ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ; [1]

Μία κούσια μαρτία πόσο «κούσια» εναι;
[1]

Ἰωάν, Κορναράκη (†),
Καθηγ. Παν/μίου Ἀθηνῶν
«Ψυχοδυναμικὰ δρώμενα στὴν πορεία τῆς ἁγιότητος»,
ἐκδ. Τῆνος,  Ἀθῆναι 2010, σελ. 220-224

ἠλ. στοιχ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»

.             Συχνὰ ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐμπειρία μίας ἀκούσιας ἁμαρτίας. Καὶ βέβαια κάθε ἐξομολόγος-πνευματικὸς πατέρας ἀκούει πολὺ συχνά, σχεδὸν σὲ κάθε ἐξομολόγηση, τὴ διαβεβαίωση ἢ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ ἐξομολογούμενου γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας του:
–Σᾶς διαβεβαιώνω εἰλικρινῶς. πάτερ μου, ὅτι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μου ἔγινε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῶ. Ἐντελῶς ἀκούσια χωρὶς νὰ εἶναι στὴ βούλησή μου ἢ στὴν σκέψη μου νὰ τὴν κάνω.
.               Πόσο εἰλικρινὴς ἢ τουλάχιστον σίγουρη μπορεῖ νὰ εἶναι μία τέτοια διαβεβαίωση καὶ πόσο ἀληθινὸς ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός;
.            Ἕνα βιβλικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα πολλῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι ἀσφαλῶς τὸ ἕβδομο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐκθέτει σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὸν ἀντιφατικὸ (συγκρουσιακὸ) χαρακτήρα τῆς λειτουργίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, κατὰ τὴ σχέση της, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ μὲ τὴν «οἰκοῦσαν» σ᾽ αὐτὴν ἁμαρτία. «ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ… νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία» (Ρωμ. ζ´  15·17·19-20).
.           Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἀκούσιες ἁμαρτίες. Κάποιες αἰφνίδιες πειρασμικὲς προσβολὲς ἢ κάποιες ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, στὴ ροὴ τῆς καθημερινότητας καὶ τῶν ποικίλων μορφῶν τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, μπορεῖ νὰ εἶναι, τουλάχιστον φαινομενικῶς, ὑπεύθυνοι παράγοντες μιᾶς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία διαπράττεται ἀκουσίως.
.           Ἐν τούτοις, ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη θεωρούμενο, τὸ ἀθέλητο καὶ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο πρόβλημα γιὰ τὴ νηπτικὴ συνείδηση τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Ὁ κίνδυνος, ποὺ ἐλλοχεύει στὸ πρόβλημα αὐτό, σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, συχνὰ μόνοι κριτὲς τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀποφαινόμαστε, μὲ κάθε «εἰλικρίνεια», γιὰ τὸ ἀθέλητο μίας παρεκτροπῆς μας, μίας πτώσεώς μας, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ ἢ μίας ἀσυμβίβαστης, μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ἐπιθυμίας.
.           Ἐμεῖς κρίνουμε τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ βεβαιώνουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας μας. Ἐξ ἄλλου, ἐφ᾽ ὅσον ἐμεῖς εἴμαστε πεπεισμένοι, «καλῇ τῇ πίστει», βεβαιώνουμε, μὲ τὴ σχετικὴ ἐπιχειρηματολογία μας, καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα τὸν πνευματικό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο αὐτό!
–Πάτερ μου, τί νὰ σᾶς πῶ· ἀπόρησα μὲ τὸν ἑαυτό μου! Ἦταν σὰν νὰ ἔφυγε ὁ ἑαυτός μου ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ ἔκανα κάτι ποὺ δὲν γνώριζα καὶ ποὺ δὲν ἦταν τῆς δικῆς μου ἐπιλογῆς, δὲν τὸ ἤθελα!
.           Ὁ Μ. Βασίλειος, σὲ τέτοιους ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, θὰ παρατηρήσει· «Αὐτὸς ποὺ ὠθεῖται χωρὶς νὰ τὸ θέλει ἀπὸ κάποια ἁμαρτία, πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἦταν αἰχμάλωτος σὲ κάποια ἄλλη, προϋπάρχουσα μέσα του ἁμαρτία, στὴν ὁποία θεληματικὰ δούλευε καὶ τώρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προϋπάρχουσα ἁμαρτία ἕλκεται καὶ σύρεται καὶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλει» (P.G. 31, 741).
.           Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου κλονίζει τὰ θεμέλια κάθε ἰσχυρισμοῦ γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ δημιουργεῖ ἀμφιβολία κατὰ πόσο μία θεωρούμενη ὡς ἀκούσια ἁμαρτία εἶναι καὶ ὄντως ἀκούσια! Ἑπομένως πῶς νὰ εἶσαι πάντοτε σίγουρος ὅτι οἱ ἀκούσιες ἁμαρτίες σου εἶναι πραγματικὰ ἀκούσιες καὶ δὲν εἶναι φυσιολογικὰ ἐκβλαστήματα προϋπαρχούσης καὶ ἤδη ἑκουσίως διαπραττόμενης ἁμαρτίας»; Ὄντως· «παραπτώματα τίς συνήσει;» (Ψαλμ. ΙΗ´ 13).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΠΟΣΟ «ΑΚΟΥΣΙΑ» ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΜΙΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ; [2]

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε