Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Παναγία

ΕΛΛΑΣ, Η ΠΑΝΑΓΙΟΦΙΛΟΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑ… (Δ. Νατσιός)

Ἑλλάς, ἡ Παναγιόφιλος θυγατέρα…

Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς

.                        Ξέρω. Ὁ τίτλος εἶναι βαρύς. Διευκρινίζω. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν χῶρο ποὺ ζοῦμε. Γιὰ τό, ἐπαναλαμβάνω πάλιν καὶ πολλάκις, κράτος- «σκαντζόχοιρο». Φτάνει μία κλεφτὴ ματιὰ σὲ ἕνα κεντρικὸ δελτίο, ὄχι εἰδήσεων, ἀλλὰ ἀνήκουστων ἐγκλημάτων καὶ ἐξωφρενικῶν ἀνομιῶν. Δὲν μιλάω γι’ αὐτὴν τὴν σαβανωμένη Ἑλλάδα. Αὐτὸ εἶναι ἐφιάλτης.

«Πολιτεία βυθισμένη στὴ νύχτα
κοιμητήριο μ’ ἐπάλληλους
πολυώροφους τάφους νεκρῶν
ποὺ ροχαλίζουν», γράφει ὁ κεκοιμημένος Θεσσαλονικιὸς ποιητὴς Γιῶργος Βαφόπουλος, στὸ ποίημά του «Πολυκατοικία», ποὺθὰ μπορούσαμε νὰ τὸ μετονομάσουμε «ἡ τωρινὴ Ἑλλάδα». Μία Ἑλλάδα ποὺ καθημερινῶς «βιάζεται» ἀπὸἡμέτερα καὶ λαθραῖα ταγκαλάκια, ποὺ ξεβράστηκαν ἀπὸ τὶς κολάσεις τῆς Ἀσίας. Καὶ ὅσο θὰ συνεχίζεται ἡ παρανοϊκὴ ἀτιμωρησία, τὸ κακὸ θὰ πληθαίνει.

.                    Εἶναι κλειστὰ καὶ τὰ σχολεῖα, νὰ ξεκαρδιστοῦμε (κυριολεκτικά, ἐξω+καρδιὰ) λίγο μὲ τὰ παιδιά. Νὰ μιλήσεις λίγο μὲ σοβαρούς, ἀξιόπιστους καὶ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἰαθεῖς μὲ τὸ ἀπροσποίητο καὶ εἰλικρινὲς γέλιο τους.
.                    Νηστεία τῆς Παναγίας. Πλησιάζει ἡ πανέκλαμπρος, παπαδιαμάντειος λέξη, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἑλληνοσώτειρας. Ναί. Θαῦμα τῆς Παναγίας εἶναι τὸ ὅτι ὑπάρχουμε σήμερα ὡς λαὸς ἱστορικός. Καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ λεγόμενη ἡγεσία τοῦ τόπου ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ κάνει μετάνοιες μπροστὰ στὸ εἰκόνισμά της, εὐχαριστώντας την γιὰ τὴν μεσιτεία της ὑπὲρ τοῦ Γένους. Ἂν ἦταν ἡγεσία ρωμαίικη… Σὲ κάθε κρίσιμη στιγμὴ τοῦ νεότερου ἐθνικοῦ βίου, οἱ πρωταγωνιστὲς σ’ αὐτήν, τὴν Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν, προσφεύγουν.
.                    Ὁ Κολοκοτρώνης εὐλαβεῖτο πολὺ τὴν Παναγία. Στὰ 1821 ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Καλαμάτα γιὰ τὴν Τρίπολη. Στὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, οἱ ἱερεῖς ἔβγαιναν μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ γονάτιζαν καὶ ἔκαναν δεήσεις. Γρήγορα ὅμως ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμὸς ἔσβησε. ὉἈναγνωσταρᾶς, ὁ Μαυρομιχάλης, ὁ Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ ἀλλοῦ. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπέμεινε κατάμονος μὲ τὸ ἄλογό του στὴν Καρύταινα. Τί θὰ ἔκανε; Τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας μονάχος, ὁλομόναχος; Τὸ πᾶν! Ὅταν φλογίζει τὴν καρδιά του ἡ φλόγα τῆς πίστεως. Ἀλλ’ ἂς ἀφήσουμε τὸν ἴδιο τὸΓέρο τοῦ Μοριᾶ νὰ μᾶς τὰ διηγηθεῖ: «Ἔκατσα ποὺ ἐσκαπέτισαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου· ἦτον μία ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς». Σίμωσε, ἔδεσε τὸ ἄλογό του σ’ ἕνα δέντρο, μπῆκε μέσα, γονάτισε:

— «Παναγιά μου, εἶπε, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, καὶ τὰ μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε καὶτούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν. Ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα της, βγῆκε ἀπὸτὸ ἐκκλησάκι, πήδησε στ’ ἄλογό του κι ἔφυγε».
.                Διαβάζω γιὰ τον Νότη Μπότσαρη: «Τὸ παλιὸ οἰκογενειακὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ποὺ κρατᾶ τὸνΧριστὸ ἀγκαλιά της, δὲν ἔλειπε ποτέ, ὅπως καὶ τὰ ὅπλα του ἀπὸ σιμά του.  Στοὺς τελευταίους ἀγῶνες τοῦΣουλίου ἐναντίον τοῦ Χουρσίτ, ἔπειτα ἀπὸ κάθε μάχη, ἀπὸ κάθε νίκη, ἀντὶ γιὰ τραγούδια καὶ χορούς, διέταζε συγκέντρωση τὶς ἐκκλησιές, προσευχές, λειτουργίες, παρακλήσεις.

Στὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Μεσολογγίου, μιλώντας καὶ γράφοντας εἶχε πάντοτε τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας στὸ στόμα του».

 .                       Ἡ περιφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του«ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. ὉἈβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱπληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰπροσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες». Ἐδῶ, καὶ δὲν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.
.                 Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν πιστότατος, μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἀφιέρωσε μάλιστα τὸ ἀσημένιο κάλυμμα στὴν εἰκόνα της μὲ τρία παράσημά του, ἀργυρᾶἀστέρια, εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, ὁ στρατηγὸς ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ θέρμη (ἑλονοσία), ἔταξε στὴν Παναγιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γιατρειά, ὥστε νὰ συνεχίσει τοὺς ἔνδοξους ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καὶ θὰ τὴν ἕντυνε μὲ ἀργυρόχρυσο “πουκάμισο”. Πράγματι, γιατρεύτηκε μὲ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μας, κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Μονή.
.                     Στὴ μάχη τῆς Κλείσοβας στὸ Μεσολόγγι –τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὰ 1826– ἐχθρικὸβόλι σπάζει στὰ δύο τὸ σπαθὶ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὸν πολέμαρχο. Ὅλοι τότε εἶπαν πὼς ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας. Κι ὁ Τζαβέλας ἀφήνοντας γιὰ μία στιγμὴ τὴ μάχη, πηγαίνει στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προσκυνᾶ εὐλαβικὰ τὸ εἰκόνισμα τῆς Εὐαγγελίστριας καὶ τῆς ἀφιερώνει τὰ κομμάτια ἀπ’ τὸσπαθί του λέγοντας:
— Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σὲ γιορτάζουμε, σοῦ ἀφιερώνω τοῦτο καὶ βόηθα τὰ παλληκάρια νὰ νικήσουμε τὸν ἐχθρό. Ἡ Θεοτόκος ἔστερξε στὴν παράκληση τοῦ Τζαβέλα καὶ τοῦ χάρισε δοξασμένη νίκη.
.                    Καὶ σ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα ἐθνικοὺς ἀγῶνες  γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων πατρίδων στὴν Παναγία προστρέχουν οἱ ἀντρειωμένοι ἥρωές μας. «Ἔκαμα χθὲς ἕνα τάμα εἰς τὴν Θεοτόκο Παρθένα, τὴν Πλατυτέρα νὰ βοηθήσει τὴν Μακεδονία μας», γράφει ὁ ἀετὸς τῆς Μακεδονίας, Παῦλος Μελάς, στὴν γυναίκα του Ναταλία.
.                    Τὴν 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος ἑνὸς συντάκτη τοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» μὲ τραυματίες πολέμου μὲς στὸ θάλαμο νοσοκομείου: «Ἐκεῖ πάνω, κύριε, ἔχουμε γίνει ἄλλοι ἄνθρωποι. Νὰ τὸ ξέρετε. Νὰτὸ λέτε παντοῦ. Εἴμαστε τὰ παιδιὰ τῆς Παναγίας. Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι μάνα καὶ προστάτιδά μας».
«Μὲ βλέπετε; μᾶς λέει ἕνας νεαρὸς τραυματίας πολεμιστής, ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸ κρεβάτι. Ἐγὼ δὲν ἤμουν θρῆσκος. Δὲν πίστευα σὲ θαύματα. Ἡ γριὰ μάνα μου θυμιάτιζε τὰ βραδάκια τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας κι ἐγὼ μέσα μου τὴν κορόιδευα. Ἀλλὰ τώρα, ἄν μου τὰ πεῖ ἄλλος αὐτά, θὰ τὸν θεωρήσω ἐχθρό μου. Σᾶς μιλάω ἴσια. Αὐτὰ ποὺ εἶδα ἐκεῖ πάνω στὴν Ἀλβανία, δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα, εἶναι χίλια θαύματα. Κάθε ὕψωμα ποὺπαίρνουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα. Κάθε μάχη, κάθε ἐξόρμηση δική μας, ἕνα θαῦμα. Κάθε μέρα πολέμου ποὺπερνᾶ, ἕνα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας…». (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στὴν ἐποποιΐα τοῦ 1940-41. Μὲ πίστη», ἔκδ. «Ἀρχονταρίκι»).
.                     Σκέφτομαι ἕνας πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος νὰ πήγαινε στὶς παρακλήσεις τῆς Παναγίας, ὄχι μὲτὸ ἀξίωμα, μὲ ἀγήματα καὶ τοὺς τηλεοπτικοὺς δορυφόρους του. Μόνος, ταπεινὰ σὰν τὸν Κολοκοτρώνη καὶ νὰ τὴν παρακαλεῖ γονατιστός. Ἔτσι δὲν γίνονται τὰ νικητήρια θαύματα;

Δημήτρης Νατσιὸς

δάσκαλος-Κιλκὶς

,

Σχολιάστε

Η ΑΙΔΩΣ, Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Ἡ αἰδώς, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ κοινωνία

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.               Κατὰ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ μύθο, ὅταν κινδύνευε ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ Δίας ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Ἑρμῆ νὰ τοῦ μεταφέρει τὶς δύο ἀρετὲς ποὺ θὰ τὸ σώσουν, τὴν ΑΙΔΩ καὶτὴ ΔΙΚΗ. Μὲ αὐτὲς «θὰ μπορέσει νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ πολιτικὴ τάξη καὶ θὰ δημιουργηθοῦν δεσμοὶΦΙΛΙΑΣ καὶ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ, ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν ὕπαρξή του». Αὐτὰ γράφει ὁ Πρωταγόρας καὶ ὁ Guthrie στὸ βιβλίο του «Οἱ σοφιστὲς» (Ἔκδοση ΜΙΕΤ) ἐξηγεῖ ὅτι γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ΔΙΚΗ σήμαινε τὴν αἴσθηση τοῦ σωστοῦ καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ ΑΙΔΩΣ συνδύαζε τὰ αἰσθήματα τῆς ντροπῆς, τῆς σεμνότητας, τοῦ αὐτοσεβασμοῦ καὶ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἄλλους.
.                Ἡ καλλιέργεια τῆς αἰδοῦς στοὺς πολίτες ἦταν βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, κάτι ποὺ τόνισαν οἱ Περικλῆς, Πλάτων καὶ Ἀριστοτέλης. Καὶ ὁ Εὐριπίδης στοὺς «Ἡρακλεῖδες» συνιστᾶ ὁ σώφρων ἄνθρωπος νὰ ἔρχεται σὲ διάλογο μόνο μὲ συνάνθρωπο σοφὸ καὶ ἐνάρετο, γιατί αὐτὸς ἔχει αἰδὼ καὶ συνείδηση σεβασμοῦ πρὸς τὶς ἰδέες τοῦ ἄλλου.
.               Τὰ περὶ αὐτοσεβασμοῦ καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὶς πεποιθήσεις τοῦ ἄλλου, ὡς βάσεων συνοχῆς τῆς κάθε κοινωνίας, τὰ σκέφθηκα μετὰ τὴν προκλητική, προσβλητικὴ καὶ δηκτικὴδημοσίευση τοῦ κ. Μόσιαλου πρὸς τὴν Πίστη τῶν Ἑλλήνων. Σημειώνεται ὅτι σχεδὸν ὅλοι οἱγράφοντες στὰ ΜΜΕ ὑποστήριξαν τὸ προφανὲς ἀτόπημα τοῦ κ. καθηγητοῦ, δικαιολογώντας το… Οἱ περισσότεροι ἔγραψαν ὅτι ἦταν «σάτιρα», «πλάκα», «χιοῦμορ», «ἀστειάκι»… Ἄλλοι «θεολόγησαν» ἐπὶ τῆς «σάτιρας» τοῦ κ. Μόσιαλου, γράφοντας ὀρθῶς μὲν ὅτι ἡ τῶν Εὐαγγελιστῶν διήγηση οὐδὲν ἀναφέρει περὶ «κρίνου» στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ἑπομένωςἀπαλλάσσεται ὁ κ. Μόσιαλος λόγω τοῦ ἄτοπού του «χιοῦμορ» (…), ἀλλὰ ἀποσιωποῦν τὸ μεῖζον γεγονὸς ὅτι ὁ κ. καθηγητὴς μὲ τὴ «σάτιρά» του ἀρνεῖται τὸ μυστήριο τῆς Γέννησης τοῦΘεανθρώπου. Ἄλλοι «ἐκκλησιολόγησαν», δείχνοντας ὅτι οὐδὲν γνωρίζουν γιὰ τὸ τί σημαίνει Ἐκκλησία…
.               Ἦσαν καὶ οἱ ἀκραῖοι ὑποστηρικτὲς τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως σὲ διεθνεῖς ὀργανισμοὺς ὑγείας, ποὺ ἀντέστρεψαν τὴν ἀλήθεια, χαρακτηρίζοντας «ὀπισθοδρομικοὺς» τοὺς συμπολίτες τους, ποὺ διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τὴν ὕβρη πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ καὶ «προοδευτικοὺς» αὐτούς, ποὺ προσέβαλαν τὴν Πίστη τους… Γιατί τὰ δημοσιευθέντα ἀπὸ τὸν κ. Μόσιαλο δὲν ἦταν «πλάκα», «σάτιρα» καὶ «καλαμπούρι», στὴν οὐσία ἦσαν μπούλινγκ ἰδεολογικὸ κατὰ τῆς βάσης τῆς Πίστης τῶν Χριστιανῶν. Καὶ μὲ αὐτή του τὴνἐνέργεια ὁ κ. Μόσιαλος οὔτε ἔπεισε κανένα νὰ φορᾶ μάσκα καὶ νὰ ἐμβολιάζεται, οὔτε βοήθησε στὴσυνοχὴ τῆς κοινωνίας…
.               Ἡ Πηνελόπη Δέλτα μπορεῖ νὰ μὴν κατανόησε πλήρως τὸ μυστηριακὸ σῶμα τῆςἘκκλησίας, ἀλλὰ στὴ «Ζωὴ τοῦ Χριστοῦ», ποὺ ἔγραψε, σημειώνει πὼς «ποτέ του ὁ Ἰησοῦς δὲνἀδίκησε κανένα, μόνο ἀγάπη σκορποῦσε γύρω του, ἦταν ἀναμάρτητος, ἀλλὰ σπλαχνιζόταν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων καὶ τοὺς συγχωροῦσε». Αὐτὸν ὁ κ. Μόσιαλος προσέβαλε τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων Του….
.               Ὁ Χρ. Μαλεβίτσης ἔγραψε τὴ διαπίστωση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ σκοτώσει τὸν Θεό, τὸν λησμονεῖ καὶ καθίσταται «να ληθαο ν σ να λίθεο κόσμο» (ἕναἀγνῶμον ξεχασιάρικο ὂν σὲ ἕνα πέτρινο κόσμο). Καὶ αὐτὰ συμβαίνουν στὴν Ἑλλάδα… 200 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ οἱ πρόγονοί μας ἀγωνίστηκαν ὑπὲρ «Πίστεως καὶ Πατρίδος» καὶ μᾶς ἔδωσαν τὴνἐλευθερία, σήμερα κάποιοι ἀρνοῦνται τὴν κληρονομιά τους, ἀπαρνοῦνται τὴν ταυτότητά τους.-      

, ,

Σχολιάστε

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ (γιὰ τὴν Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεώς Της)

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος
(γιά τήν Ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου)


Toῦ Μητροπολ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

.                            Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς τό «Πιστεύω», ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική», γιατί εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία», γιατί μία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα Του‧ εἶναι «Ἁγία» γιατί ἁγία εἶναι ἡ κεφαλή της‧ εἶναι «Καθολική», γιατί ὁ Χριστός προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἦλθε νά σώση ὅλους τούς ἀνθρώπους‧ καί εἶναι «Ἀποστολική», γιατί ὁ Χριστός ἀπέστειλε τούς Ἀποστόλους σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, γιά νά μεταδώσουν τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
.                            Ἡ Ἐκκλησία ἐνῶ εἶναι «Μία», συγχρόνως ἔχει δύο «ὄψεις», τήν ἐπίγεια καί τήν οὐράνια. Στήν ἐπίγεια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν οὐράνια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, καί οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅπως τό περιγράφει θαυμάσια τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
.                            Ὅμως, δέν πρόκειται γιά δύο Ἐκκλησίες, ἀλλά γιά μία Ἐκκλησία πού τό ἕνα τμῆμα της ἔχει ἤδη εἰσέλθει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό ἄλλο τμῆμα της εἴμαστε ἐμεῖς πού ζοῦμε ἀκόμη στήν ἔρημο, καί πορευόμαστε ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ὅλοι ἔχουμε ὡς κεφαλή τόν Χριστό καί ζοῦμε καί ἀναπνέουμε ἀπό Αὐτόν.
.                            Σημαντική θέση στήν Ἐκκλησία κατέχει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ στούς οὐρανούς καί τήν Πεντηκοστή δέν εἶχε κάποια θέση στήν διοίκηση καί ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν πάνω ἀπό ὅλους, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ
.                            Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὅπως γράφει ὁ Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης (14ος αἰώνας), ἐπέχει τήν θέση τοῦ τραχήλου, διά τοῦ ὁποίου ἔρχονται στό σῶμα οἱ δωρεές καί οἱ ἐντολές τῆς κεφαλῆς καί διά τοῦ ὁποίου ἀνέρχονται στήν κεφαλή ὁ πόνος καί ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
.                            Ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ τήν σάρκα Του, τήν ὁποία θέωσε ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως, ἀπό αὐτήν ἤπιε τό γάλα καί ἔλαβε τήν τροφή, γι’ αὐτό ὁ Χριστός τῆς ἔδωσε τήν Χάρη νά γίνη «τροφός πάσης νοερᾶς τε καί λογικῆς φύσεως».
.                            Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ «Νύμφη ἀνύμφευτος» τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
.                            Αὐτό ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο ἀπό τόν συνθέτη τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, ὅταν λέγη: «Χαῖρε κλίμαξ ἐπουράνιε δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Αὐτός ὁ χαιρετισμός ἔχει ὡς βάση τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ στήν Παλαιά Διαθήκη, κατά τό ὁποῖο ὑπῆρχε μιά μεγάλη κλίμακα πού ἦταν στηριγμένη στήν γῆ καί ἡ κεφαλή της ἔφθανε στόν οὐρανό καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν σέ αὐτήν «ὁ δέ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ’ αὐτῆς» (Γεν. κη΄, 12-13).
.                            Ἡ Ἐκκλησία ἁγιογράφησε κατά τρόπο θαυμαστό μέσα στούς Ἱερούς Ναούς αὐτήν τήν σημαντική θέση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέ πολλές παραστάσεις καί σέ πολλές ἐκφράσεις.
.                            Γνωρίζουμε ὅτι ἡ εἰκόνα, ὅπως ἁγιογραφεῖται ἀπό τούς ἁγιογράφους, ἐκφράζει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀποτυπώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά αὐτό γίνεται μέ τήν ἁγιογράφηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀφοῦ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, λέγεται Θεοτόκος ὄχι μόνον «διά τήν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καί συνιστᾶ ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
.                            Ἔπειτα, ἡ εἰκονογράφηση τῆς Θεοτόκου πού ἔχει στήν ἀγκάλη Της τόν Χριστό ἐκφράζει ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό δέν εἶναι μιά σύλληψη ἁπλῶς τῶν ἁγιογράφων, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει ἀποφανθῆ ὅτι ἡ εἰκόνα δέν εἶναι «τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις», «ἀλλά τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καί παράδοσις». Αὐτό τό ἀναλύει ἀκόμη περισσότερο γράφοντας ὅτι «αὐτῶν τῶν πνευματοφόρων Πατέρων ἡ ἐπίνοια καί παράδοσις καί οὐ τοῦ ζωγράφου», δηλαδή ἡ ἁγιογράφηση εἶναι ἔργο τῶν Πνευματοφόρων Πατέρων καί ὄχι τῶν ζωγράφων, δηλαδή ἐνῶ «τοῦ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον», ἡ διάταξη εἶναι τῶν «δειμαμένων ἁγίων Πατέρων».
.                            Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Πατέρων καθόρισε τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό πῶς θά ἁγιογραφοῦνται γιά νά δείχνουν τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἁγιογράφοι ἐκφράζουν αὐτήν τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν τέχνη τους.
.                            Ἀκόμη, ἡ ἁγιογράφηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ τῶν εἰκόνων καί τῆς θείας Λειτουργίας. Αὐτό φαίνεται στόν τρόπο πού ἁγιογραφοῦνται οἱ εἰκόνες ἐντός τοῦ Ναοῦ, ὅπου γίνεται ἡ θεία Λειτουργία καί δείχνει καί τήν οὐράνια θεία Λειτουργία.
.                            Μέσα στόν Ναό μέ τίς ἁγιογραφίες φαίνεται αὐτός ὁ εἰκονογραφικός κύκλος πού εἰκονίζει τήν θεία Λειτουργία, ἐπίγεια καί οὐράνια. Δηλαδή, τό σχῆμα τοῦ Βυζαντινοῦ Ναοῦ φανερώνει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
.                            Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁλόκληρος ὁ Ἱερός Ναός εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, προέκταση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὁ τροῦλλος εἶναι ἡ κεφαλή, τά σφαιρικά τρίγωνα εἶναι οἱ ὦμοι καί οἱ τοῖχοι εἶναι τό σῶμα. Ἐκτός αὐτοῦ ὁ τροῦλλος δηλώνει τόν οὐρανό, οἱ τοῖχοι δηλώνουν τόν χῶρο καί τόν χρόνο, στόν ὁποῖο ζοῦν οἱ Χριστιανοί καί ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἶναι αὐτή πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν οὐρανό.

.                            Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἀκολουθεῖ αὐτήν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Στόν τροῦλλο ἁγιογραφεῖται ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, τόν Ὁποῖον ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ∙ γιά τόν ἄσαρκο Λόγο ὁμίλησαν οἱ Προφῆτες καί γιά τόν σεσαρκωμένο Λόγο, τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἔγραψαν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές.
.                            Στό Ἱερό Βῆμα, στόν λεγόμενο λειτουργικό κύκλο, ἁγιογραφοῦνται οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες καί στούς τοίχους τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἁγιογραφοῦνται οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, Μάρτυρες καί Ὅσιοι, ἄνδρες καί γυναῖκες.
.                            Μεταξύ τοῦ Ναοῦ καί τοῦ τρούλλου ὑπάρχει ἡ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἡ ὁποία ἑνώνει τόν τροῦλλο μέ τόν κυρίως Ναό καί ἐκεῖ ἁγιογραφεῖται ἡ Πλατυτέρα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή αὐτή μεταφέρει τά αἰτήματα τῶν πιστῶν στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δι’ αὐτῆς δίνει τίς δωρεές Του στούς ἀνθρώπους.
.                            Κατά τόν ἁγιογράφο Φώτη Κόντογλου ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν ζωγραφίζεται στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος νά κάθεται στόν θρόνο, νά βαστάζη τόν Χριστό ὡς παιδίον στά γόνατά Της, νά εἶναι μεταξύ τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ, οἱ ὁποῖοι στέκονται σέ στάση δεήσεως.
.                            Τό χαρτί (τό εἰλητάριο) πού κρατεῖ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ γράφει: «Παρίστανται δουλοπρεπῶς τῷ τόκῳ σου αἱ τάξεις αἱ οὐράνιαι ἐκπληττόμεναι ἀξίως τό τῆς σῆς ἀσπόρου λοχείας, ἀειπάρθενε». Καί τό χαρτί πού κρατᾶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἔχει γραμμένα: «Τῇ ἀειπαρθένῳ καί μητρί τοῦ βασιλέως τῶν ἄνω δυνάμεων καί καθαρωτάτῃ καί ἁγίᾳ, πιστοί, πνευματικῶς βοήσωμεν». Αὐτά τά δύο χωρία δείχνουν τί εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ποιό εἶναι τό ἔργο της.
.                            Καί ἐμεῖς, κατά προτροπή τῶν Ἀρχαγγέλων ἄς βοήσουμε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο κατά τήν σημερινή ἑορτή τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεώς της:

Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, ἡ ὄντως Θεοτόκος, ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ οὐράνια Κλίμακα ἀπό τήν ὁποία κατέβηκε ὁ Θεός στήν γῆ καί ἀνεβήκαμε ἐμεῖς στόν οὐρανό, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.

Χρόνια πολλά καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά εἶναι βοήθειά μας.

ΠΗΓΗ: parembasis.gr

, , ,

Σχολιάστε

Η ΚΟΙΜΗΣΗ τῆς ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

τοῦ Κωνσταντίνου Ἀθ. Οἰκονόμου δασκάλου

.                   Ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἑορτάζουμε στὶς 15 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς Θεομητερικὲς ἑορτές, τὶς ἑορτές, δηλαδή, ποὺ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μας, καὶ πιθανότατα ἡ παλαιότερη ἀπὸ ὅλες. Οἱ πρῶτες ἱστορικὲς ἀναφορὲς στὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ ἐμφανίζονται στὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ συγκλήθηκε ἡ Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἡ θέση τῆς Παναγίας μέσα στὸ λατρευτικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου, ἐνῶ εἶναι βέβαιο ὅτι πολὺ νωρίτερα εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τῆς τιμῆς της ἀπὸ τὶς τοπικὲς χριστιανικὲς κοινότητες. Πληροφορίες γιὰ τὸ βίο τῆς Θεοτόκου, πρὶν τὸν Εὐαγγελισμό της καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, μιᾶς καὶ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζουμε κάποια στοιχεῖα αὐτῶν τῶν περιόδων τῆς ζωῆς της. Ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση οἱ πληροφορίες αὐτὲς πέρασαν στὰ λεγόμενα ἀπόκρυφα ἢ ψευδεπίγραφα βιβλία. Ἔτσι θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Δεκαπενταύγουστος εἶναι ἕνα ἱστορικὸ κληροδότημα αὐτῶν τῶν βιβλίων. Τέτοια, λοιπὸν κύρια πηγὴ εἶναι: “Ἡ Ἀπόκρυφος διήγησις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μαρίας» ἐνῶ συμπληρωματικὲς πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ τὸ σύγγραμμα «Περὶ θείων ὀνομάτων» τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ἀπὸ τὰ «Ἐγκώμια εἰς τὴν Κοίμησιν» διαφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τῶν ἁγίων Μόδεστου Ἱεροσολύμων, Ἀνδρέα Κρήτης, Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ κ.ἄ., καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ τροπάρια ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Στὰ κείμενα αὐτὰ διασώζεται ἡ «ἀρχαία καὶ ἀληθεστάτη» παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γι᾽ αὐτὸ τὸ Θεομητορικὸ γεγονός. Ἕνα κομμάτι τῆς παράδοσης εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία.
.                   Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνουν τὰ παραπάνω κείμενα, ἡ Θεοτόκος εἰδοποιήθηκε ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατό της. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια ἀνέβηκε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, κατέβηκε στὸ σπίτι της. Ἐκεῖ γνωστοποίησε στοὺς γνωστούς της τὴν ἀναχώρησή της ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἑτοίμασε τὰ τῆς ταφῆς της. Γύρω ἀπὸ τὴν κλίνη τῆς Θεοτόκου συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θωμᾶ. Ἡ Δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ σχῆμα νεφέλης τοὺς ἅρπαξε ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς οἰκουμένης, ὅπου κήρυσσαν, καὶ τοὺς συγκέντρωσε στὰ Ἱεροσόλυμα. «Τὸ δὲ θεοδόχον αὐτῆς σῶμα μετὰ ἀγγελικῆς καὶ ἀποστολικῆς ὑμνωδίας (μὲ ὕμνους ἀπὸ Ἀποστόλους καὶ ἀγγέλους) ἐκκομισθὲν καὶ κηδευθὲν (μεταφέρθηκε καὶ κηδεύτηκε), ἐν σορῷ τῇ ἐν Γεσθημανῇ κατετέθη, ἐν ᾧ τόπῳ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἡ τῶν ἀγγέλων χοροστασία καὶ ὑμνωδία διέμεινεν ἄπαυστος (γιὰ τρεῖς μέρες ἡ ὑμνωδία τῶν ἀγγέλων ἦταν ἀκατάπαυστη). Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀγγελικῆς ὑμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οἱ ἀπόστολοι, ἑνὸς αὐτοῖς ἀπολειφθέντος (τοῦ Θωμᾶ ποὺ ἔλειπε) καὶ μετὰ τὴν τρίτην ἐλθόντος καὶ τὸ θεοδόχον σῶμα προσκυνῆσαι βουληθέντος (ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομό του ὁ Θωμὰς θέλησε νὰ προσκυνήσει τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου), ἤνοιξαν τὴν σορόν. Καὶ τὸ μὲν σῶμα αὐτῆς τὸ πανύμνητον οὐδαμῶς εὐρεῖν ἠδυνήθησαν, μόνα δὲ αὐτῆς τὰ ἐντάφια κείμενα εὑρόντες καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν ἀφάτου εὐωδίας ἐμφορηθέντες (γέμισαν ἀπὸ τὴν ἀνείπωτη εὐωδία ποὺ ἔβγαζαν) ἠσφάλισαν τὴν σορὸν»1. Ὁ Υἱός της ποὺ εἶχε σαρκωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, εἶχε δεχτεῖ στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄχραντο σῶμα της καὶ τὴν ἁγία της ψυχή. Τὴν παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας συνοψίζει ἄριστα τὸ ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεσθημανῇ τῷ χωρίῶ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
.                   Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου περιλαμβάνει τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή της ἀλλὰ καὶ τὴ μετάστασή της στοὺς οὐρανούς. Ὅπως λέει τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε (τὴ Θεοτόκο), ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Δηλαδὴ ὁ τάφος καὶ ἡ νέκρωση δὲν κράτησαν τὴ Θεοτόκο, γιατί ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πῆρε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα στὴν κοιλιὰ τῆς Θεοτόκου καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτήν. Ἔτσι ἔκαμε τὴν Παναγία Μητέρα του, μητέρα τῆς ζωῆς, πηγὴ τῆς ζωῆς.
.                   Ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ τὸ σταυρικό του θάνατο πάτησε καὶ κατάργησε τὸ θάνατο, ἦταν φυσικὸ νὰ ἀνεβάσει στοὺς οὐρανοὺς τὴ Μητέρα του καὶ νὰ τῆς χαρίσει τὴ δόξα τῆς αἰωνιότητας. Ὅπως λένε τὰ τροπάρια τῆς Κοιμήσεως, ὁ θάνατός της προμνηστεύεται τὴ ζωή. Αὐτὴ ποὺ γέννησε τὴ ζωή, ἔχει μεταβεῖ στὴ ζωή. Ἔτσι ὁ θάνατός της ὀνομάζεται «ἀθάνατος Κοίμησις». Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί ἡ Παναγία πρώτη μεταξὺ τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων πραγματοποίησε τὴ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς σάρκωσης. Στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἡ ἀνθρωπότητα προσέφερε τὴ Νέα Εὕα, μέσῳ τῆς ὁποίας θὰ πραγματοποιοῦνταν αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶχε ὑποσχεθεῖ στοὺς Πρωτοπλάστους (Πρωτευαγγέλιο) μετὰ τὴν πτώση τους: Τὴ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπαν οἱ Πατέρες «Ὁ Θεὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθώμεν»2. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεὸς ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται»3. Αὐτὴν τὴ θεοποίηση ἔδειξε ἡ Θεοτόκος, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, φανέρωσε τὸν ἄνθρωπο ὅπως ἦταν στὴν ἀρχὴ στὸν Παράδεισο, καὶ ὅπως ἔπρεπε στὴ συνέχεια νὰ γίνει. Μὲ τὴν Κοίμησή της προπορεύτηκε στὴ δόξα ποὺ μᾶς περιμένει. Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης προσθέτει: «αὐτὴ εἶναι δόξα μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς δόξες, ὁπού ἔλαβε ἡ Θεοτόκος, νὰ ἀναστηθεῖ πρωτύτερα ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἀφθαρσίας, νὰ δοξασθῆ, προτοῦ νὰ γίνει ἡ κρίσις καὶ ἡ ἐξέτασις, νὰ λάβη τὴν ἀνταπόδοσιν προτοῦ νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως, νὰ τιμηθῆ τέλος πάντων μὲ προνόμια, ὅμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ υἱοῦ της». Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ θὰ ἀπολαύσουν οἱ πιστοὶ μετὰ τὴ δεύτερη ἔλευση τοῦ Κυρίου καὶ γενικὴ κρίση, προαπολαμβάνει κατ᾽ ἐξοχὴν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως εἶναι στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα δεύτερο Πάσχα. Τῆς «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου, τὴν ἀπαρχὴν» ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα, ὁ πρῶτος καρπὸς εἶναι ἡ δόξα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
.               Ἐφ᾽ ὅσον γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ Θεοτόκος εἶναι «τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις»4, ἂς ἀφήσουμε τὸν ἐπίλογο στὸν μεγάλο Πατέρα Ἰωάννη Δαμασκηνό: “Ἡ Θεοτόκος βοήθησε στὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἐξυπηρέτησε τὴν παγκόσμια σωτηρία γιατί μ᾽ αὐτὴν πραγματοποιήθηκε ἡ προαιώνια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δική μας σωτηρία.”

