ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -1 «Οἱ βαρλααμιστὲς ἐπιτίθενται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν συμφωνοῦν μαζί τους μὲ πολλοὺς τρόπους, μιμούμενοι “τὸ πολυέλικτον καὶ δολερὸν τοῦ ὄφεως”, χρησιμοποιώντας πολλὲς στροφὲς καὶ πλοκὲς λόγων». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)

Βαρλααμισμς

 τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ», 
Σεπτέμβριος 2014 -Τεῦχος 218

.           Ὁ βαρλααμισμὸς εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ρεῦμα, τὸ ὁποῖο προηγήθηκε τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἀκολούθησε μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεωρία καὶ ἡ πράξη τοῦ σχολαστικισμοῦ, ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα στὸν δυτικὸ χῶρο καὶ ἀπέβη ἡ κύρια ἔκφραση τῆς λατινικῆς θεολογίας. Γιὰ πρώτη φορὰ οἱ ὀρθόδοξοι ἀνατολικοὶ γνώρισαν τὴν κίνηση αὐτὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ πλειονότητα ἀπὸ αὐτούς, μὲ ὑπέρμαχο τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ἀντιμετώπισαν ἐπιτυχῶς, μερικοὶ δὲ ἄλλοι ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ μερικὲς ἀπόψεις του.
.             Ἐπειδή δὲν θέλω νὰ ἀδικήσω πρόσωπα καὶ νοοτροπίες, γι᾽ αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσω μιὰ εὐρύτερη ἀνάλυση γιὰ τὸ ποιὲς ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, οἱ ὁποῖες κατὰ διαφόρους τρόπους ἐπηρέασαν καὶ ἐπηρεάζουν μερικοὺς σύγχρονους φιλοσοφοῦντες θεολόγους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται βαρλααμίτες ἢ βαρλααμιστές. Τὸν ὅρο βαρλααμίτες τὸν χρησιμοποίησε πρῶτος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ νὰ χαρακτηρίση τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Βαρλαάμ, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος.

α) Ἡ θεολογικὴ συγκρότηση τοῦ Βαρλαὰμ

.           Κατὰ τὸν καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε ἰδιαιτέρως μὲ τὴν περίοδο αὐτή, ὁ Βαρλαὰμ ἦταν φορεὺς τῆς Ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ ἀνατέλη στὴν ἐποχή του καὶ θεωροῦσε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ τρόπο στατικό, περιορίζοντας τὴν ἐνέργειά της μόνον στοὺς βιβλικοὺς χρόνους καὶ ἠρνεῖτο τὴν τρέχουσα ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν ἐμπειρία τῶν μοναχῶν. Συγχρόνως ἀναζητοῦσε μιὰ νέα αὐθεντία, ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, στὰ πρόσωπα τῶν μεγάλων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητας.
.           Ἔτσι ἑρμήνευε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ βάση τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία διασωζόταν ζωντανὴ στὴν ἀνατολικὴ χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, κυρίως στὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Βαρλαὰμ ἦλθε σὲ διάσταση μὲ τὸν ἁγιορειτικὸ μοναχισμό, ὅπως τὸν ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
.           Ὁ Βαρλαάμ, ὡς πρὸς τὸ «γνωσιολογικὸ κριτήριο», θεωροῦσε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, γνωριστὸ εἶναι μόνο κάθε τί ποὺ προσλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθητηρίων. Ὡς πρὸς τὸ «θεολογικὸ κριτήριο» θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ πλατωνικὰ καὶ διονυσιακὰ πρότυπα, βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἐπιστητοῦ, γι᾽ αὐτὸ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε συλλογισμὸ καὶ γνώση. Ἔτσι, ὅπως ἔλεγε, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε γνώση τοῦ Θεοῦ, γιατί διαφορετικὰ θὰ ἔχουμε γνώση τῆς οὐσίας Του. Ἐπειδὴ κατ᾽ αὐτὸν ἡ ψυχὴ εἶναι φυλακισμένη στὸ σῶμα, γι᾽ αὐτὸ ἀδυνατεῖ νὰ γνωρίση τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερβατὴ καὶ ἀπόλυτη, ὁπότε τὰ ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ εἶναι «πλάσματα τῆς φαντασίας ἢ εἴδωλα» καὶ γι᾽ αὐτὸ στὴν θεολογία χρησιμοποιοῦνται οἱ διαλεκτικοὶ συλλογισμοὶ καὶ ὄχι οἱ ἀποδεικτικοί, ποὺ στηρίζονται στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία.
.           Τὸ σημαντικό τῆς νοοτροπίας τοῦ βαρλααμισμοῦ εἶναι ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γίνεται βάσει τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν διαλεκτικῶν συλλογισμῶν καὶ στοχαστικῶν ἀναλύσεων καὶ ὄχι βάσει τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας τοῦ ἠσυχασμοῦ, καθὼς ἐπίσης ἡ θεολογία, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντικείμενο ἐμπειρίας τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας καὶ τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας, καὶ ὄχι καρπὸς προσωπικης ἐμπειρίας, ὅπως τὴν βίωναν οἱ ἡσυχαστὲς μοναχοί. Ἔτσι, ὅταν ὑποτιμᾶται ὁ ἡσυχασμός, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποκτοῦμε μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ «πράξη» καὶ ἡ «θεωρία», ἀλλὰ καὶ ἡ ἄσκηση, κρύβονται μέσα στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ θεωρεῖται ὡς βαρλααμισμὸς ἢ ἔστω νεοβαρλααμισμός.
.           Βεβαίως, ὁ Βαρλαὰμ δὲν παρουσιάσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Θεσσαλονίκη ὡς σχολαστικὸς φιλόσοφος, οὔτε ὡς οὐνίτης μοναχός, ὅπως καὶ πράγματι ἦταν, ἀλλ᾽ ὡς ὀρθόδοξος μοναχὸς καὶ στὴν ἀρχὴ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στοὺς φιλοσοφοῦντες θεολόγους καὶ σὲ ἄλλους Χριστιανούς. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποὺ γνώριζε τὸν Ἀριστοτέλη καὶ εἶχε θεοπτικὲς ἐμπειρίες, κατάλαβε πολὺ καλὰ τὴν θεολογικ διγλωσσία το Βαρλαάμ, τὸ ἀστήρικτο θεολογικό του σύστημα, ἀπὸ πλευρᾶς πατερικῆς παραδόσεως, καὶ τὸ «πνευματικὸ δηλητήριο» ποὺ κρυβόταν κάτω ἀπὸ τὶς ὡραῖες αἰσθητικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀναλύσεις καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀπεκάλυψε πλήρως. Ὁπότε, Βαρλαμ ξαναγκάσθηκε ν ναχωρήση π τν ρθόδοξο χρο κα ν καταλήξη στν λατινικ-παπικ παράδοση π τν ποία προερχόταν κα τν ποία ξέφραζε.

β) Οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ ποὺ ἀντικρούονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ

.           Τὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαὰμ φαίνονται ἔντονα στὸ ἔργο του «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», στὶς λεγόμενες «Τρεῖς Τριάδες». Στὴν πρώτη Τριάδα ἀπάντησε στὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Βαρλαὰμ ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ ὑπέβαλε ἕνας μοναχός, ἀλλὰ ὅταν ἀπέκτησε τὰ ἴδια τὰ κείμενα τοῦ Βαρλαάμ, τὰ ὁποῖα ἐπιμελῶς ἐκεῖνος ἀπέκρυπτε, τότε ἀπάντησε διεξοδικὰ στὴν δεύτερη Τριάδα τοῦ ἔργου του. Καὶ ὅταν ὁ Βαρλαὰμ ἀνέγνωσε τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὸν κατηγόρησε μὲ τὸ ἔργο του «Κατὰ Μασαλιανῶν», τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπήντησε μὲ τὴν τρίτη Τριάδα, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνέτρεψε πλήρως τὶς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, οἱ ὁποῖες ἂν κυριαρχοῦσαν σήμερα, θὰ ἤμασταν στὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία οὐνίτες. Ἔτσι συγκροτήθηκε τὸ σημαντικὸ ἔργο «Τρεῖς Τριάδες» ἢ «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων».
.           Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ὁποῖο μετέχει τῆς θείας Χάριτος, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, ἡ θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητος, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ.
.           Ὅμως, παρὰ τὸ ὅτι ἀντιμετωπίσθηκαν σθεναρὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, ἐν τούτοις ὅμως ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι στὸ δικό τους «θεολογικὸ σύστημα», ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ τους, συμπεριέλαβαν ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ ἢ τουλάχιστον χρησιμοποιοῦν τὴν μεθοδολογία του. Γιὰ νὰ δοῦμε περίπου τί πρέσβευε ὁ Βαρλαάμ, θὰ παρουσιάσουμε τὴν σκέψη του, ὅπως τὴν συναντᾶμε στὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη Τριάδα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
.           Οἱ τίτλοι τῶν ἔργων τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τὸ περιεχόμενό τους ἀνιχνεύονται κυρίως στὴν δεύτερη Τριάδα, ὅπου παρατίθενται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὁλόκληροι παράγραφοι τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως καὶ ἄλλες σκέψεις του διατυπώθηκαν ἐλεύθερα ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, οἱ ὁποῖες βαρλααμικὲς ἀπόψεις ἀναιρέθησαν μὲ πολὺ μεγάλη δύναμη λόγου καὶ ζωῆς ἀπὸ τὸν ἁγιορείτη Ἅγιο. Ὅλο δὲ τὸ «πνεῦμα» τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Βαρλαὰμ διαφαίνεται στὶς ἐρωτήσεις ποὺ ὑπέβαλε ὁ μοναχὸς στὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ στὶς ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν καὶ συμπεριλαμβάνονται στὴν πρώτη Τριάδα. Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῶν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε καθαρὰ τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τοῦ βαρλααμισμοῦ. Κυρίως τονίζονται τρία σημεῖα.

.             Τὸ πρῶτο, ἀναφέρεται στὴν γνώση καὶ ἐξαίρεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία σὲ βάρος τῆς θείας σοφίας. Τὸ ἔργο τοῦ Βαρλαὰμ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πρέπει νὰ εἶχε τὸν τίτλο Περὶ λόγων ἢ Περὶ γνώσεως ἢ Περὶ σοφίας κτίσεως.
.             Οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἦταν οἱ ἀκόλουθες: Δίνεται προτεραιότητα στὴν «ἔξω σοφία»-φιλοσοφία, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐπιδιώκουν καὶ οἱ μοναχοί, γιατί μόνον μὲ τὴν ἀνθρώπινη σοφία μπορεῖ κανεὶς νὰ φθάση στὴν ἀπάθεια, νὰ πλησιάση τὴν τελειότητα καὶ τὴν ἁγιότητα. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία θεωρεῖται ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ ὅμοιο μὲ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ δόθηκε στοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους. Ἐπίσης, «οἱ λόγοι τῶν ὄντων» βρίσκονται στὸν θεῖο καὶ πρῶτο καὶ δημιουργικὸ νοῦ καὶ οἱ εἰκόνες τῶν λόγων αὐτῶν ἔχουν τοποθετηθῆ μέσα στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε θὰ πρέπει νὰ τοὺς γνωρίσουμε γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἄγνοια μὲ μεθόδους διαιρετικές, συλλογιστικὲς καὶ ἀναλυτικὲς καὶ ἔτσι θὰ γίνουμε καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζήσουμε μετὰ θάνατον.
.             Στὶς ἀπόψεις αὐτὲς βλέπει κανεὶς τὴν ἀρχαία πλατωνικὴ παράδοση, τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, τὴν σχολαστικὴ θεολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει προτεραιότητα ἡ λογικὴ μὲ τοὺς συλλογισμούς της καὶ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων. Ἐδῶ βλέπει κανεὶς τὴν πλατωνικὴ μέθοδο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων.
.             Οἱ διὰ μέσου τῶν αἰώνων βαρλααμιστὲς καὶ βαρλααμίζοντες δὲν ἀποδέχονται στὴν πράξη τὸν ἡσυχασμό, τὴν ἱερὰ μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, γιατί προφανῶς διακρίνονται ἀπὸ τὶς φιλοσοφικὲς ἀρχές, δίνουν μεγάλη σημασία στὶς λογικὲς ἀναλύσεις καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς συλλογισμοὺς καὶ στοχασμούς.

.             Τὸ δεύτερο σημεῖο τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαὰμ ἀναφέρεται στὸν τρόπο τῆς προσευχῆς καὶ τὴν σχέση τοῦ νοῦ μὲ τὸ σῶμα. Τὸ ἔργο τοῦ Βαρλαὰμ πρέπει νὰ εἶχε τίτλο Περὶ προσευχῆς ἢ Περὶ τελειότητος ἀνθρωπίνης ἢ Περὶ προσευχῆς καὶ τελειότητος ἀνθρωπίνης.
.             Σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις αὐτὲς ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν προσευχὴ πρέπει νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ὄχι νὰ περικλεισθῆ μέσα σὲ αὐτό. Δηλαδὴ ἀναιρεῖται ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων περὶ ἐλεύσεως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στὸ σῶμα διὰ τοῦ νοός.
.             Μὲ τὶς ἀπόψεις αὐτὲς σαφέστατα παραθεωρεῖται ἡ νοερὰ προσευχή, δν γίνεται διάκριση μεταξ νο κα λογικς καὶ κυριαρχεῖ ὁ φιλοσοφικὸς τρόπος σωτηρίας, ἤτοι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν διαλεκτικῶν στοχασμῶν. Ἐπὶ πλέον ὄχι μόνον ἀμφισβητεῖται ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ὅπως τὴν βίωναν οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλὰ ἀπορρίπτεται τελείως ὡς δῆθεν ξένη μὲ τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία. Καὶ ἐδῶ φαίνεται σαφέστατα πόσο εἶχε ἐπιδράσει πάνω στὸν Βαρλαὰμ ἡ κλασσικὴ μεταφυσική.

 .             Τὸ τρίτο σημεῖο τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαὰμ ἀναφέρεται στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ ποιὰ εἶναι ἡ φύση τοῦ θείου Φωτός, τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στὸ ὄρος Θαβώρ. Τὸ ἔργο τοῦ Βαρλαὰμ γιὰ τὸ συγκεκριμένο αὐτὸ θέμα πρέπει νὰ ἔφερε τὸν τίτλο Περὶ φωτός.
.             Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὑποστηριζόταν ὅτι κάθε φωτισμὸς ποὺ γίνεται ἀντιληπτὸς μὲ τὶς αἰσθήσεις εἶναι πλάνη καὶ εἶναι συμβολικός. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἐνέτασσε ὅλες τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στοὺς Προφῆτες, τὸ θαβώρειο Φῶς κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν Πεντηκοστή. Ἀντίθετα, θεωροῦσε μόνο τὴν ἀνθρώπινη γνώση ὡς ὑπερ-αἴσθηση φωτισμό, γι᾽ αὐτὸ τὴν ἀνθρώπινη γνώση τὴν ὁποία ἀποκτᾶ κανεὶς μὲ τὴν λογικὴ θεωροῦσε ὡς καλυτέρα τοῦ φωτὸς καὶ ὡς τέλος κάθε θεωρίας.
.             Ἐδῶ σαφέστατα προτιμᾶται ἡ φιλοσοφία, ὁ στοχασμός, ἡ μεταφυσική, οἱ λογικὲς ἀναλύσεις σὲ βάρος τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς μεθόδου ποὺ ὁδηγεῖ σὲ αὐτήν, δηλαδὴ τὸν ἡσυχασμό. Ὅπως γίνεται φανερόν, ὁ Βαρλαὰμ θεωροῦσε ὡς πλάνη τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ποὺ γινόταν μέσα ἀπὸ τὶς μεταμορφωμένες αἰσθήσεις, ἐνῶ ἔδινε βαρύτητα στὴν φιλοσοφία, ποὺ γνώριζε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐπεξεργασία, ἀφοῦ ἡ λογικὴ εἶναι τὸ εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.
.             Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ παρατίθενται αὐτολεξεὶ στὴν δεύτερη Τριάδα, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατόρθωσε νὰ ἀνεύρη τὰ ἴδια τὰ κείμενα τοῦ Βαρλαάμ, ὅπου καὶ φυσικὰ ἀναιροῦνται ἀπὸ τὸν ἁγιορείτη Ἅγιο μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ εἶναι εἰλημμένα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ παράδοση καὶ τὴν σύγχρονη πείρα τῶν ἡσυχαστῶν, προφανῶς καὶ τὴν δική του.
.             Ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ δὲν εἶναι μιὰ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλὰ μιὰ διαρκὴς ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐκφράζεται μὲ προσευχές.
.             Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ Βαρλαὰμ ὑπερτόνιζε τὴν ἔξω σοφία, δηλαδὴ τὴν φιλοσοφία τῶν φιλοσόφων, σὲ βάρος τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, κατέκρινε ὡς πλάνη τὴν νοερὰ προσευχή, ἐπειδὴ στηριζόταν ὁ ἴδιος στὶς συλλογιστικές, στοχαστικὲς ἀναλύσεις καὶ ἠρνεῖτο τὴν συμμετοχὴ τοῦ σώματος στὴν θέωση, καθὼς ἐπίσης παραθεωροῦσε ἢ παρερμήνευε ἐπικίνδυνα τὰ περὶ θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, διότι κατ᾽ αὐτὸν ἡ τελειότητα δὲν ἔρχεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση, ἀλλὰ μὲ τὶς λογικὲς γνώσεις, τὴν γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, τὴν σχολαστικὴ ἀναλογία, τὴν μεταφυσική. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρακάμπτεται ὅλη ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων καὶ ἑρμηνεύεται ἢ ὑποτιμᾶται ἡ μέθοδος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θεοπτία, ποὺ εἶναι ὁ ἱερὸς ἡσυχασμός. Ἑπομένως, κατ᾽ ἐπέκταση ὑπερτονίζεται ἡ «λογικὴ λατρεία», σὲ βάρος τῆς νοερᾶς λατρείας.
.             Σημαντικὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάζονταν ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ὅπως φαίνεται στὴν τρίτη ἐρώτηση ποὺ ὑπέβαλε ὁ ἀνώνυμος μοναχὸς στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Συγκεκριμένα, ὅπως λέγει, ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὅσοι ὑποστηρίζουν τὶς ἀπόψεις του, εἶναι ἀμαθεῖς στοὺς πατερικοὺς λόγους, δὲν ἔχουν προσωπικὴ πείρα τοῦ Θεοῦ, διακρίνονται ἀπὸ φυσίωση-ἀλαζονεία καὶ χρησιμοποιώντας τὸν νοῦ τῆς σαρκός, δηλαδὴ τὴν λογική, συκοφαντοῦν φανερῶς τοὺς Πατέρες. ν κάποιος ντιδράση στος λόγους τους, ατ τ ποδίδουν στν μπάθειά του, πο εναι δεγμα τς πλάνης τους. Μάλιστα δὲ πιτίθενται ο βαρλααμιστς ναντίον ατν πο δν συμφωνον μαζί τους μ πολλος τρόπους, μιμούμενοι «τ πολυέλικτον κα δολερὸν τοῦ φεως», χρησιμοποιώντας πολλς στροφς κα πλοκς λόγων κα κάθε φορ ξηγον τς πόψεις τος ντιφατικς. Ἐπειδὴ δὲν ἔχουν βεβαιότητα τῆς ἀληθείας, γι᾽ αὐτὸ εἶναι «εὐεπίτρεπτοι εἰς τἀναντία» καὶ ὅταν ἐλέγχωνται ἀπὸ τὴν συνείδησή τους, προσπαθον ν κρυφτον, πως κανε δμ μετ τν παράβαση, κάτω π τν ποικιλία κα τ γραφοειδς-γριφοειδς κα μφιρρεπς το λόγου πρς διάφορα νοήματα.

.        Αὐτὰ ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαὰμ σὲ σχέση μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς χαρακτηρίζονται ὡς βαρλααμισμός, ὅπως ἐπίσης βαρλααμισμὸς χαρακτηρίζεται καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάζονταν ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὁμόφρονές του καὶ ποὺ ἀναλύθηκε πιὸ πάνω.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -2 «Οἱ βαρλααμιστὲς καὶ οἱ βαρλααμίζοντες ὄχι μόνον ἀγνοοῦν ἐμπειρικῶς αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἀγγελικὴ λειτουργία, ἀλλὰ τὴν ἀρνοῦνται, τὴν ὑποτιμοῦν καὶ τὴν εἰρωνεύονται. Ταυτίζουν ἀπόλυτα τὴν λατρεία μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχές, τὶς ὁποῖες θέλουν νὰ κατανοοῦν λογικά, γιατί διαφορετικὰ δὲν αἰσθάνονται ὅτι προσεύχονται».. (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε