Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Πάσχα

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Ἀντίσταση Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση 

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.               Τὰ δραματικὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὁποία βιώνουμε ἐντονότερα τὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας, διδάσκουν τὸν καθένα μας πὼς ἡ ἀντίσταση πρὸς τὸ ἀπάνθρωπο κατεστημένο προκαλεῖ τὴ σκληρὴ δοκιμασία τῶν διωγμῶν καὶ τῆς Σταυρώσεως, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση. Ὅσοι ἀποφεύγουν τὴν ἀντίσταση καὶ ἀπαρνοῦνται τὴν δοκιμασία δὲν πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση. Ὅποια ἡλικία καὶ ἂν ἔχουν, εἶναι συμβιβασμένοι στὰγήινα καὶ αἰχμαλωτισμένοι στὸ παροδικὸ ὑλικὸ συμφέρον.
.               Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ποὺ θυσιάστηκε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία μας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παράνομης καὶ ἀπάνθρωπης σὲ βάρος Του διαδικασίας μᾶς δίδαξε νὰ μὴν εἴμαστε οὔτε ἀπαθεῖς, οὔτε ἐμπαθεῖς. Μπορεῖ νὰ δέχθηκε τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα, ἀλλὰ τὴν ὥραἐκείνη τοῦ εἶπε μὲ παράπονο «μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Μεσσία;». Μπορεῖ νὰ τοποθέτησε στὴ θέση του τὸ κομμένο αὐτὶ τοῦ δούλου καὶ νὰ δίδαξε τὸν Πέτρο ὅτι ἡ βία μόνο βία προκαλεῖ, ἀλλὰἀπευθυνόμενος στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς στρατηγοὺς ποὺ πῆγαν νύκτα νὰ Τὸν συλλάβουν μὲσπαθιὰ καὶ ρόπαλα, τοὺς παρατήρησε πὼς τοῦ συμπεριφέρθηκαν σὰν νὰ ἦταν ληστής. Καὶπροσέθεσε πρὸς αὐτούς: «Κάθε ἡμέρα ἤμουν στὸ ἱερὸ καὶ δὲν μὲ συλλάβατε καὶ ἔρχεστε τώρα, στὴδική σας ὥρα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους, γιὰ νὰ πετύχετε τὸ πανοῦργο σχέδιό σας».
.               Στὴν παράνομη ἐνώπιον τοῦ Ἄννα ἀνάκριση αὐτὸς τὸν ἐρώτησε γιὰ τοὺς μαθητές του καὶγιὰ τὴ δράση Του καὶ ὁ Κύριος μειλίχια τοῦ παρατήρησε: «Μιλοῦσα πάντα φανερὰ στὶς συναγωγὲς καὶ στὸ ναὸ καὶ πολὺς λαὸς μὲ ἄκουσε. Κρυφὰ δὲν δίδαξα ποτέ. Ρώτησε λοιπὸν αὐτοὺς ποὺπαρακολούθησαν τὰ ὅσα εἶπα». Δὲν ὑπερασπίστηκε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν παρέπεμψε στοὺς ἀκροατὲς τῶν κηρυγμάτων Του καὶ θεατὲς τῶν θαυμάτων Του. Καὶ ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς φρουρούς,ποὺ εἶχαν συλλάβει τὸν Ἰησοῦ, θύμωσε μὲ τὴν ἀπάντησή Του καὶ τὸν ράπισε, Ἐκεῖνος γύρισε πρὸς αὐτὸν τὸ βλέμμα Του καὶ τοῦ εἶπε: «Ἂν εἶπα κάτι κακὸ πές το μου. Ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲδέρνεις;»
.               Στὸ μέγαρο τοῦ Καϊάφα, ποὺ συνεχίστηκε ἡ προσχεδιασμένη διαδικασία γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Κυρίου, ἄκουσε τοὺς ψευδομάρτυρες καὶ δὲν μίλησε. Ὅταν ὅμως ὁ Καϊάφας τὸν προκάλεσε νὰ πεῖ ἂν εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος τοῦ τὸ βεβαίωσε μὲ τρόπο ἀποστομωτικό. ὉΠιλάτος, στὸν ὁποῖο πῆγαν στὴ συνέχεια τὸν Κύριο οἱ Ἀρχιερεῖς μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ὀνομάζει τὸνἑαυτό Του βασιλιᾶ τὸν Ἰουδαίων, τοῦ ἔθεσε τὸ ἐρώτημα ἂν πράγματι εἶναι βασιλιάς τους καὶἘκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μὲ ἐρώτημα: «Μὲ ρωτᾶς ἀπὸ μόνος σου, ἢ ἄλλοι σοῦ μίλησαν γιὰ μένα;». ὉΠιλάτος ἐπέμεινε στὸ ἐρώτημα καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Σὺ λὲς ὅτι εἶμαι βασιλιάς. Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώσω τὴν ἀλήθεια καὶ ὅποιος ἀγαπάει τὴν ἀλήθεια καταλαβαίνει τὰ λόγιά μου». Καὶ πρὶν τὸν παραδώσει στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸν ὄχλο γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν Γολγοθά, ὁ Πιλάτος Τοῦ παρατήρησε ὅτι πρέπει νὰ  ἀπαντᾶ στὶς ἐρωτήσεις του, γιατί ἔχει ἐξουσίαἐπάνω Του νὰ Τὸν ἐκτελέσει ἢ νὰ Τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο, τότε Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε εὐθαρςῶς πὼς δὲν θὰ εἶχε καμία ἐξουσία ἐπάνω Του, ἂν δὲν τὴν εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Θεός.
.               Ὁ Ἕλληνας Χριστιανὸς σήμερα ἀντιμετωπίζει ποικίλες δοκιμασίες καὶ καλεῖται νὰἀποδεχθεῖ Νόμους ἀντίθετους πρὸς τὴν συνείδησή του. Ἂν δὲν μιμηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ δὲνἀντισταθεῖ μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ σταθερότητα στὰ ὅσα τραγικὰ συμβαίνουν δὲν εἶναι ἄξιος μαθητής Του. Ἕνα πρόσφατο παράδειγμα εἶναι ὁ πρὸ μηνὸς ψηφισθεὶς Νόμος γιὰ τὸν «γάμο» τῶνὁμοφυλοφίλων. Πρόκειται γιὰ ἕναν τῶν χειροτέρων Νόμων, ποὺ ἔχουν ψηφιστεῖ στὰ 200 περίπου χρόνια τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους.
.               Δὲν εἶναι μόνο ἡ παραβίαση τοῦ θεμελιώδους βιολογικοῦ νόμου περὶ τῆς διαιωνίσεως τῶν εἰδῶν, εἶναι τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ τοὺς ψηφίσαντας τὸν Νόμο, εἶναι αὐτὸ ποὺὡς ἠθικὴ πραγματικότητα ἐκπέμπει πρὸς τὸν κάθε πολίτη. Εἶναι ἀκόμη αὐτὰ ποὺ θὰἐπακολουθήσουν μὲ βάση τὰ ἴδια παράλογα ἐπιχειρήματα. Πρόκειται γιὰ τὴν τεκνοθεσία ἀπὸὁμοφυλοφίλους, τὴν παρένθετη μητέρα, τὴ διδασκαλία τῆς ὁμοφυλοφιλίας στὰ σχολεῖα, τὴν προώθηση ἀπὸ νεαρῆς ἡλικίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ φύλου. Καὶ αὐτὰ συμβαίνουν καὶ θὰ συμβοῦν γιατί μὲ τὸν«γάμο» τῶν ὁμοφυλοίιλων ἀπεδείχθη ὅτι ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιβληθεῖ ὡς πορεία ζωῆς ὁἡδονισμὸς καὶ  ὁ  ἀτομισμός.
.               Ἐπερχομένων τῶν ἐκλογῶν γιὰ τὸ Εὐρωκοινοβούλιο τὸ κυβερνὸν Κόμμα, ποὺ ἐπέβαλε τὸν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, βλέποντας τὶς δημοσκοπήσεις ἐπιχειρεῖ νὰ μειώσει τὸν ἀντίκτυπο ποὺεἶχε ἡ ἐνέργειά του στὸ λαό. Πρῶτον προσπαθεῖ ἕως τὴν 9η Ἰουνίου νὰ εἶναι θαμμένο τὸ γεγονός. Δεύτερον προωθεῖ τὴν προπαγάνδα ὅτι μὲ τὴν ψήφιση τοῦ Νόμου τὸ θέμα τελείωσε καὶ πρέπει νὰξεχαστεῖ… Καὶ τρίτον ἐπιδιώκει νὰ φανεῖ ὅτι μὲ τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας οἱ σχέσεις εἶναι ἄριστες… Αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἐξυπηρέτησε ἡ συνάντηση τοῦ κ. Μητσοτάκη μὲ τὸν κ. Ἱερώνυμο στὸΔήλεσι, οἱ φωτογραφίες μὲ χαμόγελα τῶν δύο, οἱ χωρὶς εἱρμὸ ἀλλὰ μὲ σύνθημα «Αὐτὲς τὶς ὧρες εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συνεργασία, κοιτᾶμε πῶς μποροῦμε νὰ πᾶμε μπροστὰ» δηλώσεις τοῦἈρχιεπισκόπου. Ὁ σκοπὸς τοῦ κ. Μητσοτάκη ἐπετεύχθη ἐκτός τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, σὲ ἄλλη Μητρόπολη, στὴ Μητρόπολη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας, στὸ χωριὸ Δήλεσι, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὰΟἰνόφυτα, ὅπου γεννήθηκε ὁ κ. Ἱερώνυμος, καὶ ποὺ πολὺ μεγάλο μέρος τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητάς του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸ ἀφιερώνει σὲ αὐτό. Οἱ τίτλοι τῶν ἐφημερίδων καὶ τῶν Μέσων Κοινωνικῆς Δικτύωσης δείχνουν τὴ σκοπιμότητα τῆς συνάντησης: «Χαστούκι τοῦἹερώνυμου σὲ Βελόπουλο»,  «Κλείνει (ὁ Μητσοτάκης) τὸ μέτωπο μὲ τὴν Ἐκκλησία», «Ἱερὴἀνακωχή», «Ὁ πάγος ἔσπασε», «Λιώνει ὁ πάγος», «Μήνυμα συνεργασίας»…
.               Εἶναι πολὺ λυπηρὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος λίγες ἡμέρες μετὰ τὰ ὅσα ἡ ΔιαρκὴςἹερὰ Σύνοδος ἀποφάσισε γιὰ τὴν Κυριακή τῆ ς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν 25η Μαρτίου θέλησε νὰἐξυπηρετήσει τὸν πρωθυπουργὸ στὸν σχεδιασμό του. Πρόκειται γιὰ μία ἄμεση καὶ ἀνεπίτρεπτηἀνάμιξή του στὴν πολιτικὴ καὶ στὸν προεκλογικὸ ἀγώνα ὑπὲρ τοῦ κ. Μητσοτάκη, ὅταν μάλιστα ὀνοματίζει καὶ «δίνει χαστούκι» (Πρωτοσέλιδο «Ἀπογευματινῆς») σὲ ἀρχηγὸ Κόμματος ποὺκατεβαίνει στὶς προσεχεῖς ἐκλογές.
.               Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος συμβιβάσθηκε. Μπορεῖ καὶ κάποιοι ἀκόμη ἀρχιερεῖς καὶ ἄλλοι κληρικοὶνὰ κάμουν τὸ ἴδιο. Μπορεῖ καὶ ἀρκετοὶ λαϊκοί. Τελικὰ ἡ Ἐκκλησία τί  κάνει; Ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ ἢ τὸν κόσμο; Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται ἀλώβητη. Γιατί Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάποιο κοσμικὸκατασκεύασμα, ἀλλὰ ὅπου, μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὴ ζωή τους,  κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἀκολουθοῦν τὴζωὴ τοῦ Κυρίου καὶ μιμοῦνται τὴν ἔναντι τῶν ἐχθρῶν Του στάση Του. Καλὴ Ἀνάσταση.-

