“ΠΑΓΙΔΕΣ” ΣΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΟΥΣ [Α´]

 Λάθη κατά τήν ἐξομολόγηση
καί ποιά ἡ σωστή προετοιμασία της

τοῦ π. Σάββα Ἁγιορείτη

 .       «Μετανοεῖτε» εἶπε ὁ Κύριος.
.        Μετανοεῖτε συνεχῶς ἐξακολουθητικά… ἀλλάζετε, διορθώνεσθε, προοδεύετε στήν ὁμοίωση μ΄ Ἐμένα, πορεύεσθε πρός τήν Βασιλεία Μου…
.       «Μετανοεῖτε»…
.       Ὄχι μετανοῆστε μία φορά μόνο, ὄχι μία ὥρα, ὄχι μία ἡμέρα, ὄχι ἕνα μῆνα, ὄχι ἕνα χρόνο, ἀλλά συνεχῶς.
.        «Μετανοεῖτε»
.        Ὄχι μόνο ἐξομολογηθεῖτε, ὄχι μόνο διηγηθεῖτε τά λάθη σας, ὄχι μόνο ἀπαριθμεῖστε ψυχρά τίς πτώσεις σας, ὄχι μόνο καταθέστε τήν ἁμαρτωλότητά σας, ἀλλά πονέστε, κλάψτε, ἀλλάξτε νοῦ, μεταβληθεῖτε, μεταποιηθεῖτε, ἀποφασίστε καλλίτερα νά πεθάνετε παρά νά ξανααμαρτήσετε… «Πολλοί ἐξομολογοῦνται ἀλλά λίγοι μετανοοῦν», ἔλεγε κάποιος.
.        Ἐξομολογούμαστε ἐνδεχομένως τακτικά, συχνά…
.       Πόσο ὅμως μετανοοῦμε;
.         Πόσο «ὁλοκληρωμένη» εἶναι ἡ μετάνοιά μας;
.        Πόσο ἀνάλογη στό μέγεθος τῆς ἁμαρτωλότητάς μας;
.        Πόσο «ἐπίπονη» εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς καρδιᾶς μας γιά τόν Κύριο;
.         Πόσο συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη καρδιά διαθέτουμε;
.         Πόσο ἀλλάζουμε μετά ἀπό κάθε ἐξομολόγηση;
.           Πόσο διορθωνόμαστε;

.          «Ἀρκετοί πιστοί ἀνταποκρίνονται θετικά στήν πρόσκληση τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ γιά μετάνοια, ἐξομολογοῦνται εἰλικρινά καί μέ αἰσθήματα πραγματικῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριο ἐναποθέτουν ὅλα τά ἁμαρτήματά τους ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ. Παρουσιάζονται σ’ αὐτόν ὡς μιά «ἐπιστολή… γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη» (Β΄ Κορ. 3, 2). ῎Εχουν τήν ὀρθή πεποίθηση καί βαθιά πίστη πώς ὅσα ποῦν θά συγχωρηθοῦν, θά σβησθοῦν, θά ἐξαφανισθοῦν, ὡσάν νά μήν συνέβησαν ποτέ στή ζωή τους…..
.          Γι’ αὐτό μέσα στό Ἐξομολογητήριο ὁμολογοῦν μέ ταπείνωση καί συντριβή τήν ἐνοχή τους καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως ὅλα τά σφάλματά τους. Τοιουτοτρόπως λαμβάνουν τήν ἄφεση ὅλων τῶν μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα ἁμαρτιῶν τους καί ἐπανέρχονται στήν κατάσταση τῆς Χάριτος πλησίον τοῦ Θεοῦ εἰρηνικοί καί ἀναπαυμένοι.
.          Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως χαρίζει στόν καθένα πού εὐσυνείδητα ἐξομολογεῖται, τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπητός ἀδελφός τῶν Ἁγίων. Ἀποκτᾶ δέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό, τό βασικό γνώρισμα τῶν Ἁγίων.
.          Βέβαια ὑπάρχουν καί ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπου οἱ πιστοί ἀντιμετωπίζουν ἐπιπόλαια τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐπιδιώκουν γνωστά ὀνόματα Πνευματικῶν, ὄχι γιατί εἶναι ἔμπειροι καί διακριτικοί καί θά τούς βοηθήσουν στή σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, ἀλλά γιά νά καυχῶνται μετά πώς εἶναι πνευματικά τέκνα γνωστῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, μιμούμενοι τοιουτοτρόπως τούς ἀκάρπους Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι περιορίζονταν νά λένε ὅτι εἶναι τέκνα Ἀβραάμ. Φεύγουν ἀπό τό Ἐξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθυμοι καί στενοχωρημένοι παρά ἀναπαυμένοι. Δέν φταίει ὅμως γι’ αὐτό τό Μυστήριο, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ ὁποῖοι προσέρχονται τυπικά καί κατ’ ἔθιμο μόνο στίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν ἀπαραίτητη προετοιμασία καί ἔμπρακτη ἐκδήλωση μετανοίας»[1].
.          Πολλοί ἄνθρωποι ὄχι μόνον δέν ἐξομολογοῦνται ἀλλά καί μισοῦν τούς Πνευματικούς Πατέρες.. «Οἱ ἄνθρωποι» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ «ἠγάπησαν τὸ σκότος, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐνοικεῖ ὁ θάνατος, καὶ ἀπορρίπτουν τὸ Φῶς  ὅπερ εἶναι ζωή, καὶ πρόσκαιρος καὶ αἰώνιος. … Διὰ τὸν λόγον ὅτι οἱ πνευματικοὶ φέρουν τὸ φῶς τῆς ζωῆς, πολλοὶ ἄνθρωποι μισοῦν τοὺς λειτουργούς τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ πρότερον ἐμίσησαν καὶ Αὐτὸν τὸν Κύριον: «… Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν …»[2]
.          ῞Οταν ὁ πονηρός δέν κατορθώσει νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους μέ τίς συνεχεῖς ἀναβολές, τίς ὁποῖες τούς ὑποβάλλει, γιά νά μήν πλησιάσουν τόν Πνευματικό, τότε προσπαθεῖ νά ἐκμηδενίσει τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ Μυστηρίου ὑποβάλλοντας στόν προσερχόμενο στό Ἐξομολογητήριο νά μήν ἐξομολογηθεῖ θεαρέστως τίς ἁμαρτίες του.
.          Ἔτσι βλέπουμε ἀρκετούς ἐπειδή προσέρχονται ἐπιφανειακά στό Μυστήριο, νά χουν τήν ψευδαίσθηση τι πηγαίνουν γιά συζήτηση καί προσωπική προβολή. Δέν προηγεῖται καμιά προσευχή, περισυλλογή καί αὐτοκριτική. Τό ὅλο παρουσιαστικό τους καί ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας τους, κάθε ἄλλο παρά μετάνοια φανερώνουν. Κυριευμένοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἐπιτηδεύονται, προσποιοῦνται, θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν. Σκοπός τους δέν εἶναι νά σώσουν τίς ψυχές τους, ἀλλά νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τοῦ Πνευματικοῦ, στε στό μέλλον νά τούς διευκολύνει στήν πραγματοποίηση λικν στόχων καί προσωπικν συμφερόντων.
.          Κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, διακρίνονται γιά τόν ἐγωϊσμό τους, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται μέ αἴσθημα ὑπεροχῆς. Δέν διστάζουν νά ὑποκρίνονται καί νά παρουσιάζονται ὡς δῆθεν εὐσεβεῖς. Προβάλλουν ἀνύπαρκτες ἀρετές τους καί καταγγέλλουν ἤ κατηγοροῦν τούς συνανθρώπους τους. Μιλον μέ γενικότητες καί οριστολογίες καί καταφεύγουν σέ σχετες στορίες, ο ποες τείνουν νά συγχύσουν καί νά παραπλανήσουν τόν Πνευματικό καί νά ξεθωριάσουν τήν ερότητα το Μυστηρίου.
.          Ὅταν ἀποφασίσουν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἐκφράζουν παράπονα γιά νά αὐτοδικαιωθοῦν ἤ νά δικαιολογηθοῦν. ταν πιτέλους μιλήσουν γιά τίς δικές τους μαρτίες, περιορίζονται στά μικρά καί σήμαντα καί ποκρύπτουν μέ πιμέλεια τά μεγάλα καί σοβαρά, δῆθεν γιά νά μήν ἐκτεθοῦν στόν Πνευματικό καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γι’ αὐτούς. ρέσκονται νά πεισέρχονται σέ περιττές λεπτομέρειες, χι γιατί θέλουν νά διαφωτίσουν καί νά διασαφηνίσουν, λλά γιά νά συσκοτίσουν ποκρύπτοντας τήν λήθεια πό τόν Πνευματικό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό γιατί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀποφεύγεται οἱ δέ ἐξομολογούμενοι λόγῳ τῆς ἀνειλικρίνειάς τους, φεύγουν ἀσυγχώρητοι καί λυπημένοι.
.          Ἄλλοι, πάλι, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, κατά τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, τόν Πνευματικό, ὅτι τάχα χουν φθάσει σέ μεγάλα ψη ρετς, μιλον γιά ράματα καί πτασίες. Στήν ὑπόδειξη τοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καί ἐξανίστανται παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν ἔχει ὁ ἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι παίγνιο τῶν πονηρῶν πνευμάτων»[3].
.          Εἶναι πολύ δύσκολη ἡ διάκριση τῶν ὁραμάτων. «Ὁ πνευματικός», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «κατὰ τὴν συνάντησιν αὐτοῦ μετὰ προσώπων ἅτινα διηγοῦνται εἰς αὐτὸν περὶ τῶν ὁράσεων αὐτῶν μεριμνᾶ πρωτίστως ὅπως ἀσφαλῶς διακρίνη τὴν ἀληθῆ πηγὴν τῆς ὁράσεως ἐὰν εἶναι αὔτη ὄντως δεδομένη ἄνωθεν, ἢ μόνον ἀποκύημα διεγηγερμένης φαντασίας, ἢ συνέπεια ἐπιρροῆς τῶν ἐχθρικῶν πνευμάτων. Τὸ ἔργον εἶναι ἐνίοτε δύσκολον καὶ ἄκρως ὑπεύθυνον. Ἐὰν τὸ παρὰ τοῦ Θεοῦ δοθὲν ἐπιγράψωμεν εἰς ἐναντίαν δύναμιν, τότε κινδυνεύομεν νὰ ἐμπέσωμεν εἰς βλασφημίαν κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἀντιθέτως: Ἐὰν δεχθῶμεν δαιμονικὴν ἐπίδρασιν ὡς ἐκ τοῦ Θεοῦ προερχομένην τότε ὠθοῦμεν τὸν ἐμπεπιστευμένον εἰς ἡμᾶς ἐξομολογούμενον εἰς τὴν λατρείαν τῶν δαιμόνων. Συνεπῶς εἶναι ἀπαραίτητος εἰς πάντας ἀνεξαιρέτως τοὺς πνευματικοὺς ἡ θερμὴ καὶ διηνεκὴς προσευχὴ ἐν γένει καὶ ἐν ἑκάστῃ ἰδιαιτέρα περιπτώσει, ὅπως Αὐτὸς ὁ Κύριος διαφυλάξῃ αὐτοὺς ἀπὸ σφαλμάτων ἐν τῇ διακονίᾳ αὐτῶν»[4].
.            Κάποτε μπορεῖ ὁ Πνευματικός νά χρησιμοποιήσει μία μέθοδο γιά νά διαπιστώσει ἄν ὑπάρχει ὑπερηφάνεια ἤ ταπείνωση στήν ψυχή αὐτοῦ πού διηγεῖται τήν ὅραση. «Ὅταν ἡ κατάστασις τῶν πραγμάτων δὲν εἶναι σαφὴς», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, «εἰς τὸν πνευματικόν, δύναται οὗτος νὰ καταφύγη εἰς τὴν «ψυχολογικὴν μέθοδον»: Προτείνει εἰς τὸν ἐξομολογούμενον νὰ μὴ ἐμπιστεύηται εἰς ἰδιότυπα φαινόμενα παντὸς εἴδους. Ἐὰν ἡ ὅρασις εἶναι ἀληθῶς ἐκ τοῦ Θεοῦ, τότε ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ἐξομολογουμένου θὰ ἐπικρατῆ ταπείνωσις καὶ ἡσύχως θὰ δεχθῆ τὴν συμβουλὴν νὰ εὐρίσκηται οὗτος πάντοτε ἐν νήψει. Εἰς τὴν ἀντίθετον περίπτωσιν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιδράση ἀρνητικῶς ὁ ἐξομολογούμενος ἐπιμένων νὰ ἀποδείξη ὅτι ἡ ὅρασις δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ προέρχηται ἄλλοθεν εἰ μὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔχομεν λόγον νὰ ἀμφιβάλλωμεν περὶ αὐτοῦ. Βεβαίως ἡ τοιαύτη μέθοδος δὲν εἶναι εἰ μὴ καταπραϋντικόν τι, καὶ δὲν πρέπει νὰ προσφεύγωμεν εἰς αὐτὴν εὐκόλως. Ἡ πείρα κατέδειξεν ὅτι, ὅταν πειράζη τις τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὠθεῖ αὐτὸν εἰς θυμὸν καὶ πικρίαν»[5]. Ἐπίσης εὔστοχα ἐπισημαίνει: «Ἡ ὑπερηφανία συνιστᾶ τὸν πυρήνα τῆς πνευματικῆς πτώσεως. Διὰ τῆς ὑπερηφανίας οἱ ἄνθρωποι ἀποβαίνουν ὅμοιοι πρὸς τοὺς δαίμονας. Ἴδιον εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ἡ ταπεινὴ ἀγάπη, … »[6]. Ἴδιον τοῦ ὑπερήφανου εἶναι τό ἴδιον θέλημα.
.            «Αὐτοί πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται», παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος, «δέν γνωρίζουν τί σημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιά νουθεσία. Πνευματικός, τούς κούει κατά τήν διάρκεια τς ξομολογήσεώς τους μέ προσοχή καί προσευχή καί ντιλαμβάνεται τήν μετανοησία τους καί τήν λλειψη γαθς διαθέσεως κ μέρους τους. ταν ρχίσει νά τούς νουθετε τόν διακόπτουν. Ὅταν μέ ταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους, ἐξανίστανται καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλά γιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πού ἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν ψυχή. Γιατί οὔτε ταπεινωμένοι εἶναι οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυά τους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖα ποδηλώνουν πληγωμένο γωϊσμό καί χι συντετριμμένη καρδιά»[7].
.            Δυστυχῶς οἱ ὑπερήφανοι-ἐγωισταί προσέρχονται στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως-Μετανοίας-Πνευματικῆς Πατρότητας ὄχι γιά νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ λλά γιά νά κάνουν μία «συζήτηση», νά πάρουν καί τή «γνώμη-ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας».
.            Πολύς ἐγωισμός συνήθως ὑπάρχει στούς μορφωμένους σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀμόρφωτους πού εἶναι κατά κανόνα πιό ταπεινοί. «Οἱ πεπαιδευμένοι ἄνθρωποι», σημειώνει ὁ π. Σωφρόνιος, «κρατοῦν ἰσχυρῶς ἄλλην ἀρχήν: τὴν ἰδίαν αὐτῶν σύνεσιν. Πς λόγος το ερέως δι’ ατος εναι πλς νθρώπινος, κα ς κ τούτου ποκείμενος ες κριτικν συζήτησιν. Νὰ ἀκολουθήση τις ἀδιακρίτως τὴν ὑπόδειξιν τοῦ πνευματικοῦ θὰ ἦτο δι’ αὐτοὺς μωρία. Ἐκεῖνο ὅπερ βλέπει καὶ φρονεῖ ὁ πνευματικὸς τοῦτο οὐδόλως ἀποδέχεται ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος καὶ ἀπορρίπτει, διότι ζῆ εἰς ἄλλο ἐπίπεδον. Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος, συναντώμενος μετ’ ἀνθρώπων οἵτινες κατευθύνονται ὑπὸ τῶν προσωπικῶν αὐτῶν παρορμήσεων καὶ ἀπορρίπτουν τὸν λόγον, τὸν διδόμενον ὑπὸ τοῦ ἱερέως κατόπιν προσευχῆς, ἀρνοῦμαι νὰ ἐκζητήσω παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύψη εἰς τοὺς προσερχομένους τὸ ἅγιον καὶ παντέλειον Αὐτοῦ θέλημα. Διὰ τῆς ὁδοῦ ταύτης δὲν θέτω αὐτοὺς εἰς κατάστασιν πάλης μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ λέγω εἰς αὐτοὺς τὴν προσωπικήν μου μόνον γνώμην, ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῶν Ἔργων τῶν ἁγίων Πατέρων ἢ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ ἀφήνω αὐτοὺς ἐλευθέρους ἀπὸ τῆς Θεομαχίας, καὶ τρόπον τινὰ εἰς τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκλίνουν ἀναμαρτήτως ἀπὸ τῆς συμβουλῆς μου, ὡς ἐξ ἀνθρώπου μόνον προερχομένης. Βεβαίως τοῦτο μακρὰν ἀπέχει τοῦ ζητουμένου ἀφ’ ἠμῶν ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Ἐκκλησίας»[8].
.        Ἡ διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ πρέπει νά εἶναι πολύ μεγάλη, ὥστε νά ὁδηγήσει στήν πνευματική θεραπεία τόν ἐξομολογούμενο. «Καλεῖται (ὁ πνευματικὸς)», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, «πρὸς ὑψίστην δημιουργίαν, εἰς ἀσύγκριτον τιμήν: νὰ δημιουργήση θεοὺς διὰ τὴν αἰωνιότητα ἐν τῷ Ἀκτίστῳ Φωτί». Αὐτὴ ἡ δημιουργία ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τὴν διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν συνεργασία τοῦ μετανοοῦντος-ἐξομολογουμένου.
.        Ο ταπεινο νθρωποι, σ ντίθεση μ τος γωιστές, εναι ατο πο ναπαύουν τν Θε λλ κα τν Πνευματικό. Αὐτοὶ καὶ ὁδηγοῦνται στὴν θεραπεία. « Συνήρπαζεν ἐμὲ», γράφει πάλι ὁ π. Σωφρόνιος, « ἡ θέα τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν κεκρυμμένων ὑπὸ τὴν ταπεινὴν αὐτῶν ἐμφάνισιν. Ἐνίοτε οἱ ἴδιοι φυλασσόμενοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν κατενόουν ὁπόση πλουσία εὐλογία ἐπανεπαύετο ἐν αὐτοῖς. Εἰς αὐτοὺς κατ’ ἐξοχὴν ἐδόθη νὰ διαισθανθοῦν τὴν ἀνεπάρκειαν αὐτῶν κατὰ καιροὺς δὲ εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε τρόπον τινὰ νὰ μὴ τολμοῦν καὶ νὰ σκεφθοῦν ὅτι ὁ Θεὸς ἐπαναπαύεται ἐν αὐτοῖς καὶ οὗτοι ἐν Αὐτῷ. Τινὲς ἐξ αὐτῶν ὠδηγήθησαν εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλὰ δὲν ἐγνώριζον περὶ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐν μέρει διότι ἦσαν ὀλίγον μόνον οἰκεῖοι πρὸς τὰ Ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἵτινες περιγράφουν τὸ εἶδος τῆς χάριτος ταύτης. Ἡ ἄγνοια ἐφρούρει αὐτοὺς ἐξ ἐνδεχομένης κενοδοξίας»[9].
.        Κι ἐνῶ οἱ ταπεινοί ἁγιάζονται δυστυχῶς ὑπάρχουν καί κάποιοι τόσο ὑπερφίαλοι καί ὑποκριτές πού νομίζουν ὅτι μποροῦν νά ἐμπαίξουν τόν Θεό, τόν Πνευματικό καί τό μυστήριο. Ἐξομολογοῦνται ἁπλῶς γιά νά τακτοποιήσουν κάπως τήν συνείδησή τους ἤ καί γιά «νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους» ὅτι εἶναι «ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας».
.         «Ἀποκορύφωμα τῆς ὑποκρισίας αὐτοῦ πού ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἐξομολογεῖται», παρατηρεῖ ὁ π. Παῦλος, «εἶναι ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Προσποιεῖται τόν εὐσεβῆ. Πηγαίνει δθεν γιά νά καταθέσει τίς μαρτίες του λλά δέν νέχεται τίς παρατηρήσεις καί δέν κολουθε τίς δηγίες το Πνευματικο.
.        Ἐπειδή ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά παραδεχθεῖ τά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί κφράζει προσωπικά παράπονα πού χει γι’ ατούς λλά καί γιά τόν διο τόν Πνευματικό. Τολμ μάλιστα νά λέγχει τόν Πνευματικό γιά τίς πόψεις καί τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἄσχετα μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως νά ἐπηρεάζει μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν εἴδει κασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ ὑποτίθεται ἐξομολογήσεώς τους»[10].  Πολλοί κατηγοροῦν τόν Πνευματικό γιά σκληρότητα, αὐστηρότητα καί ἔλλειψη διάκρισης. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν συνήθως εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀληθινῆς μετάνοιας καί διάθεσης γιά θεραπεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἐξομολογουμένου.
.        «Ἡ ψυχολογία τῶν μοναχῶν», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, ποὺ πρὶν μεταβεῖ στὴν Εὐρώπη ἦταν Πνευματικὸς σὲ πέντε Ἁγιορείτικα μοναστήρια, «ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀντοχὴ αὐτῶν ὑπερέβαινον τοσοῦτον πάντας καὶ πάντα (ὅσα ἐν Εὐρώπῃ συνήντησα), ὥστε δὲν εὕρισκον οὔτε λόγους, οὔτε ἐξωτερικοὺς τρόπους ἐπικοινωνίας. Ἐκεῖνο ὅπερ οἱ μοναχοὶ ἀποδέχονται μετ’ εὐγνωμοσύνης, ἐν Εὐρώπῃ συνέτριβε τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ ἀπεστρέφοντο ἐμὲ ὡς ἀσυνήθως σκληρόν, καὶ δὴ σκληρὸν μέχρι διαστροφῆς τοῦ Εὐαγγελικοῦ πνεύματος τῆς ἀγάπης. Καὶ ἐγὼ κατενόουν τὰς κρίσεις ταύτας ἀντιλαμβανόμενος ὅτι τὰ «μέτρα» τῶν μοναχῶν καὶ τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ διέφερον βαθέως. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ πλέον ἀφύσικος, οὐχὶ μόνον διὰ τοὺς ἀνθρώπους τῶν καιρῶν τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστοῦ», ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς συγχρόνους ἡμῶν θὰ ἦτο ὁ Χριστός. Τίς δύναται νὰ ἀκούση τοῦ Χριστοῦ ἢ ἔτι μᾶλλον νὰ ἀκολουθήση Αὐτόν; Ἐκεῖνο ὅπερ ἐδίδετο εἰς τοὺς μοναχοὺς μετὰ παρέλευσιν δεκαετιῶν πένθους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ λάβουν εἰς σύντομον χρονικὸν διάστημα, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν διάρκειαν ὀλίγων ὡρῶν εὐχαρίστου «θεολογικῆς» συζητήσεως. Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ – ἕκαστος λόγος Αὐτοῦ – ἦλθον εἰς τὸν κόσμον τοῦτον Ἄνωθεν. Ἀνήκουν εἰς τὴν σφαίραν ἄλλων διαστάσεων καὶ δὲν ἀφομοιοῦνται ἄλλως, εἰ μὴ διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπὶ μακρὸν προσευχῆς μετὰ πολλῶν δακρύων. Ἄνευ τῆς προϋποθέσεως ταύτης θὰ παραμένουν ἐσαεὶ ἀκατανόητοι εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁσονδήποτε «πεπαιδευμένον» ἔστω καὶ θεολογικῶς (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ)»[11].
.          Τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ γίνεται πολύ δύσκολο ὅταν συκοφαντεῖται ἤ διαβάλλεται ἀπό τά ὑποτιθέμενα πνευματικά του παιδιά: «Οὐδόλως εἶναι ἁπλοῦν εἰς τὸν μοναχόν», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «νὰ βαστάση τὸν κόπον τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Καὶ τοῦτο διότι εἶναι μὲν εὐεργετικὴ εἰς αὐτὸν προσωπικῶς ἡ περὶ αὐτοῦ λίαν ἀρνητικὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων … ὅμως … πᾶς ἀρνητικὸς λόγος περὶ αὐτοῦ ἐμπνέει δυσπιστίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας καὶ στηριγμοῦ. Ἡ λύπη αὐτοῦ γίνεται διπλῆ: Λυπεῖται δι’ ἑαυτόν, διότι ζῆ ἀναξίως πρὸς τὴν κλῆσιν αὐτοῦ, λυπεῖται καὶ διὰ τὴν ζημίαν, τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅταν καταστρέφηται τὸ κύρος τῶν ἱερουργῶν. νυπακο ες τν λόγον τν πνευματικν πατέρων εναι σοδύναμος πρς τν πόρριψιν το λόγου το δίου το Χριστο: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν Ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς Ἐμὲ ἀθετεῖ»[12].
.          Πολλές φορές ἐπίσης τά πνευματικά παιδιά μέ μεγάλη εὐκολία ἐγκαταλείπουν τόν Πνευματικό τους Πατέρα. «Πρὸς τὸν ἱερέα», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, «συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ὡς καὶ πρὸς τὸν Θεόν: Ἀπορρίπτουν αὐτὸν μετὰ φοβερᾶς εὐκολίας ὥς τι τὸ ἄχρηστον, μετὰ τῆς βεβαιότητος ὅτι εὐθὺς ὡς θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην αὐτοῦ, θὰ καλέσουν αὐτὸν καὶ οὗτος δὲν θὰ ἀρνηθῆ νὰ ἔλθη»[13].
.          Ἄλλοτε τά Πνευματικά παιδιά πού προηγήθηκαν στήν γνωριμία μέ τόν Πνευματικό ἐμποδίζουν τά πνευματικά Παιδιά πού προσέρχονται ἀργότερα καί βάζουν προσκόμματα στόν ἴδιο τόν Πνευματικό ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ἀγάπης» καί τῆς «περιφρούρησης» τοῦ Πνευματικοῦ.
.          «Εἷς ἐπίσκοπος ὅστις μετὰ θέρμης παρέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν πασχόντων … ἔγραψεν εἰς ἐμέ: «Ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι τὴν ἀγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τοὺς λόγους αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: Ἐκεῖνοι, οἵτινες ὠφελήθησαν ὑπ’ αὐτοῦ, προσεκολλῶντο εἰς αὐτόν, καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐβοήθουν αὐτὸν ἐν τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ διακονίᾳ· ἐν συνέχειᾳ ὅμως κερδήσαντες τὴν ἐμπιστοσύνην αὐτοῦ καὶ γενόμενοι ἀπαραίτητοι δι’ αὐτόν, ἐπεβουλεύοντο τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ παρεμβάλλοντες πανταχοῦ δυσκολίας, ὅτε οὗτος παρέδιδεν ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἐσχάτως προσερχομένους. Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅτε παρέλαβον τὴν ἐπιστολήν, δὲν κατενόουν εἰσέτι τὸ φοβερὸν νόημα τῶν λόγων αὐτοῦ. Διηνοίχθη εἰς ἐμὲ τοῦτο κατὰ τοὺς χρόνους τῆς διακονίας μου ἐν Εὐρώπῃ»[14].
.          Ἴσως ἡ πιὸ δύσκολη περίπτωση γιά τόν Πνευματικὸ εἶναι ὅταν ὁ τάχα ὑποτακτικός-πνευματικό παιδί ἔχει «κλειδωθεῖ» στίς ἀντιλήψεις του καί βλέπει διαμετρικά ἀντίθετα τά πράγματα ἀπ’ ὅ,τι εἶναι στήν πραγματικότητα. Τότε παρεξηγεῖ κάθε ἐνέργεια τοῦ Πνευματικοῦ του καί τό κατακρίνει γιά ὅλα. «Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐννοήση τις τοὺς ἀνθρώπους», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, καὶ συνεχίζει:«Οὗτοι εἴτε εἶναι τυφλοὶ καὶ «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι», εἴτε πάσχουν ὑπὸ πνευματικοῦ καὶ νοεροῦ δαλτωνισμοῦ (πάθησις ὀφθαλμῶν μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν διάκρισιν τῶν χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τὰ πράγματα εἰς διαμετρικῶς ἀντίθετον φωτισμόν, ὁμοίως πρὸς τὸ ἀρνητικὸν φωτογραφίας … Νὰ γνωρίση τις τότε τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν τῆς ζωῆς ἀποβαίνει πλέον ἀδύνατον. Ἐν τοιαύτῃ καταστάσει δὲν ἀπομένει χῶρος δι’ οὐδένα λόγον. Οὗτοι διάκεινται ἐχθρικῶς πρὸς τὰς κινήσεις τῆς ἁγίας ἀγάπης. Ἡ ὑπομονητικὴ ταπείνωσις ἐκλαμβάνεται ὡς ὑποκρισία. … διά τοῦ ὅλου κλίματος ὅπερ δημιουργοῦν διὰ τῆς στάσεως αὐτῶν, δυσχεραίνουν τὴν παρουσίαν τοῦ ἱερέως καὶ ἐν ταυτῷ κατακρίνουν αὐτὸν ὅτι ἀποφεύγει τὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν ὑπὸ παρομοίας συνθήκας, καὶ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι τέλος»[15].

