«Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ. Η ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΥΚ ΕΑΛΩ, ΟΥΚ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ΟΥΚ ΕΑΛΩ ΤΟ ΦΩΣ»

«Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ.
Η ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΥΚ ΕΑΛΩ,
ΟΥΚ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ΟΥΚ ΕΑΛΩ ΤΟ ΦΩΣ»

563 ὁλόκληρα χρόνια πέρασαν, ἀφ᾽ ὅτου ἡ Κωνσταντινούπολη,
ἡ Βασιλεύουσα,
ποὺ διέγραψε μία φωτεινὴ πορεία 1123 ἐτῶν καὶ 18 ἠµερῶν, ἔπεσε.

τῆς Δρ. Φιλ. Μαρίας – Ἐλευθερίας Γιατράκου

περιοδ. «ΚΑΜΠΑΝΕΣ»

Ἠλ. στοιχειοθ. «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»

.           Ἑάλω τοίνυν ἐπὶ Κωνσταντίνου βασιλέως, ἑβδόµου Παλαιολόγων, ἐνάτῃ καὶ εἰκοστῇ φθίνοντος Μαΐου παρὰ Ρωµαίοις, ἑξήκοντος ἔτους τῶν ἀπ᾽ ἀρχῆς ἑνός τε καὶ ἑξηκοστοῦ παρὰ τοῖς ἐννακοσίοις τε καὶ ἑξακισχιλίοις, ἀπὸ δὲ κτίσεώς τε καὶ συνοικήσεως ταύτης ἔτεσι τέταρσι καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατὸν πρὸ τοῖς χιλίοις», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστορικός τῆς Ἁλώσεως, Κριτόβουλος ὁ Ἴµβριος.
.               Τὸ εἶπαν προφητεῖες καὶ τὸ πίστεψαν λαοὶ ποὺ ἔκλαψαν, σὰν ἄκουσαν τὸ «Πάρθεν, πάρθεν ἡ πόλις, πάρθεν».
.               Τὸ ψιθύρισαν οἱ ταπεινωµένες γενιὲς τοῦ σκλαβωµένου ἔθνους, ποὺ θρήνησαν στὰ ἐρείπια: «τῆς οὕτω ἐλεεινῶς ἐφθαρµένης, καὶ πρώην καλλίστης τῶν ἐν τῇ γῇ πόλεων, τῆς μιᾶς καὶ κοινῆς πατρίδος τῷ ἑλληνικῷ γένει», ὅπως γράφει ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος «ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Πόλεως». Λιτὰ τὰ λόγια αὐτὰ συµπληρώνουν καὶ ἐξηγοῦν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ δύστηνου αὐτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: «Ἡ πόλις ἁλίσκεται καί µοι ζῆν ἔτι περίεστιν;» Δὲν βρίσκεται ἕνας χριστιανὸς νὰ μοῦ πάρει τὸ κεφάλι: Λόγια τοῦ πρώτου νεοµάρτυρα τοῦ ἔθνους, ὅπως χαρακτηριστικὰ ὑπογραµµίζει ἡ σπουδαία ἱστορικὸς κ. ArweilΙer-Γλύκατζη, ποὺ περιµένει ἀκόµα µαρµαρωµένος, ν᾽ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισµό. Κι ἐκφράζει τὴν εὐχή, ἡ ἴδια, ἡ Ἐκκλησία νὰ τιµήσει καὶ ἐπισήµως τὴ µνήµή του. Ἐκκλησία καὶ Ἔθνος νὰ ὁρίσουν τὴν 29η Μαΐου ὡς ἡµέρα θρησκευτικῆς περισυλλογῆς καὶ κατάνυξης, πανδήµου ἀγρυπνίας καὶ ἐθνικῆς ἐγρήγορσης.
.               Δύσκολη ἡ εὐθύνη τῆς τιµῆς, νὰ τολµήσει νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς γιὰ ἕνα τέτοιο θέµα, τόσο σοβαρὸ καὶ τραγικὸ συνάµα, ποὺ ἄλλαξε τὴν τροχιὰ τοῦ κόσµου. Τὸ 657 πΧ. ναυτικοὶ ἀπὸ τὰ Μέγαρα, ὑπὸ τὸν Βύζαντα χτίζουν στὴν ἔσχατη ἄκρη τῆς Εὐρώπης τὸ Βυζάντιο, ἐκεῖ ὅπου ὁ Βόσπορος ἀνοίγει καὶ σχηµατίζει τὴ θάλασσα τοῦ Μαρµαρᾶ. Οἱ ἀκτὲς δὲν ἦταν ἄγνωστες στοὺς Ἕλληνες ἀποίκους. Ὁ Βόσπορος βρίσκεται στὸ σταυροδρόµι δύο ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἐµπορικοὺς δρόµους τῆς ἱστορίας. Ἡ σηµασία τῆς θέσης τοῦ Βυζαντίου δὲν ἀργεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτή. Στὸν Πελοποννησιακὸ πόλεµο, ὅλοι ἔστρεψαν τὰ βλέµµατά τους πρὸς τὸ Βυζάντιο, γιατί ἐξουσίαζε τὴν εἴσοδο τῆς Μαύρης Θάλασσας, ποὺ οἱ βόρειες ἀκτές της ἦταν ὁ σιτοβολώνας τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Φίλιππος ὁ Μακεδὼν καὶ ὁ γιός του ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατάλαβαν ὅτι ἡ κύρια πύλη τῆς Ἀσίας ἦταν τὸ Βυζάντιο. Ρωµαῖοι αὐτοκράτορες ἀντιθέτως εἶχαν καταλήξει νὰ βλέπουν τὴν κραταιὰ στρατηγική του θέση σὰν ἀπειλά.
.               Στὸ δεύτερο ὅµως Λικινικὸ πόλεµο τοῦ 322-323, ὅταν ὁ Λικίνιος χρησιµοποίησε τὸ Βυζάντιο γιὰ βάση ὅλης τῆς ἐκστρατείας του ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου, ἔπαθε πανωλεθρία, ἔχασε τὸ στόλο του στὸ Ἑλλήσποντο καὶ τελικὰ ὁ στρατός του νικήθηκε στὴ Χρυσούπολη. Μετὰ τὴν παράδοσή του (μετὰ τὴν ἦττα του, θὰ ἔλεγα), δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀντισταθεῖ περισσότερο. Ὁ μεγάλος του ἀντίπαλος ὅµως, ὁ Κωνσταντῖνος, εἶχε προσέξει τὴ στρατηγική του θέση. Εἶδε ὅτι τὸ Βυζάντιο εἶχε πολλὲς ἄλλες δυνατότητες. Μόλις λοιπὸν τελείωσε ὁ πόλεµος, ἔφερε ἀµέσως τοπογράφους καὶ ἀρχιτέκτονες καὶ τὸ χτίσιµο ἀρχισε2.
.               Ἡ Κωνσταντινούπολη χτίστηκε σὲ παράλια ἑλληνόφωνα καὶ ἐνσωµάτωσε μία ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος γιὰ νὰ δώσει ἔµφαση στὸν ἑλληνισµό του, φρόντισε ἡ νέα πρωτεύουσα τοῦ κράτους του νὰ ἀποτελέσει τὸ κέντρο τῶν Τεχνῶν καὶ τῶν Γραµµάτων. Τῆς ἔχτισε βιβλιοθῆκες, ποὺ τὶς γέµισε μὲ ἑλληνικὰ χειρόγραφα. Ἀκόµα περισσότερο τὴν κόσµησε μὲ Μουσεῖα ποὺ εἶχαν καλλιτεχνικοὺς θησαυροὺς ἀπ᾽ ὅλα τὰ μέρη τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Καὶ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330, σὲ εἰδικὴ τελετὴ ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τῆς μεγάλης πόλης, τῆς «Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώµης», τὴν ὁποίαν ἀφιέρωσε στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ3.
.              Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουµε τὴν ἀφιέρωση τῆς Πόλης τὴν ὥρα τῶν ἐγκαινίων της, ὅπως ἀνέγραψεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στὴν ἱδρυτικὴ στήλη τῆς Πόλης αὐτῆς: «Σοὶ Χριστέ, κόσµου Βασιλεῖ καὶ δεσπότῃ, σοὶ προτίθηµι τήνδε τὴν δούλην πόλιν καὶ σκῆπτρα τῆσδε καὶ τὸ πᾶν Ρώµης κράτος· φύλαττε ταύτην, σῶζε δ᾽ ἐκ πάσης βλάβης»4.
.               Ἀπὸ τὶς 11 Μαΐου τοῦ 330, ἀπὸ τὰ ἐγκαίνια τῆς Πόλης ὣς τὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 (τὴ μέρα ποὺ μὲ θέληση θεϊκὴ ἀνατράπηκε ἡ φυσικὴ τάξη) ὁριοθετοῦνται τὰ χρόνια τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισµοῦ. Ταυτόσηµο τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη.
.               «Μέσα στὴν κατακερµατισµένη δυτικὴ μεσαιωνικὴ Εὐρώπη, ἡ Πόλη, ἡ Νέα Ρώµη-Κωνσταντινούπολη, ἔµεινε πάνω ἀπὸ 1000 χρόνια ἡ µοναδική, ἡ νόµιµη κληρονόµος τῆς Ρωµαϊκῆς παγκοσµιότητας. Ἀντιπροσωπεύοντας τὸ ἰδεῶδες τῆς πολιτικῆς καὶ πνευµατικῆς συνοχῆς ὑλοποιεῖ τὴν οἰκουµενικὴ ὑπόσταση τῆς αὐτοκρατορίας»5.
.               Ὁ Γάλλος φιλέλληνας καὶ λογοτέχνης Σατωβριάνδος, ποὺ γνώρισε τὴν Πόλη, σηµείωσε μὲ θαυµασµό. «Δὲν θά ᾽ταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πιὸ ὄµορφη πινελιὰ τοῦ σύµπαντος».
.               Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦµε στὴν Πόλη καὶ στὶς καλλονές της γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουµε τί σήµαινε καὶ τί σηµαίνει ἡ Ἅλωσή της.
.               Ὁ κοµψότατος ἐγκωµιαστής της, Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς, σὲ πανηγυρικό του, ἀνάµεσα στὰ ἄλλα ἀναφέρει: «Ἂν καὶ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ εἴχαµε νὰ ποῦµε, ὄµως θὰ θαυµάζαµε τὴ θέση της ἀνάµεσα στὶς δύο ἠπείρους, τὴν Εὐρώπη δηλαδὴ καὶ τὴν Ἀσία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἕνωσις τῶν δύο θαλασσῶν, τῆς βορείας καὶ τῆς μεσηµβρινῆς, εἶναι θαυµαστή, ὥστε ἀπὸ τὴ μία μεριὰ διὰ τῶν ἠπείρων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη διὰ τῶν θαλασσῶν, ἢ καλύτερα καὶ διὰ τῶν δύο, νὰ συνδέη σὰν μὲ ἕνα κοινὸν σύνδεσµον καὶ πάλι νὰ ἀποκλείη μεταξύ τους – σὰν νὰ στέκεται πάνω σὲ πύλες – τὴν οἰκουμένην καὶ τὰ ἔθνη ποὺ φέρει ἐπάνω της. Καὶ τοῦτο – ὅτι ἐξουσιάζει δύο ἠπείρους καὶ δύο θάλασσες δὲν εἶναι µόνον χρήσιµον καὶ ὡραῖον, ἀλλὰ δικαίως δὲν θὰ ἐνόµιζεν κανεὶς ὅτι εἶναι καὶ βασιλικὸν»6. Κι ὁ σπουδαιότερος ἐγκωµιαστής της, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἔγραψε: «Ἡ νεώτερη Ρώµη, δηλαδὴ τὸ Βυζάντιον, ὑπερέχει τῶν ἄλλων πόλεων, ὅσον ὁ ἔναστρος οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆν». «Ὁπλοτέρη Ρώµη ἡ προσφέρουσα πολήων ὀσσάτιον γαίης οὐρανὸς ἀστερόεις»7.
.               Ἀλλὰ ἂς παρακολουθήσουµε τὴ γραφίδα τοῦ Σκιαθίτη καλλιτέχνη τοῦ λόγου, τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, νὰ µᾶς παρουσιάζει τὸ ἐξαίσιον θέαµα: «Τὴν εἶδον τόσαις φοραῖς. Τὴν εἶδον ἀπὸ τῆς γῆς, τὴν εἶδον ἀπὸ θαλάσσης. Καὶ τὴν ἐκαµάρωσα, ὡς καµαρώνουν οἱ νυµφαγωγοὶ τὴν νύµφην εἰς τὰς νήσους. Καὶ εἶναι ὄντως νύµφη ἡ Πόλις, Νύµφη τῆς Ἀνατολῆς, νύµφη τοῦ Γένους. Νύµφη τοῦ κύµατος καὶ τῶν ἀφρῶν, καὶ νύµφη τῶν κήπων καὶ τῶν λειµώνων. Ἐπάνω εἰς τοὺς ἀφροὺς καὶ ἐπάνω εἰς τὰ ἄνθη. Ἐκεῖ ὅπου, ὄπισθεν πλατάνων καὶ κυπαρίσσων, εἰς τὰ χλοερὰ ἐκεῖνα τσαΐρια, ἀνελίσσεται ὅλη τῶν ἀνθέων της ἡ ποικιλία, ἀπὸ τοῦ ναρκίσσου καὶ ὑακίνθου, μέχρι τοῦ γιασεµιοῦ καὶ τῶν ρόδων ἐκεῖ ὅπου ὁ δινήεις Βόσπορος σχηµατίζει τὰ παιγνιώδη ἐκείνη ἀναφορά του, ὅταν τὸ ρεῦµα τοῦ Εὐξείνου τὸ ὁλόδροσον ἔρχεται νὰ φιλήσει τοῦ Γένους τὴν νύµφην καὶ βασίλισσαν … Τὴν εἶδον ἀπὸ θαλάσσης τὴν εἶδον ἀπὸ ξηρᾶς ἀπὸ θαλάσσης ἀναπαυοµένην ὑπὸ τὰς ἀµφιλαφεῖς σκιᾶς αἰωνοβίων πλατάνων, μὲ ὑψηλοὺς μαύρους δορυφόρους κύκλῳ, τὴν ὑψιτενῆ παράταξιν τῶν σιωπηλῶν καὶ ἀκινήτων κυπαρίσσων. Καὶ ἀπὸ ξηρᾶς ἀναδυοµένην ἐκ τῶν κυµάτων, τὴν ὥραν τὴν γλυκείαν τῆς αὐγῆς, μὲ ἕνα βαθύχρουν τεφρὸν πέπλον σκεπασµένην, τὸν ὁποῖον σιγὰ-σιγὰ ἐπανεγείρει ἡ Ἀνατολὴ μὲ τὰς ροδίνους ἁβρὰς χεῖρας της, ἵνα ἀναφανῇ εἰς τὸν κόσµον τὸ ὑπερφυὲς θέαµα ναῶν καὶ παλατίων … ἀναµµένην θαρρεῖς, ἐν θεατρικῇ φωταγωγίᾳ ἑορτῆς, εἰς τὰ ὑαλώµατα καὶ τοὺς χρυσοὺς ὀρόφους, ἐπὶ τῶν ὁποίων προσήναψε πυρσοὺς χαρᾶς ὁ ἥλιος. Καὶ πλέουν τότε μέσα εἰς τὸ πέλαγος φωτός, ἐξαισίως πανηγυρικοῦ, συνοικισµοὶ ἀπέραντοι, λόφοι κεκαλυµµένοι μὲ κατοικίας, καὶ ἀκταὶ μὲ παλάτια βασιλικὰ καὶ μέγαρα ἀρχόντων. Πέλαγος οἰκιῶν καὶ κύµατα παλατίων καὶ ναῶν καὶ τζαµιῶν».
.             Καὶ προσθέτει ὁ Μωραϊτίδης: «Ἀφορµὴ τῆς κτίσεως ὑπῆρξεν ἓν ὄνειρον. Μία ὀπτασία. Καὶ ἓν ὄνειρον καὶ μίαν ὀπτασίαν ἐκληροδότησε, κτισθεῖσα εἰς τὸ Γένος. Ἄγγελοι τὴν ζωγράφησαν καὶ ἄγγελοι ἐχάραξαν τὸ σχέδιόν της, τὸ ὁποῖον ἔκτοτε ὑπάρχει χαραγµένον μὲ χρυσᾶς γραµµὰς εἰς τὰ φυλλοκάρδια τοῦ Γένους»8. «Ὅλες οἱ Πολιτεῖες θὰ χαθοῦν, µὰ ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἡ Κωνσταντινούπολη θὰ µείνει ἀθάνατη», ἔγραφε τὸν 160 αἰώνα ὁ Γάλλος φυσιοδίφης Pierre Giles, ὅταν ἀντίκρισε τὴ Βασιλεύουσα9.
.           Τὸ ἄρθρο µας αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀποτελέσει ἕνα µήνυµα συγκερασµοῦ τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθόδοξης πνευµατικότητας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύµατος, ποὺ καὶ τὰ δύο βασίζονται στὸ φῶς καὶ στὴν ἀγάπη τῆς ὀµορφιᾶς καὶ τῆς ἐλπίδας.
.           Μήνυµα ὀµορφιᾶς καὶ κάλλους, ὅπως τὸ ἐξέφρασεν μία Ἁγιὰ Σοφιά, ἕνα Ἱερὸν Παλάτιον, ἕνα Πανδιδακτήριον, ἕνας Ἱππόδροµος, μία µονὴ τῆς Χώρας, ἕνας Πορφυρογέννητος, ἕνας Ἰουστινιανός, μία Θεοδώρα, ἕνας Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἕνας Χρυσόστοµος.
.             Μήνυµα ἀνθρωπιᾶς καὶ πνεύµατος, ποὺ στηρίχθηκε στὴν ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ δύναµη τῶν ἐπιτευγµάτων καὶ τοῦ πολιτισµοῦ ποὺ δηµιούργησε. Ἡ παρουσία τοῦ Ξενώνα δίπλα στὴν Ἁγία Σοφία καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν Νοσοκοµείων, πτωχοκοµείων, γενικὰ τῶν φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, µποροῦν νὰ καταδείξουν τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης ποὺ διέθεταν οἱ Βυζαντινοὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πλάι στὰ τόσα σπουδαστήρια τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ γνώσης, ποὺ κοσµοῦσαν τὴν Πόλη.
.             Ἡ διαρκὴς ἀγωνία στὰ χίλια καὶ πλέον χρόνια ζωῆς τῆς Βασιλεύουσας, ἦταν νὰ βρίσκονται στὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας οἱ ἄριστοι, κάτω ἀπὸ τὸ βλέµµα τοῦ φωτοδότη Ἀφέντη Χριστοῦ. Κι αὐτὸς ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῶν ἀρίστων δηµιούργησε τὸ θαῦµα τῆς κραταιᾶς τῶν Ρωµαίων Βασιλείας10.
.             Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, στὴν πορεία του πρὸς νότο, ἐναντίον -τοῦ Μαξεντίου, ὅταν τὸ μέλλον του ἦταν σὲ κίνδυνο, αὐτὸς καὶ ὅλος ὁ στρατός του, εἶδαν ἕνα ὅραµα. Ἕνα λαµπρὸ σταυρὸ στὸν οὐρανό, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ἐν τούτῳ νίκα». Τὴν ἴδια νύχτα ὁ Χριστὸς βεβαίωσε τὸ ὅραµα στὸ ὄνειρο τοῦ αὐτοκράτορα. Αὐτὸ συγκλόνισε τὸν Κωνσταντῖνο, ποὺ υἱοθέτησε γιὰ ἔµβληµά του τὸ λάβαρο μὲ τὸ σταυρὸ καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σηµαία ὁδήγησε τὸ στρατό του στὴ νίκη. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ νοµίσµατα καὶ τὰ διατάγµατά του, ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε ταχθεῖ ἀναφανδὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισµοῦ καὶ ὑπερµαχοῦσε γι᾽ αὐτόν, ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ σὲ περίοδο αἱρέσεων. Γι᾽ αὐτὸ θεωρήθηκε ἀπὸ ὅλους Ἰσαπόστολος, ὁ δέκατος τρίτος ἀπόστολος. Τὸ ἀποκορύφωµα τῆς ὑποστηρίξεως τοῦ Χριστιανισµοῦ ὑπῆρξεν ἡ ἀποστολὴ τῆς µητέρας του, Ἁγίας Ἑλένης, στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου μὲ θαυµατουργικὴ βοήθεια, βρῆκε τὴν ἀκριβῆ θέση τοῦ Γολγοθᾶ, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ γῆ τὸν Τίµιο Σταυρό, τοὺς σταυροὺς τῶν ληστῶν, τὴ λόγχη, τὸ σπόγγο, τὸν ἀκάνθινο στέφανο καὶ ὅ ,τι ἄλλο σχετίζεται μὲ τὰ Θεῖα Πάθη. Ἡ Χριστιανοσύνη σκίρτησε ἀπὸ τὰ εὑρήµατα τῆς ἀνασκαφῆς τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ τὰ ὀνόµατα τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῆς µητέρας του ἔµειναν τὰ πιὸ σεβαστὰ στὴν ἱστορία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας12. Ὁ Κωνσταντῖνος συνάθροισε πληθυσµὸ στὴ Βασιλεύουσα ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς αὐτοκρατορίας παρέχοντας πολλὰ προνόµιαl3. Κι ὁ βυζαντινὸς λαός, ζωηρός, χαρούµενος, μὲ ὅλα τὰ προσόντα κι ἐλαττώµατα τῆς ρωµέϊκης φυλῆς, ἐξέφραζε μέσα ἀπὸ τὰ τραγούδια του τὴ χαρά, τὸ φῶς, τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ διάθεση συγκερασµοῦ ἐσωστρέφειας καὶ ἐξωστρέφειας, δύο στοιχεῖα ποὺ τὸν συνόδευαν στὴ ζωή του, ἀπὸ τὴ διπλή του ἰδιότητα, νὰ εἶναι Ἕλληνας καὶ Ὀρθόδοξος14.
.                 Ὁ ὅρος «Βασιλεύουσα» δὲν χαρακτήριζε µόνο τὴν Κωνσταντινούπολη ὡς «ἕδρα τῆς Βασιλείας τῶν Ρωµαίων» , ἀλλὰ τὴν µόνη ποὺ βασίλευε κι ἀπ᾽ τὴν ὁποία ἐκπορευόταν ἡ τάξη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ἡ «Βασιλεύουσα» ὑπῆρξεν ἡ ἕδρα τῆς φιλανθρωπίας, μὲ τὴ βαθύτερη σηµασία τοῦ ὅρου: Ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
.              Τὸ «Τυπικό» τοῦ Μιχαὴλ Ἀτταλειάτη εἶχε προβλέψει τὴν ἵδρυση ἀσύλου στὴ Ραιδεστὸ καὶ τὴ διανοµὴ ἀγαθῶν ὡς ἐλεηµοσύνη στοὺς φτωχούς τῆς Κωνσταντινούπολης. Στὴ µονὴ τοῦ Παντοκράτορος ἱδρύθηκε τὸ 12ο αἰώνα ἕνα νοσοκοµεῖο μὲ πενήντα κρεβάτια. Εἶχε ἰατρικὸ προσωπικὸ ἀπὸ ἑξήντα πρόσωπα, πέραν ἀπὸ τὸ διοικητικὸ καὶ βοηθητικὸ προσωπικό. Ὑπῆρχε αἴθουσα παροχῆς ἰατρικῶν συµβουλῶν μὲ πέντε τµήµατα, τὸ καθένα γιὰ διαφορετικὸ τύπο ἀσθενειῶν καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη ἰατρῶν καὶ βοηθῶν μὲ πλῆθος νοσοκόµων. Ἡ πολιτικὴ θεωρία τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὸ «φιλάνθρωπον» τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὸ «νοσοκοµεῖν τοὺς πάσχοντας» ἀποτελεῖ πρώτιστον καθῆκον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ φιλοσοφία, μὲ βάση τὴν ὁποία ὀργανώθηκαν καὶ λειτούργησαν ὅλα τὰ ἱδρύµατα τῆς Πόλης. Ἡ παράδοση συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση. Μέχρι σήµερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Βασιλεύουσας ἐξακολουθεῖ νὰ «νοσοκοµεῖ τοὺς πάσχοντας»15.
.              Τὰ ἐξωτερικὰ ἐπίσης στοιχεῖα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ μεγαλείου (κοσµήµατα περίτεχνα, ἐνδύµατα πολυτελῆ, εἰκόνες καὶ λάβαρα, σηµεῖα καὶ σύµβολα, ἡ πορφύρα, ὅλα προκαλοῦσαν σεβασµὸ καὶ δέοςl6.
.             Ἡ «σταυροπαγὴς κοσµοσφαίρα» μιλοῦσε γιὰ τὴν παγκοσµιότητα τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, οἱ τόµοι ἀνεξικακίας καὶ ἡ «ἀκακία», συµβόλιζαν τὸ μάταιο τοῦ ὑλικοῦ κόσµου, ποὺ ὑπαγόρευαν τὴν αὐτοκρατορικὴ φιλανθρωπίαl7.
.             Ὁ Πατριαρχικὸς Θρόνος μὲ τὴ λήξη τοῦ ἔτους στέλλει δυναµικὸ μήνυµα ἀγάπης ποὺ ξεπηδᾶ ἀπ᾽ τὸ σπήλαιο τῆς Γέννησης. Κι ὁ αὐτοκράτορας τὴν ἡµέρα τῶν Χριστουγέννων σὲ μία ἀπὸ τὶς αἴθουσες ἀκροάσεως τοῦ Μεγάλου Παλατίου, µπροστᾶ σὲ συγκέντρωση ἐπισήµων, ἔδινε σὲ ἀξιωµατούχους τὰ «ὑπατικὰ δίπτυχα», δηλαδὴ διπλώµατα καὶ διακρίσεις σὲ ἐγχάρακτες πλάκες ἀπὸ ἐλεφαντόδοντο. Ἦταν μία κίνηση ποὺ συµβόλιζε τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὁ νεογέννητος Χριστὸς τιµᾶ μὲ τὴ σάρκωσή του τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ δίνει τὴ διάκρισή του. Τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ θεωθείl8.
.             Αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ αὐτοκρατορικὸ νόµισµα, χάρη στὸν ἀτόφιο χρυσό, ἀλλὰ κυρίως χάρη στὴν ἐπιγραφὴ καὶ τὶς παραστάσεις ποὺ τὸ κοσµοῦσαν, διαλαλοῦσε ἁπανταχοῦ τῆς γῆς (παγκόσµια ἦταν ἡ κυκλοφορία του), τὰ θεµελιώδη γνωρίσµατα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὸ θεοπρόβλητο δηλαδὴ τοῦ αὐτοκράτορα (στὸ νόµισµα εἰκονίζεται ὁ Χριστὸς ἢ ὁ ἄγγελός του νὰ στέφει τὸν βασιλέα) καὶ τὸ ἀπέραντο στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο τῆς ἐξουσίας, ποὺ µόνο τὸ Βυζάντιο κληρονόµησε ἀπὸ τὴ Ρώµη. Ἡ ρήση «ὅπου αὐτοκράτορας ἐκεῖ ἡ Ρώµη» μεταφράζεται στὸ Βυζάντιο: ὅπου ἡ εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορα, ἐκεῖ ἡ ρωµαϊκὴ κυριαρχία. Στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰώνα ἀναφερόµενος στὰ ὅρια τοῦ Βυζαντίου ὁ Ἰάκωβος ὁ Νεοφώτιστος γράφει: «Ἀπὸ τοῦ Ὠκεανοῦ τουτέστι τῆς Σκωτίας καὶ Βρεττανίας καὶ Φραγγίας … ἕως Περσίδος καὶ πάσης Ἀνατολῆς καὶ Αἰγύπτου καὶ Ἀφρικῆς καὶ ἄνωθεν, τὰ ὅρια τῶν Ρωµαίων ἕως σήµερον καὶ αἱ στῆλαι τῶν βασιλέων αὐτῶν διὰ χαλκῶν καὶ µαρµάρων φαίνονται … ». Τὸ βυζαντινὸ νόµισµα ταξίδεψε παντοῦ στὴ γῆ. Ἕναν αἰώνα πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο, ἕνας ἄλλος ἁπλὸς µοναχός, ὁ Κοσµᾶς ὁ Ἰνδικοπλεύστης (χρωστᾶ τὸ ὄνοµά του στὸ ταξίδι του στὸν Ἰνδικὸ ὠκεανό), δηλώνει γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ὅτι «ἐν τῷ νοµίσµατι αὐτῶν ἐµπορεύονται πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἀπ᾽ ἄκρου γὴς ἕως ἄκρου γῆς δεκτόν ἐστι θαυµαζόµενον παρὰ παντὸς ἀνθρώπου»19. Ὀρθοδοξία καὶ αὐτοκρατορία, «Imperium καὶ Sacerdotium» ὑπῆρξαν οἱ καταβολὲς τῆς οἰκουµενικότητας καὶ παγκοσµιότητας τοῦ Βυζαντίου, ποὺ εἶχε οὐράνια διάσταση. Κατὰ τὸν τίτλο τῆς «Ἐπαναγωγῆς» ὁ αὐτοκράτορας ἦταν «τῶν ὄντων … ἡ φυλακὴ καὶ ἀσφάλεια, τῶν ἀπολωλότων ἡ ἀνάληψις, τῶν ἀπόντων ἡ ἀνάκτησις». Κι ἡ αὐτοκρατορικὴ ἀµφίεση, ὅπως γράφει ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος, δηλώνει ὅτι: «τούς τε µαγίστρους καὶ πατρικίους ἐν τύπῳ χρηµατίζων τῶν Ἀποστόλων, τόν τε χρηστὸν βασιλέα, κατὰ τὸ ἐφικτόν, ἀναλογοῦντα τῷ Θεῷ». Τὴ μίµηση Θεοῦ ἐπιδιώκουν συµπληρωµατικὰ καὶ κάποτε ἀντιµαχα στὸ Βυζάντιο, ὁ Αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης, καθένας στὰ πλαίσια τῆς δικαιοδοσίας του (ὁ κόσµος τῶν σωµάτων γιὰ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ κόσµος τῶν ψυχῶν γιὰ τὸν Πατριάρχη) ἕνα εἶδος «Χριστοτοποτηρητὴ»20. Ἔτσι ἔµεινε ἀθάνατη ἡ Ρωµανία, ποὺ σύµφωνα μὲ τὸ ποντιακὸ τραγούδι «καὶ πεθαµένη ἀκόµη ἀνθίζει». Αὐτὸ τὸ ἀέναο ἄνθισµα τῆς προσδίδει ἐπικαιρότητα καὶ καθιστᾶ ἐπιτακτικὸ τὸν πρωτεύοντα ρόλο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἀποτελεῖ στήριγµα στὴν ἀµηχανία τῶν καιρῶν.
.               Τὸ Βυζάντιο δηµιούργησε πολιτισµὸ ποὺ καταύγασε καὶ ἐκπολίτισε τὴν Οἰκουµένη. Μὲ ἀνώτερη καὶ ἀνώτατη παιδεία, μὲ ἄριστα ὀργανωµένο κρατικὸ µηχανισµό, μὲ οἰκονοµικὴ πολιτική, βιοµηχανία, ναυτιλία, ἐξωτερικὸ καὶ ἐσωτερικὸ ἐµπόριο, κοινωνικὴ πρόνοια, γράµµατα καὶ τέχνες21.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: «Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ. Η ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΥΚ ΕΑΛΩ, ΟΥΚ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ΟΥΚ ΕΑΛΩ ΤΟ ΦΩΣ»-2

, , ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε