Ἄρθρα σημειωμένα ὡς π. Γ. Δορμπαράκης

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ («Τὰ ψυχολογικὰ λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται μὲ λανθασμένους τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν λογισμῶν».)

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ

 (Ἐν ὄψει τῆς Πεντηκοστῆς)

.             Στὸν χριστιανισμό, ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν κατανοεῖται κατὰ τὴν συνήθη ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος θεωρεῖ πνευματικὴ ζωὴ συνήθως τὴν ζωὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὰ γράμματα, μὲ τὶς τέχνες, μὲ τὶς ἐπιστῆμες. Γι’  αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζει ἀντιστοίχως πνευματικὸ ἄνθρωπο τὸν μορφωμένο ἄνθρωπο, τὸν καλλιτέχνη, τὸν ἐπιστήμονα, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Πνευματικὴ ζωὴ ὅμως κατὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἡ ζωὴ πρωτίστως ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τὴν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅποιος ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, αὐτὸς καὶ μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικὸς ἄνθρωπος. «Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται οὗτοι εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ» (ἀπόστολος Παῦλος).
.             Αὐτὴ ἡ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ζωὴ συνιστᾶ καὶ τὸν σκοπὸὅλης τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Ἀφήνοντας τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σημειώνουμε αὐτὸ ποὺὁ νεώτερος ἅγιος τῆς Ρωσικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς καθ’  ὅλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶχε πεῖ: «Ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Ὄχι ἁπλῶς νὰ γίνει ὁἄνθρωπος ἕνας καλὸς ἄνθρωπος, ἕνας κοινωνικὸς ἐργάτης, ἕνας ἀλτρουϊστής, μὲ ἄλλα λόγια νὰ βρίσκεται στὸν κόσμο τοῦτο σ’  ἕνα καλὸ ὁριζόντιο ἐπίπεδο, ἀλλὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν αὐθαιρετεῖ ὁ ἅγιος οὔτε ἐκφράζει κάτι ποὺ ἀνάγεται στὸν χῶρο τῆς φαντασίας. Ὁ ἰσχυρισμός του εἶναι ὅ,τι ἀποτελεῖ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι μὲἄλλα λόγια ἔφερε ὁ ἴδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, Ἰησοῦς Χριστός. Διότι ὁ Χριστὸς ἦλθε, προκειμένου νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό, ἐντάσσοντας τὸν μέσα στὸν ἑαυτό Του καὶ κάνοντας τον ἑπομένως προέκταση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ Του. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα». «Μέλη Χριστοῦ ἐσμεν». Κι αὐτὸ πραγματοποιεῖται διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, διὰ τοῦ ἁγίου χρίσματος, διὰ τῆς μετοχῆς στὴ Θεία Εὐχαριστία, κι ὅλα αὐτὰ μέσα στὸ κλίμα τῆς μετάνοιας.
.             Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ οὐσιαστικὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺὁἄνθρωπος θὰἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, καὶ  παραπέμπει  πάντοτε σ’ αὐτὸ ποὺὀνομάζεται χριστιανικὴ ζωή. Πνευματικὴ ζωὴ καὶ χριστιανικὴ ζωὴ βρίσκονται σὲ σχέση ταύτισης. Κάθε ἄλλη συνεπῶς πνευματικότητα, ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, δὲν θεωρεῖται ὀρθή, δηλαδὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πνευματικότητα, μᾶλλον παραπέμπει σὲ κάτι ἐπικίνδυνο, γιατί λαμβάνουν μέρος καὶ «ἄλλα πνεύματα», ξένα πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὡς ἀπόκτησης τοῦ ἁγίου Πνεύματος ταυτίζεται μὲ τὴ φανέρωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, χάρης τὴν ὁποία ἤδη ἔχει λάβει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὸ χρίσμα. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ καλεῖται νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι, αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ.
.             Ἡ φανέρωση αὐτή, τὸ νὰ γίνεται ὁἄνθρωπος αὐτὸ ποὺ εἶναι, νὰ ἐπιβεβαιώνει μὲἄλλα λόγια ὅτι εἶναι μέλος Χριστοῦ, δὲν πραγματοποιεῖται εὔκολα καὶ μονομιᾶς. Ἀφ᾽ ὅτου ὁἄνθρωπος ἁμάρτησε καὶ ἡ ἁμαρτία ὡς τάση ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν τυραννᾶ, παρ’  ὅλη τὴν υἱοθεσία του ἀπὸ τὸν Χριστό, ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι εὔκολη. Ἀπαιτεῖται ἡ ἀδιάκοπη συνεργασία τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’  αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοί μας σημειώνουν ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει δυναμικὸ καὶ ἐνεργητικὸ χαρακτήρα. Περιλαμβάνει δὲ τρία στάδια, ποὺ τὰ κατονομάζουν, χωρὶς πάντοτε νὰ δένονται μὲ τοὺς ἴδιους ὅρους: τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση.
.             Τὸ κρισιμότερο στάδιο ἀπὸ τὰ τρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ πρῶτο, τῆς κάθαρσης. Γιατί σ’  αὐτὸ κατ᾽ ἐξοχὴν φανερώνεται ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Θεό. Σ’  αὐτὸ τὸ στάδιο ὁἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ καρδιά του νὰ γίνει κάτοπτρο ποὺ ἀντανακλᾶ τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτὸς τοῦ Θεοῦ. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Κατὰἀναλογία τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς του ἔρχεται ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, ὁπότε ὁ πιστὸς ἀρχίζει νὰ φανερώνει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν νὰ ἔχει πάρει μορφὴ μέσα του ὁ Χριστός. Ἔτσι πνευματικὸς ἄνθρωπος, ἅγιος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πραγματοποιεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτὸ ποὺ λέει ὁἀπόστολος Παῦλος: «μέχρις καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». «Ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν».
.             Στὴν κρισιμότητα τοῦ πρώτου σταδίου τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς κάθαρσης, καίρια θέση ἔχουν οἱ λογισμοὶ τοῦἀνθρώπου. Σκέψεις ἢ εἰκόνες ποὺ προερχόμενοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο ἀποπροσανατολίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φυσιολογία τῆς ζωῆς, νὰ φανερώνει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ πιστὸς δὲν ἔχει μάθει νὰἀντιμετωπίζει τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς διακρίνει ἔναντι τῶν ἄλλων ποὺὑπάρχουν – ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του – τότε τὸ πιθανότερο δυστυχῶς εἶναι νὰ ἐπέλθει σὲ αὐτὸν σύγχυση καὶ νὰ ἀρχίζει νὰ ζεῖ σὲ ἕνα χάος ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς. Οἱ ἅγιοί μας εἶναι ἀρκετὰἀποκαλυπτικοὶ στὸ θέμα αὐτὸ τῆς σύγχυσης τῶν λογισμῶν, γι’ αὐτὸ καὶἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους ἔχουν καταγράψει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς κακῆς αὐτῆς καταστάσεως, ὁπότε ἂν κανεὶς ἀκολουθήσει τὴν ἐμπειρία τους, σχετικὰ εὔκολα θὰ μπορέσει νὰ ὑπερβεῖ τὴ σύγχυση καὶ νὰ ὀρθοποδήσει πνευματικά. Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία τους πρὸς ἔλεγχο καὶ ὑπέρβαση τῶν λογισμῶν, καὶ μάλιστα τῶν κακῶν καὶ πονηρῶν λεγομένων, συνιστᾶ καὶ τὸ μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
.             Τὴ σημασία ἀποκτήσεως αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ καταλαβαίνει κανείς, ἂν σκεφτεῖὅτι κατ τ πλεστον τ ψυχολογικ λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται μ λανθασμένους τρόπους ντιμετώπισης τν λογισμν. Οἱ περισσότεροι δὲν ξέρουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν κακὴ διαχείρισή τους καὶ μὲ τὸ δεδομένο τῆς ὑποκίνησής τους ἀπὸ τὸν πονηρό, δυστυχῶς αὐξάνονται καὶ καθίστανται «τύραννοι» τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντάς τον νὰ ζεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἤδη μία κόλαση.
.             Τί μᾶς διδάσκουν λοιπὸν σὲ γενικὲς γραμμὲς οἱἅγιοί μας στὸ θέμα αὐτό; Πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στοὺς λογισμούς. Δηλαδή, ὅταν κάποιος λογισμὸς μᾶς ταλαιπωρεῖ καὶ βλέπουμε ὅτι ἐρχόμενος μᾶς καταβάλλει, τὸ καλύτερο εἶναι νὰ τὸν θέσουμε ὑπ᾽ ὄψη διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο, πέραν αὐτοῦ, εἶναι νὰ μάθουμε νὰ περιφρονοῦμε τοὺς λογισμούς, τοὺς προερχομένους ἐκ τοῦ πονηροῦ. Πῶς θὰ ξέρουμε ποιός λογισμὸς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ; Ἀπὸ τὸ τί διάθεση προκαλεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πονηρὸς λογισμὸς συνήθως προκαλεῖ φόβο, ταραχή, κακὴ διάθεση στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ ἐκ Θεοῦ τὸἀντίθετο: ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλον, εἰρήνη, καλὴ ψυχικὴ διάθεση. Τὸ κριτήριο μᾶς τὸ δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ γινώσκεται». Ὅ,τι λοιπὸν μᾶς προκαλεῖ ταραχὴ ξέρουμε τὴν προέλευσή του. Τὸ σημειώνουν καὶ οἱὅσιοι Βαρσανούφιος καὶἸωάννης: «Εἴ τι βλέπῃς εἴ τι ἀκούῃς εἴ τι λογίζῃ, κἂν μικρὸν ταραχθῆς, τῶν δαιμόνων ἐστὶ τοῦτο». Βλέπεις κάτι, ἀκοῦς κάτι, λογίζεσαι κάτι, καὶ βλέπεις ὅτι ταράζεσαι;  Ἀπὸ πίσω μᾶλλον κρύβεται ὁ διάβολος.

 

ΠΗΓΗ: pgdorbas.blogspot.gr

 

 

, ,

Σχολιάστε

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

 Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

.          ῎Αν θέλουμε νά καταλάβουμε κάτι ἀπό τά Χριστούγεννα καί νά ζήσουμε κάπως τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά φτάσουμε στό χαρισματικό ἐκεῖνο σημεῖο, κατά τό ὁποῖο ὁ ἐρχομός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο σημαίνει τήν πλήρη ἀνατροπή τῶν δεδομένων καί τῶν παγιωμένων συνηθειῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

 Διότι τά Χριστούγεννα δείχνουν μεταξύ τῶν ἄλλων:

.          1. ὅτι ἡ δόξα στόν ἄνθρωπο βρίσκεται στήν ταπείνωση καί στήν ἀφάνεια καί ὄχι στόν κρότο τῆς ἐπί γῆς παρουσίας του, πολύ περισσότερο στήν κυριαρχία ἐπί τῶν ἀνθρώπων. Ἀπόδειξη τό βρέφος τῆς Βηθλεέμ: ὁ παντοδύναμος Θεός κεῖται ἀνίσχυρος καί ἀδύναμος σέ μία φάτνη, κρυμμένος στή Γέννα Του ἀπό μία ἁπλούστατη κοπέλα στό πιό ἄσημο χωριό τῆς Ἰουδαίας. “Λαθών ἐτέχθης ὑπό τό σπήλαιον”·
.          2. ὅτι ὁ πλουτισμός στόν ἄνθρωπο βρίσκεται στήν ἐπιλογή τῆς ὑλικῆς πτωχείας καί στήν προσφορά καί ὄχι στήν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἀπόδειξη καί πάλι τό θεῖο βρέφος: “Ως Θεός “ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν”, ἔζησε μέ πτωχεία, μακάρισε τήν πτωχεία, προσφέρθηκε καί ἀδιάκοπα προσφέρεται μή κρατώντας τίποτε γιά τόν ἑαυτό Του·
.          3. ὅτι ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἄνεση βρίσκονται ὄχι στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόπο καί τόν πόνο, ἀλλά στήν ἄρση τοῦ Σταυροῦ καί τήν ἐπιλογή τῆς θυσίας. Καί πάλι ἀπόδειξη ὁ σαρκωθείς Θεός: ἀπό τή φάτνη βρίσκεται ἤδη στή θυσία καί στόν Σταυρό – δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στή βυζαντινή εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἡ φάτνη εἶναι λάρνακα! “Ο πόνος εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί ἡ ἄνεσή Του, γιατί ἔτσι μᾶς σώζει.
.          ῎Ετσι ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ “μαστίγωμα” καί θανάτωση τοῦ κεντρικοῦ ἀνθρώπινου πάθους, τοῦ ἐγωισμοῦ, ἀφοῦ γκρεμίζει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα ὅ,τι συνιστᾶ τό περιεχόμενό του: τήν ὑπερηφάνεια, τήν πλεονεξία καί τήν ἁρπακτική διάθεση, τή φιληδονία.
.          Παράλληλα στό γεγονός τῶν Χριστουγέννων, τοῦ μεγίστου αὐτοῦ ἀπό τά μυστήρια τῆς πίστεώς μας – “ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον, Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί” (Α´ Τιμ. γ´ 16) – διαπιστώνουμε τή φτώχεια καί τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Δότι ποτέ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς καί τό αἴσθημα τοῦ κοινοῦ δικαίου δέν θά μποροῦσαν νά φτάσουν στό κυριολεκτικά ἀναποδογύρισμα αὐτό τῶν προτεραιοτήτων τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς πού ἔφερε ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Γι᾽ αὐτό καί μετά Χριστόν ὅ,τι φαίνεται δίκαιο δέν εἶναι πάντα δίκαιο καί ὅ,τι φαίνεται ἄδικο δέν εἶναι πάντα ἄδικο. Τό ἀντίθετο μάλιστα: πολλές φορές τό δίκαιο ὑπάρχει στό θεωρούμενο ἄδικο καί τό ἄδικο στό θεωρούμενο δίκαιο.

.            Ἐκτός ἀπό τό ἴδιο τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων ἡ 29η Δεκεμβρίου ἔρχεται νά φανερώσει τήν ἀνατροπή τῶν δεδομένων καί τῶν σταθερῶν τοῦ πρό Χριστοῦ ἀνθρώπου: τελοῦμε τή μνήμη τῶν 14.000 νηπίων (ὁ ἀριθμός δέν ἐνδιαφέρει ἄν εἶναι συμβολικός ἤ ὄχι: ἡ φονική διάθεση μετράει) πού σφαγιάστηκαν ἀπό τόν αἱμοσταγῆ Ἡρώδη. Πῶς κρίνει ἡ ἀνθρώπινη λογική τό γεγονός αὐτό; Βλέποντας τά πράγματα μόνο ὁριζόντια, χωρίς τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος καί χωρίς τό βάθος τῆς πίστεως τό χαρακτηρίζει ὡς μεγίστη ἀδικία πού ἐπισύρει τόν ἀνάλογο χαρακτηρισμό γιά τόν Θεό: ἄν ὑπάρχει Θεός, πῶς ἐπέτρεψε μία τέτοια τραγωδία καί τέτοια θηριωδία; Ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη Του;
.          Στήν ἀπιστία ὅμως τῆς αὐτονομημένης καί χωρίς Θεό λογικῆς ἀπαντᾶ ἠ πίστη: τά σφαγιασθέντα νήπια ἀποτελοῦν τούς πρώτους μάρτυρες τοῦ Κυρίου. Εἶναι, κατά τήν ὑμνολογία μάλιστα τῆς ἡμέρας, “οἱ νεομάρτυρες”, “ὁ χορός τῶν μαρτύρων”, “ἡ πρώτη θυσία στόν ἄχραντο τόκο τοῦ Χριστοῦ”, “ἡ σεπτή θυσία τῶν συνομηλίκων τοῦ Χριστοῦ  γιά τή δική μας σωτηρία, πού προθυσιάστηκε καί προέπαθε ἀπό τό καινούργιο σφάγιο, τόν Χριστό”. Γι᾽ αὐτό καί “εἰς τά ὦτα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ εἰσεληλύθει ἡ σφαγή” αὐτή καί “ἐν κόλποις Ἀβραάμ ἐπαναπαύονται τά τίμια βρέφη”.
.          Δικαιώθηκαν καί σώθηκαν λοιπόν τά σφαγιασθέντα νήπια, κέρδισαν μέ τό αἷμα τους τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀγάλλονται καί χαίρουν διαπαντός, πρεσβεύουν καί γιά τή δική μας σωτηρία, ἐνῶ θλίβονται καί πενθοῦν καί γιά ὅλους ἐκείνους πού ἀνάπηροι ἀπό τά φτερά τῆς πίστεως κλαῖνε καί ὀδύρονται γιά τήν “ἀδικία” πού ὑπέστησαν αὐτά ἀπό τόν Ἡρώδη.
.          Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι μία γιορτή χαρᾶς, ἐξωτερικῆς καί ἐπιφανειακῆς, ὅπως τή βιώνει ὁ ἀδιάφορος συνήθως κατά τήν πίστη ἄνθρωπος. Τά Χριστούγεννα ἀπαιτοῦν ριζική ἀλλαγή καί μετάνοια, προκειμένου νά ἀποκτήσουμε ἐκεῖνες τίς αἰσθήσεις μέ τίς ὁποῖες θά μπορέσουμε νά δοῦμε τόν κόσμο ὅπως μᾶς τόν φανέρωσε ὁ Χριστός. Ἡ χαρά τῶν Χριστουγέννων ἑπομένως προϋποθέτει τό πέρασμα ἀπό τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας. ῎Αν δέν γκρεμίσουμε τόν πονηρό ἑαυτό μας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν θά οἰκοδομήσουμε ποτέ τόν καινούργιο πού ὁ Χριστός μᾶς ἔφερε.

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

,

Σχολιάστε

Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Κυρ. 09.12.12 Ἡ Σύλληψις τῆς ἁγίας Ἄννης)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡ. 09.12.12
 Ι´ ΛΟΥΚΑ ( Σύλληψις τς γίας ννης)

 Ἡ δὲ ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶν μήτηρ πάντων ἠμῶν ( Γαλ. δ´ 26)

 Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

α. Ἡ ὑπέρβαση τῆς στειρότητας τῆς ἁγίας Ἄννας, μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, διὰ τῆς ἐν πίστει στὸν Θεὸ προσευχῆς της, εἶναι ἡ αἰτία που ἡ Ἐκκλησία μας ἐπέλεξε σήμερα τὸ συγκεκριμένο ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀνάγνωσμα. Ὁ ἀπόστολος θυμίζει στοὺς Γαλάτες ὅτι ἀπὸ τὰ δύο τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ –τὸν Ἰσμαὴλ ἀπὸ τὴ γόνιμη δούλη του Ἀγαρ καὶ τὸν Ἰσαὰκ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἀλλὰ στείρα γυναίκα του Σάρρα– ἐκεῖνο ποῦ εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ὁ γιὸς τῆς στείρας γυναίκας του, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ. Κι αὐτὸ γιατί ἦταν ὁ καρπὸς τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ. Ἀντιστοίχως λειτούργησε καὶ ἡ εὐλογία ποὺ δόθηκε στὴ στείρα Ἄννα: γέννησε τὴν Παναγία μας ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ ὁ καρπὸς τῆς πίστεως καὶ τῆς προσευχῆς τῶν γονέων της καὶ ἀναδείχθηκε ἡ γέφυρα δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεὸς στὸν κόσμο ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.

β. 1. Δὲν θὰ σταθοῦμε σήμερα στὴν ἁγία Ἄννα καὶ στὸν ἅγιο Ἰωακείμ, τοὺς σεμνοὺς καὶ δικαίους αὐτοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν εὐλογημένη σχέση τῶν ὁποίων προῆλθε ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν Κεχαριτωμένη θεόπαις Μαριάμ -ὅ,τι συνιστᾶ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Μολονότι ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη τους, προκειμένου νὰ τονίσει βεβαίως τὸν ἐρχομὸ τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει περισσότερο εἶναι ἡ θεολογικὴ ἀποτίμηση ποὺ κάνει στὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν ἀλληγορουμένη Σάρρα, στὸ πρόσωπο τῆς ὁποίας εἰκονίζεται ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός, ἥτις ἐστὶν μήτηρ πάντων ἡμῶν.

2. Ἡ ἄνω Ἱερουσαλὴμ λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία, εἶναι, κατὰ τὸν ἀπόστολο, ἡ Μητέρα ὅλων μας. Ὄχι μόνο μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων ἢ ἑνὸς ἔθνους –αὐτὸ ποὺ τόνιζε ἡ ἐπίγειος Ἱερουσαλήμ: τὸ γένος τῶν Ἑβραίων– ἀλλὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς (κι ἀκόμη: τῆς κάθε ἐποχῆς εἴτε τῆς παρελθούσας εἴτε τῆς παρούσας εἴτε κι αὐτῆς τῆς μέλλουσας. Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Μάνα αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια καὶ γιὰ τοὺς στὸν κόσμο τοῦτο ζῶντες: τὴ “στρατευομένη” λεγομένη Ἐκκλησία, καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους –τὴ “θριαμβεύουσα” ὀνομαζομένη.
.            Ποιά ἡ αἰτία γιὰ τὴν τεράστια αὐτὴ ἀγκαλιὰ μιᾶς Μάνας ποὺ ποτὲ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας τῆς ἀνθρωπότητος δὲν φάνηκε παρόμοια κι οὔτε ποτὲ θὰ φανεῖ; Ποῦ ἔγκειται δηλαδὴ ἡ ἀπόλυτη αὐτὴ μοναδικότητά της; Στὸ γεγονὸς ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ἄνω αὐτὴ Ἱερουσαλὴμ συνιστᾶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸς ἐστιν κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του αὐτὴ προσέλαβε τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ σῶμα Του ὃ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸ σῶμα Του αὐτὸ ἔγινε ἡ Μάνα ὅλων. Πῶς ἀλλιῶς λοιπὸν θὰ χαρακτηριστεῖ αὐτὴ -ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος καὶ διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοί του γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ζήσει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς πατρότητας τοῦ Χριστοῦ- παρὰ μὲ τὴν ἱερὴ λέξη τῆς Μητέρας;
.            Μὲ ἄλλα λόγια ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι Μητέρα μας, διότι προσφέροντας τὴν ἐν Χριστῷ γέννησή μας μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε Αὐτὸν ὡς Πατέρα. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ κολυμβήθρα χαρακτηρίζεται ὡς ἡ κοιλιά τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ στῆθος τῆς θεωρεῖται κατ᾽ ἐξοχὴν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μὲ τὸ ὁποῖο τρεφόμαστε τὴν ἀληθινὴ τροφὴ – τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Δημιουργοῦ μας – καὶ στὸ ὁποῖο Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς καταξιώνει μετὰ παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Αὐτὸν Πατέρα. Πόσο ὄμορφα ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ἁγίων μας βεβαίως καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅταν τονίζει: Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν Θεὸ Πατέρα, ἂν δὲν ἔχει τὴν Ἐκκλησία Μητέρα!

 3. Στὴν πραγματικότητα βέβαια οἱ ὄροι, οἱ λέξεις ἔχουν σημασία στὸν βαθμὸ ποὺ ἀποτελοῦν ὀχήματα ἐννοιῶν. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν Πατέρα εἴτε γιὰ τὴ Μητέρα καὶ τὰ τέκνα τους ἀναφερόμαστε ὄχι σὲ κάτι ἐξωτερικὸ καὶ ἐπιφανειακό, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι παραπέμπει στὴ στενότερη καὶ οὐσιαστικότερη σχέση ποὺ ὑπάρχει: τὴ σχέση αἵματος, δηλαδὴ τὴν ὀργανικὴ καὶ σχεδὸν σχέση ταύτισης ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ γονέων καὶ τέκνων. Ὁ πιστὸς δηλαδὴ μέσα στὴ Μάνα Ἐκκλησία ζεῖ ὡς Ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ – ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός κατὰ τὸν ἀπόστολο – γι᾽ αὐτὸ καὶ τελικῶς ἢ Πατέρα πεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ ἢ Μητέρα του εἶναι τὸ ἴδιο. Μιλᾶμε ἄλλωστε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος.  Ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας εἶναι ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴ γνωστὴ φράση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος – ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας μας – μᾶς εἶπε ὅτι καὶ ἐμεῖς γινόμαστε μητέρα Του καὶ ἀδέλφια Του, πολὺ περισσότερο δὲν ἰσχύει τοῦτο γιὰ τὴ μητρότητα Ἐκείνου ἀπέναντί μας; Μήτηρ μου καὶ ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου οὗτοί εἰσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ τηροῦντες αὐτόν;

 4. Κι ἀκριβῶς τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου θέτουν τὶς προϋποθέσεις ὀρθῆς βίωσης ἀπὸ πλευρᾶς μας τῆς πατρότητας καὶ τῆς μητρότητας Αὐτοῦ, ὅπως καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Διότι ναὶ μὲν τὸ βάπτισμα συνιστᾶ τὴν ἐν Χριστῷ γέννησή μας, τὸ χρίσμα τὴν ἐν Χριστῷ κίνησή μας διὰ τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ Θεία Εὐχαριστία τὴν ἐν Κυρίῳ τροφή μας, ὅμως αὐτὰ δὲν λειτουργοῦν μαγικὰ καὶ αὐτόματα. Συνεργοὶ Θεοῦ ἐσμεν, ποὺ σημαίνει: ἂν κι ἐμεῖς δὲν ἀνταποκριθοῦμε στὶς δωρεὲς τῆς χάρης Του, ὄχι μόνον δὲν λειτουργοῦν αὐτὲς σωστά, ἀλλὰ γίνονται καὶ προσκόμματα καὶ πράγματα ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή μας. Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται σημειώνει ὁ Κύριος. Ἡ ἑνότητα μὲ τὸν Κύριό μας δόθηκε διὰ τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ ἡ καρποφορία ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ ἐμᾶς.
.            Οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ τηροῦντες αὐτόν λοιπόν. Ἡ δική μας εὐθύνη γιὰ νὰ εἴμαστε παιδιὰ τῆς Μάνας Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Πατέρα Θεοῦ μας εἶναι νὰ βρισκόμαστε πάνω τὶς ἐντολές Του. Ὅσο γνωρίζουμε τὶς ἐντολές Του καὶ προπαντὸς προσπαθοῦμε νὰ τὶς τηροῦμε, τόσο περισσότερο καὶ ἡ υἱϊκὴ σχέση μας μαζί Του θὰ διατηρεῖται καὶ θὰ αὐξάνει. Διαφορετικά, μόνον ἡ ἐν Χριστῷ γέννησή μας διὰ τοῦ βαπτίσματος χωρὶς τὴ δική μας ἀνταπόκριση θὰ κατανοεῖται ὡς σφράγισμα ἑνὸς ἄδειου σακκιοῦ (Γέρων Παΐσιος). Κι ἐπειδὴ ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ συγκεφαλαιώνονται στὴν πίστη σ᾽ Ἐκεῖνον καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο – αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ Αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους– συνεπῶς στὸν βαθμὸ ποὺ ἔχουμε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη αὐτὴ ζοῦμε ὡς γνήσια τέκνα Του καὶ ὄχι ὡς νόθα ποὺ καπηλεύονται τὸ ἅγιο ὄνομά Του.

 γ. Δύο συμπεράσματα βγαίνουν κατὰ φυσικὸ τρόπο:

.           (α) Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἰδιαιτέρως οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι καὶ μέλη συνεπῶς τῆς Μάνας Ἐκκλησίας, εἴμαστε μεταξύ μας ἀδέλφια. Δὲν εἶναι σχῆμα λόγου ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ κάθε χριστιανοῦ καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς ἀδελφοῦ στὴν Ἐκκλησία μας. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἐνεργείᾳ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δυνάμει βγαίνουμε ἀπὸ τὴν ἴδια κοιλιά αὐτῆς, τὴν κολυμβήθρα, κι ὅταν τὸν ἴδιο Θεὸ ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρα, κι ἀκόμη: ὅταν ρέει στὶς φλέβες μας τὸ ἴδιο αἷμα τοῦ Κυρίου μας, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄλλος χαρακτηρισμὸς ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ τοῦ ἀδελφοῦ. Πάντες εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

 .           (β) Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ ἔχεις τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ ἔχεις τὴν Ἐκκλησία Μάνα, σημαίνει ὅτι διαγράφοντας γι διαφόρους λόγους τν κκλησία δυνατες ν σχετιστες ληθιν κα πραγματικ μ τν Θεό. Ἡ πρόχειρη δικαιολογία ὅτι οἱ κληρικοὶ δὲν ζοῦν πολλὲς φορὲς ὅπως πρέπει, εἶναι πιὰ παιδαριώδης: ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς καὶ ποικιλοτρόπως ὅτι οἱ κληρικοὶ συνιστοῦν καὶ αὐτοὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν συγκροτοῦν αὐτοὶ τὴν Ἐκκλησία. Τυχὸν πτώση κάποιου ἢ κάποιων κληρικῶν, ἁπλῶν ἢ μεγαλοσχημόνων, δὲν ἐπηρεάζει τὸ εἶναι καὶ τὴ λειτουργία της, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία καὶ ἄμωμος λόγῳ τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς Της καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὡς ψυχῆς της. Ὁπότε: μὴ πετροβολᾶμε τὴ Μάνα μας, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὸν Πατέρα μας καὶ νὰ μὴ νιώθουμε ὀρφανοὶ κι ἐδῶ στὴ γῆ καὶ αἰωνίως. Τὸ ὅποιο πετροβόλημα μὲ ἄλλα λόγια γυρίζει τελικῶς πίσω, δηλαδὴ ἐπάνω στὰ κεφάλια μας.

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

, ,

Σχολιάστε

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ, Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
(6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

 τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ.           «Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔζησε στὰ χρόνια τῶν τυράννων Διοκλητιανοῦ καὶ  Μαξιμιανοῦ καὶ διέπρεψε πρῶτα ὡς μοναχός. Ἔπειτα λόγω τῆς μεγάλης ἀρετῆς του δέχτηκε τὴν ἀρχιερωσύνη. Ἐπειδὴ ὅμως πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ κήρυσσε ἐλεύθερα τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως κι ἀφοῦ ὑπεβλήθη σὲ βασανιστήρια καὶ στρεβλώσεις τοῦ σώματός του, ρίχτηκε στὴ φυλακὴ μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους χριστιανούς. Ὅταν ὅμως ὁ μεγάλος καὶ εὐσεβὴς Κωνσταντῖνος ἀπέκτησε τὴν βασιλεία τῶν Ρωμαίων μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐλευθερώθηκαν οἱ φυλακισμένοι, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Νικόλαος, ὁ ὁποῖος πῆγε στὰ Μύρα. Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα, συγκροτήθηκε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἡ πρώτη ἐν Νικαίᾳ Σύνοδος, τῆς ὁποίας μέλος ἦταν καὶ ὁ θαυμαστὸς Νικόλαος.
.           Αὐτὸς ἔκανε πολλὰ καὶ διάφορα θαύματα, ὅπως δηλώνει καὶ ἡ ἱστορία του.  Διέσωσε μάλιστα καὶ τρεῖς ἄντρες ποὺ συκοφαντήθηκαν καὶ ἐπρόκειτο νὰ πεθάνουν ἄδικα. Διότι εὑρισκόμενοι στὴν φυλακή, ἔμαθαν τὸν χρόνο ποὺ ἔμελλε νὰ ἀποκεφαλισθοῦν καὶ ἐπικαλέστηκαν τὸν ἅγιο σὲ βοήθειά τους, θυμίζοντάς του τὶς διάφορες εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε καὶ πῶς ἔσωσε στὴν Λυκία τρεῖς ἄνδρες ποὺ ἐπρόκειτο κι αὐτοὶ νὰ χάσουν τὴν ζωή τους. Λοιπὸν ὁ ταχὺς καὶ θερμὸς εἰς βοήθειαν, ὁ ἅγιος Νικόλαος δηλαδή, φανερώνεται στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν ἔπαρχο κατὰ τὸν ὕπνο τους. Καὶ τὸν μὲν ἔπαρχο ἐπιτιμᾶ γιὰ τὴν συκοφαντία τῶν ἀνδρῶν πρὸς τὸν βασιλιά, τὸν δὲ βασιλιὰ διδάσκει καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει  ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἄνδρες εἶναι ἀθῶοι καὶ ἀπὸ φθόνο κατηγορήθηκαν. Ὁπότε τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἐπικείμενη τιμωρία. Ἐπὶ πλέον καὶ ἄλλα πολλὰ τεράστια θαύματα ἐπιτέλεσε, κι ἀφοῦ ποίμανε τὸν ὀρθόδοξο λαὸ μὲ ἱερὸ τρόπο κι ἔφτασε σὲ βαθὺ γῆρας, ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Κύριο, χωρὶς ὅμως νὰ ξεχάσει μετὰ τὸ τέλος του τὸ ποίμνιό του. Διότι καθημερινά, θὰ λέγαμε, προσέφερε τὶς εὐεργεσίες του σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ τοὺς ἔσωζε ἀπὸ παντὸς εἴδους κινδύνους καὶ περιστάσεις».
.           Ὁ ὑμνογράφος ἅγιος Θεοφάνης εὑρισκόμενος σὲ ἀδυναμία καὶ ἀπορία προκειμένου νὰ ἐγκωμιάσει ἕναν τόσο μεγάλο ἅγιο σὰν τὸν ἅγιο Νικόλαο –«Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασιν ἀναδήσωμεν τὸν Ἱεράρχην;… Ποίοις μελωδικοῖς ἄσμασιν ἐπαινέσωμεν τὸν Ἱεράρχην;» Καί: «Νικόλαε, μὴ βδελύξῃ τὴν ἐγχείρησιν· ποθῶν οὐ κομπάζων γάρ, τρισμάκαρ,  κατετόλμησα», δηλαδή: τρισμακάριστε Νικόλαε, μὴ βδελυχθεῖς τὴν ἀπόπειρα τοῦ ἐγκωμιασμοῦ σου. Διότι τὸ τόλμησα ἀπὸ πόθο καὶ ὄχι ἀπὸ ὑπερηφάνεια– ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν προβάλει χρησιμοποιώντας τὸν τόπο τῆς ἐπισκοπῆς του: τὰ Μύρα τῆς Λυκίας, τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του: Νικόλαος, τὴν προσωνυμία του: θαυματουργός.
.           Ὁ τόπος τῆς ἐπισκοπῆς του, τὰ Μύρα, γίνονται ἐν πρώτοις ἀφορμὴ γιὰ τὸν ὑμνογράφο νὰ φανερώσει τὸ πνευματικὸ βάθος τοῦ ἁγίου, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἴδιος ἀναδείχθηκε πνευματικὸ μύρο, ἀφοῦ χρίστηκε ἀπὸ τὸ νοητὸ μύρο, τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς μυροβολῶν λοιπὸν τὸ μύρο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ τὸ προσφέρει στοὺς πιστούς, ποὺ μὲ πίστη καὶ πόθο τελοῦν τὴν πανσέβαστη μνήμη του. «Μύροις παροικήσας αἰσθητῶς, μύρον ἀληθῶς ἀνεδείχθης μύρῳ χρισθεὶς νοητῷ, ἅγιε Νικόλαε, ἀρχιεράρχα Χριστοῦ· καὶ μυρίζεις τὰ πρόσωπα τῶν πίστει καὶ πόθῳ σου τὴν παναοίδιμον μνήμην τελούντων ἀεί». Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ μυρωμένου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἁγίου, ποὺ «μυρίζει» σὰν ἄνοιξη τοὺς πιστούς, εἶναι ἀπὸ τὶς ἀγαπημένες εἰκόνες τοῦ ὑμνογράφου του. Πράγματι ἔρχεται καὶ ἐπανέρχεται αὐτὸς μὲ αὐτὴν τὴν σκέψη, μὲ σκοπὸ βεβαίως νὰ θυμίσει ὅτι στὴν πραγματικότητα ὁ ἅγιος Νικόλαος ὑπῆρξε μιμητὴς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ πρῶτοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν τὰ μυροδοχεῖα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, συνεπῶς σὰν ἐκείνους καὶ ὁ ἴδιος «περιπολεύει τὴν οἰκουμένην» γιὰ νὰ προσφέρει τὴν βοήθειά του. «Πάτερ Νικόλαε, τοῦ παναγίου Πνεύματος μυροθήκη ὑπάρχων, ὡς ἔαρ μυρίζεις εὐφρόσυνον τῶν θείων ἀρωμάτων Χριστοῦ· τῶν ἀποστόλων γὰρ μιμητὴς γενόμενος, τὴν οἰκουμένην περιπολεύεις, διὰ τῶν λόγων τῶν θαυμάτων σου». (Πάτερ Νικόλαε, ἐπειδὴ εἶσαι μυροθήκη τοῦ παναγίου Πνεύματος, σὰν εὐφρόσυνη ἄνοιξη προσφέρεις τὸ  θεῖο ἄρωμα τοῦ Χριστοῦ).
.           Ὁ ἅγιος Θεοφάνης δὲν παραλείπει βεβαίως, ἔστω καὶ σὲ μικρότερη ἔκταση, νὰ τονίσει καὶ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἅγιος ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς μυροθήκη τοῦ Πνεύματός Του. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα γιὰ νὰ δείξει τὴν πνευματική του ἄσκηση καὶ μία ἐξαίσια εἰκόνα, εἰλημμένη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔγινε νέος Ἀβραὰμ καὶ εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἔχων καὶ αὐτὸς τὴν ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας. Τί ἔκανε λοιπὸν ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς ἀσκήσεως ὁ ἅγιος; Ὅπως προσέφερε  ὁ Ἀβραὰμ θυσία στὸν Θεὸ τὸν μονογενῆ του υἱό, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Νικόλαος: προσέφερε στὸν Θεὸ θυσία τὸν νοῦ του, σὰν νὰ ἦταν ὁ μονογενὴς υἱός του. Ὁ ἅγιος μὲ ἄλλα λόγια χαριτώθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι ἀγάπησε ὁλοκάρδια τὸν Θεό, τόσο ὥστε ὁ νοῦς του ἀδιάκοπα εὑρισκόταν προσκολλημένος σ’  Ἐκεῖνον. «Νέος Ἀβραὰμ ἐδείχθης, Νικόλαε, ὡς μονογενῆ υἱὸν προσάξας τὸν νοῦν τῷ Δεσπότη σου, ἀναιμάκτους θυσίας προσφέρων ἀεί, καντεῦθεν εὐλογήθης ὡς φιλόξενος, Πάτερ, καὶ Τριάδος γέγονας οἰκητήριον θεῖον καὶ ἄμωμον». (Ἀποδείχθηκες νέος Ἀβραάμ, Νικόλαε, γιατί ὁδήγησες τὸν νοῦ στὸν Δεσπότη σου, σὰν μονογενῆ υἱό, προσφέροντάς του πάντοτε ἀναίμακτες θυσίες, καὶ ἔτσι εὐλογήθηκες σὰν φιλόξενος, Πάτερ, καὶ ἔγινες κατοικητήριο θεῖο καὶ ἄμωμο).
.           Ὁ ὑμνογράφος ὅμως, εἴπαμε, χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Νικολάου ὡς ἀφορμὴ σχολιασμοῦ τῆς ἁγιότητάς του. «Νίκη φερωνύμως ἀληθῶς, τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀνεδείχθης, ἐν πειρασμοῖς κραταιά, ἅγιε Νικόλαε, θεράπων ὄντως Χριστοῦ· πανταχοῦ γὰρ καλούμενος, ὀξέως προφθάνεις, πόθῳ τοὺς προστρέχοντας ὑπὸ τὴν σκέπην σου· σὺ γὰρ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ, πίστει ὀπτανόμενος σώζεις ἐκ τῶν πειρασμῶν καὶ περιστάσεων». (Ἀναδείχθηκες ἀληθινὰ κι ὅπως τὸ λέει καὶ τὸ ὄνομά σου, νίκη γιὰ τὸν λαό, πραγματικὲ δοῦλε τοῦ Χριστοῦ. Διότι μόλις καλεῖσαι ὁπουδήποτε, προφταίνεις πολὺ γρήγορα ἐκείνους ποὺ προστρέχουν μὲ πόθο κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη σου. Ἐσὺ δηλαδὴ καὶ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα φανερούμενος μὲ τὴν πίστη σώζεις ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δεινὲς περιστάσεις). Ὁ ἅγιος ἐν Πνεύματι εὑρισκόμενος, ἰδίως μετὰ τὴν κοίμησή του, ἀποτελεῖ τὸ ὅπλο τοῦ κάθε πιστοῦ. Ὁ ὁποιοσδήποτε ποὺ θὰ τὸν ἐπικαλεστεῖ ἐν πίστει, ἂν μάλιστα βρίσκεται σὲ κίνδυνο, εἴτε εἶναι στὴν γῆ εἴτε στὴν θάλασσα, θὰ τὸν βρεῖ πρόθυμο συμπαραστάτη του. Ὁ ἅγιος δηλαδὴ θὰ γίνει ἡ νίκη τοῦ πιστοῦ. «Εἶσαι, ἅγιε Νικόλαε, ἱεροκήρυκα Χριστοῦ,  μέγας καὶ θερμὸς βοηθὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στοὺς κινδύνους, εἴτε εἶναι στὴν γῆ εἴτε πλέουν στὴν θάλασσα, εἴτε εἶναι μακριὰ εἴτε εἶναι κοντά». Καὶ βεβαίως ὁ ἅγιος ἔγινε καὶ ἡ νίκη τοῦ λαοῦ ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς, ἰδίως ἀπέναντι στὸν αἱρεσιάρχη Ἄρειο. Ὑπῆρξε κατὰ τὸν ὑμνογράφο μάλιστα «ὁ ὀλετὴρ Ἀρείου καὶ θερμὸς ἀντίμαχός» του, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ τὸν ἐξολόθρευσε– κυρίως μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή του– καὶ ὁ θερμὸς πολέμιός του. Εἶναι γνωστὸ ὅτι μὴ ἀντέχοντας ὁ ἅγιος τὶς βλασφημίες τοῦ Ἀρείου κατὰ τοῦ Κυρίου μέσα στὴν Σύνοδο, σηκώθηκε καὶ ράπισε τὸ βλάσφημο στόμα.
.           Καὶ τέλος, ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει πάρα πολὺ στὸ θαυματουργικὸ χάρισμα τοῦ ἁγίου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔχει αὐτὴν τὴν ἐπωνυμία: θαυματουργός. Ἡ ἐμφάνισή του μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει καὶ τὸ συναξάρι, στὸν βασιλιὰ Κωνσταντῖνο καὶ στὸν ἔπαρχο κατὰ τὸν ὕπνο τους, γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀθώους ἄνδρες, εἶναι τόσο γνωστή, ὥστε καὶ στὸ ἐξαποστειλάριο τῆς Πέμπτης τῆς κάθε ἑβδομάδος, τῆς ἡμέρας τῆς ἀφιερωμένης στὸν ἅγιο Νικόλαο, ὅπως καὶ στοὺς ἁγίους ἀποστόλους βέβαια –ἐνδεικτικὸ τῆς μεγάλης ἁγιότητάς του: νὰ ὑπάρχει ἡμέρα ἀφιερωμένη σ’ ἐκεῖνον, ὅπως γίνεται μὲ τὴν ἡμέρα Τρίτη  καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο– νὰ μνημονεύεται τὸ συγκεκριμένο θαῦμα του. «Τὸν μέγαν ἀρχιποίμενα καὶ ἱεράρχην ἅπαντες, τὸν πρόεδρον τῶν Μυρέων, Νικόλαον εὐφημοῦμεν· πολλοὺς γὰρ ἄνδρας ἔσωσεν, ἀδίκως θνήσκειν μέλλοντας· καὶ βασιλεῖ ὀπτάνεται, σὺν Ἀβλαβίῳ κατ’ ὄναρ, λύων τὴν ἄδικον ψῆφον». Θὰ ἔπρεπε βεβαίως νὰ γεμίσουμε πολλὲς σελίδες, ἂν θέλαμε, ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς,  νὰ μνημονεύσουμε ὄχι τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ εἶναι καταγεγραμμένα στὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου. Εἶναι σὰν τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, μὲ τὰ ὁποῖα φανερώνεται ἡ λαμπρότητά του. Ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ ὑμνογράφος: «Ἀστράπτεις ἐν τῇ γῇ τῶν θαυμάτων ἀκτῖσι, Νικόλαε σοφέ». Καί: «Γνωρίζει πᾶσα ὑφήλιος, Νικόλαε τρισμάκαρ, τὰ θαύματά σου».ΚΟΙΜ. ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
.           Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὑπάρχει ἡ πληθὺς τῶν θαυμάτων του εἶναι στὸν χῶρο τῶν ναυτικῶν. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος τῆς θάλασσας ποὺ νὰ μὴν ἔχει νὰ διηγηθεῖ κάποια ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου, κάποιο θαῦμα πρὸς σωτηρία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τους ἔχουν ἀνηρτημένη στὸ δωμάτιό τους  τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ προστάτη τους. Κι αὐτὸ ὄχι τυχαῖα. Τὸ ἴδιο τὸ συναξάρι του, πέρα ἀπὸ ἄλλες περιπτώσεις, μνημονεύει τὸν εὐλαβῆ ἐκεῖνο ἄνθρωπο τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀγαποῦσε ὑπερβαλλόντως τὸν ἅγιο Νικόλαο καὶ ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει μὲ καράβι γιὰ δουλειὲς σὲ ἄλλη χώρα. Καὶ κάτι συνέβη τὸ βράδυ τῆς ἀναχώρησής του ποὺ εἶχε δυναμώσει ὁ ἀέρας, οἱ ναῦτες δὲν τὸν πρόσεξαν καὶ τὸν ἔσπρωξαν καὶ βρέθηκε στὰ μανιασμένα κύματα. Κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν σώσει καὶ τὸν ἔκλαιγαν ὡς ἤδη πεθαμένο. Ἐκεῖνος ὅμως στὸν βυθὸ εὑρισκόμενος ἄρχισε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν προστάτη ἅγιό του, καί, ὢ τοῦ θαύματος! Βρέθηκε μέσα στὸ σπίτι του στάζοντας ἀπὸ τὸ θαλασσινὸ νερό. Τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα βεβαίως ἔγινε γνωστὸ ὄχι μόνον στοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γείτονες, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλο τὸ Βυζάντιο, τόσο ποὺ κλήθηκε καὶ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ τὸ διηγηθεῖ, μὲ κατάληξη τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἄγρυπνη δέησή Του μέσα στὸν Ναὸ ἀπὸ ὅλους.

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

,

Σχολιάστε

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ (Ἡ προσοχή μας εἶναι στραμμένη στὰ ἀρνητικὰ τῶν ἄλλων, στὶς ἀδυναμίες τους, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὰ θετικά τους καὶ τὶς ἀρετές τους)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ
(5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

 Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

βλ. σχετ.: Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ  https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/12/05/ὁ-ἅγιος-σάββας-ὁ-ἡγιασμένος/

ἅγ. Σάββας.            «Ὁ ὅσιος Σάββας ζοῦσε ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ σὲ μία κώμη τῆς Καππαδοκίας, ποὺ λεγόταν Μουταλάσκη, καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Ἤδη λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ βίου του προσέτρεξε στὴ μοναχικὴ ζωή, σὲ μοναστήρι ποὺ λεγόταν Φλαβιανές, καὶ τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ νεαρή του ἡλικία ἔγινε ἐγκρατής, ὥστε, ὅταν εἶδε στὸν κῆπο κάποια φορὰ ἕνα μῆλο καὶ τὸ ἐπιθύμησε, εἶπε: “Ἦταν ὡραῖος στὴν ὅραση καὶ καλὸς στὴ βρώση ὁ καρπὸς ποὺ μὲ θανάτωσε”. Πῆρε τὸ μῆλο στὰ χέρια του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔφαγε. Ἀντίθετα τὸ καταπάτησε μὲ τὰ πόδια του καὶ ἔθεσε ὅρο στὸν ἑαυτό του νὰ μὴ φάει ποτὲ μῆλο. Ἀλλὰ  καὶ σὲ φοῦρνο ὅταν μπῆκε κάποια φορά, βγῆκε ἀβλαβής, χωρὶς ἡ φωτιὰ νὰ ἀγγίξει οὔτε τὰ ἱμάτιά του. Στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸν γνώρισε ὁ μέγας ὅσιος Εὐθύμιος καὶ τὸν ἔστειλε σὲ κοινόβιο, πρὸς τὸν ὅσιο Θεόκτιστο. Ἀπὸ ὅλους ὅσους συναντοῦσε, προσελάμβανε καὶ μάθαινε τοὺς τρόπους καὶ τὴν ἀρετή τους.  Βλέποντάς τον ὁ ἅγιος Εὐθύμιος τὸν προσφωνοῦσε “παιδαριογέροντα”, λόγῳ τῆς πέρα ἀπὸ τὰ κοινὰ μέτρα πνευματικῆς του καταστάσεως. Ὅσο περνοῦσε ἡ ἡλικία του, τόσο καὶ αὔξανε τὴν ἀρετή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα, ὅπως καὶ ἔβγαλε νερὸ μὲ τὴν προσευχή του σὲ ἄνυδρους τόπους. Ἔγινε μάλιστα καὶ καθηγητὴς πολλῶν μοναχῶν, κι ὅταν ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη,  δύο φορὲς ἔστειλε πρέσβεις καὶ πρὸς τὸν βασιλιὰ Ἀναστάσιο καὶ πρὸς τὸν Ἰουστινιανό, καθὼς παρακλήθηκε γι’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων. Ἔφθασε στὸ ἀκρότατο τῆς κατὰ Χριστὸν ἡλικίας καὶ σὲ ἡλικία ἐνενήντα τεσσάρων ἐτῶν ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Κύριο».
.            Εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὅτι τὸν ἅγιο τὸν καταλαβαίνει ἕνας ἐπίσης ἅγιος. Μόνον ὅποιος ἔχει ἀνεπτυγμένες πνευματικὲς αἰσθήσεις μπορεῖ νὰ «ὀσφρανθεῖ» τὴν εὐωδία ποὺ ἐκπέμπει ἡ ζωὴ ἑνὸς ἁγίου. Διαφορετικά, ἕνας ἄγευστος τῆς πνευματικῆς ζωῆς πορεύεται σὰν τυφλὸς στὸν κόσμο, συνεπῶς ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ ὕπαρξη ἑνὸς ἁγίου. Γιατί τὸ ἀναφέρουμε αὐτὸ ἐν σχέσει μὲ τὸν ὅσιο Σάββα; Γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀμέσως τὸν κατάλαβε καὶ τὸν «ὀσφράνθηκε», ποὺ εἶδε τὴν προχωρημένη πνευματική του κατάσταση ἦταν ὁ μέγας ὅσιος Εὐθύμιος.  Ὁ ὅσιος αὐτὸς προσφωνοῦσε «παιδαριογέροντα» τὸν νεαρὸ Σάββα, ποὺ σημαίνει ὅτι στὴν πραγματικότητα ἀναγνώριζε τὴν ἐκ νεότητος ἁγιότητά του. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Εὐθυμίου ἔγιναν καὶ τὰ μάτια τῶν ὑπολοίπων συμμοναστῶν του, ἄρχισαν δηλαδὴ καὶ οἱ ἄλλοι νὰ διακρίνουν  τὰ ἐκ Θεοῦ χαρίσματά του, τὰ ὁποῖα ἐπιβεβαιώθηκαν περίτρανα μὲ τὰ θαύματα ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ γίνονται μέσῳ αὐτοῦ, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴ μυροβολία τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Τὰ παραπάνω προβάλλει καὶ ὁ ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου, ἅγιος Θεοφάνης. Καὶ τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τὴ διάκριση καταγράφει («Ἱλαρωτάτῃ σε ψυχῇ καὶ προσηνεῖ διαθέσει, ἀρεταῖς κατακοσμούμενον βλέπων ὁ λαμπρότατος φωστὴρ Εὐθύμιος ἐδέξατο», δηλαδή: ὁ λαμπρότατος πνευματικὸς ἥλιος Εὐθύμιος σὲ δέχτηκε μὲ ἱλαρότατη ψυχὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση, βλέποντάς σε νὰ κατακοσμεῖσαι ἀπὸ ἀρετές), καὶ τὰ πάμπολλα θαύματα τοῦ ἁγίου Σάββα ἀναφέρει («Ξένα τὰ σὰ θαυμάσια. Τοὺς γὰρ θήρας ἡμέρωσας…προλέγεις τὰ μέλλοντα, προφητικῷ χαρίσματι, στίφη τῶν δαιμόνων φυγαδεύων ἐλαύνεις…», δηλαδή: Παράδοξα τὰ θαυμάσια ποὺ γίνονται ἀπὸ ἐσένα: ἡμέρωσες τὰ θηρία, προλέγεις τὰ μέλλοντα μὲ προφητικὸ χάρισμα, διώχνεις μακριὰ τὰ στίφη τῶν δαιμόνων), καὶ τὴν εὐωδία τῶν μύρων ἀπὸ τὴ θήκη του ἐξαγγέλλει, ποὺ εὐφραίνει τοὺς πιστοὺς («Μυρίζει σου ἡ θήκη πνευματικὴν εὐωδίαν, πλουσίως εὐφραίνουσα τοὺς σοὺς υἱούς»).
.            Ἡ ἐκ παιδὸς σοφία τοῦ ὁσίου Σάββα, σοφία βεβαίως κατὰ Θεὸν –τὴν ὁποία σημειωτέον ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος καὶ σὲ ἀναφορὰ μὲ τὴ μητέρα του καλουμένη Σοφία: «Σοφίας ὑπάρχων βλάστημα, Σάββα ὅσιε, παιδιόθεν ἐπόθησας Σοφίαν τὴν ἐνυπόστατον», δηλαδή: Ἤσουν παιδὶ τῆς Σοφίας, Σάββα ὅσιε, γι’ αὐτὸ καὶ πόθησες ἀπὸ παιδὶ τὴν ἐνυπόστατη Σοφία, τὸν Χριστὸ– ἀποδεικνύεται ἀνάγλυφα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅπου πήγαινε, εἶχε ἀνοικτὰ τὰ μάτια του γιὰ νὰ βλέπει τὴν κατὰ Χριστὸν πολιτεία τῶν ἀφιερωμένων στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀντιγράφει τοὺς ἄθλους καὶ τὶς ἀρετές τους. Δὲν ἐπικέντρωνε στὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων, ποὺ ἀσφαλῶς ὡς ἄνθρωποι εἶχαν. Ἡ ἔγνοια του, λόγῳ τοῦ μεγάλου πόθου του γιὰ τὸν Θεό, ἦταν πῶς νὰ προχωρεῖ πνευματικά. Κι αὐτὸ σήμαινε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κάθε τί ποὺ παρουσιαζόταν στὸν δρόμο του. Θυμίζει ἡ περίπτωσή του τὸν μέγα Γέροντα τῶν αἰώνων, τὸν ὅσιο Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος καὶ ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ μαζέψει σὰν τὴ μέλισσα ὅ,τι καλὸ τοῦ προσέφεραν οἱ ἅγιοι ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του. Κι ὅπως ἐκεῖνος, γι’  αὐτὸν τὸν λόγο, ἔγινε «θεοφιλής», τὸν ἀγαποῦσε δηλαδὴ ὁ Θεός, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ὅσιος Σάββας. Μέγα δίδαγμα γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ δυστυχς σὲ να μεγάλο ποσοστὸ  προσοχή μας εναι στραμμένη στὰ ρνητικ τν λλων, στς δυναμίες τους, χωρς ν μπορομε ν βλέπουμε τ θετικά τους κα τς ρετές τους πρς παραδειγματισμό. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐν προκειμένῳ ἔκφραση τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, τοῦ ἁγίου τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὅσιος Σάββας ζοῦσε καὶ λειτουργοῦσε στὸν κόσμο ὡς μέλισσα ποὺ συλλέγει τὸν καλὸ καρπό, καὶ ὄχι ὡς μύγα, ποὺ ἐπιζητεῖ πάντοτε τὴν ἀκαθαρσία.
.            Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σοφίας καὶ τῆς σύνεσης τοῦ ὁσίου ἦταν ἀκριβῶς νὰ γεμίσει ὁ ὅσιος Σάββας μὲ ὅλες τὶς ἀρετές. Ὅπως σημειώνει καὶ ὁ σχετικὸς ὕμνος: «μέτριος, ἄκακος, πρᾶος, ἁπλοῦς, ἠσύχιος, ὡς χρηματίσας, Πάτερ, ὑπὲρ ἄνθρωπον ὄντως, καὶ ἄϋλος ἐν ὕλῃ, οἶκος Θεοῦ καθωράθης» (Πάτερ, φάνηκες οἶκος Θεοῦ, διότι ὑπῆρξες μέτριος, ἄκακος, πράος, ἁπλός, ἥσυχος, πράγματι πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, καὶ σὰν ἄυλος μέσα σὲ ὕλη). Ὁ ὑμνογράφος του ὅμως ἔχει ἐπίγνωση ὅτι ὅλες οἱ ἀρετὲς ἀπὸ μόνες τους δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία, ἂν δὲν καταλήγουν στὸ πλήρωμα τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀγάπη. Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν ἀποτελεῖ τὴν κατάληξη τῆς ὅποιας ἀρετῆς, παύει αὐτὴ νὰ χαρακτηρίζεται χριστιανική. Διότι βεβαίως λείπει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπισημαίνει: «Ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον κτησάμενος, τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν πληροῖς τὸ κεφάλαιον. Τὴν γὰρ ὑπερέχουσαν πασῶν ἀσυγκρίτως ἀρετήν, Πάτερ,  κατώρθωσας» (Ἀπέκτησες τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, γι’ αὐτὸ καὶ συγκεφαλαιώνεις τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Διότι κατόρθωσες, Πάτερ, τὴν μεγαλύτερη, κατὰ ἀσύγκριτο τρόπο ἀπὸ ὅλες, ἀρετή).  Καὶ ξέρει βεβαίως ἐπίσης ὁ ὑμνογράφος ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει σ’ αὐτὴν τὴν ἀγάπη, ἂν δὲν τὴν κτίσει μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ τηρεῖ τὶς ἅγιες ἐντολές Του. «Ἀρχὴν σοφίας ἐπόθησας, τὸν φόβον τὸν τοῦ Θεοῦ. ᾯ καὶ στοιχειούμενος, πρὸς τὴν τελειότητα, τὴν ἐνδεχομένην τοῖς ἀνθρώποις, Πάτερ, ἔφθασας» (Πόθησες τὴν ἀρχὴ τῆς σοφίας, δηλαδὴ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν φόβο ἔκτισες τὴ ζωή σου κι ἔφτασες, Πάτερ, στὴν τελειότητα, αὐτὴν ποὺ μποροῦν βεβαίως οἱ ἄνθρωποι).
.            Μία τέτοια ἁγιασμένη ζωή, σὰν τοῦ ἁγίου Σάββα, ἐπάνω δηλαδὴ στὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἦταν εὐνόητο νὰ ἑξακτινωθεῖ καὶ νὰ γίνει ἱεραποστολικὴ φλόγα. Οἱ συμμοναστές του, ὅπως καὶ ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ποὺ τὸν γνώρισε, κυρίως μὲ τὸ παράδειγμά του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν λόγο του –ὁ ἅγιος κήρυσσε τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ πολλὴ δύναμη καὶ πειθώ: «κῆρυξ θείων δογμάτων μεγαλοφωνότατος κεχειροτόνησαι»–  ἄλλαζαν καὶ μεταστρέφονταν. Πολλοὶ μάλιστα ἐγκατέλειπαν τὴν ἐνασχόλησή τους μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ γίνονταν μοναχοί. «Τοῦ ἁγίου ἐγένου συνόμιλος Πνεύματος. Ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον τοὺς λαοὺς διεγείρων, τὰς πόλεις ἐκένωσας καὶ ἐρήμους ἐπόλισας, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν» (Ἔγινες συνόμιλος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι’  αὐτὸ καὶ διέγειρες τὸν ζῆλο τῶν λαῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀδειάσουν οἱ πόλεις καὶ νὰ γίνουν πόλεις οἱ ἔρημοι, θεοφόρες πατὴρ ἡμῶν).  «Ταῖς πρεσβείαις τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Σάββα, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἠμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς».

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

,

Σχολιάστε

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ
Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

  Ὡς φαεινόν σε φωστήρα, Πάτερ Σεραφείμ, γινώσκομεν
καὶ ἱεράρχην θεῖον τῆς σεπτῆς Ἐκκλησίας…

α. Τρεῖς πολὺ μεγάλες προσωπικότητες ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Τρεῖς ἁγίους ποὺ ὁ καθένας σφράγισε θὰ λέγαμε τὴν ἐποχή του εἴτε μὲ τὴ θεολογική του προσφορὰ εἴτε μὲ τὴν ἁγιασμένη βιοτὴ καὶ τὸ μαρτύριό του: τὸν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν θεολόγο τῶν εἰκόνων, αὐτὸν πάνω στὸν ὁποῖο βασίστηκε καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, τὴν ἁγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, ποὺ ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς της στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ προκάλεσε καὶ τὸν ἴδιο τὸν πατέρα της, ἀπὸ τὸ μιαρὸ χέρι τοῦ ὁποίου ἔφυγε μαρτυρικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, τὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα καὶ θαυματουργὸ Σεραφείμ, ἀρχιεπίσκοπο Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, τὸ  καύχημα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἱεραρχῶν κατὰ τὸν ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας μας.  Στόν τελευταῖο ἰδιαιτέρως θὰ ἐπικεντρώσουμε σήμερα τὴν προσοχή μας, αὐτὸς θὰ εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ταπεινῆς ὁμιλίας μας.

β. 1. Δὲν θὰ ποῦμε δικά μας στοχαστικὰ λόγια πάνω στὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα. Θεωροῦμε πιὸ ἐνδιαφέρον, πιὸ ἐπωφελὲς καὶ πιὸ  ἐκκλησιαστικὸ ἴσως νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ καλοῦ ὑμνογράφου του, ἱερομονάχου Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴ χαριτόβρυτη γραφίδα του μᾶς δίνει τὴν ὅραση τοῦ βάθους τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου καὶ ὅσο ζοῦσε στὴ στρατευόμενη τοῦ κόσμου τούτου Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ στὴ δόξα τοῦ Οὐρανοῦ.

Ποιά εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς παρουσιαζει γιὰ τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ὁ ὑμνογράφος; Θὰ εἴμαστε κατ᾽ ἀνάγκην πολὺ ἐπιλεκτικοί:  Ὁ ἅγιος εἶναι τριπλὰ στεφανωμένος ἀπὸ τὸν Κύριο, στὸ ἅρμα τοῦ ὁποίου ἐντάχτηκε κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων ἁγίων καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος περιπολεῖ τὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου (Δοξαστικὸ τῶν αἴνων). Ποιό τὸ τριπλὸ στεφάνι του; (α) τὸ στεφάνι τῆς ἀσκητικῆς κατὰ Χριστὸν διαγωγῆς του, (β) τὸ στεφάνι τῆς ἱερωσύνης του, (γ) τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματός του. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ στεφάνωμα βρίσκεται ὅλη ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου. Κατὰ πῶς τὸ λέει μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ὑμνογράφος:  Ἀπέκτησες τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀσκητικούς σου κόπους καὶ χρίστηκες μὲ τὸ ἱερατικὸ χρίσμα, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀναδείχτηκες δοχεῖο τῆς ὑπέρφωτης ἁγίας Τριάδος, χάριν τῆς ὁποίας ἔχυσες καὶ τὸ αἷμα σου πρόθυμα, πανσέβαστε Σεραφείμ. Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ἔλαβες ἀπὸ αὐτὴν τρίπλοκο τὸ ἀμαράντινο στεφάνι καὶ ἔχεις παρρησία  νὰ πρεσβεύεις ὑπὲρ ἠμῶν ποὺ τιμοῦμε τὴν ἀεισέβαστη μνήμη σου ( Ἀσκητικοῖς πόνοις ὡραϊθείς, καὶ ἱερατικοῖς χρισθεὶς χρίσμασι, δοχεῖον τῆς ὑπερφώτου ἐδείχθης Τριάδος, ὑπὲρ ἧς καὶ τὸ αἷμά σου προθύμως ἐξέχεας, Σεραφεὶμ παναοίδιμε, διὸ καὶ παρ᾽ αὐτῆς τρίπλοκον τὸν ἀμαράντινον στέφανον ἔλαβες καὶ παρρησίαν ἔχεις πρεσβεύειν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν τιμώντων τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου) (Δοξαστικὸ μικροῦ ἑσπερινοῦ).

Πράγματι, τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς του ἐπιβεβαιώνουν ἀπολύτως τὰ τρία στεφάνια του:

 (α) ὁ ἅγιος  ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ ἀπὸ βρέφους σὰν ἄλλος προφήτης  Σαμουήλ (ὠδὴ δ´) γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μπαιζήλα τῆς Θεσσαλικῆς γῆς, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους, τὸν Σωφρόνιο καὶ τὴ Μαρία, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον φρόντισαν νὰ τὸν μορφώσουν μὲ τὴ θύραθεν λεγόμενη παιδεία, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν ἐκκλησιαστική. Τὰ γράμματα τοῦ Θεοῦ μάλιστα τόσο πολὺ κατένυξαν τὴν ἁγνὴ καρδιὰ τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ὥστε θέλησε νὰ ἀφιερωθεῖ πλήρως στὸν Θεό, γενόμενος μοναχὸς στὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου  Κρύα Πηγή. Ἐκεῖ κατ᾽ ἐξοχὴν φάνηκε ἡ ἀσκητική του ἔφεση καὶ διαγωγή: ἀποδύθηκε σὲ μεγάλους ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι συγκεφαλαιώνονταν σὲ ὅ,τι ὑποσχέθηκε κατὰ τὴ μοναχική του κουρά: νὰ ζήσει δηλαδὴ ἐν παρθενίᾳ, ἐν ἀκτημοσύνῆ καὶ κυρίως ἐν ὑπακοῇ. Ὅ,τι μὲ ἄλλα λόγια ζοῦσε καὶ πρὸ τῆς ἐντάξεώς του στὸ μοναστήρι, τὸ ἴδιο, ἀλλὰ σὲ πολλαπλάσιο βαθμό, τὸ ἔκανε πράξη ζωῆς μέσα σὲ αὐτό. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἀναμενόμενο καὶ προφανές: καθάρισε ὅσο ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, καθιστάμενος ἔτσι  σκεῦος τοῦ ἁγίου Πνεύματος –   Σκεῦος ἀπετέλεσας σαυτὸν Πνεύματος  Ἁγίου, τρισμάκαρ, καθάρας σου τὴν ψυχήν, μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγου τοῦ ἱερομονάχου Ἀναστασίου (στιχηρὸ προσόμοιο ἑσπερινοῦ) – ὁπότε  ἀνῆλθε στὸ Ὄρος τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ ἄστραψε στὴν καρδιά του τὸ προαιώνιο φῶς Ἐκείνου (Ἀνῆλθες, μακάριε, τῆς ἀληθοῦς, Πάτερ, γνώσεως εἰς Ὅρος καὶ ἤστραψε τὸ προαιώνιον φῶς τῇ καρδίᾳ σου) (ὠδὴ α´).

(β)  Ἡ λάμψη τῆς ζωῆς του δὲν ἔμεινε κρυφή.  Ἡ Ἐκκλησία μας διὰ τῶν ὀργάνων τῆς ἐπεσήμανε τὸν θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε στὸ ὑπερμέγιστο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης, καθιστώντας τον ποιμένα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου. Γιατί στεφανώθηκε ὅμως ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὡς ἱεράρχης; Διότι ἀφ᾽ ἑνὸς συνέχισε τὴν ἴδια ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ὡς ἀρχιερέας, ἀφ᾽ ἑτέρου ἀναλώθηκε ἐν ἀγάπῃ στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του.  Ὁ ὑμνογράφος του δὲν παύει νὰ τονίζει τὸν ἐν χάριτι πλούσιο λόγο τοῦ ἁγίου, μὲ τὸν ὁποῖο ἄρδευε στὶς δύσκολες ἡμέρες ποὺ ζοῦσαν ὅλοι τότε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν του, ὅπως καὶ τὴν ἀδιάκοπη ὑπηρεσία ἀγάπης ποὺ τοὺς προσέφερε. Ἦταν  ὁ ποιμὴν ὁ καλός ποὺ  τὴν ψυχήν του ἔθετο ὑπὲρ τῶν προβάτων, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου.  Μὲ τὰ νάματα τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ, ἱερομάρτυς Σεραφείμ, ἄρδευσες ὅλη τὴν ποίμνη σου, καὶ ἔσπειρες σ᾽ αὐτὴν τὸν ἔνθεο σπόρο, ἐνῶ μὲ τὰ χρώματα τῶν ἀρετῶν τὴν ἐλάμπρυνες (Νάμασι Χριστοῦ οἰκείαν ποίμνην δογμάτων, ἱερομάρτυς, πᾶσαν ἤρδευσας, καὶ σπόρον τὸν ἔνθεον ταύτῃ ἐγεώργησας, καὶ ἀρετῶν τοῖς χρώμασι ταύτην ἐλάμπρυνας) (ὠδὴ η´).

.           Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἔνιωθε ὁ ἅγιος ὅτι πραγματοποιεῖ τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης του καὶ καταξιώνεται ὡς χριστιανὸς καὶ ἄνθρωπος ἦταν ὅταν τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία. Ποτ δν σταμάτησε ν λειτουργε κα ν προσφέρει τν ναίμακτη λατρεία, μέχρις του καὶ ὁ διος γινε θύμα, προσφερόμενο στν Θε δι το μαρτυρίου του, συνεχίζοντας συνεπς μὲ λλον τρόπο τ λατρευτική του ναφορ στν Κύριο καὶ προεκτείνοντάς την καὶ μετὰ τὸν θάνατό του ἐνώπιον τοῦ Θείου θυσιαστηρίου.  Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπ᾽ αὐτοῦ εἶναι σαφής: Ὑπῆρξες ὑπηρέτης τῶν Μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καὶ οἰκονόμος τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Σεραφείμ. Διότι πολλὲς φορὲς ἱερουργώντας τελοῦσες τὴν ἀναίμακτη θυσία κι ἀκόμη προσέφερες τὸν ἑαυτό σου στὸν Θεὸ σὰν καθαρὴ προσφορὰ μὲ τὸ γίνεις  θύμα καὶ θύτης (Ὑπουργὲ τῶν τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων, καὶ οἰκονόμε τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος, σὺ γὰρ ἱερουργῶν πολλάκις, τὴν ἀναίμακτον θυσίαν ἐτέλεις, καὶ σαὐτὸν προσήγαγες τῷ Θεῶ ἱερεῖον ἄμωμον, θύμα καὶ θύτης γενόμενος, ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Σεραφείμ) (Λιτή). Καὶ ἀλλοῦ:  Προσέφερες, Πατέρα, τὴ θεία ἀναίμακτη θυσία, πρῶτα, κι ὕστερα προσέφερες τὸν ἑαυτό σου θυσία στὸν Κύριο, ὅπως ποθοῦσες, μὲ τὸ αἷμα σου (Τὴν θείαν, Πάτερ, προσέφερες ἀναίμακτον θυσίαν τὸ πρότερον, καὶ νῦν τὸ δεύτερον, σαὐτὸν θυσίαν προσήγαγες Κυρίω, ὡς ἐπόθεις διὰ τοῦ αἵματος) (ὠδὴ ϛ´).

 (γ) Κι ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο τοῦτο ἐξηγεῖ καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου του.  Ὁ ἅγιος ἑτοιμασμένος σχεδὸν  ἐκ κοιλίας μητρός ἐπιθυμοῦσε νὰ δώσει καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὸν Κύριο. Ὅ,τι ἦταν καὶ εἶναι φοβερὸ καὶ ἀπευκταῖο γιὰ τοὺς πολλούς: ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, ἦταν ἐπιθυμητὸ καὶ ἀφορμὴ χαρᾶς γιὰ ἐκεῖνον. Ὄχι γιὰ λόγους ἀσφαλῶς ἀπελπισίας, ὄχι γιὰ λόγους κατάθλιψης, ἀλλὰ γιὰ λόγους ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό. Αὐτὸ δὲν λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, φανερώνοντας τὴ χάρη ποὺ εἶχε, ὅτι  ἔχω τὴν ἐπιθυμίαν εἰς τὸ ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι; Αὐτὸ δὲν θέτει καὶ ὡς ὅριο ἁγιότητος ὁ μέγας Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν σημειώνει ὅτι  ὁ ἀληθινὸς ἅγιος ἐπιθυμεῖ καθ᾽ ἡμέραν τὸν θάνατον;  Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ λοιπὸν δὲν τρόμαζε μπροστὰ στὸν θάνατο. Τὸν θεωροῦσε γέφυρα ποὺ θὰ τὸν φέρει μία ὥρα γρηγορότερα στὸν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀποδεικνύοντας ἔμπρακτα συνεπῶς ὅτι τὸ κέντρο βάρους τῆς ζωῆς του ἦταν Ἐκεῖνος.  Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὅταν ἦλθε αὐτὴ ἡ ὥρα, μὲ τρόπο πράγματι ἀπάνθρωπα σκληρὸ ἀπὸ τοὺς δαιμονοκίνητους Ἀγαρηνούς, ἀναγάλλιασε ἡ ψυχή του. Μὲ δραματικὴ ἔνταση καὶ λυρισμὸ ὑψηλό, ποὺ θυμίζει τὶς ἐπιστολὲς τοῦ μεγάλου ἀποστολικοῦ Πατέρα ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου καθὼς ὁδηγεῖτο στὸ μαρτύριο,  ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς ἀναφέρει γιὰ τὸν ἅγιο Σεραφείμ:  ὅταν ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση γιὰ θάνατο ἐναντίον σου ἀπὸ τὸν πρόεδρο τῆς πλάνης, Πάτερ Σεραφείμ, ἐσὺ μὲ χαρὰ ἔλεγες στοὺς ἀπίστους: τί ἀργοπορεῖτε, ἄφρονες, προκειμένου νὰ μὲ ὁδηγήσετε πράγματι στὸν Κύριο σὰν θύμα καὶ καθαρὴ θυσία; Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ δοξάσω μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ( Ὅτε ἀπεφάνθη κατὰ σοῦ, παρὰ τοῦ τῆς πλάνης προέδρου, ἡ τελευτὴ Σεραφείμ, τότε χαίρων ἔλεγες, Πάτερ, τοῖς ἔξωθεν: τί βραδύνετε, ἄφρονες, προπέμπειν Κυρίῳ, θῦμα καὶ ἀμώμητον θυσίαν ὡς ἀληθῶς; Ἄνω γὰρ ἐπείγομαι φθᾶσαι, ὅπως σὺν Ἀγγέλοις δοξάσω Λόγον σὺν Πατρὶ καὶ Πνεῦμα Ἅγιον) (στιχηρὸ προσόμοιο Ἑσπερινοῦ).

.             Μὲ ψεύτικες κατηγορίες, ὅτι δηλαδὴ συμμετεῖχε στὶς ἐπαναστατικὲς ἐνέργειες τοῦ Λαρίσης Διονυσίου κατὰ τῶν Τούρκων, τὸν κτύπησαν βάναυσα, τοῦ ἔκοψαν τὴ μύτη σὲ λεπτὰ κομμάτια, κοκκινίζοντας ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ τὸν γύρω του χῶρο, τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακὴ ἀφήνοντας τὸν ἄσιτο καὶ χωρὶς νερό. Κι ὅταν τὸν ἔβγαλαν μετὰ ἀπὸ ἡμέρες, πιστεύοντας ὅτι τὸ φρόνημά του θὰ εἶχε καμφθεῖ, βρέθηκαν στὴν πιὸ μεγάλη ἔκπληξη: ὁ ἅγιος ἦταν περισσότερο θαρραλέος, περισσότερο ἀποφασισμένος ἀπὸ πρίν, μὲ διάθεση νὰ τοὺς μεταστρέψει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀληθινή.  Ἡ στάση του βεβαίως αὐτὴ ἐξῆψε πιὸ πολὺ τὴν ὀργὴ τῶν κριτῶν καὶ τυράννων του: διέταξαν νὰ ἁπλωθεῖ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὶς ἄκρες τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του, νὰ τοῦ βάλουν στὴν κοιλιὰ τεράστιο βάρος, νὰ τοῦ ξεσκίσουν τὶς σάρκες καὶ νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιεῖ μίγμα ἀπὸ νερό, ξύδι καὶ ἄμμο. Κι ὅταν ἐκεῖνος ἀντὶ νὰ λυγίσει γιγάντωσε καὶ θέρίεψε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς προκαλοῦσε λέγοντας νὰ συνεχίσουν τὴν προσφορὰ τῆς θυσίας του, δέχτηκε τὸ τελικὸ καὶ ἀποφασιστικὸ κτύπημα: τὸν ἀνασκολοπισμό του, τὸ σούβλισμά του, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ ἐπὶ τῆς γῆς.

.            Τὸν ἄφησαν ἔτσι ἐκτεθειμένο, ὁπότε καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν τιμία κεφαλή, τὴν ὁποία μαζὶ μὲ ἄλλες ἄλλων μαρτύρων ἐπιδείκνυαν στοὺς ὑπόδουλους πρὸς ἐκφοβισμό. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος!  Ἁλιεῖς τὴ νύκτα ἔβλεπαν πύρινο στύλο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου (ὠδὴ ζ´), ἡ ὁποία μάλιστα  ἀπὸ τὴ θέση τοῦ πρὸς δυσμὰς προσανατολισμοῦ τῆς ἄλλαζε θέση, στρεφομένη πρὸς Ἀνατολας (ὠδὴ ε´). Τὸ θαῦμα ἦταν προφανές. Ἐν τέλει κάποιοι ἔκλεψαν τὴν κάρα του καὶ τὴν πούλησαν στὸ μοναστήρι του τῆς  Κρύας Πηγῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔκτοτε, κατὰ τὸν συναξαριστή, τὴν κατέχει ὡς τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρό του.

2. Τριπλὸς στέφανος λοιπὸν γιὰ τὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα. Κι εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο ποὺ ἐξηγεῖ καὶ τὴ μεγάλη θέση του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Συμβασιλεύει τῷ Χριστῷ ὁ ἅγιος, καὶ πάλι κατὰ τὸν ὑμνογράφο του (Λιτή), γενόμενος ἴδιος Σεραφείμ.  Παίζει κατὰ κάποιο τρόπο ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, γιὰ νὰ δηλώσει ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἅγιος ἔγινε αὐτὸ ποὺ σημαίνει τὸ ὄνομά του: θρόνος Κυρίου μὲ διαρκῆ τὴ δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του. Οἱ στίχοι στὸ συναξάρι του εἶναι ἀποκαλυπτικοί:  Ἀπῆρεν ἐκ γῆς καὶ Σεραφεὶμ τοῖς ἄνω, θρόνος Σεραφεὶμ Κυρίου ὅπως γένῃ (Ἔφυγε ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν Οὐρανὸ ὁ Σεραφείμ, γιὰ νὰ γίνει σὰν τὰ Σεραφείμ: θρόνος Κυρίου).
.           Ἀλλὰ τὸ τριπλὸ στεφάνωμά του ἐξηγεῖ ἐπίσης καὶ τὴ δύναμη τῆς θαυματουργίας του.  Ὁ ἅγιος γενόμενος φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ὕπαρξη διάφανη ποὺ ἑξακτινώνει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, μεταφέρει ἀενάως τὴ δύναμη τῆς ἐνεργείας Ἐκείνου. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ τὸν ἐπικαλεῖται καὶ νὰ μὴ βλέπει τὴ θαυμαστὴ παρουσία του.  Ἡ παρρησία τοῦ ἁγίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παρρησία τῶν μεγάλων ἁγίων μαρτύρων ποὺ ξέρουμε, σὰν τῶν ἁγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Βαρβάρας, Παρασκευῆς. Καὶ δὲν ἐνεργεῖ ἀσφαλῶς ἡ χάρη τοῦ ἁγίου μὲ θαυμαστὸ τρόπο μόνο στοὺς κατοίκους τῆς πατρίδος του καὶ τῆς ἐπισκοπῆς του, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν  Ἑλλάδα καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἐπικαλεστεῖ ἐν πίστει.  Ὁ τῶν Ἀγράφων λαὸς καὶ ἡ  Ἑλλὰς πᾶσα ἐγκαυχῶνται, ὡς μυριάκις τοῦ κακοῦ λυτρούμενοι (Ὁ λαὸς τῶν Ἀγράφων καὶ ὅλη ἡ  Ἑλλάδα καυχῶνται, διότι ἄπειρες φορὲς λυτρώθηκαν ἀπὸ τὸ κακὸ) (Λιτή).  Οὐδεὶς ἐστιν οὐ λαμβάνων ψυχῆς τε καὶ σώματος τάχει τὴν ἴασιν (Κανεὶς δὲν ὑπάρχει ποὺ δὲν λαμβάνει γρήγορα ἀπὸ τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τὴν ἴαση καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος) (ὠδὴ α´).
.            Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἀποκορυφώνεται κατὰ τὸν ὑμνογράφο μας ἡ θαυματουργία τοῦ ἁγίου εἶναι μὲ ὅ,τι προσφέρει ἡ τιμία κάρα του. Κατ᾽ ἐξοχὴν αὐτὴ ἔγινε ἡ πηγὴ τῶν ἰάσεων, τρόπον τινὰ μία νέα κολυμβήθρα Σιλωάμ, ὄντως ἰατρεῖο καὶ θεραπευτήριο μέγιστο, ἡ ὁποία σώζει μὲν ἀπὸ τὶς διάφορες παθήσεις, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὶς λοιμικὲς νόσους, ἐνῶ λειτουργεῖ παράλληλα ὡς ἀνάχωμα γιὰ τὴν πλανεμένη πίστη τῶν Ἀγαρηνῶν.  Σεραφεὶμ παμμακάριστε, ἀνυμνοῦμε μὲ εὐσέβεια τὴν πανένδοξη καὶ θεόστεπτη κάρα σου, τὴν ὁποία ἔδωσες σὲ ἐμᾶς τὰ παιδιά σου γιὰ τὴν ἴαση τῶν δεινῶν μας παθῶν, ἐξαιρέτως ὅμως, Ἅγιε, γιὰ τὴν ἐκδίωξη τῆς φοβερῆς καὶ πολυφθορης λοιμικὴς νόσου (Σεραφεὶμ παμμακάριστε, εὐσεβῶς ἀνυμνοῦμέν σου, Κάραν τὴν πανένδοξον καὶ θεόστεπτον, ἣν τοῖς σοῖς τέκνοις ἡμῖν σοφέ, παρέσχες εἰς ἴασιν τῶν δεινῶν ἡμῶν παθῶν, ἐξαιρέτως δέ, Ἅγιε, πρὸς ἐκδίωξιν λοιμικῆς, τῆς δεινῆς καὶ πολυφθόρου) (στιχηρὸ Ἑσπερινοῦ).  Θραῦσον τὰ φρυάγματα τῆς Ἄγαρ, εὐχαῖς σου, Πάτερ) (ὠδὴ ε).

3. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρξε ἡ αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς πορείας τοῦ ἁγίου καὶ ὅλων τῶν θαυμασίων ποὺ ἐνεργεῖ; Ποιά ἡ θεμελιακὴ δύναμη, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ γινόταν τίποτε στὴ ζωή του καὶ θὰ περνοῦσε κι αὐτὸς ἀπαρατήρητος σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλούς τοῦ κόσμου τούτου; Τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνουμε στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων καὶ συνεπῶν πιστῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας: ἡ θερμὴ πίστη του καὶ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἂν ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἁγίασε, ἂν στεφανώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τόσο πολύ, ἂν μύρια θαύματα ἔγιναν καὶ γίνονται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του, ἂν ἄντεξε βεβαίως στὰ τόσα μαρτύρια, χωρὶς καθόλου νὰ δυσανασχετήσει ἀπέναντι στοὺς δημίους του, πολλῷ δὲ μᾶλλον νὰ τοὺς μισήσει καὶ στὸ παραμικρὸ – εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὑμνογράφου στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγεῖτο στὸ μαρτύριο σὰν τὸν Χριστό, σὰν ἀρνὶ ἄκακο καὶ σιωπηλὸ δηλαδή:   Ὁ μέγας τοῦ Χριστοῦ ἱερεύς τε καὶ θύτης, ὡς θύμα πρὸς σφαγὴν ἀπαγόμενος πάντως, οὐδ᾽ ὅλως ἐκραύγαζεν, οὔτε ἕλκουσιν ἤχθετο, ἐκμιμούμενος τὸν ὡς ἀμνὸν σιωπώντα πρὸς τὸν κείραντα καὶ ἑκουσίως παθόντα, Χριστὸν τὸν φιλάνθρωπον (κάθισμα Ὄρθρου) – ἦταν γιατί ἀκριβῶς ἡ καρδιά του ἦταν πυρωμένη ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου, ὁ  Ὁποῖος πρῶτος τὸν ἀγάπησε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ χάρη τῆς ἀντίστοιχης μὲ Αὐτὸν ἀγάπης. Ἐνδόξως ἤθλησας καὶ ἐξέχεας ἀφορήτως βασάνοις δι᾽ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ τὸ αἷμά σου, παρ᾽ οὗ τὸ στέφος ἀπείληφας.  Σεραφείμ, τὸ σὸν αἷμα ἔχυσας θερμῶς δι᾽ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, διὸ καὶ νῦν δοξάζει σε (στιχηρὰ Ἑσπερινοῦ).  Τὴν πίστιν ὡς ἄγκυραν, ἐλπίδα ὥσπερ θώρακα ἔχων, τὴν ἀγάπην, Θεοφόρε, βεβαίαν βάσιν, δι᾽ ἧς ἀνέδραμες χαίρων πρὸς Χριστόν (ὠδὴ ε´).

4. Δὲν θέλουμε νὰ μακρηγορήσουμε. Ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθει κανεὶς σ᾽ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτεινὴ καὶ ὑψηλὴ καὶ μαρτυρικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου καὶ νὰ μὴ κατανυχθεῖ στὴν καρδιὰ καὶ νὰ μὴ προκληθεῖ νὰ κάνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ποὺ λέει γιὰ παρόμοιες περιπτώσεις ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος:

.               Πρῶτον: ἢ νὰ φύγει πληγωμένος μ᾽ ἕνα βέλος στὴν καρδιά, ὥστε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ νὰ κάνει στὴ δική του ζωὴ τὰ ἀντίστοιχα μὲ τὸν ἅγιο, δηλαδή:- νὰ γιγαντώσει τὴν πίστη του καὶ τὴν ὁμολογιακὴ τῆς πίστεως αὐτῆς διάθεσή του, εἰδικὰ σήμερα ποὺ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ καὶ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ σύγχρονους νέους  Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι αὐτοὶ συνιστοῦν τοὺς κυριάρχους τῆς ζωῆς (τὸ παράδειγμα μάλιστα τοῦ ἁγίου δείχνει ὅτι ὅσο αὐτοὶ βάλλουν κατὰ τῆς πίστεως, τόσο αὐτὴ θεριεύει καὶ μεγαλουργεῖ, σὰν τὴν κάρα τοῦ ἁγίου ποὺ ἀποκοπεῖσα κατέφερε ἀποφασιστικὸ πλῆγμα κατὰ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰοβόλου δράκοντος διαβόλου (τὴν κάραν ἀφαιρεθείς, τοῦ πονηροῦ καὶ ἀρχεκάκου δράκοντος τὴν ἰοβόλον κεφαλὴν κατέαξας καὶ συνέτριψας) (Λιτή)
– ἔπειτα: εἴτε κληρικὸς εἶναι κανεὶς εἴτε λαϊκὸς πιστὸς νὰ νιώσει ὅτι τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας βρίσκεται κατ᾽ ἐξοχὴν στὸ μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, κατὰ τὸ παράδειγμα καὶ πάλι τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος προσέφερε ἀδιάκοπα ὅσο ζοῦσε τὴν ἀναίμακτη θυσία στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ συνέχισε νὰ τὴν προσφέρει μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ αἵματός του, εὑρισκόμενος πιὰ ὡς λειτουργὸς ἐνώπιον τοῦ ὑπερουρανίου θυσιαστηρίου, ποὺ σημαίνει ὅτι στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκουμε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας
– κι ἀκόμη: νὰ συναισθανθοῦμε ὅτι πηγὴ τῶν πάντων στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ προϋποθέτει ζωὴ ἄσκησης καὶ ἐγκρατείας, ὥστε ὁ νοῦς καὶ οἱ αἰσθήσεις μας νὰ καθαρθοῦν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ φωτιστοῦν ἀπὸ αὐτὴν καί, ἂν ἐπιτρέψει Ἐκεῖνος, νὰ φτάσουν νὰ ψηλαφήσουν ἔστω καὶ ἐπ᾽ ἐλάχιστον τὴ χαρισματικὴ θέωσή μας.

.           Δεύτερον, ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς λόγῳ ἀδυναμίας ἢ φόβου νὰ φύγει μὲ τὸ βέλος αὐτὸ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ὥστε νὰ ἀποδυθεῖ σ᾽ ἕναν τέτοιο σωτήριο ἀγώνα γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς συνανθρώπους του σὰν τὸν ἅγιο Σεραφείμ, τουλάχιστον νὰ σκύψει τὸ κεφάλι ἐν μετανοίᾳ, νὰ ὁμολογήσει τὴν πνευματική του ἔνδεια, νὰ ταπεινωθεῖ ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Κι ἴσως τότε γίνει ἴλεως καὶ γι᾽ αὐτὸν ὁ Κύριος, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε ὅτι θὰ φτάσει καὶ τὸν πρῶτο.

.             Εἴτε πάντως στὴ μία εἴτε στὴν ἄλλη περίπτωση ὁ ἅγιος ἐνεργεῖ χαρισματικά: συνιστᾶ ὅριο πάνω στὸ ὁποῖο κρίνεται ἡ ζωὴ καὶ ἡ συνείδησή μας. Κι αὐτὸ τελικῶς ἴσως εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ὅλων τῶν ἁγίων.  Τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος δὲν λέει καὶ τὸ πατερικὸ λόγιο;

γ. Τιμώντας τὸν ἅγιο δὲν προσθέτουμε ἀπολύτως τίποτε στὴ δική του χάρη καὶ δόξα. Ἐμεῖς ἀντιθέτως στὸν βαθμὸ ποὺ τὸν τιμοῦμε αὐξανόμαστε πνευματικὰ καὶ ὡραϊζόμαστε ψυχικά. Ὅπως σημειώνει κι ὁ ποιητὴς ὑμνογράφος:  Οἱ πολύφωνες γλῶσσες τῶν ρητόρων ἂς κινηθοῦν πρὸς δοξολογία τοῦ μάρτυρα, ὄχι γιὰ νὰ προσθέσουν κάτι στὴ δόξα του, ἀλλὰ γιὰ νὰ καλλωπιστοῦν ἐκεῖνοι μὲ τὴ δοξολογία του (Ρητόρων γλῶσσαι πολύφωνοι, κινείσθωσαν πρὸς αἶνον τοῦ Μάρτυρος, οὐχ ἵνα πρόσθεσιν τῇ δόξῃ τούτου προσθήσωσιν, ἀλλὰ καλλωπισθῶσιν αὐτὸν δοξάζοντες) (ὠδὴ ϛ´). Κι αὐτὸ συμβαίνει διότι ἡ δοξολογικὴ ἀναφορά μας στὸν ἅγιο ἀποτελεῖ τελικῶς ἀναφορὰ καὶ δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, τοῦ χορηγοῦ κάθε καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ.

Ἂς εὐχηθοῦμε ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Σεραφείμ, ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου ὁ θαυματουργός, νὰ εἶναι πάντοτε θερμὸς πρεσβευτής μας στὸν Κύριο, προκειμένου νὰ μᾶς δίδει τὴ χάρη νὰ ἀκολουθοῦμε τὰ μαρτυρικὰ βήματά του, βήματα βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ ἐν σαρκὶ φανερωθέντος Θεοῦ μας. Ἀμήν.

 ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

, , ,

Σχολιάστε

TΙ ΕΣΤΙΝ ΕΥΑΡΕΣΤΟΝ Τῼ ΚΥΡΙῼ (Ἀποστ. Ἀνάγν. Κυρ. 02.12.12) «Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: Θὰ ἐπιβληθῶ μὲ τὴν ταπεινὴ ἀγάπη».

ΚΥΡΙΑΚΗ 02.12.12  [ΙΔ´ ΛΟΥΚΑ]

 «δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ»
(Ἐφ. ε´ 10)

τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

.          α. Ἕνα καθοδηγητικὸ κείμενο γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν εἶναι αὐτὸ ποὺ παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του. Μᾶς ὑποδεικνύει ἐκεῖνον τὸν δρόμο φωτός, στὸν ὁποῖο θὰ βρίσκουμε στὸ κάθε σημεῖο του τὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ στὸ τέρμα του τὸν Ἴδιο. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἕνας μικρὸς ὑπομνηματισμὸς σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ ὁ Κύριος γιὰ τὸν Ἑαυτό Του: ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν καθημερινὴ πορεία τοῦ χριστιανοῦ πάνω στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον. Καὶ ποιά ἡ διαρκὴς ἔτσι μέριμνα τοῦ πιστοῦ; Νὰ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του, ὥστε ἡ ζωή του νὰ εἶναι εὐάρεστη στὸν Κύριο. Δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ.

β. 1. Ὁ ἀπόστολος ἐπιμένει ἰδιαιτέρως στὸ κριτήριο τῆς πορείας τοῦ πιστοῦ, νὰ πορεύεται δηλαδὴ εὐαρεστώντας τὸν Κύριο, γι᾽ αὐτὸ σὲ λίγες γραμμὲς τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ μὲ διαφορετικὴ διατύπωση: μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ν᾽ ἀντιλαμβάνεστε τί θέλει ὁ Κύριος ἀπὸ σᾶς. Γιατί; Διότι ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τοῦ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ὁ βαπτισμένος καὶ ἐντεταγμένος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ δηλαδὴ ὁ χριστιανὸς πράγματι νὰ ἔχει πιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς μέλος Χριστοῦ μ᾽ ἕναν ξεχωριστὸ τρόπο – στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του – ὅμως αὐτὸ δὲν τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς ροπὲς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς ἐπήρειες τὶς δαιμονικές, ὄχι ἀναγκαστικὲς εἶναι ἀλήθεια λόγῳ τοῦ βαπτίσματος. Στὸν κόσμο τοῦτο ποὺ ζοῦμε ἡ θέλησή μας ἀδιάκοπα δοκιμάζεται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου τοῦ κειμένου ἐν τῷ Πονηρῷ, ἀπὸ τὰ πάθη μας ποὺ ἀκόμη ἐνεργοῦν στὴν ὕπαρξή μας, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πονηρό, ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος νὰ μᾶς πειράζει γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπή μας καὶ τὸν μείζονα ἁγιασμό μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θολώνει πολλὲς φορὲς ὁ νοῦς μας καὶ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου νὰ γίνεται δυσδιάκριτο καὶ σκοτεινό.
.          Κι αὐτὸ σημαίνει: κανεὶς ἐδῶ ποὺ βρέθηκε δὲν μπορεῖ οὔτε στιγμὴ νὰ ἐπαναπαυτεῖ καὶ νὰ χαλαρώσει πνευματικά. Ἡ ἐπανάπαυση καὶ ἡ χαλάρωση σημαίνουν τὴν ἴδια στιγμὴ ὑποχώρηση καὶ πτώση, κατὰ τὸ «ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει» (ὁ Κύριος). Δὲν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτὸ ποὺ μὲ δραματικὴ ἔνταση εἶπε ὁ ἅγιος ἀββὰς τοῦ Γεροντικοῦ στὸν διάβολο ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του καὶ τοῦ ψιθύρισε «μπράβο, σώθηκες». Ὄχι ἀκόμη ἦταν ἡ ἀπάντησή του, γιατί εἶχε ἀκριβῶς τὴν ἴδια αἴσθηση μὲ τὸν ἀπόστολο περὶ τοῦ εὐθραύστου τῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως ὅσο βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο τοῦτο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη μέριμνα τοῦ πιστοῦ, ἂν θέλει πράγματι νὰ πορεύεται ἐν Κυρίῳ, εἶναι ἡ νήψη: νὰ βρίσκεται πάντοτε ξύπνιος βλέπων πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖ… ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν (προσέχοντας καλὰ πῶς ζεῖ…χρησιμοποιώντας σωστὰ τὸν χρόνο του, γιατί ζοῦμε σὲ πονηροὺς καιρούς). Κι ἂν ἴσως μόνος του ὁ πιστὸς δὲν ἔχει τὴ διάκριση, κάθε στιγμὴ νὰ βλέπει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του, ἔστω κι ἂν τὸ ζητάει μὲ προσευχή, ὑπάρχει ἡ πιὸ ταπεινὴ λύση, στὴν ὁποία κατ᾽ ἐξοχὴν εὐαρεστεῖται ὁ Κύριος: τὴν καταφυγὴ στὴ συμβουλὴ καλοῦ καὶ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, κυρίως στὸν πνευματικὸ ἐξομολόγο. «Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου καὶ ἀναγγελεῖ σοι».

2. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀξιοποιώντας δηλαδὴ τὴν Χάρη ποὺ ἔλαβε ὡς μέλος Χριστοῦ προκειμένου νὰ βαδίζει πάνω στὸ θέλημα Ἐκείνου, γίνεται σοφὸς κατὰ Θεὸν καὶ ἀληθινὰ σώφρων, ποὺ σημαίνει γεμάτος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἔννοια τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας καὶ τῆς σωφροσύνης, ποὺ κατὰ τὸν ἀπόστολο φανερώνεται ἀφ᾽ἑνὸς στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ – ὅ,τι συνιστᾶ καρπὸ τοῦ Πνεύματος – ἀφ᾽ ἑτέρου στὶς συνάξεις ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ὕμνους ποὺ ψάλλονται καρδιακά. Ἡ ἀσοφία καὶ ἡ ἀφροσύνη συνιστοῦν γνωρίσματα τοῦ ἀπρόσεκτου καὶ ἀπροσγείωτου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχοντας διαγράψει στὴν οὐσία τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή του τρέφει ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ ὑποβαθμίζει τὴν ἐνέργεια τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ διαβόλου, χωρὶς ἑπομένως νὰ λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψη του οὔτε τὴν ἀληθινὴ πνευματικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιβεβαιώνεται στὴν καθημερινότητα οὔτε καὶ τὶς ἐν Ἐκκλησίᾳ συνάξεις. Κι ἂν μέχρι σήμερα ὁ κόσμος μας, ἀκόμη κι ὁ θεωρούμενος χριστιανικός, παρουσιάζει τέτοια σημάδια ἀνισορροπίας καὶ ἀδιακρισίας, τόσο ποὺ νὰ διερωτᾶται κανεὶς ἂν ὑπάρχουν ὄντως χριστιανοὶ στὴν ἐποχή μας, εἶναι γιατί τὸν Χριστὸ καὶ τὴν πίστη σ᾽ Αὐτὸν τὰ θέτει σὲ δεύτερη μοίρα καὶ παραθεωρεῖ τὶς προτροπὲς τῶν ἀποστόλων, σὰν τὶς παραπάνω τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

3. Ὁ σοβαρὸς πιστὸς λοιπὸν πορεύεται μὲ αὐτὸ τὸ κριτήριο: τί εἶναι εὐάρεστο στὸν Κύριο. Καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιχειρηματολογήσει κανεὶς πάνω στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ εὐάρεστο στὸν Κύριο συνιστᾶ τὴν πιὸ μεγάλη εὐεργεσία γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, διότι ἂν καλούμαστε νὰ προσβλέπουμε πάντοτε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι γιατί αὐτὸ μας θέτει στὴν φυσιολογικὴ καὶ κανονικὴ πορεία τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἐν Χριστῷ φανερωθεὶς Θεὸς ὡς Δημιουργὸς καὶ Πατέρας μας εἶναι Αὐτὸς ποὺ πράγματι γνωρίζει καὶ θέλει τὸ συμφέρον μας, τὸ ἐκτεινόμενο καὶ πέραν τῆς ἀμεσότητος τοῦ κόσμου τούτου, στὴν αἰωνιότητα. Τυχὸν παρέκκλιση ἀπὸ τὸ θέλημά Του, ὅπως εἴπαμε καὶ παραπάνω, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἀτραποὺς περίεργες, ποὺ τὸ μόνο ποὺ προσφέρουν εἶναι τὸ σκοτάδι καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη του καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὡραῖες εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας (εὐχὴ ϛ´ Ὄρθρου), καὶ ὄχι βεβαίως μόνον αὐτή, μᾶς καλεῖ νὰ εὐχαριστοῦμε καθημερινὰ Κύριο τὸν Θεό μας ὅτι πάντα ποιεῖ εἰς εὐεργεσίαν τῆς ζωῆς ἡμῶν. Κι αὐτὸ γιατί ἀκριβῶς Αὐτὸς εἶναι ὁ σωτὴρ καὶ εὐεργέτης τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, ὁ Ὁποῖος καὶ στὸν κόσμο τοῦτο διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας.

4. Τὸ εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ λοιπόν, τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ποιὸ εἶναι αὐτὸ συγκεκριμένα; Μὰ τὸ ἀπαρχῆς θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἅγιες ἐντολές Του. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Καὶ ἀλλιῶς: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ Αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο εἶναι τὸ διαρκὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο κατοικητήριό Του, μὲ πορεία σταθερὴ πάνω στὸν Ἴδιο καὶ προσανατολισμένη στὸ ἄπλετο φῶς τῆς Βασιλείας Του. Σ᾽ αὐτὸ τὸ θέλημα δὲν χωροῦν ἐκπτώσεις καὶ δικαιολογίες. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποφασιστικὰ καὶ ταπεινὰ θὰ θελήσει νὰ τὸ ἐνεργοποιήσει στὴ ζωή του θὰ βλέπει τὴ βοήθεια τῆς χάρης Του. Ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ ἐξώφθαλμες ἀδικίες ποὺ ὑφιστάμεθα, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἐγωισμός μας ἀντιδρᾶ, γιατί βλέπει τὴ λογική νὰ εἶναι μὲ τὸ μέρος μας, χρειάζεται νὰ ἐπιμένουμε καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ ἅγιο θέλημά Του. Ἂς θυμηθοῦμε ἐν προκειμένῳ τὰ γνωστὰ λόγια τοῦ μεγάλου Ρώσου Φ. Ντοστογιέφσκι ἀπὸ τὸ ἔργο του Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ: «Καμιὰ φορὰ ἴσως νὰ μὴν ξέρεις τί νὰ ἀποφασίσεις, ἰδιαίτερα ὅταν βλέπεις τὰ κρίματα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀναρωτιέσαι: Νὰ τοῦ ἐπιβληθῶ μὲ τὴ βία ἢ μὲ τὴν ταπεινὴ ἀγάπη; Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: Θὰ ἐπιβληθῶ μὲ τὴν ταπεινὴ ἀγάπη. Ἂν τ᾽ ἀποφασίσεις αὐτὸ μιὰ γιὰ πάντα, θὰ μπορέσεις νὰ ὑποτάξεις ὅλον τὸν κόσμο. Ἡ ταπεινωσύνη, ἡ γεμάτη ἀγάπη, εἶναι φοβερὴ δύναμη, δυνατότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη. Τίποτα παρόμοια μ᾽ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει».

γ. Μονόδρομοι στὰ ἀνθρώπινα δὲν ὑπάρχουν οὔτε κι ἀπολυτότητες. Πάντα ὑπάρχουν ἐναλλακτικὲς λύσεις καὶ πλάγιες λογικές στὰ θεωρούμενα ἀδιέξοδα. Ἡ μόνη ἀπολυτότητα καὶ ὁ μόνος μονόδρομος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ ἅγιο θέλημά Του, ἡ ἐν ταπεινώσει ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας. Αὐτὸ πρέπει νὰ συνιστᾶ τὴν προτεραιότητά μας ὡς χριστιανῶν, γιατί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ καὶ τὰ χνάρια τῆς ζωῆς Ἐκείνου πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὰ χνάρια τῆς δικῆς μας ζωῆς.

 ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

,

Σχολιάστε

Ο ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΣ ΠΟΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΠΟΣΤ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ (Ἡ ἀφελὴς πεποίθηση πολλῶν ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἦταν ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, διότι ἦταν ψαράδες, δὲν ἰσχύει.)

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ
(30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

«Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Βηθσαϊδά, υἱὸς κάποιου Ἑβραίου Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πέτρου τοῦ ἀποστόλου καὶ κορυφαίου τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς προηγουμένως μαθήτευσε στὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ Ἰωάννη, κι ἔπειτα, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του, ποὺ δακτυλοδεικτοῦσε τὸν Ἰησοῦ,  τό «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», τὸν ἄφησε καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστό. Εἶπε καὶ στὸν Πέτρο τό «Εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ», καὶ ἀποσπάστηκε στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πολλὰ ἄλλα εἶναι γραμμένα γι’ αὐτὸν στὴν θεόπνευστη Γραφή. Αὐτὸς λοιπὸν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ  ἀκολούθησε τὸν Χριστό. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη Ἐκείνου, γιὰ τὸν κάθε ἀπόστολο κληρώθηκε καὶ διαφορετικὴ χώρα. Στὸν πρωτόκλητο ἔτυχε ἡ χώρα τῶν Βιθυνῶν καὶ ὁ Εὔξεινος Πόντος, τὰ μέρη τῆς Προποντίδας, μαζὶ μὲ τὴ Χαλκηδόνα καὶ τὸ Βυζάντιο καὶ τὴν Θράκη καὶ τὴν Μακεδονία, ποὺ ἔφθαναν μέχρι τὸν Ἴστρο ποταμό, ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Ἑλλάδα καὶ τὰ μέρη τῆς Ἀχαΐας. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμινσός, ἡ Τραπεζούντα, ἡ Ἡράκλεια καὶ ἡ Ἄμαστρις. Αὐτὲς τὶς χῶρες δὲν τὶς πέρασε, σὰν λόγια ποὺ χάνονται, ἀλλὰ σὲ κάθε πόλη ὑπέστη πολλὲς δυσκολίες, συνάντησε πολλὲς δυσχέρειες, μολονότι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ τὶς ξεπερνοῦσε ὅλες. Θὰ θυμηθοῦμε τὸ τί πέρασε σὲ μία πόλη, ἀφήνοντας τὶς ἄλλες στοὺς γνῶστες τοῦ ἔργου του.

.          Ὅταν ὁ Ἀνδρέας ἔφτασε στὴ Σινώπη καὶ κήρυξε ἐκεῖ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελίου, ὑπέστη πολλὲς θλίψεις. Δηλαδὴ τὸν ἔριξαν στὴ γῆ καὶ τὸν τραβοῦσαν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸν κατασπάρασσαν μὲ τὰ δόντια καὶ τὸν κτυποῦσαν μὲ ξύλα, τὸν λιθοβολοῦσαν καὶ τὸν τράβηξαν μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὸ δάκτυλο μὲ τὰ δόντια. Ἀλλὰ αὐτὸς φάνηκε καὶ πάλι ἄρτιος καὶ ὑγιὴς ἀπὸ τὶς πληγές του, μὲ ἐπέμβαση τοῦ Σωτήρα καὶ Διδασκάλου του. Ἀπὸ ἐκεῖ σηκώθηκε καὶ ἐπισκέφτηκε πολλὲς πόλεις καὶ χῶρες, ὅπως τὴ Νεοκαισάρεια, τὰ Σαμόσατα, τοὺς Ἀλανούς, τοὺς Ἀβασγούς, τοὺς Ζήκχους, τοῦ Βοσποριανοὺς καὶ τοὺς Χερσωνίτας. Ἔπειτα διέπλευσε στὸ Βυζάντιο, χειροτόνησε τὸν Στάχυ ἐπίσκοπο, πέρασε ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες χῶρες, καὶ ἔφτασε πρὸς τὴν ἔνδοξη Πελοπόννησο. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν Σωσίο, τὸν ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν βαριὰ ἄρρωστος, τὸν θεράπευσε. Καὶ ἀμέσως ὅλη ἡ πόλη ἐκείνη τῶν Πατρῶν προσῆλθε στὸν Χριστό. Τότε ἦταν ποὺ καὶ ἡ γυναίκα τοῦ ἀνθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε ἀπὸ τὰ χαλεπὰ δεσμὰ τῆς ἀρρώστιας της καὶ ἔγινε γρήγορα καλά, ὁπότε πίστεψε καὶ αὐτή.  Καὶ ὁ σοφώτατος Στρατοκλῆς, ὁ ἀδελφός του ἀνθυπάτου Αἰγεάτου, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ ποικίλα νοσήματα,  βρῆκαν τὴν ὑγεία τους μὲ τὸ ἀκούμπισμα τῶν χεριῶν τοῦ ἀποστόλου.
.          Γιὰ ὅλα αὐτά, περιέπεσε σὲ μανία ὁ Αἰγεάτης καὶ προσήλωσε σὲ σταυρὸ τὸν ἀπόστολο, ὁπότε καὶ ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Ὁ ἴδιος δὲ ἔπεσε στὴν γῆ ἀπὸ ψηλὸ γκρεμὸ καὶ συνετρίβη. Τὸ λείψανο τοῦ ἀποστόλου, μετὰ ἀπὸ πολὺ χρόνο, μετατέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, μὲ δική του διαταγή, ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀρτέμιο τὸν μάρτυρα. Καὶ κατατέθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Λουκᾶ καὶ τὸν ἅγιο Τιμόθεο στὸ περίβλεπτο τέμενος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».
.          Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος, ὁ πρῶτος δηλαδὴ ποὺ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ γίνει μαθητής Του, δὲν κλήθηκε ἀπροϋπόθετα καὶ ὡς ἔτυχε. Ὑπῆρξε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀναζητήσεις σχετικὰ μὲ τὸν Μεσσία, ποὺ ὁ πόθος τους γιὰ τὸν Θεὸ ἦταν ἔντονος. Κι αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀνῆκε στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος προετοίμαζε τοὺς ἀνθρώπους ἀκριβῶς πρὸς ὑποδοχὴ τοῦ Μεσσία, καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὴν κλήση του ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ καλέσει τὸν ἀδελφό του Πέτρο, μὲ τὴν διαπίστωση ὅτι «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ὁ ὑμνογράφος του, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐπισημαίνει καὶ τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα. «Ὁ τῷ Προδρόμου φωτὶ μεμορφωμένος, ὅτε τὸ ἀπαύγασμα τὸ ἐνυπόστατον τῆς πατρικῆς δόξης ἔφανεν…τότε πρῶτος ἔνδοξε, τούτῳ προσέδραμες». (Σὺ ποὺ μορφώθηκες ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Προδρόμου, ὅταν ὁ Χριστός, τὸ ἐνυπόστατο ἀπαύγασμα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ Πατέρα φάνηκε…τότε πρῶτος, ἔνδοξε, ἔτρεξες σ’ αὐτόν). Καί: «Τὸν ποθούμενον Θεὸν ἐν σαρκὶ κατιδὼν ἐπὶ γῆς βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τῷ μὲν ὁμαίμονι ἐβόας ἀγαλλόμενος· Εὑρήκαμεν ὦ Σίμων τὸν ποθούμενον». (Ὅταν εἶδες τὸν Θεὸ ποὺ ποθοῦσες νὰ βαδίζει ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες μὲ χαρὰ στὸν ἀδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τὸν ποθούμενο»).
.          Ὁ συναξαριστής του αὐτὴν τὴν ἀναζήτηση, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε προφανῶς καὶ τὴν προϋπόθεση γιὰ νὰ γίνει ἄμεσος συνεργάτης τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ στὸν κόσμο ἔργου τοῦ Κυρίου, τὴν καταγράφει ὡς ἑξῆς: «Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές  τοῦ Ἰωάννη Προδρόμου ἦταν καὶ ὁ Ἀνδρέας, ἄνδρας κατὰ τὰ ἄλλα σεμνὸς καὶ ἀξιοσέβαστος, ποὺ ἔψαχνε τὴν ἀλήθεια πίσω ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ νόμου μὲ βαθὺ φρόνημα, καὶ ποὺ ἀναζητοῦσε στὸν λόγο, σὰν πίσω ἀπὸ παραπέτασμα, τὶς κρυμμένες προφητεῖες γιὰ τὸν Χριστό, ἀκολουθώντας μέσῳ αὐτῶν αὐτὸ ποὺ δηλωνόταν». Τὰ παραπάνω σημαίνουν ὅτι ἡ ἀφελὴς πεποίθηση πολλῶν ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἦταν ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, διότι ἦταν ψαράδες, δὲν ἰσχύει. Ψαράδες ἦταν, ἁπλοὶ ἄνθρωποι μπορεῖ, ὄχι ὅμως ἁπλοϊκοί, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροβλημάτιστου καὶ ἐπιφανειακοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς τὰ πράγματα φανερώνουν, ἡ ὕπαρξή τους φλεγόταν ἀπὸ τὸ ἐρώτημα περὶ τῆς ἀληθείας, περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν Του, περὶ τῶν δηλουμένων ἀπὸ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κι εἶναι φυσικό: ὁ Κύριος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὡς ἀμέσους συνεργάτες Τοῦ ἀνθρώπους χωρὶς πάθος γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε τὸ εἶχε ἐπισημάνει: Θὰ μὲ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ μὲ ἀκούσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια. «Πᾶς ὁ ὧν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Ἕνας τέτοιος λοιπὸν ἄνθρωπος, σοβαρὸς καὶ σεβαστός, μὲ βαθειὰ ἀναζήτηση ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διαπιστώνουν καὶ αὐτοὶ τὴν παραπάνω πραγματικότητα: «Ἐζήτησας Χριστὸν τὴν ὄντως ζωήν,  καὶ ζητήσας πρῶτος εὖρες». (Ζήτησες τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωή, καὶ ἐπειδὴ τὴν ζήτησες, πρῶτος καὶ τὴν βρῆκες).
.          Ἡ βαθύτητα τῆς ἀναζήτησης τοῦ Ἀνδρέα περὶ τὰ τίμια καὶ ἀληθῆ της ζωῆς κάνει τὸν ἅγιο ὑμνογράφο νὰ ἐπικεντρώσει τὴν προσοχή του καὶ στὸ ἱεραποστολικὸ πιὰ ἔργο τοῦ ἀποστόλου. Ὅπως δηλαδὴ ὁ ἴδιος στρεφόταν πάντα στὸ βάθος τῶν πραγμάτων, ἐκεῖ ποὺ «ἡ ἀλήθεια κρύπτεσθαι φιλεῖ», ἐκεῖ ποὺ ἀγαπᾶ νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια, κατὰ τὸν Ἕλληνα φιλόσοφο, ἔτσι καὶ ἡ δράση του ὡς ἀποστόλου λειτουργοῦσε στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ ἦταν τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα: πῶς ὁ λόγος του θὰ κρούσει τὶς βαθειὲς χορδὲς τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, πῶς ὁ λόγος του σὰν ἀγκίστρι θεϊκὸ θὰ σαγηνεύσει τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο. «Ὁ τῇ τέχνῃ ἁλιεὺς καὶ τῇ πίστει μαθητής, ὡς βυθὸν διερευνῶν τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, τὸ ἄγκιστρον χαλᾷ τοῦ λόγου, καὶ σαγηνεύει ἡμᾶς». (Ὁ ἁλιέας κατὰ τὴν τέχνη καὶ μαθητὴς κατὰ τὴν πίστη, διερευνώντας τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν σὰν νὰ εἶναι βυθός, ρίχνει τὸ ἀγκίστρι τοῦ λόγου καὶ μᾶς σαγηνεύει).
.          Κι αὐτὸ βεβαίως ἐπιτυγχανόταν μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶχε λάβει κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, μὲ τὴ φλόγα ποὺ προσέλαβε καὶ ἔγινε θεόληπτος. «Τοῦ Πνεύματος τὴν φλόγα τῇ γλώσσῃ προσλαβών, γέγονας, Ἀπόστολε, θεοληπτος ἀνήρ, τῶν οὐρανίων τὰ κάλλη περιπολεύων». Ὁ σεμνὸς καὶ ἀξιοσέβαστος ἀπὸ τὴ φύση του χαρακτήρας τοῦ ἁγίου, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς Πεντηκοστῆς τὸν ἔκανε, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, σὰν τεντωμένο βέλος, ποὺ τραυμάτιζε τοὺς δαίμονες καὶ θεράπευε τοὺς τραυματισμένους ἀπὸ τὴν ἀπιστία ἀνθρώπους. «Ἐντείνας σε δυνατόν, ὥσπερ βέλος, μακάριε, ἐπαφῆκεν εἰς τὸν σύμπαντα κόσμον ὁ Κύριος, τραυματίζων δαίμονας καὶ δυσσεβείᾳ τοὺς ἀνθρώπους τραυματισθέντας ἰώμενος».
.          Ὁ «ἀδίστακτος πόθος του νὰ ἀκολουθεῖ θερμὰ τὸν Χριστὸ» ἔκανε τὸν ἅγιο Ἀνδρέα, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ ὑμνογράφος του, νὰ προσθέτει πόθο πάνω στὸν πόθο αὐτό, τόσο ὥστε νὰ  μιμηθεῖ τὸν Κύριό Του καὶ στὸν τρόπο τοῦ διὰ Σταυροῦ θανάτου Του. Μὲ σταυρικὸ θάνατο τελειώθηκε καὶ ὁ ἀπόστολος, διαβαίνοντας πιὰ κοντὰ σ’  Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο πράγματι ἐπόθησε σὰν ἀληθινὸς μαθητὴς καὶ σοφὸς μιμητής Του. «Πόθῳ πόθον προσθείς, διὰ σταυροῦ διαβαίνεις πρὸς ὃν ἐπόθησας, ὡς ἀληθὴς μαθητὴς καὶ σοφὸς μιμητὴς γενόμενος τοῦ διὰ Σταυροῦ αὐτοῦ πάθους». Μακάρι «ἡ φωτιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ποὺ περιέφερε στὴν καρδιά του» ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, νὰ ἀνάψει λίγο καὶ στὴ δική μας καρδιά. Θὰ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι πράγματι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εὐαγγελίστηκαν οἱ ἀπόστολοι, σὰν τὸν ἅγιο Ἀνδρέα, βρῆκε τὴν ἐκπλήρωσή του καὶ σὲ ἐμᾶς.

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

, ,

Σχολιάστε

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ (Ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο λόγῳ τῆς ἐπιμονῆς του στὴν ὀρθόδοξη πίστη)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ

 Τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

.          «Ὁ ὅσιος Στέφανος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 715 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἄννα. Ἀσκήθηκε ἀπὸ τὴν νεότητά του στὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Αὐξεντίου, ποὺ ἦταν στὴν Βιθυνία. Ἡ μονὴ βρισκόταν σὲ ὑψηλὸ τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν Βουνὸ τοῦ ἁγίου Αὐξεντίου. Ἔγινε ἡγούμενος τῶν μοναχῶν ἐκεῖ. Ἡ φήμη τῶν πνευματικῶν του ἀγώνων ἀκούστηκε παντοῦ καὶ ἡ εὐωδία τῶν ἀρετῶν του ὁδήγησε πολλοὺς σ’  αὐτόν. Ἀπέθανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο λόγῳ τῆς προσκύνησης τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ καλουμένου Κοπρωνύμου. Πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους του, ὁ Κοπρώνυμος τὸν κατεδίκασε ἐπὶ ἕνδεκα μῆνες σὲ δεσμὰ καὶ φυλακές. Ἔπειτα διέταξε καὶ τὸν ἔσυραν κατὰ γῆς καὶ τὸν λιθοβόλησαν σὰν τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο, ἐξ οὗ καὶ ἐπονομάστηκε νέος Στέφανος. Τὸν κτύπησαν στὴ συνέχεια μὲ ξύλο στὰ μηνίγγια καὶ ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὸ κεφάλι, ἄφησε τὸ πνεῦμα του τὸ 767 μ.Χ.».
.          Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ὁ ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν τονίσει ἀφ᾽ ἑνὸς τὸ διπλὸ στεφάνι ποὺ ἔλαβε ὁ Στέφανος ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Κύριο: τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς μαρτυρικῆς ἀθλήσεως («διπλοὺς τοὺς στεφάνους ἔλαβες ἀσκήσεως καὶ ἀθλήσεως, Πάτερ» ), ἀφ᾽ ἑτέρου τὸ παρόμοιο τέλος ποὺ εἶχε μὲ τὸν ὁμώνυμό του πρωτομάρτυρα Στέφανο, δηλαδὴ τὸ τέλος διὰ λιθοβολισμοῦ καὶ κτυπημάτων («λαὸς ὁ παράνομος…λίθοις σε ὡς τὸν πρώταθλον ἀφειδῶς ἔβαλε καὶ τὴν κάραν, πάτερ, τὴν ἁγίαν σου συνέτριψε», δηλαδή: ὁ παράνομος λαὸς σὲ κτύπησε μὲ λίθους σκληρὰ σὰν τὸν πρώταθλο Στέφανο, καὶ τὴν κάρα σου, πάτερ, τὴν ἁγία τὴν συνέτριψε).  Κατὰ πάγια μάλιστα τακτικὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, κάτι ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, τὰ δύο στεφάνια, τῆς ἄσκησης καὶ τοῦ μαρτυρίου,  συνδέονται ἀρρήκτως μεταξύ τους μὲ τὴ σχέση αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ: ἡ ἀσκητική του ἄθληση ὁδήγησε καὶ στὸ μαρτύριο, σὰν νὰ ἦταν τὸ μαρτύριο τὸ ἐπιστέγασμα τῶν ἀσκητικῶν του καμάτων. «Μαρτυρικαῖς ἔστεψε τιμαῖς τοὺς ἀσκητικούς σου ἀληθῶς καμάτους, ὅσιε Στέφανε, ὁ ἀγωνοθέτης μόνος Θεὸς ἠμῶν». (Ὁ ἀγωνοθέτης μόνος Θεός μας, ὁ Χριστός, ὅσιε Στέφανε, στεφάνωσε μὲ μαρτυρικὲς τιμὲς τοὺς ἀσκητικούς σου πράγματι κόπους). Κι εἶναι ἀλήθεια: πλὴν ἐξαιρέσεων, τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος μπορεῖ νὰ τὸ περάσει μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀθληθεῖ στὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, κάτι ποὺ κατ᾽ ἐξοχὴν φανερώνεται μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς καμάτους.
.          Ὁ ὅσιος Στέφανος ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο λόγῳ τῆς ἐπιμονῆς του στὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (8ος μ.Χ. αἰώνας) ἀποδεικνυόταν μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν εἰκόνων («μαρτυρήσας ὡς αὐτοῦ εἰκόνα σεβαζόμενος πάντων τε τῶν ἁγίων»). Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατ᾽ ἐξοχὴν μὲ τὴν πράξη τῆς ζωῆς του συνέβαλε στὴ στερέωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος – μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ εἰκονομαχία ἦταν στὴν πραγματικότητα χριστολογικὴ αἵρεση, δηλαδὴ ἀμφισβητοῦσε τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου – γι’  αὐτὸ καὶ εἶχε καὶ ὁ ἴδιος εἰκόνες: τοῦ Κυρίου, τῆς Παναγίας, τῶν ἄλλων ἁγίων, τὶς ὁποῖες σεβόταν, ἀσπαζόταν, προσκυνοῦσε, ἀπονέμοντας βεβαίως τιμητικὴ προσκύνηση σ’ αὐτές. Ἕνας ὕμνος μάλιστα τοῦ ὑμνογράφου μᾶς ἀποδίδει «ζωγραφικὰ» τὴ στάση τοῦ ὁσίου ἀπέναντι στὶς εἰκόνες. Ὁ ὅσιος γονατιστὸς προφανῶς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Κυρίου μας, τὸν Ὁποῖο βαστάζει στὴν ἀγκαλιά της, κατασπάζεται ἔνδακρυς Ἐκείνη καὶ τὸν Υἱό Της, προσευχόμενος νὰ δώσουν λύση στὸ πρόβλημα ποὺ ταλάνιζε τὴν Ἐκκλησία καὶ νιώθοντας αἰσθητὰ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τὸν ἐνδυνάμωνε νὰ βδελυχθεῖ τὸ δυσσεβὲς δόγμα τοῦ δυσσεβοῦς βασιλιᾶ, συνεπῶς καὶ νὰ δώσει καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς πίστεως. «Σεπτὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Τοῦτον τεκούσης ἀσπαζόμενος, μάκαρ, βασιλέως δυσσεβοῦς τὸ δόγμα τὸ δυσσεβὲς ἐβδελύξω, σθένει Θείου Πνεύματος».
.          Ἡ περιγραφὴ τοῦ ὑμνογράφου ἐν προκειμένῳ γίνεται σημεῖο προσανατολισμοῦ. Στὸ κάθε πρόβλημα, δικό μας ἢ τῶν ἄλλων, ἡ προσευχητικὴ στάση μας μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Παναγίας μας εἶναι τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ὅπλο μας. Ἡ προσευχὴ αὐτή, ἐνδυναμούμενη καὶ ἀπὸ κάποια προσπάθεια ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὴ διέξοδο τῶν προβλημάτων μας. Κι ἡ σπουδαιότερη διέξοδος τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ἡ ἀπὸ τὸν Κύριο προσφορὰ τῆς χάρης τῆς ὑπομονῆς, ὥστε νὰ ἀντέχουμε τὰ προβλήματα.

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

, , , , ,

Σχολιάστε

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ (26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ
(26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Tοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

.            «Ὁ ὅσιος Στυλιανὸς ἁγιάστηκε ἤδη ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς μητέρας του καὶ ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔδωσε μάλιστα ὅ,τι περιουσία  εἶχε στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, ξεπερνώντας ὅλους στὴν ἐπίπονη ἄσκηση καὶ τὴν σκληραγωγία. Ἔπειτα πῆγε στὴν ἔρημο, κι ἀφοῦ βρῆκε ἕνα σπήλαιο ὡς τόπο κατοικίας, δεχόταν τροφὴ ἀπὸ θεῖο ἄγγελο κι ἔγινε θεραπευτὴς ποικίλων ἀνιάτων παθῶν. Ὅταν κάποτε ὁ φθοροποιὸς θάνατος, προσβάλλοντας  νεογνά, ἔκανε ἄτεκνες αὐτὲς ποὺ εἶχαν γεννήσει, οἱ μητέρες ἐπικαλοῦνταν τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου καὶ φτιάχνοντας τὸ τίμιο εἰκόνισμά του ξαναγίνονταν καὶ πάλι ἱκανὲς πρὸς τεκνοποιία. Ὅταν πέθανε, τὸ σῶμα του κατατέθηκε στὴν χώρα τῶν Παφλαγόνων, ἐπιτελώντας πολλὲς ἰάσεις καὶ θαυματουργίες».

 .            Ὁ ὅσιος Στυλιανὸς εἶναι γνωστὸς ὡς προστάτης, κυρίως, τῶν παιδιῶν: τῶν νηπίων, τῶν βρεφῶν, τῶν νεογνῶν. «Ἑξαιρέτως νεογνῶν καὶ νηπίων καὶ βρεφῶν προστάτης ἐδείχθης θερμότατος». Τὸ ἰδιαίτερο αὐτὸ χάρισμά του ὡς πρὸς τὰ παιδιά, ὅπως σημειώνει τὸ συναξάρι του,  δὲν τοῦ δόθηκε αὐθαίρετα. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ θέλησή Του νὰ θεραπεύονται τὰ παιδιὰ μέσῳ αὐτοῦ: ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του γινόταν ἴαμα σ’ αὐτὰ καὶ στὶς μητέρες τους. «Ὁ Χριστὸς σὲ ἐμεγάλυνε, χάριτι πολλῇ, καὶ θείοις θαύμασι, καὶ νεογνῶν καὶ νηπίων ἀκέστορα (=θεραπευτή, σωτήρα), Πάτερ, τῷ κόσμῳ σὲ ἔδειξε». Ποιά ἡ αἰτία ποὺ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε γιὰ τὸ χάρισμα αὐτό; Γιατί κατ᾽ ἐξοχὴν αὐτὸς νὰ θεωρεῖται ὁ εὐεργέτης τῶν παιδιῶν; Ἡ ἀπάντηση μᾶλλον σχετίζεται μὲ αὐτὸ ποὺ κατὰ κόρον θίγει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας του, ἐν προκειμένῳ ὁ μακαριστὸς γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: ὅτι ἁγιάστηκε ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. «Θεῷ ἀπὸ παιδὸς ἀνετέθη»· «ἠγίασε, Πάτερ,  σὲ ὁ Θεὸς μητρὸς ἐκ κοιλίας»· «ἁγιασθεὶς ἀπὸ μητρῴας νηδύος». Καὶ τοῦτο διότι ὁ Θεὸς προεῖδε, μέσα στὰ πλαίσια τῆς παγγνωσίας Του, τὴ θετικὴ πρὸς Αὐτὸν στάση του, ὁπότε τὸν χαρίτωσε μὲ πλούσια χαρίσματα καὶ σημεῖα. «Ἁπαλῶν ἐξ ὀνύχων σε ὁ Θεὸς προσελάβετο, προειδῶς τοῦ βίου σου τὴν χρηστότητα». Ἡ ἀπὸ τόσο νωρὶς κλήση του ἀπὸ τὸν Θεὸ μάλιστα κάνει τὸν ὑμνογράφο νὰ τὸν παραλληλίζει μὲ γιγάντια ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἀναστήματα, ποὺ καὶ αὐτὰ εἶχαν κληθεῖ μὲ ἀντίστοιχο τρόπο: τὸν προφήτη Σαμουήλ, τὸν προφήτη Ἱερεμία, τὸν προφήτη καὶ Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ («Σαμουὴλ ὡς ἔνθεος», «ὡς ὁ κλεινὸς Ἱερεμίας», «ὥσπερ ὁ μέγας Βαπτιστής»).
.            Ὁ περιορισμὸς ὅμως τῶν χαρισμάτων τοῦ μεγάλου Στυλιανοῦ μόνο στὸν κόσμο τῶν παιδιῶν θὰ ἦταν μία συρρίκνωση μὴ ἀληθινὴ τῆς θαυμαστῆς παρουσίας του στὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο διότι ἡ Ἐκκλησία μας τὸν προβάλλει, πέρα ἀπὸ προστάτη τῶν παιδιῶν, καὶ εὐρύτερα ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς στύλους της, ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ στηρίγματά της: «στύλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας, Στυλιανέ, ἀνεδείχθης, μακάριε», κατὰ τὸ γνωστὸ ἀπολυτίκιό του. Χρειάζεται νὰ τὸ ἐξηγήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸν θεμέλιο λίθο της, γι’  αὐτὸ καὶ ὡς θεοΐδρυτη «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ μαρτυρεῖται στὸν κόσμο καὶ νὰ στερεώνονται οἱ ἄνθρωποι καὶ μέσῳ τῶν πιστῶν Του. Ἐκεῖνος ἦταν ποὺ εἶπε ὅτι οἱ μαθητές Του θὰ ἀποτελοῦν τοὺς μάρτυρές Του στὸν κόσμο ὅλο, ὅπως καὶ ὅτι τὸ ὄνομά Του θὰ βλασφημεῖται ἢ ὄχι ἐξ αἰτίας τους. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ πιστὸς ποὺ μὲ συνέπεια ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο, σὰν τὸν ὅσιο Στυλιανὸ – «τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας τελείῳ φρονήματι» – γίνεται καὶ αὐτὸς ἕνας στύλος τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸ θέλημα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ στηρίζονται ἐπάνω του, βλέποντας σὰν σὲ διαφάνεια τὴν παρουσία Ἐκείνου.
.            Ποιό τὸ κύριο γνώρισμα τῆς ἁγιασμένης ζωῆς του, κατὰ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας; Ὁ ἅγιος Στυλιανὸς «ἀξίως διέπρεψε ἠθῶν καθαρότητι καὶ ἀγῶσιν ἱεροῖς ἀρετῶν τελειότητος, ὥσπερ ἄγγελος». (Διέπρεψε στὴν καθαρότητα τῶν ἠθῶν καὶ στοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν τελειότητα τῶν ἀρετῶν ὡς ἄγγελος). Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι αὐτὸ ποὺ χαρακτήριζε τὴν ζωή του, ὥστε νὰ ζήσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ ἐγκράτεια. Ἐπανειλημμένως ἡ ἀκολουθία του ἀναφέρει ὅτι ὑπῆρξε «στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας», «τῆς ἐγκρατείας ἀληθὴς ὑποτύπωσις». Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι προβάλλεται «ὡς ἄσαρκος», «φθαρτῶν τὴν αἴσθησιν ὁλικῶς βδελυξάμενος», ζώντας σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ τρεφόμενος ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ. Μιλώντας ὅμως γιὰ ἐγκράτεια δὲν πρέπει νὰ τὴν ἐννοήσουμε μὲ ἔννοια αἱρετική: ὡς ἀποχὴ τῶν αἰσθητῶν ἀπὸ μίσος πρὸς αὐτὰ ἢ ὡς μία ἄρνηση γενικότερα πρὸς τὴ ζωή. Ἡ ἐγκράτεια, κατὰ τὴν πίστη μας, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ γοητεία ποὺ ἀσκεῖ ὁ κόσμος  στὸν ἄνθρωπο μέσῳ τῶν αἰσθήσεών του, διότι ἔχει προσανατολίσει ἐν ἀγάπῃ καὶ θείῳ ἔρωτι τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ἐγκράτεια δηλαδὴ εἶναι μία γενικὴ ἀρετή, ποὺ χαρακτηρίζει ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ πιστὸς πάντα ἐγκρατεύεται».
.            Ποὺ σημαίνει: δν εναι δυνατν ν στραφε κάποιος πρς τν Θεό, ν ταυτοχρόνως δν καταβάλει προσπάθεια πεγκλωβισμο του π τν μαγνήτη τν παθν. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν». Δὲν εἶναι δυνατόν, γιὰ παράδειγμα, νὰ εἶναι κανεὶς μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀκολουθεῖ τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ θέλει νὰ νηστεύει. Ἡ νηστεία, ὡς στοιχεῖο ἐγκράτειας, δηλώνει τὸ ποῦ ἔχει ρίξει ὁ πιστὸς τὸ κέντρο βάρους τῆς ψυχῆς του. δυναμία νηστείας – ννοεται χωρς νὰ πάρχει ατρικς λόγος – σημαίνει τι ψυχ εναι «δεμένη» μ τ πράγματα το κόσμου τούτου καχι μ τν Χριστό.  Ἔτσι ἡ ἐγκράτεια κατανοεῖται πρωτίστως μὲ θετικὴ διάσταση. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία εἰκόνα: εἶναι σὰν τὸ ἐλατήριο ἐκεῖνο ποὺ συμπιεζόμενο, μπορεῖ νὰ φαίνεται ὅτι μικραίνει, μαζεύει ὅμως τεράστια ἐνέργεια. Κι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ μπορεῖ νὰ δώσει μεγάλη ὤθηση πετάγματος. Ἡ ἐγκράτεια λοιπόν, ἀσκούμενη σωστὰ στὴν Ἐκκλησία, δίνει ἐκείνη τὴν τεράστια ἐνέργεια, προκειμένου κανεὶς νὰ «πετάξει», νὰ ἀκολουθήσει δηλαδὴ τὰ χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πραγματικότητα εἶναι τὸ «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν» ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ γίνει κάποιος ἀκόλουθος καὶ μαθητής Του. «Κατεπλάγησαν τὴν σὴν ἀσκητικὴν διαγωγὴν οἱ ὁρῶντες σε, σοφέ, ἄσαρκον βίον ἐν σαρκὶ πολιτευόμενον ἔρωτι τῷ ἁγίῳ», θὰ σημειώσει γιὰ τὸν ἅγιο Στυλιανὸ ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ ὑμνογράφος. Δηλαδή: Αὐτοὶ ποὺ σὲ ἔβλεπαν, σοφέ, νὰ ζεῖς ἀπὸ ἅγιο θεϊκὸ ἔρωτα ἄσαρκο βίο μέσα σὲ σάρκα, ἔμειναν ἔκπληκτοι γιὰ τὴν ἀσκητική σου διαγωγή. Εἴθε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου μεγάλου Στυλιανοῦ, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ δώσει νὰ ζοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ λίγη ἐγκράτεια, σ’  ἕναν κόσμο ποὺ ταλανίζεται μὲν ἀπὸ ὅλων τῶν εἰδῶν τὶς κρίσεις, ἀλλὰ εἶναι βουτηγμένος κατὰ τὸ πλεῖστον στὶς διάφορες ἐμπαθεῖς ἡδονές.

ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»

, , ,

Σχολιάστε