Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ [γ´]
«Ἡ ποιμαντικὴ προσέγγιση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου
Ὁμιλία Ἀρχιμ. π. Σαράντη Σαράντου
. Ἀξιοποίηση λοιπὸν τοῦ χαρίσματος καὶ χρησιμοποίηση αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ τοῦ διορατικοῦ, γιὰ νὰ προσφέρεται ἡ ἐν Χριστῷ ἱεραποστολικὴ ἐργασία. Αὐτὰ τὰ εἴπαμε ὡς προπαρασκευαστικὰ γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ π. Πορφυρίου καὶ θὰ ἐντοπίσουμε τὸν λόγο μας περισσότερο στὴν ποιμαντική του. Ἀπ’ ὅσα ὅμως εἴπαμε μέχρι στιγμῆς ἀπορέει ἡ ἐντύπωση ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀπὸ τὴν ζωή μας, κανένας τομέας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ποιμαντική. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ ὅλα τὰ θέματα κι ἐπειδὴ καταλάβαινε ὡς Ὀρθόδοξος ποὺ ἦταν καὶ μὴ μονοφυσίτης –ἦταν ἀληθινὰ Ὀρθόδοξος ὁ Γέροντας– καταλάβαινε ὅτι τίποτα ἀπ’ ὅσα ὑπάρχουν στὴν ζωή μας δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ποιμαντική. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριός μας ἐξ ἄκρας συλλήψεως προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, πέρασε μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες διαδικασίες, τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δὲν ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Κυρίου μας ἄρα καὶ ὁ Γέροντας καταλάβαινε καὶ ζοῦσε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς θεανθρωπήσεως, τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐξ ὁλοκλήρου. Καὶ μάλιστα αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ Κύριός μας δὲν τὴν ἄφησε οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του –θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀφήσει, νὰ μᾶς τὴν κληροδοτήσει, νὰ μᾶς ἀφήσει τὰ ἅγια λείψανά του ἐδῶ, κάπως νὰ γίνει – ἀλλὰ ὅμως ὁ Κύριος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀνελθὼν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθήμενος ἐκ δεξιῶν του Πατρὸς ἔχει τὴν ἀνθρώπινη φύση δοξασμένη, τιμημένη αἰωνίως μαζί του. Καὶ μᾶς δίνει τὸ μήνυμα καὶ σ’ ἐμᾶς ὅτι ἐφ’ ὅσον δὲν ἀπέβαλε ποτὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἔχει καταξιωμένη καὶ θεανθρωποποιημένη μαζί Του, ἀχωρίστως μαζί Του, γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἔχουμε σὲ κάθε καμπὴ τῆς ἱστορίας, σὲ κάθε δοκιμασία, σὲ κάθε ταλανισμὸ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἂν κι ἐμεῖς ἀποδεχθοῦμε τὴν ὅλη ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωὴ γιὰ νά ᾽μαστε σύννομοι, σύσσωμοι μέτοχοι μὲ τὴν δική του ζωή.
. Ἐπίσης ὁ Γέροντας παρακολούθησε μαθήματα μουσικῆς, γεωπονίας καὶ ἄλλα, ἀλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι ὅταν ὁ Γέροντας πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν χωρὶς ἐγκύκλιο παιδεία καὶ ὅταν ὁ Ἡγούμενος τὸν ἔβαλε νὰ διαβάσει τὸ Ψαλτήριο, ὁ Γέροντας δὲν ἤξερε νὰ διαβάσει. Δεκατεσσάρων χρονῶν παιδὶ συλλάβιζε. Ὅμως μέσα στὴν ὑπακοὴ ἄρχισε ἔντονες ἀσκήσεις μελέτης. Διάβαζε λοιπὸν τὶς δύο λέξεις καὶ ἀπὸ τὶς δύο μπόρεσε νὰ διαβάσει καλύτερα τὴν τρίτη, μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν τριῶν λέξεων ἀκόμα καλύτερα τὴν τέταρτη λέξη κ.ο.κ. καὶ μαζὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς ὑπακοῆς κατάλαβε ὅτι ἀρχίζει τὸ κείμενο αὐτὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ ἀντιλαβάνεται ὄχι μόνο τὶς λέξεις, ὄχι μόνο τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων, ἀλλὰ νὰ ξεπηδοῦν μέσα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι, μέσα ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, νὰ ξεπηδοῦν τὰ νοήματα καὶ ἡ σοφία, ἡ θεοπνευστία δηλαδὴ τοῦ κειμένου, πράγμα τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε στὴν περαιτέρω ποιμαντική του πορεία καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ χωρία τῶν ψαλμῶν, ποὺ χρησιμοποιοῦσε πρὸς πνευματικὴ παιδαγωγία, κυρίως γιὰ νὰ ἀποδεικνύει τὴν σχέση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴν Καινή, γιὰ νὰ δείχνει αὐτὴν τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὰ πρότεινε στοὺς πιστοὺς ὡς κανόνες πνευματικοὺς ἢ παιδαγωγικούς, τὴν μελέτη τοῦ Ψαλτηρίου. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ τεραστίας μορφώσεως Μέγας Βασίλειος, ἐγνώριζε εἰς βάθος καὶ εἰς πλάτος τὸν πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τὸ ἴδιο ἀπὸ ἄλλη ἀφετηρία κατάφερε καὶ ὁ Πατὴρ Πορφύριος, διότι ὁ νοῦς του – δεκατεσσάρων ἐτῶν – δὲν εἶχε μολυνθεῖ ἀκόμα μὲ τὴν κοσμικὴ γνώση καὶ μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἀνταρσία, δὲν εἶχε μολυνθεῖ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα τὰ σχετικὰ αὐτῆς τῆς ἡλικίας καὶ γι’ αὐτὸ ὡς καθαρός, ὡς tabula rasa, ὡς ἄγραφη πλάκα, ὄχι ἁπλῶς κατέγραψε ἀλλὰ ἀπερρόφησε τὰ θεανθρώπινα νοήματα τοῦ Ψαλτηρίου. Καὶ στὴ συνέχεια μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ ἑρμηνεύει ὡς γλωσσικὸ κείμενο ἀλλὰ νὰ τὸ ἑρμηνεύει καὶ ὡς ἕνα κείμενο ποὺ εἶναι προ-Χριστιανικὸ καὶ προπαρασκευαστικὸ εἰς Χριστόν. Σὲ πάρα πολλοὺς ψαλμοὺς ὁ Γέροντας ὑποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς κεκρυμμένος καὶ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ φράσεις συγκεκριμένες τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
- Σχολιάστε