Η ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΛΩΣΣΙΑΣ

Δωσίλογος πολιτικ τς γλωσσίας

Γράφει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς
ἐφημ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», ο7.08.16

.               Ἡ κοινὴ καὶ κοινωνούμενη πείρα βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀνάπτυξη μίας χώρας, ἡ εὐζωία τῶν πολιτῶν, εἶναι συνάρτηση ὄχι πρωτίστως τοῦ κατὰ κεφαλὴν εἰσοδήματος ἀλλὰ πρωτίστως τοῦ ἐπιπέδου ποιότητας τῆς ζωῆς. Ὅτι ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς εἶναι συνάρτηση τῆς κατὰ κεφαλὴν καλλιέργειας, ὄχι τῆς καταναλωτικῆς εὐχέρειας. Καὶ δείκτης τς κατ κεφαλν καλλιέργειας, σ σες χιλιάδες χρόνια διαρκε νθρώπινη στορία, εναι γλῶσσα: διεύρυνση τν δυνατοτήτων (πλοτος το λεξιλογίου κα εκαμπτη σο κα διαυγς συντακτικ δομ) τς γλωσσικς κφραστικς.
.               Κοινότοπες διαπιστώσεις, τετριμμένες. Αὐτονόητες ὅσους αἰῶνες τὸ πολιτισμικὸ «παράδειγμα» (ὁ κοινὸς τρόπος τοῦ βίου καὶ ἡ νοηματοδότησή του) δὲν ἦταν στεγανὰ ἱστορικὸ-ὑλιστικό. Ὅσο δὲν εἶχε ἀκόμα «παγκοσμιοποιηθεῖ» ὁ θρίαμβος τοῦ διδύμου Ἀνταμ Σμὶθ-Κὰρλ Μάρξ, δηλαδὴ ὁ ὁλοκληρωτισμὸς τοῦ «Διαφωτισμοῦ», ὁ πρωτογονισμὸς τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Ο κοινωνίες πο γέννησαν τ φιαλτικ δίπολο (τ μεταποίηση τς συλλογικότητας σ «κολεκτίβα» σ «γορ») εχαν θητεύσει γι αἰῶνες στν θρησκευτικ τομοκεντρισμό: τς τομικς «πίστης», τς τομικς «θικς», τς τομικς «σωτηρίας». Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν προλάβει νὰ γεννήσουν καὶ «ἀντισώματα» στὴν ἐγωτικὴ ἰδιοτέλεια: θεσμικὰ χαλινάρια καὶ κατεστημένες «νοο-τροπίες» ποὺ νὰ τιθασσεύουν (κάπως) τὴν ἐνορμητικὴ φιλαυτία, τὴ βουλιμικὴ ἀρχομανία, τὸν ἀκόρεστο ναρκισσισμό: Γέννησαν τὸν ρωμαιοκαθολικὸ νομικισμό, τὴν προτεσταντικὴ Ἠθικὴ καί, ἀργότερα, τοὺς κώδικες (μᾶλλον εὐχετήριους) κατασφάλισης τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων».
.               Ἡ γλωσσικὴ ἐκφραστικὴ αὐτῶν τῶν κοινωνιῶν, καταγωγικὰ διαμορφωμένη γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ «τὴν χρείαν» (ὄχι τὴν «πολιτικὴν κοινωνίαν»), ἐλάχιστα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ – τὴ διεθνοποίηση τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος, τὸν ὁλοκληρωτισμὸ τῶν «Ἀγορῶν». Συρρικνώθηκε ἡ γλωσσικὴ ἐκφραστικὴ σὲ μία καὶ μόνη, λατινο-γερμανικοῦ μείγματος λαλιά, τὴν ἀγγλική, ποὺ κάθε λαὸς τοῦ πλανήτη παραμορφώνει κατὰ τὸ κέφι του τὴν προφορά της, σώζοντας (παραδόξως) τὴ χρηστική της δυναμική.
.               Ἡ ἑλληνικὴ ἦταν μία διεθνοποιημένη γλῶσσα, «κοινὴ» στὴν ἑλληνο-ρωμαϊκὴ «οἰκουμένη», γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Κοινὴ σὲ ἕνα πολιτισμικὸ «παράδειγμα» κοινωνικοκεντρικὸ (τουλάχιστον στὶς στοχεύσεις του), στοὺς ἀντίποδες τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ τῆς μετὰ-ρωμαϊκῆς (βαρβαρικῆς τότε) Δύσης.
.               Τ κοινωνιοκεντρικ «παράδειγμα» καταλύθηκε μ τ συνδυασμένη δράση (τ πάθος-μένος) Σταυροφόρων κα θωμανν. Καί, τέσσερις αἰῶνες μετά, ἡ ἐλάχιστη χούφτα ἀπελευθερωμένων Ἑλλήνων ὑποτάχθηκε στοὺς ὅρους τοῦ «ἔθνους-κράτους» (ποὺ συμπύκνωνε τὸν τρόπο – πολιτισμὸ τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ «παραδείγματος»). Οἱ συνέπειες γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν μοιραῖες: Γι δύο λόκληρους αἰῶνες ο λληνόφωνοι βιάζουμε τ γλῶσσα μας ν ξυπηρετήσει τς ντελς ντίθετες νάγκες, τς τομοκεντρικές, π τς νάγκες τς κοινωνιοκεντρικς πο γέννησαν τν δια κα τν μοναδικ πραγματικ κφραστικό της πλοτο.
.               Μιλᾶμε σήμερα γιὰ συντελεσμένη μακάβρια καταστροφή: Τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο (βιωματικὸ φορτίο) πολύτιμων λέξεων ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἢ διαστραφεῖ. Λέμε «δημοκρατία» καὶ ἐννοοῦμε τὴν καλοστημένη ἀπάτη διαχείρισης ἐντυπώσεων τὴν ἐπιλεγόμενη «ἀντιπροσωπευτικὸ σύστημα». Λέμε «ἀλήθεια» καὶ ἐννοοῦμε τὴν ὀρθότητα τῆς πληροφορίας, ὄχι τὴν προφάνεια τῆς κοινωνούμενης ἐμπειρίας. Λέμε «πίστη» κα ννοομε τομικς πεποιθήσεις, χι μοιβαιότητα μπιστοσύνης. Λέμε «λευθερία» κα ννοομε δικαίωμα γωτικν πιλογν συνδικαλισμένης αθαιρεσίας, χι τ (κορυφαο γι τν νθρωπο) θλημα πεξάρτησης π τυφλ νστικτα κα νορμήσεις. Λέμε «διάλογο» καὶ ἐννοοῦμε παράλληλους μονολόγους. Λέμε «πρόσωπο» καὶ καταλαβαίνουμε ἀπρόσωπο ἄτομο, λέμε «ἔρωτας» καὶ καταλαβαίνουμε «σὲξ» – ἀπειράριθμα τὰ ἀνάλογα ἐκτρωματικά.
.               Ἡ Ἑλλάδα χωρὶς γλῶσσα, ποὺ νὰ κομίζει τὴν πολιτισμικὴ διαφορὰ τῶν Ἑλλήνων, (νὰ τὴν κομίζει ὄχι σὰν μουσειακὸ παρελθὸν ἀλλὰ σὰν ἐπικαιρικὴ πρόταση μὲ πανανθρώπινη ἐμβέλεια – ἀντιπρόταση στὸν ἱστορικὸ-ὑλιστικὸ ἐφιάλτη) εἶναι ἀναπότρεπτο νὰ ὑποταχθεῖ στὸ «μοντέλο» Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Γεωργίας, Ρουμανίας: Τὸ μεροκάματο, γιὰ ὅσους ἀρνηθοῦν τὴν προσφυγιά, ἰσοδύναμο μὲ φυσικὴ ἐξόντωση. Καὶ ἡ ἀγλωσσία δοκιμασμένη συνταγὴ ἐξαθλίωσης τῶν μαζῶν, ὑποταγή τους σὲ σωστικὰ «μνημόνια» – μαζὶ μὲ κατάργηση βαθμολογίας καὶ ἐξετάσεων, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐκδοχὴ τῆς ἀριστείας ὡς «ρετσινιᾶς». Ο πολιτικς το πουργείου Παιδείας, τ τελευταα σαράντα χρόνια, πηρέτησαν, χωρς ξαίρεση, τ δρομολογημένη πιδίωξη (ἂς ἐλπίσουμε, ἀνεπίγνωστα). [ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἐν ἐπιγνώσει τους καὶ μεθοδευμένα, δηλαδὴ μὲ ἄμεσο δόλο, ἀπαρτιζόμενον ἀπὸ τὰ δύο συνθετικά του στοιχεῖα: τὸ γνωστικό καὶ τὸ διανοητικό, πέτυχαν τὸ κακούργημα τῆς καταστροφῆς τῆς γλώσσας].
.               καταστροφ τς γλώσσας συνεχίζεται δυσώπητη – κάθε μέρα πάρχουν τρες ως πέντε κφωνητς νταποκριτς σχολιαστς στ κανάλια πο θ πρεπε ν πολυθον αθημερν γι τν γραμματοσύνη τους, κα λλοι τόσοι π πολιτικος θώκους, γελοιωδέστεροι. κομε φρικαλεότητες, πως: « ναλογον φόρος», « πλήρη φαρμογή», [ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: «ἡ σαφὴ διαταγὴ» καὶ ἡ σοφὴ …κουκουβάγια…! ποὺ τοὺς ἔκραξε]  «τν πικεφαλν» «το πικεφαλή», «ατ τ στιγμ συνδράμουν στν κατάσβεση», «κάτι λλο δν παρατηρομε μέχρι στιγμή», «τος παγάγει τώρα δωρεάν», «νευ δεια», «ν μν κτίθεται στν λιο πρ το δέοντος»[ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἴσως ποτέ τους οἱ δύσμοιροι δὲν ἔτυχε νὰ ἀκούσουν κάτι γιὰ τὸν «ΥΠΕΡ ΑΔΥΝΑΤΟΥ» λόγο τοῦ Λυσίου!!!]
.               Τ πι διάντροπο εναι αθαίρετη στρέβλωση τς γλώσσας, πειδ ρήτορας λογαριάζει κάποιους γραμματικος τύπους σν «καθαρευουσιάνικους» πο μολύνουν τν «προοδευτική» του κφραστική. κ. Τσίπρας, π.χ., υοθετε τ νύπαρκτο «χει παράξει πλεόνασμα κυβέρνηση» χει παραγάγει” το μοιάζει «συντηρητικό», κατάλληλο γι πέρμαχους «τς ριστερς κα τς προόδου»). Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, προφανῶς, καὶ ὁ κ. Σημίτης καταργοῦσε τὴ διάκριση «στιγμιαίου» καὶ «διαρκοῦς»: ἔλεγε «ἡ Ἑλλάδα πέρυσι παρῆγε» – τὸν ἐνοχλοῦσε τὸ «παρήγαγε».
.               Ἕνας φιλόλογος θὰ μποροῦσε νὰ ἐντοπίσει εὐστοχότερες καὶ πολυπληθέστερες ἐνδείξεις τῆς καταστροφῆς ποὺ συντελεῖται, τὰ πολὺ τελευταῖα χρόνια, στὴ γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων. Μὲ ἱστορικὲς συνέπειες ἀσύγκριτα ἐφιαλτικότερες ἀπὸ αὐτὲς τῆς οἰκονομικῆς χρεωκοπίας, τῆς χαμένης κρατικῆς ἀνεξαρτησίας, τῆς διοικητικῆς διάλυσης, τοῦ κυρίαρχου κυνικοῦ ἀμοραλισμοῦ. Δύσκολο ν πείσει κανες γλωσσικ παίδευτους κομματανθρώπους πο δηγε σύγχυση ριστικο κα ποτακτικο λόγου («θὰ ὑπάρξει ἐπιδείνωση τοῦ καιροῦ», ἀντί, «θὰ ἐπιδεινωθεῖ ὁ καιρὸς» – «νὰ σὲ εὐχαριστήσω, Ἀνδρέα», ἀντί, «σὲ εὐχαριστῶ Ἀνδρέα»). Πο δηγε κατάργηση τν ρθρων (ὅπως σὲ γλῶσσες ὑπανάπτυκτης ἐκφραστικῆς): «θὰ πᾶμε Μοναστηράκι», «μένω Ἀγρίνιο». Γιατί τὰ ρήματα εἰς -έω μεταποιοῦνται εἰς -άω: «ζητᾶ», «παρακαλᾶ», «προχωρᾶ», «μιλᾶ», «ἐξηγᾶ», «ὁδηγᾶ». Γιατί «προοδευτικ» κδοχ παιτε ν λέμε: « μέθοδο», « πρόοδο», « λεωφόρο», « ψφο», « εσοδο». Γιατί τ νατριχιαστικό, πασοκικ κα συριζαίικο: « πλήρη φαρμογή», « διεθν κτίμηση», « πισφαλ λύση».
.               Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὴ γλῶσσα στὴν Ἑλλάδα θὰ εἶχε τὸ ἀνάλογο, ἂν ἡ Σαουδικὴ Ἀραβία ἀχρήστευε τὶς πετρελαιοπηγές της καὶ ἡ Νότια Ἀφρικὴ τὰ ἀδαμαντωρυχεῖα της. Τὸ πολιτικό μας προσωπικὸ ἀντιλαμβάνεται τὴ σύγκριση σὰν εἰκόνα, συμβολικά. Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἡ σύγκριση κυριολεκτεῖ.

 

,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε