ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΝΟΥ (Ἁγ. Ἰγνατ. Μπριαντσανίνωφ) [Α´]

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Συνομιλία ψυχῆς καὶ νοῦ
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν νέο (τρίτο) τόμο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Γ´» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,
ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 2010, σελ.172. κ. ἑξ.

ΨΥΧΗ: Θλίψη ἀνυπόφορη αἰσθάνομαι. Πουθενὰ δὲν βρίσκω χαρὰ καὶ παρηγοριά, οὔτε μέσα μου οὔτε γύρω μου. Δὲν μπορῶ νὰ βλέπω συνέχεια στὸν  κόσμο τὴν πλάνη, τὴν ἀπάτη, τὴν ψυχοκτονία, τὸ ἀφηρημένο κοίταγμα τοῦ κόσμου. Οἱ λίγες ἀπρόσεκτες ματιὲς στοὺς πειρασμούς του καὶ ἡ παιδιάστικη, ἀπὸ ἔλλειψη πείρας, ἐμπιστοσύνη μου σ’ αὐτὸν τράβηξαν ἐπάνω μου τὰ φαρμακερά του βέλη, ποὺ  μὲ γέμισαν θανάσιμες πληγές.
.     Γιατί νὰ κοιτάζω τὸν  κόσμο; Γιατί νὰ τὸν  περιεργάζομαι, γιατί νὰ μαθαίνω κάθε λεπτομέρειά του, γιατί νὰ ἀφοσιώνομαι σ’ αὐτόν, ἀφοῦ εἶμαι μιὰ φευγαλέα σελίδα στὸ πελώριο βιβλίο του; Ὁπωσδήποτε θὰ τὸν  ἀφήσω κάποτε, μόνο ποὺ  δὲν γνωρίζω τὸ πότε. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα πρέπει νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴ μετάβασή μου στὴν αἰωνιότητα. Ὅσο κι ἂν παραταθεῖ ἡ περιπλάνησή μου στὴν  ἔρημο τοῦ κόσμου τούτου, αὐτὴ δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὴν  ἀτέλειωτη αἰωνιότητα, ὅπου δὲν ὕπαρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ὧρες, τὶς μέρες, τὰ χρόνια καὶ τὶς ἐκατονταετίες. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ τεράστια κατασκευάσματά του θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει: «Ἡ γῆ, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα θὰ ἔχουν γίνει πάνω σ’  αὐτήν, θὰ κατακαοῦν» ( Β´ Πέτρ. γ´10). Θὰ κατακαοῦν, γιατί εἶναι καρποὶ τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν ἀνθρώπων.
.      Οἱ πληγές, ποὺ μοῦ προξένησε ὁ κόσμος, μ’ ἔκαναν νὰ τὸν ἀποστραφῶ. Αὐτὴ ἡ ἀποστροφή, ὡστόσο, δὲν μὲ φύλαξε ἀπὸ νέες πληγές. Δὲν θέλω νὰ βρίσκομαι μέσα στὸν  κόσμο! Δὲν θέλω νὰ ὑποτάσσομαι στὸν  κόσμο! Δὲν θέλω νὰ τὸν  ὑπηρετῶ! Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸν  βλέπω! Ἀλλὰ αὐτὸς ἀπὸ παντοῦ μὲ παρακολουθεῖ. Βίαια μὲ κυριεύει. Παρουσιάζεται μπροστά μου μὲ ὀμορφιὰ σαγηνευτική. Μὲ παραλύει, μὲ σημαδεύει, μὲ χτυπᾶ, μὲ σκοτώνει. Κι ἐγώ, ἔχοντας πάντα μέσα μου τὴν τάση πρὸς τὴν αὐταπάτη, τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, συνεχίζω νὰ ἐξαπατῶμαι ἀπὸ τὸν κόσμο. Χωρὶς νὰ τὸν βλέπω, ἑλκύομαι ἀθέλητα ἀπ’  αὐτόν. Μὲ βουλιμία πίνω τὸ φαρμάκι του. Βαθιὰ καρφώνονται μέσα μου τὰ βέλη ποὺ μοῦ πετᾶ.
.      Παίρνω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ στρέφω βαρύθυμο καὶ ἐρευνητικὸ στὸν  ἴδιο μου τὸν ἑαυτό. Δὲν βρίσκω τίποτα τὸ παρήγορο μέσα μου, ὅπου κοχλάζουν ἀναρίθμητα ἁμαρτωλὰ πάθη! Συνέχεια μολύνομαι μὲ διάφορα ἁμαρτήματα. Ἄλλοτε βασανίζομαι ἀπὸ τὴ μνησικακία καὶ τὴν ὀργή, ἄλλοτε καίγομαι ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ τὴ σαρκικὴ πύρωση. Ἡ φαντασία μου κινητοποιεῖται ἀπὸ κάποιαν ἐνέργεια ξένη, ἐχθρική. Σκανδαλιστικὲς μορφὲς παρουσιάζονται μπροστά μου καὶ μὲ παρακινοῦν νοερὰ νὰ ἁμαρτήσω, νὰ γευθῶ τὴν ὀλέθρια ἡδονή. Δὲν ἔχω τὴν δύναμη νὰ τρέξω μακριὰ ἀπὸ τὶς προκλητικὲς εἰκόνες. Αὐθόρμητα καὶ ἀναπότρεπτα κολλᾶνε πάνω τους τὰ ἀρρωστημένα μου μάτια. Καὶ νὰ τρέξω ποῦ; Ἔτρεξα κάποτε στὴν  ἔρημο. Μὲ ἀκολούθησαν κι ἐκεῖ οἱ παραστάσεις τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔπεσαν πάνω μου μὲ ζωντάνια μεγαλύτερη, μὲ διάθεση φονική.
.     Ἀνύπαρκτες εἶναι ὅλες αὐτὲς οἱ εἰκόνες. Ἀπάτη καὶ πλάνη εἶναι καὶ οἱ ἴδιες καὶ ἡ αἴσθησή τους καὶ ἡ ὀμορφιά τους. Εἶναι, ὡστόσο, τόσο ζωντανές, ποὺ τίποτα, μήτε ὁ χρόνος μήτε τὰ γεράματα, δὲν μπορεῖ νὰ τὶς νεκρώσει. Βέβαια, τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας τὶς σβήνουν ἀπὸ τὴν φαντασία, μὰ τέτοια δάκρυα δὲν ἔχω. Καὶ ἡ ταπεινὴ προσευχή, ἐπίσης, ἑνωμένη μὲ τὸ ἐγκάρδιο πένθος, τὶς ἐξαφανίζει, μὰ τέτοια προσευχὴ δὲν ἔχω. Ἡ καρδιά μου στερεῖται τὴν κατάνυξη, στερεῖται τὸ σωτήριο κλάμα, εἶναι σὰν μιὰ ἀναίσθητη πέτρα.
.     Τὴν φρικτή μου ἁμαρτωλότητα σπάνια τὴν συναισθάνομαι. Ἂν ὑπάρχει μέσα μου κάτι καλό, αὐτὸ ἔχει ἀναμειχθεῖ μὲ τὸ κακὸ καὶ ἔχει γίνει κακό, ὅπως γίνεται δηλητήριο ἀκόμα κι ἡ πιὸ ἐκλεκτὴ τροφή, ὅταν ἀναμειχθεῖ μὲ δηλητήριο. Λησμονῶ, ὡστόσο, τὴ δεινή μου κατάσταση, λησμονῶ ὅτι τὸ καλό, πού μοῦ δόθηκε κατὰ τὴν πλάση μου, ἐξασθένησε καὶ ἀλλοιώθηκε κατὰ τὴν πτώση. Βλέπω μέσα μου τὸ καλὸ καὶ πιστεύω πὼς εἶναι ἀκέραιο καὶ ἄσπιλο. Γι’  αὐτὸ καὶ ἀρχίζω νὰ κυριεύομαι ἀπὸ τὸν  αὐτοθαυμασμό.
.     Ἡ ὑπερηφάνειά μου μὲ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν εὔφορο ἀγρὸ τῆς μετανοίας καὶ μὲ μεταφέρει σὲ χώρα μακρινή, σὲ χώρα ἄγονη καὶ ἄκαρπη, σὲ χώρα γεμάτη ἀγκάθια καὶ τριβόλια -τὴν χώρα τοῦ ψεύδους, τῆς αὐταπάτης, τῆς καταστροφῆς. Σταματῶ, λοιπόν, νὰ τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρχίζω νὰ ὑπακούω στὶς ὑποβολὲς τῆς καρδιᾶς μου, νὰ ἀκολουθῶ τὰ αἰσθήματά της, νὰ ἐκτελῶ τὸ θέλημά της. Τολμῶ νὰ ἀποκαλῶ καλὰ τὰ αἰσθήματα τῆς πεσμένης μου φύσεως καὶ ἀρετὴ τὴν διαγωγή της. Τολμῶ νὰ πιστεύω ὅτι γι’ αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ γι’ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ εἶμαι ἄξια βραβείων ἐπιγείων καὶ ἐπουρανίων, ἀνθρωπίνων καὶ θείων. Ἀντίθετα, ὅταν ἀγωνιζόμουν νὰ τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀσκοῦσα βία στὴν  καρδιά μου καὶ δὲν ἔδινα καμιὰ σημασία στὶς ὑποβολὲς καὶ τὸ θέλημά της, τότε ἔνιωθα ὀφειλέτρια πρὸς τὸν  Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δούλη ἄπιστη καὶ ἄχρηστη!
.       Ὅταν πιάστηκα στὰ δίχτυα τῆς αὐταπάτης, ἐμφανίστηκαν μέσα μου ἡ λύπη, ἡ ἀκηδία κι ἕνα ζοφερὸ σκοτάδι. Ἡ λύπη μὲ ἐμποδίζει ἀπὸ κάθε ἀγαθὴ πράξη. Ἡ ἀκηδία μοῦ ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη νὰ παλεύω μὲ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ σκοτάδι -συνέπεια τῆς λύπης καὶ τῆς ἀκηδίας –μοῦ κρύβει τὸν  Θεό. Ἡ κρίση Του εἶναι ἀδέκαστη καὶ τρομερή. Ὑποσχέθηκε νὰ βραβεύσει τὴ χριστιανικὴ ἀρετή. Ὑποσχέθηκε καὶ νὰ τιμωρήσει τὴν περιφρόνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν ἁγίων νόμων Του. Ἐγώ, ὡστόσο, ἁμαρτάνω ἄφοβα, καὶ ἡ συνείδησή μου σωπαίνει, σὰν νὰ εἶναι νεκρωμένη ἢ κοιμισμένη. Σπάνια, πολὺ σπάνια ἔρχεται κάποια στιγμὴ κατανύξεως, φωτὸς καὶ ἐλπίδας. Τότε νιώθω διαφορετικά. Ἀλλὰ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ στιγμὴ εἶναι φευγαλέα. Ὁ οὐρανός μου δὲν εἶναι συχνὰ καθαρός. Σὰν μαῦρα σύννεφα μὲ πλησιάζουν πάλι τὰ πάθη καὶ μὲ ρίχνουν στὸ σκοτάδι, στὴ σύγχυση, στὴν  ἀμηχανία, στὴν  ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς.
.      Νοῦ μου! Ἐσὺ εἶσαι χειραγωγὸς τῆς ψυχῆς. Νουθέτησέ με, λοιπόν! Βάλε μέσα μου τὴν εὐλογημένη εἰρήνη! Δίδαξέ με πῶς νὰ κλείσω τὴν πόρτα μου στὶς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου καὶ πῶς νὰ χαλιναγωγήσω, πῶς νὰ καταστείλω τὰ πάθη ποὺ  ξεσηκώνονται μέσα μου. Ὁ κόσμος καὶ τὰ πάθη πόσο μ’  ἔχουν ταλαιπωρήσει, πόσο μ’  ἔχουν βασανίσει …

συνεχίζεται

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

 

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε