Ἡ πίστη μας στὸν Χριστὸ ὡς πυξίδα κοινωνίας
μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους μέσα στὴν Ἐκκλησία.
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο
«Κοινωνία καὶ ἑτερότητα»
(Communion and Otherness),
τοῦ Μητροπολ. Περγάμου Ἰωάννου
ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»
μετάφρ. Δ. Γοῦτσος-Θ. Παπαθανασίου,
περ. «Σύναξη», ἀρ. τ. 76 / Ὀκτ.-Δεκ. 2000, σελ. 9-10
. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἡ «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ», εἴτε σὲ ἐκκλησιολογικὸ εἴτε σὲ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο, ἂν δὲν εἴμαστε ἐνσωματωμένοι στὴν πρωτότυπη καὶ μόνη αὐθεντικὴ εἰκόνα τοῦ Πατρός, δηλαδὴ τὸν ἔνσαρκο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔχει τὶς ἑξῆς συνέπειες:
α) Ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἄλλο ἀπαιτεῖ τὴν ἐμπειρία τοῦ σταυροῦ. Ἂν δὲν θυσιάσουμε τὸ θέλημά μας καὶ καὶ δὲν τὸ ὑποτάξουμε στὸ θέλημα τοῦ ἄλλου, ἐπαναλαμβάνοντας οἱ ἴδιοι ὅ,τι ἔκανε ὁ Κύριός μας στὴ Γεθσημανὴ σὲ σχέση πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικατοπτρίσουμε σωστὰ στὴν ἱστορία τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑτερότητα ποὺ βλέπουμε στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ συναντήσει τὸ ἄλλο, τὴν κτίση Του, «ἐκένωσεν ἑαυτὸν» μὲ τὴν κένωση τῆς Σάρκωσης, ὁ «κενωτικὸς» τρόπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστιανὸ στὴν κοινωνία του μὲ τὸν ἄλλο –τὸν Θεὸ ἢ τὸν «πλησίον».
β) Σ’ αὐτὴ τὴν «κενωτικὴ» προσέγγιση ἡ κοινωνία δὲν προσδιορίζεται μὲ κανέναν τρόπο ἀπὸ τὶς ἰδιότητες ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἢ νὰ μὴν ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ἀποδεχόμενος τὸν ἁμαρτωλό, ὁ Χριστὸς ἐφάρμοσε στὴν κοινωνία τὸ Τριαδολογικὸ πρότυπο (ὅπως τὸ περιγράψαμε ἀνωτέρω)· ἡ ταυτότητα τοῦ ἄλλου δὲν πρέπει νὰ ὁρίζεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἁπλούστατο γεγονὸς ὅτι εἶναι ὁ ἑαυτός του. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε διακρίσεις ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀξίζουν καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀξίζουν νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦμε. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ τὸ Χριστολογικὸ πρότυπο τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἄλλους.