«ΑΚΡΑΙΟ “ΚΑΙΡΙΚΟ” ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ»: ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ! –[1]

«ΑΚΡΑΙΟ “ΚΑΙΡΙΚΟ” ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ»:
ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ!
[1]

.               Μέσα στὴν γενικὴ θεομηνία ποὺ μαστίζει τὴν χώρα, καιρική, πολιτική, οἰκονομική, κοινωνική, πνευματική (ἰδίως αὐτή) ἔχουμε καὶ ἀλλιώτικα “ἀκραῖα” καιρικὰ φαινόμενα μὲ χαρακτήρα πλέον «πανδημίας»: περιοδεῖες ἀντιγράφων ἱερῶν εἰκόνων (στὰ πρόθυρα τῆς εἰκονολατρίας!- λὲς καὶ ἡ κάθε Εἰκόνα ἀπὸ μόνη της δὲν εἶναι ἱερὴ Εἰκόνα, παρὰ μόνον ἂν εἶναι «ἀντίγραφο» συγκεκριμένης θαυματουργοῦ!, ὑποδοχὲς πρωτοτύπων Εἰκόνων μὲ «τιμὲς ἀρχηγοῦ Κράτους»!, [ὑπάρχουν πόλεις ποὺ σὲ μηνιαία σχεδὸν βάση ὑποδέχονται πρωτότυπες -αὐτὴ τὴ φορά- εἰκόνες, οἱ ὁποῖες «γιὰ πρώτη φορά» «ἐξέρχονται» — δηλαδὴ “βγαίνουν”, ἀλλὰ ἐπὶ τὸ… ἱεροπρεπέστερον «ἐξέρχονται»!!!— ], περιοδεῖες ἱ. Λειψάνων, καὶ δὲν συμμαζεύεται). Μέσα σὲ ὅλ᾽ αὐτὰ καὶ ἕνα νέο φροῦτο: οἱ βραδυνὲς Θ. Λειτουργίες (ὄχι Ἀγρυπνίες), δηλ. τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας ἀπὸ 8 μέχρι 10 τὸ βράδυ!
.               Μπορεῖς κάλλιστα, μὲ τὸ νέο διαφημιζόμενο προϊόν, νὰ ζεῖς ξεχωριστὲς κατανυκτικὲς ἐμπειρίες, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ σηκώνεσαι νωρὶς τὸ πρωί. Τελειώνεις τὸ πρόγραμμά σου τῆς ἡμέρας  καὶ τὶς πρωταρχικὲς προτεραιότητές σου καὶ μετὰ φαγωμένος -γιατί ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχεις ἀντέξει ἀπὸ τὸ μεσονύκτιο τῆς προηγουμένης νὰ παραμείνεις νηστικός!- πηγαίνεις καὶ στὴν Ἐκκλησία γιὰ μιὰ ὡραία βραδυνὴ Θ. Λειτουργία.
.               Δὲν εἶναι ὅτι ἔχουμε κυριολεκτικῶς παραφρονήσει ὡς κοινωνία, ἔχουμε «λαλήσει» καὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Δὲν μᾶς φτάνουν ὅλα τὰ ἄνομα καὶ ἀνώμαλα καὶ ἀφύσικα καὶ ἀπάνθρωπα, ποὺ ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως νομοθετοῦνται, ἔχουμε ἐντελῶς παραλελυμένα καὶ τὰ πνευματικὰ-ἐκκλησιαστικὰ ἀντισώματα καὶ θεολογικὰ κριτήρια. Ἀλλὰ θὰ ἐρωτήσει κάποιος: «ἐδῶ ἔχουμε κατασκευάσει θεολογικὸ προγεφύρωμα στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς «ἀνθρωπολογικοῦ καθεστῶτος», ἔχουμε ἀποδεχθεῖ τὴν ἀλλαγὴ φύλου, στὶς βραδυνὲς λειτουργίες θὰ κολλήσουμε;»
.               Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.» ἀνασύρει τὴν παλαιότερη θεολογικὴ ἀπάντηση (σὲ σχετικὸ ἐρώτημα) τοῦ ἀειμνήστου καθηγ. Ἰω. Φουντούλη, γιὰ νὰ εἶναι διαθέσιμη σὲ ὅποιον φιλοτιμηθεῖ νὰ ἀναρωτηθεῖ. Οἱ ὑπόλοιποι μποροῦν ἀνενόχλητοι νὰ συνεχίσουν τὸν καταποντισμό τους.

Εἶναι ἆραγε δυνατὴ καὶ μὲ ποιές προϋποθέσεις ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἢ τὸ βράδυ τῶν Κυριακῶν, τῶν ἑορτῶν ἢ ἄλλων ἡμερῶν τοῦ ἔτους, ὅταν οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τὸ ἐπιβάλλουν;  (Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας, τ. Ε´ [565], Ἀθῆναι 2003, ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», σελ. 256-265)

.               Κατ’ ἀρχὴν ἡ τέλεση τῆς θείας λειτουργίας δὲν εἶναι συνδεδεμένη πρὸς καμία ἀπὸ τὶς ἐπὶ μέρους χρονικὲς στιγμὲς ἢ περιόδους τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Κινεῖται ἐπάνω ἢ πέρα ἀπὸ αὐτές, τρόπον τινὰ μέσα στὴν ἄχρονη σφαίρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας δὲν εἶναι μόνο εἰκόνα καὶ σύμβολο, ἀλλὰ πραγματικὴ καὶ ἀληθινὴ παρουσία. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι καμιὰ ἀπὸ τὶς εὐχές μας, σ’ ὅλες τὶς παραλλαγὲς τῶν λειτουργικῶν τύπων τῆς οἰκουμένης, δὲν προσδιορίζει συγκεκριμένο χρονικὸ σημεῖο τελέσεώς της, οὔτε στὶς εὐχὲς τῆς συνάξεως (ἀντιφώνων, εἰσόδου, τρισαγίου, εὐαγγελίου, ἐκτενοῦς, κατηχουμένων, πιστῶν), οὔτε στὶς καθ’ αὑτὸ λειτουργικὲς εὐχές, τῆς Ἀναφορᾶς καὶ τὶς πρὸ καὶ μετὰ εὐχὲς ποὺ τὴν περιβάλλουν. Αὐτὸ γίνεται ἐμφανέστερο, ἂν συγκρίνουμε τὴν πρώτη σειρὰ τῶν εὐχῶν μὲ τὶς παράλληλες εὐχὲς ἄλλων ἀκολουθιῶν καὶ συνάξεων, ὅπως τὶς εὐχὲς τοῦ Λυχνικοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν, τοῦ Ἀποδείπνου καὶ τοῦ Μεσονυκτικοῦ, καθὼς καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἀρχαίων ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν τῆς τριθέκτης καὶ τῆς παννυχίδος. Ὅλες αὐτὲς ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα χρονικὰ σημεῖα τοῦ εἰκοσιτετραώρου καὶ συνδυάζονται πρὸς σωτηριολογικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν κατ’ αὐτά, ἀναφέροντας καὶ τὰ ἀνάλογα πρὸς τὶς ὧρες αὐτὲς αἰτήματά μας. Ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῶν διακονικῶν, ὅπου στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ σαφῶς προσδιορίζεται ὁ χρόνος τῆς τελέσεως («ἑωθινὴν» – «ἑσπερινήν», «τὴν ἡμέραν» – «τὴν ἑσπέραν»), ἐνῶ στὴν Θεία Λειτουργία δὲν προσδιορίζεται («πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ»). Ἐπίσης, ἐνῶ στὶς ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν Γ΄, ϛ΄ καὶ Θ΄ γίνεται συγκεκριμένη ἀναφορὰ στὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν κατ’ αὐτὲς (ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σταύρωση, θάνατος τοῦ Κυρίου), στὴν Θεία Λειτουργία, ἐνῶ γίνεται μνεία τῶν γεγονότων αὐτῶν, δὲν συναρτῶνται πρὸς ἀντίστοιχες ὧρες τοῦ νυχθημέρου. Στὴν ἱστορία δὲ τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν τῆς τελέσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας συναντῶνται ὅλες οἱ δυνατὲς παραλλαγὲς ὡς πρὸς τὸν χρόνο τελέσεως τοῦ μυστηρίου. «Ὁ χρόνος δὲν ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀλλὰ ἡ Λειτουργία ἐπιβάλλεται ἐπὶ τοῦ χρόνου». Σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα καταλήγει μετὰ ἀπὸ ἐμπεριστατωμένη ἔρευνα καὶ μελέτη τοῦ θέματος σχέσεως θείας λειτουργίας καὶ χρόνου καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπαραίτητη ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ π. Ἀλκιβιάδης Καλυβόπουλος στὴν διατριβή του «Χρόνος τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας», Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 218.
.           Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰώνα ὁ χρόνος τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας σταθεροποιήθηκε σὲ δύο βασικὰ χρονικὰ σημεῖα, χωρὶς νὰ παύσουν ποτὲ νὰ ὑπάρχουν κατὰ τόπους καὶ χρόνους ἢ καὶ νὰ συνυπάρχουν διάφορες παραλλαγὲς καὶ δυνατότητες. Οἱ ἐπιλογὲς τῆς ὥρας δὲν εἶναι τυχαῖες, ὄχι γιὰ τὸ θεολογικὸ νόημα ποὺ δόθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴν προτίμηση τῶν ὡρῶν αὐτῶν, ἀλλὰ γιατί ἐκφράζουν μιὰ σεβάσμια παράδοση αἰώνων, ποὺ εἶναι τὸ γέννημα τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς πνευματικῆς καὶ πρακτικῆς σοφίας τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ τάξη ποὺ βαθμηδὸν παγιώθηκε ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐθαίρετης ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ἔκφραση πίστεως, καὶ γι’ αὐτὸ συναρτᾶται πρὸς τὸ ὅλο σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν πιστῶν. Ὡς πνευματικὴ δὲ τράπεζα ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ αὐτονοήτως συνδεδεμένη μ’ αὐτὴν κοινωνία, παρέμεινε συνδεδεμένη, ὅπως κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ κατὰ τὶς εὐχαριστιακὲς συνάξεις τῶν πρώτων χριστιανῶν, μὲ τὴν ὑλικὴ τράπεζα. Ἡ διαφορὰ συνίσταται, στὸ ὅτι γιὰ λόγους εὐλαβείας ἡ πνευματικὴ βρώση καὶ πόση προηγεῖται τῆς ὑλικῆς καὶ ἡ δευτέρα αὐτὴ τράπεζα δὲν εἶναι πιὰ κοινή, ὅπως στὶς «ἀγάπες» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, οὔτε παρατίθεται στὸν ναό, ἀλλὰ στὰ ἰδιωτικά μας σπίτια. Γιὰ λόγους ἐπίσης εὐλαβείας, ἡ τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἑπομένως καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν κοινωνία, ἤδη ἀπὸ τὸν Δ´ αἰώνα ἂν μὴ καὶ ἐνωρίτερα, εἶχε ὡς προϋπόθεση τὴν λεγομένη «εὐχαριστιακὴ νηστεία», δηλαδὴ τὴν πλήρη ἀποχὴ τροφῆς καὶ ποτοῦ ἀπὸ τοῦ δείπνου ἢ ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου τῆς προηγουμένης ἡμέρας. «Ὥστε ἅγια θυσιαστηρίου, εἰ μὴ ἀπὸ νηστικῶν ἀνθρώπων, μὴ ἐπιτελεῖσθαι» (κανὼν μη΄ Καρθαγένης καὶ κθ΄ Πενθέκτης). Κατὰ τὴν τάξη αὐτή, ὅταν ἡ ἡμέρα εἶναι νήστιμος καὶ ἡ τράπεζα εἶναι μία, ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται πρὶν ἀπὸ αὐτήν, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (3η μ.μ. μὲ τὸ σύγχρονό μας ὡρολόγιο). Ὅταν ἡ ἡμέρα εἶναι ἑορτάσιμος, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει μὴ νήστιμος, τότε ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται πρὸ τοῦ γεύματος, δηλαδὴ μεταξὺ τρίτης καὶ ἕκτης ὥρας τῆς ἡμέρας (9ης π.μ. μέχρι 12ης μεσημβρινῆς, κατὰ τὸ ὡρολόγιό μας, περίπου). Ἡ τρίτη μὲ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας τελικὰ καθιερώθηκε ὡς ὁ πιὸ πρόσφορος γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας χρόνος καὶ θεολογικὰ δικαιώθηκε ὡς ὁ μόνος κατάλληλος, ἀφοῦ ἡ τέλεσή της προϋποθέτει τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Νεώτερα μάλιστα βυζαντινὰ κείμενα κακίζουν τοὺς Λατίνους, γιατί λειτουργοῦσαν πρὸ τῆς τρίτης ὥρας «ἐκ πρωΐας… καὶ οὐ κατὰ τὴν νενομισμένην τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὥραν». Παρὰ ταῦτα τὸ μοναχικὸ Τυπικὸ τοῦ ἁγίου Σάβα προβλέπει τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἐνωρίτερα τῆς τρίτης ὥρας, ὅταν προηγεῖται ἀγρυπνία «διὰ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας», κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτές. Ἔτσι συστέλλεται καὶ ὁ χρόνος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας, ποὺ γίνεται μεγαλύτερος κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν νηστειῶν, μικρότερος κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, ποὺ ἔχουν ἀγρυπνία, καὶ ἐνδιάμεσος κατὰ τὶς λοιπὲς μὴ ἑορτάσιμες ἡμέρες τοῦ ἔτους. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ σοφὰ διοργανωμένο σύστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ χρόνος τῆς τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν κοινωνία καὶ τὸ μῆκος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας συντονίζονται πρὸς τὸ θέμα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν ἑορτάσιμο, μὴ ἑορτάσιμο ἢ πένθιμο χαρακτήρα της.
.                Ἀντιθέτως πρὸς τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἔχουμε σύντμηση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν νηστειῶν ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία ἐπιμηκύνεται.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: «ΑΚΡΑΙΟ “ΚΑΙΡΙΚΟ” ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ»: ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ! –[2]

, , , ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε