Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἐνανθρώπηση

ΓΙΑΤΙ ΕΓΙΝΕ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ;

π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

CUR DEUS HOMO?
Τὸ κίνητρο τῆς ἐνανθρωπήσεως,
στὸ «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας»
ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1973,
σελ. 36-38, μετάφρ. Σταμ. Χατζησταματίου

.       Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580-662) φαίνεται ὁ μόνος Πατὴρ ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ἄμεσα γιὰ τὸ πρόβλημα [σ: τοῦ κινήτρου τῆς ἐνανθρωπήσεως], ἂν καὶ δὲν τὸ τοποθετῆ ὅπως οἱ μετέπειτα θεολόγοι τῆς Δύσεως. Διεκήρυξε ὅτι ἡ Ἐνσάρκωσις πρέπει νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς σκοπὸς τοῦ Θεοῦ στὴν πρᾶξι τῆς Δημιουργίας. Ἡ φύσις τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τῆς ἑνώσεως δηλ. τῆς θείας μεγαλωσύνης μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνα ἀνεξιχνίαστο μυστήριο, ἀλλὰ τουλάχιστο μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ὅτι ὁ λόγος καὶ ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου ἦταν, κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐνσάρκωσις, καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτὴν ἡ δική μας ἐνσωμάτωσις στὸ Σῶμα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος. Ἡ φρασεολογία τοῦ ἁγ. Μαξίμου εἶναι σαφὴς καὶ καθαρή. Ἡ «ξ´ ἐρώτησις πρὸς Θαλάσσιον» εἶναι ἕνα σχόλιο στὸ χωρίο Α´ Πέτρου 1, 19-20: «ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μὲν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Ἀκολουθεῖ ἡ ἐρώτησις, κι ὁ ἅγ. Μάξιμος, πρῶτα συνοψίζει τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία περὶ τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνεχίζει: «τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾽ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστι ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκα. Πρὸς τοῦτο τὸ τέλος ἀφορῶν, τὰς τῶν ὄντων ὁ Θεὸς παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστὶ τὸ τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων, πέρας. Καθ᾽ ὃ εἰς τὸν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ πεποιημένων ἐστὶν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό ἐστι τὸ πάντας συγγράφον τοὺς αἰῶνας, καὶ τὴν ὑπεράπειρον καὶ ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλὴν ἐκφαῖνον μυστήριον. Ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτὸς ὁ κατ᾽ οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λόγος γενόμενος ἄνθρωπος. Καὶ αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τὸν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος φανερὸν καταστήσας, καὶ τὸ τέλος ἐν αὐτῷ δείξας, δι᾽ ὃ τὴν πρὸς τὸ εἶναι σαφῶς ἀρχὴν ἔλαβον τὰ πεποιημένα. Διὰ γὰρ τὸν Χριστόν, ἤγουν τὸ κατὰ Χριστὸν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι καὶ τὸ τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γὰρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καὶ ἀοριστίας, καὶ μέτρου καὶ ἀμετρίας, καὶ πέρατος καὶ ἀπειρίας, καὶ κτίστου καὶ κτίσεως, καὶ στάσεως καὶ κινήσεως. Ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε». Πρέπει νὰ γίνῃ προσεκτικὴ διάκρισις μεταξὺ τῆς ἀϊδιότητος τοῦ Λόγου εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς «οἰκονομίας» τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἡ «πρόγνωσις» ἔχει ἀκριβῶς σχέσι μὲ τὴν Ἐνσάρκωσι: «προεγνώσθη οὖν ὁ Χριστός, οὐχ ὅπερ ἦν κατὰ φύσιν δὲ ἑαυτόν, ἀλλ᾽ ὅπερ ἐφάνη κατ᾽ οἰκονομίαν δι᾽ ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον» (ΡG 90,621, 624). Ὁ «ἀπόλυτος προορισμὸς» τοῦ Χριστοῦ δηλώνεται μὲ μεγάλη σαφήνεια. Αὐτὴ ἡ πεποίθησις βρίσκεται σὲ μεγάλη συμφωνία μὲ τὴ γενικὴ πορεία τοῦ θεολογικοῦ συστήματος τοῦ ἁγ. Μαξίμου· καταπιάνεται, μάλιστα, μὲ τὸ πρόβλημα σὲ πολλὲς περιπτώσεις στὶς ἀπαντήσεις πρὸς Θαλάσσιον καὶ στὸ «Περὶ διαφόρων ἀποριῶν». Λόγου χάριν μὲ ἀφορμὴ τὸ χωρίο Ἐφεσίους α´ 9 γράφει ὁ ἅγ. Μάξιμος: «ἔδειξε καὶ ἡμᾶς ἐπὶ τούτου γεγενῆσθαι, καὶ ὑπὸ τῶν αἰώνων περὶ ἡμᾶς παντ᾽ ἀγαθοῦ Θεοῦ σκοπὸν» κτλ. (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, ΡG 91, 1097). Ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν καταβολὴ ὁ ἄνθρωπος προγεύεται στὸν ἑαυτό του «θείου τοῦ σκοποῦ τὸ μέγα μυστήριον», τὴν ἔσχατη τελείωσι τῶν πάντων ἐν τῷ Θεῷ (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν στ. 1305 ἑξ.). Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Θείας Προγνώσεως διαιρεῖται κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο σὲ δύο μεγάλες περιόδους: ἡ πρώτη κορυφώνεται στὴν Ἐνσάρκωσι τοῦ Λόγου, εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Θείας συγκαταβάσεως («ἐπὶ τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης ἀνυψώσεως στὴ δόξα τῆς Θεώσεως, μία προέκτασις, θὰ λέγαμε, τῆς Ἐνσαρκώσεως σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Δημιουργία. «Διέλωμεν οὖν τῇ ἐπινοίᾳ τοὺς αἰῶνας, καὶ ἀφορίσωμεν, τοὺς μέν, τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τοὺς δὲ τῇ χάριτι τῆς ἀνθρωπίνης θεώσεως… καὶ συντόμως εἰπεῖν τῶν αἰώνων οἱ μὲν τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους εἰσὶ καταβάσεως, οἱ δὲ τῆς ἀνθρώπων πρὸς Θεὸν ὑπάρχουσιν ἀναβάσεως. Ἢ μᾶλλον, ἐπειδὴ καὶ ἀρχή, καὶ μεσότης, καὶ τέλος πάντων ἐστὶ τῶν αἰώνων, τῶν δὲ παρελθόντων καὶ ὄντων, καὶ ἐσομένων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς (Πρὸς Θαλάσσιον περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς θείας γραφῆς 22, ΡG 90, 317· πρβλ. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, ΡG 91,1308 ἐξ.). Ἡ ἐσχάτη τελείωσις, στὰ μάτια τοῦ ἁγ. Μαξίμου, συνδέεται μὲ τὴν ἀρχικὴ δημιουργικὴ βουλὴ καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὅλη του ἡ θεώρησις εἶναι αὐστηρὰ «Θεοκεντρική», ἀλλὰ καὶ «Χριστοκεντρικὴ» ταὐτόχρονα. Τοῦτο ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν συσκοτίζει τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἔσχατη ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτωλῆς ὑπάρξεως. Τὴ μεγάλη ἔμφασι τοποθετεῖ ὁ ἅγ. Μάξιμος ἐπὶ τῆς μεταστροφῆς καὶ τῆς καθάρσεως τῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως, στὸν πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ κακοῦ. Ἀλλὰ βλέπει αὐτὴ τὴν τραγωδία τῆς Πτώσεως καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ κτίσματος μέσα στὴν εὐρύτερη προοπτική του ἀρχικοῦ σχεδίου τῆς Δημιουργίας.

, , , ,

Σχολιάστε

ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ καὶ ΥΙΟΘΕΣΙΑ (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου)

 

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ κατά Χάριν υἱοθεσία 

τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου
(Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2016)

.           Τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καθορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό ζωντανό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι ἀπό τήν κοσμική νοοτροπία καί ἀπό διδασκαλίες ἀνθρώπινες. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ὑμνογραφία της, τήν ἁγιογραφία της καί τήν διδασκαλία της μᾶς ἀναλύει ποιό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο μᾶς καθοδηγεῖ γιά νά εἴμαστε καί ἐμεῖς ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
.           Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά ἀναγινώσκεται τό κατάλληλο ἀποστολικό καί εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, κατά τήν θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων.
.           Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα μᾶς παρουσιάζει τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ υἱοθεσία μας, δηλαδή νά γίνουμε κατά Χάρη υἱοί τοῦ Θεοῦ. Καί τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν προσκύνηση τῶν Μάγων, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπό τήν Ἀνατολή, ὁδηγούμενοι ἀπό τό ἀστέρι, καί παρά τίς δυσκολίες, ἔφθασαν στήν Βηθλεέμ καί προσέφεραν στόν Χριστό τά πολύτιμα δῶρα τῆς εὐλάβειάς τους, ἤτοι χρυσό, λίβανο καί σμύρνα.
.           Θά κάνω λίγα θεολογικά σχόλια πάνω στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, πού δείχνει πῶς καί ἐμεῖς θά γευθοῦμε τούς καρπούς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν κατά Χάρη υἱοθεσία.
.           Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του προσδιορίζει μέ ἀπόλυτη θεολογική καθαρότητα τόν σκοπό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο τόν κατάλληλο καιρό. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν κορυφώθηκε ἡ κακία καί ἡ ἁμαρτία στό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά καί ὁλοκληρώθηκε ὁ πόθος καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Προφήτας καί Δικαίους, τότε ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή μέ τήν θέληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
.           Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε στήν θεία Λειτουργία ἀναφέρεται δύο φορές στό ρῆμα «ἐξαπέστειλεν» ὁ Θεός. Αὐτό δείχνει τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο τῆς ἐλεύσεώς Του μέσα στήν καρδιά μας, διά τῆς ὁποίας ἐλεύσεως γίνεται ἡ θέωσή μας.
.           Τήν πρώτη φορά χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «ἐξαπέστειλεν», γιά νά δηλώση τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τήν θεία φύση καί ἕνωση μαζί της στό Πρόσωπό Του, μέ σκοπό νά μᾶς ἐξαγοράση ἀπό τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί νά ἀπολαύσουμε τήν υἱοθεσία. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. δ΄, 4-5).
.           Τήν δεύτερη φορά χρησιμοποιεῖται τό ἴδιο ρῆμα «ἐξαπέστειλεν» γιά νά δηλώση τό πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν υἱοθεσία, πῶς ἀπό δοῦλος τῆς ἁμαρτίας γίνεται κατά Χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ, πῶς γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεός Πατήρ ἐξαπέστειλε τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, πού εἶναι καί δικό Του Πνεῦμα, ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀποστέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ, στίς καρδιές μας καί μᾶς προσφέρει ὡς δῶρο τήν υἱοθεσία. Γράφει: «Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἶ δέ υἱός, καί κληρονόμος Θεοῦ διά Χριστοῦ» (Γαλ. δ΄, 6-7).
.           Ἑπομένως, τό πρῶτο «ἐξαπέστειλεν» ἀναφέρεται στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἔδωσε σέ ὅλους τήν δυνατότητα τῆς κατά Χάριν υἱοθεσίας του. Τό δέ δεύτερον «ἐξαπέστειλεν» ἀναφέρεται στό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἔρχεται στήν καρδιά καί ἀπεργάζεται τήν υἱοθεσία στούς ἀνθρώπους. Ὅσο σημαντική εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἄλλο τόσο σημαντική εἶναι καί ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά, γιατί καί μέ τά δύο αὐτά γεγονότα ἀπολαμβάνουμε τήν υἱοθεσία.
.           Αὐτό σημαίνει ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μέ τό Ἅγιον Βάπτισμα καί τό Ἅγιον Χρίσμα ἐντασσόμαστε στό ζωντανό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γινόμαστε μέλη αὐτοῦ τοῦ ἐνδόξου Σώματος, δηλαδή μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί τρεφόμαστε μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἔνταξη δέν εἶναι μηχανική καί συναισθηματική. Ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά διά τῶν Μυστηρίων ἀναπτύσσει τήν καρδιακή προσευχή. Ἔτσι, ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος φωνάζει, καί μάλιστα κράζει τόν Θεό ὡς Πατέρα μέ τήν καρδιά του.
.           Ἡ προσευχή στόν Πατέρα μέσα στήν καρδιά, πού γίνεται μέ ἰσχυρή φωνή, προσδιορίζει σαφέστατα ὅτι τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται τήν κατά Χάρη υἱοθεσία, παύει νά εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, καί ἔχει τήν βεβαιότητα ὅτι εἶναι κληρονόμος τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
.           Τό ρῆμα «ἐξαπέστειλεν» πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δύο φορές στό ἀποστολικό αὐτό ἀνάγνωσμα δηλώνει τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά. Καί τά δύο αὐτά ἔχουν μεγάλη ἀξία καί σπουδαιότητα καί εἶναι ἑνωμένα μεταξύ τους. Αὐτό δείχνει τί εἶναι Χριστούγεννα καί τί εἶναι Πεντηκοστή, τί εἶναι ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τί εἶναι θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό δείχνει ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, πῶς διά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ, ἀποκτοῦμε τήν υἱοθεσία καί ὅτι αὐτό τό αἰσθανόμαστε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά.
.           Σέ μιά ἐποχή πού ὑπάρχει ἀπογοήτευση καί ἀπελπισία, ἡ βεβαιότητα τῆς υἱοθεσίας ἐν Χριστῷ μέ τά Μυστήρια καί τήν προσευχή εἶναι ἐλπίδα ζωῆς.

 

ΠΗΓΗ: parembasis.gr

 

, , , ,

Σχολιάστε

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ 2018 «Ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ βεβαίωσις καὶ ἡ βεβαιότης ὅτι τὴν ἱστορίαν, ὡς πορείαν πρὸς τὴν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων, κατευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός».

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ πεφιλημένα τέκνα,

.               Χάριτι Θεοῦ ἠξιώθημεν νὰ φθάσωμεν καὶ πάλιν εἰς τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Θείου Λόγου, τοῦ ἐλθόντος εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃ τὸ «εὖ εἶναι»{1}, τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἀπὸ τὴν δουλείαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ νόμου καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον, νὰ μᾶς δωρήσῃ δὲ τὴν κατ᾿ ἀλήθειαν ζωὴν καὶ τὴν χαρὰν τὴν μεγάλην, ἣν «οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ἡμῶν»{2}.
.               Ὑποδεχόμεθα τὸν «παντέλειον Θεόν»{3}, τὸν ὁποῖον «ἀγάπη κεκόμικεν εἰς τὴν γῆν»{4}, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἡμῖν «καὶ ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος»{5}. Ὁ κενωθεὶς Θεὸς Λόγος συγκαταβαίνει εἰς τὸ πλανηθὲν πλάσμα αὐτοῦ «συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καὶ ἀκατάληπτον»{6}. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» χωρεῖται ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Παρθένου, ὁ μέγας ὑπάρχει ἐν σμικροῖς. Τὸ μέγα τοῦτο κεφάλαιον τῆς πίστεώς μας, τὸ πῶς ὁ ὑπερούσιος Θεὸς «ὑπὲρ ἄνθρωπον γέγονεν ἄνθρωπος»{7}, παραμένει «ἀνέκφαντον» μυστήριον. «Τὸ μέγα τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως μυστήριον, ἀεὶ μένει μυστήριον»{8}.
.               Αὐτὸ τὸ ξένον καὶ παράδοξον γεγονὸς «τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν»{9}, εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία∙ οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»{10}.
.               Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψίστη σωτηριώδης ἀλήθεια διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ἀνήκομεν εἰς τὸν Χριστόν. Τὰ πάντα εἶναι ἡνωμένα ἐν Χριστῷ. Ἐν Χριστῷ ἀναπλάθεται ἡ φθαρεῖσα φύσις μας, ἀποκαθίσταται τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ἀνοίγεται εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους ἡ ὁδὸς τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Διὰ τῆς προσλήψεως ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ τοῦ κοινοῦ θείου προορισμοῦ καὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας θεμελιοῦται ἡ ἑνότης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν σώζεται ὅμως μόνον ἡ ἀνθρωπότης, ἀλλὰ σύμπασα ἡ κτῖσις. Ὡς ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων συμπαρασύρει ὅλην τὴν πλᾶσιν, οὕτω καὶ ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀφορᾷ εἰς ὁλόκληρον τὴν δημιουργίαν. «Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτῖσις γνωρίζεται, υἱοὶ δὲ φωτὸς οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι»{11}. Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς καλεῖ νὰ ἑορτάσωμεν τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν ὡς τὴν «κοινὴν ἑορτὴν πάσης τῆς κτίσεως», ὡς « τὰ σωτήρια τοῦ κόσμου, τήν γενέθλιον ἡμέραν τῆς ἀνθρωπότητος»{12}.
.               Τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» ἀκούεται, δυστυχῶς, καὶ πάλιν εἰς ἕνα κόσμον πλήρη βιαιοτήτων, ἐπικινδύνων ἀνταγωνισμῶν, κοινωνικῆς ἀνισότητος καὶ καταπατήσεως τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Τὸ 2018 συμπληροῦνται ἑβδομήκοντα ἔτη ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴν Διακήρυξιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, μετὰ ἀπὸ τὰς φοβερὰς ἐμπειρίας καὶ καταστροφὰς τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀνέδειξε τὰ κοινὰ ὑψηλὰ ἰδανικά, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ σέβωνται ἀπαρεγκλίτως ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ κράτη. Ὅμως, ἡ ἀθέτησις τῆς Διακηρύξεως αὐτῆς συνεχίζεται, ποικίλαι δὲ καταχρήσεις καὶ σκόπιμοι παρερμηνεῖαι τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ὑποσκάπτουν τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν πραγμάτωσίν των. Συνεχίζομεν νὰ μὴ διδασκώμεθα ἀπὸ τὴν ἱστορίαν ἢ νὰ μὴ θέλωμεν νὰ διδαχθῶμεν. Οὔτε αἱ τραγικαὶ ἐμπειρίαι βίας καὶ ἡ καταρράκωσις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὔτε ἡ διακήρυξις ὑψηλῶν ἰδανικῶν, ἀπέτρεψε τὴν συνέχισιν τῆς βίας καὶ τῶν πολέμων, τὴν ἀποθέωσιν τῆς ἰσχύος καὶ τὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Οὔτε, βεβαίως, ἡ ἰσχὺς τῶν τεχνικῶν μέσων καὶ αἱ ἐκπληκτικαὶ κατακτήσεις τῆς ἐπιστήμης, οὔτε ἡ οἰκονομικὴ πρόοδος, ἔφερον κοινωνικὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν πολυπόθητον εἰρήνην. Τοὐναντίον, εἰς τὴν ἐποχὴν μας ὁ εὐδαιμονισμὸς τῶν κατεχόντων αὐξάνεται καὶ ἡ παγκοσμιοποίησις καταστρέφει τοὺς ὅρους τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καὶ εἰρήνης.
.               Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγνοήσῃ αὐτὰς τὰς ἀπειλὰς κατὰ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. «Οὐδὲν γὰρ ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καὶ φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός»{13}. Ἀγωνιζόμεθα διὰ τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὴν προστασίαν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι «ἡ ὄντως εἰρήνη παρὰ Θεοῦ»{14}, ὅτι τὸ ὑπέρλογον μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ θείου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
.               Ζῶμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ τὴν ἐλευθερίαν, ἐκ Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ καὶ εἰς Χριστόν. Εἰς τὸν πυρῆνα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ἀνήκει ἡ ἀγάπη, ἥτις «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»{15}, ἡ ἀγάπη «ἐκ καθαρᾶς καρδίας»{16}. Ἐνῶ ὁ αὐτόνομος, ὁ αὐτογνώμων καὶ αὐτάρκης, ὁ αὐτοθεούμενος καὶ αὐτομακαριζόμενος ἄνθρωπος περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν ἀτομικήν του αὐτάρεσκον εὐδαιμονίαν καὶ βλέπει τὸν συνάνθρωπον ὡς περιορισμὸν τῆς ἐλευθερίας του, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει κατεύθυνσιν πρὸς τὸν ἀδελφόν, κινεῖται πρὸς τὸν πλησίον, ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ. Τὸ μέλημα τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων, ἀλλὰ τὸ «ποιεῖν τε καὶ πράττειν τὰ δικαιώματα Χριστοῦ»{17}, ἐν ταπεινώσει καὶ εὐχαριστίᾳ.
.               Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγάπης καὶ τῆς ἀγάπης ὡς ἐλευθερίας, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος καί ἡ ἐγγύησις διὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Στηριζόμενοι ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἐνθέου ἤθους δυνάμεθα νά ἀντιμετωπίσωμεν τὰς μεγάλας προκλήσεις τοῦ παρόντος, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν ὄχι μόνον τὸ εὖ ζῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ ζῆν τῆς ἀνθρωπότητος.
.               Τὴν ἀλήθειαν τοῦ «Θεανθρώπου» ὡς ἀπάντησιν εἰς τὸν σύγχρονον «ἀνθρωποθεὸν» καὶ πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ αἰωνίου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐξῇρε καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016): «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔναντι τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ», προβάλλει τόν «Θεάνθρωπον» ὡς ἔσχατον μέτρον τῶν πάντων: «Οὐκ ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα λέγομεν, ἀλλὰ Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα»{18}. Ἀναδεικνύει δὲ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς τόπον καὶ τρόπον τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς, ὡς “ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ”{19} καὶ ὡς μετοχήν, ἤδη ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ»{20}.
.               Ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ βεβαίωσις καὶ ἡ βεβαιότης ὅτι τὴν ἱστορίαν, ὡς πορείαν πρὸς τὴν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων, κατευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Βεβαίως, ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Βασιλείαν, ἡ ὁποία δὲν συντελεῖται μακρὰν ἤ ἀνεξαρτήτως τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, τῶν ἀντιφάσεων καὶ τῶν περιπετειῶν αὐτῆς, ποτὲ δὲν ὑπῆρξεν ἄνευ δυσκολιῶν. Ἐν μέσῳ αὐτῶν ἡ Ἐκκλησία μαρτυρεῖ περὶ τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιτελεῖ τὸ ἁγιαστικὸν, ποιμαντικὸν καὶ μεταμορφωτικὸν ἔργον αὐτῆς. «Ἡ γὰρ ἀλήθειά ἐστι τῆς Ἐκκλησίας καὶ στῦλος καὶ ἑδραίωμα…Στῦλός ἐστι τῆς οἰκουμένης ἡ Ἐκκλησία…καὶ μυστήριόν ἐστι, καὶ μέγα, καὶ εὐσεβείας μυστήριον»{21}.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,

.               Ἂς συνεορτάσωμεν, εὐδοκίᾳ τοῦ σκηνώσαντος ἐν ἡμῖν Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀγαλλιάσει καὶ χαρᾷ πεπληρωμένῃ, τὰς ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου. Εὐχόμεθα ἐκ Φαναρίου, ὅπως ὁ σαρκωθεὶς καὶ συγκαταβὰς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν, χαρίζηται εἰς ὅλους κατὰ τὸν νέον ἐνιαυτὸν τῆς χρηστότητος Αὐτοῦ, ὑγιείαν κατ᾿ ἄμφω, εἰρήνην καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, διαφυλάττῃ δὲ καλῶς τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν καὶ εὐλογῇ τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς, ἵνα δοξάζηται τὸ ὑπεράγιον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομα Αὐτοῦ.

Χριστούγεννα ‚βιζ´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

———————————————-

{1} Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΗ´, εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν τὰ Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, Γ’, PG 36, 313.
{2} Ἰωάν. ι´, 18.
{3} Δοξαστικὸν Ἀποστίχων Μεγάλου Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων.
{4} Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ´, PG 150, 657.
{5} Ὅ. π. , Ϛ´, PG 150, 660.
{6} Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Γ´, α´ PG 94, 984.
{7} Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, ἑκατοντὰς πρώτη, ιβ´, PG 90, 1184.
{8} Ὅ. π.
{9} Κολ. α´, 26.
{10} Πράξ. δ´,12.
{11} Ἰαμβικὴ Καταβασία τῶν Θεοφανείων, ὠδὴ Η´.
{12} Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία εἰς τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1472-73.
{13} Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Ϛ´, PG 150, 649.
{14} Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α´, Ὁμιλία Α´, α´, PG 61, 14.
{15} Α´ Κορ. ιγ´, 5.
{16} Α´ Τιμ. α´, 5.
{17} Θεοτοκίον τῶν Ἀποστίχων τῶν Αἴνων 12ης Ὀκτωβρίου.
{18} Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», Γ’, β’. PG 94, 988.
{19} πρβλ. Ἐφεσ. δ´, 15.
{20} Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, § 10.
{21} Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α´, Ὁμιλία ΙΑ´, PG 62, 554.

 

 

, , , ,

Σχολιάστε

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ (ταπεινό) ΘΕΟ (Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκης)

ΣΤΗ ΒΑΣΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ

τοῦ Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη

Ποιοί γιορτάζουν τὰ Χριστούγεννα; Οἱ ταπεινὲς καὶ ἁπλές ψυχές. Ὅλο τό μεγαλεῖο τό σερβίρει στὸ Χριστουγεννιάτικο πνευματικὸ τραπέζι μιὰ κόρη. Τὴν λένε Ταπείνωσι.
• Ὅποιος κυττάζει ψηλά, δὲν βλέπει τὴ σάρκωσι· βλέπει τὴν ὑπερηφάνεια…
Ὅποιος σκύβει χαμηλά, αὐτὸς βλέπει τὸν Ὑψηλὸ Θεό, πού ἔγινε ἄνθρωπος.
Ποῦ εἶσαι, Χριστέ;
Στὴ φάτνη, πού λέγεται ταπείνωσις. Ἐσύ ἔγινες ἄνθρωπος ταπεινός, γιὰ νὰ μπορέσω ἐγώ, ὁ μικρὸς καὶ ταπεινωμένος ἄνθρωπος, νὰ γίνω Θεός!
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ταπεινός. Ὁ Ταπεινούμενος. Ὁ Ταπεινωθείς. Ποτὲ ὅμως δὲν ἔγινε καὶ δὲν εἶναι ὁ ταπεινωμένος! Μόνος Του σκύβει καὶ κατεβαίνει. Ἡ ἁμαρτία ποτὲ δὲν Τὸν ταπεινώνει καὶ δὲν Τὸν κατεβάζει.
Ἀπό ποιόν γεννήθηκες, Χριστέ;
Ἀπὸ μιὰ ταπεινὴ Κόρη. Ἡ Παρθένος Μαρία εἵλκυσε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ταπείνωσί της. Πίστευε στὴν εὐτέλειά της, στὴν ἀναξιότητά της. «Ἐπέβλεψεν ἐπί τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ», λέει (Λουκ. α´ 48). Τί εἶμαι ἐγώ; Ἕνα τίποτε! Ἕνα μηδέν! Στὸ μηδὲν (Ο) ὅμως, ἡ ταπείνωσις, βάζει ἕνα (Υ) καὶ τὸ κάνει Οὐ-ρανό! Καὶ ἀκόμα τὸ μηδὲν, μὲ τὴν ταπείνωσι γίνεται Ω καὶ τήν κάνει Ὡραία. Ἡ μικρὴ Μαρία, μὲ τὴν ταπείνωσί της, δέχτηκε τὸν Οὐράνιο καὶ ἔγινε ἡ Ὡραία!
Ποῦ γεννήθηκες, Χριστέ;
“Μέσα στὴν ἄσημη, τὴν ταπεινὴ φάτνη”! «Καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β´ 7). Φάτνη! Λιτότητα καὶ ἁπλότητα, ἀντίθεσις στὴν ὑπερηφάνεια τῆς πολυτέλειας. «Τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος…» (Ὑπακοή ὄρθρου Χριστουγέννων). Καταδέχτηκε νὰ γεννηθῆ μέσα σ’ ἕνα σταῦλο!
Σταῦλος καὶ Σταυρός, τὰ δύο ξενοδοχεῖα, πού φιλοξένησαν τὸν Θεάνθρωπο! Σπήλαιο καί σπάργανα. Οἱ ταπεινώσεις τοῦ Χριστοῦ. Μπῆκε στὴ σπηλιὰ τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ βγάλη στὸ Φῶς τῆς σωτηρίας τὸν ἄνθρωπο. Περιτυλίχτηκε σπάργανα, γιὰ νὰ δείξη ὅτι εἶναι ὁ τυλιγμένος ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύσι.
Πῶς γεννήθηκες, Χριστέ;
Ὡς βρέφος. Ὁ «Παλαιός τῶν ἡμερῶν» (Δαν. ζ´ 9) ἔδωσε σημεῖο παρουσίας μὲ τὴ βρεφοποίησι: «Τοῦτό ἐστι τὸ σημεῖον: Εὐρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνῃ» (Λουκ. β´ 12).
Ὁ ἰσχυρὸς Θεὸς ἐφάνη βρέφος μικρὸ καὶ ταπεινό! Στὰ βρέφη κρύβεται καί τὸ μέλλον τοῦ κόσμου. Στὸ βρέφος τῆς Βηθλεὲμ ἀποκαλύπτεται ὁ Παντοδύναμος ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλων τῶν αἰώνων!
Σέ ποιούς φανερώθηκες, Χριστέ;
Στὴν ταπείνωσι τῶν ποιμένων. Ἡ καλύτερη κεραία, πού συλλαμβάνει τά οὐράνια μηνύματα, εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Γιατί ὁ ἄγγελος δὲν εὐαγγελίστηκε τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων στοὺς τρανοὺς καὶ μεγάλους τῆς γῆς;
Ἡ ὑπερηφάνειά τους εἶναι πυκνὴ νέφωσις. Οὔτε ἄγγελος δὲν μπορεῖ νὰ περάση ἀπό τα σύννεφα τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ νὰ μιλήση σὲ ὑπερφίαλα ὄντα. Εὐαγγελίζεται τὴ σάρκωσι, τὴ γέννησι τοῦ Θεανθρώπου, σὲ ἁπλές ψυχές.
Ἀνακοινώνει στὸν κόσμο τῆς ἁπλότητας, τῆς ταπεινώσεως καὶ τοῦ καθήκοντος, τὸ μοναδικὸ μήνυμα: «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ» (Λουκ. β´ 10). Οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεὲμ ἦσαν ἀγραυλοῦντες. Ἀγρυπνοῦσαν, φύλαγαν καλὰ τὸ κοπάδι τους. Ὁ κόσμος κοιμᾶται, ὁ Οὐρανὸς ξαγρυπνᾶ! Μεσάνυχτα ἔχει ὁ κόσμος…
Διανυκτερεύει ὁ Θεός! Διανυκτερεῦον φαρμακεῖο τὸ σπήλαιο! Διανυκτερεύουν καί οἱ ἄγγελοι! Διανυκτερεύουν οἱ ποιμένες! Σήμερα δυστυχῶς οἱ χριστιανοὶ κοιμοῦνται, κι ὁ διάβολος μέ τὰ ὄργανά του ξαγρυπνοῦν…
Ποῦ θά βροῦμε, σήμερα, τὸν Χριστό;
Στὴν ταπεινὴ μορφὴ πού λαμβάνει. «Ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων ἔλαβε δούλου μορφήν» (Φιλιπ. β´ 6). Στὴν παιδικότητα. «Ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπό σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις» (Ματθ. ια΄ 25).
Στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ δὲν πηγαίνουν τύποι μὲ διανοητικὴ ὑπερπλασία, δηλαδή μὲ ὑπερηφάνεια, οὔτε τύποι μὲ καθυστέρησι, δηλαδὴ προσκολλημένοι σὲ νεκροὺς θρησκευτικοὺς τύπους. Φοιτοῦν ὅσοι ἔχουν φρόνημα ταπεινό. «Μακάριοι oἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´ 3).
«Σημεῖο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη», λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος.
Πῶς θά ἀνεβῶ στὸν Χριστό;
Ὅταν κατεβῶ! Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ οὐράνια σκάλα. Κατέβηκε ὁ Θεός! «Ἐκένωσεν ἐαυτόν…» (Φιλιπ. β´ 7).
Κατάβασις τοῦ Θεοῦ σημαίνει συγκατάβασις, ὄχι μετάβασις (τοπικά). Γιὰ τὸν Θεὸ Λόγο, ἡ «σκάλα», ἡ ταπείνωσις, εἶναι οὐράνια. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ ταπείνωσις εἶναι σκάλα στὰ μέτρα του. Ἁπλούστατα, ξέρει τὰ μέτρα του ὁ ταπεινός. Ὅσο πιὸ σύμμετρη εἶναι ἡ σκάλα τῆς ταπεινώσεως, τόσο πιὸ πολὺ ἑλκύει ὁ ἄνθρωπος τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ταπεινοῖς δίδωσι χαριν» (Ἰακ. δ´ 6).
Τί θέλω σήμερα, Χριστέ;
Θέλω τὴν ἡμέρα τῆς Γιορτῆς Σου, νὰ σκύψω νὰ Σέ προσκυνήσω, νὰ ἀσπαστῶ τὰ θεῖα Σου σπάργανα, πού τυλίχτηκες.
Θέλω καὶ κάτι ἀκόμα: Νὰ μὲ ντύσης μὲ τὰ σπάργανα τῆς ταπεινώσεως.
Νὰ σκύβω βαθειὰ καὶ νὰ θάβω τὸν ἐγωισμό μου. Νὰ σκύβω καὶ νὰ προσκυνῶ τὴ γέννησί Σου χωρὶς λογισμούς.
Νὰ σκύβω ὑποχωρώντας στοὺς συνανθρώπους μου. Νὰ σκύβω καὶ νὰ τούς διακονῶ.
Μάθε μας τὴν ταπείνωσι Ἐσύ, πού ἔκλινες Οὐρανοὺς καὶ κατέβης. Ἐσύ, ποὺ τυλίχτηκες τὰ σπάργανα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐσύ, ποὺ ἔκρυβες τὴ Θεότητά σου στὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἐσύ, «ὁ Πρᾶος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια´ 29).

, , ,

Σχολιάστε

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –11 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν»

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
IΑ´

Τοῦ Δηµήτρη Μαυρόπουλου
Περιοδ. «Ἐφημέριος»,
ἀρ. τ. 2/66, Μάρτ.- Ἀπρ. 2017
Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»

Μέρος Α´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-1 «Πῶς καὶ ποῦ γινόµαστε ἐνεργὰ µέλη τῆς θείας Βασιλείας».
Μέρος Β´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-2 «Τί σηµαίνει ἆραγε ἡ ἔκφραση “ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶµα Χριστοῦ”;»
Μέρος Γ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-3 «Εἶναι παγίδα νὰ νοµίζει κάποιος ὅτι µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν Χριστό, προτοῦ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Μέρος Δ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ- 4 «Ἡ Ἐκκλησία ἐµφαίνεται στὸ ἕνα καὶ µοναδικὸ “µυστήριο” τῆς θείας Εὐχαριστίας»
Μέρος E´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -5 «Πεντηκοστή: ἕνα κεφαλαιῶδες γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόµενο τῆς ἁγιότητας τῶν πιστῶν ὡς ἁγιότητα δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος».

Μέρος Z´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -7 « Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τῆς φύσεως»
Mέρος Η´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –8 «Γνωρίζοντας τὸν Χριστὸ ξαναϋπάρχουµε ὡς εἰκόνα Θεοῦ».
Mέρος Θ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –9 «Ἡ εὕρεση τῆς ὁδοῦ ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, στὴ θέωση».
Μέρος Ι´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –10 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ἐγγυητὴς τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας»

Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν

.           Γνωρίζουμε (καὶ ἀποδεχόμαστε) ὅτι αἰτούμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου εἶναι ἡ σωτηρία τῆς φύσης μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φθορᾶς καὶ τῆς σύγχυσης (τοῦ θανάτου). Ἑπομένως ἀναφερόμαστε σὲ θεραπεία (ἀλλαγὴ) τῆς φύσης μας ἀπὸ ἐνδημοῦσα κατάσταση ἀσθενείας. Τέτοια θεραπεία καθίσταται δυνατὴ λόγῳ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας ἡ θεότητα συνδέθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Καθένας πλέον ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει νέα γέννηση, νὰ ὑπάρξει δηλαδὴ ὡς νέος ἄνθρωπος. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς θὰ συνδεθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, ὄχι κατὰ συμβολικὸ ἢ ἠθικὸ τρόπο, ἀλλὰ κατὰ ὑπαρξιακό. Αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἀναλύουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς λένε λοιπὸν ὅτι, ἀφοῦ παραδοθοῦμε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ («ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ»), βαπτιστοῦμε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάβουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς μέλη ἑνὸς νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, «τρῶμε καὶ πίνουμε» τὸν Χριστὸ καὶ γινόμαστε κοινωνία μαζί του, κοινωνοῦμε μὲ τὴ δική του θεωμένη ἀνθρώπινη φύση («Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» – Ἰωάν. ϛ´ 56). Στὴ θεία Λειτουργία δὲν κάνουμε ἀναπαράσταση γεγονότος, ποὺ κάποτε συνέβη καὶ τὸ θυμόμαστε, ἀλλὰ δημιουργοῦμε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἐπαναλαμβάνουμε οὐσιαστικὰ τὴν πράξη τῆς Δημιουργίας. Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴ θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἀρχή. Μπορεῖ νὰ συνδέεται μὲ τὴν προηγούμενη θεία Λειτουργία, γιατί καὶ σ᾽ αὐτὴν τὸ ἐπιχειρήσαμε, ἀλλὰ δὲν τὸ πετύχαμε τελειωτικά, δὲν φτάσαμε στὸ ἔσχατο τέλος. Ἡ μνήμη παραμένει, γι᾽ αὐτὸ καὶ λαχταρᾶμε νὰ πᾶμε στὴν ἑπόμενη θεία Λειτουργία. Ἡ μία Κυριακὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ σ᾽ αὐτὸ τὸ ζεῦγος μνήμης καὶ λαχτάρας. Τί γίνεται ἐκεῖ στὴ θεία Λειτουργία; Μαζευόμαστε ὡς μέλη σώματος, ὄχι ὡς ἄτομα, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων, ποὺ ἀνέπτυξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς τὰ κλήματα ποὺ θὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν ἄμπελο (τὸν Χριστὸ) καὶ θὰ μείνουν ζωντανὰ καὶ καρποφοροῦντα. Μαζευόμαστε κουβαλώντας ὅλη τὴ Δημιουργία μαζί μας. Ὄχι μόνο τὴ διάθεσή μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴ φύση μας. Τὴ Δημιουργία τὴν προσάγουμε μέσα ἀπὸ τὰ σύμβολα τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ κρασιοῦ. Καὶ ὅλα αὐτά, ἡμῶν συμπεριλαμβανομένων, ἀρχίζουμε νὰ τὰ ἀναγάγουμε στὸν Πατέρα, γιὰ νὰ τὰ κάνει Χριστό, νὰ ἐπαναληφθεῖ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ καλούμαστε ἐμεῖς νὰ ἐπαναλάβουμε τὴ λέξη τῆς Θεοτόκου: γένοιτο! Ὅμως, τίποτε δὲν γίνεται ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐὰν δὲν μᾶς συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς κοινότητα, ὡς λαό, ὡς φίλους τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐπιτύχουμε, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἀκριβῶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πᾶμε, ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος, νὰ θεραπευτοῦμε, νὰ θεραπεύσουμε τὴ φύση μας (βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, ΚΔ´, PG 91, 704A: «Τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ σχολάζειν, καὶ μὴ ἀπολιμπάνεσθαι ποτὲ τῆς ἐν αὐτῇ τελουμένης ἁγίας συνάξεως […] διὰ τὴν ἀοράτως ἀεὶ παροῦσαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριν […] καὶ ἕκαστον τῶν εὑρισκομένων μεταποιοῦσαν τε καὶ μετασκευάζουσαν, καὶ ἀληθὲς μεταπλάττουσαν ἐπὶ τὸ θειότερον […] κἂν αὐτὸς μὴ αἰσθάνηται, εἴπερ τῶν ἔτι κατὰ Χριστὸν νηπίων ἐστι καὶ εἰς τὸ βάθος τῶν γενομένων ὁρᾶν ἀδυνατεῖ») Ἔχοντας αὐτὸ ὑπ᾽ ὄψη μας, μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε γιατί ὁ Χριστὸς μιλεῖ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.           Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο προαγγέλλεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ (σὲ δύο χωρία) ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τὴ δική του Ἀνάληψη: στὸ ιδ´16 («Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον Παράκλητον δώσει ἡμῖν, ἵνα μένει μεθ᾽ ἠμῶν εἰς τὸν αἰώνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας»), παράλληλα μὲ τὸ ιδ´ 26 («Ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ἡμᾶς διδάξει πάντα»), καὶ στὸ ιε´ 26 («Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ἠμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ»). Στὸ δεύτερο ἡ ἀναφορὰ εἶναι πιὸ συγκεκριμένη γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί περιγράφεται τὸ ἔργο ποὺ θὰ ἐπιτελέσει. Μὲ τὴν πρόταση μάλιστα «συμφέρει ἡμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. ιϛ´ 7), ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου ὡς ἑνιαία καὶ διαρκὴς μέριμνα τοῦ Θεοῦ: ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει τὸν Υἱὸ νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τὴν καινουργήσει, ἔργο ποὺ ὁ Υἱὸς τὸ ἐπετέλεσε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ ὁ Υἱὸς ἀποστέλλει τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενο Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ παραμείνει ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ νὰ βοηθήσει στὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴσοδος καὶ παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ἱστορία ἀποκαλύπτει τὰ πεπραγμένα της («ἐλέγξει τὸν κόσμον»), ὄχι γιὰ νὰ τὸν βραβεύσει ἢ νὰ τὸν τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν φωτίσει, ὥστε νὰ παύσει νὰ ἐναντιώνεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐναρμονίσει τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀποκαλύψει τὴν ἁμαρτία, τὴν ἔλλειψη ἢ τὴν ἀπουσία πίστεως δηλαδή, ὥστε νὰ γίνει δυνατὴ ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς φθορᾶς της. Θὰ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικὴ δικαιοσύνη ὡς κατάσταση, ἢ μᾶλλον ἀποκατάσταση τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, τώρα ποὺ ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Χριστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, συνέδεσε στὸ πρόσωπό του τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς θεραπείας καὶ ἀποκατάστασης ἑνὸς ἑκάστου, ὥστε νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ δυναστεία ἑνὸς διαρκοῦς θανάτου. Θὰ ἀποκαλύψει ἐπίσης τὸ τέλος τοῦ ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν ἀνατολὴ νέας πραγματικότητας ὡς κοινωνίας ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ.
.           Συνηθίσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ κρίση τοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας, τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅρους δικανικούς, γιὰ νὰ μὴν πῶ τιμωρητικούς. Ξεχνᾶμε ὅτι ὁ βιβλικὸς ὅρος «κρίση» ἐμπεριέχει τὴν ἔννοια τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς δικαίωσης. Ἡ πραγματικὴ κρίση ἐνεργεῖται λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ ἀληθοῦς – ἡ παρουσία κρίνει. Ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Παρακλήτου κρίνει, δηλαδὴ ξεχωρίζει: εἶσαι μὲ τὴ ζωὴ ἢ εἶσαι μὲ τὸν θάνατο; Ἤδη ἔχει πεῖ ὁ Ἰησοῦς ὅτι μέχρι νὰ ἔρθει ἀνάμεσά μας ὡς Θεάνθρωπος, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν ὅτι βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ἰωάν. ιε´ 22). Τώρα εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ στάση τους. Τὸ ἴδιο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀρχίζει ἡ εὐθύνη. Ἔχω εὐθύνη γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι. Καὶ αὐτὸ λέγεται κρίση. Ὁ Χριστὸς ὑπογράμμισε: «Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ᾽ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ιβ´ 47). Ἡ γνώση περὶ Θεοῦ δὲν προσεγγίζεται μὲ νοητικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ μέσῳ σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ἡ γνώση πηγάζει ἀπὸ σχέση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ νοητικὲς δυνάμεις καὶ λειτουργίες, ἀκόμη ἀκόμη καὶ οἱ νοοτροπίες, δὲν λειτουργοῦν θετικὰ στὴν ὁδὸ τῆς θεογνωσίας (πολλὲς φορὲς ἀρνητικά), ἀλλὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι εἶναι ὑποβοηθητικὴ ἡ λειτουργία τους· εἶναι ἡ πρώτη τροφή, γιὰ νὰ ἐπικαλεστῶ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ διακρίνει μεταξὺ ἐπὶ μέρους καὶ τέλειας γνώσης «ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην», Α´ Κορ. ιγ´ 12). Τὸ Πνεῦμα θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν πραγματικὸ Χριστό, συνδέοντάς μας μαζί Του. Τὸν Χριστὸ τὸν γνωρίζεις τρώγοντάς τον καὶ πίνοντάς τον, κοινωνώντας μαζί του. Αὐτὴ εἶναι γνώση βιούμενη, ὄχι μεταδιδόμενη. Τὰ ρήματα καὶ τὰ πράγματα ποὺ σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς ἔχουν μυσταγωγικὸ χαρακτήρα. Τελικὰ τὸν Χριστὸ τὸν «γνωρίζεις» ὄχι μὲ τὴ σπουδὴ (ἔστω τῆς Ἁγίας Γραφῆς), οὔτε μόνον χάρη σὲ εὐσεβεῖς πόθους, οὔτε μιμούμενος τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς (μίμηση Χριστοῦ), οὔτε χάρη στὶς καλὲς διαθέσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ παραδίδεσαι στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ σὲ συνδέει μαζί του, σὲ εἰσάγει στὴν ἀλήθεια του («ὁδηγήσει ἡμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»). Βέβαια, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποδίδεσαι σὲ διαρκῆ ἄσκηση (διὰ βίου), ὥστε νὰ εἶναι καθαρὴ ἡ ὕπαρξή σου γιὰ νὰ δεχτεῖ τὶς ἐνέργειές του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὑπογραμμίζει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –12 «Ὁ Θεὸς ἱδρύει καὶ συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία»

, , , , , ,

Σχολιάστε

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ στὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑ σὲ μιὰ ΕΠΟΧΗ ΑΦΥΛΗ, ΕΚΦΥΛΗ καὶ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΗ («Πρέπει νὰ κινηθοῦμε πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ἑνὸς ἀρχαίου πολιτισμοῦ καὶ νὰ ἐκσυγχρονίσουμε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ»)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ [Γ´] ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ :
τοῦ Frank Schaeffer
«ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ 

ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ»

ἐκδ. «Μακρυγιάννης», Κοζάνη 2000, 
σελ. 268 ἑπ.

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Α´ Μέρος: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΠΟΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΑΣ («Θεμελιώθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ παρέμεινε ἕνας ζωντανός, ἱστορικὸς σύνδεσμος μὲ τοὺς Ἀποστόλους μέσῳ τῆς χειροτονίας»)
 Β´ Μέρος: Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ καὶ Η ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ποὺ δόθηκε στὴν ἀληθινὰ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

.         Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, δεύτερος ἐπίσκοπος Λυῶνος καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὸ 180 μ. Χ. ἔγραψε: «Ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ ξαπλώθηκε παντοῦ, σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο μέχρι καὶ τὰ ἄκρα τῆς γῆς, ἔχει παραλάβει ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές τους τὴν Πίστη στὸν ἕνα Θεό… Ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ παρέλαβε αὐτὸ τὸ κήρυγμα καὶ αὐτὴ τὴν Πίστη, ἂν καὶ εἶναι διεσπαρμένη σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀκόμη τὴ φυλάγει ὡσὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ καταλαμβάνει ἕνα μόνο σπίτι. . . Αὐτὴ μὲ ὁμοφωνία διακηρύττει τὴν ἀλήθεια, τὴν διδάσκει καὶ τὴν παραδίδει ὡσὰν νὰ εἶχε ἕνα μόνον στόμα. Διότι, ἐνῶ οἱ γλῶσσες τοῦ κόσμου εἶναι ποικίλες, παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ αὐθεντία τῆς Παραδόσεως εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή…
.                   Οὔτε κάποιος ἀπὸ τοὺς κυβερνῆτες τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ δύναμή του ἢ τὴν εὐγλωττία του, θὰ διδάξη διαφορετικά, διότι κανεὶς δὲν εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὸν Διδάσκαλο. Οὔτε ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀδύνατος στὸ λόγο θὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Παράδοση»16. Εἶναι ἀνόητο νὰ πιστεύουμε ὅτι οἱ ἄμεσοι κληρονόμοι τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καὶ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, παρανόησαν τὴ Χριστιανικὴ Πίστη καὶ τὴ θεόπνευστη κανονικὴ τάξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης, ποὺ εἶχαν διδαχθεῖ. Εἶναι ὑπερβολικὰ ἀλαζονικὸ νὰ πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς, κάπου δύο χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, ἔχουμε κάποια καλύτερη ἀντίληψη τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχαν οἱ πραγματικοὶ ἀκροαταὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ δεύτερη γενεὰ τῶν χριστιανῶν ἐπισκόπων, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πίστη τους. Αὐτὸ μᾶς ζητοῦν νὰ πιστέψουμε σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ προτεσταντικός, ἀτομικιστικός, σχισματικὸς Χριστιανισμὸς τοῦ τύπου, κάνε ὅπως ἔρθουν τὰ πράγματα, εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας 17.
.               Σήμερα ὑπάρχουν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἐξευτελίζουν τὴν εἰδικὴ ἐξουσία, ποὺ δόθηκε στὸν Ἰάκωβο, τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Ἱεροσολύμων καὶ στὸν Πέτρο, καθὼς καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ἐπισκόπους, ποὺ οἱ ἴδιοι χειροτόνησαν, ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτὸ τὸ χάρισμα δόθηκε σὲ ὅλους τοὺς πιστούς. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὑπῆρξε ἡ βάση γιὰ τὴν ἀναρχία τῶν Ἀναβαπτιστῶν καὶ τὴν ἰδιωτικοποίηση τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Κουάκερους. Ἡ ἴδια ἐπίσης ἀντίληψη ἀποδεικνύει τοὺς εἰδικοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. κ´ 21-23)* χωρὶς καμία σημασία, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω τὴν πρακτικὴ κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης ἀπὸ τὴν πρώτη γενεὰ τῶν χριστιανῶν καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ τοὺς ἀκολούθησαν, μέχρι τὴν ἐπαναστατικὴ προτεσταντικὴ περίοδο κατὰ τὸ πρόσφατο παρελθόν. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἀντίληψη ἀποδεικνύει τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὶς διάφορες Ἐκκλησίες χωρὶς καμμία ἀξία. Σ᾽ αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς βλέπουμε ὅτι ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι περίμεναν νὰ ὑποταχθοῦν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε μία Κανονικὴ δομὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ὑπακοὴ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῶν ἐπιστολῶν ἔχει πολὺ μικρὴ σημασία.

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ

.           Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἀνδρῶν γιὰ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἕνα ἁπλὸ πολιτιστικὸ φαινόμενο, μία ἁπλὴ ἀντανάκλαση τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας, στὴν ὁποία ζοῦσε ὁ Χριστός. Οἱ ἴδιοι ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει ν κινηθομε πέρα π τ ρια νς ρχαίου πολιτισμο κα ν κσυγχρονίσουμε τ διδασκαλία το Χριστο, ὥστε νὰ ταιριάζει στὴ σύγχρονη αἴσθηση γιὰ μία θρησκεία. Αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς λογικὰ ἐγείρει ἕνα ἐνδιαφέρον ἐρώτημα, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργὸς τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς (Γεν. Α´ 27), τότε γιατί ὁ Θεὸς δὲν προεῖδε τὴν ἀνάγκη νὰ καθοδηγήσει τὴν Ἐκκλησία νὰ λάβει ὡς ὑπόδειγμα τὴν πολιτικὴ τοῦ γένους καὶ τὴ μεταβαλλόμενη μόδα γιὰ τὴ διάκριση τῶν φύλων σὲ κάθε ἐποχή; Ὁ ἡγετικὸς ρόλος τῆς γυναίκας δὲν ἦταν ἄγνωστος στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ἔκανε ἀναφορὰ στὴν βασίλισσα Νότου, ποὺ ἦρθε νὰ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ Σολομώντα. Ἐπὶ πλέον ἡ Π. Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἡρωίδες γυναῖκες, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἅγιες μητέρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες θεωροῦνται πνευματικὰ ἰσότιμες μὲ τοὺς ἅγιους πατέρες καὶ γενικὰ τοὺς ἄρρενες ἁγίους.
.           Ὅπως σημειώνει ὁ Sheldon Vanauken «ἐὰν οἱ γυναῖκες μποροῦν πράγματι νὰ ἱερωθοῦν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρέπει νὰ εἶναι ἀληθινό, ἢ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔκανε λάθος καὶ τώρα ἄλλαξε γνώμη ἢ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ ἐνανθρώπησε, δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Τὸ πρῶτο εἶναι παράλογο, τὸ δεύτερο ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ ἐνανθρώπησε. Κάθε συζήτησι γιὰ τὴν Ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, ποὺ βασίζεται στὴν καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σὲ νέες ἀλήθειες, ὑποχρεοῦται νὰ ἐξηγήσει ἕνα ἀρχαῖο λάθος, αὐτὸ ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς ἑξήντα ἀδικημένες γενεὲς τῶν γυναικῶν. Πιστεύω ὅτι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὴν ἄρνηση τῆς Ἐνανθρώπησης»19.
.           Ἐὰν ησος ταν «ξαρτημένος» π τν πολιτισμό, μέσα στν ποο ζοσε, τότε πς θ μποροσε ν εναι Θεός; Καὶ ἐὰν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε σάρκα μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐκλογὴ μίας γυναίκας, τῆς εὐλογημένης Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, τότε τί σημασία ἔχει τὸ τί κάνει ἡ Ἐκκλησία του; Αὐτὴ τότε μετατρέπεται ἁπλῶς σὲ μία ἄλλη λατρευτικὴ Ὁμολογία, τῆς ὁποίας ἡ πίστη ἀναφέρεται σὲ κάποιες χωρὶς νόημα Γραφὲς σὲ μία Ὁμολογία ψεγαδιασμένη ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φύλων καὶ τὸν φόβο τῶν ὁμοφυλοφίλων. Ἐπὶ πλέον πς συμβαίνει ατοί, ποὺ παιτον τν κσυγχρονισμ τς κκλησίας, μ τν πομυθοποίηση τς ποστολικς συνέχειας, μ τν ποδοχ τν κτρώσεων μ τν καταγγελία τς νδρικς ερωσύνης, ν σχυρίζονται τι ποτελον μέρος τς στορικς της συνέχειας, ταν μάλιστα τ μετάβλητο τῆς χριστιανικς λήθειας ποτελοσε θεμελιώδη διακήρυξη τς κκλησίας καθ᾽ λη τ διάρκεια τς στορίας της;20
.               Ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ θεμελίωσε τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ παραμείνει εἰς αἰῶνα αἰῶνος, πῶς μποροῦν οἱ σχισματικοὶ Προτεστάντες, οἱ ἐκμοντερνισμένοι Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ ἀκόμη κάποιοι ἐλάχιστοι προτεσταντοποιημένοι ρθόδοξοι, νὰ μὴν ἀναγνωρίζουν τὴ σπουδαιότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ τὴν ἱεραρχικὴ αὐθεντία, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία καὶ τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας;21
.                 Στὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων ἡ ἀνταπάντηση πρὸς τοὺς ἐπικριτὲς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι «ἔτσι γινόταν πάντοτε» εἶναι κατηγορηματικὴ καὶ ἔγκυρη. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὅτι οἱ βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἀλήθειες παραμένουν ἀμετάβλητες καὶ δὲν ἐπιδέχονται περαιτέρω βελτίωση. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν.
.             Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀντιρρήσεις τῶν Ὀρθοδόξων στὴν χειροτονία τῶν γυναικῶν εἶναι ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἐν σαρκί». Γι τος ρθοδόξους χριστιανος νανθρώπηση δν εναι μία «δέα» να «σύμβολο», εναι στορικ γεγονός. Καθετ στ ζω κα στ λατρεία τς ρθόδοξης κκλησίας σχεδιάσθηκε ν πογραμμίζει τν στορικότητα τς νανθρώπησης. Νὰ γιατί ἔχουμε εἰκόνες: ὁ Χριστὸς ἦλθε «ἐν σαρκί», καὶ ἡ εἰκόνα Του, ὅπως καὶ οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀποστόλων, καθὼς καὶ τῆς Μητέρας Του, μαρτυροῦν τὴν ἱστορικότητα τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἐμεῖς ἐπίσης ἔχουμε ζωντανὲς εἰκόνες. Στὴν Λειτουργία οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι στέκονται ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Ο ερες κα ο πίσκοποι δν εναι εκόνες μίας φηρημένης δέας, εναι εκόνες νς στορικο προσώπου, τ ποο λθε στ γῆ, το Υο το Θεο.
.           Θεός, πως πιστεύει ρθόδοξη κκλησία, βρίσκεται ξω π τὸν χρόνο κα τν τόπο. μως πίστη ατ δν μεταβάλλει τ στορικ γεγονός. Σύμφωνα μ᾽ αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του «ἐν σαρκί», ἦλθε ἄνδρας καὶ ὄχι ὡς «ἄνδρας-γυναίκα» ἢ σύμβολο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐμεῖς δὲν ἁγιογραφοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ γυναικεῖες εἰκόνες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἄνδρας. Δν μπορομε ν χουμε έρειες, γι ν ντιπροσωπεύουν τν στορικ Υἱὸ το Θεο, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ἕνα ἀνδρικὸ ἀντιπρόσωπο τῆς εὐλογημένης Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζουμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρξε ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο, μία πραγματικὴ γυναίκα, ποὺ ἐκλέχθηκε νὰ γεννήσει τὸ Θεό.
.             Πολὺ φυσιολογικὰ ὁ Προτεσταντισμός, καθὼς καὶ ὁ σύγχρονος φιλελεύθερος Ρωμαιοκαθολικισμός, ἀπέκτησαν τὴν τάση νὰ συμπεριφέρονται εἰκονοκλαστικά, διότι κμοντερνισμένος κα κκοσμικευμένος «Χριστιανισμς» δν μμένει πλέον στν στορικότητα τν γεγονότων τς Καινς Διαθήκης. Στν πραγματικότητα πεδίωξαν μ σθένος ν μετατρέψουν τ περιεχόμενο τς ερς Παραδόσεως κα τν Γραφν σ τίποτε περισσότερο π ναν κεν θρησκευτικ συμβολισμό. Ατ εναι λο κα λο «φιλελεύθερη» θεολογία. Ἀλλὰ ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει τὶς εἰκονοκλαστικὲς θέσεις τοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τὴν ἁπλοποίηση τῆς θρησκείας μὲ μία θεωρούμενη «ἀνωτέρου ἐπιπέδου» κριτικὴ διεργασία. Ἐφ᾽ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἀποδέχονται τὰ μυστήρια τῆς Πίστεως, ἐμεῖς ἐπίσης ἀποδεχόμαστε τὸν ἱστορικὸ Ἰησοῦ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή του. Ἐφ᾽ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» καὶ ὅτι ἡ σωτηρία ὑπάρχει γιὰ ὅλους ἐξ ἴσου, ἐμεῖς μὲ βάση ὅλα αὐτὰ πιστεύουμε ὅτι σωστὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν κανονικὴ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Ν γιατί κκλησία πορρίπτει τν εκονομαχία, μ ποιονδήποτε μανδύα κι ν ρχεται, ετε μ τ βεβήλωση τν εκόνων ετε μ τν ρνητικ κριτικ τν Γραφν ετε κόμη μ τν «νδρογυναικοποίηση» τν ζωντανν εκόνων τν ερέων κα τν πισκόπων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέγει ὅτι στέκονται «εἰς τόπον Χριστοῦ» μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Χειροτονώντας γυναῖκες οἱ «φιλελεύθεροι» Προτεστάντες στὴν πραγματικότητα ὑποστηρίζουν «ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθεν “ἐν σαρκί”, ὅτι τὸ ἀνδρικό του γένος δὲν ἔχει καμία σημασία καὶ ὅτι εἶναι ἕνα ἁπλὸ σύμβολο, ποὺ συμβολίζει κάτι μεγαλύτερο».
.             Ὅμως γι τν ρθόδοξο χριστιαν τ νδρικ γένος το Χριστο χει βαρύνουσα σημασία, κριβς πως χει βαρύνουσα σημασία τ θηλυκ γένος τς Παναγίας. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τίποτε, ἐὰν δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ Πίστη. Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο μας κατὰ μαγικὸ τρόπο. Πιστεύουμε ὅτι ἀναπτύχθηκε ὡς ἀρσενικὸ ἔμβρυο σὲ ἀνθρώπινη γυναικεία μήτρα, ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε στὴν πραγματικότητα μὲ σάρκα μέσα στὸν χρόνο καὶ στὸν τόπο καὶ ὅτι τίποτε π᾽ λα, σα καμε, κόμη κα τ γένος ποὺ λαβε, [ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: καὶ ἡ ΓΛΩΣΣΑ στὴν ὁποία γράφτηκαν τὰ Εὐαγγέλια] δν γινε κατ λάθος, τυχαία κα χωρς νόημα.
.         Ἡ καταστροφὴ τῶν εἰκόνων, ὁ εὐτελισμὸς τῆς ἱερωσύνης καὶ ἡ ὑποβάθμιση τῶν μυστηρίων σὲ ἁπλὰ σύμβολα καταργεῖ τὴ χριστιανικὴ μαρτυρία γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρώπησης. Οἱ ἄνθρωποι φαίνεται κατὰ μυστηριώδη καὶ ἐνστικτώδη τρόπο νὰ γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια εἴτε ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ εἴτε ὄχι. Πῶς ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὴ φθορὰ ποὺ προκλήθηκε μὲ τὴν ἀπώλεια πλήθους μελῶν ἀπὸ Ὁμολογίες, ποὺ χειροτόνησαν γυναῖκες; Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅτι κάτι ἱερὸ μολύνεται, ὅταν ἡ πολιτικὴ τοῦ «γένους» πλημμυρίζει τὴ θρησκεία. Ἐπίσης γνωρίζουν ὅτι μία κμοντερνισμένη «θρησκεία», ποὺ προσπαθε ν «συμβαδίζει μ τς ποχές», χει χάσει τ ψηλ θικ πίπεδο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκφράζουν τὴ γνώμη τους μὲ τὴν ἀπουσία τους.

16. Ἁγίου Εἰρηναίου, Κατὰ Αἱρέσεων 1,10,1-2.

17. Ἡ πιὸ ἀκραία ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀντίληψης βρίσκεται στὴ διδασκαλία τῶν Ἀναβαπτιστῶν, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς τους, δὲν ὑπῆρξε ἀληθινὴ Ἐκκλησία γιὰ 1700 χρόνια πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε ἡ πρώτη γενεὰ τῶν χριστιανῶν. Ἀκόμη καὶ σήμερα πολλὲς Εὐαγγελικὲς Ὁμολογίες ἀγνοοῦν τελείως τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, μνημονεύουν μόνο τὸν Λούθηρο, τὸν Οὐίκλιφ ἢ ἴσως καὶ τὸν Αὐγουστίνο. Ἡ ἐντύπωση ποὺ δίνεται εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐμφανίστηκε κατὰ μαγικὸ τρόπο γύρω στὸ 1510 καὶ ἔφθασε στὴν πλήρη ἄνθησή του τὸν δέκατο ἔνατο αἰώνα μὲ τὶς ἀνανεώσεις τοῦ Finney, τοῦ Moody κ.ἀ.
Τὴν πιὸ προπαγανδιστικὴ ἀντὶ-ἱστορικὴ πλαστογραφία ἀπὸ νεώτερο Προτεστάντη συγγραφέα σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ τὸ βιβλίο τοῦ James Η. Rutz, The Open Church, Αὐτὸ τὸ βιβλίο προβάλλει χαρακτηριστικὰ τὸν προτεσταντικὸ μύθο μίας «ἁπλῆς», χωρὶς ἱεραρχία «πρώιμης Ἐκκλησίας».

18.   Βλ. τὸ κεφάλαιο 3 καὶ τὶς ὑποσημειώσεις του. «εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται».

19. Sheldon Vanauken, Under the Mercy (Ignatius Press, 1988), ὅπως παρατίθεται στὸ ἄρθρο, Since God Doesnt Make Mistakes: Womens Ordination Denies the Incarnation, AGAIN Magazine, April, 1993.

20.     Τὸ νὰ ταυτίζουμε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία μὲ τὴν καθολικὴ (ὄχι τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ) Ἐκκλησία σημαίνει νὰ πιστεύουμε σ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο οἱ πατέρες μᾶς κληροδότησαν μὲ τὴν Παράδοση. . . Ἐπιτρέψτε μας, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, νὰ ἀσφαλίσουμε τὸ πρῶτο καὶ μεγάλο φάρμακο τῆς σωτηρίας μας. Ἀναφέρομαι στὴν ὑπέροχη κληρονομιὰ τῆς Πίστεως. Ἐπιτρέψτε τὴν καρδιὰ καὶ τὸ στόμα μας νὰ ὁμολογήσουν αὐτήν, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες, (ἁγίου Μαξίμου, Ἐπιστολὴ 12, PG 91, 465). Ἐμεῖς δὲν ἀνακαλύπτουμε νέα σχήματα διότι αὐτὸ εἶναι κάτι ἀλαζονικὸ νὰ τὸ κάνουμε Εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἐφεύρεση ἑνὸς αἱρετικοῦ καὶ ταραγμένου νοῦ (ἁγίου Μαξίμου, Πρὸς Μαρίνον πρεσβύτερον 19 PG 91, 224-25) Jaroslav Pelican, The Spirit of Eastern Christendom, σ. 20.

21.   Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ πολὺ γνωστὸς Ὀρθόδοξος συγγραφέας καὶ κοσμήτορας τοῦ Θεολογικοὶ Σεμιναρίου Ἅγιος Βλαδίμηρος στὴ Ν. Ὑόρκη, Thomas Hopko, ἡ ἡγεσία στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα σὲ σχέση μὲ τὴν ἱερωσύνη, ἐκφράζεται περισσότερο μὲ ἀναφορὰ στὴν οἰκογένεια παρὰ μὲ ἀναφορὰ στὴν κοινωνία. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: Ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πατρότητα; Ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε σύζυγος;
.            Καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μέχρι σήμερα μποροῦμε νὰ βροῦμε πανίσχυρους ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ζοῦν τὴν πνευματικὴ ζωή. Συναντοῦμε ἀκμάζουσα μοναστικὴ ζωή. Ἀνακαλύπτουμε ἀπίστευτα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις σὲ εὐρὺ φάσμα θεμάτων. Ὅταν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη μας τὰ δεδομένα, πῶς δηλαδὴ ἐκφράστηκε μὲ εὐκρίνεια ἡ σχηματοποίηση τῆς Πίστεως, πῶς ἔζησαν πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι, πῶς ἀληθινὰ ἐπικοινωνοῦσαν οἱ ἄνδρες μὲ τὶς γυναῖκες -καὶ ἐννοῶ τοὺς ἁγίους, δὲν ὁμιλῶ γιὰ τὸ τί συνέβαινε στὴν κοινωνία, διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῶν ἁγίων- τότε πρέπει νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα: Γιατί συμβαίνει οἱ γυναῖκες νὰ θεωροῦνται ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἅγιες, μοναχές, ἱεραπόστολοι, προφήτιδες, διδασκάλισσες, ἀσκήτριες, θεραπεύτριες, εὐαγγελίστριες, ἀλλὰ ποτὲ διὰ μέσου ὅλης τῆς ἱστορίας νὰ μὴν ὑπάρχει μία γυναίκα, ποὺ χειροτονήθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάποια συγκεκριμένη κοινότητα; Ὅμως, ἡ ἐρώτηση-κλειδὶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶναι πράγματι ἡ ἱερωσύνη αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἐννοοῦμε; Δὲν εἶναι μία εἰδικὴ λειτουργία γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ Σώματος σχετικὰ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ὁποία μόνον ὁρισμένα μέλη τοῦ Σώματος εἶναι κατάλληλα νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἐπάρκεια, ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ ἔχουν καθορισμένα χαρίσματα; Καὶ ἐὰν πράγματι εἶναι ὁ ρόλος τοῦ πατέρα, ἢ ἡ μυστηριακὴ κλήση ἐκεῖνο ποὺ κάνει κάποιον νὰ εἶναι πατέρας στὴν κοινότητα, τότε δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἄνδρας, αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πατέρας; Μπορεῖ μία γυναίκα νὰ εἶναι ὁ πατέρας; Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἕνας πατέρας;
.               Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου-ἐπισκόπου ἀποκλείονται ὅλες οἱ γυναῖκες καὶ οἱ περισσότεροι ἄνδρες, εἶχε στὴν Ἀρχιεπισκοπή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀρκετὲς ἑκατοντάδες γυναῖκες διακόνισσες, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία Ὀλυμπιάδα- αὐτὴ ἦταν ἡ καλύτερη βοηθὸς καὶ συνεργάτρια του. Ποτὲ ὅμως, δὲν διανοήθηκε νὰ τὴν χειροτονήσει στὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ αἰσθανόταν ὅτι ὑποτιμήθηκε, ἐπειδὴ δὲν χειροτονήθηκε. . .
.            Δὲν νομίζω ὅτι τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἐρώτημα γιὰ ἐπιδέξιο χειρισμὸ ἢ θέμα γιὰ τὸ ποιὸς τελικὰ θὰ διακονήσει τὴν Εὐχαριστία ἢ θὰ κηρύξει τὸν θεῖο λόγο. Πιστεύω ὅτι εἶναι πολὺ οὐσιαστικότερο θέμα. Πιστεύω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν ἡ Πίστη μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Καὶ νομίζω ὅτι ἀπὸ τὸ τί ἔχει συμβεῖ μέχρι σήμερα ἀποδεικνύεται τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁπουδήποτε ἐφαρμόσθηκε ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν συναντοῦμε ἐπίσης καὶ συμβιβασμούς, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ ὡς πρὸς τὸ γένος γλώσσα στὴ Λειτουργία, μὲ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὶς σεξουαλικὲς σχέσεις καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ πῶς αὐτὸ πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ νὰ σχετισθεῖ ποιμαντικὰ καὶ πνευματικά. Ὅλα αὐτὰ προστίθενται ἀμέσως στὸ σκηνικό.
.           Νομίζω ὅτι ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα κλειδιά, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει ὁλόκληρος ἀστερισμὸς θεμάτων. Νομίζω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν ἡ Πίστη, π. Thomas Hopko, Womens Ordination: An Orthodox Response, AGAIN Magazine, April 1993.

 

, , , , , , , , , , ,

Σχολιάστε

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ

«νθρωπος γίνεται Θεός, να Θεν τν δμ περγάσηται»

Γράφει ὁ π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

ἐφημ. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 23/24.03.13

α) Σημειώναμε τὴν περασμένη ἑβδομάδα ὅτι τὸν θρῆνο τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ μετέτρεψε σὲ ἀνεκλάλητη χαρὰ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος σήκωσε στοὺς ὤμους του τὸ βάρος τῆς ἀλλοτριωμένης ἀνθρωπότητας καὶ μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση χάρισε σὲ αὐτὴ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ λύτρωση.

Στὸ μυστήριο ὅμως τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καθοριστικὸ ρόλο ἔπαιξε ἡ πάναγνη Μαρία ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτὴν γράφει: «Χαῖρε τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις».

β) Σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστή, «ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός, ὡς Πατὴρ φιλόστοργος, θεωρῶν τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν αὐτοῦ κατατυραννούμενον ἀπὸ τὸν διάβολον, καὶ κατασυρόμενον εἰς τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, καὶ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν ὑποκείμενον, ἠθέλησε νὰ ἀποστείλη τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ νὰ λυτρώση αὐτὸ ἀπὸ τὰς χείρας του. Ἐνεπιστεύθη τὸ μυστήριον αὐτὸ εἰς τὸν ἀρχάγγελον Γαβριήλ».

γ) «Ὅθεν ἐλθων ὁ Ἄγγελος εἰς πόλιν Ναζαρέτ, εἶπεν αὐτῇ· Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Ἡ δὲ Παρθένος πρὸς τὸν Ἄγγελον· Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ἁγνὴ Μαρία ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας συγκατένευσε στὴν προαιώνια θεία βουλή. Κι ἐνῶ ἡ παρακοὴ τῆς προμήτορος Εὔας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἡ ὑπακοὴ τῆς ταπεινῆς κόρης στὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου σήμανε τὴν ἔναρξη μίας νέας σχέσης μὲ Αὐτόν.

δ) Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ὅτι ἐκεῖνα ποὺ εἵλκυσαν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου ἦταν: Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνη, ἄρνηση κάθε κακίας, ἄσκηση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ψυχὴ καθαρότερη ἀπὸ τὸ φῶς, σῶμα λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, καθαρότερο ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἱερότερο ἀπὸ τοὺς χερουβικοὺς θρόνους. Φτερούγισμα νοῦ, ποὺ δὲν δειλιάζει μπρὸς σὲ κανένα ὕψος, ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὰ φτερὰ τῶν Ἀγγέλων. Θεῖος ἔρως, ποὺ ἀπορρόφησε καὶ ἀφομοίωσε κάθε ἄλλη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς.

ε) Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσύλληπτα καὶ ἠχοῦν παράξενα στὴν ἀκοὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν ἀγύμναστες πνευματικὲς αἰσθήσεις. Ἡ Μαρία ὅμως, ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ζοῦσε σὲ μία κοινότητα ποὺ πίστευε καὶ ἤλπιζε στὴν πραγματοποίηση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ. Γνώριζε τὶς ρήσεις τῶν προφητῶν καὶ τὰ αἰνίγματα. Γι’ αὐτὸ καὶ δέχθηκε, ἔστω μὲ κάποια περίσκεψη, τὴ θεία πρόσκληση. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία συνέλαβε γιὸ στὰ γηρατειά της, ἀποτέλεσε μαρτυρία ὅτι «ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

ϛ) Κι ὅταν ἡ Μαριὰμ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἐλισάβετ καὶ ἐπιβεβαίωσε τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου, ξέσπασε σὲ θεσπέσιο ὕμνο, στὸν ὁποῖο γίνεται ἀναφορὰ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ φανερώνεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκπλήρωση τῆς θεϊκῆς ὑπόσχεσης γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἡ σεμνὴ Μαρία μιλᾶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη λογική, ἀφοῦ «σκόρπισε τοὺς περήφανους, καθαίρεσε τοὺς ἄρχοντες ἀπὸ τοὺς θρόνους τους, ἀνύψωσε τοὺς ταπεινούς, γέμισε πεινασμένους μὲ ἀγαθὰ καὶ ἐδίωξε πλουσίους μὲ ἀδειανὰ χέρια» (βλ. Λουκ. α´ 50-54).

ζ) Ὁπότε, ἡ Παναγία, συντασσόμενη μὲ τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ, πλαστουργώντας τὸν νέο Ἀδάμ, τὸν Χριστό, καὶ μορφοποιώντας Τον στὴν ὕπαρξή της, γίνεται πρότυπο πνευματικῆς τελείωσης γιὰ κάθε χριστιανὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ τὴ θεία ἐπίσκεψη. Καὶ ἕτοιμος γίνεται ἐκεῖνος ποὺ γρηγορεῖ, ἡσυχάζει ἐσωτερικά, ἀσκεῖται στὴν ἀγάπη καὶ καλλιεργεῖ τὶς δωρεὲς τοῦ βαπτίσματος ποὺ ἔλαβε στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἐκεῖνος ποὺ κατακρίνει ὅλους τοὺς ἄλλους ζώντας ὁ ἴδιος ἐντὸς τῆς θρησκευτικῆς του αὐταρέσκειας.

, , ,

Σχολιάστε

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ 5 («Τὰ προοίμια τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἴδηση στὴν ζωή μας»)

Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου  

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἱ Δεσποτικὲς Ἑορτές»,
ἔκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου τῆς  Θεοτόκου (1995)

[5]

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/24/ὁ-εὐαγγελισμός/

Β´ Μέρος: http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/24/ὁ-εὐαγγελισμός-2/
Γ´ Μέρος: 
https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/25/ὁ-εὐαγγελισμός-3/
Δ´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/25/ὁ-εὐαγγελισμός-4/

 Ι´

.       Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, μιλώντας γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, προχωρεῖ καὶ σὲ μία προσωπικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ προσέγγιση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Γιατί, δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ ἑορτάζουμε ἐξωτερικὰ τὰ γεγονότα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἀλλὰ νὰ τὰ πλησιάζουμε ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικά. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο συνέλεξε πολλὰ χωρία ἁγίων, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γι’ αὐτὴν τὴν ὑπαρξιακὴ προσέγγιση.
.       Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου: «Δία τὸν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν, πνεῦμα σωτηρίας σου ἐποιήσαμεν ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. κϛ´18). Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ μήτρα εἶναι ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Διὰ τῆς πίστεως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπείρεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν καθιστᾶ ἔγκυο ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸν φόβο νὰ μὴ μείνη ὁ ἄνθρωπος μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Διὰ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἀρχίζει ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ποὺ ὁμοιάζει μὲ πόνο, ὠδίνες τοκετοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γεννιέται τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι ἡ θέωση καὶ ὁ ἁγιασμός.

.       Ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας γίνεται μὲ πνευματικὲς ὠδίνες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ´ 19). Ὠδίνες εἶναι ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας, καὶ μόρφωση εἶναι ἡ θέωση καὶ ὁ ἁγιασμός.
.       Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας (ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, ἅγιο Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο, ὅσιο Νικήτα τὸν Στηθάτο κλπ.), αὐτὸ ποὺ συνέβη σωματικὰ στὴν Παναγία, αὐτὸ γίνεται πνευματικὰ σὲ κάθε ἕναν τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ παρθενεύει, δηλαδὴ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ Χριστός, ποὺ μία φορὰ γεννήθηκε κατὰ σάρκα, θέλει νὰ γεννᾶται πάντα κατὰ πνεῦμα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θέλουν, καὶ ἔτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τὸν ἑαυτό του μέσα σ’ ἐκείνους διὰ τῶν ἀρετῶν.
Ἡ πνευματικὴ σύλληψη καὶ γέννηση γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὸ ὅτι σταματᾶ ἡ ρύση τοῦ αἵματος, δηλαδὴ παύουν νὰ ὑπάρχουν ἐπιθυμίες γιὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἐνεργοῦν τὰ πάθη στὸν ἄνθρωπο, μισεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ θέλει διαρκῶς νὰ πράττη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ατ δ σύλληψη κα γέννηση ποκτται μ τν φαρμογ τν θείων ντολν, κυρίως μ τν πιστροφ το νος στν καρδι κα μ τν διάλειπτη μονολόγιστη προσευχή. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
.       Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι εὐαγγελισμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πληροφορία ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ παγκόσμια ἑορτὴ πρέπει νὰ συντελέση στὴν προσωπικὴ ἑορτή, στὸν προσωπικὸ εὐαγγελισμό. Πρέπει νὰ δεχθοῦμε τὰ προοίμια τῆς σωτηρίας μας, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἴδηση στὴν ζωή μας.

, , , , ,

Σχολιάστε

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ 4 («Ὁ Χριστὸς ἐννέα ὁλόκληρους μῆνες, μέρα καὶ νύχτα, ἔτρεφε μὲ τὸ ἁγιασμένο αἷμα Του τὴν Παναγία)

Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου  

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἱ Δεσποτικὲς Ἑορτές»,
ἔκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου τῆς  Θεοτόκου (1995)

[4]

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/24/ὁ-εὐαγγελισμός/

Β´ Μέρος: http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/24/ὁ-εὐαγγελισμός-2/
Γ´ Μέρος:
https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/25/ὁ-εὐαγγελισμός-3/ 

Η´

.        Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου ἔγινε ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα δημιουργικῶς καὶ ὄχι σπερματικῶς, γιατί ἔπρεπε νὰ ἀναλάβη ὁ Χριστὸς τὴν καθαρὰ φύση ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παραβάσεως. Βέβαια, ὁ Χριστὸς προσέλαβε σάρκα παθητὴ καὶ θνητή, ὅπως αὐτὴ ἔγινε μετὰ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, γιὰ νὰ νικήση τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἀλλ’ ὅμως ἦταν ἄκρως καθαρὰ καὶ ἀμίαντος, ὅπως ἦταν πρὸ τῆς παραβάσεως. Ἔτσι, ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ἀπόψεως καθαρότητος ἦταν ὅπως τὸ πρὸ τῆς παραβάσεως σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀπὸ ἀπόψεως δὲ θνητότητος καὶ φθαρτότητος ἦταν τὸ μετὰ τὴν παράβαση σῶμα τοῦ Ἀδάμ.
.     Ἑπομένως, ἡ σύλληψη ἔγινε διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γεννᾶται σήμερα ὁ ἄνθρωπος (διὰ τοῦ σπέρματος) εἶναι μετὰ τὴν παράβαση. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἡ κίνηση τῆς σαρκὸς πρὸς γέννηση δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένη τελείως τῆς ἁμαρτίας, γιατί, ἐνῶ ὁ νοῦς ἔχει ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἡγεμονεύη τὸν ἄνθρωπο, συμπεριφέρεται «ἀνυποτάκτως» κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κινήσεως τῆς σαρκός. Ἔτσι, ἡ καθαρὰ φύση τοῦ Χριστοῦ ἔχει σχέση μὲ τὴν δημιουργικὴ καὶ ὄχι σπερματικὴ σύλληψη.
.        Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς συνδέεται στενώτατα μὲ τὸ ὅτι ἡ σύλληψη, κυοφορία καὶ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παναγία ἦταν ἀνήδονος, ἄκοπος καὶ ἀνώδινος. Ὁ Χριστός, λοιπόν, συνελήφθη, κυοφορήθηκε ὡς βρέφος καὶ γεννήθηκε ἀνηδόνως, ἀκόπως, ἀνωδίνως. Συνελήφθη ἀσπόρως γιὰ δύο βασικοὺς λόγους. Πρῶτον, γιὰ νὰ ἀναλάβη τὴν καθαρὰ ἀνθρώπινη φύση, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ γεννηθῆ ἀφθόρως καὶ ἀνωδίνως.
.        Ἡ Παναγία ὅπως συνέλαβε τὸν Χριστὸ ἀνηδόνως, χωρὶς ἡδονή, τὸ ἴδιο καὶ τὸν κράτησε ἐννέα μῆνες στὴν κοιλία τῆς ἀκόπως καὶ ἀβάρως. Δὲν αἰσθανόταν βάρος, παρὰ τὸ ὅτι τὸ θεῖο βρέφος ἀναπτυσσόταν φυσιολογικὰ καὶ εἶχε τὸ βάρος ἑνὸς ἀναπτυσσομένου ἐμβρύου. Ἐφαρμόσθηκε ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης» (Ἡσ. ιθ´ 1). Μὲ τὸν ὄρο «νεφέλη κούφη» ἐννοεῖται ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ποὺ ἦταν τόσο πολὺ ἐλαφρά, ὥστε δὲν προξένησε κανένα βάρος καὶ κόπο στὴν Παναγία, κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐννεαμήνου κυοφορίας.
.        Ἡ ἄσπορη καὶ ἀνήδονη σύλληψη τῆς Παναγίας καὶ ἡ ἄκοπη κυοφορία συνδέεται στενὰ μὲ τὴν ἄφθορη καὶ ἀνώδινη γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὑπάρχει στενὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης, ἀφοῦ κάθε ἡδονὴ ἔχει συνημμένο καὶ τὸν πόνο. Ὁ Ἀδὰμ αἰσθάνθηκε ἡδονὴ καὶ ἀκολούθησε ὁ πόνος σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι καὶ τώρα διὰ τῆς ἐλευθερώσεως ἀπὸ τὴν ἡδονὴ προέρχεται χαρὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔφθειρε τὴν παρθενία τῆς Θεοτόκου, ὅπως ἀκριβῶς ἡ σύλληψη δὲν ἔγινε μὲ ἡδονή, καὶ ἡ κυοφορία μὲ βάρος καὶ κόπο. Ἐκεῖ ποὺ ἐνεργεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα «νικᾶται φύσεως τάξις».

Θ´

.        διάρκεια τς κυοφορίας τς Παναγίας εναι προτύπωση τς διαλείπτου κοινωνίας πο θ χουν ο γιοι στν Βασιλεία το Θεο.
.        Εἶναι γνωστὸ καὶ δεδομένο ὅτι ἡ μητέρα ποὺ ἔχει κυοφορούμενο βρέφος ἔχει στενὴ καὶ ὀργανικὴ σχέση μαζί του. Σύγχρονοι ἐπιστήμονες ἔχουν ἀποδείξει ὅτι τὸ βρέφος ἐπηρεάζεται πάρα πολὺ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν σωματικὴ κατάσταση τῆς μητέρας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ψυχολογική της συγκρότηση. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θεῖο βρέφος συνελήφθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀλλὰ μεγάλωσε κατὰ τὸν φυσικὸ τρόπο, δηλαδὴ εἶχε κοινωνία μὲ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει στενὴ σχέση μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου. Φυσικά, αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Παναγία δίνει τὸ αἷμα της στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς τὴν Χάρη καὶ εὐλογία Του σὲ αὐτήν. Κυοφορούμενος ὁ Χριστὸς δὲν ἔπαυσε νὰ βρίσκεται ταυτόχρονα στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
.        Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μὲ τὴν θεία φύση ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, ἀμέσως ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρώτη ἡ Παναγία γεύθηκε τὰ ἀγαθὰ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν θέωση. Αὐτὸ ποὺ οἱ Μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ γεύθηκαν κατὰ τὴν Πεντηκοστή, καὶ ἐμεῖς μετὰ τὸ Βάπτισμα, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦν οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τὸ ζοῦσε ἡ Παναγία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεως καὶ κυοφορίας.
.        Ἑπομένως, Χριστς ννέα λόκληρους μνες, μέρα κα νύχτα, τρεφε μ τ γιασμένο αμα Του τν Παναγία. Ατ εναι προτύπωση τς διαλείπτου θείας Κοινωνίας κα τς διαλείπτου σχέσεως κα κοινωνίας τν γίων μ τν Χριστ πο θ γίνη κυρίως στν λλη ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία εἶναι προτύπωση τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα εἶναι Παράδεισος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

, , , , ,

Σχολιάστε

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ 3 («θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»)

Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου  

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἱ Δεσποτικὲς Ἑορτές»,
ἔκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου τῆς  Θεοτόκου (1995)

[3]

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/24/ὁ-εὐαγγελισμός/

Β´ Μέρος: http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/24/ὁ-εὐαγγελισμός-2/

Ε´

.        Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔχουμε ἄμεση σύλληψη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Σ’ ἕνα θεοτοκίο ψάλλουμε: «Τοῦ Γαβριὴλ φθεγξαμένου σοι Παρθένε τὸ χαῖρε σὺν τῇ φωνῇ ἐσαρκοῦτο ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν παρενεβλήθησαν μερικὲς ὧρες καὶ ἡμέρες γιὰ νὰ γίνη ἡ σύλληψη, ἀλλὰ ἔγινε ἀκριβῶς ἐκείνη τὴν στιγμή.
.        Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶπε στὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου: «Μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκα σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου» (Ματθ. α´ 20). Ἡ Παναγία γέννησε κατὰ ἄνθρωπο τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ σύλληψη ἔγινε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ Μ. Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας αὐτὴν τὴν φράση, καὶ κυρίως τὸ «γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος ἁγίου», λέγει ὅτι κάθε πράγμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ κάτι ἄλλο, δηλώνεται μὲ τρεῖς λέξεις. Ἡ μία εἶναι τὸ «δημιουργικῶς», ὅπως ὁλόκληρη ἡ κτίση δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνέργειά Του. Ἡ ἄλλη εἶναι τὸ «γεννητῶς», ὅπως ὁ Υἱὸς γεννήθηκε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ τρίτη εἶναι τὸ «φυσικῶς», ὅπως ἡ ἐνέργεια βγαίνει ἀπὸ κάθε φύση, ἤτοι ἡ λαμπρότητα ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ γενικότερα ἡ ἐνέργεια ἀπὸ τὸν ἐνεργοῦντα. Γιὰ τὴν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ἀληθινὴ ἔκφραση εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς συνελήφθη μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «δημιουργικῶς», καὶ ὄχι γεννητῶς καὶ φυσικῶς.

.        Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διδάσκει ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ συνέπηξε γιὰ τὸν Ἑαυτό του, μὲ τὰ ἁγνὰ καὶ καθαρώτατα αἵματα τῆς Θεοτόκου, σάρκα ποὺ εἶναι ἐμψυχωμένη ἀπὸ λογικὴ καὶ νοερὰ ψυχή, ὄχι σπερματικῶς, ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βέβαια, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν γαστέρα τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν δύναμη καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν πρέπει νὰ ἀπομονώνουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν πατερικὴ διδασκαλία ὅτι κοινὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου ἔγινε καὶ γίνεται μὲ τὴν κοινὴ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὄχι μόνον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐδημιούργησε τὸ δεσποτικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας εἶναι ὅτι ὁ Πατὴρ εὐδόκησε τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ αὐτούργησε τὴν σάρκωσή Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἐτελεσιούργησε.

.         Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου ἔγινε μὲ ἡσυχία καὶ κρυφιότητα καὶ ὄχι μὲ κρότο καὶ ταραχή. Κανείς, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ καταλάβη ἐκείνη τὴν στιγμὴ αὐτὰ τὰ μεγάλα ποὺ ἐπετελέσθησαν. Ὁ Προφητάναξ Δαυὶδ προφήτευσε αὐτὸ τὸ γεγονὸς λέγοντας: «Καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον, ὡσεὶ σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τὴν γῆν» (Ψαλμ. Οα´ 6). Ὅπως ἡ βροχὴ ποὺ πέφτει ἐπάνω σ’ ἕνα ποκάρι ἀπὸ μαλλὶ δὲν προκαλεῖ θόρυβο, οὔτε καὶ καμμιὰ φθορά, τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ κατὰ τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν σύλληψη. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν σύλληψή Του δὲν προκάλεσε θόρυβο οὔτε καὶ καμμιὰ φθορὰ στὴν παρθενία τῆς Παναγίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία ἦταν καὶ ἔμεινε Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο. Εἶναι τὰ τρία ἀστέρια τὰ ὁποῖα ὁ ἁγιογράφος σχηματίζει πάντοτε στὸ μέτωπο καὶ στοὺς δύο ὤμους τῆς Παναγίας.

Ϛ´

.        Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου, συνιστᾶ τὴν ἄμεση θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Δηλαδή, π τν πρώτη στιγμ πο νώθηκε θεία μ τν νθρώπινη φύση πάρχει θέωση τς νθρωπίνης φύσεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ἅμα σάρξ, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν παρενεβλήθη ἕνα διάστημα μετὰ ἀπὸ τὴν σύλληψη γιὰ νὰ θεωθῆ τὸ ἀνθρώπινο προσλημμα, ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως κατὰ τὴν ὥρα τῆς συλλήψεως.
.        Συνέπεια καὶ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ἡ Παναγία πρέπει νὰ λέγεται Θεοτόκος, ἀφοῦ αὐτὴ γέννησε πραγματικὰ τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο κυοφόρησε ἐννέα μῆνες στὴν κοιλία της, καὶ ὄχι ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ Παναγία λέγεται Θεοτόκος καὶ ὄχι Χριστοτόκος. Τὸ χριστολογικὸ δόγμα ἔχει συνέπεια καὶ στὸ θεοτοκολογικό. Ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, ἀκριβῶς γιατί συνέλαβε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Χριστό.
.        Αὐτὸ πρέπει νὰ τονισθῆ, γιατί παλαιὰ ἔγινε μεγάλη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν ἡ Παναγία πρέπει νὰ λέγεται Θεοτόκος, λόγῳ ὑπάρξεως αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ἡ δὲ τελικὴ κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας ὅτι ἡ Παναγία ἐγέννησε Θεό, καὶ ὅτι ἀμέσως μὲ τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπάρχει θέωσή της, ἔγινε στὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικοὺς ὅρους καὶ ἀνθρώπινο στοχασμό, ὑποστήριζε ὅτι ἡ Παναγία ἦταν ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἦταν ἀδύνατο νὰ γεννήση τὸν Θεό. Τὸ βρέφος ποὺ ὑπῆρχε μέσα της δὲν ἦταν Θεός, ἀλλὰ ἄνθρωπος. Ἁπλῶς ὁ Θεὸς «παρῆλθεν» ἢ «συμπαρῆλθεν» διὰ τῆς Θεοτόκου. Βέβαια, ὑπῆρχε πρόβλημα στὴν θεολογία του γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό. Ὁ Νεστόριος πίστευε ὅτι ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἁπλῶς συνημμένη μὲ τὴν φύση τῆς θεότητος. Ὁ Λόγος ἦταν Θεός, ἀλλὰ ἦταν συνημμένος μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ κατοικοῦσε μέσα του. Μὲ τέτοιες προϋποθέσεις ὀνόμαζε τὴν Παναγία Χριστοτόκο καὶ ὄχι Θεοτόκο. Ὅμως, ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ἡ κάθε φύση ἐνεργοῦσε «μετὰ τῆς θἀτέρου κοινωνίας» στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Τὸ θέμα αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε ὅταν θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση θεώθηκε ἀμέσως μὲ τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου. Γι’ αὐτὸ ἡ Παναγία εἶναι καὶ λέγεται Θεοτόκος, ἀφοῦ γέννησε κατὰ ἄνθρωπον τὸν Θεό.

Ζ´

.        Ἡ ἄμεση θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὴν θεία φύση τοῦ Λόγου δὲν σημαίνει ὅτι καταργοῦνται τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὸ δείχνει ὅτι σύλληψη κα κυοφορία, λλ κα γέννηση το Χριστο γινε κατ φύσιν κα πρ φύσιν. Ὑπὲρ φύσιν, γιατί ἔγινε δημιουργικῶς ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι σπερματικῶς. Κατὰ φύσιν, γιατί ἡ κυοφορία ἔγινε κατὰ τὸν τρόπο ποὺ κυοφορεῖται τὸ βρέφος.
.        Ὑπάρχει ὅμως ἕνα σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ. Σὲ κάθε βρέφος ὑπάρχουν μερικὰ στάδια, ἕως ὅτου ἔλθη ἡ ὥρα νὰ γεννηθῆ. Κατ’ ἀρχὰς γίνεται ἡ σύλληψη, στὴν συνέχεια μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὁ ἐξεικονισμὸς τῶν μελῶν τοῦ σώματός του, ἔπειτα ἀναπτύσσεται ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, καὶ κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἀναπτύξεώς του ἀκολουθεῖ ἡ κίνηση, καὶ τέλος, ὅταν ὁλοκληρωθῆ, ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του. Ἐνῶ στὸ θεῖο βρέφος ἔχουμε ὀλίγον κατ’ ὀλίγον αὔξηση, ἐν τούτοις δὲν παρενεβλήθη διάστημα μεταξὺ συλλήψεως καὶ ἐξεικονισμοῦ τῶν μελῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ρητῶς: «εὐθὺς γὰρ τέλειον ἦν τῇ σαρκὶ τὸ κυοφορούμενον, οὐ ταῖς κατὰ μικρὸν διαπλάσεσι μορφωθέν». Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἐξεικονίσθησαν τὰ μέλη τοῦ σώματός Του ἀμέσως, δημιουργήθηκε τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅμως δὲν βρέθηκε ἀμέσως στὴν διάπλαση τῶν ἐννέα μηνῶν. Ἀναπτυσσόταν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐνῶ εἶχε ἀπαρτισθῆ τὸ σῶμα Του ἀπὸ τὴν ἀρχή.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

, , , , , ,

Σχολιάστε