Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πολιοῦχος ἅγιος τῶν Πατρῶν

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ
Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως
καὶ πολιοῦχος ἅγιος τῶν Πατρῶν

γράφει ὁ Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός

.                 Μέσα στὴ σεπτὴ χορεία τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ τιμώμενος ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς [καὶ Δυτικῆς] Ἐκκλησίας στὶς 30 Νοεμβρίου Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἄσημος καὶ ἁπλοϊκὸς ψαρὰς κατέστη «ἁλιεὺς τῶν ἀνθρώπων» καὶ ἀναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ φλογερὸς Ἀπόστολος τοῦ Γένους μας. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἦρθε στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν σωτηριώδη λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἱδρύσει Ἐκκλησίες. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ μία καρποφόρα ἱεραποστολικὴ περιοδεία, κατέληξε στὴν Πάτρα, τὴν ὁποία ἐπορφύρωσε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του καὶ καθαγίασε μὲ τὸν ἔνδοξο σταυρικό του θάνατο γιὰ νὰ πρεσβεύει ἀδιάλειπτα στὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ προστασία τοῦ πατραϊκοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους.
.           Ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου μας γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ δυτικὴ ὄχθη τῆς λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ). Τόσο ὁ πατέρας του, ὁ Ἰωνᾶς, ὅσο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀνδρέας, ἀλλὰ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ὁ Σίμων Πέτρος, ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ. Παρόλο ὅμως ποὺ δὲν ἀπέκτησαν τὰ δύο ἀδέλφια ἰδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν ἀπὸ τὴν εὐσέβειά τους, ἀφοῦ ὑπῆρξαν μαθητὲς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τὶς ψυχές τους. Μάλιστα ὁ Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ καὶ συγκατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἔγγαμο ἀδελφό του, τὸν Πέτρο, στὴν Καπερναούμ, εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκολουθεῖ συχνότερα τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὰ κηρύγματά του. Ἔτσι ὅταν ὁ Πρόδρομος εἶδε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «περιπατοῦντα» στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη, τὸν υἱὸ τοῦ Ζεβεδαίου, τὸν καὶ μετέπειτα Εὐαγγελιστὴ καὶ ἠγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου, τοὺς εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α´ 36). Ἡ φράση αὐτὴ σαγήνευσε σὲ τέτοιο βαθμὸ τοὺς δύο ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς ψαράδες, ὥστε θέλησαν νὰ γνωρίσουν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μόλις ἀντιλήφθηκε ὁ Κύριος τὴν ἐπιθυμία τους γιὰ ἐπικοινωνία, ἀπευθύνθηκε σ’αὐτοὺς καὶ τοὺς ρώτησε τί θέλουν. Ἐκεῖνοι τότε τὸν ρώτησαν: «Ραββί -ποὺ σημαίνει Διδάσκαλε- ποῦ μένεις;» Τότε ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», δηλαδὴ ἐλᾶτε καὶ θὰ δεῖτε. Κατόπιν οἱ δύο ψαράδες πῆγαν καὶ εἶδαν ἀπὸ κοντὰ τὸν χῶρο, ὅπου ἔμενε ὁ Κύριος. Μόλις ὁ Ἀνδρέας γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔτρεξε ἀμέσως νὰ ἐνημερώσει τὸν ἀδελφό του, τὸν Σίμωνα Πέτρο. Ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσία», δηλαδὴ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀνδρέας ἔλαβε τὸ τιμητικὸ καὶ ἔνδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», ἀφοῦ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ δέχθηκε τὴν κλήση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴ συνέχεια ὁδήγησε τὸν ἀδελφό του στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθεῖς Κηφᾶς, ποὺ σημαίνει Πέτρος». Ἀλλὰ ὁ Ἀνδρέας δὲν περιορίσθηκε στὸ νὰ φέρει κοντὰ στὸν Χριστὸ μόνο τὸν ἀδελφό του, τὸν Πέτρο, ἀλλὰ παρακίνησε καὶ τὸν φίλο του, τὸν Φίλιππο, τὸν συμπατριώτη του ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ὥστε καὶ αὐτὸς νὰ γευθεῖ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς γνωριμίας καὶ συναναστροφῆς μαζί Του.
.           Ὅμως ἡ ἐπίσημη καὶ ὁριστικὴ κλήση στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα τόσο τῶν δύο ἀδελφῶν, Ἀνδρέου καὶ Πέτρου, ὅσο καὶ τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, θὰ γίνει ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «περιπατῶν παρὰ τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸ αὐτοῦ… καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων, οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Ματθ. δ´ 18-20). Ἀκούγοντας λοιπὸν αὐτὰ τὰ λόγια, ἄφησαν ἀμέσως τὰ δίχτυά τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔκτοτε ὁ Ἀνδρέας κατετάγη στὸν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἡ δὲ παρουσία του ἦταν ἐξέχουσα, ἀλλὰ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸν Χριστὸ ἦταν ξεχωριστή. Ἄλλωστε οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Λουκᾶς τὸν ἀναφέρουν δεύτερο στὴ χορεία τῶν Ἀποστόλων μετὰ τὸν ἀδελφό του, τὸν Σίμωνα Πέτρο. Ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἀναφέρεται καὶ στὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων ἀνδρῶν (Ἰω. ϛ´ 5-8), ἀλλὰ καὶ στὸ περιστατικὸ τῆς ἐπιθυμίας τῶν Ἑλλήνων «τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ» γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ (Ἰω. ιβ´ 20-23), καθὼς καὶ στὴ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ἀνδρέα, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη περὶ τῶν ἐσχάτων, ὅταν εἶχε προαναγγείλει ὁ Κύριος τὴν καταστροφὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα (Μάρκ. ιγ´ 3-4). Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἦταν παρὼν μαζὶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου (Πράξ. α´ 9-14), ἐνῶ κατὰ τὴν εὐφρόσυνο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δέχθηκε τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. β´ 1-13). Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας βρισκόταν στὸ ὑπερῶο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἦταν μεταξὺ αὐτῶν ποὺ κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».
.             Μετά τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἄρχισε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τὴν ἱεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…». Σύμφωνα μὲ τὴ γραπτὴ παράδοση καὶ τὶς διασωθεῖσες συναξαριακὲς πηγὲς ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὶς χῶρες παρὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα (Εὔξεινος Πόντος), τὴ Σκυθία, τὴ Γοτθία, τὴν Κριμαία καὶ τὴν Ἰβηρία (σημερινὴ Γεωργία), καθὼς καὶ στὴν Καππαδοκία, τὴ Γαλατία καὶ σὲ ὅλη σχεδὸν τὴ δυτικὴ Μικρὰ Ἀσία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία). Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας κήρυξε στὴ Σεβαστούπολη, τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), τὴν Τραπεζούντα, τὴν Ἡράκλεια, τὴν Ἀμάστριδα, τὴ Σινώπη καὶ τὸ Βυζάντιο. Μάλιστα στὴν πόλη τοῦ Βύζαντα χειροτόνησε τὸν Στάχυ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς πόλεως. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔγινε ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα ἐξελίχθηκε στὸ πρῶτο Πατριαρχεῖο τῆς Ἀνατολῆς, ὁ δὲ ἐπίσκοπός της κατέστη ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα ἡ ἐτήσια ἑορτὴ τῆς μνήμης του, στὶς 30 Νοεμβρίου, ἀποτελεῖ τὴ Θρονικῆ Ἑορτὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία καὶ ἑορτάζεται μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα στὸν πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ τὴ διάρκεια ἐπίσης τοῦ καρποφόρου ἱεραποστολικοῦ του ἔργου ἐκχριστιάνισε τοὺς ἀρχαίους λαοὺς Ἀλανούς, Ἀβασγούς, Ζηκχούς, Βοσπορινοὺς καὶ Χερσονίτες, ἐνῶ μέσῳ τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θεσσαλίας κατέληξε στὴν ἀχαϊκὴ γῆ καὶ συγκεκριμένα στὴν πόλη τῶν Πατρών, ὅπου καὶ τελείωσε τὸ ἀποστολικό του ἔργο.
.           Ἀξιομνημόνευτη ὑπῆρξε ἡ ἱεραποστολική του δράση στὴ Σινώπη, πόλη τῆς ἀρχαίας Παφλαγονίας στὶς ἀκτὲς τοῦ Εὐξείνου Πόντου, ὅπου βρῆκε πλῆθος Ἑλλήνων καὶ Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τους ἦταν διαιρεμένοι ἐξ αἰτίας τῶν διαφορετικῶν θρησκειῶν. Ἐνδεικτικὸ εἶναι μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχαν σὲ τέτοιο βαθμὸ «ἀνήμερον τὸ ἦθος καὶ τὸν τρόπον βάρβαρον», ὥστε τοὺς ἀποκαλοῦσαν ἀνθρωποφάγους. Μάλιστα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εὐεργετικῆς παρουσίας τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στὴ Σινώπη, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε καὶ θεμελίωσε στὴν πόλη τὸν χριστιανισμό, οἱ ἀποκαλούμενοι «ἀνθρωποφάγοι» συνέλαβαν τὸν Ἀπόστολο Ματθία ποὺ συνόδευε τὸν Ἀνδρέα στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες καὶ ἀφοῦ τὸν φυλάκισαν, σκόπευαν νὰ τὸν θανατώσουν. Ἀλλὰ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τὸν ἀπελευθέρωσε θαυματουργικὰ καὶ ἀναχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Ματθία καὶ μὲ ἄλλους μαθητὲς γιὰ τὴν Ἀμισὸ (τὴ σημερινὴ Σαμψούντα), πόλη στὴ νότια ἀκτὴ τοῦ Εὐξείνου Πόντου μὲ ὀνομαστὸ λιμάνι, ὅπου φιλοξενήθηκε στὸ σπίτι ἑνὸς Ἰουδαίου, ὀνόματι Δομετιανός. Στὴν Ἀμισὸ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ χάρη στὸ φλογερό του ἀποστολικὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε, ἵδρυσε χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ χειροτόνησε πρεσβυτέρους καὶ διακόνους. Ἀλλὰ ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας ὕστερα ἀπὸ μία πλούσια ἱεραποστολικὴ περιοδεία στὴν Τραπεζούντα, τὴν Ἰβηρία (σημερινὴ Γεωργία), τὴν Ἔφεσο, τὴ Λαοδικεία τῆς Φρυγίας, τὴν Ὀδυσσούπολη τῆς Μυσίας, ὅπου χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Ἄππιο, τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὅπου χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Δρακόντιο, τὴ Νικομήδεια, τὴν Καλχηδόνα καὶ τὴν Ἀμάστριδα, ὅπου χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Πάλμα, ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴ Σινώπη. Μόλις ὅμως οἱ κάτοικοι πληροφορήθηκαν τὴν ἄφιξη τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπελευθερώσει τὸν Ματθία, ὅρμησαν μὲ βαναυσότητα ἐναντίον του καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, ἄρχισαν νὰ σκέπτονται μὲ ποιὸ βασανιστικὸ τρόπο θὰ τὸν θανατώσουν. Τελικὰ ἀποφάσισαν νὰ τὸν δέσουν ἀπὸ τὸν τράχηλο μὲ σχοινὶ καὶ νὰ τὸν σύρουν στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως, ὅταν δὲ ἀποβιώσει, νὰ τεμαχίσουν τὸ σῶμα του γιὰ νὰ τὸ φᾶνε. Ὁ Ἀνδρέας ὑποβλήθηκε στὸ φρικτὸ καὶ ἀπάνθρωπο αὐτὸ μαρτύριο, ἀλλὰ παρόλο ποὺ ἦταν ἐξαντλημένος, δὲν πέθανε. Ἔτσι οἱ βασανιστές του τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακὴ μὲ δεμένα τὰ χέρια του πίσω, ἐνῶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸν ὑπέβαλαν ἐκ νέου στὸ ἴδιο φρικτὸ βασανιστήριο. Τὸ βράδυ ἐξαντλημένο τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι στὴ φυλακὴ καὶ τὸ πρωὶ ἐπανέλαβαν τὸ ἴδιο βασανιστήριο, ἐλπίζοντας ὅτι τὴν ἄλλη ἡμέρα δὲν θὰ εἶναι πλέον ζωντανός, διότι ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγαν: «ἠτόνησε καὶ αἱ σάρκες αὐτοῦ ἐδαπανήθησαν». Ἀλλὰ τὴ νύχτα ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος στὴ φυλακὴ καὶ ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι Του, εἶπε στὸν Ἀνδρέα: «Δός μοι τὴν χεῖρά σου καὶ ἀνάστα ὑγιής». Καὶ ἀμέσως ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου σηκώθηκε ὑγιὴς καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο ποὺ ἐπιτάχυνε τὴ βοήθειά Του σ’ αὐτόν. Ταυτόχρονα ὅμως ξέσπασε κατακλυσμὸς ἁλμυρῶν ὑδάτων, ὁ ὁποῖος ἀπείλησε ὁλόκληρη τὴν πόλη, ἐνῶ πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἔχασαν τὴ ζωή τους ἀπὸ πνιγμό. Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ συμφορὰ οἱ κάτοικοι τῆς Σινώπης ἀναγκάσθηκαν νὰ καταφύγουν στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα καὶ νὰ ζητήσουν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο πιστεύει καὶ ἐπικαλεῖται. Τότε ὁ Ἀνδρέας τοὺς λυπήθηκε καὶ ἀφοῦ ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου, ὁ κατακλυσμὸς σταμάτησε. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ ἀμέσως βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ κηρύξει ἐλεύθερα καὶ μὲ ἔνθερμο ἱεραποστολικὸ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στοὺς κατοίκους τῆς Σινώπης. Μάλιστα χειροτόνησε διακόνους καὶ πρεσβυτέρους καὶ κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἀμισὸ καὶ τὴν Τραπεζούντα, ὅπου ἵδρυσε τοπικὴ Ἐκκλησία. Στὴ συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴ Φούστα, τὴ Σεβαστούπολη, τὴν περιοχὴ τῆς Ζηκχίας καὶ ἔφτασε στὸν Βόσπορο, ὅπου «κατέσπειρε τὰ θεῖα λόγια καὶ πολλοὺς πρὸς καρποφορίαν ἐπιτηδείους κατέστησεν». Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε στὴ συνέχεια τὴ Χερσώνα, ἐπέστρεψε στὴ Σινώπη, ὅπου χειροτόνησε τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, ὀνόματι Φιλόλογο. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τὸ Βυζάντιο, ὅπου ἵδρυσε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, χειροτονώντας ἐπίσκοπο τὸν Στάχυ. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅπως προαναφέρθηκε, τὸν κατέστησε ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Ἡράκλεια, πόλη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης στὰ παράλια της Προποντίδος. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Μακεδονίας, ὅπου κήρυττε, νουθετοῦσε, θεράπευε ἀσθενεῖς, χειροτονοῦσε ἱερεῖς καὶ καθοδηγοῦσε πνευματικά τοὺς κατοίκους.
.             Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐδόκιμη ἱεραποστολική του περιοδεία καὶ ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία καὶ τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, ἔφτασε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἀφίχθη στὴν Πάτρα, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν εἰδωλολατρικὴ πόλη. Μάλιστα φιλοξενήθηκε στὸ σπίτι τοῦ Σωσσίου, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε μόνιμα στὴν Πάτρα, ἀλλὰ ἔπασχε ἀπὸ μία ἀνίατη καὶ θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὁ Ἀνδρέας ὅμως ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ θεράπευσε τὸν Σωσσία διὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του. Τὸ ἐπιτελεσθὲν θαῦμα διαδόθηκε ταχύτατα σὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη καὶ τὸ πληροφορήθηκε καὶ ὁ εἰδωλολάτρης ἀνθύπατος Λέσβιος, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ «μάγο καὶ ἀπατεώνα». Μάλιστα ἀποφάσισε νὰ τὸν συλλάβει καὶ νὰ τὸν θανατώσει. Ὅμως τὴ νύχτα καὶ ἐνῶ σχεδίαζε τὴ σύλληψη καὶ ἐξόντωσή του, ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του παρέμεινε γιὰ πολλὲς ὧρες ἄφωνος. Ὅταν συνῆλθε λίγο, παρακάλεσε κλαίγοντας τοὺς στρατιῶτες του νὰ ἀναζητήσουν τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Μόλις ἦρθε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε ὁ ἀνθύπατος κλαίγοντας νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ δείξει τὸ ἔλεός του σ’ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πλανεμένος καὶ ἁμαρτωλός. Τότε ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου συγκινημένος βαθύτατα ἐπέθεσε τὸ δεξί του χέρι στὸ σῶμα τοῦ Λεσβίου καὶ ὑψώνοντας τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, παρακάλεσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ θεραπεύσει τὸν ἀσθενῆ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ νὰ τὸν καταστήσει σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Του καὶ ἄξιο μαθητή Του. Ἀμέσως μὲ τὴ βοήθεια τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου σηκώθηκε ὁ Λέσβιος ἐντελῶς ὑγιής. Τὸ νέο αὐτὸ θαῦμα διαδόθηκε ἀστραπιαία στὴν Πάτρα καὶ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφερναν τοὺς ἀσθενεῖς τους στὸν πνευματέμφορο Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος «ἐπιθεὶς τὰς χείρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθὺ πάντας ἰάσατο». Ἡ πλούσια αὐτὴ θαυματουργικὴ δράση τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ φλογερό του κήρυγμα καὶ τὴν ἀξιοθαύμαστη ἐντύπωση ποὺ δημιουργοῦσε μὲ τὴν ἁγιότητά του, προσείλκυε ὁλοένα καὶ περισσότερους εἰδωλολάτρες στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔτσι στὴν Πάτρα εἶχε δημιουργηθεῖ μία πολυάριθμη χριστιανικὴ κοινότητα. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἀσπάσθηκαν τὸν χριστιανισμὸ ἦταν καὶ ὁ πρώην εἰδωλολάτρης ἀνθύπατος Λέσβιος, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς μεταστραφέντες στὴ χριστιανικὴ πίστη πρώην εἰδωλολάτρες εἰσέβαλαν στοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ τοὺς παρέδωσαν στὴ φωτιά, ἐνῶ συνέτριψαν καὶ τὰ εὑρισκόμενα σ’ αὐτοὺς εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα. Μόλις ὅμως πληροφορήθηκε ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας τὴ μεταστροφὴ πολλῶν εἰδωλολατρῶν στὸν χριστιανισμό, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τοῦ ἀνθυπάτου Λεσβίου, ἔπαυσε, κατόπιν καὶ εἰσηγήσεων ἀπὸ ἰδιοτελεῖς συμβούλους, τὸν Λέσβιο ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ τὸν ἀντικατέστησε μὲ τὸν Αἰγεάτη. Μάλιστα ὁ πρώην ἀνθύπατος ἄρχισε νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα στὴν πλούσια ἱεραποστολική του δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ κατέστη πιστὸς ἀκόλουθος καὶ ἔνθερμος συνοδοιπόρος του.
.               Στὸ μεταξὺ ἡ σύζυγος τοῦ νέου ἀνθυπάτου Αἰγεάτου, ὀνόματι Μαξιμίλλα, ἀντιμετώπιζε μὲ συμπάθεια τὴ χριστιανικὴ θρησκεία καὶ πληροφορούμενη τὴν ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου στὴν Πάτρα, θέλησε νὰ τὸν γνωρίσει ἀπὸ κοντά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔστειλε στὸ σπίτι τοῦ Σωσσίου, στὸ ὁποῖο διέμενε ὁ Ἀνδρέας, μία ἔμπιστη συγγενῆ της, τὴν Ἰφιδάμα. Ἀλλὰ ἡ Μαξιμίλλα ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἀπελπισμένη ἀπὸ τὶς ἀνεπιτυχεῖς προσπάθειες τῶν ἰατρῶν, ζήτησε νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας. Μόλις μπῆκε ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου στὸ σπίτι τοῦ ἀνθυπάτου, βρῆκε τὸν Αἰγεάτη νὰ κρατᾶ ἀπεγνωσμένος στὰ χέρια του ἕνα μαχαίρι, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποφασίσει νὰ θανατώσει τόσο τὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ τὴν ἑτοιμοθάνατη σύζυγό του. Ἀλλὰ ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ τοῦ εἶπε μὲ ἠρεμία καὶ πραότητα νὰ ἀφήσει τὸ μαχαίρι καὶ νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος θὰ τὸν σώσει, ἐὰν πιστέψει σ’ Αὐτόν. Κατόπιν, ἀφοῦ ἐπέθεσε τὸ χέρι του πάνω στὴ Μαξιμίλλα, τὴ θεράπευσε. Περιχαρὴς τότε ὁ ἀνθύπατος θέλησε νὰ ἀνταμείψει τὸν Ἀνδρέα πλουσιοπάροχα, δίνοντάς του χίλια χρυσὰ νομίσματα, ἀφοῦ δὲν κατενόησε τὸ μεγαλεῖο του ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ θεώρησε τὸν Ἀπόστολο ὡς ἐπαγγελματία ἰατρό. Ὁ Ἀνδρέας ὅμως ἀρνήθηκε μία τέτοια ἀνταμοιβή, ἀφοῦ τοῦ εἶπε νὰ κρατήσει τὰ νομίσματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, διότι ὁ δικός του μισθὸς θὰ ἔρθει πολὺ σύντομα, ὑπονοώντας τὴ μεταστροφὴ τῆς Μαξιμίλλας στὴ χριστιανικὴ πίστη.
.             Μετὰ τὴ διάσωση τῆς συζύγου τοῦ Αἰγεάτου ὁ εἰδωλολάτρης ἀνθύπατος ἀναχώρησε γιὰ τὴ Ρώμη. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀπουσίας του ἦρθε στὴν Πάτρα ὁ ἀδελφός του, ὁ Στρατοκλῆς, τὸν ὁποῖο συνόδευε ὁ ἔμπιστος ὑπηρέτης Ἀλκμάν. Οἱ δύο αὐτοὶ ἄνδρες γνώρισαν τὸν Πρωτόκλητο Ἀπόστολο, ἀλλὰ ξαφνικὰ ὁ Ἀλκμὰν προσβλήθηκε ἀπὸ νευρικὴ ἀσθένεια. Τότε ὁ Στρατοκλῆς καθ’ ὑπόδειξη τῆς Μαξιμίλλας ἀναζήτησε τὸν Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος πῆγε στὸ πραιτώριο, ὅπου διέμενε ὁ Στρατοκλῆς. Ὅταν κατόρθωσε παρὰ τὴν ἄρνηση τῶν ὑπηρετῶν νὰ μπεῖ μέσα, ἐπειδὴ φαινόταν ἄσημος καὶ φτωχὸς ἄνθρωπος, βρῆκε μάγους καὶ ἰατροὺς νὰ στέκονται ἀπελπισμένοι πάνω ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν βοήθεια. Τότε ὁ Ἀνδρέας προσευχήθηκε ἔνθερμα στὸν Θεὸ νὰ θεραπεύσει τὸν ὑπηρέτη Ἀλκμὰν καὶ ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι του πρὸς τὸν ἀσθενῆ, τὸν σήκωσε καὶ ἔτσι ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του. Τὸ νέο αὐτὸ θαῦμα ἐξαφάνισε κάθε δυσπιστία γιὰ τὴ νέα θρησκεία καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἀρχικὰ ἡ Μαξιμίλλα καὶ ἡ συγγενής της, ἡ Ἰφιδάμα, καὶ κατόπιν ὁ Στρατοκλῆς καὶ ὁ ὑπηρέτης του, ὁ Ἀλκμάν, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴ συνοδεία τους νὰ λάβουν τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα καὶ νὰ ἀρχίσουν νὰ ζοῦν μέσα στὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἑνότητος.
.               Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ πληροφορήθηκε τὴ μεταστροφὴ τῆς Μαξιμίλλας καὶ τῶν ὑπολοίπων στὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀπαίτησε ἀπὸ τὴ σύζυγό του νὰ ἐπιστρέψει στὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Ἀλλὰ ἡ Μαξιμίλλα πρότεινε στὸν σύζυγό της νὰ ἀσπασθεῖ καὶ ἐκεῖνος τὸν χριστιανισμό. Ἡ στάση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν Αἰγεάτη σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε διέταξε νὰ συλλάβουν καὶ νὰ φυλακίσουν τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψή του ἦταν ὁ ὑπαίτιος της μεταστροφῆς τῆς συζύγου του. Μάλιστα τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ ὑποβληθεῖ σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ἐὰν δὲν ἔπειθε τὴ Μαξιμίλλα νὰ ἀσπασθεῖ καὶ πάλι τὴν εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ καὶ ἀπευθυνόμενος στὴ σύζυγό του, τὴν παρακάλεσε νὰ μείνει κοντά του, ὅπως ἦταν πρῶτα, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ εἶναι ἡ κυρίαρχος ὅλης τῆς περιουσίας του. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἀκολουθήσει τὶς προτροπές του, θὰ ὁδηγήσει τὸν Ἀνδρέα σὲ σταυρικὸ θάνατο. Ἡ ἀπειλὴ αὐτὴ προκάλεσε τὸν τρόμο τῆς Μαξιμίλλας, ἡ ὁποία ἔσπευσε μὲ τὴν Ἰφιδάμα στὴ φυλακή, προκειμένου νὰ ἐνημερώσει τὸν Ἀπόστολο γιὰ τὶς ἀπειλητικὲς διαθέσεις τοῦ Αἰγεάτου. Ἀλλὰ ὁ Ἀνδρέας τὴν καθησύχασε, λέγοντάς της ὅτι οἱ θλίψεις καὶ οἱ δοκιμασίες τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι σύντομες καὶ ὑπομένοντας αὐτές, ζεῖ κανεὶς μετὰ μέσα στὴν αἰώνια χαρά. Ἐπιπλέον ἀποτελεῖ μεγάλη τιμὴ νὰ ὑποστεῖ τὸν σταυρικὸ θάνατο, διότι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μιμεῖται τὸν Κύριο καὶ ἔτσι θὰ βρεθεῖ πολὺ γρήγορα πλησίον Του. Ἀκούγοντας ἡ Μαξιμίλλα αὐτὰ τὰ λόγια, παρηγορήθηκε καὶ ἐνισχύθηκε ψυχικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν συνάντησε τὸν σύζυγό της, τοῦ δήλωσε μὲ ἀξιοθαύμαστη γενναιότητα ὅτι θεωρεῖ προτιμότερο τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ὅταν μάλιστα διάγει τὸν βίο της μ’ ἕναν εἰδωλολάτρη. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ ὁμολογία ἐξαγρίωσε τόσο πολὺ τὸν Αἰγεάτη, ὥστε τὴν ἀπείλησε ὅτι ἐὰν δὲν τὴ μεταπείσει ὁ γέροντας Ἀνδρέας, τότε θὰ παραδοθοῦν καὶ οἱ δύο στὸν θάνατο. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐνθάρρυνε γιὰ νὰ παραμείνει σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της, ἐνῶ γιὰ τὸν ἑαυτό του τῆς δήλωσε ὅτι κανένα βασανιστήριο δὲν πρόκειται νὰ τὸν φοβίσει καὶ νὰ τὸν κάνει νὰ ὑποχωρήσει, διότι πάνω ἀπὸ ὅλα βρίσκεται ὁ «διὰ Χριστὸν ἔρως». Ἄλλωστε μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ συμμετέχουμε στὴ Βασιλεία Του, ἀφοῦ «πρὸς Αὐτὸν γάρ, τὸν Κύριον ἡμῶν ὀρῶμεν καὶ Αὐτὸν ποθοῦμεν, τὸν ἡμᾶς ὑπεραγαπήσαντα καὶ πρὸς Αὐτὸν ἐπειγόμεθα». Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Στρατοκλῆς συγκινήθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἄρχισε δακρυσμένος νὰ ἀναστενάζει ἀσταμάτητα. Τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε ὅτι χαίρεται ποὺ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου καὶ γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἀναστενάζει καὶ νὰ στεναχωριέται. Ἀλλὰ ὁ Στρατοκλῆς τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἡ στεναχώρια του ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀπειλεῖται ὁ Ἀνδρέας μὲ θάνατο καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἀκούσει ξανὰ τὸν λόγο του γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ γέροντας ὅμως Ἀπόστολος τοῦ τόνισε ὅτι ἡ διδασκαλία του δὲν θὰ πέσει στὸ κενό, διότι ὁ θάνατός του θὰ εἶναι γιὰ χάρη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του.
.           Βλέποντας ὅμως ὁ Αἰγεάτης ὅτι ἡ Μαξιμίλλα δὲν μεταπείθεται, ἀποφάσισε νὰ στρέψει ὅλη τὴν ὀργή του ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, φοβούμενος ὅτι ὁποιαδήποτε ἐνέργεια ἐναντίον τῆς συζύγου του, θὰ προκαλοῦσε καὶ τὴν ἀντίδραση τῶν ἐπιφανῶν γονέων της. Ἔδωσε λοιπὸν τὴ διαταγὴ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιόν του, διατυπώνοντας ἐναντίον του τὴν κατηγορία ὅτι διέδιδε θρησκεία, τὴν ὁποία «οἱ Ρωμαῖοι βασιλεῖς ἐξαφανίσαι ἐκέλευσαν». Μάλιστα τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸν Ὁποῖο ὁ Ἀνδρέας κηρύττει, ἀποδοκιμάσθηκε ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του, τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι Τὸν ὁδήγησαν στὸν σταυρικὸ θάνατο. Ἀκολούθησε διάλογος μεταξὺ τοῦ θεόπτου Ἀποστόλου καὶ τοῦ ἀνθυπάτου Αἰγεάτου, ὅπου ὁ Ἀνδρέας τοῦ τόνισε ὅτι ὁ Κύριος σταυρώθηκε μὲ τὴ θέλησή Του γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ ἦταν αὐτόπτης μάρτυς στὰ ὅσα διαδραματίστηκαν πρὶν τὴν προδοσία Του ἀπὸ τὸν Ἰούδα καὶ τὴ σταύρωσή Του, τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε καὶ νὰ ἀποφύγει. Ὁ Αἰγεάτης ἐπέμενε στὴν ἄποψή του ὅτι ὁ Κύριος σταυρώθηκε μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο ὡς κακοῦργος, ἀλλὰ ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε ὅτι «μέγα ἐστι τὸ μυστήριον τοῦ σταυροῦ», γιὰ τὸ ὁποῖο τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ μιλήσει. Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου γιὰ «τὴν δόξα τοῦ σταυροῦ» δὲν βρῆκε ἀπήχηση στὴ μωρία καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ φανατισμὸ τοῦ ἀνθυπάτου, ὁ ὁποῖος τὸν πρόσταξε νὰ θυσιάσει στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, διότι διαφορετικὰ θὰ σταυρωθεῖ, ὅπως σταυρώθηκε καὶ ὁ διδάσκαλός του.
.             Κατόπιν ὁδηγήθηκε ὁ Ἀνδρέας κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἀνθυπάτου στὴ φυλακή, ἐξαντλώντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὴν τελευταία ἐλπίδα γιὰ τὴ μεταστροφὴ τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ τῆς Μαξιμίλλας. Κατὰ τὴ διάρκεια ὅμως τοῦ ἐγκλεισμοῦ του στὴ φυλακὴ πολλοὶ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ θαυμαστές του εἶχαν τὴν πρόθεση νὰ βιοπραγήσουν ἐναντίον τοῦ Αἰγεάτου, προκειμένου νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὁ Ἀνδρέας. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς ἀπέτρεψε, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Κύριος παραδόθηκε ἐπιδεικνύοντας μακροθυμία καὶ γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἐμποδίσουν καὶ τὸ δικό του μαρτύριο. Παράλληλα τοὺς ἀπηύθυνε λόγους πνευματικῆς οἰκοδομῆς, διδάσκοντάς τους ὅτι πρέπει μὲ ἀνδρεία νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς ἀπειλὲς τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ μὲ ὑπομονὴ νὰ ὑπομείνουν τὶς θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς, διότι αὐτὲς εἶναι πρόσκαιρες. Ἄλλωστε μόνο μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν αἰώνια μέσα στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος τέλεσε στὴ φυλακὴ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἀφοῦ μετέδωσε στοὺς παρόντες τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, χειροτόνησε τὸν Στρατοκλῆ ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν, ὁ ὁποῖος κατόπιν χειροτόνησε ἱερεῖς γιὰ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρῶν, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια θεμελίωσε μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο. Ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ φέρει τὸν τιμητικὸ καὶ ἐπίζηλο τίτλο τῆς «Ἀποστολικῆς».
.               Στὸ μεταξὺ ὁ Αἰγεάτης πληροφορήθηκε τὰ συμβάντα μέσα στὴ φυλακὴ καὶ ἐξοργισμένος διέταξε νὰ φέρουν τὸν Ἀνδρέα ἐνώπιόν του, καλώντας τον νὰ προσφέρει θυσία στοὺς προγονικοὺς θεούς. Τὸν προειδοποίησε μάλιστα ὅτι στὴν περίπτωση ποὺ δὲν συμμορφωθεῖ στὶς προσταγές του, θὰ ὑποστεῖ τὸν σταυρικὸ θάνατο. Ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου τοῦ ἀπάντησε ὅμως μὲ παρρησία ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνει μὲ καρτερία καὶ τὸ φρικτότερο βασανιστήριο, ἀφοῦ ὅσο σκληρότερα βασανισθεῖ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσο περισσότερο θὰ Τὸν εὐαρεστήσει. Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς θαρραλέας ὁμολογίας ὁ εἰδωλολάτρης Αἰγεάτης ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀνελέητα. Κατόπιν γιὰ τελευταία φορὰ τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν σταυρικὸ θάνατο. Ἀλλὰ ὁ θεόπτης Ἀπόστολος τοῦ ἀπάντησε ὅτι εἶναι δοῦλος Χριστοῦ καὶ ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὸ τρόπαιο τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ τὸν προειδοποίησε ὅτι ἐὰν δὲν πιστέψει στὸν Χριστό, θὰ ὑποστεῖ τὸ αἰώνιο κολαστήριο καὶ τὴν αἰώνια τιμωρία. Τότε ὁ Αἰγεάτης διέταξε νὰ τὸν κρεμάσουν στὸν σταυρὸ μὲ δεμένα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του γιὰ νὰ παραταθεῖ τὸ μαρτύριό του περισσότερες ἡμέρες. Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ἀπόφασης χάρηκε πολὺ ὁ Ἀνδρέας, ἀλλὰ καθὼς ὁδηγεῖτο στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ἀρκετοὶ χριστιανοὶ μαζὶ μὲ τὸν Στρατοκλῆ ἐπιχείρησαν νὰ τὸν ἀπελευθερώσουν. Τότε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ τοὺς συμβούλεψε νὰ ἔχουν πραότητα, ἐπιείκεια καὶ ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ μὴν ἀνταποδίδουν τὸ κακό. Μάλιστα ὅταν ἔφτασε ὁ Ἀνδρέας στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἦταν ἐμπεπηγμένος «ὁ σταυρὸς πρὸς τὸ χεῖλος τῆς θαλασσίας ψάμμου», ἀφοῦ ἐξύμνησε τὸν σταυρὸ ὡς σύμβολο σωτηρίας, ἀγάπης καὶ ἁγιότητος καὶ προέτρεψε τοὺς παρόντες νὰ μὴν προβάλλουν καμία ἀντίσταση, προσδέθηκε ἀπὸ τοὺς δημίους σφιχτὰ στὸν χιαστὸ σταυρὸ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν σταυρὸ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἐπὶ τρία ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα συνέχισε νὰ διδάσκει καὶ νὰ οἰκοδομεῖ πνευματικὰ τοὺς παρευρισκόμενους χριστιανούς, μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων τοὺς εἶπε: «Ἀποτάξασθε πάσας τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, ἀποτινάξασθε τὴν ραθυμίαν καὶ τὸν ζόφον ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν καὶ γίνεσθε καθαροὶ καὶ τέλειοι, ἄμεμπτοι καὶ ἀνεπίληπτοι τῷ καθαρῷ Θεῷ ἡμῶν».017
.            Ὅταν ἔφτασε ὅμως ἡ τετάρτη ἡμέρα, τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος ἐξαγριώθηκε καὶ ὅρμησε πρὸς τὸν Αἰγεάτη, λέγοντάς του ὅτι ἡ ἀπόφασή του γιὰ τὴ σταυρικὴ καταδίκη του Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἦταν ἄδικη, ἀφοῦ ἡ παρουσία του στὴν Πάτρα ὑπῆρξε εὐεργετικὴ καὶ ἐποικοδομητική. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει ἀμέσως νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὸν σταυρό, ὥστε νὰ ἐπέλθει ἡ εἰρήνη στὴν πόλη. Τότε ὁ Αἰγεάτης τρομοκρατημένος μετέβη στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀπέλυε τὸν Ἀνδρέα. Ἡ χαρμόσυνη αὐτὴ εἴδηση ἔφτασε στὴ Μαξιμίλλα καὶ τὸν Στρατοκλῆ, ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος διαμαρτυρήθηκε γι’ αὐτὲς τὶς ἀντιδράσεις τῶν χριστιανῶν ποὺ δείχνουν ὅτι εἶναι προσκολλημένοι ἀκόμη στὰ γήινα, ἐνῶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς παρόντες νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ πεθάνει πάνω στὸν σταυρό. Μάλιστα μόλις ἦρθε ὁ ἀνθύπατος, τοῦ ζήτησε νὰ μὴν τὸν ἀπελευθερώσει, ἀφοῦ χαρακτηριστικὰ εἶπε: «Ἤδη γὰρ τὸν Βασιλέα μου ὁρῶ καὶ προσκυνῶ· καὶ λοιπὸν ἐνώπιον αὐτοῦ παρίσταμαι…». Παράλληλα βλέποντας τὸ πλῆθος νὰ ἀποζητᾶ ἐπίμονα τὴν ἀπελευθέρωσή του, εἶπε: «Μὴ ἐπιτρέψῃς, Δέσποτα, ἐμὲ τὸν ἐπὶ ξύλου ἀναρτηθέντα πάλιν λυθῆναι». Κατόπιν ἀπευθύνθηκε στὸν Κύριο, προαισθανόμενος τὸ ἐπίγειο τέλος του, καὶ ἀφοῦ εἶπε προσευχόμενος τὶς τελευταῖες του σκέψεις, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του.
.              Μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ ὀγδοντάχρονου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν 30ην Νοεμβρίου τοῦ 66 μ.Χ. ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος Νέρωνος, ἡ Μαξιμίλλα μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Στρατοκλῆ ἔλυσαν τὸ σῶμα τοῦ μακαρίου Πρωτοκλήτου καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ μὲ τὶς πρέπουσες ἐκκλησιαστικὲς τιμὲς στὸν τάφο πλησίον τοῦ αἰγιαλοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιδεικνύεται μέχρι σήμερα στὸν περιώνυμο παλαιὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου στὴν Πάτρα. Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἡ Μαξιμίλλα ἔμεινε κλεισμένη σὲ σπίτι πλησίον τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου καὶ δὲν ἤθελε καμία ἐπικοινωνία μὲ τὸν σύζυγό της. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τέτοια ἀπόγνωση καὶ ψυχικὴ ἀνισορροπία στὸν Αἰγεάτη, ὥστε κάποια νύχτα ξέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴ ὅλων στὸ πραιτώριο, ὅπου διέμενε, καὶ ἀφοῦ ἔπεσε ἀπὸ μεγάλο ὕψος «ἐν μέσῃ ἀγορᾷ τῆς πόλεως κυλιόμενος ἐξέπνευσε». Τὸ σῶμα του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, τὸν Στρατοκλῆ, ὁ ὁποῖος δὲν θέλησε νὰ λάβει τίποτα ἀπὸ τὴν περιουσία τοῦ εἰδωλολάτρη ἀδελφοῦ του ποὺ φόνευσε τὸν Ἀπόστολο τοῦ Κυρίου.
.             Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἀποτέλεσε γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια τὸ ἱερὸ θησαύρισμα γιὰ τὴν πόλη τῆς Πάτρας, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀχαϊκὴ γῆ. Στὴν Πάτρα παρέμεινε μέχρι τὸ 357μ.Χ., ὅταν μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου Β´ (337-361), υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν δούκα Ἀρτέμιο, τὸν μετέπειτα ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη τὸ 363 μ.Χ. Τὸ λείψανο τοποθετήθηκε στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 357 ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Σύμφωνα μὲ ἔγκυρες πηγὲς δὲν διεκομίσθηκε ὁλόκληρο στὴν Κωνσταντινούπολη, δεδομένου ὅτι παραδόσεις ὁμιλοῦν περὶ μετακομιδῆς λειψάνων τοῦ Πρωτοκλήτου στὴ Σκωτία, τὸ Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας καὶ τὴ Ρωσία. Μάλιστα στὴ Σκωτία ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τιμᾶται ὡς προστάτης ἅγιος, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν μοναχὸ (ἢ ἐπίσκοπο) Ρέγουλο καὶ ἐπιβιβασθεὶς σὲ πλοῖο μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση, ναυάγησε στὴν πόλη Mucros τῆς Σκωτίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ 518 μετονομάσθηκε σὲ Ἅγιος Ἀνδρέας. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χιαστὸς Σταυρὸς τοῦ Πρωτοκλήτου ποὺ ἔφερε ἡ σημαία τῶν Σκώτων διατηρήθηκε καὶ στὴν ἐπίσημη σημαία τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου.
019.               Ἡ τιμία κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου εἶχε ἀποσταλεῖ ὅμως στὴν Πάτρα ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου, τὸν Βασίλειο Α´ τὸν Μακεδόνα (867 -886), καὶ φυλασσόταν στὴν ἀχαϊκὴ πρωτεύουσα μέχρι λίγο μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας (1453). Ὅμως τὸ 1462 ἐξ αἰτίας τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου ὁ ἡγεμόνας τοῦ Μυστρᾶ Θωμᾶς Παλαιολόγος μετέφερε τὴν τιμία κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου στὴ Ρώμη καὶ τὴν παρέδωσε στὸν Πάπα Πίο Β´. Ἡ σεπτὴ κάρα τοποθετήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1462 στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες. Τὸ 1963, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ 501 χρόνια, ξεκίνησε μία σειρὰ διαπραγματεύσεων ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ δημοτικὲς ἀρχὲς τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν ἀρχικὰ πρὸς τὸν Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ καὶ κατόπιν πρὸς τὸν Πάπα Παῦλο ϛ΄μὲ αἴτημα παλλαϊκὸ καὶ ἱερώτατο νὰ ἐπανακομισθεῖ ἡ χαριτόβρυτος τιμία κάρα τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα, τὴν πόλη τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου του. Κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Κωνσταντίνου (… 31 Δεκεμβρίου 1975) ἀναγγέλθηκε στὶς 22 Ἰουνίου 1964 ὅτι ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου θὰ παραδοθεῖ στὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔτσι στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1964 ἀντιπροσωπεία τοῦ Βατικανοῦ ὑπὸ τὸν Καρδινάλιο Μπέα παρέδωσε στὸν Μητροπολίτη Κωνσταντῖνο τὴν τιμία κάρα τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου ἁγίου τῶν Πατρῶν. Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ πολύτιμου αὐτοῦ πνευματικοῦ θησαυροῦ ἔλαβε χώρα στὴν Πλατεία Τριῶν Συμμάχων, παρουσία πλειάδος ἀρχιερέων καὶ κληρικῶν, τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως, ἀλλὰ καὶ πολυπληθῶν χριστιανῶν. Τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς ἐπανακομιδῆς τῆς τιμίας κάρας ἑορτάζεται πανηγυρικὰ καὶ μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα στὴν Πάτρα τὴν πλησιέστερη Κυριακὴ στὴν 26η Σεπτεμβρίου. Ἡ τιμία κάρα καὶ ἡ παλαιὰ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου (1829) λιτανεύονται στὴν πόλη τοῦ Πρωτοκλήτου δύο φορὲς κατ’ ἔτος, στὶς 30 Νοεμβρίου, ποὺ εἶναι ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του, καὶ τὴν πλησιέστερη Κυριακὴ στὴν 26η Σεπτεμβρίου, ποὺ εἶναι ἡ ἐπέτειος τῆς ἐπανακομιδῆς τῆς τιμίας κάρας ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Πάτρα. Ἐπίσης στὶς 19 Ἰανουαρίου 1980 ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἀρχιεπισκοπὴ τῆς Μασσαλίας προσέφερε στὸν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Πατρῶν κυρὸ Νικόδημο (+16 Νοεμβρίου 2008) τεμάχια ἀπὸ τὸν χιαστὸ Σταυρὸ τοῦ Πρωτοκλήτου, τὰ ὁποῖα φυλάσσονταν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Βίκτωρος, ἔκτοτε δὲ βρίσκονται τεθησαυρισμένα στὸν μεγαλοπρεπῆ νέο Ἱερὸ Ναὸ τοῦ πολιούχου τῶν Πατρῶν.

.               Στὸν τόπο τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1836-1845 εὐρύχωρος τρίκλιτος Ναός, ρυθμοῦ βασιλικῆς, ὁ ὁποῖος διετέλεσε καὶ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῶν Πατρῶν κατὰ τὸ διάστημα 1845-1856, ἀποτελεῖ δὲ ἀξιομνημόνευτο ἔργο τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης ἀρχιτέκτονα Λυσσάνδρου Καυταντζόγλου. Στὸν παλαιὸ αὐτὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος κοσμεῖται μὲ θαυμάσιο ἁγιογραφικὸ διάκοσμο καὶ περίτεχνες φορητὲς εἰκόνες, βρίσκεται καὶ ὁ τάφος του, ἀναμορφωμένος τὸ 1872. Παρὰ τὴν καλλιτεχνικὴ ἀξία τοῦ παλαιοῦ μετεπαναστατικοῦ αὐτοῦ Ναοῦ, ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῶν Πατρὼν ἐπιθυμοῦσε διακαῶς τὴν ἀνέγερση παραπλεύρως τοῦ παλαιοῦ, ἑνὸς μεγαλύτερου καὶ μεγαλοπρεπέστερου Ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου ἁγίου τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος θὰ ἦταν ἀντάξιος τοῦ ὀνόματος τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ τῆς προσφορᾶς του στὴν ἀχαϊκὴ γῆ, θὰ ἀποτελοῦσε δὲ τὸ σέμνωμα καὶ τὸ ὡράισμα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ ἔτος 1900 ἐγκρίθηκε ἡ ἀνέγερση νέου Ναοῦ, ὁ ὁποῖος θεμελιώθηκε τὴν 1η Ἰουνίου 1908 ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Γεώργιο Α´ μέσα σὲ πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Τὸ ἀρχικὸ σχέδιο τοῦ Ναοῦ ἦταν τοῦ Γάλλου ἀρχιτέκτονα Emile Robert, ἀλλὰ ἀργότερα διαρρυθμίστηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἀναστάσιο Ὀρλάνδο καὶ τὸν ναοδόμο Γεώργιο Νομικό. Ὁ μεγαλοπρεπὴς καὶ παμμεγέθης νέος Ἱερὸς Ναὸς τοῦ πολιούχου τῶν Πατρῶν, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1974 ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ, ἀποτελεῖ μνημεῖο νεότερης ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἀρχιτεκτονικῆς κληρονομιᾶς, ἐντυπωσιάζει δὲ τὸν φιλόθεο καὶ φιλόκαλο ἐπισκέπτη μὲ τὸν ὄγκο καὶ τὴν ἐπιβλητικὴ ἀρχιτεκτονική του μορφή. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι συγκαταλέγεται στοὺς μεγαλύτερους ναοὺς τῶν Βαλκανίων, ἀφοῦ τὸ μῆκος τοῦ ναοῦ μὲ τὰ προπύλαια ἀνέρχεται σὲ 59,80 μ., τὸ πλάτος του εἶναι 51,80 μ. καὶ τὸ ὕψος τοῦ κεντρικοῦ τρούλου τοῦ ναοῦ ἀνέρχεται σὲ 46μ., ὁ ὁποῖος μάλιστα περιστοιχίζεται ἀπὸ δώδεκα ἄλλους χαμηλότερους τρούλους –κωδωνοστάσια ποὺ συμβολίζουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τοὺς 12 μαθητές Του. Ὁ νέος Ἱερὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν, τοῦ ὁποίου ἡ χωρητικότητα ξεπερνᾶ τὰ 8.000 ἄτομα, ἀποτελεῖ ἕνα «καλλίτεχνον καὶ καλλιμάρμαρον» μνημεῖο στὸν μαρτυρικὸ τόπο τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἁγίου. Μάλιστα ὁ μεγαλοπρεπὴς αὐτὸς Ναὸς εἶναι ὁρατὸς ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς πολυάνθρωπης πλέον πόλεως τοῦ Πρωτοκλήτου γιὰ νὰ θυμίζει στοὺς κατοίκους καὶ τοὺς ἐπισκέπτες τὴν ἀδιάλειπτη παρουσία, προσφορὰ καὶ προστασία του. Ἄλλωστε ἡ εὐεργετικὴ ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στὴν Ἀχαΐα ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τοὺς συνολικὰ 51 ἐνοριακοὺς ναοὺς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου ποὺ ὑπάρχουν διάσπαρτοι σὲ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, οἱ 16 βρίσκονται στὴν περιφέρεια τοῦ νομοῦ Ἀχαΐας (ἐπαρχίες Πατρῶν, Αἰγιαλείας καὶ Καλαβρύτων), μὲ ἀξιομνημόνευτους τοὺς ναοὺς στὴν Ἐγλυκάδα Πατρῶν, τὸ Αἴγιο καὶ τὸ Σκεπαστὸ Καλαβρύτων.

 .         Σημαντικὴ εἶναι ἡ τιμὴ τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ἀττικῆς, τόσο μὲ ἐνοριακοὺς ναοὺς ἐπ’ ὀνόματί του (Κάτω Πατήσια, Ἄνω Πατήσια (Λαμπρινή), Πετράλωνα, Ἁγία Παρασκευή, Χαϊδάρι, Παιανία, Λαύριο, Σκάλα Ὠρωποῦ, Σαλαμίνα) ὅσο καὶ μὲ ὁμώνυμα παρεκκλήσια (Ἀμπελόκηποι, Γηροκομεῖο Ἀθηνῶν, Πλατεία Ἀμερικῆς (ὁδὸς Λευκωσίας), Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν (ὁδὸς Ἁγίας Φιλοθέης), Ν. Σμύρνη). Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας τιμᾶται ἐπίσης ὡς πολιοῦχος ἅγιος στὴν κωμόπολη Αἰγίνιο Πιερίας, ἐνῶ στὴν Κεφαλληνία ἀξιομνημόνευτη εἶναι ἡ ὁμώνυμη ἱστορικὴ Μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Μηλαπιδιᾶς πλησίον τοῦ χωριοῦ Περατάτα. Ἡ περιώνυμη αὐτὴ Μονὴ τῆς Κεφαλληνίας ἱδρύθηκε τὴ Βυζαντινὴ Ἐποχὴ καὶ ἐπανιδρύθηκε τὸ 1579. Τὸ 1639 ἦρθε νὰ μονάσει ἡ διασωθεῖσα ἀπὸ ναυάγιο Ἑλληνορουμανίδα Πριγκίπισσα Ροζάνη, κόρη τοῦ Πρωτοσπαθάριου τῆς Μολδοβλαχίας Ζώτου Τσιγαρά, ἡ ὁποία ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ρωμύλα καὶ ἀφιέρωσε στὴ Μονὴ τὸ ἱερὸ λείψανο ἐκ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς (πέλμα) τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπεξαρθρωμένο ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο καὶ μάλιστα εἶναι ἐμφανὴς καὶ ἡ ὀπὴ ἀπὸ τὸ καρφὶ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἁγίου. Χάρη στὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πνευματικὸ θησαυρὸ καὶ στὸ ἱδρυθὲν τὸ 1988 Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο ἡ πανηγυρίζουσα κατ’ ἔτος στὶς 30 Νοεμβρίου καὶ στὴν ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (Παρασκευὴ Διακαινησίμου) Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Μηλαπιδιᾶς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἱερὰ προσκυνήματα τῆς νήσου Κεφαλληνίας. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας τιμᾶται ἐπίσης ὡς φωτιστὴς καὶ προστάτης ἅγιος τῆς Ρουμανίας, ἀφοῦ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐκχριστιάνισε τὴ χώρα, διέλαμψε δὲ σὲ μία σπηλιὰ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν πόλη Κωνστάντζα τῆς νοτιοανατολικῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα εἶναι τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος. Μάλιστα τὸ 1996 καὶ τὸ 2011 μεταφέρθηκε στὴ Ρουμανία πρὸς εὐλογία τοῦ λαοῦ της ἡ χαριτόβρυτος τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Πάτρα.
.        Ἰδιαίτερα λαοφιλὴς καὶ τιμώμενος εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ στὴν Κύπρο, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴν Ἰόππη στὴν Ἀντιόχεια, ἀγκυροβόλησε γιὰ τρεῖς ἡμέρες σὲ παρακείμενο λιμανάκι λόγῳ νηνεμίας. Ἡ ἔλλειψη νεροῦ ἀνάγκασε τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ νὰ γονατίσει μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ νὰ στείλει τὸ πολύτιμο νερό. Ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο, ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει ἄφθονο νερὸ ποὺ ἔτρεχε σὰν Ἁγίασμα ἀπὸ βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Τὸ νερὸ αὐτὸ θεράπευσε τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου τοῦ καραβιοῦ, ἐνῶ ἐπακολούθησαν καὶ ἄλλα θαύματα. Ἡ φωταυγὴς παρουσία τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ στὸν τόπο αὐτὸ ὁδήγησε στὸ νὰ ἀνεγερθεῖ στὴν Κύπρο ἡ περίφημη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ ὁμώνυμο ἀκρωτήριο στὴν κατεχόμενη Καρπασία καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα παγκύπριο προσκύνημα. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1103μ.Χ. ἔχουμε μαρτυρία γιὰ τὴν ὀνομασία τοῦ λιμενίσκου ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μονὴ καὶ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς γίνεται ὅμως οὐσιαστικὰ γνωστὴ ἀπὸ τὸ 1855, ὅταν ξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ νέου Ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε στὶς 15 Αὐγούστου 1867 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σωφρονίου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε στὴν καθιέρωση δύο ἐτησίων πανηγύρεων στὴ Μονή, στὶς 30 Νοεμβρίου καὶ στὶς 15 Αὐγούστου. Περιώνυμη εἶναι καὶ ἡ Ἱερὰ Βατοπεδινὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὸ Ἅγιον Ὄρος, γνωστὴ καὶ ὡς «Σεράι» , ἡ ὁποία βρίσκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὶς Καρυές. Ὁ ἐπισκέπτης ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὸν ὀγκώδη καὶ μεγαλοπρεπῆ ναὸ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος θεμελιώθηκε τὸ 1867 καὶ ἐγκαινιάσθηκε τὸ 1900, φυλάσσεται δὲ σ’ αὐτὸν ὡς πολύτιμος πνευματικὸς θησαυρὸς τμῆμα τοῦ μετωπιαίου ὀστοῦ τοῦ Ἁγίου. Πλούσια εἶναι καὶ ἡ ὑμνογραφία ποὺ ἔχει συνταχθεῖ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης τὸν Ἱεροσολυμίτη καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, οἱ ὁποῖοι ἐξυμνοῦν τὴν ἐξέχουσα θέση τοῦ Πρωτοκλήτου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τὸν σταυρικό του θάνατο ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης πρώην Πατρῶν Νικόδημος ἐποίησαν Παρακλητικὸ Κανόνα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Ἐπιπλέον ὁ ἐκ Κεφαλληνίας μακαριστὸς Ἱερομόναχος Πολύκαρπος Κόμης ἐποίησε Ἐγκώμια στὸν Πρωτόκλητο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ ἐκ Πατρῶν ἀείμνηστος δικηγόρος Ἠλίας Μπογδανόπουλος συνέταξε Ἀκολουθία ἐπὶ τῇ ἐπανακομιδῇ τῆς τιμίας κάρας τοῦ Ἁγίου.

 .             Ὁ παναοίδιμος, πανεύφημος καὶ θεηγόρος Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος ἀναδείχθηκε φωτιστὴς τῶν Ἐθνῶν καὶ μύστης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄξιος μιμητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει μὲ σταυρικὸ θάνατο, ὅπως Ἐκεῖνος. Εἴθε ὁ θεοπτης αὐτὸς Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου καὶ φωτοφόρος φωστὴρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ πρεσβεύει καὶ γιὰ τὴ δική μας πνευματικὴ πορεία καὶ προκοπὴ στὴ σημερινὴ ὑλιστικὴ καὶ τεχνοκρατικὴ ἐποχὴ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων ἐλλειμμάτων.

 

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος

Ἐκπαιδευτικὸς

 Βιβλιογραφία

  • Ἀθανασοπούλου Ἰωάννου Φ., Ὁ Θρησκευτικὸς Βίος τῶν Πατρῶν κατὰ τὸν ΙΘ´ καὶ τὸν Κ´ αἰώνα, Πάτραι 2006.
  • Γκέλη Κωνσταντίνου, Πρωτοπρεσβύτερου, Ἱερὰ Μονὴ Ἀποστόλου Ἀνδρέα Κεφαλληνίας, Ἀθῆναι 1996.
  • Γρηγορίου Τουρώνης, Τὸ βιβλίον τῶν θαυμάτων τοῦ Μακαρίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἤγουν ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἐν Ἀθήναις 2008, σειρὰ «Ἄνθη Εὑσεβείας- ἀρ. 10».
  • Θωμοπούλου Στεφάνου Ν., Ἱστορία τῆς πόλεως Πατρῶν, Ἔκδοσις Β´, Πάτραι 1950.
  • Καββαδία Δημητρίου, Ἱερομονάχου, Τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα τῆς Κεφαλονιᾶς, Ἀθῆναι 2002.
  • Λέκκου Εὐαγγέλου Π., Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος μετὰ Παρακλητικοῦ Κανόνος, Ἐκδόσεις Σαΐτης χ.χ.
  • Μαρτίνη Παναγιώτη Σ., Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, Ἐκδόσις Ταώς, Πάτρα 2009.
  • Μαρτίνη Παναγιώτη Σ., 26 Σεπτεμβρίου 1964: Ἡ Πάτρα ὑποδέχεται τὴν σεπτὴ Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου, Ἐγκόλπιον Ἡμερολόγιον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν 2014.
  • Ὁ νέος Ἱερὸς Ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου Πατρῶν-100 χρόνια ἀπὸ τὴ θεμελίωσή του, Ἱερὰ Μητρόπολις Πατρῶν 2008.
  • Πνευματικάκη Χαρίτωνος, Ἀρχιμανδρίτου, Ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος Ἀνδρέας, Πάτραι 1994.
  • Τρεμπέλα Παναγιώτου Ν., Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 2005.

 

ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr

,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε