ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 11. ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– NIΚΗΤΑΡΑΣ
  Ὁ ἀνιδιοτελὴς ἥρωας

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Βλ. σχετ.:

ΜΟΡΦΕΣ TOY 1821 – 1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 3. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 4. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 5. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΩΓΩΝ ΙΩΣΗΦ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 6. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ E΄ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 7. ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΪΡΟΝ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 8. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 9. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 9. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ [Β´] (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 10. ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

.                 Ὁ Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου (1852-1942), ἱστοριοδίφης, λογοτέχνης καὶ δημοσιογράφος, ἐκφώνησε στὴν Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν τὸν πανηγυρικὸ γιὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1927, ἔτους ποὺ ἐξελέγη Ἀκαδημαϊκός. Ἡ παρθενική του ὁμιλία εἶχε θέμα «Ἡ ἀφιλοκέρδεια τοῦ Νικηταρᾶ». Σὲ αὐτὴν σημείωσε ὅτι ὁ Νικηταρᾶς διαισθητικὰ ἔνιωθε τὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ἔβλεπε ὅτι ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πολέμησαν τοὺς Πέρσες ἔτσι καὶ αὐτὸς πολεμάει τοὺς Ὀθωμανούς. Στὴ νικηφόρα γιὰ τοὺς Ἕλληνες μάχη τῶν Δολιανῶν φώναξε πρὸς τοὺς ὑποχωροῦντας Τούρκους: «Σταθεῖτε μωρὲ Πέρσες νὰ πολεμήσουμε». Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὰ Δερβενάκια. Ἐπετέθη στοὺς Τούρκους κραυγάζοντας πρὸς τοὺς συμμαχητές του: «Χτυπᾶτε τοὺς Πέρσες»…
.      Γιὰ τὴν ἀνιδιοτέλεια τοῦ Νικηταρᾶ ὁ Καμπούρογλου ἀνέφερε τὸ γεγονός, ποὺ συνέβη μετὰ τὴ μάχη τῶν Δερβενακίων. Τὰ λάφυρα ἦσαν πάρα πολλά. Ὁ Δράμαλης τὰ εἶχε ἀπὸ τὸν θησαυρὸ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλε στὴν Τρίπολη τὰ περισσότερα, ὅμως ἔμεινε γιὰ τοὺς πολεμιστὲς ἕνας μεγάλος σωρός. Ὅταν ἄρχισε ἡ μοιρασιὰ παρατηρήθηκε ἡ ἀπουσία τοῦ Νικηταρᾶ. Δὲν θέλησε νὰ συμμετάσχει στὸ μοίρασμα… Τότε ὅλοι οἱ πολεμιστὲς τοῦ ζήτησαν νὰ πάρει κάτι κι αὐτός, γιατί δὲν αἰσθάνονταν καλὰ νὰ μὴν πάρει τίποτε ὁ ἐκ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς νικηφόρας μάχης, ποὺ ἀπὸ τὴ δράση τοῦ σ’ αὐτὴν πῆρε τὸ ὄνομα «Τουρκοφάγος». «Ὁ Κολοκοτρώνης ὁ ἐγκέφαλος, ὁ Νικηταρᾶς τὸ σπαθί», ὅπως εἶπαν.
.      Τελικὰ δέχθηκε νὰ πάρει μία σέλα, μία ξυλόγλυπτη ταμπακέρα καὶ ἕνα ὄμορφο σπαθί. Δὲν κράτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὴ σέλα δώρισε σὲ ἕναν φίλο του συμπολεμιστῆ. Τὴν ταμπακέρα ἔστειλε στὴ σύζυγό του Ἀγγελία, κόρη τοῦ καπετὰν Ζαχαριᾶ, μαζὶ μὲ μίαν ἐπιστολή, ποὺ τῆς ἔγραφε: «Τὴ στέλνω σὲ σένα, π’ ἀγαπῶ ὕστερα ἀπὸ τὴν Πατρίδα. Λάβε την γιὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι». Τὸ ὄμορφο σπαθὶ τὸ ἔστειλε στὴν Ὕδρα, «γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ στόλου», ὅπως ἔγραψε στοὺς ἐκεῖ προεστούς, μία καὶ δὲν εἶχε χρήματα. Οἱ Ὑδραῖοι συγκινήθηκαν ἀπὸ τὴ χειρονομία καὶ τοῦ τὸ ἔστειλαν πίσω, γράφοντάς του: «Αὐτὸ τὸ σπαθὶ ἔχει ἀξία μόνον ὅταν τὸ κρατεῖ στὸ χέρι του ὁ Νικηταρᾶς».
.      Στὰ «ἀπομνημονεύματά» του ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος, ποὺ τὰ ἔγραψε καθ’ ὑπαγόρευσή του ὁ Γ. Τερτσέτης, γράφει: «Γεννήθηκα (Σημ. τὸ 1782) στὸ χωριὸ Μεγάλη Ἀναστάσοβα ἀποδῶθε τοῦ Μυστρὰ πρὸς τὴν Καλαμάτα. Ὁ προπάππος μου ἦταν προεστὸς καὶ ὁ πατέρας μου ἔφυγε 16 χρονῶν καὶ ἐπῆγε μὲ τὰ ρούσικα στρατεύματα στὴν Πάρο καὶ ἦταν πολεμικός. Τὸν ἐσκότωσαν στὴν Μονεβασιὰ μαζὶ μ’ ἕναν ἀδελφό μου καὶ μ’ ἕνα κουνιάδο μου. Ἀπὸ 11 χρονῶν μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου ἔσερνα ἅρματα». Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ πατέρας του Σταματέλος παντρεύτηκε τὴν Σοφία Καρούτσου, ἀδελφὴ τῆς γυναίκας τοῦ Κολοκοτρώνη.

.      Πλὴν τῆς ἀφιλοκέρδειάς του ὁ Νικηταρᾶς εἶχε καὶ δύο ἀκόμη μεγάλες ἀρετές. Ἡ πρώτη ἦταν πὼς ἂν καὶ σπουδαῖος πολέμαρχος ἦταν ταπεινόφρων. Δὲν διεκδίκησε ἀξιώματα, τίτλους. Καὶ ἡ δεύτερη – συγγενὴς μὲ τὴν πρώτη – ἦταν ὅτι μέσα στὴν ἀντάρα τῆς διχόνοιας ἀποτελοῦσε ἑνοποιητικὸ στοιχεῖο. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν ὁ στόχος του καὶ αὐτοὺς πολεμοῦσε χωρὶς νὰ λογαριάζει Πελοποννήσιους ἢ Στερεοελλαδίτες. Ἔλαβε μέρος στὶς μάχες στὸ Βαλτέτσι, στὴν Τρίπολη, στὰ Δερβενάκια, στὰ Δολιανά, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀράχωβα καὶ στὸ Φάληρο μαζὶ μὲ τὸν Καραϊσκάκη. Στὸ ἔγγραφο ποὺ ἔστειλε στὴν Κυβέρνηση, γιὰ νὰ ἀναγγείλει τὴ μεγάλη νίκη στὴν Ἀράχωβα, κάλεσε νὰ βάλουν τὶς ὑπογραφές τους καὶ οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, μὲ πρῶτον τὸν Νικηταρά. Γράφει ὁ Σπ. Τρικούπης: «Ὁ ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης, ἐπικεφαλῆς τῶν ἀνδρείων, οἱ ὁποῖοι τὸν πόλεμον ἔχουν χαρὰν καὶ τὸν κόπον ἄνεσιν, ἔλαβε συναγωνιστὴν καὶ τὸν ἀτρόμητον πολεμιστὴν τῆς Πελοποννήσου Νικήταν…».
.      Στὴ μάχη τοῦ Φαλήρου καὶ ἐνῶ εἶχε πυρετὸ ὁ Καραϊσκάκης καὶ ἦταν στὸ κρεβάτι, συνέβησαν λάθη ἀπὸ Ἕλληνες καὶ βρῆκαν τὴν εὐκαιρία οἱ Τοῦρκοι νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ τοὺς αἰφνιδιάσουν. Τότε πάλι φάνηκε ὁ ἡρωισμὸς τοῦ Νικηταρᾶ. Γράφει ὁ Κων. Παπαρρηγόπουλος: «Μετ’ ὀλίγον ὁ πάντοτε ἀτρόμητος Νικήτας πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα, πληγώνονται δὲ καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ καὶ οὐκ ὀλίγοι στρατιῶται, ὥστε οἱ Ἕλληνες ἠναγκάσθησαν νὰ ὀπισθοδρομήσουν».
.      Οἱ ἀρετὲς τοῦ Νικηταρᾶ φάνηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ ἴδιος δὲν διεκδίκησε τὴν ἀρχηγία καὶ θεωρώντας ὡς ἰκανότερο νὰ ἀναλάβει τὴν ἀρχηγία τοῦ στρατεύματος τὸν Κίτσο Τζαβέλλα ἐπιχείρησε νὰ τὸν προωθήσει. Ὅμως λόγῳ τῆς μικροψυχίας καὶ τῆς ἀρχομανίας τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν ὁ Τζαβέλλας δὲν ἀποδέχθηκε τὰ χρέη τοῦ ἀρχηγοῦ, ὅπως γράφει ὁ Δημήτριος Αἰνιὰν στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του.

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ

.      Ὁ φιλέλληνας ἀμερικανὸς ἰατρὸς Σάμουελ Χάου ἔγραψε τὴν ἐντύπωσή του γιὰ τὸν Νικηταρὰ στὸ «Ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸν Ἀγώνα 1825-1829», ποὺ κρατοῦσε: «Εἶναι ἕνας δραστήριος στρατιώτης, γενναῖος καὶ ἀκατάβλητος, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιδεξιότητα καί, πιστεύω, χωρὶς κανόνα». Σημειώνεται ὅτι ὁ Χάου δὲν συμπαθοῦσε τὸν Κολοκοτρώνη καὶ ὅσους ἦσαν κοντά του.
Κάποια Δημοτικὰ ποιήματα, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Νικηταρά:
.      Ἀπὸ τὸ ποίημα «Τοῦ Διάκου»: «…Τὸ Διάκο τότε παίρνουνε καὶ ᾽σ τὸ σουβλὶ τὸν βάζουν, ὁλόρτο τὸν ἐστήσανε κι αὐτὸς χαμογελοῦσε, τὴν πίστη τους τὴν ἔβριζε, τοὺς ἔλεγε μουρτάτες. Σκυλιὰ κι ἂ μὲ σουβλίστε, ἕνας Γραικὸς ἐχάθη. Ἂς εἶν᾽ ὁ Ὀδυσσεὺς καλὰ κι ὁ καπετὰν Νικήτας, ποὺ θὰ σᾶς σβήσουν τὴν Τουρκιὰ καὶ ὅλο τὸ ντοβλέτι».
.      Ἀπὸ τὸ ποίημα «Τοῦ Δράμαλη»: «… Τῆς Ρούμελης οἱ μπέηδες, τοῦ Δράμαλη οἱ ἀγάδες ᾽σ τὸ Δερβενάκι κείτονται, ᾽σ τὸ χῶμα ξαπλωμένοι. Στρῶμά ’χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια καὶ γι’ ἀπανωσκεπάσματα τοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη. Κ’ ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ τὸ συχνορωτᾶνε. Πουλὶ πῶς πάει ὁ πόλεμος, τὸ κλέφτικο ντουφέκι; Μπροστὰ πάει ὁ Νικηταρᾶς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες μὲ τὰ σπαθιὰ ᾽σ τὰ χέρια…»
.      Τὸ τρίτο ἔχει τίτλο «Τῶν Κολοκοτρωναίων» καὶ ἀφορᾶ στὸ ἔτος 1806, ὅταν ἦσαν σὲ κίνδυνο, μετὰ ἀπὸ σουλτανικὸ φιρμάνι. Τότε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συμβούλευσε τοὺς περίπου 150 ἄνδρες του νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὴ Ζάκυνθο. Αὐτοὶ ἀρνήθηκαν. Τοῦ εἶπαν ὅτι προτιμοῦν νὰ πεθάνουν στὴν πατρίδα τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς σκοτώθηκαν, λίγοι πῆγαν μαζί του: «…Ἐλᾶτε νὰ σκορπίσουμε, μπουλούκια νὰ γενοῦμε. Σύρε Γεῶργο μ᾽ ᾽σ τὸν τόπο σου, Νικήτα ᾽σ τὸ Λοντάρι. Ἐγὼ πάου ᾽σ τὴν Καρύταινα, πάου ᾽σ τοὺς ἐδικούς μου, ν’ ἀφήκω τὴ διαθήκη μου καὶ τοῖς παραγγολαίς μου, τί θὰ περάσω θάλασσα, ᾽σ τὴ Ζάκυνθο θὰ πάω».-

 

, , ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε