Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Θάνατος

ΧΡΙΣΤΟΣ καὶ ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ὁ θεολογικὸς Αὔγουστος

τοῦ Μητροπολ. Ναυπάκτου  καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου
Ἐγκύκλιος γιά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

ΠΗΓΗ:parembasis.gr

.                      Στό κέντρο τοῦ Καλοκαιριοῦ, καί μάλιστα στό κέντρο τοῦ μηνός Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπό τήν ὁποία Θεοτόκο ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί εἰσῆλθε στήν ἱστορία ὡς Θεάνθρωπος Χριστός.
.                      Τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου μέχρι τήν προπαραμονή τῆς 15ης Αὐγούστου ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς τίς Παρακλήσεις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν Μικρή καί τήν Μεγάλη Παράκληση, πού εἶναι γεμάτες ἀπό θεολογικά καί πνευματικά νοήματα. Μέ θεολογικές λέξεις καί θαυμαστές εἰκόνες παρουσιάζεται ὅλο τό παγκόσμιο ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητέρας Του.
.                      
Μέσα στίς Παρακλήσεις διεκτραγωδεῖται κατά ἕναν ἔντονο τρόπο ὁ πόνος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πόνος σωματικός, πόνος ἐσωτερικός καί μυστικός, πόνος πνευματικός, πόνος πρόσκαιρος καί διαχρονικός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπό τόν πόνο πού προέρχεται ἀπό τό θνητό καί παθητό σῶμα του, καί ἐκφράζεται μέ τίς ἀσθένειες, τίς ἁμαρτίες, τά πάθη, τήν ὀρφάνια, τήν μοναξιά, τήν προδοσία ἀπό τούς ἀνθρώπους, τήν στέρηση τῆς ἀγάπης, τήν ἀπελπισία, τήν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βουτηγμένος μέσα στόν πόνο ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του μέχρι τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς.
.                      
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὡς ἄνθρωπος καί Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, δοκίμασε τόν πόνο στήν ζωή της, ἀπό τήν καχυποψία τῶν ἀνθρώπων πού συνέλαβε χωρίς νά παντρευτῆ, ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στό σπήλαιο, τόν φόβο τῆς σφαγῆς τοῦ νεογνοῦ της, τήν μετακίνησή της στήν Αἴγυπτο ὡς πρόσφυγας, ἐνῶ ἦταν μητέρα μικροῦ παιδιοῦ, τήν ἐπιστροφή της ἀπό τήν ἐξορία στήν Ναζαρέτ, τίς δυσκολίες ἀπό τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, καί ἀργότερα ἔζησε μέ πόνο ἀπό τά Πάθη καί τόν Σταυρό τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέσα στίς δοκιμασίες τῆς Παναγίας μας βλέπουμε καί ἐμεῖς τίς δικές μας δοκιμασίες, καί γι’ αὐτό τήν καταλαβαίνουμε, ἀλλά καί αἰσθανόμαστε ὅτι καί αὐτή μᾶς καταλαβαίνει
.                      Καί μετά τίς Παρακλήσεις, κατά τίς ὁποῖες ἐξάγουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας τόν δικό μας πόνο καί τίς δικές μας περιπέτειες, ἔρχεται στό μέσον τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐδῶ πιά δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ συνηθισμένες καθημερινές καταστάσεις, ἤτοι τόν πόνο, τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τήν προσφυγιά, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, ἀλλά μέ τόν ἴδιο τόν θάνατο.
.                      Εἶναι ὄντως φοβερός ὁ θάνατος, ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου (Α΄ Κορ. ιε΄, 26) πού μᾶς στερεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, πού προξενεῖ τήν διάσπαση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, ὁπότε τό σῶμα κατεβαίνει στόν τάφο καί ἡ ψυχή κάνει τήν δική της πορεία, θετική ἤ ἀρνητική. Ὁ Σοφός Σειράχ στήν Παλαιά Διαθήκη γράφει: «Ὤ θάνατε, ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνόν ἐστιν ἀνθρώπῳ εἰρηνεύοντι ἐν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ» (Σ. Σειράχ μα΄, 1).
.                      
Ἐάν γιά τά καθημερινά προβλήματα πού μᾶς βασανίζουν ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ παρηγοριά καί ἡ ἐλπίδα μας, γιά τό φοβερό τοῦ θανάτου γίνεται φάρος φωτεινός. Δείχνει ὅτι ἐν Χριστῷ ὁ θάνατος ἔχει νικηθῆ, δέν εἶναι πορεία στό μηδέν, ὅπως λένε ὅσοι δέν πιστεύουν, ἀλλά συνάντηση μέ τόν Χριστό καί τούς ἁγίους, εἶναι «ἔνδοξη κοίμηση», γιά τήν ὁποία χαίρονται οἱ ἄγγελοι, ἀφοῦ γιά ὅσους πιστεύουν καί ζοῦν ἐν Χριστῷ, εἶναι συνάντηση μαζί Του, εἶναι ζωή ὑπερτέρα τῆς βιολογικῆς ζωῆς.
.                      Καί μετά τήν 15η Αὐγούστου συνεχίζεται ἡ ἑορταστική πανήγυρη μέχρι τήν 23η Αὐγούστου, πού ἑορτάζουμε πανηγυρικότατα τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καί ἀκόμη φθάνουμε μέχρι τήν 31η Αὐγούστου πού ἑορτάζουμε τήν κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού εἶναι ὑπόμνηση τῆς συνεχοῦς προστασίας της στήν ζωή μας.
.                      
Ἔτσι, ἀπό τίς Παρακλήσεις τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ Δεκαπενταυγούστου, πού ἐκφράζουμε στήν Παναγία ὅλους τούς καθημερινούς μας πόνους, ἀλλά καί τήν σημερινή ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεώς της, μαθαίνουμε στήν πράξη ὅτι ὁ θάνατος εἶναι θυμηδία καί χαρά, εἶναι ἕνας ἁπλός ὕπνος, ὅτι, δηλαδή, ὁ βραδινός ὕπνος εἶναι ἕνας μικρός θάνατος, καί αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτό τό πανηγυρίζουμε μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ Αὐγούστου.
.                      Ὅμως, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τήν 6η Αὐγούστου, τίς ἡμέρες πού προηγοῦνται ἀπό αὐτήν, καί τίς ἡμέρες πού ἀκολουθοῦν μέχρι τήν 13η Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τό μεγάλο γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς δείχνει ποιός νίκησε τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ποιός ἔδωσε στήν Παναγία αὐτήν τήν μεγάλη δόξα, ποιός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας μας. Αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
.                      Στήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κατ’ εἰκόνα νά φθάση στό καθ’ ὁμοίωση, βλέπουμε τό ἔνδοξο Φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, τήν δόξα τῆς Παναγίας καί τήν θέωσή μας. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὡς τό Φῶς, πού δείχνει ὅτι, ὅταν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, λάμπει ὅλη μας ἡ ὕπαρξη καί ὅλα τά αἰσθητά γίνονται λευκά, φωτοφόρα.
.                      Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία ὁ μήνας Αὔγουστος, μέ τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δείχνει καθαρότατα τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, καί τήν οὐσιαστική προσφορά σέ αὐτό τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Χριστός καί Παναγία εἶναι ἑνωμένοι καί δείχνουν τήν ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, τήν νίκη τῆς αἰώνιας ζωῆς ἐπάνω στήν θνητότητα καί παθητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Εὐλογημένος εἶναι αὐτός ὁ μήνας, γιατί μέσα στήν φλόγα τοῦ Καλοκαιριοῦ μᾶς δείχνει τήν ἀναψυχή τῆς αἰώνιας ζωῆς.
.                      Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι αὐτές οἱ ἡμέρες δέν προσφέρονται μόνον γιά μιά ξεκούραση σωματική, γιά μιά ἐναλλαγή ἐντυπώσεων καί καθημερινοῦ τρόπου ζωῆς, ἀλλά δείχνουν τόν ὑψηλό σκοπό τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, τό ὑψηλό νόημα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ὅτι ὅλες οἱ δυσκολίες καί οἱ πειρασμοί, οἱ ἀσθένειες καί ὁ θάνατος ὑπερβαίνονται ἐν Χριστῷ.
[…]

, , , , ,

Σχολιάστε

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ καὶ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ

Ὁ φόβος τοῦ θανάτου καί ἡ ὑπέρβασή του

Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύθηκε στό  «Περιοδικό» τοῦ «Ἐθνικοῦ  Κήρυκα» τῆς  Νέας  Ὑόρκης
  Σάββατο 22-Κυριακή 23  Ἰανουαρίου 2022.
(Ὑπεύθυνη  ἔκδοσης  Γιάννα  Κατσαγεώργη)

ΠΗΓΗ: parembasis.gr                       

.                        Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος εἶναι μεγάλα ὑπαρξιακά θέματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τούς νέους. Τά ἐρωτήματα γιά τό τί εἶναι ἡ ζωή καί τί εἶναι θάνατος, ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρα. Ὁ Γερμανός φιλόσοφος Χάϊντεγκερ ἔχει ὑπογραμμίσει ὅτι τό ἐρώτημα «γιατί νά ὑπάρχουν τά ὄντα καί ὄχι τό τίποτα», εἶναι τό κεντρικό ἐρώτημα τῆς κλασικῆς μεταφυσικῆς.

.                        Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω, μέ μεγάλη συντομία, μερικές σκέψεις μου γύρω ἀπό τό σοβαρό αὐτό θέμα.

1.Ὁ θάνατος ἀποτέλεσμα καί πρόξενος τῆς ἁμαρτίας

.                        Στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά πεθαίνη, ἀλλά ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων. Τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού λέγεται «Γένεση» περιγράφει τά γεγονότα πού προκάλεσαν τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.
.                        Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ θάνατος εἰσῆλθε στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὡς τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ δυτική θεολογία, ἀλλ’ ὡς ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου νά ζήση μακριά ἀπό τόν Θεό. Ὁ δέ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο, ἀλλά ἐπέτρεψε τήν εἰσβολή του στόν ἄνθρωπο, ὡς ἕνα θηρίο, ἀπό μεγάλη φιλανθρωπία, γιά νά μή μείνη τό κακό ἀθάνατο. Στήν συνέχεια μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὁ Χριστός προσέλαβε ἑκουσίως θνητό καί παθητό σῶμα, ἄκρως ὅμως καθαρό, προκειμένου νά νικήση τόν θάνατο καί νά γίνη τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας.
.                        Ἡ κληρονόμηση τοῦ θανάτου δέν εἶναι, ὅπως ὑποστήριζε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς τῶν Προπατόρων, ἀλλά κληρονόμηση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι, ἡ φθαρτότητα, ἡ θνητότητα καί ἡ παθητότητα. Πράγματι, κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες μέ τούς ὁποίους ἐνδύθηκε ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φθαρτότητα, ἡ θνητότητα καί ἡ παθητότητα πού ἐκφράζονται μέ τήν σύλληψη, τήν κυοφορία, τήν γέννηση, τόν θηλασμό, τήν μεταποίηση τῆς τροφῆς, τίς ἀσθένειες καί τελικά τόν θάνατο.
.                        Σήμερα ἡ μοριακή βιολογία κάνει λόγο γιά τό θέμα τῆς βιολογικῆς κληρονομήσεως τοῦ θανάτου. Μέσα στά κύτταρα τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν καί τά γονίδια τῶν ἀσθενειῶν καί τῆς γηράνσεως, τά ὁποῖα κληρονομοῦμε ἀπό τούς γονεῖς μας. Τό λεγόμενο μιτοχονδριακό DNA, ἐκτός ἀπό τήν ζωτική ἐνέργεια πού παρέχει στά κύτταρα, συγχρόνως θεωρεῖται ὅτι εἶναι ὑπεύθυνο γιά τήν γήρανση· ἔτσι, ὁ θάνατος κληρονομεῖται ἀπό γενιά σέ γενιά. Αὐτό δείχνει ὅτι ἀπό τήν ὥρα πού γονιμοποιήθηκε τό ὠάριο ὑπάρχουν μέσα μας τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου.
.                        Ἔπειτα, μέσα στό σῶμα μας πάντοτε ὑπάρχουν δυνάμεις τῆς ζωῆς, ἀλλά καί δυνάμεις τοῦ θανάτου καί μάλιστα συνδέεται στενά ἡ ζωή μέ τόν θάνατο. Τά κύτταρα τοῦ ὀργανισμοῦ μας, ἐκτός ἀπό τά κεντρικά νευροκύτταρα, πεθαίνουν στούς περισσότερους ἱστούς καί δημιουργοῦνται νέα καί σέ αὐτήν τήν διαδικασία ὀφείλεται ἡ παράταση τῆς ζωῆς. Ὁ θάνατος τῶν κυττάρων διακρίνεται σέ δύο κατηγορίες: ἡ πρώτη εἶναι ὁ προγραμματισμένος θάνατος πού εἶναι μιά φυσιολογική διαδικασία, κατά τήν ὁποία αὐτοκτονοῦν τά κύτταρα, ἡ λεγομένη «ἀπόπτωση», καί ἡ δεύτερη εἶναι ὁ μή φυσιολογικός θάνατος, πού λέγεται «νέκρωση». Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς συλλήψεώς μας «κουβαλᾶμε» σέ ὅλη μας τήν ζωή τόν θάνατο ὡς ἕνα παράξενο βιολογικά, ἀλλά καί ὑπαρξιακό φορτίο.
.                        Ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς ὁ θάνατος δέν εἶναι μόνον ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί δημιουργεῖ καί τροφοδοτεῖ τά πάθη. Αὐτό ἔχει τήν ἑξῆς ἐξήγηση: Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά ἔλθουν ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες θά τόν ὁδηγήσουν στόν θάνατο, γι’ αὐτό καί δημιουργεῖται μιά αὐτοάμυνα μέσα του ὡς προσπάθεια ἀντιμετωπίσεως αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται ὅτι ἡ ζωή κάποτε θά γίνη χωρίς νόημα, γι’ αὐτό καί προσπαθεῖ νά τήν κατοχυρώση. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά ἀναζητᾶ ἀσφάλεια καί εὐδαιμονία στά πλούτη, στήν δόξα καί τίς σωματικές ἀπολαύσεις, προσπαθεῖ νά ἀποκτήση περιουσία γιά νά ἀντιμετωπίση τό ἄγνωστο μέλλον. Ἀκόμη προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήση τίς ἡδονές του, γιά νά ἀντιμετωπίση τήν ὀδύνη τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου.
.                        Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀσφαλισθῆ γιά τίς ἐνδεχόμενες δοκιμασίες τῆς ζωῆς του, ἡ συγκέντρωση πλούτου, ἡ κοινωνική κατοχύρωση, τά συντάξιμα χρόνια κλπ. εἶναι ἀποτελέσματα τοῦ φόβου πού προκαλοῦν οἱ ἀρρώστιες καί ὁ θάνατος καί ὅλα αὐτά τροφοδοτοῦν τά πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιληδονίας καί τῆς φιλαργυρίας.
.                        Ἑπομένως, ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά στήν συνέχεια ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα αὐξάνουν τό πάθος τῆς φιλαυτίας, ἀπό τό ὁποῖο προέρχονται ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαργυρία.

2.Διαδοχικές κρίσεις θανάτου

.                        Συνέπεια καί συνέχεια τοῦ προηγουμένου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος περνᾶ διάφορες διαδοχικές κρίσεις στήν ζωή του, τίς ὁποῖες μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε ὡς κρίσεις θανάτου.
.                        Σύμφωνα μέ ψυχαναλυτικές ἀναλύσεις ὁ φόβος καί τό ἄγχος τοῦ θανάτου δημιουργοῦν διάφορα προβλήματα στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν μικρή του ἡλικία καί γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος περνᾶ κρίσεις.
.                        Τό παιδί μέχρι τήν ἡλικία τῶν 7-10 ἐτῶν βλέπει τόν θάνατο ὡς κάτι τό προσωρινό, ὡς ἕνα ταξίδι, ὡς κάτι τό ὁποῖο ἀνατρέπεται. Γι’ αὐτό, ὅταν πεθαίνη ὁ παππούς ἤ ἡ γιαγιά, τό παιδί μπορεῖ νά προτείνη στούς γονεῖς του νά βάλουν σόμπα στό μνῆμα, κατά τούς χειμερινούς μῆνες, γιά νά μή κρυώνουν. Ὁ Ἑλβετός ψυχολόγος J. Piaget, ὕστερα ἀπό ἔρευνες, ἔχει καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι τό παιδί στήν ἡλικία τῶν 7-10 ἐτῶν περνᾶ μιά κρίση, ἀφοῦ τότε διαπιστώνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μή ἀναστρέψιμο γεγονός. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά τό ἀπασχολῆ ὁ θάνατος καί νά ἀπευθύνη πολλές ἐρωτήσεις γύρω ἀπό αὐτόν.
.                        Στήν ἐφηβική ἡλικία ἀναπτύσσονται τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα σχετικά μέ τό ποιό εἶναι τό νόημα καί ποιά εἶναι ἡ ἀξία τῆς ζωῆς. Στήν ἡλικία αὐτή ὁ ἔφηβος προσπαθεῖ νά χαράξη τήν πορεία του καί γι’ αὐτό θέλει νά μάθη γιά τό νόημα τῆς ζωῆς σέ σχέση μέ τόν θάνατο, τόν ὁποῖο βλέπει γύρω του. Προσπαθεῖ νά βρῆ ἀπαντήσεις γιά τόν πόλεμο, τίς κοινωνικές ἀκαταστασίες, τίς ἐρωτικές ἀπογοητεύσεις κλπ. Πολλές φορές αὐτό τόν καταβάλλει. Οἱ συνεχεῖς ἐκρήξεις, ἡ ἀναρχία, ἡ ἐρωτική ἀπογοήτευση, ἡ γεύση τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν ἔχουν πάντοτε σχέση μέ τήν ὑπαρξιακή κρίση τοῦ θανάτου. Ἀκόμη δέ καί ἡ κοινωνική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μέ αὐτήν τήν κρίση.
.                        Στήν συνέχεια ὁ ἄνθρωπος στήν μέση ἡλικία περνᾶ πάλι μιά ἄλλη κρίση, πού ἔχει σχέση ἀφ’ ἑνός μέν μέ τίς κοινωνικές ἐπιτυχίες, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ  τίς ἀσθένειες, τήν πτώση τῶν σωματικῶν δυνάμεων, τήν ἀπογοήτευση ἀπό τήν ζωή του. Κυρίως, βλέπει ὅτι ἔχει καταξιωθῆ κοινωνικά, ἀλλά στερεῖται νοήματος γιά τήν ζωή.
.                        Τέλος, ὑπάρχει καί ἡ κρίσιμη περίοδος τῆς σύνταξης, τῆς λεγομένης τρίτης ἡλικίας, ὅταν πιά ὁ ἄνθρωπος βλέπη νά ἔχουν περάσει τά χρόνια τῆς ζωῆς του καί ὁδεύη πρός τόν θάνατο. Τότε ἐγείρονται ἀγωνιώδη ὑπαρξιακά ἐρωτήματα πού ἔχουν σχέση μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον.
.                        Ὅλες αὐτές οἱ διαδοχικές κρίσεις ἔχουν ἕνα κοινό σημεῖο, κοινό θέμα πού εἶναι ὁ θάνατος καί στήν πραγματικότητα εἶναι ὑπαρξιακές κρίσεις. Οἱ κρίσεις αὐτές ἔχουν σχέση μέ τόν φόβο τοῦ θανάτου, τόν φόβο τῶν ἀσθενειῶν, τήν γνώση ὅτι ἡ ζωή περνᾶ σύντομα, ὅτι μεγαλώνουμε γρήγορα, ὅτι θά καταστραφῆ ὁ κόσμος, καί καταλήγει πολλές φορές στό νά ἀπωθοῦμε τόν θάνατο ἀπό τήν ζωή μας καί νά μήν ἐπιθυμοῦμε νά δοῦμε κάποιον ἄρρωστο ἤ νεκρό.
.                        Ἐκτός ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἐκδηλώσεις τοῦ φόβου ἐνώπιον τοῦ θανάτου, ὑπάρχουν καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες δείχνουν αὐτήν τήν βίωση τοῦ θανάτου. Γιά παράδειγμα οἱ γιορτές, οἱ ἐπέτειοι, τά γενέθλια, ἐκτός ἀπό τήν χαρά, ἔχουν μέσα τους καί ἕνα αἴσθημα καταθλίψεως, γιατί σκεπτόμαστε τήν ἀπουσία ἀγαπητῶν ἀνθρώπων, καθώς ἐπίσης ὅτι τά χρόνια περνοῦν καί ὅτι πλησιάζουμε στό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Ἀκόμη καί, ὅταν πληροφορούμαστε τόν θάνατο ἑνός ἀνθρώπου, καταλαμβανόμαστε ἀπό λύπη, γιατί σκεπτόμαστε τόν δικό μας θάνατο.
.                        Ἔτσι, ἡ γνώση τοῦ θανάτου εἶναι πράγματι ἕνα «ὑπαρξιακό φορτίο», τό ὁποῖο «κουβαλᾶμε» σέ ὅλη μας τήν ζωή. Αὐτό ὁδηγεῖ στό ἐρώτημα γιά τό ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς ὑπαρξιακή ἀγωνία. Συνήθως αὐτό συνδέεται καί μέ τόν φόβο τῆς ἀβεβαιότητας τοῦ μέλλοντος. Αὐτό πού εὐχόμαστε «καί τοῦ χρόνου» δείχνει ὅτι ὑφέρπει μέσα μας ἡ ἄποψη ὅτι ἴσως τοῦ χρόνου δέν θά ζοῦμε.
.                        Γενικά, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παγκόσμιο φαινόμενο, πού ἀπασχολεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί, βεβαίως, τούς χαρακτηρίζει ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου. Ὅταν μελετήσουμε τόν πολιτισμό καί τήν ἀνθρώπινη ἱστορία, θά δοῦμε μιά «πείνα ἀθανατοποίησης». Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ζῆ αἰώνια. Αὐτό μαρτυροῦν τά μνημεῖα τῆς τέχνης καί ἄλλα δημιουργήματα πού εἶναι στήν πραγματικότητα ἀπόπειρες τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τό φράγμα τοῦ θανάτου. Ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ θανάτου εἶναι πολύπλευρος. Ὁ βιολογικός μηχανισμός τοῦ σώματος ἀμύνεται ἐναντίον τοῦ θανάτου, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τούς ψυχολογικούς μηχανισμούς. Τό κίνητρο τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἡδονῆς, ἀλλά ἡ ἐπιβίωση τῆς ὕπαρξης.
.                        Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ δυτικός ἄνθρωπος προσπάθησε νά ἀπωθήση αὐτό τό γεγονός τοῦ θανάτου ἀπό τήν ζωή του, ἀκόμη δέ καί τά νεκροταφεῖα τά κατασκευάζει ὡς πάρκα, ἀλλά τελικά αὐτό δημιουργεῖ μιά νεύρωση. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στήν Ἀμερική εἰσάγεται καί στίς ἰατρικές Σχολές μιά ἰδιαίτερη ἐπιστήμη πού λέγεται θανατολογία, γιατί διαπιστώνεται ὅτι, ὅσο κανείς θυμᾶται καί ἀντιμετωπίζει τόν θάνατο καί ἐξοικειώνεται μέ αὐτόν, τόσο καί περισσότερο ἀπαλλάσσεται ἀπό ψυχολογικές καί νευρολογικές καταστάσεις.
.                        Διαπιστώνεται ὅτι ἡ ζωή συνδέεται μέ τόν θάνατο, ὅπως ἡ ἡμέρα μέ τήν νύκτα. Ἄν ἡ ἡμέρα ἔχη ἀξία καί ἡ νύκτα ἔχει μιά μαγεία. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποκλείση τόν θάνατο ἀπό τήν ζωή του. Ὁ Χάϊντεγκερ (Heidegger) καί ὁ Σάρτρ (Sartre) θεωροῦσαν ὅτι ὁ θάνατος δίνει νόημα στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί βοηθᾶ στήν ὁλοκλήρωσή του. Μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργικός. Ἄν ἡ βιολογική ζωή δέν εἶχε ὅρια, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν θά ἀγωνιζόταν νά κατορθώση κάτι. Βέβαια, οἱ ἄθεοι ὑπαρξιστές θεωροῦν ὅτι μετά τόν θάνατο δέν ὑπάρχει τίποτε, ἀντίθετα οἱ Χριστιανοί πιστεύουμε στήν ζωή μετά τόν θάνατο.

3.Ἡ τραγική τριάδα

.                        Ὁ Βίκτωρ Φρανκλ (Victor Frankl), ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν τρίτη ψυχοθεραπευτική Σχολή τῆς Βιέννης, ὁμιλώντας γιά τίς ἀρχές τῆς λογοθεραπείας, κάνει λόγο γιά τήν τραγική τριάδα πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο καί εἶναι: ἡ ἐνοχή, ὁ πόνος καί ὁ θάνατος.
.                        Κάνοντας λόγο γιά ἐνοχή, ἐννοεῖ τήν ἐνοχή, ἡ ὁποία θεολογικά λέγεται ἁμαρτία, ἀλλά καί τήν ὑπαρξιακή ἐνοχή πού εἶναι σύμφυτη μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δηλαδή συνδέει τήν ἐνοχή μέ τήν ἀνυπαρξία νοήματος γιά τήν ζωή, καθώς καί μέ τό ὑπαρξιακό κενό. Στά κείμενά του συνδέεται στενά ἡ ἐνοχή μέ τά ὑπαρξιακά γεγονότα πού εἶναι ὁ πόνος καί ὁ θάνατος.
.                        Ἀναφερόμενος στόν πόνο, ἐννοεῖ τόν γενικό πόνο πού αἰσθάνεται κανείς στήν ζωή του, σωματικό, ψυχικό καί ὑπαρξιακό καί κάνει λόγο γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀγωνισθῆ γιά τήν ἀνάλυση καί τήν ἀποφυγή τοῦ πόνου, ἀλλά πρέπει νά εἶναι διατεθειμένος νά ὑποφέρη στήν ζωή του, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ πόνος ἔχει νόημα ζωῆς. Μάλιστα τονίζει ὅτι, ὅταν ὁ ἀνθρωπος δέν μπορῆ νά ἀλλάξη τά γεγονότα τῆς ζωῆς του, τότε θά πρέπει νά ἀναλαμβάνη τήν εὐθύνη τοῦ πόνου του, νά τόν ἀποδέχεται, γιατί αὐτό θά δώση νόημα στήν ζωή του.
.                        Στά κείμενά του γράφει ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δέν συνίσταται στήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τά δύσκολα καί τά τραγικά γεγονότα, ἀλλά στήν ἐλεύθερη στάση ἀπέναντι στίς δυσκολίες. Χαρακτηριστικά γράφει: «Οἱ ἀσθενεῖς ποτέ δέν ἀπελπίζονται πραγματικά, ἐξ αἰτίας τοῦ ἴδιου τοῦ πόνου. Ἀντίθετα, ἡ ἀπελπισία τους ἔχει τή ρίζα της σέ κάθε περίπτωση ἀμφιβολίας, ἐάν ὁ πόνος τους ἔχει νόημα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος καί πρόθυμος νά ἐπωμισθῆ κάθε πόνο μόλις μπορέσει νά βρῆ ἕνα νόημα σέ αὐτόν». Πάντως, ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν εὐχαρίστηση καί ἀποφεύγουν τόν πόνο.
.                        Ἐπί πλέον ὁ θάνατος, πού εἶναι τό τρίτο στοιχεῖο τῆς τραγικῆς τριάδος, εἶναι αὐτός πού βασανίζει πραγματικά τόν ἄνθρωπο. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποφύγη τόν θάνατο, γιατί ἔχει προσωπικές ἐμπειρίες ἀπό τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα καί ἀπό τόν θάνατο πού βλέπει γύρω του, καί καταλαβαίνει ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας. Στήν λογοθεραπεία τοῦ Frankl ἕνα ἀπό τά βασικά ἀξιώματά της εἶναι ἡ προσωρινότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στήν γῆ. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά συμφιλιωθῆ μέ αὐτό τό γεγονός, γιατί τότε θά κάνη ὀρθή χρήση τοῦ χρόνου, θά ἀναπτύξη τήν δημιουργικότητά του καί θά ἀποκτήση νόημα ζωῆς.
.                        Τά τρία αὐτά ὑπαρξιακά γεγονότα, ἡ λεγομένη τραγική τριάδα, ἤτοι ἡ ἐνοχή, ὁ πόνος καί ὁ θάνατος, εἶναι δεδομένα καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τά ἀποφύγη, γι’ αὐτό καί πρέπει νά τά ἀποδεχθῆ. Ἡ στάση, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ ἀπέναντι σέ αὐτά, δείχνει κατά πόσον εἶναι πνευματικά ὥριμος.

4. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου

.                        Ἀπέναντι στίς διαδοχικές κρίσεις θανάτου πού περνᾶμε στήν ζωή μας δέν ὠφελοῦν οἱ διανοητικές θεωρίες, ἀλλά ἡ πίστη τήν ὁποία ἔχουμε ὡς πρός τήν ζωή καί τόν θάνατο καί μάλιστα ἡ πίστη στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στόν θάνατο, τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
.                        Κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο (2ος αἰώνας μ.Χ.), ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἰατρός καί τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας. Ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μεταδίδει σέ ὅλο τόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό τήν ἐνέργεια τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Αὐτή ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται στήν ψυχή καί τό σῶμα καί ἁγιάζει ὅλον τόν ἄνθρωπο. Στήν πραγματικότητα μέ τήν βρώση τοῦ Σώματος καί τήν πόση τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ γίνεται μιά πνευματική μεταμόσχευση, γεμίζουμε ἀπό θεία ζωή. Ἔτσι δικαιολογοῦνται καί τά λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Κανονικά τά κύτταρα τοῦ σώματος, μέ τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό αὐτό, ἀποσυντίθενται. Ὅμως, στούς θεουμένους ἁγίους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει ἀνάσχεση σέ αὐτόν τόν θάνατο τῶν κυττάρων καί γι’ αὐτό παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς ἀφθαρσίας.
.                        Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναλύει διεξοδικά ὅτι δέν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τόν θάνατο μέ μόνη τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός προσέλαβε ἑκουσίως παθητό καί θνητό σῶμα γιά νά νικήση τόν θάνατο.
.                        Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος στήν ζωή του περνᾶ διάφορες διαδοχικές κρίσεις θανάτου, πού δημιουργοῦν πόνο, ἀλλά, ὅταν ζῆ μέσα στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά περάση καί διαδοχικές εὐλογίες ὑπέρβασης τοῦ θανάτου καί βίωσης τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἤ ἀκόμη ἀπό δοῦλος νά γίνη μισθωτός καί τελικά υἱός καί φίλος τοῦ Χριστοῦ.
.                        Αὐτό τό βλέπουμε στούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν φοβοῦνται τόν θάνατο, ἀλλά τόν ἐπιδιώκουν, τόν θεωροῦν φίλο καί τόν ἀναμένουν ὡς «ἑορταστικό γεγονός» (ἅγιος Σωφρόνιος Ἀθωνίτης), διότι θά τούς ὁδηγήση στό οὐράνιο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή δέν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίηση τῶν συναισθημάτων καί σέ ἕνα κοινωνικό ἔργο, ἀλλά στήν θεραπεία καί τήν ὑπέρβαση τῆς φθαρτότητας καί τῆς θνητότητας, τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος θάνατος μᾶς βασανίζει ἀπό τήν ὥρα τῆς συλλήψεώς μας, καί αὐτό γίνεται μέ τήν ἀληθινή ἐκκλησιαστική ζωή.

,

Σχολιάστε

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.               Ἡ λογικὴ ποὺ ἐπικράτησε στὴν κυβέρνηση Μητσοτάκη γιὰ νὰ ἐπιβάλει τὰ αὐστηρότατα μέτρα περιορισμοῦ τῆς κινήσεως τῶν πολιτῶν καὶ τοῦ κλείσιμου χιλιάδων ἐπιχειρήσεων στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια ἦταν νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἑκατόμβες τῶν νεκρῶν, ἰδιαίτερα τῶν ἡλικιωμένων. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ὑπέρτατο ἀγαθό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὑποχωροῦν τὰ ἄλλα ἀγαθὰ καὶ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τόνισε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς κυβέρνησης καὶ ὑπογράμμισε ἐν συγκινήσει ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ἐπιστημονικῆς ὁμάδας ἀντιμετώπισης τῆς πανδημίας.
.             Ὁ τονισμὸς τῆς ζωῆς ὡς ὑπέρτατου ἀγαθοῦ ἐξ ἀντιθέτου προβάλλει τὸν θάνατο ὡς τὸ μέγιστο καὶ μὴ ἐπανορθώσιμο κακό. Πράγματι ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς κυρίως ἑνὸς προσφιλοῦς ἀνθρώπου καὶ μάλιστα ὑπὸ συνθῆκες πανδημίας ἢ ἄλλου ἀπροόπτου γεγονότος εἶναι ὀδυνηρή, ὅταν μάλιστα ἰδωθεῖ ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «χαμοῦ». Ὅμως καὶ προχθὲς οἱ Ἕλληνες βρῆκαν τρόπους νὰ ἀπαντήσουν στὸ πικρὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου καὶ νὰ ἑορτάσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ «θανάτῳ θάνατον πατήσαντος».
.             Μὲ κλειστὲς τὶς Ἐκκλησίες καὶ μὲ ἐπισκιασμένη τὴ χαρὰ τῆς ἡμέρας, ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῶν προσφιλῶν τους προσώπων, φῶτα ἄναψαν στὰ μπαλκόνια καὶ στὶς βεράντες, σημαῖες ἀνύψωσαν, βαρελότα πέταξαν, ραδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις ἄνοιξαν στὴ διαπασῶν, οἱ γείτονες ἀντάλλαξαν εὐχὲς καὶ τσούγκρισαν αὐγὰ καὶ στὸ Λεωνίδιο ἔπεσαν στὰ γύρω βουνὰ περισσότεροι δυναμίτες ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ καὶ ὑψώθηκαν τὰ παραδοσιακὰ ἀερόστατα, ἕνα μάλιστα τεράστιο μὲ ἐπίκαιρες εὐχές… Τὸ Μεγάλο Σάββατο μία εὐχὴ κυριαρχοῦσε μεταξὺ τῶν περισσοτέρων Ἑλλήνων: «Καλὴ Ἀνάσταση» καὶ ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»…
.             Ἡ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Παράδοση ποὺ φέρουν στὶς ψυχικὲς ἀποσκευές τους ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου δίνει στοὺς Ἕλληνες μίαν πολιτισμικὴ ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν δυτικῶν συνανθρώπων τους. Αὐτοὶ βρίσκονται σὲ γνωσιολογικὸ ἀδιέξοδο μὲ τὴν πανδημία καὶ φυσικὰ δὲν μποροῦν νὰ βγοῦν ἀπὸ αὐτὸ μὲ τὴν ὠφελιμιστικὴ σκέψη τους. Στὴν Ἑλλάδα οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀθεϊστικῆς ἰδεολογικῆς ἀντίληψης περὶ τῆς ζωῆς δείχνουν νὰ ἐπιμένουν στὸν ὀρθολογιστικὸ τρόπο ἀντιμετώπισής της, ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα στὴ Δύση ἐντείνονται οἱ φωνὲς γιὰ ἀλλαγὴ νοοτροπίας στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Jean – François Guegan, διευθυντὴς ἐρευνῶν στὸ Ἐθνικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἔρευνας γιὰ τὴ Γεωργία καὶ τὸ Περιβάλλον (INRAE) τῆς Γαλλίας δήλωσε στὴν ἐφημερίδα Le Monde (18/4/2020, σελ. 27) πὼς «γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τῶν ἐπιδημιῶν οἱ ἀναγκαῖες ἀλλαγὲς εἶναι πολιτισμικὲς» καὶ ὅτι γιὰ αὐτὸ «ἡ μπάλα δὲν εἶναι πλέον στὸ γήπεδο τῶν ἐρευνητῶν, ποὺ ἔχουν σημάνει συναγερμὸ ἐδῶ καὶ εἴκοσι χρόνια, ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν».
.             Ἐὰν βεβαίως οἱ «πολιτισμικὲς ἀλλαγές», ποὺ ἀναφέρει ὁ Γάλλος ἐρευνητής, εἶναι χωρὶς μεταφυσικὲς προεκτάσεις, δὲν πρόκειται πάλι νὰ ἔχουν ἀποτέλεσμα. Θὰ ἐξακολουθήσει ὁ σημερινὸς δυτικὸς ἄνθρωπος νὰ εἶναι προσδεδεμένος στὸν πρακτικὸ ὑλισμό του καὶ νὰ διατηρεῖ ἐχθρικὴ στάση ἐπιβολῆς τῆς ὠφελιμιστικῆς κυριαρχίας του ἐπὶ τῶν συνανθρώπων του καὶ τῆς φύσης. Θὰ παραμείνει ἕνα ἀλαζονικὸ ὂν ποὺ δὲν κατέχει πλέον τίποτε ἀπὸ τὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ποὺ δημιούργησαν οἱ πρόγονοί του. Ὅπως γράφει ὁ ποιητὴς καὶ στοχαστὴς Γιῶργος Σαραντάρης (1908 – 1941), ποὺ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 19 Ἀπριλίου τοῦ 1908, «στὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ὅταν κανεὶς δὲν κατέχει πίστη, εἶναι σὰν νὰ μὴν κατέχει τίποτε καὶ ἡ Δύση δὲν κατέχει τίποτε, μήτε γιὰ τὸν ἑαυτό της», γιὰ νὰ προσθέσει: «πολιτισμένος εἶναι μονάχα ὅποιος πιστεύει στὴν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου».-

, ,

Σχολιάστε

H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-4

Μέρος Α´ : H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-1 (Καταχρηστικοὶ παραλληλισμοὶ καὶ ἀκραῖες θεωρίες) «Μία ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας μαγικὸς τόπος, ἀπόλυτα προστατευμένος ἀπὸ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, ὅπου κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κολλήσει»

Mέρος Β´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-2 «Οἱ Ὀρθόδοξοι Εἴμαστε “τυχεροὶ” ποὺ ἡ ἐπιβαλλομένη ἀπὸ τὸ κράτος καραντίνα ἐν μέρει συμπίπτει μὲ τὴν “ἱερὰ καραντίνα” τῆς Σαρακοστῆς»

Μέρος Γ´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-3

 

Μέρος Ε´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-5

, , , , ,

Σχολιάστε

KΟΡΩΝΟΪΟΣ καὶ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Μιὰ θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ βιολογικοῦ «ἀεροπειρατῆ».

Κορωνοϊός καί Ἐκκλησία

Συνέντευξη
τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
στούς συνεργάτες τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης»
γιά τήν ἐπιδημία τοῦ κορωνοϊοῦ (covid-19)

1. Ἐρώτηση: Τί εἶναι ὁ κορωνοϊός (covid-19);

Ἀπάντηση: Εἶναι ἕνας ἰός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται, ὅπως οἱ περισσότεροι ἰοί, ἀπό RNA, καί χρησιμοποιεῖ τήν δομή, τόν πυρήνα καί τό DNA τῶν κυττάρων γιά νά λειτουργήση.
.            Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ πληροφορία τοῦ γενετικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό DNA, πού εἶναι στόν πυρήνα τοῦ κυττάρου, μεταφέρεται στό RNA, πού εἶναι στό κυτταρόπλασμα, καί ἐκεῖ μεταγράφεται σέ πρωτεΐνες. Αὐτή ἡ ἀντιγραφή, ἡ μεταγραφή καί ἡ μετάφραση εἶναι τό κεντρικό δόγμα τῆς βιολογίας.
.                    Ὅμως, ἡ ἀντίστροφη ροή τῆς πληροφορίας ἀπό τό RNA στό DNA ἀνατρέπει αὐτό τό κεντρικό δόγμα τῆς βιολογίας. Γιά νά γίνη ἀντιληπτό αὐτό, χρησιμοποιῶ τήν εἰκόνα τοῦ ἀεροπειρατῆ, ὁποῖος δέν ἔχει δικό του ἀεροπλάνο, δέν ξέρει νά ὁδηγῆ καί χρησιμοποιεῖ τά ὄργανα τοῦ ἀεροπλάνου καί τόν ἀεροπόρο, προκειμένου νά πετύχη τόν σκοπό του.

2. Ἐρώτηση: Γιατί τόσος φόβος γιά τόν κορωνοϊό;

Ἀπάντηση: Ὑπάρχουν πολλοί ἰοί, ὅπως τοῦ AIDS, τῆς ἡπατίτιδος, τῆς γρίπης, τοῦ ἔμπολα, τοῦ σάρς κλπ., γιά τούς ὁποίους ἡ ἐπιστήμη βρῆκε τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεώς τους. Ὅταν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 ξέσπασε τό πρόβλημα μέ τόν ἰό τοῦ AIDS, τότε πανικοβλήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα, καί μάλιστα στήν Ἑλλάδα συγκροτήθηκε ἡ Ἐθνική Ἐπιτροπή Ἀντιμετωπίσεως τοῦ AIDS, ἡ ὁποία μετεξελίχθηκε στό ΚΕΕΛ (Κέντρο Ἐλέγχου Εἰδικῶν Λοιμώξεων), στίς ὁποῖες Ἐπιτροπές ἤμουν ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί παρακολουθοῦσα ὅλο τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν πού ἔχουν σχέση μέ τίς μολύνσεις. Ἔγραψα μάλιστα καί ἕνα βιβλίο μέ τίτλο: «AIDS, ἕνας τρόπος ζωῆς».
.                Ὁ κορωνοϊός αἰφνιδίασε τήν Ἐπιστημονική Κοινότητα, ἡ ὁποία γρήγορα θά τόν ἀντιμετωπίση ἐπιστημονικῶς. Ἕως τότε χρειάζεται προσοχή καί προσευχή.

3. Ἐρώτηση: Πῶς δικαιολογεῖτε ἐσεῖς τόν πανικό πού προῆλθε ἀπό τόν κορωνοϊό;

Ἀπάντηση: Πράγματι, ἐκτός ἀπό τόν κορωνοϊό, ὑπάρχει καί ὁ ἰός τοῦ πανικοῦ, γιά τόν ὁποῖον κάνουν λόγο οἱ ἀνθρωπιστικές καί κοινωνικές ἐπιστῆμες καί ἡ ψυχολογία.
.                  Ὁ πανικός ἐξηγεῖται ἀπό τά προηγούμενα πού εἶπα, ἀλλά συγχρόνως ἑρμηνεύεται καί ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τήν ζωή, θέλει νά ζήση ὅσο τό δυνατόν περισσότερο καί φοβᾶται τόν θάνατο. Ἔτσι πρόκειται γιά τόν λεγόμενο πανικό τοῦ θανάτου. Αὐτό δέν συμβαίνει τώρα μέ τόν κορωνοϊό, ἀλλά πάντοτε, ὅταν μᾶς πλησιάζει ὁ θάνατος μέ ποικίλους τρόπους.
.                Ὁ φόβος τοῦ θανάτου συνδέεται μέ κάθε ἀσθένεια, ἡ ὁποία προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στά ὅρια τοῦ θανάτου. Ὁ Χάϊντεγκερ ἔχει τονίσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ μέ δύο τρόπους, πρῶτον μέ τόν λεγόμενο καθημερινό τρόπο, πού συνδέεται μέ τήν δύναμη, τήν ἐξουσία, τήν ὑγεία, τήν κοινωνική δραστηριότητα, καί δεύτερον μέ τόν λεγόμενο ὑπαρξιακό τρόπο, πού συνδέεται μέ τήν ἔλευση τῶν ἀσθενειῶν καί τήν προσέγγιση τοῦ θανάτου.
.               Ὅταν κάποιος εἰσάγεται μέσα στό νοσοκομεῖο, ἐξαιτίας κάποιας ἀσθένειας, ἀμέσως ἀρχίζουν τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα, ὅπως τό ἐρώτημα τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τοῦ νοήματος τοῦ θανάτου. Ἐπίσης ἀρχίζουν νά λειτουργοῦν μέσα του διάφορες σκέψεις πού τόν βασανίζουν κυριολεκτικά, γιά τό ποιός εὐθύνεται γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία ἔφθασε καί, ἑπομένως, τόν ἀπασχολοῦν ἔντονα οἱ λεγόμενες «ὁριακές στιγμές τῆς ζωῆς του», γιά τά ὁποῖα κάνει λόγο ἡ ὑπαρξιακή φιλοσοφία καί ὑπαρξιακή ψυχολογία. Γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τόν ἀσθενῆ μόνον σωματικά, ἀλλά στήν ὁλότητά του.

4. Ἐρώτηση: Τί τελικά εἶναι ὁ θάνατος;

Ἀπάντηση: Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό πού συμβαίνει στό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλά εἶναι ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα πού εἶναι ἐγγενεῖς μέσα στόν βιολογικό μας ὀργανισμό ἀπό τήν ἀρχή τῆς συλλήψεώς μας.
.               Ἡ μοριακή βιολογία ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἀπό τά 25.000 γονίδια πού ἔχει τό κύτταρο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς γονιμοποιήσεως τοῦ ὠαρίου, ὑπάρχουν καί τά γονίδια τῆς γηράνσεως (τοῦ θανάτου), πού βρίσκονται στό λεγόμενο μιτοχονδριακό DNA, πού εἶναι στό κυτταρόπλασμα, καί τά γονίδια τῶν ἀσθενειῶν.
.               Ἑπομένως, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου, πρίν διαφοροποιηθοῦν τά βλαστοκύτταρα, πρίν δημιουργηθοῦν οἱ ἱστοί καί τά ὄργανα, πρίν σχηματοποιηθῆ ὁ ὀργανισμός τοῦ ἐμβρύου, ἤδη ὑπάρχουν τά γονίδια τοῦ θανάτου καί τῶν ἀσθενειῶν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα «φορτίο» βιολογικό καί ψυχολογικό πού κουβαλᾶμε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς μας καί δημιουργεῖ τίς σταδιακές κρίσεις τοῦ θανάτου στήν ζωή μας.

5. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα τοῦ κορωνοϊοῦ;

Ἀπάντηση: Ἡ ἀπάντηση πρέπει νά κινηθῆ σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἡ Ἐπιστήμη κάνει τό χρέος της, καί θά ἔχουμε πιστεύω ἐλπιδοφόρες ἐξελίξεις στό θέμα αὐτό. Ἡ Πολιτεία μέ τά θεσμικά της ὄργανα προσπαθεῖ νά περιορίση τήν διασπορά τοῦ ἰοῦ, γιατί τήν ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος-πολίτης, καθώς ἐπίσης τήν ἐνδιαφέρει καί τό πῶς θά ἀντέξη τό σύστημα Ὑγείας σέ μιά τέτοια μεγάλη «πολεμική ἐπίθεση», γιατί εἶναι πράγματι ἕνας ἐσωτερικός πόλεμος. Καί ὁ ἄνθρωπος-πολίτης πρέπει νά τό ἀντιμετωπίση σέ ἕνα προσωπικό ἐπίπεδο, δηλαδή πέρα ἀπό τήν πειθαρχία στίς ἀποφάσεις τῶν ὑπευθύνων ὀργάνων, θά πρέπει νά σταθῆ μέ ὑπευθυνότητα πάνω στόν λεγόμενο πανικό τοῦ θανάτου.
.                Φυσικά, αὐτήν τήν κρίσιμη ὥρα θά πρέπει νά στεκόμαστε μέ σεβασμό καί τιμή στούς ἰατρούς καί τό νοσηλευτικό προσωπικό πού ἐργάζονται μέ εὐθύνη, γνώση καί γενναιότητα.

6. Ἐρώτηση: Καί πῶς ἀντιμετωπίζουμε τούς ἀσθενεῖς καί γενικότερα τήν κοινωνία ἡ ὁποία ὑποφέρει ἀπό ὑπαρξιακά ἐρωτήματα;

Ἀπάντηση: Ἤδη ἔχω τονίσει ὅτι ἡ Πολιτεία μέ τά θεσμικά της ὄργανα λαμβάνει τίς ἀπαραίτητες ἀποφάσεις γιά τήν προφύλαξη τοῦ πληθυσμοῦ. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά μηχανή, ἔστω καί ἔμψυχη μηχανή, ἀλλά εἶναι ἕνα ὄν πού τόν ἀπασχολεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς καί τό νόημα τῆς ὕπαρξης. Πολλές φορές διερωτᾶται, γιατί νά προφυλαχθῆ ἀπό μιά ἀσθένεια, ὅταν γι᾽ αὐτόν δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή. Τέτοια ἀντιμετώπιση ἐκφράζουν πολλές φορές οἱ ναρκομανεῖς, ὅταν τούς συνιστοῦμε νά προσέχουν καί ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν: «δέν θέλω νά προσέξω, γιατί γιά μένα δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή».
.                 Ἔτσι, δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντιμετωπίζη τέτοιες καταστάσεις μόνον μέ μέτρα πού ἀναφέρονται στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡσάν ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἁπλῶς μιά βιολογική μηχανή, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ψυχολογική καί ἡ πνευματική ὑποστήριξη. Ἤδη γνωρίζουμε ὅτι ὅταν περνούσαμε σέ μεγάλη ἔνταση τήν οἰκονομική κρίση, πολλοί πολιτικοί καί οἰκονομολόγοι ἔλεγαν ὅτι ἡ οἰκονομία θέλει καί τήν ψυχολογία της γιά νά πάρη μπροστά. Καί ἐγώ ἐρωτῶ: ἐάν ἡ οἰκονομία θέλει τήν ψυχολογία της, ἡ ἀσθένεια δέν θέλει καί αὐτή τήν ὑπαρξιακή ψυχολογία γιά νά ἀντιμετωπισθῆ;
.                Ὁ Βίκτωρ Φράνκλ ἔχει τονίσει ὅτι τόν ἄνθρωπο τόν ἀπασχολεῖ ἡ «τραγική τριάδα», δηλαδή ὁ πόνος, ἡ ἐνοχή καί ὁ θάνατος. Ἑπομένως, πρέπει ὅλες οἱ μορφές τῆς ἐπιστήμης νά ἀσχοληθοῦν ἰδιαίτερα μέ τό πρόβλημα πού ἀνέκυψε, ὥστε νά μή θεωρεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνον μιά βιολογική μηχανή.

7. Ἐρώτηση: Ποιά εἶναι ἡ ἄποψή σας γιά τήν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας στό πρόβλημα πού προέκυψε;

Ἀπάντηση: Νομίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντέδρασε καί ἀντιδρᾶ μέ μεγάλη ψυχραιμία καί αὐτό συνδέεται μέ τό ὅτι ἔχει μιά πολύ μεγάλη διαχρονική ἐμπειρία δύο χιλιάδων ἐτῶν, ἐνῶ τό Κράτος ἔχει μιά ἐμπειρία διακοσίων ἐτῶν.
.                  Ἔτσι, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, καθώς ἐπίσης καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀντέδρασαν μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα, γιατί ἔχουν ὑπ᾽ ὄψη τους τόν ἄνθρωπο ὡς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναμφισβήτητα βιολογικές ἀνάγκες, ἀλλά ἔχει κυρίως καί προπαντός ψυχολογικές καί πνευματικές ἀνάγκες καί μέσα ἀπό αὐτές ἀντιμετωπίζονται ὅλα τά ζητήματα.

8. Ἐρώτηση: Ποιά εἶναι αὐτή ἡ διαχρονική πείρα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὁποία μιλᾶτε;

Ἀπάντηση: Ὅπως γνωρίζετε μέσα στήν διάρκεια τῶν αἰώνων ἐμφανίσθηκαν πολλές ἀσθένειες, ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη δέν ἦταν τόσο ἀνεπτυγμένη, ὅσο εἶναι σήμερα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἐλάμβανε τά ἀπαραίτητα μέτρα καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλά καί γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν πνευματικῶν καί αἰωνίων ἀναγκῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
.               Νά πάρω ὡς παράδειγμα τήν ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἦταν μιά φοβερή ἀσθένεια, ἡ ὁποία γιά αἰῶνες ἦταν ἀθεράπευτη καί μεταδοτική καί ἀπομάκρυναν τούς ἀσθενεῖς ἀπό τήν κοινωνία καί τούς ἔθεταν σέ «κοινωνική καραντίνα».
.                Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδειχναν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὄχι μόνον γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας, ἀλλά καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενῶν πού ἔπασχαν ἀπό αὐτήν καί ἔδειχναν ἰδιαίτερη ἀγάπη γι᾽ αὐτούς. Νά θυμίσω τόν Μ. Βασίλειο, ὁ ὁποῖος στήν Βασιλειάδα εἶχε ἕναν χῶρο γιά τούς λεπρούς, ὅταν ἡ λέπρα ἐθεωρεῖτο μεταδοτική καί ὁ ἴδιος ἀσπαζόταν τούς λεπρούς, γιά νά τούς δείξη τήν ἀγάπη του.
.              Θεωρῶ ὅτι πέρα ἀπό τόν κορωνοϊό καί ὁποιονδήποτε ἰό ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος μέ τά ὑπαρξιακά καί πνευματικά προβλήματά του καί τίς αἰώνιες ἀναζητήσεις του, καί γι᾽ αὐτό μέ ἐνοχλεῖ ὁ ἰός τοῦ κοινωνικοῦ ρατσισμοῦ καί ὁ ἰός τοῦ πανικοῦ.
.                Ὁ Κάρλ Γιάσπερς ἔχει τονίσει ὅτι γενικά ὁ ἄνθρωπος, καί ἰδιαίτερα οἱ ἄρρωστοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν «ὑπαρξιακή ἐπικοινωνία».

9. Ἐρώτηση: Τελευταῖα ἔγινε πολύ μεγάλος λόγος γιά τό θέμα τοῦ περιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν καί κυρίως τῆς μεταλήψεως τῆς θείας Κοινωνίας. Ποιά εἶναι ἡ ἄποψή σας;

Ἀπάντηση: Κατ᾽ ἀρχάς θέλω νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία λειτούργησε καί λειτουργεῖ συντεταγμένα. Ἔχουμε «ἐκκλησιαστική ἡγεσία» πού εἶναι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ἡ ὁποία νομίζω ἀντιμετωπίζει τό θέμα μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα. Αὐτήν πρέπει νά ἀκοῦμε κυρίως ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι καί Κληρικοί καί νά μήν προτρέχουμε ἤ νά διαφοροποιούμαστε ἀπό αὐτήν, γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀσύντακτο σῶμα, ἔχει ὄργανα πού ἀποφαίνονται γιά τά ἀναφυόμενα θέματα.
.                 Εἶπα προηγουμένως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά μεγάλη διαχρονική πείρα δύο χιλιάδων ἐτῶν στήν ἀντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων. Ἔτσι, συνέστησε νά ἀκοῦμε τούς εἰδικούς καί τά θεσμικά ὄργανα τῆς Πολιτείας πού χειρίζονται τό θέμα αὐτό, ἀπεφάσισε τήν ἀναστολή τῆς ποιμαντικῆς δραστηριότητάς της, συμβούλευσε γιά τόν περιορισμό τῶν ἡλικιωμένων καί τῶν εὐπαθῶν ὁμάδων στά σπίτια τους, ἀλλά μέ διαφόρους τρόπους ἀφήνει ἀνοικτό τό παράθυρο τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό.
.               Ὅπως χρειάζεται ἐξαερισμός τῶν σπιτιῶν μας, δηλαδή νά ἀνοίγουμε τά παράθυρα γιά νά ἀνανεώνεται ὁ ἀέρας καί νά εἰσέρχεται ὁ ἥλιος, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα παράθυρο στήν ζωή μας, πού ἀνανεώνει τόν μολυσμένο ἀέρα, μᾶς κάνει νά βλέπουμε πιό μακριά καί νά εἰσέρχεται ἕνας ἄλλος ἥλιος στήν ζωή μας, πού θά σκοτώνη τά πνευματικά μικρόβια καί τούς πνευματικούς ἰούς.
.                   Ὡς πρός τήν θεία Κοινωνία καί πάλι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά μεγάλη διαχρονική πείρα. Ὅπως στά ἐπιστημονικά θέματα τονίζεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς βιβλιογραφίας γιά ἀντιμετώπισή τους, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν δική της «βιβλιογραφία», πού λέει πώς μέ τήν θεία Κοινωνία προσφέρεται ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή καί θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, μερικές φορές καί τίς σωματικές ἀσθένειες. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἐξαναγκάση τήν Ἐκκλησία νά ἀρνηθῆ τήν ταυτότητά της.

10. Ἐρώτηση: Πῶς βλέπετε τήν ἄποψη μερικῶν νά συστήση ἡ Ἐκκλησία νά μήν προσέρχονται στήν θεία Κοινωνία ἀπό τόν φόβο τῆς μεταδόσεως τοῦ κορωνοϊοῦ;

Ἀπάντηση: Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε συνιστᾶ σέ αὐτούς πού θέλουν νά κοινωνήσουν νά τό κάνουν μέ τίς προϋποθέσεις, πού φαίνονται στήν προτροπή: «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Τίποτε δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα στήν Ἐκκλησία. Ἐγώ προσωπικά ἔβλεπα ὅτι τά τελευταῖα χρόνια πολλοί κοινωνοῦσαν χωρίς νά τηροῦνται οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις, πού εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ νηστεία, καί αὐτό μέ στενοχωροῦσε. Ἑπομένως, προτρέπω τούς Χριστιανούς νά μή κοινωνοῦν χωρίς τίς ἀπαραίτητες ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις.
.                Πάντως, ὅπως εἶπα προηγουμένως, οἱ Ἱερεῖς κοινωνοῦν τούς ἀνθρώπους, τούς ἀρρώστους χωρίς νά σκέφτονται ὅτι μεταδίδουν ἀσθένειες στούς κοινωνοῦντες ἤ ὅτι οἱ ἴδιοι θά προσλάβουν κάποιες ἀσθένειες ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τρανταχτό παράδειγμα εἶναι οἱ Ἱεροί Ναοί στά Νοσοκομεῖα, στούς ὁποίους Ναούς προσέρχονται ὑγιεῖς καί ἄρρωστοι καί ὅλοι κοινωνοῦν ἀπό τό ἴδιο Σῶμα καί Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, παρά τούς ποικίλους ἰούς καί τά διάφορα μικρόβια πού κυκλοφοροῦν.
.              Τό ἴδιο παρατηροῦμε, ὅτι αὐτό πού μέχρι τώρα ὅλοι ἐπαινοῦσαν, ὅτι οἱ Ἱερεῖς ἐργάζονταν ποιμαντικά καί κοινωνοῦσαν στά σανατόρια καί στά νοσοκομεῖα τῶν λοιμωδῶν νόσων καί ἄλλων χώρων, ὅπως στήν Σπιναλόγκα. Δέν καταλαβαίνω τί ἔχει ἀλλάξει ἀπό τότε μέχρι σήμερα.

11. Ἐρώτηση: Ὑπάρχουν μερικοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ φοβία ὡς πρός τήν θεία Κοινωνία δέν ἔχει σχέση μέ τήν πίστη ἤ τήν ἀπιστία τῶν Χριστιανῶν. Τί λέτε γι’ αὐτό;

Ἀπάντηση: Ὅλα τά θέματα τῆς ζωῆς μας καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τά ἀντιμετωπίζουμε ἔχουν σχέση μέ τήν πίστη καί ὅλα δείχνουν κατά πόσον κανείς πιστεύει πραγματικά στόν Θεό. Ἡ ἀγάπη συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν πίστη, δηλαδή δέν ἐννοεῖται ἀγάπη χωρίς τήν πίστη οὔτε καί πίστη χωρίς τήν ἀγάπη. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει ὅλα τά θέματα ποιμαντικά, ἀσκεῖ εἴτε τήν ἀκρίβεια εἴτε τήν οἰκονομία καί, ὁπωσδήποτε, ἡ μετάνοια εἶναι στοιχεῖο ὀρθοδόξου ἤθους.

12. Ἐρώτηση: Ποιά εἶναι ἡ τελική σας ἄποψη γιά τό θέμα πού ἀνέκυψε;

Ἀπάντηση: Νομίζω χρειάζεται ψυχραιμία, νηφαλιότητα καί σοβαρότητα, καί ὅλα θά βροῦν τόν δρόμο τους. Ὁ ἰός τοῦ πανικοῦ καί ὁ λεγόμενος «παρανοϊός» εἶναι χειρότεροι ἀπό τόν κορωνοϊό. Ἡ Ἱερά Σύνοδος θά λαμβάνη τίς κατάλληλες ἀποφάσεις ἀνάλογα μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ θέματος, ἀλλά, πέρα ἀπό τίς ἀπαραίτητες προφυλάξεις, χρειαζόμαστε πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

ΠΗΓΗ: parembasis.gr

, , ,

Σχολιάστε

Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ τοῦ ΜΙΡΤΣΙΑ καὶ Ο «ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ» ΤΟΥ

Ὁ καρκίνος τοῦ Μίρτσια
καί ὁ «χιονισμένος Παράδεισός» του

 Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 .                    Πρόσφατα ἐκοιμήθη ἕνας καλός μου φίλος, ὁ Μίρτσια Στάνσιου ἀπό τήν Ρουμανία, μέ ἥσυχο, εὐλογημένο καί μακάριο τέλος.
 .                    Τά ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια, πού σκιαγραφοῦν τήν κατάσταση τοῦ Μίρτσια πού ἔπασχε ἀπό τόν καρκίνο καί τήν ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί του γιά νά ἀντιμετωπίση τήν ἀσθένεια καί τόν θάνατο, ἀποβλέπουν στό νά βοηθηθοῦν μερικοί πού περνοῦν τήν ἴδια κατάσταση πού πέρασε ὁ Μίρτσια. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά διαβασθοῦν τά ἑπόμενα.
.                    Τόν Μίρτσια, μαζί μέ τήν σύζυγό του Ἄνκα τούς γνώρισα ὅταν ἦλθαν στήν Ναύπακτο μέ ἕναν ὅμιλο Ρουμάνων, μέ ὑπεύθυνο τόν π. Θεόδωρο, τό ἔτος 2010. Ἀπό τότε συνδέ­θηκα περισσότερο μαζί τους. Ὕστερα ἦλθαν πολλές φορές στήν Ναύπακτο, μαζί μέ τά μικρά τότε παιδιά τους, συναντηθήκαμε καί στήν Ρουμανία σέ διάφορες ἐπισκέψεις μου, καί εἴχαμε μιά καλή ἐπικοινωνία.
.                    «Χαίρομαι πάρα πολύ γιά τά θεολογικά θέματα πού μιλᾶτε στίς ἐκπομπές, ὅπως ἦταν “ἡ ἐκλογή τῶν Ἀποστόλων”. Ἡ μικρή γνώση μου τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μεγάλο δῶρο γιά μένα σάν τούς πνεύμονες. Ἀναπνέω καθαρό θεολογικό ἀέρα. Πάντα εὐγνωμόνως. Μίρτσια»
.                    Εἶναι σημαντικό ὅτι τήν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τήν θεωροῦσε σάν πνεύμονα γιά νά ἀναπνέη τόν καθαρό θεολογικό ἀέρα! Τί ὡραία ἔκφραση! Δείχνει πόσο ἀγαποῦσε τήν θεολογία, ὡς τρόπο ζωῆς καί κοινωνίας μέ τόν Θεό.
 .                    Μάλιστα, λόγῳ τῆς εὐφυίας του καί τῆς εὐαισθησίας του βοήθησε καί στήν μετάφραση ἑνός βιβλίου μου στήν ρουμα­νική γλώσσα πού ἐκδόθηκε πρόσφατα.

 Ἡ ἀσθένειά του

 .                    Ὁ Μίρτσια ἀποδείχθηκε λαμπρός Χριστιανός κατά τήν διάρ­κεια τῆς ἀσθένειάς του ἀπό καρκίνο καί κυρίως στόν τρόπο τῆς κοιμήσεώς του. Ἀντιμετώπισε τήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου μέ πίστη στόν Θεό, ἔκανε τίς σχετικές θεραπεῖες πού τοῦ ὑποδείκνυαν οἱ ἰατροί, ἄφησε τόν ἑαυτό του στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀνέμενε τήν κοίμησή του μέ προσδοκία νά συναντήση τόν Χριστό.
 .                    Ἐπειδή αὐτός ὁ τρόπος θανάτου-κοιμήσεως ἑνός καλοῦ Χρι­­­στια­νοῦ εἶναι ἐκπληκτικός, γι’ αὐτό θά παραθέσω μερικά ἀπό τά μηνύματα, ὅπως καί μερικά γράμματα πού ἀνταλλάξαμε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Αὐτό θά γίνη καί γιά ἕνα αἰώνιο μνημόσυνο τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ Χριστιανοῦ, ἀλλά καί γιά νά καταγραφῆ ἕνα πρότυπο καλοῦ Χριστιανοῦ οἰκογενειάρχου στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας καί τούς μεταγενεστέρους.
.                    Μοῦ ἔγραφε σέ μήνυμα λίγους μῆνες πρίν τήν κοίμησή του: «Ἔκανα καί ἐξετάσεις στό ἐγκέφαλο. Εἶναι γεμάτος μέ μεταστάσεις. Εἶμαι ἤρεμος τώρα. Θά συνεχίσω μέ δυό θεραπεῖες, ὅπως θέλουν οἱ ἰατροί, ἀλλά ἐγώ θέλω θεραπεία ἀπό τόν Θεό. Δόξα τῷ Θεῷ». Ἡ ἠρεμία του καί ἡ προτεραιότητά του στήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι δεῖγμα ζωντανῆς πίστης.
Τοῦ ἀπάντησα:
 .                    «Διάβασα τό μήνυμά σου μέ συγκίνηση καί προσευχή. Θαύμασα τήν πίστη σου. Ὁ Θεός νά σοῦ δώση τήν ζωή καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς (Ἰωάννου 10, 10)».
 .                    Πάλεψε μερικά χρόνια μέ τήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου. Ἤθελε νά ζήση. Ἔκανε ὅλες τίς θεραπεῖες, προσευχόταν στόν Χριστό καί τούς ἁγίους, ἐπισκεπτόταν ἱερούς τόπους γιά νά ἀναζητήση καί νά βρῆ τρόπους βιώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί νά λάβη εὐχές ἁγίων ἀνθρώπων.

 Ἐπιθυμία συνάντησής του μέ τόν Χριστό

 .                    Στό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀσθενείας του, ἐπειδή κατάλαβε ὅτι θά ἀναχωροῦσε ἀπό τόν κόσμο αὐτό, εἶχε μέσα του τήν μεγάλη ἐπιθυμία νά συναντήση τόν Χριστό.
Σέ ἕνα ἀπό τά τελευταῖα μηνύματά του μοῦ ἔγραφε: «Εὐλόγησον, Δέσποτα! Χθές τό βράδυ ἔλαβα τήν ἀπάντηση ἀπό τίς ἐξετάσεις στόν ἐγκέφαλο. Τό τελευταῖο, πρίν ἀπό ἕνα μήνα, ἦταν καλύτερες, ἀλλά τώρα ὅλα οἱ ὄγκοι ἔχουν μεγαλώσει πάρα πολύ. Ἀλλά ἀπό νευρολογική πλευρά γιά τώρα εἶμαι καλά. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς μας!
 .                    Προσωπικά, νομίζω ὅτι ἔχω φτάσει ἴσως στό σημεῖο πού δέν πρέπει νά κάνω ἄλλη θεραπεία. Τά ἔκανα ὅλα. Ἄς ἐνεργεῖ ὁ Θεός! Νομίζω ὅτι ὁποιαδήποτε θεραπεία ἐδῶ εἶναι μόνο γιά νά ξεκουραστεῖ ἡ συνείδηση ἐκείνων πού μέ ἀγαποῦν. Θά μποροῦσα φυσικά νά τό κάνω καί αὐτό ἄν εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 .                    Ἀλλά τώρα θά μποροῦσα νά λέω ἀντίο σέ ὅλους (ἔχω ἐλπίδα ὅτι ἡ Ἄνκα καί τά παιδιά θά εἶναι καλά ἄν ἐγώ θά φύγω) καί νά ἀποχωρήσω, περιμένοντας τήν μεγάλη συνάντηση μέ τόν Χριστό. Προσεύχεστε γιά μένα νά βρῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ!».
.                    Τόν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ συνάντησή του μέ τόν Θεό.
 Τοῦ ἀπάντησα ἀμέσως μέ μήνυμα: «Ἀγαπητέ μου Μίρτσια. Μέ συγκίνησε πολύ τό μήνυμά σου. Εἶδα πῶς ἀντιμετωπίζει τίς ἀσθένειες ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε ὅτι ὁ καρκίνος γέμισε τόν Παράδεισο μέ ἁγίους. Εἴμαστε προσωρινοί στήν ζωή αὐτή, ξενητεμένοι καί πρέπει νά τρέχουμε πρός τήν πραγματική μας πατρίδα.
 Ἐγώ σέ ἀγαπῶ πολύ καί θέλω νά ζήσης πιό πολύ καί νά σέ ἔχουμε μαζί μας. Ἄν ὅμως ὁ Θεός σέ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπό ἐμᾶς καί σέ θέλει κοντά του, τότε ἄς εἶναι εὐλογημένο τό θέλημά Του. Καί θέλω νά γνωρίζης ὅτι ὅταν φύγης, τότε ἡ Ἄνκα μέ τά παιδιά μαζί μέ τόσους ἄλλους θά ἔχουν καί τήν δική μου ἀγάπη. Ὁ Θεός νά εἶναι μαζί σου».

 Προετοιμασία γιά τόν θάνατό του

 .                    Ὅταν ὁ Μίρτσια κατάλαβε ὅτι τό καντήλι τῆς βιολογικῆς του ζωῆς ἄρχισε νά σβήνη, ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά καρῆ μοναχός, πράγμα πού ἦταν δύσκολο γιά τό πῶς μποροῦσε νά πραγματοποιηθῆ αὐτό. Μάλιστα, ἀναμένοντας ὅτι ὁ θάνατός του θά συνέβαινε σέ λίγες ἡμέρες, ὅπως τοῦ εἶπαν οἱ ἰατροί, θέλησε νά γίνη μοναχός ἀμέσως, ὥστε νά ἀφιερωθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στήν προσευχή καί προσευχόμενος νά συναντήση τόν Χριστό. Μοῦ ἔγραψε σέ μήνυμά του:
.                    «Εὐλόγησον, Δέσποτα! Σεβασμιώτατε, ὅλα ὅσα ἔχουν συμβεῖ τελευταῖα στή ζωή μου, μέ τήν εὐδοκία καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μέ ὁδηγοῦν στήν ἀπόφαση νά γίνω μοναχός, μέ πλήρη συμφωνία καί τήν χαρά τῆς Ἄνκας, τῶν παιδιῶν μας καί τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα. Μέ ὅλη τήν ψυχή μου σᾶς ζητάω νά μοῦ δώσετε τήν εὐλογία νά κάνω τό βῆμα αὐτό. Ὁ Πνευματικός μας μέ προέτρεψε ὁλοκαρδίως νά σᾶς ζητήσω τήν εὐλογία γιά τήν κουρά μου. Ὁ ἴδιος μοῦ ὅρισε καί τό μοναχικό ὄνομα –Μακάριος– τό ὁποῖο σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἐπιθυμοῦσα νά τό πάρω ἀπό τά νιάτα μου, ὅταν, ἀκόμα ἀνύπαντρος, εἶχα τόν πόθο νά γίνω μοναχός. … Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα ὅσα κάνατε γιά μᾶς, γιά τήν προσευχή σας καί τήν ἀγάπη σας!  Μέ υἱική ἀγάπη σᾶς ἀσπάζομαι τήν δεξιά, Mircea».
Καί συμπλήρωνε μέ ἄλλο συνεχόμενο μήνυμα:
 .                    «Ὁποιαδήποτε ἀπάντησή σας νά εἶναι εὐλογημένη! Μήπως πρέπει νά σκέφτομαι τό θέμα ἀκόμα ἕνα μικρό διάστημα. Νά μή κάνω κάποιο λάθος. Νά ἐπιστρέψουμε στό Βουκουρέστι καί μετά νά δοῦμε μέ ἀκόμη μικρή ὑπομονή. Ἀλλά ἤμουν πολύ ἀδύναμος καί νόμιζα ὅτι ἦταν ὁ καιρός… Ἤθελα νά σᾶς λέω ὅλα αὐτά».
 Τοῦ ἀπάντησα ἀμέσως.
 .                    «Ξαφνιάστηκα ἀπό τά μηνύματα, ἰδίως τό πρῶτο. Δέν ξέρω τί νά ἀπαντήσω. Ἡ καρδιά μου μοῦ λέει ὅτι δέν χρειάζεται βιασύνη, ἀλλά προσευχή γιά νά φανῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε μοναχική ζωή εἶναι ἡ ἀφιέρωση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος στόν Θεό. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ὅπως βλέπουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ζοῦσαν ὡς μοναχοί, χωρίς νά ὑπάρχουν τότε Μοναστήρια. Ἀφιέρωσε τήν ψυχή σου καί τήν νοερά ἐνέργειά σου στόν Θεό. Προσευχήσου καρδιακά».
 .                    Ὁ Μίρτσια κατάλαβε ἀμέσως ὅτι δέν συμφωνοῦσα ἀπόλυτα μέ αὐτό, γιατί ὑπῆρχαν ἀντικειμενικές δυσκολίες. Γι’ αὐτό, ἐπειδή οἱ ἰατροί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ θάνατός του πλησιάζει, μέ εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί τήν σύμφωνη γνώμη τῆς συζύγου του καί τῶν παιδιῶν του, πῆγε στήν Ἱερά Μονή Διακονέστι γιά νά προετοιμασθῆ, ὥστε νά ἀντιμετωπίση θαρραλέα καί μέ προσευχή τήν ὥρα τοῦ θανάτου του καί νά συναντηθῆ μέ χαρά μέ τόν Χριστό. Ἀπό ἐκεῖ μοῦ ἔστειλε τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή:
 «Εὐλογεῖτε Δέσποτα,
 Δόξα τῷ Θεῶ γιά τήν μεγάλη φροντίδα Του γιά μᾶς τά δημιουργήματά Του!
  .                    Ὅπως Σᾶς εἶπε καί ἡ Γερόντισσα Εὐλογία ἔφτασα στό Διακονέστι σέ αὐτή τή περίοδο τῆς ζωῆς μου, τήν ὁποία νιώθω ὅτι εἶναι τό τέλος. Ὅταν αἰσθάνθηκα πολύ κακό πρίν ἀπό δύο ἑβδομάδες, ἐξέφρασα αὐτήν τήν τελευταία ἐπιθυμία γιά νά ἐνταφιαστῶ στή Ἱ.Μ. Διακονέστι. Ὁ Πνευματικός μου εὐλόγησε αὐτή τήν ἐπιθυμία μου. Ἐπίσης, μιά ἄλλη ἐπιθυμία ἦταν, ὅσο εἶναι δυνατόν, νά μή πεθάνω στό νοσοκομεῖο, ὑποστηριγμένος ἀπό μηχανήματα. Αὐτή ἡ ἐπιθυμία γεννήθηκε στήν ψυχή μου τότε ὅταν διάβασα μιά συνέντευξη πού εἴχατε μέ τόν γιατρό Πάβελ Κυρίλλα τό 2009, τόν χρόνο πού Σᾶς εἶδα γιά πρώτη φορά στήν ὁμιλία περί τοῦ θανάτου.
.                    Ἴσως δέν θά εἶχα ἔρθει ἐδῶ ἐπειγόντως, ἄν δέν μοῦ εἶχαν πεῖ οἱ γιατροί ὅτι ὁ θάνατος μπορεῖ νά γίνει ἀνά πάσα στιγμή ἐξαιτίας τῆς ἐγκεφαλικῆς κήλης, ἡ ὁποία μπορεῖ νά συμβεῖ ὁποτεδήποτε, πράγμα πού τό νιώθω πολλές φορές τήν ἡμέρα, ἀλλά δέν ἔχει γίνει μέχρι τώρα. Ἐξαιτίας τῶν ὄγκων, πού βρίσκονται στή βάση τοῦ κρανίου, νιώθω ἄλλο κύκλωμα μέσα στήν στήλη καί στόν ἐγκέφαλο, τό ὁποῖο τό ἀκούω ἐκεῖνες τίς στιγμές πώς ἀρχίζει νά ἀντλεῖ ὅλο καί πιό γρήγορα καί τότε περιμένω, ὅμως μέχρι τώρα δέν ἦρθε ἡ στιγμή αὐτή.
 .                     Αἰσθάνθηκα ἐπίσης ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά πάψω κάθε θεραπεία ἤ διαδικασία , πού ὅπως παρατήρησα δέν εἶχαν κανένα σίγουρο ἀποτέλεσμα, κυρίως ὅτι ἐκτός ἀπό τίς μεταστάσεις τοῦ ἐγκεφάλου, ὅλο τό σῶμα εἶναι γεμάτο. Τρεῖς ἑβδομάδες πρίν, μετά ἀπό τήν τελευταία τομογραφία, ἀποφάσισα νά ἀφήσω τά πάντα καί νά φύγω ἀπό τό Βουκουρέστι. Καί ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη σταμάτησε ὅλη ἡ ταραχή πού ὑπῆρχε γύρω μου.
.                    Εἶμαι ἥσυχος, περιμένω νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μαζί μου. Αὐτή ἡ ἀπόφαση μοῦ ἔφερε πολλή εἰρήνη. Παίρνω ἀκόμα μερικά χάπια γιά νά ἀφήσω τόν Θεό νά ἐνεργεῖ. Δοξάζω τόν Θεό πού οἱ πόνοι δέν εἶναι ἀκόμη τόσο ἔντονοι, ὥστε νά ἀναγκαστῶ νά πάω στό νοσοκομεῖο μέ μορφίνη καί ἐλπίζω νά μή τήν χρειάζομαι μέχρι στό τέλος. Γενηθήτω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ!
.                    Στήν γιορτή τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου περίμενα ὅλη τήν ἡμέρα σέ μιά καρέκλα, στήν ἐκκλησία, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιά νά φύγω, ἀλλά ὁ Κύριος διάλεξε μιά ἄλλη μέρα συνάντησης γιά μένα. Τήν περιμένω!
.                    Εἶναι μιά μεγάλη εὐλογία αὐτή ἡ ἀναμονή σέ αὐτόν τόν τόπο. Ποῦ ἀλλοῦ πάρα μόνο στήν ἡσυχία ἑνός μοναστηριοῦ; Καί ἄν ὁ Θεός θά θελήσει ὅμως νά ἀλλάξει κάτι, θά τό ρυθμίσει, ὅπως μόνο Ἐκεῖνος ξέρει διά τῶν περιστατικῶν πού θά γίνουν.
 .                     Ἡ Ἄνκα (ἡ σύζυγός του) ἦρθε καί αὐτή στό μοναστήρι γιά νά μέ δεῖ καί χάρηκε πάρα πολύ γιά τήν ἀτμόσφαιρα ἡσυχίας πού εἶναι ἐδῶ, καί ἡ Ἰλεάνα (ἡ κόρη του) θαύμασε τήν χαρά καί τήν συμπεριφορά τῶν ἀδελφῶν. Ἡ Ἄνκα κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἕνα ἄλλο, καλύτερο μέρος γιά μένα σέ αὐτήν τήν περίοδο δέν θά ὑπῆρχε: μιά ἀτμόσφαιρα προσευχῆς καί τό γεγονός ὅτι κοινωνάω περίπου κάθε μέρα, μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μου. Καί ἐπίσης μοῦ εἶπε ὅτι ὁ τρόπος πού διάλεξα νά ἑτοιμαστῶ γιά αὐτή τήν στιγμή, εἶναι τό καλύτερο ὑπόδειγμα γιά τά παιδιά καί γιά τούς ἄλλους. Μετά ἀπό τήν ἐπίσκεψη στό Μοναστήρι ἡ Ἄνκα μοῦ εἶπε ὅτι βλέπει τά παιδιά πιό ἥσυχα.
.                    Ὁμολογῶ ὅτι εἶχα καί ἄλλους σκοπούς ὅταν διάλεξα τό Διακονέστι. Σκέφτηκα ὅτι ἡ οἰκογένειά μου κατά σάρκα θά ἀναγκαστεῖ νά ἔρχεται πιό συχνά στό Μοναστήρι μετά ἀπό τήν κοίμησή μου καί θά ὠφεληθεῖ πολύ καί μετά, ἀλλά καί ἡ πνευματική μου οἰκογένεια ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπίσης δέν θά μπορέσει νά μείνει μακρυά, μνημόσυνο μέ τό μνημόσυνο.
.                    Θά τολμοῦσα νά πιστέψω ὅτι στήν κοίμησή μου θά εἶστε παρών διά τῆς προσευχῆς, ὅπως γράψατε στό βιβλίο γιά τήν Παναγία πού διαβάζεται τώρα στήν τραπεζαρία κάθε μέρα ὅτι στήν κοίμηση ἑνός χριστιανοῦ θά ἔπρεπε νά εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ πνευματική του οἰκογένεια μέ τόν πνευματικό πατέρα καί τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές. Ἔτσι ἐλπίζω.
 .                    Παρακάλεσα καί τήν Ἄνκα νά Σᾶς γράψει μερικά λόγια, ἀλλά εἶπε ὅτι αἰσθάνεται πώς (τά) εἶπα ὅλα σέ αὐτές τίς σειρές. Σᾶς ἀγαπᾶμε καί Σᾶς ζητᾶμε τήν εὐλογία».
.                    Τί τολμηρό γράμμα! Τί γενναιότητα κρύβει μέσα του! Εἶναι μιά ἀφοβία θανάτου καί ὁρμή γιά συνάντηση μέ τόν Χριστό!
Ἀμέσως τοῦ ἔστειλα ἀπαντητική ἐπιστολή, γιά νά τόν ἐνισχύσω στόν ἀγώνα του. Τόν αἰσθανόμουν σάν ἕνα ἀθλητή, ἕναν παλαιστή, πού ἑτοιμαζόταν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά παλέψη μέ τόν θάνατο, ὅπως οἱ μάρτυρες! Τοῦ ἔγραψα:
«Ἀγαπητέ μου Μίρτσια,
 .                    Ἔλαβα τό ἀπό 25-8-2019 γράμμα σου καί αἰσθάνθηκα ἔκπληξη καί χαρά. Θαυμάζω τήν πίστη σου στόν Θεό, τήν ἐμπιστοσύνη σου στήν Πρόνοιά Του καί τό ὅτι περιμένεις τό γεγονός αὐτό ὡς συνάντηση μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους. Εἶναι αὐτό πού παρακαλᾶμε κάθε φορά στίς ἱερές ἀκολουθίες καί στήν θεία Λειτουργία: «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καί καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα» καί ὁ λαός ἀπαντᾶ μέ τό «παράσχου, Κύριε».
 .                    Σέ ὅλη τήν χριστιανική ζωή μας μαθαίνουμε τό πῶς θά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Ὅλος ὁ βίος μας εἶναι προετοιμασία γιά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τήν συνάντησή μας μέ τόν Χριστό.
 .                    Ἄκουσα ὅτι ἕνας μοναχός πού ἦταν στό τέλος τοῦ βίου του εἶπε στούς μοναχούς πού ἦταν κοντά του: «Ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη, καλή ἀνάσταση!», καί ἔφυγε.
.                    Ἕνας ἁγιορείτης στράφηκε στούς μοναχούς πού ἦταν δίπλα του καί τούς εἶπε: “Πατέρες, ἔχετε δεῖ πῶς πεθαίνουν οἱ Γέροντες;”. Καί ἐνῶ ἐκεῖνοι παρέμειναν ἀμίλητοι, ἐκεῖνος εἶπε: “Δεῖτε ἐμένα”. Ἅπλωσε τά πόδια του, ἔκλεισε τά μάτια του, σταύρωσε τά χέρια του καί ἐκοιμήθη. …
 .                    Στά Συναξάρια πού διαβάζουμε κάθε ἡμέρα γράφεται: “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν … ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται”. Δέν λέει “τελείωσε”, ἀλλά “τελειοῦται”. Στήν ἑλληνική γλώσσα ἄλλο εἶναι ὁ βίος καί ἄλλο εἶναι ἡ ζωή, ἄλλο εἶναι τό “τελειώνει” ὁ βίος καί ἄλλο εἶναι τό “τελειοῦται” ἡ ζωή. Δηλαδή, ὁ βίος τελειώνει, ἀλλά ἡ ζωή ὁλοκληρώνεται!
 .                    Τό γράφω αὐτό, ἐνῶ ἐγώ δέν βρίσκομαι στήν δική σου κατάσταση καί δέν ξέρω πῶς θά γίνη ἡ ἔξοδός μου ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Ἐλπίζω νά μέ ἐλεήση ὁ Θεός νά ἀνταποκριθῶ σέ αὐτά πού γράφω καί διδάσκω.
.                    Ὅταν μοῦ ἔγραψες μέ μήνυμα ὅτι ἤθελες νά γίνης μοναχός πρίν φύγης ἀπό τόν κόσμο αὐτό, αἰσθάνθηκα ἀπορία γιά τό πῶς θά μποροῦσε νά γίνη αὐτό, διότι ἔπρεπε νά εὑρεθῆ Μοναστήρι, νά ὑπάρξη ἔγκριση καί ἄλλα. Ὅταν στήν συνέχεια ἔμαθα ὅτι πῆγες στήν Μονή Διακονέστι, αἰσθάνθηκα ὅτι πιθανόν νά ὑπάρξη δυσκολία, γιατί ἴσως θά χρειαζόσουν μιά ὑποστήριξη στό Νοσοκομεῖο, ὅπως ἔγινε μέ τόν Γέροντά μου Καλλίνικο, καί ἐπίσης θά χρειαζόσουν μιά ἰδιαίτερη φροντίδα, πού δέν μποροῦν νά σοῦ τήν προσφέρουν οἱ μοναχές, παρά μόνον ἡ Ἄνκα. Ἔπειτα δέν ἤξερα πῶς θά ἀντιδροῦσε ἡ Ἄνκα καί τά παιδιά, πού θά ἤθελαν αὐτόν τόν καιρό νά σέ εἶχαν κοντά τους καί ὄχι μακριά τους.
.                    Μοῦ γράφεις ὅτι ἔχεις τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ σου πατρός καί τήν συγκατάθεση τῆς Ἄνκας καί τῶν παιδιῶν σου, νά μείνης στό Μοναστήρι Διακονέστι. Ἐγώ δέν θέλω νά ἀντικρούσω τίς ἀπόψεις τους. Δέν γνωρίζω ὅμως μήπως αὐτοί ὑποχώρησαν πρό τῆς ἐπιμονῆς σου νά πραγματοποιήσης τήν ἀπόφασή σου.
 .                    Ἄν μέ ρωτοῦσες γιά τό θέμα αὐτό θά σοῦ ἔλεγα ὅτι προτιμοῦσα νά περάσης τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς σου –πού δέν γνωρίζουμε πόσες θά εἶναι, γιατἰ αὐτό εἶναι στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ– μέσα στήν οἰκογένειά σου, γιά νά ἔχης τήν σωματική φροντίδα ἀπό αὐτήν καί νά βρίσκεσαι κοντά σέ ἰατρούς καί σέ Νοσοκομεῖο, γιά νά εἰσέλθης ἐκεῖ ἄν χρειασθῆ, ὥστε νά μή βασανισθῆς καί ὅταν φύγης ἀπό τόν κόσμο αὐτό, τότε νά ἐνταφιασθῆς στήν Μονή Διακονέστι καί νά ἐκπληρωθοῦν ἔτσι οἱ καλές ἐπιθυμίες σου. Αὐτό μοῦ φαίνεται πιό φυσικό.
 .                    Ἐγώ δέν ἔχω τίποτα ἄλλο νά κάνω παρά νά προσεύχομαι ὁ τρόπος πού διάλεξες νά φύγης ἀπό τόν κόσμο αὐτόν προσευχόμενος νά σέ ὁδηγήση στόν Παράδεισο. Νά περάσης τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου σου εἴτε στό Μοναστήρι εἴτε στήν οἰκογένειά σου μέ πίστη στόν Θεό καί ὄσο μπορεῖς μέ περισσότερη προσευχή. Νά προσεύχεσαι νοερά, καρδιακά. Νά λές συνέχεια τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ μέ πολλή ἀγάπη στόν Θεό. Νά μήν ἀφήνης τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά χείλη σου, τόν νοῦ σου καί τήν καρδιά σου.
 .                    Ἐπίσης, νά προσεύχεσαι στήν μεγάλη Μητέρα μας, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως λέμε στήν εὐχή τοῦ Ἀποδείπνου, «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε ἄχραντε, ἁγνή Παρθένε Θεόνυμφε Δέσποινα … πάρεσό μοι ἀεί ὡς ἐλεήμων καί συμπαθής καί φιλάγαθος, ἐν μέν τῷ παρόντι βίῳ θερμή προστάτις καί βοηθός, τάς τῶν ἐναντίων ἐφόδους ἀποτειχίζουσα καί πρός σωτηρίαν καθοδηγοῦσά με, καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου τήν ἀθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα καί τάς σκοτεινάς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρῳ αὐτῆς ἀπελαύνουσα, ἐν δέ τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, τῆς αἰωνίου με ρυομένη κολάσεως, καί τῆς ἀπορρήτου δόξης τοῦ σοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν κληρονόμον με
ἀποδεικνύουσα».
.                    Καί ὅταν πᾶς ἐκεῖ πού ἐπιθυμεῖς, νά προσευχηθῆς στόν Θεό γιά μένα γιά νά ζῶ κατά τόν τρόπο τῶν ἁγίων Πατέρων, ὥστε ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής μου ἀπό τόν κόσμο αὐτό νά φύγω προσευχόμενος, γιά νά γίνη αὐτό πού ἔγραψε ὁ Γέροντάς μου Καλλίνικος στήν διαθήκη του: «Τό ἔλεός τοῦ Κυρίου ἄς μέ συνοδεύῃ κατά τήν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐκδημίαν μου».
 .                    Τί νά σοῦ γράψω ἄλλο; Εὔχομαι ὁ Θεός νά σοῦ δείξη τόν καλύτερο τρόπο νά περάσης τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς σου, νά ἔχης συνεχῆ προσευχή, εὐλογημένη τελείωση, καλή συνάντηση μέ τόν γλυκύτατό μας Χριστό καί νά ἔχουμε καλή συνάντηση στίς Μονές τοῦ Παραδείσου».
 .                    Μέ τό γράμμα αὐτό καί ἰδιαίτερα μέ τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Μίρτσια, ἰδίως τόν τελευταῖο καιρό, αἰσθανόμουν ἔντονα ὅτι προετοίμαζα σάν προπονητής ἕναν ἄνθρωπο γιά τό ταξίδι του στήν ἀληθινή πατρίδα. Ἐκεῖνος μέ προκαλοῦσε σέ μιά τέτοια προετοιμασία, καί στήν συνέχεια, ὅταν τοῦ ἀπαντοῦσα, ἐκεῖνος ἀνταποκρινόταν μέ
ὑπακοή στόν λόγο μου, ὡς καλός μαθητής.
 .                    Ὅταν ὁ Μίρτσια ἔλαβε τήν ἐπιστολή μου, ὡς τέλειος ὑποτακτικός πού πάντοτε προσπαθοῦσε νά καταλάβη στό βάθος τόν λόγο μου, ἐπέ­στρεψε στήν οἰκογένειά του καί προετοιμαζόταν στό σπίτι του γιά τό γεγονός τοῦ θανάτου του «ἑορταστικά»! Μοῦ ἔγραψε: «Σᾶς εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ γιά τήν ἀπάντησή σας. Δόξα τῷ Θεῷ! Ἡ Ἄγκα θά ἔρθει αὔριο στό Διακονέστι νά μέ πάρει στό σπίτι. Μέ ἀγάπη καί εἰρήνη».
Τοῦ ἀπάντησα συγκινημένος:
 .                    «Ὁ Θεός νά εἶναι μαζί σου καί νά ἔχης εἰρήνη στήν καρδιά σου. Ὁ Θεός βλέπει τήν πρόθεση τῆς ψυχῆς σου καί τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς σου καί θά τά ἱκανοποιήση ὅλα, ὅπως τά ἐπιθυμεῖς. Θά εἶσαι κατά τήν καρδία μοναχός».
 Πράγματι, αἰσθανόμουν ὅτι εἶχα νά κάνω μέ ἕναν πολύ εὐαίσθητο καί συνειδητοποιημένο Χριστιανό, ἕναν ἔγγαμο Χριστιανό πού ζοῦσε ὡς μοναχός στήν καρδιά.

 Ἡ μακαρία τελείωσή του

 .                    Ὁ Μίρτσια, παραμένοντας στό σπίτι του καί περιμένοντας τόν θάνατό του, προσευχόταν, εἶχε χαρά γιά τήν συνάντησή του μέ τόν Χριστό. Οἱ ἐνορίτες του, μαζί μέ τόν Ἱερέα καί τά παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ Σχολείου στά ὁποῖα δίδασκε, πῆγαν μιά ἡμέρα γιά νά τόν ἀποχαιρετήσουν. Τό video αὐτῆς τῆς συναν­τήσεως εἶναι μοναδικό.
.                    Ἡ Γερόντισσα Εὐλογία, ἡ ὁποία ἤθελε νά μάθη λεπτομέρειες γιά τίς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς του, ἔλαβε ἀπό τήν Ἄνκα τό ἑξῆς μήνυμα: «Μέχρι τό Σάββατο, ἡ κατάσταση τοῦ Μίρτσια ἦταν καλή. Ἦταν διαυγής, ἀλλά δέν μποροῦσε νά περπατήσει. Ἔπειτα, μετά ἀπό τήν Λειτουργία, εἶχε μία σύσπαση ἡ ὁποία τοῦ προκάλεσε πάρεση στήν ἀριστερή πλευρά καί ἄρχισε νά μιλάει καί νά καταπίνει ὅλο καί πιό δύσκολο. Τήν Δευτέρα δέν μποροῦσε νά μιλήσει πιά, ἀλλά ἔγραφε στό χαρτί ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη. Ἀνάμεσα σέ αὐτές τίς ἀνάγκες πάντα ἔγραφε καί “Δόξα τῷ Θεῶ!”(καί στά ἑλληνικά ). Ἐμεῖς εἴδαμε ὅτι ἡ κατάστασή του χειροτερεύει, ὅμως πολλές φορές εἶχε περάσει τέτοιες καταστάσεις καί εἶχε ἐπανέλθει.
.                     Ὡστόσο, τήν Τρίτη τό πρωΐ εἶχε ἀρχίσει νά ἀναπνέει ὅλο καί πιό δύσκολα. Καλέσαμε ἕναν ἱερέα ἀπό τήν γειτονιά μας πού τόν κοινώνησε. Ὁ ἴδιος ὁ Μίρτσια ζήτησε αὐτό, μέ σημεῖα, δείχνοντας κάποιον πού εὐλογεῖ, καί ἔτσι κατάλαβα ὅτι θέλει ἕναν ἱερέα.
.                     Ἦρθε μετά καί ὁ πνευματικός του, τόν ὁποῖο εἴχαμε εἰδοποιήσει ὅτι ὁ Μίρτσια εἶναι χειρότερα. Τοῦ διάβασε πολλές προσευχές καί ψαλμούς. Ὁ Μίρστεα ἀναστέναζε, εἶχε πόνους διότι δέν μπορούσαμε νά τοῦ δώσουμε πιά παυσίπονα, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά καταπιεῖ. Ἔπαιρνε ἐλαφρά φάρμακα ἐναντίον τοῦ πόνου – αὐτό ἦταν ἕνα δῶρο ἀπό τόν Θεό πού δέν χρειαζόταν κάτι δυνατό. Ὁ ἴδιος δέν ἤθελε νά πάρει μορφίνη, γιά νά εἶναι διαυγής ὅταν φύγει στόν Κύριο. Καθώς ὁ πνευματικός τοῦ διάβαζε προσευχές, ἐμεῖς ἀναρωτιόμασταν ἄν ἀκούει πιά ἤ ἄν μᾶς καταλαβαίνει. Ὅμως, εἴδαμε ὅτι καταλαβαίνει τά πάντα, καί μέ τήν καρδιά, διότι στόν 50ό ψαλμό τοῦ ἔρευσε ἕνα δάκρυ. Αὐτό τό δάκρυ τό ἐκτιμῶ πολύ.
.                    Ὅταν ὁ πνευματικός τελείωσε νά διαβάζει τίς εὐχές, τόν πῆρε ἕνας ἐλαφρύς ὕπνος καί ἠρέμησε πολύ. Πάλι, αὐτό ἦταν ἕνα δῶρο ἀπό τόν Θεό ἐπειδή στήν πραγματικότητα θά ἔπρεπε νά ἔχει πόνους, διότι δέν πῆρε παυσίπονα. Ὅμως οἱ προσευχές τόν ἠρέμησαν πολύ καί κοιμόταν μετά ὅλη τήν ἡμέρα. Ἐπίσης ἄν καί ἦταν ἐντελῶς ἀκίνητος, τό μόνο πού κουνιόταν στό χέρι του ἦταν τό κομποσχοίνι.
.                    Κάποια στιγμή, περίπου 20 λεπτά, ἔκλαψε μέ πολλά δάκρυα σέ ἐκεῖνο τόν ἐλαφρό ὕπνο του. Εἶμαι σίγουρη ὅτι δέν ἔκλαψε ἐξαιτίας τοῦ πόνου, γιατί ἀπό τόν πόνο μόνο βογγοῦσε, δέν ἔκλαιγε. Γενικά δέν ἔκλαιγε ποτέ πρίν, μόνο σέ αὐτήν τήν τελευταία ἡμέρα. Καί ὑπῆρχε ἀκόμη μιά στιγμή στήν ὁποία ἡ Ἰλεάνα (ἡ κόρη του) τοῦ διάβαζε ἀπό τήν πρός Κορινθίους Ἐπιστολή καί τότε ἔκλαψε μέ λυγμούς, ὅμως αὐτό συνέβη πρίν ἀπό μιά ἑβδομάδα.
.                    Καί τήν τελευταία ἡμέρα ἔκλαψε μέ λυγμούς, σάν νά ἦταν κάποιος μπροστά του ἤ σάν νά μιλοῦσε μέ κάποιον, ἐπειδή κουνοῦσε τούς ὤμους σάν νά ἔλεγε “δέν ξέρω”.
.                     Κατά τίς 16.30, ξαφνικά, μέσα ἀπό τόν ὕπνο ἔβγαλε μιά κραυγή. Ἤμουν μαζί του. Νόμισα ὅτι ἔφυγε γιατί εἶχε μελανιάσει τό πρόσωπό του, ἀλλά ἀκολούθησαν καί ἄλλες κραυγές (μᾶλλον αὐτό γινόταν ἀπό τούς πόνους πού προκαλοῦσε ὁ ὄγκος στόν  ἐγκέφαλο). Κάλεσα τήν μητέρα του καί τόν κρατήσαμε κάθε μία ἀπό τά χέρια. Ὁ Μίρστεα ἠρέμησε καί ἄρχισε νά ἀναπνέει πάλι φυσικά καί νόμισα ὅτι πέρασε αὐτή ἡ δύσκολη στιγμή.
 .                    Ὅμως δέν ἦταν ἔτσι καί ἔνιωσα πώς χάνει τόν παλμό τῆς καρδιᾶς. Εἶχα τό ἕνα χέρι μου στό χέρι του καί τό ἄλλο πάνω ἀπό τήν καρδιά του. Κάποια στιγμή δέν ἔνιωσα τόν παλμό του, ἀλλά ἡ καρδιά του συνέχιζε νά χτυπᾶ. Ἐν τῷ μεταξύ ἦρθε καί ἡ Ἰλεάνα. Ὅλοι προσευχόμασταν. Ἔπειτα ὁ Μίρστεα ἔφυγε στόν Θεό εἰρηνικά. Ἦταν τόσο ἁπαλά πού δέν μποροῦσα νά πιστέψω ὅτι ἔφυγε, μένοντας ἀκόμα μέ τό χέρι πάνω ἀπό τήν καρδιά του.
.                     Ἄν καί πρίν φύγει ἀπό τήν ζωή εἶχε ἐκεῖνο τό χρῶμα σκοτεινό κόκκινο, λίγο μετά ἀπό τήν κοίμησή του ἀπόκτησε ἕνα λευκό φωτεινό χρῶμα, πολύ ὄμορφο. Ὁ Μίρστεα ἔχει ἤρεμο πρόσωπο καί ἔφυγε εἰρηνικά, ὅπως εἶναι τό ὄνομά του (τό ὄνομα Mircea, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τά σλαβονικά, σημαίνει «εἰρηνικός»). Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσει στήν Βασιλεία Του, στόν χῶρο τῶν Ἁγίων. Ἡ Ἰλεάνα τοῦ ἔκλεισε τά μάτια κατά τήν ἐπιθυμία του».
.                    Ἡ περιγραφή αὐτή εἶναι ρεαλιστική καί πολύ δυνατή. Αὐτό τό ἴδιο τό γεγονός εἶναι πολύ δυνατό. Συνέχισε ἡ Γερόντισσα Εὐλογία:
.                     «Ἡ Ἄνκα καί τά παιδιά εἶναι ἤρεμα. Ἡ Ἄνκα αἰσθάνθηκε στήν καρδιά της τόν Μίρστια μετά τήν κοίμησή του, γι’αὐτό δέν μποροῦσε νά πιστέψει ὅτι ὁ Μίρτσια ἔφυγε. Τόν νιώθει μαζί της ἐν τῷ Κυρίῳ.
.                     Τόν ἀπασχολοῦσε ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ἐνδιαφερόταν γιά μιά λεπτομέρεια ἀπό τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου. Ἀκόμα καί τήν Δευτέρα πού δέν μποροῦσε πιά νά μιλήσει ἔγραψε στό χαρτί περί τοῦ Ἁγίου καί  Δόξα Σοι Κύριε, δόξα Σοι!».
.                    Ἐπίσης, ἡ Γερόντισσα στό ἴδιο μήνυμά της μοῦ ἔγραψε: «Ὁ Μίρτσια εἶχε μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἕνα εὐλογημένο τέλος, ἐν εἰρήνῃ καί ἐλπίζουμε νά ἀποκτήσει τό θέαμα καί τήν φωνή πού ἐπιθυμοῦσε.
.                    Σᾶς ἔστειλα μέ λεπτομέρειες αὐτό πού μοῦ εἶπε καί μοῦ ἔγραψε ἡ Ἄνκα. Τώρα Σᾶς γράφω αὐτό πού εἶδα ἐγώ.
 .                    Ὁ Κύριος ἔκανε νά βρεθῶ στό Βουκουρέστι χθές καί ἔφτασα γρήγορα στό Μίρτσια. Ὁ τρόπος τῆς συμπεριφορᾶς του ἐνῶ ἦταν ἄρρωστος ἦταν ἕνα ἀληθινό μαρτύριο, πού ὁ Μίρτσια τό βίωνε μέ ταπείνωση, μέ ὅλη τήν καρδιά του, ἀκόμη καί μέ πόθο. Δέν πῆρε ἀναλγητικά, μόνο κάτι συνηθισμένο, πού παίρνουμε καί ἐμεῖς. Τώρα, μετά ἀπό τόν θάνατό του εἶδα ὅτι εἶχε μιά ἀνοιχτή, φοβερή πληγή στήν πλευρά του. Συγκλονίστηκα ἐπειδή ἦταν ἡ ἴδια μέ τήν πλευρά στήν ὁποία ὁ Κύριός μας ἐνύχθη. Ἔμεινα χωρίς λόγια… Ὅλο τό σῶμα του γεμάτο μέ ὄγκους, πού σέ κάποια σημεῖα φαίνονταν.
 .                    Σήμερα τό ἀπόγευμα θά φτάσει στό μοναστήρι, πρῶτα ὁ Θεός. Ἡ κηδεία του θά γίνει τήν Πέμπτη στίς 12.
 .                    Δοξάζω τόν Θεό γιά τήν ψυχή τοῦ Μίρτσια.
 .                    Σᾶς ἀγάπησε καί Σᾶς ἀγαπάει ὡς ἀληθινός μαθητής ἐν Χριστῷ, τηρώντας μέ μεγάλη εὐλάβεια καί λαμβάνοντας τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν Ἴδιο τόν Κύριο.
 .                    Λυπᾶμαι τώρα πολύ πού δέν κατάφερα νά Σᾶς μεταφέρω καλά ὅλα γιά αὐτόν, ὅμως ὁ Κύριός μας ἔχει ἐνεργήσει πάνω ἀπ᾽ ὅλα.
.                    Ὁ Μίρτσια ὄντως πέρασε ἀπό μαρτύριο, χωρίς δυνατά ἀναλγητικά, γιά νά ἔχη διαύγεια γιά τήν προσευχή καί νά συναντήση τόν Χριστό μέ χαρά».

 Τό «λαμπερό πασχαλιάτικο πανηγύρι»

 .                    Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία ἦταν ἕνα μικρό Πάσχα. Μοῦ ἔγραψε ἡ Γερόντισσα Εὐλογία: «Μέρα καί φῶς! Εὐλογεῖτε Ἅγιε Πάτερ!
.                    Ἦταν ἕνα λαμπερό πανηγύρι τό πέρασμα τοῦ Μίρτσια. Καί ὅλοι τό ἔνιωσαν. Ἦλθαν ἀρκετοί ἄνθρωποι. Ὁ Μίρτσια εἶναι πολυαγαπημένος, καί ὁ λόγος καί ὁ βίος του, ἰδιαίτερα τά τελευταῖα χρόνια, ἀγαπώντας τήν ἡσυχαστική θεολογία καί ἀναζητώντας νά γίνει αὐτή ἡ θεολογία ζωή του, ἔχουν ἀλλάξει πολλούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἕνας μικρός ἡσυχαστής ἀπόστολος!
.                    Ἔλαβαν μέρος 10 ἱερεῖς.
.                    Τό βράδυ ὅταν ἔλαβα τό μήνυμά Σας ἤμουν μέ τήν Ἄνκα καί τῆς τό διάβασα καί τῆς ἔδωσα τίς φωτογραφίες. Μόλις μοῦ διηγοῦνταν ἕναν λόγο πού τούς εἴπατε σέ αὐτό τό πανηγύρι ἀπό τήν Μονή Πελαγίας.
 .                    Χάρηκε πάρα πολύ. Καί γιά τήν Ἄνκα ἡ ἀκολουθία ἦταν γεμάτη φῶς πραγματικά, σέ ἕναν θαυμάσιο τρόπο. Μοῦ ὁμολογοῦσε αὐτά μέ ντροπαλότητα. Καί Σᾶς εὐχαριστεῖ… πάνω ἀπό τά λόγια.
 .                    Ἡ Ἄνκα εἶναι γεμάτη φῶς μέ τίς εὐχές Σας, μεσολάβησε καί ὁ Μίρτσια νομίζω. Καί ἐγώ χαίρομαι καί εὔχομαι νά κρατήσει τό δῶρο. Καί ἡ Ἄνκα εὔχεται γιά αὐτό, νά κρατήσει ζωντανή τήν πνευματική κληρονομιά καί τό δῶρο πού τό ἔλαβε ἀπό αὐτές τίς ἐμπειρίες.
 .                    Δέν ξέρω τί ἄλλο νά πῶ… συγχωρέστε με.
 .                    Εὐχαριστοῦμε τῷ Κυρίῳ πού μᾶς χάρισε νά γνωρίσουμε ἕναν εὐλογημένο ἄνθρωπο, ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ!!».
 .                    Τί θαυμάσιες ἐκφράσεις: «Λαμπερό πανηγύρι», «Πάσχα», «ἀγαπώντας τήν ἡσυχαστική θεολογία», «ἀναζητώντας νά γίνει αὐτή ἡ θεολογία ζωή του», «ἕνας μικρός ἡσυχαστής ἀπόστολος», «ἡ Ἄνκα εἶναι γεμάτη φῶς», «νά κρατήση τό δῶρο», «τήν ζωντανή κληρονομιά»!! Μοῦ φαίνεται ὅτι διάβαζα συναξαριακά κείμενα!

 Μιά Χριστιανική ξυνωρίς

 .                    Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ Ἄνκα, ἡ σύζυγος τοῦ Μίρτσια, μοῦ ἔστειλε μιά σημαντική ἐπιστολή.
«02 Νοεμβρίου 2019
 Σεβασμιώτατε Πάτερ,
 .                    Σᾶς γράφω μερικά λόγια εὐχαριστίας γιά ὅλα ὅσα κάνατε γιά μᾶς. Ἄν ὁ Μίρτσια ἅγιασε τήν ψυχή του, ὀφείλεται σέ Σᾶς, στήν θεολογία πού μᾶς μεταδώσατε, στίς συμβουλές μέ τίς ὁποῖες μᾶς καθοδηγήσατε καί στίς προσευχές μέ τίς ὁποῖες μᾶς σκεπάσατε. Κυρίως τόν τελευταῖο χρόνο πού ἤμασταν πολύ διασκορπισμένοι στίς μέριμνες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, κάθε λόγος πού μᾶς στείλατε ἦταν ἀποφασιστικός γιά τήν πορεία τοῦ Μίρτσια. Ἔκανε τέλεια ὑπακοή γιά Σᾶς κάθε φορά, ἀκόμα καί τότε ὅταν ἤθελε θερμά κάτι ἄλλο. Ἤθελε νά γίνει μοναχός, ἀλλά ἔμεινε στόν κόσμο. Ἤθελε νά πεθάνει στό μοναστήρι, ἀλλά ἐπέστρεψε στήν οἰκογένεια. Ἤθελε νά μήν κάνει καμία ἄλλη θεραπεία, ἀλλά ἀκολούθησε δύσκολες θεραπεῖες μέχρι τήν τελευταία μέρα μόνο γιά τόν λόγο Σας. Καί προπαντός προσευχήθηκε μέχρι τήν τελευταία στιγμή (ἤ τουλάχιστον ἕως μπόρεσε σωματικά), ἐπειδή μᾶς ὑπενθυμίσατε τήν προσευχή ξανά καί ξανά. Γι’ αὐτό σώσατε τήν ψυχή του καί τίς ψυχές μας.
 .                    Μᾶς συγκίνησαν πολύ τά μηνύματα πού μᾶς εἴχατε στείλει γιά τά ὁποῖα δέν εἴμαστε ἄξιοι καί τά ὁποῖα μᾶς συγκλόνισαν, λιώνοντας τίς καρδιές μας. Ἡ ἀγάπη Σας ἦταν μιά ἀτομική βόμβα γιά τήν σκληρότητα τῶν καρδιῶν μας. Ξέρω ὅτι ἤσασταν κοντά στόν Μίρτσια ὄχι μόνο φανερά ἀλλά καί νοερά, ξέρω ὅτι τόν καθοδηγήσατε καί τόν ἐνισχύσατε περισσότερο ἀπό ὅ,τι μποροῦμε ἐμεῖς νά καταλάβουμε. Ἦταν ἀληθινός μαθητής καί πνευματικό παιδί Σας. Χωρίς Ἐσᾶς δέν ξέρω πῶς θά εἴχαμε ἀντέξει, γιατί ὑπῆρξαν πολύ δύσκολες στιγμές, ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας τῆς ἀρρώστιας, ἀλλά καί τῶν πολλῶν πειρασμῶν. Σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ μέρος τοῦ Μίρτσια καί γιά ἄλλα δύο δῶρα: τήν Γερόντισσα Γαλακτία καί τήν Γερόντισσα Εὐλογία, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐνθάρρυναν μέ τίς προσευχές τους πάρα πολύ. Ὁ Μίρτσια εἶναι ἕνα πήλινο δοχεῖο πλασμένο ἀπό Ἐσᾶς γιά νά δεχτεῖ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος .
.                    Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Ἡ προσευχή Σας εἶναι ἡ ἀναπνοή μας!
 Ἄνκα καί τά παιδιά».
 .                    Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἐγώ δέν ἔκανα τίποτε σπουδαῖο, ἀλλά ὅσα γράφει ἡ Ἄνκα δείχνουν τήν εὐαισθησία τῆς καρδιᾶς της. Καί ἐκείνη ἀποδείχθηκε μιά εὐλογημένη Χριστιανή. Τῆς ἀπάντησα:
 «Ἀγαπητή μου Ἄνκα,
 .                    Διάβασα τήν ἐπιστολή σου μέ πολλή συγκίνηση. Ἤδη ἡ εὐλογημένη κοίμηση τοῦ Μίρτσια μέ συγκίνησε πολύ. Παρακολουθοῦσα καρδιακά ὅλα τά γεγονότα πού συνέβησαν, καθώς ἐπίσης τήν ὥρα πού γινόταν ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία προσευχόμουν καρδιακά στό κελλί μου. Ἤμουν καί ἐγώ ἀνάμεσά σας. …
 .                    Ὁ Μίρτσια ἦταν εὐλογημένος ἄνθρωπος. Τόν ἀγάπησα ὅπως καί ἐσένα ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού σᾶς γνώρισα. Διέκρινα μέσα σας ἕναν ἁγνό ζῆλο γιά τόν Θεό.
 .                    Ἀπό τίς πρῶτες φορές πού συνάντησα τόν Μίρτσια θυμᾶμαι ἕνα περιστατικό. Στό ἀεροδρόμιο τοῦ Βουκουρεστίου ἦρθαν πολλοί ἄνθρωποι νά μέ συναντήσουν καί νά ἀκούσουν κάποιο θεολογικό λόγο. Ὅταν μετακινούμουν, πολλοί ἄνθρωποι μέ ἀκολουθοῦσαν. Τότε ὁ Μίρτσια μοῦ εἶπε: «Διάβασα τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, πού μοῦ ἄρεσε. Ἤθελα νά ζοῦσα τότε γιά νά καταλάβω γιατί τόν ἀκολουθοῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό τό βλέπω τώρα πῶς σᾶς ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι, πού μιλᾶτε γιά τήν νοερά προσευχή. Ἔτσι κάπως θά γινόταν καί μέ τόν ἅγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι».
 .                    Ἤθελε νά ἀκούη τόν λόγο μου καί νά διαβάζη τά κείμενά μου. Αὐτό τόν ὁδήγησε νά προσπαθήση νά μάθη τήν ἑλληνική γλώσσα. Ἔτσι ἄκουγε ὅλες τίς ὁμιλίες μου, διάβαζε τά κείμενά μου καί χαιρόταν πολύ. Ἰδιαίτερα κάποτε μοῦ ἔγραψε ἐνθουσιασμένος, ὅταν διάβασε στήν στάση λεωφορείου ἤ στό λεωφορεῖο (δέν θυμᾶμαι καλά) τό μικρό βιβλίο μου μέ τίτλο: «Τό μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ», στό ὁποῖο γινόταν λόγος γιά τήν πρώτη ἔλευση τῆς θείας Χάριτος, τήν ἄρση ἤ ὑποστολή τῆς θείας Χάριτος καί τήν ἐκ νέου ἔλευσή της. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι τοῦ ἄρεσε αὐτό τό βιβλίο, πράγμα πού ἔδειχνε τά ἐνδιαφέροντά του.
.                    Σέ μιά ἀπό τίς συναντήσεις μας στήν Ναύπακτο ἄνοιξε τήν καρδιά του καί ἦταν ἀρκετά ἐξομολογητικός. Μοῦ φανέρωσε τό ἐσωτερικό του κόσμο. Καί ἐγώ τοῦ ἔδειξα ἰδιαίτερη ἀγάπη. Πιστεύω νά θυμᾶσαι γιά τό πῶς σᾶς ὁμίλησα ὅταν ἤσουν καί ἐσύ στήν Μητρόπολη κάποια χρονιά, νομίζω τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων.
 .                    Ἔβλεπα τήν ὑπακοή του. Εἶχε τούς πόθους του, ἐγώ προσπαθοῦσα διακριτικά νά τοῦ λέγω τήν ἄποψή μου καί ἐκεῖνος ἀμέσως συνελάμβανε τό βαθύτερο νόημα τῶν λόγων μου καί τό ἐφήρμοζε. Εἶχε μεγάλη διάθεση ὑπακοῆς.
 .                    Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του μέ τήν καρδιά μου κατάλαβα ὅτι ἤθελε νά ζήση, γιατί σέ ἀγαποῦσε πολύ, καθώς ἐπίσης ἀγαποῦσε καί τά παιδιά. Ὅμως, ὅταν κατάλαβε ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατός του, τότε δόθηκε ὁλόκληρος στόν Θεό καί ἤθελε νά Τόν συναντήση προσευχόμενος. Μοῦ τά ἔγραφε σέ μήνυμά του…
 .                    Αὐτά τά γράφει ἕνας γενναῖος ἄνθρωπος, ἕνας καλός καί εὐλογημένος μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔτσι εἶχε πράγματι μιά ὁσιακή κοίμηση, μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί συνάντησε τόν Χριστό πού ἀγαποῦσε.
.                    Ἤθελα νά κοιμηθῆ μέσα στό σπίτι του, κοντά σας, γιά νά δῆτε πῶς φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἕνας καλός Χριστιανός.
 .                    Πρέπει νά ἔχης εὐγνωμοσύνη στόν Χριστό πού σοῦ ἔδωσε τόν Μίρτσια ὡς δῶρο Του. Ἀλλά βέβαια, τό ξέρω πολύ καλά, ὅτι καί ἐσύ ἤσουν δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν. Σέ ἀγαποῦσε πολύ, ἀλλά ἄν ἔφθασε σέ αὐτό τό σημεῖο ὁ Μίρτσια, αὐτό ὀφειλόταν καί σέ σένα, ἀφοῦ στάθηκες κοντά του ὡς ἀξία σύζυγος καί εὐλογημένη Χριστιανή.
 .                    Ὅπως σᾶς τό εἶπα, αἰσθάνομαι καί ἐγώ ὅτι εἶμαι
μέρος τῆς οἰκογένειάς σας, καί θά ἔχετε τήν ἀγάπη μου.
.                    Παρακαλῶ νά δώσης τήν ἀγάπη μου στήν Ἰλεάνα, τήν Μαρία καί τόν Ἰωακείμ. Εἶναι ἄξια παιδιά, ἀξίων καί εὐλογημένων γονέων.
 .                    Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ πλούσια. Τώρα πού ὁ Θεός ἔχει κοντά Του τόν Μίρτσια, θά ἐνδιαφέρεται περισσότερο γιά σᾶς».

 Ἡ ὀμορφιά τοῦ «χιονισμένου Παραδείσου»

 .                    Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι μοῦ ἐστάλη ἕνα μικρό κείμενο τοῦ Μίρτσια, πού τό δημοσίευσε στίς 22 Ἰουλίου 2019, τρεῖς μῆνες πρίν τήν ἐν Κυρίῳ κοίμησή του. Ἔγραφε πολύ θεολογικά καί ποιητικά:
 «22 Ἰουλίου 2019,
.                     Χθές τό βράδυ, ἀργά, βγῆκα νά κάνω μιά βόλτα στόν Παράδεισο, στόν Παράδεισο πού ἐμφανιζόταν στό χωριό μου ὑπό τό κρισάρισμα τῆς χιονόπτωσης.
  .                    Ἤμουν μόνος μου. Κανένας ἄνθρωπος. Γιά ποιόν δημιουργήθηκε ὁ Παράδεισος, ἆραγε; Δέν ἦταν κανείς μέ τόν ὁποῖο νά μοιραστῶ αὐτή τήν ὀμορφιά. Ἁπλῶς χιόνιζε καί ἡ γῆ λάμβανε τήν σκέπη της. Κανένα ἴχνος λάσπης, πληγῶν καί ἐνοχῶν. Ὅλα ἄσπρα καί καθαρά. Κανένα ἴχνος λογισμῶν. Μόνο ὁ Παράδεισος. Καί τότε θυμήθηκα ἀμέσως ὅτι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος μοῦ εἶπε σέ ἕνα καλοκαιρινό βράδυ ὅτι ἔβλεπε τήν Χάρη σάν μιά χιονόπτωση πού ἔπεφτε πάνω ἀπό τό μέτωπό του. Ἡ Παναγία ἔστελνε τό χιόνι τῆς χάρης της πάνω ἀπό τήν διψασμένη γῆ τῆς καρδιᾶς μας. Εὐτυχισμένη ἕνωση».
 .                    Τό ἀκόμη ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι τήν ἡμέρα τῆς κηδείας του εἶχε πέσει τό πρῶτο χιόνι στόν τόπο πού θά ἐνταφιαζόταν, δηλαδή ἦταν ὁ «παράδεισος τοῦ Μίρτσια». Ἔπεσε τό χιόνι στήν «διψασμένη γῆ τῆς καρδιᾶς» τοῦ Μίρτσια, ἄσπρο καί καθαρό, χωρίς «κανένα ἴχνος λογισμῶν», «χωρίς κανένα ἴχνος λάσπης, πληγῶν καί ἐνοχῶν», ἦταν μιά «εὐτυχισμένη ἕνωση» τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τήν διψασμένη καρδιά τοῦ Μίρτσια!!
.                   Τό χιόνι εἶναι σύμβολο καθαρότητος τῆς καρδίας, κατά τόν λόγο τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ: «Πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». Ὅμως, στήν περίπτωση αὐτή, ὅπως εἶναι γνωστό σέ μένα, «τό χιόνι τοῦ Μίρτσια» εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, δηλαδή ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια

, ,

Σχολιάστε

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ

Ἡ κοίμησή της

Στέργιος Ν. Σάκκος (†), ὁμότ. καθηγ. ΑΠΘ.

.                   Κορώνα τοῦ καλοκαιριοῦ ὁ Αὔγουστος καί τῆς κορώνας κόσμημα ἀκριβό τῆς Παναγιᾶς μας ἡ γιορτή· μιά μικρή Πασχαλιά, μιά Λαμπρή μέσα στό καλοκαίρι. Τήν γιορτάζει πανηγυρικά ὁ λαός μας μέ τή λαμπρότητα καί τή δόξα πού γιορτάζει τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Καί τοῦτο δέν εἶναι τυχαῖο· μέ τή γιορτή αὐτή περνᾶ στή γλῶσσα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ ὁ ὅρος κοίμηση γιά τό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει τάχα ἄλλο μήνυμα πιό ποθητό γιά τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο τῆς γῆς, πού ἐνῶ μέ λαχτάρα ζητᾶ νά χαρεῖ καί νά χορτάσει τή ζωή, καθημερινά αἰσθάνεται βαριά ἐπάνω του τή σκιά τοῦ θανάτου;
.                    Τό κράτος βέβαια τοῦ θανάτου τό συνέτριψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Τή νίκη ὅμως αὐτή τήν ζῆ καί τήν χαίρεται ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμοσμένη στούς ἁγίους της. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού μέ τήν πίστι στόν Ἰησοῦ Χριστό, «μεταβαίνουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» ἔχουν μ᾿ αὐτό τό πέρασμα τήν πρώτη δόση τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου. Ὅπως τόν Κύριο καί Θεό τους ἔτσι καί τούς ἴδιους ἀδυνατεῖ νά τούς κρατήσει δεσμίους του ὁ θάνατος. Γι᾿ αὐτό καί οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων μας, πού εἶναι ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τους, δέν ἔχουν τίποτε τό λυπηρό. ᾿Αντίθετα εἶναι ἡμέρες γιορτῆς.
.              Ἀλλά τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου τή διαγγέλλει κατ᾿ ἐξοχήν ἡ Κοίμηση ἐκείνης ἡ ὁποία χάρισε στόν Κύριο τή σάρκα τήν ἀνθρώπινη, γιά νά τήν ἀναστήσει αὐτός καί νά τήν ἀφθαρτοποιήσει· ἐκείνης πού εἶναι ἡ ἁγία ἁγίων μείζων, ἡ Παναγία μας. Καί ἔχει αὐτό τή θεολογική του ἐξήγηση. Στήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας εἶναι τό σύμβολο τῆς ᾿Εκκλησίας ὅλης καί τῆς κάθε μιᾶς πιστῆς ψυχῆς. Στήν Θεοτόκο βλέπει ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτό του ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί στήν κοίμησή της νιώθει τό δικό του θάνατο ὡς μία κοίμηση, ἕναν ὕπνο μέσα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀπαλλάσσεται ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἀνανεώνει τήν ἐλπίδα του ὅτι κοιμοῦνται καί θ᾿ ἀναστηθοῦν μιά μέρα ὅλοι οἱ ἀγαπημένοι του νεκροί. Διατρανώνει τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

koimisi Theotokou

ΠΗΓΗ: apolytrosis.gr

 

, ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ καὶ ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ (Ἀρχιμ. Ἀθαν. Ἀναστασίου)

«Τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί τά μετά θάνατον»

τοῦ Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱ. Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

Ὁμιλία στήν ΓΕΧΑ Τρικάλων,
Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

«Τίς ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅς ζή­σε­ται καί οὐκ ὄ­ψε­ται θά­να­τον;»[1]­.

.                     Τό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό τοῦ ψαλ­μω­δοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ταυ­τό­χρο­να τήν βε­βαι­ό­τη­τα, ἀλ­λά καί τήν βα­θειά ἀ­γω­νί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, πού τόν ἀ­κο­λου­θεῖ σέ ὅ­λη τήν ἐ­πί­γεια ζω­ή του. Τό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ θα­νά­του, ὅ­πως καί τῆς ζω­ῆς, ἀ­πα­σχο­λεῖ δι­α­χρο­νι­κά τόν ἄν­θρω­πο, ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα μέ­χρι καί σή­με­ρα. Ἀ­πο­τε­λεῖ τήν μό­νι­μη πη­γή τῶν ἀμ­φι­βο­λι­ῶν καί τῆς ἀ­γω­νί­ας του· γε­ννᾶ ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά καί ἀ­δι­έ­ξο­δα· δη­μι­ουρ­γεῖ ἐ­να­γώ­νια δι­λή­μμα­τα· τρο­φο­δο­τεῖ καί ἀ­να­πα­ρά­γει τήν κε­νό­τη­τα καί τό ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­το.

Τί εἶναι ὁ θάνατος

.                      Γιὰ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κό­σμου, ἀ­πο­τε­λεῖ τήν τρα­γι­κό­τε­ρη ἐκ­δή­λω­ση τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀ­φοῦ ση­μαί­νει τόν βί­αι­ο καί ὁ­ρι­στι­κό τερ­μα­τι­σμό της. Ὁ Πλά­τω­νας ἔ­λε­γε ὅ­τι φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ἡ με­λέ­τη τοῦ θα­νά­του[1][2]. Τό φαι­νό­με­νο τοῦ θα­νά­του εἶ­ναι τό με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά καί ὁ­λό­κλη­ρης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.
.                     Σύμ­φω­να μέ τήν ἰ­α­τρι­κή, θά­να­τος εἶ­ναι ἡ ὁ­ρι­στι­κή παύ­ση ὅ­λων τῶν βι­ο­λο­γι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν πού ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τήν δι­α­βί­ω­ση ἑ­νός ὀρ­γα­νι­σμοῦ. Γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὁ θάνατος εἶναι ἕνα μυστήριο. Εἶναι τό μυστήριο τοῦ χωρισμοῦ ἤ τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί ἡ μετάβαση ἀπό τόν φθαρτό ὑλικό κόσμο στήν αἰώνια ζωή.
.                     Τό ὅλο θέμα, βεβαίως, εἶναι τεράστιο καί δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στά πλαίσια τῆς παρούσης ὁμιλίας. Θά παρουσιασθεῖ, ὅμως, διεξοδικά σέ κάποιο ἀντίστοιχο ἔντυπο πού θά ἐκπονηθεῖ καί θά κυκλοφορήσει σύντομα. Στό ἔντυπο αὐτό θά συμπεριλαμβάνονται ὅλα τά σχετικά πατερικά κείμενα καί θεολογικά βοηθήματα, στά ὁποῖα θά μπορεῖ κανείς νά ἀνατρέξει. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού κάποιες ἀπό τίς πτυχές του θά ἀναπτυχθοῦν μόνον ἐπιγραμματικά ἤ καί θά παραλειφθοῦν. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ χαρακτήρας καί τό περιεχόμενο τοῦ θέματος, προσθέτουν μία ἐπιπλέον δυσκολία τόσο στήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάπτυξή του ὅσο καί στήν κατανόησή του.

Ὀρθόδοξη κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία

.                     Γιά νά, προσεγγίσουμε, ὅμως, καλύτερα τό μυστήριο τοῦ θανάτου, τήν αἰτία καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἰσῆλθε ὁ θάνατος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τήν κτίση, θά πρέπει νά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στά βασικά χαρακτηστικά τῆς ὀρθοδόξου κοσμολογίας καί κυρίως τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
.                     Στήν ἀρχή τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου διαβάζουμε: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος καί ὁ Λό­γος ἦν πρός τόν Θε­όν[2][3]». Μι­λώ­ντας, βε­βαί­ως γι­ά τόν Θε­ό, ἀ­να­φε­ρό­μα­στε φυ­σι­κά στήν ὕ­παρ­ξη καί ὄ­χι στήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός δέν δη­μι­ουρ­γεῖ­ται, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει πρίν ἀ­πό κά­θε ἄλ­λη δη­μι­ουρ­γί­α, ὑ­πάρ­χει πρίν ἀ­πό τόν χρό­νο καί ἔ­ξω ἀ­πό τόν χρό­νο. Σύμ­φω­να μέ τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α, ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἄ­ναρ­χος, ἄ­κτι­στος, ἀ­τε­λεύ­τη­τος, ἀΐδιος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἀνεξιχνίαστος, ἀθέατος, ἀνείδεος, ἄρρητος, ἀπρόσιτος, ἀνόμοιος, ἀφιλοσόφητος, ἀνέκφραστος, ἀχώρητος, καί πάντων ἐπέκεινα.
.                     Ὁ Θεός δέν εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα, ἀλλά ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου. Δημιουργεῖ τόν κόσμο κινούμενος ἀ­πό τήν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α Του. Γι­ά τήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου ὁ Θε­ός δέν χρη­σι­μο­ποι­εῖ κά­ποι­α προϋ­πάρ­χου­σα ὕ­λη, δέν με­τα­πλά­θει ἤ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γεῖ κά­τι πού ἤ­δη ὑ­πῆρ­χε, ἀλ­λά δη­μι­ουρ­γεῖ τά πάντα ἐξαρ­χῆς, ἐκ τοῦ μή ὄ­ντος. Γι’ αὐτό καί εἶναι παντελῶς ἀνυπόστατες, ἐπιπόλαιες καί ἀφελεῖς οἱ ποικίλες ὑλιστικές θεωρίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι δῆθεν αὐθύπαρκτη ἤ ὅτι δῆθεν αὐτοοργανώθηκε καί ἐξελίχθηκε σέ δημιουργία τοῦ σύμπαντος.
.                     Πρίν ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου, ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἀόρατο καί νοητό κόσμο, δηλαδή τούς ἀγγέλους. Οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀσώματοι σὲ σύγκριση μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι κτιστός καί ὑλικός. Σέ σύγκριση δέ μέ τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος ἄυλος καί ἄκτιστος, ἔχουν καί οἱ ἄγγελοι μία παχύτητα καί ὑλικότητα. Ἄλλωστε «κάθε τί τὸ κτιστὸ εἶναι κατ’ ἀνάγκη καὶ σωματικό»[3][4], ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Ἅγιος Ἰλάριος.
.                     Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποδίδει στοὺς ἀγγέλους ἕνα σῶμα ποὺ εἶναι ἀέρινο καὶ πύρινο, ἀναφέροντας συγκεκριμένα: «Οἱ Ἄγγελοι ἔχουν ἕνα πάρα πολὺ λεπτὸ σῶμα, διότι δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀσώματοι, ὅπως εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο βρίσκονται σὲ κάποιο τόπο, καὶ γίνονται ὁρατοὶ μὲ τὸ εἶδος τοῦ δικοῦ τους σώματος ὅταν φανερώνονται στοὺς ἁγίους»[4][5].
.                     Καί οἱ ἄγγελοι, βεβαίως, ἦταν τρεπτοί, διότι ἄν δέν ἦταν ἔτσι, δέν θά εἶχε ἐκπέσει ὁ πρωτάγγελος, ὁ Ἑωσφόρος. Κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί εἰδικά μέ τήν ζωηφόρο Του Ἀνάσταση, χαρίστηκε στούς ἀγγέλους ἡ ἀτρεψία, δηλαδή ἡ ἀμετακινησία πρός τό κακό καί ἡ σταθερή στάση στό ἀγαθό. Αὐτή ἡ ἀτρεψία ἦταν γιά τούς ἀγγέλους ἡ σωτηρία∙ ἡ μόνιμη μετοχή στή θεία Δόξα αὐξητικῶς καί ἀδιαλείπτως.
.                     Ἀντίθετα στούς δαίμονες παγιώθηκε ἡ ἀτρεψία πρός τό ἀγαθό. Παγιώθηκε, δηλαδή, ἡ ἀμετακίνητη στάση τους στό κακό, χωρίς τήν δυνατότητα ἐπιστροφῆς καί μετανοίας, καθώς, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο, «ἡ βούλησή τους ταυτίστηκε μὲ τὸ κακό, γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε σκέπτονται καὶ ἐκλέγουν τὸ κακό. Ἔπειτα, γιατί ἔγιναν καὶ παραμένουν ἐχθροί τοῦ Θεοῦ. Καὶ τρίτον, γιατί ἀποχωρίστηκαν ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ὁ χωρισμὸς τους αὐτὸς σημαίνει αἰώνιος θάνατος. Αὐτὸ ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ, εἶναι ἡ πτώση ἀπὸ τὴν ἀρχή τους γιὰ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους»[5][6].

Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν»

.                     Ὁ Θε­ός σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση, βε­βαί­ως, δέν δη­μι­ούρ­γη­σε τόν θά­να­το, ἀλλά τά δημιούργησε ὅλα «καλά λίαν». Εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί δημιουργός μόνο τῆς ζωῆς καί ὄχι τοῦ θανάτου. Ἡ φθο­ρά καί ὁ θά­να­τος δέν εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά εἰ­σῆλ­θαν στή ζω­ή του με­τά τήν πτώ­ση τῶν πρω­το­πλά­στων καί τήν δι­α­κο­πή τῆς κοι­νω­νί­ας τους μέ τόν Θε­ό. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» δική Του: «καί εἶ­πεν ὁ Θε­ός· ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον κα­τ’ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν[6][7]»­. Tό «κατ’ εἰκόνα» συνιστᾶ τό νοερό καί αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ τό «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι ἡ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, μέ τήν δι­κή του ἐ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­ση καί τήν συ­νέρ­γεια τοῦ Θε­οῦ, νά φθά­σει στήν θέ­ω­ση, νά γί­νει, δη­λα­δή, κα­τά χά­ριν Θε­ός.
.                     Ἀναφέρεται, ἐπίσης, στό ἱερό βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καί ἔ­πλα­σεν ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πον, χοῦν ἀ­πό τῆς γῆς. Καί ἐ­νε­φύ­ση­σεν εἰς τό πρό­σω­πον αὐ­τοῦ πνο­ήν ζω­ῆς, καί ἐ­γέ­νε­το ὁ ἄν­θρω­πος εἰς ψυ­χήν ζῶ­σαν[7][8]». Ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «ὁ Θεός δημιουργεῖ μέ τά χέρια του τόν ἄνθρωπο καί ἀπό ὁρατή καί ἀπό ἀόρατη φύση»[8][9]. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, εἶναι ἕνα σύνθετο δημιούργημα, καθώς μετέχει τόσο τοῦ πνευματικοῦ κόσμου (μέ τήν ψυχή του) ὅσο καί τοῦ ὑλικοῦ καί αἰσθητοῦ κόσμου (μέ τό σῶμα του). Ἀποτελεῖ μέ αὐτό τόν τρόπο τήν γέφυρα καί τό σημεῖο ἐπαφῆς γιά ὅλη τήν δημιουργία. Εἶναι συμπερίληψη καί συγκεφαλαιώση ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως καί ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα, διαδραματίζει ἐξέχοντα καί πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στόν κόσμο.

Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ

.                     Ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἐπέρχεται ὅταν διαρρηγνύεται ἡ ψυχοσωματική ἑνότητα πού τόν χαρακτηρίζει καί ἀπό τήν ὁποία συνίσταται. Γι’ αὐτό καί εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε πῶς λειτουργεῖ ἡ ψυχοσωματική αὐτή ἑνότητα, τί εἶναι ἡ ψυχή, πότε καί πῶς δημιουργεῖται, ποιά εἶναι ἡ σχέση της μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τί συμβαίνει μετά τόν θάνατο καί τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό σῶμα.
.                     Θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς δημιούργημα εἶναι καί αὐτή κτιστή καί ὄχι ἄκτιστη, ἀφοῦ Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Κάθε κτιστό, κάθε δημιούργημα ἔχει ἀρχή καί τέλος. Εἰδικά, ὅμως, ἡ ψυχή, ἐνῶ ἔχει ἀρχή καί θά ἔπρεπε, ὡς κτίσμα, νά ἔχει καί τέλος, κατά θεία βούληση, ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχή θνητή κατά τήν φύση, ἀλλά ἀθάνατη κατά χάριν.

Πότε δημιουργεῖται ἡ ψυχή

.                     Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε πρίν οὔτε μετά τήν δημιουργία τοῦ σώματος (ἅμα ψυχή ἅμα σῶμα[9][10]). Δημιουργεῖται, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»[10][11]. Μέ τήν σύλληψη, δηλαδή, τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ἔχουμε ταυτόχρονα, θείᾳ βουλήσει, καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία φανερώνεται καί ἐκφράζεται, καθώς ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο καί ὁ ἄνθρωπος. Οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, δηλαδή, ἐμφανίζονται σταδιακά μέ τήν πρόοδο τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως.

Ποῦ κατοικεῖ ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο

.                     Τό σῶμα, ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν ἀποτελεῖ σέ καμμία περίπτωση τήν φυλακή τῆς ψυχῆς, ὅπως λανθασμένα ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπό διάφορους φιλοσόφους. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι «δέν εἶναι ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀλλά τό σῶμα μέσα στήν ψυχή» blogger.com/null[11][12]. Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κάθε σημεῖο τοῦ σώματος· συνέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό περιέχει, τό συγκροτεῖ, τό συγκρατεῖ καί τό ζωοποιεῖ[12][13]. Ἡ ψυχή εἶναι αὐτή πού μεταδίδει στά ὄργανα καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος δύναμη ζωῆς καί ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων.
.                     Ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του, ἀποτελεῖται καί ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα. Οὔτε ἡ ψυχή ἀπό μόνη της, οὔτε τό σῶμα ἀπό μόνο του συνιστοῦν τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀλλά τό συναμφότερο. Ψυχή καί σῶμα συνιστοῦν στόν ἄνθρωπο μία ἀδιάρρηκτη ψυχοσωματική ἑνότητα. Ἡ διάρρηξη αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας σηματοδοτεῖ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε οὔτε θνητός οὔτε ἀθάνατος, ἀλλά «δεκτικός ἀμφοτέρων»

.                    Ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν τοποθέτησε στόν ἀρχέγονο ἐπίγειο παράδεισο, τοῦ ἔδωσε ταυτόχρονα τήν δυνατότητα καί τῆς θνητότητας καί τῆς ἀθανασίας. Μᾶς τό ἐξηγεῖ αὐτό πολύ εὔστοχα ὁ Ἅγιος Θεόφιλος Ἀντιοχείας, λέγοντας: «οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτὸν ἐποίησεν οὔτε μὴν θνητόν, ἀλλά, δεκτικὸν ἀμφοτέρων», δηλαδή ὁ Θεός οὔτε θνητό ἔκανε τόν ἄνθρωπο, οὔτε ἀθάνατο, ἀλλά δεκτικό καί τῶν δύο, τοῦ θανάτου ἤ τῆς ἀθανασίας. Καί συνεχίζει ὁ Ἅγιος, ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό «τοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα ἀνάλογα μέ τό ποῦ θά κλίνει, εἴτε πρός τήν ἀρετή εἴτε πρός τήν κακία, νά κληρονομήσει ἤ τήν ἀθανασία ἤ τήν θνητότητα»[13][14]. Διατηρώντας, δηλαδή, τήν θεοκοινωνία ὁ ἄνθρωπος καί ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά ἐπέλεγε τήν ἀθανασία· παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί διακόπτοντας τήν θεοκοινωνία, θά ἐπέλεγε τήν θνητότητα καί τόν θάνατο.

Τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου

.                     Αὐ­τή ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πό τά σπου­δαι­ό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, πού συν­θέ­τουν στόν ἄν­θρω­πο τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Τό αὐ­τε­ξού­σιο, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας αὐ­τή τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἐ­ξου­σιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του. Καί εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ἀκόμη καί νά Τόν ἀρνεῖται. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας χαρακτηρίζουν τό αὐτεξούσιο καί ὡς ἰσόθεο, φυσικά κατά χάριν.

Ὁ θάνατος ὡς φυσική συνέπεια τῆς παρακοῆς

.                     Ἡ δυνατότητα, λοιπόν, αὐτή τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου τέθηκε, θά λέγαμε, ἀπό τόν Θεό σέ μιά δοκιμασία. Καί ἡ δοκιμασία αὐτή ἦταν ἡ ἐντολή πού ἔδωσε στούς πρωτοπλάστους νά μήν φάνε ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό λέγοντάς τους ὅτι τήν ἡμέρα πού θά παραβῆτε τήν ἐντολή καί θά φάγετε ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, θά πεθάνετε ἐξάπαντος: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».[14][15]
.                     Ἀντί, ὅμως, οἱ πρωτόπλαστοι νά ὑπακούσουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γίνουν θεοί «κατά χάριν», ἀποδέχτηκαν τήν διαβολή καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου καί παρήκουσαν τήν ἐντολή Του.
.                     Ὁ διάβολος δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἀμφισβητήσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ πρός τούς πρωτοπλάστους. Δέν εἶναι ἀλήθεια, εἶπε στήν Εὔα, ὅτι θά πεθάνετε ἐξάπαντος, ἀλλά σᾶς τό εἶπε αὐτό ὁ Θεός γιατί γνώριζε ὅτι ἀπό τήν ἡμέρα πού θά γευθεῖτε ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, θά ἀνοίξουν τά μάτια σας καί θά γίνεται θεοί[15][16]. (καί ἔσεσθε ὡς θεοί)
.                     Ἡ πα­ρα­κο­ή αὐτή τῶν πρω­το­πλά­στων ἦ­ταν μι­ά πρά­ξη αὐ­το­νο­μί­ας. Ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς αὐτονομημένης ἀπό τόν Θεό ἰσοθεΐας, τῆς αὐτοθεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ βι­α­σύ­νη τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ἄ­και­ρη καί ἐ­πι­πό­λαι­η κί­νη­σή τους νά ἀ­πο­δε­χθοῦν τήν ἀ­πά­τη τοῦ δι­α­βό­λου, ὁ ἐγωισμός καί ἡ φι­λο­δο­ξί­α ὅ­τι μπο­ροῦν νά γί­νουν θε­οί «δί­χα Θε­οῦ καί πρό Θε­οῦ καί οὐ κα­τά Θε­όν»[16][17] (δηλ. χω­ρίς τόν Θε­ό, πρίν ἀ­πό τόν Θε­ό καί ὄ­χι κα­τά Θε­όν), ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής, τούς ὁ­δή­γη­σαν στήν πα­ρα­κο­ή καί τήν ἀ­θέ­τη­ση τῆς ἐν­το­λῆς τοῦ Θε­οῦ καί τε­λι­κά στήν πτώ­ση!
.                     Ἔτσι, οἱ πρω­τό­πλα­στοι, μέ τήν βρώ­ση τοῦ, ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νου ἀ­πό τόν Θε­ό, καρ­ποῦ γεύ­τη­καν ἀ­μέ­σως τόν πνευ­μα­τι­κό θά­να­το, τήν δι­α­κο­πή, δη­λα­δή, τῆς θέ­ας τοῦ Θε­οῦ καί τῆς κοι­νω­νί­ας τους μέ τόν Θε­ό καί μέ­σα στόν χρό­νο ἔπαθαν καί τόν σω­μα­τι­κό θά­να­το, πού εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.

Ὁ θάνατος εἶναι ἔξω ἀπό τήν θέληση τοῦ Θεοῦ

.                     Ὁ θά­να­τος, λοιπόν, δέν ἦ­ταν ἐ­ξαρ­χῆς στήν φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλά εἶναι παρέμβλητος μέσα στήν κτίση, εἶναι ἕνα συμβάν. Ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί δημιουργός μόνο τῆς ζωῆς καί ὄχι τοῦ θανάτου. Μᾶς τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει αὐ­τό μέ ἀ­πό­λυ­τη σα­φή­νεια ἡ ἴ­δια ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή: «Ὁ Θε­ός θά­να­τον οὐκ ἐ­ποί­η­σεν, οὐ­δέ τέρ­πε­ται ἐ­π’ ἀ­πω­λεί­ᾳ ζών­των»[17][18]. Δηλαδή: Ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο, οὔτε εὐχαριστεῖται νά βλέπει τούς ζωντανούς νά χάνονται. Διότι ἔκτισε τά πάντα γιά νά ὑπάρχουν καί ὅσα ἔγιναν στόν κόσμο, ἔγιναν γιά νά σώζονται καί νά μή χάνονται, καί δέν ὑπάρχει μέσα τους δηλητήριο καταστροφῆς, οὔτε κατά τό ἀρχικό σχέδιο τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε βασίλειο τοῦ ἅδου ἐπί τῆς γῆς.
.                     Θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό νά ἐπιμείνουμε, γιατί πολλοί θεωροῦν ὅτι ὁ Θεός ἐπέφερε τόν θάνατο στόν ἄνθρωπο ὡς τιμωρία γιά τήν παρακοή του. Ἡ ἄποψη αὐτή προέρχεται ἀπό τήν δυτική θεολογία καί δέν εἶναι ὀρθόδοξη. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας προαιρέσεως καί κακίας. Δέν εἶ­ναι ὁ Θε­ός αἴ­τιος τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λά ἡ ἁ­μαρ­τί­α πού δι­έ­πρα­ξαν οἱ πρω­τό­πλα­στοι στόν Πα­ρά­δει­σο μέ τήν ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γή τους.
.                     Ἡ δυ­τι­κή σχο­λα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α ὑ­πο­στη­ρί­ζει, ἐπίσης, ἐσφαλμένα ὅ­τι κλη­ρο­νο­μή­σα­με τήν ἴ­δι­α τήν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ Ἀ­δάμ, τήν ἐ­νο­χή του, ὅ­τι κά­θε ἄν­θρω­πος, δηλαδή, ἁ­μάρ­τη­σε στό πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ καί ἑ­πο­μέ­νως ὁ κά­θε ἕ­νας εἶ­ναι αἴ­τι­ος τοῦ δι­κοῦ του θα­νά­του. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅμως, δέν κλη­ρο­νο­μεῖ τήν ἐ­νο­χή, ἀλ­λά τίς συ­νέ­πει­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τοῦ Ἀ­δάμ, δη­λα­δή τήν φθαρ­τό­τη­τα καί τήν θνη­τό­τη­τα. Κα­τά τόν Ἅ­γι­ο Ἰ­ωάν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, οἱ πρω­τό­πλα­στοι «φθαρ­τοί γε­νό­με­νοι τοι­ού­τους καί γε­γε­νή­κα­σι παί­δας»[18][19].
.                    Μέ τήν πτώ­ση τοῦ Ἀ­δάμ ὁ θά­να­τος ἔ­γι­νε φαι­νό­με­νο μέ κα­θο­λι­κές δι­α­στά­σεις, ἀ­φοῦ «ἐν τῷ Ἀ­δάμ πάν­τες ἀ­πο­θνή­σκου­σι»­[19][20]. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἀ­σθε­νεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α πού εἰ­σῆλ­θε μέ­σα της καί ἐ­πει­δή ὁ Ἀ­δάμ εἶ­ναι «ρί­ζα» τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, γι­’­αὐ­τό καί «θνη­τούς βλα­στούς ἀ­να­δί­δει»­[20][21].

Ὁ θάνατος ὡς εὐεργεσία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ

.                     Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός μας, στήν ἄπειρη φιλευσπλαχνία Του καί τήν ἀγάπη Του πρός τό πλάσμα Του, ἐπέτρεψε τήν εἴσ­δυ­ση τοῦ θα­νά­του στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση γιά νά ἀποτραπεῖ ἡ διαιώνιση τῆς ἁμαρτίας, γιά νά «μή δι­α­τη­ρή­σῃ ἀ­θά­να­τον ὑ­μῖν τήν ἀρ­ρω­στί­αν»[21][22].
.                     Σέ μι­ά συγ­χω­ρη­τι­κή εὐ­χή πού ἐκ­φω­νεῖ ὁ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας στήν νε­κρώ­σι­μη ἀ­κο­λου­θί­α ἀναφέρεται συγκεκριμένα: «καί δι­ά τοῦ­το, ἵ­να μή τό κα­κόν ἀ­θά­να­τον γέ­νη­ται, φι­λαν­θρώ­πως ἐ­κέ­λευ­σας τήν κρά­σιν, καί μῖ­ξιν ταύ­την, καί τόν ἄρ­ρη­κτόν σου τοῦ­τον δε­σμόν, ὡς Θε­ός τῶν Πα­τέ­ρων ἡ­μῶν, τῷ θεί­ῳ βου­λή­μα­τι ἀ­πο­τέ­μνε­σθαι καί δι­α­λύ­ε­σθαι»[22][23]. Δηλαδή, γιά νά μή μένει ἀθάνατο τό κακό, ἀπό φιλανθρωπία διέταξες, ὡς Θεός τῶν Πατέρων μας, νά διαλύεται ἡ κράση καί ἡ μίξη αὐτή καί νά κόβεται ὁ ἄρρηκτος τοῦ σώματος μετά τῆς ψυχῆς δεσμός. Ἔ­τσι, ὁ σω­μα­τι­κός θά­να­τος θέ­τει τέρ­μα στούς κό­πους τῆς θλιβερῆς με­τα­πτω­τι­κῆς ζω­ῆς καί λυ­τρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν τρα­γι­κή κα­τα­δί­κη νά μέ­νει αἰ­ώ­νια ζων­τα­νός νε­κρός.
.                     Πολύ σημαντικός εἶναι, ἐπίσης, καί ὁ παιδαγωγικός χαρακτήρας τοῦ θανάτου γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἀταπείνωτος, αὐτονομημένος καί αὐτοθεοποιούμενος ἐπαίρεται γιά τά ἀτομικά του ἐπιτεύγματα καί ἐγκλωβίζεται μάταια στά ἐπίγεια καί τά ἐφήμερα, στίς πρόσκαιρες τιμές καί ἀναγνωρίσεις. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τόν θάνατο «κακίας καθάρσιον»,[23][24] ἀντίδοτο στόν ἐγωισμό τοῦ ἀνθρώπου καί δάσκαλο φιλοσοφίας.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ

.                     Ὁ Θεός, πού μᾶς ἔδωσε τήν ὕπαρξη καί μᾶς χάρισε τό «κατ’ εἰκόνα» καί τό «καθ’ ὁμοίωσιν», δέν ἔμεινε ἀδιάφορος γιά τόν ἄνθρωπο, μετά τήν πτώση του. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπέτυχε νά ὡριμάσει πνευματικά, νά ἀνυψωθεῖ καί νά φθάσει στόν στόχο γιά τόν ὁποῖο προορίστηκε, ὁ Θεός ἀποφάσισε τήν δική Του κάθοδο πρός τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀληθή θεογνωσία. Ἀφοῦ, δηλαδή, δέν ἀνῆλθε ὁ ἄνθρωπος, κατῆλθε ὁ Θεός, ὡς Θεάνθρωπος, στήν γῆ.
.                     Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦλθε γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Νά θεραπεύσει τήν ἄρρωστη φύση μας ἀπό τήν δυσοσμία τοῦ θανάτου καί ἔτσι νά μπορέσουμε νά ζήσουμε μιά καινούρια ζωή· τή δική Του ἀθάνατη ζωή.

Ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο

.                    Ὁ σωματικός θάνατος δέν διακόπτει τήν σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ φθειρόμενο σῶμα. Ἡ ψυχὴ, λόγῳ τῆς γνωστικῆς της δυνάμεως, γνωρίζει καί θὰ μπορέσει νὰ βρεῖ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ σώματος κατὰ τὴν ἀνάστασή του, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, χωρίς νά ἐμποδίζεται οὔτε ἀπό τήν ἀπόσταση οὔτε ἀπό τόν χρόνο. Ἡ ψυχή ἀναχωρώντας πρός τόν οὐρανό ἀναμένει καί ποθεῖ τήν ἐπανασύνδεσή της μέ τό σῶμα, πού θά γίνει κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Τότε θά λάβει καί πάλι τό δικό της σῶμα, ἀλλά μεταμορφωμένο καί ἀνακαινισμένο πλέον καί θά ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, πάλι ὁ ὅλος ἄνθρωπος.
.                     Παρά τόν προσωρινό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή δέν παύει νά ὑπάρχει, ἀλλά ζεῖ καί διατηρεῖ πλήρως τήν αὐτοσυνειδησία της. Ἔχει πλήρη συναίσθηση τῆς καταστάσεώς της, εἶναι ἀναγνωρίσιμη, θυμᾶται περιστατικά, πρόσωπα καί πράγματα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, διατηρεῖ ζωντανές καί ἀκέραιες τίς πνευματικές λειτουργίες καί δυνάμεις της.

Μερική κρίση – Μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν

.                     Τό διάστημα, πού μεσολαβεῖ ἀπό τόν σωματικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ὀνομάζουν «μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν». Πρόκειται γιά τήν ζωή πού ζεῖ ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, χωρισμένη δηλαδή ἀπό τό σῶμα, μόνη της. Στήν «μέση κατάσταση» ἡ ψυχή ὑφίσταται τήν λεγομένη «μερική κρίση», ἡ ὁποία εἶναι καθοριστική καί προδικάζει ἐν πολλοῖς καί τήν τελική καί ὁριστική κρίση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
.                     Παραμένοντας στήν μέση κατάσταση ἡ ψυχή, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς της στήν γῆ, προγεύεται τήν παραδείσια μακαριότητα ἤ τήν ὀδύνη τῆς Κολάσεως περιμένοντας νά ἑνωθεῖ μέ τό σῶμα της κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, ὥστε νά κριθοῦν μαζί, ὡς ὅλος ἄνθρωπος.
.                     Στό σημεῖο αὐτό, θεωροῦμε χρήσιμο νά κάνουμε μιά ἀναγκαία διευκρίνιση καί νά τονίσουμε τήν διάκριση πού γίνεται ἀπό τούς Πατέρες, ἀφενός ἀνάμεσα στόν Παράδεισο καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἀφετέρου ἀνάμεσα στόν Ἅδη καί στήν Κόλαση.
.                     Μέ τόν ὅρο Παράδεισο, ἐννοοῦμε τόν νοητό τόπο καί τήν κατάσταση ἐκείνη, κατά τήν ὁποία οἱ ψυχές τῶν δικαίων καί τῶν ἁγίων μόνες, χωρίς τά σώματά τους, προγεύονται τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἐνῶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη, ὅπου μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων καί τήν τελική κρίση, θά εἰσέλθουν οἱ ψυχές ἔχοντας ἐπανακτήσει τά ἀναστημένα σώματά τους, ὡς ψυχοσωματικές δηλαδή ὀντότητες, ὡς ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι, καί θά ἀπολαμβάνουν στήν πληρότητά τους τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό τελικό στάδιο τῆς σωτηρίας μας καί τῆς θεώσεώς μας.
.                     Κατά ἀντιστοιχία πρός τόν Παράδεισο, μέ τόν ὅρο Ἅδη ἐννοοῦμε τόν νοητό τόπο καί τήν κατάσταση ἐκείνη, ὅπου οἱ ψυχές τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν, μόνες, χωρίς τά σώματά τους, προγεύονται τά δεινά τῆς Κολάσεως. Ἐνῶ Κόλαση εἶναι ἡ τελική κατάσταση πού θά βιώνουν μόνιμα πλέον οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, μετά τήν τελική κρίση καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους, ὡς ψυχοσωματικές ὀντότητες, ὡς ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι.
.                     Συμπληρωματικά θά θέλαμε νά σημειώσουμε ὅτι πρίν ἀπό τίς δύο αὐτές καταστάσεις -Παράδεισο καί Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν γιά τούς σεσωσμένους καί Ἅδη καί Κόλαση γιά τούς ἀμετανοήτους- ὑπῆρχε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, ἁγίους καί ἁμαρτωλούς, ἀπό Ἀδάμ καί Εὔας καί μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ἕνας κοινός Ἅδης, ὁ πρό Χριστοῦ Ἅδης.
.                     Σέ αὐτόν τόν πρῶτο (θά λέγαμε) Ἅδη μετέβαιναν μετά τόν θάνατό τους ὅλοι, ἀκόμη καί οἱ δίκαιοι, οἱ Προφῆτες, οἱ Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ τίς ψυχές τους μόνο, χωρίς τά σώματά τους, ἀναμένοντας τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, πού θά τούς ἀπελευθέρωνε ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου.
.                     Ἡ ἀπελευθέρωση αὐτή ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου ἔγινε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν κάθοδό Του στόν Ἅδη. Ἔκτοτε, ἔχουμε τόν Ἅδη (τόν δεύτερο Ἅδη θά λέγαμε) συνεχιζόμενο γιά τούς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, τόν μετά Χριστόν Ἅδη, δηλαδή. Ἀντίστοιχα, μετά τήν ἔλευση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τόν Παράδεισο γιά τούς δικαίους. Μετά δέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν τελική κρίση, τόν Ἅδη θά διαδεχθεῖ ἡ αἰώνια Κόλαση, ἐνῶ τόν Παράδεισο ἡ αἰώνια Βασιλεία.

Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη

.                     Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, στήν κορύφωση τοῦ Πάθους Του, κρεμάμενος ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἀνεφώνησε τό “τετέλεσται”, πού εἶχε τήν σημασία ὅτι, τό ἔργο Του ἐπί τῆς γῆς τελείωσε ἐπιτυχῶς. Τήν στιγμή ἐκείνη ἐπῆλθε ὁ σωματικός θάνατος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ψυχή Του, ὅμως, ἑνωμένη ὑποστατικά μέ τή θεϊκή Του φύση (μέ τήν θεότητα) κατῆλθε στόν Ἅδη, γιά νά κηρύξει καί σέ ὅλους αὐτούς πού εἶχαν πεθάνει πρίν τήν δική Του Ἀνάσταση. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ κάθοδος στόν Ἅδη καί τό κήρυγμα μετανοίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μέ τήν κάθοδό Του στόν Ἅδη ὁ Χριστός «συνέτριψε πύλας χαλκᾶς καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνέθλασεν»[24][25].
.                     Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κύπρου μᾶς παραδίδει μία χαριτωμένη περιγραφή τῆς συνομιλίας τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Χριστό στόν Ἅδη. «Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!».
.                    Καί πραγματικά, ὅσοι ἀπό αὐτούς πού βρίσκονταν στόν Ἅδη, ἦσαν καλοπροαίρετοι στή ζωή τους καί δέχτηκαν τόν Χριστό, ὡς Θεό καί Σωτήρα τους, ὁ Κύριός μας, μέ τήν Ἀνάστασή Του, τούς ὁδήγησε στόν Παράδεισο, μέ πρῶτο τόν ἐπί τοῦ Σταυροῦ μετανοήσαντα ληστή, πού ἦταν καί ὁ πρῶτος ἔνοικος τοῦ Παραδείσου.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν

.                     Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας καί ἡ κοινή ἀνάσταση ὅλων μας εἶναι τά δύο βασικά δόγματα πάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανική διδασκαλία. Χωρίς πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν κοινή ἀνάσταση ὅλων μας δέν ὑπάρχει χριστιανισμός· δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ πίστη μας. Τό διακηρύσσει αὐτό μέ τόν πλέον κατηγορηματικό τρόπο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρώτη ἐπιστολή του πρός τούς Κορινθίους: «Eἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»[25][26]. Ἄν δέν ὑπάρχει, δηλαδή, ἀνάσταση νεκρῶν, τότε οὔτε ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ. Καί ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε το κήρυγμά μας εἶναι χω­ρίς νόημα, τό ἴδιο καί ἡ πίστη σας.
.                     Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ ἀπόδειξη καί ταυτόχρονα ἡ ἐγγύηση καί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε γιά νά ἀνοίξει τόν δρόμο καί νά γίνει ἡ ἀρχή γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[26][27], μᾶς λέει καί πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτή τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως ὁμολογοῦμε καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

Πῶς ἦταν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση

.                     Σύμφωνα μέ τήν ἀναφορά τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου: «Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετά τήν ἀνάστασιν, ἄν καί ἔγινεν ἀπαθές καί ἄφθαρτον, μ’ ὅλον τοῦτο δέν ἐτράπη εἰς ἀσωματότητα, οὐδέ ἀπέβαλεν ὅλα τά φυσικά του ἰδιώματα, ἤτοι τό ποσόν (ὁ ὄγκος), τό ποιόν (ἡ ὑφή, δηλαδή ἡ φυσική σύνθεση ἑνός σώματος), τό εἶναι ἐν εἴδει (τό νά ἔχει κάποια μορφή), τό τριχῇ διαστατόν (τό νά ἔχει τρεῖς διαστάσεις), καί τό περιγραπτόν ἐν τόπῳ καί περιοριστόν· ἄν γάρ καί αὐτά ἀποβάλῃ, πλέον σῶμα δέν μένει, ἀλλ’ ἔχει νά ἐκστῇ ἀπό τούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (ἄν δηλαδή χάσει καί αὐτά τά γνωρίσματα, τότε παύει νά εἶναι σῶμα καί ἐξέρχεται ἀπό τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης φύσεως)»[27][28].
.                     Τά χαρακτηριστικά τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μας περιγράφονται, ἐπίσης, σέ μία ἀπό τίς εὐχές πού ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας στήν Ἁγία Πρόθεση. «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ δέ μετά Ληστοῦ, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Πραγματικά ἰλιγγιᾶ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπροστᾶ στό μυστήριο τῆς ἀσύλληπτης καί πανσθενοῦς Δυνάμεως τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ μας!
.                     Ὁ Χριστός μας, μετά τήν Ἀνάστασή Του, παρουσιάστηκε ἀρκετές φορές ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Του, γιά νά πιστοποιήσει ἀκριβῶς αὐτό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Σαράντα ἡμέρες μετά ἀνελήφθη ἐνδόξως στούς οὐρανούς μαζί μέ τό ἀναστημένο Σῶμα Του. Τό γεγονός αὐτό προσέδωσε ἀκόμη μεγαλύτερη τιμή στό ἀνθρώπινο σῶμα, πού δοξάστηκε μέ τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας.

Χαρακτηριστικά τοῦ ἀναστημένου ἀνθρωπίνου σώματος

.                    Ἀνάλογο μέ τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας θά εἶναι καί τό ἀναστημένο καί ἀφθαρτοποιημένο σῶμα τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς τό ἐξηγεῖ αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους δογματικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, λέγοντας ὅτι τό καινούργιο σῶμα θά εἶναι «οἷον τό τοῦ Κυρίου σῶμα μετά τήν ἀνάστασιν, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν διερχόμενον, ἀκοπίαστον, τροφῆς, ὕπνου καί πόσεως ἀνενδεές».[28][29] (Δηλ. ὅπως τό σῶμα τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάσταση, πού διέρχεται ἐνῶ οἱ θύρες ἦταν κλειστές, πού εἶναι ἀκούραστο, πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τροφή, ὕπνο καί νερό).
.                     Καίριες καί διαφωτιστικές ἀπαντήσεις γιά τό ἴδιο θέμα μᾶς δίδει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται;»[29][30]. Ἀλλά θά ρωτήσει κάποιος, μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος, πῶς ἀνασταίνονται οἱ νεκροί καί μέ τί σῶμα ἔρχονται ξανά στήν ζωή; Στήν ἀπάντησή του χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ σπόρου καί τοῦ σιταριοῦ. Τό σῶμα μας, μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, «σπέρνεται στόν τάφο σέ κατάσταση φθορᾶς, ἐγείρεται σέ κατάσταση ἀφθαρσίας, σπέρνεται σέ κατάσταση ταπεινώσεως, ἐγείρεται σέ κατά­σταση δόξας, σπέρνεται σέ κατάσταση ἀσθένειας, ἐγείρεται γεμάτο δύναμη»[30][31]. Καί συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν»[31][32]. Δηλαδή, σπέρνεται σῶμα φυσικό, ἀνασταίνεται σῶμα πνευματικό. Ὑπάρχει σῶμα φυσικό, ὑπάρχει καὶ σῶμα πνευματικό.

Σχέση θνητοῦ καί ἀναστημένου σώματος

.                     Τί εἶναι, ὅμως, τό πνευματικό σῶμα γιά τό ὁποῖο μᾶς μιλᾶ ὁ Ἀπόστολος καί ποιά ἡ διαφορά του ἀπό τό ὑλικό;
.                     Ἀνάμεσα στό θνητό (τό παλαιό), τό φυσικό, δηλαδή, καί στό ἀναστημένο (τό καινούργιο) σῶμα, δηλαδή, τό πνευματικό, ὑπάρχει ταυτόχρονα καί ταυτότητα καί διαφορά. Μᾶς τό διευκρινίζει αὐτό πολύ χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ποιό θά εἶναι τό καινούργιο σῶμα;», ρωτᾶ. Καί ἀπαντᾶ: «Αὐτό καί οὐκ αὐτό. Αὐτό μέν ὅτι αὐτή ἡ οὐσία. Οὐκ αὐτό δέ, ὅτι βελτίον τοῦτο»[32][33]. Αὐτό τό ἴδιο θά εἶναι, δηλαδή, καί ὄχι ἀκριβῶς αὐτό. Θά εἶναι αὐτό τό ἴδιο, διότι θά εἶναι ἡ ἴδια (ἡ παλιά του) οὐσία. Ἄλλά δέν θά εἶναι ὅμως τό ἴδιο, διότι θά εἶναι βελτιωμένο.
.                     Τό ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο, λοιπόν, ἀνθρώπινο σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό, χωρίς τά στοιχεῖα τῆς σαρκικότητας, καί ὄχι θνητό καί φθαρτό, ὅπως ἦταν στήν βιολογική ζωή του.
.                     Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος σημειώνει ὅτι οἱ νέες ἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου μας σώματος θά εἶναι ἀθανασία, ἀφθαρσία καί ἀτρεψία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ ἀρρωσταίνει, δὲν θὰ πονᾶ, δὲν θὰ γερνᾶ. Οὔτε θὰ ἔχουμε καὶ τὰ λεγόμενα «ἀδιάβλητα» πάθη, ὅπως ὅτι πεινᾶμε, διψᾶμε, κουραζόμαστε κ.λπ.
.                     Ἡ ἰδιότητα τῆς ἀτρεψίας, πού θά ἔχουν τά ἀναστημένα σώματα, ἀποτελεῖ καί τή βασική διαφορά τοῦ νέου ἀνακαινισμένου σώματός μας ἀπό τό προπτωτικό σῶμα τοῦ Ἀδάμ. Ἀτρεψία σημαίνει, ἀδυναμία νά τραπεῖ ὁ ἀναστημένος ἄνθρωπος πρός τήν ἁμαρτία. Ὁ Ἀδάμ, πρίν ἀπό τήν πτώση, δέν ἦταν ἄτρεπτος, ἀλλά τρεπτός. Μποροῦσε, δηλαδή, νά τραπεῖ πρός τήν ἁμαρτία, ὅπως καί ἐτράπη. Ἀντίθετα ὁ ἀνακαινισμένος ἀναστημένος ἄνθρωπος δέν θά μπορεῖ πλέον νά τραπεῖ πρός τήν ἁμαρτία. Ἡ ἀ­νά­στα­ση τοῦ σώ­μα­τός μας­, δηλαδή, δέν θά εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἐ­πι­στρο­φή στήν προ­πτω­τι­κή κα­τά­στα­ση, ἀλλά συγ­χρό­νως ὕ­ψω­ση καί με­τά­βα­ση σέ ἀ­νώ­τε­ρη καί τε­λει­ό­τε­ρη κα­τά­στα­ση.
.                     Κατά τόν ἅγιο Μακάριο, τό ἀναστημένο σῶμα μας θά εἶναι «φωτοειδές», δυνατό καί ἔνδοξο. Θά εἶναι, ἐπίσης, «θεοειδές» καί θά λάμπει ὅπως ὁ ἥλιος, ἀφοῦ θά εἶναι ἐμπλουτισμένο ἀπό τήν θεότητα, τήν ἄκτιστη χάρη καί τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά χάνει τήν κτιστότητά του. Τό ἀ­να­στη­μέ­νο σῶ­μα, λοιπόν, θά εἶ­ναι ἐ­ξω­τε­ρι­κά ὅ­πως αὐ­τό πού εἶ­χε κά­θε ἄν­θρω­πος πρίν ἀπό τό θά­να­το, ἀλ­λά μέ δι­α­φο­ρε­τι­κή λει­τουρ­γι­κό­τη­τα, καθώς θά ἔχει θεωθεῖ. Ὁ θεωμένος ἄνθρωπος εἶναι περιγραπτός, ὑπάρχει ἐν τόπῳ περιορισμένῳ καί περιγεγραμμένῳ. Τό σῶμα του εἶναι «τριχῇ διαστατόν», δηλαδή ἔχει τρεῖς διαστάσεις, ἀλλά χωρίς βάρος.
.                     Ἡ ἀ­νά­στα­ση θά εἶ­ναι κοι­νή ὑ­πό­θε­ση γιά δι­καί­ους καί ἀ­δί­κους. Δέν θά ἀ­να­στη­θοῦν ­μό­νο ὅ­σοι «ἐ­κοι­μή­θη­σαν» ἐν Χρι­στῷ, ἀλ­λά «πάν­τες», μέ τή μό­νη δι­α­φο­ρά ὅ­τι οἱ μέν δί­και­οι θά ἀ­να­στη­θοῦν «εἰς ζω­ήν αἰ­ώ­νιον», οἱ δέ ἀ­με­τα­νό­η­τοι ἁ­μαρ­τω­λοί «εἰς αἰ­σχύ­νην» αἰ­ώ­νιον[33][34].
.                     Ἡ πί­στη στήν ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν σω­μά­των κα­θο­ρί­ζει τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας ἀ­πέ­ναν­τι στό σῶ­μα καί μᾶς δι­δά­σκει νά στε­κό­μα­στε μέ σε­βα­σμό μπρο­στά σ’ ­αὐ­τό. Ἐκ­δή­λω­ση αὐ­τοῦ τοῦ σε­βα­σμοῦ εἶ­ναι ἡ πε­ρι­ποί­η­ση τοῦ νε­κροῦ σώ­μα­τος καί ὁ ἐν­τα­φια­σμός του. Εἶ­ναι καί αὐ­τός ἕ­νας λό­γος πού στήν ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση δέν υἱ­ο­θε­τή­θη­κε πο­τέ ἡ καύ­ση ἤ ἡ ἀ­πο­τέ­φρω­ση τῶν νε­κρῶν σω­μά­των. Ἐ­ξάλ­λου ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς εὐ­ω­δί­ας τῶν ἁ­γί­ων λει­ψά­νων καί ἡ ἀ­φθαρ­σί­α τῶν σω­μά­των πολ­λῶν ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, μᾶς δεί­χνει τό δο­ξα­σμό ἀ­κό­μη καί τοῦ θνη­τοῦ σώ­μα­τος πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά γί­νει κα­τοι­κη­τή­ριο τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ καί μᾶς δί­νει μιά πρό­γευ­ση τῆς τε­λι­κῆς κοι­νῆς ἀ­να­στά­σε­ως.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

.                     Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης καί τοῦ ἀκτίστου φωτός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μέ­σα στήν θε­ο­κοι­νω­νί­α οἱ ἄν­θρω­ποι θά εἶ­ναι ὅ­μοι­οι μέ τούς ἀγ­γέ­λους καί μα­ζί τους θά δο­ξο­λο­γοῦν καί θά ὑ­μνοῦν τόν ἀ­κα­τά­λη­πτο Θε­ό, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα θά βρί­σκον­ται σέ κοι­νω­νί­α μέ τίς χο­ρεῖ­ες τῶν ἁ­γί­ων, συμ­πο­λίτες τῶν ἁ­γί­ων καί φί­λοι καί οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ­.
.                     Ἡ Παναγία, πού κατέχει τά δευτερεῖα τῆς θεότητας, ὡς μεθόριο κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως, ζεῖ, ἤδη, κοντά στό Χριστό στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δέν μετέβη, δηλαδή, στόν Παράδεισο, ἀλλά μετέστη καί μέ τήν ψυχή καί μέ τό σῶμα της ἀπευθείας στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
.                    Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἠγαπημένο μαθητή τοῦ Κυρίου μας, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος μετά τήν κοίμησή του μετέστη στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί εἶναι πραγματικά μοναδικό τό γεγονός, πού δέν τό συναντοῦμε σέ καμμία ἄλλη θρησκεία, ὅτι στήν Ἐκκλησία μας ἔχουμε τρεῖς κενούς τάφους, τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας μας καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου.

Νοητός τόπος καί ὄχι αἰσθητός

.                     Ὁ Παράδεισος καί ὁ Ἅδης, ὅπως καί ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί ἡ Αἰώνια Κό­λα­ση, εἶ­ναι καί τόποι καί κυρίως τρόποι ὑπάρξεως. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός κάνει λόγο γιά ἕναν τόπο ὄχι σωματικό, ὑλικό καί αἰσθητό, «ἀλλά τόν ὑπέρ αἴσθησιν μᾶλλον καί νοητόν τόπον». Δηλαδή «ἕναν τόπο νοητό καί ἀσώματο, ὑπερουράνιο καί ὑπερκόσμιο, τόν τόπο τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων, ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί φανερώνει τήν δόξα Του»[34][35].
.                     Καί ὁ μακαριστός π. Σεραφείμ Ρόουζ σημειώνει γιά τό ἴδιο θέμα: «Δέν χρειάζεται νά ἐπιζητοῦμε ἀπό περιέργεια νά γνωρίζουμε κάτι περισσότερο. Αὐτοί οἱ “τόποι” εἶναι τόσο διαφορετικοί ἀπό τίς κοσμικές ἀντιλήψεις μας περί “τόπου” ὥστε σίγουρα θά βρεθοῦμε σέ ἀπελπιστική σύγχυση ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά τούς τοποθετήσουμε “γεωγραφικά” στό χῶρο… Δέν εἶναι στή δικαιοδοσία μας νά καθορίσουμε τά “σύνορα” αὐτῶν τῶν τόπων ἤ νά προσπαθήσουμε νά διακρίνουμε τά χαρακτηριστικά τους»[35][36].
.                     Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπικρίνει τήν περιέργειά μας νά ἀσχολούμαστε καί νά ζητοῦμε νά μάθουμε μέ περιέργεια ποῦ βρίσκονται αὐτοί οἱ τόποι[36][37]. «Καί ποῦ λέγει, καί σέ ποιό τόπο θά εἶναι αὐτή ἡ γέεννα; Τί σ’ ἐνδιαφέρει αὐτό; Γιατί τό ζητούμενο εἶναι, ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὑπάρχει, ὄχι ποῦ ὁρίσθηκε καί σέ ποιό τόπο. Μερικοί βέβαια μυθολογώντας ἰσχυρίζονται ὅτι βρίσκεται στήν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, πράγμα πού λέχθηκε γιά κάποιο πόλεμο τοῦ παρελθόντος, ἀναφέροντας αὐτό στή γέεννα. Ἀλλά, λέγει, σέ ποιό τόπο θά εἶναι; Κάπου ἔξω, ὅπως ἐγώ βέβαια νομίζω, ἀπ’ ὅλο αὐτόν τόν κοσμο. Γιατί ὅπως οἱ φυλακές καί τά μεταλλεῖα βρίσκονται μακριά ἀπό τά βασιλικά ἀνάκτορα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ γέεννα θά εἶναι κάπου ἔξω ἀπό αὐτήν τήν οἰκουμένη. Ἄς μή ζητοῦμε λοιπόν ποῦ βρίσκεται ἡ γέεννα, ἀλλά πῶς μπορεῖ νά τήν ἀποφύγουμε».
.                     Ὅ,τι ἀναφέραμε γιά τόν νοητό «τόπο» τοῦ Παραδείσου, τό ἴδιο, ἀντίστοιχα, ἰσχύει καί γιά τήν κόλαση. Πρόκειται, δηλαδή, περί τόπου νοητοῦ καί ὄχι αἰσθητοῦ.

Ἡ μακαρία κοινωνία τῶν δικαίων

.                     Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν μακαρία κοινωνία τῶν δικαίων μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἀλλά καί μεταξύ τους. Ἔτσι οἱ ψυχές θά ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη, ἀ­κό­μη κι­­ ἄν ἔ­ζη­σαν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐ­πο­χές, ἀ­φοῦ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση θά γί­νε­ται μέ τό δι­ο­ρα­τι­κό μά­τι τῆς ψυ­χῆς καί ὄ­χι μέ τούς ὑ­λι­κούς ὀ­φθαλ­μούς. Ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει ὅ­τι θά ἀ­να­γνω­ρί­σου­με, ὄ­χι μό­νο τούς ἐ­δῶ γνω­στούς μας, ἀλ­λά καί αὐ­τούς πού πο­τέ δέν ἔ­χου­με δεῖ καί αὐ­τή ἡ συ­νά­ντη­ση θά εἶ­ναι «εὐ­φρό­συ­νος»[37][38].

Συνεχής πρόοδος καί βαθμίδες στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν

.                    Αὐτή ἡ κατάσταση εὐφροσύνης δέν θά εἶναι στάσιμη στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ αἰώνια ζωή δέν θά ἔχει στασιμότητα, ἀλλά μία διαρκή κίνηση, μία διαρκή πρόοδο, ἕνα συνεχές ἄνοιγμα σέ χωρητικότητα καί δεκτικότητα τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό γιατί τό κτιστό οὐδέποτε μπορεῖ νά γίνει ἄκτιστο.
.                     Ἡ Κόλαση, σέ ἀντίθεση μέ τόν Παράδεισο, δέν θά βιώνεται αὐξητικά, ἀλλά στάσιμα. Δέν θά ὑπάρχει, δηλαδή, κίνηση καί πρόοδος ἐπί τά χείρω. Κι αὐτό χάρη στήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
.                     Στήν Αἰώνια Ζωή, θά ὑ­πάρ­χουν δι­ά­φο­ρες βαθ­μί­δες, ἀ­νά­λο­γες μέ τήν κα­τά­στα­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀφοῦ «ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ τοῦ πα­τρός μου μο­ναί πολ­λαί εἰ­σιν»[38][39]­. Ἡ πο­σο­τι­κή αὐτή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση στή με­το­χή τῆς χά­ρι­τος, θά εἶναι ἀ­νά­λο­γη μέ τίς προ­σω­πι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ κα­θε­νός, χωρίς, ὅ­μως, νά προ­κα­λεῖ καμ­μί­α λύ­πη ἤ φθόνο σέ ὅ­σους τυ­χόν βρί­σκον­ται σέ χα­μη­λό­τε­ρη κα­τά­στα­ση. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ θέ­ω­ση καί με­γα­λύ­τε­ρη δό­ξα τῶν ἁ­γί­ων θά ἀ­να­κλᾶ καί θά ἐ­πι­τεί­νει τή μα­κα­ρι­ό­τη­τα ὅ­σων θά ἔ­χουν μι­κρό­τε­ρη δό­ξα. Για­τί ἡ Θεί­α Βα­σι­λεί­α θά εἶ­ναι κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης στόν πλη­ρέ­στα­το βαθ­μό.

Ἡ θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός

.                     Ἡ Αἰώνια Ζωή θά εἶναι πλήρης ἀπό τή θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Αὐτό στούς Ἁγίους θά ἐνεργεῖ σάν φῶς καθαρτικό καί φωτιστικό πού θά τούς προκαλεῖ ἄφατη εὐφροσύνη, ἐνῶ σ’ αὐτούς πού θά ἔχουν σκλήρυνση καί πώρωση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη θά ἐνεργεῖ ὡς «πῦρ καταναλῖσκον», «σκότος ἐξώτερον» καί τόπος βασάνου.
.                     Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἔχουν τό ἴδιο τέλος. Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς [κατα]καίη… Ἡ βίωσις, δηλαδή, αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ»[39][40].
.                     Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ὅσο βέβαια εἶναι δυνατό τά κτιστά λόγια νά περιγράψουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τό θεῖο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο καί ἀκραιφνές (καθαρό) φῶς, ἄναρχον καὶ ἀΐδιον, ὁμοιόμορφο, ἀκέραιο, πού ἐμπλουτίζει καί πληροῖ τόν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά καί ἱλαρότητα καί εἶναι πηγή ὑπερφυῶν χαρισμάτων καί ἀποκάλυψη οὐρανίων μυστηρίων.

Ἡ αἰώνια Κόλαση

.                     Ὁ σωματικός θάνατος εἶναι, ὅπως εἴδαμε, ἡ διάρρηξη τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητος καί ὁ ἀποχωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Ὁ πνευματικός θάνατος εἶναι ὁ ἀποχωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Θεό, πού συνιστᾶ τόν «δεύτερο» θάνατο, ὅπως ἀποκαλεῖται στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως[40][41]. Αὐτός ὁ δεύτερος θάνατος εἶναι ἡ βίωση τῆς αἰωνίου κολάσεως.
.                     Ὁ πρῶτος, ὁ σωματικός θάνατος ἀποδείχτηκε «θνητός», ἀφοῦ τόν νίκησε μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός μας. Ὁ «δεύτερος», ὅμως, θάνατος θά ἐκτείνεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ κόλαση θά εἶναι ὁ «ἀθάνατος» θάνατος. Ἡ κόλαση, ἄλλωστε, εἶναι ταυτισμένη μέ τόν θάνατο· εἶναι ἕνας διαρκής καί ἀτελεύτητος θάνατος.
.                     Κόλαση εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ ἀμεθεξία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἀλλά καί μέ ὁ,τιδήποτε κτιστό. Εἶναι ἡ ἀπόλυτη τραγικότητα καί ἡ ὀδύνη πού αἰσθάνεσαι, καθώς, παρότι ἔχεις πλήρη συνείδηση ὅτι ὑπάρχεις, ἀδυνατεῖς νά ἐκπληρώσεις τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς σου, πού εἶναι ἡ κοινωνία σου μέ τόν Θεό, τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς σου, δηλαδή. Αὐτή ἡ ἀπόλυτη ἀκοινωνησία μέ τήν πηγή τῆς Ζωῆς, δέν θά εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν κοινωνία τοῦ θανάτου.
.                     Ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ζωή χωρίς Χριστό εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δέν εἶναι ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μή ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἤ θά εἶσαι στή ζωή ἤ στό θάνατο. Ἀπό σένα ἐξαρτᾶται νά διαλέξεις»[41][42].
.                     Συνεπῶς ἡ κόλαση εἶναι ἡ ἀκύρωση τῆς ζωῆς. Εἶναι μιά ἄπελπις κατάσταση στόν τραγικότερο βαθμό βιώσεώς της. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἀπογοήτευση, ἀλλά ἡ ὑπαρξιακή βίωση τῆς τραγικότητας αὐτῆς τῆς ἀπογοητεύσεως καί μάλιστα, χωρίς τήν ἐλάχιστη διέξοδο, χωρίς τήν παραμικρή ἐλπίδα καί χωρίς τήν δυνατότητα μετανοίας. Ἡ Κό­λα­ση εἶ­ναι τό μαρ­τύ­ριο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, καί ἡ λύ­πη στήν καρ­διά ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, πού ἔ­γι­νε σέ βά­ρος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.
.                     Ὁ Θεός εἶναι, κατεξοχήν καί κατά κυριολεξία, ὁ μόνος καλός καί ἀγαθός. Κατά συνέπεια, κάθε ἐνέργειά Του εἶναι καλή καί ἀγαθή καθ’ ἑαυτήν. Ἡ πρόσληψη, ὅμως, αὐτῆς τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐλεύθερη προαίρεση καί τήν δεκτικότητα τοῦ αὐτεξούσιου ἀνθρώπου καί τῶν ἐπιλογῶν του ἔναντι τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ.
.                    Κατά συνέπεια, τά λογικά ὄντα, οἱ ἄνθρωποι, πού ἀδυνατοῦν νά προσλάβουν τό κάλλος τοῦ μόνου Καλοῦ καί τήν ἀγαθότητα τοῦ μόνου Ἀγαθοῦ, ἀκυρώνουν τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους νά κοινωνοῦν ἀγαπητικά μέ τόν Δημιουργό τους καί ἔτσι αὐτοκαταδικάζονται στήν ἀμεθεξία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀμεθεξία αὐτή τῆς Χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ βιώνεται ὡς ἡ ὀδυνηρότερη ὑπαρξιακή ἐμπειρία τους, ὡς κόλασή τους καί ὡς μάστιγά τους. Κατά συνέπεια, σέ καμία περίπτωση ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ. Αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι μόνον ἡ κακή προαίρεση τῶν ἀνθρώπων.
.                     Ἐ­νῶ ἡ πα­ρα­δεί­σι­α ζω­ή θά εἶ­ναι «φι­λί­α», ἡ κό­λα­ση θά εἶ­ναι «ἀ­φι­λί­α» καί ἀ­κοι­νω­νη­σί­α τό­σο σέ σχέ­ση μέ τό Θε­ό ὅ­σο καί μέ τούς ἄλ­λους, ἀφοῦ οἱ δυστυχεῖς κολασμένοι θά στεροῦνται καί τό δῶρο τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν ἄλλων πού θά χαρίσει ὁ Θεός μόνο σέ ὅσους θά σωθοῦν.
.                     Ἡ παραμονή, λοιπόν, στήν Κόλαση θά χαρακτηρίζεται ἀπό τέ­λει­α ἀ­κοι­νω­νη­σί­α καί ἀ­φι­λί­α. Θά εἶναι ζω­ή ἀ­νέ­ρα­στη καί βυ­θι­σμέ­νη σέ ὀ­δυ­νη­ρή μο­να­ξι­ά καί ἀ­πελ­πι­σί­α.

Οἱ συνέπειες τῆς πτώσεως στήν κτίση

.                     Ὅπως ἀναφέραμε στήν πρώτη ἑνότητα τῆς ὁμιλίας μας, μιλώντας γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεός δημιούργησε τήν κτίση «ἐκ τοῦ μή ὄντος» καί τόν ἄνθρωπο ὡς κορωνίδα τῆς δημιουργίας καί βασιλέα τῆς κτίσεως. Ὅμως, ἡ ἀ­πο­στα­σί­α καί ἡ πτώ­ση τοῦ ἀνθρώπου ἀ­πο­συν­θέ­τει καί ὅ­λο τό βασίλειό του. Ὁ μεταπτωτικός ἄν­θρω­πος βι­ώ­νει τήν δι­α­τά­ρα­ξη τῶν σχέ­σε­ών του μέ τό συ­νάν­θρω­πό του, ἀλ­λά καί μέ ὁλόκληρη τήν κτί­ση. Κι αὐτό γιατί ἡ ὁ­μα­λή συ­νύ­παρ­ξη μα­ζί τους στη­ρι­ζό­ταν στήν ἀ­γα­πη­τι­κή σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α πού εἶ­χε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μέ τό Θε­ό καί τήν ὁποία διέκοψε μέ τήν παρακοή του στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Οἱ συ­νέ­πει­ες τῆς πτώ­σε­ως τοῦ ἀνθρώπου, κατά συνέπεια, δέν πε­ρι­ο­ρί­στη­καν μόνο στό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ἀλ­λά ἐ­πε­κτά­θη­καν στήν ἄλ­ο­γη φύ­ση καί στά ἄ­λο­γα ζῶ­α. «Πᾶ­σα ἡ κτί­σις συ­στε­νά­ζει καί συ­νωδί­νει ἄ­χρι τοῦ νῦν»[42][43] (Δηλ. ὡς τώρα ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί συμπάσχει μαζί μας μέχρι σήμερα).

Ἡ ἀνακαίνιση τῆς δημιουργίας (καινή κτίση)

.                     Ὅπως, ὅμως, τό φθαρτό ἀνθρώπινο σῶμα θά ἀναστηθεῖ, θά ἀνακαινισθεῖ καί θά γίνει ἄφθαρτο καί πνευματικό, ἔτσι θά ἀνακαινισθεῖ καί ὁλόκληρη ἡ κτίση καί θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν δουλεία καί τήν φθαρτότητα. «Καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[43][44], μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δηλαδή, «Ὅλη ἡ κτίση προσμένει μέ λαχτάρα πότε θά φανερωθεῖ ἡ δόξα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε, βέβαια, πώς ἡ κτίση ὑποτάχθηκε καί αὐτή στή φθορά, ὄχι θεληματικά, ἀλλ’ ἐξαιτίας ἐκείνου πού τήν ὑπέταξε. Ἔχει ὅμως πάντοτε τήν ἐλπίδα, κι αὐτή ἀκόμα ἡ κτίση, πώς θά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στή φθορά καί θά συμμετάσχει στήν ἐλευθερία πού θά ἀπολαμβάνουν τά δοξασμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ».
.                     Ὑπάρχει πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων πού μᾶς μιλοῦν γιά τή συνέχεια ὑπάρξεως τῆς κτίσεως μέ μιά διαφορετική μορφή, ἀπαλλαγμένη ἀπό τή φθορά. Μιλοῦν γιά τήν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως, γιά «καινούς οὐρανοὺς καὶ γῆν καινήν».[44][45] Ἀπό ὅλα αὐτά συμπεραίνουμε ὅτι ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει δέν θά ἐξαφανιστεῖ, δέν θά ὁδηγηθεῖ στήν ἀνυπαρξία, ἀλλά θά μεταποιηθεῖ, θά ἀνακαινισθεῖ καί θά διακονήσει τόν ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο στή νέα του ἄφθαρτη ζωή, στήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη πραγματικότητα. Ὁ λυτρωμένος καί ἀναστημένος ἄνθρωπος δέν θά ἀποσπαστεῖ ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλά θά ζήσει σ’ αὐτήν, πού «μεταποιημένη» θά ἀποτελέσει τό νέο του πνευματικό «κατοικητήριο».
.                     Ὅταν βέβαια κάνουμε λόγο γιά ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως, γιά καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν, δέν ἐννοοῦμε ὅτι θά ἐπιστρέψει στήν κατάσταση πού ἦταν στόν πρῶτο Παράδεισο, πρό τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ. Τότε ὁ Ἀδάμ ἦταν αἰσθητός καί τρεπτός. Ὅμως μέ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων ὁ Ἀδάμ θά εἶναι πνευματικός. Κατά ἀνάλογο τρόπο, καί ὁλόκληρη ἡ κτίση, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, θά μεταποιηθεῖ «εἰς ἄϋλον καί πνευματικόν ὑπέρ πᾶσαν αἴσθησιν ἐν τῆ παλιγγενεσίᾳ… οἰκητήριον»[45][46]. Ἔτσι θά ἀποκατασταθοῦν καί πάλι οἱ σχέ­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν κό­σμο καί ἡ ἁρ­μο­νί­α, ἡ κοι­νω­νί­α καί ἡ ἀ­γά­πη θά βα­σι­λεύ­σει πάλι ἀ­νά­με­σά τους.

Ἐπίλογος

Ἀγαπητοί μας, ἀδελφοί,

.                     Προσπαθήσαμε, ὅσο μᾶς τό ἐπέτρεψαν τά χρονικά ὅρια τῆς ἀποψινῆς μας ὁμιλίας, νά σκιαγραφήσουμε κάποιες κύριες ἔννοιες τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, τῆς μετά θάνατον ζωῆς, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας καί τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων μας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Πρόκειται πραγματικά γιά θεμελιώδη καί πρωταρχικά ζητήματα τῆς πίστεώς μας.
.                     Θά θέλαμε αὐτό νά τό διατυπώσουμε μέ κάθε σαφήνεια καί κατηγορηματικότητα: ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεάνθρωπο Χριστό μας καί τήν Ἀνάστασή Του, ὅποιος δέν πιστεύει στήν κοινή ἀνάσταση ὅλων μας, ὅποιος δέν πιστεύει στήν Δευτέρα Παρουσία, τήν μέλλουσα Κρίση καί τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, αὐτός δέν μπορεῖ οὐσιαστικά οὔτε νά εἶναι οὔτε καί νά λέγεται χριστιανός καί μάλιστα ὀρθόδοξος.
.                     Ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι τό ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­το ἐ­κεῖ­νο γε­γο­νός, πού κα­τά τρό­πο μο­να­δι­κό, δει­κνύ­ει καί ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός Θε­ός καί Κύ­ρι­ος σέ ὅ­λους τούς ὁ­ρα­τούς καί ἀ­ο­ρά­τους κό­σμους. Ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά ἡ πρα­γμα­τι­κό­τητ­α τοῦ ἑ­νός καί μο­να­δι­κοῦ θαύ­μα­τος, τοῦ θαύ­μα­τος τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χί­ζε­ται καί θά συ­νε­χί­ζε­ται στίς καρ­δι­ές ὅ­λων τῶν Χρι­στι­α­νῶν μέ­χρι τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας.
.                     Ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος καί δογματολόγος τῆς ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, διεκήρυσσε ὅτι «ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε κἄν χριστιανισμός. Μεταξύ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τά ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπό αὐτό καί συνοψίζονται εἰς αὐτό… Τό νά πιστεύη κανείς εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν, τοῦτο σημαίνει νά ἀγωνίζεται διαρκῶς τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανάτου»[46][47].
.                     Καί καταλήγει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς πανηγυρικά καί δοξαστικά:
.                     «Σταθῆτε ὅλα τά σύμπαντα, ὅλοι οἱ ὑπάρχοντες κόσμοι, καί ὅλα τά ὄντα! Κάτω ὅλαι αἱ καρδίαι, ὅλοι οἱ νόες, ὅλαι αἱ ζωαί, ὅλαι αἱ ἀθανασίαι, ὅλαι αἱ αἰωνιότητες! Διότι, ὅλα αὐτά ἄνευ τοῦ Χριστοῦ εἶναι δι’ ἐμέ κόλασις. Ἡ μία κόλασις δίπλα εἰς τήν ἄλλην κόλασιν. Ὅλα εἶναι ἀναρίθμητοι καί ἀτελεύτητοι κολάσεις καί εἰς τό ὕψος καί εἰς τό βάθος καί εἰς τό πλάτος. Ἡ ζωή ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀλήθεια ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἥλιος ἄνευ τοῦ Χριστοῦ καί τά σύμπαντα χωρίς Αὐτόν, -ὅλα εἶναι τρομερά ἀνοησία, ἀνυπόφορον μαρτύριον, σισύφειον βάσανον, κόλασις! Δέν θέλω οὔτε τήν ζωήν, οὔτε τόν θάνατον ἄνευ Σοῦ, Γλυκύτατε Κύριε! Δέν θελω οὔτε τήν ἀλήθειαν, οὔτε τήν δικαιοσύνην, οὔτε τόν παράδεισον, οὔτε τήν αἰωνιότητα. Ὄχι, ὄχι! Ἐσένα μόνον θέλω, Ἐσύ μόνον νά εἶσαι εἰς ὅλα, ἐν πᾶσι καί ὑπεράνω ὅλων!…». Ἀμήν.

ΠΗΓΗ: epomeni-tois-agiois-patrasi.blogspot.com

———————————-

[1][2] Πλάτωνος Φαίδων, 63b 4- 69e 2

[2][3] Ἰω. 1, 1-3

[3][4] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως “Ἱερή Κατήχηση τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἤτοι τῆς μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας”, κεφ. 4, Περί τῆς δημιουργίας τῶν Ἀγγέλων

[4][5] Μεγάλου Βασιλείου, περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. 16, ΕΠΕ 10, σελ. 380-381

[5][6] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὅ.π.

[6][7] Γέν. 1, 26-28

[7][8] Γέν. 2, 7

[8][9] Βλ. Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ 1, σελ. 142

[9][10] Φιλίππου Σολιταρίου (1105), Βίβλος ἡ λεγομένη Διόπτρα, ἤτοι στάθμη πίστεως

[10][11] Ἁγίου Ἰωάννη Δαμασκηνού, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94:1088

[11][12] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 853A

[12][13] Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 9, 562, PG151,260Α.

[13][14] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλυκον 2, 27.

[14][15] Γέν. 2, 16-17

[15][16] Γέν. 3, 4-5

[16][17] Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Πε­ρί Δι­α­φό­ρων Ἀ­πο­ρι­ῶν, Φι­λο­κα­λί­α Νη­πτι­κῶν καί Ἀ­σκη­τι­κῶν, σελ. 194

[17][18] Σοφ. Σολ. Α΄ 13-25

[18][19] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, σελ. 50

[19][20] Α΄Κορινθ. ιε΄, 22.

[20][21] Βλ. Ν. Π. Βασιλειάδη, Τό Μυστήριον τοῦ Θανάτου, ἐκδ. «Σωτήρ», Ἀθήνα 1984, σελ. 78.

[21][22] Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 345Α.

[22][23] Νεκρώσιμοι καί Ἐπιμνημόσυναι Ἀκολουθίαι, Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1972, σελ. 213.

[23][24] PG 46, 876-7

[24][25] Ψαλμ. 106, 16

[25][26] Α΄ Κορ. 15, 13-14

[26][27] Α΄ Κορ. 15, 20

[27][28] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τήν Γ΄ Ὠδήν τοῦ πρώτου Κανόνος τῆς Μεταμορφώσεως, Ἑορτοδρόμιο, ἐκδ. Σπανός, σ. 594

[28][29] Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, παρ. 100, ΕΠΕ 1, 566

[29][30] Α΄ Κορ. 15, 35

[30][31] «οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει» (Α΄Κορ. 15, 42-43)

[31][32] Κορ. Α΄, 15, 44

[32][33] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α΄ Κορινθίους, Ὁμιλία ΜΑ΄, MPG 61.357.4-6

[33][34] Ἰω. 5, 28-29

[34][35] Μάρκου Εὐγενικοῦ, ΡΟ 15, σελ. 153

[35][36] π. Σεραφείμ Ρόουζ, Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο, ἐκδ. Μυριόβιβλος, σελ. 214

[36][37] «Καὶ ποῦ, φησί, καὶ ἐν ποίῳ χωρίῳ αὕτη ἔσται ἡ γέενα; Τί γάρ σοι τούτου μέλει; τὸ γὰρ ζητούμενον, δεῖξαι ὅτι ἐστίν, οὐχ ὅπου τεταμίευται καὶ ἐν ποίῳ χωρίῳ. Τινὲς μὲν γὰρ μυθολογοῦντες φασιν, ὅτι ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ Ἰωσαφάτ, ὃ περὶ πολέμου τινός εἴρηται παρελθόντος, καὶ νῦν τοῦτο εἰς τὴν γέεναν ἕλκοντες˙ ἡ δὲ Γραφὴ οὐ τοῦτό φησιν. Ἀλλ’ ἐν ποίῳ τόπῳ, φησίν, ἔσται; Ἔξω που, ὡς ἔγωγε οἶμαι, τοῦ κόσμου παντός. Καθάπερ γὰρ τῶν βασιλείων τὰ δεσμωτήρια καὶ τὰ μέταλλα πόῤῥῳ διέστηκεν, οὕτω καὶ τῆς οἰκουμένης ταύτης ἔξω που ἔσται ἡ γέενα. Μή τοίνυν ζητῶμεν ποῦ ἐστιν, ἀλλά πῶς ἄν αὐτὴν φύγοιμεν»

[37][38] Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ὅ.π.

[38][39] Ἰω. 14, 2

[39][40] Πρωτοπρ. Ἰω. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, ἔκδ. «Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 47-48

[40][41] Ἀποκ. Κ΄ 14, «οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν».

[41][42] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος καί Λόγοι, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2017

σελ. 235-238

[42][43] Ρωμ. η΄ 20-22

[43][44] Ρωμ. 8, 19-22

[44][45] Β΄ Πέτρου, γ΄, 13.

[45][46] Ἁγ. Συμεών Νέου Θεολόγου, SC 122, σ. 212-214

[46][47] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σελ. 41

, , , , , , , , , , , , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-4 «Ὁ Θεὸς δὲν ἐπέβαλε τὸν θάνατο γιὰ νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν παρακοή του» (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

Τὸ φυσικὸ κακὸ
εἶναι ἀπόρροια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος

Μέρος Δ´

ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κατερέλου
«Τὸ καυτὸ πρόβλημα τῆς Θεοδικίας»
(Γιατί νὰ ὑπάρχουν ἡ θλίψη καὶ τὸ κακὸ στὸν κόσμο;)

ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσ/νίκη 2015, σελ. 87 κ. ἑξ.

Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογρ.»

Μέρος Α´: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-1 (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

Mέρος Β´: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-2 «Οἱ ἐμπρησμοί, οἱ φωτιές, οἱ πλημμύρες, οἱ τρικυμίες, οἱ καύσωνες, οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι, οἱ ἀνεμοθύελλες, ποὺ σαρώνουν τὰ πάντα στὸ πέρασμά τους»(Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

Μέρος Γ´: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-3 «Ὅλα τὰ “κακά” καὶ οἱ ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγουν: “ἔ, ἄνθρωπε, μὴ συμπεριφέρεσαι σὰν νὰ εἶσαι ἀθάνατος”» (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

.                 Ἀπὸ τότε, τὸ σχῆμα «ἡδονὴ ≠ ὀδύνη» ἀποτελεῖ ἕνα συνεχὲς θλιβερὸ καὶ ἐντελῶς ἀδιάσπαστο δίπολο. Δηλαδή, πηγαίνουν αὐτὰ τὰ δύο πάντα μαζί. Εἶναι ἀχώριστα. Ἡ ἡδονὴ γεννᾶ ὀδύνη. Ἤ, διαφορετικά, ἡ ὀδύνη εἶναι σύμφυτος-«συνώνυμος» τῆς ἡδονῆς. Καὶ ὁ θάνατος γίνεται «συνώνυμος» τῆς ζωῆς. Διότι, δὲν πεθαίνομε στὴν τάδε ἡλικία, ἀλλὰ ἀρχίζει ὁ θάνατός μας, ἀρχίζει ἡ φθορά μας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς μας. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς, ξεκινᾶ καὶ ἡ ἀντίστροφη μέτρησίς μας πρὸς τὸν θάνατο. Ὁπότε κάθε φορά, ποὺ δυστυχῶς γιὰ τὴν ἐποχή μας ἑορτάζομε μὲ τόση λαμπρότητα τὰ γενέθλιά μας, κατ’ οὐσίαν ἑορτάζομε τὸ πλησίασμά μας κατὰ ἕνα χρόνο πρὸς τὸν θάνατό μας. (Σημ. «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛ.»: Στοὺς ἑορτασμοὺς γενεθλίων ἐπιδίδονται μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἐπ᾽ ἐσχάτων Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς θέλοντας προφανῶς νὰ διαλαλήσουν τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου…!!!)
.                 Λοιπόν, ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸ ἀνθρώπινο γένος ὡς παμμέγιστος παρείσακτος, ὡς ἡ μεγαλυτέρα παραφωνία μόνον φθόνῳ καὶ συνεργείᾳ τοῦ Διαβόλου. Δὲν ἀποτελεῖ τὸ κατ’ εὐδοκίαν, ἀλλὰ τὸ κατὰ παραχώρησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἕως καὶ βλασφημία, ὅταν ἐσφαλμένως νομίζωμε ὅτι ὁ Θεὸς εἰσήγαγε τὸν θάνατο στὸ ἀνθρώπινο γένος.
.                 Στὸ σημεῖο αὐτὸ κρίνεται ἀπαραίτητο νὰ ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἰσῆλθε ὡς τιμωρία γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ δὲν ἐπέβαλε τὸν θάνατο γιὰ νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν παρακοή του. Δὲν εἰσάγεται ὁ θάνατος λόγῳ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἁπλῶς, μὲ τὴν πτῶσι ἀναδεικνύεται, ἀναφαίνεται, ἀποκαλύπτεται καὶ προβάλλεται ἡ φυσικὴ ἀδυναμία πλέον νὰ γίνη ὑπέρβασις τοῦ θανάτου καὶ γι’ αὐτὸ καθίσταται ἡ κτίσις ἀνίκανη νὰ ἀποφύγη τὸν θάνατο καὶ αὐτομάτως ἐνεργοποιεῖται ὁ μεταπτωτικὸς μηχανισμὸς τῆς φθορᾶς ποὺ ὁδηγεῖ καὶ καταλήγει στὸν θάνατο. Δὲν εἶναι δυνατόν το κτιστὸν νὰ ἀποφύγη τὴν ἐπάνοδό του εἰς τὸ μηδέν, ἀπ’ ὅπου καὶ προῆλθε, παρὰ μόνον ἐὰν εὑρίσκεται σὲ διαρκῆ σχέσι μὲ τὸ ἄκτιστο, δηλαδὴ μὲ τὸν Δημιουργὸ Θεό. Μόνον δηλαδὴ μὲ τὴν θέλησι-ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρθῆ ὁ θάνατος. Αὐτὸ ὅμως, μὲ δεδομένη τὴν ἀγαθότητα καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἐξαρτᾶται τελικὰ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσι ἢ ὄχι τοῦ λογικοῦ κτίσματος.
.                 Λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι ἡ κτίσις ἔχει στὴν φύσι της τὸ μηδὲν καὶ τὸν θάνατον. Ὅ,τι ἔχει ἀρχή, δὲν ἠμπορεῖ ἀπὸ μόνο του νὰ παραμείνη αἰώνιο, παρὰ μόνο μὲ τὴν θέλησι τοῦ ἀϊδίου Δημιουργοῦ Του. Καὶ πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρὶν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὁ θάνατος ἦταν μία ἐγγενὴς πραγματικότης εἰς τὴν κτίσι, μὴ ἐνεργοποιηθεῖσα ὅμως. Mετὰ τὴν πτῶσι ἐνεργοποιήθηκε. Ἔτσι λοιπόν μὲ τὴν πτῶσι κυριαρχεῖ ὁ θάνατος, διότι, ὅπως εἴπαμε, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτομάτως καὶ φυσικῷ τῷ τρόπῳ προβάλλεται ἡ ἔμφυτη ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ μόνος του νὰ ὑπερβῆ τὸν θάνατο.
.                 Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ μεταπτωτικὴ κατάστασις τοῦ θανάτου, ἂν δοῦμε τὸ θέμα μέσα ἀπὸ ἕνα καθαρὰ πνευματικὸ πρίσμα, καὶ πάλιν εἶναι εὐεργεσία, διότι κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὴν ζωή μας «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Γιὰ νὰ μὴ γίνη δηλαδὴ αὐτὴ ἡ νέα μεταπτωτικὴ ἁμαρτωλὴ κατάστασις ἀθάνατη, γιὰ νὰ παύση κάποτε νὰ ὑπάρχη σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἡ ἁμαρτία. Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ μείνη ἀτελεύτητη, καὶ τοὐτέστιν ἀθεράπευτη, αὐτὴ ἡ νέα ἁμαρτωλὴ κατάστασις. Διότι, ἐὰν τὸ φιλοσοφήσωμε, θὰ παύσωμε ὅλοι μας νὰ ἁμαρτάνωμε, μόνον ὅταν πεθάνωμε.
[…]
.                 Μόνον μετὰ τὴν Ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ παύση ἐντελῶς νὰ ὑπάρχη ὀντολογικῶς ἡ ἁμαρτία, καὶ σὲ προσωπικὸ καὶ σὲ γενικὸ ἐπίπεδο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-5 «Ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τοῦ Παραδείσου ἐπιλέξαμε καὶ φύγαμε καὶ καταλήξαμε στὴν ὀδύνη» (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

, , , , , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-3 «Ὅλα τὰ “κακά” καὶ οἱ ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγουν: “ἔ, ἄνθρωπε, μὴ συμπεριφέρεσαι σὰν νὰ εἶσαι ἀθάνατος”» (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

Τὸ φυσικὸ κακὸ
εἶναι ἀπόρροια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος

Μέρος Γ´

ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κατερέλου
«Τὸ καυτὸ πρόβλημα τῆς Θεοδικίας»
(Γιατί νὰ ὑπάρχουν ἡ θλίψη καὶ τὸ κακὸ στὸν κόσμο;)

ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσ/νίκη 2015, σελ. 87 κ. ἑξ.

Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογρ.»

Μέρος Α´: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-1 (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

Mέρος Β´: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-2 «Οἱ ἐμπρησμοί, οἱ φωτιές, οἱ πλημμύρες, οἱ τρικυμίες, οἱ καύσωνες, οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι, οἱ ἀνεμοθύελλες, ποὺ σαρώνουν τὰ πάντα στὸ πέρασμά τους»(Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

.             Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ θλιβερὴ ἱστορία, ποὺ μὲ μία πρώτη ἐπιπόλαιη ματιὰ φαίνεται μύθος στοὺς ὀρθολογιστές, ἀθέους, κ.λπ. Ὅμως, κατὰ γενικὴ ὁμολογία, εἶναι ἡ μόνη διήγησις, ἔστω καὶ θεωρητικά, ποὺ ἐξηγεῖ τὸ θλιβερώτατο φαινόμενο τῆς εἰσαγωγῆς στὸ ἀνθρώπινο γένος τῆς ὀδύνης, τῆς φθορᾶς, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν θάνατο. Πουθενὰ ἀλλοῦ, σὲ καμμία ἄλλη ψευδοθρησκεία ἢ ἀνθρωπίνη φιλοσοφία δὲν ὑπάρχει πλήρης ἐξήγησις τοῦ φαινομένου τῆς φθαρτότητος καὶ τοῦ θανάτου. Περιττὸ νὰ εἴπωμε, ὅτι οἱ ὑπόλοιπες θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις καὶ προϊόντα δαιμονικῶν «ἀποκαλύψεων», καὶ ὄχι ἀποκεκαλυμμένες ἐκ Θεοῦ ἀλήθειες.
Στὸν Παράδεισο ὅμως, ὁ Ἑωσφόρος ἐζήλεψε τὴν δόξα καὶ τὴν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ὑπεσχέθη αὐτοθέωσι καὶ αὐτολύτρωσι. Ὑποσχέθηκε στοὺς πρωτοπλάστους, ὅτι, ἐὰν ἐδοκίμαζαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, τότε θὰ ἐγίνοντο ἰσόθεοι.

[…]

.                Ἐν ἀντιθέσει μὲ ὅλα αὐτά, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι νὰ μετέχη ὁ ἄνθρωπος, ὁλοένα καὶ περισσότερο, στὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδική Του θεϊκὴ βοήθεια.
.                   Ἐξαπατώμενοι λοιπὸν ἀπὸ τὸν Διάβολο, ἄρχισαν οἱ πρωτόπλαστοι νὰ περιεργάζωνται τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Καὶ πρώτη ἡ Εὔα διεπίστωσε, ὅτι ἦτο ὡραῖος στὴν ὅρασι καὶ ἡδονικὸς στὴν γεῦσι. Ἀκριβῶς τότε, ἄρχισε νὰ γεννᾶται ἡ ἔνοχος ἡδονὴ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ἱστορικὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι. Καὶ λέγομεν αὐτὴν τὴν ἡδονὴ «ἔνοχη», διότι ὁλόκληρος ὁ Παράδεισος ἦτο τόπος, καὶ προπαντὸς κατάστασις, νομίμου καὶ ἀπλήστου ἡδονῆς καὶ θεοαπολαύσεως. Ἡ ἐνοχὴ δὲν εὑρίσκετο αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ στὸν καρπό, ἀλλὰ στὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Στὴν παρακοὴ δηλαδὴ στὴν μοναδικὴ αὐθεντία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνοχὴ λοιπὸν εὑρίσκετο στὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπεξαρτητοποιηθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Σημειωτέον δέ, ὅτι αὐτὴ ἡ δέσμευσις ὑπῆρχε στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ δοκιμασθῆ τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία του.
.               Αὐτὴ ὅμως ἡ ἔνοχη ἡδονὴ τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὴν γεῦσι εἰδικὰ αὐτοῦ του καρποῦ, ἐγέννησε τὴν ὀδύνη. Ἐβγῆκαν τοπικὰ καὶ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς των. Καὶ θὰ ἐγεύοντο ἀργότερα τὸν θάνατο, ποὺ πρὶν τοὺς ἦτο ἄγνωστος. Εἶναι ἀναντίρρητο, ὅτι κορυφαία ὀδύνη τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Καὶ ἀκολουθοῦν οἱ πολυποίκιλες ἀρρώστειες, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν στὸ βάθος τους παρὰ τὸ προμήνυμα αὐτοῦ τούτου τοῦ θανάτου.
.                Στὴν οὐσία τους τί εἶναι οἱ ἀρρώστειες; Εἶναι τὸ καμπανάκι ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν θάνατο καὶ μᾶς προσγειώνει σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι. Ὅλες αὐτὲς οἱ πρὸ τοῦ θανάτου μας ταλαιπωρίες εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγουν «ἔ, ἄνθρωπε, μὴ συμπεριφέρεσαι σὰν νὰ εἶσαι ἀθάνατος».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ-4 «Ὁ Θεὸς δὲν ἐπέβαλε τὸν θάνατο γιὰ νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν παρακοή του» (Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος)

, , , ,

Σχολιάστε