ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΕΥΣΗ ΠΑΛΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ (Χαρ. Μπούσιας)

Ἀπὸ τὴν ἔξωση στὴν εἰσόδευση πάλι στὸν Παράδεισο
Πορεία Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

.          ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι περίοδος πένθους, περίοδος συγχωρητικότητος, περίοδος προσευχῆς καὶ νηστείας. Ὀνομάζεται «Μεγάλη» ὄχι γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ καλύπτει, ἀλλὰ γιὰ τὴν σπουδαιότητά της. Μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν λύπη στὴν χαρά, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ἀθανασία, ἀπὸ τὴν ἔξωσή μας ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν εἰσόδευσή μας πάλι σὲ αὐτόν. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ καταλήγει στὴν λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως.
.          Ἡ Καθαρὰ Δευτέρα μᾶς θυμίζει τὴν ἔξωση τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἐξαιτίας τῆς ἀνυπακοῆς. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀγωνιστικῆς πορείας μας πρὸς τὸ Ἅγιο Πάσχα, πρὸς τὴν διάβασή μας ἀπὸ τὸν σαρκικὸ θάνατο στὴν αἰώνια πνευματικὴ ζωή, τὴν ἀθανασία.
.          «Ἀδάμ, ποῦ εἶ» (Γεν. γ΄ 9) ; Ἀκούσθηκε κάποτε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μέσα στὸν Παράδεισο. Ἔψαχνε ὁ Θεὸς τοὺς Πρωτοπλάστους ποὺ εἶχαν κρυφθεῖ. Τότε ποὺ ἡ παρακοή τους στὸ θεῖο θέλημα τοὺς εἶχε ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Τότε ποὺ ντρέπονταν νὰ Τὸν δοῦν. Δὲν εἶχε, ὅμως, τίποτε τὸ ἄγριο ἐκείνη ἡ φωνή, τίποτε τὸ ἀπάνθρωπο καὶ τὸ αὐστηρό. Μόνο κάτι τὸ πονεμένο καὶ τὸ ἐλεγκτικό. Ἦταν ἕνα  κάλεσμα σὲ μετάνοια καὶ σὲ σωτηρία, πράξη καὶ αὐτὴ τῆς θείας Οἰκονομίας.
.          Ὁ Θεὸς ὡς παντογνώστης καὶ παντεπόπτης γνώριζε, ἀσφαλῶς, τί εἶχαν διαπράξει οἱ Πρωτόπλαστοι. Δὲν περίμενε, ὅμως, αὐτοὺς νὰ Τὸν ἀναζητήσουν. Πρῶτος Ἐκεῖνος ἔκανε τὸ μεγάλο βῆμα, ὅπως αἰώνια τώρα τὸ κάνει γιὰ ὅλους μας. Πρῶτος Ἐκεῖνος ἔσπευσε νὰ τοὺς ἀναζητήσει. Ἤθελε νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ Τοῦ ζητήσουν συγγνώμη. Ἔτσι, ἄρχισε νὰ τριγυρνᾶ ἀνάμεσα στὶς φυλλωσιὲς τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ φωνάζει: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ»; Παιδί μου Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Σὲ ἀναζητῶ μὲ ἀγωνία! Ἔλα, παρουσιάσου, μὴν μὲ κακοκαρδίζεις.
.          Ἔμοιαζε ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὴν συμπεριφορὰ τῶν μικρῶν μας παιδιῶν, ποὺ μετὰ ἀπὸ κάποια ζημιὰ ἢ ἀταξία κρύβονται φοβισμένα. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ πατέρα, τὰ ἀναζητεῖ περιμένοντας νὰ ὁμολογήσουν μὲ κλάμματα τὸ λάθος τους καὶ Ἐκεῖνος νὰ τὰ σφίξει πάλι μέσα στὴν μεγάλη του ἀγκαλιά.
.          Ὁ παρήκοος Ἀδὰμ τότε, μὴ μπορώντας περισσότερο νὰ κρυφθεῖ παρουσιάσθηκε γυμνὸς μπροστά Του, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ζητήσει συγγνώμη Τοῦ εἶπε:
-Ἄκουσα, Κύριε, τὴν φωνή Σου καὶ κρύφθηκα, γιατὶ ἤμουν γυμνός. Πρώτη φορὰ εἶδα τὴν γύμνια μου καὶ ντρέπομαι.
-Γιατί, Ἀδάμ,  φοβήθηκες Ἐμένα ποὺ σὲ ἔπλασα; Τί τὸ τρομακτικὸ εἶδες τὴν ὄψη Μου; Στὴν ὄψη Αὐτοῦ ποὺ σὲ εὐεργέτησε μὲ τόσα ἀγαθά; Αὐτοῦ ποὺ σὲ τίμησε μὲ τόση τιμή; Ποιός σοῦ εἶπε, Ἀδάμ, ὅτι εἶσαι γυμνός; Τί σὲ ἔκανε νὰ δεῖς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, νὰ ἀντιληφθεῖς τὴν φτώχια σου, τί ἄλλο ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς γνώσεως, ποὺ σοῦ εἶχα πεῖ νὰ μὴν τὸν φᾶς;
.          Τί ἄφατη ἀγάπη! Τί διευκόλυνση τῆς ἐξομολογήσεως! Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε,  γιὰ νὰ κάνει τὰ πράγματα εὔκολα στὸν Ἀδάμ. Τοῦ τὴν εἶπε πρὶν ἐκεῖνος τὴν ὁμολογήσει, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση καὶ σκύβοντας τὸ κεφάλι νὰ τοῦ πεῖ:
-Ναί, Κύριε, δὲν Σὲ ἄκουσα, συγχώρεσέ με!
.          Τί ὄμορφα ποὺ θὰ εἶχαν τελειώσει ὅλα! «Συγχώρεσέ με». Ἂν ἔλεγε αὐτὴ τὴν μεγάλη λέξη, τὴν ὁποία οὔτε ἀργότερα ὁ Ἰούδας τὴν εἶπε, θὰ ἄνοιγε ἡ πόρτα τοῦ θείου ἐλέους. Αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη ποὺ ἀνοίγει τὴν κλειστὴ πόρτα τῆς καρδιᾶς στὴν Χάρη. Εἶναι ἡ λέξη ποὺ θὰ σφράγιζε τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου τοῦ Πρωτοπλάστου ἀπὸ τὸν ποθεινότατο Παράδεισο.
.          Ὅμως, ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶπε τὴν λέξη αὐτή. Προτίμησε νὰ ἀντιτάξει τὴν αὐθάδειαστὴν ἀγάπη.
-Ἐσὺ φταῖς, Θεέ μου! Ναί, Ἐσὺ φταῖς, γιατὶ ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες μὲ παρέσυρε καὶ μοῦ  ἔδωσε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό.
.          Τότε ἦταν ποὺ ὁ Κύριος δέχθηκε μιὰ κλωτσιά ἀπὸ τὸ  πλάσμα Του, ἀλλὰ δὲν μίλησε. Κοίταξε μήπως βρεῖ πόρτα ἀνοικτὴ στὴν καρδιὰ τῆς Εὔας.
-Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό, Εὔα;
.          Ἀλλὰ οὔτε ἐδῶ βρῆκε τὴν μετάνοια, τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας.
-Τί ζητᾶς ἀπὸ ἐμᾶς εὐθύνη, Κύριε, συνέχισε ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ φταῖς Ἐσὺ ὁ ἴδιος; Ἐσὺ δὲν δημιούργησες τὴν γυναίκα; Ἐσὺ δὲν δημιούργησες τὸν ὄφη;
.          Τὸ φαρμάκι τῆς ἀναισχυντίας καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς αὐτονομήσεως εἶχε φαρμακώσει τὶς καρδιὲς τῶν Πρωτοπλάστων. Φαρμακώθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ μίσησαν τὸν Δημιουργό τους μέχρι τοῦ σημείου νὰ τὸν μεμφθοῦν γιὰ τὰ δημιουργήματά Του. Ἔκλεισαν πιὰ οἱ φαρμακωμένες καρδιές τους στὴν Χάρη ποὺ ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ κτυπάει τὴν πόρτα τους. Ὅμως, αὐτή, ἦταν καλὰ ἀμπαρωμένη καὶ μέσα κατοικοῦσε ὁ Διάβολος.
.          Μὲ τὶς ἀπαντήσεις του ὁ ἀμετανότητος καὶ σκληρόκαρδος Ἀδὰμ ἔχασε τὴν εὐκαιρία τῆς ζητήσεως συγγνώμης, τὴν ὁποία ἤλπιζε νὰ ἀκούσει ὁ Θεός, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν κρατήσει δίπλα Του μέσα στὸν Παράδεισο, ἂν καὶ τὴν προγνώριζε. Ὁ σκοτισμένος, ὅμως, Ἀδὰμ δὲν ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ πέσει μέσα στὴν ἀγκαλιὰ πάλι τοῦ Θεοῦ.  Δὲν κατανοοῦσε ὁ ταλαίπωρος τότε ὅτι μόνος του μὲ τὰ λόγια του καὶ μὲ τὰ ἴδια του χέρια ἄνοιγε τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Δὲν ἦταν μόνο παρήκοος, ἦταν ἀμετανόητος καὶ τολμητίας ὕβρεως καὶ ἀχαριστίας πρὸς τὸν Εὐεργέτη του, ὅταν Τοῦ εἶπε:
-Ἐσύ, Θεέ μου, ποὺ λυπήθηκες τὴν μοναξιά μου καὶ ποὺ ἔδωσες σύντροφο στὴν ζωή μου, Ἐσὺ φταῖς. Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη δὲν μὲ ἄφησες μόνο, Ἐσὺ ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη μὲ ψάχνεις, γιατὶ ἡ ἀγάπη Σου εἶναι ἀπέραντη.
.          Ποιός μπορεῖ νὰ νοιώσει τὴν πικρία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ πλάσματός Του; Τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του; Μιά του λέξη θὰ εἶχε ἀλλάξει ὅλο το σκηνικὸ στὸν Παράδεισο ἐκεῖνο τὸ δειλινό.  Ἕνας λόγος συγγνώμης καὶ μιὰ δροσοσταλίδα ἀπὸ δάκρυ θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ πάνω Του, ὅπως Αὐτὸς τὸ ἁπλώνει σὲ κάθε παιδί Του, ποὺ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός του σπεύδει μετανοημένος  νὰ γευθεῖ τὸ πατρικὸ χάδι καὶ νὰ χωθεῖ μέσα στὴν πλατιὰ ἀγκαλιά Του. Ἡ πικρία Του αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν στοργική Του ἀγάπη πρὸς τὸν καθένα μας, ἀφοῦ εἴμαστε παιδιά Του, τὸν ὁδήγησε στὸ ἑκούσιο πάθος, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει πάλι τὸν Παράδεισο μὲ τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του.
.          Τὸ ἐρώτημα «Ποῦ εἶσαι, παιδί μου;» ποὺ μᾶς ἀπευθύνει ὁ Κύριος εἶναι ἐρώτημα ἀγάπης, εἶναι πρόσκληση σωτηρίας. Εἶναι ἐρώτημα ποὺ περιμένει τὴν ἀπάντηση τῆς μετανοίας γιὰ ὁποιοδήποτε λάθος ζωῆς καὶ τὸ αἴτημα τῆς συγχωρήσεως. Μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὁ Κύριος κάτι περιμένει. Περιμένει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ ψάξιμό Του, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ νοιώσουμε το λάθος μας καὶ νὰ τὸ διορθώσουμε μένοντας μέσα στὴν πατρικὴ ἀγκαλιά, μέσα στὸν μυροβόλο Παράδεισο.
.          Μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός μας ὁ καλὸς Θεός μας μᾶς καλεῖ νὰ ἀγωνισθοῦμε νόμιμα, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε μὲ ἀπαρχὴ τοῦ μεγάλου μας ἀγῶνος τὴν Καθαρὰ Δευτέρα. Μᾶς θέλει ἀγωνιστὲς ὁ Κύριος, ἀθλητὲς τῆς ἀρετῆς. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἂν θὰ βγοῦμε πρωταθλητές. Τὸν ἐνδιαφέρει νὰ ἀγωνιζόμαστε. Τὴν πρόθεσή μας θέλει ὁ Θεὸς καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐνδυναμώνει, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
.          Ἔχετε ἰδεῖ ποτὲ κανένα ἀθλητὴ νὰ μπαίνει στὸ στάδιο χωρὶς προετοιμασία, ἢ κανέναν μαχητὴ νὰ μπαίνει στὴν μάχη χωρὶς ὅπλα; Ὅλοι, ἀνάλογα μὲ τὶς ἱκανότητές τους προπονοῦνται γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ εἰσέρχονται στὸ στάδιο γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν ἢ στὴν μάχη γιὰ νὰ πολεμήσουν. Ἡ προετοιμασία, ἡ προγύμναση τοῦ ἀθλητῆ εἶναι βασικὸ γνώρισμα τῆς ἐπιτυχίας του καὶ ὁ κατάλληλος ἐξοπλισμὸς παράλληλα μὲ τὴν προγύμναση ἀπαραίτητος γιὰ τὸν καλὸ στρατιώτη. Στὸ πνευματικὸ στάδιο  προγύμναση εἶναι ἡ ἐγρήγορση, ἡ προθυμία, ἡ ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ ἀγῶνος. Μὲ τὴν προγύμναση, ποὺ προϋποθέτει ἱδρῶτες, δυναμώνουν οἱ πνευματικοὶ μῦς τῶν ἀθλητῶν, σπάζουν τὰ ἅλατα τῶν ἀρθρώσεων καὶ δημιουργοῦν εὐέλικτα σώματα, ἱκανὰ νὰ διαγωνισθοῦν καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὰ τρόπαια τῆς νίκης. Ὅπως, ὅμως, σὲ κάθε ἀγώνα, ἔτσι καὶ στὸν πνευματικὰ ἀγωνιζόμενο στρατιώτη, ὅπου ὁ ἀγώνας εἶναι ταχύτερος καὶ ἀποφασιστικότερος, γιατί ἔχει διαστάσεις αἰώνιες, χρειάζονται τὰ κατάλληλα ὅπλα. Ὅπλα εὐθύβολα, ὥστε νὰ πετυχαίνουν τὸ στόχο τους, ἀλλὰ καὶ γεμάτα μὲ βόλια. Ἕνα ἄδειο ὅπλο τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει; Εὐθύβολο ὅπλο μας εἶναι ἡ ἀκράδαντη πίστη μας στὸ Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ βόλια εἶναι οἱ προσευχές μας. Αὐτὰ τὰ ὅπλα μᾶς ὑποδεικνύει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας «ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ῥωμ. ιγ΄ 12).
.          Δὲν ὑποδεικνύει ἕνα ὅπλο ὁ Ἀπόστολος. Ὑποδεικνύει πολλά, καὶ ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικά. Ἀμυντικὰ εἶναι κυρίως ἡ ἐκρίζωση τῶν παθῶν καὶ ἡ θανάτωση τῶν σκοτεινῶν ἐκείνων ἀντιπάλων, ποὺ συντελοῦν στὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ἐπιθετικά μας ὅπλα τὰ παρουσιάζει ἐντονότερα ὁ Ἀποστολος. Αὐτὰ εἶναι ἡ συγχωρητικότητα πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὄχι δηλαδή ἡ ἀπλῆ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές, ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματική, ἡ ἀποχή, δηλαδή,  ἀπὸ κακὲς συνήθειες καὶ πάθη καθὼς καὶ  ἡ προσκόλλησή μας στὸν Θεό, τὸ μοναδικὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς μας, τὸν ἀδαπάνητο θησαυρό μας, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη, τὴν καρδιακὴ προσευχή. Χωρὶς τὰ ὅπλα αὐτὰ ἡ διεξαγωγὴ τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος εἶναι ἀδύνατη, εἶναι ἀκατόρθωτη.
.          Δὲν θὰ ἰδεῖτε, ἐπίσης ποτὲ σὲ κανένα στάδιο κάποιον ἀθλητὴ νὰ εἰσέρχεται σὲ αὐτὸ μὲ γεμάτο στομάχι, οὔτε μὲ τὰ ἐνδύματα ποὺ κυκλοφορεῖ καθημερινὰ στόν κόσμο. Γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ στάδιο ὁ ἀθλητὴς ἀπεκδύεται τὰ ἐνδύματά του καὶ ἐνδύεται τὴν στολὴ τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ τὸ πνευματικὸ στάδιο ὁ ἀθλητὴς νηστεύει, ἀποτοξινώνεται, ἀπέχει ἀπὸ φαγητὰ ποὺ τέρπουν μὲν τὴ σάρκα, ἀλλὰ φθείρουν τὸ πνεῦμα, φθείρουν τὴν ψυχή. Ἐπίσης ἀπεκδύεται τὰ ἐνδύματα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐνδύεται χιτώνα ἀγαλλιάσεως μὲ τὰ πνευματικὰ ἀγωνίσματα, τὴν ἀγρυπνία, τὴν ἀνάγνωση ψυχωφελοῦν βιβλίων, τὶς μετάνοιες, τὴν σκληραγωγία τοῦ σώματος καὶ φυσικὰ τὴν φιλανθρωπία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τὴν ἐλεημοσύνη ὡς τὴν περικεφαλαία τῶν ἀρετῶν.
.          Ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς ἐπὶ πλέον ζητεῖ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία ὄχι μόνο τὸν τονώνει, ἀλλὰ καὶ τοῦ χαρίζει τὴν εὐλογία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ νικηφόρο τέλος. Ἀπαραίτητη ἐπίσης εἶναι ἡ ἐξεύρεση τοῦ κατάλληλου προπονητή, τοῦ κατάλληλου ἀλείπτη, ὅπως ἔλεγαν στὰ χρόνια τῶν ὀλυμπιονικῶν. Ὁ ἀλείπτης ἄλειφε μὲ λάδι τὰ σώματα τῶν ἀθλητῶν, γιὰ νὰ γλυστροῦν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀντιπάλων τους στὸ ἀγώνισμα τῆς πάλης. Σήμερα στὴν πάλη μας μὲ τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς, μὲ τὸν διάβολο, χρείαζεται ὁ ἄριστος προπονητής, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα. Αὐτὸς μᾶς καθοδηγεῖ, αὐτὸς γνωρίζει τὰ ἐλλαττώματά μας καὶ τὰ τρωτὰ σημεῖα μας, τὴν ἀχίλλειο πτέρνα μας, καὶ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὰ βέλη τῶν πολεμίων.
.          Τὸ πέταγμα τοῦ χαρταετοῦ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα ἔχει συμβολικὴ σημασία. Μᾶς προκαλεῖ νὰ ὑψωθοῦμε καὶ ἐμεῖς πνευματικὰ στὸν νοητὸ οὐρανὸ τῶν ὑψοποιῶν ἀρετῶν μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν διαρκῆ ἐγρήγορση. Μᾶς προκαλεῖ νὰ πετάξουμε, ὅπως ὁ ἀετός, τὸ ὑπερήφανο πουλὶ ποὺ ζεῖ στὰ ψηλὰ βουνά. Μᾶς προκαλεῖ νὰ  πετάξουμε καὶ ἐμεῖς ὁμοιάζοντάς του στὰ ὑψηλὰ ἀποφεύγοντας τὸ σούρσιμο στὰ χθαμαλά! Μᾶς προκαλεῖ νὰ φθάσουμε στὶς δυσπρόσιτες κορυφὲς πετώντας καὶ ὄχι ἕρποντας. Νὰ φθάσουμε καὶ νὰ ἀγναντέψουμε ἀπὸ ψηλὰ ὅλη τὴν φύση ποὺ ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ θαυμάζοντάς την μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας νὰ ἀναφωνήσουμε: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24).
.          Γιὰ νὰ ὑψωθεῖ, ὅμως, ὁ χαρταετὸς χρειάζεται τὰ ζύγια του, δηλαδὴ τὸ χαλινάρι του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατευθύνεται μέσα ἀπὸ τὸ σπάγγο, νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ μὲ ἴσες ἀποστάσεις. Ὅσο καλὸς καὶ μεγάλος καὶ ἂν εἶναι ὁ χαρταετός, ὅσο μεγάλη οὐρὰ καὶ ἂν ἔχει, ἂν τὰ ζύγια του δὲν προσεχθοῦν δὲν σηκώνεται καὶ ἂν σηκωθεῖ γιὰ λίγο πάλι ξαναπέφτει. Μᾶς θυμίζει τοὺς ἑαυτούς μας ποὺ δὲν ἔχουμε ζυγίσει καλὰ τὶς δυνάμεις μας καὶ  προσπαθοῦμε νὰ ξεκινήσουμε τὸν ἀγῶνα τῆς σαρακοστῆς ἐπιπόλαια. Γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε σωστὰ καὶ νὰ ἀνέβουμε πνευματικὰ χρειάζεται νὰ ζυγίσουμε τὸν ἀγώνα μας, νὰ ζυγίσουμε τὶς δυνάμεις μας χωρὶς ὑπερβολές, γιατὶ ἂν λίγο ξεφύγουμε, λίγο χαλαρώσουμε ἢ λίγο σφίξουμε περισσότερο, τότε δὲν ἰσορροποῦμε καὶ δὲν ἀνεβαίνουμε στὸ οὐράνιο στερέωμα.
.          Γιὰ μιὰ ἐπιτυχημένη ἀνύψωση ἑνὸς χαρταετοῦ, ἀλλὰ καὶ δική μας, ἰδίως τὴν περίοδο αὐτῆς τοῦ πνευματικοῦ σταδίου, χρειάζεται καλὸ προγραμματισμό, ἐπίγνωση τῆς δυνάμεως τῆς  ψυχικῆς ἀντοχῆς μας, ὁραματισμὸ καὶ ἀγόγγυστη ὑπομονή. Τὸ πέταγμα τοῦ χαρταετοῦ καὶ τοῦ δικοῦ μας στὸ οὐράνιο στερέωμα τῶν ἀρετῶν εἶναι ἕνα πανηγύρι. Ἔτσι τὸ νοιώθουμε, περιμένοντας τὸ φύσιγμα τοῦ ἀνέμου, ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε τὸ πέταγμα αὐτό. Βλέπετε χωρὶς ἄνεμο δὲν πετάει ὁ χαρταετὸς καὶ χωρὶς ἀερμώνια αὔρα, δηλαδὴ χάρη Θεοῦ, οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πετάξουμε. Ἂν ὁ Θεὸς τὸ θελήσει καὶ πνεύσει ἄνεμος εὐνοϊκὸς τότε καὶ ἐμεῖς θὰ πετάξουμε.Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀνυψωτική μας δύναμη. Ἀπὸ ἐμᾶς περιμένει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ στιβαρὸ χέρι ποὺ θὰ βαστάσει σταθερὰ τὸν σπάγγο στὸ πέταγμα τοῦ χαρταετοῦ.
.          Ἀλλοίμονο, ἐπίσης, ἂν φυσήξει πολὺ δυνατὸς ἀέρας καὶ ὁ χαρταετὸς πετάξει μὲ μεγάλη ταχύτητα στὸ οὐράνιο στερέωμα. Ἡ τριβὴ τοῦ σπάγγου στὰ χέρια μας θὰ ἀναπτύξει στὰ δάκτυλά μας τόσο μεγαλή θερμότητα, ὥστε νὰ προκαλέσει ἐγκαύματα. Καὶ τὸ γρήγορο πνευματικὸ πέταγμα, νομίζοντας ὅτι θὰ πετύχουμε τὴν πνευματικὴ τελειότητα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἐγκαύματα. Μήπως ἔτσι δὲν συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἴκαρο, ποὺ τὰ τεχνητά του φτερὰ δὲν ἄντεξαν τὶς θερμαντικὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου καὶ ἔλιωσαν, μὲ ἀποτέλεσμα ἀντὶ νὰ ἀπολαύσει τὶς ὀμορφιὲς τοῦ οὐρανοῦ νὰ βρεθεῖ στὰ ἔγκατα τῆς θαλάσσης!
.          Στὴν ἀγωνιστική μας πορεία πρὸς τὴν ἐπιστροφή μας στὸν Παράδεισο χρειάζονται ἀπαραίτητα κλειδιὰ ποὺ ξεκλειδώνουν τὴν βαρειὰ πόρτα τοῦ Παραδείσου. Αὐτὰ τὰ κλειδιὰ μᾶς τὰ προσφέρει ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή, ἀρκεῖ νὰ θέλουμε νὰ ἀνοίξουμε τὰ χέρια μας καὶ νὰ τὰ πάρουμε.
.          Τὸ πρῶτο κλειδὶ εἶναι τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημά μας, ἀφοῦ μόνο μὲ τὸ κλειδὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν  ἀναστήλωση τῶν προσωπικῶν μας εἰκόνων ἀνοίγουμε τὸν Παράδεισο. Ὅλοι πλασθήκαμε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ φθάσουμε στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τὴν ἀλλοιώσαμε μὲ τὶς αἱρετικές μας δοξασίες καὶ μὲ πτώσεις μας στὴν ἁμαρτία, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μᾶς γνωρίζει ὁ Δημιουργός μας, ποὺ συνεχῶς μᾶς φωνάζει: «Παιδί μου, ποῦ εἶσαι;». Μὲ τὴν χάρη Του, ὅμως, μποροῦμε νὰ ἀναστηλωθοῦμε, νὰ ἀναστηλώσουμε τὴν φθαρμένη εἰκόνα μας, νὰ νικήσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς ἁδυναμίες, νὰ ὑπερβοῦμε τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, νὰ θεωθοῦμε, νὰ ζήσουμε, δηλαδή, τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ εἰσέλθουμε πάλι στὸν Παράδεισο.
.          Τὸ συγκλονιστικὸ δράμα τῆς πτώσεως καὶ τῆς ὑποταγῆς στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ μᾶς ὁδήγησε στὴν ἔξωσή μας ἀπὸ  αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἰσόβιο ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετανοήσει, νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψει, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, στὸν πατρικὸ οἶκο, στὸν Παράδεισο, καὶ στὴν χάρη τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, ἐκφράζει μὲ τὸν πιὸ ὄμορφο καὶ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ ποιητικὸ τρόπο ὁ Μέγας Κανών, ὁ ὁποῖος ψάλλεται συνεχῶς ὅλον αὐτὸ τὸν χρόνο τῆς ἀγωνιστικῆς μας πορείας.
.          Τὸ δεύτερο κλειδὶ εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀδιάλειπτη, ἡ μονολόγιστη, «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καὶ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Αὐτὴ ἡ εὐχὴ διώχνει τὸν πονηρὸ καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ ὑψωθοῦμε ἀπὸ τὶς πτώσεις μας. Τὸ κλειδὶ αὐτὸ μᾶς τὸ προσφέρει ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι πιστῶν τὸ στήριγμα καὶ δαιμόνων τὸ τραῦμα. Ἐμεῖς τὸ παίρνουμε λέγοντες: «Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Κύριε, πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις».
.          Τὸ τρίτο κλειδὶ εἶναι ἡ ὑψοποιὸς ταπείνωση, ὅπως μᾶς τὴν διδάσκει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὑπόδειγμα ταπεινώσεως μᾶς προβάλλει αὐτὸς τὸν Ὅσιο Ἰσίδωρο, «τὸν ἐν τῇ Κλίμακι». Αὐτὸς ὑπακούοντας στὸν Γέροντά του δέχθηκε τὸν κανόνα νὰ στέκεται στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σὲ κάθε εἰσερχόμενο νὰ βάζει ἐδαφιαῖες μετάνοιες λέγοντας: Συγχωρήσατέ με τὸν πόρνο καὶ ἁμαρτωλό.
.          Στὸν ἡγούμενο ἀπάντησε, ὅταν τοῦ ἔβαλε τὸν κανόνα:
-Ὅπως ὁ σίδηρος παραδίδεται στὰ χέρια τοῦ χαλκουργοῦ, γιὰ νὰ τὸν μεταποιήσει σὲ εὔχρηστα σκεύη, ἔτσι καὶ ἐγὼ παραδίδομαι στὰ χέρια σου καὶ ποίησόν με εὔχρηστον δοχεῖον τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
.          Μὲ τὴν ταπείνωση αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἄγγελο Κυρίου ποὺ τοῦ προεῖπε τὸν θάνατό του σε τρεῖς ἡμέρες, καθὼς καὶ τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου του, ποὺ δὲν πίστευσε στὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ στὴν προφητεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸν ἅγιο ἄγγελο.
.          Ἂς θυμηθοῦμε, πάλι, κάποιον ἐρημίτη ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μιὰ φορὰ συνομιλώντας μαζί τους ζήτησε νὰ μάθει τί φοβοῦνται περισσότερο καὶ ἀναγκάζονται νὰ φύγουν, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ΄ 21).
–Μήπως τὴν νηστεία; Ρώτησε κάποιο ἀπὸ αὐτά.
–Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνουμε ποτέ.
–Μήπως τὴν ἀγρυπνία;
–Ἐμεῖς δὲν κοιμώμαστε καθόλου.
–Μήπως τὴν φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο;
Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά.
–Σπουδαῖο πράγμα τάχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
–Σὲ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσεις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δαμάσει, ἐπέμενε ὁ Γέροντας Ἐρημίτης.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμη βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει:
–Ἡ ταπείνωση ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ἀποκτήσουμε.
.          Ἐμεῖς ἐπιζητοῦμε ὡς ἄνθρωποι τὴν ξεκούραση, ἐπιζητοῦμε τὸν ὕπνο, ἐπιζητοῦμε τὶς διακοπές. Ὁ ἀντίδικος, ὅμως, οὔτε ξεκουράζεται, οὔτε κοιμᾶται, οὔτε κάνει διακοπές. .          Γι’ αὐτὸ ἡ ἐγρήγορση, ὅπως αὐτὴ τῶν φρονίμων παρθένων, μὲ τὸ ταπεινό μας φρόνημα μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὶς ὕπουλες ἐπιθέσεις του.
.          Τὸ τέταρτο κλειδὶ εἶναι ἡ μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή μας. Εἶναι ἡ μετάνοια τῆς ὁσίας Μαρίας, τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ γιὰ νὰ πάρει τὸ κλειδὶ τοῦ Παραδείσου πέρασε μὲ ἄσκηση νυχθήμερη καὶ νηστεία στὴν ἔρημο δεκαεπτὰ χρόνια, ὅσα χρόνια κυλιώταν προηγουμένως στὴν ἁμαρτία
.          Μὲ αὐτὰ τὰ κλειδιὰ καὶ μὲ τὸ κλείσιμο τῶν αὐτιῶν μας στὰ λόγια τοῦ κόσμου, ποὺ ἀπὸ τὸν ἔπαινο φθάνουν στὴν κατακραυγή, ἀπὸ τὸ «ὠσαννά» στὸ «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», καὶ θέλουν νὰ μᾶς σταυρώσουν, θὰ φθάσουμε στὴν πύλη τοῦ Παραδείσου. Μὴν φοβηθοῦμε, ὅμως, τὸν σταυρό, γιατὶ χωρὶς αὐτὸν δὲν φθάνουμε στὴν ἀνάσταση, στὴν εἴσοδό μας πάλι στὸν Παράδεισο.  Ὁ Σταυρὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, εἶναι ἡ πυξίδα μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι μέσα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ ὁδηγούμαστε στὴν Ἀνάσταση, μέσα ἀπὸ τὴν σταυρικὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ἀγαλλίαση.
.          Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ἄνοιξε ξανὰ τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Ὁ Χριστὸς ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Μαζί Του θὰ συναναστηθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ πρόσκαιρου στὴν γῆ βίου μας. Ὁ Παράδεισος πάλιν ἠνέωκται  χάριν τῆς ἀγάπης καὶ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Κυρίου μας ποὺ θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).
.          Νὰ πιστεύουμε σ’ Αὐτὸν καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε διαρκῶς ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος. Τοὺς πιστοὺς ἀγωνιστὲς θὰ τοὺς σώσει, θὰ τοὺς καταστήσει υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.  Γι’ αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν: «Οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ» (Γαλ. β΄ 16), γιὰ νὰ συνεχίσει πιὸ κάτω: «Ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Γαλ. γ΄ 11).
.          Δὲν σώζεται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ τὰ ἔργα του, ὅσο καλὰ καὶ θεάρεστα καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη του στὸ Σωτήρα Χριστό. Τὸ ἔλεός Του θὰ μᾶς σώσει· εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει πάλι τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Τὸ ἔλεός Του, τὸ ὁποῖο μᾶς καταδιώκει καὶ ἂς μὴ τὸ θέλουμε, ἂς μὴν καταβάλλουμε κάθε ἰκμάδα μας στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Λυσιώτης, ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας τρέχει σὰν ἐλαφρὺς ἄνεμος νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει καὶ ἐμεῖς ἀντὶ νὰ γύρουμε πρὸς τὸ μέρος του, γιὰ νὰ δροσισθοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε  γυρνᾶμε πρὸς τὴν ἄλλη μεριά, γιὰ νὰ μᾶς προσπεράσει. Δηλαδὴ μόνοι μας ἀρνούμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ σωτήριο. Ὁ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ λέει: «Τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (Ψαλμ. κβ΄ 6). Ἀφοῦ, λοιπόν, μᾶς ἐπισκιάζει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἡ σωτηρία μας πρέπει νὰ θεωρεῖται δεδομένη, ὁ Παράδεισος θὰ εἶναι ἀνοικτὸς γιὰ ἐμᾶς, ὅταν ὅμως καὶ ἐμεῖς τὸ θέλουμε καὶ ἀγωνιζόμασθε νόμιμα καὶ μόνιμα.
.          «Θαρσεῖτε» (Ἰωάν. ιϛ΄ 33), λοιπόν, καὶ χαίρετε, μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, ὁ ἐπιστήθιος καὶ ἠγαπημένος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Θεολόγος. Ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει! Ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει ὅλους τοὺς ἀγωνιστές. Ὁ Ἀναστὰς Κύριος μᾶς θέλει μαζί Του αἰωνίως, γι’ αὐτὸ καὶ φύλακα τοῦ Παραδείσου ἔβαλε τὸν Τίμιο Σταυρό Του, τὸ σημεῖο τῆς σωτηρίας μας.

,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε