Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἅγιοι Μάρτυρες

O ΑΓ. ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ὁ ΘΕΟΦΟΡΟΣ

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (20/12)
τοῦ Κωνσταντίνου Ἀθ. Οἰκονόμου δασκάλου 

ΓΕΝΙΚΑ: Τὶς περισσότερες πληροφορίες για τὸ βίο τοῦ Ἁγίου τὶς παίρνουμε ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἐπιστολές του. Στὰ κείμενα αὐτά, ἡπροσωπικότητά του ἐμφανίζεται τόσο θερμή, ὥστε ὑποτέθηκε, μᾶλλον λανθασμένα, ὅτι τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος (ignis= πῦρ) τοῦ ἀποδόθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ἀπὸ στοιχεῖα τῶν ἐπιστολῶν του οἱ εἰδικοὶ διατείνονται πὼς ὁ Ἰγνάτιος ἦταν τέκνο ρωμαϊκῆς ἐξελληνισμένης οἰκογένειας. Στα κείμενά του ἀποδίδει στον ἑαυτό του τὴν προσφώνησῃη “Θεοφόρος”. Πιθανὴ ἐξηγήση, κατὰ τὴν παραδοση, τοῦ προσωνυμίου αὐτοῦ εἶναι τὸ ὑποτιθέμενο γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἦταν τὸ μικρὸ παιδί που εἶχε πάρει στην ἀγκαλιά του ὁ Κύριος (Ματθ. ιη΄1). Ὅμως κατὰ τὸ χρόνο τοῦ μαρτυρίου του ὁ Ἰγνάτιος θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἑκατονταετής, ἂν ἰσχύει αὐτὴ ἡ ἄποψη. Ἡ ἄποψη τῶν Καθολικῶν ὅτι ὀνομάστηκε θεοφόρος ἐπειδὴ στὴν καρδιά του βρέθηκε γραμμένο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δεν εὐσταθεῖ, διότι ὁ Ἅγιος κατασπαράχθηκε ἀπὸ λιοντάρια. Ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος συναναστράφηκε μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἐνῶ ὁ Εὐσέβιος πιστεύει ὅτι ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη καὶ τοῦ Πολυκάρπου. Ὁ Ὡριγένης βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ὑπηῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας (70-107 μ.Χ.). Μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ἐπισκοπεία, συνελήφθη ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχές, δικάστηκε στὴν Ἀντιόχεια καὶ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο. Ἡ σύλληψή του συνέβη κατὰ τὸν διωγμὸ στὴ Μ. Ἀσία τοῦ 112, ὅταν ἔπαρχος ἦταν ὁ Πλίνιος ὁ Νεώτερος, ἐπὶ βασιλείας Τραϊανοῦ. Ἡ σύλληψή του πιθανότατα συνέβη κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Τραϊανοῦ κατὰ τῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Παρθίας.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Ἡ μεταγωγὴ τοῦ Ἰγνατίου στὴ Ρώμη εἶχε τὴν ἔννοια προσφορᾶς θεάματος πρὸς τὸ ρωμαϊκὸ ὄχλο, ἐν εἴδει θριάμβου, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία. Οἱ συνοδοὶ στρατιῶτες κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ συνελάμβαναν καὶἄλλους χριστιανοὺς για μία πιὸ … “πληθωρικὴ” παράσταση μπροστὰ στὰ θηρία τῆς ἀρένας. Ὁ Ἰγνάτιος ἔκανε αὐτὴ τὴν πολυμήνη ἀναγκαστικὴ πορεία ἀγόγγυστα, μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο πόθο για τὸ μαρτύριο, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι ὁ μαρτυρικὸς θάνατος θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στον Κύριο, ἀλλὰ καὶ ὅτι μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ πίστη του θὰ στήριζε τοὺς ὑπολοίπους αἰχμαλώτους. Ἡ πορεία τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν συνοδῶν τους στρατιωτῶν διῆλθε ἀπὸ πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐνῶ στὴ Σμύρνη ἔγινε ὀλιγοήμερη στάση. Ἐκεῖ τοὺς κρατουμένους ἐπισκέφθηκε καὶ στήριξε ὁ ἐπίσκοπος Πολύκαρπος. Τὸν Ἰγνάτιο ἐπισκέφθηκαν ἀκόμη ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴν Ἔφεσο (Ὀνήσιμος), τὴν Μαγνησία (Δημὰς) καὶ τὶς Τράλλεις (Πολύβιος). Οἱ ἀντιπρόσωποι αὐτοί, πέρα ἀπὸ τὴ στήριξη τοῦ Ἁγίου, ἐξέθεσαν καὶ τὰπροβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζαν στις ἐπισκοπές τους, τονίζοντας ἰδιαίτερα τὸ πρόβλημα τῶν Ἰουδαϊζόντων καὶ τῶν αἱρετικῶν Δοκητῶν. Ὁ Ἰγνάτιος τοὺς συμβούλευσε, ἐνῶ ἀργότερα συνέταξε ἐπιστολές, ποὺ τὶς παρέδωσε στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἐκπροσώπους τῶν κοινοτήτων. Στὴ Σμύρνη ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε, ἀπὸ χριστιανοὺς ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Ρώμη, πὼς κάποιοι πιστοὶ ἐπεδίωκαν τὴν ἀναθεώρηση τῆς δίκης του. Ὅμως ὁ ἴδιος ἔχοντας συνειδητοποιήσει τὴν ἀνάγκη τοῦ μαρτυρίου, τοὺς ἔγραψε ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε να παύσουν αὐτές τὶς προσπάθειες. Ἡ ἐπιστολὴ συντάχθηκε “τῇ πρὸ ἐννέα καλλανδῶν Σεπτεμβρίων”, δηλαδὴ στις 24/8, καὶ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο, κατὰ τὸ ρωμαϊκὸ ἡμερολόγιο, χρονολογημένο χριστιανικὸ κείμενο. Οἱ δέκα συνοδοὶ στρατιῶτες τοῦ Ἰγνατίου, ἦταν σκληροί, ἀλλὰ τοῦ ἐπέτρεπαν να δέχεται ἐπισκέπτες, συνήθως μετὰ ἀπὸ δωροδοκία. Ἐν συνεχείᾳ ἡ πορεία συνεχίστηκε καὶἔφθασαν στὴν Τρωάδα, ὅπου πληροφορήθηκάν πὼς ὁ διωγμὸς στὴν Ἀντιοχεία εἶχε σταματήσει. Ἔπειτα ἡ συνοδεία πέρασε στην Ἑλλάδα διὰ Νεαπόλεως καὶ Φιλίππων, ὅπου συνελήφθησαν καὶ ἄλλοι χριστιανοί. Ἀφοῦ διαπέρασαν Μακεδονία καὶ Ἤπειρο, ἀπὸ τὴν Ἐπιδαμνο πέρασαν μὲ πλοῖο στὴ Ρώμη. Ὁ Ἰγνάτιος μαρτύρησε τὴν 20ὴ Δεκεμβρίου στο Κολοσσαῖο γινόμενος βορὰ σὲ ἄγρια θηρία. Ἀξίζει να ἀναφέρουμε πὼς ὁ Λουκιανὸς στο ἔργο του “Περὶ Περεγρίνου τελευτῆς” εἰρωνεύεται, πιθανότατα,τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: Διασώθηκαν 13 ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου. Αὐτὲς εἶναι: Μαρίας ἐκ Κασσοβήλων πρὸς Ἰγνάτιον, Ἰγνατίου πρὸς Μαρίαν, πρὸς Τραλλιανούς, Μαγνησιεῖς, Ταρσεῖς, Φιλιππησίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους, Πολύκαρπον Σμύρνης, Ἀντιοχεῖς, Ἥρωνα, Ἐφεσίους, Ῥωμαίους. Σὲ μία ἅλλῃ διασωθεῖσα συλλογὴ ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ: Θεοτόκου πρὸς Ἰγνάτιον, Ἰγνατίου πρὸς Θεοτόκον, πρὸς Ἰωάννην Α΄καὶ πρὸς Ἰωάννην Β΄. Οἱ ἐπιστολές του ἀποσαφηνίζουν δογματικὰ θέματα καὶ ἀπαντοῦν στοὺς αἱρετικοὺς Δοκητές. Γράφει ὁ Ἰγνάτιος γιὰ νὰ δείξει τὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου: “Εἷς ἰατρός ἐστι, σαρκικὸς καὶ πνευματικός, γεννητὸς καὶ ἀγέννητος, ἐν σαρκὶ γενόμενος Θεός, ἐκ θανάτου ζωὴ ἀληθινή, καὶ ἐκ Μαρίας καὶ ἐκ Θεοῦ,  πρῶτον παθητὸς καὶ τοῦτο ἀπαθής, Ἰησοῦς Χριστός,ὁ Κύριος ἡμῶν” (Ἐφεσ. 7,2).

, ,

Σχολιάστε

OΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕΚΑΙΔΕΚΑ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ πολιοῦχοι τοῦ Κιλκίς (Δ. Νατσιός)

Οἱ πολιοῦχοι τοῦ Κιλκὶς
ἅγιοι Πεντεκαίδεκα Ἱερομάρτυρες
καὶ ἡ Στρώμνιτσα (28 Νοεμβρίου)

Δημήτριος Νατσιὸς
δάσκαλος – θεολόγος
Κιλκὶς

Οἱ ἅγιοι Πεντεκαίδεκα ἱερομάρτυρες, ποὺ τιμῶνται ἰδιαιτέρως καὶ εἶναι πολιοῦχοι τῆς πόλεως τοῦ Κιλκίς, ἀνήκουν στὴν εὐρύτερη χορεία τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας καὶ εἰδικότερα τῶν μαρτύρων.

. – – – – – – – – . Μάρτυρες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τοὺς ἀγωνισαμένους μέχρι ψυχῆς καὶ αἵματος καὶ μαρτυρήσαντας τῇ δόξῃ τοῦ Χριστοῦ. (ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων). Μάρτυρας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑπομένει θεληματικὰ τὸν σωματικὸ θάνατο, προκειμένου νὰ παραμείνει πιστὸς στὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του στὸν Χριστό. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀποκαλεῖ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Μαρτύρων, τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους, γενέθλια ἡμέρα, διότι αὐτὴν τὴν ἡμέρα εἰσῆλθαν στεφανηφόροι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ πιστοὶ πανηγυρίζουν καὶ ἑορτάζουν μὲ χαρὰ τὴν ἡμέρα μνήμης τῆς ἀθλήσεως τῶν μαρτύρων.
«Ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων εἶναι παρηγοριὰ τῶν πιστῶν, παρρησία τῶν Ἐκκλησιῶν, σύσταση τοῦ χριστιανισμοῦ, κατάλυση τοῦ θανάτου, ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως, γελοιοποίηση τῶν δαιμόνων, κατηγορία τοῦ διαβόλου, διδασκαλία τῆς ἐνάρετης ζωῆς, παρακίνηση γιὰ περιφρόνηση τῶν παρόντων πραγμάτων καὶ ὁδὸς γιὰ ἐπιθυμία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, παρηγορία γιὰ τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς ἔχουν βρεῖ καὶ αἰτία γιὰ ὑπομονή, καθὼς καὶ ρίζα καὶ πηγὴ καὶ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
. – – – – – – – – . Οἱ προστάτες καὶ πολιοῦχοι τῆς πόλεως τοῦ Κιλκὶς Πεντεκαίδεκα Ἱερομάρτυρες ἔζησαν τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας στὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361-363 μ.Χ.). Ἄγνωστη παραμένει ἡ καταγωγή τους, ἐνῶ τὸ Συναξάρι καὶ τὸ μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Ἀχρίδος- Οἱ Δεκαπέντε Μάρτυρες τῆς Τιβεριούπολης, ἐκδόσεις “Ζῆτρος”) συνέγραψε ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αἰ.).
. – – – – – – – – . Στὴ σύντομη βασιλεία του ὁ Ἰουλιανὸς προσπάθησε νὰ ἀνασυγκροτήσει τὴν αὐτοκρατορία μὲ βάση τὶς φιλοσοφικὲς καὶ εἰδωλολατρικὲς πεποιθήσεις του. Πρωταρχικὸ μέλημα τοῦ Ἰουλιανοῦ ἦταν ἡ ἀποκατάσταση καὶ ἐπαναφορὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Ἄνοιξε ξανὰ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων, ἐπέστρεψε τὶς περιουσίες τους καὶ ἄρχισε προσφορὰ δημοσίων θυσιῶν.
Ταυτόχρονα ἔλαβε μέτρα κατὰ τῶν Χριστιανῶν, «τῶν Γαλιλαίων» ὅπως περιφρονητικὰ τοὺς ἀποκαλοῦσε. Τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα, τοὺς ἀπαγόρευσε νὰ φοιτοῦν στὶς διάφορες σχολές, ἀντικατέστησε τὰ χριστιανικὰ σύμβολα μὲ εἰδωλολατρικά. Ἡ ἀρχική του ἀποτυχία τὸν ἐξαγρίωσε ἀφάνταστα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἰουλιανὸς πρόσταξε τοὺς διοικητὲς τῶν πόλεων, νὰ συλλαμβάνουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἂν δὲν ἀρνοῦνταν τὸν Χριστό, νὰ τοὺς βασανίζουν μέχρι θανάτου.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ διαταγή, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Νίκαιας διέταξε τοὺς χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς του νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, διαφορετικά τοὺς περίμεναν ἀνεκδιήγητα βασανιστήρια καὶ ὁ θάνατος. Οἱ χριστιανοί, ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτά, φώναξαν ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ: «Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ θυσιάσουμε στὰ κουφὰ καὶ ἄφωνα εἴδωλα».
Αὐτὸ τὸν γέμισε μὲ πολὺ θυμὸ καὶ ἀκατάσχετη μανία, καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ θανατώσεις, ἐνῶ πολλοὶ ξέφυγαν στὰ ὄρη καὶ τὶς ἐρημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σὲ ἄλλους τόπους.
Ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους ἦταν οἱ Τιμόθεος, Κομάσιος, Εὐσέβιος καὶ Θεόδωρος οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν κατ’ ἀρχὰς στὴν Θεσσαλονίκη. Δὲν ἔμειναν ὅμως πολὺ καιρὸ καὶ στὴν πόλη αὐτή, λόγῳ τῶν διωγμῶν, καὶ κατέφυγαν βόρεια, στὴν πόλη Στρώμνιτσα, ποὺ τότε ὀνομαζόταν Τιβεριούπολη.
. – – – – – – – – . Ἡ Στρώμνιτσα βρίσκεται στὶς ὑπώρειες τῆς βορειοδυτικῆς προεκτάσεως τῆς Κερκίνης, στὴ Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εὔφορης πεδιάδας καὶ ἀπέχει ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα. Στὴν ἀρχαιότητα, στὴν ἴδια θέση βρισκόταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη τῶν Παιόνων, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀστραῖον ἢ Αἰστραῖον ἢ καὶ Ἀστέριον. Κατὰ τὸν 3ο π.Χ. αἰώνα μετονομάσθηκε σὲ Καλλίπολη. Κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο ἡ πόλη ὀνομάζεται Τιβεριούπολη. Ἔτσι ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (τέλη τοῦ 11ου αἰώνα), σὲ χρυσόβουλα τῶν Κομνηνῶν καὶ ἀπὸ βυζαντινοὺς συγγραφεῖς κυρίως ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Γρηγορᾶ.
. – – – – – – – – . Ὑπὸ ποιὲς συνθῆκες πῆρε τὴν ὀνομασία αὐτὴ δὲν ὑπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ὁ καθηγητὴς Ἀθανάσιος Ἀγγελόπουλος στὸ βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Στρωμνίτσης», γράφει ὅτι ἡ ὀνομασία ἔγινε μᾶλλον ἐπὶ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου ὀνόματι Τιβερίου. Αὐτοκράτορες μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὑπῆρξαν δύο. Ὁ πρῶτος βασίλευσε λίγο μετὰ τὸν Ἰουστινιανὸ (578-582) καὶ ὁ δεύτερος ἀργότερα (689-705). Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ δόθηκε ἐπὶ τοῦ πρώτου Τιβερίου. Δὲν ἀποκλείει ὁ καθηγητὴς τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μετονομάστηκε σὲ Τιβεριούπολη, λόγῳ τῆς παραμονῆς ἐκεῖ τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Τιβερίου (14-37 μ.Χ.). Στὰ χρόνια τῆς Σερβοβουλγαρικῆς κατοχῆς τῆς πόλης, ἡ Τιβεριούπολη ἔλαβε τὴν ὀνομασία «Στρώμνιτσα». Ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα ἕως τὸν 13ο αἰώνα ἡ πόλη καθίσταται ἀντικείμενο ἔριδος μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Βουλγάρων, ὡς παραμεθόριο κάστρο, καὶ τότε ὀνομάστηκε προφανῶς Στρώμνιτσα.
. – – – – – – – – . Ἡ ὀνομασία αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὸν ποταμὸ Στρυμώνα ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους «Στρούμα». Τὴν περιοχὴ τῆς Στρώμνιτσας διαρρέει ὁμώνυμος παραπόταμος τοῦ Στρυμώνα, τὸν ὁποῖο οἱ Βούλγαροι ὀνομάζουν «Στρούμιτζα» ἢ «Στρώμνιτσα». Ἔτσι διατηρήθηκε ἡ ὀνομασία Στρώμνιτσα καὶ ἡ πόλη κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθηρὸ Ἑλληνισμὸ ὅλη τὴν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Γένους στοὺς Ὀθωμανοὺς ὢς τὸ 1913.
. – – – – – – – – . Στὴν Τιβεριούπολη, λοιπόν, τὴν κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οἱ τέσσερις πρῶτοι Ἱερομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν ἁγία ζωή τους καὶ τὴν φλογερὴ διδασκαλία τους «ἔσπειραν τὸν σπόρο τοῦ θείου λόγου στὰ χωράφια τῶν ψυχῶν καὶ δημιούργησαν μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὸν Χριστὸ ἕνα εὔφορο καὶ καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (ἅγιος Θεοφύλακτος).
. – – – – – – – – . Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ χαριτόβρυτος πολιτεία τους εἵλκυσε καὶ ἄλλους ἕντεκα ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς τῆς Τιβεριούπολης, ἀπαρτίζοντας «τὴν Τρίτη πεντάδα» τῶν πιστῶν δούλων καὶ ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος Χριστοῦ. Τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων εἶναι: Τιμόθεος, καὶ Θεόδωρος ἐπίσκοποι. (Ὁ Θεόδωρος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 θεοφόρους πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ ὁ Τιμόθεος κατέστη ἐπίσκοπος Τιβεριουπόλεως). Πέτρος, Ἰωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικηφόρος οἱ ἱερεῖς, Βασίλειος καὶ Θωμᾶς διάκονοι, Ἱερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος καὶ Εὐσέβιος οἱ μοναχοί.
. – – – – – – – – . Ὅλοι μαζὶ οἱ ἅγιοι ζοῦσαν ἀγγελικὴ ζωή, φώτιζαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἤλεγχαν τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων στὴν Τιβεριούπολη καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχή, ἐνῶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, καὶ μάλιστα τῶν ἰάσεων.
. – – – – – – – – . Ἡ ἱεραποστολικὴ καὶ χριστιανικὴ δράση τῶν Δεκαπέντε ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου διαδόθηκε «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» καὶ ἔφτασε ὣς τὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἦταν διοικητὲς ὁ Οὐάλλης καὶ ὁ Φίλιππος, φανατικοὶ εἰδωλολάτρες, τυφλὰ ὄργανα τοῦ δυσσεβοῦς Ἰουλιανοῦ. Ἀκούγοντας οἱ δύο τὴν δράση τῶν ἁγίων, ἔσπευσαν στὴν Τιβεριούπολη, τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς προσήγαγαν σὲ δημόσια δίκη. Ἐκεῖ τοὺς ἐπιτίμησαν καὶ τοὺς κατηγόρησαν ὅτι περιφρονοῦν τὰ διατάγματα τοῦ βασιλέως καὶ πιστεύουν ὡς Θεὸ αὐτὸν ποὺ σταυρώθηκε μὲ ληστές. Οἱ ἅγιοι, χωρὶς δισταγμὸ καὶ μὲ θάρρος στὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους, διαλαλώντας τὸ ἀποστολικὸ «οὐδεὶς ἡμᾶς χωρίσει τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», ἀποδεικνύοντας ταυτόχρονα τὸ ἄλογον τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα, ἡ πειστικότητα τῶν ἐπιχειρημάτων τους ἦταν τέτοια, ὥστε οἱ δύο τύραννοι τοὺς διέκοψαν τὸν εἱρμὸ τοῦ λόγου τους λέγοντάς τους «ὁμολογεῖτε τοὺς ἀθανάτους θεοὺς ἢ ὄχι;». «Ποτέ», εἶπαν οἱ μάρτυρες, «δὲν θὰ θυσιάσουμε στοὺς δαίμονες καὶ τὰ εἴδωλά τους, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν δαιμόνων». Ἡ γενναία ἀπάντησή τους ἐξόργισε τοὺς δύο διοικητὲς ποὺ ἀποφάσισαν τὴν μὲ ξίφος θανάτωση τῶν ἁγίων.
Ξεκίνησαν λοιπὸν μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, γιὰ τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, ὅπου καὶ ἔλαβαν τὰ ἀμάραντα στέφανα τῆς ἀθλήσεώς τους.
. – – – – – – – – . Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πεντεκαίδεκα ἁγίους, ὁ ἱερεὺς Πέτρος, «θείῳ ζήλῳ πυρωθεὶς τὴν καρδίαν» φώναξε λίγο πρὸ τοῦ μαρτυρίου: «Παραβάτες τῶν ἔργων καὶ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας, γιατί χύνετε χωρὶς αἰτία τὸ αἷμα τῶν δικαίων, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀποδείχτηκε τίποτε ποὺ ν’ ἀξίζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ μᾶλλον ὅλες οἱ πράξεις τους ἀξίζουν τιμὲς καὶ στεφάνια;». Αὐτὰ τὰ λόγια μόλις τὰ ἄκουσαν οἱ μιαροὶ ἐκεῖνοι ἄρχοντες, πρόσταξαν νὰ ξαπλώσουν καταγῆς τὸν μάρτυρα καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν μὲ ραβδιά, ἔπειτα νὰ τοῦ κόψουν τὰ χέρια καὶ τελικὰ νὰ τὸν θανατώσουν μὲ ξίφος. Τὰ χέρια τοῦ ἁγίου τὰ πέταξαν στὰ σκυλιά. Ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὸ δεξὶ χέρι ἔπεσε στὰ πόδια μίας ἐκ γενετῆς τυφλῆς, ἡ ὁποία μόλις τὸ ἀντιλήφθηκε τὸ πῆρε στὸ σπίτι της καὶ τὸ φρόντισε. Καὶ ἀπὸ τὴ χαρά της γιὰ τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ ποὺ κατεῖχε, καταφιλοῦσε τὸ χέρι τοῦ μάρτυρα, τὸ ἀγκάλιαζε, τὸ τοποθετοῦσε στὰ μάτια της. Καὶ τότε ἔγινε τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου – ἀνοίξανε τὰ μάτια της καὶ βρῆκε τὸ φῶς της. Τὸ ἅγιο αὐτὸ λείψανο, ἡ εὐσεβὴς γυναίκα τὸ ἐναπέθεσε ἀργότερα στὴ Θεσσαλονίκη, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς καλλινίκου μάρτυρος Ἀναστασίας, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν Στρώμνιτσα.
. – – – – – – – – . Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χριστιανομάχων διοικητῶν στὴ Θεσσαλονίκη, οἱ πιστοὶ τῆς Τιβεριούπολης πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν ἁγίων, τὰ τοποθέτησαν σὲ λάρνακες, στὶς ὁποῖες ἔγραψαν τὸ ὄνομα, τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἀξίωμά τους. Ἦταν 28 Νοεμβρίου τοῦ 362 μ. Χ. Ἀργότερα ἀνήγειραν καὶ μεγαλοπρεπῆ ναό, ὅπου τοποθετήθηκαν οἱ Δεκαπέντε λάρνακες ποὺ ἀποτέλεσαν πηγὴ θαυμάτων καὶ ἰάσεων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώζει ὁ βιογράφος τους ἅγιος Θεοφύλακτος, ὥστε ὅπως γράφει, «νὰ γίνει ἡ Τιβεριούπολη ἕνας λαμπρὸς πυρσός, ποὺ ἅπλωνε τὸ φῶς τῆς πίστης σὲ ἄλλες πόλεις καὶ ἀνακαλοῦσε ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ πλάνη ὅσους βρίσκονταν στὸ πέλαγος τῆς ἀπιστίας». Δυστυχῶς, ἐξ αἰτίας βαρβαρικῶν ἁλώσεων καὶ καταστροφῶν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων χάθηκαν καὶ μόνο τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, τὸ ὁποῖο ἐπεστράφη στὴν Στρώμνιτσα καὶ τὸ κρατοῦσαν οἱ εὐσεβεῖς Ἕλληνες τῆς Στρώμνιτσας ὡς θησαυρὸ πολυτίμητο, στοὺς δίσεκτους χρόνους τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς.
. – – – – – – – – . Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Δευτέρου Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ ἔνδοξος ἑλληνικὸς στρατός, ἀπελευθερώνει καὶ τὴν Στρώμνιτσα ἀπὸ τὸν βουλγαρικὸ ζυγό. Στὶς 26 Ἰουνίου τοῦ 1913 εἰσέρχεται στὴν πόλη μία ἴλη τοῦ ἑλληνικοῦ ἱππικοῦ καὶ τὴν ἀπελευθερώνει. Χαρᾶς εὐαγγέλια. Ἡ πόλη πλημμυρισμένη ἀπὸ τὴν κυανόλευκη ὑποδέχεται τοὺς ἀπελευθερωτὲς μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Δυστυχῶς ὅμως μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου στὶς 26 Ἰουλίου τοῦ 1913 ἡ πόλη ἐπιδικαζόταν στοὺς Βουλγάρους. Τὸ τρομακτικὸ νέο γνωστοποιεῖται τηλεγραφικῶς στὸν τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Ἀρσένιο καὶ ἐκεῖνος περίλυπος καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, τὸ ἀνακοινώνει στὸ ποίμνιό του. Τὰ ἄδικα καὶ θλιβερὰ νέα διαδόθηκαν ἀστραπιαία. Ἡ κατάφωρα ἄδικη ἀπόφαση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ὑποχρέωνε τοὺς Στρωμνιτσιῶτες νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὸ μένος τῶν Βουλγάρων. Ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα καὶ νὰ καταφύγουν στὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ πρῶτα κάψουν τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀκίνητα ὑπάρχοντά τους, γιὰ νὰ μὴν βροῦν τίποτε οἱ Βούλγαροι.
. – – – – – – – – . Ἔτσι, ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς πανάρχαιας ἑλληνικῆς πόλεως Αἰστραῖον ἢ Τιβεριουπόλεως ἢ Στρώμνιτσας ἐγκατέλειπε κατώδυνος τὴν προγονική του γῆ. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τῶν προσφύγων Στρωμνιτσιωτῶν ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἐρειπωμένη ἀπὸ τὸν πόλεμο πόλη τοῦ Κιλκὶς (περίπου 3.500) τὴν ὁποία μὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἀγάπη ἄρχισαν γρήγορα νὰ τὴν ἀνοικοδομοῦν. Ἄλλοι ἐγκαταστάθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη.
. – – – – – – – – . Οἱ Στρωμνιτσιῶτες ἔφεραν μαζί τους στὸ Κιλκὶς ὡς ἱερὰ κειμήλια μία παλαιὰ εἰκόνα τῶν Πεντεκαίδεκα ἱερομαρτύρων, τὴν ὁποία ἐναπέθεσαν σ’ ἕναν παλαιὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος κοντὰ στὸ Κοιμητήριο, τὸν ὁποῖο μετονόμασαν σὲ ναὸ τῶν Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων καὶ μία παλιὰ Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὴν ὁποία ἐναπέθεσαν ἐπίσης σὲ ἕναν παλαιὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ποὺ μετονόμασαν καὶ αὐτὸν σὲ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου λόγῳ τοῦ ὅτι καὶ στὴν Στρώμνιτσα ὑπῆρχε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ὁ ὁποῖος μάλιστα, ἦταν ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς τῆς πόλεως.
. – – – – – – – – . Ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς ὅμως ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴν πατρίδα εἶναι τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου τοῦ Πρεσβυτέρου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Πεντεκαίδεκα, τὸ ὁποῖο ἐναπέθεσαν καὶ αὐτὸ στὸν μετονομασθέντα ναό. Οἱ Στρωμνιτσιῶτες ἐγκαταστάθηκαν στὸ Κιλκὶς γύρω ἀπὸ τοὺς δύο προαναφερθέντες ναούς. Τὸ 1967 μὲ ἐνέργειες τοῦ τότε Μητροπολίτη Πολυανῆς καὶ Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη τοῦ Ποντίου, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας καὶ πρὸς τὸ ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο, καθιερώθηκε μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα τῆς 19ης Ἰουλίου 1967 νὰ ἑορτάζονται ἐπίσημα ὡς πολιοῦχοι τῆς πόλεως Κιλκὶς καὶ ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς τους (28 Νοεμβρίου) ὡς ἀργία γιὰ τὸν τόπο.
. – – – – – – – – . Στὰ ἑπόμενα χρόνια ὅμως ὁ παλαιὸς ναὸς ἔπαθε σημαντικὲς ζημιὲς ἀπὸ σεισμοὺς καὶ γκρεμίσθηκε. Στὶς 12 Ἰουνίου 1977 θεμελιώθηκε ὁ σημερινὸς περικαλλὴς ναὸς τῶν ἁγίων, ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο Στάμενα, τὸν μετέπειτα Παροναξίας, ἱερατεύοντος τοῦ π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τὰ θυρανοίξια τοῦ νέου ναοῦ ἔγιναν στὶς 27 Νοεμβρίου 1989, ἐνῶ τὰ Ἐγκαίνια στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1990 ἱερατεύοντος τοῦ π. Σταύρου Χριστοφορίδη.
. – – – – – – – – . Στὸ νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ ἡ παλαιὰ εἰκόνα. Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Κιλκίς, κάθε χρόνο στὶς 28 Νοεμβρίου, τιμᾶ καὶ γεραίρει τὴν μνήμη τῶν πολιούχων καὶ προστατῶν του Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων.
Δημήτριος Νατσιὸς
δάσκαλος – θεολόγος
Κιλκὶς

,

Σχολιάστε

«ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΣ» ΠΥΡΙ «ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΕΣ»;

«ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΣ» ΠΥΡΙ «ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΕΣ»;
Ἕνα μικρὸ σχόλιο πάνω στὴν «ἁγιολογία»
τῶν ὀλεθρίων ἡμερῶν τοῦ Ἰουλίου 2018

.              Στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπιπολαιότητος καὶ τοῦ ἐπικοινωνιακοῦ ὠφελιμισμοῦ εἶναι μᾶλλον ἄσκοπο νὰ ἐπιχειροῦνται ὁριοθετήσεις καὶ διορθώσεις. Ἐν τούτοις παρὰ τὸ ἀνώφελο μιᾶς διευκρινίσεως ἀποτολμᾶται ἐδῶ μιὰ τέτοια.
.            «Μαρτυρικῶς πυρὶ τελειωθέντες», κυκλοφόρησε συνθηματικὰ καὶ ταχύτατα ὁ ἁγιολογικοῦ χαρακτῆρος τεχνικὸς ὅρος (terminus technicus) γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας – θύματα τῆς φονικῆς πυρκαϊᾶς στὸ Μάτι τῆς Ἀττικῆς, ὑπὸ τὴν πύρινη συναισθηματικὴ πίεση τοῦ ὀλέθρου, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της ὁδήγησε εὔκολα στὴν ἐπιπόλαιη υἱοθέτησή του καὶ σχεδὸν ἐπιβολή του ὡς συνθηματικὸ στερεότυπο.
.         Ἂν ἀληθεύει κάτι σὲ αὐτὸ τὸ «στερεότυπο» εἶναι ἡ λέξη «πυρί», διότι πράγματι ἐξ αἰτίας τοῦ πυρὸς καὶ μέσα στὸ πῦρ, στὴν φωτιά, ἔχασαν τὴν ζωή τους οἱ συνάνθρωποί μας αὐτοί. Ὅμως οἱ ἄλλες δύο λέξεις χρησιμοποιοῦνται ἀτυχῶς καὶ ἐσφαλμένως, διότι οὔτε «ἐτελειώθησαν», οὔτε βεβαίως «μαρτυρικῶς».

Ἐξηγούμεθα:

1. Βασανιστικῶς καὶ ὀδυνηρῶς ὁπωσδήποτε ἔχασαν τὴν ζωή τους (καὶ προξένησε ὁ θάνατός τους πανεθνικὸ ψυχικὸ ἄλγος)  ἀλλὰ ὄχι «μαρτυρικῶς», διότι τὸ «μαρτυρικῶς» σημαίνει ὅτι παρὰ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου κατέθεσαν τὴν μαρτυρία τῆς Πίστεως στὸν Χριστό. Ποιά μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς Πίστεως ἔδωσαν στὴν συγκεκριμένη περίπτωση;

2. Ἄλλο τὸ «ἀποθνήσκω», τὸ «πεθαίνω», ἄλλο τὸ «φονεύομαι» κι ἄλλο τὸ «τελειοῦμαι». Τελειοῦμαι δὲν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι χάνω τὴν ζωή μου, ἀλλὰ ὅτι τελειοποιοῦμαι (ὁλοκληρώνομαι πλήρως καὶ στὸν ἀκρότατο βαθμὸ) στὴν Πίστη ἐν ἔργῳ, δηλαδὴ ἀποδεικνύοντας ἐμπράκτως τὴν πληρέστατη Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοθυσία γιὰ τὸν Ἀληθινὸ Θεό, ὡς μίμηση τοῦ Πάθους τοῦ Ἀρχιμάρτυρος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι κάτι τέτοιο ἐκπληρώθηκε στὴν προκειμένη περίπτωση;

.            Συμπερασματικῶς, ὀρθότερη θὰ ἦταν ἐνδεικτικῶς –χωρὶς κατ᾽ ἐλάχιστον νὰ ἀπαξιώνεται τὸ φρικτὸ τέλος τῶν συνανθρώπων μας καὶ ἡ ἱερή τους μνήμη– μιὰ διατύπωση τοῦ τύπου: «ὀδυνηρῶς πυρὶ ἀποθανόντες». Ἔτσι διασώζεται καὶ ἡ ἀλήθεια τῶν γεγονότων ἀλλὰ καὶ ἡ Θεολογία. Εἶναι ἀνίερο μὲ ἀνακριβεῖς λέξεις νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴν ἀνάπαυσή τους.
.          Καὶ εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ἐπιπόλαιη ἀνάμιξη τῶν ἀληθινῶν καὶ ἅγιων πραγμάτων τῆς Πίστεώς μας μὲ τὶς καψαλίθρες τῶν συναισθημάτων καὶ μὲ τὴν τέφρα τῶν ἐντυπώσεων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς (Σοφ. Σολ. Δ´ 13)

«Μάρτυρες εἶναι αὐτοὶ ποὺ παρὰ τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν θάνατο ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Τὸ μαρτύριο ὡς ἐθελούσια μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ ταυτίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ βάπτισμα (βάπτισμα τοῦ αἵματος) καὶ θεωρήθηκε ἀνώτερο ἀπὸ τὸ βάπτισμα δι᾽ ὕδατος»
(Δημ. Τσάμης, «Ἁγιολογία», ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1985, σελ. 56)

«Πᾶς ὁ μαρτυρῶν τῇ ἀληθείᾳ, εἴτε λόγοις, εἴτε ἔργοις εἴτε ὅπως ποτε ταύτῃ παριστάμενος, μάρτυς εὐλόγως ἂν χρηματίζοι». […] Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, μαρτυρώντας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, σώζουν τὴν ψυχή τους: «ὃς ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν». Καί, σὲ ἄλλο σημεῖο, ὑψώνεται στὴν κορυφαία θέση τὸ μαρτύριο, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη (Ἰω. ιε´ 13): «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ (Ματθ. ε´ 12) […] Ἡ ἐξαιρετικὴ αὐτὴ τιμὴ ποὺ ἀπολαμβάνουν οἱ Μάρτυρες καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό, κυρίως ὀφείλεται διότι τὸ μαρτύριο θεωρεῖται κορυφαῖο κατόρθωμα καὶ τελείωσις· καί, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κλήμεντος (Στρωμ. Δ´ 3, 14), «οὐχ ὅτι τέλος τοῦ βίου ὁ ἄνθρωπος ἔλαβεν ὡς οἱ λοιποὶ ἀλλ᾽ ὅτι τέλειον ἔργον ἀγάπης ἐνεδείξατο». Γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ κάθε μέρα στὸ Συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκοῦμε, καὶ γιὰ τοὺς Μάρτυρας καὶ γιὰ τοὺς ὁσίους, «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ… πυρὶ τελειοῦνται κλπ, ἢ: ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται κλπ.»
(Π. Β. Πάσχου, «Ἅγιοι, οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ – εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐκδ. “Ἁρμός”, β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 1997, σελ. 42-43)

Μέρος Β´: «ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΣ» ΠΥΡΙ «ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΕΣ»; –2

 

Σχολιάστε

«ΠΑΝΩ ΑΠ᾿ ΟΛΑ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!» (Ἡ ἁγία Βάσσα καί τά τρία παιδιά της, 21 Αὐγούστου)

Ἡ ἁγία Βάσσα καί τά τρία παιδιά της,
21 Αὐγούστου

ἀπὸ τὸ περιοδ. «Πρὸς τὴν Νίκη»,
ἀρ. τ. 750, Αὔγουστος 2012

.           Εἶχαν βρεθεῖ σέ πολύ δύσκολη θέση τά τρία ἀδέλφια. Μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα ὅλα κυλοῦσαν ἥσυχα καί καλά μέσα στήν οἰκογένειά τους.
.           Τί ἦταν ὅμως αὐτό πού συνέβη;
.           Γύρω στό 280 μ.Χ. στήν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας, ὅπου ἔμεναν, ἔφθασε ἡ εἴδηση ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός μέ ἀφορμή τά γενέθλιά του καλοῦσε ὅλους τούς πολίτες νά προσφέρουν ὑποχρεωτικά θυσίες στά εἴδωλα.
.           Μέ τόν τρόπο αὐτό ἤθελε νά πιέσει τούς χριστιανούς νά ὑποταχθοῦν στήν ἐπίσημη τότε εἰδωλολατρική θρησκεία.
.           Τά πράγματα δέν ἦταν καθόλου εὔκολα γιά τούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι, ἄν ἀντιδροῦσαν, ἀντιμετώπιζαν τήν ἀπειλή σκληρῶν βασανιστηρίων, ἀκόμη καί τοῦ θανάτου! Ἀκόμη πιό δύσκολα ὅμως ἦταν τά πράγματα γιά τό Θεόγνιο, τόν Ἀγάπιο καί τόν Πιστό. Αὐτά τά τρία ἀδέλφια εἶχαν ἀπό τή μιά μεριά τόν πατέρα τους Βαλεριανό, φανατικό εἰδωλολάτρη, ὁ ὁποῖος τούς πίεζε νά λάβουν μέρος στίς εἰδωλολατρικές γιορτές· κι ἀπό τήν ἄλλη τή μητέρα τους, τή Βάσσα, πιστή χριστιανή, ἡ ὁποία τούς παρακαλοῦσε νά μήν παρασυρθοῦν καί ἀρνηθοῦν τήν ἀληθινή πίστη, πού τούς εἶχε διδάξει ἡ ἴδια ἀπό τά πρῶτα κιόλας βήματά τους.
.           Τί νά κάνουν; Νά πᾶνε στίς γιορτές τῶν εἰδώλων;…
.           Καί πῶς μποροῦν ν’ ἀφήσουν μόνη της τή μητέρα τους, πού τόσο πολύ ἀγαποῦν, καί νά προδώσουν τήν ἀγάπη στό Χριστό πού ἡ ἴδια τούς εἶχε μεταδώσει;…
.           Ἤ, νά παρακούσουν μέ ὅποιο τίμημα– τήν ἐντολή τοῦ πατέρα τους, πού ἦταν τόσο πολύ αὐστηρός;!… Κι ἄν τούς ὁδηγοῦσαν στά βασανιστήρια; Θά ἄντεχαν τά σκληρά μαρτύρια;…
.           Τί φοβερό δίλημμα! Ἦταν σέ πολύ δύσκολη θέση τά τρία παιδιά. Περπατοῦσαν στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ. Παιδιά ἦταν, ἀλλά ἀντί γιά ἀνέμελα παιχνίδια ἔπαιζαν τή ζωή τους κορώνα-γράμματα… Ἀπό τό τί θά διάλεγαν τελικά, θά κρινόταν τό μέλλον τους. Αὐτήν τήν κρίσιμη ὥρα στάθηκε κοντά τους ὡς ἀληθινή ἡρωίδα ἡ μάνα τους.
— Παιδιά μου, τούς εἶπε μέ στοργή, πονῶ καί φοβᾶμαι γιά σᾶς. Πονῶ περισσότερο ἀπό τότε πού σᾶς γεννοῦσα καί φοβᾶμαι ὄχι μή σᾶς χάσω, ἀλλά μήπως παρασυρθεῖτε καί χάσετε τά δῶρα πού ὑπόσχεται ὁ Θεός σ’ ὅσους μείνουν κοντά Του. Καλά μου παιδιά, θυμάστε πού σᾶς ἔλεγα πόσο πολύ μᾶς ἀγαπάει ὁ Χριστός; Νά ’τος τώρα! Σᾶς ἁπλώνει τά χέρια… Ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά Του! Γρήγορα λοιπόν τρέξτε κοντά Του!
.           Τά γεμάτα ἀγάπη λόγια τῆς χριστιανῆς μάνας μετάγγισαν τίς καρδιές τῶν παιδιῶν πίστη καί γενναιοψυχία. Ὅταν λοιπόν τά κάλεσε ὁ πατέρας τους γιά νά πᾶνε μαζί του νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, αὐτά μέ μιά φωνή ἀρνήθηκαν. Ταράχθηκε ὁ σκληρός εἰδωλολάτρης. Στράφηκε ἐναντίον τῆς συζύγου του καί δέν δίστασε νά τήν κατηγορήσει δημόσια ὅτι εἶναι χριστιανή. Ἔτσι τή συνέλαβαν καί τήν ὁδήγησαν μαζί μέ τά παιδιά της στό δικαστήριο.
.           Στό δικαστήριο, ὅπου πρόεδρος ἦταν ὁ ἀνθύπατος τῆς περιοχῆς, ἄρχισαν πρῶτα νά ἀνακρίνουν τά παιδιά. Ἐκεῖνα ἀπαντοῦσαν σέ ὅλα μέ παρρησία:
Εἴμαστε πρόθυμοι νά ὑποταχθοῦμε σέ ὅλους τούς νόμους τῆς Αὐτοκρατορίας, ὄχι ὅμως σ’ αὐτούς πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο γιά τά βασανιστήρια, αὐτά ἐμεῖς δέν τά φοβόμαστε! Εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσουμε τό σῶμα μας, προκειμένου νά διατηρήσουμε τήν ψυχή μας ἁγνή καί θαρραλέα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
.           Ἐξοργισμένοι οἱ δικαστές παρέδωσαν στούς δήμιους τό μεγαλύτερο ἀπό τά ἀδέλφια, τό Θεόγνιο, μέ ἐντολή νά τοῦ ξεσχίσουν τίς σάρκες μπροστά στά μάτια τῆς μητέρας καί τῶν ἀδελφῶν του. Οὔτε ὅμως ἐκεῖνος λύγιζε, οὔτε τά ἀδέλφια του, οὔτε ἡ μητέρα του πού τόν ἐνθάρρυνε συνεχῶς:
— Ἔχε θάρρος, παιδί μου! Ὅποιος εἶναι ντυμένος μέ τήν πανοπλία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε!
.           Κι ἔτσι ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ παρέμεινε ἀκλόνητος μέχρι θανάτου.
.           Κατόπιν ἦρθε ἡ σειρά τοῦ δεύτερου ἀδελφοῦ. Ὅταν ὁ δικαστής τοῦ ζήτησε νά πεῖ τό ὄνομά του, ἀπάντησε θαρραλέα:
— Ἡ μητέρα μου μέ ὀνόμασε Ἀγάπιο καί θά βάλω τά δυνατά μου νά φανῶ ἄξιος τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, παραμένοντας πιστός στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
.           Ἄρχισαν νά τόν μαστιγώνουν κι ὅταν εἶδαν ὅτι παρέμενε ἀμετάπειστος, οἱ δικαστές διέταξαν νά τόν γδάρουν ἀπό τό κεφάλι μέχρι τό στῆθος.
Τότε ἐκεῖνος ἀναφώνησε: Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό γλυκό ἀπό τό νά ὑποφέρεις γιά τόν Χριστό!
Κι ἔτσι ἡ ψυχή του, πλημμυρισμένη ἀπό ἀγάπη γιά τό Χριστό, ἔτρεξε νά Τόν συναντήσει στόν οὐρανό!
.           Ἀλλά καί ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Πιστός, φάνηκε πράγματι ἀντάξιος τοῦ ὀνόματός του. Παρά τίς ἔντονες παροτρύνσεις τοῦ πλήθους νά ἀλλάξει γνώμη καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ὁ μικρότερος στήν ἡλικία δέν ὑστέρησε καθόλου σέ ἀνδρεία ἀπό τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του.
.           Τόν τέντωσαν ἀπό τό λαιμό μέχρι τά πόδια καί στό τέλος τόν ἀποκεφάλισαν. Τότε μιά φωνή ἀκούστηκε ἀπό τόν οὐρανό πού καλωσόριζε τούς τρεῖς μάρτυρες.
.           Τή μητέρα τους, τή Βάσσα, πού παρέμεινε ἤρεμη καί σταθερή στήν πίστη της παρά τή μεγάλη αὐτή δοκιμασία τοῦ μαρτυρίου τῶν παιδιῶν της, τήν φυλάκισαν καί ὕστερα ἀπό μιά σειρά μαρτυρίων καί πολλῶν περιπετειῶν κατέληξε στό νησί Ἅλωνος στόν Ἑλλήσποντο, ὅπου καί τήν ἀποκεφάλισαν.
.           Ἡ ἁγία Βάσσα ἡ Ἐδεσσαία τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας μαζί μέ τά παιδιά της, τό Θεόγνιο, τόν Ἀγάπιο καί τόν Πιστό, στίς 21 Αὐγούστου.
.           Τό ἀξιοθαύμαστο παράδειγμα τοῦ μαρτυρίου τους ἄς μᾶς θυμίζει πάντοτε ὅτι πάνω ἀπό κάθε ἄλλη ἀγάπη σέ πρόσωπα ἤ πράγματα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς Τόν ἀγαποῦμε λοιπόν μέ ὅλη μας τήν καρδιά κι ἄς μένουμε πιστοί στίς ἐντολές Του ὅ,τι κι ἄν μᾶς κοστίσει!

Νικηφόρος

ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ. : antexoume.wordpress.com

 

, ,

Σχολιάστε

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ Ὁ πολύαθλος μάρτυς Χριστοῦ καὶ ἀνάργυρος ἰατρός

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ
Ὁ τιμώμενος στὴ Νάξο πολυάθλος μάρτυς Χριστοῦ καὶ ἀνάργυρος ἰατρὸς

Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς 

Ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου στὸν ὁμώνυμο Ἱερὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Θαλλέλαιος Νάξου

.           Μέσα στὸ πολυπληθὲς νέφος τῶν ἐνδόξων μαρτύρων κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες συναριθμεῖται καὶ ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος ὁ ἰαματικὸς καὶ ἀνάργυρος, ὁ πολύαθλος αὐτὸς μάρτυς τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε τοῦ οὐρανίου βασιλέως Χριστοῦ ἀήττητος στρατιώτης καὶ πολύτιμος μαργαρίτης, ἀλλὰ καὶ ὡράισμα τῶν μαρτύρων καὶ καύχημα τῶν ἀναργύρων. Ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος, ὁ ὁποῖος ὑμνεῖται καὶ γεραίρεται μέσα ἀπὸ τὴν Ἀσματική του Ἀκολουθία ὡς «κρίνον ἠδύπνοον καὶ ἄνθος πολυέραστον», ὡς «ἄστρον λαμπρότατον καὶ ἄριστος φύλαξ πιστῶν», ὡς «ἀκέστωρ πανάριστος καὶ ἰατρὸς μυστικώτατος», ἔζησε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283-284). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Λίβανο καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Βερούκιος καὶ ἦταν ἀρχιερέας τῶν χριστιανῶν, ἡ δὲ μητέρα του ὀνομαζόταν Ρωμυλία καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐνάρετη βιοτή της. Ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔλαβε τὴν πρέπουσα χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ παιδεία καὶ κατόπιν μαθήτευσε κοντὰ σ’ ἕναν ἔμπειρο, καταρτισμένο καὶ θεοσεβῆ ἰατρό, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε τὴν ἰατρικὴ τέχνη. Ὅταν μάλιστα ἔγινε ἰατρός, ἄσκησε τὸ λειτούργημά του μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ παρεῖχε ἐντελῶς δωρεὰν τὶς ἰατρικές του γνώσεις, ἀλλὰ καὶ τὴν πρέπουσα θεραπεία στοὺς πάσχοντες συνανθρώπους του. Ἐνδεικτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ σπίτι του εἶχε μετατραπεῖ σὲ ξενώνα, στὸν ὁποῖον κατέφευγαν γιὰ θεραπεία καὶ φροντίδα ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι. Ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία ἔβρισκαν κοντά του οἱ φτωχοὶ ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἀναζητοῦσε καὶ συχνὰ τοὺς μετέφερε στὸ σπίτι του, σηκώνοντάς τους στοὺς ὤμους του. Ἀξιομνημόνευτη ἦταν καὶ ἡ στάση του ἀπέναντί τους, ἀφοῦ τοὺς ὑπηρετοῦσε μὲ τέτοια ταπείνωση καὶ τοὺς φρόντιζε μὲ τέτοια στοργὴ καὶ ἀγάπη, σὰν νὰ ἦταν δοῦλος τους. Ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν παροχὴ τῶν ἰατρικῶν του ὑπηρεσιῶν δὲν θέλησε καὶ δὲν ἐπιδίωξε ποτὲ νὰ ἀποκτήσει χρήματα, ἐνῶ δὲν ἔκανε ποτὲ διάκριση ἀνάμεσα σὲ χριστιανοὺς καὶ σὲ εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ θεράπευε ὅλους ὅσους προσέτρεχαν σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Πανοικτίρμονα Θεὸ γιὰ τοὺς μὲν χριστιανοὺς νὰ μετανοήσουν γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους, γιὰ τοὺς δὲ εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ λατρεία τῶν ψεύτικων εἰδώλων καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μάλιστα κάποια φορὰ ἐπέπληξε κάποιον χριστιανό, ὁ ὁποῖος χαιρόταν γιὰ τὴ δυστυχία ἑνὸς εἰδωλολάτρη, τονίζοντάς του ὅτι δὲν πρέπει νὰ χαίρεται γιὰ τὸ πάθημα τοῦ ἐχθροῦ του, διότι οἱ συμφορὲς καὶ τὰ παθήματα εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους καὶ κανεὶς δὲν γνωρίζει τί πρόκειται νὰ τοῦ συμβεῖ στὴ ζωή του μέχρι νὰ ἀποβιώσει. Ὁ χριστιανὸς ὅμως τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἄπιστοι πρέπει νὰ πεθάνουν ὅσο πιὸ σύντομα γίνεται, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμία ὠφέλεια γιὰ νὰ ζοῦν. Τότε ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας, ὥστε νὰ τοὺς προσελκύουμε στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔτσι νὰ μειώνουμε τὴν ἀπιστία τους, καὶ ὄχι νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὴ δυστυχία τους. Οἱ πνευματικὲς αὐτὲς νουθεσίες σαγήνευσαν μάλιστα τὴν ψυχὴ τοῦ σκληρόκαρδου χριστιανοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἐπέδειξε κατόπιν εὐσπλαγχνία ἀπέναντι στοὺς εἰδωλολάτρες.
.               Ὁ εὐλογημένος ἅγιος Θαλλέλαιος ἔλαβε χάρη στὸν ἔνθεο ζῆλο καὶ τὴ μεγάλη του εὐσέβεια, τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θαυματουργεῖ ἀδιάλειπτα καὶ νὰ θεραπεύει κάθε ἀσθένεια. Παράλληλα τὴ νύχτα πήγαινε καὶ ἔκοβε τὰ ψηλὰ δένδρα τοῦ Λιβάνου γιὰ νὰ ἀποκόψει τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὴ μιαρὴ συνήθεια νὰ θυσιάζουν στοὺς ψεύτικους θεοὺς καὶ νὰ ἐπιδίδονται σὲ ἀσελγεῖς πράξεις. Ἀλλὰ καὶ οἱ θαυματουργικὲς ἰάσεις του προσείλκυσαν πολλοὺς θεραπευθέντες εἰδωλολάτρες στὸ νὰ ἀσπασθοῦν τὴ χριστιανικὴ πίστη. Μεταξὺ τῶν πολυαρίθμων θαυμάτων του ἀξιομνημόνευτο ὑπῆρξε καὶ τὸ ἀκόλουθο, ὅπως τὸ περιέγραψε ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι ἕνα δηλητηριῶδες φίδι δάγκωσε μία φορὰ ἕναν ἄνθρωπο στὸ στῆθος καὶ μάλιστα κινδύνευε νὰ πεθάνει. Ὁ δυστυχισμένος αὐτὸς ἄνθρωπος ἀπευθύνθηκε στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ δὲν βρῆκε πουθενὰ θεραπεία, παρόλο ποὺ ξόδεψε πολλὰ χρήματα. Ἔτσι ἀπελπισμένος περίμενε πλέον νὰ ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος, ὁ ὁποῖος μὲ μεγάλη προθυμία θέλησε νὰ τὸν θεραπεύσει, μὲ τὴν ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση νὰ πιστέψει στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε ὁ ἀσθενὴς ὁμολόγησε ὅτι μόλις ἐπανακτήσει τὴν ὑγεία του, θὰ πιστέψει στὸν Κύριο. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ στῆθος τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ἀφοῦ τὸ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὴ θανατηφόρα ἀσθένεια. Κατόπιν ὁ θεραπευθεὶς ἄνθρωπος ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ δόξασε τὸ ὄνομα καὶ τὸ μεγαλεῖο Του. Ἀλλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ συνεχίστηκαν, ἀφοῦ ἰατρὸς ποὺ εἶχε χάσει τὴ φωνή του, θεραπεύτηκε πλήρως, παράλυτος ποὺ εἶχε σπάσει τὸ πόδι του, ἐπανέκτησε τὸ βάδισμα καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ τρέχει, δαιμονισμένη ποὺ σπάραζε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, θεραπεύτηκε, μόλις ὁ Ἅγιος τὴν σφράγισε στὸ μέτωπο μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τυφλὸς ὁμολογώντας ὅτι πιστεύει στὸν Κύριο ὡς ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ἐπανέκτησε τὴν ὅρασή του καὶ δόξασε τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
.               Ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους, ὅπου χρησιμοποιώντας τὶς ἰατρικές του γνώσεις, κήρυττε τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ προσπαθοῦσε νὰ διδάξει στοὺς εἰδωλολάτρες τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Ἔτσι ὅταν πῆγε στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καὶ ἐκχριστιάνισε πολλοὺς πεπλανημένους, κατηγορήθηκε γιὰ τὴν χριστιανική του ἰδιότητα καὶ τὴν ἱεραποστολική του δράση στὸν ἄρχοντα Τιβεριανό, ὁ ὁποῖος καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν, ἀφοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Νουμεριανὸς εἶχε ἐξαπολύσει σκληρὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Μόλις ὁδηγήθηκε ὁ Ἅγιος ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα Τιβεριανοῦ, διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀνελέητα, κατόπιν δὲ τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχή. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὴν περιοχὴ τῆς Κιλικίας, ὅπου μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἰατρικῆς τέχνης κήρυττε καὶ πάλι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μόλις οἱ εἰδωλολάτρες πληροφορήθηκαν τὴ δράση του, τὸν διέβαλαν στὸν ἄρχοντα τῶν Αἰγῶν Θεόδωρο ὅτι ἐξαπατᾶ τὸν λαό, χρησιμοποιώντας τὴν ἰατρική του γνώση, ἀφοῦ ἰσχυρίζεται ὅτι θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον σταύρωσαν οἱ Ἰουδαῖοι.
.             Ὅταν πληροφορήθηκε ὁ ἄρχοντας τὴ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του. Ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες τὸν βρῆκαν κρυμμένο μέσα σ’ ἕναν ἐλαιώνα στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Ἀνάζαρβο τῆς Κιλικίας, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε νὰ τὸν ἀνακρίνει ἐπισταμένως. Ἔτσι τὸν ρώτησε τὸ ὄνομά του, τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς του καὶ τὸ ἐπάγγελμά του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ ξεχωριστὴ παρρησία τοῦ ἀπάντησε στὰ ἐρωτήματά του καὶ ἐπιπλέον τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ὅτι πηγαίνει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο γιὰ νὰ κηρύξει τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ ἐξαλείψει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ ὁμολογία πίστεως ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα τόσο πολύ, ὥστε διέταξε νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Οἱ στρατιῶτες ὅμως καταλήφθηκαν ἀπὸ μία ἀόρατη θεία δύναμη καὶ ἀντὶ νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους τοῦ Ἁγίου, τρύπησαν ἕνα ξύλο καὶ τὸ κρέμασαν, πιστεύοντας ὅτι κρέμασαν τὸν εὐλογημένο Θαλλέλαιο. Μόλις ὅμως ὁ ἄρχοντας εἶδε τὸ ξύλο κρεμασμένο, θεώρησε ὅτι περιπαίχθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ τοὺς δείρουν. Μάλιστα δύο ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Ἀστέριος, βλέποντας τὸ θαυμαστὸ γεγονός, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίσθηκαν γιὰ τὴ σωτήρια ἐπιλογή τους.
.               Στὸ μεταξὺ ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ὑποβλήθηκε σὲ ξυλοδαρμὸ μὲ ὠμὰ βούνευρα, ἀλλὰ ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ παρέμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του, ἐπιδεικνύοντας ἀξιοθαύμαστη καρτερία. Τότε ὁ ἄρχοντας ἀπευθυνόμενος στὸν ἔνδοξο μάρτυρα καὶ ἀνάργυρο ἰατρό, τὸν ρώτησε νὰ μάθει τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς, ὑπονοώντας ὅτι εἶναι ἕνας μάγος, ἐνῶ βλασφήμησε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν Τίμιο Σταυρὸ ὡς τὴ μεγαλύτερη καταδίκη τοῦ κόσμου. Ἀμέσως ὁ εὐλογημένος Θαλλέλαιος, βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσει γιὰ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴ χάρη Του θεραπεύει παραλύτους, τυφλούς, κωφούς, δαιμονισμένους καὶ πάσης μορφῆς ἀσθενεῖς, ἐνῶ ἀνασταίνει ἀκόμα καὶ νεκρούς. Ἡ σθεναρὴ αὐτὴ ὁμολογία πίστεως ἐξαγρίωσε τὸν ἄρχοντα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὅρμησε ἐναντίον τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ τὸν χτυπήσει καὶ νὰ τὸν βασανίσει. Ἀλλὰ ἀμέσως καὶ τὰ δύο του χέρια ἀποδυναμώθηκαν καὶ ἔμειναν ἀνενεργά. Ὁ Ἅγιος ὅμως θεράπευσε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου τὰ χέρια τοῦ χριστιανομάχου εἰδωλολάτρη καὶ ἔτσι ἀποκαταστάθηκαν καὶ πάλι στὴν ἀρχική τους θέση.
.               Παρόλα αὐτὰ ὁ παρανοϊκὸς ἄρχοντας ὄχι μόνο δὲν συνετίσθηκε ἀπὸ τὸ πάθημά του, ἀλλὰ διέταξε τοὺς στρατιῶτες του νὰ ὑποβάλουν τὸν πολυάθλο μάρτυρα σὲ νέα βασανιστήρια. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε μὲ ἀξιοθαύμαστη ἀνδρεία καὶ ἀγαλλίαση τοὺς πόνους καὶ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὸ ξέσχισμα τοῦ σώματός του μὲ σιδερένια νύχια καὶ τὸ κάψιμο μὲ τὴ φωτιά, ἀφοῦ δίπλα του συμπαραστάτης καὶ συνοδοιπόρος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Βλέποντας ὁ τύραννος τὴ γενναιότητα καὶ τὴν καρτερία, μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετώπιζε ὁ ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ τὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ καὶ τὴ θαρραλέα ὁμολογία πίστεως, ἀφοῦ συνέχιζε μὲ τὸν ἴδιο ἔνθεο ζῆλο νὰ διακηρύσσει τὴ χριστιανική του πίστη ἐνώπιόν του, ἀποφάσισε νὰ τὸν βάλει μέσα σὲ μία βάρκα καὶ νὰ τὸν ἀφήσει στὴ μέση της θάλασσας, ὥστε παρασυρόμενος ἀπὸ τὰ κύματα, νὰ καταποντισθεῖ μέσα στὸ νερό. Ὅταν ὅμως ἔβαλαν τὸν Ἅγιο μέσα στὴ βάρκα, δὲν ἔπαθε τίποτα καὶ φαινόταν σὰν νὰ περπατοῦσε πάνω στὴ στεριά. Μάλιστα σήκωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Πρὸς Σέ, Κύριε, ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ Οὐρανῷ. Πολλάκις σὲ ἐπεκαλέσθην καὶ μὲ εὐσπλαχνίσθης. Ὁδήγησόν με εἰς λιμένα σωτηρίας, ἵνα μὴ μὲ καταπίη ὁ βυθὸς τῆς θαλάσσης καὶ στερηθῶ τὸ μαρτύριον διὰ τὸ ὄνομά Σου τὸ ἅγιον…». Ἀμέσως ἡ θάλασσα ἠρέμησε καὶ ἔβγαλε τὸν γενναῖο μάρτυρα στὴν ξηρά, πλησίον τῆς χώρας τῶν Αἰγῶν, ἐνδεδυμένο μὲ λευκὸ χιτώνα.
.               Μόλις ὁ τύραννος πληροφορήθηκε τὸ θαῦμα, ἔμεινε ἐκστατικὸς καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Τότε ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ὁμολόγησε τὴν παντοδυναμία τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ζωοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατο. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ στάση τοῦ μάρτυρος καὶ ἡ ἀκλόνητη πίστη του στὸν Κύριο ἐξόργισε τὸν εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος διέταξε ἀμέσως νὰ τὸν καρφώσουν σ’ ἕνα σανίδι μὲ τέσσερα καρφιὰ καὶ νὰ τὸν περιχύσουν μὲ κοχλάζουσα πίσσα μέχρι νὰ πεθάνει. Πρὸς στιγμὴ νόμισε ὁ τύραννος ὅτι ὁ ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ φοβήθηκε καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ πρότεινε νὰ προσφέρει θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσει δόξα καὶ πλοῦτο. Ἀλλὰ ὁ μακάριος καὶ εὐλογημένος Θαλλέλαιος τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία ὅτι τὰ βασανιστήρια, στὰ ὁποῖα ὑποβάλλεται, εἶναι γι’ αὐτὸν δόξα καὶ χαρά. Τότε ὁ χριστιανομάχος ἄρχοντας διέταξε νὰ τὸν ρίξουν σὲ τέσσερα ἄγρια λιοντάρια γιὰ νὰ τὸν κατασπαράξουν. Ὅμως μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ λιοντάρια ἔγιναν ἥμερα σὰν ἀρνιὰ καὶ οὔτε τόλμησαν νὰ τὸν πλησιάσουν. Βλέποντας καταντροπιασμένος ὁ τύραννος τὴν ἀπρόσμενη αὐτὴ ἐξέλιξη, ἀποφάσισε τὴ θανατικὴ ἐκτέλεση τοῦ μάρτυρος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἔτσι ὁ πολυάθλος καὶ ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἅγιος Θαλλέλαιος ἀποκεφαλίσθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 284μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀκήρατο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Μάλιστα στὸν τόπο, ὅπου ἔλαβε χώρα ὁ ἀποκεφαλισμός του, βλάστησε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ βότανο, τὸ ὁποῖο θεράπευε κάθε ἀσθένεια καὶ πάθος πρὸς ἀπόδειξη τῆς ἰατρικῆς τέχνης τοῦ ἰαματικοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) στὸ συναξάριο τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ μάρτυρος τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὁ ὁποῖος συναριθμεῖται στὴ σεπτὴ χορεία τῶν εἴκοσι ἰαματικῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, συνέταξε τὸν ἀκόλουθο στίχο: «Ἀκέστορι τμηθέντι τῷ Θαλλελαίῳ Θεὸς βοτάνην πρὸς λύσιν πέμπει πάθους. Εἰκοστὴ Θαλλέλαιος ἐὴν κεφαλὴν ἀπετμήθη». Πρὸς τιμήν του μάλιστα ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐποίησε Ἀσματικὴ Ἀκολουθία μετὰ Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1878 στὸ Μεσολόγγι ἀπὸ τὸν δημοδιδάσκαλο Δημήτριο Διακόπουλο καὶ ἐπανεκδόθηκε ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ δαπάνη καὶ μέριμνα τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀνθίμου Ρούσσα (τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ νῦν Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης). Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου, ποίημα Γεωργίου, ὑπάρχει καὶ στοὺς Λαυρεωτικοὺς Κώδικες Δ36, Δ45 καὶ Ω147.
.               Ὁ πολυάθλος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Θαλλέλαιος ὁ ἰαματικὸς καὶ ἀνάργυρος τιμᾶται πανηγυρικὰ καὶ μὲ τὴν πρέπουσα ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα στὴ Νάξο, ὅπου ὑπάρχει ὁμώνυμο χωριό, σὲ ἀπόσταση ἕξι χιλιομέτρων ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴ Χώρα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ. Τὸ μικρὸ αὐτὸ χωριὸ πῆρε τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος εἶναι σήμερα ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ καὶ ἀποτελοῦσε τὸ καθολικὸ παλαιᾶς μονῆς, ἀφοῦ στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο τοῦ δίκλιτου ναοῦ ὑπάρχει ἡ μισοσβησμένη ἐπιγραφή: ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΣΑΓΡΕΔΟC (1501). Ἡ τιμὴ ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος στὴ Νάξο καὶ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν θαυματουργὸ αὐτὸ Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ἡ μνήμη του ἑορτάζεται πανηγυρικὰ καὶ σὲ ἄλλες ἐνορίες τοῦ νησιοῦ, καθὼς καὶ στὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο στὸ χωριὸ Δαμαριώνας, ὅπως καὶ στὸ παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας Ἐλεούσης καὶ τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου στὴ Χώρα τῆς Νάξου. Παράλληλα ὁ Σύλλογος τῶν ἐν Ἀθήναις Ναξίων ἀφιέρωσε θαυμάσια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου στὸν μεγαλοπρεπῆ ἱερὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ Πατησίων. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκ Νάξου Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θαυμάζοντας τὴν ἀποδιδόμενη εὐλάβεια τῶν συμπατριωτῶν του πρὸς τὸν Ἅγιο, ἐποίησε πρὸς τιμήν του, ὅπως προαναφέρθηκε, Ἀκολουθία μετὰ Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία παρεδόθηκε στὴν Ἀποστολικὴ Διακονία γιὰ ἐπανέκδοση ἀπὸ τὸν κ. Μάρκο Κουτελιέρη, καταγόμενο ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἅγιος Θαλλέλαιος τῆς Νάξου κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ, π. Ἰακώβου Βαλέρη.
.       Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου μὲ ἐπίκεντρο τὴ Νάξο διαδόθηκε ὅμως καὶ σὲ ἄλλα νησιὰ τῶν Κυκλάδων. Ἔτσι στὴ γειτονικὴ Πάρο ὁ Ἅγιος τιμᾶται μὲ ὁμώνυμο ἐξωκκλήσιο στὴν τοποθεσία Σκλαβούνα τῆς Νάουσας, στὴν Ἀμοργὸ μὲ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο στὴ Χώρα καὶ στὴ Μύκονο μὲ δύο ὁμώνυμα ἐξωκκλήσια στὶς περιοχὲς Ἀγγελικὰ καὶ Ὀμπρουδεχτάκη. Ἐπίσης στὴ Σίφνο ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ἡ μνήμη του στὸν ἱερὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ἀπολλωνίας, ὅπου ὑπάρχει προσκυνητάρι μὲ ἀσημένια εἰκόνα τοῦ ἰαματικοῦ Ἁγίου, ἐνῶ στὴ Σαντορίνη ὁ Ἅγιος ἑορτάζεται στὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ Παλιὸ Χωριό, ἀλλὰ καὶ στὴ χρονολογούμενη ἀπὸ τὸ 1651 γυναικεία ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἡμεροβιγλίου, ὅπου μέχρι τὸν σεισμὸ τοῦ 1956 ὑπῆρχε παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου. Ἀξιομνημόνευτος εἶναι καὶ ὁ παλαιὸς ἱερὸς ναὸς (ἐξωκκλήσιο) τοῦ Ἁγίου στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Ἅγιο Γάλας τῆς Χίου, τὸ ὁποῖο παλαιότερα ὀνομαζόταν Ἅγιος Θαλλέλαιος ἢ Ἅγιος Θαλένης καὶ βρίσκεται στὸ βορειοδυτικὸ τμῆμα τοῦ νησιοῦ. Ὁ ναός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ παλαιότερος τοῦ χωριοῦ, ἀνεγέρθηκε ἀπὸ εὐλάβεια στὸν θαυματουργὸ μάρτυρα τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα ἀπὸ τοὺς ἐγκατασταθέντες στὴν περιοχὴ χριστιανοὺς ποὺ προῆλθαν κατὰ τὶς μετακινήσεις τῶν πληθυσμῶν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Κιλικίας, ὅπου διέλαμψε καὶ μαρτύρησε ὁ ἰαματικὸς Ἅγιος. Στὸν ἱστορικὸ αὐτὸ ναὸ τοῦ 11ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος κοσμεῖται μὲ τὸ παλαιότερο στὴ Χίο ξυλόγλυπτο τέμπλο, σώζονται θαυμάσιες τοιχογραφίες μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης στὴν ἀκριτικὴ Ἀλεξανδρούπολη στὶς 12 Δεκεμβρίου 2012 τελέσθηκαν ὑπὸ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου κ. Ἀνθίμου τὰ θυρανοίξια καὶ ἐγκαίνια τοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου παρεκκλησίου ἐντός τοῦ Νοσοκομείου τῆς πόλεως, ἐνῶ στὸν ἰαματικὸ καὶ ἀνάργυρο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀφιερωμένο καὶ τὸ παρεκκλήσιο στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις στὴν Πρώτη Φλωρίνης.
.           Ἂς ἐπικαλεσθοῦμε λοιπὸν τὶς πρεσβεῖες τοῦ τιμωμένου ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 20 Μαΐου Ἁγίου ἐνδόξου μάρτυρος Θαλλελαίου τοῦ ἰαματικοῦ καὶ ἀναργύρου, τοῦ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τελειωθέντος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ ἐμεῖς, 18 αἰῶνες μετὰ τὸ ἔνδοξο μαρτύριό του, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα, τὴν ἀκλόνητη πίστη, ἀλλὰ καὶ τὴν παρρησία νὰ ὁμολογοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόσο μέσα ἀπὸ τὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά μας, ὅπως μὲ τόση πίστη καὶ ἔνθεο ζῆλο ἔπραξε ὁ πολυάθλος καὶ θαυματουργὸς αὐτὸς μάρτυς τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα.

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς

Βιβλιογραφία

  • Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Θαλλελαίου τοῦ ἰαματικοῦ καὶ ἀναργύρου, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Β΄ Ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1996.
  • Γούναρη Γεωργίου Κων., Ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῶν Ἁγίων, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν, Γρεβενὰ 2009.
  • Μηλίτση Γεωργίου Θ., Οἱ Ἅγιοι εἴκοσι Ἀνάργυροι, Τρίκαλα 1997.
  • Φραγκομίχαλου Κωνσταντίνου Ε., Τὸ Ἅγιο Γάλας τῆς Χίου, Μνημεῖο Φύσης, Ἱστορίας καὶ Τέχνης, Ἐκδόσεις Ἄλφα Πί, Χίος 2008.

 

ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr

, , ,

Σχολιάστε

ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Η´] «Ὁ πραγματικὸς Χριστιανός, προσπαθώντας νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, θὰ κοπιάζει καὶ θὰ γίνει μάρτυρας συνειδήσεως, προκειμένου τὰ συναισθήματα τῆς καρδιᾶς του, οἱ σκέψεις του, ὁ νοῦς του, ἡ θέλησή του κι ὅλη ἡ ὕπαρξή του νὰ χριστοποιηθεῖ».

Μοναχοῦ Ἀρσενίου Βατοπαιδινοῦ
Εἰς τὸν Βίον
τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου [Η´]

Μέρος Α´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Α´] «Καὶ σήμερα ποὺ φαίνεται ὅτι ὑπάρχει δημοκρατία, οἱ πραγματικὰ εὐσεβεῖς μυστηριωδῶς μισοῦνται καὶ διώκονται»

Μέρος Β´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Β´] «Μία ἀσεβέστατη πρὸς τοὺς θεοὺς θρησκεία, ἡ λεγομένη τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν παρουσία της σαλεύει τὴν εἰρήνη στὴν κραταιὰ αὐτοκρατορία μας καὶ σέβεται κάποιον Ἰησοῦ, ποὺ κατακρίθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους σὲ σταυρικὸ θάνατο»

 Μέρος Γ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Γ´] «Ἐκεῖ ποὺ οἱ αὐτοκράτορες νόμιζαν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς θὰ χαθεῖ, χιλιάδες καὶ μυριάδες πιστοὶ ξεφύτρωναν, ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία τῶν μαρτύρων καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν μαρτυρία τους».

 Μέρος Δ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Δ´] «Ἂς ξεχάσουμε τὶς πλάνες τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς ἀνάμεσά μας»

Μέρος Ε´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Ε´]

Μέρος ϛ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [ϛ´]

Μέρος Ζ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Ζ´] «Τί παραλογισμός, τί τύφλωση, τί παράνοια εἶναι αὐτή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖτε νὰ δεχθεῖτε τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία;»

.           Πολλοὶ ἀπὸ τὴν Σύγκλητο ἄλλαξαν γνώμη. Ἡ γυναίκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, ἔλεγχε τὸν σύζυγό της πλέον φανερά. Ὁ βασιλιὰς κατέπεσε ψυχικά, πῆρε τὸν Μαξιμιανὸ καὶ τὸν Μαγνέντιο, βγῆκαν ἔξω καὶ τοὺς εἶπε: «Τί θὰ κάνουμε φίλοι μου; Νά, ὅλοι, ἀκόμα καὶ ἡ βασίλισσα πιστεύουν αὐτὸν τὸν μάγο κι ἐγὼ δὲν ξέρω μὲ ποιὰ τιμωρία –μὰ τοὺς θεούς– νὰ τὸν ἐξοντώσω». Ὁ Μαγνέντιος, πιὸ ἔξυπνος ἀπὸ τὸν Μαξιμιανό, εἶπε: «Ἐὰν συνεχίσουμε μὲ τιμωρίες, θὰ εἶναι ἀνώφελο γιά μᾶς καὶ θὰ γεμίσουμε λύπη. Ἔχω πειστεῖ ὅτι ὁποιαδήποτε τιμωρία μὲ βάσανα θὰ προκαλέσει τὸν κόσμο νὰ πιστέψουν ὅλοι στὸν Σταυρωμένο. Καλύτερα νὰ ὁδηγηθεῖ ἀμέσως σὲ θάνατο». Ὁ Μαξιμιανὸς εἶπε: «Πιὸ ἀμείλικτο, αὐστηρὸ καὶ φοβερὸ ἄνδρα στὴν ζωή μου δὲν γνώρισα. Κοίταξε, ἀπάτησε ἀκόμα καὶ τὴν βασίλισσα μὲ τὶς μαγεῖες του, συντάραξε τὴν βασιλεία σου, ἄλλαξε τὴν γνώμη τῆς Συγκλήτου, βάσανα καὶ τιμωρίες ἐξωτερικὲς δὲν τὸν ἀγγίζουν· φόβος τὸν νοῦ του δὲν ταράζει, ὁ θάνατος δὲν συγκλονίζει τὴν ψυχή του, τὰ ἀγαθὰ καὶ οἱ δόξες δὲν τὸν κολακεύουν. Ἐὰν μοῦ ἀκοῦς, μὲ ξίφος κόψε τὸ κεφάλι του, ταυτόχρονα καὶ τὴν ἀναίδειά του».
.           Συμφώνησαν οἱ σύμβουλοι στὰ λεχθέντα καὶ ὁ Διοκλητιανὸς εἶπε νὰ φέρουν τὸν Μάρτυρα. «Ἰδού, γεμάτε ἀπὸ κάθε κακία, πανάθλιε, μὲ τὴν ὀλέθρια ἀναισθησία σου, ἔχασες τὶς ὑπεσχημένες ἀπὸ μένα δωρεές· μὲ τὶς μαγεῖες σου ξεπέρασες ὅλες τὶς τιμωρίες καὶ ὄχι μόνο τράβηξες πλῆθος κόσμου ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ κι αὐτὴν τὴν βασίλισσα πλάνεψες καὶ κατέστρεψες τοὺς θεούς μας. Ποιῶν λοιπὸν ἀμοιβῶν εἶσαι ἄξιος; Θὰ σὲ ἀνταμείψουμε μὲ θάνατο γιὰ ὅσα τόλμησες νὰ κάνεις ἐναντίον μας. Κανένας ἄλλος δὲν μᾶς ταλαιπώρησε τόσο ἐπὶ τῆς γῆς». Καὶ διέταξε: «Ὁ Γεώργιος, ὁ μύστης τοῦ Γαλιλαίου, ποὺ ἀθέτησε τοὺς θεοὺς καὶ ἀπάτησε μὲ δόλο τὴν βασίλισσα, νὰ ἀποτμηθεῖ τὸ κεφάλι μαζὶ μὲ αὐτήν».
.           Ἀμέσως οἱ στρατιῶτες τοὺς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Αὐτοὶ πρόθυμα ἀκολουθοῦσαν καὶ προσεύχονταν σ’ ὅλο τὸν δρόμο. Ἡ βασίλισσα πρόσεχε στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ χείλη της διαρκῶς κινοῦνταν φανερὰ σὲ προσευχή. Καὶ ὁ Κύριος τὴν ἄκουσε, δέχθηκε τὴν ἀγάπη, τὸν πόθο της, τὴν καταφρόνηση τῶν γηίνων, τὴν ἀποκοπὴ διὰ ξίφους τῆς κεφαλῆς της καὶ ἐνῶ κάπου κάθησε γιὰ λίγο, ὁ Χριστὸς πῆρε κοντά του –πρὶν τὴν ἀποτομὴ τῆς κεφαλής– τὴν μακαρία ψυχή της.
.           Ὅταν ἔφθασε καὶ ὁ Γεώργιος στὸν τόπο τῆς ἀποτομῆς, ζήτησε λίγο χρόνο καὶ μὲ στεναγμὸ ἀπὸ τὴν καρδιά του, προσευχήθηκε: «Ἐσύ, Κύριε ὁ Θεός μου, ποὺ ὑπάρχεις πρὸ τῶν αἰώνων καὶ στὸν ὁποῖο ἐγὼ ἀπὸ τὴν νεότητά μου κατέφυγα καὶ μοῦ ἔδωσες τὴν δύναμη νὰ ἀγωνιστῶ μέχρι τέλους στὸ μαρτύριό μου, ἄκουσέ με παρακαλῶ καὶ δέξαι μὲ εἰρήνη τὴν ψυχή μου· σῶσε με ἀπὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ποὺ κατοικοῦν στὸν ἀέρα καὶ συναρίθμησέ με σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά σου. Συγχώρεσε τοὺς διῶκτες γιὰ ὅσα κακὰ διέπραξαν εἰς βάρος μας καὶ φώτισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς τους, ὥστε νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθειά σου καὶ νὰ καταξιωθοῦν τῆς ἐπουράνιας ζωῆς καὶ τῆς αἰώνιας βασιλείας σου, δοξάζοντας τὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν».
.           Ἔτσι προσευχήθηκε καὶ προτείνοντας μὲ εὐχαρίστηση τὸν αὐχένα, ἔκοψαν τὴν ἁγία του κεφαλή, ἡμέρα Παρασκευὴ καὶ ὥρα ἑβδόμη, τὴν 23η τοῦ Ἀπριλίου μηνός. Τὸ ἅγιο Λείψανό του ἀπὸ τὴν Νικομήδεια ἀνεκομίσθη στὴν Διόσπολη τῆς Παλαιστίνης, στὴν πατρίδα τῆς μητέρας του.
.           Ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, προβληματίζει τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο σχετικὰ μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαυμάσια ποὺ συνόδευαν τὸ μαρτύριό του καὶ ἰδιαίτερα γιατί σήμερα δὲν βλέπει κανεὶς τόσο ἔντονα ὑπερφυσικὰ γεγονότα.
.           Ὅποιος μελετᾶ συνεχῶς τὸ Εὐαγγέλιο προσευχόμενος καὶ γνωρίζει ἀληθινὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ, ἐμβαθύνοντας στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, θὰ θυμηθεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε ὅτι «ὅποιος πιστεύει σ’ ἐμένα, θὰ κάνει ἀκόμη μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ μένα». Πραγματικά, πόσες φορὲς ὁ Κύριος ἔδειξε τὴν θαυμάσια δύναμή Του! Κατ’ ἀρχὰς αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ σύμπαν, ὅλη ἡ κτίση καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν δημιουργία ἕνα θαῦμα. Στὴν συνέχεια, ὅταν ὁ Κύριος περπατοῦσε ἀνάμεσά μας, ἐκτὸς ἀπὸ ἄλλα θαύματα, ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, τὸν γιὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν, τὸν τετραήμερο Λάζαρο. Ἀνέστη στὸ τέλος καὶ ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε πεῖ: «Ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτὴν καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτὴν» (Ἰω. ι´ 17-18).
.           Ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μιλήσει μὲ τέτοια ἐξουσία ἐναντίον τοῦ θανάτου; Μόνον ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ πεῖ ὡς πραγματικὸς Θεὸς ὅτι «ἔχω ἐξουσία καὶ νὰ πεθάνω καὶ νὰ ἀναστηθῶ», δείχνοντας ἔμπρακτα σὲ μᾶς ὅτι μὲ τὴν θυσία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης ὡς Θεὸς –παρόλο ποὺ ἦταν καὶ ἀνθρωπος– χάρισε οὐσιαστικὰ τὴν νίκη κατὰ τῆς κακίας, κατὰ τοῦ ἰδίου τοῦ θανάτου.
.           Στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἐναγώνια προσευχή του στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἔγινε ὁ ἱδρώτας Του σὰν θρόμβοι αἵματος. «Πατέρα –ἔλεγε– ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ παρέλθη ἀπὸ μένα τὸ ποτήριο αὐτὸ (τοῦ ἀτιμωτικοῦ θανάτου)· πλὴν ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ὅπως θέλεις Ἐσύ». Στὴν τέλεια αὐτὴ αὐταπάρνηση καλεῖ καὶ κάθε πιστό, διότι ὅλοι πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν τελειότητα.
.           «Καὶ ὤφθη Ἄγγελος Κυρίου ἐνισχύων Αὐτόν». Καὶ στὸν μιμητὴ τῆς ζωῆς Του, τὸν Ἅγιο Γεώργιο, βλέπουμε νὰ ἐμφανίζεται Ἄγγελος, νὰ τοῦ χαρίζει τὴν ὑγεία, νὰ τὸν ἐνισχύει. Στὸ Βάπτισμα, στὴν Μεταμόρφωση, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων πρὶν τὴν Σταύρωση, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα· ἀλλὰ καὶ στὸν Ἅγιο Γεώργιο τὴν ὥρα ποὺ κινδύνευε, μέσα στοὺς ἀφόρητους πόνους, ἡ φωνὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τοῦ ἔδινε κουράγιο. Καὶ πολλάκις, ὅπως συνέβαινε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς παρουσιαζόταν καὶ συνομιλοῦσε μαζί τους· αὐτὸ συνέβη καὶ στὸν Ἅγιο Γεώργιο. Ὑπῆρξε πραγματικὰ «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομα καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ.
.           Ἡ τόσο εὐγενικὴ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν δύσκολο νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ ἕναν κόσμο ἀγροῖκο, ποὺ ζοῦσε μέσα στοὺς κινδύνους καὶ τοὺς συνεχεῖς πολέμους, ἀπὸ ἕναν κόσμο χωρὶς καμμιὰ παιδεία καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶχε θεοποιήσει τὴν ἡδονὴ τῶν παθῶν, τὸν πόλεμο, τὴν ἴδια τὴν κτίση.
.           Μέσα ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ποὺ στὴν πραγματικότητα λατρευόταν ὁ διάβολος, εἶχε ἀναπτυχθεῖ πάρα πολὺ ἡ μαντεία καὶ ἡ μαγεία. Οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἐνεργοῦσαν μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ διάφορα φανταστικὰ γεγονότα, ποὺ ὅμως δὲν ἦταν συνειθισμένα, γι’ αὐτὸ καθηλωνόταν γενικότερα ὁ κόσμος. Προκειμένου ἕνας τέτοιος κόσμος νὰ δεχθεῖ μία τόσο ὑψηλὴ διδασκαλία, ὁ πανάγαθος Θεὸς συγκατέβαινε καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιτελοῦσε τόσο μεγάλα θαυμάσια, ὥστε νὰ γίνεται κατανοητὴ ἡ ἀπάτη, νὰ φαίνεται ἡ πραγματικὴ δύναμή Του ἔναντι τῆς φανταστικῆς του ἐχθροῦ, νὰ διδάσκεται ἔμπρακτα ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ ἀγάπη.
.           Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, διαχρονικά, εἶναι πάρα πολὺ ὑψηλή. Θέτει ἀξίες καὶ ἠθικὲς ἀρχὲς δυσθεώρητες γιὰ τοὺς πολλοὺς καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς προκειμένου νὰ βοηθήσει τὴν ἀνθρωπότητα, ἐνίσχυσε ψυχὲς εὐγενικὲς καὶ καθαρὲς σὰν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὥστε μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ φθάσουν σὲ μεγάλη τελειότητα καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ὕψος αὐτὸ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὅλο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν πονηρία τῶν ἀνθρώπων θεωρεῖται ἀνοησία –ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα συμβαίνει τελείως τὸ ἀντίθετο, διότι εἶναι σοφία ποὺ πάνω σ’ αὐτὴν ἔγκειται ἡ τελειότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως– γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ δύσκολα ἄγγιζε τὸν κόσμο μόνο ἡ διδασκαλία Του, ἐνεργοῦσε τὰ τεράστια θαύματα, ὥστε νὰ συγκινεῖται τὸ πλῆθος, νὰ πιστέψουν καὶ νὰ ἀλλάξουν τελείως τὰ ἤθη.
.           Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ σαρκικὴ ζωή, εἶναι μέχρι σήμερα θεότητες καὶ ὁ κόσμος εὐκολώτερα ὑποτάσσει τὴν ἀνώτερη ψυχὴ στὰ κατώτερα ἔνστικτα. Παλαιότερα ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ ἀνοησία, ὥστε τὰ ἔνστικτα νὰ τὰ θεοποιήσει κιόλας, δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ φύγει ἀπὸ τὸ κατεστημένο. Αὐτὸ ἦταν καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι τὸ ἔργο τῶν δαιμόνων στὴν γῆ μέσα ἀπὸ ψεύτικες φιλοσοφίες ἀλλὰ καὶ ἀνατολίτικες δοξασίες, ποὺ δυστυχῶς καὶ σήμερα μετὰ ἀπὸ 2000 χρόνια ἀπατοῦν πολλοὺς ἀνθρώπους. Τότε ἔπρεπε νὰ χυθεῖ αἷμα πολύ, ἀπὸ ἁγνὲς καὶ πιστὲς στὸν Θεὸ ὑπάρξεις, γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν νέες ἀρχές, πράγμα ποὺ κράτησε πάνω ἀπὸ 300 χρόνια καὶ στοίχισε σὲ μυριάδες ἀνθρώπων τὸν πρόσκαιρο θάνατο. Σήμερα ὅμως ὅλοι αὐτοὶ τιμῶνται σὰν Ἅγιοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι πρωτοστάτησαν καὶ πέτυχαν τὸν ἀληθινὸ στόχο καὶ σκοπὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ποὺ εἶναι ἡ θέωση καὶ ταυτόχρονα ἁγίασαν μὲ τὴν μαρτυρία τους τὴν κτίση, ἔλαβαν δύναμη κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ προώθησαν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
.           Σήμερα, ἡ νοησιαρχία συνδεδεμένη μὲ τὴν ὑπερηφάνεια δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸν σπόρο τῆς Ἀλήθειας ποὺ ὑπάρχει μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἰδιαίτερα, δὲν μπορεῖ, ὅπου ἡ Ἐκκλησία καλλιεργεῖ αὐτὸν τὸν σπόρο καὶ οἱ ἀξίες ὅσο καὶ νὰ μὴν ἐφαρμόζονται, ἀναγνωρίζονται. Στὴν ἐποχή μας, τὸ μαρτύριο σπάνια εἶναι σωματικό, ἀλλὰ ὁ πραγματικὸς Χριστιανός, προσπαθώντας νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, θὰ κοπιάζει καὶ θὰ γίνει μάρτυρας συνειδήσεως, προκειμένου τὰ συναισθήματα τῆς καρδιᾶς του, οἱ σκέψεις του, ὁ νοῦς του, ἡ θέλησή του κι ὅλη ἡ ὕπαρξή του νὰ χριστοποιηθεῖ.
.           Στὴν προσπάθεια αὐτή, μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση, χρειάζεται συμπαράσταση πνευματικῶν Πατέρων ποὺ ἐβίωσαν αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ἀπλανῶς.
.           Σήμερα αὐτοὶ σπανίζουν καὶ μυστηριωδῶς ὅσοι ἐμφανίζονται πάντως διώκονται. Ὅμως τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ δὲν σταματάει κι ὅσοι εἰλικρινὰ ποθοῦν τὸν Θεό, καὶ ἀνθρώπους θὰ βροῦν καὶ πολὺ περισσότερο Ἐκεῖνον τὸν Ἴδιο.
.           Οἱ Ἅγιοι ὅμως Μάρτυρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν ἐφάρμοζαν διαφορετικὴ διδασκαλία ἀπὸ αὐτὴν τῶν συγχρόνων ἁγίων Πατέρων. Προκειμένου νὰ ὑπομείνουν τὶς θλίψεις τοῦ μαρτυρίου, βίωναν αὐτὰ ποὺ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι σήμερα διδάσκουν. Ὁ Γέροντας Πορφύριος σὲ μία διδασκαλία του λέει: «Ἡ τέλεια ὑπακοὴ στὸν Θεό, ἔστω κι ἂν ὁρισμένα πράγματα φαίνονται δύσκολα καὶ παράλογα, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Αὐτὴ μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν καθιστᾶ θεάνθρωπο». Τί ἄλλο βίωσε ὁ Ἅγιος Γεώργιος; Μπροστὰ στὰ πιὸ δύσκολα καὶ παράλογα μαρτύρια καὶ τὶς θλίψεις, εἶχε μάθει νὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, σὰν στὸν ἴδιο τὸν πατέρα του. Αὐτὸ δείχνει ὅτι γνώριζε νὰ προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ὅπως ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» καὶ ταυτόχρονα προσευχόμενος ἔβρισκε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἐνίσχυε σ’ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀνάγκες του καὶ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὸ «ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε». Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς νὰ τί λέει σὲ μία διδασκαλία του: «Ὁ Κύριος νουθετεῖ μὲ τὸ ἔλεός Του τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ δέχεται μὲ εὐγνωμοσύνη τὶς θλίψεις. Ποτέ, σ’ ὅλη μου τὴν ζωή, οὔτε μία φορὰ δὲν γόγγυσα γιὰ τὶς θλίψεις, ἀλλὰ τὰ δεχόμουν ὅλα σὰν φάρμακο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε νὰ ὑπομένω ἐλαφρὰ τὸν ἀγαθὸ ζυγό Του». Ὁ ἴδιος λέει ὅτι πολλὲς θλίψεις μᾶς περικυκλώνουν καὶ φαίνονται ἀφόρητες στοὺς ἀνθρώπους, γιατί δὲν ἀφήνουν οἱ ἄνθρωποι τὴν γνώμη τους καὶ τὴν θέλησή τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὅ,τι συμβαίνει νὰ τὸ ἀποδέχονται σὰν φάρμακο ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοιά Του.
.           Νὰ γιατί χρειάζεται ἡ συμπαράσταση πνευματικοῦ ἀνθρώπου στὸν ἀγωνιζόμενο. Ὅταν ἡ ψυχὴ βάλλεται ἀπὸ κάθε εἴδους θλίψεις, ὁ ἴδιος ὁ πάσχων ἔχει τὴν αἴσθηση –ποὺ δὲν εἶναι ἀλήθεια– ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Δύο πράγματα μποροῦν νὰ τὸν ἐπαναφέρουν: Κατ’ ἀρχὰς ἡ πίστη πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ παρουσία, ἡ συμβουλὴ καὶ ἡ παρηγορία τοῦ λόγου ἑνὸς πνευματικοῦ Γέροντα ἢ ἐὰν ὁ ἀγωνιζόμενος εἶναι ἔμπειρος, ἀνακαλεῖ τὴν εἰρήνη καὶ ἐν προσευχῇ μετανοίας –κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀγωνιζόμενος πρέπει νὰ θεωρεῖ ὅτι πάσχει γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τοὺ– προσεύχεται μὲ πόνο καὶ βάθος ταπεινώσεως, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀποδοχὴ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι αἴτιος τῆς θλίψεως, ἔστω κι ἂν δὲν φαίνεται ὅτι φταίει στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, σίγουρα ὅμως ξέρει ὅτι σὲ ἄλλα φταίει καὶ μὲ ἄλλους τρόπους μᾶς παιδεύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Συνήθως στοὺς ἀρχαρίους πνευματικά, εἶναι πιὸ ἔντονη ἡ ἀνάγκη παρουσίας τοῦ Γέροντα, ἐνῶ στοὺς ἐμπειροτέρους πιὸ λίγο, ἀλλὰ σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους ἡ πνευματικὴ ἀναφορά, εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαία.

ΠΗΓΗ: vatopaidi.wordpress.com

, , ,

Σχολιάστε

ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Ζ´] «Τί παραλογισμός, τί τύφλωση, τί παράνοια εἶναι αὐτή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖτε νὰ δεχθεῖτε τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία;»

Μοναχοῦ Ἀρσενίου Βατοπαιδινοῦ
Εἰς τὸν Βίον
τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου [Ζ´]

Μέρος Α´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Α´] «Καὶ σήμερα ποὺ φαίνεται ὅτι ὑπάρχει δημοκρατία, οἱ πραγματικὰ εὐσεβεῖς μυστηριωδῶς μισοῦνται καὶ διώκονται»

Μέρος Β´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Β´] «Μία ἀσεβέστατη πρὸς τοὺς θεοὺς θρησκεία, ἡ λεγομένη τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν παρουσία της σαλεύει τὴν εἰρήνη στὴν κραταιὰ αὐτοκρατορία μας καὶ σέβεται κάποιον Ἰησοῦ, ποὺ κατακρίθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους σὲ σταυρικὸ θάνατο»

 Μέρος Γ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Γ´] «Ἐκεῖ ποὺ οἱ αὐτοκράτορες νόμιζαν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς θὰ χαθεῖ, χιλιάδες καὶ μυριάδες πιστοὶ ξεφύτρωναν, ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία τῶν μαρτύρων καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν μαρτυρία τους».

 Μέρος Δ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Δ´] «Ἂς ξεχάσουμε τὶς πλάνες τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς ἀνάμεσά μας»

Μέρος Ε´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Ε´]

Μέρος ϛ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [ϛ´]

.             Ἔμαθε καὶ πάλι ὁ βασιλιὰς ὅτι ὁ Γεώργιος στὴν φυλακὴ εἶναι τελείως ὑγιὴς καὶ χαρούμενος καὶ ἔμεινε ἄναυδος γεμάτος ταραχὴ καὶ σύγχυση. Αἰσθανόταν ὅτι τὰ γεγονότα ἦταν ἡ συμφορά του καὶ δὲν γνώριζε μὲ ποιὸ τρόπο ἢ τιμωρία θὰ μποροῦσε ἐπιτέλους νὰ τὸν ἐξοντώσει, ἐφ᾽ ὅσον τὰ συμβάντα ξεπερνοῦσαν τὰ ἀνθρώπινα. Ἀγωνία, φόβος καὶ θυμὸς τὸν κατέλαβαν. Ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Μάρτυρα νὰ γίνεται δήμιος της ζωῆς του. Βρίζοντας, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν φέρουν καὶ πάλι μπροστά του.
.             Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε καὶ ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται δέσμιος μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ γιὰ ὅποιον πρόσεχε τὴν ψυχική του κατάσταση καταλάβαινε ὅτι ὑπῆρχε κάτι ἀκατανόητο σὲ σχέση μὲ τὰ γεγονότα. Πήγαινε πάλι σὲ κριτήριο, σὲ ὕβρεις, σὲ τιμωρίες καὶ θάνατο, ἀλλὰ ὅμως καμμιὰ ταραχὴ ἢ ἀνησυχία διακρινόταν στὰ μάτια του. Χαμογελοῦσε σὰν νὰ γνώριζε τί θὰ συμβεῖ. Φαινόταν νὰ πηγαίνει σὲ γιορτὴ καὶ χαρὰ παρὰ σὲ κριτήριο ποὺ θὰ ἔβγαζε σίγουρα ἀπόφαση θανάτου. Καὶ ἀκολούθησε ὁ ἑξῆς διάλογος:
.            Ὁ βασιλιάς: «Μέχρι πότε θὰ ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὶς ραδιουργίες σου καὶ δὲν ἀλλάζεις γνώμη»;
.             Καὶ ὁ Ἅγιος: «Ἕως ὅτου ὑπάρχει ἡ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ψυχὴ στὸ σῶμα μου, δὲν θὰ σταματήσω νὰ ἐλέγχω τὴν ἀσέβειά σου. Μὴν ἀναβάλλεις, κάνε γρήγορα, γιατί δὲν θὰ ἔχεις μικρὸ ἀγώνα. Ἀγωνίζεσαι μὲ μένα ποὺ ἀγαπῶ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι κατὰ τοῦ κεφαλιοῦ σου καὶ τῶν κατάπτυστων θεῶν σου».
.             Αὐτὰ τὰ λόγια, προκάλεσαν ἔκρηξη θυμοῦ στὸν τύραννο καὶ ἀπάντησε: «Λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ βγάλω τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὸ σῶμα σου γρήγορα, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ μεμιᾶς ἀπὸ τὸν ἀγώνα ἐναντίον σου καὶ νὰ ἔχω ἐπιτέλους καὶ γαλήνια ζωή»; Καὶ ἡ διαταγὴ ἦταν νὰ διχοτομηθεῖ μὲ πριόνι.
.             Οἱ δήμιοι μὲ λύσσα ἔφεραν σανίδες καὶ μὲ δύναμη τὸν πίεσαν γιὰ νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι, ἀλλὰ ὁ ἡγεμόνας Δαδιανὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὴν καθέδρα καὶ εἶπε: «Παρακαλῶ, ἀθάνατε καὶ μέγιστε βασιλεῦ, δὲν πρέπει νὰ πεθάνει τόσο σύντομα ὁ δυσσεβῆς αὐτὸς ἐδῶ. Καλύτερα νὰ τὸν λύσουν καὶ νὰ τὸν πετάξουν σὲ καζάνι μὲ λιωμένο μολύβι· νὰ συνεχίζει ὅμως ἀπὸ κάτω νὰ καίει ἡ φλόγα μέχρι νὰ λιώσουν κι αὐτὰ τὰ κόκκαλά του». Δέχθηκε ὁ βασιλιὰς τὸ αἴτημά του καὶ ἀφοῦ τὸν ἔλυσαν, ἑτοίμασαν τὴν τιμωρία.
.             Ὅταν τὸ μολύβι ἔβραζε σὰν ὑγρό, τὸν ἔδεσαν οἱ δήμιοι μὲ χειροπέδες καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πετάξουν στὸ καζάνι μὲ τὸ μολύβι. Ἐμποδίζονταν ὅμως ἀπὸ τὴν δυνατὴ φλόγα. Ὁ Μάρτυρας μόλις τοὺς εἶδε νὰ ἀποροῦν καὶ νὰ δυσκολεύονται εἶπε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ἐσὺ ποὺ δημιούργησες τὸν σύμπαντα κόσμο καὶ φύλαξες ἀκατάφλεκτους στὸ καμίνι τοὺς ὁσίους Παῖδες, κι ἔμενα ἂν καὶ ἀνάξιο φύλαξέ με ἀβλαβῆ».
.             Οἱ χειροπέδες ἔπεσαν, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ πήδησε μόνος μέσα στὸ καζάνι μὲ θάρρος, ὅπως πέφτει κανεὶς σὲ νερὸ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ καύσωνα. Γιὰ τὴν πίστη του αὐτή, ἄνεση παρὰ τιμωρία ἔγινε γι’ αὐτὸν τὸ μαρτύριο, γιατί ὁ Κύριος ἔδειχνε ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ Του στὰ μέλη αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀθλητῆ τῆς εὐσεβείας. Ὁ Γεώργιος δοξολογοῦσε μέσα στὶς φλόγες τὸν Κύριο. Ὅσοι ὅμως ἦταν κοντὰ στὴν φωτιά, ἔπαθαν σοβαρὰ ἐγκαύματα ἀπὸ τὸ μολύβι ποὺ τινάχθηκε. Καὶ πάλι ἔκσταση καὶ φόβος στοὺς γύρω, ἐνῶ ταυτόχρονα δυνατὴ βροχὴ ἔσβηνε τὴν φωτιὰ καὶ ἔκανε τοὺς πάντες νὰ φύγουν.
.             Μόνος ἔμεινε καὶ πάλι ἐλεύθερος γυρνώντας στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες τῆς πόλεως. Περισσότερο μὲ τὴν παρουσία του καὶ λιγότερο μὲ τὰ λόγια του, ἔπειθε τοὺς πάντες –παρόλους τοὺς διωγμούς– νὰ γίνονται Χριστιανοί. Τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ τὸν προσήγγιζε ἦσαν πολλὰ καὶ ἐκπληρωνόταν σ’ αὐτὸν τὸ ρητὸ τῆς Σοφίας: «Ἡ Σοφία στὶς διεξόδους τῶν δρόμων ὑμνεῖται καὶ στὶς πλατεῖες ὁ σοφὸς μὲ παρρησία συμπεριφέρεται».
.             Ἔτσι, τὸ μαρτύριο τοῦ Διοκλητιανοῦ συνεχιζόταν καὶ διέταξε καὶ πάλι νὰ τὸν συλλάβουν. Αὐτὸς ὁ «ἀθάνατος» καὶ «ἀήττητος», ὅπως τοῦ ἄρεσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν, πολεμοῦσε νὰ θανατώσει κάποιον ποὺ πέρασε τόσες πολλὲς φορὲς μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ πάθει τίποτε καὶ ταυτόχρονα τὸ ὅτι πολεμάει μὲ κάποια ξένη ὑπερφυσικὴ δύναμη ποὺ συμμαχοῦσε μὲ τὸν Γεώργιο, τὸν εἶχε καταβάλει τελείως. Οἱ καθημερινὲς ὑποθέσεις τῆς δημόσιας διοίκησης ἦταν πολλὲς καὶ ἡ θλίψη ὅτι νικιέται συνεχῶς ἀπὸ ἕνα νεαρὸ τελείως ἄοπλο, αὐτὸς ὁ «ἀήττητος», σούβλιζαν ἐσωτερικὰ τὴν ὕπαρξή του.
.             Ὅταν ὁ Γεώργιος βρέθηκε καὶ πάλι δεμένος μπροστά του, τὸ βλέμμα τοῦ Διοκλητιανοῦ ἦταν τελείως ἀνήσυχο, ταραγμένο καὶ σκοτεινό, ἀβυσσαλέο ἀπὸ ὀργή, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κορέσει τὸ μίσος ποὺ κατοικοῦσε στὴν ψυχή του. «Ὅπως φαίνεται –τοῦ εἶπε– ἐπειδὴ ἀσχολοῦμαι πολὺ μὲ τὶς δημόσιες ὑποθέσεις, ἐσὺ νόμισες, ὅτι ἐπιμελούμενος ἄλλα πράγματα, δὲν ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ σὲ ἐξαφανίσω ἀπὸ τὴν γῆ. Περιέρχεσαι λοιπὸν καὶ μᾶς διασύρεις καὶ πείθεις τοὺς ἀφελεῖς νὰ ἀφήσουν τὴν πίστη τῶν ἀθανάτων θεῶν καὶ νὰ πιστέψουν σ’ ἕναν Σταυρωμένο· ἐγὼ ὅμως θὰ περιποιηθῶ ἀμέσως τὴν αὐθάδειά σου». Διέταξε νὰ τὸν ρίξουν κάτω, νὰ τοποθετήσουν κάρβουνα στὸ κεφάλι του, μετὰ νὰ τὸν κρεμάσουν σὲ ξύλο καὶ νὰ ξύνουν μὲ σιδερένια νύχια τὸ σῶμα του. Καὶ ἐνῶ ἤδη φαίνονταν τὰ σπλάγχνα καὶ τὰ κόκκαλα τοῦ σώματός του, διέταξε μὲ δαδιὰ ἀναμμένα νὰ κάψουν τὸ σῶμα του. Κι ἐνῶ τὰ βασανιστήρια κρατοῦσαν γιὰ πολλὴ ὥρα, ὁ νοῦς τοῦ Μάρτυρα βρισκόταν μὲ προσευχὴ μέσα στὴν καρδιά του καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν ἀνακούφιζε, ὥστε οὔτε ἀναστεναγμὸς δὲν ἀκουγόταν. Σὲ κάποια στιγμὴ θεωρήθηκε καὶ πάλι ἀπὸ ὅλους νεκρός. Δόθηκε διαταγὴ νὰ βάλουν ὅ,τι ἀπέμεινε σὲ ἕνα κοφίνι καὶ νὰ τὸν πετάξουν στὸ βουνὸ ποὺ λεγόταν «Ἥλικας», ὥστε νὰ μὴ βροῦν τίποτε ἀπὸ τὸ λείψανό του οἱ Χριστιανοί.
.             Αὐτὸ ἔγινε· καὶ καθὼς οἱ στρατιῶτες γυρνοῦσαν ἀπὸ τὸ ὄρος, ἔγινε σεισμὸς καὶ βροχή. Πλύθηκαν καὶ θεραπεύθηκαν οἱ πληγὲς τοῦ Μάρτυρα κι ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Νὰ εἶσαι ἀνδρεῖος, Γεώργιε, Ἐγὼ εἶμαι μαζί σου». Σὰν ἀπὸ ὕπνο ξύπνησε ὑγιέστατος καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του ἄρτια· εὐχαρίστησε θερμὰ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ θάρρος καὶ σπουδὴ κατέβηκε στὴν πόλη κι ἔφθασε στὰ ἀνάκτορα. Οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὸν εἶχαν μεταφέρει, τὸν γνώρισαν. Ἔκθαμβοι διηγοῦνταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὰ γεγονότα καὶ πίστευαν ὅλο καὶ περισσότεροι. Ὁ Διοκλητιανός, γιὰ νὰ σταματήσει τὰ γεγονότα, διέταξε ἀμέσως νὰ θανατωθοῦν ἔξω στὸ βουνό, ὅσοι κατ’ ἐκείνη τὴν ὥρα πίστεψαν, πράγμα ποὺ ἔγινε καὶ ἀναδείχθηκαν μάρτυρες.
.             Ὁ Γεώργιος καὶ πάλι συλλαμβάνεται. Ὁ Μαγνέντιος εἶπε στὸν βασιλιά: «Εἶναι πολὺ πείσμονες οἱ Χριστιανοί. Προσπάθησε καλύτερα, μὲ ἠπιότητα, κολακεῖες καὶ δῶρα νὰ τὸν πάρεις μὲ τὸ μέρος σου». Ὁ Γεώργιος μυστικὰ προσευχόταν. Ὁ βασιλιὰς ἄλλαξε τακτική: «Μὰ τὸν βασιλιὰ ἥλιο, τοῦ εἶπε, καὶ ὅλους τοὺς θεούς, ἐὰν πεισθεῖς σὲ μένα καὶ θυσιάσεις στοὺς θεούς, θὰ σὲ δοξάσω ὑπέρμετρα σ’ ὅλη τὴν γῆ, θὰ σὲ κάνω συμβασιλέα, γιατί σ’ ἔχω ἐκτιμήσει βαθύτατα καὶ δὲν θέλω νὰ χαθεῖς».
.             «Ἐὰν εἶχα σκοπὸ νὰ ὑποχωρήσω σ’ αὐτὲς τὶς μάταιες ὑποσχέσεις σου, δὲν θὰ ἔδινα τὸν ἑαυτό μου σὲ μύριους θανάτους. Τώρα μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα καὶ τιμωρίες ποὺ ἔπαθα μπροστὰ σ’ ὅλη τὴν Σύγκλητο, νομίζεις ἀνόητα ὅτι θ’ ἀφήσω τὴν πίστη μου; Καὶ γιατί ἔχω ὑποστεῖ τέτοια ἀτιμία, ἂν εἶχα σκοπὸ νὰ πεισθῶ στὶς κολακεῖες σου;».
.             «Ἐπειδὴ τώρα σοῦ συμπεριφέρομαι σὰν πατέρας, ὅπως βλέπεις, ἂς εἶσαι χαριστικὸς πρὸς ἐμένα, σὰν στὸν πατέρα σου, καὶ ξέχασέ τα ὅλα. Ὁρκίζομαι στοὺς θεοὺς ὅτι μὲ μεγάλα ἀξιώματα, δόξα καὶ πλούτη θὰ σὲ τιμήσω· μόνο θυσίασε στοὺς θεούς».
.             «Ἐπειδὴ βασιλεῦ, βλέπω τὴν τόσο καλή σου γιὰ μένα διάθεση, θὰ κάνω κι ἐγὼ ὅτι ἐπιθυμεῖς. Θὰ ἦταν ἀγνωμοσύνη νὰ ἀθετήσω τέτοια φιλία· ἂς πᾶμε γρήγορα στοὺς θεούς».
.             Ὁ βασιλιὰς τινάχθηκε ἀγαλλόμενος, ἀγκάλιασε τὸν Γεώργιο καὶ μὲ πασίχαρη φωνὴ εἶπε δυνατά: «Ἂς εὐφρανθοῦν οἱ θεοί· ἀγαλλιᾶσθε ἄνθρωποι· δέξου Ἀπόλλον αὐτὸν ποὺ σὲ παρόργισε τόσο πολύ, τώρα δὲ μετανόησε γνήσια καὶ ἐπιστρέφει σὲ σένα». Αὐτὰ εἶπε καὶ ἔδωσε διαταγὲς νὰ μαζευτεῖ στὸ ἱερὸ ὅλη ἡ Σύγκλητος, τὰ πιὸ τιμημένα στρατεύματα καὶ οἱ κήρυκες νὰ γυρίζουν στοὺς δρόμους φωνάζοντας σ’ ὅλη τὴν πόλη ὅτι: «Ὁ τοῦ Γαλιλαίου πρώην πιστὸς Γεώργιος, πηγαίνει στὸν μεγάλο Ἀπόλλωνα νὰ θυσιάσει».
.             Οἱ Χριστιανοὶ γεύθηκαν ἀπερίγραπτη θλίψη καὶ πένθος, οἱ εἰδωλολάτρες γέμισαν ἀπὸ χαρά. Βγῆκαν παράφορα στοὺς δρόμους καὶ φώναζαν: «Ὁ Ἀπόλλων νίκησε! Βασίλευε στοὺς αἰῶνες αὐτοκράτορ, Διοκλητιανέ! Ζήτω ἡ αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων! Μεγάλοι οἱ θεοὶ τοῦ βασιλιᾶ!».
.             Μπῆκαν μέσα στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα. Ἔγινε σχεδὸν νεκρικὴ σιγὴ καὶ ὁ Γεώργιος προχώρησε μόνος μπροστά, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα. Τὰ πλήθη παρατηροῦσαν μὲ κομμένη τὴν ἀναπνοὴ καὶ ὁ Γεώργιος εἶπε στὸ ἄγαλμα κοιτώντας σταθερὰ πρὸς αὐτό: «Ἐσὺ εἶσαι Θεὸς καὶ ἐσένα πρέπει νὰ σέβονται οἱ ἄνθρωποι»; Καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ ἄγαλμα, καιγόμενο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ Θεὸς καὶ κανένας δικός μου. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Υἱός Του εἶναι ὁ Χριστός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα. Ἐμεῖς ἤμαστε πρὶν ἄγγελοί του καὶ τώρα σὰν ἀποστάτες γίναμε δαίμονες καὶ κοροϊδεύουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μᾶς λατρεύουν σὰν θεούς». Τὰ πλήθη ἔμειναν ἔκθαμβα καὶ ὁ Μάρτυρας εἶπε: «Καὶ ἐφ᾽ ὅσον δὲν εἶστε θεοί, γιατί σφετερίζεστε τιμὴ ποὺ δὲν σᾶς ἀνήκει καὶ κοροϊδεύετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ σᾶς θεωροῦν θεούς; Καὶ πῶς τολμᾶτε τώρα νὰ μένετε ἐδῶ, ἐφ᾽ ὅσον μπροστά σας στέκομαι ἐγώ, ποὺ ἔχω ὀνομαστεῖ δοῦλος Θεοῦ καὶ μέσα μου κατοικεῖ ὁ Χριστός, ὁ τῶν ὅλων Θεός»;
.             Ταραχὴ μεγάλη καὶ φοβισμένες δαιμονικὲς φωνὲς ἀκούστηκαν καὶ σὰν καπνὸς ἔφευγαν ἀπὸ τὸν ναό. Μετὰ ὁ Γεώργιος σταύρωσε τὰ ἀγάλματα, ποὺ ἔπεσαν πάραυτα καὶ συντρίφθηκαν. Ὁ βασιλιὰς ἔμεινε ἐμβρόντητος. Οἱ ἱερεῖς ὅμως τῶν εἰδώλων ἅρπαξαν σὰν λύκοι τὸν Μάρτυρα: «Σκότωσέ τον, βασιλιά, σκότωσε τὸν μάγο· καθόλου μὴν τὸν λυπᾶσαι, γιατί μὲ τὶς μαγεῖες του ἐξαπάτησε τόσο κόσμο καὶ τώρα σύντριψε καὶ τοὺς θεούς». Καὶ ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴν ντροπὴ καὶ τὰ γεγονότα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν ἱερέων, ἔγινε ἔξαλλος: «Βρωμερὸ κεφάλι καὶ ἀπὸ κάθε ραδιουργία γεμάτο –εἶπε– δὲν συμφώνησες νὰ θυσιάσεις στὸν μεγάλο θεὸ Ἀπόλλωνα»; Καὶ ὁ Ἅγιος εἶπε: «Τέτοιους θεούς, ποὺ μὲ ἕνα λόγο συντρίβονται στὸ ἔδαφος, δὲν ντρέπεσαι νὰ τοὺς ὀνομάζεις θεούς; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι θυσίασα τοὺς θεούς σου στὸν ἐπουράνιο Θεό μου; Γιατί δὲν πείθεσαι τουλάχιστον στὸν θεό σας, ποὺ μαρτύρησε ὅτι εἶναι δαίμονες, ἀποστάτες ποὺ σᾶς ἐξαπατοῦν, γιὰ νὰ γίνεις φίλος Θεοῦ; Τί παραλογισμός, τί τύφλωση, τί παράνοια εἶναι αὐτή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖτε νὰ δεχθεῖτε τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία; Ἂν σοῦ ἔχουν μείνει ἀκόμα τίποτε ξόανα, δεῖξέ μου πόσα καὶ ποῦ εἶναι καὶ μὴν ἔχεις φροντίδα· θὰ τὸ φροντίσω ἐγώ».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Η´] «Ὁ πραγματικὸς Χριστιανός, προσπαθώντας νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, θὰ κοπιάζει καὶ θὰ γίνει μάρτυρας συνειδήσεως, προκειμένου τὰ συναισθήματα τῆς καρδιᾶς του, οἱ σκέψεις του, ὁ νοῦς του, ἡ θέλησή του κι ὅλη ἡ ὕπαρξή του νὰ χριστοποιηθεῖ».

, , ,

Σχολιάστε

ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [ϛ´]

Μοναχοῦ Ἀρσενίου Βατοπαιδινοῦ
Εἰς τὸν Βίον
τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου [ϛ´]

Μέρος Α´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Α´] «Καὶ σήμερα ποὺ φαίνεται ὅτι ὑπάρχει δημοκρατία, οἱ πραγματικὰ εὐσεβεῖς μυστηριωδῶς μισοῦνται καὶ διώκονται»

Μέρος Β´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Β´] «Μία ἀσεβέστατη πρὸς τοὺς θεοὺς θρησκεία, ἡ λεγομένη τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν παρουσία της σαλεύει τὴν εἰρήνη στὴν κραταιὰ αὐτοκρατορία μας καὶ σέβεται κάποιον Ἰησοῦ, ποὺ κατακρίθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους σὲ σταυρικὸ θάνατο»

 Μέρος Γ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Γ´] «Ἐκεῖ ποὺ οἱ αὐτοκράτορες νόμιζαν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς θὰ χαθεῖ, χιλιάδες καὶ μυριάδες πιστοὶ ξεφύτρωναν, ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία τῶν μαρτύρων καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν μαρτυρία τους».

 Μέρος Δ´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Δ´] «Ἂς ξεχάσουμε τὶς πλάνες τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς ἀνάμεσά μας»

Μέρος Ε´: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Ε´]

.                 Ὁ Γλυκέριος δάκρυσε καὶ ἀμέσως ζήτησε μὲ προσευχὴ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἐπικαλούμενος τὶς προσευχὲς τοῦ Γεώργιου κι ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἔλα, Γλυκέριε, κοντά μου μὲ χαρά· μοῦ εἶσαι ἀγαπητὸς καὶ χρήσιμος». Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μαρτύρησε.
.                 Τὰ θαυμαστὰ γεγονότα συνέχιζαν νὰ συμβαίνουν στὴν φυλακὴ συνεχῶς, ὥστε νὰ πληθαίνουν οἱ πιστοί. Ὁ Διοκλητιανός, ποὺ πίστευε ὅτι μὲ τὸν διωγμὸ θὰ ἐξαφανίσει τοὺς πιστοὺς καὶ τὴν Ἐκκλησία, βλέποντας ἀντίθετα ἀποτελέσματα μὲ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Γεωργίου, ἔπεσε σὲ μελαγχολία καὶ γεμάτος μανία διέταξε νὰ πυρωθεῖ ἕνα χάλκινο κρεβάτι καὶ νὰ ἁπλώσουν δέσμιο τὸν Γεώργιο πάνω σ’ αὐτό. Κι ἐνῶ ἤδη ἄρχισαν νὰ δαπανῶνται οἱ σάρκες του, ὁ Γεώργιος ἔχοντας τὴν πείρα τῆς ἀπερίγραπτης προστασίας τοῦ Κυρίου, ζητοῦσε μὲ προσευχὴ τὴν ἀνίκητή του Χριστοῦ συμμαχία, ποὺ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν θλίψεών του ἔσπευσε καὶ γέμισε τὴν καρδιά του μὲ παρηγοριά, τὴν φωτιὰ τὴν ἔκανε δροσιά, τὶς ἁλυσίδες τὶς ἔσπασε καὶ τὸν Γεώργιο τὸν παρέστησε τελείως ὑγιῆ.
.             Τέτοια ἀπερίγραπτα σὲ μεγαλοσύνη γεγονότα, διαβάζουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπως τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου κ.ἄ. Θαυμάζει ὅμως κανεὶς τὴν πόρωση καὶ τὸν σκοτισμὸ τοῦ ἡγεμόνα. Καὶ μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ πλούσιος μέσα ἀπὸ τὶς τιμωρίες παρακαλοῦσε νὰ στείλει ὁ Θεὸς τὸν Λάζαρο στοὺς ζωντανοὺς συγγενεῖς του, ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ τοῦ εἶπε: «Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες· ἂν δὲν ἀκούσουν σ’ αὐτούς, οὔτε καὶ νεκρὸ ἂν δοῦν ἀναστημένο θὰ πιστέψουν».
.             Ὁ Διοκλητιανὸς θεώρησε μαγεία τὸ γεγονὸς καὶ ὁ Μαξιμιανὸς ζήτησε νὰ ποτίσουν τὸν Γεώργιο, λιωμένο σὲ μεγάλη θερμοκρασία μολύβι «γιὰ νὰ δοῦμε –εἶπε– ἂν μπορεῖ νὰ νικήσει τὴν ἐσωτερικὴ φλόγα, ὅπως νίκησε τὴν ἔξω». Ὅμως καὶ πάλι τίποτε δὲν συνέβη στὸν Γεώργιο καὶ ἡ ἀπορία μὲ τὸν θυμό, κατέκαιγαν τοὺς ἡγεμόνες.
.             Τοῦ ἔδεσαν μία πέτρα στὸν λαιμό, τὸν κρέμασαν ἀνάποδα σὲ ξύλο, ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὸν κάπνιζαν μέχρι τὸ βράδυ ποὺ τὸν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή.
.             Τὴν ἑπομένη, τὸν ἔρριξαν σὲ ἕνα φοβερὸ χαλκούργημα, ὅπου κυριολεκτικὰ κατακόπηκε τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν σπαθιῶν καὶ μαχαιριῶν ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Σ’ αὐτὴ τὴν φρικτὴ κατάσταση ἔθεσαν σὲ λεκάνη πλέον τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύκτα ὅμως αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεὶς Χριστός, μέσα σὲ φῶς οὐράνιας δόξας, στάθηκε δίπλα του καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔχε θάρρος Γεώργιε! Δὲν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς μεταστάσεώς σου. Πρέπει νὰ ἀνταγωνιστεῖς ἀκόμη τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, μέχρι νὰ καταβάλεις τὴν ἀσέβειά τους. Καὶ πολλὰ πλήθη πιστῶν θὰ μοῦ προσφέρεις· καὶ μετὰ θὰ σὲ πάρω κοντά μου· θὰ σὲ ἐνδύσω μὲ τὴν στολὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ θὰ κατακοσμήσω τὸ κεφάλι σου μὲ ὁλόφωτο δοξασμένο στεφάνι τῆς δικῆς μου βασιλείας».
.             Ἡ παράδοξη αὐτὴ παρουσία τοῦ Κυρίου, τοῦ χάρισε αὐτομάτως πλήρη ὑγεία, τοῦ ἔδωσε εὐεξία καὶ χαρὰ ὑπερβάλλουσα, εἶδε φανερὰ μπροστά του μέσα στὸ γλυκύτατο φῶς σὰν ἀστραπή, τὸν Κύριο καὶ ἄκουσε τὰ γεμάτα γλυκύτητα λόγια Του, ἔγινε κοινωνὸς τῆς δόξας ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε, προσέπεσε στὰ πόδια Του εὐχαριστώντας μὲ δάκρυα τὴν τόση πολλὴ πατρικὴ προστασία Του. Ὁ Κύριος ὅμως γεμάτος ἀγάπη τὸν ἀνασήκωσε, τὸν εὐλόγησε μὲ τὸ δεξί Του χέρι καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔχε ἀνδρεία Γεώργιε· νίκησε μέχρι τέλους τὴν μανία τῶν βασιλέων». Αὐτὰ εἶπε καὶ ἐξαφανίστηκε. Ὁ μάρτυς ὅμως μέσα στὴν φυλακή, ἦταν ὅλος μέσα στὸ φῶς καὶ στὴν χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση ποὺ τοῦ ἄφησε ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἦταν ἀνέκφραστη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ [Ζ´] «Τί παραλογισμός, τί τύφλωση, τί παράνοια εἶναι αὐτή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖτε νὰ δεχθεῖτε τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία;»

, , ,

Σχολιάστε

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934) ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ «Ξέρεις, ἡ καρδιά μου φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Νομίζω ὅτι ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ καταλάβω ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ Αὐτόν. Θὰ ἤθελα νὰ πεθάνω γι᾽ Αὐτόν!»

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934)
ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ
[1]

Περ. «Ἁγιορειτικὴ Μαρτυρία»
Τριμηνιαία ἔκδοσις Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου
ἀρ. τ. 18, Ἀπρίλιος 1995

.               Ἡ ζωὴ τοῦ π. Ἠλία εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴ ζωὴ τῆς ἐναρέτου συζύγου, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἡ ὁποία μοιράστηκε μαζί του ὅλες τὶς λύπες καὶ τὶς χαρές. Ἡ Εὐγενία ἦταν μία πολὺ εὐσεβὴς κόρη ποὺ σκεπτόταν νὰ γίνη μοναχή, ἀλλὰ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος Βαρνάβα τῆς Σκήτης τῆς Γεθσημανῆ, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ ἕναν εὐσεβῆ σύζυγο. Οἱ γονεῖς τοῦ Ἠλία εἶχαν μεγάλα σχέδια γιὰ τὸν γυιό τους, ἐπειδὴ ἦταν ἕνας λαμπρὸς φοιτητὴς στὸ Πανεπιστήμιο. Ὅταν ὅμως γνώρισε τὴν Εὐγενία, ἄρχισαν καὶ οἱ δύο νὰ μελετοῦν μὲ πόθο πνευματικὰ βιβλία. Ἐγκατέλειψε τὸ Πανεπιστήμιο καὶ μία δελεαστικὴ καριέρα καὶ εἰσῆλθε στὸ ἱερατικὸ Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Σεργίου τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος.
.              Ἡ οἰκογένεια τῆς Εὐγενίας ζοῦσε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἁγίων Γερόντων. Ἡ μητέρα της γνώριζε πολλοὺς Γέροντες καὶ συχνά τους ἐπισκεπτόταν. Βλέποντας αὐτὸ ὁ Ἠλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε νὰ ἔχη καὶ αὐτὸς ἕνα Γέροντα, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν καθοδηγοῦσε. Ἡ Εὐγενία τοῦ συνέστησε νὰ πάη στὴ Σκήτη τῆς Γεσθημανῆ, στὸν Γέροντα Βαρνάβα. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ νεαρὸς ἱεροσπουδαστὴς πῆγε στὸν Γέροντα.
.               Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε μὲ εὐγένεια, τὸν ἔβαλε νὰ καθίση, τοῦ ἔφερε σαμοβάρι καὶ τοῦ ἔδωσε νὰ πιῆ τσάι, ἐνῶ συνεχῶς τοῦ ἔλεγε καθὼς τὸν κτυποῦσε χαϊδευτικὰ στὸ κεφάλι: «Εἶσαι ὁ μάρτυράς μου! Εἶσαι ὁ ὁμολογητής μου!». Μετὰ τοῦ ἔδωσε μερικὲς συμβουλὲς καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγη.
.               Ὁ ἱεροσπουδαστὴς γύρισε χαρούμενος στὸν ξενώνα. Ἐπιτέλους, εἶχε βρῆ ἕναν πνευματικὸ ὁδηγό, στὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἐμπιστευθῆ ὅλη του τὴ ζωή! Τὸ βράδυ πῆγε στὸν ναὸ καὶ μὲ κατάπληξη ἄκουσε νὰ μνημονεύουν τὸν κεκοιμημένο ἱερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ἦταν πραγματικὰ ἡ ἔκπληξής του καὶ ἡ λύπη του, ὅταν ἔμαθε ὅτι λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, ὁ Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του.
.               Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀνεκπλήρωτη τὴν βαθειὰ ἐπιθυμία τῆς γεμάτης πίστη ψυχῆς του. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ οἱ συσπουδασταί του τοῦ πρότειναν νὰ τὸν πάρουν μαζί τους στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ, ποὺ δὲν ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τὴν Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιὰ νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη Γέροντα Ἀλέξιο (ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέσυρε τὸν κλῆρο γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος). Ὁ Ἠλίας δέχθηκε εὐχαρίστως. Ὁ Γέροντας τοὺς ὑποδέχθηκε ἐγκάρδια καὶ σύντομα ἔγινε ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ Ἠλία καὶ τῆς μνηστῆς του. Ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ τοὺς εἶδε μαζί, ἀνεφώνησε: «Τί ψηλὸς ποὺ εἶναι αὐτός, καὶ τί μικρούλα αὐτή!». Πραγματικὰ ὁ Ἠλίας ἦταν πολὺ ψηλὸς καὶ δυνατός, πραγματικὸς ἱππότης, ἐνῶ ἡ Εὐγενία ἦταν ἕνα μικροκαμωμένο καὶ εὐαίσθητο κορίτσι. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος Ἀλεξίου συνηντῶντο δύο φορὲς τὸν μήνα στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας, καὶ δύο φορὲς τὸ μήνα μποροῦσε νὰ τῆς γράφη ἕνα γράμμα, τὸ ὁποῖο ὅμως ἔπρεπε νὰ τὸ διαβάζη προηγουμένως ἡ μητέρα τῆς Εὐγενίας. Ἔτσι πέρασαν μερικὰ χρόνια… Ὁ Ἠλίας τελείωσε μὲ ἐπιτυχία τὸ Σεμινάριο καὶ ἄρχισε νὰ σπουδάζη στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία.
.             Τότε ἡ Εὐγενία ἦταν 25 ἐτῶν, δηλαδὴ ὄχι πιὰ νέα, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχε ἕνας νόμος, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ φοιτηταὶ τῆς Ἀκαδημίας μποροῦσαν νὰ ἦταν ἔγγαμοι. Ἡ οἰκογένεια τῆς Εὐγενίας ζοῦσε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς Γέροντος στὴ Μόσχα, ὁ ὁποῖος συνέστησε ἐπίσπευση τοῦ γάμου τους. Ὁ Ἠλίας ὑπακούοντας στὸν Γέροντα πῆγε στοὺς γονεῖς τῆς Εὐγενίας. Ἀλλὰ τότε παρουσιάστηκε ἕνα ἀπροσδόκητο ἐμπόδιο: ὁ πατέρας τῆς Εὐγενίας ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ τοῦ τὴν δώση γιὰ σύζυγο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε δυνατότητα νὰ τὴν συντηρήση. Ὁ Ἠλίας θύμωσε καὶ ἔφυγε βροντώντας πίσω του τὴν πόρτα. Ὅμως ἡ μητέρα τῆς Εὐγενίας τὸν ἔπεισε νὰ τὴν ζητήση πάλι ἀπὸ τὸν πατέρα της. Καὶ χρειάστηκε νὰ τονίση ἐπανειλημμένα ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν μόνο μὲ τὰ δικά τους μέσα, ἂν καὶ στὴν πράξη ὅλα τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν ἦταν ἕνα μικρὸ ποσὸ ποὺ εἶχε συγκεντρώσει ἡ Εὐγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικῆς, καὶ τὸ ὁποῖο εἶχε βάλει στὴν ἄκρη μὲ τὴν εὐλογία τῆς μητέρας της, γιὰ τὴν προίκα της. Τελικὰ ὁ πατέρας της συμφώνησε. Ἔκαναν ἥσυχα καὶ ταπεινὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου τους καὶ ἀμέσως μετὰ ἔφυγαν γιὰ τὸ γαμήλιο ταξείδι. Πῆγαν στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ γιὰ νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴ μετάληψη τῆς θείας Κοινωνίας, κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τους Γέροντα.
.               Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τῆς Εὐγενίας σέβονταν πολὺ τὸν Γέροντα Ἀλέξιο. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μοναχός, πήγαινε συχνὰ στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ καὶ ἔβλεπε ἐπανειλημμένα τὸ ἴδιο ὄνειρο. Τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἦταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς, ὁ ἀσκητὴς Ζωσιμᾶς, στεκόταν στὴ μέση τῆς Ὡραίας Πύλης καὶ ἐμύρωνε κάθε ἕναν ποὺ ἐρχόταν. Μετὰ τὸ μύρωμα, μὲ τὰ ὁλόλαμπρα λευκά τους ἐνδύματα, περνοῦσαν κατ’ εὐθείαν μέσα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη! Τὸ ὄνειρο αὐτό, εἰδικὰ ἐπειδὴ ἐπαναλαμβανόταν τόσο συχνὰ καὶ ἐπειδὴ ἔμπαιναν στὸ Ἱερὸ ἀκόμη καὶ γυναῖκες, προκάλεσε μεγάλη ἀπορία στὸν νέο αὐτόν. Τελικά, ὅταν εἶδε τὸ ὄνειρο γιὰ ἕκτη φορά, πῆγε στὸν Γέροντα Ἀλέξιο. Ὁ Γέροντας δὲν ἀποκάλυψε τὴν ἐξήγησι τοῦ ὀνείρου, ἀλλὰ μόνο ρώτησε ἂν ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι.
—Ἦταν πολλοί, πάτερ, ὁλόκληρο πλῆθος!
—Ὡραῖα! Δόξα τῷ Θεῷ, δόξα τῷ Θεῷ! ἐπανέλαβε χαρούμενα ὁ Γέροντας.
.               Οἱ νεαροὶ νεόνυμφοι ἔμειναν ἕνα μήνα στὸ μοναστήρι. Μετὰ γύρισαν στὴ Μόσχα καὶ νοίκιασαν ἕνα διαμέρισμα στὴν περιοχὴ Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ζοῦσαν πολὺ φτωχικά, ἀλλὰ ὅπως ὑποσχέθηκαν στὸν πατέρα τῆς Εὐγενίας, ζοῦσαν μόνο μὲ δικά τους χρήματα. Ἡ Εὐγενία πάντα τόνιζε ὅτι σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ ποτὲ δὲν χρωστοῦσαν σὲ κανέναν οὔτε μία δεκάρα. Ζοῦσαν τόσο φτωχικά, ποὺ ἡ Εὐγενία ἀναγκαζόταν νὰ ρίχνη στὴ σόμπα μόνο ἕξι ξύλα τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ ζεστάνη τὸ διαμέρισμα, τὸ ὁποῖο ἔτσι δὲν ἦταν ποτὲ ἀρκετὰ ζεστό.
.              Ὅταν γεννήθηκε τὸ πρῶτο παιδί τους, ἔστειλαν ἀμέσως τηλεγράφημα στὴν ἀδελφή τῆς Εὐγενίας. Ὅταν ἦρθε κοντά τους, τοὺς ἐξήγησε ὅτι ἔμαθε τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ, πρὶν πάρη τὸ τηλεγράφημα!
—Μὰ πῶς: τὴ ρώτησαν.
—Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἐμφανίστηκε στὸ ὄνειρό μου καὶ μοῦ εἶπε: «Πήγαινε νὰ τοὺς συγχαρῆς! Ἔχουν γυιὸ καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι Σέργιος». Πράγματι ὠνόμασαν τὸν πρῶτο τους γυιὸ Σέργιο καὶ τὸν δεύτερο Σεραφείμ.
.               Ὁ π. Ἠλίας τελείωσε τὴν Ἀκαδημία πρὶν ξεσπάση ἡ ἐπανάστασις (τοῦ 1917). Μετὰ τὴν χειροτονία του, ὑπηρέτησε γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα στὴν ἐκκλησία ἑνὸς πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τολματσὲφ τῆς Μόσχας, ὅπου καὶ ὑπηρέτησε μέχρι τὴ σύλληψή του τὸ 1932.
.               Ὁ π. Ἠλίας ἦταν ἕνας εὐλαβὴς ἱερεύς. Ποτὲ δὲν συντόμευε τὶς ἀκολουθίες. Κανοναρχοῦσε τὰ στιχηρὰ καὶ συχνὰ διάβαζε τοὺς κανόνες (ποὺ συνήθως παραλείπονταν στὶς ρωσικὲς ἐνορίες). Ἡ πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στὴν ἐκκλησία καὶ διηύθυνε τὴ χορωδία. Σ’ ἐκείνη τὴ θλιβερὴ ἐποχή, μετὰ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τολματσὲφ ἦταν φάρος πνευματικοῦ φωτὸς γιὰ πολλοὺς πιστούς. Μία ἐνορίτισσα τοῦ π. Ἠλία ἀναπολεῖ: «Ὤ, ἡ ἐκκλησία μας στὸ Τολματσέφ, ἄστραφτε ἀπὸ καθαριότητα! Ἀλλὰ ἦταν τόσο κρύα, ποὺ πάγωναν τὰ πόδια σου στὸ πάτωμα!». Ὅμως ἡ πρεσβυτέρα, σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση, ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν ἐλπίδα της στὸν Θεό.
.               Κάποτε, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ πρεσβυτέρα γυρνοῦσε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καί, βάζοντας τὸ χέρι της στὴν τσέπη, ἀνακάλυψε ὅτι ἦταν ἄδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν νὰ καλοῦν ἐνορίτες στὸ σπίτι τους γιὰ ἕνα λιτὸ γεῦμα. Ἡ πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στὴν ἐκκλησία καὶ ρώτησε τὸν π. Ἠλία ἂν εἶχε καθόλου χρήματα. Αὐτός, μὲ λυπημένο βλέμμα, τῆς ἔδωσε μόνο μερικὰ κέρματα. Δὲν γινόταν τίποτε. Ἡ πρεσβυτέρα ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι. Στὸν δρόμο συλλογιζόταν τί ὡραῖα ποὺ θὰ ἦταν ἂν εἶχε μονάχα δύο ρούβλια. Θὰ ἀγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι ἄλλο ἀκόμη καὶ αὐτὰ θὰ τοὺς ἔφθαναν. Μὲ τέτοιες σκέψεις βάδιζε γιὰ τὸ σπίτι. Ἦταν μία ζεστὴ ἀνοιξιάτικη ἡμέρα, καὶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τους εἶχαν σχηματιστεῖ λακκοῦβες μὲ λασπόνερα. Τὰ πόδια της τὰ εἶχε τυλιγμένα μὲ πανιά, ἀφοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀδύνατο νὰ βρεθοῦν παπούτσια, καὶ μ’ αὐτὴ τὴν ὑπόδηση πηδοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ λασπόνερα. Ξαφνικὰ βλέπει μπροστά της δυὸ προσεκτικὰ διπλωμένα χαρτονομίσματα, ποὺ ἔπλεαν στὸ νερὸ σὰν δυὸ μικρὲς βαρκοῦλες. Τὰ πῆρε, τὰ ξεδίπλωσε, ἦταν δύο ρούβλια! Ἄρχισε νὰ ρωτᾶ τοὺς διαβάτες ἂν ἔχασαν δύο ρούβλια, ἀλλὰ ὅλοι ἀπαντοῦσαν ἀρνητικά. Τότε ἡ πρεσβυτέρα εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ϛ´ 33). Κατόπιν ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζη ἕνα λιτὸ γεῦμα.
.               Κάποια ἄλλη φορά, ἡ πρεσβυτέρα καὶ ὁ π. Ἠλίας ἀπεφάσισαν νὰ πᾶνε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸ Μοναστήρι δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ παραθέτη τράπεζα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες, ἀφοῦ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐπαρκοῦσαν τὰ τρόφιμα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἂν καὶ δὲν εἶχαν τότε οὔτε μία δεκάρα, ἐν τούτοις ἡ πρεσβυτέρα δὲν ἄλλαξε τὴν ἀπόφαση νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὸ προσκύνημα, καὶ πῆγε σ’ ἕναν ἡλικιωμένο ἀναγνώστη νὰ τὸν παρακαλέση, ἂν μποροῦσε, νὰ προσέχη τὰ παιδιά τους ὅσο θὰ ἔλειπαν. Στὸ δρόμο ἐπανελάμβανε: «Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτὸς σὲ διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ´ 23). Αὐτὸ ἦταν τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πρεσβυτέρας: τὰ λόγια της Γραφῆς, τὰ ὁποῖα γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἁπλὲς λέξεις ποὺ τὶς ἀποστηθίζουν ἀπὸ τὰ βιβλία, γι’ αὐτὴν ἦταν λόγοι ὁλοζώντανοι καὶ ἀληθινοί.
.               Γυρνώντας στὸ σπίτι, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα μακρὺ ἀντικείμενο τυλιγμένο σ’ ἕνα λινὸ σάκκο. Ἡ πρεσβυτέρα φοβήθηκε ὅτι ἦταν ἕνα πτῶμα καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη. Μετὰ ὅμως πρόσεξε ὅτι αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο δὲν ἦταν τόσο μεγάλο καὶ πίεσε τὸν ἑαυτό της νὰ ὑπερνικήση τὸν φόβο καὶ νὰ ἐπιστρέψη. Μὲ τὴ σκέψη ὅτι πιθανὸν θὰ ἦταν κάποιο παιδὶ ποὺ τὸ εἶχαν ἐγκαταλείψει, κύτταξε μέσα στὸ σάκκο καὶ ἔμεινε κατάπληκτη ἀπὸ τὸ θέαμα. Ἦταν γεμάτος μὲ διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδὴ ὅ,τι ἀκριβῶς χρειαζόταν γιὰ τὸ ταξείδι τους! Πιθανὸν κάποιος χωρικὸς τὰ ἔφερε γιὰ νὰ τὰ πουλήση στὴν πόλη, ἀλλὰ φοβήθηκε τὴν ἐθνοφυλακὴ καὶ ἔρριξε τὸ σάκκο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
.               Βέβαια, δὲν εἶχαν ὅλες οἱ δυσκολίες τέτοια εὐτυχῆ κατάληξη γιὰ τὴν πρεσβυτέρα, ἀλλὰ αὐτὴ ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν πνευματική της ἐγρήγορση. Κάποτε ἦρθε κάποια ἄγνωστη καὶ πρότεινε νὰ τῆς πουλήση μία τσάντα γεμάτη μὲ λαχανικὰ σὲ τιμὴ μᾶλλον χαμηλή. Μὲ μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε τὸ ποσὸ καὶ τὸ ἔδωσε στὴ γυναίκα, ἡ ὁποία τὴν ἔφερε στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ ὅπου, ὅπως ἔλεγε, ἦταν τὰ τρόφιμα. Ὅταν ἔφθασαν στὸ σταθμὸ ἡ γυναίκα εἶπε στὴν πρεσβυτέρα νὰ τὴν περιμένη καὶ αὐτὴ μπῆκε στὸν θάλαμο τοῦ σταθμοῦ, γιὰ νὰ φέρη τὰ τρόφιμα. Ἡ πρεσβυτέρα περίμενε μερικὲς ὧρες προτοῦ πάη ἡ ἴδια στὸν θάλαμο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δῆ ὅτι ἡ πόρτα ἦταν κλειδωμένη καὶ δὲν ἦταν κανεὶς ἐκεῖ μέσα. Πόσο δύσκολο τῆς ἦταν νὰ γυρίση στὸ σπίτι, ὅπου τὴν περίμεναν τὰ πεινασμένα παιδιὰ καὶ ὁ παπάς της τόσο ἀνυπόμονα! Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἡ πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθῆ κανεὶς γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους. Πάντως αὐτοὶ μᾶς βοηθοῦν στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἐνῶ συγχρόνως, χάνουν τὴ σωτηρία τῆς δικῆς τους ψυχῆς. Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ εἶδε ὅλους νὰ τὴν κοιτάζουν μὲ ἀπορία, εἶπε:
Παιδιά, σηκωθῆτε! Ἂς προσευχηθοῦμε! “Δόξα τ Θε πάντων νεκεν”. Μς κλεψαν!

.               Ἀλλὰ ὅλες αὐτὲς οἱ θλίψεις ἦταν ἀσήμαντες μπροστὰ στὴν ὀδύνη τῆς πρεσβυτέρας, ὅταν ὁ μικρότερος γυιός της, ὁ Βάνια, πέθανε. Ἔπαιζε μὲ κάποια μεγαλύτερα παιδιὰ στὸν δρόμο καὶ ἅρπαξε ἕνα κρυολόγημα, καὶ καθὼς ἡ πρεσβυτέρα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν προσέχη συνεχῶς (κάθε μέρα συμμετεῖχε στὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας) τὸ κρύωμα γύρισε σὲ μηνιγγίτιδα. Καὶ τότε ἀκριβῶς ἡ πρεσβυτέρα ἔσπασε τὸ χέρι της… Ὅλες μαζὶ οἱ συμφορὲς ἔπεσαν ἐπάνω της: ἡ θανατηφόρος ἀρρώστια τοῦ γυιοῦ της, τὸ σπασμένο χέρι της, ἡ πείνα… Ἀλλὰ αὐτὴ κατάφερνε νὰ παρίσταται καθημερινὰ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ὅπως πρίν.
.               Ὁ Βάνια πονοῦσε τόσο ἀνυπόφορα, ὥστε ρωτοῦσε τὴ μητέρα του: «Εἶναι ἀλήθεια, μητέρα, ὅτι εἶμαι κι ἐγὼ ἕνας μάρτυρας;». Πέθανε τὴν ἴδια μέρα ποὺ πέθανε καὶ ὁ Γέροντας Ἀλέξιος. Ὁ π. Ἠλίας στὸν ἐπικήδειο λόγο του εἶπε ὅτι αὐτὴ τὴν ἡμέρα πέθανε ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, ἀφοῦ ὑπέφερε πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀνάλογες ἁμαρτίες. Ἡ μοναχὴ ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ ἱερὸ ἦρθε στὴν πρεσβυτέρα καὶ τῆς εἶπε: «γαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, χεις δη να γυι στν Παράδεισο!»
.               Στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ πρεσβυτέρα δὲν θυμόταν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Βάνια. Συνήθιζε νὰ λέη: «Εἶχα πέντε παιδιά». Καὶ μετά, μὲ λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε: «Δὲν θυμᾶμαι ὅλα ὅσα πέρασα στὴ ζωή μου. Ὁ Κύριός μου πῆρε ἀπὸ τὴν μνήμη τὰ πιὸ δύσκολα».
.               Ὁ π. Ἠλίας ζοῦσε ἀσκητικὴ ζωή. Μόνο δύο ἑβδομάδες τὸν χρόνο περνοῦσε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν ἐξοχή, ὅπου τὰ παιδιὰ μποροῦσαν νὰ ξεκουραστοῦν, κατὰ τὴν διάρκεια ἀπαραιτήτων ἐπισκευῶν καὶ καθαριότητος τοῦ ναοῦ. Κατὰ κανόνα ἐκτελοῦσε κάθε μέρα ὅλες τὶς ἀκολουθίες χωρὶς νὰ παραλείπη ἢ νὰ συντομεύη τίποτα. Τὸ βράδυ μετὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γίνονταν πνευματικὲς συζητήσεις.
.               Ἡ πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινὰ νὰ μπορῆ ὁ παπάς της νὰ δειπνεῖ πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα. Γυρνοῦσε στὸ σπίτι κάθε μέρα μετὰ τὶς ἕνδεκα. Τὸ πρωὶ ὁ π. Ἠλίας θὰ κοιμόταν ἀκόμη, ὅταν θὰ παρουσιαζόταν βιαστικὰ κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας ἂν ἔχη σηκωθῆ (οἱ περισσότεροι ἐνορίτες ἦταν νεαροί). Ἡ πρεσβυτέρα ποτὲ δὲν γκρινίαζε γι’ αὐτὲς τὶς ἐνοχλήσεις, μόνο ἔλεγε: «Κάποια δούλη τοῦ Θεοῦ ἦρθε, δὲν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο ἀργότερα, αὐτὴ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ ἐκαλεῖτο στὸν “κλῆρο’’[2] γιὰ συνομιλία.
.               Ἀργότερα, ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης εἶπε στὴν πρεσβυτέρα (ἡ ὁποία πήγαινε στὴν ἐκκλησία του μετὰ τὸν θάνατο τοῦ π. Ἠλία): «Ὁ παπάς σου ἦταν τὸ πρότυπό μου, καὶ ἐσὺ ἤσουν ἡ πιστὴ βοηθός του σὲ ὅλα». Σ᾽ ἐκείνους τοὺς δύσκολους καιροὺς τῆς πείνας κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν λάμψη τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἀμφίων. Πόσο ὑπερήφανοι ἦταν ὅταν ἔβλεπαν τὸν ἱερέα τους νὰ λειτουργῆ μὲ πλούσια καὶ ὄμορφα ἄμφια, ἢ ὅταν τοὺς διάβαζε καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων! Κάποτε, μετὰ ἀπὸ μία ἰδιαίτερα ἐπιτυχημένη ὁμιλία γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὅταν ὁ π. Ἠλίας πέρασε πίσω ἀπὸ τὸν “κλῆρο’’, ἡ πρεσβυτέρα του ψιθύρισε: «Τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν» (ἀπὸ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου).
.              Ἦταν τότε τὸ ἔτος 1932. Παντοῦ γίνονταν ἔρευνες, συλλήψεις καὶ ἐξορίες. Μερικοὶ ἐνορίτες συνελήφθησαν, μαζὶ μὲ πολλοὺς συγγενεῖς τους. Τὸν π. Ἠλία τὸν κάλεσαν στὴ NKVD[3] καὶ τοῦ ὑπεσχέθησαν ὅτι δὲν θὰ τὸν πειράξουν καθόλου, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἐγκατέλειπε τὴν ἱερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βάλουν σὲ μία καλὴ θέση στὴν Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ὡς εἰδικό τῆς τέχνης. Μὴ ξέροντας τί νὰ κάνη, ὁ π. Ἠλίας γύρισε στὸ σπίτι καὶ ἡ πρεσβύτερα, τὸν ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα τῆς ὁμολογίας.
.              Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦταν ἡ ὀνομαστικὴ ἑορτὴ τοῦ π. Ἠλία καὶ ἦρθαν μερικοὶ ἐπισκέπτες. Ὁ πατερούλης εἶχε βρῆ πάλι τὸ κέφι του καὶ ἦταν εὔθυμος καὶ χαρούμενος. Οἱ ἐπισκέπτες ἔφυγαν ἀργὰ τὸ βράδυ. Σὲ λίγα λεπτὰ ἕνα κορίτσι ἐπέστρεψε καὶ ψιθύρισε στὴν πρεσβυτέρα ὅτι ἡ ἀστυνομία παρακολουθοῦσε στενὰ τὸ σπίτι τους. Ἡ πρεσβυτέρα εὐχαρίστησε τὸ κορίτσι καὶ βγῆκε ἔξω. Μία ὁμάδα τριῶν ἀνδρῶν τὴν πλησίασε καὶ τὴ ρώτησε ποῦ μένουν οἱ Τσετβιρούχιν. Ἡ πρεσβυτέρα τοὺς ἔδειξε τὸ σπίτι, τοὺς εἶπε τὸν ἀριθμὸ τοῦ διαμερίσματος καὶ ἀμέσως ἔτρεξε στὸ σπίτι. «Παπά, ἦρθαν γιὰ σένα!», εἶπε μόλις μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ὁ π. Ἠλίας φόρεσε τὸ ἐπιτραχήλιο τοῦ Γέροντος Ἀλεξίου καὶ διάβασε τὴν “εὐχὴ ἐπὶ τῇ ἐνάρξει παντὸς ἀγαθοῦ ἔργου”. Δὲν πρόλαβε νὰ πῆ τὶς τελευταῖες λέξεις καὶ ἀκούστηκε ἕνα τραχὺ κτύπημα στὴν πόρτα. Ἡ πρεσβυτέρα τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ μία ἐλαφρὰ ὑπόκλιση: «Περάστε». Φαίνονταν βιαστικοὶ καὶ ρώτησαν σαστισμένοι:
—Ἑσύ δὲν ἤσουν ποὺ μᾶς ἔδειξες τὸ δρόμο:
—Ναί.
—Λοιπόν, ἑτοίμασε τὰ πράγματά του.
.               Καθὼς ἡ πρεσβυτέρα ἑτοίμαζε βιαστικὰ ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο, αὐτοὶ ἔκαναν μία ἐπιφανειακὴ ἔρευνα. Γενικὰ ἦταν πολὺ εὐγενικοὶ καὶ τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ ἀποχαιρετιστοῦν. Φεύγοντας ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε:
—Λοιπόν, παπαδιά, μπορεῖς νὰ κοιμηθῆς ἥσυχη. Δὲν θὰ σὲ ἐνοχλήσουμε ἄλλο[4].
—Πῶς μπορῶ νὰ κοιμηθῶ ἥσυχη τώρα; ἀπάντησε ἡ πρεσβυτέρα.
.               Ὅλη τὴ νύχτα τὴν πέρασε μὲ προσευχὴ καὶ δάκρυα. Κατὰ τὸ πρωὶ ὅμως ἀποκοιμήθηκε καὶ τότε εἶδε μία ἀνέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία ποὺ τῆς εἶπε:
—Μη φοβᾶσαι! Δὲν θὰ πάθη τίποτε ὁ παπάς σου στὴ φυλακή. Ἐγὼ θὰ μεσιτεύω γι’ αὐτόν.
—Πραγματικά ἔχεις ἐσὺ ἐξουσία μέσα στὴ φυλακή; ρώτησε ἡ πρεσβυτέρα μὲ ἔκπληξη.
—Ἐγώ ἔχω παντοῦ ἐξουσία. Μὴ φοβᾶσαι· δὲν θὰ πάθη τίποτε στὴ φυλακή. Ἐσὺ ὅμως νὰ προσεύχεσαι στὸν Ἀδριανὸ καὶ στὴ Ναταλία! Καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ὑπέροχη Κυρία ἐξαφανίστηκε! Ἡ πρεσβυτέρα ξύπνησε μὲ μεγάλη ἀπορία: γιατί ἡ Θεοτόκος (κατάλαβε ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶχε ἔρθει ἦταν ἡ Πανάμωμος Παρθένος) τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ προσεύχεται στοὺς ἁγίους Ἀδριανὸ καὶ Ναταλία; Ὅταν ὅμως διάβασε τὸ συναξάρι τους (26 Αὐγούστου) καὶ διεπίστωσε ὅτι ὁ Ἀδριανὸς ἦταν μάρτυς, ἐνῶ ἡ Ναταλία ὑπέφερε μαζί του λόγῳ τῆς ἀγάπης της πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἐνίσχυε στὸ μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τῆς εἶπε νὰ προσεύχεται σ’ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους.
.               Μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ π. Ἠλία καὶ ἄλλες θλίψεις βρῆκαν τὴν πρεσβυτέρα. Τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ διαμέρισμα, καὶ γιὰ ἕνα διάστημα ἦταν περιπλανώμενοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἕως ὅτου κάποια οἰκογένεια τοὺς πῆρε μαζί τους. Ἔδιωξαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τοὺς ἔκλεψαν τὴν τεράστια βιβλιοθήκη τους. Ὅμως ἡ μεγαλύτερη δοκιμασία ἦταν ὁ θάνατος τῆς μοναχοκόρης τους. Ἡ Μάσενκα ἦταν τὸ μικρότερο παιδὶ τῆς οἰκογενείας. Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα περίμενε τὴ γέννησή της, ἐπισκέφθηκε τὸν Γέροντα Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τότε ζοῦσε ἀκόμη. Τὴν ὑποδέχθηκε μὲ τὴν ἐρώτηση:
—Ποιός εἶναι;
—Ἡ ἁμαρτωλὴ Εὐγενία.
—Εἶσαι μόνη σου;
—Ὄχι, πάτερ, εἴμαστε δύο!
Πλησιάζοντας γιὰ νὰ πάρη τὴν εὐχή του, ρώτησε:
—Πάτερ, τί θὰ κάνω;
—Κόρη, μόνο ποὺ θὰ πρέπη νὰ τῆς ράψης νυφικό.
—Μὰ φυσικά, ἂν ἔχη κανεὶς κορίτσι, θὰ πρέπη νὰ τοῦ ράψη τὸ νυφικό του, εἶπε ἔκπληκτη ἡ πρεσβυτέρα. Μόνο μετὰ τὸν θάνατο τῆς Μασένκα κατάλαβε τὰ λόγια του Γέροντα —ὅτι ἡ θυγατέρα της θὰ γινόταν νύφη Χριστοῦ.
.               Ἡ κόρη της πέθανε ἀπὸ μία συνηθισμένη παιδικὴ ἀρρώστια. Ὁ ἀσθενικὸς ὀργανισμός της (ἦταν μόνο πέντε ἐτῶν) δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπίση συγχρόνως τὴν πείνα, τὸ κρύο καὶ τὴν ἀρρώστια. Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες (τότε εἶχε πεθάνει καὶ ἡ μητέρα τῆς Εὐγενίας) τὴν ἐνδυνάμωνε, ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια, μόνο ἕνα πράγμα: ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὴν ὁποία ἐπανελάμβανε ἀκατάπαυστα: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
.               Λόγῳ αὐτῶν τῶν δοκιμασιῶν, μόνο μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια μπόρεσε ἡ πρεσβυτέρα νὰ πάη στὸν σύζυγό της, ποὺ ἦταν τότε ἐξόριστος στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Κράσναγια Βίσερα. Ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ πάη σ’ αὐτὴν τὴν ἀπομονωμένη βόρεια περιοχὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως, ὁπότε εἶχε πολλὲς λάσπες, ἀλλὰ τελικὰ ἔφθασε στὸν προορισμό της. Ἔφερε γιὰ τὸν π. Ἠλία ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα μικρὸ φιαλίδιο μὲ ἁγιασμό. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἅρπαξαν ἀμέσως, ἐνῶ γιὰ τὸ φιαλίδιο ρώτησαν:
—Τί εἶναι αὐτό;
—Γιὰ σᾶς εἶναι ἁπλὸ νερό, ἀλλὰ γιὰ μένα εἶναι κάτι ἱερό. Εἶναι τὸ φάρμακό μου, ἀπάντησε ἡ πρεσβυτέρα καὶ τελικά τῆς ἐπέτρεψαν νὰ τοῦ τὸ δώση.
.               Μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἡ Εὐγενία κατάλαβε ὅτι ὁ π. Ἠλίας ἦταν πολὺ διαφορετικός. Δὲν τὴν εὐλόγησε, ἀλλὰ ἀντίθετα τῆς εἶπε: «Τώρα ἐδῶ δὲν ἀσκῶ πιὰ τὴν ἱερωσύνη». Φαινόταν σὰν νὰ τὸν εἶχαν βασανίσει, σὰν νὰ εἶχε καταρρεύσει. Ἡ συνάντηση κράτησε πολὺ καὶ ὁ π. Ἠλίας μπόρεσε νὰ τῆς πῆ τὰ πάντα.
.               Μετὰ τὴ σύλληψή του τὸν ἔφεραν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα “εἰδικὸ κελλί”. Ὁ μικρὸς θάλαμος ἦταν ἐντελῶς γεμάτος καὶ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ φαινόταν ὅτι δὲν ὑπῆρχε καθόλου ἄδειος χῶρος. Ὁ π. Ἠλίας δὲν ἤξερε τί νὰ κάνη, ἀλλὰ κάποιος τοῦ φώναξε: «Χώσου κάτω ἀπὸ τὰ κρεββάτια!». Αὐτὸ δὲν ἦταν τόσο εὔκολο γι’ αὐτὸν ποὺ ἦταν τόσο ψηλός. Τελικὰ ὅμως μπόρεσε νὰ χωθῆ κάτω ἀπὸ τὰ ξύλινα κρεββάτια καὶ νὰ ξαπλώση στὸ βρώμικο πάτωμα, ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ φτυσίματα. Ἦταν ἀδύνατο νὰ κοιμηθῆ κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, δὲν τὸν ἄφηναν ἄλλωστε οἱ φωνὲς καὶ οἱ βλαστήμιες ποὺ ἀκούγονταν στὸν θάλαμο. Θυμήθηκε τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ πόσο τὸν σέβονταν καὶ ξέσπασε σὲ δάκρυα. Τῆς εἶπε ἀκόμη πῶς τοὺς ἔφεραν στὴν ἐπαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τοὺς ἀνάγκασαν νὰ περπατοῦν πάνω στὸ χιόνι, ποὺ εἶχε παγώσει ἐπιφανειακά. Τὸ λεπτὸ στρῶμα τοῦ πάγου ἔσπαζε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ οἱ κατάδικοι σὲ κάθε βῆμα βυθίζονταν μέσα στὸ χιόνι μέχρι τὴ μέση. Κάποιος ποὺ βάδιζε πίσω ἀπὸ τὸν π. Ἠλία εἶπε: «Πάντα ἀγαποῦσα τὸ δάσος, τώρα ὅμως τὸ μισῶ» καὶ ἔκανε μία ἀπειλητικὴ χειρονομία μὲ τὴ γροθιά του πρὸς τὸ δάσος. Βρεγμένοι μέχρι τὸ κόκκαλο, χωρὶς νὰ ἔχουν φάη ἢ πιῆ τίποτα ὅλη τὴν ἡμέρα, ἀναγκάστηκαν νὰ περάσουν τὴ νύχτα μέσα σὲ μία καλύβα. Οἱ ἐξουθενωμένοι ἄνδρες ἀμέσως ἔπεσαν στὸ πάτωμα καὶ ἀποκοιμήθηκαν σὰν πεθαμένοι. Μόνο ὁ π. Ἠλίας ἔμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ἕνας ἀναστεναγμὸς ξέσπασε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Ὦ Κύριε, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες; Σὲ ὑπηρέτησα τόσο πιστά. Ὁλόκληρη τὴ ζωή μου τὴν ἀφιέρωσα σὲ Σένα. Πόσες φορὲς διάβασα τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ τοὺς Κανόνες. Μὲ πόση εὐλάβεια ὑπηρετοῦσα στὴν ἐκκλησία. Γιατί μὲ ἐγκατέλειψες καὶ ὑποφέρω τόσο πολύ; Ὦ Ὑπεραγία Θεοτόκε, ὦ ἅγιε ἱεράρχα Νικόλαε, ὦ ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! Μετὰ ἀπ’ ὅλες τὶς προσευχές μου σὲ σᾶς, γιατί βασανίζομαι τόσο;».
.               Ὅλη τὴ νύκτα ἔτσι ἔκραζε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ξαφνικ μία θεία πίσκεψη, σν φλόγα, γγιξε τν πονεμένη ψυχή του κα τ γέμισε μ μία περκόσμια παρηγοριά. Τ φς τς πίστεως φώτισε μυστικ τν καρδιά του κα ναψε μέσα του μία νέκφραστη κα κατανίκητη γάπη πρς τν Χριστό, τὴν ὁποία ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β´ Κορ. ιβ´ 4).
.               Ὅταν ξημέρωσε, ἦταν νέος ἄνθρωπος, ἀναγεννημένος, σὰν νὰ εἶχε βαπτισθῆ ἐν πυρὶ (Ματθ. γ´ 11). Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νύκτα δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ζῆ μία συνηθισμένη ζωή. Ὁ ἴδιος τόνισε στὴν πρεσβυτέρα: «Καὶ ἂν ἀκόμα μ’ ἀφήσουν ἐλεύθερο, μὴ νομίσεις ὅτι θὰ λειτουργήσω ποτὲ ὅπως πρίν. Ὁ παλιὸς κόσμος ἔφυγε γιὰ πάντα, καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίση». Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει νὰ ζῆ εἶχε ἐξαφανιστῆ γιὰ πάντα γι’ αὐτόν, ἐπειδὴ εἶχε χαριστῆ σ’ αὐτὸν μία ὑπερκόσμια ἐμπειρία, μὲ τὴν μεσιτεία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως εἶχε ὑποσχεθῆ στὴν πρεσβυτέρα Εὐγενία, τὴ σύγχρονη ἁγία Ναταλία. Συνεπς εχε ν διαλέξη να π τ δύο: ν ποχωρήση κα ν γίνη νας κανονικς σοβιετικς σκλάβος-πολίτης, ν πεθάνη ντελς ς πρς ατν τν κόσμο. Ἡ εὐθύτης τοῦ χαρακτῆρος του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε, κάτω ἀπὸ συνθῆκες ἀθεϊστικῆς καταπιέσεως, νὰ “ἄρη τὸν ζυγὸν” τῆς ἱερωσύνης. Τὸ συνειδητοποίησε αὐτὸ καὶ διάλεξε τὸν θάνατο ὡς ἕνωση μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό, τὸν Κύριό μας! Καθὼς ὁ π. Ἠλίας ἀποχαιρετοῦσε τὴν πρεσβυτέρα, τῆς εἶπε: «Ξέρεις, καρδιά μου φλέγεται π γάπη γι τν Χριστό. Νομίζω ὅτι ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ καταλάβω ὅτι δν πάρχει πολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πι θαυμαστ π Ατόν. Θ θελα ν πεθάνω γι᾽ Ατόν!». Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἡ πρεσβυτέρα ξεκίνησε γιὰ τὸ μακρὺ καὶ δύσκολο ταξείδι τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι, τὴν περίμενε ἕνα τηλεγράφημα: στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἄναψε μία πυρκαϊά καὶ ὁ π. Ἠλίας ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρὸς μαζὶ μὲ ἕνδεκα ἄλλους! Πόσο ταιριαστὸ ἦταν τὸ ὄνομά του στὴ ζωή του καὶ στὸν θάνατό του —Ἠλίας σημαίνει ἀκριβῶς “πύρινος”[5]!
.               Μετὰ τὸν τραγικὸ θάνατο τοῦ π. Ἠλία ἡ πρεσβυτέρα ἔπεσε ἄρρωστη γιὰ πολὺ καιρό. Ὅταν ἔγινε καλὰ ἄρχισε νὰ γράφη τὰ ἀπομνημονεύματά της. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ εἶδε ἕνα ὄνειρο: ἐμφανίστηκε σ᾽ αὐτήν, ὅπως ὅταν ζοῦσε, ὁ π. Πέτρος Λαγκώφ, (ἕνας ἱερεὺς ποὺ εἶχε τουφεκισθῆ μερικὰ χρόνια πρίν), καὶ τῆς εἶπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει νὰ προσεύχεσαι στὸν ἅγιο Σέργιο, στὸν ἅγιο Σεραφεὶμ καὶ στὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα Πάμφιλο. Ἂς προσευχηθοῦμε μαζί: ἅγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν! Ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν! Ἅγιε ἱερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!». Ὅταν ξύπνησε ἡ πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ὅτι ἡ οἰκογένειά της πάντα σεβόταν τὸν ἅγιο Σέργιο καὶ τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ καὶ ἔδωσαν τὰ ὀνόματα τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων σὲ δύο ἀγόρια τους. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἱερομάρτυρα Πάμφιλο, οὔτε κἂν εἶχε ἀκούσει τίποτε. Ὅταν ὅμως πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἄνοιξε τὸ Μηναῖο, ἀνακάλυψε ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ ἱερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου, ἔμαθε ὅτι ὁ ἅγιος Πάμφιλος ἦταν ἕνας πρεσβύτερος πολὺ μορφωμένος, ποὺ εἶχε μία τεράστια βιβλιοθήκη καὶ ὁ ὁποῖος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους ἕνδεκα μάρτυρες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους “πυρὶ ἐτελειώθησαν”!
.               Ἡ ὑπόλοιπη ζωὴ τῆς πρεσβυτέρας δὲν ἦταν εὔκολη. Ἦταν μόνη της, χωρὶς τὸν σύντροφο τῆς ζωῆς της, μὲ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐξακολουθοῦσε κάθε μέρα, ὅπως καὶ πρῶτα, νὰ ψάλλη καὶ νὰ διευθύνη τὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ π. Ἠλία, ἡ πρεσβυτέρα ἔψαλλε στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, ὅπου λειτουργοῦσε ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ λεγόταν Ἰωάννης. Ἦταν ἀρκετὰ νέος, δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη τὰ σαράντα. Αὐστηρὸς ἀσκητὴς ὁ ἴδιος, ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς ψάλτες ἀκριβῆ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ. Οἱ μακρὲς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες καὶ ἡ ἔντονη πνευματικὴ ζωὴ τῆς ἐνορίας δὲν ἄρεσαν στὶς ἀρχές. Κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ 1937 ἦρθαν γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Δεσπότη. Κάποιος τὸν εἶχε ἤδη προειδοποιήσει καὶ ἦταν προετοιμασμένος γιὰ τὴ σύλληψή του. Ὅταν ἡ ἀστυνομία τὸν κάλεσε νὰ βγῆ ἔξω “γιὰ λίγα λεπτὰ”, εἶπε στὴν πρεσβυτέρα: «Ἂν δὲν γυρίσω σὲ δεκαπέντε λεπτά, ἀρχίστε τὸ Ἀπόδειπνο χωρὶς ἐμένα». Φυσικὰ δὲν γύρισε ποτέ! Ἡ πρεσβυτέρα θυμόταν μὲ μεγάλο σεβασμὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἰωάννη. Ποτὲ δὲν ἄφηνε ἀπὸ τὰ χέρια της τὸ κομποσχοίνι ποὺ τῆς εἶχε δώσει, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴ συνεχῆ χρήση εἶχε γίνει γκρὶ (ἀπὸ ἄσπρο, ὅπως συνηθίζουν οἱ Ρῶσοι). Τὸ τοποθέτησαν στὸν τάφο μαζί της.
.               Ὅταν ἄρχισε ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος ἡ πρεσβυτέρα ἀντιμετώπισε πολλὲς νέες δοκιμασίες. Ὁ ἕνας γυιός της συνελήφθη, τοὺς ἄλλους δύο τοὺς ἔστειλαν στὸ μέτωπο, ἀπ’ αὐτοὺς ὁ μεγαλύτερος δὲν γύρισε ποτέ! Αὐτὴ ἡ ἴδια ὑπέφερε ἀπὸ τὴν πείνα. Ἀλλὰ πάντοτε παρέμενε ἡ ἴδια ἤρεμη πρεσβυτέρα, ποὺ πάντοτε ἤλπιζε στὸν Θεό. Κάποτε ὅμως ἄρχισε νὰ ἔχη ἀμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλὲς δυστυχίες νὰ ἔρχονται στοὺς πιστούς. Ἀναρωτιόταν μήπως πραγματικὰ εἶχε ἔλθη τὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς πίστεως γιὰ τὴ Ρωσία. Μ᾽ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ καὶ εἶδε ἕνα ὄνειρο. Ἡ Θεοτόκος τῆς εἶπε: «Ὅσο ἀνάβει τὸ καντήλι μπροστὰ στὴ λειψανοθήκη τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία θὰ ἀντέχη». Ἡ πρεσβυτέρα ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀμφιβάλλη καὶ γι᾽ αὐτὸ προσευχήθηκε: «Ὦ Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἂν ἤσουν πράγματι Ἐσύ, κάνε νὰ δῶ αὐτὸ τὸ ὄνειρο γιὰ δεύτερη φορά». Τὴν ἑπομένη νύχτα πράγματι εἶδε πάλι τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ὅταν τὸ διηγεῖτο αὐτὸ ἡ πρεσβυτέρα, δὲν παρέλειπε νὰ προσθέτη: «Καὶ τὸ καντήλι εἶναι ἀκόμη ἀναμμένο!».
.               Τὰ χρόνια περνοῦσαν. Ἡ πρεσβυτέρα ζοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ζωῆς ὅπως καὶ προηγουμένως. Πάντοτε τὴν περιτριγύριζαν πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ π. Ἠλία ἀνέλαβε τὴν καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν του τέκνων, ὅπως τῆς εἶχε ζητήσει ὁ ἴδιος. Κάτω ἀπὸ τόσο δύσκολες συνθῆκες, οἱ ὁποῖες ἀνάγκαζαν ἀκόμη καὶ πολλοὺς κληρικοὺς νὰ ἀποστατοῦν ἀπὸ τὴν πίστη, αὐτὴ κρατοῦσε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ἀνθρώπων. Ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἡ πρεσβυτέρα πῆρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν μικρότερο γυιό της. Τῆς ἔγραφε ὅτι γυρνοῦσε ἀπὸ τὸ μέτωπο. Ὅλα τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ της ἦταν σπασμένα καὶ ἡ πρεσβυτέρα ἤθελε νὰ τὰ ἐπισκευάση, πρὶν ἔρθη ὁ γυιός της. Γι᾽ αὐτὴ τὴ δουλειὰ ὅμως χρειαζόταν τουλάχιστον ἑκατὸ ρούβλια, ἐνῶ αὐτὴ δὲν εἶχε οὔτε ἕνα καπίκι. Ὡς συνήθως, ἡ πρεσβυτέρα ἔσπευσε στὴν προσευχή. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε μία νεαρὴ κόρη καὶ τῆς ἔδωσε ἑκατὸ ρούβλια! Φυσικὰ ἡ πρεσβυτέρα ἔμεινε σὰν κεραυνόπληκτη ἀπὸ ἔκπληξη, παίρνοντας ἕνα τέτοιο δῶρο ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο κορίτσι. Ἀλλὰ ἡ κόρη τῆς ἐξήγησε ὅτι τὴ νύχτα εἶδε στὸ ὄνειρό της τὴ μητέρα της, μία ἐνορίτισσα τοῦ π. Ἠλία ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, καὶ τῆς εἶπε: «Θέλεις νὰ δώσης στὴν πρεσβυτέρα Εὐγενία ἑκατὸ ρούβλια γιὰ μνημόσυνο τῆς ψυχῆς μου;». Κι ἔτσι ὁ Κύριος γιὰ ἄλλη μία φορὰ βοήθησε θαυματουργικὰ τὴν πρεσβυτέρα.
.               Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ πρεσβυτέρα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο ὁλοφάνερα τὸ διορατικὸ χάρισμα. Μία φορὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία μὲ μία πνευματική της κόρη. Μὲ τὸ συνηθισμένο γρήγορο βῆμα της προσπέρασε δύο χωριατόπαιδα, τὰ ὁποῖα ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά. Ἡ πρεσβυτέρα, χωρὶς νὰ σταματήση, τὰ χτύπησε ἐλαφρὰ στὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Νικόλαος καὶ Σέργιος». Τότε ἡ συνοδός της ἀπεφάσισε νὰ ἐλέγξη τὸν λόγο τῆς πρεσβυτέρας. Σταμάτησε καὶ ρώτησε τὰ ἀγόρια πῶς ὀνομάζονται. Ἡ ἀπάντησι ἦταν: «Νικόλαος καὶ Σέργιος!».
.               Ἤδη ἡ πρεσβυτέρα, κατὰ θεία παραχώρηση, εἶχε ὑποφέρει πάρα πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δοκιμάση τὴν πίστη της μέχρι τέλους, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ διακηρύξη καὶ νὰ δείξη σ’ ἕναν κόσμο ποὺ εἶχε παραφρονήσει, ὅλες τὶς ἀρετὲς τῆς δούλης Του. Στὰ ὀγδόντα της χρόνια ἡ πρεσβυτέρα ἔπεσε καὶ ἔσπασε τὰ πλευρά της καὶ λόγῳ ἐσφαλμένης θεραπείας οἱ μῦς ἔγιναν ἀτροφικοί. Ἔτσι, μέχρι τὸν θάνατό της δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ σηκωθῆ ἀπὸ τὸ κρεββάτι της. Γιὰ δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κατάκοιτη καὶ περνοῦσε τὸν καιρό της μὲ τὴ μελέτη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ τροφοδότηση πολλῶν. Στὰ ἐνενήντα της χρόνια, λόγῳ ἀπρόσεκτης νοσηλείας, ἔπαθε “κατάκλιση” (πληγὲς λόγῳ συνεχοῦς κατακλίσεως) καὶ τὸ σῶμα της ἔγινε τόσο σαθρό, ὥστε αὐτοὶ ποὺ φρόντιζαν τὴν καθαριότητά της μποροῦσαν νὰ δοῦν τὰ ὀστᾶ τῆς σπονδυλικῆς της στήλης. Ὑπέφερε πάρα πολύ. Ἡ νύφη της (ζοῦσε μὲ τὸν μικρότερο γυιό της) συχνὰ τὴν περιγελοῦσε καὶ κάποτε τῆς εἶπε:
—Νά, ἐσὺ ἔδωσες τὰ πάντα στὸν Θεό σου, καὶ τὸν ἄνδρα σου καὶ τὰ παιδιά σου. Αὐτὸς τώρα πῶς σὲ ξεπληρώνει ἔτσι;
—«Ὃν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ´ 12), ἀπάντησε ἡ πρεσβυτέρα.
—Ἔ, τότε γιατί παιδεύει καὶ μένα ἐξ αἰτίας σου;
Ἡ πρεσβυτέρα χαμογέλασε καὶ εἶπε:
—Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ καὶ σένα!
.               Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ἡ πρεσβυτέρα ἀσχολήθηκε σοβαρὰ μὲ τὴν συγγραφὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων της. Προφανῶς, εἶχε ἀντιληφθῆ τὴ μεγάλη σπουδαιότητα ποὺ εἶχαν τὰ γεγονότα τόσο τῆς δικῆς της ζωῆς, ὅσο καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν κοντά της. Ἀγαποῦσε νὰ θυμίζη ὅτι ἦταν αὐτόπτης μάρτυς τῆς ἀναγνωρίσεως πολλῶν ἁγίων, καὶ κυρίως τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ τοῦ ἁγίου Ἑρμογένους τῆς Μόσχας. Καὶ συχνὰ προσέθετε: «Καὶ θὰ πεθάνω, ὅταν θὰ γίνη μία ἀναγνώριση». Δὲν διευκρίνιζε ποιὸς ἅγιος ἐπρόκειτο νὰ ἀναγνωρισθῆ, ἀλλὰ προφανῶς ἐννοοῦσε τοὺς Νεομάρτυρες, ἀφοῦ ἕνα μήνα πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό της εἶπε: «Γνωρίζετε καλὰ τὸν παπά μου, καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἰωάννη, καὶ τὸν π. Πέτρο Λαγκώφ, καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους —ὅλοι τους εἶναι ἅγιοι Μάρτυρες». Καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἐπανέλαβε: «Ἅγιοι Μάρτυρες!».
.               Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία της κάλεσαν ἕναν ἱερέα γιὰ νὰ τῆς μεταδώση τὴν θεία Μετάληψη. Μόλις ἔλαβε τὰ τίμια Δῶρα, αὐτὴ ἡ ὑπέργηρη γυναίκα, ἡ ὁποία στὴν πράξι ἦταν ἤδη νεκρή, ξαφνικὰ μὲ καθαρὴ φωνὴ εἶπε: «Ἀγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ἐλέησον! Τί εὐτυχία!». Ὁ Ἱερεὺς γονάτισε μπροστὰ στὸ κρεββάτι της καὶ τὴν παρακάλεσε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, ὅταν συναντήσεις τὸν Κύριο, ἐνθυμήσου καὶ μένα, τὸν ἁμαρτωλό!». Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἡ πρεσβυτέρα ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὰ παιδιά της καὶ ὅλοι ἐμεῖς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικὰ εἴδαμε κάτι ποὺ δὲν τὸ εἴχαμε ξαναδῆ ποτὲ ἄλλοτε, οὔτε πρόκειται νὰ τὸ δοῦμε ἄλλη φορά: τὸ πρόσωπό της ἄρχισε νὰ μεταβάλλεται καὶ ἀπὸ μία συνηθισμένη ἁπλὴ ταπεινὴ γριά, ὅπως τὴ βλέπαμε πάντοτε, ἔγινε μία ἐντελῶς ἀσυνήθιστα θαυμαστή, ὁλόλαμπρη γυναίκα. Ἕνας γυιός της ψιθύρισε: «Ἴσως τώρα μόλις συνάντησε τὸν παπά της!». Ἕνα λεπτὸ ἀργότερα ὅλα πέρασαν, ἡ ψυχή της βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἡ πρεσβυτέρα φαινόταν σὰν ἕνας συνηθισμένος νεκρὸς ἄνθρωπος[6].
.               Ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ἔζησε μία μακρὰ καὶ ἐξαιρετικὰ δύσκολη ζωή. Ποτὲ δὲν ὕψωσε τὴ φωνή της, σὲ κανένα δὲν ἔκανε τὸν δάσκαλο, ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἥσυχης, ταπεινῆς ἠλικιωμένης γυναίκας ἦταν ἡ καλύτερη διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας, γιὰ ἐκείνους ποὺ θέλουν, στὴν ἄθεη ἐποχή μας, νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἁγία Ναταλία, ἡ ὁποία ἐπέζησε μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἀδριανοῦ καὶ “ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ”, ἔτσι καὶ ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ἦταν καὶ αὐτὴ μάρτυς μαζὶ μὲ τὸν “μαρτυρικῶς τελειωθέντα” σύζυγό της πατέρα Ἠλία.

Μοναχὴ Μαρία Γιεράστοβα

[1] .RUSSIA’S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.

[2] «Κλῆρος» εἶναι τὸ παραπέτασμα (εἰκονοστάσι) πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ψάλλει ἡ μικτὴ χορωδία, χωρὶς νὰ εἶναι ὁρατὴ ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα.

[3] NKVD: Ἡ Σοβιετικὴ μυστικὴ ἀστυνομία ἡ ὁποία κατὰ περιόδους εἶχε διαφορετικὰ ὀνόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD καὶ τελευταία KGB.

[4] Εἰρωνικὸ ὑπονοούμενο γιὰ τὴν προθυμία της.

[5] Κατ᾽ ἄλλη ἐτυμολογία Ἠλίας σημαίνει: “ὁ Ἰεχωβὰ εἶναι Θεός μου”.

[6] Παρόμοιο θαυμαστὸ γεγονὸς ἀναγράφεται ἀτὸ συναξάρι τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ (29 Αὐγούστου καὶ 5 Ἀπριλίου) τῆς ὁποίας ὁ βίος παρουσιάζει μερικὲς ὁμοιότητες μὲ τὴν ζωὴ τῆς πρεσβυτέρας Εὐγενίας.

ΠΗΓΗ: proskynitis.blogspot.gr (ἀπὸ impantokratoros.gr)

Σχολιάστε

Η ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ Ἡ περίδοξος γόνος τῆς Ρώμης καὶ ἀσκητικῶς διαλάμψασα πάνσεμνος νύμφη τοῦ Χριστοῦ

Η ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ
περίδοξος γόνος τς Ρώμης
κα
σκητικς διαλάμψασα πάνσεμνος νύμφη το Χριστο

 Γράφει ὁ Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός

.               Μέσα στὴν πολυάριθμη χορεία τῶν καλλιπαρθένων γυναικῶν μαρτύρων ποὺ ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ τὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἔλαβαν τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς θεϊκῆς δόξας, συναριθμεῖται καὶ ἡ ἔνδοξος ὀσιοπαρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Εὐγενία, ἡ χαριέστατη αὐτὴ ἀμνὰς τοῦ Κυρίου καὶ πανάμωμος νύμφη τοῦ Ὑψίστου, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη Του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς εὐφροσύνου ἑορτῆς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ τιμωμένη ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὶς 24 Δεκεμβρίου καλλιπάρθενος καὶ πάνσεμνος νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Εὐγενία, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε «κρηπὶς παρθενίας καὶ συνέσεως», «ἐνδιαίτημα θείας ἀρετῆς», «φωτόλαμπρος λαμπὰς χρηστοηθείας καὶ ἀνδρικῆς φρονήσεως», καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἔζησε τὸ δεύτερο μισό τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Κομμόδου.
.               Οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία, εἶχε δὲ καὶ δύο ἀδελφούς, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸν Σέργιο. Ὅταν ὅμως ὁ ἐπιφανὴς καὶ πλούσιος πατέρας της, ὁ Φίλιππος, διορίσθηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἔχοντας μάλιστα ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ὁλόκληρη τὴν Αἴγυπτο, ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ καὶ ἡ εὐγενέστατη στὴν ψυχή, ἡ ἐνάρετη στὴ βιοτὴ καὶ ἡ ὄμορφη στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση κόρη του, ἡ Εὐγενία. Στὴν περιώνυμη πόλη τῆς Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν κέντρο παιδείας, γραμμάτων καὶ τεχνῶν μὲ μεγάλη πνευματικὴ ἀκτινοβολία, μορφώθηκε ἡ εὐφυὴς Εὐγενία καὶ ἀπέκτησε ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ παιδεία καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὅλοι τὴ θαύμαζαν γιὰ τὴ σοφία της, ὅταν ἔγινε δεκαπέντε ἐτῶν. Γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅμως δὲν τῆς εἶχε μιλήσει κανείς, ἀφοῦ ὁ πατέρας της ἦταν εἰδωλολάτρης. Παρόλα αὐτὰ ὁ εἰδωλολάτρης αὐτὸς ἔπαρχος κυβερνοῦσε τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀγαποῦσε τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ συμπαθοῦσε τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἐνάρετη βιοτὴ καὶ τὴ σωφροσύνη τους. Ἀκολουθώντας ὅμως πιστὰ τὶς προσταγὲς τοῦ βασιλιᾶ δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ κατοικοῦν μέσα στὴν πόλη, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη αὐτῆς. Ἀπεναντίας ἐξεδίωκε καὶ συχνὰ φόνευε τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς μάντεις.
.           Στὸ μεταξὺ ἡ φήμη τῆς ἐνάρετης καὶ σοφῆς Εὐγενίας προσείλκυσε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἄρχοντα Ἀκυλίνου, ποὺ εἶχε μάλιστα τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου στὴ Ρώμη καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα της, τὸν Φίλιππο, νὰ τὴν παντρευτεῖ. Ἡ σεμνὴ καὶ ἐνάρετη ὅμως Εὐγενία ἀρνήθηκε μία τέτοια πρόταση, ἀφοῦ δήλωσε στὸν πατέρα της ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ μείνει σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ παρθένος. Ἄλλωστε ἡ φιλομάθειά της τὴν ὁδήγησε στὸ νὰ ἀρχίσει νὰ μελετᾶ χριστιανικὰ βιβλία, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνώρισε τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅταν μάλιστα κάποια ἡμέρα ἔπεσαν στὰ χέρια της οἱ ἐπιστολὲς τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου καὶ τὶς διάβασε μὲ ἐπιμέλεια, κατενόησε πλήρως τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ καὶ Δημιουργοῦ ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὴ σαγήνευσε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἔχοντας μέσα στὴν ψυχή της τὸν θεῖο ἔρωτα, ἐγκατέλειψε τοὺς γονεῖς καὶ τὸ σπίτι της, ὅπου διέμενε, καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Νυμφίο Χριστὸ γιὰ ὅλη της τὴ ζωή. Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, ζήτησε μία ἡμέρα ἀπὸ τοὺς γονεῖς της νὰ μεταβεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ γνωρίσει τὰ μέρη ποὺ ὑπάρχουν.
.               Ἔτσι ἀφοῦ πῆρε δύο ὑπηρέτες, τὸν Πρωτᾶ καὶ τὸν Ὑάκινθο, βγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη καὶ μὲ τὴν ἅμαξα ἔφτασε σὲ τόπο, ὅπου οἱ χριστιανοὶ εἶχαν οἰκοδομήσει ἐκκλησία. Τὴ στιγμὴ μάλιστα ἐκείνη ἔλεγαν τὸ γνωστὸ ρητό: «Πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια. Ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν». Μόλις ἡ Εὐγενία ἄκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους, μίλησε στοὺς δύο ὑπηρέτες γιὰ τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν, ἐνῶ τοὺς τόνισε τὸ μεγαλεῖο τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἐνάρετοι, σώφρονες καὶ ταπεινοί. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο τοὺς δήλωσε ὅτι θέλει νὰ γίνει χριστιανή, τοὺς πρότεινε δὲ νὰ ἀσπασθοῦν καὶ ἐκεῖνοι τὴ χριστιανικὴ πίστη, ὥστε νὰ κερδίσουν τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους καὶ νὰ ζοῦν καὶ οἱ τρεῖς ὡς πνευματικὰ ἀδέλφια κάτω ἀπὸ τὴν προστασία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Οἱ δύο ὑπηρέτες συμφώνησαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴ σωτήρια πρόταση τῆς Εὐγενίας καὶ ἀφοῦ προχώρησαν μέσα στὴ νύχτα, ἔφτασαν σὲ τόπο, ὅπου ἡ σεμνὴ καὶ ἐνάρετη κόρη εἶχε ἀκούσει ὅτι ὑπάρχει μοναστήρι, τὸ ὁποῖο βρίσκεται ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἐναρέτου ἐπισκόπου Ἕλενου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐνθρονίσει στὴ μονὴ τὸν ἡγούμενο Θεόδωρο. Στὴ μονὴ αὐτὴ δὲν ἐπιτρεπόταν ὅμως νὰ εἰσέλθει γυναίκα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς δύο ὑπηρέτες νὰ τὴν κουρέψουν καὶ ἀφοῦ βάλει στὴ συνέχεια ἀνδρικὰ ἐνδύματα, νὰ εἰσέλθουν καὶ οἱ τρεῖς στὴ μονή, ὥστε νὰ συναριθμηθοῦν στὴν ἀδελφότητά της. Τότε ὁ Πρωτᾶς καὶ ὁ Ὑάκινθος ἐκτέλεσαν τὴν ἐντολὴ τῆς Εὐγενίας καὶ κατόπιν καὶ οἱ τρεῖς κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ μοναστήρι.
.             Στὴ διαδρομὴ συνάντησαν ἕναν ἐπίσκοπο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθοῦσε πλῆθος χριστιανῶν. Μάλιστα ἡ Εὐγενία ρώτησε κάποιον, ὀνόματι Εὐτρόπιο, ποιὸς εἶναι ὁ γέροντας ποὺ προηγεῖται μπροστὰ ἀπὸ ὅλους. Τότε πληροφορήθηκε ὅτι εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ἕλενος, ὁ ὁποῖος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ ἀντίθεση μὲ κάποιον μάντη, ὀνόματι Ζαρέα, ὁ ὁποῖος διακήρυττε ὅτι τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ εὐεργετήσει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ γιὰ νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ μεγαλεῖο του ἀληθινοῦ Θεοῦ, διέταξε ὁ ἐπίσκοπος Ἕλενος νὰ ἀνάψουν μία μεγάλη φωτιὰ καὶ νὰ μποῦν καὶ οἱ δύο μέσα. Ὅποιος ἀπὸ τοὺς δύο θὰ ἔμενε ἄθικτος ἀπὸ τὴ φωτιά, θὰ ἦταν καὶ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Κυρίου. Ὁ Ζαρέας πρότεινε νὰ μπεῖ πρῶτος ὁ Ἕλενος, ὁ ὁποῖος ἔμεινε σῶος καὶ ἀβλαβὴς γιὰ πολλὴ ὥρα μέσα στὴ φωτιά. Βλέποντας ὅμως ὁ πλανεμένος μάντης τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, τρομοκρατήθηκε καὶ προσπάθησε νὰ φύγει. Τότε ὁ κόσμος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά. Ὅταν ὅμως ἄρχισε νὰ καίγεται, φώναζε κλαίγοντας τόσο πολύ, ὥστε τὸν λυπήθηκε ὁ Ἕλενος καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ μισοπεθαμένο, τὸν ἔδιωξε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη.
.           Ἀκούγοντας ἡ Εὐγενία ἀπὸ τὸν Εὐτρόπιο αὐτὴ τὴ διήγηση, ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ, ὥστε τὸν παρακάλεσε νὰ μιλήσει στὸν ἐνάρετο ἐπίσκοπο ὅτι ἐπιθυμεῖ τόσο ἐκείνη ὅσο καὶ οἱ δύο συνακόλουθοί της νὰ γίνουν μοναχοί. Τότε ὁ Εὐτρόπιος ὑποσχέθηκε νὰ μιλήσει στὸν Ἕλενο, ἀλλὰ ἀργότερα, διότι εἶναι κουρασμένος καὶ θέλει νὰ ἀναπαυθεῖ. Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως εἶδε στὸν ὕπνο του γλυπτὸ εἴδωλο γυναίκας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀντικείμενο λατρείας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τότε ὁ Ἕλενος ἀπευθυνόμενος μὲ θλίψη στὸ εἴδωλο, τὸ ρώτησε γιατί δέχεται νὰ τὸ λατρεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ἡ γυναίκα ποὺ λατρευόταν ὡς θεά, πλησίασε τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ κοντά του, μέχρι νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν Δημιουργό της. Μόλις ξύπνησε ὁ Ἕλενος, ἔμεινε ἐκστατικὸς ἀπὸ τὸ ὄνειρο. Κατενόησε ὅμως πλήρως τὴ σημασία του, ὅταν ὁ Εὐτρόπιος τοῦ εἶπε ὅτι τρεῖς ἄνδρες ποὺ εἶναι ἀδέλφια, ἀρνήθηκαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πίστη καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτισθοῦν καὶ νὰ γίνουν μοναχοὶ σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, μὲ τὴν παράκληση ὅμως νὰ μείνουν καὶ οἱ τρεῖς μαζί.
.           Μόλις ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου, ἡ Εὐγενία τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι τρία ἀδέλφια κατὰ σάρκα ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ τὰ ὀνόματά τους εἶναι Εὐγένιος, Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος. Τότε ὁ Ἕλενος ἀπευθυνόμενος στὴν Εὐγενία τῆς εἶπε ὅτι ὀρθὰ ὀνομάσθηκε Εὐγένιος, διότι ἔχει ἀνδρικὸ φρόνημα, παρόλο ποὺ ἔχει γυναικεία φύση. Μάλιστα γιὰ τὴν ἀγάπη Του ἄλλαξε σχῆμα καὶ ὄνομα καὶ φαίνεται ἄνδρας, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι γυναίκα. Αὐτὸ βεβαίως τὸ γνωρίζει, διότι τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βλέπει τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνάρετη κόρη ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει μέσα στὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση τοῦ Παραδείσου. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος ἀπευθύνθηκε καὶ στοὺς δύο συνακολούθους τῆς Εὐγενίας, τὸν Πρωτᾶ καὶ τὸν Ὑάκινθο, καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι παρόλο ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ὑπηρέτες, εἶναι ἐλεύθεροι στὴ σκέψη καὶ τὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν τοὺς θεωρεῖ δούλους, ἀλλὰ φίλους, ἀφοῦ δὲν ἐμπόδισαν τὴν Εὐγενία στὴν πραγματοποίηση τῆς ἀφιερώσεώς της στὸν Θεὸ καὶ μάλιστα τὴ συνόδευσαν μὲ προθυμία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ ὁδηγήσει καὶ τοὺς τρεῖς μέσα στὴν ἄφθαστη χαρὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Κατόπιν ὁ Ἕλενος βάπτισε καὶ τοὺς τρεῖς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔκειρε μοναχούς, τοὺς συναρίθμησε στὴν ἀδελφότητα τῆς μονῆς.
.             Στὸ μεταξὺ μόλις ἐπέστρεψε ἡ ἅμαξα στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας, βγῆκαν ὅλοι οἱ ὑπηρέτες καὶ οἱ συγγενεῖς νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Ὅταν ὅμως ἀνέβηκαν στὴν ἅμαξα, εἶδαν ὅτι ἡ σεμνὴ καὶ ἐνάρετη κόρη τοῦ Φιλίππου καὶ τῆς Κλαυδίας δὲν ὑπῆρχε. Τότε οἱ γονεῖς καὶ τὰ ἀδέλφια της, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ δοῦλοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε γοερῶς, νὰ χτυποῦν τὰ στήθη τους καὶ νὰ φωνάζουν δυνατά, ἐπειδὴ εἶχαν χάσει τὴν πολυαγαπημένη τους Εὐγενία. Μάλιστα ἐπιστρατεύτηκαν ἄνθρωποι γιὰ νὰ ψάξουν νὰ τὴ βροῦν καὶ ρώτησαν ἀκόμη καὶ γεωργούς, μάντεις καὶ ἐμπόρους, ἀλλὰ ὅλες οἱ προσπάθειες ἀπέβησαν ἄκαρπες. Τότε ὁ Φίλιππος ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων νὰ παρακαλέσουν τοὺς πατρώους θεούς, ὥστε νὰ βρεθεῖ ἡ χαμένη κόρη του, ὑποσχόμενος νὰ τοὺς δώσει πλούσια δῶρα. Σὲ περίπτωση ὅμως ποὺ δὲν τοῦ ἀποκαλύψουν τὸν τόπο, ὅπου βρίσκεται ἡ Εὐγενία, θὰ θανατωθοῦν ἀνηλεῶς. Ἐκεῖνοι ὅμως γιὰ νὰ σώσουν τὴ ζωή τους, συμφώνησαν μεταξύ τους καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι οἱ θεοὶ ὀρεγόμενοι τὴν ὀμορφιά της, τὴν ἅρπαξαν στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν ἔκαναν θεά. Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ πατέρας της, ἔδωσε τὴ διαταγὴ νὰ τῆς κατασκευάσουν χρυσὸ ἄγαλμα καὶ νὰ τὴ λατρεύουν ὡς θεά.
.           Στὸ μοναστήρι ὅμως, ὅπου μόναζε ἡ Εὐγενία, ἡ πανεύφημος αὐτὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἀναδείχθηκε μὲ τοὺς σκληροὺς ἀσκητικούς της ἀγῶνες, τὴν ἀξιομνημόνευτη ὑπακοή, τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ τὴν καθημερινὴ συμμετοχή της στὶς ἀκολουθίες τῆς μονῆς «καλλονὴ ἀσκητριῶν», κατέστη δὲ ὁλόλαμπρο παράδειγμα πρὸς μίμηση τῶν συμμοναστῶν της. Γιὰ τὶς πολλές της ἀρετὲς ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θαυματουργεῖ ἀδιαλείπτως στοὺς ἀσθενεῖς ποὺ προσέρχονταν στὴ μονὴ γιὰ τὴν ἴαση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός τους. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τρία ἔτη παραμονῆς της στὴ μονή, ἐκοιμήθη ὁ ἡγούμενος Θεόδωρος καὶ τότε ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἐκτιμώντας τὴν ἐνάρετη βιοτὴ καὶ τὶς πάμπολλες ἀρετές της καὶ μὴ γνωρίζοντας βέβαια ὅτι πρόκειται γιὰ γυναίκα ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα Εὐγένιος, ἄρχισαν νὰ τὴν παρακαλοῦν νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ἐκείνη ὅμως φοβόταν νὰ ἀναλάβει τέτοιο ὑψηλὸ ἀξίωμα, δεδομένου ὅτι ἦταν γυναίκα. Τὴ λύση τὴ βρῆκε ὅμως μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Κυρίου στοὺς Ἀποστόλους : «εἴ τις θέλει νὰ εἶναι πρῶτος εἰς σᾶς, ἂς γίνη μικρότερος καὶ πάντων διάκονος». Ἔτσι δέχθηκε νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, ἐκτελώντας τὰ εὐτελέστερα διακονήματα μαζὶ μὲ τοὺς ἀσκητικούς της ἀγῶνες καὶ τὰ διάφορα ἀνδραγαθήματα.
.             Στὴν Ἀλεξάνδρεια ζοῦσε ὅμως καὶ μία πλούσια γυναίκα, ὀνόματι Μελανθία, ἡ ὁποία ἦταν πονηρὴ καὶ ἄσεμνη. Κάποια στιγμὴ ἀρρώστησε βαριὰ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ τὴ θεραπεύσει ὁ ἐνάρετος ἡγούμενος Εὐγένιος. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ ἄλειψε τὴ Μελανθία μὲ λάδι, θεραπεύτηκε ἀμέσως. Γιὰ τὴν εὐεργεσία αὐτὴ ἡ θεραπευθεῖσα γυναίκα ἀπέστειλε στὴ μονὴ χρυσὰ νομίσματα, τὰ ὁποῖα ὅμως ἡ πανάμωμος Εὐγενία τῆς τὰ ἐπέστρεψε, ὑποδεικνύοντάς της νὰ τὰ διανείμει στοὺς φτωχούς. Ἀλλὰ ἡ Μελανθία τὴν παρακάλεσε νὰ δεχθεῖ τὰ δῶρα της, ἔκτοτε δὲ ἄρχισε νὰ συχνάζει στὸ μοναστήρι καὶ νὰ συναντᾶ τὸν ἀγαπημένο της ἡγούμενο. Ὅμως ἡ πολλή της ἀγάπη καὶ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Εὐγενίας, τὴν ὁποία θεωροῦσε ὅτι εἶναι ἄνδρας, μεταβλήθηκε σὲ σαρκικὸ ἔρωτα λόγῳ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς νεότητος τῆς παναμώμου νύμφης τοῦ Ὑψίστου. Ἔτσι προσποιήθηκε ὅτι εἶναι καὶ πάλι ἀσθενὴς καὶ ἔστειλε ἄνθρωπο νὰ εἰδοποιήσει τὸν ἡγούμενο νὰ πάει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ στὸ σπίτι της. Ὅταν ἡ Εὐγενία μπῆκε στὸ δωμάτιο τῆς δῆθεν ἀσθενοῦς, ἡ Μελανθία ἔδιωξε ὅλους τους ὑπηρέτες. Κατόπιν ἀποκάλυψε στὸν ἡγούμενο ὅτι εἶναι πολὺ ἐρωτευμένη μαζί του καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν παντρευτεῖ, τοῦ ὑποσχέθηκε δὲ νὰ τὸν καταστήσει κυρίαρχο ὁλόκληρης τῆς περιουσίας της. Τότε ἡ Εὐγενία τῆς ἀπάντησε ἐξοργισμένη ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ μολύνει τὴν παρθενία της καὶ ὁ πλοῦτος της εἶναι τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἀφοῦ εἶναι νυμφευμένη μὲ τὸν Οὐράνιο Νυμφίο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ἡ μιαρὴ Μελανθία θύμωσε, ἀλλὰ καὶ φοβήθηκε μήπως καὶ διασυρθεῖ τὸ ὄνομά της. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ συκοφάντησε στὸν ἔπαρχο Φίλιππο τὸν ἡγούμενο Εὐγένιο ὡς ἀσελγῆ. Συγκεκριμένα τοῦ εἶπε ὅτι ἕνας ὄμορφος, ἀλλὰ ἄσεμνος νεαρός, προσποιούμενος μάλιστα ὅτι εἶναι καὶ εὐλαβὴς χριστιανός, τὴν πλησίασε καὶ ἀφοῦ τῆς εἶπε ἀρχικὰ μιαρὰ λόγια, προσπάθησε νὰ τὴ βιάσει, εὐτυχῶς ὅμως ποὺ φώναξε μία ὑπηρέτρια καὶ ἔτσι σώθηκε. Ὁ ἔπαρχος Φίλιππος ἐξαγριώθηκε, ἀκούγοντας αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα, καὶ διέταξε νὰ φέρουν δεμένους τόσο τὸν ἡγούμενο ὅσο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς τῆς μονῆς ποὺ ἀνέρχονταν σὲ τριακόσιους. Κατόπιν τοὺς ὁδήγησε ὅλους στὴ φυλακὴ μέχρι νὰ ἀποφασίσει τὴ θανάτωσή τους.
.               Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διαδόθηκε ταχύτατα στὴν πόλη καὶ τὴ γύρω περιοχὴ καὶ πλῆθος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν συγκεντρώθηκε στὴν ἀγορὰ τὴν ἡμέρα τῆς θανατικῆς καταδίκης, φωνάζοντας ὅτι ὁ ἁλυσοδεμένος ἡγούμενος Εὐγένιος πρέπει νὰ θανατωθεῖ καὶ μάλιστα μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἀπευθυνόμενος ὁ ἔπαρχος στὴν Εὐγενία τὴν ἐπέπληξε αὐστηρότατα γιὰ τὴν πονηρὴ καὶ ἀναίσχυντη συμπεριφορά της ἀπέναντι σὲ μία εὐγενικὴ καὶ συνετὴ ἄρρωστη γυναίκα, ὅπως ἦταν ἡ Μελανθία. Τότε ἡ Εὐγενία τοῦ ἀπάντησε ἐξοργισμένη ὅτι ὁ Θεὸς τὴν πρόσταξε νὰ κάνει ὑψηλὰ πράγματα, μεταξὺ δὲ ἄλλων νὰ διατηρήσει ἄσπιλη τὴν παρθενία της. Τοῦ τόνισε ἐπίσης ὅτι ἐὰν θέλει νὰ εἶναι δίκαιος, θὰ πρέπει νὰ ἀκούσει καὶ τὶς δύο πλευρὲς γιὰ νὰ μὴν καταλήγει σὲ λανθασμένα συμπεράσματα καὶ πέφτει σὲ κατάκριση. Στὴν περίπτωση δὲ ποὺ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ ἡγούμενος ἔφταιξε, νὰ ὑποστεῖ καὶ τὴν πρέπουσα τιμωρία, ἐὰν ὅμως τὸ φταίξιμο εἶναι στὴ Μελανθία, τότε νὰ μὴν τιμωρηθεῖ, διότι ὁ Χριστὸς διδάσκει νὰ μὴν ἀνταποδίδουμε τὸ κακὸ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐεργετοῦμε. Τότε ὁ ἔπαρχος συμφώνησε νὰ ἀκούσει καὶ τὶς δύο πλευρές. Κατόπιν ἡ Εὐγενία ἀπευθύνθηκε στὴ Μελανθία, ἐπιπλήττοντάς την γιὰ τὸ ὅτι τολμᾶ καὶ λέει ψέματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν παντελῆ ἔλλειψη συνείδησης, ἀφοῦ ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει νὰ τιμωροῦνται οἱ ἀθῶοι. Ἡ μιαρὴ καὶ ἄσεμνη ὅμως γυναίκα δὲν ἔδειξε καμία μεταμέλεια καὶ μάλιστα ἔφερε καὶ μία ὑπηρέτρια ὡς αὐτόπτη μάρτυρα γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὶς ἀνυπόστατες κατηγορίες. Τότε ὁ ἔπαρχος ἐξοργισμένος ρώτησε τὴν Εὐγενία τί ἔχει νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς κατηγορίες. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ τίθετο πλέον σὲ κίνδυνο ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἀδελφῶν της μονῆς, ἀφοῦ ἔβλεπε ἡ Εὐγενία ὅτι ὅλοι ἔτειναν νὰ πιστέψουν τὶς συκοφαντίες τῆς Μελανθίας, ἀποφάσισε νὰ ἀποκαλύψει ἐπιτέλους τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἀφοῦ δήλωσε ὅτι παρόλο ποὺ ἡ ἀρχική της πρόθεση ἦταν νὰ ὑπομείνει μέχρι τέλους αὐτὸν τὸν φοβερὸ πειρασμό, θὰ ἀποκαλύψει αὐτὸ ποὺ γνωρίζει μόνο ὁ Κύριος, προκειμένου νὰ μὴν ντροπιάσει τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἔτσι ἀποκάλυψε ὅτι εἶναι γυναίκα, ἀλλὰ ἐνδύθηκε μὲ ἀνδρικὴ ἀμφίεση, μιμούμενη τὶς γυναῖκες ποὺ ὑπερέβησαν τὴ γυναικεία φύση γιὰ νὰ καταπολεμήσουν τοὺς δαιμονικοὺς πειρασμούς. Μάλιστα γιὰ νὰ γίνει ἀπόλυτα πιστευτή, ἔσχισε τὸ ἀνδρικὸ ἔνδυμα μέχρι τὴ μέση γιὰ νὰ δοῦν ὅλοι ὁλοφάνερα τὴ γυναικεία της φύση. Στὴ συνέχεια ἀπευθυνόμενη στὸν Φίλιππο τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἡ κόρη του, ἡ Εὐγενία, ἡ δὲ σύζυγός του, ἡ Κλαυδία, εἶναι ἡ μητέρα της.
.         Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς φοβερῆς καὶ ἀπρόσμενης ἀποκάλυψης ὅλοι σκίρτησαν ἀπὸ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ ἀνεφώνησαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἕνας καὶ ἀληθινὸς Θεὸς σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἱερεῖς τῶν ψεύτικων εἰδωλολατρικῶν θεῶν ποὺ διακήρυτταν ὅτι ἡ Εὐγενία ἁρπάχθηκε ἀπὸ τοὺς πατρώους θεούς. Μάλιστα ὁ ἔπαρχος Φίλιππος ἕντυσε τὴν κόρη του μὲ λαμπρὰ στολὴ καὶ τὴν ἀνέβασε σὲ ὑψηλὸ θρόνο γιὰ νὰ τὴ δοῦν καὶ νὰ τὴ χαροῦν ὅλοι. Κατόπιν βαπτίσθηκε χριστιανὸς ὁ ἴδιος καὶ ἔδωσε τὴ διαταγὴ οἱ χριστιανοὶ νὰ κατοικοῦν μέσα στὴν πόλη καὶ νὰ λατρεύουν ἐλεύθερα τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Μάλιστα ἡ διαταγὴ αὐτὴ τοῦ ἐπάρχου ἐπικυρώθηκε ἐπισήμως καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Σεβῆρο καὶ Ἀντωνίνο.
.             Κάποιοι ὅμως εἰδωλολάτρες ἐνημέρωσαν τοὺς βασιλεῖς ὅτι στὴν Ἀλεξάνδρεια κινδυνεύει νὰ ἐξαφανισθεῖ ἡ λατρεία τῶν προγονικῶν θεῶν, διότι ὁ ἔπαρχος Φίλιππος ἐγκατέλειψε τὴν πατρώα πίστη καὶ λατρεύει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σταυρώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἐπιπλέον ἀποδίδει περισσότερη τιμὴ στοὺς χριστιανοὺς σὲ σύγκριση μὲ ἐκείνους ποὺ λατρεύουν τοὺς προγονικοὺς θεούς. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἐστάλη ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς ἐπιστολὴ στὸν Φίλιππο, στὴν ὁποία τὸν προειδοποίησαν ὅτι ἐὰν δὲν συνεχίσει νὰ λατρεύει τοὺς θεούς, θὰ χάσει τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν περιουσία του. Τότε ὁ χριστιανὸς πλέον ἔπαρχος προσποιήθηκε ὅτι εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀφοῦ πούλησε ὅλη του τὴν περιουσία, μοίρασε τὰ μισὰ χρήματα σὲ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, ἐνῶ τὰ ἄλλα μισὰ τὰ διένειμε στοὺς φτωχούς. Κατόπιν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία ὅλου τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀφοῦ εἶχε καταστεῖ ἔνθερμος ὑπερασπιστὴς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ διέθετε ἐπιμελημένη ἑλληνικὴ παιδεία. Ὡς ἐπίσκοπος διέλαμψε γιὰ ἕνα ἔτος καὶ τρεῖς μῆνες, διότι πληροφορούμενοι οἱ βασιλεῖς τὰ γενόμενα, ἔστειλαν στὴ θέση του τὸν ἔπαρχο Τερέντιο καὶ τὸν διέταξαν νὰ φονεύσει τὸν Φίλιππο μὲ μυστικὸ καὶ δόλιο τρόπο. Ἔτσι ὁ νέος εἰδωλολάτρης ἔπαρχος δωροδόκησε κάποιους ἀνθρώπους γιὰ νὰ προσποιηθοῦν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ νὰ φονεύσουν τὸν Φίλιππο, τὸν ὁποῖο καὶ κατέσφαξαν τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Παρόλα αὐτὰ ἔζησε τρεῖς ἡμέρες, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ στερεώσει τὴν πίστη στοὺς νεοφώτιστους χριστιανούς, κατόπιν δὲ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν δικαιοκρίτη Ὕψιστο. Ἐνταφιάσθηκε σὲ μία ἐκκλησία ἐντὸς τῆς πόλεως, τὴν ὁποία εἶχε οἰκοδομήσει ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἡ σύζυγός του, ἡ Κλαυδία, ἀνήγειρε ἐκεῖ κοντὰ πανδοχεῖο γιὰ τὴν ἀνάρρωση τῶν ἀσθενῶν καὶ τὴ φιλοξενία τῶν ξένων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Φιλίππου ἡ Κλαυδία μαζὶ μὲ τὴν Εὐγενία καὶ τὰ δύο ἀδέλφια της, ἀλλὰ καὶ τοὺς δύο πιστοὺς ὑπηρέτες, τὸν Πρωτα καὶ τὸν Ὑάκινθο, ἐπέστρεψαν στὴ Ρώμη, ὅπου οἱ Ρωμαῖοι ἐξέλεξαν τὸν μὲν Ἀβίτα ἀνθύπατο Καρθαγένης, τὸν δὲ Σέργιο βικάριο τῆς Ἀφρικῆς. Ἡ Εὐγενία μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της, τὴν Κλαυδία, καὶ τοὺς δύο ὑπηρέτες παρέμειναν στὸ σπίτι τους, διάγοντας τὸν βίο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Μάλιστα ἡ πανάμωμος καὶ πάνσεμνος Εὐγενία νουθετοῦσε τὶς κόρες τῶν ἀρχόντων τῆς πόλεως, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν θεοσέβεια καὶ νὰ διατηρήσουν τὴν παρθενία τους.
.             Τὴν ἐποχὴ ὅμως αὐτὴ ζοῦσε στὴ Ρώμη μία νεαρὴ καὶ ὄμορφη κοπέλα μὲ βασιλικὴ καταγωγή, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Βασίλα καὶ εἶχε μνηστευτεῖ μὲ τὸν ἐξέχοντα ἄρχοντα Πομπήιο. Ἡ Βασίλα ἐπιθυμοῦσε ὅμως διακαῶς νὰ γνωρίζει ἀπὸ κοντὰ τὴν Εὐγενία, γιὰ νὰ γίνει χριστιανή, ἀλλὰ οἱ συγγενεῖς της δὲν τῆς ἐπέτρεπαν νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, μέχρι νὰ παντρευτεῖ. Τότε ἐκείνη ἔστειλε μὲ τὸν ὑπηρέτη Πορθμέα ἕνα γράμμα στὴν Εὐγενία, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὴν παρακαλοῦσε θερμὰ νὰ τῆς ἀποστείλει τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ Εὐγενία ἀπέστειλε τότε στὴ Βασίλα γιὰ νὰ καθοδηγηθεῖ πνευματικὰ καὶ νὰ διδαχθεῖ τὴν ἀμώμητο χριστιανικὴ πίστη τὸν Πρωτᾶ καὶ τὸν Ὑάκινθο, τοὺς ὁποίους ὑποδέχθηκε μὲ ἰδιαίτερη χαρά, ἐνῶ τοὺς τίμησε ὡς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ. Τὸ εὐφρόσυνο αὐτὸ γεγονὸς πληροφορήθηκε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης Κορνήλιος, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε μία νύχτα νὰ τὴ βαπτίσει κρυφὰ χριστιανή. Ἔκτοτε ἡ Εὐγενία καὶ ἡ Βασίλα συνδέθηκαν μεταξύ τους πνευματικὰ μὲ μοναδικὸ πρόσωπο ἀναφορᾶς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, παρόλο ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν ἀπὸ κοντά.
.             Τὴν ἐποχὴ ὅμως ἐκείνη (253-260μ.Χ.) βασίλευαν στὴ Ρώμη οἱ αὐτοκράτορες Βαλλεριανὸς καὶ Γαλλιηνὸς καὶ μὲ τὴν ἀνάρρησή τους στὴν ἐξουσία ξεκίνησαν ἕναν ἀδυσώπητο διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ ἐπίσκοπος Κορνήλιος δὲν τολμοῦσε νὰ παρουσιασθεῖ πουθενά. Ἔβγαινε μόνο κρυφὰ γιὰ νὰ κοινωνήσει τὴ Βασίλα καὶ τὴν Εὐγενία, οἱ ὁποῖες κατόρθωσαν κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐπικίνδυνες συνθῆκες γιὰ τὴ ζωή τους νὰ συναντηθοῦν ἐπιτέλους καὶ νὰ συνομιλήσουν. Ἐνδεικτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἔνδοξο καλλιπάρθενο Εὐγενία ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτι τῆς ἔχει ἑτοιμάσει δύο στεφάνια, τὸ ἕνα γιὰ τοὺς σκληροὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὸν θάνατο ποὺ θὰ λάβει χώρα στὴ Ρώμη γιὰ τὴν ἀγάπη Του.
.               Στὸ μεταξὺ μία ὑπηρέτρια τῆς Βασίλας ἐνημέρωσε τὸν ἀρραβωνιαστικό της, τὸν Πομπήιο, ὅτι ἡ μνηστή του ἔγινε χριστιανὴ καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναέρθει στὸ σπίτι του. Τότε ὁ Πομπήιος θύμωσε πολὺ καὶ πῆγε στὸν θεῖο τῆς Βασίλας γιὰ νὰ τοῦ πεῖ νὰ ἐπισπευθεῖ ὁ γάμος του. Ὁ θεῖος της ὅμως τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἡ ἀνιψιά του εἶναι πλέον ἐνήλικη καὶ γιὰ τὴ ζωή της ἀποφασίζει ἡ ἴδια. Κατόπιν ὁ ἐξαγριωμένος ἀρραβωνιαστικὸς πῆγε στὸ σπίτι τῆς Βασίλας, ἀλλὰ ἐκείνη τὸν ἐνημέρωσε μέσῳ τῆς ὑπηρέτριάς της ὅτι πρέπει νὰ φύγει, διότι δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ παντρευτεῖ, ἀλλὰ θέλει νὰ μείνει παρθένος σὲ ὅλη της τὴ ζωή. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ἐξαγριώθηκε τόσο πολὺ ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, ὥστε μαζὶ μὲ τοὺς συμβούλους του πῆγε στοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς ἐπεσήμανε τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ διατρέχει αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἡ Ρώμη ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀφοῦ περιφρονοῦν ὄχι μόνο τὴν πίστη τῶν πατρώων θεῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς βασιλικοὺς νόμους, φτάνουν δὲ ἀκόμη καὶ στὸ σημεῖο νὰ διαλύουν καὶ τοὺς γάμους. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ καὶ μάλιστα γραπτῶς ποὺ διαμήνυε ὅτι ἢ ἡ Βασίλα θὰ παντρευόταν τὸν Πομπήιο ἢ θὰ ὁδηγεῖτο στὸν θάνατο, ἡ δὲ Εὐγενία ἢ θὰ θυσίαζε στοὺς προγονικοὺς θεοὺς ἢ θὰ θανατωθεῖ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ἡ Βασίλα αὐτὴ τὴ διαταγή, δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι νυμφεύτηκε τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ σχέση μὲ φθαρτοὺς ἀνθρώπους. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ ὁμολογία πίστεως τὴν ὁδήγησε στὴ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ μαρτυρική της τελείωση.
.           Κατόπιν οἱ δήμιοι ὁδήγησαν μὲ βιαιότητα τὸν Πρωτᾶ καὶ τὸν Ὑάκινθο στὸ ναὸ τοῦ θεοῦ Δία γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία. Ἐκεῖ ὅμως οἱ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος συνέτριψε τὸ εἰδωλολατρικὸ εἴδωλο ποὺ βρισκόταν μπροστά τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξόργισε τόσο πολὺ τὸν ἔπαρχο τῆς Ρώμης Νικίτιο, ὥστε τοὺς ἀποκεφάλισε. Στὴ συνέχεια ὁ εἰδωλολάτρης ἔπαρχος ἀπευθυνόμενος στὴν Εὐγενία, τὴ ρώτησε ποῦ ἔμαθε τὴν τέχνη τῆς μαγείας, μὲ τὴν ὁποία ἐξουσιάζει τοὺς μεγάλους θεούς. Ἀλλὰ ἡ πάνσεμνος νύμφη τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀπάντησε ὅτι τὰ πάντα γίνονται μὲ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴ χάρη τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τότε κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπάρχου ὁδηγήθηκε μὲ τὴ συνοδεία ἑνὸς δημίου στὸν ναὸ τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ ψεύτικα εἴδωλα. Ὅταν ὅμως μπῆκε ἡ Εὐγενία στὸν ναό, προσευχήθηκε στὸν αἰώνιο καὶ παντοδύναμο Θεὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπακολουθήσει ἰσχυρὸς σεισμός, νὰ πέσει ὅλος ὁ ναὸς καὶ νὰ συντριβεῖ τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀρτέμιδος. Τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονὸς προκάλεσε θαυμασμὸ καὶ πολλοὶ πίστεψαν ὅτι ἦταν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ δὲν ἔλειψαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίστηκαν ὅτι πρόκειται γιὰ μαγεία.
.               Ὅταν πληροφορήθηκε ὁ αὐτοκράτορας τὰ γενόμενα, διέταξε νὰ δέσουν μία μεγάλη πέτρα στὸν τράχηλο τῆς Εὐγενίας καὶ νὰ τὴ ρίξουν στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ Τίβερη. Ἡ πέτρα ὅμως λύθηκε καὶ ἡ πανάμωμος κόρη περπατοῦσε μὲ ἀσφάλεια πάνω στὸ νερό. Κατόπιν τὴν ἔριξαν σὲ ἀναμμένο καμίνι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγῆκε σώα καὶ ἀβλαβής. Ἀλλὰ καὶ στὴ σκοτεινὴ φυλακὴ ποὺ τὴν ἔκλεισαν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἀποβιώσει ἀπὸ τὴν πείνα, ἐπέζησε, ἀφοῦ οἱ Ἄγγελοι τῆς ἔδιναν καθημερινὰ οὐράνια τροφή, ἐνῶ εἶχε τὴν ξεχωριστὴ εὐλογία νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἀγγέλων. Ἀξιοσημείωτο εἶναι μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὴν εὐλογημένη καὶ πανευφρόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἔνδοξος ὁσιοπαρθενομάρτυς Ἁγία Εὐγενία, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε «τῶν σεπτῶν καὶ ὁσίων ἀθληφόρων τὸ ἀγλάισμα» καὶ «τῶν στερροψύχων ἀθλητριῶν τὸ σέμνωμα», κατεσφάγη ἀπὸ τὸν δήμιο καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τὸ ἱερό της λείψανο ἐνταφίασαν ἡ μητέρα της, ἡ Κλαυδία, καὶ τὰ δύο ἀδέλφιά της σ’ ἕναν ἀγρὸ ἔξω ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἡ Εὐγενία ὅμως γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴ μητέρα της ποὺ ἔκλαιγε διαρκῶς πάνω ἀπὸ τὸν τάφο της, τῆς παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο καὶ τὴ διαβεβαίωσε ὅτι βρίσκεται σὲ μεγάλη πνευματικὴ ἀγαλλίαση μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της καὶ τοὺς ἄλλους χριστιανούς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ κλαίει καὶ νὰ στεναχωριέται.
.               Οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες, τὸ ἀνδρεῖο φρόνημα, οἱ πάμπολλες ἀρετὲς καὶ τὸ ἔνδοξο μαρτύριο τῆς Ἁγίας Εὐγενίας ὑμνοῦνται καὶ γεραίρονται καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πλούσια ὑμνογραφία ποὺ συντάχθηκε πρὸς τιμήν της, τόσο ἀπὸ τὸν Ὑμνογράφο τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γεράσιμο Μοναχὸ τὸν Μικραγιαννανίτη, ὁ ὁποῖος ἐποίησε Ἀκολουθία, Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ Χαιρετιστηρίους Οἴκους στὴν Ἁγία ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Μέγα Ὑμνογράφο τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, ὁ ὁποῖος συνέταξε Ἀκολουθία καὶ Παρακλητικὸ Κανόνα πρὸς τιμήν της. Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐσέβεια τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀνήγειρε ἱεροὺς ναοὺς ἐπ’ ὀνόματί της. Ἔτσι στὸν εὐρύτερο ἑλλαδικὸ χῶρο ναοὶ (ἐξωκκλήσια-παρεκκλήσια) ἀφιερωμένοι στὴν Ἁγία Εὐγενία ἔχουν καταγραφεῖ στὶς περιοχὲς Ἐπισκοπὴ τῆς Ὕδρας καὶ Λαγκάδες τῆς Τήνου, στὰ χωριὰ Ἄνω Μερὰ τῆς Μυκόνου καὶ Καμπιὰ τῆς Χίου, καθὼς καὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ραφαὴλ Θερμῆς Λέσβου. Ἀξιομνημόνευτη εἶναι καὶ ἡ ἱστορηθεῖσα ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Φώτη Κόντογλου εἰκόνα τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία κοσμεῖ τὸ τέμπλο τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Εἰσοδίων Θεοτόκου (Παναγίας Ὁδηγήτριας) Κιμώλου.
.               Στὴ σημερινὴ ἀλλοπρόσαλλη κοινωνία τοῦ 21ου αἰώνα, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἐλευθερία τῶν ἠθῶν καὶ ἡ ἔλλειψη ἐγκράτειας καὶ σωφροσύνης, προβάλλει ἡ Ἁγία Εὐγενία, ἡ καλλιπάρθενος καὶ πάνσεμνος αὐτὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἡ «ἀνδροπρεπῶς ἀσκήσασα καὶ πλάνου τεχνάσματα φυγοῦσα τῇ θείᾳ συνεργείᾳ» ὡς ὁλόλαμπρο παράδειγμα ἐναρέτου βιοτῆς, ἄκρας ταπεινώσεως καὶ ἀπολύτου ἀφοσιώσεως στὸν Νυμφίο Χριστό. Ἂς ἐπικαλεστοῦμε λοιπὸν τὶς πρεσβεῖες της καὶ ἂς μιμηθοῦμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη της στὸν Κύριο, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς πνευματικῆς ἐκείνης χαρᾶς ποὺ βίωσε καὶ βιώνει μέχρι σήμερα ἡ «τῆς χαρᾶς οὐρανῶν ἀεὶ κατατρυφῶσα» Ἁγία Εὐγενία.

 

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς

 

Βιβλιογραφία
Ὁ κατὰ πλάτος βίος τῆς Ἁγίας ἐνδόξου ὁσιοπαρθενομάρτυρος Εὐγενίας, Ἰωακεὶμ Μοναχοῦ «Δέκα Μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου», Ἅγιον Ὄρος 1980.

ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr

, , ,

Σχολιάστε