Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Χαραλ. Μπούσιας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΕΥΣΗ ΠΑΛΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ (Χαρ. Μπούσιας)

Ἀπὸ τὴν ἔξωση στὴν εἰσόδευση πάλι στὸν Παράδεισο
Πορεία Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

.          ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι περίοδος πένθους, περίοδος συγχωρητικότητος, περίοδος προσευχῆς καὶ νηστείας. Ὀνομάζεται «Μεγάλη» ὄχι γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ καλύπτει, ἀλλὰ γιὰ τὴν σπουδαιότητά της. Μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν λύπη στὴν χαρά, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ἀθανασία, ἀπὸ τὴν ἔξωσή μας ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν εἰσόδευσή μας πάλι σὲ αὐτόν. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ καταλήγει στὴν λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως.
.          Ἡ Καθαρὰ Δευτέρα μᾶς θυμίζει τὴν ἔξωση τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἐξαιτίας τῆς ἀνυπακοῆς. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀγωνιστικῆς πορείας μας πρὸς τὸ Ἅγιο Πάσχα, πρὸς τὴν διάβασή μας ἀπὸ τὸν σαρκικὸ θάνατο στὴν αἰώνια πνευματικὴ ζωή, τὴν ἀθανασία.
.          «Ἀδάμ, ποῦ εἶ» (Γεν. γ΄ 9) ; Ἀκούσθηκε κάποτε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μέσα στὸν Παράδεισο. Ἔψαχνε ὁ Θεὸς τοὺς Πρωτοπλάστους ποὺ εἶχαν κρυφθεῖ. Τότε ποὺ ἡ παρακοή τους στὸ θεῖο θέλημα τοὺς εἶχε ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Τότε ποὺ ντρέπονταν νὰ Τὸν δοῦν. Δὲν εἶχε, ὅμως, τίποτε τὸ ἄγριο ἐκείνη ἡ φωνή, τίποτε τὸ ἀπάνθρωπο καὶ τὸ αὐστηρό. Μόνο κάτι τὸ πονεμένο καὶ τὸ ἐλεγκτικό. Ἦταν ἕνα  κάλεσμα σὲ μετάνοια καὶ σὲ σωτηρία, πράξη καὶ αὐτὴ τῆς θείας Οἰκονομίας.
.          Ὁ Θεὸς ὡς παντογνώστης καὶ παντεπόπτης γνώριζε, ἀσφαλῶς, τί εἶχαν διαπράξει οἱ Πρωτόπλαστοι. Δὲν περίμενε, ὅμως, αὐτοὺς νὰ Τὸν ἀναζητήσουν. Πρῶτος Ἐκεῖνος ἔκανε τὸ μεγάλο βῆμα, ὅπως αἰώνια τώρα τὸ κάνει γιὰ ὅλους μας. Πρῶτος Ἐκεῖνος ἔσπευσε νὰ τοὺς ἀναζητήσει. Ἤθελε νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ Τοῦ ζητήσουν συγγνώμη. Ἔτσι, ἄρχισε νὰ τριγυρνᾶ ἀνάμεσα στὶς φυλλωσιὲς τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ φωνάζει: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ»; Παιδί μου Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Σὲ ἀναζητῶ μὲ ἀγωνία! Ἔλα, παρουσιάσου, μὴν μὲ κακοκαρδίζεις.
.          Ἔμοιαζε ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὴν συμπεριφορὰ τῶν μικρῶν μας παιδιῶν, ποὺ μετὰ ἀπὸ κάποια ζημιὰ ἢ ἀταξία κρύβονται φοβισμένα. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ πατέρα, τὰ ἀναζητεῖ περιμένοντας νὰ ὁμολογήσουν μὲ κλάμματα τὸ λάθος τους καὶ Ἐκεῖνος νὰ τὰ σφίξει πάλι μέσα στὴν μεγάλη του ἀγκαλιά.
.          Ὁ παρήκοος Ἀδὰμ τότε, μὴ μπορώντας περισσότερο νὰ κρυφθεῖ παρουσιάσθηκε γυμνὸς μπροστά Του, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ζητήσει συγγνώμη Τοῦ εἶπε:
-Ἄκουσα, Κύριε, τὴν φωνή Σου καὶ κρύφθηκα, γιατὶ ἤμουν γυμνός. Πρώτη φορὰ εἶδα τὴν γύμνια μου καὶ ντρέπομαι.
-Γιατί, Ἀδάμ,  φοβήθηκες Ἐμένα ποὺ σὲ ἔπλασα; Τί τὸ τρομακτικὸ εἶδες τὴν ὄψη Μου; Στὴν ὄψη Αὐτοῦ ποὺ σὲ εὐεργέτησε μὲ τόσα ἀγαθά; Αὐτοῦ ποὺ σὲ τίμησε μὲ τόση τιμή; Ποιός σοῦ εἶπε, Ἀδάμ, ὅτι εἶσαι γυμνός; Τί σὲ ἔκανε νὰ δεῖς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, νὰ ἀντιληφθεῖς τὴν φτώχια σου, τί ἄλλο ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς γνώσεως, ποὺ σοῦ εἶχα πεῖ νὰ μὴν τὸν φᾶς;
.          Τί ἄφατη ἀγάπη! Τί διευκόλυνση τῆς ἐξομολογήσεως! Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε,  γιὰ νὰ κάνει τὰ πράγματα εὔκολα στὸν Ἀδάμ. Τοῦ τὴν εἶπε πρὶν ἐκεῖνος τὴν ὁμολογήσει, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση καὶ σκύβοντας τὸ κεφάλι νὰ τοῦ πεῖ:
-Ναί, Κύριε, δὲν Σὲ ἄκουσα, συγχώρεσέ με!
.          Τί ὄμορφα ποὺ θὰ εἶχαν τελειώσει ὅλα! «Συγχώρεσέ με». Ἂν ἔλεγε αὐτὴ τὴν μεγάλη λέξη, τὴν ὁποία οὔτε ἀργότερα ὁ Ἰούδας τὴν εἶπε, θὰ ἄνοιγε ἡ πόρτα τοῦ θείου ἐλέους. Αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη ποὺ ἀνοίγει τὴν κλειστὴ πόρτα τῆς καρδιᾶς στὴν Χάρη. Εἶναι ἡ λέξη ποὺ θὰ σφράγιζε τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου τοῦ Πρωτοπλάστου ἀπὸ τὸν ποθεινότατο Παράδεισο.
.          Ὅμως, ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶπε τὴν λέξη αὐτή. Προτίμησε νὰ ἀντιτάξει τὴν αὐθάδειαστὴν ἀγάπη.
-Ἐσὺ φταῖς, Θεέ μου! Ναί, Ἐσὺ φταῖς, γιατὶ ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες μὲ παρέσυρε καὶ μοῦ  ἔδωσε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό.
.          Τότε ἦταν ποὺ ὁ Κύριος δέχθηκε μιὰ κλωτσιά ἀπὸ τὸ  πλάσμα Του, ἀλλὰ δὲν μίλησε. Κοίταξε μήπως βρεῖ πόρτα ἀνοικτὴ στὴν καρδιὰ τῆς Εὔας.
-Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό, Εὔα;
.          Ἀλλὰ οὔτε ἐδῶ βρῆκε τὴν μετάνοια, τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας.
-Τί ζητᾶς ἀπὸ ἐμᾶς εὐθύνη, Κύριε, συνέχισε ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ φταῖς Ἐσὺ ὁ ἴδιος; Ἐσὺ δὲν δημιούργησες τὴν γυναίκα; Ἐσὺ δὲν δημιούργησες τὸν ὄφη;
.          Τὸ φαρμάκι τῆς ἀναισχυντίας καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς αὐτονομήσεως εἶχε φαρμακώσει τὶς καρδιὲς τῶν Πρωτοπλάστων. Φαρμακώθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ μίσησαν τὸν Δημιουργό τους μέχρι τοῦ σημείου νὰ τὸν μεμφθοῦν γιὰ τὰ δημιουργήματά Του. Ἔκλεισαν πιὰ οἱ φαρμακωμένες καρδιές τους στὴν Χάρη ποὺ ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ κτυπάει τὴν πόρτα τους. Ὅμως, αὐτή, ἦταν καλὰ ἀμπαρωμένη καὶ μέσα κατοικοῦσε ὁ Διάβολος.
.          Μὲ τὶς ἀπαντήσεις του ὁ ἀμετανότητος καὶ σκληρόκαρδος Ἀδὰμ ἔχασε τὴν εὐκαιρία τῆς ζητήσεως συγγνώμης, τὴν ὁποία ἤλπιζε νὰ ἀκούσει ὁ Θεός, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν κρατήσει δίπλα Του μέσα στὸν Παράδεισο, ἂν καὶ τὴν προγνώριζε. Ὁ σκοτισμένος, ὅμως, Ἀδὰμ δὲν ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ πέσει μέσα στὴν ἀγκαλιὰ πάλι τοῦ Θεοῦ.  Δὲν κατανοοῦσε ὁ ταλαίπωρος τότε ὅτι μόνος του μὲ τὰ λόγια του καὶ μὲ τὰ ἴδια του χέρια ἄνοιγε τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Δὲν ἦταν μόνο παρήκοος, ἦταν ἀμετανόητος καὶ τολμητίας ὕβρεως καὶ ἀχαριστίας πρὸς τὸν Εὐεργέτη του, ὅταν Τοῦ εἶπε:
-Ἐσύ, Θεέ μου, ποὺ λυπήθηκες τὴν μοναξιά μου καὶ ποὺ ἔδωσες σύντροφο στὴν ζωή μου, Ἐσὺ φταῖς. Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη δὲν μὲ ἄφησες μόνο, Ἐσὺ ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη μὲ ψάχνεις, γιατὶ ἡ ἀγάπη Σου εἶναι ἀπέραντη.
.          Ποιός μπορεῖ νὰ νοιώσει τὴν πικρία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ πλάσματός Του; Τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του; Μιά του λέξη θὰ εἶχε ἀλλάξει ὅλο το σκηνικὸ στὸν Παράδεισο ἐκεῖνο τὸ δειλινό.  Ἕνας λόγος συγγνώμης καὶ μιὰ δροσοσταλίδα ἀπὸ δάκρυ θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ πάνω Του, ὅπως Αὐτὸς τὸ ἁπλώνει σὲ κάθε παιδί Του, ποὺ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός του σπεύδει μετανοημένος  νὰ γευθεῖ τὸ πατρικὸ χάδι καὶ νὰ χωθεῖ μέσα στὴν πλατιὰ ἀγκαλιά Του. Ἡ πικρία Του αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν στοργική Του ἀγάπη πρὸς τὸν καθένα μας, ἀφοῦ εἴμαστε παιδιά Του, τὸν ὁδήγησε στὸ ἑκούσιο πάθος, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει πάλι τὸν Παράδεισο μὲ τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του.
.          Τὸ ἐρώτημα «Ποῦ εἶσαι, παιδί μου;» ποὺ μᾶς ἀπευθύνει ὁ Κύριος εἶναι ἐρώτημα ἀγάπης, εἶναι πρόσκληση σωτηρίας. Εἶναι ἐρώτημα ποὺ περιμένει τὴν ἀπάντηση τῆς μετανοίας γιὰ ὁποιοδήποτε λάθος ζωῆς καὶ τὸ αἴτημα τῆς συγχωρήσεως. Μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὁ Κύριος κάτι περιμένει. Περιμένει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ ψάξιμό Του, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ νοιώσουμε το λάθος μας καὶ νὰ τὸ διορθώσουμε μένοντας μέσα στὴν πατρικὴ ἀγκαλιά, μέσα στὸν μυροβόλο Παράδεισο.
.          Μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός μας ὁ καλὸς Θεός μας μᾶς καλεῖ νὰ ἀγωνισθοῦμε νόμιμα, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε μὲ ἀπαρχὴ τοῦ μεγάλου μας ἀγῶνος τὴν Καθαρὰ Δευτέρα. Μᾶς θέλει ἀγωνιστὲς ὁ Κύριος, ἀθλητὲς τῆς ἀρετῆς. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἂν θὰ βγοῦμε πρωταθλητές. Τὸν ἐνδιαφέρει νὰ ἀγωνιζόμαστε. Τὴν πρόθεσή μας θέλει ὁ Θεὸς καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐνδυναμώνει, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
.          Ἔχετε ἰδεῖ ποτὲ κανένα ἀθλητὴ νὰ μπαίνει στὸ στάδιο χωρὶς προετοιμασία, ἢ κανέναν μαχητὴ νὰ μπαίνει στὴν μάχη χωρὶς ὅπλα; Ὅλοι, ἀνάλογα μὲ τὶς ἱκανότητές τους προπονοῦνται γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ εἰσέρχονται στὸ στάδιο γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν ἢ στὴν μάχη γιὰ νὰ πολεμήσουν. Ἡ προετοιμασία, ἡ προγύμναση τοῦ ἀθλητῆ εἶναι βασικὸ γνώρισμα τῆς ἐπιτυχίας του καὶ ὁ κατάλληλος ἐξοπλισμὸς παράλληλα μὲ τὴν προγύμναση ἀπαραίτητος γιὰ τὸν καλὸ στρατιώτη. Στὸ πνευματικὸ στάδιο  προγύμναση εἶναι ἡ ἐγρήγορση, ἡ προθυμία, ἡ ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ ἀγῶνος. Μὲ τὴν προγύμναση, ποὺ προϋποθέτει ἱδρῶτες, δυναμώνουν οἱ πνευματικοὶ μῦς τῶν ἀθλητῶν, σπάζουν τὰ ἅλατα τῶν ἀρθρώσεων καὶ δημιουργοῦν εὐέλικτα σώματα, ἱκανὰ νὰ διαγωνισθοῦν καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὰ τρόπαια τῆς νίκης. Ὅπως, ὅμως, σὲ κάθε ἀγώνα, ἔτσι καὶ στὸν πνευματικὰ ἀγωνιζόμενο στρατιώτη, ὅπου ὁ ἀγώνας εἶναι ταχύτερος καὶ ἀποφασιστικότερος, γιατί ἔχει διαστάσεις αἰώνιες, χρειάζονται τὰ κατάλληλα ὅπλα. Ὅπλα εὐθύβολα, ὥστε νὰ πετυχαίνουν τὸ στόχο τους, ἀλλὰ καὶ γεμάτα μὲ βόλια. Ἕνα ἄδειο ὅπλο τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει; Εὐθύβολο ὅπλο μας εἶναι ἡ ἀκράδαντη πίστη μας στὸ Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ βόλια εἶναι οἱ προσευχές μας. Αὐτὰ τὰ ὅπλα μᾶς ὑποδεικνύει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας «ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ῥωμ. ιγ΄ 12).
.          Δὲν ὑποδεικνύει ἕνα ὅπλο ὁ Ἀπόστολος. Ὑποδεικνύει πολλά, καὶ ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικά. Ἀμυντικὰ εἶναι κυρίως ἡ ἐκρίζωση τῶν παθῶν καὶ ἡ θανάτωση τῶν σκοτεινῶν ἐκείνων ἀντιπάλων, ποὺ συντελοῦν στὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ἐπιθετικά μας ὅπλα τὰ παρουσιάζει ἐντονότερα ὁ Ἀποστολος. Αὐτὰ εἶναι ἡ συγχωρητικότητα πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὄχι δηλαδή ἡ ἀπλῆ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές, ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματική, ἡ ἀποχή, δηλαδή,  ἀπὸ κακὲς συνήθειες καὶ πάθη καθὼς καὶ  ἡ προσκόλλησή μας στὸν Θεό, τὸ μοναδικὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς μας, τὸν ἀδαπάνητο θησαυρό μας, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη, τὴν καρδιακὴ προσευχή. Χωρὶς τὰ ὅπλα αὐτὰ ἡ διεξαγωγὴ τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος εἶναι ἀδύνατη, εἶναι ἀκατόρθωτη.
.          Δὲν θὰ ἰδεῖτε, ἐπίσης ποτὲ σὲ κανένα στάδιο κάποιον ἀθλητὴ νὰ εἰσέρχεται σὲ αὐτὸ μὲ γεμάτο στομάχι, οὔτε μὲ τὰ ἐνδύματα ποὺ κυκλοφορεῖ καθημερινὰ στόν κόσμο. Γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ στάδιο ὁ ἀθλητὴς ἀπεκδύεται τὰ ἐνδύματά του καὶ ἐνδύεται τὴν στολὴ τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ τὸ πνευματικὸ στάδιο ὁ ἀθλητὴς νηστεύει, ἀποτοξινώνεται, ἀπέχει ἀπὸ φαγητὰ ποὺ τέρπουν μὲν τὴ σάρκα, ἀλλὰ φθείρουν τὸ πνεῦμα, φθείρουν τὴν ψυχή. Ἐπίσης ἀπεκδύεται τὰ ἐνδύματα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐνδύεται χιτώνα ἀγαλλιάσεως μὲ τὰ πνευματικὰ ἀγωνίσματα, τὴν ἀγρυπνία, τὴν ἀνάγνωση ψυχωφελοῦν βιβλίων, τὶς μετάνοιες, τὴν σκληραγωγία τοῦ σώματος καὶ φυσικὰ τὴν φιλανθρωπία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τὴν ἐλεημοσύνη ὡς τὴν περικεφαλαία τῶν ἀρετῶν.
.          Ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς ἐπὶ πλέον ζητεῖ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία ὄχι μόνο τὸν τονώνει, ἀλλὰ καὶ τοῦ χαρίζει τὴν εὐλογία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ νικηφόρο τέλος. Ἀπαραίτητη ἐπίσης εἶναι ἡ ἐξεύρεση τοῦ κατάλληλου προπονητή, τοῦ κατάλληλου ἀλείπτη, ὅπως ἔλεγαν στὰ χρόνια τῶν ὀλυμπιονικῶν. Ὁ ἀλείπτης ἄλειφε μὲ λάδι τὰ σώματα τῶν ἀθλητῶν, γιὰ νὰ γλυστροῦν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀντιπάλων τους στὸ ἀγώνισμα τῆς πάλης. Σήμερα στὴν πάλη μας μὲ τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς, μὲ τὸν διάβολο, χρείαζεται ὁ ἄριστος προπονητής, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα. Αὐτὸς μᾶς καθοδηγεῖ, αὐτὸς γνωρίζει τὰ ἐλλαττώματά μας καὶ τὰ τρωτὰ σημεῖα μας, τὴν ἀχίλλειο πτέρνα μας, καὶ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὰ βέλη τῶν πολεμίων.
.          Τὸ πέταγμα τοῦ χαρταετοῦ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα ἔχει συμβολικὴ σημασία. Μᾶς προκαλεῖ νὰ ὑψωθοῦμε καὶ ἐμεῖς πνευματικὰ στὸν νοητὸ οὐρανὸ τῶν ὑψοποιῶν ἀρετῶν μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν διαρκῆ ἐγρήγορση. Μᾶς προκαλεῖ νὰ πετάξουμε, ὅπως ὁ ἀετός, τὸ ὑπερήφανο πουλὶ ποὺ ζεῖ στὰ ψηλὰ βουνά. Μᾶς προκαλεῖ νὰ  πετάξουμε καὶ ἐμεῖς ὁμοιάζοντάς του στὰ ὑψηλὰ ἀποφεύγοντας τὸ σούρσιμο στὰ χθαμαλά! Μᾶς προκαλεῖ νὰ φθάσουμε στὶς δυσπρόσιτες κορυφὲς πετώντας καὶ ὄχι ἕρποντας. Νὰ φθάσουμε καὶ νὰ ἀγναντέψουμε ἀπὸ ψηλὰ ὅλη τὴν φύση ποὺ ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ θαυμάζοντάς την μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας νὰ ἀναφωνήσουμε: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24).
.          Γιὰ νὰ ὑψωθεῖ, ὅμως, ὁ χαρταετὸς χρειάζεται τὰ ζύγια του, δηλαδὴ τὸ χαλινάρι του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατευθύνεται μέσα ἀπὸ τὸ σπάγγο, νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ μὲ ἴσες ἀποστάσεις. Ὅσο καλὸς καὶ μεγάλος καὶ ἂν εἶναι ὁ χαρταετός, ὅσο μεγάλη οὐρὰ καὶ ἂν ἔχει, ἂν τὰ ζύγια του δὲν προσεχθοῦν δὲν σηκώνεται καὶ ἂν σηκωθεῖ γιὰ λίγο πάλι ξαναπέφτει. Μᾶς θυμίζει τοὺς ἑαυτούς μας ποὺ δὲν ἔχουμε ζυγίσει καλὰ τὶς δυνάμεις μας καὶ  προσπαθοῦμε νὰ ξεκινήσουμε τὸν ἀγῶνα τῆς σαρακοστῆς ἐπιπόλαια. Γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε σωστὰ καὶ νὰ ἀνέβουμε πνευματικὰ χρειάζεται νὰ ζυγίσουμε τὸν ἀγώνα μας, νὰ ζυγίσουμε τὶς δυνάμεις μας χωρὶς ὑπερβολές, γιατὶ ἂν λίγο ξεφύγουμε, λίγο χαλαρώσουμε ἢ λίγο σφίξουμε περισσότερο, τότε δὲν ἰσορροποῦμε καὶ δὲν ἀνεβαίνουμε στὸ οὐράνιο στερέωμα.
.          Γιὰ μιὰ ἐπιτυχημένη ἀνύψωση ἑνὸς χαρταετοῦ, ἀλλὰ καὶ δική μας, ἰδίως τὴν περίοδο αὐτῆς τοῦ πνευματικοῦ σταδίου, χρειάζεται καλὸ προγραμματισμό, ἐπίγνωση τῆς δυνάμεως τῆς  ψυχικῆς ἀντοχῆς μας, ὁραματισμὸ καὶ ἀγόγγυστη ὑπομονή. Τὸ πέταγμα τοῦ χαρταετοῦ καὶ τοῦ δικοῦ μας στὸ οὐράνιο στερέωμα τῶν ἀρετῶν εἶναι ἕνα πανηγύρι. Ἔτσι τὸ νοιώθουμε, περιμένοντας τὸ φύσιγμα τοῦ ἀνέμου, ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε τὸ πέταγμα αὐτό. Βλέπετε χωρὶς ἄνεμο δὲν πετάει ὁ χαρταετὸς καὶ χωρὶς ἀερμώνια αὔρα, δηλαδὴ χάρη Θεοῦ, οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πετάξουμε. Ἂν ὁ Θεὸς τὸ θελήσει καὶ πνεύσει ἄνεμος εὐνοϊκὸς τότε καὶ ἐμεῖς θὰ πετάξουμε.Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀνυψωτική μας δύναμη. Ἀπὸ ἐμᾶς περιμένει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ στιβαρὸ χέρι ποὺ θὰ βαστάσει σταθερὰ τὸν σπάγγο στὸ πέταγμα τοῦ χαρταετοῦ.
.          Ἀλλοίμονο, ἐπίσης, ἂν φυσήξει πολὺ δυνατὸς ἀέρας καὶ ὁ χαρταετὸς πετάξει μὲ μεγάλη ταχύτητα στὸ οὐράνιο στερέωμα. Ἡ τριβὴ τοῦ σπάγγου στὰ χέρια μας θὰ ἀναπτύξει στὰ δάκτυλά μας τόσο μεγαλή θερμότητα, ὥστε νὰ προκαλέσει ἐγκαύματα. Καὶ τὸ γρήγορο πνευματικὸ πέταγμα, νομίζοντας ὅτι θὰ πετύχουμε τὴν πνευματικὴ τελειότητα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἐγκαύματα. Μήπως ἔτσι δὲν συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἴκαρο, ποὺ τὰ τεχνητά του φτερὰ δὲν ἄντεξαν τὶς θερμαντικὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου καὶ ἔλιωσαν, μὲ ἀποτέλεσμα ἀντὶ νὰ ἀπολαύσει τὶς ὀμορφιὲς τοῦ οὐρανοῦ νὰ βρεθεῖ στὰ ἔγκατα τῆς θαλάσσης!
.          Στὴν ἀγωνιστική μας πορεία πρὸς τὴν ἐπιστροφή μας στὸν Παράδεισο χρειάζονται ἀπαραίτητα κλειδιὰ ποὺ ξεκλειδώνουν τὴν βαρειὰ πόρτα τοῦ Παραδείσου. Αὐτὰ τὰ κλειδιὰ μᾶς τὰ προσφέρει ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή, ἀρκεῖ νὰ θέλουμε νὰ ἀνοίξουμε τὰ χέρια μας καὶ νὰ τὰ πάρουμε.
.          Τὸ πρῶτο κλειδὶ εἶναι τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημά μας, ἀφοῦ μόνο μὲ τὸ κλειδὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν  ἀναστήλωση τῶν προσωπικῶν μας εἰκόνων ἀνοίγουμε τὸν Παράδεισο. Ὅλοι πλασθήκαμε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ φθάσουμε στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τὴν ἀλλοιώσαμε μὲ τὶς αἱρετικές μας δοξασίες καὶ μὲ πτώσεις μας στὴν ἁμαρτία, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μᾶς γνωρίζει ὁ Δημιουργός μας, ποὺ συνεχῶς μᾶς φωνάζει: «Παιδί μου, ποῦ εἶσαι;». Μὲ τὴν χάρη Του, ὅμως, μποροῦμε νὰ ἀναστηλωθοῦμε, νὰ ἀναστηλώσουμε τὴν φθαρμένη εἰκόνα μας, νὰ νικήσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς ἁδυναμίες, νὰ ὑπερβοῦμε τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, νὰ θεωθοῦμε, νὰ ζήσουμε, δηλαδή, τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ εἰσέλθουμε πάλι στὸν Παράδεισο.
.          Τὸ συγκλονιστικὸ δράμα τῆς πτώσεως καὶ τῆς ὑποταγῆς στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ μᾶς ὁδήγησε στὴν ἔξωσή μας ἀπὸ  αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἰσόβιο ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετανοήσει, νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψει, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, στὸν πατρικὸ οἶκο, στὸν Παράδεισο, καὶ στὴν χάρη τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, ἐκφράζει μὲ τὸν πιὸ ὄμορφο καὶ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ ποιητικὸ τρόπο ὁ Μέγας Κανών, ὁ ὁποῖος ψάλλεται συνεχῶς ὅλον αὐτὸ τὸν χρόνο τῆς ἀγωνιστικῆς μας πορείας.
.          Τὸ δεύτερο κλειδὶ εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀδιάλειπτη, ἡ μονολόγιστη, «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καὶ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Αὐτὴ ἡ εὐχὴ διώχνει τὸν πονηρὸ καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ ὑψωθοῦμε ἀπὸ τὶς πτώσεις μας. Τὸ κλειδὶ αὐτὸ μᾶς τὸ προσφέρει ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι πιστῶν τὸ στήριγμα καὶ δαιμόνων τὸ τραῦμα. Ἐμεῖς τὸ παίρνουμε λέγοντες: «Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Κύριε, πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις».
.          Τὸ τρίτο κλειδὶ εἶναι ἡ ὑψοποιὸς ταπείνωση, ὅπως μᾶς τὴν διδάσκει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὑπόδειγμα ταπεινώσεως μᾶς προβάλλει αὐτὸς τὸν Ὅσιο Ἰσίδωρο, «τὸν ἐν τῇ Κλίμακι». Αὐτὸς ὑπακούοντας στὸν Γέροντά του δέχθηκε τὸν κανόνα νὰ στέκεται στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σὲ κάθε εἰσερχόμενο νὰ βάζει ἐδαφιαῖες μετάνοιες λέγοντας: Συγχωρήσατέ με τὸν πόρνο καὶ ἁμαρτωλό.
.          Στὸν ἡγούμενο ἀπάντησε, ὅταν τοῦ ἔβαλε τὸν κανόνα:
-Ὅπως ὁ σίδηρος παραδίδεται στὰ χέρια τοῦ χαλκουργοῦ, γιὰ νὰ τὸν μεταποιήσει σὲ εὔχρηστα σκεύη, ἔτσι καὶ ἐγὼ παραδίδομαι στὰ χέρια σου καὶ ποίησόν με εὔχρηστον δοχεῖον τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
.          Μὲ τὴν ταπείνωση αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἄγγελο Κυρίου ποὺ τοῦ προεῖπε τὸν θάνατό του σε τρεῖς ἡμέρες, καθὼς καὶ τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου του, ποὺ δὲν πίστευσε στὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ στὴν προφητεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸν ἅγιο ἄγγελο.
.          Ἂς θυμηθοῦμε, πάλι, κάποιον ἐρημίτη ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μιὰ φορὰ συνομιλώντας μαζί τους ζήτησε νὰ μάθει τί φοβοῦνται περισσότερο καὶ ἀναγκάζονται νὰ φύγουν, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ΄ 21).
–Μήπως τὴν νηστεία; Ρώτησε κάποιο ἀπὸ αὐτά.
–Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνουμε ποτέ.
–Μήπως τὴν ἀγρυπνία;
–Ἐμεῖς δὲν κοιμώμαστε καθόλου.
–Μήπως τὴν φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο;
Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά.
–Σπουδαῖο πράγμα τάχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
–Σὲ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσεις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δαμάσει, ἐπέμενε ὁ Γέροντας Ἐρημίτης.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμη βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει:
–Ἡ ταπείνωση ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ἀποκτήσουμε.
.          Ἐμεῖς ἐπιζητοῦμε ὡς ἄνθρωποι τὴν ξεκούραση, ἐπιζητοῦμε τὸν ὕπνο, ἐπιζητοῦμε τὶς διακοπές. Ὁ ἀντίδικος, ὅμως, οὔτε ξεκουράζεται, οὔτε κοιμᾶται, οὔτε κάνει διακοπές. .          Γι’ αὐτὸ ἡ ἐγρήγορση, ὅπως αὐτὴ τῶν φρονίμων παρθένων, μὲ τὸ ταπεινό μας φρόνημα μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὶς ὕπουλες ἐπιθέσεις του.
.          Τὸ τέταρτο κλειδὶ εἶναι ἡ μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή μας. Εἶναι ἡ μετάνοια τῆς ὁσίας Μαρίας, τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ γιὰ νὰ πάρει τὸ κλειδὶ τοῦ Παραδείσου πέρασε μὲ ἄσκηση νυχθήμερη καὶ νηστεία στὴν ἔρημο δεκαεπτὰ χρόνια, ὅσα χρόνια κυλιώταν προηγουμένως στὴν ἁμαρτία
.          Μὲ αὐτὰ τὰ κλειδιὰ καὶ μὲ τὸ κλείσιμο τῶν αὐτιῶν μας στὰ λόγια τοῦ κόσμου, ποὺ ἀπὸ τὸν ἔπαινο φθάνουν στὴν κατακραυγή, ἀπὸ τὸ «ὠσαννά» στὸ «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», καὶ θέλουν νὰ μᾶς σταυρώσουν, θὰ φθάσουμε στὴν πύλη τοῦ Παραδείσου. Μὴν φοβηθοῦμε, ὅμως, τὸν σταυρό, γιατὶ χωρὶς αὐτὸν δὲν φθάνουμε στὴν ἀνάσταση, στὴν εἴσοδό μας πάλι στὸν Παράδεισο.  Ὁ Σταυρὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, εἶναι ἡ πυξίδα μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι μέσα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ ὁδηγούμαστε στὴν Ἀνάσταση, μέσα ἀπὸ τὴν σταυρικὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ἀγαλλίαση.
.          Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ἄνοιξε ξανὰ τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Ὁ Χριστὸς ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Μαζί Του θὰ συναναστηθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ πρόσκαιρου στὴν γῆ βίου μας. Ὁ Παράδεισος πάλιν ἠνέωκται  χάριν τῆς ἀγάπης καὶ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Κυρίου μας ποὺ θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).
.          Νὰ πιστεύουμε σ’ Αὐτὸν καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε διαρκῶς ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος. Τοὺς πιστοὺς ἀγωνιστὲς θὰ τοὺς σώσει, θὰ τοὺς καταστήσει υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.  Γι’ αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν: «Οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ» (Γαλ. β΄ 16), γιὰ νὰ συνεχίσει πιὸ κάτω: «Ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Γαλ. γ΄ 11).
.          Δὲν σώζεται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ τὰ ἔργα του, ὅσο καλὰ καὶ θεάρεστα καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη του στὸ Σωτήρα Χριστό. Τὸ ἔλεός Του θὰ μᾶς σώσει· εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει πάλι τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Τὸ ἔλεός Του, τὸ ὁποῖο μᾶς καταδιώκει καὶ ἂς μὴ τὸ θέλουμε, ἂς μὴν καταβάλλουμε κάθε ἰκμάδα μας στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Λυσιώτης, ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας τρέχει σὰν ἐλαφρὺς ἄνεμος νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει καὶ ἐμεῖς ἀντὶ νὰ γύρουμε πρὸς τὸ μέρος του, γιὰ νὰ δροσισθοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε  γυρνᾶμε πρὸς τὴν ἄλλη μεριά, γιὰ νὰ μᾶς προσπεράσει. Δηλαδὴ μόνοι μας ἀρνούμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ σωτήριο. Ὁ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ λέει: «Τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (Ψαλμ. κβ΄ 6). Ἀφοῦ, λοιπόν, μᾶς ἐπισκιάζει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἡ σωτηρία μας πρέπει νὰ θεωρεῖται δεδομένη, ὁ Παράδεισος θὰ εἶναι ἀνοικτὸς γιὰ ἐμᾶς, ὅταν ὅμως καὶ ἐμεῖς τὸ θέλουμε καὶ ἀγωνιζόμασθε νόμιμα καὶ μόνιμα.
.          «Θαρσεῖτε» (Ἰωάν. ιϛ΄ 33), λοιπόν, καὶ χαίρετε, μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, ὁ ἐπιστήθιος καὶ ἠγαπημένος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Θεολόγος. Ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει! Ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει ὅλους τοὺς ἀγωνιστές. Ὁ Ἀναστὰς Κύριος μᾶς θέλει μαζί Του αἰωνίως, γι’ αὐτὸ καὶ φύλακα τοῦ Παραδείσου ἔβαλε τὸν Τίμιο Σταυρό Του, τὸ σημεῖο τῆς σωτηρίας μας.

,

Σχολιάστε

«ΗΜΕΙΣ ΝΟΜΟΝ ΕΧΟΜΕΝ»

Μετὰ τὴν σταύρωση
διάλογος κυβερνώντων τῆς Ἑλλάδος, (Ἰουδαίων),
καὶ παραδοσιακῆς οἰκογένειας, (Χριστοῦ)

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας,
Ἀντιπρόεδρος τῆς Ἑνώσεως Πολυτέκνων Ἀθηνῶν

 .        Μετὰ τὴν ὑπερψήφιση τοῦ νομοσχεδίου γιὰ τὸν «γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων ἀπὸ τὴν ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες καὶ τὰ συγχαρητήρια τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως τοῦ ἐξωτερικοῦ γιὰ τὴν ἅλωση τῆς «Ὀρθόδοξης Ἑλλάδος», ὅπως δημοσίευσαν, καταγράψαμε, ἀντλοῦντες νοήματα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἑξῆς διάλογο μεταξὺ κυβερνώντων καὶ σταυρωμένης παραδοσιακῆς οἰκογενείας:    

Οἱ σύγχρονοι κυβερνῶντες ( Ἰουδαῖοι):

-Δὲν συμφωνοῦμε μαζί σου, δὲν συμμεριζόμαστε τὸ εὐαγγελικό σου Σύνταγμα. «Ἡμεῖς νόμον ἔχομενκαὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ἡ παραδοσιακὴ οἰκογένεια  ὀφείλει ἀποθανεῖν» (Ἰω. ιθ´ 7).

Χριστιανικὴ οἰκογένεια:

-Αἰῶνες τώρα, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, προσπαθῶ νὰ ἐφαρμόσω τὸ Σύνταγμά μου, αὐτὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως εἴπατε, καὶ νὰ πορευθῶ σύμφωνα μὲ αὐτό, ποὺ εὐλογεῖ τὴν ἔννομη συζυγία, τὴν σύζευξη ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Αἰῶνες τώρα, ἀπολαμβάνω τοὺς καρποὺς τοῦ γάμου, αὐτοῦ ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς στὴν Κανᾶ, τὴν καλλιτεκνία καὶ πολυτεκνία. Αὐτοὺς τοὺς ζωντανοὺς καρποὺς ἀνασταίνω μὲ μόχθο «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. ϛ΄ 4) καὶ δημιουργῶ χρηστοὺς πολῖτες, πρὸς ὄφελος τῆς κοινωνίας.
.        Μήπως καὶ ἐσεῖς δὲν εἶσθε καρποὶ ἐννόμου συζυγίας, δὲν προέρχεσθε ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα καὶ δὲν ἀνατραφήκατε στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας;
.         Γιατί τώρα μὲ σταυρώνετε; Ποιό ἄτοπο ἐποίησα;
.         Γι’ αὐτὴν τὴν ἀπόφασή σας, ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἀγνώμονες στὴν γενέτειρά σας οἰκογένεια, τῆς ὁποίας γευθήκατε τὸν γλυκύτατο ἄρτο, μείζονα ἁμαρτίαν ἔχετε.

Κρατοῦντες:

.          Ἤδη σταυρώθηκες, καταργήθηκες, γιατὶ δὲν εἶσαι ἀρεστὴ στὸν Καίσαρα, (δυνάμεις τοῦ σκότους)!

Δύστυχη χριστιανικὴ οἰκογένεια:

-Ἐγὼ δὲν γνωρίζω Καίσαρα, ἀλλὰ Χριστό, καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένο. Τὸ νὰ σταυρωθῶ γι’ Αὐτὸν θεωρῶ τιμὴ καὶ δόξα. Ἄλλωστε Αὐτὸς ἐπέτρεψε νὰ βρεθῶ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, κατὰ τὶς ἀνεξιχνίαστες βουλές Του τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπει, ὅπως ἐπέτρεψε καὶ σὲ ἐσᾶς νὰ πράξετε, ἢ γιὰ νὰ μᾶς διαγράψει ἁμαρτίες, ἢ γιὰ νὰ μᾶς δώσει μισθὸ σωτηρίας ἢ γιὰ νὰ δώσει σὲ ἐσᾶς χρόνο μετανοίας καὶ σωτηρία, τὴν ὁποία ἐπιθυμῶ ἐνθυμούμενη τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο, γι’ αὐτὸ καὶ προσεύχομαι λέγοντας: «Ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γὰρ οἴδασι τί ἐποίησαν».

, , ,

Σχολιάστε

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗ (Ὁ Ἅγιος Συμεὼν καὶ τὸ δακτυλίδι)

Θαυμαστὴ δυσπιστίας ἀπόδειξη
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν καὶ τὸ δακτυλίδι

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.               λοι εἴμαστε δύσπιστοι σὲ κάτι ποὺ ἀκοῦμε, διαβάζουμε ἢ βλέπουμε, ἀκόμη ἂν αὐτὸ ξεφεύγει ἀπὸ τὸν φυσικὸ νόμο καὶ ἐγγίζει τὸ θαῦμα. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀπόστολοι ποὺ ζοῦσαν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ὀλιγόπιστοι καὶ τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν, Κύριε» ( Λουκ. ιζ´ 5).
.               Δυσπιστία στὰ γραφόμενα τῶν προφητῶν ἔδειξε καὶ ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ Θεοδόχος, ὁ μόνος μετὰ τὴν Παναγία μας ποὺ ἀξιώθηκε νὰ βαστάσει στὴν ἀγκαλιά του τὸν Χριστό μας καὶ νὰ γίνει ὁ πρῶτος Ἅγιος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀφου κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ σαραντισμοῦ του, λέγοντας «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον  πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ». (Λουκ. β´ 29-32) .
.               Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τὸν 3ον π.Χ. αἰώνα 72 λόγιοι δίγλωσσοι Ἰουδαῖοι τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου ἀνέλαβαν νὰ μεταφράσουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα στὴν ἑλληνική, ποὺ τότε ἐπικρατοῦσε διεθνῶς μετὰ τὴν ἐπέλαση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
.               Ἡ μετάφραση αὐτὴ ἔχει μείνει στὴν ἱστορία ὡς «ἡ μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα».
.               Τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς μεταφράσεως ἦταν ἐπίμοχθο, γιατὶ  ἔπρεπε νὰ ἀποδοθεῖ σωστὰ στὶς ἔννοιες ἡ κάθε λέξη καὶ φράση καὶ ἐπίσης ἦταν μακροχρόνιο καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ λόγιοι ὅπως εἶναι φυσικὸ δὲν παρέμεναν σταθερὰ σὲ ἕνα σημεῖο, ἀλλὰ ταξίδευαν.
.               Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς 72 μεταφραστὲς ἦταν καὶ ἕνας νέος τότε ὀνόματι Συμεών. Ἦταν «ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ  Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ’ αὐτόν» (Λουκ. β’ 25). Αὐτὸς ὅταν μελετοῦσε μὲ ἄλλους συνδιδασκάλους του τὸν προφήτη Ἡσαΐα, ἔφθασε στὸ χωρίο μὲ τὴν προφητεία: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἡσ. ζ´ 14). Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναρωτήθηκε πῶς μία παρθένος μπορεῖ νὰ συλλάβει καὶ νὰ γεννήσει τέκνο; Προσπάθησε νὰ τὸ μεταφράσει στὴν ἑλληνικὴ ἀποδίδοντας στὴν θέση τῆς παρθένου τὴν λέξη νεαρὰ κοπέλα μέχρι ποὺ ἀκούσθηκε φωνὴ ἀγγέλου νὰ λέγει:
-Σύ, Συμεών, θὰ ζήσεις καὶ θὰ τὸν ἰδεῖς τὸν Χριστὸ καὶ θὰ τὸν πιάσεις μὲ τὰ χέρια σου:
.                Ταυτόχρονα ἕνα ἀόρατο χέρι τὸν ράπισε στὸ μάγουλο γιὰ τὴν δυσπιστία του ποὺ θεωρήθηκε ἀσέβεια καὶ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν ἀπόδοση ἄλλης ἔννοιας στὴν ἑλληνικὰ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχε τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο.
.               Τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα σὲ μιὰ πεζοπορία δίπλα ἀπὸ τὸν Νεῖλο ποταμὸ σκεπτόμενος πῶς νὰ ἀποδώσει τὸ κείμενο μεταφρασμένο ἔβγαλε ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ δαχτυλίδι, ποὺ φοροῦσε καὶ τὸ πέταξε στὰ νερὰ λέγοντας πὼς ἂν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο βρεθεῖ αὐτὸ τὸ δαχτυλίδι, τότε καὶ μόνο τότε θὰ πιστέψει ὅτι ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς δυσπιστίας. Πῶς μποροῦσε νὰ βρεθεῖ ἕνα δακτυλίδι ποὺ ρίχθηκε στὸν πυθμένα μὲ τὴν λάσπη ἑνὸς ποταμοῦ. Λογικὰ ἦταν ἀδύνατο καὶ σὲ αὐτὸ στηριζόμενος θὰ ἄλλαζε τὸ κείμενο τῆς προφητείας. Ὅμως ὁ Θεὸς τοῦ ἐπεφύλασσε τὴν μεγάλη ἐκπληξη.
.               Τὸ ἴδιο βράδυ μαζὶ μὲ τοὺς συνδιδασκάλους του κάθισαν ἀγόρασαν γιὰ νὰ φάνε ψάρια. Στὸ ψάρι τοῦ Συμεών, ὅταν τὸ ἄνοιξε γιὰ νὰ τὸ φάει, βρέθηκε τὸ δαχτυλίδι του καὶ ἔκπληκτος τὸ πῆρε, τὸ ἔδειξε στοὺς συνδαιτυμόνες του καὶ τοὺς διηγήθηκε  διηγήθηκε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Ἔτσι ἀπέδωσε τὴν   σωστὴ μετάφραση, ἀφοῦ τὴν δυσπιστία του ἔλυσε αὐτὸ τὸ πρωτοφανὲς θαῦμα.
.               Μεταβαίνοντας ὁ ἱερεὺς Συμεὼν στὰ Ἱεροσόλυμα περίμενε ἐπὶ πολλὰ χρόνια νὰ λάβει πληροφορία, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ ἡ προφητεία τῆς φωνῆς τοῦ ἀγγέλου.
.               Στὰ βαθιά του γεράματα ἄκουσε πάλι τὴν ἴδια φωνὴ τοῦ ἀγγέλου νὰ τὸν παροτρύνει νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος  λέγοντας:
-Συμεών, πήγαινε στὸν ναὸ νὰ ἰδεῖς τὸ ποθούμενο ποὺ τόσα χρόνια ἀναμένεις.
.               Αὐτὸς μὲ νεανικὸ σφρίγος καὶ ξεχνώντας τὰ γηρατειά του ἔτρεξε πρὸς τὸν Ναὸ καὶ ὅταν ἀπὸ μακριὰ εἶδε τὴν Παναγία μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ σκίρτησε ἡ ψυχή του καὶ ἔτρεξε νὰ τοὺς προϋπαντήσει.
.               Παρέλαβε μὲ δέος στὰ χέρια του τὸ τεσσαρακονθήμερο βρέφος ρίχνοντας τὸν μανδύα, γιὰ νὰ μὴν ἀγγίξει ἡ ἀναξιότητά του μὲ γυμνὰ χέρια τὴν Θεότητα, καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν Παναγία προφήτευσε ὅτι, «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β´ 34),  μιᾶς καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὅσοι πιστέψουν θὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὴν ἀνάσταση αὐτή, ἐνῶ ὅσοι δὲν θελήσουν, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑποκριτές, θὰ μετέχουν τῆς πτώσεως.  Ἐπὶ πλέον Αὐτὸς  μὲ τὸ κήρυγμά Του, τὴν ἄμεμπτη ζωή του, τὴν θυσιαστική Του σταύρωση καὶ τὴν ὑπερένδοξη ἀνάσταση  ἀποτέλεσε σημεῖο αντιλεγόμενο. Ὁδήγησε στὴν θέωση τὸν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο ξεχωρίζοντάς του ἀπὸ τὸν ἐμμένοντα στὴν ἁμαρτία, αὐτόν, ποὺ μόνος του ὁδηγεῖται στὴν αἰώνια κόλαση. Ἔτσι, βλέπουμε ἕνα Ληστὴ στὸν Γολγοθᾶ, νὰ πιστεύει καὶ νὰ σώζεται, ἐνῶ ἄλλον νὰ ἀμφισβητεῖ  καὶ νὰκαταδικάζεται. Εἶναι Αὐτός, τέλος, ποὺ χώρισε τὸν χρόνο τῆς ἀνθρωπότητος στὰ δύο, τὴν πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐποχή.
.               Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἔδωσε καὶ δεύτερη προφητεία ψελλίζοντας πρὸς τὴν Πανάχραντο Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας· «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί» (Λουκ. β´ 35). Σὲ αὐτὴν προφήτευε τὸν πόνο τῆς μάνας ποὺ θὰ ἔνιωθε ὅταν θὰ ἔβλεπε τὸν Υἱό της νὰ σταυρώνεται καὶ νὰ θυσιάζεται γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ φράση «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί» σήμαινε ὅτι ὁ Σταυρὸς καὶ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ θὰἀποκάλυπτε ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τοῦ Πέτρου, ποὺ ἀπὸθερμὸς καὶ ζηλωτής, τὸν ἀρνήθηκε, τῶν Μαθητῶν ποὺ τὸν ἐγκατέλειψαν, τοῦ Πιλάτου ποὺ μεταμελήθηκε νίβοντας τὰ χέρια, τῆς γυναίκας τοῦ Πιλάτου, Ἁγίας Πρόκλας, ποὺ θὰπιστεύσει στὸ νυκτερινὸ ὄνειρο, τοῦ ἐκ τῶν σταυρωτῶν ἑκατοντάρχου ποὺ τὸν ὁμολόγησε Θεοῦ Υἱόν,  τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, δύο ἐκ τῶν Φαρισαίων, ποὺ φρόντισαν τὸ νεκρό Του σῶμα, τοῦ Ἰούδα ποὺ αὐτοκτόνησε, τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔδωσαν ἀργύρια στοὺς φρουρούς, γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴν Ἀνάσταση. Ὁ Ἅγιος Συμεὼν κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 280 ἐτῶν.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

, ,

Σχολιάστε

MAΚΑΡΙΟΣ παπα-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ (Χαραλ. Μπούσιας)

Μακάριος Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης,
ἕνας ἅγιος ἁπλοϊκὸς ποιμένας λογικῶν προβάτων
Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 29 Ἰανουαρίου 1975

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                 Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος, ποὺ συνδύαζε, ὅπως ἔλεγε, τρυφερότητα καὶ ἀκαμψία, λεπτότητα καὶ δύναμη, εὐαισθησία καὶ αὐστηρότητα, εἶναι τὸ διαμάντι τοῦ Πλατάντου τῶν Τρικάλων, ὁ ἀγαθὸς λευΐτης, Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης. Μὲ τὴν τρυφερότητα πλησίαζε τὶς καρδιές, μὲ τὴν ἀκαμψία ἔμενε ἀκλότητος στὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Μὲ τὴν λεπτότητα τῆς συνειδήσεως προσέγγιζε τὸ θεῖο μὲ τὴν δύναμη τῶν ἔργων πλησίαζε τὴν λογική του ποίμνη. Μὲ τὴν εὐαισθησία παρηγοροῦσε καρδιὲς καὶ μὲ τὴν αὐστηρότητα ἔλεγχε τοὺς ἀσεβεῖς καὶ πρωτίστως ἔλεγχε τὸν ἑαυτό του. Ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του καὶ ἐπιεικὴς στοὺς ἄλλους ἐφαρμόζοντας τὸ Παύλειο!  «Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. δ΄ 5).
.                 Ὁ Παπα-Δημήτρης δὲν ἦταν κάτοχος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου. Μὲ δυσκολίες τελείωσε τὸ δημοτικὸ στὸ χωριό του. Ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει καὶ βοσκὸς ψυχῶν. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε πλήρη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό μας μέσα ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς προσευχῆς, εἶχε μνήμη θανάτου καὶ πόθο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅταν ἔκλεινε τὰ πρόβατα στὴν στάνη πήγαινε μὲ δάκρυα κατ’ εὐθείαν στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, στοὺς ἀγαπημένους του Ταξιάρχες, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν χάρη τους, νὰ τοὺς διακονήσει, νὰ τοὺς νοιώσει κοντά του. Ὅταν δὲν κατόρθωνε νὰ τὸ κάνει, γιὰ κάποιους λόγους ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, γονάτιζε ἐκεῖ ποὺ ἦταν στὰ βουνὰ καὶ ἔκλαιγε, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ συγγνώμη, γιατὶ  βρισκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸν οἶκο Του. Διάβαζε μὲ πολλὴ κατάνυξη βίους Ἁγίων καὶ τοὺς αἰσθανόταν φύλακες, εὐεργέτες καὶ προστάτες, τοὺς ἔνοιωθε δίπλα του. Εἶχε ζωντανὴ τὴν αίσθηση τῆς παρουσίας τους.
.                 Ὁ θεόπνευστος καὶ θεόσοφος ἱερέας καὶ λειτουργὸς τῶν ἀχράντων τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, ποὺ ἀξιωνόταν νὰ μυροβλύζει ἡ Ἁγία Τράπεζα ὅταν λειτουργοῦσε,  ἂν καὶ ὀλιγογράμματος, πατὴρ Δημήτριος,  ζητοῦσε καθημερινὰ τὸν θεῖο φωτισμὸ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διδάσκει, νὰ συμβουλεύει καὶ νὰ ἐμπνέει τοὺς νέους. Ὡς φοιτητὴς θυμᾶμαι πῶς μὲ ἐνέπνεε μὲ τὰ γράμματά του καὶ τὶς προσευχές του. Ἦταν στήριγμα καὶ ἕνωνε γῆ καὶ οὐρανὸ μὲ τὶς προσευχές του καὶ τὴν ἰσάγγελη βιοτή του. Θυμᾶμαι πόσο τὸν εὐλαβεῖτο ἡ Ἐκκλησία μας καὶ τί ὑποδοχὴ τοῦ ἔκαναν οἱ Μονὲς τῶν Ἁγίων Μετεώρων σὲ μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ αὐτές, ποὺ ἀξιώθηκα νὰ παρευρεθῶ.
.                 Ὁ τότε Μητροπολίτης του, ὁ Τρίκκης καὶ Σταγῶν Σεραφεὶμ τοῦ ἔγραφε κατὰ τὴν ἀσθένειά του:
«Ἀγωνίζεσαι ἕνα θαυμαστὸν ἀγῶνα καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἐξέρχεσαι πάντοτε νικητής».

.                 Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, ὁ Κατουνακιώτης, ἔγραφε:
«Θὰ σᾶς παρακαλέσω, ὅπως ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι σᾶς ἐνθυμούμεθα στὴν προσευχή μας, ἔτσι καὶ σεῖς νά μᾶς ἐνθυμῆσθε, ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ποτὲ δὲν θὰ σᾶς ξεχάσω. Τὸ πρόσωπό σας λὲς καὶ χαράχτηκε μέσα στὴν ψυχή μου. Τὰ λόγια σας τὰ θεῖα ἀντηχοῦν συνεχῶς στὰ αὐτιά μου. Εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ σᾶς γνώρισα. Εὐλογημένη ἡ συνάντησίς μας. Δόξα τῷ ἁγίῳ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

.                 Ὁ μακαριστὸς ἡγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας, Γέροντας Αἰμιλιανός, ὁ ὁποῖος τὸν τιμοῦσε ἰδιαίτερα, ἔγραφε:
«Πόσο μοῦ ἀρέσει αὐτὸ ποὺ κάνατε, ὅτι δηλαδὴ σηκώνεσθε γιὰ προσευχὴ στὶς δύο τὴν νύκτα. Μέσα στὴν σιωπή τῆς νυκτιᾶς μιὰ ψυχὴ νὰ δοξολογῆ μόνη τὸν Δημιουργό Της. Πόσο θὰ χαίρεται τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἄγγελός της; … Μὲ συγκινεῖ ἡ εὐλάβειά σας εἰς τοὺς Ταξιάρχας, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ μεσιτεύσουν στὸν Κύριο γιά σᾶς. Ἰδιαίτερη, ὅμως, ἐντύπωση μοῦ κάνει ἡ πνευματικὴ ἐγκαρτέρησίς σας γιὰ τὸν σάλον ποὺ συνετάραξε τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μας».
.                 Γιὰ τὴν προσευχὴ ἔγραφε κάποτε σὲ ἐπιστολή του ὁ π. Δημήτριος:
«Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα τηλέφωνο, ἕνας ἀσύρματος ποὺ ἐπικοινωνεῖς κατ’ εὐθεῖαν μὲ τὸν Θεό. Παίρνεις τὸ νούμερο διὰ νὰ πιάσεις μὲ τὸ τηλέφωνο τῆς προσευχῆς τὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ. Τὸν ἀκοῦς καθαρά, πολὺ κοντὰ τὸν αἰσθάνεσαι. Ὅταν ἔχεις κάτι, νὰ παίρνεις τὸ τηλέφωνο καὶ νὰ μιλᾶς στὸν Θεό. Ἐκεῖνος σὰν πονετικὸς Πατέρας θὰ σοῦ ἀκούσει καὶ θὰ γεμίσει τὴν καρδιά σου ἀπὸ χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη».
.               Ὁ μακαριστὸς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου, Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, θαυμάζοντας τὴν προσευχητικὴ αὐτὴ κατάσταση τοῦ πατρὸς Δημητρίου ἔγραφε:
«Τὸ πρόγραμμα τῆς προσευχῆς ποὺ ἐφαρμόζετε εἶναι πράγματι θαυμάσιο καὶ ἱκανὸ νὰ πτερώσει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ἑνώσει μὲ τὸν ποθούμενο Κύριο. Εὔχεσθε καὶ ἡμεῖς νὰ δυνηθῶμεν νὰ ἐφαρμόσωμεν παρόμοιον πρόγραμμα».

,

Σχολιάστε

ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ (Χαρ. Μπούσιας)

Τὸ ρεῦμα τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας
καὶ τὸ ρεῦμα τοῦ Ἰορδάνη

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων  Ἐκκλησίας

 .             χρόνος εἶναι τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, δῶρο, ὅμως, ἄπιαστο, ἀφοῦ κυλάει, ὅπως τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν, καὶ δὲν γυρίζει πίσω. Μᾶς παρασύρει χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε καὶ μᾶς ὁδηγεῖ ἀνάλογα μὲ τὶς ἱκανότητες ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ δωρεοδότης Κύριος, στὴν ἀπώλεια ἢ στὴν σωτηρία, στὸν αἰώνιο θάνατο ἢ στὴν αἰώνια ζωή. Τὰ δῶρα τοῦ Δωρεοδότη Κυρίου μας εἶναι δῶρα σωτηρίας, ἀρκεῖ νὰ ξέρουμε νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε.
.             Ὁ χρόνος τρέχει. Ὅλα παρέρχονται καὶ σβήνουν. Ἕνας μόνο μένει στοὺς αἰῶνες. Ὁ Χριστός μας καὶ  μαζί του «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα Αὐτοῦ» (Α´ Ἰωάν. β´ 17).
.             Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ὅτι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μοιάζει μὲ τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη. Αὐτός, ὁ πολυφημισμένος στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτόν, πηγάζει ἀπὸ δύο πηγές. Ἡ μία λέγεται Ἰὸρ καὶ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται σὲ ἕνα ποὺ ὀνομάζεται Ἰορδάνης. Αὐτὸς μὲ πλῆρες ἀνάπτυγμα τοῦ ροῦ του περνάει μέσα ἀπὸ ἐναλλασσόμενα παρόχθια γόνιμα καὶ ἀμμώδη ἐδάφη καὶ χύνεται στὴν Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης συμβολίζει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Οἱ δύο πηγές του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ τὸ γένος αὐτὸ πρὸς τὰ ποῦ πορευόταν πρὶν τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεανθρώπου μας Ἰησοῦ; Ἀλλοίμονο, στὴν νέκρωση καὶ στὸν θάνατο μέσα ἀπὸ χαρὲς καὶ λύπες τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ Ἰορδάνης, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ γόνιμα καὶ ἄγονα ἐδάφη ἐκβάλλει  στὴν Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε, ὅμως, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ  ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε πάνω στὸν Σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι, χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴν νέκρωση καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ῥωμ. ϛ´ 3).
.                 Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας ἔκτοτε κυλώντας δὲν μᾶς ὁδηγεῖ στὴν νέκρωση, ἀλλὰ στὴν ζωή. Γι’ αὐτὸ ἦλθε ὁ Κύριός μας καὶ βαπτίσθηκε μάλιστα στὸν Ἰορδάνη στρέφοντας τὰ ὕδατά του ἐκ τῆς νεκρώσεως εἰς τὴ ζωήν. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ροῦ του, ὅπως ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται καὶ ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς προορίζει γιὰ τὴν κόλαση. Θέλει τὴν σωτηρία μας. Μόνοι μας πηγαίνουμε στὴν κόλαση μὲ τὴν ἄχαρη ζωή μας. Ἔκεῖνος ἔστρεψε τὰ ὕδατα ἀπὸ τὴν νέκρωση πρὸς τὴν ζωή. Ἐμεῖς στρέφουμε τὰ δικά μας, τῶν ἔργων μας, πρὸς Ἐκεῖνον;
.                 Ὁ Ἰορδάνης ποταμός, αὐτὸς ποὺ ὅπως εἴπαμε συμβολίζει τὸ ἀνθρώπινο γένος, εἶναι ὁ ἱερὸς ποταμὸς τῆς θεοφανείας, τῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησιν». Εἶναι ὁ ποταμὸς ποὺ «ἐθαμβήθη θεωρῶν τὸν ἀθεώρητον γυμνόν», εἶναι ὁ ποταμὸς ποὺ ἡ διάβασή του ὁδηγεῖ στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι ὁ ποταμὸς τῆς ἐπιθυμίας ἐπισκέψεως τῶν ρείθρων του, τῆς καθάρσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὅλοι μας τρέφουμε τὴν ἐλπίδα, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βαπτισθοῦμε στὰ νερά του, στὰ ρεῖθρα ποὺ στὴν γύρω τους ἔρημο ἀσκήτευσε ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης, ὁ Πρόδρομος, στὰ ῥεῖθρα ποὺ ἁγιάσθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἐφώνει «Οὖτός ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός» καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παρουσιάσθηκε «ἐν εἴδει περιστερᾶς».
.                 Ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι ὁ προσωποποιημένος ποταμός. Ἂν καὶ ὡς κτίσμα εἶναι ἄψυχο, δὲν ἔχει αἰσθήσεις, ἐν τούτοις τοῦ φωνάζουμε, λὲς καὶ ἀπευθυνόμαστε σὲ ἔμψυχο ὤν, σὲ πρόσωπο: «Ἰορδάνη ποταμέ, τί ἐθαμβήθης θεωρῶν;», «Ἑτοιμάζου, Ἰορδάνη ποταμέ..», «Ἰορδάνη ποταμέ, στῆθι ὑπόδεξαι σκιρτῶν..», «Ἰορδάνη ποταμέ, εὐφράνθητι..», «Καὶ σύ, Ἰορδάνη ποταμέ, διατὶ ἐστράφης εἰς τὰ ὀπίσω»; Βέβαια, δὲν εἶναι τὸ μοναδικὸ κτίσμα ποὺ προσωποποιεῖται στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία. Ἔχουμε πολλὰ παρόμοια παραδείγματα στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς ὑμνογραφίας καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅταν λέμε: «Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια», δηλαδή,  ἂς εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς χαρεῖ ἡ γῆ, ἐννοοῦμε τὴν χαρὰ τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τῶν ἀνθρώπων στὴν γῆ καὶ ὄχι τοῦ ἀέρος καὶ τοῦ ἐδάφους. Ἐπίσης στὴν ὑμνογραφία ἀπευθυνόμαστε πολλὲς φορὲς σὲ ἱεροὺς τόπους ἢ ἱερὰ ἀντικείμενα λὲς καὶ αὐτὰ εἶναι ἔμψυχα, ὅπως στὴν Βηθλεὲμ καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἔτσι λέμε:
.                 «Ἑτοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικτε πᾶσιν ἡ Ἐδέμ..» ἢ « Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου», ἢ «Οὐ δυνησόμεθα, Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, τὰ σὰ θαυμάσια ὑμνεῖν οἱ κατάκριτοι». Ὅταν ἐπίσης λέμε: «Σκιρτήσατε τὰ ὄρη καὶ οἱ βουνοί», δὲν παρακινοῦμε τὰ βουνὰ καὶ τοὺς λόφους νὰ σκιρτήσουν, ἀλλὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ κατοικοῦν σὲ αὐτούς. Καὶ ὅταν λέμε: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ», δὲν ἐννοοῦμε, ὅτι ἀφήνουν φωνὴ ποὺ ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας, ἀλλά, ὅτι παρουσιάζουν σὲ μᾶς μὲ τὸ μέγεθός τους τὴν δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔτσι, κατανοοῦμε τὸ κάλλος τους καὶ δοξάζουμε τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό  τους σὰν ἄριστο τεχνίτη.
.                 Τὴν θαυμαστὴ στροφὴ τοῦ ρεύματος τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου πρὸς τὰ ὀπίσω, αὐτὴν ποὺ ὑπερφυῶς βλέπουμε σὲ αὐτὸν κάθε χρόνο, στὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, καὶ δοξάζουμε τὸν βαπτισθέντα Κύριό μας Ἰησοῦ, περιφράφει ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ λέγοντας: «Ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. ριδ´, 3). Μὲ αὐτὸ τὸ χωρίο ὁ Ψαλμωδὸς ἤθελε νὰ προφητεύσει τὴν ἔκπληξη τῆς θαλάσσης, τοῦ νεροῦ ποὺ ἁπλωνόταν σὲ μεγάλο μέρος, καὶ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, μὲ τὴν εἴσοδο στὰ νάματά του τοῦ ἀναμάρτητου Χριστοῦ μας. Αὐτὴν τὴν ἔκπληξη δικαιολογεῖ στὴν εὐχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων λέγοντας.
.                 «Ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω θεασάμενος τὸ πῦρ τῆς Θεότητος σωματικῶς κατερχόμενον καὶ εἰσερχόμενον ἐπ’ αὐτόν». Τὸ πῦρ τῆς Θεότητος στὴν σάρκα τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ εἰσερχόταν μέσα στὰ ἰορδάνεια ρεῖθρα, ἀπὸ φόβο καὶ σεβασμὸ αὐτὰ ἤθελαν νὰ τὸ ἀποφύγουν.
.                 Τὸ ὅτι ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω περιγράφει καὶ τὸ ἑπόμενο ὡραιότατο τροπάριο τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων θυμίζοντάς μας τὴν διαίρεση τοῦ ὕδατος τοῦ Ἰορδάνου μὲ τὴν μηλωτὴ τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου, μετὰ τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς μὲ πύρινο ἅρμα τοῦ προφήτου Ἠλιού: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιοὺ, καὶ διῃρεῖτο τὰ ὕδατα ἔνθεν καὶ ἔνθεν· καὶ γέγονεν αὐτῷ, ξηρὰ ὁδὸς ἡ ὑγρὰ, εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι᾽ οὗ ἡμεῖς τὴν ῥέουσαν, τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν, Χριστὸς ἐφάνη, ἐν Ἰορδάνῃ, ἁγιάσαι τὰ ὕδατα».
.                 Ἐστράφη παλιὰ πρὸς τὰ πίσω τὸ ρεῦμα τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ διὰ τῆς μηλωτῆς τοῦ ἀναληφθέντος στὸν οὐρανὸ προφήτου Ἠλία, τὴν ὁποίαν εἶχε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος.  Καὶ ἔγινε ἡ ὑγρὴ ὁδὸς ξερὴ προτυπώνοντας ἀληθινὰ τὸ βάπτισμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐμεῖς διαπερνοῦμε τὴν ρευστὴ διάβαση τοῦ βίου. Ὁ Χριστὸς φανερώθηκε στὸν Ἰορδάνη, γιὰ νὰ ἁγιάσει τὰ ὕδατα.
.                 Σὲ ἕνα ἄλλο δοξαστικὸ τῆς Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ὁ ὑμνογράφος ἐρωτᾶ τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ προσωποποιημένο: «Τί ἀναχαιτίζει σου τὰ ὕδατα, ὦ Ἰορδάνη, τί ἀναποδίζεις τὸ ῥεῖθρον καὶ οὐ προβαίνεις τὴν κατὰ δύσιν πορείαν;».
.                 Γιὰ νὰ συνεχίσει μὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἰορδάνου: «Οὐ δύναμαι φέρειν πῦρ καταναλίσκον· ἐξίσταμαι καὶ φρίττω τὴν ἄκραν συγκατάβασιν· ὅτι οὐκ εἴωθα τὸν καθαρὸν ἀποπλύνειν, οὐκ ἔμαθον τὸν ἀναμάρτητον ἀποσμήχειν, ἀλλὰ τὰ ῥερυπωμένα σκεύη ἐκκαθαίρειν…».
.                 Ποιός σοῦ ἀναχαιτίζει τὰ ὕδατα, Ἰορδάνη, καὶ ἐμποδίζει τὴν φυσική σου πορεία πρὸς τὴν δύση; Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὅλος πῦρ καὶ ἀπορῶ καὶ φρίττω τὴν ἀμέτρητη συγκατάβασή Του. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ καθαρίσω τὸν καθαρόν, οὔτε νὰ σκουπίσω τὸν ἀναμάρτητο. Ἐγὼ μόνο βρώμικα σκεύη μπορῶ μὲ τὰ νερά μου νὰ καθαρίσω.
.                 Ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀποκαλύπτεται ὡς ὁ ποταμὸς ποὺ ὁρίζει τὴν «γῆ τῆς ἐπαγγελίας». Τὸ νὰ διασχίσεις τὸν Ἰορδάνη σήμαινε, γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, πὼς εἰσέρχεσαι στὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Κυρίου. Σήμαινε, ὅτι μπαίνεις στὴν «γῆ ποὺ ρέει γάλα καὶ μέλι», στὸν τόπο ὅπου ὁ Θεὸς θὰ κατοικήσει μὲ τὸν λαό Του παρέχοντάς του τὶς ἀτελεύτητες εὐλογίες τῆς παρουσίας Του.
.                 Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ διαπέραση τοῦ Ἰορδάνη σημαίνει εἴσοδο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐμπειρία τῆς πληρότητας τῆς ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Μωϋσῆς δὲν εὐλογήθηκε νὰ διασχίσει τὸν Ἰορδάνη συμβολίζει ὅτι ὁ Νόμος μόνος του δὲν σώζει. «Οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ» (Γαλ. β´ 16). Ἔπρεπε νὰ ἔλθει ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός μας, ὁ ὁποῖος διὰ μέσου τοῦ Ἰορδάνου μπορεῖ νὰ εἰσαγάγει τοὺς πιστοὺς στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν Οὐράνια Βασιλεία, τονίζοντας ἔτσι τὴν λυτρωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἰησοῦ, στὴν διαθήκη τῆς χάριτος.
.                 Ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσέως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔφθασε στὸν Ἰορδάνη, τὰ ὕδατα σχίσθηκαν στὴν παρουσία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, μὲ τοὺς ἱερεῖς νὰ προπορεύονται βαστάζοντας  στὰ χέρια τους τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης. Ὅπως τὰ ὕδατα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης σχίσθηκαν, γιὰ νὰ ἐπιτρέψουν στὸν λαὸ αὐτὸ νὰ διαβεῖ ὡς διὰ ξηρᾶς, κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἐπιζητώντας τὴν «ἐν Θεῷ ἐλευθερία» καὶ σωτηρία του ἀπὸ τὰ φαραωνικὰ δεσμά, ἔτσι καὶ κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς σχίσθηκε, γιὰ νὰ διαβεῖ ὁ ταλαιπωρημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν τόπο τοῦ τελικοῦ του προορισμοῦ. Μήπως καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τὴν δική μας δὲν σχίσθηκαν τὰ Ἰορδάνεια ρεῖθρα, γιὰ νὰ περάσουμε στὴν Ἄνω Πόλη οἱ ταλαίπωροι ὁδοιπόροι αὐτῆς τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι μοναδικὴ βακτηρία ἔχουμε τὴν πίστη μας στὸν «ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθέντα Κύριο»;
.                 Στὸν Ἰορδάνη τέλος ποταμὸ καθαρίσθηκε ἀπὸ τὴν λέπρα του ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, προεικονίζοντας τὸν καθαρισμὸ ὅλων μας ἀπὸ τὴν λέπρα τῆς ἁμαρτίας. Τὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου εἶχαν καθαριστικὲς ἰδιότητες, γιατὶ μὲ αὐτὰ ποτίσθηκε τὸ τρισύνθετο δένδρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάσθηκε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας, πάνω στὸν ὁποῖο πλύθηκε ἡ ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
.                 Ἡ Ἱστορία τοῦ τρισύνθετου δένδρου ἔχει ὡς ἑξῆς:
.                 Κάποια ἡμέρα παρουσιάσθηκε στὸν Λώτ, ποὺ εἶχε πέσει σὲ θανάσιμο ἁμάρτημα, ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ ἔδωσε τρία ραβδιά, τὸ καθένα ἀπὸ ἕνα εἶδος δέντρου, κέδρου, πεύκου καὶ κυπαρισσιοῦ. Τοῦ εἶπε νὰ τὰ φυτέψει καὶ νὰ φέρνει καθημερινὰ νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, νὰ τὰ ποτίζει. Ἐὰν βλαστήσουν τοῦ εἶπε, θὰ σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν μετάνοιά σου, διαφορετικὰ θὰ εἶσαι κολασμένος γιὰ πάντα. Γεμάτος χαρὰ ὁ Λὼτ ἔκαμε, ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ ἄγγελος. Ἔφερνε νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη σὲ ἀπόσταση πορείας μιᾶς ἡμέρας, πολὺ κοπιαστική. Στὴν πορεία του αὐτὴ  παρουσιαζόταν ὁ διάβολος, γιὰ νὰ τοῦ πάρει μὲ δόλιο τρόπο τὸ νερὸ καὶ νὰ μὴν βλαστήσουν τὰ ραβδιά. Μετασχηματιζόταν ἄλλοτε σὲ ταλαίπωρο διψασμένο ὁδοιπόρο, ἄλλοτε σὲ γέροντα ἀσθενῆ καὶ ἄλλοτε σὲ γυναίκα δυστυχισμένη καὶ τοῦ ἔπινε τὸ νερό. Γιὰ τὴν καλωσύνη του, ὅμως, τὸν λυπήθηκε ὁ Θεὸς καὶ μὲ μιὰ φορὰ ποὺ πότισε τὰ ραβδιά, αὐτὰ βλάστησαν καὶ ἑνώθηκαν στὸ τρισύνθετο δένδρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάσθηκε τὸ τίμιο ξύλο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τὸ Ξύλο τῆς σωτηρίας μας.
.                 Στὴν ἐρωτηση ἐὰν μποροῦμε νὰ πλυθοῦμε σὲ ὁποιονδήποτε ποταμὸ καὶ νὰ καθαρισθοῦμε, ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὄχι. Μόνο στὸν Ἰορδάνη, μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, καθαριζόμαστε ἀπὸ ὅλες μας τὶς ἁμαρτίες. Μόνο διὰ μέσου τοῦ Ἰορδάνου, ποὺ μεταφέρεται στὸ πετραχήλι τῶν ἐξομολόγων, εἰσερχόμαστε πεντακάθαροι στὴν χώρα τῶν ζώντων, στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνο διὰ τῶν ἁγιασμένων ὑδάτων τοῦ Ἰορδάνη καὶ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας μᾶς ἐξαγιάζει ὁ Θεὸς γιὰ πάντα.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων  Ἐκκλησίας

, , ,

Σχολιάστε

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ καὶ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΔΕΒΒΩΡΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

Ἡ ἐλευθερία τῆς δουλείας
καὶ ἡ βασιλεία τῆς Δεββώρας

Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

   .         ταν ἡ ζωή μας δὲν εἶναι χριστοκεντρική,  ὅταν παραθεωροῦμε τὸν Χριστό μας ἢ καὶ τὸν ἀρνούμαστε παντελῶς, ζοῦμε στὸ σκοτάδι καὶ ἔχουμε μόνιμη ταραχή, τὴν ὁποία προσπαθοῦμε νὰ ἀποβάλλουμε μὲ τὴν συνέργεια τοῦ πονηροῦ, «τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ ἀπατεῶνος» (Ἐφεσ. ϛ´ 12). Ὅταν λείπει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ζωή μας, τὰ πάντα ἐπιτρέπονται. Ὅταν ὁδηγοῦμε τὸ καράβι τῆς ζωῆς μας στὸ πολυκύμαντο τοῦ βίου πέλαγος χωρὶς κυβερνήτη μας τὸν Χριστό, σίγουρα θὰ τὸ ρίξουμε σὲ ὑφάλους ἢ θὰ τὸ τσακίσουμε στὰ βράχια. Ὅταν λείπει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ζωή μας νοιώθουμε ἕνα κενὸ δυσαναπλήρωτο, μιὰ θλίψη ἀνεξήγητη καὶ τοῦτο γιατί, «σ᾽ ὅποιον ἔχει λύπη ὁ Χριστὸς τοῦ λείπει».
.         Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεντρομόλος δύναμη ποὺ μᾶς συγκρατεῖ στὴν τροχιὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, αὐτοῦ ποὺ σήμερα μερικοὶ ὀνομάζουν «νόμο δουλείας» καὶ τὸν ἐξορκίζουν ζώντας τὴν ἐφάμαρτη ἐλευθερία, τῆς ὁποίας καὶ ὑψώνουν τὸ λάβαρο. Ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀγάπης μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν φυγόκεντρη δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἐνοικεῖ μέσα μας, ἀφοῦ «ἔγκειται διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος» (Γεν. η´  21), δὲν θέλουν τὴν προστασία του νομίζοντας ὅτι αὐτὸ περιορίζει τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τους. Δὲν σκέφτονται ὅτι ἡ «ἀπόλυτη ἐλευθερία» ἐκτροχιάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ «στὰ Τέμπη» τῆς καταστροφῆς.
.         Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ μᾶς θέλει ὅλους ἐλεύθερους κοντά Του. Ἔτσι, ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι πλούσιος σὲ θεϊκὲς δωρεές, ἐνῶ  ἀντίθετα πτωχὸς εἶναι ὅποιος παραβιάζει τὶς θεῖες ἐντολές, ποὺ ὁδηγοῦν μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν δουλεία· στὴν δουλεία τῶν παθῶν, τῆς φιλαρχίας, τῆς φιλοδοξίας, τοῦ πλούτου, τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων. Ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς μᾶς εἶπε, νὰ ζοῦμε ἐλεύθεροι κοντά Του, κοντὰ στὴν μόνη Ἀλήθεια, λέγοντας: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η´ 32) , δηλαδή, ὅταν γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια, Ἐμένα, ποὺ εἶμαι «ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή» (Ἰωάν. ια´ 25), Ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ Ἐλευθερωτής σας. Τὴν σταθερὴ προσήλωσή μας στὸν φιλάνθρωπο Χριστὸ μᾶς τὴν συνιστᾶ ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Τῇ ἐλευθερίᾳ, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. δ´ 1), δηλαδή, μείνατε σταθεροὶ στὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ εὔσπλαχνος Χριστός μας καὶ μὴν ὑποκύπτετε πάλι στὸν ζυγὸ τῆς δουλείας. Ἡ παρουσία τῆς ἄκτιστης ἐλευθερίας στοὺς πιστοὺς πιστοποιεῖται ἀπὸ τὴν βιβλικὴ μαρτυρία: «Οὗ τὸ πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία» (Β´ Κορ. γ´ 17).
.         Ὅταν ὅλα γύρω μας διέπονται ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ χρήματος, τῆς ἰδιοτέλειας, τοῦ ἄκρατου εὐδαιμονισμοῦ καὶ τῆς φιληδονίας, ἡ γνήσια χριστιανικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ μία τρέλλα. Στὴν κοινωνία τοῦ παραλόγου ἡ λογικὴ τῆς ἠθικῆς δὲν ἔχει θέση.
.          Ἡμέρες πονηρἐς, ἡμέρες ἀποστασίας, ἡμέρες βασιλείας τῆς ἁμαρτίας, ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν ἂν καὶ σήμερα πληθύνθηκαν, ἀφοῦ ζοῦμε σὲ ἡμέρες ὅπου βασιλεύει τὸ κακό, ἡ διαστροφή, ἡ ἁμαρτία, καὶ αὐτὸ λόγω ἄγνοιας τῆς καλωσύνης καὶ ἀπορρίψεως τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς ἀρετῆς. Ψάχνουμε γιὰ ἀρχηγούς, μπροστάρηδες, καπεταναίους, ἀλλὰ δὲν βλέπουμε Ἄνδρες μὲ «ἐλέυθερο χριστιανικὸ πνεῦμα» καὶ καταλήγουμε σὲ Δεββῶρες, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν «Ἁγία Γραφή, ὅπου στὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν γράφει: «Διὰ τὸ μὴ εἶναι ἄνδρα ἐβασίλευσε Δεββώρα» (Κριτ. Δ´ 9).
.         Προσὸν τῆς συγχρονης κοινωνίας εἶναι ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ κυριαρχεῖ καὶ ἐπιβάλλεται. Προβάλλεται ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως καὶ ἐξελίσσονται πολιτικά, κοινωνικὰ καὶ πολιτισμικά, ὅσοι νοιώθουν ὑπερήφανοι γιὰ αὐτήν. Ἡ κατάπτωση λογίζεται ἐλευθερία. Διαστρέφεται ἡ ἔννοια τοῦ καλοῦ, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ ὡραίου καὶ προβάλλεται τὸ κακό, τὸ ἀνήθικο, τὸ ἄσχημο. Ἡ κοινωνία μας παραβλέπει τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο καὶ μεταβάλλει τὴν αἴσθηση τοῦ ὡραίου ἀνάλογα μὲ τοὺς ἰδιοτελεῖς σκοπούς της. Ποῦ, λοιπόν, πορευόμαστε; Τὰ μάτια μας, ψυχικὰ καὶ σωματικά, ἔπαψαν νὰ βλέπουν καθαρά, ἀφοῦ ὁ καταρράκτης τῆς ἁμαρτίας ἐμποδίζει τὴν καθαρὴ ὅραση. Ἔτσι, ὅλοι μας βαδίζουμε πρὸς τὸ χάος, ἀφοῦ, «τυφλὸς τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. ιε΄ 14). Ποῦ εἶναι ἡ ἀπόλυτη προσοχή μας καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μας τώρα, ὅπου τὰ οἰκονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, ἠθικὰ καὶ ἐθνικὰ προβλήματα εἶναι αὐξημένα μὲ ἄγνωστη τὴν ἐπιταχυνόμενη ἐπιδείνωσή τους; Ποῦ εἶναι οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ποὺ  ἀποτελοῦν τὶς πνευματικὲς ἀντιστάσεις τοῦ λαοῦ στὶς ἐνέργειες τῶν κρατούντων; Τὶς βλέπουμε ἰσχνές, ἂν ὄχι ἀνύπαρκτες, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ «Ἄρχοντες» νὰ ἐνεργοῦν πολλὲς φορὲς ἀπερίσκεπτα καὶ νὰ ἀλλοιώνουν τὸν πολιτισμό μας, τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας ὑπονομεύοντας ταυτόχρονα θεσμοὺς καταξιωμένους μέσα στὴν ἱστορία, ὅπως ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια. Ἀλλοιώνοντας, ὅμως, τὶς πατροπαράδοτες παραδόσεις δημιουργοῦν προβλήματα στὸ ἴδιο τὸ Γένος μας μὲ προεκτάσεις γιὰ δυσοίωνο μέλλον.
.         Σὲ αὐτὲς τὶς πονηρὲς ἡμέρες, ὅπου τὸ ἦθος θεωρεῖται παρωχημένο, ἡ πίστη περιγελᾶται, ἡ σωφροσύνη χλευάζεται καὶ ἡ πονηράδα λογίζεται ἐξυπνάδα, ἔρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ μᾶς πεῖ: «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν» (Ἐφεσ. ε´ 15).
.         Ἡ ἁμαρτία στὶς ἡμέρες μας πλήθυνε καὶ διαπράττεται εὐκολότερα καὶ ἀνετώτερα μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη. Ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ θεωρεῖται ἐλευθερία, ἐνῶ ἡ ἠθικὴ ζωὴ εἶδος παρωχημένο καὶ δουλικό. Ζοῦμε σὲ ἐποχή, σὰν αὐτὴ ποὺ ὁμολογεῖ πρῶτα ὁ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ (Ψαλμ. ΝΒ΄ 4) καὶ ἔπειτα ἐπαναλαμβάνει ὁ θεῖος Παῦλος: «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ῥωμ. γ´ 12). Ὅλοι γύρω μας παρεκτράπησαν ἀπὸ τὸν σωστὸ δρόμο, τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ ἐξαχρειώθηκαν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ἐνεργεῖ τὸ ἀγαθό, νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μας, σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου Του. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καί, ἀλλοίμονο, ὅταν θὰ ξεχειλίσει τὸ ποτήρι τῆς ὑπομονῆς τοῦ Θεοῦ!
.         Δὲν ἔφθασε, ὅμως, στὶς ἡμέρες μας μόνο ἡ ἀποστασία μας. Εἶναι καὶ ἡ διαστροφή! Τὸ ἄσπρο τὸ λέμε μαῦρο, τὸ κακὸ καλό, τὸ ἄσχημο ὄμορφο. Τὴν δουλεία στὴν ἁμαρτία ὀνομάζουμε ἐλευθερία καὶ τὴν ἐμμονὴ στὴν ἐφάμαρτη ζωὴ προσὸν ἐπιτυχίας καὶ ἀνελίξεως στὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ σκακιέρα. Ἡ κακία προβάλλεται ὡς ἀρετὴ καὶ ἡ ἀρετὴ ὡς ἁμαρτία. Δὲν ὑπάρχει λόγος μετανοίας. Γιατί νὰ μετανοίωσει κανείς, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἐπίγνωση ἁμαρτίας; Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐσχάτη πλάνη. Βλασφημοῦμε, δηλαδή, μὲ τὴν ζωή μας τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ ἀρνούμαστε κάθε θεϊκὴ βοήθεια αὐτονομούμενοι καὶ νομίζοντας ὅτι ἐλεύθεροι ὄντες ἐξουσιάζουμε τὰ πάντα καὶ ἰδίως τὸν ἑαυτό μας. Ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι περιττός. Καὶ χωρὶς Αὐτὸν φθάσαμε στὴν νομιμοποίηση τῆς ἁμαρτίας. Φθάσαμε στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ ἀπολαμβάνουμε τοὺς καρπούς της, τὴν κρίση, τὸ ἔγκλημα, τὴν ἀνεργία, τὴν φτώχεια καὶ τὴν διαστροφή, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε κανονικότητα. Τὸ χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι μᾶς ἔχει ὑπνωτίσει ὁ πονηρὸς καὶ δὲν ὑπάρχει, ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀντίδραση. Καὶ ἂν τολμήσει κάποιος νὰ ἀντιδράσει, περιθωριοποιεῖται, γίνεται καταγέλαστος καὶ ἀντικείμενο κοροϊδίας.

.         Ζοῦμε σὲ μιὰ κοσμογονικὴ ἐποχή, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ παγκόσμιο πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, τοῦ πλεονασμοῦ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ ψεύδους, τῆς καταπτώσεως τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, τῆς τροφοδοσίας μας μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ μᾶς προσφέρουν γιὰ φαγητὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως, οἱ τηλεοράσεις, τὰ περιοδικά, τὸ διαδίκτυο. Ζοῦμε τὴν ἀποχαλίνωση τῶν πάντων στὴν ἐποχὴ τῆς «πληθύνσεως τῆς γνώσεως» (Δαν. ιβ΄ 1,2,4).
.         Ἡ γνώση τῶν ἀνθρώπων αὐξάνεται συνεχῶς, ἡ ἐπιστήμη προοδεύει. Ἀλλὰ τί μὲ αὐτό; Ἔγραφε κάποιες δεκαετίες πρίν, τότε ποὺ ἡ ἀποστασία δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, ὅπως σήμερα, ὁ ἀγωνιστὴς Μητροπολίτης Φλωρίνης, π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ὅτι «ὁ κόσμος σήμερα καυχᾶται γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἐπληθύνθη ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος σήμερα εἶναι δυστυχέστερος. Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θ᾿ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος τόσο, ποὺ θὰ περπατᾷς 100 χιλιόμετρα καὶ ἄνθρωπο δὲν θὰ βλέπῃς». Ἡ ἀποστασία μας σήμερα βρίσκεται στὸ ἀποκορύφωμά της. Μαζὶ μὲ αὐτὴν βλέπουμε καὶ σημεῖα στὸν οὐρανό. Σημεῖα ἐσχατολογικά, ἀκαταστασίες, σεισμούς, πολέμους, καταστροφές, ἐγκλήματα,  ποὺ δείχνουν ὅτι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. γ΄ 6). Τὰ βλέπουμε, ὅμως, καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ἢ τὰ παραβλέπουμε; Συνειδητοποιοῦμε τοὺς τρόπους καταργήσεως τῆς θρησκείας μας μὲ τὰ μέτρα ἀποχριστιανοποιήσεως, ἀπαρθοδοξοποιήσεως, ἀφελληνισμοῦ; Βλέπουμε τὸν πολιτικὸ γάμο, τὴν πολιτικὴ κηδεία, τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ μὲ ὀνοματοδοσία στὰ ληξιαρχεῖα, τὴν καύση τῶν νεκρῶν μας; Βλέπουμε τὴν κατάργηση τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν σημαία μας, τὴν ἀποκαθήλωση τῶν εἰκόνων μας ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ δημόσια καταστήματα; Βλέπουμε τὴν μεώση τῶν γεννήσεων, τὴν αὔξηση τῶν διαζυγίων, τὴν ἐλευθερία στὶς ἐκτρώσεις, τὸν κιναιδισμὸ ποὺ ὀνομάζουν «προσωπικὴ ἰδιαιτερότητα» καί, ἀλλοίμονο, ἂν τολμήσει κάποιος νὰ θίξει τοὺς δυστυχεῖς αὐτοὺς συνανθρώπους μας; Βλέπουμε τὴν λατρεία τοῦ διαβόλου ἢ τὴν προβολὴ τῆς πανθρησκείας καὶ τῆς οἰκουμενικότητος;
.         Ἔγραφε, ἐπίσης, γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου ὁ Γέροντας Εὐσέβιος Βίττης: «Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐλευθερία, ποὺ λένε πῶς κάνουν ἄτομα ἤ, πρὸ πάντων ὁμάδες, καταντάει καταπάτηση τῆς ἐλευθερίας. Σὰν τὸ περιπαθὲς ἀγκάλιασμα τῆς μαϊμοῦς ποὺ πνίγει τὸ παιδί της….
Ἡ ἐλευθερία ὡς ἀνθρωπολογικὸ στοιχεῖο ποὺ μιά της πλευρὰ εἶναι ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία, εἶναι καρπὸς ὡριμότητας. Ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὡριμότητας. Ἡ ἐσωτερικὴ ὡρίμανση δὲν γίνεται αὐτόματα, γιατὶ χρειάζεται καὶ συνειδητὴ προσπάθεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πραγμάτωσή της. Ὁ ὥριμος πνευματικὰ ἄνθρωπος ἀγωνίσθηκε καὶ ὁ ἴδιος σκληρά, γιὰ νὰ φθάσει σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Ἡ πνευματικὴ πατερικὴ σοφία τὴν ταυτίζει μὲ τὴν ἀπάθεα, ποὺ σημαίνει ὑπέρβαση τῆς ἐσωτερικῆς κατάστασης δουλείας τῶν παθῶν. Γιατί, ὅταν ὑπάρχει ἐσωτερικὴ δουλεία, ἡ ἐξωτερικὴ ἐλευθερία εἶναι εὐνοϊκὸς παράγοντας γιὰ τὴν ἐκδήλωση αὐτοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ ἐμπάθεια εἶναι δύο φοβερὰ ἀνασταλτικὰ τῆς ἐλευθερίας τόσο τῶν ἴδιων τῶν φορέων τους, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων. Εἶναι δυνατὸν ἐμπαθεῖς, προβολεῖς ἁμαρτίας καὶ φανατικοὶ νὰ θεωροῦνται ἐλεύθεροι ἄνθρωποι; Καὶ εἶναι δυνατὸν αὐτοί, ὅταν ἔχουν ὅλη τὴν ἐξωτερικὴ ἄνεση, νὰ μὴν ἐκτρέψουν τὴν ἐλευθερία σὲ ἀσυδοσία, νομιμοποίηση ἁμαρτίας ἢ καὶ τυραννία; Καί, ὅμως, αὐτοὶ φωνάζουν γιὰ ἐλευθερία, δημοκρατία, ἀνθρώπινα δικαιώματα, καὶ ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει δημαγωγικὸ σύνθημα, γιὰ νὰ ἐπιδιωχθοῦν ἄλλοι σκοποί. Καταλυτικοὶ τῆς ἐλευθερίας στὴν πραγματικότητα».
.         Οἱ κράχτες τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημοκρατίας, δυστυχῶς, εἶναι ἄνθρωποι δοῦλοι τῶν παθῶν τους χωρὶς πνευματικὴ ὡριμότητα. Αὔξηση τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει σπάσιμο τῶν δεσμῶν τῆς δουλείας καὶ ἄνοιγμα τῶν πτερύγων τῆς καρδιᾶς τους γιὰ πέταγμα στὸν οὐρανὸ τῆς ἐλευθερίας. Ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὴν ἡρωΐδα μας Μαντὼ Μαυρογένους, ἡ ὁποία πάνω ἀπὸ τὸν σαρκικὸ ἔρωτα ἔβαζε τὸν ἔρωτα πρὸς τὴν σκλαβωμενη τότε πατρίδα. Δὲν ἔβλεπε στοὺς νέους ποὺ τὴν περιτριγύριζαν τὴν φλόγα τοῦ πατριωτισμοῦ νὰ φλέγει νὰ σωθικά τους καὶ νὰ ὁπλίζει νὰ χέρια τους, γιὰ νὰ ἀντιταχθοῦν στὶς παρατάξεις τοῦ ἐχθροῦ καὶ αὐτὸ τὴν λυποῦσε ἀφάνταστα. «Δὲν θὰ νυμφευθῶ, ἔλεγε, εἰμὴ ἄνδρα ἐλεύθερο»!
.         Ὅταν ἔχουμε ἐλεύθερο φρόνημα, δηλαδή, φρόνημα Χριστοῦ, καὶ τὸ προβάλλουμε στὴν κοινωνία μας, τότε δὲν θὰ ἀναζητοῦμε «Δεββῶρες», γιὰ νὰ βασιλεύουν. Καὶ πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη «Ἄνδρες» μὲ Ἄλφα κεφαλαῖο, ὅπως τοὺς θέλει ὁ Χριστός μας καὶ ὅπως τοὺς ἤθελε ἡ μεγάλη μας Μαντώ. Πρωτίστως ὑπάρχει ἡ πνευματοφόρα Ἐκκλησία μας ποὺ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ διατηρεῖ τὴν «ἐν Χριστῷ ἐλευθερία» ἀνόθευτη καὶ ἐλπιδοφόρα.

Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

,

Σχολιάστε

ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-2 (Χαρ. Μπούσιας)

Μηνύματα καὶ Ἅγιοι τῆς Ἁλώσεως [Β´]

Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Πρῶτος Νεομάρτυς Λουκᾶς Νοταρᾶς

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-1 (Χαρ. Μπούσιας)

 .                «Διηγούμενος κανεὶς τὸ ἱστορικὸ τῆς Ἁλώσεως, θὰ ἦταν παράλειψη νὰ ἀγνοήσει τὴν ὑπέροχη σὲ τραγικότητα μορφὴ τοῦ Βυζαντινοῦ ἄρχοντα Λουκᾶ Νοταρᾶ καὶ τὸ ἡρωϊκό του ὁλοκαύτωμα», μᾶς λέγει ὁ Σκωτσέζος Βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν.
.                Αὐτός, ὁ τελευταῖος Μέγας Δούξ, τίτλος ἀντίστοιχος τοῦ Πρωθυπουργοῦ, τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὁ πρῶτος Νεομάρτυς τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Γένους ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση.
.                Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1402. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε μετοικήσει στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Μονεμβασία περίπου ἕναν αἰώνα πρίν, ἔχοντας ἀποκτήσει σεβαστὴ περιουσία ἀπὸ τὸ ἐμπόριο παστῶν ψαριῶν.
Γόνοι τῆς οἰκογένειας του ἐπέστρέψαν μετὰ τὴν Ἅλωση στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ Τρίκαλα Κορινθίας. Ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθαν δύο μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ προστάτης τῆς Κεφαλλονιᾶς Ἅγιος Γεράσιμος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος, ἀρχηγέτης τῶν Κολλυβάδων καθὼς καὶ δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων, ὁ Ἅγιος Δοσίθεος, συγγραφεύς τῆς Δωδεκαβίβλου καὶ ὁ Χρύσανθος.
.                Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Ρωμανίας ὑπῆρχαν δύο πολιτικὲς ἀντιλήψεις σχετικὰ μὲ τὴν γραμμὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθηθεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Πόλεως. Ἡ μία, «οἱ Ἑνωτικοί», ὑποστηριζόμενη κυρίως ἀπὸ μιὰ ὀλιγάριθμη μερίδα  πολιτικῶν καὶ λογίων, στήριζε τὶς ἐλπίδες της στὴν βοήθεια ἀπὸ τὴν Δύση καὶ τὴν Ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς παπικούς, ὥστε νὰ λάβουν ὡς ἀντάλλαγμα τὴν βοήθεια ποὺ προσδοκοῦσαν.
.                Ἄλλοι, ἴσως οἱ περισσότεροι αὐτοῦ τοῦ ρεύματος, δὲν πίστευαν ἐπὶ τῆς οὐσίας στὴν ἕνωση, τὴν ἐπιδίωκαν μόνο γιὰ νὰ λάβουν τὴν πολυπόθητη βοήθεια καὶ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ εἶχαν κατακτήσει σχεδὸν ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ἔδαφος τῆς πάλαι ποτὲ αὐτοκρατορίας, ὅσο εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Φράγκων καὶ Ἑνετῶν.
.                Τὴν τελευταία αὐτὴ ἀντίληψη συμμεριζόταν καὶ ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος, ὅμως, κυβέρνησε μὲ μεγάλη σύνεση καὶ μετριοπάθεια, προσπαθώντας νὰ συμβιβάσει ὅλες τὶς τάσεις, ὥστε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ.
.                Ἡ ἀντίθετη ἀντίληψη, οἱ «Ἀνθενωτικοί», δεκτὴ ἀπὸ τὸν λαὸ στὸ σύνολό του σχεδόν, δὲν ἤθελε ἐπουδενὶ νὰ διαπραγματευθεῖ θέματα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ δὲν πίστευε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον στὴν εἰλικρίνεια τῶν δυτικῶν, ὅπως καὶ ἔγινε.
.                Ἄλλωστε, δὲν ἦταν πολλὰ τὰ χρόνια ποὺ τοὺς χώριζαν ἀπὸ τὴν ἅλωση τοῦ 1204 ἀπὸ τοὺς δῆθεν χριστιανοὺς σταυροφόρους τῆς Δύσεως καὶ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ πληροφορηθοῦν τὸν ἐπαχθῆ τρόπο διοικήσεως τῶν λατινοκρατούμενων περιοχῶν καὶ τὰ ὅσα δεινὰ ὑπέμεναν οἱ ὁμόδοξοί τους ἀπὸ τοὺς ἀζυμίτες κατακτητές. Ἐπὶ πλέον πίστευαν ὅτι τυχὸν ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἐπέκταση τῶν διαιρέσων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἔγινε τὸ 1924 μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου.
.                Ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς ἀνῆκε στὴν ἀνθενωτικὴ μερίδα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος προσπαθώντας νὰ συμφιλιώσει τὶς ἀντίπαλες παρατάξεις τὸν πρότεινε γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Δουκός. Ἔτσι, ἔδειχνε τὴν ἐκτίμησή σου πρὸς αὐτὸν  μολονότι γνώριζε τὶς ἀνθενωτικές του ἀπόψεις.
.                Στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1452 ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ πρώην Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Ἰσίδωρος, ποὺ ἔγινε καρδινάλιος συνοδευόμενος ἀπὸ διακόσιους τοξότες, στρατολογημένους μὲ χρήματα τοῦ Βατικανοῦ, ὡς δεῖγμα ὅτι ὁ πάπας ἦταν διατεθειμένος νὰ βοηθήσει τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ὁ αὐτοκράτορας ὅρισε ἐπιτροπὲς διαπραγματεύσεως μαζί τους, γιὰ νὰ δώσουν τὴν συγκατάθεσή τους γιὰ τὴν ἕνωση. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς συμμετεῖχε καὶ ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὁ ὁποῖος, μολονότι κινήθηκε ἀρκετὰ διπλωματικά, ἐν τέλει κίνησε ἐναντίον του καὶ τὶς ὑποψίες τῶν ἀνθενωτικών, ποὺ ὑπέθεσαν ὅτι ἐγκατέλειψε τὶς Ὀρθόδοξες θέσεις του, καὶ τῶν Λατίνων, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν τὸν ἐμπιστεύονταν.
.                Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες περνοῦσαν καὶ ἄλλη στρατιωτικὴ βοήθεια ἀπὸ τὴν Δύση δὲν ἔφθανε. Ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἐγκατάλειψη τῶν δυτικῶν δῆθεν συμμάχων μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἀντιλατινικὲς  ἐκδηλώσεις νὰ ἀρχίσουν νὰ πολλαπλασιάζονται.
.                Τὸ σύνθημα τῶν ἀνθενωτικῶν «Κρεισσότερόν ἐστιν εἰδέναι φακιόλιον Τούρκων βασιλεῦον ἐν μέσῃ τῇ πόλει, ἢ καλύπτραν λατινικήν» τὸ ὁποῖο ὀφείλεται στὴν ἀδιαλλαξία καὶ τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων, ἀποδίδεται στὸν Λουκᾶ Νοταρᾶ.
.                Ἐν τέλει, παρὰ τὶς πολλὲς ἀντιρρήσεις κηρύχθηκε ἡ ἕνωση, ἡ ὁποία ποτέ δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο λαό. Ἀκόμη καὶ οἱ ὑποστηρικτές της ἔλεγαν ὅτι ἔγινε κατ’ οἰκονομίαν καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῶν περιστάσεων γιὰ τὴν διατήρηση τῆς αὐτοκρατορίας καὶ θὰ ἀκυρωνόταν, ἂν διασωζόταν ἡ Πόλη. Ὅμως, ἐξαπατήθηκαν.
.                Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν Βασιλεύουσα, ὁ Νοταρᾶς καὶ οἱ σύντροφοί του ἀμυνόμενοι σὲ κάποιον πύργο, βλέποντας τὸ μάταιο τῆς ἀντιστάσεως, παραδόθηκαν.
.                Οἱ στρατιῶτες τὸν ὁδήγησαν στὸν σουλτάνο, ποὺ ἀρχικὰ τοῦ φέρθηκε μὲ εὐγένεια καὶ σεβασμό. Μάλιστα διέταξε νὰ βροῦν καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογενείας, τὰ ὁποῖα ὁ Πορθητής ἐξαγόρασε καὶ  ἀπελευθέρωσε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο μεγαλύτερους γιούς του, ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ, λέγοντας στὸν Νοταρᾶ ὅτι ἤθελε νὰ τὸν ὁρίσει διοικητὴ τῆς Πόλεως.
.                Τὴν ἑπομένη, ὅμως, ἡμέρα, ὁ Μωάμεθ ἔδειξε τὸν ὑπερφύαλο καὶ πανάσεμνο χαρακτήρα του, ἀφοῦ στὸ ἐπινίκιο συμπόσιο ποὺ ἔκανε μὲ τοὺς ἐπιτελεῖς του, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ νεώτερου γιοῦ τοῦ Νοταρᾶ, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν βάλει στὸ χαρέμι του, γιὰ νὰ ἀσελγήσει μαζί του καὶ νὰ ὑποτάξει πλήρως τὸν Δούκα.
.                Ἡ ἀπάντηση τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ ἦταν μιὰ ἀγέρωχη ἄρνηση. Καὶ ὁ σουλτάνος διέταξε νὰ τὸνσυλλάβουν καὶ νὰ ὁδηγήσουν μπροστά του μαζὶ μὲ τὸν γιό του καὶ τὸν γαμπρό του. Ἐκεῖ ὁ σουλτάνος ἐπανέλαβε τὴν πρότασή του, ἡ ἀπάντηση στὴν ὁποία θὰ σήμαινε ζωή, ἢ θάνατο καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς.
.                Ἡ ἐκ νέου ἄρνηση τοῦ ἀσυμβίβαστου Νοταρᾶ ἔφερε τὴν σφραγίδα τῆς ἀπόλυτης προσηλώσεώς του στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
.                Ἐνθαρρύνει τὸν γιὸ καὶ τὸν γαμπρό του στὸ μαρτύριο λέγοντας:
-Νά, εἶναι ἀνοικτὸς ὁ δρόμος. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἐσταυρωμένου, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ μᾶς, ἂς πεθάνουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐλογίες Του.
.                Καὶ κατόπιν, στρεφόμενος στὸν δήμιο, τοῦ εἶπε:
-Κάνε αὐτὸ ποὺ σὲ διέταξαν, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς νέους.
.                Τὸ εἶπε αὐτὸ φοβούμενος μήπως ἐκεῖνοι λιποψυχήσουν ἂν ὁ ἴδιος θανατωνόταν πρῶτος.
.                Ὁ ἡρωϊκὸς πατέρας, ἔβλεπε νὰ ἀποκεφαλίζουν τὰ παιδιὰ ὄρθιος, ἀκίνητος, λέγοντας:
-Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε», καὶ «Δίκαιος εἶ, Κύριε».
.                Στὴν συνέχεια ζήτησε ἀπὸ τὸν δήμιο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ λίγο, αἴτημα ποὺ ἔγινε ἀποδεκτό.
.                Βγαίνοντας εἶδε τὰ ἀποκεφαλισμένα σώματα τῶν παιδιῶν του, δοξολόγησε καὶ πάλι τὸν Θεὸ καὶ ἔκλινε τὸ κεφάλι στὸ σπαθὶ τοῦ δημίου. Ἦταν Κυριακή, 3 Ἰουνίου τοῦ 1453.

Ἡ Ὁσία Ὑπομονή

.                       Ἡ Ὁσία μητέρα μας Ὑπομονή ποὺ τὴν ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς ἁλώσεως, ἡ βασίλισσα τῶν τελευταίων χρόνων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, εἶναι γιὰ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας μιὰ νεοφανὴς ἁγία. Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Κύριος, μετὰ ἕξη αἰῶνες ἀπὸ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή της, νὰ γίνει γνωστὴ καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχή, ποὺ καὶ μόνο τὸ ὄνομά της συγκινεῖ, ἀφοῦ χωρὶς ὑπομονὴ κανείς μας δὲν μπορεῖ νὰ διανύσει τὸ πολυκύμαντο τοῦ βίου πέλαγος. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀρετὴ ἀνθρώπινη κοινωνία δὲ γίνεται. Ὑπομένουν οἱ ἰσχυροὶ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀδυνάτων. Ὑπομένουν οἱ ἀδύνατοι τὴν ὑπεροψία τῶν ἰσχυρῶν. Ὑπομένουν οἱ γονεῖς καὶ οἱ παιδαγωγοὶ τὴν ἀπείθεια τῶν παιδιῶν. Ὑπομένουν τὰ παιδιὰ τὴν καταπίεση πολλὲς φορὲς τῶν μεγάλων. Ὑπομένουν οἱ ἄρρωστοι τὸ βαρὺ φορτίο τοῦ πόνου. Ὅλοι ὑπομένουν τὸ ζυγὸ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Χριστὸς ἐμπιστευόμενοι στὰ λόγια Του: « Τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι» (Ματθ. ια΄ 30). Χωρὶς ὑπομονὴ ἄλλωστε δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε καὶ μᾶς τὸ διαβεβαιώνει πάλι ὁ Κύριος: « Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22).
.                    Ἡ ἁγία Ὑπομονὴ εἶναι ἡ βασίλισσα καὶ αὐγούστα Ἑλένη Δραγάση-Παλαιολογίνα. Ἡ κόρη τοῦ ἡγεμόνος τῶν Σλαύων Κωνσταντίνου Δραγάση ποὺ ἔγινε αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου  ὡς σύζυγος τοῦ Ἐμμανουὴλ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου καὶ μητέρα τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος καὶ ἥρωος τῆς ἁλώσεως, ἐθνομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου. Ἡ βασιλεία της ἦταν γεμάτη δυσκολίες καὶ χαλεπὰ γεγονότα, ὅπως ἡ πολιορκία τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μάλιστα σὲ ἐποχὴ ποὺ μὲ τὸ σύζυγό της  ἦταν ἐξόριστοι ( 1390-1392). Στὰ ἕξη παιδιὰ ποὺ τῆς χάρισε ὁ Θεὸς προσέφερε ὄχι μόνο τὸ ” ζῆν “,ἀλλὰ καὶ τὸ ” εὖ ζῆν ” σταλάζοντας στὴ ψυχή τους τὰ ὀρθόδοξα δόγματα, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στὰ βάσανα. Καὶ ἂν τὰ λόγια της καμιὰ φορὰ δὲν εὕρισκαν πρόσφορο ἔδαφος στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν της δὲν ἀπελπιζόταν. Δὲν ἔπεισα σήμερα, ἔλεγε, ἴσως μπορέσω νὰ τὰ πείσω αὔριο καὶ σιγοψέλλιζε τὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Οὐδὲν ὑπομονῆς ἴσον καὶ καρτερίας».
.                  Σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς βασιλείας της ἡ εὐσυμπάθητη καὶ φιλόθεη αὐτοκράτειρα εὐαρέστησε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ ἔργα της. Δὲν ὑπῆρχε πτωχὸς ἢ ἀνήμπορος, ποὺ νὰ μὴ βρῆκε καταφυγὴ στὴν πλατειὰ ἀγκαλιά της. «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνης αὐτῆς ἔμεινεν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. ρια΄ 9).   Ὁ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ φιλόσοφος, γράφει γι’ αὐτήν, ὅτι διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη της καὶ τὴν δικαιοσύνη της, τὴν ὁποία εἶχε ἀναπτύξει στὸν ὑπέρτατο βαθμό. Ποτὲ δὲν ἔκανε κακὸ σὲ κανένα. Ἀντιθέτως ἔκανε πολλὰ καλά, ἀφοῦ κατοικοῦσε πάντοτε στὴν καρδιά της ὁ Χριστὸς καὶ τὸ δίπτυχο τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς της ἦταν «ὁσιότητα στὸν Θεὸ καὶ δικαιοσύνη στοὺς ἀνθρώπους». Ἦταν πιστὴ στὰ Ὀρθόδοξα δόγματα καὶ γνώριζε πολὺ καλὰ τὶς μηχανορραφίες τοῦ Πάππα καὶ τὸν ὕπουλο τρόπο δράσεως τῶν ἀζυμιτῶν, ἀφοῦ ὁ παππισμὸς εἶχε ἐπικίνδυνα ἐξαπλωθεῖ στὰ σπλάγχνα τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ μάλιστα τῶν Σταυροφόρων ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ σὲ νευραλγικὰ σημεῖα τοῦ κυρίως Ἑλλαδικοῦ χώρου. Ἡ ἁγία Ὑπομονὴ ἐφάρμοζε πλήρως τὸ τοῦ Παύλου: «Ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθαι» (Φιλιπ. α΄ 27).

Σχέση τῆς Ὁσίας Ὑπομονῆς μὲ τὸν Ὅσιο Πατάπιο

.                    Ἡ περίφημη Μονὴ τῶν Αἰγυπτίων στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε  δομήτορα, ἀλλὰ καὶ ἀλάνθαστο πνευματικὸ καθοδηγητὴ τὸν Ὅσιο Πατάπιο. Σὲ αὐτὴν ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἔκανε τόσα θαύματα μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅλοι οἱ νοσοῦντες καὶ δεινῶς πάσχοντες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔτρεχαν σὲ αὐτὸν καὶ εὕρισκαν θεραπεία. Σὲ αὐτὴ τὴν Μονὴ ὁ Ὅσιος Πατάπιος κοιμήθηκε τὸν ὕπνο τῶν δικαίων καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ ἀγαπημένου του Ἰησοῦ, ποὺ τοῦ ἀφθάρτισε τὸ σκήνωμα καὶ τὸ κατέστησε πηγὴ  ἀστείρευτη θαυμάτων.
.                     Λίγο ἀργότερα ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ καταστραφεῖ ἡ Μονὴ τῶν Αἰγυπτίων καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Παταπίου μεταφέρθηκε γιὰ ἀσφάλεια ἀπὸ τὸν συνασκητή του, ὅὍσιο Βάρα, στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Πέτρας, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε συστήσει. Ἡ Μονὴ αὐτὴ βρισκόταν ὑπὸ τὴν ὑψηλὴ προστασία τῶν Παλαιολόγων καὶ μάλιστα τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς, τῆς μητέρας τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου, τοῦ ἡρωϊκοῦ καὶ θρυλικοῦ ἐθνομάρτυρος τῆς ἁλώσεως.
.                           Μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἀγγελῆς Νοταρᾶς, συγγενὴς τῶν Παλαιολόγων καὶ ἀνεψιὸς τῆς Ὁσίας Ὑπομονῆς, γιὰ νὰ  γλυτώσει τὸ ἱερὸ τοῦ Ὁσίου Παταπίου σκήνωμα  ἀπὸ τὴν μανία τῶν ἀπογόνων τῆς Ἄγαρ, τὸ μετέφερε στὰ Γεράνεια ὄρη, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρεῖχαν ἀσφάλεια, γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ ἁγίου σκηνώματος. Ἐκεῖ τὸ ἔκρυψε σὲ δυσπρόσιτο σπήλαιο, ὅπου βρέθηκε τυχαίως στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος μας, τὸ 1904.
.                    Γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου συστήθηκε τὸ 1952 κοινόβιο μοναζουσῶν, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Παταπίου. Ψυχὴ, δομήτορας καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ κοινοβίου ἦταν ὁ ἀκάματος καὶ πολιὸς πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορινθίας, μακαριστὸς ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Μαρμαρηνός.

Διδάγματα σήμερα


.                     Ἡ
Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει.
.                   Πρῶτον ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς παιδαγωγεῖ καὶ δὲν ὁρίζει τὰ σύνορα τῆς πατρίδος μας γιὰ τὴν ἀποστασία μας. Ἀλλοίμονο, ἂν μᾶς δώσει μιὰ νέα συρρίκνωση τῶν συνόρων μας μὲ προσφυγιὰ καὶ θλίψη καὶ μᾶς ἀναγκάσει νὰ κλάψουμε, ὅπως στὴν μετοικεσία τους οἱ Ἰσραηλῖτες «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος» (Ψαλμ. 136, 1).  Ἤδη ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς  Ἑλλάδας τῶν πέντε θαλασσῶν καὶ τῶν δύο ἠπείρων, τὰ τελευταῖα χρόνια συρρικνωθήκαμε, χάσαμε τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Σμύρνη, τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Καππαδοκία Μᾶς ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μᾶς πῆραν τὴν μισὴ Κύπρο, τὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία.
.              Δεύτερον, ὀφείλουμε στὶς δυσκολίες μας νὰ κάνουμε ὑπομονὴ βαριὰ καὶ πολυχρόνια. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22 ).
.                 Τρίτον, νὰ εἴμαστε ἄρρηκτα προσκολλημένοι στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ἀποφεύγουμε διχαστικὲς τάσεις μέσα σὲ αὐτήν, γιατὶ διαρρηγνύουμε τὸν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ μας.
.                 Καὶ τέταρτον νὰ διαβάζουμε τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων μας καὶ νὰ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ αὐτούς, ἐλπίζοντας ὅτι μετὰ ἀπὸ κάθε καταιγίδα ἔρχεται ἡ ξαστεριά.
.                      Ὁ Κύριος μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς προστατεύει, ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι κοντά Του, κοντὰ στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία, μέσα στοὺς κόλπους τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας.    

,

Σχολιάστε

ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-1 (Χαρ. Μπούσιας)

Μηνύματα καὶ Ἅγιοι τῆς Ἁλώσεως [Α´]

Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                Πῶς νὰ μὴν θρηνήσουμε, πῶς νὰ μὴν δακρύσουμε ἀναλογιζόμενοι τὰ δεινὰ ποὺ βρῆκαν τὸ γένος μας τὴν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς ἁλώσεως τῆς Βασιλεύουσας, τὴν 29ηΜαΐου τοῦ 1453, τότε ποὺ ὁ ἐλέῳ Θεοῦ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ χέρι ἀπίστων προασπιζόμενος τὴν κλεινὴ Κωνσταντινούπολη, τὴν πόλη τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς; Παρὰ τὶς δυσκολίες, τὴν πολιορκία τῆς Πόλεως καὶ τὴν μάταιη ἀναζήτηση βοήθειας ἀπὸ τὴν Δύση ὁ εὐγενής, ἀνδρεῖος, φιλόπατρις αὐτοκράτορας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ ἀγωνισθεῖ μέχρι θανάτου γιὰ τὴν σωτηρία τῆς παναγιοφρούρητης πρωτεύουσας τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.
.                Στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἔπεσε νεκρὸς ὁ νέος Λεωνίδας τοῦ Ἔθνους. Τὸ δικό του «Μολὼν λαβέ» ἐκφράσθηκε μὲ τὰ λόγια πρὸς τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή ποὺ ζήτησε συνθηκολόγηση καὶ ὑποταγή: «Τὸ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὐκ ἐμόν ἐ­στιν. Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
.                Ἔπεσε νεκρὸς ὁ αὐτοκράτορας ποὺ ἔγινε σύμβολο πατριωτισμοῦ καὶ ζεῖ στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἡ Ρωμανία ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ, ἀνθεῖ καὶ βγάζει φύλλα καὶ καρπούς.
.                Ἔπεσε νεκρὸς ὁ μαρμαρωμένος βασιλιάς, ὁ χριστοφόρος, ἀφοῦ εἶχε μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εἶχε ζητήσει συγγνώμη γιὰ τὶς παραλείψεις του καὶ τὴν διχαστικὴ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ οὐνίτικη λειτουργία τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1452, στὴν ὁποία εἶχε διπλωματικὰ λάβει μέρος καὶ στὴν ὁποία ἀναγνώσθηκε τὸ ἀντορθόδοξο διάταγμα τῆς Φλωρεντίας.
.                Ἔπεσε νεκρὸς ὁ βασιλιάς, ἀλλὰ ἡ Ρωμανία ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ στοὺς αἰῶνες, γιατὶ εἶναι ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ ἐκλεκτὴ μερίδα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν προστατεύει, τὴν καθοδηγεῖ καὶ τὴν παιδαγωγεῖ ἐνίοτε σκληρά, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὴν ἐγκαταλείπει. Ἡ ἐπέτειος τῆς ἁλώσεως φέρνει πικρὲς ἀναμνήσεις, ἀλλὰ μᾶς περνάει καὶ μηνύματα γιὰ ἕνα καλύτερο καὶ σωτηριῶδες μέλλον. Μᾶς περνάει μηνύματα,

*Ἑνότητος καὶ ὄχι διχασμοῦ τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
*Σταθερῆς προσηλώσεως στὴν ἐθνογεννήτρα Ὀρθοδοξία.
*Ὑπομονῆς στὶς κακουχίες καὶ ἦττες.
*Ἐλπίδας ἀναστάσεως.

.                Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1453 ὁ ἐμπαθής, φιλοπόλεμος καὶ σκληροτράχηλος σουλτάνος Μωάμεθ  ὁ Β΄ ὁ Πορθητής, μόλις εἰκοσιενὸς ἐτῶν μὲ ὁλόκληρο τὸ πολυπληθὲς  στράτευμά του βρίσκονταν ἤδη ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας. Εἶχε σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ τὴν κατακτήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ 150.000 Ὀθωμανοὺς ἔρχισε νὰ τὴν πολιορκεῖ.  Βομβάρδιζαν τὰ τείχη προκαλώντας καταστροφές, τὶς ὁποῖες οἱ πόλιορκημένοι χριστιανοὶ προσπαθοῦσαν νὰ διορθώσουν περιμένοντας καὶ τὴν βοήθεια τῶν Δυτικῶν, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἔφθασε. Ὡς ἡμέρα ὁλικῆς ἐπιθέσεως ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μωάμεθ ἡ 29η Μαΐου.
.                 Στὶς κρίσιμες αὐτὲς στιγμὲς μοναδικὴ ἐλπίδα τῶν Βυζαντινῶν ἦταν ὁ Θεός, ἡ ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα μας σὲ κάθε δυσκολία, σὲ κάθε ἐγκατάλειψη ἀνθρώπινη. Μᾶς τὸ ἔχει ἄλλωστε μηνύσει Αὐτὸς λέγοντας διὰ τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία (Ψαλμ. 145, 3). Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θέλουν ἀνταλλάγματα καὶ πολλὲς φορὲς ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως, τῆς πατρίδος. Οἱ Δυτικοὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἤθελαν τὴν ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ αὐτούς, τοὺς σχισματικοὺς ἀζυμίτες. Ὑποταγὴ ποὺ σήμαινε ἀφανισμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ λόγιος Στουδίτης μοναχός, Ἰωσὴφ Βρυέννιος διασάλπιζε:
.                «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν καὶ ἐν σοὶ τεθνηξόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρὸς καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα».

 Ἐλπίδα ὁ Κύριος, Ὅσιος Ἀνδρέας διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπουν οἱ ἄνθρωποι μόνη μας ἐλπίδα καὶ ἀκαταίσχυντη μένει ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.
.                Ζωντανὸ παράδειγμα μᾶς δίνει ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ποὺ ἀκόμη καὶ στὶς βαρυχειμωνιὲς ἔμενε ἄστεγος, γυμνὸς καὶ ἀνυπόδητος. Διηγήθηκε στὸν πνευματικό του τὸ ἑξῆς:

   -Δὲν μποροῦσα νὰ ὑποφέρω τὸ φοβερὸ κρύο καὶ τὸν ἀέρα, ἀφοῦ δὲν προστατευόμουν ἀπὸ ροῦχα, παπούτσια καὶ στέγη. Κατέφυγα, λοιπόν, στοὺς φτωχούς, στοὺς ὁμοίους μου, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι δὲν μὲ δέχθηκαν. Μὲ σιχαίνονταν καὶ μὲ ἔδιωχναν μακριὰ μὲ ραβδιὰ λέγοντας μου:
-Φύγε ἀπὸ ἐδῶ, σκῦλε!  Ἐξαφανίσου!
.                Τόπο νὰ καταφύγω καὶ νὰ προφυλαχθῶ δὲν εὕρισκα. Ἀπελπίσθηκα. Φοβήθηκα πὼς θὰ πεθάνω. Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεός μου, εἶπα, γιατὶ καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνω, ἡ κακουχία θὰ μοῦ λογισθεῖ σὰν μαρτύριο. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος. Αὐτὸς ποὺ ἔστειλε τὴν παγωνιά, θὰ μοῦ δώσει καὶ τὴν ὑπομονή. Πῆγα, λοιπόν, σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ βρῆκα ἕνα σκῦλο. Ξάπλωσα δίπλα του μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μὲ ζέσταινε λίγο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὅταν μὲ εἶδε κοντά του, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Εἶπα τότε στὸν ἑαυτό μου:
-Βλέπεις, ταλαίπωρε, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶσαι; Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ σὲ περιφρονοῦν καὶ φεύγουν ἀπὸ κοντά σου καὶ δὲν σὲ δέχονται οὔτε σὰν ὅμοιό τους. Οἱ ἄνθρωποι σὲ σιχαίνονται καὶ σὲ ἀποστρέφονται. Οἱ ὅμοιοί σου, οἱ φτωχοί, σὲ διώχνουν. Τί ἀπομένει, λοιπόν; Δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα τόπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
.                Ἐνῶ ἔλεγα αὐτὰ μὲ πολὺ πόνο, ἦλθα σὲ κατάνυξη. Καὶ ἐπειδὴ ἔτρεμα ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ὑπέφερα ἀπὸ τὴν πεῖνα ἀναλύθηκα σὲ δάκρυα καὶ ἔστρεψα τὰ μάτια μου πρὸς τὴν μοναδική μου παρηγοριά, τὸν Κύριο. Τὰ μέλη μου εἶχαν παγώσει, ὅταν νομίζοντας ὅτι θὰ ξεψυχήσω ἔνοιωσα μιὰ ὑπέροχη ζεστασιά. Ἄνοιξα καλὰ τὰ γεμάτα δάκρυα μάτια μου καὶ εἶδα ἕνα φωτόλαμπρο νέο νὰ μοῦ προτείνει ἕνα ἀνθόπλοκο στεφάνι, ποὺ ἡ εὐωδιά τους ἦταν ἄρρητη. Τὸν ἄκουσα καλὰ νὰ μοῦ λέει:
-Ἀνδρέα ποῦ ἤσουνα;
– «Ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου», τοῦ ἀποκρίθηκα.
.                Καὶ ἐνῶ ἀκόμη μιλοῦσα μὲ ὁδήγησε στὸν Παράδεισο, ὅπου παρέμεινα γιὰ δυὸ ἑβδομάδες καὶ εἶδα πράγματα, «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώποις λαλῆσαι». Δίνει ὁ Θεὸς τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἔκβαση, σκέφθηκα. «Σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13).

Ἄρση τῆς θείας βοηθείας

.                Πολλοὶ δὲν γνωρίζουν μιὰ συνταρακτικὴ πτυχὴ τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλεως, κατὰ τὴν ὁποία συνέβη κάτι ὑπερφυσικό, γιὰ νὰ καταφανεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ προστάτευε τὸ Βυζάντιο ἐπὶ χίλια ἔτη.
.                Ὁ πορθητὴς Μωάμεθ ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴν δίμηνη σχεδόν πολιορκία καὶ τὴν μεγάλη φθορὰ τῶν βαρβάρων ὀρδῶν του, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ κατακτητικό του ἐγχείρημα. Διέταξε τὸν στρατό του νὰ ἑτοιμασθεῖ, γιὰ ἀναχώρηση.
.                Πράγματι, ἡ διαταγὴ γινόταν πράξη, μέχρι τότε ποὺ ἕνας στρατηγός του τὸν ἐξορκίζει νὰ κάνει μιὰ τελευταία ἐπίθεση, πείθοντάς τον μὲ κοινὴ μαρτυρία τοῦ στρατοῦ του ὅτι, ἐνῶ σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας ἔβλεπαν οἱ στρατιῶτες ἕνα λευκὸ σύννεφο νὰ καλύπτει τὴν Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὴν τελευταία νύχτα εἶδαν αὐτὴ τὴν φωτεινὴ νεφέλη νὰ ἀνυψώνεται πρὸς τὸν οὐρανό, δίνοντας τὴν ἑρμηνεία ὅτι ὁ Θεός τους, τοὺς ἐγκαταλείπει. Πείσθηκε τότε ὁ Μωάμεθ καὶ ἐπιχείρησε τὴν τελευταία καὶ μοιραία ἔφοδό του μὲ τὰ γνωστὰ δραματικὰ γεγονότα. Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἀναφέρει ὁ χρονικογράφος τῆς ἁλώσεως, Δούκας.

Αἱματοπότιστη ἅλωση, πάλι δικιά μας θά ‘ναι.

.                Τὴν παραμονὴ τῆς αἱματοπότιστης ἁλώσεως τελέσθηκε θεία Λειτουργία στὴν Ἁγία Σοφία μὲ καθολικὴ συμμετοχὴ κλήρου καὶ λαοῦ. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς, πρὶν κοινωνήσει, ζήτησε ἀπ’ ὅλους νὰ τὸν συγχωρήσουν γιὰ τυχόν λάθη καὶ ἀδικίες ποὺ εἶχε προκαλέσει, κυρίως μὲ τὴν λανθασμένη ἐπιλογή του νὰ περιμένει βοήθεια ἀπὸ τὴν δύση, στὴν ὁποία εἶχε παραδώσει τὸ πατροπαράδοτο σέβας, ἔστω καὶ γιὰ λόγους πολιτικῆς καὶ προσδοκομένης σωτηρίας τοῦ Βυζαντίου, μὲ συνέπεια τὸν διχασμὸ τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἔπειτα κατευθύνθηκε ἀποφασιστικὰ πρὸς τὴν πύλη του Ἁγίου Ρωμανοῦ, στὸ πιὸ εὐαίσθητο σημεῖο τῆς ἄμυνας. Δὲν ἔβαλε ἄλλους μπροστάρηδες στὴν μάχη. Μπῆκε ὁ ἴδιος, γιατὶ ἦταν παλληκάρι καὶ ἀνελάμβανε τὶς εὐθῦνες του ἀπέναντι στὸν λαό του.
.                Λίγο μετὰ τὰ μεσάνυκτα κηρύχθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλεως μὲ τὸν Αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς ἀμύνονταν μὲ σθένος, γνωρίζοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐπιλογὴ ὑποχωρήσεως. Οἱ δύο πρῶτες ἐπιθέσεις ἀποκρούσθηκαν ἐπιτυχῶς, παρὰ τὰ ρήγματα ποὺ δημιουργοῦνταν συνεχῶς στὰ τείχη ἀπὸ τοὺς κανονιοβολισμούς. Ὅμως, ὁ Μωάμεθ ὀργάνωσε πολὺ πιὸ προσεγμένα τὴν τρίτη καὶ τελευταία ἐπίθεση. Μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτέθηκαν στὸ σημεῖο τῶν τειχῶν ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ὅπου βρισκόταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς καὶ ποὺ ἐκεῖ πολεμώντας μὲ ἀξιοθαύμαστη γενναιότητα ἔπεσε ἡρωϊκά.
.                   Ἡ θυσία τοῦ Κωνσταντίνου Παλιολόγου στὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὸ μοναδικὸ 1821. Τὰ κατὰ  δεκάδες κινήματα τῶν ὑποδούλων ἐτράφησαν ἀπὸ τοὺς θρύλους τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ καὶ τῆς Κόκκινης Μηλιᾶς. Ἂν εἶχαν παραδοθεῖ τὴν 29η Μαΐου 1453, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀντίσταση καὶ ἐθνεγερσία. Ἡ συνθηκολόγηση θὰ ἦταν ἀνεξίτηλη ντροπή, ἐνῶ ἡ ἡρωϊκὴ ἄμυνα γέννησε τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλπίδα, τὴν προσδοκία. Αὐτὴν ποὺ ἐκφράζει καὶ ὁ Ποντιακὸς θρῆνος:

     “…Ἡ Ρωμανία πέρασεν, Ἡ Ρωμανία πόρθεν,
Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο…”
.                Ἄλλωστε καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ  ἔλεγε πρὸς τοὺς ξένους συνομιλητές του:
-Ὁ βασιλεύς μας συνθήκην δὲν ἔκαμε!  Ἡ φρουρά του πολεμᾶ ἀκόμη καὶ τὸ φρούριό του ἀντιστέκεται.
Καὶ ἐξηγοῦσε, ὅτι ἀναφερόταν στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, στοὺς κλεφταρματολούς, στὸ Σούλι καὶ στὴν Μάνη. Οἱ πεσόντες κατὰ τὴν ἅλωση μᾶς δώρησαν τὸ δικαίωμα στὴν Μεγάλη ἰδέα. Καὶ χωρὶς Μεγάλες ἰδέες τὰ ἔθνη δὲν πᾶνε μπροστά.

Ἀπόλυτη καταστροφή

.                Μόλις ἔσπασε καὶ ἡ τελευταία ἀντίσταση στὰ τείχη οἱ ὀρδὲς τῶν ἀγρίων λύκων, τῶν αἱμοσταγῶν Τούρκων ξεχύθηκαν στοὺς δρόμους τῆς Πόλεως μὲ σκοπὸ τὴν τριήμερη λαφυραγώγηση, ὅπως τοὺς τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Μωάμεθ. Ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει σὲ πλοῦτο καὶ κάλλος ἀπὸ τὴν λεηλασία τῶν Σταυροφόρων τὸ 1204, λεηλατήθηκε ἀνηλεῶς ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Ἡ Πόλη ἐρημώθηκε τελείως. Ἐκκλησίες καὶ Μοναστήρια βεβηλώθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν, ἔργα τέχνης καὶ μνημεῖα καταστράφηκαν ὁλοσχερῶς. Ἀμέτρητοι κάτοικοι τῆς Πόλεως σκοτώθηκαν, χιλιάδες σύρθηκαν ὅμηροι στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ὅσοι γλύτωσαν, ἔφυγαν στὴν Δύση. Ἐνδεικτικὸ τῶν τουρκικῶν βιαιοπραγιῶν τῆς ἁλώσεως εἶναι ὁ σφαγιασμὸς τῶν πιστῶν ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ τὶς ὧρες ἐκεῖνες καὶ αὐτῶν ποὺ γιόρταζαν τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας στὸν ὁμώνυμο Ναό της. Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες στὴν Ἁγια Σοφιὰ ἔσπασαν τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ καὶ σκότωναν τοὺς πιστοὺς ἀμάχους μὲ μῖσος ἀδιακρίτως φύλου καὶ ἡλικίας. Μιὰ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ εἰσέβαλαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἐτελεῖτο Θεία Λειτουργία. Ὁ τοῖχος, τότε, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἄνοιξε καὶ μέσα του ἐξαφανίσθηκε ὁ Ἱερέας. Ἡ παράδοση αὐτὴ θέλει, ὅταν ἡ Πόλη ἐπιστρέψει πάλι σὲ χέρια Χριστιανῶν, ὁ Ἱερέας νὰ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν κρυψώνα του καὶ νὰ συνεχίσει τὴν μισοτελειωμένη  Θεία Λειτουργία.
.                Τὸ στολίδι τῶν πόλεων, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἔπαψε νὰ λάμπει, δὲν ἔπαψε, ὅμως, νὰ ἐκπέμπει τὸ Φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὸ Φῶς τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ποὺ τὴν περιέβαλαν. Ἂν καὶ δὲν λειτουργοῦν πλέον ὅλοι οἱ ὁρατοὶ ναοί της, συνεχίζεται τὸ μυστήριο νὰ τελεῖται ἀθέατα, ἀθόρυβα στὰ μυστικὰ ἄδυτα τῆς γῆς καὶ τῆς καρδιᾶς, ὅπου μόνο ὁ  Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μπορεῖ νὰ στέλνει τὶς ζωογόνες ἀκτῖνες του. Μόνο ὁ Χριστός, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, εἶναι Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σκορπίσει τὶς στάχτες, νὰ ἀναστήσει τὰ ἐρείπια, νὰ χαρίσει τὴν ζωή, γιὰ νὰ γίνουν καὶ πάλι ὅλα καινούργια, ὅλα νέα· γιὰ νὰ ζήσει καὶ πάλι ἡ Πόλη, ὅπως παλιά. Πίστη ἀκράδαντη καὶ ἐλπίδα ζῶσα μᾶς κάνει νὰ πιστεύουμε ὅτι «πάλι μὲ χρόνια, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ‘ναι»!

 Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία, Τζαμὶ τῶν ρόδων

.                Στὴν συνοικία Φατὶχ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κοντὰ στὰ αἱματόβρεκτα τείχη βρισκόταν Ναὸς περίλαμπρος τῆς Ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας, ἡ οποία γιορτάζει στὶς 29 Μαΐου. Ἡ ἁγία αυτὴ ἦταν πολὺ ἀγαπητὴ στοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, γι’ αὐτὸ κάθε χρόνο στὴν μνήμη της, στόλιζαν τὸν Ναὸ μὲ τριαντάφυλλα. Ἔτσι, ἔπραξαν καὶ τὸ 1453 παρὰ τὴν ἐπικείμενη εἰσβολὴ τῶν τούρκων. Ἀπὸ τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς οἱ πιστοὶ κατέκλυσαν τὸν Ναὸ καὶ τὸν καταστόλισαν. Μόνο ποὺ αὐτὴ τὴν σημαδιακὴ χρονιὰ ἦταν τόσα πολλὰ τὰ λουλούδια ποὺ ὁ Ναὸς ἄλλαξε ὄψη. Ὁ κίνδυνος τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλεως εἶχε συγκεντρώσει πλήθη πιστῶν, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ προσευχηθοῦν γονατιστοὶ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἐκείνη, τὴν μοιραία νύκτα, ὅπου ἔξω ἀκούγονταν ἀπόκοσμα τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου, οἱ πιστοὶ μέσα στὸν Ναὸ μούσκευαν τὸ δάπεδό του μὲ τὰ δάκρυά τους, αὐτὸ πού, ἀλλοίμονο, σὲ λίγες ὧρες θὰ πορφυρωνόταν ἀπὸ τὰ μαρτυρικά τους αἵματα.
.                Οἱ ἄπιστοι ὀθωμανοὶ κτυποῦσαν τὰ τύμπανα γιὰ ἐκφοβισμὸ τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν μπροστὰ στὰ τείχη πιὸ δυνατὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, προαναγγέλλοντας τὴν τελικὴ ἐπίθεση. Τὸ πρωῒ τῆς 29ης Μαΐου, τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε ὁ ἥλιος καὶ οἱ πιστοὶ στὸν Ναὸ μέσα ἔψαλλαν τὸν Ὄρθρο τῆς Ἁγίας καὶ ἡ Πόλη ἔπεφτε οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ξεχύθηκαν ἀλαλάζοντες στὰ σοκάκια τῆς Πόλεως καὶ εἰσέβαλαν κάποια στιγμὴ καὶ στὴν Ἁγία Θεοδοσία. Μπροστὰ στὴν θέα τῶν ἀμέτρητων τριαντάφυλλων κάποιοι ἀναφώνησαν: «Γκιοὺλ τζαμί, Γκιοὺλ τζαμί!», καθὼς στὰ τούρκικα ἡ λέξη γκιοὺλ σημαίνει τριαντάφυλλο. Προφανῶς εἶπαν: «Νὰ ἡ Ἐκκλησία τῶν ρόδων!».
.                Μετὰ τὴν ἅλωση οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν τὸν περικαλλῆ Ναὸ σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος,  τὸ Γκιοὺλ τζαμί. Οἱ Ἕλληνες τῆς Πόλεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἁλώσεως μέχρι σήμερα, ἔχουν συνδέσει τὸ τζαμὶ αὐτὸ μὲ τὸν τάφο τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα, τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
.                Ἡ ὁσιομάρτυς Θεοδοσία εἶναι μάρτυς πίστεως σὲ ἄλλη περίοδο διχασμοῦ, στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Γεννήθηκε στὴν Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὴν ἔνδοξη καὶ πολύπαθη Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ  εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατέρα της κλείσθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα της, μόλις στὴν ἡλικία τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, σὲ κάποιο Μοναστήρι τῆς Πόλεως, ὅπου ἀργότερα ἔλαβε καὶ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ δὲ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της διένειμε τὴν περιουσία της στοὺς πτωχούς, τοὺς ἐνδεεῖς, τοὺς ἐμπερίστατους καὶ ἀφιερώθηκε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς της μέσα ἀπὸ τὴν σύντονη ἄσκηση καὶ τὴν ἀπόλυτη τήρηση τῶν μοναχικῶν της καθηκόντων.
.                Μετὰ ἀπὸ δεκαετῆ παραμονὴ στὸ Μοναστήρι ἐπακολούθησε ὁ κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων διωγμός, ἡ φοβερὴ εἰκονομαχία, ἡ αἵρεση τοῦ διχασμοῦ τῶν χριστιανῶν, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία μας γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἔδωσε πλῆθος μαρτύρων μέχρι τὴν Τετάρτη Οἰκουμενὴ Σύνοδο, ὅπου θριάμβευσε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα. Τότε, ὅταν οἱ στρατιῶτες τοῦ εἰκονοκλάστου βασιλέως Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου ἀποπειράθησαν νὰ καταβιβάσουν ἀπὸ τὴν Χαλκὴ Πύλη τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοδοσία μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες ἔρριξε κάτω ἀπὸ τὴν σκάλα τὸν στρατιώτη ποὺ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξύβριζε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ποθςεινοῦ της Νυμφίου. Ἡ ἀγάπη της σὲ Αὐτρὸν τὴν ὅπλισε νὰ ἀνδρικὸ θάρρος, γιὰ νὰ δυναμώσει τὴν πίστη καὶ τῶν χλιαρῶν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν Ὀρθοδοξία συνανθρώπων της. Γιὰ τὴν πράξη της αὐτὴ τὴν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἄγριο δήμιο τὴν θανάτωσαν μὲ ἕνα κέρατο κριαριοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό της ἔθαψαν στὴν Μονὴ τοῦ Δεξιοκράτους, ὅπου ἐπιτελοῦσε πάρα πολλὰ θαύματα.
.                   «Ἡ Πόλις ἑάλω»! καὶ ἡ σπαρακτική κραυγὴ ἔσχισε τοὺς αἰθέρες. Ἡ ὑπερχιλιόχρονη βασίλισσα τῆς Ἀνατολῆς, ηἡ πάγκαλη καὶ περίδοξη, ἡ πιὸ λαμπρὴ Πόλη τῆς ἱστορίας, ἡ θεοδόξαστη Κωνσταντινούπολη, ἔπεσε. Ἡ πολύκλαυστη δέσποινα τοῦ Βοσπόρου γέμισε μὲ συντρίμμια, πλημμύρισε στὸ αἷμα. Τὰ βασιλικά της ἐνδύματα ἔγιναν τρομακτικὰ στὴν ὄψη, ὁλοπόρφυρα, αἱματοβαμμένα. Χέρια βέβηλα τῶν μιαιφόνων ἐχθρών της μὲ ἀπύθμενο μῖσος καὶ μέγιστη κακία διέπραξαν τὸ κακούργημα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-2 (Χαρ. Μπούσιας)

,

Σχολιάστε

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ πάθους στὸν θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως
Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 .         Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴν συν­αν­τοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φί­λους, στὴν ὑπηρε­σία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀ­δελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς  διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑ­πάλ­ληλους πρὸς συν­αδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια  ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι, δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
.         Ἂν στὴν θέση τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι, «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος».
.         Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει πρόθυμα, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7).  Μᾶς ἀπαντάει, ὅμως, μὲ ἕναν δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἀλλὰ ἐρχόμενοι σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ.  Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας  τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λέπρος Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸν Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴν γῆ μας.  Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
.         Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους.  Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
.         Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παράσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν θάλασσα.
-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
.         Ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
.         Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴν φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
.         Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸν σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴν φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴν φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴν φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴν φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο.
.         Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιον Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ  στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο   ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πήραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
.         Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ  εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
.         Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!

Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ

        .         μεῖς, ἂν καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία ἀπέναντί Του, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα,  τὴν ὁποία Ἐκεῖνος  βδελύσσεται. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας ὁ Θεός μας, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση  εὐχαριστίας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα  λεπροὺς λέγοντας; “Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;” (Λουκ. ιζ´ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ  12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
.         «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
.         Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα; Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα  ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Πραγματοποίησες τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἡσ. νγ´ 4). Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο! Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴν δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι. Καὶ στὴν θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
.         Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴν σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως  δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ. Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸν Θεό.

 Τὰ ἄχραντα πάθη

.         Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἀγνώμονες ὁ Χριστός μας ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐπώδυνο σταυρὸ μέχρι θανάτου. Αὐτὸν τὸν θάνατο ποὺ δέχεται πυρὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀφοῦ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικές της ἀλήθειες.
         .         Στὴν ἀπορία τῶν ἀπίστων ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.

         * Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια ἢ ἀκόμη καὶ ἀγκίστρια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.

         * Σήκωσε τὸ Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.

         * Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ  εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ἡσ. μγ´ 2), δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [1] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια Ὅταν ἀναφώνησε «Ἠλί, ἠλί, λαμᾶ σαβσχθανί» (Ματθ. κζ´ 46), τουτέστι «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες», μᾶς ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη, ὄχι γιὰ ἁμαρτίες Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, οὔτε γιὰ ἀχαριστία, ἀφοῦ τηροῦσε ἀπόλυτα τὴν Θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε ὅτι  εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή Του ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
.         Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται  καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ  ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι, τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» (Ἰωάν, ιθ´ 32.), δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν, ὅμως, οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰωάν. ιθ´33-34). Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β´ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [2]  Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸ Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» (Μᾶρκ. ιε´ 44). Καὶ ἄν, ὅμως, δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸ Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του.  Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ´ 40). Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
     .          Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» (Ἰωάν. ιθ´ 39), σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές;  Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος

.         Οἱ ἄπιστοι θέτουν τὸ ἐρώτημα. Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος;  Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές;  Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη.  Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ  βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ´ 25)!  Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸ δύσπιστο Θωμᾶ, τὸ διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’  ἅπαξ» (Κορ. ιε´ 6), τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στὸ μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» (Ἰωάν. κ´ 27), καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» (Ἰωάν.κδ´ 42). Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα  ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν  ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [3] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
.         Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» (Ἰωάν. κ´ 5), χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. κ´ 7), δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Πρ. γ´ 1) αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. ιε´ 20). 

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χειμώνας – Ἄνοιξη, Θάνατος-Ἀνάσταση

 

Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους εὐσεβῶν, τόσο τῆς εὐλογημένης μας Κύπρου, ὅσο καὶ πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων περιοχῶν, ἐπανελάμβανε μὲ ἔμφαση τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α´ Κορ. ι´ 13).  Δίνει τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη.

Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχόμαστε τὴν μία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Ἡ ἄνοιξη εἶναι συνέχεια τοῦ χειμώνα καὶ ἡ ἀνάσταση συνέχεια τοῦ θανάτου. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκεῖνος ὁ σπόρος ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει, δὲν παίρνει ζωή, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει (Α´ Κορ. ιε´ 36-37). Πεθαίνει καὶ σαπίζει αὐτὸς μὲ τὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὴν ἄνοιξη, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς νεκρούς, ὅπου τὸ μὲν σῶμα διαλύεται στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη», τὸ δὲ πνεῦμα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεται κατὰ τὸν θάνατο εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται εἶναι ἄφθαρτο. Ὁ Σοφὸς Σολομὼν στὸ περίφημο ᾎσμα ᾈσμάτων θὰ μᾶς πεῖ: Ἦλθε ἡ ἄνοιξη, μάκρυνε ὁ χειμώνας, πέρασε ἡ βροχὴ καὶ πάει. Τὰ λούλουδια φάνηκαν στὴ γῆν. Ἔφθασε ὁ καιρὸς γιὰ τὸ τραγούδι καὶ ἀκούσθηκε τῆς τρυγόνας ἡ φωνή. Οἱ πρῶτοι ὀρνοὶ βγῆκαν στὴν συκιὰ καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ στὸ ἀμπέλι (ᾎσμα ᾈσμάτων β´ 11-13) .

Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο. Τὸν θάνατο τὸν ἐξορκίζουμε καὶ στὸ ἄκουσμά του καὶ μόνο χτυποῦμε ξύλα ἢ φτύνουμε στὸν κόρφο μας.

Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὅλοι μας δὲν ἔχουμε καλλιεργήσει μέσα μας, ὅσο ζοῦμε πρόσκαιρα σὲ αὐτὴ τὴν γῆ, τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασιζόμαστε πάνω στὴν στέρεη πέτρα  τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Βλέποντας τὸ σκήνωμα μπροστά μας κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου νὰ κοίτεται ἀσάλευτο καὶ χωρὶς πνοὴ καὶ σαβανώνοντάς το, σαβανώνουμε μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὴν δική μας ἐλπίδα. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία. Πῶς ἐλπίζουμε ὅτι τὸν χειμώνα θὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ δὲν ἐλπίζουμε ὅτι τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση; Γιατί ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»; Εἶναι αὐτὴ ὁμολογία ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη; Ὅταν ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸν σπόρο στὸ φρεσκοαροτριωμένο χωράφι σπέρνει τὴν ἐλπίδα τῆς βλαστήσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ ἀπὸ τὸ σάπισμα τοῦ σπόρου ἀναστάσεως νέου φυτοῦ. Τὸ σάπισμα καὶ ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμὸς τοῦ σπόρου δὲν προβληματίζει τὸν σπορέα ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τὴν προσμονὴ τῆς νέας βλαστήσεως καί τῆς καρποφορίας. ῞Όταν, ὅμως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κληθοῦμε νὰ ἀποθέσουμε στὴν φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τὸν ἄνθρωπό μας, τότε δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐλπιδοφόρα βεβαιότητα τοῦ γεωργοῦ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, ταυτίζεται μέσα μας μὲ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια, χωρίζεται γιὰ ἐμᾶς ἡ ζωὴ στὰ δύο. Καὶ αὐτό, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀφήσει νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἀνοίξεως» καὶ ἡ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καὶ «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας, ὅπως αὐτὴν ὀνομάζει μὲ  προβληματισμὸ ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης: «Μήπως ὅτι θαρροῦμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα κι ἀντὶ νἄρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα»; ῎Εχoυμε γίνει οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ  καὶ καθόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἀναζωογόνηση τῆς φύσεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´ Κορ. ιε´ 42).

Ἂν θὰ χρειαζόταν νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἐνιαύσιο κύκλο,  τὶς τέσσαρες δηλαδὴ ἐποχὲς τοῦ χρόνου, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ θὰ ἐπιλέγαμε τὴν ἄνοιξη ὡς τὴ σημαντικότερη, γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεκινοῦν τὰ πάντα. Κατ’ αὐτὴν ἀνασταίνεται ἡ ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι θαμμένη στὸ χῶμα καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ ζωογόνες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὴν ἀνασταίνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ κατακλύζει μὲ λουλούδια τὴν ὕπαιθρο.

Μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν μόνο σὲ τοῦτον τὸν ἀνθισμένο πλανήτη ὑπάρχει ἄνοιξη, γιατὶ μόνο ἡ γῆ μας διαθέτει τὸ προνόμιο τῆς ζωῆς. Μόνο στὴν γῆ μας ὑπάρχει ἄνοιξη μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἀέρα, τὸν ἀθόρυβο ἦχο τῆς διεργασίας κάθε μορφῆς ζωῆς ποὺ συνεπαίρνει τὴν φύση, τὰ φύτρα τῶν σπόρων ποὺ σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς χειμωνιάτικης νάρκης τους, τὰ μπουμπούκια μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο φούσκωμά τους, ἐρεθισμένα ἀπὸ τὸν ὀργασμὸ τῶν χυμῶν μέσα τους, τὰ πολύχρωμα χαλιὰ τῶν λιβαδιῶν, τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, ποὺ μεθοῦν τὸν ἥλιο καὶ καλοῦν τὶς μέλισσες στὴν φιλόπονη συλλογὴ τοῦ γλυκυτάτου νέκταρος. Ὅλα εἶναι μιὰ χαρά. Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.

Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση  τῆς χάρης τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸν αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ ἀνθρώπους τοῦ πολέμου ἢ τῆς εἰρήνης.

Τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ αἰώνιο δράμα τοῦ θανάτου, ποὺ παίρνει κατὰ καιροὺς τόσες ἐναλλακτικὲς μορφές, ἔχει τὴν ἀρχή του «στὴν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. ῾Ο θεόπλαστος ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀνοίξεως τοῦ Παραδείσου, ἔσπασε τὸν ὀμφάλιο λῶρο του ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὸ Ζωοδότη Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ νοιώθει τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα καὶ νὰ ὀσφραίνεται τὴν μυρωδιὰ τοῦ θανάτου. Ἦλθε ὅμως πάλιν ἡ ἄνοιξη μὲ τὸν Χριστό μας, τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὴν μετὰ τὸν θάνατο ἀτελεύτητη ζωή.

῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «Ἄν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ καὶ ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Δὲν ἦταν Αὐτὸς μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ᾿Αλλά, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας καὶ κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτὴ βασίζεται καὶ θεμελιώνεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση μαζὶ μὲ αὐτὴν ὅλων τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).

῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κύριλλος τῶν ῾Ιεροσολύμων, μᾶς μιλοῦν μὲ βεβαία πίστη γιὰ τὴν ἄνοιξη ποὺ πρόκειται νὰ διαδεχθεῖ τὸ χειμωνιάτικο σάπισμα, τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση, τὴν ὁποία θὰ ἐπιφέρει ὁ σωματικὸς θάνατός μας. Θὰ ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. 16, 12). Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ κανείς μας πιὰ δὲν θὰ ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ κατέβα κάτω στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐργάζεται τὴν ἀγγειοπλαστικὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Δές! Ὅταν ἐκείνου τοῦ ἔπεσε τὸ πήλινο δοχεῖο ποὺ ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του ἔσκυψε καὶ μάζεψε πάλι τὸν πηλὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν μορφὴ ποὺ ἐκεῖνος ἤθελε. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: « Ὦ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δὲν μπορῶ νὰ κάνω καὶ ᾿Εγὼ σὲ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτὸς ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατὶ ἐσεῖς εἴσαστε στὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς στὰ χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη ποὺ εὔκολα μεταπλάθεται ἀπὸ αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).

Τὸ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χοϊκοὺς εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, εἶναι Πανάγαθος, εἶναι Παντοδύναμος καὶ καὶ πρωτίστως εἶναι ὁ Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.

῾        Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θὰ συντελεσθεῖ, ὅπως συντελεῖται ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. ῾Η σάλπιγγα τοῦ Ἀγγέλου ὁπωσδήποτε, θὰ ἠχήσει (Ἀποκ. ια´ 15-18).᾿Εκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε ἐργασθεῖ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς βιοτή μας, γιὰ τόν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νὰ μὴ γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλὰ «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46).

Στὴν προεργασία μας αὐτὴ θὰ συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ νήψη καὶ ἡ διαρκὴς ἑτοιμότητά μας, γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια». Γιατὶ ἡ συνεχὴς μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τὴν ψυχὴ καὶ προεκτείνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρὸς τὴν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. γ´ 18). Αὐτὴ ἡ μνήμη ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στὴν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ἂν καὶ «συστενάζει» μὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ «καὶ συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ῥωμ.η´ 22), ἐν τούτοις δέν παύει νὰ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπελευθέρωσή της καὶ τὸ δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».

῾Η μυστικὴ θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ εὐτρεπίσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ «τὴν μεγάλη ὥρα», γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντησή μας μὲ τὸν «Μόνο Ἀγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. γ´ 2). Ἐπιπλέον, ἡ ἀναμονὴ τῆς μετοικήσεώς μας στὴν ἀληθινή, στὴν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ συνάψουμε στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καὶ «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατὶ τόσο οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ προαπελθόντες πατέρες καὶ ἀδελφοί μας ἐπιβλέπουν τὸν ἀγώνα μας καὶ μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μὲ τὶς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς μας.

῾Η μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τοὺς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στὴν διαρκὴ ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ στὴν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καὶ παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μὲ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.

         Ὅταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τὴν ἀπειλητικὴ σημασία της καὶ μεταβάλλεται σὲ «θέα τῶν ἀθεάτων», σὲ προέκταση τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ σὲ ἀπαντοχὴ τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας ποὺ θὰ μᾶς φέρει «στὸ μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὑπάρξεώς μας.

  ῞Οπως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καὶ τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καὶ «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».

῞Ολα στὴν ζωὴ ἑρμηνεύονται μὲ τὴν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νὰ γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καὶ ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καὶ ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καὶ ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικὰ ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ χέρια τοῦ Ἐφετοῦ τῶν καρδιῶν μας, ὡς τελικὴ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ πρὸς ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τὴν Ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα.

῾Ο σωματικὸς θάνατος γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σὲ μιὰ καινούργια ζωή, ζωὴ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν δική Του ἁγία Ἀνάσταση, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ πρόξενος τῆς χαρᾶς τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν μητέρα πατρίδα, στὸν οὐρανό.

Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅμως, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀποδημίας πρὸς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀναχώρησή μας. Πρέπει νὰ προετοιμάσουμε τὸ νέο μας ταξίδι, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ θὰ μᾶς ἀνανεώσει, θὰ χρειαστεῖ νὰ προλάβουμε κάποια πράγματα, μὲ πρῶτο καὶ κυριότερο τὴν  ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ αὐτονόητα καὶ πεζὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς εἰλικρινοῦς συναυλίσεώς μας μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό μας. Τὴν ἄνοιξη πάντοτε συνοδεύει ἡ Ἀνάσταση. Ἡ πνευματική μας ἄνοιξη σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὴν λαμπροφόρο μας ἀνάσταση. Καὶ εἶναι χειμώνας καὶ θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικό μας τέρμα, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴν ζωή!

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κόσμου. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Αὐτόν!

Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸν θάνατο, οὔτε τὸν ἔννοιωσε φυσικό, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».

Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴν γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ προμηνύει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, εἶναι «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων». Τώρα δὲν διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς καταργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὴν καθαίρεσή του καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου.

Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸν θάνατο ἐκφράσθηκε στὴν μυθολογία τῶν προγόνων μας μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴν γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη, ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ κάποιους ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκαζόταν νὰ μένει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀκτὼ νὰ ἀνεβαίνει στὴν γῆ, τὴν ὁποία τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπὸ τὴν χαρὰ της τὴν ὀμόρφαινε μὲ ἄνθη καὶ πρασινάδες.

Ὁλοκληρωμένη μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἄλκηστή του, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα. Ἐδῶ ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἀδμήτου δέχεται ἀπὸ ἀγάπη πρόθυμα νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν γονέων του νὰ προβοῦν σὲ αὐτὴ τὴν θυσία γιὰ χάρη του. Ὁ θάνατος τῆς Ἄλκηστης, ἔτσι, παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἀδμήτου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸν Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο, ὅπου παραμένει τρεῖς ἡμέρες ἀμίλητη. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐρυπίδη ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡρακλῆ προτυπώνεται ὁ Χριστός μας ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε «θανάτῳ θάνατον πατήσας».

Ὁ Ἡρακλῆς νίκησε τὸ Χάροντα καὶ ὁ Χριστός μας τὸν Ἅδη ἀνασταίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία. Ἡ μεγάλη, ὅμως, διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Εὐρυπίδης ὀνειρεύθηκε τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, εἶναι γεγονὸς ποὺ σκορπίζει χαρὰ ἀνοιξιάτικη, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ δὲν διαρκεῖ τρεῖς μόνο μῆνες, ὅσο ἡ ἄνοιξη, ἀλλὰ χαρὰ ἀτελεύτητη, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε καθημερινὰ στὴν ζωή μας τὴν ἀνάσταση, ποὺ σημαίνει νὰ διώξουμε μακρυά μας τοὺς ὁποιουσδήποτε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἔλθουμε σὲ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κίβδηλο καὶ πεπερασμένο. Νὰ ὑπερβοῦμε τὸν φόβο τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου. Νὰ σηκώνουμε θαρρετὰ τὸν σταυρὸ τῶν ἐντόνων ἀγώνων μας. Νὰ μὴν ἔχουμε ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες. Νὰ σπάζουμε τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν αἰχμαλώτους στὸ χθές, στὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἀνάσταση καὶ ἄνοιξη πηγαίνουν μαζί, χέρι μὲ χέρι, καὶ γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση τόσο τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς, ὅσο καὶ τοὺς ψυχικούς. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο, μὲ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ τοὺς κεκοιμημένους οἰκείους καὶ φίλους μας, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ τοὺς συνεῖχε ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

[1]  Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.

[2]  Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..

[3] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».

, ,

Σχολιάστε

ΒΡΑΒΕΥΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ

ΒΡΑΒΕΥΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ Κ.Η.Ι.Χ

,

Σχολιάστε