 

1. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Β´ Ἐγκώμιον εἰς τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεομήτορος, 18.
2. Μ. Ἀθανάσιος, ΒΕΠ 30, 119
3. Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας: Δοξαστικό Αἴνων, 25 Μαρτίου
4. Ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο.

, , , ,

Σχολιάστε

ΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ πρὸς ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ

 

Ο Παρακλήσεις πρς τν περαγία Θεοτόκο [1-14 Αγούστου]

Κων. Ἀθ. Οἰκονόμου
Δάσκαλος

Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας μας. Μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ποὺ ξεκινᾶ τὴν 1η Αὐγούστου καὶ διαρκεῖ μέχρι καὶ τὶς 14 τοῦ μήνα, ξεκινοῦν καὶ οἱ Παρακλήσεις πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴ στοργικὴ μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Ἡ νηστεία καὶ οἱ παρακλήσεις μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν μεγάλη γιορτὴ τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας.

ΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ: Κάθε ἀπόγευμα τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταύγουστου τελεῖται στοὺς ναοὺς ἡ ἀκολουθία τοῦ παρακλητικοῦ κανόνος, ἢ ἀλλιῶς τῆς παράκλησης. Ὑπάρχει ὁ μικρὸς καὶ ὁ μεγάλος παρακλητικὸς κανὼν πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ μικρή, δηλαδή, καὶ ἡ μεγάλη παράκληση. Πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικὲς ἀκολουθίες, μὲ πολλὰ κοινὰ τροπάρια κι εὐχὲς μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες τελοῦνται ἐναλλὰξ κάθε ἀπόγευμα ἀπὸ τὴν 1η μέχρι καὶ τὶς 13 Αὐγούστου, ἐκτὸς Σαββάτου καὶ τῆς παραμονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.

«Πρὸς Σὲ καταφεύγω σωτηρίαν ἐπιζητῶν»: Ἡ παράκληση πρὸς τὴν Παναγία περιλαμβάνει ὑπέροχα τροπάρια, στὰ ὁποῖα περιέχονται δεήσεις καὶ ἱκεσίες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ συνδράμει τοὺς πιστοὺς στοὺς καιροὺς τῶν πειρασμῶν, τῶν πόνων, τῶν θλίψεων καὶ τῶν κάθε εἴδους δοκιμασιῶν. Ἀκόμη, ζητοῦμε ἀπὸ τὴν Παναγία νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Μὲ τὶς δεήσεις μας, τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὶς καθημερινές μας δυσκολίες καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀσθένειες ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν. Ἡ Παναγία πόνεσε πολὺ ψυχικὰ γιὰ τὴν ἄδικη καὶ βάναυση μεταχείριση καὶ τὴ σταύρωση τοῦ Υἱοῦ της. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἡ προστάτρια τῶν θλιβομένων καὶ τῶν ἀδικουμένων ὅταν τὴν παρακαλοῦμε «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς».

«Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω»: Στὴν ἀκολουθία τοῦ παρακλητικοῦ κανόνα, παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ μεσιτεύει στὸν Υἱό της γιὰ νὰ ἐξαλείψει τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων», ψάλλουμε καὶ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια.

Ἡ Παράκληση πρὸς τὴν Παναγία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταύγουστου, τελεῖται στοὺς ναοὺς στὶς θεομητορικὲς ἑορτὲς ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορες περιόδους μέσα στὸν χρόνο, ἀνάλογα μὲ τὸ πρόγραμμα ἀκολουθιῶν κάθε ἐνορίας. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τοὺς ναούς, παράκληση μπορεῖ νὰ κάνει κάθε πιστὸς μόνος του, διαβάζοντάς την ἀπὸ τὸ σχετικὸ βιβλιαράκι. Ἡ σύντομη ἀκολουθία τῆς παράκλησης γαληνεύει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁπλίζει μὲ δύναμη καὶ θάρρος ἀπέναντι στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς καὶ τοῦ χαρίζει ἐλπίδα.

Ἡ Παναγία μᾶς δείχνει τὸν δρόμο πρὸς τὸν οὐρανό. Μὲ τὶς ἀρετές της γίνεται τὸ φωτεινὸ παράδειγμα. Ἡ ἀγκαλιά της χωρᾶ ὅλον τὸν κόσμο, εἰδικὰ ὅσους τὴν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη.

, , , ,

Σχολιάστε

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑ (Μητροπ. Γόρτυνος Ἰερεμίας)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (15 Αὐγ. 2019)

.               Σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, ἑορτάζει ἡ Μάνα μας Παναγία. Τήν λέγω «Μάνα» μας, γιατί τέτοια ἐντολή λάβαμε ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας, νά τήν ἔχουμε Μάνα μας, Μητέρα μας. Ναί! Αὐτό πού εἶπε ἀπό τόν Σταυρό ὁ Χριστός μας στόν μαθητή Του Ἰωάννη, τό «ἰδού ἡ Μήτηρ σου», τό λέγει κατ ̓ ἐπέκταση σέ ὅλους τούς χριστιανούς. Ἀλλά καί πρός τήν Παναγία Μητέρα Του στρεφόμενος ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό Του εἶπε σ ̓ Αὐτήν γιά τόν Ἰωάννη: «Ἰδού ὁ υἱός σου». Καί ἐμεῖς λοιπόν ἔχουμε Μητέρα μας τήν Παναγία, ἀλλά καί Αὐτή μᾶς ἔχει παιδιά Της.
.               Ἐνῶ ὅμως, χριστιανοί μου, ἡ Παναγία εἶναι πάντοτε Μητέρα μας καί δέν μᾶς ἀρνεῖται ποτέ, ἐμεῖς Τήν ἀρνούμαστε καί λυποῦμε τά ἱερά μητρικά Της σπλάγχνα. Πῶς τήν λυποῦμε; Ἡ Παναγία θέλει νά πράττουμε τό θέλημα τοῦΥἱοῦ Της, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε», εἶπε στούς ὑπηρέτες στόν γάμο τῆς Κανᾶ (Ἰωάν. 2,5). «Ὅ,τι σᾶς πεῖ, νά τό κάνετε»! Ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε καί ἀποστατοῦμε ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτό λυπεῖ τήν Παναγία. Καί ὅλοι μας, ἀδελφοί, ἔχουμε λυπήσει καί λυποῦμε τήν Παναγία Μητέρα μας μέ τά ἁμαρτήματά μας.
.               Ἀλλά, ἄς Τήν παρακαλοῦμε νά μᾶς συγχωρεῖ καί νά ἱκετεύει καί στόν Υἱό Της Ἰησοῦ Χριστό νά μᾶς συγχωρέσει. Καί νά ζητᾶμε ἔπειτα ἀπό τήν Παναγία τήν Εὐχή Της, γιά νά δυναμωνόμαστε πνευματικά καί νά πράττουμε σταθερά τό πανάγιο θέλημα τοῦ Υἱοῦ Της καί Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
.               Χριστιανοί μου, νά ἀγαπᾶμε τήν Παναγία μας. Νά προσευχόμαστε στήν Παναγία μας.Ἔχει ἰδιαίτερη δύναμη ἡ προσευχή στήν Παναγία. Ἡ Παναγία «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά κάνει θαῦμα καί ἄς μήν εἶναι ἡ ὥρα γιά νά γίνει. Στόν γάμο τῆς Κανᾶ δέν ἦταν ἡ ὥρα νά γίνει τό θαῦμα, ὅπως τό εἶπε καθαρά ὁ Χριστός. Ἀλλά ἔγινε τό θαῦμα, ἐπειδή τό εἶπε ἡ Παναγία νά γίνει! Καί τό ἄνοστο νερό τότε ἔγινε γλυκό κρασί.
.               Εἴθε, χριστιανοί μου, μέ τήν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας οἱ ἄνοστες μέρες μας καί οἱ πίκρες τῆς ζωῆς μας καί τῆς πατρίδας μας οἱ δυστυχίες, μέ τίς ἀπιστίες καί ἀσέβειες τῶν ἀρχόντων καί ὅλων μας, νά γίνουν γλυκό κρασί, γιά νά χαιρόμαστε πίνοντάς το, γιά νά κυλάει ὄμορφα ἡ ζωή μας καί γιά νά χαίρεται καί ὁ οὐρανός μαζί μας, ΑΜΗΝ!

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

ΠΗΓΗ: imgortmeg.gr

, ,

Σχολιάστε

Η ΜΗΤΗΡ τῆς ΖΩΗΣ καὶ τὸ «ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»

Η ΜΗΤΗΡ τῆς ΖΩΗΣ καὶ τὸ «ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
Γράφει ὁ Ἱερομόναχος Μάξιμος Λαυριώτης
ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος»,
ἀρ. τ. 2271/09.08.19

.           Ἡ συνάντηση τῆς Παναγίας μὲ τὸν θάνατο εἶναι ἕνα ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀφορᾶ ἀπόλυτα τὴν ζωή μας. Εἶναι γνωστό, πώς ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς ἀποτελεῖ ἡ συνάντηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Της μὲ τὸ θάνατο, συνάντηση ἀπ’ ὅπου ἐπήγασε ἡ ἀνάσταση τῶν θνητῶν.
.           Ἀλλὰ δὲν εἶναι λιγώτερο σπουδαία καὶ ἡ μητρικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἔσχατο ἐχθρό τῆς ἀνθρωπότητος. Ὄχι μόνο γιατί προδίδει συγκλονιστικὲς διαστάσεις στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποὺ ἔφερε σὲ πέρας ὁ Χριστός, κατὰ μοναδικὸ καὶ ἀνυπέρβλητο τρόπο, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ Θεοτόκος ἀντιμετωπίζει τὴν πρόκληση τοῦ θανάτου μὲ ἄκρα ταπείνωση, ἐγκαρτέρηση καὶ αὐτοεγκατάλειψη στὸν Θεό, παρότι δικαιοῦται νὰ μὴ πεθάνη, ἀφοῦ ὑπάρχει «Μήτηρ τῆς Ζωῆς».
.           Πράγματι, κατὰ τὴν χριστιανικὴ θεώρηση, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἐσχάτη συνέπεια τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀδυναμίας του νὰ διατηρηθῆ στὴν τροχιά, στὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς τὸν ἔθεσε.
.           Καὶ ὁ μὲν Θεάνθρωπος Υἱὸς τῆς Παρθένου ἐνήργησε τὸν θάνατο στὴν ἀνθρώπινη φύση Του ἑκούσια καὶ θαυματουργικὰ πρὸς χάριν μας, ἡ δὲ μητέρα Του τὸν ὑπέστη ἀδιαμαρτύρητα καὶ εἰρηνικά, γιὰ νὰ καταστήσει ἀναμφισβήτητη τόσο τὴν πεπτωκυία ἀνθρωπίνη Της προέλευση ὅσο καὶ τὴν «οἰκονομικὴ» μετάδοση τῆς θνητότητος στὸν Θεάνθρωπο Υἱό Της. Ἀλλ’ ὁ θάνατος καὶ ἡ θνητότητα ποὺ χαρακτηρίζουν τόσο ἀποφασιστικὰ τὴν ἀνθρώπινη ταυτότητα δὲν εἶναι, ἁπλῶς καὶ μόνο, στιγμιαῖες διαδικασίες μὲ τὶς ὁποῖες τελειώνει ἡ ἐπίγεια  ζωή μας ἢ καταστρέφεται ἀνεπανόρθωτα τὸ σῶμα μας, παρέχοντας ἔστι τὴν δυνατότητα ν’ ἀπομακρυνθῆ ἀπ’ αὐτὸ ἡ ψυχή μας.
.           Εἶναι στίγματα παραμόνιμα, ἀρρώστια θεμελιακή, ποὺ προσβάλλει τὸ εἶναι μας ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς σύστασής του καὶ μᾶς παρακολουθεῖ ἀναπόδραστα μέχρι τὴν τελικὴ φάση φθορᾶς καὶ ἀποσύνθεσης, ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε.
.           Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας. Μολονότι εἶχε κάθε δικαίωμα -λόγῳ τῆς μοναδικῆς μετοχῆς Της στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἀθανάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ζωηφόρο ἐπαφὴ Του μαζί Της – νὰ ὑπερβῆ ἔγκαιρα τὴν θνητότητα καὶ τὶς φρικτὲς συνέπειές της, θέλησε νὰ ὑποστῆ κατὰ φύσιν τὴν κοινὴ μοῖρα, παρὰ νὰ τὴν ἀποφύγη. Καὶ ἦταν ἐξαίσια σοφὴ καὶ ἀπόλυτα ὀρθὴ αὐτὴ ἡ στάση Της. Γιατί, πῶς θὰ γινόταν ποτὲ πιστευτό, ὅτι μετέδωσε πράγματι θνητότητα στὸν Θεό, ἂν παρουσιαζόταν ἡ ἴδια ἀπροσμάχητη ἀπ’ αὐτήν; Ἔμεινε, ὅμως, παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἐντελῶς ἀνέγγιχτη ἀπ’ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς θνητότητος, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ δυνατότητα ν’ ἀποφύγουν καί, ἐν τούτοις, ἐλάχιστοι μόνο τολμοῦν ν’ ἀποποιηθοῦν.
.           Ἂν δηλαδὴ ἡ θνητότητα εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν βιολογική μας σύσταση, τότε ἐντελῶς φυσιολογικά, ἡ καταλυτικὴ παρουσία της δὲν μπορεῖ, παρὰ νὰ διαφαίνεται σ’ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι μόνο στὴν τελική. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἀκριβῶς, καὶ τὸ σκίρτημα τοῦ βρέφους καὶ τὸ παιχνίδι τοῦ παιδιοῦ καὶ τ’ ὄνειρο τοῦ ἐφήβου καὶ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὥριμου καὶ τὸ ἐπίτευγμα τοῦ κάθε καλλιτέχνη καὶ κάθε πτυχὴ κρυφὴ ἢ φανερὴ ἀπ’ ὅσα συνιστοῦν τὸν «πολιτισμό» μας, δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ φανέρωση αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας μας, ἀποκάλυψη τῆς πρωταρχικῆς καὶ ἀνίατης πληγῆς μας.
.           Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἡ Παναγία μητέρα ἔζησε τόσο ἀνεπαίσθητο καὶ ἀθόρυβο βίο ἐπὶ γῆς, ἐπειδὴ ἦταν ἀμέτοχη καὶ ἀπρόσβλητη ἀπ’ τὰ πάθη μας. Καὶ πέθανε χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀντίσταση στὸ θάνατο, γιατί ἤξερε ὅτι θὰ μείνει γιὰ πάντα ζωντανὴ καὶ μητέρα τῆς Ζωῆς. Δὲν ἔγιναν ποτὲ γνωστὰ τὰ βρεφικὰ σκιρτήματά Της, οὔτε ἀκουστὰ τὰ παιδικὰ παιχνίδια Της. Κανεὶς δὲν ἔμαθε τὰ ἐφηβικὰ ὄνειρά Της – ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν κατέκλυζε ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς στὸν βίο τοῦτο, τὰ καθιστοῦσε ὅλ’ αὐτὰ ἀχρείαστα καὶ ἀνύπαρκτα. Δὲν ἀναδείχθηκε ποτὲ σὲ κάποιο ἐπάγγελμα, σὲ κάποια ἐπίδοση, στὰ γράμματα ἢ στὶς Τέχνες. Καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπέχοντας, φανέρωσε περίτρανα, μὲ πειστικὸ καὶ ἄφατο τρόπο, πόσο ἀπρόσιτη παρέμεινε ἀπ’ τὴν δική μας τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστια, τὴν ἀνίατη… Γι’ αὐτὸ καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ­το διακριτικὰ μὲ τὴν μυστικὴ καὶ ἄρρητη, ἀλλὰ  πρα­γματικὴ Κοίμησή Της, ὁλοκλήρωσε τὸ μέγα μάθημα, ποὺ ἡ σιωπὴ ὁλόκληρης τῆς ἐπίγειας ζωῆς Της ἀπάρτισε γιὰ χάρη μας: Ἡ ἀφάνεια εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ τὴ δική μας τὴν ἀσθένεια. Ἀφάνεια, ὄχι κενὴ καὶ ἄλογη, ἀλλὰ μεστὴ ἀπὸ πίστη στὸν Ἀναστάντα Λόγο τῆς Ζωῆς, στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ποὺ παρέλαβε μαζί Του ὄχι μόνο τὸ πνεῦμα, μὰ καὶ τὸ σῶμα τῆς Μητέρας καὶ δούλης Του, Ἐκείνης ποὺ δὲν ἀντέστη ποτὲ στὸ θέλημά Του…

*  *  *

.           Ἂν ὅμως ὁ προσωπικὸς καὶ κοινωνικὸς ἀφανισμὸς ἀποτελεῖ ἀπαραίτητα προϋπόθεση σωτηρίας, ἂν ἡ «μέχρι θανάτου» ἐξαφάνιση ἀπὸ κάθε εἴδους «πνευματικὸ» ἢ «πολιτιστικὸ» ἢ «ἐπιστημονικὸ» προσκήνιο εἶναι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς, κι ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ σιωπηρὸ μήνυμα ποὺ ἡ Θεοτόκος διατράνωσε γιὰ χάρη μας, τόσο μὲ τὴν ἀνεπαίσθητη διέλευσή Της ἀπὸ τὸν παρόντα βίο, ὅσο καὶ μὲ τὴν αὐτομολία Της στὸν θάνατο, τί γίνεται σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ποὺ στὶς μέρες μας ὑμνεῖται περισσότερο κι ἀπ’ τὴν Πανύμνητο Μητέρα; Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ θέλη ὁλόψυχα τὸν Θεό, νὰ μὴ ἀνθίσταται ποτὲ στὸ θέλημά Του, νὰ ἐξαφανίζη ἀκατάπαυστα τὸ εἶναι Του σὲ ἀπύθμενα βάθη αὐταπαρνήσεως καὶ ἐν τούτοις νὰ μένη ἐλεύθερος καὶ ἀσυμβίβαστος πρὸς κάθε ἐφήμερη συμβατικότητα; Πῶς κατέστη δυνατόν, εἰδικώτερα γιὰ τὴν Θεοτόκο, τὸ νὰ παραμένη τόσο ἀφανής, ἀδρανής, καὶ ἀσήμαντη καθ’ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή της καὶ συνάμα τόσο ἐνεργὸς καὶ δραστήρια στὴν συνεργία Της μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑκούσια παράδοσή Της στὸν θάνατο;
.           Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ κανονικὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ἐνδεχόμενο νὰ τίθενται, ἂν ἡ περὶ «προσώπου» καὶ «ἐλευθερία» ἀντίληψη τῶν συγχρόνων «Χριστιανῶν» καὶ «θεολόγων» συνέπιπτε μὲ ἐκείνην τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
.           Πράγματι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ἡ ἐλευθερία εἶναι συνάρτηση τῆς φύσεως, καὶ ἰδιαίτατα «πάσης λογικῆς φύσεως» καὶ γιὰ τοῦτο παντελῶς ἄσχετη τόσο μὲ τὸ «πρόσωπο» ὅσο καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε προσωπικὴ ἐπιλογή. «Οὐ γὰρ ἔχομεν πρὸς γένεσιν κακίας φυσικὴν δύναμιν», ἀλλὰ «πάσχομεν παρὰ φύσιν, γνώμῃ κατὰ σύμβασιν τὴν κακίαν», διακηρύσσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἁμαρτάνουμε μόνον ὡς πρόσωπο, ὡς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἑτερότητες, ποὺ ἀποκλίνουν γνωμικῶς ἀπὸ τὴν κοινότητα τῆς φύσεως καὶ πάσχουν ἔτσι ἀναπόφευκτα τὴν κακία, ἀφοῦ ἡ γνώμη εἶναι πάντοτε «προσώπου ἀφοριστική», προσδιορίζει πρόσωπα, ὄχι φύσεις. Ἡ Παν­αγία παρέμεινε ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἐγκατέλειψε ποτὲ τὴν κοινότητα τῆς φύσεως, γιὰ νὰ ἰδιοποιηθῆ γνωμικῶς ὁποιαδήποτε προσωπικὴ ἐπιλογὴ ἢ κλίση, ἐπίδοση ἢ ὁρμέμφυτη ἕλξη. Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι εἶχε ὑποβαθμίσει τὴν προσωπικότητά Της ἢ τὴν γνώμη Της στὴν προσπάθειά της νὰ συμμορφωθῆ ἀπόλυτα πρὸς τὶς συνθῆκες τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένης φύσεώς Της. Σημαίνει μόνον ὅτι δὲν ἀνέχθηκε ποτὲ καμμία μὴ φυσικὴ ἐπέμβαση πάνω στὴν ἀνθρώπινη φύση Της, γιατί ἔβλεπε καθαρὰ πώς κάθε τέτοια ἐπέμβαση θὰ ἀπέτρεπε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ τὸ νὰ κινῆται ἀταλάντευτη καὶ μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια πάνω στὴν τροχιὰ ποὺ ὁ Δημιουργὸς αὐτῆς τῆς φύσεως εἶχε ἀνέκαθεν καθορίσει, δημιουργώντας τὴν φύση – αὐτὴν καὶ μόνον – κατ’ εἰκόνα Του. Γιατί αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς φύσεως:  ἡ ἀπρόσκοπτη φυσική της φορά πρὸς τὸν Δημιουργό της· ὄχι ἡ ἱκανότητά της νὰ ἐπιλέγη, ἀλλ’ ἡ δυνατότητά της νὰ ὑπερβαίνη ὅλα τὰ διλήμματα, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς ἀκατάσχετης ὁρμῆς της πρὸς ἕνα σταθερὸ καὶ ἀμετάκλητο προορισμό, πρὸς «τὸ μακάριον, δι’ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν, τέλος».
.           Τὸ νὰ μείνη κανεὶς πιστὰ προσηλωμένος στὸν κατὰ φύσιν προορισμό του, τὸ ν’ ἀτενίζη καὶ νὰ προσδοκᾷ ἀκράδαντα τὸ «τέλος» του, ἔχει σὰν ἄμεση καὶ μόνιμη συνέπεια τὴν παντελῆ ἀναμαρτησία: «Ἁμαρτίας δὲ ἀποχή, φύσεώς ἐστιν ἔργον» τονίζουν οἱ μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι.
.           Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μόνον «φύσις», ἡ πτῶσις του στὴν ἁμαρτία θἆταν ἐντελῶς ἀδύνατη. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι μόνον φύσις ἀλλὰ διαθέτει καὶ «τρόπον ὑπάρξεως», γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τραπῆ καὶ νὰ σφάλη καὶ ν’ ἀποτύχη τοῦ μακαρίου «τέλους» του. Τὸ ὅτι «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει» δὲν ὀφείλεται στὴν ἀνθρώπινη φύση καθ’ ἑαυτήν, γιατί κάτι τέτοιο θὰ καθιστοῦσε ἀπ’ εὐθείας ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς φύσεως, τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό της. Ὀφείλεται ἁπλῶς καὶ μόνον στὸν «τρόπον χρήσεως» τῆς φύσεως, ὁ ὁποῖος τρόπος «μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσών, τῶν ἄλλων, κατὰ τὴν κοινῶς λεγομένην διαφοράν, χωρίζει». Ἡ προσωπικὴ χρήση τοῦ κόσμου καὶ προπαντός τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ἰδιαίτατα δὲ τῆς θελήσεως, καθιστᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς (Ρωμ. Ε΄ 19), ἁπλούστατα ἐπειδὴ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν ὁμοήθεια τῆς κοινῆς φύσεως προσθέτοντας στὸν καθένα τὴν ἰδιαιτερότητα μιᾶς κουλτούρας, μιᾶς παιδείας, ἑνὸς πολιτισμοῦ ἢ μιᾶς τέχνης, μιᾶς φυλῆς, μιᾶς ἐπιδερμίδας ἢ μιᾶς ἐθνικότητος, οὕτως ὥστε σέ ὅλα τους καθίστανται διακεκριμένοι… Ἀφίστανται ἔτσι ἀπ’ τὴν ἀρχέγονή τους ἰσότητα καὶ ταυτότητα, ποὺ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ διαμείνουν ἀφανεῖς καὶ ἀθῷοι σὰν τὰ παιδιά…
.           Ἡ Παναγία ἀπέφυγε νὰ ἰδιαιτεροποιηθῆ, μὲ τὸ νὰ μὴ ἀνεχθῆ ποτὲ προβάδισμα τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς Της ἔναντι τῆς κοινῆς φύσεως. Ποτὲ δὲν ἔδωσε προτεραιότητα σὲ κανένα ἰδιοτελῆ «τρόπον χρήσεως», ὥστε νὰ παράσχη στὸν ἑαυτὸ της τὴν παρὰ φύσιν ἡδονὴ τῆς διαφοροποίησης ποὺ κατατέμνει σὲ ἄπειρες ἀλληλοσπαρασσόμενες ὁμάδες τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γνωρίζοντας ἐμπειρικὰ ἀπὸ τὴν ἀναμαρτησία της ὅτι ἡ Κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους διεξάγεται ἀποκλειστικὰ μέσῳ φυσικῶν ἐνεργειῶν    (-ἀκτίστων στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ), ἀλλ’ ὄχι προσώπων, κατέστησε τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεώς Της πειθήνιο στὴν φύση Της, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ ὁ τρόπος αὐτὸς νὰ τρέψη τήν φύση πρὸς φιλαυτία ἢ ἰδιοτέλεια, ἀποκόπτοντάς την ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.
Γι’ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον ν’ ἀναπτύξη ἡ Θεοτόκος «ἴδιον θέλημα», ἀντιστρατευόμενο στὸ κοινὸ θέλημα τῆς φύσεως, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπέταξε τὴν γνώμη στὴν θελητικὴ δύναμη τῆς φύσεως μὴ ἐπιτρέποντάς της ἔτσι νὰ διχάση τὸν ἐσωτερικό της κόσμο (Ρωμ. Ζ΄ 22- 23) καὶ νὰ τὴν αἰχμαλωτίση στὴν ἁμαρτία: «Αὕτη γὰρ καὶ μόνη ἡ θεόσδοτος ἡμῶν θέλησις καὶ ἐνέργεια, γράφει ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ἐστὶν αἰτία καὶ ἐργάτης πάσης τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Θέλησις δὲ ψυχῆς λογικῆς ἐστὶν δύναμις λογιστικὴ καὶ ἐπιθυμητικὴ πρὸς τὸ συνάπτεσθαι τῷ Θεῷ τὴν ψυχήν, ὑπὸ Θεοῦ οὐσιωδῶς αὐτῇ δεδωρημένη, δι’ ἧς εἰργάζετο καὶ ἐφύλαττεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τὰ θεῖα προστά­γματα, ἐκ θελήσεως ψυχικῆς εἰς ἐνέργειαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενος».
.           Ἐν ὅσῳ ἡ φυσικὴ θέλησις ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα τὸ ἔργο της, ἐν ὅσῳ καμμία γνωμικὴ τροπὴ δὲν σφετερίζεται τὴν δύναμή της, πρὸς σχηματισμὸν προσωπικῶν ἐπιλογῶν, ὀρέξεων καὶ τάσεων, ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει ἐλευθερία, ποὺ τὸν συν­άπτει ἀμέσως μὲ τὸν Θεό, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ διακριθῆ αὐτόνομα ὡς πρόσωπο, δηλ. νὰ ἁμαρτήση…
.           Ἡ κατὰ φύσιν ἐλευθερία εἶναι συνάμα ἀπελευθέρωση πραγματικὴ ἀπ’ τὴν ἁμαρτία (ἀναμαρτησία) καὶ ὑποδούλωση ὁλοκληρωτικὴ στὸν Θεό. (Ρωμ. ϛ΄ Α΄, Πέτρ. Β΄ 16). Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν κάνουν καμμία διάκριση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ θελήσεως, ἀλλὰ ταυτίζουν ἀπολύτως τὸ φυσικὸ θέλημα μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ γνωμικὸ- προσωπικὸ θέλημα μὲ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἐννοοῦν βέβαια μ’ αὐτὸ τὸ τρόπο ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση διαθέτει ἐκ δημιουργίας δύο θελήματα (φυσικὸ καὶ γνωμικό), διότι γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅτι, γιὰ νὰ ὑπάρξη γνωμικὸ θέλημα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ σφετερισθῆ τὴν φυσικὴ θελητικὴ δύναμη πρὸς ἱκανοποίησιν παρὰ φύσιν στόχων καὶ ἐπιθυμιῶν, αὐτονομούμενος ὡς πρόσωπο καὶ ἐπαιρόμενος κατὰ τῆς κοινῆς φύσεως. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, γιατί ἀποτελεῖ ἀδιάκοπη προσπάθεια διάψευσης τῆς φυσικῆς ἐλευθερίας, ἀγαθότητος καὶ ἀγάπης, ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος ἐκ δημιουργίας, καὶ ἐμφάνισής των ὡς προσωπικῶν ἐπιτευ­γμάτων συγκεκριμένων ἀτόμων, οὕτως ὥστε ὁ ἔπαινος νὰ ἀνήκη στοὺς φορεῖς τῶν «ἐπιτευγμάτων» αὐτῶν καὶ ὄχι στὸν Δημιουργὸ  τῆς «πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένης» ἀνθρωπίνης φύσεως. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία ὅμως γιὰ νὰ καταστῆ κανεὶς ἐνάρετος καὶ ἀναμάρτητος δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιτελέση προσωπικὰ ἐπιτεύγματα, ἁπλούστατα διότι ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀναμαρτησία ἀποτελοῦν ἤδη φυσικὰ δεδομένα: «φυσικαὶ γὰρ εἰσὶν αἱ ἀρεταὶ καὶ φυσικῶς καὶ ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσιν, εἰ καὶ μὴ πάντες ἐπίσης ἐνεργοῦμεν τὰ τῆς φύσεως. Εἴπερ πάντως ἴσως, ἐφ’ ὧ καὶ γεγόναμεν, ἐνηργοῦμεν τὰ φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις οὕτω καὶ ἡ ἀρετή, τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον οὐκ ἐπιδεχομένη». Τὸ νὰ ἐνεργῆ κανεὶς πλήρως τὰ τῆς φύσεως συμπίπτει μὲ τὸ νὰ διατηρῆται ἐλεύθερος ἀπὸ ἁμαρτία. Δὲν χρειάζεται ἑπομένως νὰ γεννηθῆ κάποιος μὲ «ἄσπιλο σύλληψη», καθὼς φαντάστηκαν οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι γιὰ τὴν Παναγία, ὥστε νὰ ἐξασφαλίση ἀναμαρτησία. Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως ἡ παρθενικὴ γέννηση γιὰ ὅποιον ἐπιδιώκει νὰ καταργήση «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» καὶ ν’ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ τῆς φθορᾶς ὅλους τοὺς ἤδη ὑποδουλωμένους σ’ αὐτά. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ Παναγία συλλαμβάνεται ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὴν πτώση καὶ πεθαίνει ὅπως ὅλοι μετὰ τὴν πτώση, γιὰ νὰ ἐπαληθεύση τόσο τὴν γνήσια θνητότητα ποὺ διέθετε καὶ ποὺ κληροδότησε στὸν Υἱό Της, ὅσο καὶ – προπαντὸς – τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἡ θνητότητα οὔτε ἡ πτώση μπόρεσαν πράγματι ν’ ἀναστείλουν τὴν ἀναμαρτησία τοῦ ἀνθρώπου, ἁπλούστατα γιατί ἐξακολουθεῖ καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν φύση του, ἔστω καὶ πεπτωκυῖαν! «Ἔξεστι καὶ θνητὸν ἔχοντας σῶμα μὴ ἁμαρτάνειν», τονίζουν οἱ Πατέρες. Αὐτὸ τὸ ἁπλούστατο πρᾶγμα ἀδυνατοῦν νὰ καταλάβουν οἱ κάθε εἴδους ἠθικολόγοι, οἱ ὁποῖοι συγχέουν τὴν κατὰ φύσιν ἀναμαρτησία μὲ τὴν ὑπὲρ φύσιν θέωσιν καὶ φαντάζονται ὅτι ὅποιος δὲν ἁμαρτάνει, ἔχει ἤδη σωθῆ. Ἡ ἀβυσσαλέα διαφορὰ μεταξὺ ἀναμαρτησίας καὶ θεώσεως ἔγινε ἀπολύτως σαφὴς μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου. Ἡ ἀπόλυτος ἀναμαρτησία τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Λόγου δὲν ὀφείλεται ἁπλῶς στὸ ὅτι ἐνήργει πλήρως τὰ τῆς φύσεως ἀλλὰ κυρίως στὴν ἔλλειψη τρόπου ὑπάρξεως δεκτικοῦ τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως (Ἰωάν. ΙΔ΄ 30), ὁπότε τὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμά Του δὲν διέθετε κἄν τὸ ἐνδεχόμενο ν’ ἀποκλίνη καὶ νὰ τραπῆ γνωμικῶς. Οἱ Πατέρες προχώρησαν ἀκόμη περισσότερο καὶ διευκρίνησαν ὅτι ἡ ἐξ ἄκρας συλλήψεως θέωσις τοῦ Δεσποτικοῦ προσλήμματος δὲν νοεῖται ἁπλῶς ὡς ἀποτέλεσμα ἑνώσεως τῶν δύο φύσεως, ἀλλὰ προπαντὸς ὡς ἄμεση συνέπεια ὑποστατικῆς ἑνώσεως: «ἵνα καὶ μείνη σὰρξ κατὰ τὴν οὐσίαν ἡ σάρξ, καὶ γένηται Θεία κατὰ τὴν Ὑπόστασιν». Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Λόγου συνετελέσθη μὲ τὴν εἴσοδο αὐτοῦ τοῦ προσλήμματος μέσα στὴν ἄκτιστη Ὑπόσταση τοῦ Ἑνὸς τῆς Τριάδος, ὥστε τὸ πρόσλημμα νὰ εἶναι ἐν ταυτῷ κτιστὸ κατὰ τὴν οὐσία καὶ ἄκτιστο κατὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Ἔτσι τὸ ἀνθρωπίνως ἀπρόσωπο πρόσλημμα δὲν ἔμεινε οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἐστερημένο προσώπου, ἀλλὰ διέθετε ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἤδη ὡς πρόσωπό του, τὴν ἄκτιστη Ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὄντας συγχρόνως τέλειος Θεὸς κατὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως, μηδόλως τρεπόμενος, καὶ κτίσμα κατὰ τὴν οὐσία, θεωθὲν ὅμως ὅλον «τῷ τρόπῳ τῆς ἀντιδόσεως».
.           Αὐτὴ ἡ σεσαρκωμένη θεία Ὑπόσταση κατέστησε Θεοτόκο τὴν Παναγία μὲ τὸ νὰ ἐξέλθη ἔτσι ἀπὸ τὰ σπλάγχνα Της, θεώνοντας καὶ τὴν ἴδια κατὰ χάριν διὰ τὴν συνάφειαν, ἀλλ’ ὄχι καὶ καθ’ ὑπόστασιν.
.           Ἔτσι ἡ Θεοτόκος κατέστη πρόξενος ζωῆς καὶ σωτηρίας ὄχι μόνον στὸν ἑαυτό της ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση προσαρμόζοντας τὴν γνώμη καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς Της στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ πρὸς σωτηρίαν αὐτῆς τῆς φύσεως. Γιατί γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς πραγμάτωση τῆς σωτηρίας τῶν λογικῶν κτισμάτων, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται καὶ ἡ πρόθεση καὶ ἡ συνεργία τῶν ἰδίων τῶν σωζομένων. Καὶ ὄντως «ἡ πρόθεσις τῶν καλουμένων τὴν σωτηρίαν εἰργάσατο». Ζῶντας ἀναμαρτήτως κατὰ φύσιν ἦταν σὲ θέση ἡ Παναγία ν’ ἀνταποκριθῆ αὐθόρμητα τόσο στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ νὰ γίνη Μητέρα Του ὅσο καὶ στὴν παρὰ φύσιν ἔλευση τοῦ θανάτου.
.           Στὴν πρώτη περίπτωση δὲν χρειαζόταν παρὰ ἡ δύναμη τοῦ φυσικοῦ θελήματος, ὥστε νὰ πῆ τὸ «Γένοιτο». Στὴν δεύτερη ὅμως ὤφειλε καὶ γνωμικῶς ν’ ἀποδεχθῆ τὸν θάνατο ὡς τελευταία φάση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, γιατί τὸ φυσικὸ θέλημα μόνο του ἀδυνατεῖ νὰ δεχθῆ τὸν ἔσχατο ἐχθρό της θνητῆς φύσεως. Ἔτσι ἦταν σὲ θέση ἡ Παναγία διατηρῶντας πάντα τὴν φυσική της ἀφάνεια νὰ διανύση ὁλόκληρο τὸ ἄνυσμα τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Υἱός Της, παραμένοντας καὶ Αὐτὴ ὅπως Ἐκεῖνος «ἐν νεκροῖς ἐλευθέρα» καὶ ἐπιστρέφοντας σύντομα στὸ σῶμα Της ἐν Δόξῃ, ὡς ἀληθὴς Μήτηρ Ζωῆς, «δι’ ὃ καὶ ἀδύνατον ἦν Αὐτὴν ὑπὸ τοῦ θανάτου κρατεῖσθαι».
Αὐτῆς Πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

 

ΠΗΓΗ: orthodoxostypos.gr

 

, , , , ,

Σχολιάστε

ΟΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΕΣ ποὺ μᾶς ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ στὴν ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

 

Οἱ εὐεργεσίες ποὺ μᾶς παρέχουν
οἱ Παρακλήσεις στὴν Παναγία μας.

Γράφει γιὰ τὴν «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.           Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας μας, τῆς μεγάλης μας μητέρας, τῆς ἄγρυπνης μεσίτριάς μας πρὸς τὸν γλυκύτατο Υἱό της καὶ Θεό μας, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ. Ἀπὸ τὴν Πρωταυγουστιὰ μέχρι τὸν Δεκαπενταύγουστο κάθε ἀπόγευμα ἐναλλὰξ ψάλλουμε τὸν Μικρὸ καὶ τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα μὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ μὲ μοναδικὴ προσέλευση πιστῶν. Οἱ Παρακλητικοὶ αὐτοὶ Κανόνες ἀποτελοῦν τὶς προσφιλέστερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Μικρὴ Παράκληση εἶναι σύνθεση ἀνωνύμου μοναχοῦ, ἴσως τοῦ Θεοστηρίκτου, ἴσως τοῦ Θεοφάνους. Πιθανὸν νὰ πρόκειται καὶ περὶ τοῦ ἰδίου προσώπου μετονομασθένος κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρά. Ἡ Μεγάλη Παράκληση ἀποτελεῖ ποίημα τοῦ Δούκα Θεοδώρου τοῦ Β΄ τοῦ Λασκάρεως, Βασιλέως τῆς Νικαίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος. Τὸ περιεχόμενο καὶ τῶν δύο Παρακλήσεων εἶναι ἱκετευτικό, μᾶς συγκινεῖ ἀφάνταστα, μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς προτρέπει σὲ καθε δυσκολία τῆς ζωῆς μας νὰ καταφεύγουμε μὲ θάρρος καὶ ἐμπιστοσύνη στὴν Παναγιά μας, γιὰ νὰ βρίσκουμε κοντά της παρηγοριὰ καὶ νὰ παίρνουμε δύναμη γιὰ τὴν ἀνηφορικὴ πορεία τῆς ζωῆς μας. Ἄπειρες εἶναι οἱ εὐεργεσίες ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τὶς Παρακλήσεις αὐτές. Εὐεργεσίες πνευματικὲς καὶ σωματικές. Διατηρούμαστε σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ προσπαθοῦμε μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας μας νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, ἰδίως αὐτὸ τὸ διάστημα τοῦ θέρους, ὅπου ὅλοι κάνουμε διακοπές, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν κάνει καὶ εἶναι ἑτοιμοπόλεμος, ἔχει τὴν φαρέτρα του γεμάτη γιὰ νὰ μᾶς τρώσει μὲ τὰ φαρμακερά του βέλη, καὶ νὰ μᾶς θανατώσει. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν παρακαλοῦμε τὴν Παναγιά μας μόνο γιὰ σωματικὴ ρώμη καὶ ὑγεία, ἀλλά, καὶ τὸ κυριότερο γιὰ ἀποφυγὴ πειρασμῶν, πτώσεων πνευματικῶν καὶ γιὰ ὑπόδειξη τοῦ δρόμου ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν σωτηρία. Καὶ ἡ παράκληση δὲν μένει χωρὶς εὐχαριστία. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 18) μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἀχαριστία τὴν μισεῖ καὶ ὁ Θεός. Αὐτὴ μᾶς πληγώνει, ὅπως πλήγωσε καὶ τὸν θεραπευτὴ Κύριό μας ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε, γι’ αὐτὸ καὶ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ΄ 17).
.           Σὲ ἕνα ὄμορφο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος ψάλλουμε: «Τί σοὶ δῶρον προσάξω, τῆς εὐχαριστίας ἀνθ᾽ ὧνπερ ἀπήλαυσα, τῶν σῶν δωρημάτων, καί τῆς σῆς ἀμέτρητου χρηστότητος; Τοιγαροῦν δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω, σοῦ τὴν ἄμετρον πρός με συμπάθειαν».
.           Ποιό δῶρο μπορῶ νὰ σοῦ προσφέρω, Παναγία μου, τῆς φωνάζει ὁ καθένας μας, ὡς εὐχαριστία γιὰ ἐκεῖνα ποὺ μοῦ χαρίζεις καθημερινὰ καὶ ἀπολαμβάνω, τόσο γιὰ τὰ δωρήματά σου πρὸς τὴν ἀναξιότητά μου ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀμέτρητη ἠθικότητά σου, ἡ ὁποία εἶναι πυξίδα στὴν ζωή μου, καὶ μὲ τὴν ὁποία γίνεσαι πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα ζωῆς; Γι’ αὐτὸ δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω τὴν ἀπερίγραπτη πρὸς ἐμένα συμπάθειά σου.
Ὁ ἑνικὸς δὲν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ προσωπικὴ ἱκεσία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται ἐπειδὴ ἡ παράκληση βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε χριστιανοῦ, ἀποτελεῖ προσωπικὴ παράκληση τοῦ καθενός μας πρὸς τὴν μεγάλη μητέρα μας, ἡ ὁποία, ὅπως κάθε μητέρα, ὅσες φορὲς καὶ νὰ ἀκούσει τὴν προσφώνησή μας «μάνα» θὰ συγκινηθεῖ καὶ δὲν θὰ πεῖ «τί μὲ φωνάζεις, βαρέθηκα νὰ σὲ ἀκούω»!
.           Ἡ Παναγία μας, ἡ μητέρα μας, δὲν μᾶς βοηθάει συμφεροντολογικά, ἐνεργεῖ πάντοτε ἀπὸ γνήσια ἀγάπη βλέποντας τὸ συμφέρον μας καὶ προφυλάσσοντάς μας ἀπὸ κινδύνους ποὺ ἐμεῖς δὲν ἀντιλαμβανόμαστε, δὲν γνωρίζουμε. Τὸ συμφέρον δὲν εἶναι μόνο ὑλικὸ εἶναι καὶ πνευματικό, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ περισσότερα τροπάρια ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκζήτηση τῆς ὑγείας, τῆς δυνάμεως, τῆς προκοπῆς, τῆς εὐτεκνίας, ζητοῦν πρώτιστα τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Τὸ συμφέρον τῆς Παναγίας μας εἶναι τὸ συμφέρον τὸ δικό μας, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ χειραγωγός μας πρὸς τὴν σωτηρία. Μᾶς βοηθάει ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὅπως ὁ πολυεύσπλαγχνος Υἱός της βοηθάει ὅλους βρέχοντας ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Μᾶς τὸ λέει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45).
.           «Τί σοὶ δῶρον προσάξω», λοιπόν, τῆς λέμε. Δὲν μποροῦμε τίποτα νὰ σοῦ προσφέρουμε, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε τὰ καλά, τὶς εὐεργεσίες, ποὺ μᾶς ἔχεις κάνει καὶ ποὺ μᾶς κάνεις καθημερινά. Τί μποροῦμε νὰ σοῦ προσφέρουμε ἀντάλλαγμα γιὰ τὸ ὅτι ἤσουν τόσο καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη καὶ ἔφθασες σὲ τέτοιο πνευματικὸ ὕψος, ὥστε νὰ γίνεις ἡ Μητέρα Θεοῦ καὶ νὰ θεώσεις μὲ τὴν προσφορά σου αὐτὴ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος; Δὲν μποροῦμε νὰ προσφέρουμε τίποτα, ἀφοῦ, ὅπως λέμε καὶ στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας «ἰσαρίθμους τῆ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν Σοι, Κύριε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον». Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὴν Παναγία μας εἶναι νὰ τὴν δοξάζουμε, νὰ τὴν ὑμνολογοῦμε, καὶ νὰ τὴν μεγαλύνουμε.
.           Δὲν ἔχουν τοποθετηθεῖ τυχαία μὲ αὐτὴν τὴν σειρὰ τὰ ρήματα, δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω, οὔτε εἶναι ταυτόσημα. Στὸ τροπάριο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ρῆμα ἀργό, ἀφοῦ κάθε ἕνα ἔχει τὸ νόημά του καὶ δὲν μῆκε ἔτσι, γιὰ νὰ γεμίζει ὁ στίχος.
.           Ἡ ὑποχρέωση τοῦ καθενός μας, τοῦ κάθε Χριστιανοῦ εἶναι ὁ εὐαγγελισμὸς ἑαυτοῦ καὶ ἀλλήλων, ἡ φώτιση τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἁγία ζωή μας καὶ τὴν κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο καὶ νὰ τὴν μεγαλύνει, γι’ αὐτὸ ἔχουμε μετὰ τὸ δοξάζω, τὰ ρήματα ἀνυμνῶ καὶ μεγαλύνω, εἰδάλλως ἂν ὁ ἴδιος δὲν πράττω ὀρθά, τότε μὲ τὰ χείλη μόνο ὑμνῶ καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδιά, ἡ ὁποία ὑπαγορεύει τὶς πράξεις καὶ τὴν ζωντανὴ πίστη, ἡ ὁποία φέρνει τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν ὀρθοπραξία. Λέγει ὁ Κύριος: «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. ιε΄ 3)· ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾶ, ἀλλὴ ἡ καρδιά του ἀπέχει μακριὰ ἀπὸ ἐμένα. Ἔτσι, στὴν ἀντίθετη πλευρὰ ὅποιος Χριστιανὸς δὲν ἔχει συνέπεια βίου, δὲν ἔχει ὀρθοπραξία γίνεται αἰτία σκανδαλισμοῦ καὶ βλασφημήσεως τοῦ Θεοῦ μας. Δὲν τοῦ λέμε καθημερινὰ στὴν Κυριακὴ Προσευχή, «Κύριε, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου»; Αὐτὸ τὸ «ἁγιασθήτω» σημαίνει τὴν μεγάλυνση καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὶς πράξεις μας.
.           Τὸ δοξάζω τοῦ τροπαρίου σημαίνει ὅτι πρέπει πρῶτα νὰ κάνουμε ἔργο εὐαγγελισμοῦ, καὶ αὐτὸ ξεκινάει πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, καὶ ταυτόχρονα καὶ ἔπειτα συνεχίζει μὲ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ἄλλων. Στὴν φράση ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω ἡ λέξη ὑμνολογῶ κάνει λόγο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ λέξη μεγαλύνω κάνει λόγο γιὰ τὴν ἰδιωτικὴ προσευχὴ καὶ τὸ κήρυγμα.
.           Ἡ λέξη «τοιγαροῦν» δηλώνει ταπείνωση στὴν Παναγία μας, ὅτι, γιὰ αὐτὸ καὶ ἐγὼ σὲ δοξάζω, ἐπειδὴ εἶμαι ἀνάξιος νὰ σοῦ προσφέρω κάτι. Αὐτὸ ποὺ μπορῶ, ποὺ πρέπει, ποὺ ποθεῖς ὡς δῶρο, Παναγιά μου, εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
.           Ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ὁ κάθε Χριστιανὸς στὴν Θεοτόκο γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ ἐκείνη μᾶς παρέχει δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ προσωπικὰ ἀπὸ τὸν καθένα μας μὲ τὴν συνετή, τὴν ἁγία ζωή μας, μὲ τὴν μίμησή της, ἡ ὁποία ἀποβαίνει ἐν τέλει στὸν Θεό μας, ὅπως ἡ μίμηση Παύλου ἀπέβαινε στὸν Θεό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. (Α Κορ. ια΄ 1).
.           Πνευματικὰ αἰτήματα ἀπευθύνουμε στὴν Παναγία μας καὶ μὲ τὸ παρακάτω τροπάριο μὲ τὴν ἀ­κρά­δαν­τη βεβαιότητα ὅτι «δὲν θὰ πα­ρί­δῃ τὴν πε­νι­χρὰν δέ­η­σίν μας, τὸν κλαυθ­μὸν καὶ τὰ δά­κρυ­α καὶ τοὺς στεναγμούς μας, ἀλ­λὰ θὰ ἐκπλη­ρώ­σει τὶς αἰ­τή­σεις μας», γιὰ νὰ τὴν δοξάζουμε με­τὰ πό­θου πάν­το­τε.
.           Βλέψον ἱλέῳ ὄμματί σου καὶ ἐπίσκεψαι τὴν κάκωσιν ἣν ἔχω καὶ δεινῶν συμφορῶν καὶ βλάβης καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν με λύτρωσαι, ἀμετρήτῳ σου ἐλέει.
.           Ἐδῶ ὁ Χριστιανὸς ἐκζητεῖ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γιατὶ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τελειωθεῖ, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς καὶ ἀπὸ τὸ παραμικρὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ τὴν μολύνει. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἕνα μικρὸ ρῆγμα μπορεῖ νὰ βουλιάξει καὶ τὸ μεγαλύτερο καράβι. Ἂν δὲν ἐξαφανισθεῖ καὶ ἡ παραμικρὴ εἰσροὴ σὲ αὐτὸ ὑδάτων ἢ ἡ παραμικρὴ ὕπαρξη ὑδάτων, ποὺ ἐδῶ καταγράφεται μὲ τὴν φράση «κάκωσιν ἣν έχω», ὑδάτων προερχομένων ἀπὸ τὸ πέλαγος τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ ναυάγιο, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέλθει πλήρης τελειότητα στὸν καθένα μας, ἂν ὁ νοῦς ἀποσπᾶται, δὲν ὑπάρχει φυλακὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ ἰδίως ἂν ἡ ὅρασή μας δὲν εἶναι καθαρή, γιατὶ ὁ κοσμικὸς καταρράκτης τὴν ἔχει θολώσει.
.           Ὁ Θεός μας, ἀγαπητοί μου, κατέβηκε στὴν γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποζητάει νὰ καθαρθεῖ ἐντελῶς, τότε ἀπὸ τὴν μία κρατάει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι δεμένος σὰν μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ πόδι, ἡ ὁποία εἶναι καρφωμένη στὴν Γῆ. Ἐδῶ ἔχουμε ξανὰ παράκληση, ὥστε ἡ Θεοτόκος μὲ τὸν ἐλεήμονα ὀφθαλμό της, «ἱλέῳ ὄμματί σου», ὁ ὁποῖος μὲ τὴν φώτιση καὶ τὴν πληροφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ δεῖ καὶ τὴν παραμικρὴ κάκωση ποὺ ἔχουμε, δηλαδὴ τὴν κάκωση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ὁποία βρισκόμαστε. Ζητάει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, ὥστε νὰ καθαρθεῖ ἐντελῶς, διότι ἂν ὑπάρχει κάτι στὴν καρδιά μας αὐτὸ γίνεται αἰτία, ὥστε νὰ ὑπάρξουν φοβερὲς συμφορές, νὰ ὑπάρξουν πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς νικήσουν ἂν χαλαρὰ ἀγωνιζόμαστε, ἀφοῦ ὁ Διάβολος ἔχει τὰ κατάλληλα σχέδια γιὰ τὸν κάθε ἕνα μας, καὶ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ γιὰ τοὺς προχωρημένους.

Ἡ Παναγία καταφυγή μας

.           Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ καταφυγή μας στὶς δυσκολίες, τὸ ἐξιλαστήριό μας. Σὲ κάθε δύσκολη περίσταση ὅλοι μας καταφεύγουμε στὴν χάρη της μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ τὶς ἐπαναλαμβάνουμε ὁλόθερμα τὸ Τροπάριο τοῦ Παρακλητικοῦ της Κανόνος:
.           Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, ἁγνή, ποῦ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι, ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν, ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν,
ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι καὶ ἐπὶ σὲ θαῤῥῶν κατέφυγον.
.           Στὴν ζωὴ τῆς Παναγίας μας, συναντοῦμε δυὸ μοναδικὲς ὑπερβάσεις. Σ’ αὐτὲς βλέπουμε νὰ ξεπερνῶνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ νὰ λειτουργοῦν οἱ ἔκτακτοι νόμοι τοῦ θαύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκστατικὸς ὁ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεταστάσεώς της γράφει: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε». Αὐτὲς οἱ δύο ὑπερβάσεις ἀποτελοῦν καὶ τὰ μεγαλεῖα τῆς Παναγίας μας, ἀποτελοῦν τὰ παράδοξα μὲ τὰ ὁποῖα στόλισε ὁ Θεάνθρωπος Υἱός της τὴν ταπεινὴ καὶ πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρέτ.
.           Στὴν ἐνάτη ὠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας προαναφέραμε τοὺς πρώτους στίχους, συνοψίζονται καὶ οἱ δύο ὑπερβάσεις τῆς φύσεως στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Λέει αὐτὸ:
.           Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ Τόκον παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε,τὴν κληρονομίαν σου,  δηλαδή, Παρθένε ἄχραντε, νικήθηκαν στὸ πρόσωπό σου οἱ φυσικοὶ νόμοι, γι’ αὐτό, ἐσύ, ποὺ μετὰ τὸν τοκετό του παρένειμες παρθένος καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου ζεῖς αἰώνια ἂς σώζεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου τὴν κληρονομία σου, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος μας.
.           Πῶς ὅμως ἡ Θεοτόκος μπορεῖ νὰ σώζει μὲ τὶς πρεσβεῖες της τὸ γένος μας; Ἀγαπητοί μου, ὅπως ὑπάρχουν στὰ Μοναστήρια μας ἀκοίμητες κανδῆλες, ἔτσι ὑπάρχει καὶ στὰ διαμερίσματα τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἀκοίμητη κανδήλα τῆς Θεοτόκου μας. Αὐτὴ δὲν κοιμᾶται· εἶναι ἀκοίμητη κανδήλα πρεσβειῶν πρὸς τὸ Μονογενῆ της. Μᾶς τὸ τονίζει ἄλλωστε καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς της: «Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον». Ἡ Παναγία μας βρίσκεται πάντοτε σὲ κατάσταση ἑτοιμότητος. Περιμένει νὰ μεταφέρει τὶς ἱκεσίες μας στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας. Καὶ οἱ πρεσβεῖες της ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη προστασία μας.
.           Ἡ Παναγία μας εἶναι τῶν Χριστιανῶν ἡ προστάτις. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὅλοι μας αἰσθανόμαστε ἀδύνατοι. Προστασία ζητάει τὸ κράτος ἀπὸ τὶς μεγάλες δυνάμεις, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς γελιέται. Προστασία ζητάει ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὸ κράτος, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς μάταια. Προστασία ζητοῦν οἱ πολίτες ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ὅμως πολλὲς φορὲς μεροληπτοῦν. Προστασία ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ ἀπογοητεύεται. Προστασία ζητᾶμε ὅλοι μας ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ποὺ ὅμως αὐτὰ ἀκολουθοῦν τὸν αἰώνιο νόμο τους ἀμίληκτα. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νὰ προστατεύσει ὅλους μας καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα, μὲ σιγουριά; Ὀξὺ τὸ πρόβλημα τῆς προστασίας, ἀφοῦ ὅλοι μας κατὰ καιροὺς αἰσθανόμαστε ἀπροστάτευτοι. Ἀπροστάτευτοι ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὶς ἀρρώστιες μας, στοὺς σεισμούς, στοὺς κυκλῶνες, στοὺς κεραυνούς, στοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς. Κινδυνεύουμε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Μοιάζουμε σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου, ὅπου οἱ σφαῖρες πέφτουν βροχὴ γύρω μας καὶ ἐμεῖς παραμένουμε ἀκάλυπτοι. Θέλουμε κάλυψη, θέλουμε προστασία, θέλουμε σκέπη. Αὐτὴ τὴν κάλυψη μᾶς τὴν προσφέρει ἡ Παναγία. Δίκαια λοιπὸν ὁ ὑμνογράφος τὴν ὀνομάζει «Προστασίαν τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντον». Μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις ἡ Παναγία μας, μᾶς μετασχηματίζει τὸν πόνο σὲ χαρά, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, μᾶς διασφαλίζει ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα. Τὸ γνωρίζουμε αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς σώσει: «Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων» τῆς λέμε. Μπορεῖ ἡ Παναγία μας νὰ μᾶς λυτρώσει. Ἔχει τὸν τρόπο της νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀπάθεια. Ἔχει τὴν δύναμη μὲ τὴν μητρική της παρρησία νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας, ὥστε νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ ὑπερνικήσει τὸ ἔλεός Του τὴν δίκαιη Κρίση Του. Ἄλλωστε «ἀφοῦ «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (Ἰάκ. β΄ 13) καὶ θέλει ὁ Θεός μας «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4 ) εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἂν ἀγωνισθοῦμε νόμιμα καὶ ἀδιάκοπα τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας θὰ μᾶς καλύπτει μέχρι ποὺ θὰ βρεθοῦμε κοντά της, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ, «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9).

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

, , , ,

Σχολιάστε

ΠΑΝΑΓΙΑ καὶ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

ΠΑΝΑΓΙΑ καὶ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Λόγος τοῦ Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ´
ἐκφωνηθεὶς κατὰ τοὺς Δ´ Χαιρετισμοὺς (5-4-2019)
εἰς τὸν Ἅγιο Δημήτριο τοῦ Μυστρᾶ

.           Εὑρισκόμεθα μὲ τὴν τιμητικὴ πρόσκληση καὶ εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης κ. Εὐσταθίου στὸν Μυστρᾶ, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντινοῦ Δεσποτάτου» κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα, μόλις μερικὰ χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς ἱστορικῆς πόλεως Σπάρτης.
.           Καὶ μπορεῖ ὁ Μυστρᾶς νὰ ὀνομάζεται «νεκρὴ πολιτεία» ἐπειδὴ δὲν κατοικεῖται. Ὅμως εἶναι ζῶσα πολιτεία τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ.
.           Συνδέεται βεβαίως μὲ τὴν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία (1204) ὁπότε ἔκτοτε κατέστη σπουδαιότατο πνευματικὸ κέντρο τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου. Πολλοὶ διοικητές, Καντακουζηνοὶ καὶ Παλαιολόγοι διοίκησαν καὶ ἕδρασαν στὸ Δεσποτάτο. Πολλοὶ ἐπίσης λόγιοι, καλλιτέχνες, πνευμτικοὶ ἄνδρες ἄφησαν τὰ ἴχνη τους.
.           Τὸ σημαντικότερο ὅμως θησαύρισμα στὸν Μυστρᾶ, μνημεῖο παγκόσμιου πολιτισμοῦ εἶναι οἱ ἱεροὶ ναοί του. Ἡ Περίβλεπτος, ἡ Παντάνασσα, ἡ Ἁγία Σοφία, οἱ ἅγιοι Θεόδωροι καὶ ἡ Ὁδηγήτρια, θαυμάσιοι ναοί, ἡ Εὐαγγελίστρια καὶ ἡ Μητρόπολη ὁ Ἄγιος Δημήτριος. Εἶναι ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ ἱερὸς ναὸς ὅπου εὑρισκόμεθα ἀπόψε, αὐτὴ τὴν πανίερη νύκτα καὶ τελοῦμε τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν καὶ συγκεκριμένα τὴν Δ´ στάση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἕνας ὑπέροχος βυζαντινὸς ναὸς ὅπου ἐδῶ μάλιστα στέφθηκε αὐτοκράτορας ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Ἰδοὺ βλέπουμε καὶ ἀναπολοῦμε στὸ κέντρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τὴν μαρμάρινη πλάκα μὲ τὸν δικέφαλο ἀετό.
.           Ἐδῶ, λοιπόν, ἀποτυπώνεται, ἡ ἱστορία, ἡ ἱστορία τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἡ δική μας ἱστορία γιατὶ καὶ τὸ Βυζάντιο εἶναι τοῦ Γένους μας ἱστορία.
.           Λησμονοῦμε, ἐνίοτε, τὸ Βυζάντιο, τοὺς σπουδαίους αὐτοὺς αἰῶνες καὶ κάμνουμε τὸ λάθος ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα νὰ ἀνατρέχουμε στὴν νεοτέρα. Ὅμως, τὸ Βυζάντιο ἔχει ἕνα πλοῦτο ἡρωϊσμοῦ, φιλανθρωπίας, γραμμάτων, τέχνης, μεγάλων μορφῶν, ἕνα κόσμο τοῦ πνεύματος. Καὶ ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ νεοέλληνες νὰ μὴν ἀποκόπτουμε τὶς ρίζες μας ἀλλὰ νὰ μελετοῦμε αὐτὸν τὸν βυζαντινὸ κόσμο. Ἂν οἱ βυζαντινολογικὲς σπουδὲς καὶ ἔρευνες εἶναι ἐξαιρετικὲς καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀνεπτυγμένες στὸ ἐξωτερικὸ σὲ πανεπιστημιακὰ κέντρα, Εὐρώπη καὶ Ἀμερική, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς οἱ φυσικοὶ κληρονόμοι, πρέπει νὰ ἐντρυφοῦμε στὸν θησαυρὸ τοῦ Βυζαντίου.
.           Ὡστόσο ἀπόψε, ἐπειδὴ ψάλαμε μὲ τόση ἱερὴ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια τοὺς Χαιρετισμοὺς στὴν Παναγία μας, ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὸ θέμα Βυζάντιο καὶ Παναγία. Τί ἄραγε ἔχει νὰ μᾶς πεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Κεχαριτωμένη, ἡ «δεξαμένη τὸ Χαῖρε», ἡ Παναγία μας;

* * *

.           Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ Παναγία, συνδέθηκε στενὰ μὲ τὸ Βυζάντιο.
.           Ἤδη μὲ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ ὁποία συνεκλήθη στὴν Ἔφεσο «ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν». Ὁμοῦ μετὰ τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» ἀποδίδομεν στὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ ἀειπάρθενον.
.           Ἔπειτα ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος Α´ (5ος αἰ.) ἔχουμε τὴν μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἑσθῆτος (τὸ Μαφόριο) τῆς Παναγίας καὶ ἐναπόθεσή της στὸ ναὸ ἐν Βλαχέρναις, ἐνῶ ἀργότερα τὸν 8ο αἰῶνα ἔχουμε τὴν ἐναπόθεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας στὸν ναὸ ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις.
.           Στὰ βυζαντινὰ χρόνια καθιερώθησαν οἱ Θεομητορικὲς ἑορτές, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ οἱ ἄλλες, ὁ δὲ ἱερὸς ὑμνογράφος, Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς συνθέτει ἤδη τὸν 6ο αἰ. Κοντάκια καὶ ὕμνους πρὸς τὴν Θεοτόκο.
.           Τὸν 7ο αἰ. τὸ Βυζάντιο μᾶς δίνει τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, τὴν μεγάλη θὰ λέγαμε αὐτὴ ἱκεσία καὶ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ «Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς» νίκησε τοὺς ἐχθρούς, ἔσωσε τὴν Πόλη καὶ ὁ Ἀκάθιστος Ὑμνος μὲ τὶς σπάνιες λέξεις, τὶς ὡραῖες ἐκφράσεις, τὶς εἰκόνες, τὶς ὁμοιοκαταλήξεις, τὶς παρηχήσεις, τὰ ὀνόματα καὶ ὅπως ἐψάλη «ὀρθοστάδην» τότε στὴν Παναγία Βλαχερνῶν, ἔτσι ἀπὸ τότε ἀναβιβάζει στὰ ὑπερκόσμια τοὺς πιστούς καὶ τὸ Κοντάκον «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια» καθίσταται ὁ ὑπέροχος ὕμνος τῆς δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὴν Θεοτόκο.
.           Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τὴν Παναγία στὰ βυζαντινὰ χρόνια φανερώνεται ἀπὸ τοὺς πάρα πολλοὺς ναοὺς καὶ τὶς ἱερὲς μονὲς ἀφιερωμένες στὴν Παναγία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀποτύπωσή της στὰ μολυβδόδουλλα τῶν αὐτοκρατόρων, στὶς πατριαρχικὲς σφραγίδες, στὰ δακτυλίδια, στὰ νομίσματα. Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ εἰκονογραφημένα χειρόγραφα πλεῖστοι πατερικοὶ λόγοι ἀναφέρονται στὴν Θεοτόκο, τὴν Δέσποινα τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία διηκόνησε τὸ μέγα τῆς σωτηρίας μας Μυστήριον.
.           Πῶς ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε καὶ στὴ Βυζαντινὴ τέχνη. Τὰ ἱερὰ αἰσθήματα, ἡ θεολογικὴ σκέψη, ἡ εὐλάβεια, ἡ προσευχὴ, ἡ πίστις ὁδήγησαν ὑπερόχους ἁγιογράφους-καλλιτέχνες νὰ ἀποδώσουν τὸ πανάγιο πρόσωπο τῆς Παναγίας σὲ εἰκονίσματα καὶ ψηφιδωτά. Πολλὲς οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας στὰ βυζαντινὰ χρόνια. Κορυφαῖες ὅμως ἡ Παναγία ἡ Ὁδηγήτρια, ἡ Παναγία «ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου», ἡ Παμμακάριστος καὶ ἡ Δέησις στὸ Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Βασιλεύουσα ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία στὸν Ἐσωνάρθηκα ἐν μέσῳ αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ἰουστινιανοῦ καὶ στὸ νότιο ὑπερῶο ἐν μέσῳ Ἰωάννου Κομνηνοῦ καὶ Εἰρήνης τὰ καταπληκτικὰ αὐτὰ ψηφιδωτὰ μὲ κορυφαῖο ψηφιδωτὸ τὴν Παναγία τῆς ἁψίδας, ἡ ἔνθρονος Θεοτόκος, «ὁ ἔμψυχος θρόνος τοῦ Παντοκράτορος» τὸ ἀρχαιότερο ψηφιδωτό.
.           Ὡστόσο, ἡ Παναγία Μητέρα μας δάκρυσε μὲ τὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἅλωσι, τὴν ἀείποτε Βασιλίδι τῶν πόλεων. Ἐθλίβη καὶ δάκρυσε.
.           Ἀλλ᾿ ἂς σκεφθοῦμε, δὲν δακρύζει καὶ δὲν θλίβεται ἡ Παναγία μας καὶ σήμερα ὅταν ἐμεῖς τὰ παιδιά της ἁμαρτάνουμε; Δὲν δακρύζει ὅταν ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τὸν Υἱόν της, τὸν Χριστὸ καὶ ὅταν κάμνουμε ἀνυπακοὴ στὶς θεῖες ἐντολές Του. Ἐκείνη τί εἶπε στὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ὅταν τὴν ἐπεσκέφθη στὴ Ναζαρέτ; «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Πίστη, ταπεινοφροσύνη καὶ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. Αὐτὲς τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρετὲς ἐκφράζουν τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Παναγίας.
.           Ἀπόψε, λοιπὸν ὅλοι ἐμεῖς οἱ προσκυνητὲς στὰ ἱερὰ αὐτὰ χώματα, ποὺ καταφθάσαμε ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἐδῶ στὸν βυζαντινὸ Μυστρᾶ, στὴ Μητρόπολη τοῦ Μυστρᾶ διαισθάνομαι «κλίνουμε γόνυ καρδίας» ἐν ὑπακοῇ ἐνώπιον τῆς Παναγίας μας. Ναί, ἂς γονατίσουμε μὲ εὐλάβεια καὶ ἱερὸ δέος.
.           Ἐκείνη, εἶναι δακρυσμένη γιὰ μᾶς, ἀλλὰ καὶ Δεομένη στὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστόν.

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

 

, ,

Σχολιάστε

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-3 («Διὰ τῆς ταπεινώσεως τῆς Παναγίας καὶ τῆς ὑπακοῆς της εἰς τὸν Θεὸν ἐλύθη ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ πρόβλημα καὶ ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας»)

περ Θεοτόκου διδασκαλία το Δαμασκηνο

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ»
(Τέσσερις Θεομητορικὲς Ὁμιλίες
τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ)

Κείμενο-Εἰσαγωγή -Σχόλια: Ἱερομ. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
ἐκδ. «Εὐαγὲς Ἵδρυμα “Ὅσ. Ἰωάννης ὁ Ρῶσος”»
Ἀθῆναι 1970, σελ. 22-58

Μέρος Α´: Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-1 («Ἡ ἁγία Παρθένος ἦταν, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κληρονόμος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ἀδάμ»)

Μέρος Β´: Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-2 («Τῆς Παναγίας ἡ ἁγιότης ἀφθαρτοποιεῖται εἰς τὴν Κοίμησιν καὶ Μετάστασίν της»)

.                 Εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἡ θεόπαις Μαρία –«ἡ ἱερωτάτη περιστερά, ἡ ἀκεραία καὶ ἄκακος ψυχὴ καὶ τῷ Θείῳ καθιερωμένη Πνεύματι» (Γ΄, 2)67– ὡς «ἁγνὴ καὶ φίλαγνος» (Γ΄, 19) γίνεται κατ᾽ ἄμφω παρθένος, καὶ παρθένος ἄχραντος (Γ΄, 2) «γηΐνοις μὴ ὁμιλήσασα πάθεσι, ἀλλ᾽ οὐρανίοις ἐντραφεῖσα νοήμασι» (αὐτ.). Διότι ὡς «θυγάτριον ἱερώτατον, τὸ λαθὸν τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» (Α´ ,7), ἀπὸ τὸν πόθον πρὸς τὴν παρθενίαν («παρθένος καὶ φιλοπάρθενος», Δ΄, 5), ἀλλοιοῦται τόσον μὲ τὴν βοήθειαν τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος («πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι», Ἔκδ. IV, 14), ὥστε νὰ λέγῃ ὁ Δαμασκηνός: «τοσοῦτον τὴν παρθενίαν ποθήσασα, ὡς ὑπ᾽ αὐτῆς οἷά τινος καθαρωτάτου ποιωθῆναι πυρὸς» (Γ΄, 2), καθίσταται «πυρὸς θείου κατοικητήριον» καὶ «Πνεύματος Ἁγίου ἱερώτατον ἄγαλμα» (Δ΄, 5). Αἱ ἀρεταί της καὶ ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος («τὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χαρισμάτων κύματα», Α΄, 9) ἐκόσμησαν τὴν Παρθένον («ἡ τῶν ἀρετῶν περιβεβλημένη εὐπρέπειαν καὶ κεκοσμημένη τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι», Α΄, 9), ὥστε νὰ εἶναι αὐτὴ «τὸ κάλλος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως» (Α´ ,7), «ἐφ᾽ ᾧ ὁ δημιουργήσας εὐφράνθη Θεὸς» (Α´, 9). Καὶ διὰ τοῦτο ὡς «ἀξιόθεος» (Α´,7) ἐκλέγεται ἀκριβῶς «εἰς νύμφην Θεοῦ καὶ μητέρα» (Α´,7).
.                  Ὁ Δαμασκηνὸς περιγράφει λεπτομερῶς τὸ ἦθος καὶ τὰς ἀρετὰς τῆς Παναγίας, ὅπως θὰ τὸ ἰδῇ ὁ ἀναγνώστης (Α´, 9,11), καὶ γενικῶς ὅλην τὴν «ἀνεπίστροφον» ἀνάτασιν, ἀφοσίωσιν καὶ ἀγάπην τῆς Παρθένου πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἁγίαν Παρθένον («ἕως πρὸς τὴν ποθοῦσαν τὸν ποθούμενον εἵλκυσεν», «θυγάτριον θεοπόθητον», Α΄,9,7). Εἰς δὲ τὴν «Ἔκδοσιν Ὀρθ. Πίστεως» συνοψίζει ὡς ἑξῆς τὰ περὶ τῆς ἁγιότητος τῆς Παναγίας: «Εἶτα ἐν τῷ οἴκῳ Θεοῦ φυτευθεῖσά τε καὶ πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι, ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος, πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονε, πάσης βιωτικῆς καὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας τὸν νοῦν ἀποστήσασα καὶ οὕτω παρθένον τὴν ψυχὴν συντηρήσασα σὺν τῷ σώματι, ὡς ἔπρεπε τὴν Θεὸν ἐγκόλπιον ὑποδέχεσθαι μέλλουσαν· ἅγιος γὰρ ὤν, ἐν ἁγίοις ἀναπαύεται· οὕτω τοίνυν ἁγιωσύνην μετέρχεται καὶ ναὸς ἅγιος καὶ θαυμαστός τοῦ ὑψίστου Θεοῦ ἀναδείκνυται ἄξιος» (Ἔκδ. IV,14). Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἁγιότης τῆς Παναγίας πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

6. Ἀλλ᾽ ὅση καὶ ἂν ἦτο ἡ δόξα τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς χάριτος τῆς Παναγίας Παρθένου, ἡ ἀποκορύφωσις τῆς δόξης της, ἡ «ἀρχὴ καὶ μεσότης καὶ τέλος» τῶν ὑπὲρ νοῦν ἀγαθῶν της (Β΄,12) εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ, ἢ ὅπως λέγει ὁ Δαμασκηνός: «ἡ ἄσπορος σύλληψις» (διὰ Πνεύματος Ἁγίου, τοῦ σαρκουμένου Λόγου τοῦ Πατρός, Α΄, 3) ἡ θεία ἐνοίκησις (τῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Ὑποστάσεως Α´,6), καὶ ὁ τόκος ὁ ἄφθορος (τοῦ Ἐμμανουήλ, Θεοῦ παιδίου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, Α΄, 4)» (Β,12). Διότι «ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου ἔσωθεν, ὁ τῆς κοιλίας καρπὸς» (Α´,9), ὁ Χριστός.
.               Πράγματι, μετὰ τὸ τέλος τῆς παραμονῆς της εἰς τὸν ναὸν καὶ μετὰ τὴν παράδοσίν της ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς εἰς τὸν δίκαιον καὶ σώφρονα Ἰωσήφ, τὸν φύλακα τῆς παρθενίας της (Β΄,7· Ἔκδ. IV, 14), «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἡ Παναγία Παρθένος δέχεται διὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος, «ᾗ ἐλειτούργησε» (Δ΄, 5· Β΄, 8), καὶ ἀξιοῦται τῆς ἀκατανοήτου καὶ φιλανθρώπου συγκαταβάσεως καὶ ἐνοικήσεως καὶ σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸν ὁποῖον αὐτὴ συνήντησε καὶ ἀπεδέχθη μὲ ἄπειρον ὑπακοὴν καὶ ταπείνωσιν (Ἔκδ. ΙΙΙ, 2· Β΄. 8· Γ΄, 3· Λουκ. 1, 38, 48)68, πανορθώσουσα τν παρακον τς προμήτορος Εας (Α´, 7) καὶ ἀναδεικνυομένη ἀληθῶς Θεοτόκος.
.             λον μως τ μυστήριον τς Παναγίας Θεοτόκου, πως μς δίδαξαν κα μς παρέδωσαν ο πόστολοι κα ο Πατέρες, συνοψίζεται ες τ «μυστήριον το Χριστο» κα δι τούτου ξηγεται. Εἰς τὴν ἐρώτησιν τῶν Ἰουδαίων: «Τί μοι προσφέρεις, ὅτι ἠδύνατο γυνὴ γεννῆσαι Θεόν;» ὁ ἅγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως ἀπαντᾶ: «Οὐ λέγω σοι ὅτι ἠδύνατο γυνὴ Θεὸν γεννῆσαι, ἀλλ᾽ ὅτι ἠδύνατο Θεὸς σαρκωθεὶς γεννηθῆναι ὑπὸ γυναικός· πάντα γὰρ αὐτῷ δυνατά»69. Καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Δαμασκηνὸς λέγων: «Θεοῦ βουλομένου ταῦτα γεγένηται· ἐπεὶ Θεοῦ θέλοντος, δυνατὰ μὲν ἅπαντα, ἀμήχανα δὲ μὴ θέλοντος» (Γ΄, 7). Ἡ παντοδυναμία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ συμπίπτει, κατὰ τὸν Δαμασκηνόν, μὲ τὴν ἄπειρον συγκατάβασίν Του70. Διότι μόνον ὡς συγκατάβασιν ἠμποροῦμεν νὰ ἐννοήσωμεν τὸ πῶς ὁ Θεὸς Λόγος «καταβὰς ἀμεταβάτως… ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη (Α´, 3) καὶ πρὸς τὴν ὑψοποιὸν καταβέβηκε κένωσιν· πῶς ὁ Ὑπερούσιος ἐκ γυναικείας νηδύος ὑπερουσίως οὐσίωται· πῶς ὁ Θεὸς τέ ἐστιν καὶ ἄνθρωπος γέγονεν… καὶ οὔτε τῆς οὐσίας ἐκβέβηκε τῆς Θεότητος καὶ παραπλησίως ἡμῖν κεκοινώνηκε σαρκός τε καὶ αἵματος· πῶς ὁ τὰ πάντα πληρῶν καὶ ὢν ὑπὲρ ἅπαντα στενὸν χωρίον κατώκησεν· πῶς τὸ ὑλικὸν καὶ χορτῶδες σῶμα τῆς ἀοιδίμου ταύτης (τῆς Παναγίας) τὸ καταναλίσκον πῦρ ἐδέξατο τῆς Θεότητος… καὶ ἀναλλωτον ἐχρημάτισε (Γ΄, 7)· πῶς ἡ πρὸ τόκου παρθένος καὶ ἐν τῷ τίκτειν παρθένος καὶ μετὰ τόκον παρθένος ἀειπάρθενος» (Α´,5) – ὅλα αὐτά, δὲν δύνανται νὰ ἐξηγηθοῦν ἀνθρωπίνως καί, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Βασιλείου Σελευκείας, «γέγονε μυστήριον, ὅπερ μέχρι τῆς σήμερον μένει μυστήριον, καὶ οὐδέποτε παύσεται τοῦ εἶναι μυστήριον»71. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν «ὡς Αὐτὸς (ὁ Θεὸς) μόνος οἶδε», καὶ «οὔτε ὀφείλει ἄνθρωπος φυσιολογεῖν τὸ ἀνεξιχνίαστον καὶ ἀνεξερεύνητον πρᾶγμα»72.