  σωστή προετοιμασία

.          «Ὁ προσερχόμενος στό μυστήριο δέν πρέπει νά ἔρχεται ἀπροετοίμαστος. Πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ μετάνοιά του, δηλ. ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆς του, ἡ ὁποία θά καταλήξει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦ ἱερέα. Ὁ ἱερέας ἔχει τήν ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία νά γίνεται ὄργανο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν παροχή τῆς χάρης τῆς ἀφέσεως. ερέας τσι δέν εναι οτε εσαγγελέας οτε δικαστής. Εναι μάρτυρας τς μετανοίας το πιστο, πού χαίρεται γι᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ Θεός καί ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος γιά τόν ἴδιο λόγο. ῎Αλλωστε καί ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται σέ ἄλλον ἱερέα.
.          Ὁ μετανοημένος λοιπόν πιστός ἔχει ἐξετάσει τόν ἑαυτό του α) ὡς πρός τήν σχέση του μέ τόν ἴδιο τόν Θεό: ἄν Τόν ἀγαπᾶ, ἄν συνεπῶς Τόν σκέπτεται, ἄν προσεύχεται, ἄν ἐκκλησιάζεται, ἄν προσπαθεῖ γενικῶς νά τηρεῖ τό ἅγιο θέλημά Του. β) ὡς πρός τήν σχέση του μέ τό συνάνθρωπο: ἄν καί αὐτόν τόν ἀγαπᾶ καί τόν σέβεται, ἄν δέν τόν κατακρίνει, ἄν δέν τόν ὑβρίζει, ἄν δέν σκέπτεται πονηρά γι᾽ αὐτόν κλπ. γ) ὡς πρός τόν ἑαυτό του: ἄν σέβεται καί τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν καταστρέφει καί τόν φθείρει μέ ποτά, τσιγάρα κ.ἄ., ἄν ἔχει τήν πίστη στή ζωή του πού ζητᾶ ὁ Θεός. Μέ ἄλλα λόγια τό βασικό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐλέγχει τή ζωή του εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀπό τήν τήρηση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Γι᾽ αὐτά ὅλα μετανοεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν βοηθήσει νά μήν τά ἐπαναλάβει. ῎Αν τυχόν ἀργότερα γιά λόγους ἀδυναμίας ἁμαρτήσει καί πάλι, καί πάλι θά ἀκολουθήσει τήν ἴδια διαδικασία. Ὁ Θεός δέν “βαριέται” νά μᾶς συγχωρεῖ, γιατί μᾶς ἀγαπάει. Εἶναι ὁ Πατέρας μας»[16].

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
βλ. https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/12/11/παγίδες-στὴν-ἐξομολόγηση-β´/ 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

[2]  Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[3] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

[4] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[5]  Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[6]  Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[7] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

[8]  Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[9] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[10] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

[11] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[12]  Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[13] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

 [14]  Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[15] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

[16] Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη, http://leimwnas.blogspot.com/2011/06/blog-post_1773.html

ΠΗΓΗ: hristospanagia1.wordpress.com

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε