Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἐκκλησία

ΤΟ ΑΚΑΤΑΛΥΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ «Εἶναι εὐκολώτερον νά σβηστῇ ὁ ἥλιος παρά νά ἐξαφανισθῇ ἡ Ἐκκλησία (Μητροπολ. Μάνης Χρυσόστομος)

ΤΟ ΑΚΑΤΑΛΥΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

τοῦ Μητροπολ. Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

.                       Εἶναι γεγονός ὅτι μία πικρία ἐπικρατεῖ σέ πολλούς ἀνθρώπους. Καί τό πρόβλημα κάθε φορά καί σέ κάθε πνευματική κρίση εἶναι τό ζήτημα, πώς μποροῦμε νά διαπλεύσουμε τό ταραγμένο πέλαγος τῶν καιρῶν. Πώς τόν παραπικρασμό θά τόν μεταβάλλουμε σέ ἀγαλλίαση. Πώς ἀντί νά γευόμαστε στυφά σταφύλια, θἄχουμε τήν γλυκύτητα αὐτῶν.

* * *

.                       Πράγματι, πολλοί χριστιανοί θλίβονται, χάνουν τό θάρρος τους, βυθίζονται σέ μιά ἡττοπάθεια, ἀπογοητεύονται καί ἀπελπίζονται. Βλέπουν τό κακό νά θριαμβεύει, ἡ ἁμαρτία νά προβάλλεται καί νά νομιμοποιεῖται. Αἰσθάνονται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τίθεται στό περιθώριο, δέν τήν ὑπολογίζουν, δέν τήν θέλουν νά ἐκφέρει γνώμη ἀλλά καί πολύ περισσότερο διαπιστώνουν τήν ἀπαξίωση καί ἀτίμωση αὐτῆς. Ἔτσι μία ταραχή καί μία ἀνησυχία ἔρχεται στό προσκήνιο σέ πολλές ψυχές.

* * *

.                       Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε, ὅτι ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς βασιλεύει στά ἀκύμαντα βάθη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀλήθειας της. Ἡ Ἐκκλησία ξέρει. Εἶναι δοκιμασμένη. Εἶναι περασμένη ἀπό τό θάνατο. Καί διηνεκῶς ζεῖ. Γι’ αὐτό καί ἔχει ἄλλο ἦθος καί ἄλλο κῦρος. Κανείς δέν μπορεῖ νά τήν καταρρακώσει, νά τήν γκρεμίσει καί νά τήν ἀκυρώσει. Καί τοῦτο, γιατί φανερώνει πάντα τήν ζωή πού ἀναδύεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει μέσα της τήν Ἀνάσταση καί ἀποτελεῖ σημεῖο ἐλπίδας «πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς». Ἴσως φαίνεται νά ἔχει ἐξωτερικά μία ἧττα, μία ἀδυναμία. Ὅμως δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται. Εἶναι αὐτό πού δέν φαίνεται, γιατί κρύβει τήν καλή ἀλλοίωση τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ, στόν πνευματικό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στά Ἱερά της Μυστήρια, στή λατρεία της, στήν δυναμική της, βρίσκεται ἡ πνευματική κατάπαυση. Ἐκεῖ, στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκοῦς τά λόγια: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11,28). Εἶναι, στό τέλος ἴσως, μετά ἀπό χρόνια, τό πνευματικό καταφύγιο γιά ὅλους, μά ἰδιαίτερα γιά τούς ἁμαρτωλούς καί τούς ἄδικους καί συκοφάντες καί ὑβριστές καί πονηρούς καί ἐναντίους. Τήν Ἐκκλησία πού σήμερα δέν ὑπολογίζεις, πού τήν χλευάζεις καί τήν περιφρονεῖς καί δέν τῆς δίδεις σημασία, αὔριο θά τήν χρειαστεῖς, θά τήν ἀναζητήσεις, θά τήν παρακαλέσεις. Αὐτό ἔχει δείξει, ἡ πνευματική ἱστορία αἰώνων, ἡ ἱστορία τοῦ πόνου, ἡ ἱστορία θλιβερῶν δοκιμασιῶν, ἡ ἱστορία ψυχῶν. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο παρακλήσεως. Εἶναι ὁ «ἐπίγειος οὐρανός» πού κάθε ψυχή ἀναζητεῖ. Ἔτσι ἔρχεται πάντοτε κοντά ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἀφήνει κανένα πονεμένο ἤ ἄλλους «πνευματικῶς λυμώττοντας». Γεμίζει τήν ψυχή μέ παραμυθία, εἰρήνη, χάρι, φῶς, ἀγάπη, ζωή. Τό μόνο πού θέλει, εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ θείου θελήματος, «ἐν σπουδῇ πάσῃ καί διαπύρῳ θέρμῃ καί ἐν μετανοίᾳ».

* * *

.                       Καί πρέπει ἀσφαλῶς νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνθρώπινο ἰδεολόγημα ἤ κατασκεύασμα. Ἡ ἀρχή καί ἡ προέλευσή της εἶναι θεία καί ἡ ρίζα τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στό Θεό. Εἶναι μυστήριον. Δέν εἶναι ἀπό τόν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 18,36). Ὁ Θεός τήν ἔφτιαξε. «Ἔπηξεν ὁ Κύριος καί οὐκ ἄνθρωπος» (Ἑβρ. 8,2) θά γράψει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Ἔχει συνεπῶς αἰώνια ὕπαρξη. Ὅμως, αὐτό εἶναι τό συγκλονιστικό, ὃ,τι θέλησε ὁ Θεός καί ἀποκαλύφθηκε στούς ἀνθρώπους γιά τήν σωτηρία τους. Ἀποκαλύφθηκε ὡς «σῶμα Χριστοῦ», ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, ἐνηνθρώπησε καί ἔτσι ἔχει θεανθρώπινο χαρακτῆρα. Ἡ Ἐκκλησία κατόπιν τούτου ἔχει διπλή ὕπαρξη, τοὐτέστιν οὐράνια καί ἐπίγεια καί σκοπός της εἶναι ἡ ἀναγωγή τῶν πιστῶν μελῶν της στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
.                       Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεοκοινωνία. Ὀφείλουμε νά τό ὑπογραμμίσουμε καί πάλιν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινο καθίδρυμα. Ὁ Εὐαγγελισμός καί ἡ Γέννηση εἶναι τά τεκμήρια τῆς ἐνανθρώπησης. Ἡ Βάπτιση καί ἡ Μεταμόρφωση, οἱ ἀποδείξεις τῆς θεότητας. Ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση, ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία μέ τήν θυσία τοῦ Θεανθρώπου. Ἡ Ἀνάληψη καί ἡ Πεντηκοστή σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτά ἔχουν βαθύτατο νόημα πού ἐπεκτείνεται σέ κάθε ψυχή.

* * *

.                       Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἐπειδή ἀκριβῶς προέρχεται ἀπό τό Θεό, εἶναι ἀκατάλυτος. Παραμένει ἀήττητος καί ἀσάλευτος. Ἀφοῦ ἔχει «Κεφαλή» τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόν Χριστό, δέν εἶναι δυνατόν νά διαλυθεῖ. Ζωοποιός δέ ἀρχή καί δύναμη εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο βρίσκεται σ’ αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία πράγματι εἶναι ἀκατανίκητη, Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική. Καί βέβαια θεία, ἀόρατη δύναμη εἶναι ἐκείνη πού βαστάζει τήν Ἐκκλησία, δηλαδή «θεία χάρις ταύτην γεωργεῖ, τήν Ἐκκλησία».
.                       Ἀλλά ποῦ, ἄραγε, καταγράφεται αὐτό τό χαρακτηριστικό, τό ἀκατάλυτον τῆς Ἐκκλησίας; Πρῶτον, στή Π. Διαθήκη ὅπου διαβάζουμε τά λόγια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία προβάλλεται μέ βασιλεία, ἡ ὁποία «οὐ διαφθαρήσεται» (Δανιήλ 7,14), ἀλλά «λεπτυνεῖ καί λικμήσει πάσας τάς βασιλείας καί αὐτή ἀναστήσεται εἰς τούς αἰῶνας» (Δανιήλ 2,44). Δηλ. ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία θά συντρίψει, θά θρυμματίσει καί θά λιχνίσει ὅλες τίς βασιλεῖες τοῦ κόσμου τούτου καί θά ὑπάρχει στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Προφητεύεται ἐδῶ τό ἀκατάλυτόν της.
.                       Ἔπειτα στήν Κ. Διαθήκη ὑπάρχει ἡ μεγάλη διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «πύλαι ἄδου οὐ κατισχύουσι» (Ματθ. 16,18) τῆς Ἐκκλησίας Του, διότι Αὐτός παραμένει στήν Ἐκκλησία «πάσας τάς ἡμέρας μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,20). Κακοί ἄνθρωποι καί ἀσεβεῖς καί ἀρνητές «οὐ δυνήσονται καταλῦσαι αὐτήν» (Πράξ. 5,39), γιατί εἶναι τεθεμελιωμένη ἐπί τοῦ ἀραγοῦς καί αἰωνίου «θεμελίου, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α’ Κορ. 3,11). Καί μάλιστα στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» βρίσκουμε τήν ἐπισήμανση ἀπό τόν νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ ὅτι χρειάζεται πολύ προσοχή στά θεῖα πράγματα, γιατί ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος οἱ πολέμιοι τῆς πίστεως νά καταστοῦν πραγματικά θεομάχοι (ὅπ. παρ.).
.                       Ἔπειτα οἱ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν λόγο καί τήν γραφίδα τους μιλοῦν γιά τό ἀκατάλυτον τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτος, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, τοῦ 2ου αἰῶνα, γράφει ὅτι «ὁ Κύριος πνέει τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀφθαρσίαν» (PG 5,657). Ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Ἔσται οὖν, ἡ Ἐκκλησία Χριστοῦ καταστράπτουσα καί φωτίζουσα τήν ὑπ’ οὐρανόν καί μένουσα διηνεκῶς ὡς ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη» (PG 27,392). Ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἱερός πατήρ, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐξοχήν ὑπογράμμισε καί ἐπανειλημμένως τήν ὕπαρξη καί σημασία τοῦ ἀκατάλυτου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης. Γράφει: «…Τίποτε δέν εἶναι δυνατώτερον ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωπε… ἐάν ἔχῃς πόλεμον μέ ἕνα ἄνθρωπον, ἤ ἐνίκησες ἤ ἐνικήθης. Ἀλλ’ ἐάν ἔχῃς πόλεμον μέ τήν Ἐκκλησίαν, εἶναι ἀδύνατον νά νικήσῃς. Ὁ Θεός ἐστερέωσε, ποῖος ἐπιχειρεῖ νά κλονίσῃ; Δέν γνωρίζεις τήν δύναμίν του; Ρίπτει ἕν βλέμμα ἐπάνω εἰς τήν γῆν καί τήν κάνει νά τρέμῃ˙ δίδει μίαν ἐντολήν, καί ἐκεῖνα, πού σείονται, στερεώνονται. Ἐάν τήν πόλιν, πού σείεται ἀπό τόν σεισμόν, ἐκράτησεν ὀρθίαν, πολύ περισσότερον δύναται νά κρατήσῃ ὀρθίαν τήν Ἐκκλησίαν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰσχυροτέρα τοῦ οὐρανοῦ… Ἐάν δέν πιστεύῃς εἰς τόν λόγον, νά πιστεύῃς εἰς τά πράγματα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν νά νικήσουν τήν Ἐκκλησίαν; Πόσα τηγάνια ἐχρησιμοποιήθησαν πρός τοῦτο; Πόσα καμίνια; Δόντια ἀγρίων θηρίων, ἀκονισμένα ξίφη; Καί παρ’ ὅλα αὐτά δέν ἐνίκησαν. Ποῦ εἶναι ὅσοι ἐπολέμησαν τήν Ἐκκλησίαν; Δέν γίνεται πλέον λόγος περί αὐτῶν καί ἔχουν λησμονηθῆ. Ποῦ εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία; Λάμπει περισσότερον ἀπό τόν ἥλιον» (PG 52,428). Καί σ’ ἄλλη ὁμιλία του λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄς ἀκούουν οἱ εἰδωλολάτραι, ἄς ἀκούουν οἱ Ἰουδαῖοι τά κατορθώματά μας καί τήν πρωτοκαθεδρίαν (τά πρωτεῖα) τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό πόσους ἐπολεμήθη ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ποτέ δέν ἐνικήθη; Πόσοι τύραννοι; Πόσοι στρατηγοί; Πόσοι βασιλεῖς;  Ὁ Αὔγουστος, ὁ Τιβέριος, ὁ Γάϊος, ὁ Κλαύδιος, ὁ Νέρων, ἄνθρωποι τιμώμενοι διά τήν μόρφωσίν των, δυνατοί τόσον πολύ (τήν) ἐπολέμησαν, ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τήν νεανικήν της ἡλικίαν, ἀλλά δέν τήν ἐξερρίζωσαν… Εἶναι εὐκολώτερον νά σβηστῇ ὁ ἥλιος παρά νά ἐξαφανισθῇ ἡ Ἐκκλησία» (PG 56,121). Καί ὁ τῆς Δογματικῆς θεολογίας πατήρ, ὁ Ἱερός Δαμασκηνός, θά γράψει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀήττητος καί ἀπόρθητος καί ἀκλόνητος, ὡς ἔχουσα ἄχραντον νυμφίον καί φύλακα ἑαυτῆς Αὐτόν τόν Χριστόν (PG 96,556).

* * *

.                       Ἀσφαλῶς καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ἡ κίβδηλη, ἐπίπλαστη, εἰκονική καί πρόσκαιρη δόξα. Θά ὑπάρχει ἡ ἀλαζονεία σέ πολλούς τομεῖς, ἡ βλασφημία τοῦ Θεοῦ, ἡ πονηρία τῶν καρδιῶν καί ἡ ἐπιτέλεση κακῶν πράξεων. Θά κυριαρχεῖ ἡ μισανθρωπία καί ἡ ζηλοφθονία. Ἀλλεπάλληλες θά εἶναι οἱ δικαστικές διαμάχες. Θά ἔρχονται στό προσκήνιο σκληροκάρδιοι καί κακοί ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι σκοτισμένοι τόν νοῦν, πού ἐξαρθρώνουν τή βούληση καί διασπείρουν ἀγκάθια καί ζιζάνια στό χωράφι τῆς κοινωνίας. Αὐτές ὅμως ὅλες οἱ καταστάσεις δέν θά πρέπει νά μᾶς πτοοῦν καί ἀπογοητεύουν. Ὁ ἀγρός ἔχει καί τά ζιζάνια. Τό λέγει ἡ Παραβολή στό Εὐαγγέλιο (Ματθ. 13,24-30 καί 36-43). Ἀλλά καί ὁ ἀψευδής λόγος τοῦ Κυρίου διακηρύττει καί διαβεβαιώνει: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε˙ ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. 16,33).
.                       Ὀφείλουμε, λοιπόν, νά γνωρίζουμε ὅτι «Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσιν˙ ἑκάστῳ δέ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρός τό συμφέρον» (Α’ Κορ. 12,6-7). Καί ἡ Ἀποκάλυψις θά μᾶς πεῖ τόν φοβερόν καταληκτήριο λόγο: «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι καί ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι καί ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι καί ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι. Ἰδού ἔρχομαι ταχύ καί ὁ μισθός μου μετ’ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τό ἔργον ἔσται αὐτοῦ» (Ἀποκ. 22,11-12).

* * *

.                       Δέν μένει παρά ὡς λέγει Ἠσαΐας ὁ προφήτης: «Ζητήσατε τόν Κύριον καί ἐν τῷ εὑρίσκειν αὐτόν ἐπικαλέσασθε» (Ἠσ. 55,6). Δηλαδή ἀναζητῆστε τόν Θεό καί ἐπικαλεστεῖτε τό ἔλεός Του. Καί ἀκόμη, «ἀπολιπέτω ὁ ἀσεβής τάς ὁδούς αὐτοῦ καί ἀνήρ ἄνομος τάς βουλάς αὐτοῦ καί ἐπιστραφήτω ἐπί Κύριον καί ἐλεηθήσεται, ὅτι ἐπί πολύ ἀφήσει τάς ἁμαρτίας ὑμῶν» (Ἠσ. 55,7). Δηλαδή, ἄς ἀφήσει πλέον ὁ ἀσεβής ἄνθρωπος τίς ἁμαρτωλές συμπεριφορές του καί ὁ παράνομος τά σχέδιά του καί ἄς ἐπιστρέψουν μετανοοῦντες στόν Κύριο. Θά βροῦν ἔτσι τό ἔλεός Του καί τήν συγχώρηση.
.                       Ὑπάρχει πάντοτε ἡ δεύτερη σκέψη, ἡ ἐπανόρθωση, ἡ μετάνοια. Καί αὐτή ἡ τελευταία πράξη δέν εἶναι ἧττα, εἶναι νίκη. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς καί περιμένει. Ἔχει μαζί της τήν πείρα αἰώνων. Ἴσως, τότε, πού θἆναι μονάχος του, ὁ ἀσεβής καί ἄδικος ἄνθρωπος, τότε, πρό τοῦ ἐπίγειου τέλους του, αὐτός μόνος καί ἡ ψυχή του, νά μπορέσει νά ψελλίσει μία λέξη: «Μετανοῶ»! Καί ὁ Θεός ἀκούει. Καί αὐτό εἶναι λύτρωση.

,

Σχολιάστε

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-7 («Διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων ὑψώθη ἐν τῇ Εἰκόνι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς εἰκόνα»)

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»
(Δοκίμιον ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας)
Μέρος Ζ´

ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΝΕΛΛΑ (†)
περιοδ. «Κληρονομία»,
τόμος 2, τεῦχος Β´ ,
Θεσσαλονίκη, Ἰούλιος 1970,
σελ. 293-320

ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφία»

Μέρος Α´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-1
Mέρος Β´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-2 («θεὸς κεκελευσμένος»)
Mέρος Γ´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-3 («τὸ ἀρχέτυπον, βάσει τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη καὶ πρὸς τὸ ὁποῖον τείνει».)

Μέρος Δ´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-4 «Τὸ ἀρχέτυπον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σαρκωθεὶς Λόγος»
Μέρος Ε´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-5 («Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα τοῦ παραδείσου»)
Μέρος ϛ´:

3) Συνέπειαι

.                               Ὑπεγραμμίσαμεν ἀρκούντως εἰς τὸ πρῶτον μέρος τῆς ἐρεύνης μας τὴν ἀληθῆ καὶ πραγματικὴν ὕπαρξιν τῆς χριστολογικῆς διαστάσεως ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ ἀνθρωπολογίᾳ. Θὰ ἦτο ἀναγκαία μία ἰδιαιτέρα ἔρευνα διὰ νὰ ὑπογραμμισθῇ, ὅσον χρειάζεται, καὶ ἡ δευτέρα σημαντικωτάτη πλευρὰ τοῦ θέματος, ἡ ἀληθὴς καὶ πραγματικὴ ὕπαρξις τῆς ἀνθρωπολογικῆς διαστάσεως ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ χριστολογίᾳ. Εἰς τὰ περιωρισμένα ὅρια τοῦ παρόντος δοκιμίου δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νύξεις μόνον σχετικὰς νὰ κάνωμεν.

.                               α) Ἡ δημιουργικὴ ἀντιμετώπισις τοῦ προβλήματος τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συζητῶν μὲ τοὺς ἀνθρωπιστᾶς τοῦ ιδ΄ αἰῶνος, ὑποστηρίζει εἰς τὰς θεομητορικὰς ὁμιλίας του μερικὰς ἑξαιρετικῶς χρησίμους, διὰ τὸ θέμα τὸ ὁποῖον μᾶς ἀπασχολεῖ, θέσεις. Ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ, λέγει, συμφώνως πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Παύλου, ἦτο «ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ πρωτοτόκου εἰς τὴν οἰκουμένην»· ὁ παντοκράτωρ ὅμως Λόγος τοῦ Θεοῦ, πρὶν τὸν δεχθῇ ἐντός της καὶ τοῦ δώσῃ σάρκα ἡ Παρθένος, ἦτο ὡς πρὸς τὴν κτίσιν «ἄοικος».
Ὁ ἄνθρωπος δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς Παρθένου προσέφερεν ἐλευθέρως εἰς τὸν Θεὸν τὴν σάρκα του καὶ δι’ αὐτῆς ὁ ἄκτιστος Θεὸς ἐνεδύθη τὴν κτίσιν Του. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ Θεὸς εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ ἠδυνήθη νὰ δράσῃ ἐκ τῶν ἔνδον εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεὸς ὡς Θεάνθρωπος. Διὰ τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός, τὴν ὁποίαν ἐθέωσεν, ὁ Θεὸς ἐνίκησε τὸν Διάβολον καὶ τὸν θάνατον, κατ’ αὐτὸν δὲ τὸν τρόπον ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ἦτο κανονικὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἠλευθέρωσε δικαίως καὶ ἀβιάστως τὸν ἄνθρωπον.
.                               Ἐξ ἄλλου, ἐφ’ ὅσον ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος ἦτο, κατὰ τοὺς Πατέρας, ἀδύντον νὰ ἴδῃ τὸν ἄκτιστον Θεόν, ὁ Θεὸς ἐδανείσθη τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα καὶ δι’ αὐτῆς ἀπεκαλύφθη εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ἡ σὰρξ ὅμως αὕτη, τὴν ὁποίαν ἐδανείσθη ὁ Θεὸς διὰ νὰ τὴν κάμῃ κατοικητήριον, ἔνδυμα καὶ δόξαν Του, ἦτο ἀνάγκη νὰ εἶναι καθαρὰ καὶ ἀναμάρτητος. Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν σάρκα ἡτοίμασε ἐντός του καὶ τοῦ τὴν προσέφερεν ἐξ ὀνόματος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἷς ἄνθρωπος ἡ Παρθένος.
.                           Ἀλλ’ ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου, ὅπως ἤδη εἴδομεν, ἀπετέλεσεν, ἐκ τρίτου, τὴν τελείωσιν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἐνυποστασιαζομένη εἰς τὸν Λόγον, ὡλοκληρώθη. Διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ὅμως αὐτὴ ἡ συνάντησις καὶ ἕνωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὸν Θεόν, ἦτο ἀνάγκη ὅπως ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἀκολουθήση μίαν ἀνοδικὴν πορείαν. Διὰ νὰ κατέλθῃ ὑποστατικῶς ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἀνέλθει μέχρις ἑνὸς ἱκανοποιητικοῦ σημείου, ἀξιοποιῶν τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ βοηθούμενος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ πράγματι τὸ κτιστόν, κατὰ τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν, «αὐξάνον τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ», ὑψώθη ἕως τὴν Παρθένον. Εἰς τὴν ἀπολύτως δὲ καθαρὰν σάρκα τῆς Παρθένου ἐπεδήμησε διὰ τοῦ Πνεύματος ὁ Λόγος καί, προσλαβὼν τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα, εἰσήχθη εἰς τὴν «οἰκουμένην ὁ πρωτότοκος» καὶ ἐπραγματοποιήθη τοιουτοτρόπως ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Πατρός, τὸ μέγα μυστήριον τῶν γάμων Δημιουργοῦ καὶ δημιουργίας. Οὕτω διὰ τῆς παιδαγωγίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ «κατ’ εἰκόνα» ἐκαθαρίσθη καί, κατὰ τινα τρόπον, ἀποκατεστάθη ἐν τῇ Παρθένῳ. Διὰ τῆς ὑποστατικῆς δὲ ἑνώσεως τῶν φύσεων ὑψώθη ἐν τῇ Εἰκόνι καὶ αὐτὸς εἰς εἰκόνα.
.                               Ἡ κεντρικὴ θέσις τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ οὑμανισμοῦ, ὅπως οὗτος κηρύττεται σήμερον, εἶναι ὅτι ὁ Θεός, φυλακισμένος εἰς τὰ πράγματα καὶ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον διὰ νὰ Τὸν «σώσῃ». Εἰς τὴν αἱρετικὴν αὐτὴν θέσιν ἠμπορεῖ νὰ ἀπαντήσῃ ἀποτελεσματικῶς ἡ ὀρθόδοξος πραγματικότης τῆς «Εἰκόνος».
.                               Εἰς κάθε αἵρεσιν, πράγματι, εὑρίσκεται πάντοτε κρυμμένον ἓν σπέρμα ἀληθείας καὶ ἡ ὀρθόδοξος θεολογία ἔχει σκοπὸν νὰ τὸ διακρίνῃ καὶ νὰ τὸ προσλάβῃ. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον, ἂν καὶ διεστραμμένον, εἶναι ὀρθὸν εἰς τὴν οὑμανιστικὴν ἀναζήτησιν εἶναι τὸ ὅτι ὁ Θεὸς τόσον σέβεται καὶ ἐκτιμᾷ τὸν ἄνθρωπον, ὥστε νὰ μὴ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ μὴ ἐνεργῇ –ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ὑπ’ αὐτοῦ ἐξαρτωμένην κτίσιν– ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀνθρώπου, ἀκριβῶς διὰ νὰ μὴ παραβιάσῃ τὴν ἐλευθερίαν, τὴν ὁποίαν Αὐτὸς τοῦ ἐχάρισεν.
.                       Τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», πράγματι, ἡ χρονικὴ δηλαδὴ ἐκείνη στιγμή, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἀνέμενε καὶ προητοίμαζεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας διὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ πλήρως εἰς τὴν κτίσιν Του καί, προσλαμβάνων ὑποστατικῶς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν δυνατότητα νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν ἀρχικόν του προορισμόν, νὰ ὑψωθῇ εἰς Θεάνθρωπον, ἡ κεντρικὴ αὐτὴ στιγμή, μετὰ τὴν μακραίωνα παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ, ἦλθε διὰ τῆς ὑπάρξεως ἑνὸς ἀνθρώπου, τῆς Παρθένου. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐπραγματοποίησε τοιουτοτρόπως ἐν τῇ Παρθένῳ καὶ διὰ τῆς Παρθένου τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον, ὅπως ἤδη εἴδομεν, ἐξ ἀρχῆς ἐδημιουργήθη, ἔγινεν ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς Θεοτόκος.
.                               Τὸ σημεῖον τοῦτο ἔχει τεραστίας ἀνθρωπολογικὰς συνεπείας. Δι’ ἕνα δὲ διάλογον μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἀθεϊσμοῦ θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἔχῃ κυριολεκτικῶς ἀνυπολόγιστον σημασίαν. Μερικοὶ μεγάλοι ἄθεοι ὑπεστήριξαν, πράγματι, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ θεός. Οὐδεὶς ὅμως ποτέ, πλὴν τῶν ὀρθοδόξων πατέρων, ἐτόλμησε νὰ ὑποστηρίξῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ γεννήσῃ τὸν Θεόν. Τὴν τόλμην καὶ τὴν ἀπολυτότητα, μὲ τὴν ὁποίαν καταξιώνει τὸν ἄνθρωπον ἡ ὀρθόδοξος αὐτὴ ἀλήθεια, δὲν γνωρίζω, ἐὰν ἠμπόρεσε νὰ τὴν φθάσῃ ποτὲ ἡ ἔπαρσις οἱουδήποτε ἀθέου οὑμανισμοῦ.

, , , , , , , , , ,

Σχολιάστε

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-6 («Τὸ “κατ’ εἰκόνα” εἶναι τὸ θεολογικὸν Α καὶ Ω τοῦ ἀνθρώπου»)

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»
(Δοκίμιον ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας)
Μέρος ϛ´

ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΝΕΛΛΑ (†)
περιοδ. «Κληρονομία»,
τόμος 2, τεῦχος Β´ ,
Θεσσαλονίκη, Ἰούλιος 1970,
σελ. 293-320

ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφία»

Μέρος Α´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-1
Mέρος Β´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-2 («θεὸς κεκελευσμένος»)
Mέρος Γ´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-3 («τὸ ἀρχέτυπον, βάσει τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη καὶ πρὸς τὸ ὁποῖον τείνει».)

Μέρος Δ´: « Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-4 «Τὸ ἀρχέτυπον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σαρκωθεὶς Λόγος»
Μέρος Ε´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-5 («Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα τοῦ παραδείσου»)

.                       Ἡ κεντρικὴ αὐτὴ θέσις καθιστᾷ φανερὸν ὅτι ὁ Παῦλος, παροτρύνων τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποκτήσουν «νοῦν Χριστοῦ» καὶ «καρδίαν Χριστοῦ», δὲν τὸ κάμνει διὰ λόγους ἐξωτερικῆς εὐλαβείας ἢ συναισθηματικότητος, ἀλλὰ διὰ λόγους ὀντολογίας. Ὁ μετὰ Χριστὸν ἄνθρωπος καλεῖται πράγματι νὰ χριστοποιηθῇ διὰ τοῦ βαπτίσματος, τῆς εὐχαριστίας καὶ τῆς ὑπολοίπου ἐν μυστηρίῳ ἠθικῆς ζωῆς, διότι ἀρχικῶς ἐδημιουργήθη μὲ αὐτὸν τὸν προορισμόν.
.                       Ἡ ἰδία αὐτὴ θέσις βοηθεῖ νὰ συνειδητοποιήσωμεν τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ὀντολογικῶς, καὶ ὄχι μεταφορικῶς, τὰς πραγματικὰς διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ ἀληθὲς κάλλος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου.

2) Συμπέρασμα

α) Ἡ ἄνομος αὐτονομία πραγματικὴ ἄρνησις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἄρνησις δὲ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποδεχθῇ τὴν πραγματικότητα αὐτήν, νὰ τελειωθῇ, ἀποκτῶν αὐτὰς τὰς χριστολογικὰς διαστάσεις, αὐτὸ τὸ χριστολογικὸν κάλλος καὶ αὐτὴν τὴν ἐν Χριστῷ ζωήν, καθίσταται φανερὸν ὅτι εἶναι εἰς τὴν οὐσίαν ἄρνησις τοῦ ἰδίου του τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἀποτελεῖ τὴν πτῶσιν.
.                       Ὁ Ἀδάμ, πράγματι, μὴ θέλων νὰ φθάσῃ εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάραξεν, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, προετίμησε νὰ ἀκολουθήσῃ ἰδίαν ὁδόν, νὰ χρησιμοποιήσῃ ἀποκλειστικῶς τὴν ἰδικὴν του δύναμιν, νὰ θεωθῇ κατὰ τρόπον αὐτόνομον. Ἡ οὐσία ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἴδομεν, συνίσταται εἰς τὸ «κατ’ εἰκόνα». Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἡ ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἄρνησις τοῦ «κατ’ εἰκόνα» συμπίπτει μὲ τὴν ἄρνησιν τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδὴ μὲ τὸν θάνατον. Ἐφ’ ὅσον ὁ Ἀδὰμ δὲν ἠθέλησε νὰ λαμβάνῃ τὴν ζωὴν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ προετίμησε νὰ ὑψωθῇ ὁ ἴδιος κατὰ τρόπον αὐτόνομον καὶ αὐθαίρετον εἰς αὐτοζωήν, δὲ ἦτο δυνατὸν παρὰ νὰ εὕρῃ τὸν θάνατον ἐν τῇ θνητῇ ὕλη του. Δι’ αὐτὸ τὸ φυσικὸν ἀποτέλεσμα παντὸς ἀθέου οὐμανισμοῦ εἶναι ὁ μηδενισμός. Καὶ δι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἐλαχιστότερον ἴχνος αὐτονομίας εἶναι διὰ μίαν ὀρθόδοξον θεολογικὴν σκέψιν ἀπαράδεκτον. Ἡ αὐτονομία, ὡς ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀσυγχώρητος ἁμαρτία, διότι ἀπὸ τὴν ἰδίαν της τὴν φύσιν ἀρνεῖται τὴν μετάνοιαν, εἶναι ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη θεμελιώδης συνέπεια τοῦ δόγματος τοῦ «κατ’ εἰκόνα» εἰς τὸ θέμα, τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ.

β) Τὸ «κατ’ εἰκόνα» πραγματικὴ ὁλοκλήρωσις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως αὐτή, ἐνῷ εἶναι «μωρία» καὶ «σκάνδαλον» διὰ τοὺς ἀθέους ἀνθρωπιστάς, εἶναι σωτηρία διὰ τοὺς πιστούς. Διότι ἀποτελεῖ τὸ ἀρραγὲς θεμέλιον ἑνὸς μεγαλειώδους χριστοκεντρικοῦ ἀνθρωπισμοῦ.
.                       Ὁ ἀνθρωπισμὸς αὐτὸς ἔχει βεβαίως πολλὰς φορὰς παρεξηγηθῆ, μέχρις τοῦ σημείου νὰ θεωρῆται ἀνύπαρκτος. Διότι ἔχει ἐπανειλημμένως προδοθῆ. Συχνά, πράγματι, οἱ πιστοὶ θεωροῦμεν τὴν σωτηρίαν ὑπόθεσιν τῆς ἥσσονος προσπαθείας. Νομίζομεν ὅτι εἶναι μία ἁπλῆ ἀτομικὴ διάσωσις. Ἐνώπιον ἑνὸς ἐπερχομένου κινδύνου φανταζόμεθα ὅτι ἠμποροῦμεν νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὴν ἱστορίαν, τὴν κτίσιν, τὸ σῶμά μας, ἀρκεῖ νὰ σώσωμεν τὴν ψυχήν μας. Τίποτε ὅμως δὲν εἶναι περισσότερον ξένον πρὸς τὴν ἀληθῆ ὀρθόδοξον παράδοσιν ἀπὸ τὴν πλατωνικὴν αὐτὴν ἄποψιν, τὴν ὁποίαν ἀκριβῶς ἠθέλησε νὰ συντρίψῃ εἰς τὴν ρίζαν της ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κηρύττων ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου τὸ μεγαλύτερον σκάνδαλον διὰ τὴν ἑλληνικὴν σκέψιν, τὴν ἀνάστασιν τῶν σωμάτων.
.                       Διὰ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιθέτως, σωτηρία εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσις, ἡ πλήρης ἀνάπτυξις, ἡ ἀποκάλυψις καὶ ἡ πραγμάτωσις ὅλων τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου. Αἱ δὲ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπεριόριστοι, διότι πηγάζουν ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα», τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
.                       Τὸ «κατ’ εἰκόνα» συνεπῶς, ὡς τὸ θεολογικὸν Α καὶ Ω τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἡ χριστολογικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος του, καταξιώνει, δίδει συνέχειαν καὶ αἰωνιοποιεῖ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ κάθε πρᾶξιν καὶ δημιουργίαν ἀνθρωπίνην. Οὕτω 1) μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀντιμετωπίσωμεν θετικῶς τὸ πρόβλημα τοῦ ἀθέου ἀνθρωπισμοῦ καὶ 2) δημιουργεῖ τὰς προϋποθέσεις διὰ νὰ σκιαγραφήσωμεν μίαν ὀρθόδοξον θεολογικὴν λύσιν εἰς τὸ πρόβλημα τῆς ἐκκοσμικεύσεως.

.                       Ἂς ἐπισημάνωμεν ἐν συντομίᾳ τὴν σπουδαιότητα τῶν δύο αὐτῶν θέσεων.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ:Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-7 («Διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων ὑψώθη ἐν τῇ Εἰκόνι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς εἰκόνα»)

, , , , , , , , , ,

Σχολιάστε

«Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΕΙΜΑΖΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΝΑΥΑΓΙΟΝ ΟΥΧ ΥΠΟΜΕΝΕΙ»

«Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΕΙΜΑΖΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΝΑΥΑΓΙΟΝ ΟΥΧ ΥΠΟΜΕΝΕΙ»

Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

.                   Εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανικοί αἰῶνες, εἶχαν ὡς μέγα ζήτημα τήν Τριαδολογία, τήν Χριστολογία καί τήν Σωτηριολογία. Οἱ κοντινοί μας αἰῶνες, ὁ εἰκοστός καί ὁ εἰκοστός πρῶτος, φαίνεται νά ἔχουν ὡς σημαντικό θέμα, τήν Ἐκκλησιολογία. Δηλαδή, ἀναζητεῖται συνεχῶς ἡ ἀπάντηση στό βασικό ἐρώτημα: Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Καί τοῦτο, ἐπειδή ἔρχεται ἐνώπιόν μας μία παρερμηνεία τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, μία λαθεμένη ἀντίληψη τοῦ ἔργου της, μία παρεξήγηση τῆς θέσεως τῶν μελῶν της. Ποικίλες θεωρίες καί ἀπόψεις διατυπώνονται καί μάλιστα κατ’ αὐτάς, οἱ ὁποῖες ὅμως, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τό οὐσιαστικό καί αὐθεντικό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας. Γιά παράδειγμα, ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μόνον ἕνα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ὅπως ὅλα τά ἄλλα σέ μία κρατική ὑπόσταση. Ἄλλοι, θεωροῦν ὅτι εἶναι ἕνα κοινωφελές ἵδρυμα, ἐξαιρετικά χρήσιμο γιά ὑλική βοήθεια πρός τούς πτωχούς καί ἀναγκαῖο γιά διάφορες πολιτιστικές ἐκδηλώσεις. Ἄλλοι, ὅτι εἶναι μία καλή ὀργάνωση γιά συναισθηματική καί ψυχολογική στήριξη τῆς συνοχῆς τῆς κοινωνίας. Καί, βέβαια, γιά ἄλλους, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ὀντότητα μέ συντηρητικό, σκοταδιστικό, ὀπισθοδρομικό πνεῦμα, ἕνα καθεστώς ἀποξενωμένο ἀπό τήν πρόοδο, τήν παγκοσμιοποίηση καί τά σύγχρονα κοσμοείδωλα.
.                   Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω, παρουσιάζεται συχνά τό φαινόμενο τῆς ἀπαξίωσης τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κατασυκοφάντησης, τῆς λοιδορίας, τῆς ἄρνησης, τῆς θέσεώς της στό περιθώριο τοῦ δημόσιου βίου.

* * *

.                   Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία καθίσταται, ὅπως ὁ Κύριός της, «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», καταδιωκωμένη, περιφρονημένη, ἀλλά καί ἀποκαλυπτομένη συγχρόνως ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, πού ποτέ κανείς δέν θά ὑποπτευόταν, ὅτι θά ἦταν δυνατόν νά ἐνδιαφερθοῦν καί νά ἔλθουν κοντά στήν Ἐκκλησία καί νά αἰσθανθοῦν ἐνδόμυχα τήν εὐεργεσία της.
.                   Ὑπάρχει, λοιπόν, σήμερα ζωηρότατο ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό πού ὀνομάζεται Ἐκκλησία, πέρα ἀπό κάθε θρησκειολογική ἔννοια. Γενικά, θά λέγαμε, ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἐκκλησιολογικό ἐνδιαφέρον. Τό ἐρώτημα συνεπῶς εἶναι διαρκῶς ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων. Τί εἶναι τελικά ἡ Ἐκκλησία; Ὡστόσο γιά νά μπορέσει κάποιος νά δεῖ καί νά αἰσθανθεῖ, νά καταλάβει, νά βιώσει τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τί κάνει, ἀρίδηλος ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη νά ὑφίστανται οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις. Χρειάζεται μία ὑπέρβαση τοῦ «ὀρθοῦ λόγου», μία διείσδυση στό «μυστήριο» πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πρέπει κανείς νά προχωρήσει ἀπό τήν νοησιαρχία στό ὑπέρλογο, ἀπό τό ἄγνωστο στή γεύση καί μετοχή καί ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος. Ἄλλως, παραμένει ἔξω τοῦ οἴκου τῆς Ἐκκλησίας.
.                   Καταδεικνύεται, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτό πού νομίζουμε ἤ μέ ποικίλα κατά καιρούς ἰδεολογικά ἤ κοσμικά κριτήρια κατασκευάζουμε ὡς Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πέραν ἀπό καταχωρήσεις περί θρησκείας σέ ἐγκυκλοπαίδειες καί βικιπαίδειες. Ὅπως δέ διαπιστώνουμε -καί κάμνει πολύ ἐντύπωση αὐτό τό γεγονός- ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔγραψαν ἕνα ἔργο, π.χ. «Βίος τοῦ Χριστοῦ», καί δέν ὑπάρχει κάτι τέτοιο στήν ὀρθόδοξη θεολογία, κατά παρόμοιο τρόπο ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε, ὅτι δέν ὑπάρχει καί κάποιος ὁρισμός, γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦνται μόνο λέξεις, ἐκφράσεις καί εἰκόνες πρός δήλωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Μερικές τέτοιες λέξεις εἶναι: Βασιλεία, Βασίλισσα, Νύμφη, Μήτηρ, Ποίμνη, Κιβωτός, Ἄμπελος, Γεώργιον, Οἶκος, Οἰκοδομή, Πύργος, Σκηνή, Λιμήν, Πόλις, Σύνοδος, ἀλλά καί ἐκφράσεις, ὡς Λαός τοῦ Θεοῦ, Κοινωνία ἁγίων, Νέα Ἱερουσαλήμ, Σῶμα Χριστοῦ. Μ’ αὐτές μόνον τίς λέξεις, τίς φράσεις καί τίς εἰκόνες, μποροῦμε κάπως νά προσεγγίσουμε τό θέμα Ἐκκλησία. Ἀξίζει δέ, στό παρόν ἄρθρο, νά μελετήσουμε κυρίως αὐτή τήν τελευταία ἔκφραση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον ὀρθή θεολογικῶς. Θά σταθοῦμε σ’ αὐτή περισσότερο.

* * *

.                   Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κεφαλή τοῦ Σώματος, ὁ Χριστός καί μέλη τοῦ Σώματος εἶναι ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται σέ ὀργανική σχέση καί ἐξάρτηση πρός τήν Κεφαλή αὐτῶν, τόν Χριστόν, καί πρός ἀλλήλους.
.                   Εἰδικότερα, ὅταν ὁμιλοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα Χριστοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «ὀργανισμός», ὁ «θεσμός» ἐκεῖνος -καί κατά συγκατάβασιν χρησιμοποιοῦμε τίς λέξεις «ὀργανισμός» καί «θεσμός», πού διαθέτει ἴδια ζωή, ἴδια μέσα ζωῆς, δέν ἐξαρτᾶται ἔξωθεν καί ἔχει ὡς Ἱδρυτήν, Ἀρχηγόν, Κεφαλήν τόν Χριστόν, Λυτρωτήν καί Σωτῆρα. Λέγεται, λοιπόν, «Σῶμα Χριστοῦ», γιατί εἶναι τό Σῶμα, τό ὁποῖον ἱδρύθηκε, κυβερνᾶται, τρέφεται, στηρίζεται καί σώζεται ἀπό τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία διαρκεῖ καί ζεῖ στούς αἰῶνες, ἀκριβῶς διότι ζεῖ μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ρέει στή Ἐκκλησία, ἡ ζωή αὐτή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τά θεῖα καί ἱερά Μυστήρια, τά δοχεῖα τῆς Χάριτος. Ὡραιότατα γράφει ὁ Ν. Καβάσιλας: «Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἑλκύομε τήν Ἐκκλησία στίς ψυχές μας εἶναι ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων, ἡ λοῦσις (τό βάπτισμα), ἡ χρίσις, ἡ ἀπόλαυσις τῆς ἱερᾶς τραπέζης (Θ. Κοινωνία). Ὅταν τελοῦμε αὐτά τά μυστήρια ἐπιδημεῖ καί ἐνοικεῖ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός, ἀποπνίγει μέσα μας τήν ἁμαρτία καί ἐνσταλάζει τή ζωή καί τή δύναμη καί μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῆς νίκης» (Φιλοκαλία 22, Ν. Καβάσιλας, Λόγος Λ´, σελ. 301).
.                   Τό παράδοξο, μάλιστα, εἶναι, ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν «ὀργανισμό», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως ἔθνους, φυλῆς, φύλου, τάξεως, ἐκπαιδεύσεως, μποροῦν νά ζήσουν ὡς «εἷς ἄνθρωπος» καί συνάμα «ὡς ἐλεύθερα καί ἀνεπανάληπτα πρόσωπα» καί τό ἀκόμη πιό παράδοξο, ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία κοινότητα, πού ἐνῶ ζεῖ «ἐν τῷ κόσμῳ» καί ἔρχεται νά σώσει τόν κόσμο, δέν εἶναι, ἐν τούτοις, «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό καμμία κοσμική ἐξουσία, ἀλλ’ ἔχει δικούς της πνευματικούς νόμους. Ἐπί πλέον, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μία ἄμορφος μάζα, ἀλλά μία κοινωνία ἀνθρώπων, τῶν πιστῶν ἐν Χριστῷ, ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός, ἕνας ἱερός θεσμός, ὁρατός, ἑνιαῖος καί ἱεραρχημένος. Ὡς γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος «Καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν· οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν … ἔχοντες χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα» (Ρωμ. ιβ’, 4-6). Αὐτό εἶναι καί ἀποκαλεῖται ἐκκλησιαστικό σῶμα. Καί στό σῶμα βέβαια αὐτό δέν εἶναι μόνον οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί, ἀλλά ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι χριστιανοί, ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως. Ὅσοι βέβαια, προχώρησαν σέ σχίσμα, αἵρεση ἤ ἀποστασία, αὐτοί, ἀπό μόνοι τους ἔχουν ἐκβάλει τούς ἑαυτούς τους ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
.                   Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μία κοινωνία θρησκολήπτων καί δικαίων, ἀλλά ἕνας ἀγρός πού περιέχει χόρτα καλά, ἀλλά καί ἀγκάθια καί ζιζάνια καί, ὅσον διαρκεῖ ὁ παρών αἰών, ὁ διαχωρισμός ἀναβάλλεται. Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, ξέρει νά περιμένει, νά προσεύχεται, νά πονᾶ γιά τόν κάθε ἁμαρτωλό καί ἀσθενῆ ἄνθρωπο καί μετά χαρᾶς τόν δέχεται γιά νά τόν σώσει καί νά τόν ὁδηγήσει στή θέωση. Κατά συνέπειαν, ἀποτελεῖ οἰκτρά πλάνη νά θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς μία διοικητική πρωτίστως ὀργάνωση, ὡς ἕνα σωματεῖο τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, ὡς μία ΜΚΟ, ὡς ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα.
.                   Ὁ Χριστός, λοιπόν, εἶναι ἡ Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Ἱδρυτής της. Τοῦτο καθ’ ὅτι, κατά τίς ἡμέρες τῆς δημόσιας ζωῆς Του, ὁ Κύριος ἐξέλεξεν τούς Ἀποστόλους του, τούς προητοίμασε, τούς ἐδίδαξε, τούς ἀπέστειλεν, ὅπως καί ὁ Ἴδιος εἶχεν ἀποσταλεῖ παρά τοῦ Πατρός. Τούς ὑπέδειξε τό βάπτισμα ὡς τό μέσον τῆς ἐνσωματώσεως τῶν μελλόντων χριστιανῶν στό Σῶμα Του καί «τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο ἤ μᾶλλον ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», τούς παρέδωκε καί τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐνῷ μετά τήν ἀνάστασίν Του, τούς παρεχώρησε τήν ἐξουσία «τοῦ λύειν καί δεσμεῖν». Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἔθεσε τό θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας Του καί ἀπεκάλυψε στούς μαθητές Του τόν τύπο τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας Του, δηλ. τό σχέδιόν Του νά καταστήσει τήν Ἐκκλησίαν συνέχισιν τοῦ προφητικοῦ (διδασκαλία), τοῦ ἱερατικοῦ (μυστήρια) καί τοῦ βασιλικοῦ (διοίκηση) ἔργου Του.
.                   Ὅλα ὅμως αὐτά, δέν θά εἶχαν τήν ζωή καί τήν δύναμη πού θέλησε ὁ Κύριος νά ἔχουν, ἐάν δέν ἐζωοποιοῦντο ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό τρίτον πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἵδρυσε διά τοῦ ζωοποιοῦ Του αἵματος, ὁ ὑπέρ ἡμῶν σταυρωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, τήν φανέρωσε καί τήν στερέωσε κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδή, μετά τήν εἰς οὐρανούς ἔνδοξον ἀνάληψίν Του, δέν μᾶς ἄφησε μόνους, δέν μᾶς ἐγκατέλειψε. Μᾶς ἔδωκε τήν Ἐκκλησίαν Του. Αὐτό εἶναι τό μέγιστον θεῖον δώρημα.

* * *

.                   Τοιουτοτρόπως, ὁ πιστός μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ζεῖ τήν ὄντως ζωή, τήν ζωή τήν ἐν Χριστῷ, καί γνωρίζει καί ἔχει τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι ἔξω τῆς Ἐκκλησίας διακατέχεται ἀπό στέρηση τῆς ἀληθοῦς ζωῆς. Ὁ εὑρισκόμενος ὅμως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τά βλέπει πλέον ὅλα διαφορετικά, τά γήϊνα καί τά ρέοντα, τίς ἀντιξοότητες καί δοκιμασίες τῆς ζωῆς, αὐτή τήν ἴδια τήν ζωή, καί τό νόημά της, ἀλλά καί τίς ἀσθένειες, τά βάσανα, τίς πίκρες καί αὐτόν ἀκόμη τόν θάνατον. Ὅλα τά ἀντιμετωπίζει ἄλλως πως, γιατί ὑπάρχει ἡ ἄλλη διόπτρα, ἡ πνευματική, μέ τήν ὁποία βλέπει τά τῆς ζωῆς καί τά τοῦ κόσμου τούτου.
.                   Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πιστός, δέν ζεῖ μόνον τήν κατά σάρκα ζωή, ἀλλά καί τήν ἐν Πνεύματι ἁγία ζωή, ἀποξενώνεται ἀπό τόν παλαιό ἑαυτό του χάριν Ἐκείνου. Ἡ πραγματική ψυχή τῆς ζωῆς του, ὁ ἐμψυχωτής του, εἶναι, ὁ νοῦς καί ἡ θέληση Ἐκείνου, τόν ὁποῖο ἔκανε Κύριόν του. Συνεπῶς, ὅταν ὁμιλοῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί ἀνήκουν στόν Χριστό, αὐτό δέν σημαίνει ἁπλῶς ἠθική ὑποταγή, ἀλλά νέα ὄντως «ζωή ἐν αὐτῷ». Σημαίνει ὅτι ἀνήκουν σ’ Αὐτόν οἱ πιστοί ὡς μέλη Του, ὡς “κοινωνοί θείας φύσεως” (Β’ Πέτρ. α’ 4). “Οὐκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλά τῷ ὑπέρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι” (Β’ Κορ. ε’ 15). Ἔτσι, ὡς λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἐκκλησία γὰρ οὐ τοῖχος καὶ ὄροφος, ἀλλὰ πίστις καὶ βίος», δηλαδή τρόπος ζωῆς, ἐμπειρία ζωῆς. Ἔχει πλέον ὁ πιστός ἄλλη βιοτή, τήν ἐκκλησιαστική. Ὁ ἄλλος, δέ, κόσμος πού στέκεται ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει αὐτό, γι’ αὐτό καί συμπεριφέρεται ἀντιεκκλησιαστικά. Εἶναι ἀμύητος τοῦ θείου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὅσον καί ἄν μᾶς φαίνεται παράδοξο, ὁ πιστός προσκαλεῖται ν’ ἀκούσει, ἀφ’ ἑνός μέν, «τὰς θύρας, τὰς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», ἀφ’ ἑτέρου δέ, νά ὁμολογήσει: «οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω…».

* * *

.                   Κατά συνέπειαν, ἐφ’ ὅσον Ἱδρυτής, Κεφαλή, Κυβερνήτης Πηγή τῆς ἀληθοῦς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ἀφοῦ ὁ «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8), καί ἡ Ἐκκλησία, θά παραμένει ἀείποτε ἀκατάλυτος καί ἀτελεύτητος. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ Κύριος ἔδωκε τήν βεβαίωση καί εἶπε: «Καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).
.                   Ἰδιαίτερα, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος στόν περίφημο λόγο του «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος», τήν ὁποία ἐπιλεξαμε καί ὡς τίτλο τοῦ παρόντος ἄρθρου μας, διατυπώνει πολύ χαρακτηριστικά τήν σπουδαιοτάτη φράση: «Ἡ Ἐκκλησία χειμάζεται, ἀλλά ναυάγιον οὐχ ὑπομένει». Εἰδικότερα γράφει: «Τίποτε δέν εἶναι ἴσο μέ τήν Ἐκκλησία. Μή μοῦ λέγεις τά τείχη καί τά ὅπλα, γιατί τά τείχη μέ τό χρόνο παλαιώνουν, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέ γερνᾶ. Τά τείχη οἱ βάρβαροι τά γκρεμίζουν, τήν Ἐκκλησία ὅμως οὔτε οἱ δαίμονες τή νικοῦν. Καί ὅτι τά λόγια αὐτά δέν εἶναι μεγάλη καύχηση, τό μαρτυροῦν τά πράγματα. Πόσοι πολέμησαν τήν Ἐκκλησία καί αὐτοί πού τήν πολέμησαν χάθηκαν; Αὐτή ὅμως ἀνέβηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανούς. Τέτοιο μεγαλεῖο ἔχει ἡ Εκκλησία. Ὅταν τήν πολεμοῦν, νικάει· ὅταν τήν ἐπιβουλεύονται, θριαμβεύει· ὅταν τήν βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη· δέχεται τραύματα καί δέν πέφτει ἀπό τίς πληγές· κλυδωνίζεται, ἀλλά δέν καταποντίζεται· δοκιμάζεται ἀπό τρικυμίες, ἀλλά δέν παθαίνει ναυάγιο· παλεύει, ἀλλά μένει ἀήττητη· ἀγωνίζεται, ἀλλά δέν νικιέται» (ΕΠΕ 33, σ. 110).
.                   Καί σ’ ἄλλο, ἐπίσης σπουδαῖο λόγο του, «Πρό τῆς ἐξορίας», πάλιν ὁ μέγας πατήρ, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, γράφει: «Τίποτε δέν εἶναι πιό δυνατό ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄνθρωπε. Σταμάτησε τόν πόλεμο, γιά νά μή διαλύσει τή δύναμή σου. Μήν ἀνεβάζεις πόλεμο στόν οὐρανό. Ἄν πολεμᾶς ἄνθρωπο, ἤ νίκησες, ἤ νικήθηκες. Ἄν ὅμως πολεμᾶς τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατο νά νικήσεις, γιατί ὁ Θεός εἶναι πιό ἰσχυρός ἀπ’ ὅλους. Ὁ Θεός τήν στερέωσε, ποιός ἐπιχειρεῖ νά τήν κλονίσει;» (ὅπ. παρ., σ. 386).
.                   Δέν παραλείπει δέ ὁ Χρυσορρήμων νά γράψει καί γιά τήν ἄλλη δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἁγιαστική. Τονίζει πολύ χαρακτηριστικά, ἀλλά καί παραστατικά χρησιμοποιῶντας τήν εἰκόνα τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε. «Δέν θά ἔκανε κανείς λάθος, ἐάν ἔλεγεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπό τήν κιβωτόν. Διότι ἡ μέν κιβωτός παρελάμβανε τά ζῷα καί τά διετήρει ζῷα, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῷα καί τά μεταβάλλει. Ἄς χρησιμοποιήσω παραδείγματα. Εἰσῆλθεν ἐκεῖ (εἰς τήν κιβωτόν) ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ· εἰσῆλθε λύκος καί ἐξῆλθε λύκος· ἐδῶ εἰσῆλθε κάποιος ἱέραξ καί ἐξέρχεται περιστερά· εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον· εἰσέρχεται φίδι καί ἐξέρχεται ἀρνί, διότι δέν μεταβάλλεται ἡ φύσις, ἀλλ’ ἐκδιώκεται ἡ κακία» (ΕΠΕ 30, 284). Αὐτά ὅλα σημαίνουν, ὅτι στήν Ἐκκλησία καταφεύγουν οἱ φθαρμένες καί ἀμαυρωμένες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι «οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι», καί Ἐκείνη γνωρίζει νά ξαναπλάθει, ἀνακαινίζει καί θεώνει τόν καθένα πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία δέν μένει στήν ἄρνηση. Προχωρεῖ στήν κατάφαση, στήν πνευματική ἀνάβαση, γιατί Θεός στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας συγκαταβαίνει.

* * *

.                   Κατ’ ἀκολουθίαν, τῶν ἀνωτέρω πατερικῶν σοφῶν λόγων καί ἐφ’ ὅσον ὅλα αὐτά συνιστοῦν τήν ἔννοια, τήν πνευματική δύναμη καί τό περιεχόμενον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά Ἐκκλησία ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ; Ἤ ἔπειτα νά γίνεται λόγος γιά καταστρατήγηση, ἀπαξίωση καί ὑποβάθμιση τῆς Ἐκκλησίας; Τό πρόβλημα, ἐν προκειμένῳ, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ὀρθό λογισμό. Ἄλλωστε Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι μας. Εἶναι λάθος ἡ τοποθέτηση: «Ἐγώ καί ἡ Ἐκκλησία». Μή λησμονοῦμε δέ, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ, ὡς ὁ «ἐξ οὗ τά πάντα» εἶναι ἡ πρώτη αἰτία καί ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Θεοῦ φυτεία», δηλαδή μία ἄλλη πραγματικότητα, ὡς γράφουν οἱ «Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» (4ος αἰ.). Προϋπῆρχεν ἐξ ἀϊδίου οἱονεί κεκρυμμένη ἐν τῷ Θεῷ ὡς πρὸς τό, πρὸ τῶν αἰώνων, «ἀπόκρυφον μυστήριον». Προϋπῆρχεν ἐν τῇ σοφίᾳ καί τῇ προνοίᾳ τοῦ Θεοῦ, ὡς λέγει ὁ συγγραφέας τοῦ 2ου αἰῶνα, ὁ Ἑρμᾶς (Ὅρασις, 5). Μετέπειτα ἦλθαν ὅλα τά ἄλλα. Ὁ κτιστός κόσμος, ὁ ἄνθρωπος, οἱ λαοί, τά ἔθνη, τά κράτη. Ὅλα εἶναι κατοπινά καί μεταγενέστερα.
.                   Ἔτσι πράγματι, οἱ αἰῶνες ἔρχονται καί παρέρχονται. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ἐπειδή εἶναι τοῦ Χριστοῦ, μένει στόν αἰῶνα. «Ecclesia vero Christus», θά πεῖ ὁ Τερτυλλιανός καί ἐπειδή «στέφανος τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός», Αὐτή, εἶναι καί παραμένει πύργος ἀσάλευτος καί ἀκαταμάχητος. Πέρα λοιπόν ἀπό κούφιους ἰδεαλισμούς, ἀπό ἀνθρωποκεντρικούς πειρασμούς, ἀπό σκοτεινές νύκτες ἀμφιβολιῶν, τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πάντα τήν δυναμική τῆς ἀναγεννήσεως τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία θά συνεχίζει νά μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο, τόν καθένα πού πηγαίνει κοντά της, νά ποιμαίνει τόν κάθε πιστό, ὑπερνικῶντας τά ποικίλα ἐμπόδια. Καί θά ἐξακολουθήσει νά κατανικᾶ τελικά καί αὐτόν τόν θάνατον, διότι ἡ Ἐκκλησία ζεῖ, γιατί ὁ Χριστός ζεῖ, καί εἶναι στό διηνεκές «ἐν μέσῳ ἡμῶν» καί Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, καί ἡ Ἀνάστασις.
.                   Γι’ αὐτό, στούς δύσκολους καιρούς μας ἀπό κάθε ἄποψη, πρίν ἀκούσουμε τήν φωνή τοῦ οὐρανοῦ: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα;», ἄς ἀνοίξουμε τά ὦτα μας στήν πατερική συμβουλή: «Μένε εἰς Ἐκκλησίαν».

 

, ,

Σχολιάστε

ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

, ,

Σχολιάστε

«ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΑΓΑΠΗΣ μέν, ἀλλὰ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ» (Ἐκκλησία Κρήτης)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τῆς ΚΡΗΤΗΣ
07.05.2020

.                     Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τήν Πέμπτη 7 Μαΐου 2020, συσκέφθηκε γιά τά ἔκτακτα μέτρα τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ, σύμφωνα μέ τίς πρόσφατες Ἀποφάσεις τῆς Πολιτείας, καί ἀνακοινώνει τά ἀκόλουθα:
1. Ἀπό τήν ἀρχή αὐτῆς τῆς δοκιμασίας ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης συνέβαλε, μέ τίς Ἀποφάσεις, τά Ἀνακοινωθέντα, τίς Ἐγκυκλίους καί τίς κατευθύνσεις Της πρός τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ Λαό τῆς Μεγαλονήσου, στήν ὑπεύθυνη στάση καί ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς ἔκτακτης καταστάσεως, ἐφαρμόζοντας τά ληφθέντα μέτρα.

2. Εἶναι γεγονός ὅτι μέ πόνο ψυχῆς ζήσαμε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα καί ἑορτάσαμε τό Πάσχα μέ τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Μεγαλονήσου χωρίς πιστούς καί μέ ποικίλα ἐσωτερικά βιώματα, στόν Ἱερό Κλῆρο καί τό φιλότιμο Λαό μας. Ἡ θέση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε στάση θυσιαστική καί εἶχε ὡς κίνητρό της τήν ἀγάπη καί ὄχι τόν φόβο! Ὑπῆρξε ἀπόφαση ὑπεύθυνης καί συνειδητῆς ἐπιλογῆς, μέ μοναδικό σκοπό νά διαφυλάξει τήν ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου.
Ἄλλωστε, ὅπως δήλωσε ρητά ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, στό πρόσφατο μήνυμά Του, «Αὐτό πού κινδυνεύει δέν εἶναι ἡ πίστη, ἀλλά οἱ πιστοί, δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά οἱ Χριστιανοί μας, δέν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι».

3. Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης χαιρετίζει τό ἄνοιγμα τῶν Ἱερῶν Ναῶν μας γιά τήν ἀτομική προσευχή κατ’ ἀρχάς καί γιά τό προσκύνημα τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά προσέρχονται, τηρώντας τά μέτρα ἀσφαλείας καί ὑγιεινῆς, τά ὁποῖα ἔχει θεσμοθετήσει ἡ Πολιτεία.
Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης προσμένει ἀγαπητικά τά πιστά παιδιά Της, τήν Κυριακή, 17η Μαΐου 2020, πού θά τελεσθεῖ καί πάλι ἡ Θεία Λειτουργία μέ συμμετοχή πιστῶν.

4. Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, γιά μιά ἀκόμη φορά, προτρέπει τίς εὐπαθεῖς ὁμάδες τῶν συνανθρώπων μας, νά προσέχουν γιά ὅσο χρονικό διάστημα χρειασθεῖ, ὥστε νά μή θέτουν τόν ἑαυτό τους καί τούς ἄλλους, σέ κίνδυνο καί δυσκολία. Ὅλοι οἱ κληρικοί μας, οἱ ἐφημέριοι τῶν Ἐνοριῶν, εἶναι στή διάθεσή τους πάντοτε, γιά κάθε πνευματική τους ἀνάγκη.

5. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἀπέστειλε ἐπιστολή στόν Ἐξοχ. κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, Πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος, μέ κοινοποίηση στήν κ. Νίκη Κεραμέως, Ὑπουργό Παιδείας καί Θρησκευμάτων, γιά τό ἄνοιγμα τῶν Ἱερῶν Ναῶν μας καί ἐκφράζομε τή χαρά καί τήν ἱκανοποίησή μας, διότι εἰσακούσθηκε τό δίκαιο αἴτημα αὐτό.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καθημερινά ἀποδεικνύει ἔμπρακτα ὅτι ἐφαρμόζει ὅλα τά μέτρα καί ἐπιδεικνύει διάθεση συνεργασίας γιά τήν προστασία τῆς δημόσιας ὑγείας, παρά τό γεγονός ὅτι δέχθηκε πολλές φορές καί ἀπό διάφορα πρόσωπα, κατηγορίες, συκοφαντίες καί εἰρωνεῖες. Αὐτές τίς ὁμολογουμένως ἀνάρμοστες συμπεριφορές συγχωρεῖ, ἐπαναλαμβάνοντας τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας πρός τόν Θεό Πατέρα, γιά τούς σταυρωτές Του, «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσιν» (Λουκ. 23,34).

6. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἐπαναλαμβάνει τό ἀδιαπραγμάτευτο καί αὐτονόητο τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι τό Σῶμα καί τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἀποτελεῖ τή βάση τῆς Πίστεώς μας καί τῆς κοινῆς Λατρευτικῆς καί Λειτουργικῆς ζωῆς καί τοῦ δισχιλιόχρονου βιώματος καί τῆς ἐμπειρίας Της. Χωρίς τή Θεία Εὐχαριστία δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία!

7. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζει τήν εὐαρέσκεια καί τίς θερμές εὐχαριστίες Της πρός τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες, τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐγενῆ Λαό τῆς Μεγαλονήσου, γιά τήν ὑπακοή, τήν ὑπομονή, τή θυσιαστική ἀγάπη τους, ὅλο αὐτό τό διάστημα τῆς κοινῆς μας δοκιμασίας. Ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους καί γνωρίζει νά ἀνέρχεται ἀγόγγυστα στό Γολγοθᾶ του, προσβλέποντας στή βεβαιότητα τῆς Ἀνάστασης!
Εὐχαριστίες ἐκφράζονται πρός τούς ἁρμόδιους Φορεῖς τῆς Πολιτείας καί τήν ἁρμόδια Ἐπιτροπή τῶν Ἐπιστημόνων, γιά τίς συντονισμένες ἐνέργειες ἀντιμετώπισης αὐτῆς τῆς πανδημίας.
Ἐπίσης, εὐχαριστίες ὀφείλονται στό Ἰατρικό, τό Νοσηλευτικό καί ἐν γένει τό Προσωπικό τῶν Νοσοκομείων καί τῶν Μονάδων Ὑγείας, τῶν Προνοιακῶν καί ἄλλων Ἱδρυμάτων καί τούς ἐθελοντές, γιά τόν τιτάνιο καί ὑποδειγματικό ἀγῶνα τους. Στήν κοινή προσπάθεια, συντάχθηκε μέ συνέπεια καί ὑπερβάσεις, ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνικός Λαός.
Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ἐπαινεῖ καί συγχαίρει ὅλους ἐκείνους ἀπό τήν ἐπιστημονική κοινότητα καί κάθε ἄλλο χῶρο, οἱ ὁποῖοι ἐξέφρασαν δημόσια, κατά τήν περίοδο αὐτή, τό σεβασμό τους στό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τή βεβαιωμένη πίστη καί ἐμπειρία Της.
Ἐπίσης, καλεῖ ὅλους νά κατανοήσουν καί νά σεβαστοῦν ὅτι τό θέμα τῆς πίστεως εἶναι προσωπικό γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀποτελεῖ συνταγματικῶς κατοχυρωμένο δικαίωμα καί οὐδείς δικαιοῦται νά τό θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση, μέ τρόπους πού προσβάλλουν τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

8. Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή καί οἱ Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης στήριξαν καί συνεχίζουν νά στηρίζουν ὅλη αὐτή τήν περίοδο ἔμπρακτα, μέ διάφορες δωρεές καί πρωτοβουλίες, Ἱδρύματα, Νοσοκομεῖα, Κέντρα Ὑγείας, Γηροκομεῖα, καί ἄλλες Προνοιακές Δομές, μέ τή σύμπραξη τῶν κληρικῶν καί ἄλλων συνεργατῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκφράζομε πρός ὅλους θερμές εὐχαριστίες γιά τή φιλάνθρωπη ἔκφραση τῶν αἰσθημάτων τους καί σέ αὐτή τή δύσκολη περίσταση γιά τόν Τόπο μας. Δόξα τῷ Θεῷ, τό φιλότιμο καί ἡ ἀνθρωπιά ἐκφράσθηκαν πλούσια καί ὑποδειγματικά, γιά μιά ἀκόμη φορά!

9. Ἀνακοινώνεται ὅτι ἀπό τή Δευτέρα 11 Μαΐου 2020, οἱ ἄνθρωποι θά ἐξυπηρετοῦνται κανονικά στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, μέ τήν τήρηση τῶν ἐκ τοῦ Νόμου προβλεπομένων ὑγειονομικῶν μέτρων. Σέ ὅσες περιπτώσεις ὑπάρχει δυνατότητα ἠλεκτρονικῆς ἐξυπηρέτησης εἶναι καλό νά ἐπιλέγεται.

10. Εἰδικές δεήσεις θά συνεχίσουν νά ἀναπέμπονται στούς Ἱερούς Ναούς, πρίν ἀπό τήν Ἀπόλυση τῆς Θείας Λειτουργίας κάθε Κυριακή, μέχρι τήν παρέλευση αὐτῆς τῆς δοκιμασίας.

11. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, θά ἀποστείλει Συνοδική Ἐγκύκλιο πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἡ ὁποία θά ἀναγνωσθεῖ τήν Κυριακή, 17 Μαΐου 2020, σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Μεγαλονήσου, καθώς καί Συνοδικό Ἐγκύκλιο Σημείωμα, μέ ὁδηγίες πρός τούς κληρικούς καί τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες, γιά τήν περίοδο αὐτή.

12. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, παρακαλεῖ ὅλους τούς πιστούς, νά ἐπιδείξουμε δύναμη καί θάρρος, καί νά συνεχίσουμε νά εἴμαστε ἑνωμένοι, μπροστά καί στίς δυσκολίες πού θά ἀκολουθήσουν. Νά συνδράμουμε μέ κάθε τρόπο τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν μας καί νά προχωρήσουμε μπροστά, δυνατοί καί ἀλώβητοι!
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, Πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης καί ὅλων τῶν Ἁγίων, νά μᾶς σκεπάζει καί νά μᾶς ἐνδυναμώνει!

ΠΗΓΗ: ekklisiakritis.com

, , ,

Σχολιάστε

ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ!

Τὸ στερέωμα τῶν ἐπὶ Σοὶ πεποιθότων,
στερέωσον, Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν,
ἣν ἐκτήσω τῷ Τιμίῳ Σου Αἵματι.

Σχολιάστε

«ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΣΩΜΑ» (Πολλή ἀρρώστεια ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό μέλη της, ἄλλοτε λόγῳ ἁμαρτιῶν, ἄλλοτε λόγῳ ζηλωτισμῶν, καί μάλιστα ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ)

«Τό πληγωμένο Σῶμα»

τοῦ Ν. Ι.

Περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση»,
ἀρ. τ. 278, Σεπτ. 2019

.           Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ὅσοι μετέχουν τῶν Μυστηρίων καί πιστεύουν ὀρθῶς, ὡς «βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
.           Ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά νά νικήση τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο καί ἐπάνω στόν Σταυρό τό Σῶμα Του πληγώθηκε, ἔρρευσε ἀπό τά μέλη πού καρφώθηκε στόν Σταυρό, κυρίως ἀπό τήν ἁγία του πλευρά πού λογχεύθηκε, τό αἷμα Του. Καί μετά ἀπό τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός κράτησε τίς οὐλές τῶν πληγῶν στό Σῶμα Του γιά νά δείξη στούς ἀνθρώπους τήν μεγάλη του ἀγάπη πρός αὐτούς, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
.           Ὅταν σκέπτομαι τήν ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Σταυρό καί τό αἷμα πού ἔρρευσε ἀπό τήν ἁγία Του πλευρά, δηλαδή τίς πληγές πού σχηματίσθηκαν πάνω στό Σῶμα Του, συγκλονίζομαι ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ἀχαριστία καί τήν ἀπρέπεια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του.
.           Ὅμως, τώρα καί οἱ Χριστιανοί σταυρώνουν τόν Χριστό καί πληγώνουν τό Σῶμα Του. Γι’ αὐτήν τήν ἀνασταύρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καί παραπεσόντας πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν, ἀνασταυροῦντας ἑαυτοῖς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ καί παραδειγματίζοντας» (Ἑβρ. ϛ´ 6).
.           Οἱ ἁμαρτίες τῶν Κληρικῶν καί λαϊκῶν Χριστιανῶν, οἱ διαιρέσεις καί τά σχίσματα, οἱ φιλαρχίες καί οἱ ἀνταγωνισμοί καί πολλά ἄλλα πληγώνουν καί πάλι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ εὐθύνη τῶν Κληρικῶν καί λαϊκῶν, σήμερα παρουσιάζεται πληγωμένη καί τραυματισμένη. Βεβαίως, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι δοξασμένο καί ἀναστημένο, ἀλλά ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τό πληγώνουμε καθημερινά μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο.
.           Τόν τελευταῖο καιρό αἰσθάνομαι δύο διαφορετικές καταστάσεις. Διαβάζω καί γράφω γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, τήν ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐνθουσιάζομαι καί εὐφραίνομαι γιά τό ὕψος τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Κάνω τήν τελευταία διόρθωση τοῦ βιβλίου γιά τήν «πατερική καί σχολαστική θεολογία». Ὅμως, ὅταν θελήσω νά ἀγγίξω μερικές πονεμένες καί τραυματισμένες πλευρές τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό ὅπου ρέει ἄφθονο αἷμα, τότε δοκιμάζω καί ἐγώ μιά ἀφόρητη θλίψη, ἕνα μεγάλο πόνο.
.           Κάπως ἔτσι αἰσθάνονται καί οἱ χειροῦργοι ἰατροί. Διαβάζουν καί γράφουν διάφορα θεωρητικά βιβλία περί ἰατρικῆς χειρουργικῆς, ἀλλά ὅταν πιάνουν τό νυστέρι γιά νά κάνουν ἐγχειρήσεις, τότε ἀγγίζουν τίς πληγές τοῦ σώματος τῶν ἀσθενῶν καί πολλές φορές τά αἵματα πέφτουν ἐπάνω τους, ματώνονται καί τά ροῦχα τους.
.           Μιά τέτοια ἀντίληψη ἔχω τόν τελευταῖο καιρό. Τό νά γράφω γιά θεολογικά, νηπτικά καί πνευματικά θέματα εἶναι εὔκολο καί ἴσως καί εὐχάριστο. Ὅμως ὅταν θέλω νά γράψω γιά τίς «ἐκκλησιολογικές πληγές», συναντῶ τίς ἀντιδράσεις τῶν τραυματισμένων καί πληγωμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί πέφτει πάνω μου τό αἷμα πού τρέχει ἀπό αὐτές τίς πληγές.
Σκέπτομαι ὅτι πολλή ἀρρώστεια ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό μέλη της, ἄλλοτε λόγῳ ἁμαρτιῶν, ἄλλοτε λόγῳ ζηλωτισμῶν, καί μάλιστα ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ.
.           Ἐπίσης παρατηρῶ ὅτι μερικοί εἰδήμονες καί μή, γράφουν θεολογικές ἐκθέσεις ἰδεῶν καί ἀστυνομικές ἀναλύσεις, χωρίς πόνο, δίχως δάκρυ, στεκόμενοι σέ ἀπόσταση γιά νά μή λερωθοῦν καί ματώσουν.
.           Ὅπου κι ἄν κοιτάξη κανείς θά δῆ πληγές, αἵματα, πόνους. Καί κράζει: «Κύριε, σῶσον τούς εὐσεβεῖς»!

Ν.Ι.

 

,

Σχολιάστε

Η Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ καὶ ΕΜΕΙΣ-1 «Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ Χριστόν. Ἡ λειτουργία ἐνεργεῖ Χριστόν». (Ἀρχιμ. Αἰμιλιανός†)

ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο

Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ
«Θεία Λατρεία – Προσδοκία καὶ ὅρασις Θεοῦ»,
Κατηχήσεις καὶ Λόγοι-4,
ἐκδ. «Ὀρμύλια», 2003, σελ. 180 ἑπ.
ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφία»

.                 Ἐν τῇ Λειτουργίᾳ εἷς ἕκαστος μετέχει προσωπικῶς εἰς τὸ ἔργον τῆς θείας οἰκονομίας, διότι οἰκειοποιεῖται τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου. […] Εἰς τὸ μυστήριον τῆς θεοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς κτίσεως συμβάλλει τὸ κάθε πρόσωπο. Ὁ καθείς μας διακονεῖ. Ὁ ἄνθρωπος παρέχει ἑαυτὸν καὶ τὰ ἑαυτοῦ δῶρα εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὁ Θεὸς παρέχει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ ἑαυτοῦ δῶρον, τὸν ἄρτον τὸν οὐράνιον, τὸν ἑαυτοῦ Υἱόν, εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν μεθ᾽ ὅλων τῶν θεϊκῶν δώρων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γινόμεθα ἅγιοι, λαμβάνομεν χαράν, εἰρήνην, ἀγάπην, πραότητα, Πνεῦμα Ἅγιον. Δὲν γινόμεθα ἡμεῖς ἅγιοι διὰ τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ μᾶς ἁγιάζει ὁ Θεὸς δι᾽ αὐτῆς τῆς ἀλληλουχίας τῶν ἀνταποδόσεων ἀγάπης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου.
.                 Ὁμιλοῦντες περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνώσεως, πρέπει νὰ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν ὅτι σήμερα περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχὴν ὁ ἄνθρωπος βιοῖ δύο καταστάσεις ἀντιθέτους πρὸς τὴν Λειτουργίαν: τὸν περισπασμὸν καὶ τὴν διαίρεσιν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καρφώση κάπου τὸν νοῦ του· φεύγει ἀδιαλείπτως. Περισπᾶται ἡ ἀνθρωπίνη ὕπαρξις. Ἀλλὰ καὶ ἡ διαίρεσις εἶναι ἐμφανὴς εἰς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Τὸ πρῶτον, ὁ περισπασμός, κατακερματίζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν κατατσακίζει. Τὸ δεύτερον, ἡ διαίρεσις, τὸν διαλύει, τὸν ἀποσυνθέτει. Δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικώτερον ὅπλον καὶ φάρμακον κατὰ τῆς διπλῆς αὐτῆς μάστιγος ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, ἡ ὁποία ἑνοποιεῖ ὄχι μόνον ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν ἑαυτοῖς ἀλλὰ καὶ ἡμᾶς μετὰ τοῦ Θεοῦ, μετὰ πάντων τῶν ἁγίων καὶ μεθ’ ὅλης τῆς κτίσεως.
.                 Γνωρίζομε δὲ ὅτι ὁ κόσμος τώρα δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν φωτεινὴν μορφὴν ἑνὸς ἀνθρώπους, σοφοῦ ἡγέτου ἢ προφήτου ἢ πνευματικοῦ ταγοῦ καὶ τροφοῦ, ἀλλὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ μίαν ἀντίληψιν συνδικαλισμῶν· καὶ ἡ λέξις συνδικαλισμὸς μὲ ὅλες τὶς ἔννοιες, ὄχι μόνον μὲ ἐκείνην τῆς πολιτικῆς, σημαίνει συνωστισμός, συνωθισμός, συμπαρασυρμὸς καὶ ἐξικνεῖται μέχρι τῆς νηπιακῆς ἡλικίας. Λείπει ἡ ἑνοῦσα μορφὴ καὶ κυριαρχεῖ ἡ συνένωσις, ὁ συμπαρασυρμός, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι γίνονται κύματα ἀγόμενα καὶ φερόμενα, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ δράσουν, ἀλλὰ μποροῦν μόνον νὰ ἀναστατώνουν. Ὁ κόσμος ἀκόμη ὑφίσταται δεσποτείαν ρευμάτων καὶ συστημάτων οἰκονομικῶν, φιλοσοφικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτικῶν, βιοθεωρητικῶν, ἕνα σύνολον συστημάτων ἰδεολογικῶν, τὰ ὁποῖα δὲν ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπον μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὸν ἀπομονώνουν ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, διότι τὸν κάνουν νὰ νοιώθη ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθής. Λείπει ἀπὸ μίαν τοιαύτην κατάστασιν ὁ Θεὸς καὶ ἡ θεολογία.
.                 Αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα τοῦ κόσμου, ὁ περισπασμὸς καὶ ἡ διαίρεσις, ἔχουν βαθείας συνεπείας εἰς τὴν ψυχολογικὴν καὶ πνευματικὴν ζωὴν τῶν προσώπων καὶ δι’ αὐτὸ ἡ λειτουργία εἶναι κάτι ἄλλο. Εἰσέρχεται εἰς τὴν διαλελυμένην κοινωνίαν, τὴν προσλαμβάνει, τὴν συνάπτει μὲ τὸν λειτουργικὸν χῶρον καὶ τὴν καθιστᾶ τόπον, ὅπου εἶναι δυνατὸν νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Πῶς ἀλλοιῶς νὰ φαντασθῆ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεόν; Ποῦ νὰ τὸ θυμηθῆ; Πῶς νὰ τὸ καταλάβη; Ποιός νὰ τοῦ τὸ πῆ; Ὅλοι τρέχουν, ὠθοῦνται, βιάζονται. Ἡ προσωπικὴ κοινωνία, ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸν ποὺ χαρίζει τὴν εἰρήνην, τὴν χαράν, τὰ χαρακτηριστικὰ γενικῶς τῆς θεότητος, χωρὶς νὰ ἀπόλλυται ἡ προσωπικότης τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κάτι ποὺ διατηρεῖται καὶ παρέχεται μόνον εἰς τὴν λειτουργίαν.
.                 Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας σιγὰ σιγὰ παύει νὰ μεγαλώνει μὲ τὸν Θεόν. Ἀλλοιῶς διαπαιδαγωγοῦνται τὰ παιδιὰ σήμερα· δὲν παιδαγωγοῦνται ἐν Θεῷ. Δὲν ὡριμάζει ὁ ἄνθρωπος ὡς θεανθρωπίνη προσωπικότης. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ χριστιανοὶ συχνὰ φτιάχνουν ἕνα χριστιανισμὸν εἰς τὰ μέτρα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ζῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν κόσμον καὶ παραδέχεται τὴν Ἐκκλησίαν· παραδέχεται τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ζῆ τὸν κόσμον. Ἔχει κοινὴν ζωὴν καὶ ἐκτιμᾶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωήν· ἐκτιμᾶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωὴ καὶ ζῆ κοινὴν ζωήν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος!
.                 Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ λειτουργία, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἁπλῶς καλλωπίζει τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δὲν τὴν γεμίζει. Δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ἡ διασπάθησις τοῦ χρόνου καὶ αἱ μέριμναι ἐπιφέρουν τὸν ἐξοβελισμὸν τῆς λατρευτικῆς ἐμπειρίας. Ποιός πηγαίνει στὸν ἑσπερινό, στὸν ὄρθρο; Πόσοι κάνουν ἀπόδειπνο; Ποιοί γνωρίζουν τὰς ἀκολουθίας μας; Ποιοὶ ἀκούουν κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ πλοῦτος τῶν ἀκολουθιῶν παρα-χωρεῖται, σπρώχνεται σὲ κάποια γωνία. Θεωρεῖται ἀρκετὸν μόνον ἡ θεία λειτουργία –μάλιστα οὐχὶ καὶ ὁλοκλήρου τῆς λειτουργίας ἡ ἀκρόασις– ὡς ἕνα ἑβδομαδιαῖον ἱερὸν θέαμα καὶ ἀκρόαμα. Οἱ πιστοί μας ἀναπαύονται μὲ τὴν παρουσίαν των εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μερικοὶ δὲ προσθέτοντες καὶ τὴν θείαν κοινωνίαν νομίζουν ὅτι εἶναι καλύτεροι ἀπὸ ὅσους μόνον παρίστανται. Ἔτσι ὅμως ἡ λειτουργία, ὅπως εἴπαμε, δὲν μᾶς τρέφει, δὲν μᾶς ἀλλοιώνει, δὲν μᾶς ἀνεβάζει εἰς θεῖα βιώματα. Πιστεύομεν εἰς τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν θείαν ἐπιφάνειαν, ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦμεν τὴν ἁγιότητα ὡς προσωπικήν μας μέθεξιν καὶ ἰδιότητα καὶ ἐνώπιον τῆς θείας ἐπιφανείας δὲν διατιθέμεθα «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδίας», διὰ νὰ γίνωμεν ἡμεῖς ἅγιοι.
.                 Ἐνθυμεῖσθε τὸν ἅγιον Μαρδάριον, ἕνα ἀπὸ τοὺς πέντε Μάρτυρας, […] Ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ του εἶδε τὸν μάρτυρα Εὐστράτιον, ποὺ ἐπήγαινε νὰ μαρτυρήση. Ἐσκίρτησε ἡ καρδιά του καὶ σκέφθηκε ὅτι καὶ δι’ αὐτὸν εἶναι ἡ ἁγιότης. Ἔτσι, δὲν ἠθέλησε νὰ στεφανωθῆ μόνον ὁ Εὐστράτιος. Ἀγκαλιάζει τὴν γυναῖκα του, τὴν ἀσπάζεται, παίρνει τὴν εὐχή της, τὴν ὁποίαν ἐκείνη τοῦ δίδει ἀμέσως, χαιρετᾶ καὶ εὐλογεῖ τὰ δύο παιδιά του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν μάρτυρα Εὐστράτιο νὰ πάρη στέφανον νίκης καὶ οὐρανίου ἐπιτυχίας. Δὲν τὸν νοιώθομε αὐτό, δὲν πηγαίνομε γιὰ νὰ διακονήσωμε, νὰ λειτουργήσωμε τὴν ἁγιότητά μας, ἀλλὰ πηγαίνομε νὰ παραστῶμεν, νὰ ἀκούσωμεν, νὰ κοινωνήσωμεν· αὐτὸ ὅμως εἶναι κάτι ἄλλο.
.                 Ἡ λειτουργία δὲν εἶναι ἁπλῶς μία τέλεσις τῆς θείας εὐχαριστίας.
Εἶναι ἡ παρεδρία τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὅλων ἡμῶν, διότι ἕκαστος παρὼν μὲν συντρέχει, ἀπουσιάζων δὲ δημιουργεῖ ἔλλειψιν. Λειτουργία εἶναι ἡ ὅλη λατρεία καὶ ἀποκορύφωμα βεβαίως ἡ εὐχαριστία· εἶναι ἡ ζωὴ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία σώζει τὸν ἄνθρωπον. Λειτουργία εἶναι ἡ ζωοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν. Ἔτσι ἑρμηνεύομε τὴν λειτουργίαν εἰς τὰς διαφόρους διαστάσεις τὰς ὁποίας παίρνει καὶ εἰς τὰς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεόν.
.                 Ἡ Ἐκκλησία εἶναι λειτουργία καὶ ἡ λειτουργία εἶναι ἅπασα ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ζωὴ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι μιὰ πνευματικὴ λατρεία· ὄχι μόνον μία τύπωσις τῆς λατρείας τοῦ οὐρανοῦ ἢ τῆς μελλοντικῆς λατρείας, ἀλλὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ζωή μας, αὐτὸς ὁ Χριστός μας. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ Χριστόν. Ἡ λειτουργία ἐνεργεῖ Χριστόν. Ἐνεργῶ σημαίνει ὅτι ὁλόκληρος εἶναι ἐστραμμένος σὲ κάτι, ἀσχολοῦμαι μὲ αὐτό, τὸ φτιάχνω, τὸ ὁλοκληρώνω, βάζω σὲ αὐτὸ τὴν ὕπαρξί μου καὶ τὸ ἑνώνω ὀντολογικὰ μὲ ἐμένα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σκυμμένη καὶ ἐστραμμένη εἰς τὸν Χριστόν, δουλεύει ἐν αὐτῷ καὶ δουλεύεται ὑπ’ αὐτοῦ, τὸν παριστᾶ, τὸν δημιουργεῖ κατὰ κάποιον τρόπον μέσα της, τὸν ἐμποιεῖ ἐν αὐτῇ.
.                 Ἑπομένως, λειτουργῶ σημαίνει ὅτι ἐγὼ ζῶ τὸν Χριστόν. Τὸ Πνεῦμα ἐπιτελεῖ τὴν ἐν Χριστῷ μεταβολήν μου, διότι δὲν κατέρχεται διὰ τὰ δῶρα ἀλλὰ δι’ ἐμέ. Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἐγὼ ἐνεργῶ τὸν Χριστόν. Ὅπως μεταβάλλονται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, ἔτσι μεταβάλλομαι καὶ ἐγώ. Ὁ ἱερεὺς εἰς πᾶν μυστήριον μεταβάλλει. Ἐδῶ ὅμως ἱερεὺς εἶναι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πατὴρ καὶ πᾶς τις ὅστις παρευρίσκεται εἰς τὴν λειτουργίαν· εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ καὶ ΕΜΕΙΣ-2 (Ἀρχιμ. Αἰμιλιανός†)

, , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς)

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἁγ. Ἰουστίνου [Πόποβιτς],
Δογματική, Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας,
ἐκδ. Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου,
Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 173-174

Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφίας»

.           […] Ὅλοι ἑνωνόμαστε στὸ ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο καθένας ἀπὸ ἐμᾶς παραμένει μιὰ ξεχωριστὴ καὶ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα.
.     Αὐτὸ συντελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ᾽ ὅσον «ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες ἓν [Πνεῦμα] ἐποτίσθημεν». Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἑνώνει, διὰ τῆς θείας δυνάμεώς του, ὅλους τοὺς πιστοὺς σὲ ἕνα σῶμα, στὴν Ἐκκλησία. κενο εναι ὁ κτίτωρ καὶ οκοδόμος τς κκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου «τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀρχιτεκτονεῖ Ἐκκλησίαν Θεοῦ». Μ τ γιον Πνεμα ντασσόμαστε στὸ οἰκοδόμημα, συναρμοζόμαστε, ἐνσωματωνόμαστε στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ Ατο, βαπτιζόμαστε σὲ ἕνα σῶμα, στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δι’ Αὐτοῦ γινόμαστε «σύσσωμοι» τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πραγματικότητα, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος γίνεται τοῦ Χριστοῦ, γίνεται χριστιανός, γίνεται μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ατ νχριστώνει κα χριστοποιε, νεκκλησιάζει κα κκλησιοποιε. Αὐτὸ καταργεῖ ὅλες τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ἑβραίων, ὡς τοῦ περιουσίου λαοῦ, καὶ τῶν ὑπολοίπων λαῶν, τῶν ἐθνικῶν, ἑνώνοντάς τους σὲ ἕνα σῶμα, σὲ ἕναν ὀργανισμό. Μ τ γιον Πνεμα πραγματώθηκε καὶ οκοδομεται, συνεχς, τ γιο, θεανθρώπινο, καθολικ σμα τς κκλησίας, τὸ ἕνα καὶ ἀδιαίρετο. Σὲ αὐτὸ τὸ καθολικὰ μοναδικὸ σῶμα κάθε ἄνθρωπος, Ἑβραῖος ἢ Ἕλληνας, δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, πλούσιος ἢ φτωχός, μορφωμένος ἢ ἀμόρφωτος, γίνεται καινς νθρωπος· ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ αὐτὸν τὸν καινὸ ἄνθρωπο εἶναι οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα σὲ ὅλους τοὺς κόσμους. Ὁτιδήποτε ὑπάρχει στὸ ὂν τοῦ ἀνθρώπου καὶ νιώθει πείνα γιὰ τὸ αἰώνιο καὶ τὸ θεῖο, τροφοδοτεῖται μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τρέφεται χωρὶς νὰ ξαναπεινάσει καὶ νὰ ξαναδιψάσει. Ἕνα πράγμα εἶναι ἀναμφίβολο, πὼς μόνο μ τ γιον Πνεμα γίνεται τοῦ Χριστο. Ἐπειδή, ὅπου εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Χριστός, ὅπως ἐπίσης, ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· μὲ ἕναν λόγο, ἐκεῖ εἶναι Ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα. Καὶ τὰ πάντα ἀπὸ Αὐτὴν πηγάζουν καὶ ἐν Αὐτῇ τὰ πάντα ὑπάρχουν. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό, τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἐντριαδώνεται, προκειμένου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, μὲ τὴν ἄσκηση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, νὰ τριαδοποιηθεῖ πλήρως, πράγμα ποὺ σημαίνει νὰ ζεῖ ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Δεχόμενος τὸ ἅγιο βάπτισμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνδύεται τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ βίος του μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἄλλο, καὶ οὔτε θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἀπὸ μία διαρκῆ βίωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλων ὅσων ἀνήκουν σὲ Αὐτόν, μία ἀδιάλειπτη βίωση τῆς Τριάδος καὶ ὅλων ὅσα ἀνήκουν σὲ Αὐτήν.

, , , , ,

Σχολιάστε