7. Ἀπὸ τὸ ἀκατάληπτον τοῦτο μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ Παναγία ὀνομάζεται καὶ εἶναι «δικαίως καὶ ἀληθῶς» Θεοτόκος: «Τὸ παιδίον Θεὸς καὶ πῶς οὐ Θεοτόκος ἡ τεκοῦσα;» (Α΄, 4). Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ὄντως Θεοτόκος, διότι «οὐκ ἄνθρωπον ψιλὸν ἐγέννησεν, ἀλλὰ Θεὸν ἀληθινόν· οὐ γυμνόν, ἀλλὰ σεσαρκωμένον» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 12· Β΄, 3-4)· «οὐκ ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα, ἀλλὰ Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 2). Δὲν ἐγέννησε δηλαδὴ ἡ Θεομήτωρ ἕνα ἁπλῶς θεοφόρον ἢ θεωθέντα ἄνθρωπον, ἀλλ᾽ αὐτὸν τοῦτον τὸν Θεὸν Λόγον, τὸν Μονογενῆ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός, οὐκ ἐκ συναφείας φυσικῆς, ἀλλ᾽ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου ὑπερφυῶς σὰρξ ἀτρέπτως ἐγένετο… (Α΄, 3), αὐτῆς τῆς Θεομήτορος ὑπερφυῶς χορηγούσης τὸ πλασθῆναι τῷ Πλάστῃ καὶ τὸ ἀνθρωπισθῆναι τῷ Θεῷ καὶ Ποιητῇ τοῦ παντός, θεοῦντι τὸ πρόσλημμα, σωζούσης τῆς ἑνώσεως τὰ ἑνωθέντα τοιαῦτα οἷα καὶ ἥνωται» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 12). Οἱ τελευταῖοι λόγοι τοῦ Δαμασκηνοῦ σημαίνουν ὅτι ἡ Θεία Ὑπόστασις τοῦ Λόγου, ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν Θεότητα, προσλαμβάνει ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς Παναγίας τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν πλήρη ἀνθρωπίνην φύσιν, καὶ γίνεται ὁ Χριστὸς ὁμοούσιος τῇ Μητρὶ καὶ ἡμῖν, ἑνώνων στενώτατα τὰς δύο αὐτὰς φύσεις, τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην, ἐν τῇ μιᾷ Ὑποστάσει Του, χωρὶς νὰ μεταβληθοῦν ἢ συγχυσθοῦν αἱ φύσεις αὐταὶ ἢ νὰ ἀπολεσθοῦν τὰ οὐσιαστικά των ἰδιώματα (Β΄, 1· Ἔκδ. ΙΙΙ, 3, 6)73. Ἡ δὲ ἀνθρωπίνη φύσις ὑψώνεται διὰ τῆς ὑποστατικῆς αὐτῆς ἑνώσεως εἰς τὴν θέωσιν. Διὰ τοῦτο λέγεται ἀκόμη Θεοτόκος ἡ Παναγία «οὐ μόνον διὰ τὴν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 12)74. Διότι ἐν τῇ κοιλίᾳ της ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, διὰ τῆς καθ᾽ ὑπόστασιν ἑνώσεως μὲ τὴν Θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔλαβε «θέωσιν καὶ λόγωσιν καὶ ὑπερύψωσιν» καὶ «τεθεῶσθαι λέγεται καὶ θεὸς γενέσθαι καὶ ὁμόθεος τῷ Λόγῳ» (Ἔκδ. IV, 18· Γ΄, 2).
.                 Ἡ Παναγία εἶναι ἐπίσης καὶ Χριστοτόκος, «Χριστὸν γὰρ ἐγέννησε»75, (καὶ θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομάζεται «Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος»)76, ἀλλ᾽ «ἐπειδὴ ἐπ᾽ ἀναιρέσει τῆς “Θεοτόκος” φωνῆς ὁ θεήλατος αἱρετικὸς Νεστόριος ταύτῃ κατεχρήσατο, οὐ Χριστοτόκον, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ κρείττονος αὐτὴν Θεοτόκον κατονομάζομεν. Χριστοτόκοι γὰρ καὶ ἄλλαι τῶν προφητῶν καὶ βασιλέων μητέρες, μόνη δὲ Θεοτόκος ἡ ἁγία Θεοτόκος Μαρία»77. Ὁ δὲ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος ἐπισφραγίζει αὐτὴν τὴν Πατερικὴν Παράδοσιν, ὅταν λέγῃ: «Μόνον ἰδικώτατον καὶ κυριώτατον καὶ σημαντικώτατόν ἐστι τῇ ἁγίᾳ ἀχράντῳ καὶ ἀειδόξῳ Παρθένῳ ὄνομα τὸ “Θεοτόκος”»78.

8. Ἐκ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Σαρκώσεως γνωρίζομεν ἐπίσης διὰ τοῦ ἁγίου Δαμασκηνοῦ ὅτι ἡ Παναγία Θεοτόκος, ὅπως πρὸ τοῦ τόκου, ἔτσι καὶ ἐν τῷ τόκῳ καὶ μετὰ τὸν τόκον ἦτο καὶ παρέμεινε διαπαντὸς παρθένος «νῷ καὶ ψυχῇ καὶ σώματι ἀειπαρθενεύουσα» (Α΄ 5). Ἡ ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας σημαίνει ὅτι αὐτή, ὅπως εἰς τὴν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἄσπορον σύλληψιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἦτο «ἀπείρανδρος» (Α´, 6) καὶ «ἀπειρόγαμος» (Β΄, 14), ἔτσι καὶ εἰς τὴν γέννησιν ὁ «τεχθεὶς τὴν αὐτῆς παρθενίαν ἐφύλαξε ἄτρωτον, μόνος διελθὼν δι᾽ αὐτῆς καὶ κεκλεισμένην τηρήσας αὐτὴν (Ἔκδ. IV, 14)… καὶ διανοίγει μήτραν τὰ κλεῖθρα τῆς παρθενίας μὴ λυμηνάμενος» (Β΄, 9). Κάθε ἄλλη παρθένος φυσικὰ «τῷ τόκῳ τὴν παρθενίαν λυμαίνεται», ἡ Παρθενομήτωρ ὅμως καὶ Θεοτόκος Μαρία «καὶ πρὸ τόκου καὶ τίκτουσα μένει παρθένος, καὶ μετὰ γέννησιν» (Γ΄, 2). Διότι ἡ ἐξ αὐτῆς γέννησις τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἦτο ταυτοχρόνως «δι᾽ ἡμᾶς, καθ᾽ ἡμᾶς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς», δηλ. καὶ σωτήριος, καὶ φυσικὴ καὶ ὑπὲρ φύσιν: «Δι᾽ ἡμᾶς, ὅτι διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν· καθ᾽ ἡμᾶς, ὅτι γέγονεν ἄνθρωπος ἐκ γυναικὸς καὶ χρόνῳ κυήσεως· ὑπὲρ ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἐκ σπορᾶς, ἀλλ᾽ ἐξ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Ἁγίας Παρθένου (=ἀπειρογάμως), ὑπὲρ νόμων κυήσεως» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 7) καὶ «ὠδίνων ἄνευ (=ἀνωδύνως)» (Γ΄,13)79. Τὴν δυνατότητα τῆς τοιαύτης γεννήσεως ἔδωσε εἰς τὴν Παναγίαν Παρθένον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ «καθαῖρον αὐτὴν καὶ δύναμην δεκτικὴν τῆς τοῦ Λόγου Θεότητος παρέχον, ἅμα δὲ καὶ γεννητικὴν» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 2), ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενὴς Υἱός της, ὁ «τὰς τῆς φύσεως ἡμῶν γονὰς ἐλευθερώσας καὶ Παρθενικὴν ἁγιάσας μήτραν τῷ τόκῳ» Του80.
.                 Ἡ Παναγία Θεοτόκος, συνεχίζει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός, «μένει καὶ μετὰ τόκον παρθένος», εἶναι Ἀειπάρθενος, «οὐδαμῶς ἀνδρὶ μέχρι θανάτου προσομιλήσασα» (Ἔκδ. IV, 14). Τὰ ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Υἱοῦ της ἔζησε μαζί Του, καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του «τὰς ὠδίνας, ἃς διέφυγε τίκτουσα, ταύτας ἐν τῷ τοῦ πάθους καιρῷ ὑπέμεινε, ὑπὸ τῆς μητρικῆς συμπαθείας τῶν σπλάγχνων τὸν σπαραγμὸν ἀνατλᾶσα» (Ἔκδ. IV, 14· Γ΄, 14)81, καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν «Θεὸν τὸν σαρκὶ θανόντα κηρύττουσα» (αὐτ.). Μετὰ δὲ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Υἱοῦ της ἡ Παναγία Θεομήτωρ ἔζησε μέχρι τῆς Κοιμήσεώς της καὶ Μεταστάσεως «ἐν τῇ θείᾳ καὶ περιωνύμῳ πόλει Δαβίδ, Σιών»: «αὕτη ἡ μήτηρ τῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, τῆς τοῦ Θεοῦ Μητρὸς ἐνδιαίτημα πέφηνε» (Γ΄, 4).

9. Τὴν πανένδοξον Κοίμησιν καὶ θαυμαστὴν Μετάστασιν τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου ὁμολογεῖ καὶ κηρύττει ὁ ἅγιος Δαμασκηνὸς κατὰ τὴν «ἀρχαίαν καὶ ἀληθεστάτην παράδοσιν» τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων (Γ΄, 4, 18), καὶ περιγράφει λεπτομερῶς τὰ θαυμαστὰ γεγονότα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κοιμήσεως, ὅπως θὰ τὸ ἴδῃ ὁ ἀναγνώστης (κυρίως εἰς τὴν Γ΄ Ὁμιλίαν), διὰ τοῦτο καὶ δὲν θὰ ἀναφερθῶμεν ἐδῶ εἰς ὅλα αὐτά. Ἂς ἴδωμεν μόνον τὸ θέμα τοῦ θανάτου τῆς Παναγίας, τῆς ταφῆς τοῦ σώματός της καὶ τῆς μεταστάσεώς της εἰς τοὺς οὐρανούς.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

  1. Πρβλ. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος Α´, Εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου (PG 97, 820): «Καὶ γίνεται (ἐν τῷ ναῷ) τιθηνὸς τῆς Παρθένου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μέχρις ἀναδείξεως αὐτῆς ἐν τῷ Ἰσραήλ».
  2. Ἐὰν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνομάζουν τὴν ταπείνωσιν «θεοποιὸν ταπείνωσιν», τοῦτο ἁρμόζει πρωτίστως εἰς τὴν Παναγίαν Θεοτόκον, διότι διὰ τῆς ὑπακοῆς της καὶ τῆς ταπεινώσεώς της αὐτῆς «υἱὸν ἐποίησεν ἀνθρώπου Θεόν, καὶ τὸν ἄνθρωπον υἱὸν Θεοῦ» (ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. 53, 40, Εἰς τὰ Εἰσόδια, ἔκδ. Οἰκονόμου, σ. 178. Πρβλ. καὶ Ν. Καβάσιλα, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν, 10, μν. ἔκδ. σ. 158). Διὰ τῆς ταπεινώσεως τῆς Παναγίας καὶ τῆς ὑπακοῆς της εἰς τὸν Θεὸν ἐλύθη ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ πρόβλημα καὶ ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀπεδείχθη ὡς κτισθεῖσα «κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως συχνὰ λέγει ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς ἀκολουθῶν τὸν ἅγιον Μάξιμον καὶ ἄλλους Πατέρας. Πρβλ. καὶ V. Lossky, Ἡ μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 164.
  3. Λόγος Β΄, Εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου (PG 65, 697). Πρβλ. Ὁμιλ. Α΄, 2: «τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφραστον καὶ συγκαταβατικὴν σάρκωσιν».
  4. «Οὐ φύσεως γὰρ ἔργον ἡ σάρκωσις, ἀλλὰ τρόπος οἰκονομικῆς συγκαταβάσεως», Κατὰ Ἰακωβιτῶν, 59 (94, 1464).
  5. Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν (PG 85, 445).
  6. Διάλογος στηλιτευτικὸς κατ᾽ εἰκονοκλαστῶν (96, 1356Α).
  7. Πρβλ. καὶ Κατὰ Ἰακωβιτῶν, 52 (94, 1461).
  8. «Ἐν ταύτῃ ὁ Θεὸς μὲν ἄνθρωπος, καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος γέγονε» (Γ΄,16).
  9. Κατὰ τῆς αἱρέσεως τῶν Νεστοριανῶν, 24 (95, 224). Πρβλ. ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Εἰ γὰρ Χριστοτόκος, πάντως ὅτι καὶ Θεοτόκος· εἰ δὲ οὐ Θεοτόκος, οὐδὲ Χριστοτόκος» (PG 76, 265).
  10. Ὁμιλία εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, 4, ἀποδιδομένη εἰς τὸν Μ. Ἀθανάσιον (Β.Ε.Π. 36, 228).
  11. Κατὰ τῆς αἱρέσεως τῶν Νεστοριανῶν, 24 (95, 224) καὶ κδ. ΙΙΙ, 12.
  12. Κατὰ Νεστοριανῶν, IV, 37 (PG 86, 1708 D).
  13. Πρβλ. καὶ τὸ δογματικὸν Θεοτοκίον, ποίημα Δαμασκηνοῦ, ἦχος βαρύς: «Μήτηρ μὲν ἐγνώσθης, ὑπὲρ φύσιν Θεοτόκε· ἔμεινας δὲ παρθένος, ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν· καὶ τὸ θαῦμα τοῦ τόκου σου, ἑρμηνεῦσαι γλῶσσα οὐ δύναται· παραδόξου γὰρ οὔσης τῆς συλλήψεως, Ἁγνή, ἀκατάληπτός ἐστιν ὁ τρόπος τῆς κυήσεως· ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις…».
  14. Εὐχὴ ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος εἰς τὸν λόγον του Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 17, γράφει: «Ὅθεν οὐδὲ τῆς Παρθένου τικτούσης ἔπασχεν Αὐτὸς (ὁ Λόγος) οὐδὲ ἐν σώματι ὢν ἐμολύνετο, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὸ σῶμα ἡγίαζεν» (PG 25, 125), δηλ. ἡγίαζεν καὶ τὸ προσληφθὲν σῶμα Του καὶ τὸ σῶμα τῆς Μητρός, ἐκ τῆς ὁποίας τὸ προσέλαβε. Τοῦτο δηλοῖ ὅτι ἡ γέννησις τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παναγίαν εἶχε σωτηριολογικὸν χαρακτήρα καὶ σημασίαν καὶ διὰ τὴν ἰδίαν τὴν Μητέρα Του. Πρβλ. καὶ Κατὰ Ἀρειανῶν, 2, 61 (PG 26, 277).
  15. O Φιλάρετος Μόσχας γράφει ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸν «ἡ ἄβυσσος τῶν πόνων τῆς Παναγίας δὲν κατέβαλε οὔτε κατεπόντισε αὐτήν, διότι ἐβυθίζετο συνεχῶς εἰς μίαν ἰσομεγέθη ἄβυσσον τῆς ὑπομονῆς τῆς Παναγίας καὶ τῆς ταπεινώσεώς της καὶ τῆς πίστεως καὶ ἐλπίδος, καὶ τῆς ἀπολύτου ἀφοσιώσεώς της εἰς τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ». Slova i rjeci (1844), τ. Ι, 442.

, , , ,

Σχολιάστε