, ,

Σχολιάστε

ΜΕΡΑ ΛΑΜΠΡΗ, ΜΕΡΑ ΟΛΟ ΦΩΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Μέρα λαμπρή, μέρα ὅλο φῶς

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 .                             Οἱ Ἕλληνες, γιὰ μίαν ἀκόμη χρονιά, γιορτάσαμε μὲ  λαμπρότητα τὸ Πάσχα. Τὴ γιορτὴ αὐτὴ τὴ νιώθουμε ὡς «ἑορτῶν ἑορτὴ» καὶ «πανήγυρη τῶν πανηγύρεων». Τὴν τιμᾶμε ὡς ἡμέρα Λαμπρή, τὴ μόνη μεταξὺ τῶν 365 ἢ 366 ἡμερῶν τοῦ ἔτους. Αἰσθανόμαστε ὅτι εἶναι  ἡμέρα χαρᾶς, πλημμυρισμένη  ἀπὸ τὸ πνευματικὸ Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
.                              Τὸ Φῶς αὐτὸ προβάλλει τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἡ Ἐκκλησία. «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς» μᾶς καλεῖ ὁ ἱερέας καὶ οἱ ψάλτες ἐνισχύουν τὸν πανηγυρικὸ τόνο: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως, Χριστὸν ἑξαστράπτοντα».
.                              Ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες μας πιὸ κοντὰ στὸν πνευματικὸ καὶ θριαμβευτικὸ χαρακτήρα τῆς Λαμπρῆς εἶναι ὁ Διονύσιος Σολωμός. Αὐτὸ γιατί ὅπως γράφει ὁ φίλος του Νικόλας Μάντζαρος, ποὺ μελοποίησε τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο, «μὲ τρεῖς ἀγάπες τροφοδοτεῖ συνεχῶς τὴν ψυχή του: μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ διπλανοῦ του καὶ κάθε χριστιανικῆς ἀρετῆς». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ Μάντζαρος: «Ὅσο περισσότερο ψηλώνει στὴ δημιουργία του, τόσο πιὸ πολὺ αἰσθάνεται μυστικὰ τὰ τρία πρῶτα συστατικά τοῦ ἐνστίκτου του: ἁγνότητα, ταπεινότητα καὶ γαλήνη».
.                              Ὁ Λίνος Πολίτης στὸ περισπούδαστο ἔργο του «Γύρω στὸν Σολωμὸ» (ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 1995) ἀναφέρεται διὰ μακρῶν στὴ θρησκευτικότητα τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ. Στὸ τραγούδι του «Εἰς μοναχὴν» ἐκφράζει τὴν ὑπερκόσμια χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως διὰ τῶν ἀγγέλων: «Χριστὸς Ἀνέστη ἐψάλλανε μὲ τὰ χρυσά τους χείλη, Χριστὸς Ἀνέστη, ἐκάνανε κι ἀστράφτανε σὰν ἥλιοι…». Καὶ στὸ ἀπόσπασμα τοῦ «Λάμπρου» γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς γράφει: «Χριστὸς Ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες, ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστεῖτε. Μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχθῆτε. Ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθεῖτε…».
.                             Ὁ ἐκ τῶν διαπρεπεστέρων θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰώνα Γεώργιος Φλωρόφσκι στὸ βιβλίο του «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας» (Ἔκδ. «Ἄρτος Ζωῆς», Ἀθῆναι 1973) ἐξηγεῖ θεολογικὰ τὴ λαμπρότητα τῆς ἡμέρας: «Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ», σημειώνει, «ἦταν νίκη ὄχι μόνο ἐπάνω στὸν δικό Του θάνατο, ἀλλὰ γενικὰ πάνω στὸ θάνατο, ὅπως γράφεται καὶ στὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα:  “Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν”. Στὴν Ἀνάστασί Του ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα συνανίσταται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ “τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐνδύεται ἀφθαρσίαν” (Ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς του Πάσχα)».
.                             Τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα ποὺ ἔχει ὁ κάθε τόπος γιὰ τὸ Πάσχα εἶναι ἰσχυρότατα. Μεταδίδονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ δείχνουν τὴ συνέχειά μας. Θέλει πάντως προσοχὴ νὰ μὴν καταντήσουν στεῖρο φολκλόρ. Ὅπως ἔγραψε ὁ Παναγιώτης Δρακόπουλος: «Ὡς  ζωὴ καὶ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἐνθουσιώδη ἀναστροφὴ ποὺ τραβᾶμε στὸ τσαρούχι χορεύοντας τσάμικο. Μιλᾶμε γιὰ ζωὴ καὶ δημιουργία μέσα σὲ μίαν ἀτμόσφαιρα πυρακτωμένη καὶ γεμάτη δηλητηριώδεις ἀναθυμιάσεις  ἀπὸ τὸ καμίνι ὅπου θὰ δοκιμασθοῦν ὅλοι οἱ πολιτισμοί, οἱ παραδόσεις, οἱ κληρονομιὲς καὶ οἱ ἰδιοπροσωπίες». Χριστὸς Ἀνέστη.-

, ,

Σχολιάστε

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ πάθους στὸν θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως
Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 .         Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴν συν­αν­τοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φί­λους, στὴν ὑπηρε­σία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀ­δελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς  διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑ­πάλ­ληλους πρὸς συν­αδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια  ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι, δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
.         Ἂν στὴν θέση τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι, «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος».
.         Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει πρόθυμα, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7).  Μᾶς ἀπαντάει, ὅμως, μὲ ἕναν δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἀλλὰ ἐρχόμενοι σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ.  Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας  τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λέπρος Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸν Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴν γῆ μας.  Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
.         Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους.  Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
.         Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παράσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν θάλασσα.
-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
.         Ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
.         Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴν φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
.         Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸν σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴν φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴν φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴν φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴν φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο.
.         Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιον Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ  στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο   ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πήραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
.         Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ  εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
.         Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!

Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ

        .         μεῖς, ἂν καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία ἀπέναντί Του, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα,  τὴν ὁποία Ἐκεῖνος  βδελύσσεται. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας ὁ Θεός μας, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση  εὐχαριστίας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα  λεπροὺς λέγοντας; “Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;” (Λουκ. ιζ´ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ  12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
.         «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
.         Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα; Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα  ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Πραγματοποίησες τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἡσ. νγ´ 4). Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο! Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴν δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι. Καὶ στὴν θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
.         Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴν σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως  δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ. Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸν Θεό.

 Τὰ ἄχραντα πάθη

.         Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἀγνώμονες ὁ Χριστός μας ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐπώδυνο σταυρὸ μέχρι θανάτου. Αὐτὸν τὸν θάνατο ποὺ δέχεται πυρὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀφοῦ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικές της ἀλήθειες.
         .         Στὴν ἀπορία τῶν ἀπίστων ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.

         * Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια ἢ ἀκόμη καὶ ἀγκίστρια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.

         * Σήκωσε τὸ Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.

         * Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ  εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ἡσ. μγ´ 2), δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [1] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια Ὅταν ἀναφώνησε «Ἠλί, ἠλί, λαμᾶ σαβσχθανί» (Ματθ. κζ´ 46), τουτέστι «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες», μᾶς ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη, ὄχι γιὰ ἁμαρτίες Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, οὔτε γιὰ ἀχαριστία, ἀφοῦ τηροῦσε ἀπόλυτα τὴν Θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε ὅτι  εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή Του ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
.         Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται  καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ  ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι, τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» (Ἰωάν, ιθ´ 32.), δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν, ὅμως, οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰωάν. ιθ´33-34). Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β´ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [2]  Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸ Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» (Μᾶρκ. ιε´ 44). Καὶ ἄν, ὅμως, δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸ Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του.  Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ´ 40). Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
     .          Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» (Ἰωάν. ιθ´ 39), σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές;  Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος

.         Οἱ ἄπιστοι θέτουν τὸ ἐρώτημα. Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος;  Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές;  Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη.  Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ  βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ´ 25)!  Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸ δύσπιστο Θωμᾶ, τὸ διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’  ἅπαξ» (Κορ. ιε´ 6), τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στὸ μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» (Ἰωάν. κ´ 27), καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» (Ἰωάν.κδ´ 42). Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα  ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν  ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [3] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
.         Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» (Ἰωάν. κ´ 5), χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. κ´ 7), δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Πρ. γ´ 1) αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. ιε´ 20). 

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χειμώνας – Ἄνοιξη, Θάνατος-Ἀνάσταση

 

Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους εὐσεβῶν, τόσο τῆς εὐλογημένης μας Κύπρου, ὅσο καὶ πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων περιοχῶν, ἐπανελάμβανε μὲ ἔμφαση τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α´ Κορ. ι´ 13).  Δίνει τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη.

Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχόμαστε τὴν μία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Ἡ ἄνοιξη εἶναι συνέχεια τοῦ χειμώνα καὶ ἡ ἀνάσταση συνέχεια τοῦ θανάτου. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκεῖνος ὁ σπόρος ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει, δὲν παίρνει ζωή, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει (Α´ Κορ. ιε´ 36-37). Πεθαίνει καὶ σαπίζει αὐτὸς μὲ τὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὴν ἄνοιξη, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς νεκρούς, ὅπου τὸ μὲν σῶμα διαλύεται στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη», τὸ δὲ πνεῦμα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεται κατὰ τὸν θάνατο εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται εἶναι ἄφθαρτο. Ὁ Σοφὸς Σολομὼν στὸ περίφημο ᾎσμα ᾈσμάτων θὰ μᾶς πεῖ: Ἦλθε ἡ ἄνοιξη, μάκρυνε ὁ χειμώνας, πέρασε ἡ βροχὴ καὶ πάει. Τὰ λούλουδια φάνηκαν στὴ γῆν. Ἔφθασε ὁ καιρὸς γιὰ τὸ τραγούδι καὶ ἀκούσθηκε τῆς τρυγόνας ἡ φωνή. Οἱ πρῶτοι ὀρνοὶ βγῆκαν στὴν συκιὰ καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ στὸ ἀμπέλι (ᾎσμα ᾈσμάτων β´ 11-13) .

Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο. Τὸν θάνατο τὸν ἐξορκίζουμε καὶ στὸ ἄκουσμά του καὶ μόνο χτυποῦμε ξύλα ἢ φτύνουμε στὸν κόρφο μας.

Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὅλοι μας δὲν ἔχουμε καλλιεργήσει μέσα μας, ὅσο ζοῦμε πρόσκαιρα σὲ αὐτὴ τὴν γῆ, τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασιζόμαστε πάνω στὴν στέρεη πέτρα  τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Βλέποντας τὸ σκήνωμα μπροστά μας κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου νὰ κοίτεται ἀσάλευτο καὶ χωρὶς πνοὴ καὶ σαβανώνοντάς το, σαβανώνουμε μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὴν δική μας ἐλπίδα. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία. Πῶς ἐλπίζουμε ὅτι τὸν χειμώνα θὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ δὲν ἐλπίζουμε ὅτι τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση; Γιατί ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»; Εἶναι αὐτὴ ὁμολογία ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη; Ὅταν ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸν σπόρο στὸ φρεσκοαροτριωμένο χωράφι σπέρνει τὴν ἐλπίδα τῆς βλαστήσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ ἀπὸ τὸ σάπισμα τοῦ σπόρου ἀναστάσεως νέου φυτοῦ. Τὸ σάπισμα καὶ ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμὸς τοῦ σπόρου δὲν προβληματίζει τὸν σπορέα ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τὴν προσμονὴ τῆς νέας βλαστήσεως καί τῆς καρποφορίας. ῞Όταν, ὅμως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κληθοῦμε νὰ ἀποθέσουμε στὴν φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τὸν ἄνθρωπό μας, τότε δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐλπιδοφόρα βεβαιότητα τοῦ γεωργοῦ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, ταυτίζεται μέσα μας μὲ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια, χωρίζεται γιὰ ἐμᾶς ἡ ζωὴ στὰ δύο. Καὶ αὐτό, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀφήσει νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἀνοίξεως» καὶ ἡ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καὶ «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας, ὅπως αὐτὴν ὀνομάζει μὲ  προβληματισμὸ ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης: «Μήπως ὅτι θαρροῦμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα κι ἀντὶ νἄρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα»; ῎Εχoυμε γίνει οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ  καὶ καθόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἀναζωογόνηση τῆς φύσεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´ Κορ. ιε´ 42).

Ἂν θὰ χρειαζόταν νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἐνιαύσιο κύκλο,  τὶς τέσσαρες δηλαδὴ ἐποχὲς τοῦ χρόνου, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ θὰ ἐπιλέγαμε τὴν ἄνοιξη ὡς τὴ σημαντικότερη, γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεκινοῦν τὰ πάντα. Κατ’ αὐτὴν ἀνασταίνεται ἡ ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι θαμμένη στὸ χῶμα καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ ζωογόνες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὴν ἀνασταίνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ κατακλύζει μὲ λουλούδια τὴν ὕπαιθρο.

Μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν μόνο σὲ τοῦτον τὸν ἀνθισμένο πλανήτη ὑπάρχει ἄνοιξη, γιατὶ μόνο ἡ γῆ μας διαθέτει τὸ προνόμιο τῆς ζωῆς. Μόνο στὴν γῆ μας ὑπάρχει ἄνοιξη μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἀέρα, τὸν ἀθόρυβο ἦχο τῆς διεργασίας κάθε μορφῆς ζωῆς ποὺ συνεπαίρνει τὴν φύση, τὰ φύτρα τῶν σπόρων ποὺ σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς χειμωνιάτικης νάρκης τους, τὰ μπουμπούκια μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο φούσκωμά τους, ἐρεθισμένα ἀπὸ τὸν ὀργασμὸ τῶν χυμῶν μέσα τους, τὰ πολύχρωμα χαλιὰ τῶν λιβαδιῶν, τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, ποὺ μεθοῦν τὸν ἥλιο καὶ καλοῦν τὶς μέλισσες στὴν φιλόπονη συλλογὴ τοῦ γλυκυτάτου νέκταρος. Ὅλα εἶναι μιὰ χαρά. Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.

Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση  τῆς χάρης τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸν αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ ἀνθρώπους τοῦ πολέμου ἢ τῆς εἰρήνης.

Τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ αἰώνιο δράμα τοῦ θανάτου, ποὺ παίρνει κατὰ καιροὺς τόσες ἐναλλακτικὲς μορφές, ἔχει τὴν ἀρχή του «στὴν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. ῾Ο θεόπλαστος ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀνοίξεως τοῦ Παραδείσου, ἔσπασε τὸν ὀμφάλιο λῶρο του ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὸ Ζωοδότη Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ νοιώθει τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα καὶ νὰ ὀσφραίνεται τὴν μυρωδιὰ τοῦ θανάτου. Ἦλθε ὅμως πάλιν ἡ ἄνοιξη μὲ τὸν Χριστό μας, τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὴν μετὰ τὸν θάνατο ἀτελεύτητη ζωή.

῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «Ἄν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ καὶ ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Δὲν ἦταν Αὐτὸς μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ᾿Αλλά, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας καὶ κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτὴ βασίζεται καὶ θεμελιώνεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση μαζὶ μὲ αὐτὴν ὅλων τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).

῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κύριλλος τῶν ῾Ιεροσολύμων, μᾶς μιλοῦν μὲ βεβαία πίστη γιὰ τὴν ἄνοιξη ποὺ πρόκειται νὰ διαδεχθεῖ τὸ χειμωνιάτικο σάπισμα, τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση, τὴν ὁποία θὰ ἐπιφέρει ὁ σωματικὸς θάνατός μας. Θὰ ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. 16, 12). Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ κανείς μας πιὰ δὲν θὰ ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ κατέβα κάτω στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐργάζεται τὴν ἀγγειοπλαστικὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Δές! Ὅταν ἐκείνου τοῦ ἔπεσε τὸ πήλινο δοχεῖο ποὺ ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του ἔσκυψε καὶ μάζεψε πάλι τὸν πηλὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν μορφὴ ποὺ ἐκεῖνος ἤθελε. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: « Ὦ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δὲν μπορῶ νὰ κάνω καὶ ᾿Εγὼ σὲ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτὸς ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατὶ ἐσεῖς εἴσαστε στὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς στὰ χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη ποὺ εὔκολα μεταπλάθεται ἀπὸ αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).

Τὸ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χοϊκοὺς εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, εἶναι Πανάγαθος, εἶναι Παντοδύναμος καὶ καὶ πρωτίστως εἶναι ὁ Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.

῾        Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θὰ συντελεσθεῖ, ὅπως συντελεῖται ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. ῾Η σάλπιγγα τοῦ Ἀγγέλου ὁπωσδήποτε, θὰ ἠχήσει (Ἀποκ. ια´ 15-18).᾿Εκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε ἐργασθεῖ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς βιοτή μας, γιὰ τόν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νὰ μὴ γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλὰ «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46).

Στὴν προεργασία μας αὐτὴ θὰ συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ νήψη καὶ ἡ διαρκὴς ἑτοιμότητά μας, γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια». Γιατὶ ἡ συνεχὴς μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τὴν ψυχὴ καὶ προεκτείνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρὸς τὴν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. γ´ 18). Αὐτὴ ἡ μνήμη ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στὴν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ἂν καὶ «συστενάζει» μὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ «καὶ συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ῥωμ.η´ 22), ἐν τούτοις δέν παύει νὰ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπελευθέρωσή της καὶ τὸ δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».

῾Η μυστικὴ θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ εὐτρεπίσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ «τὴν μεγάλη ὥρα», γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντησή μας μὲ τὸν «Μόνο Ἀγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. γ´ 2). Ἐπιπλέον, ἡ ἀναμονὴ τῆς μετοικήσεώς μας στὴν ἀληθινή, στὴν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ συνάψουμε στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καὶ «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατὶ τόσο οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ προαπελθόντες πατέρες καὶ ἀδελφοί μας ἐπιβλέπουν τὸν ἀγώνα μας καὶ μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μὲ τὶς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς μας.

῾Η μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τοὺς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στὴν διαρκὴ ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ στὴν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καὶ παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μὲ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.

         Ὅταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τὴν ἀπειλητικὴ σημασία της καὶ μεταβάλλεται σὲ «θέα τῶν ἀθεάτων», σὲ προέκταση τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ σὲ ἀπαντοχὴ τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας ποὺ θὰ μᾶς φέρει «στὸ μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὑπάρξεώς μας.

  ῞Οπως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καὶ τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καὶ «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».

῞Ολα στὴν ζωὴ ἑρμηνεύονται μὲ τὴν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νὰ γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καὶ ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καὶ ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καὶ ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικὰ ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ χέρια τοῦ Ἐφετοῦ τῶν καρδιῶν μας, ὡς τελικὴ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ πρὸς ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τὴν Ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα.

῾Ο σωματικὸς θάνατος γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σὲ μιὰ καινούργια ζωή, ζωὴ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν δική Του ἁγία Ἀνάσταση, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ πρόξενος τῆς χαρᾶς τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν μητέρα πατρίδα, στὸν οὐρανό.

Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅμως, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀποδημίας πρὸς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀναχώρησή μας. Πρέπει νὰ προετοιμάσουμε τὸ νέο μας ταξίδι, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ θὰ μᾶς ἀνανεώσει, θὰ χρειαστεῖ νὰ προλάβουμε κάποια πράγματα, μὲ πρῶτο καὶ κυριότερο τὴν  ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ αὐτονόητα καὶ πεζὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς εἰλικρινοῦς συναυλίσεώς μας μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό μας. Τὴν ἄνοιξη πάντοτε συνοδεύει ἡ Ἀνάσταση. Ἡ πνευματική μας ἄνοιξη σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὴν λαμπροφόρο μας ἀνάσταση. Καὶ εἶναι χειμώνας καὶ θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικό μας τέρμα, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴν ζωή!

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κόσμου. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Αὐτόν!

Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸν θάνατο, οὔτε τὸν ἔννοιωσε φυσικό, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».

Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴν γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ προμηνύει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, εἶναι «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων». Τώρα δὲν διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς καταργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὴν καθαίρεσή του καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου.

Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸν θάνατο ἐκφράσθηκε στὴν μυθολογία τῶν προγόνων μας μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴν γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη, ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ κάποιους ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκαζόταν νὰ μένει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀκτὼ νὰ ἀνεβαίνει στὴν γῆ, τὴν ὁποία τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπὸ τὴν χαρὰ της τὴν ὀμόρφαινε μὲ ἄνθη καὶ πρασινάδες.

Ὁλοκληρωμένη μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἄλκηστή του, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα. Ἐδῶ ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἀδμήτου δέχεται ἀπὸ ἀγάπη πρόθυμα νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν γονέων του νὰ προβοῦν σὲ αὐτὴ τὴν θυσία γιὰ χάρη του. Ὁ θάνατος τῆς Ἄλκηστης, ἔτσι, παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἀδμήτου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸν Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο, ὅπου παραμένει τρεῖς ἡμέρες ἀμίλητη. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐρυπίδη ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡρακλῆ προτυπώνεται ὁ Χριστός μας ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε «θανάτῳ θάνατον πατήσας».

Ὁ Ἡρακλῆς νίκησε τὸ Χάροντα καὶ ὁ Χριστός μας τὸν Ἅδη ἀνασταίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία. Ἡ μεγάλη, ὅμως, διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Εὐρυπίδης ὀνειρεύθηκε τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, εἶναι γεγονὸς ποὺ σκορπίζει χαρὰ ἀνοιξιάτικη, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ δὲν διαρκεῖ τρεῖς μόνο μῆνες, ὅσο ἡ ἄνοιξη, ἀλλὰ χαρὰ ἀτελεύτητη, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε καθημερινὰ στὴν ζωή μας τὴν ἀνάσταση, ποὺ σημαίνει νὰ διώξουμε μακρυά μας τοὺς ὁποιουσδήποτε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἔλθουμε σὲ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κίβδηλο καὶ πεπερασμένο. Νὰ ὑπερβοῦμε τὸν φόβο τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου. Νὰ σηκώνουμε θαρρετὰ τὸν σταυρὸ τῶν ἐντόνων ἀγώνων μας. Νὰ μὴν ἔχουμε ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες. Νὰ σπάζουμε τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν αἰχμαλώτους στὸ χθές, στὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἀνάσταση καὶ ἄνοιξη πηγαίνουν μαζί, χέρι μὲ χέρι, καὶ γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση τόσο τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς, ὅσο καὶ τοὺς ψυχικούς. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο, μὲ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ τοὺς κεκοιμημένους οἰκείους καὶ φίλους μας, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ τοὺς συνεῖχε ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

[1]  Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.

[2]  Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..

[3] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».

, ,

Σχολιάστε

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ 1821, 1919, 2022 (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Πάσχα στὸ Φανάρι 1821, 1919, 2022.

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 .               Πάσχα στὸ Φανάρι σὲ τρεῖς χρονολογίες: 1821, 1919 καὶ 2022. Τὸ 1821 τὸ Πάσχα ἦταν 10 Ἀπριλίου μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο, 22 Ἀπριλίου μὲ τὸ νέο, σὰν καὶ τὶς ἡμέρες αὐτές. ἩἙλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶχε ξεκινήσει. Οἱ πληροφορίες στὴν Πύλη ἔρχονταν μὲ ροὴ καταιγίδας. Καὶαὐτὴ ἀντέδρασε ἀμέσως. Διάλεξε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα νὰ τιμωρήσει τὸν πνευματικὸ ἡγέτη τῶν ραγιάδων Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Μήνυμα στοὺς Συνοδικοὺς νὰ τὸν καθαιρέσουν καὶ νὰ προβοῦν σὲ ἐκλογὴ νέου Πατριάρχη. Ὁ ἔκπτωτος Γρηγόριος κατηγορεῖτο καὶ τιμωρήθηκε μὲ διασυρμὸ καὶτὴν ἐξευτελιστικὴ διὰ ἀπαγχονισμοῦ ποινὴ τοῦ θανάτου, γιὰ «ἀπιστία καὶ προδοσία». Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Κούμας:
«…Τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα (10/22 Ἀπριλίου 1821) ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης ἐλειτούργησεν εἰς τὴνἘκκλησίαν, ὡς σύνηθες, ἀμέσως ἐσύρθη εἰς τὸ Παλάτιον τοῦ Βεζύρη καὶ ἐν ταυτῷ ἐπροστάχθησαν οἱ λοιποὶ μικροὶ ἀρχιερεῖς νὰ ψηφίσωσι εὐθὺς νέον Πατριάρχην, ἐπειδὴ ὁ μέχρι τοῦδε παύει ἀπὸ τοῦ νὰ πατριαρχεύη. Ἔντρομοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὀλίγοι τινὲς τῶν σωζομένων χριστιανῶν ἀνηγόρευσαν Πατριάρχην τὸν Πισιδίας Εὐγένιον. Ἀλλὰ ἕως οὗ νὰ τελειώσουν τὰς ψήφους εἶδον πρὸ τῆς Πύλης τοῦ Πατριαρχείου κρεμάμενον τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον μὲ ἐπιγραφὴν εἰς τὸστῆθος του  “προδότης τῆς βασιλείας”. Συγχρόνως ἐκρεμάσθησαν εἰς διάφορα μέρη τῆς ΚΠόλεως καὶ τοῦ Καταστένου ὁ Ἐφέσου Διονύσιος, ὁ Νικομηδείας, ὁ Χαλκηδόνος, ὁ Δέρκων, ὁ Θεσσαλονίκης, καὶ ὁ διὰ τῶν ἐπιστημονικῶν  διδασκαλιῶν του ὠφελήσας τὸ Γένος Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος ὁ Πρώιος. Ἀπεκεφαλίσθη καὶ ὁ γέρων Λογοθέτης Στέφανος Μαυρογένης. Τὰ σώματα τούτων ἐσύρθησαν ἀτίμως καὶ ἐρρίφθησαν εἰς τὴν θάλασσαν….».
.                          Τὸ Πάσχα τοῦ 1919 ἦταν τρεῖς μέρες νωρίτερα ἀπὸ αὐτὸ τοῦ 1821, στὶς 7/19 Ἀπριλίου. Ἄλληἡ ἀτμόσφαιρα στὸ Φανάρι. Οἱ ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινούπολης πολλές, ἂν καὶ φαίνονταν καὶ οἱ δυσκολίες, λόγῳ τῶν συμφερόντων τῶν συμμαχικῶν μεγάλων δυνάμεων… Ὁἀνταποκριτὴς στὴν Πόλη τῆς «Ἑστίας» ἔγραψε: «Μετὰ πρωτοφανοῦς μεγαλοπρεπείας ἑωρτάσθη ἐφέτος εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ἡ ἑορτὴ τοῦΠάσχα, ἐν μέσῳ μεγάλης συρροῆς κόσμου καὶ ἀπεριγράπτου ἐνθουσιασμοῦ. Εἰς τὴν ἑορτὴν παρίστατο ὁ Ἕλλην ἁρμοστὴς κ. Κανελλόπουλος, ἡ Ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ ἀποστολὴ μὲ τοὺς συνταγματάρχας Χαβίνην καὶ Καπετανάκην… καὶ ὅλοι οἱ προύχοντες. Πρὸ τοῦ Πατριαρχείου εἶχαν παραταχθῆ ἄγημα ναυτῶν καὶ Κρῆτες χωροφύλακες… Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα οἱχωροφύλακες, οἱ στρατιῶται καὶ οἱ ναῦται μας εἶχον ἐγκατασταθῆ εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Ἁρμοστείας καὶτῶν Πατριαρχείων καὶ ἑώρταζον τὴν Ἀνάστασιν κατὰ τὰ πατροπαράδοτα ἔθιμα, μὲ τὸ ἀρνὶ τῆς σούβλας, τὸ τσούγγρισμα τῶν αὐγῶν καὶ τοὺς ἐθνικοὺς χορούς… Χαρακτηριστικὸν θεωρεῖται παρὰ τῶν ἐνταῦθα Ἑλληνικῶν κύκλων ὅτι διὰ πρώτην φορὰν τὸ Πατριαρχεῖον δὲν ἀπέστειλε, κατὰ τὸ κρατοῦν ἔθιμον, κόκκινα αὐγὰ εἰς τὰς Τουρκικὰς ἀρχάς…».
.             Πάσχα τοῦ 2022, στὶς 11/24 Ἀπριλίου. Τὸ Πατριαρχεῖο ἑορτάζει μὲ τὴ γνωστὴἐσωτερικὴ λαμπρότητα, μὲ τὴ συμμετοχὴ ἐπισήμων καὶ πλήθους κόσμου ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ μὲτὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ  τὴ Μονὴ τῆς Χώρας καὶ τὴ Μονὴ Σουμελὰ βεβηλωμένες…-

, ,

Σχολιάστε

«Ω ΘΕΙΑΣ! Ὤ φίλης! Ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς» (καλοφωνικὸς εἱρμός)

,

Σχολιάστε

ΟΣΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΟΙΝΩΝΗΣΑΝ ΤΟ Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΑΡΑΓΕ ΗΤΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΝΗΣΤΙΚΟΙ ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς;

Ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἄρθρου – συνοπτικῆς λειτουργιολογικῆς μελέτης
γιὰ τὸ ἀνακῦψαν θέμα τῆς Ἀναστάσιμης Θ. Λειτουργίας τὸ Πάσχα 2021

Παραλειπόμενα Μεγαλοσαββατιάτικου ἑορτασμοῦ
τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου!
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος

Πάτρα, 12.5.2021

.                           Τὸ φετινό Πάσχα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ μείνει ἀναμφίβολα στὴν ἱστορία. Εἶναι πραγματικὰ σταθμὸς γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας ζωή. Στὸ μέλλον σὲ αὐτὸ τὸ Πάσχα 2021 θὰ κάνουν ἀναφορὰ ὅσοι ὡς ἀληθινὰ παιδιὰ καὶ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ πονοῦν γιὰ τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ τάξη, τὴν κανονικὴ παράδοση, τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος ποὺ ἐπισυνέβη.

[…]
Τί καὶ ἂν ἑορτάστηκε ἡ Ἀνάσταση τὸ Μ. Σάββατο καὶ ὄχι τὴν Κυριακή;
Τί καὶ ἂν σχεδὸν ὅλοι ὅσοι κοινώνησαν εἶχαν φάει τὸ Μ. Σάββατο;
Τί καὶ ἂν κάποιοι εἶχαν κοινωνήσει καὶ τὸ πρωὶ τοῦ Μ. Σαββάτου;
Τί καὶ ἂν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς δὲν ἦσαν ὅλο τὸ Μ. Σάββατο νηστικοὶ γιὰ νὰ λειτουργήσουν;
Τί καὶ ἂν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς εἶχαν λειτουργήσει καὶ κοινωνήσει πάλι τὸ πρωὶ τοῦ Μ. Σαββάτου;
Τί καὶ ἂν ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως συμπίπτει μὲ τὸν κανονικὸ ἑορτασμὸ τοῦ Νομικοῦ Πάσχα;
Τί καὶ ἂν καταλύθηκε ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ σὲ αὐστηρότητα νηστεία τοῦ Μ. Σαββάτου;
Τί καὶ ἂν εἴχαμε συνοδικῇ ἐγκυκλίῳ κακοποίηση καὶ κατάργηση τοῦ Ἀναστάσιμου Ὄρθρου

[…]

Σὲ συνέχεια τοῦ ἀνωτέρω κειμένου μου (romfea.gr/katigories/10-apopseis/43268-peri-tis-synodikis-egkykliou-gia-tin-metathesi-tis-anastasis, «Καὶ ἀναστάντα τῇ δευτέρα ἡμέρα κατὰ τὰς κυβερνητικὰς ἐντολάς»! anastasiosk.blogspot.com/2021/04/blog-post_734.html) προσθέτω συμπληρωματικά.

.                   Κάποιοι πρόβαλλαν τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νὰ τελεστοῦν δύο Θ. Λειτουργίες τὸ Μ. Σάββατο, διότι, α) ἡ ἡμέρα ἀλλάζει τὸ ἀπόγευμα στὸν Ἑσπερινό, δηλαδὴ μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μ. Σαββάτου ἔχουμε ἄλλη ἡμέρα, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, καὶ β) βάσει τοῦ Τυπικοῦ ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὸν κανόνα ἀπαγόρευσης τέλεσης δύο Θ. Λειτουργιῶν τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ τρεῖς Δεσποτικὲς ἑορτές: παραμονὴ Χριστουγέννων καὶ Θεοφανίων, καὶ Μ. Σάββατο, λόγῳ τῆς ἰδιαίτερης σπουδαιότητας τῶν ἑορτῶν[1].
.                   Ἡ προσεκτική, ὅμως ἀνάγνωση τῶν τυπικῶν διατάξεων ὁδηγεῖ σὲ ἐντελῶς ἀντίθετα συμπεράσματα καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἀπαγορεύεται κατηγορηματικῶς ἡ τέλεση δύο Θ. Λειτουργιῶν ἀκόμα καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες (ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ).

Ἂς δοῦμε τί προβλέπει τὸ Τυπικό:

1.Ὅταν ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανίων τυγχάνει ἡμέρα Τρίτη ἕως Σάββατο, τὴν παραμονὴ τῶν ἑορτῶν (Δευτέρα ἕως Παρασκευὴ) τελεῖται ὁ πανηγυρικὸς Ἑσπερινὸς τῆς ἑορτῆς μετά Θ. Λειτουργίας Μ. Βασιλείου καὶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τελεῖται Θ. Λ. Ἰω. Χρυσοστόμου.

2.Ὅμως ὅταν ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανίων τυχαίνει ἡμέρες Κυριακὴ ἢ Δευτέρα, τὴν παραμονὴ τῶν ἑορτῶν (Σάββατο ἢ Κυριακὴ) τελεῖται μόνο ὁ πανηγυρικὸς Ἑσπερινὸς τῆς ἑορτῆς χωρὶς Θ. Λειτουργία, καὶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς ἡ Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου.
.                   Γιὰ ποιό λόγο τὸ τυπικὸ ἀπαγορεύει ρητῶς νὰ τελεστεῖ τὸ ἀπόγευμα Ἑσπερινὸς μαζὶ μὲ Θ. Λειτουργία καὶ ἐπιτάσσει μόνο πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ ὅταν ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ Θεοφανίων πέφτει Σάββατο ἢ Κυριακή;
.                   Διότι ἁπλούστατα γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τάξη: 1. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ τέλεση δύο Θ. Λειτουργιῶν τὴν ἴδια μέρα (ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ), καὶ 2. Ἀπαγορεύεται ἡ τέλεση Θ. Λειτουργίας ὅταν ὁ ἱερουργῶν ἱερέας δὲν εἶναι ἀπολύτως νηστικὸς ὅλη τὴν ἡμέρα μέχρι νὰ λειτουργήσει, καθὼς καὶ οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦν νὰ κοινωνήσουν ἂν ἔχουν φάει πρὶν (κανόνες Στ-29, Καρθ-41 (-48), Καρθ-47 (-50), Νικηφ-9)!

.                   Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ λειτουργικὴ πράξη πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι:

1.Οἱ κατ’ ἐξοχὴν βαπτισματικές ἡμέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἦταν τὸ Πάσχα καὶ ἡ 6η   Ἰανουαρίου (ἑορτὴ τῆς Θ. Ἐπιφανείας (Χριστούγεννα καὶ Θεοφάνια μαζὶ – ἀργότερα διαχωρίστηκαν τὰ Χριστούγεννα στὶς 25 Δεκεμβρίου). Οἱ πανηγυρικὲς αὐτὲς ἑορτὲς τῆς Ἀναστάσεως καὶ Θ. Ἐπιφανείας (Γέννηση καὶ Βάπτιση Κυρίου) ἦταν οἱ καταλληλότερες γιὰ τὴν ὑποδοχὴ διὰ τοῦ Βαπτίσματος τῶν νέων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἀπόγευμα, λοιπόν, τῆς παραμονῆς τῶν μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ὅπου ἔχουμε τὴν προετοιμασία-ἒναρξη τῆς πανηγύρεως τῆς ἑορτῆς, τελοῦνταν οἱ ὁμαδικὲς βαπτίσεις τῶν Κατηχουμένων[2], καί, ἀσφαλῶς, μετὰ τὴ βάπτιση ἀκολουθοῦσε ἡ πανηγυρικὴ Θ. Λειτουργία. Στὴ συνέχεια, πιστοὶ καὶ νεοφώτιστοι παρέμεναν σὲ ὅλη τὴν παννυχίδα μέχρι τὰ ξημερώματα τῆς κυριωνύμου ἡμέρας ὁπότε ἐτελεῖτο ἡ Θ. Λειτουργία καὶ μετὰ ἀπονήστευαν (Στ-89, Διονυσ-1). Συνεπῶς ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ τελεῖται τὴν παραμονὴ μαζὶ μὲ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς ἔχει νὰ κάνει κυρίως μὲ τὴ Βάπτιση καὶ ὄχι μὲ τὴ σπουδαιότητα τῆς ἑορτῆς. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ ὁμαδικὲς Βαπτίσεις, δὲν θὰ ἐτελεῖτο ἡ Θ. Λειτουργία μαζὶ μὲ τὸν Ἑσπερινὸ τὴν παραμονὴ (ὅπως δὲν τελεῖται τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τὴ Δευτέρα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος).

2. Ἀσφαλῶς, ἡ Βάπτιση καὶ ἡ Θ. Λειτουργία-Θ. Κοινωνία προϋπέθετε αὐστηρὴ νηστεία [«προνηστευσάτω ὁ βαπτίζων καὶ ὁ βαπτιζόμενος»[3] καὶ κανόνες Στ-29, Καρθ-41 (-48), Καρθ-47 (-50), Νικηφ-9]. Ἡ παραμονὴ λοιπὸν τῆς Θ. Ἐπιφανείας (5 Ἰανουαρίου) καὶ ἡ παραμονὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου (Μ. Σάββατο) εἶναι μέρες αὐστηρότατης νηστείας, λόγῳ τῆς Βαπτίσεως[4] καὶ συνακόλουθα τῆς τελέσεως Θ. Λειτουργίας τό ἀπόγευμα μέ τόν Ἑσπερινό. Ἐπιπλέον, τὸ Μ. Σάββατο ἡ αὐστηρότατη νηστεία ὡς ἔχουσα  Κυριακὴ θεμελίωση λόγῳ τῆς Τριημέρου Ταφῆς τοῦ Κυρίου («ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν», Ματθ. 9, 14-15) ἐκτείνεται καὶ μετὰ τὸν Ἑσπερινό-Θ. Λειτουργία καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας τοῦ Μ. Σαββάτου μέχρι τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἀναστάσιμης Θ. Λειτουργίας τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ὁπότε καί ἀπονηστεύουμε (Στ-89, Διονυσ-1).

3.Ὅμως, ὅταν Χριστούγεννα-Θεοφάνια πέφτουν Κυριακὴ ἢ Δευτέρα, τὴν παραμονὴ τῶν ἑορτῶν, δηλαδὴ τὸ Σάββατο ἢ τὴν Κυριακή, δὲν μπορεῖ νὰ τελεστεῖ ὁ Ἑσπερινὸς μαζὶ μὲ Θ. Λειτουργία καὶ τελεῖται μόνο Ἑσπερινὸς διότι:

α.Ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ νηστεία τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ (κανόνες Ἀποστ-64, Στ-55), συνεπῶς δὲν μποροῦν οἱ ἱερεῖς νὰ ἱερουργήσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν καὶ οἱ πιστοὶ νὰ κοινωνήσουν, ἄρα δὲν ἐπιτρεπόταν τέλεση Θ. Λ. καὶ

β.Ἐπειδὴ κάθε Σάββατο καὶ Κυριακὴ πρωὶ ὅλο τὸ χρόνο προβλέπεται τέλεση πλήρους Θ. Λειτουργίας (κανόνες: Στ-52[5], Λαοδ-49[6], Λαοδ-51[7]) δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν τὸ ἀπόγευμα μαζὶ ἢ μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ νὰ τελεστεῖ καὶ πάλι γιὰ δεύτερη φορὰ μέσα στὴν ἴδια μέρα Θ. Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσουν οἱ πιστοὶ δύο φορὲς τὴν ἴδια μέρα! Κάτι τέτοιο ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ μᾶς παράδοση!
.                   Τὸ Μ. Σάββατο ὅμως δὲν ὑπάρχει τέτοιο πρόβλημα διότι τὸ Μ. Σάββατο τὸ πρωὶ τελεῖται μόνο ὁ Ὄρθρος τοῦ Μ. Σαββάτου (δηλ. ὁ Ἐπιτάφιος – στὶς ἐνορίες τελεῖται Μ. Παρασκευὴ βράδυ) καὶ ποτὲ Θ. Λειτουργία. Ἡ Θ. Λειτουργία (τοῦ Μ. Βασιλείου) ἐτελεῖτο κανονικὰ τὸ ἀπόγευμα, στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μ. Σαββάτου (Α΄Ἀνάσταση), ὁπότε οἱ πιστοὶ νηστικοὶ ὅλη τὴν ἡμέρα κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἀργότερα τὸ βραδάκι τοῦ Μ. Σαββάτου ἄρχιζε ἡ Παννυχίδα, μετὰ τὸ μεσονύκτιο ψαλλόταν τὸ «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!» καὶ ἀκολουθοῦσε ἡ Θ. Λειτουργία τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα (περὶ τὴν ἀλεκτροφωνία, σύμφωνα μὲ τὸν Διον-1)!
.                   Γιὰ περισσότερα στοιχεῖα καὶ πιὸ ἀναλυτικὰ στὸ κείμενο «Καὶ ἀναστάντα τῇ δευτέρᾳ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς κυβερνητικὰς ἐντολὰς» (27.4.21)[8]. Ἐπικαλοῦμαι μόνο τὴν ἄποψη τοῦ μεγάλου κανονολόγου τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας Ἁγ. Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος γνώριζε πολὺ καλὰ καὶ πολὺ καλύτερα ἀπὸ ὅλους μας  καὶ τὴ λειτουργικὴ τάξη καί ζωὴ καὶ τὸ πολιτικὸ καὶ τὸ βυζαντινὸ τρόπο μετρήσεως τῆς ἡμέρας, καὶ συγκεφαλαίωσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ κρίσιμο ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ τῆς ἀρχῆς τῆς ἡμέρας σημειώνοντας ἐπιγραμματικὰ: «ἡ ἡμέρα ἀρχινᾷ… ἀπὸ τῆς ζ΄ ὥρας τῆς νυκτὸς (ὥρα 1:00 πμ)  καὶ τελειώνει ἕως τῆς στ΄ ὥρας τῆς ἀκολούθου νυκτὸς  καὶ ὅ,τι πρᾶγμα γένη ἀναμεταξὺ εἰς τὰς εἰκοσιτέσσαρας ὥρας τοῦ ἡμερονυκτίου τούτου, φαίνεται καὶ λέγεται ὅτι ἐν ἡμέρα (ἴσως μιὰ) ἐγένετο»[9]. Τὰ ἀντίθετα εἶναι διανοητικὰ ἐπινοήσεις ἀλλότριες τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καὶ ἐμπειρίας…
.                   Συμπερασματικὰ:

1.Ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ ἀνεχθεῖ τήν τέλεση δύο Θ. Λειτουργιῶν τὴν ἴδια μέρα (ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ). Ποτὲ δὲν διανοήθηκαν οἱ Ἅγιοι ὅτι μὲ τὸν Ἑσπερινὸ ἀλλάζει ἡ ἡμέρα καὶ ἔτσι ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση θ. Λειτουργίας τὸ πρωὶ καὶ στὴ συνέχεια τὸ βραδάκι ἄλλη Θ. Λειτουργία μετὰ τὸν Ἑσπερινό! 

2.Μὲ κανένα τρόπο δὲν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση Θ. Λειτουργίας ἀπὸ ἱερεῖς ποὺ ἔχουν φάει οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ κοινωνήσουν οἱ πιστοὶ ποὺ εἶναι φαγωμένοι καὶ δὲν εἶναι ἀπολύτως νηστικοί. Μοναδικὴ δυνατότητα ἄσκησης οἰκονομίας ἔχουμε ὅταν κάποιος εἶναι ἑτοιμοθάνατος, τότε μπορεῖ νὰ κοινωνήσει καὶ ἂς μὴν εἶναι νηστικὸς (Νικηφ-9[10]).
.                   Ἦταν τόσο αὐστηρὴ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ δὲν παρεῖχε τέτοια κατ’ οἰκονομία ἐξαίρεση οὔτε στὶς μεγάλες ἑορτὲς τῆς Θ. Ἐπιφανείας (Χριστούγεννα καὶ Φῶτα). Προτιμᾶ νὰ ἀλλάξει τὸ Τυπικὸ τῆς τέλεσης πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ Θ. Λειτουργίας τήν παραμονή καὶ νὰ μὴν τελέσει Θ. Λειτουργία παρὰ μόνο Ἑσπερινὸ προκειμένου νὰ μὴν παραβεῖ τὶς θεμελιώδεις αὐτὲς λειτουργικὲς καὶ κανονικὲς ἀρχὲς ποὺ ἔχουν διαποτίσει ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση. 

Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναστάσιος  Κ.  Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος  Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
agotsopo@gmail.com, τηλ. 6945-377621

—————————————

[1] Ἱ. Μ. Ἐδέσσης, «Γιὰ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ τῆς Ἀναστάσεως» (26.4.21), στὸ histographos.blogspot.com/2021/04 /blog-post_26.html.

[2] Κατάλοιπα αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διατηροῦνται μέχρι σήμερα στὴ λειτουργικὴ μας πράξη (πολλὰ παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα, ἀποστολικό-εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα).

[3] Διδαχὴ Ἁγ. Ἀποστόλων 7, 4, ΒΕΠΕΣ 2, 217: «Πρὸ δὲ τοῦ βαπτίσματος προνηστευσάτω ὁ βαπτίζων καὶ ὁ βαπτιζόμενος καὶ εἴ τινὲς ἄλλοι δύνανται· κελεύσεις δὲ νηστεῦσαι τὸν βαπτιζόμενον πρὸ μιᾶς ἢ δύο», βλ. Π. Σκαλτσῆ, «Ἡ προβαπτισματική νηστεία» στὸ Λειτουργικὲς Μελέτες Ι, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 87-88.

[4] Βλ. Νικόδημος (Βαλληνδρᾶς), Μητροπολίτης Πατρῶν, «Περὶ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χρήσεως αὐτοῦ», στὸ pentapostagma.gr/arheio/19066_peri-toy-megaloy-agiasmoy-kai-tis-hriseos-aytoy.

[5] «Ἐν πάσαις ταῖς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τῶν νηστειῶν ἡμέραις, παρεκτὸς Σαββάτου, καὶ Κυριακῆς, καὶ τῆς ἁγίας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡμέρας, γινέσθω ἡ τῶν προηγιασμένων ἱερὰ λειτουργία».   Σύμφωνα δὲ μὲ τὸν Ἃγ. Συμεών Θεσσαλονίκης: «Ἐπεί γὰρ ἀναγκαιοτάτη  πρὸ παντὸς ἡ φρικτοτάτη καὶ ἱερὰ τελετή, καὶ τοῦ κόσμου παντὸς σωτήριον, οὐκ ἒδοξεν δίκαιον εἶναι καθόλου πεπαῦσθαι ταύτην οὐδὲ κατ’  αὐτὴν τὴν μεγάλην ὀνομαζομένην καὶ οὖσαν Τεσσαρακοστήν. Διὸ καὶ ἐν αὐτῇ κατὰ Σάββατον μὲν οἱ Πατέρες διετυπώσαντο καὶ Κυριακήν, τὴν ἱερὰν ἐπιτελεῖν ἡμᾶς θυσίαν, ἐκπληροῦντες τὸ τοῦ Κυρίου παράγγελμα… Ἐν ταῖς πέντε δὲ ἡμέραις λειτουργεῖν προηγιασμένα, καὶ οὐδ’ ἐν ἄλλῃ τινὶ ἡμέρᾳ τὴν ἀναίμακτον καὶ ζωόθυτον  θυσίαν τελεῖσθαι οὐ νενομοθετήκασι» (PG 155, 904B).

[6] Λαοδ-49: Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ ἄρτον προσφέρειν, εἰ μὴ ἐν Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ μόνον», βλ. σχόλια Ζωναρᾶ καὶ Βαλσαμῶνος στὸν Στ-52, στὸ Γ. Ράλλη-Μ.Ποτλή, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Β΄, σ. 427-428.

[7] Λαοδ-51: «Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς Σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς».

[8]anastasiosk.blogspot.com/2021/04/blog-post_734.html, «Καὶ ἀναστάντα τῇ δευτέρα ἡμέρα κατὰ τὰς κυβερνητικὰς ἐντολάς»! | ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ (wordpress.com)

[9] Σχόλιο στὸν Στ-89, Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 297-298.

[10] Νικηφ-9: «Δεῖ μεταδιδόναι τῆς θείας Κοινωνίας τῷ ἀσθενούντι ἀποθανεῖν κινδυνεύοντι, καὶ μετὰ τὸ γεύσασθαι βρώσεως».

, , , ,

Σχολιάστε

ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΣΧΑ 2021 ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Ὁ μόνιμος «ἰός», ὁ «ἔσχατος ἐχθρὸς» ὁ θάνατος)

ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΣΧΑ 2021

Τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου Β´

.                             Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου μᾶς βρίσκει γιὰ δεύτερη χρονιὰ τραυματισμένους. Ταπεινωμένη ἡ οἰκουμένη ἀπὸ ἕνα ἀόρατο ἐχθρό, ἀναγκάζεται σὲ ἀπομόνωση τῶν κοινωνιῶν. Πολλοὶ ἄνθρωποι πέθαναν μέσα σὲ ἕνα χρόνο. Αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἐπιθυμῶ νὰ φέρω στὴ μνήμη μας τὴν ἀπώλεια αὐτῶν τῶν συνανθρώπων μας, καθὼς καὶ τῶν ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν, μοναζουσῶν καὶ πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.
.                             Εἰδικοὶ καὶ ἐπιστήμονες προσπαθοῦν νὰ ἀναχαιτίσουν τὴ μετάδοση τοῦ ἰοῦ, μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, νὰ συμβάλλουν μὲ ὑπευθυνότητα. Ὅμως, ὁρισμένοι ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξη τοῦ ἰοῦ καὶ ἄλλοι τὴν συνδέουν μὲ σενάρια συνωμοσίας. Μέσα σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω προσωπικὰ ὅλους τοὺς ἰατροὺς καὶ τὸ ὑγειονομικὸ προσωπικὸ γιὰ τὴν καθημερινή τους αὐτοθυσία.
.                             Οἱ πανδημίες διαβρώνουν τὸν ἤδη ὑπάρχοντα τρόπο ζωῆς καὶ προωθοῦν ἕναν νέο. Ἡ τωρινὴ πανδημία ρυθμίζει ψηφιακὰ τὴ ζωή μας μὲ τρόπο σχεδὸν καθολικό. Ὅλα γίνονται ἀπὸ μακριά: τηλεκπαίδευση, τηλεδιάσκεψη, τηλεργασία. Βιώνουμε τὴν κορύφωση τῆς τραγωδίας κατὰ τὴν φοβερὰ ὥρα τοῦ θανάτου. Δὲν εἶναι ἐφικτὸ νὰ δοῦμε, οὔτε νὰ ἀγγίξουμε γιὰ τελευταία φορὰτοὺς ἀγαπημένους μας νεκρούς.
.                             Πολλὲς ἀπὸ τὶς νέες αὐτὲς ἀλλαγὲς ἦρθαν φιλοδοξώντας νὰ μείνουν μόνιμα καὶχαρακτηρίζονται ἀπὸ μία παραδοξότητα: τὸ νέο, ποὺ προβάλλει ὡς λύση, ταυτόχρονα μᾶς ὑποδουλώνει. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς διευκολύνει, συγχρόνως μᾶς ἐξαρτᾶ, μᾶς περιορίζει τὴν ἐλευθερία. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἡ ψηφιακὴ τεχνολογία διευκολύνει τὴ ζωὴ τοῦ πλανήτη, παράλληλα μᾶς ἀποξενώνει.
.                             Οἱ πανδημίες ἀποτελοῦν σύμπτωμα τῆς ἀνθρώπινης θνητότητας, ποὺ εἰσῆλθε στὴν ἱστορία, ὅταν διακόψαμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ κάναμε κέντρο τῆς ζωῆς μας τὸν ἑαυτό μας. Ἔκτοτε, ἐπικεντρωνόμαστε μονομερῶς στὴν ἀνακούφιση τῶν ἑκάστοτε προβλημάτων καὶ μᾶς διαφεύγει τὸ οὐσιῶδες: ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτὸς ὁ ἰὸς νικηθεῖ, ἀργότερα ἄλλος θὰ ἐμφανισθεῖ, ὅπως συμβαίνει πάντοτε στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει ὁ μόνιμος «ἰός», ὁ«ἔσχατος ἐχθρὸς» ὁ θάνατος. Ἡ αἰτία τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων εἶναι πνευματική: εἶναι ἡἀνθρώπινη φιλαυτία.
.                             Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου ἀνέτρεψε τὰ μέχρι τότε ἀνθρώπινα, ἀδαμικὰδεδομένα καὶ εἰσήγαγε στὴν ἱστορία νέα, μυστηριακά, ἐσχατολογικὰ δεδομένα. Μὲ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας, μὲ τὴν Ἐνσάρκωση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀνέπλασε τὴν ἀνθρώπινη φύση: «Ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, …ἡμᾶς διεβίβασεν». Ἡ κοσμικὴ πραγματικότητα γεύεται ἤδη τὴν ἐν Χριστῷἀνακαίνισή της: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ἀπέναντι στὴφθορὰ ὁλόφωτη ἡ Χάρη τῆς Ἀναστάσεως.
.                             Τὸ κέντρο τῆς Ἱστορίας πλέον δὲν εἶναι ἀδαμικἀνθρωπότητα ποὺ θνήσκει, ἀλλἡ μεταμορφωμένη ἐν Χριστἀναστημένη ἀνθρωπότητα, ποὺ συναντοῦμε στὴν Ἐκκλησία. ἩἘκκλησία, ὡς ἄλλη ζύμη, διὰ τοῦ Θεανθρώπου, προετοιμάζει καθοριστικά, σιωπηρά, διὰ τῆς ἄκρας ταπεινώσεως καὶ ἀδοξίας, τὴν ὑποδοχὴ τῆς Ἐρχομένης Βασιλείας Του.

Ἀδελφοί μου,

.                             Ἡ πανδημία μᾶς ἔφερε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἐνώπιον τῶν ὁρίων μας. Ἔφερε στὸ προσκήνιο τὸν θάνατο ποὺ ἀπωθοῦμε στὸ παρασκήνιο. Τὸν ἀφύσικο θάνατο ποὺ ὁ Θεάνθρωπος νίκησε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, δὲν ζοῦμε ὅπως «οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», καθότι μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας προγευόμαστε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπαρχὴ«ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου».
.                             Εὔχομαι ἡ χαρὰ τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως νὰ καταυγάζει τὴ ζωή μας.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!».

ΠΗΓΗ: iaath.gr

, ,

Σχολιάστε

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΠΑΣΧΑ 2021 «ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

.                           Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν καί προσκυνήσαντες τά Πάθη καί τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου, ἰδού καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Ἀναστάσεως, λαμπρυνόμενοι τῇ πανηγύρει καί ἀναβοῶντες ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ τό κοσμοσωτήριον ἄγγελμα «Χριστός Ἀνέστη»!
.                           Ὅ,τι πιστεύομεν, ὅ,τι ἀγαπῶμεν, ὅ,τι ἐλπίζομεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συνδέεται μέ τό Πάσχα, ἀπό αὐτό ἀντλεῖ τήν ζωτικότητά του, ἀπό αὐτό ἑρμηνεύεται καί νοηματοδοτεῖται. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς Θείας ἀγάπης εἰς τήν ἀγωνίαν καί τήν προσδοκίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί εἰς τήν «ἀποκαραδοκίαν» τῆς συστεναζούσης κτίσεως. Ἐν αὐτῇ ἀπεκαλύφθη τό νόημα τοῦ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν»[1] καί τοῦ «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν»[2].
.                           Ὁ Χριστός εἶναι «τό Πάσχα ἡμῶν»[3], «ἡ ἀνάστασις πάντων». Ἐάν ἡ πτῶσις ὑπῆρξεν ἀναστολή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀνοίγεται πάλιν εἰς τόν «ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ» ἡ ὁδός τῆς κατά χάριν θεώσεως. Συντελεῖται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον ἰᾶται τό «μέγα τραῦμα», τόν ἄνθρωπον. Εἰς τήν ἐμβληματικήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ Μονῇ τῆς Χώρας, ἀτενίζομεν τόν κατελθόντα «μέχρις ᾍδου ταμείων» Κύριον τῆς δόξης καί καθελόντα θανάτου τό κράτος, νά ἀναδύηται ζωηφόρος ἐκ τοῦ τάφου, συνανιστῶν τούς γενάρχας τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἐν αὐτοῖς ἅπαν τό ἀνθρώπινον γένος, ἀπ᾿ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων, ὡς ἐλευθερωτής ἡμῶν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου.
.                           Ἐν τῇ Ἀναστάσει φανεροῦται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ὡς ἀπελευθέρωσις καί ἐλευθερία. «Τῇ ἐλευθερίᾳ … Χριστός ἡμᾶς ἡλευθέρωσε»[4]. Τό περιεχόμενον, τό «ἦθος» αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία πρέπει νά βιωθῇ ἐνταῦθα χριστοπρεπῶς, πρίν τελειωθῇ ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ βιωματική πεμπτουσία τῆς «καινῆς κτίσεως». «Ὑμεῖς γάρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις»[5]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ, τεθεμελιωμένη εἰς τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, εἶναι πορεία πρός τά ἄνω καί πρός τόν ἀδελφόν, εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[6]. Εἶναι ἔξοδος ἀπό τήν «Αἴγυπτον τῆς δουλείας» καί τῶν ποικίλων ἀλλοτριώσεων, χριστοδώρητος ὑπέρβασις τῆς ἐσωστρεφοῦς καί συρρικνωμένης ὑπάρξεως, ἐλπίς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ἐξανθρωπίζει τόν ἄνθρωπον.
.                           Ἑορτάζοντες τό Πάσχα, ὁμολογοῦμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔχει ἤδη ἐγκαθιδρυθῆ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ»[7]. Ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, τά ἐγκόσμια πράγματα ἀποκτοῦν νέον νόημα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἤδη μεταμορφωμένα καί μεταμορφούμενα. Τίποτε δέν εἶναι ἁπλῶς «δεδομένον». Τά πάντα εὑρίσκονται ἐν κινήσει πρός τήν ἐσχατολογικήν τελείωσίν των. Αὐτή ἡ «ἀκράτητος φορά» πρός τήν Βασιλείαν, ἡ ὁποία βιοῦται κατ᾿ ἐξοχήν ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει, προφυλάσσει τόν λαόν τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός μέν ἀπό τήν ἀδιαφορίαν διά τήν ἱστορίαν καί τήν παρουσίαν τοῦ κακοῦ ἐν αὐτῇ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἀπό τήν λήθην τοῦ Κυριακοῦ λόγου «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[8], τῆς διαφορᾶς δηλονότι μεταξύ τοῦ «ἤδη» καί τοῦ «ὄχι ἀκόμη» τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας, συμφώνως καί πρός τό θεολογικώτατον «Ὁ Βασιλεύς ἦλθεν, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καί ἡ Βασιλεία του θά ἔλθῃ»[9].
.                           Κύριον γνώρισμα τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁ ἀσίγαστος ἀναστάσιμος παλμός, ἡ ἐγρήγορσις καί ὁ δυναμισμός της. Ὁ χαρακτήρ αὐτῆς ὡς δώρου τῆς χάριτος ὄχι μόνον δέν περιορίζει, ἀλλά ἀναδεικνύει τήν ἰδικήν μας συγκατάθεσιν εἰς τήν δωρεάν, καί ἐνδυναμώνει τήν πορείαν μας καί τήν ἀναστροφήν μας ἐν τῇ νέᾳ ἐλευθερίᾳ, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει καί τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀλλοτριωθείσης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίσιν. Ὁ ἐν Χριστῷ ἐλεύθερος δέν ἐγκλωβίζεται εἰς «γήϊνα ἀπόλυτα», ὡς «οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[10]. Ἡ ἐλπίς ἡμῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐν Αὐτῷ ὡλοκληρωμένη ὕπαρξις, ἡ λαμπρότης καί ἡ φωτοχυσία τῆς αἰωνιότητος. Τά βιολογικά ὅρια τῆς ζωῆς δέν ὁρίζουν τήν ἀλήθειάν της. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς μας. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον∙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ᾍδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾍδην»[11]. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι ἡ «ἄλλη πλᾶσις»[12] τοῦ ἀνθρώπου, πρόγευσις καί προτύπωσις τῆς πληρώσεως καί τῆς πληρότητος τῆς Θείας Οἰκονομίας ἐν τῷ «νῦν καί ἀεί» τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, ὅτε οἱ «εὐλογημένοι τοῦ Πατρός» θά ζοῦν πρόσωπον πρός πρόσωπον μετά τοῦ Χριστοῦ, «ὁρῶντες αὐτόν καί ὁρώμενοι καί ἄληκτον τήν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι»[13].
.                           Τό Ἅγιον Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς μία θρησκευτική ἑορτή, ἔστω καί ἡ μεγίστη δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Κάθε Θεία Λειτουργία, κάθε προσευχή καί δέησις τῶν πιστῶν, κάθε ἑορτή καί μνήμη Ἁγίων καί Μαρτύρων, ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ «περισσεία τῆς χαρᾶς» τῶν Χριστιανῶν (Β´ Κορ. η´, 2), κάθε πρᾶξις θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης, ἡ ὑπομονή ἐν ταῖς θλίψεσιν, ἡ οὐ καταισχύνουσα ἐλπίς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πανήγυρις ἐλευθερίας, ἐκπέμπουν πασχάλιον φῶς καί ἀναδίδουν τό ἄρωμα τῆς Ἀναστάσεως.
.                           Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, δοξάζοντες τόν πατήσαντα θανάτῳ τόν θάνατον Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἀπευθύνομεν πρός πάντας ὑμᾶς, τούς ἐν ἁπάσῃ τῇ Δεσποτείᾳ Κυρίου τιμιωτάτους ἀδελφούς καί τά προσφιλέστατα τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἑόρτιον ἀσπασμόν, εὐλογοῦντες μαζί σας γηθοσύνως, ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.     

Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκα´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως 

διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα 

          εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

—————————–

[1]  Γεν. α´,26.

[2]   Γεν. α´,31.

[3]   Α’ Κορ. ε´,7.

[4]   Γαλ. ε´,1.

[5]   Γαλ. ε´,13.

[6]   Γαλ. ε´,6.  

[7] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 37.

[8]  Ἰωάν. ιη´,36.

[9]   Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅ.π., σ. 99.

[10]  Α’ Θεσσ. δ´,13

[11] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητήριος εἰς τήν ἁγίαν καί λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καί σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Αναστάσεως. 

[12]   Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, ΒΕΠΕΣ 61, σ. 227.

[13] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Δ´,27 (100), Κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 452. 

ΠΗΓΗ: ec-patr.org

, , ,

Σχολιάστε

Ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 .                     Διερχόμαστε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ποὺ κορυφώνεται στὴν Κυριακάτικη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σωτηριῶδες μήνυμα ποὺ Αὐτὴ εὐαγγελίζεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του. Οἱ Ἕλληνες ζοῦμε ἔντονα τὴν Ἀνάσταση, τὴν πανηγυρίζουμε. Μπορεῖ νὰ μὴν εἰσερχόμαστε ἰδιαίτερα στὴ Θεολογία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῶν ὅσων ὑπέστη στὴνἐπίγεια ζωή Του καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἀλλὰ νιώθουμε ὅτι  αὐτὸ τὸ Μυστήριο, εἶναι συνυφασμένο μὲ τὴ ζωή μας, εἶναι ριζωμένο στὴν ψυχή μας.
.                     Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες οἱ Ἕλληνες βρίσκουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Χριστό, τὴν ἐθνική, τὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστική μας συνέχεια καὶ συνοχή. Ἰδιαιτέρως ἡ συμμετοχή μας στὶς Ἀκολουθίες, στὶς Θεῖες Λειτουργίες καὶ στὴ Θεία Μετάληψη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα βοηθάει στὴν ἀνάπαυλα ἀπὸ τὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας καὶστὴ βίωση τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ,ἡ συμμετοχὴ στὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου καὶ ἡ ἐκδήλωση τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡπιστοποίηση τῆς Πίστης τῶν Ἑλλήνων.
.                     Αὐτὰ τὰ ριζωμένα βιώματα τοῦ λαοῦ μας, ποὺ ἐπιβιώσανε μέσα μας ὅλους τοὺς προηγούμενους αἰῶνες ὑπάρχουν σήμερα γεγονότα ποὺ δείχνουν ὅτι σχετικοποιοῦνται καὶ ἐκλαμβάνονται ὡς ἁπλὲς κοινωνικὲς δραστηριότητες, ποὺ ἐπιδέχονται μεταφορές, περικοπές, ἀλλοιώσεις. Αἰτία δὲν εἶναι ἡ πανδημία, εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῶν τῶν βιωμάτων μας μέσα στὴν πανδημία. Ἡ ὑπερισχύουσα ἀντίληψη εἶναι ἡ ἐξίσωση τῶν βιωμάτων, ποὺ συνιστοῦν τὴνἰδιοπροσωπία μας, μὲ τὶς ὠφελιμιστικὲς ἀντιλήψεις περὶ τῆς οἰκονομικῆς καὶ ἐπιχειρηματικῆς δραστηριότητας.
.                      Γιὰ τὴ σωστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ὑγειονομικῶν μέτρων στὴ λειτουργία τῶν Ναῶν κατὰτὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀπαιτεῖται γνώση καὶ ἀποδοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ τῶνἐθνικῶν μας παραδόσεων. Χρειάζεται ὅσοι παίρνουν τὶς ἀποφάσεις νὰ μὴν ἔχουν συμπλέγματα ἰδεολογικῆς κατωτερότητας ἔναντι ὅσων δῆθεν ἀποτελοῦν τὴν ἐκσυγχρονιστικὴ ἰντελιγκέντσια τῆς χώρας μας. Χρειάζεται ἐπίσης νὰ ἔχουν διάθεση νὰ ἐξηγοῦν τὰ μέτρα στὸ λαό, ὅπως γίνεται μὲ τὸν ἐμβολιασμό, νὰ μὴν ἐπιδεικνύουν ἀλαζονεία καὶ νὰ μὴν δίδουν τὴν ἐντύπωση ὅτι γνωρίζουν θέματα, ποὺ προφανῶς ἀγνοοῦν.
.                     Γιὰ τὴ στάση τῶν πολιτικῶν μας εὐθύνη μεγάλη ἔχει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Δείχνει ὅτι προτιμᾶ νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολές τους, γιατί θέλει τὴν ἡσυχία της, παρὰ νὰ ἐξηγεῖ καὶ νὰ πείθει τοὺς καλόπιστους τουλάχιστον πολιτικοὺς ὑπὲρ τῶν δικαίων τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὅταν αὐτὰπαραβιάζονται. Εἶναι λυπηρὸ ὅτι ὁ λαὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική του ἡγεσία παραμένει ἐπὶ 13 χρόνια χωρὶς ποιμαντικὴ μέριμνα. Γιὰ τὸ τί «ἀποφασίζει» ἡ ΔΙΣ τὸ πληροφορεῖται μέσῳ τῶν ΜΜΕ, ἀφοῦ ἔχει ἐπιβάλει σιγὴ σὲ ὅλους τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐπικράτειας… Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος ἐπικοινωνεῖ διὰ ἐγκυκλίων   μόνο μὲ τοὺς Μητροπολίτες καὶ γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀποτελεῖθλιβερὸ γεγονὸς ὅτι ἀνέλαβε νὰ ἔχει ΜΟΝΗ της τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν τὸ Μεγάλο Σάββατο ἐκτὸς τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης, ἀφοῦ ἡ ΚοινὴὙπουργικὴ Ἀπόφαση δὲν ἀναφέρεται καθόλου σὲ αὐτό… –

, , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΣΧΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ «ἡ στέρηση μᾶς ἔμαθε νὰ ἐκτιμοῦμε τὰ ἀνεκ­τίμητα, νὰ βιώνουμε καρδιακὰ αὐτὰ ποὺ προσ­εγγίζαμε συχνὰ τόσο ἐπιφανειακά»

Τὸ πιὸ παράξενο Πάσχα τῆς ζωῆς μας

.                    «Τὸ φετινὸ Πάσχα ἦταν διαφορετικὸ ἀπ’ ὅσα ἔχουμε συνηθίσει· καὶ αὐτὸ διότι ἡ χώρα μας βρίσκεται στὸ στόχαστρο τοῦ κορωνοϊοῦ. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ καραντίνα καὶ ἡ ἀπαγόρευση τῆς κυκλοφορίας δὲν ἐμπόδισε δεκάδες συμπολίτες μας νὰ τηρήσουν τὶς παραδόσεις, καθὼς τὸ ψήσιμο τοῦ ὀβελία ἔγινε στὶς αὐλές, στὰ μπαλκόνια καὶ τὶς ταράτσες τῶν σπιτιῶν τους. Φυσικὰ δὲν ἔλειψαν οἱ χοροὶ καὶ τὰ τραγούδια. Ἄλλοι στὴν ταράτσα, ἄλλοι στοὺς δρόμους, ἄλλοι στὰ μπαλκόνια, ὅπου μποροῦσε ὁ καθένας, ἀρκεῖ νὰ διατηροῦσε τὸ ἔθιμο, ἀρκεῖ νὰ κρατοῦσε τὴν παράδοση»… «Ἡ φετινὴ Ἀνάσταση θά μείνει στὴν ἱστορία, ἐξαιτίας τοῦ κορωνοϊοῦ. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἐκκλησίες ἦταν κλειστὲς γιὰ τοὺς πιστούς, ἀμέσως μετὰ τά μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου δεκάδες βεγγαλικὰ φώτισαν τὸν ἑλληνικὸ οὐρανό»… «Τὴν ἴδια ὥρα… οἱ ψαλμωδίες «ἔσπασαν» τὴ βουβὴ πόλη» («Ἔθνος» 19-4-2020).
.                    Αὐτὰ μπόρεσε νὰ καταγράψει ἡ δημοσιογραφικὴ πένα. Τὰ συγκλονιστικὰ ὅμως εἶναι αὐτὰ ποὺ δὲν μπόρεσε οὔτε κὰν νὰ ὑποψιασθεῖ. Ὄχι τὰ ἔθιμα, ἀλλὰ τὰ μυστήρια, ὄχι τὰ βεγγαλικά, ἀλλὰ τὴν ὑπερκόσμια λάμψη στὰ πρόσωπα.
.                 Χιλιάδες οἰκογένειες μέσα στὰ σπίτια τους, μπροστὰ στὶς τηλεοράσεις ντυμένοι στὰ γιορτινά τους ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔβλεπαν μὲ δέος τὶς ἀκολουθίες καὶ ζοῦσαν σὰν νά ’ταν στὶς κατακόμβες. Κι ἄλλοι ἔκλαιγαν ὄχι γιὰ τὴν καραντίνα τους, ἀλλὰ γιὰ τὴ στέρηση τῆς λατρείας ποὺ βίωναν. Σὲ κάποιες ἐκκλησίες ἔβαλαν στὰ στασίδια λαμπάδες καὶ εἰκόνες ἁγίων, νὰ λειτουργηθοῦν αὐτοὶ γιὰ λογαριασμό μας. Κάποιες γερόντισσες κατέφυγαν γονατιστὲς μὲ τὶς λαμπάδες πίσω ἀπὸ τὰ ἅγια Βήματα, κι ἄλλες τρύπωναν νύχτα κρυφὰ στὰ μνήματα ν’ ἀνάψουν τὰ καν­τήλια, νὰ ποῦν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» στὶς ψυχὲς ποὺ περίμεναν. Εἶναι καὶ κάποιοι ποὺ νηστεύουν ἀκόμη, προσμένοντας τὴν «Ἀνάσταση».
.                   Ὅλοι μας ὑποφέρουμε, ποὺ δὲν μπορέσαμε νά μεταλάβουμε! Κι ὁ πόνος μας θέριεψε, ὅταν εἴδαμε κάποιες φορὲς τὴ μάνα μας Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίζεται μὲ περιφρόνηση, κι ἀντικρίζαμε λειτουργοὺς τοῦ Θεοῦ νὰ ὁδηγοῦνται σὲ ἀστυνομικὰ τμήματα καὶ εἰσαγγελεῖς γιὰ ἀνακρίσεις.
.                Πράγματι ἦταν τὸ πιὸ παράξενο Πάσχα τῆς ζωῆς μας! Ἡ Ἐκκλησία πόνεσε, ἔκλαψε… Ζυγισθήκαμε ὅλοι μας. Δεχθήκαμε μὲ πόνο τὴ στέρηση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου. Ἤδη ἡ στέρηση μᾶς ἔμαθε νὰ ἐκτιμοῦμε τὰ ἀνεκ­τίμητα, νὰ βιώνουμε καρδιακὰ αὐτὰ ποὺ προσ­εγγίζαμε συχνὰ τόσο ἐπιφανειακά. Καὶ τώρα προσ­μένουμε. Προσμένουμε Ἀνάσταση! Καὶ τὴν προσωπική μας, καὶ τῆς Πατρίδας μας.

, ,

Σχολιάστε