μόχθος καὶ τὸ «μαρτύριο» αὐτοῦ τοῦ βασανισμοῦ νὰ ἀποτελεῖ φυσιολογικὴ πορεία καὶ ἐξέλιξη τῆς πνευματικότητος τῆς προσωπικότητος γιὰ νὰ εἶναι ἕνα αὐθεντικὸ μαρτύριο.
.           Ἐξ ἄλλου οὔτε μπορεῖ κανεὶς νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα. Δηλαδὴ νὰ ζεῖ ἐνάρετα ἀλλὰ χωρὶς ταλαιπωρία. Κάτι τέτοιο θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἀκροβατισμὸ ἐπάνω στὸ κενό, χωρὶς τὸ συρμάτινο σχοινί. «Ὁ θέλων ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ εἶναι ἀμέριμνος καὶ τοῦτο ἐπιθυμῶν, καὶ τῇ ἀρετῇ διατρίβειν ἐπιποθῶν, οὗτος κενός ἐστιν ἐκ ταύτης τῆς ὁδοῦ». Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺ θὰ ὑπέθαλπε μέσα τοῦ ἀσυνείδητα τὴ δίψα γιὰ ἀνάπαυση, θὰ φιλοξενοῦσε «στοργικὰ» μία διαταραχὴ τῶν λογισμῶν ποὺ θὰ ἐνόθευε ἐπικίνδυνα τὴν πνευματικότητά του. Λοιπόν· «Μίσησον τὸν πλατυσμόν, ἵνα διαφυλάξῃς τοὺς διαλογισμούς σου ἀταράχους … φρόντισον μόνης τῆς ψυχῆς σου, ἵνα σώσῃς αὐτὴν ἐκ τοῦ διασκορπισμοῦ τῆς ἐνδοτάτης γαλήνης». Ὁ πνευματικὸς λοιπὸν ἀγωνιστὴς καὶ κατ’ ἐξοχὴν ὁ ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου πρέπει νὰ συντηρεῖ μέσα του τὴν ἑτοιμότητα τῆς ἀποδοχῆς τοῦ μόχθου τοῦ σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ καὶ πρέπει νὰ περιφρονεῖ «ἀνακλαστικὰ» κάθε σκέψη ἢ διάθεση ἀναπαύσεως. Γιατί τὸ λάδι ποὺ συντηρεῖ τὴν καντήλα τοῦ ἀσκητικοῦ του βιώματος εἶναι ἀκριβῶς ὁ σωματικὸς καὶ ψυχικὸς μόχθος. Ἔτσι «ὅταν εὕρῃς εἰρήνην ἐν τῇ ὁδῷ σου ἀναλλοίωτον, τότε φοβήθητι. Διότι μακρὰν ἀπέχεις ἐκ τῆς εὐθείας τρίβου τῆς πατουμένης ὑπὸ τῶν μοχθηρῶν ποδῶν τῶν ἁγίων. Ὅσον γὰρ διαβαίνεις ἐν τῇ ὁδῷ τῆς πόλεως τῆς βασιλείας καὶ τῇ τοῦ Θεοῦ πόλει πλησιάζεις, τοῦτο ἔστω σοι τὸ σημεῖον· ἡ ἰσχὺς τῶν πειρασμῶν ἀπαντᾶ σοι, καὶ ὅσον πλησιάζεις καὶ προκόπτεις, τοσοῦτον οἱ πειρασμοὶ πληθύνονται κατά σοῦ». Τὸ καθαρὸ ἀπὸ κάθε ἀρνητικὸ στοιχεῖο ἀσκητικὸ μάτι βλέπει τοὺς μόχθους καὶ τὶς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς αὐτῆς τελείως διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν «ἐγκόσμιο» ἄνθρωπο. Κάθε ἄνεση, κάθε «σιωπὴ» τῶν πειρασμῶν, τὴν ἐκτιμᾶ σὰν παγίδα τοῦ πονηροῦ, ἐπειδὴ «ὁ διάβολος ἐξ ἀρχῆς ἐν ἐπαγγελίᾳ καὶ φρονήματι τῆς ἀναπαύσεως θηρεύει ἡμᾶς». Γι’ αὐτὸ «ἐὰν ἴδῃς σαυτόν, ὅτι ἀνεπαύθης ἐκ τῆς ὀχλήσεως τῶν παθῶν, μὴ πιστεύσῃς σεαυτῷ· ἐνέδραν γάρ τίνα ἐνεδρεύει σοι ὁ ἐχθρός».
.           Ὁ φόβος μπροστὰ στὴν σιωπὴ τῶν πειρασμῶν, τὴν ἀπουσία τοῦ σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ μόχθου, πρέπει νὰ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι· «μετὰ τὴν ἀναπαυσιν» ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ἀκολουθεῖ, χάρις ἀκριβῶς στὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, «πολλὴ ὄχλησις καὶ ταραχή». Ἐνῶ ἀντίθετα· «πάσῃ διὰ Θεὸν ταλαιπωρίᾳ, ἄνεσις ἀκολουθεῖ». Μάλιστα, κι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀσκητικοῦ παραλόγου ποὺ καθορίζει τὸ περιεχόμενο τῆς αὐθεντικῆς ἀναπαύσεως, μέσα στὴ «ψύχα» τοῦ σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ μόχθου, μέσα στὴ βασανιστικὴ ἀγκαλιὰ τῶν πειρασμῶν, βιώνεται ἡ ἀναπαύουσα…ἀνάπαυση. «Ἔνδοθεν αὐτῶν ἀπόκειται ἡ θεία ἀνάπαυσις». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστής, ὅταν βιώνει μία δοκιμασία ἢ μία ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς, ἕνα πειρασμό, βιώνει συγχρόνως δυὸ ἀντιφατικὲς καταστάσεις· τὸν ψυχικὸ μόχθο καὶ τὴν ἀνάπαυση. Αὐτὸς ποὺ ἔχει μυηθεῖ στὸ μυστήριο τῆς ἀσκήσεως ἀναπαύεται πράγματι ἐπάνω στὸ ὀδυνηρὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας. Περίεργο, κι’ ἴσως παράλογο, ἀλλὰ ἀληθινό. Ἡ δοκιμασία χαλκεύει καὶ οἰκοδομεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα τῆς προσωπικότητος, ἡ ὁποία ἀναπαύει καὶ ἀναγεννᾶ.
.           Ἔτσι πράγματι, ὅταν ἡ προσωπικότης προσανατολίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ ὁλόψυχα στὴ «τιμία» βίωση τῆς δοκιμασίας, τότε ἡ βαθμιαίως συγκροτουμένη ἐσωτερικὴ ἑνότης μεταβάλλει τὸν πειρασμὸ σὲ μία οὐράνια ἀναπαυτικὴ στρωμνή.
.           Κάποτε ἕνας ἀσκητὴς εἶπε στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὴν ἱστορία αὐτή.  Ἐπειδὴ στὰ πρῶτα βήματα τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς, «ἤμην ἐν λύπῃ ἐκ τῶν πειρασμῶν», ἐπισκέφθηκα ἕνα τίμιο γέροντα γιὰ νὰ ἐξομολογηθῶ τὴ βαθειά μου θλίψη γιὰ τὴν ψυχική μου ταλαιπωρία. Ὁ γέροντας ἦταν ἄρρωστος στὸ κρεββάτι καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάσθηκα, ἐκάθισα πλησίον του καὶ τοῦ εἶπα μὲ πολλὴ πίκρα. Προσευχήσου, Πάτερ μου, γιὰ μένα. Οἱ πειρασμοὶ μὲ ταλαιπωροῦν ἀφάνταστα καὶ μὲ γεμίζουν μὲ πολλὴ λύπη. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια του, μοῦ εἶπε· «σὺ νεώτερος εἶ, καὶ οὐκ ἀφίησιν ὁ Θεὸς ἐπὶ σὲ πειρασμούς». Ἀλλὰ ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα· ἂν καὶ εἶμαι πολὺ νέος, δοκιμάζομαι μὲ πειρασμούς, «ἰσχυρῶν ἀνδρῶν». Τότε λοιπόν, εἶπε ὁ γέροντας, ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ κάνει σοφὸ μὲ τοὺς μεγάλους πειρασμούς. Καὶ πάλιν ὅμως ἀπήντησα· πῶς θὰ μὲ κάνει σοφὸ ὁ Θεός, ἀφοῦ ἐγὼ «καθ’ ἡμέραν γεύομαι τοῦ θανάτου;». Κι’ ὁ γέροντας προσέθεσε· «ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ σε, σιώπα. Μέλλει ὁ Θεὸς δοῦναι σοι τὴν χάριν αὐτοῦ». Κι’ ἐπειδὴ δὲν εἶχα πιὰ τί νὰ ἀπαντήσω στὶς πραγματικὰ ἀποστομωτικὲς ἀπαντήσεις τοῦ σοφοῦ ἀναχωρητοῦ, ὁ γέροντας μοῦ διηγήθηκε τὴν πορεία τῶν δικῶν του πειρασμῶν γιὰ νὰ παρηγορηθῶ καὶ νὰ ἡσυχάσω.
.           Πρέπει νὰ γνωρίζεις, παιδί μου, εἶπε, ὅτι ἔμενα μὲ ἐπολέμησαν οἱ δαίμονες τριάντα ὁλόκληρα χρόνια. Τὰ εἴκοσι χρόνια ἀπὸ αὐτά, καὶ πιὸ πολλὰ ἴσως, τὰ ἔζησα χωρὶς καμμιὰ βοήθεια. Μόλις ἄρχισα νὰ διανύω τὸ εἰκοστὸ πέμπτο ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι πὼς ἀναπαύομαι κάπως μέσα στοὺς πειρασμούς μου. Ὅταν δὲ ἔφθανε στὸ τέλος του τὸ τριακοστὸ ἔτος τῶν πειρασμῶν μου, τόσο πολὺ «ἐκραταιώθη ἡ ἀνάπαυσις, ὡς μηδὲ τὸ μέτρον αὐτῆς εἰς ὅσον προέβη γινώσκειν με». Καὶ τώρα, προσέθεσε ὁ γέροντας, ὅταν σηκώνομαι νὰ κάνω τὴν προσευχή μου καὶ τρεῖς ἡμέρες συνεχῶς ἂν σταθῶ ὄρθιος, «εἰς ἔκπληξιν μετὰ τοῦ Θεοῦ γίνομαι καὶ τοῦ κόπου οὐδόλως αἰσθάνομαι». Καὶ συνόψισε τὴ συγκλονιστικὴ περιπέτεια τῶν πειρασμῶν του μ’ αὐτὰ τὰ λόγια. «Ἰδοὺ τὸ ἔργον τοῦ πολλοῦ καιροῦ ποίαν ἀνάπαυσιν ἀπλήρωτον ἀπεγέννησεν».

.           Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖ εὐτυχισμένο τὸν ἑαυτό του, ἂν θὰ μποροῦσε νὰ βιώσει τὴν «δυστυχία» μιᾶς δοκιμασίας ἐξαντλητικῆς, σὰν μία ψυχαγωγία καὶ ἀνάπαυση. Ἀλλὰ ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος τὸν ἔχει κακομάθει, πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ. Ἔτσι τὸ ἀσκητικὸ μήνυμα γιὰ ἕνα στοργικὸ ἐναγκαλισμὸ τοῦ σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ μόχθου φαίνεται σ’ αὐτὸν σὰν ἕνας νοσηρὸς ψίθυρος. Σὰν μία ἀφροσύνη χωρὶς ὅρια.
.           Κι ὅμως, τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ συμφιλιώνονται μὲ τὴν ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος χάριν τῆς πνευματικῆς τους προκοπῆς. Γιατί αὐτοὶ θὰ ἀναπαυθοῦν στὰ σκηνώματα τῆς «αἰωνίου ζωῆς». «Μακάριοι οἱ περιζωσάμενοι τὰς ὀσφύας αὐτῶν πρὸς τὴν θλίψεων θάλασσαν ἐν ἁπλότητι καὶ ἀνεξετάστῳ τρόπῳ, χάριν τῆς πρὸς Θεὸν ἀγάπης, καὶ μὴ δόντες νῶτα. Οὗτοι ταχέως πρὸς λιμένα τῆς βασιλείας διασώζονται καὶ ἀναπαύονται ἐν σκηνώμασι τῶν καλῶς κοπιασάντων καὶ ψυχαγωγοῦνται ἐκ τῆς ταλαιπωρίας αὐτῶν, καὶ ἀγάλλονται ἐν τῇ εὐφροσύνῃ τῆς ἐλπίδος αὐτῶν».

 ΠΗΓΗ ἀνεπεξεργάστου ἠλ. κειμ.: pemptousia.gr

,

Σχολιάστε

Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΝΟΥ-1 «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»! μία ὑπερβολὴ καταδικασμένη στὴν εὐγενῆ παραθεώρηση;

Ἡ ἀδιάλειπτη ἱερατικὴ Λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ

[Α´]

’Iω. Κορναράκη, «Ἡ Θεία Λειτουργία τῆς ὑπάρξεως»,
ἐκδ. Ἁφῶν Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, σ. 104-112

.          Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς λειτουργεῖ ἀδιάλειπτα! Αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ βασικότερο χαρακτηριστικό του. Μπορεῖ βέβαια, ὁρισμένες φορές, νὰ μὴ λειτουργεῖ σωστά. Οἱ παραισθήσεις καὶ οἱ ψευδαισθήσεις εἶναι στὸ … αἷμα του! Εἶναι τὰ ἀναπόφευκτα κάτοπτρα τῆς ὑπάρξεως ποὺ τοῦ θολώνουν τὸ ὀπτικὸ πεδίο καὶ τὸν παραπλανοῦν, ὄχι σπάνια, ἀθεράπευτα. Ὅμως λειτουργεῖ!
.          Ἂν σταματήσει ὁ νοῦς νὰ λειτουργεῖ, βρισκόμαστε σὲ περίπτωση ψυχικοῦ θανάτου ποὺ πλέον παραδίδει τὸ πρόβλημα αὐτό (τῆς μὴ λειτουργίας τοῦ νοῦ) στὴν ψυχιατρικὴ δεοντολογία. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἀντιμετωπίζουμε μία δυσάρεστη ἐξαίρεση.
.          Κατὰ κανόνα, λοιπόν, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς λειτουργεῖ ἀδιάλειπτα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τὴν χριστιανικὴ αὐτοσυνειδησία σημαίνει ἀδιάλειπτη νοητικὴ ἱερατικὴ λειτουργία!
.          Πράγματι! Ἂν θέσουμε τὴ σκοπιμότητα τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τῶν προοπτικῶν τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, θὰ καταλήξουμε στὸ συμπέρασμα, Ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τὸ ἐκφραστικότερο ὄργανο τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἔχει λοιπὸν ἡ λειτουργία του θρησκευτικὴ ποιότητα. Λειτουργεῖ γιὰ νὰ πραγματοποιεῖ τὴν ὑπαρξιακὴ συνέπεια τοῦ «κατ’ εἰκόνα», δηλ. τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν»! Γι’ αὐτό, ὅπως εἴπαμε, στὰ περισσότερα νηπτικὰ πατερικὰ κείμενα, ὁ νοῦς θεωρεῖται ὡς ὁ χῶρος τοῦ «ναοῦ τοῦ Θεοῦ» ἢ τὸ ὄργανο μιᾶς ἀδιάλειπτης ἱερατικῆς διακονίας.
.          Πρὶν ὅμως φθάσει κανεὶς στὸν νηπτικὸ πατερικὸ χῶρο, γιὰ νὰ δεῖ ἐκεῖ πιὸ διαυγεῖς διαφάνειες τῆς ἱερατικῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ, ἀνακαλύπτει τὴν ἀφετηρία τοῦ προβλήματος τῆς θρησκευτικῆς ποιότητος τοῦ νοῦ στὸν εὐαγγελικὸ χῶρο. Ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου εἶναι σαφὴς καὶ διαφανής: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε, τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ἡμᾶς… Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη» (Α΄ Θεσ. ε´ 17-18, 23). [«Ἀδιαλείπτως καὶ συνεχῶς νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν εὐλαβῆ διάθεση. Γιὰ κάθε τί νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεό. Διότι τοῦτο εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς τὸ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ νὰ σᾶς τὸ κηρύξουμε. Εἴθε δὲ αὐτὸς ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πηγάζει ἡ πραγματικὴ εἰρήνη, νὰ σᾶς ἁγιάσει ὁλοκλήρους καὶ ὁλόκληρος ὁ νοῦς σας καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα σας εἴθε νὰ διαφυλαχτοῦν ἄμεμπτα κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ»].
.          Τὸ Παύλειο αὐτὸ κείμενο εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ εὐαγγελικὰ κείμενα ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ προβληματική τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Στὴν συνείδηση τοῦ ἀποστόλου διάλειπτη προσευχ εναι πι μεση παρξιακ λειτουργικότητα το χριστιανο νθρώπου ποὺ διεργάζεται συνεχῶς τὴν καθολικὴ «καλὴν ἀλλοίωσίν» του, σύμφωνα μὲ τὸ «θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὅμως εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀποστολικὸς λόγος φαίνεται βαρὺς καὶ δύσκολος καὶ τελικὰ ἠχεῖ σὰν μία οὐτοπικὴ παιδαγωγικὴ προσταγὴ στὸν νοῦ τοῦ λογοκρατούμενου χριστιανοῦ.
.          «διαλείπτως προσεύχεσθε»! Δὲν συμφωνεῖτε (θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ χριστιανὸς αὐτὸς) ὅτι πρόκειται γιὰ μία περβολ πον τέτοια) εναι καταδικασμένη στν … εγεν παραθεώρηση;

.          Τί θὰ εἰπεῖ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»; Μία τέτοια προτροπὴ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ δὲν εἶναι ἀνεδαφική, ἀφοῦ ὁ νοῦς αὐτὸς ἔχει μία μόνο δυνατότητα λειτουργικῆς προοπτικῆς; Μ’ ἄλλα λόγια, μπορεῖ ὁ νοῦς νὰ εἶναι τὸ κύριο καὶ ἄμεσο ὄργανο τῆς ἐπαφῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἄμεση πραγματικότητα καὶ συγχρόνως νὰ προσεύχεται; Δὲν ζητᾶμε μὲ τὴν παύλειο προτροπὴ δύο ποιοτικὰ ἀντίθετες λειτουργικὲς διακονίες τοῦ νοῦ; Μία μ’ ἕνα προσανατολισμὸ ὑπερβατικὸ («στὰ οὐράνια») καὶ μία μ’ ἕνα ἐνδοκοσμικὸ («στὰ γήινα»);
.          Ὁ λογοκρατούμενος χριστιανὸς ἄνθρωπος φρονεῖ, ὅπως εἶναι φυσικό, ὅτι ὁ νοῦς μία μόνο λειτουργικὴ ποιότητα μπορεῖ νὰ ἐκφράζει ἢ σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο (τόσο ἀντίθετους!) προσανατολισμοὺς νὰ ἀποβλέπει. Ἢ θὰ «ἐνδημεῖ» στὰ οὐράνια ἢ θὰ διαλέγεται μὲ τὰ ἐπίγεια. Πῶς λοιπὸν ὁ ἀπόστολος δίνει μία τέτοια προτροπὴ ποὺ ὁλοφάνερα ἔχει μέσα της τὸ δικαιολογητικὸ τῆς ἀθετήσεώς της; Ἁπλούστατα ὁ ἀπόστολος δὲν εἶναι … λογοκρατούμενος! Ὁ νοῦς του δὲν λειτουργεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς κανόνες τῆς ἐγκόσμιας λογικῆς. Ὁ ἀπόστολος ἔχει «νοῦν Κυρίου» καὶ ἑπομένως ἡ προοπτικὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ποὺ ἔχει ἐνώπιόν του, εἶναι προοπτικὴ ὄχι τοῦ «νῦν αἰῶνος» ἀλλὰ ἑνὸς «ἄλλου αἰῶνος». Ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ τὴν γλῶσσα τῆς ὑπαρξιακῆς προοπτικῆς ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο καθολικὰ δοσμένο στὸν Θεό. Ἡ εὐχή του «νὰ σᾶς ἁγιάσει ὁ Θεὸς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρος ὁ νοῦς σας καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα σας νὰ διαφυλαχθοῦν ἄμεμπτα κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ», εἶναι εὐχὴ καθολικῆς καλῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀδιάλειπτο λειτουργικὸ στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως ζευγαρώνεται ἐδῶ ὑπαρξιακὰ μὲ τὴν καθολικὴ ἀνακαίνιση σὲ «καινὸν ἄνθρωπον», τὸν «κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφ. δ´ 24). Γιὰ τὸν ἀπόστολο χωρὶς τὴν ἀδιάλειπτη ἱερατικὴ λειτουργία τοῦ νοῦ δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε πνευματικὴ ὁλοκληρία.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

, , ,

Σχολιάστε

«ΤΙ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ, ΠΑΤΕΡ ΜΟΥ, ΑΠΟΡΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ», αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μου ἔγινε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῶ!

Μία κούσια μαρτία, πόσο «κούσια» εναι;

 Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Κορναράκη
ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ»,
ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,  Ἀθῆναι 2010
σελ. 220-224

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.               Συχνὰ ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐμπειρία μιᾶς ἀκούσιας ἁμαρτίας. Καὶ βέβαια κάθε ἐξομολόγος – πνευματικὸς πατέρας ἀκούει πολὺ συχνά, σχεδὸν σὲ κάθε ἐξομολόγηση, τὴν διαβεβαίωση ἢ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ ἐξομολογούμενου γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας του.
– Σᾶς διαβεβαιώνω εἰλικρινῶς, πάτερ μου, ὅτι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μου ἔγινε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῶ. Ἐντελῶς ἀκούσια, χωρὶς νὰ εἶναι στὴν βούλησή μου ἢ στὴν σκέψη μου νὰ τὴν κάνω.
.               Πόσο εἰλικρινὴς ἢ τουλάχιστον σίγουρη μπορεῖ νὰ εἶναι μία τέτοια διαβεβαίωση καὶ πόσο ἀληθινὸς ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός;
.               Ἕνα βιβλικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα πολλῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι ἀσφαλῶς τὸ ἕβδομο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐκθέτει σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὸν ἀντιφατικὸ (συγκρουσιακὸ) χαρακτήρα τῆς λειτουργίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, κατὰ τὴ σχέση της, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἕτερου δὲ μὲ τὴν «οἰκοῦσαν» σ’ αὐτὴν ἁμαρτία.
.               – «Ὃ γὰρ κατεργάζομαι, οὐ γινώσκω. Οὐ γὰρ ὃ θέλω, τοῦτο πράσσω· ἀλλ’ ὃ μισῶ, τοῦτο ποιῶ… Νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… οὐ γὰρ ὃ θέλω, ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. Εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγώ, τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία» (Στίχ. 15, 17, 19, 20)
.               Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἀκούσιες ἁμαρτίες. Κάποιες αἰφνίδιες πειρασμικὲς προσβολὲς ἢ κάποιες ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, στὴ ροὴ τῆς καθημερινότητας καὶ τῶν ποικίλων μορφῶν τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, μπορεῖ νὰ εἶναι, τουλάχιστον φαινομενικῶς, ὑπεύθυνοι παράγοντες μιᾶς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία διαπράττεται ἀκουσίως.
.               Ἐν τούτοις, ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη θεωρούμενο, τὸ ἀθέλητο καὶ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο πρόβλημα γιὰ τὴ νηπτικὴ συνείδηση τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστῆ. Ὁ κίνδυνος ποὺ ἐλλοχεύει στὸ πρόβλημα αὐτὸ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, συχνὰ μόνοι κριτὲς τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀποφαινόμεθα, μὲ κάθε «εἰλικρίνεια», γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς παρεκτροπῆς μας, μιᾶς πτώσεώς μας, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ ἢ μιᾶς ἀσυμβίβαστης, μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ἐπιθυμίας. Ἐμεῖς κρίνουμε τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ βεβαιώνουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας μας. Ἐξ ἄλλου, ἐφ᾽ ὅσον ἐμεῖς εἴμαστε πεπεισμένοι, «καλῇ τῇ πίστει», βεβαιώνουμε, μὲ τὴ σχετικὴ ἐπιχειρηματολογία μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα τὸν πνευματικό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο αὐτό!
.               – Πάτερ μου, τί νὰ σᾶς πῶ· ἀπόρησα μὲ τὸν ἑαυτό μου! Ἦταν σὰν νὰ ἔφυγε ὁ ἑαυτός μου ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ ἔκανα κάτι ποὺ δὲν ἐγνώριζα καὶ ποὺ δὲν ἦταν τῆς δικῆς μου ἐπιλογῆς, δὲν τὸ ἤθελα!
.               Ὁ Μ. Βασίλειος, σὲ τέτοιους ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, θὰ παρατηρήσει· «Αὐτὸς ποὺ ὠθεῖται χωρὶς νὰ τὸ θέλει ἀπὸ κάποια ἁμαρτία, πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἦταν αἰχμάλωτος σὲ κάποια ἄλλη, προϋπάρχουσα μέσα του ἁμαρτία, στὴν ὁποία θεληματικὰ δούλευε καὶ τώρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προϋπάρχουσα ἁμαρτία ἕλκεται καὶ σύρεται καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλει» («ὁ ἄκων ἑλκόμενος ὑπὸ ἁμαρτίας ὀφείλει γνωρίζειν ἑαυτὸν ὑφ’ ἑτέρας προενυπαρχούσης κρατούμενον ἁμαρτίας, ᾗ ἑκὼν δουλεύων, ἄγεται λοιπὸν ὑπ᾽ αὐτῆς καὶ ἐφ’ ἃ μὴ θέλει», P.G 31, στ. 741).
.               Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου κλονίζει τὰ θεμέλια κάθε ἰσχυρισμοῦ γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ δημιουργεῖ ἀμφιβολία κατὰ πόσο μία θεωρούμενη ὡς ἀκούσια ἁμαρτία εἶναι καὶ ὄντως ἀκούσια! Ἑπομένως πῶς νὰ εἶσαι πάντοτε σίγουρος ὅτι οἱ ἀκούσιες ἁμαρτίες σου εἶναι πραγματικὰ ἀκούσιες καὶ δὲν εἶναι φυσιολογικὰ ἐκβλαστήματα προϋπαρχούσης καὶ ἤδη ἑκουσίως διαπραττομένης ἁμαρτίας; Ὄντως· «παραπτώματα τίς συνήσει»; (Ψαλμ. ιη´ στίχ. 13)
.               Ὁ πατερικὸς ἐν τούτοις ἄνθρωπος λύνει τὸ πρόβλημα αὐτὸ μὲ μία ἁγιοπνευματικὴ ὑπέρβαση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐπειδὴ γνωρίζει τὸν κίνδυνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλλοχεύει σὲ μία τέτοια (ὁποιαδήποτε) ἐπιχειρηματολογία γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα κάποιων ἁμαρτιῶν του, ὑπερφαλαγγίζει τὸν κίνδυνο αὐτὸ μὲ τὴ σταθερὴ ἀποδοχὴ (παντοῦ καὶ πάντοτε) τῆς ἀπόλυτης προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος, ὡς τῆς φυσικῆς καταστάσεως τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
.               Πιστεύει δηλαδὴ μὲ τρόπο ἀπόλυτο, μὴ ἀποδεχόμενο ἀμφισβήτηση, ὅτι εἶναι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἑξῆς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος βιώνει τὴν προσωπική του ἁμαρτωλότητα!
.               Ἡ ἁμαρτητική του αὐτὴ αὐτοσυνειδησία ἐκφράζεται μὲ τὴν νοηματικὴ καθαρότητα καὶ χαρισματικὴ διαύγεια τῶν τροπαρίων τοῦ Μ. Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, συστοιχοῦσα ἐξ ἄλλου στὴν παύλεια ὁμολογία- «ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α´ Τιμ. α´ 15). «Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ ἁμάρτημα οὐδὲ πρᾶξις οὐδὲ κακία, ἣν ἐγὼ Σωτὴρ οὐκ ἐπλημμέλησα, κατὰ νοῦν καὶ λόγον καὶ προαίρεσιν, καὶ θέσει, καὶ γνώμῃ, καὶ πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδεὶς πώποτε»
.               «Ἐὰν ἐρευνήσω μου τὰ ἔργα Σωτὴρ ἅπαντα ἄνθρωπον ὑπερβάντα ἐμαυτὸν ὁρῶ ταῖς ἁμαρτίαις, ὅτι ἐν γνώσει φρενῶν ἥμαρτον οὐκ ἀγνοίᾳ»!
.               «Προσπίπτω σοι, καὶ προσάγω σοι, ὥσπερ δάκρυα τὰ ρήματά μου· Ἥμαρτον ἥμαρτε πόρνη, καὶ ἠνόμησα ὡς ἄλλος οὐδεὶς ἐπὶ τῆς γῆς»!
.               Μὲ τὸ φρόνημα αὐτὸ τῆς ἀπόλυτης προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος, ὁ πατερικὸς ἄνθρωπος καθαρίζει τὸν ἐσωτερικὸ ψυχικό του κόσμο μὲ τὴν σιγουριὰ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ ἄσκοπους ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνους προβληματισμούς, ποὺ συσκοτίζουν ἀντὶ νὰ διαφωτίζουν τὸ πρόβλημα τῆς ψυχικῆς του καθαρότητος.
.               Ἔπειτα γνωρίζει καλῶς ὅτι μέσα στὸν ἀβυσσώδη ἐσωτερικό του κόσμο, μόνο τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ διεισδύει ἐρευνητικὰ καὶ νὰ φωτίζει τὴν πραγματικότητα τῆς προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος· «Αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας» (Ψαλμ. ΜΓ´, στίχ. 22).
.               Ὄντως! Κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, μόνο ὁ Θεὸς βλέπει ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἰδοῦμε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας. Αὐτὸς βλέπει καὶ δικαίως κρίνει ὅλες τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μάλιστα «τὸ ἀφανὲς κίνημα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀόρατον ὁρμήν»! Ἐκεῖνος μόνο κατανοεῖ τὶς αἰτίες καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν ἀφανῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ «τὸ παντὸς πράγματος προεπινοούμενον τέλος».

.               Ἀλήθεια! Μία, κατὰ τὴ δική μας κρίση, ἀκούσια ἁμαρτία, πόσο ἀκούσια μπορεῖ νὰ εἶναι κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ;

,

Σχολιάστε

Η ΕΣΧΑΤΗ ΒΙΑ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ («Ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὡς γεγονὸς καθ’ ἑαυτό, ἀποτελεῖ μία ἰδιότυπη καὶ ἰδιόμορφη παρουσία καὶ δραστηριότητα τῆς βίας πάνω στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο».)

Ἡ ἔσχατη βία· ὁ θάνατος! 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἰωάννου Κορναράκη,
Ὁμοτ. Καθηγ. Θεολογικῆς Σχ. Παν/μίου Ἀθηνῶν
«Βία. Ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ»,
κδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, σ. 66-74 

.            Ἡ δαιμονικὴ βία, στὴν προσπάθειά της νὰ περάσει στὸ πνεῦμα τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους, ὡς ἐξαιρετικὰ συμφέρουσα, τὴν ἰδέα τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, διαβεβαίωσε τὸ ζεῦγος αὐτό, ἀπατηλὰ καὶ ὑποκριτικά, ὅτι τρώγοντας ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου, δὲν ἐπρόκειτο, σὲ καμμιὰ περίπτωση, νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε προαναγγείλει, ὅτι δλ. θὰ πεθάνουν·

– «Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»! Διαβεβαίωσε ἡ βία αὐτὴ τὸ ἀδαμικὸ ζεῦγος!

*

.            Ὁ Θεὸς πράγματι εἶχε προαναγγείλει καὶ εἶχε ξεκαθαρίσει τὴν πορεία τῶν πραγμάτων στὴν περίπτωση, ποὺ τὸ ἀδαμικὸ ζεῦγος θὰ διάλεγε ὡς τρόπο ὑπαρξιακῆς του καταξιώσεως τὴν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς του· «ᾗ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» .
.            Ὁ διάβολος, ἐνεργώντας ἀντίθετα πρὸς τὴν διαβεβαίωση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ἔπεισε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πεθάνουν, ἐὰν ἐπιλέξουν τὴν βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ ὡς πλήρωση καὶ ἱκανοποίηση τῆς προσωπικῆς τους ἐπιθυμίας νὰ γίνουν θεοὶ ἐδῶ καὶ τώρα!
– «Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε!» Δὲν θὰ πεθάνετε!

*

.            Ὅμως ἤδη, ἡ πρώτη ἐμπειρία τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζεύγους, ἀμέσως μετὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἐμπειρία θανάτου!
.            Ἡ τρομακτικὴ ἐμπειρία τῆς γυμνότητας τοῦ ἑαυτοῦ, ἀπὸ τὰ πνευματικὰ προσόντα καὶ χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα», ἦταν πράγματι ἐμπειρία θανάτου. Ἦταν μία πικρὴ γεύση νεκρώσεως!
.            Ἔτσι ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὁ συνολικὸς ἑαυτός του, πέρασε στὴν ἀμετάκλητη βία τοῦ θανάτου, καθηλώθηκε πλέον ἀμετακίνητα «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου». Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεπλάκη ὁ ἀδαμικὸς ἄνθρωπος στὰ ἀλύτρωτα δεσμὰ τῆς ἐσχάτης βίας, τῆς κυριαρχίας τοῦ κράτους τοῦ θανάτου!

*

.            Ἡ δαιμονικὴ βία, σφραγίζοντας μὲ τὸν θάνατο τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία της πάνω στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸ καθήλωνε πλέον στὴν καταδίκη τοῦ πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ σωματικοῦ θανάτου.
.            Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ παγίδευσε τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία καταστροφική, γιὰ τὴν ὕπαρξή του καὶ μάλιστα γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον του, ἀντίδραση κατὰ τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου: ἀντέστρεψε (“μετατίμησε”) στὸ πνεῦμα του τὸ μέγεθος τῆς ἀξίας τῶν δύο συστατικῶν του στοιχείων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος!

*

.            Σύμφωνα μὲ τὸν θεογενῆ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ ὑψίστη ὑπαρξιακὴ καταξίωσή του ἦταν ἡ προετοιμασθεῖσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θέωσή του, ἡ κατάκτηση καὶ πραγματοποίηση τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν!»
.            Ἐξ ἄλλου κατὰ τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο βασικῶν συστατικῶν στοιχείων τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἀπὸ τὴ θεία σοφία καὶ ἀγάπη, τὸ χοϊκὸ-ὑλικὸ στοιχεῖο ἀκολουθοῦσε σὲ ἀξία καὶ τιμὴ τὸ πρώτιστο, τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο. Τὸ «κατ’ εἰκόνα», δηλ. ἡ πνευματική, θεόκτιστη φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ἐκείνη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προχωρήσει στὸν δρόμο τῆς θεώσεως (πάντοτε βέβαια στὴν πρέπουσα θεωτικὴ σχέση της μὲ τὴν χοϊκὴ-σωματικὴ φύση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου) καὶ νὰ ὑψωθεῖ στὴν κατὰ χάρη ὁμοιότητά της μὲ τὴν θεία εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
.            Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος, πορευόμενος τὸν δρόμο τῆς θεώσεως, θὰ ἔπρεπε νὰ προσανατολίζεται πρὸς τὸν τελικὸ σκοπὸ δυνάμει τῆς πνευματικῆς του αὐτοσυνειδησίας. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει σαφῆ ἐπίγνωση, ὅτι τὸ πρώτιστο καὶ κυριώτερο ὑπαρξιακό του κεφάλαιο ἦταν τὸ πνεῦμα του (ἡ ψυχή του) καὶ ὅτι ὅλη του ἡ ζωή, κάθε σκέψη του καὶ ἐπιθυμία του, κάθε προσδοκία καὶ προσωπική του χαρὰ καὶ εὐτυχία, θὰ ἔπρεπε νὰ προσανατολίζεται πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν στόχο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς θεώσεως!

*

.            Ἀλλὰ δαιμονικ βία, π τν πρώτη στιγμ τς κυριαρχίας της στὸ νθρώπινο πρόσωπο, τ παγίδευσε στ βίαιη ξιολογικὴ ντιστροφ τν συστατικν του στοιχείων, καθιστώντας τ πρόσωπο ατξαιρετικ εαίσθητο στὴν χοϊκή του ξάρτηση (στὸ σῶμα του) ἀλλὰ σχεδὸν … ἀδιάφορο (στὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων) γιὰ τὴν πνευματικὴ (ψυχική) του ὑπόσταση καὶ αὐτοσυνειδησία!
.            τσι ο πι πολλοὶ νθρωποι εναι πόλυτα σχεδν ταυτισμένοι μ τ σμα τους καὶ θεωροῦν τὴν ζωὴ τοῦ σώματος πιὸ σημαντική, πιὸ σπουδαία καὶ πιὸ ζωτική, ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν… κόσμο!
– “Υγεία νὰ ἔχουμε, πρῶτα-πρῶτα ὑγεία, καὶ ἔχει… ὁ Θεός”!
.            Εἶναι μία φραστικὴ ἔνδειξη, ἡ ἐπιθυμία ἢ ἡ ἐπιδίωξη αὐτή, τῆς προσκολλήσεως, ἀκόμη καὶ πολλῶν καλῶν χριστιανῶν, στὴν ἀπόλυτη ἐγκόσμια ἀξία τοῦ σώματος. Ἀλλὰ ὅπου μία τέτοια νοοτροπία ἔχει πράγματι μία ἀπολυτότητα, ποὺ ἐγκλωβίζει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀποκλειστικὰ στὴν τραγικότητα τοῦ φυσικοῦ θανάτου, λανθάνει ἢ ὑποδηλώνεται ἡ ἰδέα (καὶ ἄρα ἡ βασικὴ ὑπαρξιακὴ τοποθέτηση), ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ ὑπάρχει, ὅσο τὸ σῶμα του εἶναι ζωντανό! Ἅμα πεθάνει… πέθανε!

*

.            Τὸ “μάθημα” αὐτὸ τὸ ἔχει φυτέψει στὸ πνεῦμα τοῦ παραβάτη τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἡ δαιμονικὴ βία, ἐπειδὴ τὸ μάθημα αὐτὸ τὴν βολεύει νὰ ἀσκεῖ ἀποτελεσματικώτερα τὸν βιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀδιαφορία του καὶ τὴν ἀμέλειά του γιὰ τὴν σωτηρία του.
.            Ἕνα τέτοιο μάθημα, μία τέτοια δηλ. βίαιη δαιμονικὴ ὑποβολὴ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸ ἐγκλωβίζει δραστικώτερα στὴν χοϊκή του ὑπόσταση καὶ τοῦ “μπλοκάρει” τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν χοϊκότητα στὴν αἰωνιότητα. Ἀπὸ τὴν φθαρτότητα στὴν ἀφθαρσία!

*

.            ταν λο τὸ γχος καὶ λη ἡ γωνία τοῦ νθρώπου προσανατολίζεται στ κρίσιμο γεγονς το σωματικο θανάτου, εναι κενος πρόθυμος ν πουλήσει κόμη κα τν ψυχή του γι ν σώσει τ σμα του! Κι ατ τ γεγονς δείχνει, λήθεια, τι χει πεθάνει, πρίν πεθάνει!

*

.            Ὁπωσδήποτε, βέβαια, εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μία ἄλλη ἄποψη, δὲν πεθαίνει μία μόνο φορὰ ἢ σὲ μία μόνο στιγμή. Πρὶν ἀπὸ τὴν τελεσίδικη, γιὰ τὴν σωματική του ζωή, στιγμή, “πεθαίνει” πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἔννοια τῆς ψυχικῆς του ταλαιπωρίας καὶ ἐξουθενώσεως στοὺς βασανισμούς, τὰ προβλήματα καὶ τὶς λοιπὲς ἐμπειρίες “θανάτου”, ποὺ ἡ πικρὴ καθημερινότητα τοῦ προσφέρει.
.            Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βία τοῦ θανάτου, στὴν κυριαρχία τῆς ὁποίας εἶναι παγιδευμένος ὁ ἄνθρωπος, βιώνεται ἀπὸ τὸν τελευταῖο σὲ ποικίλες ποιότητες καὶ καταστάσεις βασανισμοῦ καὶ ψυχικῆς καὶ σωματικῆς ταλαιπωρίας, σὲ διάφορες (ὄχι λίγες) βαθμίδες καὶ μορφὲς ἀπωλείας ἀντοχῆς καὶ ἐξαντλητικῆς ὑπομονῆς, σὲ βιωματικὲς καταστάσεις, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν παρὰ ἐμπειρίες καὶ γεύσεις μίας θανάσιμης καὶ πικρῆς βίας, ἀφοῦ οἱ βασανισμοὶ καὶ οἱ ταλαιπωρίες αὐτὲς εἶναι ἀθέλητες καὶ ἀπαράδεκτες ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.

*

.            Ἴσως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐπισημάνει στὸ σημεῖο τοῦτο δύο σημαντικὲς ἐμπειρίες ψυχικοῦ βασανισμοῦ καὶ ψυχικῆς ταλαιπωρίας, ποὺ ἀποτελοῦν ποιότητες θανάτου καὶ σχετίζονται πάντα μὲ τὴν φυσικὴ φθορὰ τοῦ ἀνθρωπίνου ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ.
.            Πρόκειται γιὰ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν προοδευτικὴ παρακμὴ τοῦ σωματικοῦ ἰδιαίτερα ὀργανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
.            Ἡ ἀσθένεια γενικὰ ἀλλὰ καὶ ἡ βαθμιαία σωματικὴ ἐξασθένιση καὶ γήρανση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ποιότητες ἀργοῦ ἀλλὰ σίγουρου θανάτου, εἶναι συγχρόνως ποιότητες βίας, ἀφοῦ στὶς ἐμπειρίες αὐτὲς τὸ βαθύτερο, συνειδητὸ ἢ λανθάνον βιωματικὸ στοιχεῖο εἶναι, συνήθως, τὸ ἀθέλητο καὶ τὸ ἀπαράδεκτο.

.            Ἡ σθένεια το σώματος κα τς ψυχς, ς γεγονς καθ’ αυτό, ποτελε μία διότυπη καὶ διόμορφη παρουσία κα δραστηριότητα τς βίας πάνω στὸ νθρώπινο πρόσωπο. Οἱ ἀρνητικὲς ὑπαρξιακὲς ἀπηχήσεις τῆς ἀσθενείας γενικὰ (ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνης, ποὺ καταργεῖ μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο, γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα, τὴν ἐλεύθερη καὶ ἀνεμπόδιστη φυσιολογικὴ λειτουργία τοῦ ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ) στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, το δίνουν μία ξεχωριστ πληροφορία καὶ μπειρία γι τν μπλοκή του στν δυναμία του ν εναι ατό, πο θ μποροσε ν εναι, δηλ. ἕνας ἄνθρωπος ὑγιής, ἀκμαῖος καὶ ἱκανὸς γιὰ κάθε τρόπο καὶ μορφὴ φυσιολογικῆς ζωῆς.
.            Ἔτσι κάθε σθενς μπλέκεται συχνὰ ναπόφευκτα στν μπειρία τς παρξιακς μειονεξίας καὶ ρα στν μπειρία το τραυματισμο καί, γιατί ὄχι, κάποιες φορές, τοῦ θανάτου τῆς ἰδεατῆς (πλασματικῆς) του εἰκόνος.
.            Κάθε ἀσθενής, καὶ ἰδιαίτερα ὁ χρόνιος, δὲν ζεῖ τὸν ὑπαρξιακό του προβληματισμὸ ἀποκλειστικὰ “καθ’ ἐαυτόν”, ὅσο κι’ ἂν φαίνεται, πολλὲς φορές, ὅτι εἶναι κλεισμένος στὸν ἑαυτό του καὶ συμβιβασμένος μὲ τὴ μοίρα του. Οἱ ἀναπόφευκτες διαπροσωπικὲς σχέσεις καὶ προσεγγίσεις συντηροῦν συχνὰ μία ἀκοίμητη σύγκριση μὲ κάθε ὑγιὲς ἄτομο, ἡ ὁποία συνειδητοποιεῖ στὸ πνεῦμα του (καὶ ἄρα ὀξύνει) τὸ πρόβλημα τοῦ εἴδους καὶ τοῦ ὕψους τῆς ἀξίας τῆς προσωπικῆς του εἰκόνος. Τὸ βαθύτερο τραῦμα τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι πράγματι τραῦμα θανάτου καὶ βίας, πάνω στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀφοῦ οὔτε ἰδεατὴ εἰκόνα φαίνεται νὰ μὴ δικαιοῦται νὰ συντηρεῖ, ὡς προσωπικὴ παρηγοριὰ καὶ στήριγμα ζωῆς!

*

.            Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς φθορᾶς καὶ τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς παρακμῆς καὶ ἐξασθενίσεως καὶ γηράνσεως βιώνεται συνήθως, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς καταπίεση καὶ ὑπαρξιακὴ ἀντίφαση στὸν ἐσώτερο μυστικὸ καὶ ἀκατασίγαστο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ζωή, νεότητα καὶ ψυχοσωματικὴ ἀκμαιότητα!
.            Ἡ φθορά, ἡ βαθμιαία γήρανση τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ κάθε σχετικὴ ἐμπειρία καὶ κάθε σημάδι παρακμῆς τοῦ ὀργανισμοῦ αὐτοῦ ἀντιφάσκει στὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ βλέπει μακρύτερα ἀπὸ τὴν χοϊκότητα καὶ τοὺς ὑλικοὺς περιορισμοὺς τῆς ἐπίγειας θητείας του.
.            Ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ πρόβλημα γενικά, τῆς ὑπάρξεως ἢ μή, συνεχείας τῆς ζωῆς καὶ πέρα τοῦ τάφου, ἡ αὐθόρμητη (ἐνστικτώδης) ἐνορατικὴ λειτουργία τοῦ πνεύματός του, μὲ ὅση δυνατότητα ἐλευθερίας διαθέτει, προεκτείνεται πέρα τῶν ὁρίων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς παρακμῆς, “πέρα τῶν ὀρίων” τῆς ρυτίδος καὶ τῆς γηράνσεως. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς βιώνεται ἐπίσης ὡς μία βίαιη αἰχμαλωσία καὶ παγίδευση τοῦ ἀνθρώπου στοὺς ἀμετάκλητους νόμους τῆς φθορᾶς καὶ τῆς παρακμῆς, τῶν “ἐξοδίων” αὐτῶν μηνυμάτων ἢ φάσεων τῆς ἀνθρωπινῆς ὑπάρξεως!

*

.            Στὴν περίπτωση πάντως, ποὺ ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου συνεχίζεται παρατεινομένη σ’ ἕνα σχετικὰ μεγάλο ἀριθμὸ δεκαετιῶν, συνοδεύεται ὁπωσδήποτε καὶ συντροφεύεται ἀπὸ κάθε εἴδους ἐμπειρία φθορᾶς καὶ παρακμῆς. Ἔτσι ὁ προχωρημένος στὰ χρόνια ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι κάνει σίγουρα πιὰ βήματα πρὸς τὴν τελική, ἀπὸ τὴν ζωή, ἔξοδο, τὸν θάνατο, ἔχει συγχρόνως τὴν αἴσθηση, ὅτι ἐγκαταλείπει αὐτὴ τὴν ζωὴ χωρὶς τὴν βούλησή του, χωρὶς τὴν δική του ἐπιλογή.
.            Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση, πού, ἡ ἔξοδος αὐτή, μπορεῖ νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν ἐπιθυμία του ἢ νὰ εἶναι τῆς δικῆς του ἐπιλογῆς, μία τέτοια ἐπιθυμία καὶ μία τέτοια ἐπιλογή, μόνο στὴν ἄσκηση βίας στὴν ὑπαρξιακή του αὐτοσυνειδησία μπορεῖ νὰ ὀφείλεται. Ὅταν ὁ θάνατος εἶναι ἐπιθυμητὸς γιατί θὰ φέρει τὴν λύτρωση, φαίνεται πολὺ καθαρά, ὅτι, καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ βία ἔχει κάνει τὸ “χρέος” της μὲ ἀνελέητη ἐπιμονή!
.            Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι, οὕτως ἢ ἄλλως, δηλ. σ κάθε περίπτωση ξόδου νς νθρωπου π τὴν ζωή, βία πισφραγίζει τ καταστροφικό της ργο, πάνω στὸ νθρώπινο πρόσωπο, μ τν σχατη δύναμή της, τὸν θάνατο!

*

– “Έσχατη μορφὴ βίας ὁ θάνατος”!
.            Εἴτε πρόωρος, εἴτε αἰφνίδιος, εἴτε ἀργοπορημένος· εἴτε ἐμφανῶς βίαιος, εἴτε εἰρηνικός, ὁ θάνατος εἶναι ὁ τελευταῖος πιστότατος ὑπηρέτης καὶ ἐργάτης τῆς βίας, ποὺ κλείνει τὸν μικρὸ ἢ μεγάλο κύκλο τῆς ἀτομικῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
.              Ἐκεῖνος ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο…! Τὸν τελευταῖο βίαιο λόγο!

*

“Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον! Πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς συμφυΐας, ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται…”!

*

“Οἴμοι, οἷον ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζόμενη ἐκ τοῦ σώματος”! “Μέγας κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμός, μέγας στεναγμὸς καὶ ἀνάγκη ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς”.

ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ.: «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ»

, , ,

Σχολιάστε