Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἅγ. νεομ. Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ (1770-1800) Ὁ δι’ ἀπαγχονισμοῦ μαρτυρικῶς τελειωθεὶς στὴν Ρόδο λαμπρὸς γόνος τῆς Ὕδρας. «Ἂς ἔλθει ὁ Χριστός σου, νὰ σὲ σώσει».

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ (1770-1800)
διπαγχονισμο μαρτυρικς τελειωθες στὴν Ρόδο
λαμπρ
ς γόνος τς δρας 

Γράφει ὁ Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος,
Ἐκπαιδευτικὸς

Ἅγ. Κων. Ὑδρ.            Ἀνάμεσα στοὺς πολύφωτους ἀστέρες ποὺ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἔλαμψαν μὲ τὴ σθεναρὴ ὁμολογία καὶ τὴ μαρτυρικὴ τελείωσή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζοφερῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται καὶ ὁ δι’ ἀπαγχονισμοῦ μαρτυρήσας στὴ Ρόδο στὶς 14 Νοεμβρίου 1800 ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ὁ λαμπρὸς αὐτὸς γόνος τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἁγιοσκεπάστου νήσου τῶν Ὑδραίων, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν νεομαρτύρων, ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖο ἐγκαλλώπισμα τῶν νήσων τῆς Ὕδρας καὶ τῆς Ρόδου.
.            Ὁ γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀήττητος ἀθλητὴς τῆς εὐσεβείας, Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, γεννήθηκε στὴν εὔανδρο νῆσο Ὕδρα τὸ 1770 καὶ συγκεκριμένα στὴ συνοικία τῆς Κιάφας τῆς πόλεως τῆς Ὕδρας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς ποὺ ὀνομάζονταν Μιχαὴλ καὶ Μαρίνα Δημαμᾶ. Οἱ δύσκολες συνθῆκες ἐπιβίωσης στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ νησὶ τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴ φίλτατη πατρίδα του καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν τύχη του σ’ ἕναν νέο τόπο, ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ προσέφερε ἐπαγγελματικὴ ἐξέλιξη καὶ σταδιοδρομία. Ἔτσι παρὰ τὴν ἄρνηση τῆς μητέρας του, τῆς Μαρίνας, νὰ φύγει ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος ἀπὸ κοντά της, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθοῦσε τὴν οἰκογένειά της νὰ ξεπεράσει τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐκεῖνος σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν φεύγει κρυφὰ γιὰ τὸ ξακουστὸ νησὶ τῆς Ρόδου μὲ τὸ σημαντικότατο ἐμπορικὸ λιμάνι.
.            Φτάνοντας στὴ Ρόδο συνάντησε δύο συμπατριῶτες του, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονταν στὸν Ροδίτη ναυπηγὸ Καμπούρη. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισε ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος νὰ δουλεύει στὸν ταρσανὰ κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ λίγο ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει αὐτὴ τὴν ἐργασία καὶ νὰ βρεῖ ἀπασχόληση στὸ παντοπωλεῖο τοῦ Νικολάου Καλόγλου στὴν περιοχὴ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ὅπου εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει Τούρκους, Ἑβραίους, Ἀρμένιους, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ντόπιους. Χάρη στὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν τιμιότητά του ἔγινε ἰδιαίτερα συμπαθὴς στὸ ἀφεντικό του, ἐνῶ μέσα ἀπὸ τὶς γνωριμίες ποὺ ἔκανε, ἀπέκτησε φίλους. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Τοῦρκος Χαςὰν Κιρζά, ὁ ὁποῖος τοῦ προξένευσε τὴν ἀδελφή του, τὴ Μενιρέμ, γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Μόλις ὅμως τὸ ἀφεντικό του πληροφορήθηκε αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸν ἀπέλυσε ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ ἔτσι ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἄνεργος.
.            Ἕνας ὅμως Τοῦρκος φίλος του μεσολάβησε στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα Χασὰν Καπιτὰν γιὰ νὰ προσληφθεῖ στὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι ὁ Κωνσταντῖνος βρῆκε ἐργασία στὸ σαράι, τὸ ὁποῖο ἦταν τὸ παλάτι τοῦ Τούρκου ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέθεσε νὰ περιποιεῖται τὸ ἀγαπημένο του ἄλογο, τὴν Ἐσταφέτ. Σύντομα ἀπέκτησε τὴν εὔνοια καὶ τὴ συμπάθεια τοῦ Χασάν, γεγονὸς ποὺ συνετέλεσε στὸ νὰ ἀπολαμβάνει ἐπὶ τρία χρόνια μία ἄνετη καὶ τρυφηλὴ ζωὴ μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ ἀπολαύσεις. Ὅταν μάλιστα νίκησε σὲ ἀγῶνες σκοποβολῆς στὸ «τζιρίτι», στὸν μεγάλο διαγωνισμὸ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μπαϊραμιοῦ, ὅπου χάρη στὴν ἐπιτυχία τοῦ Κωνσταντίνου κέρδισε ὁ Χασάν, στήθηκε στὸ σαράι τρικούβερτο γλέντι. Τότε ὁ Τοῦρκος ἡγεμόνας βρῆκε τὴν εὐκαιρία καὶ ἀφοῦ μέθυσε τὸν νεαρὸ Κωνσταντῖνο, κατόρθωσε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει. Στὴ συνέχεια μετονομάσθηκε σὲ Χαςὰν καὶ ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ περιτομή, τοῦ φόρεσε τὸ ἄσπρο σαρίκι.
.            Τὸ θλιβερὸ γεγονὸς τοῦ ἐξισλαμισμοῦ τοῦ Κωνσταντίνου ἔγινε γνωστὸ στοὺς χριστιανοὺς φίλους του, ἀλλὰ καὶ στὴ μακρινὴ πατρίδα του, τὴν Ὕδρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀπέστειλε στὴ μητέρα του χρήματα μὲ κάποιον γνωστό, ἐκείνη δὲν τὰ δέχθηκε, ἀλλὰ τὰ σκόρπισε μέσα στὴ θλίψη καὶ τὴν ἀπογοήτευσή της. Κάποια στιγμὴ ἀποφάσισε ὁ ἴδιος νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ μητέρα του στὴν Ὕδρα, ἀλλὰ φτάνοντας στὸ νησὶ ἐνδεδυμένος πλέον μὲ τουρκικὴ ἀμφίεση, ἀντιμετώπισε τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπόρριψη τῶν συμπατριωτῶν του. Ὅταν ἔφτασε στὸ πατρικό του σπίτι, ἡ μητέρα του δὲν τὸν δέχθηκε. Μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα στὴν ἔκκλησή του νὰ τοῦ ἀνοίξει, λέγοντάς της ὅτι εἶναι ὁ γιός της ὁ Χασὰν ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴ Ρόδο, ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν γέννησε κανέναν Χασάν, ἀλλὰ τὸν Κωνσταντῖνο, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φύγει. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι δὲν τὸν δέχθηκε οὔτε ἡ νονά του, ἡ ὁποία ἔσπασε τὸ πήλινο δοχεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε πιεῖ νερὸ ὁ ἐξομώτης, φοβούμενη ὅτι θὰ μολυνθεῖ.
.            Συντετριμμένος ἀπὸ τὸ τρομερὸ ὀλίσθημά του καὶ αἰσθανόμενος βαρύτατη τὴ συνείδησή του, ἀφοῦ εἶχε προδώσει τὴν ἀμώμητο χριστιανική του πίστη, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Ρόδο. Ὅσα χρήματα λάμβανε, τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς, ἐνῶ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητος γιὰ τὴν πνευματικὴ συμφορὰ ποὺ τὸν εἶχε βρεῖ. Μέσα ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ τὶς τύψεις ποὺ τὸν βασάνιζαν, ἀποφάσισε νὰ μετανοήσει, νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα Του. Γι’αὐτὸ καὶ στὴ Ρόδο ἀναζήτησε ἕναν πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸ βαρύτατο ἁμάρτημά του, ζητώντας συγχώρηση. Ὅμως στὴν ψυχοσωτήρια ἀπόφασή του νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πνευματικὸς τὸν συμβούλεψε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ νὰ πάει σὲ μακρινὸ τόπο, γιατί λόγῳ τῆς νεαρᾶς του ἡλικίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντέξει τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ἀφοῦ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ δεύτερη φορά. Ἀκολουθώντας ὁ Κωνσταντῖνος τὴν προτροπὴ τοῦ πνευματικοῦ του, πέταξε τὴν τουρκική του ἀμφίεση καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κριμαία, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ὡς γνήσιος χριστιανός. Ἀπὸ τὴν Κριμαία ἀναχώρησε στὴ συνέχεια γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου Πατριάρχης τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν ὁ μετέπειτα ἐθνομάρτυς Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´(1745 – 10 Ἀπριλίου 1821). Μόλις ἔφθασε ὁ Κωνσταντῖνος στὴ Βασιλεύουσα, ἀναζήτησε ἔμπειρο πνευματικό, στὸν ὁποῖο μὲ συντετριμμένη καρδιὰ ἐξομολογήθηκε τὸ βαρύτατο ἁμάρτημά του, ἐνῶ ἀποκάλυψε καὶ τὸν διακαῆ του πόθο νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πνευματικὸς τὸν παρουσίασε στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε´, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν νουθέτησε πατρικά, τὸν συμβούλεψε νὰ μεταβεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ ἐνισχυθεῖ πνευματικὰ καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα τὸν ἀπέτρεψε ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιον τοῦ Τούρκου ἡγεμόνα Χαςὰν καὶ νὰ ὁμολογήσει τὴ χριστιανική του πίστη, φοβούμενος ὅτι θὰ δειλιάσει μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ βασανιστήρια. Ἅγ. Κων. Ὑδρ.
.            Ἔτσι ἀκολουθώντας πιστὰ τὶς συμβουλὲς τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ ἔχοντας μαζί του καὶ μία συστατική του ἐπιστολή, ἔφτασε περὶ τὸ 1799 στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἔμεινε περίπου πέντε μῆνες ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ καὶ κατευθυνόμενος πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς. Ἰδιαίτερα συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν περίφημο πάπα-Σέργιο τῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ὁ ὁποῖος κατέστη ὁ ἀλείπτης του, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ τὸν ἐνίσχυσε πνευματικὰ καὶ τὸν προετοίμασε γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στὴ Μονὴ Ἰβήρων ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ παρὰ τὶς προτροπὲς τῶν πατέρων τῆς Μονῆς νὰ ἐγκαταβιώσει ἐκεῖ ὡς μοναχός, ζητώντας τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος πυρπολούμενος κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἐπιζητοῦσε τὸ μαρτύριο. Ἔτσι ἔχοντας βιώσει τὴ μετάνοια μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση καὶ λαμβάνοντας τὶς εὐχὲς τῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐλογίες τῆς ἐφόρου καὶ προστάτιδος τῆς Μονῆς Ἰβήρων, Ὑπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, ἐπέστρεψε στὴ Ρόδο ὡς μοναχός, ἀποφασισμένος νὰ ὁμολογήσει τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
.            Χωρὶς νὰ χάσει χρόνο, παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Χαςὰν Μπέη μὲ καλογερικὸ ράσο, λέγοντάς του ὅτι εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος ποὺ τὸν ἔπεισε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μωαμεθανισμό. Ὁ πασὰς Χαςὰν προσπάθησε νὰ τὸν συνετίσει, προτείνοντάς του νὰ βγάλει τὸ καλογερικὸ μαῦρο ράσο καὶ νὰ ἐνδυθεῖ μὲ λαμπρὰ ροῦχα, ἐνῶ τοῦ ὑποσχέθηκε πολλὰ δῶρα καὶ χρήματα. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἐνῶ κάλεσε τὸν Χασὰν νὰ ἀσπασθεῖ καὶ ἐκεῖνος τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν αἰώνια χαρὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ ὁμολογία πίστεως τοῦ Κωνσταντίνου ἐξόργισε τὸν Χασὰν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ φυλακὴ τοῦ «Ζιντανίου» μέσα στὸ Παλάτι τῶν Ἱπποτῶν. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁ Χασὰν διέταξε νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του. Ὅμως ἡ ἐπιμονὴ τοῦ νεαροῦ ἀθλητοῦ τῆς πίστεως στὸ νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀπορρίπτει τὸν Μωάμεθ ὡς ψευδοπροφήτη, ἀλλὰ καὶ ἡ προτροπή του νὰ γίνει χριστιανὸς ὁ πασὰς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀπολαύσει τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου, ἐξαγρίωσε τὸν Χαςὰν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντῖνος ὑποβλήθηκε κατ’ ἐντολήν του σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἀφοῦ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα, τοῦ ξερίζωσαν τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του, τοῦ ξεσκισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ σαγόνια μὲ πέτρες, ἐνῶ παράλληλα τὸν ἔφτυναν στὸ πρόσωπο καὶ τὸν εἰρωνεύονταν, λέγοντάς του: «ς λθει Χριστός σου, ν σ σώσει». Στὴ συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακὴ ἁλυσοδεμένο μὲ βαριὲς ἁλυσίδες στὰ πόδια καὶ τὸν λαιμό. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε, ἐὰν ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό. Ἡ σταθερὴ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἐξόργισε ἀκόμη περισσότερο τὸν Χασάν, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν πεντακόσιες φορὲς στὴν πλάτη καὶ τὰ πόδια. Τὸ τραγικὸ ἀποτέλεσμα τῶν νέων σκληρῶν βασανιστηρίων ἦταν νὰ πέσουν τὰ νύχια ἀπὸ τὰ πόδια του, στὴ συνέχεια δὲ αἱμόφυρτος καὶ μισοπεθαμένος ρίχθηκε στὴ φυλακή.
.            Στὴν τραγικὴ αὐτὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του δέχθηκε μέσα στὸ δεσμωτήριο τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος τοῦ θεράπευσε ὅλες τὶς πληγὲς στὸ σῶμα του καὶ ἀποκατέστησε πλήρως τὴν ὑγεία του. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὸν Χασάν, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἄναυδος, ἀφοῦ καθ’ ὑπόδειξη τοῦ γενναίου ἀθλητοῦ τῆς πίστεως παρατήρησε ὅτι οἱ πληγὲς στὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος εἶχαν πλήρως θεραπευθεῖ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ἐπισκέφθηκε μέσα στὴ φυλακὴ καὶ τὸν θεράπευσε. Τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονὸς προκάλεσε ἀναταραχὴ καὶ σύγχυση στὸν Χασαν καὶ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν μάρτυρα ὅτι ἡ θεραπεία τῶν πληγῶν τοῦ σώματός του ὀφείλεται σὲ θαῦμα τοῦ Μωάμεθ, γεγονὸς ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε κατὰ τὴν ἄποψή τους στὸ νὰ ἀσπασθεῖ καὶ πάλι τὸν μωαμεθανισμό. Ὅμως ἡ μετὰ παρρησίας ἔνθερμη ὁμολογία τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου γιὰ τὸν Χριστὸ ἐξαγρίωσε καὶ πάλι τὸν Χασάν, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κλείσουν καὶ πάλι στὴ φυλακή. Μάλιστα τὸν ὁδήγησαν ἁλυσοδεμένο στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, τὸ λεγόμενο «τουμπρούκι», τὸ ὁποῖο ἦταν ἕνας κορμὸς δένδρου μὲ δύο τρύπες, ὅσο νὰ χωροῦν τὰ πόδια του. Τὸ νέο αὐτὸ βασανιστήριο ὑπέμεινε ὁ νεαρὸς μάρτυς προσευχόμενος στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος καὶ πάλι φανέρωσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν παρουσία καὶ τὴ δύναμή Του. Ἔτσι μία νύχτα ἡ σκοτεινὴ φυλακὴ ἄστραψε ἀπὸ ἄκτιστο φῶς, τὰ δὲ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Κωνσταντίνου ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δεσμά. Τὸ ἐξαίσιο οὐράνιο αὐτὸ φῶς ἔγινε ἀντιληπτὸ τόσο σὲ χριστιανοὺς ὅσο καὶ σὲ μουσουλμάνους, οἱ δὲ φρουροὶ ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακὴ νόμιζαν ὅτι ἔπιασε φωτιά, γι’ αὐτὸ καὶ τρομοκρατήθηκαν. Μεταξὺ τῶν φυλακισμένων ποὺ ἔζησαν τὴν ὑπερφυῆ αὐτὴ παρουσία τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἦταν καὶ δύο ἱερεῖς ἀπὸ τὸ χωριὸ Σορωνή, ἀλλὰ καὶ ἕνας χριστιανὸς ἀπὸ τὸ χωριὸ Σιάννα, ὀνόματι Ἰωάννης Πουλούφας, τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ τὰ ἐγγόνια διηγοῦνταν τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Ὅταν ὁ Χασὰν πληροφορήθηκε γιὰ τὸ παράδοξο φαινόμενο τῆς παρουσίας τοῦ φωτὸς μέσα στὴ σκοτεινὴ φυλακή, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀποσιωπηθεῖ τὸ γεγονός, ἐνῶ διέταξε νὰ συνεχιστοῦν τὰ βασανιστήρια στὸν νεαρὸ ἀθλητὴ τῆς πίστεως. Μάλιστα μία ἡμέρα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ὁ Κωνσταντῖνος προσευχόταν, ἕνας βάρβαρος ἰμάμης σήκωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὸν χαστουκίσει. Ἀμέσως τὸ χέρι του ἔγινε κατάμαυρο, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὸν τρόμο στοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε δὲν ξανατόλμησαν νὰ τὸν χτυπήσουν. Ὁ θαρραλέος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ, Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ἔμεινε πέντε μῆνες μέσα στὴν ὑγρὴ καὶ σκοτεινὴ φυλακή, δεχόμενος ἀγόγγυστα κάθε εἴδους ταλαιπωρία καὶ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ ὄνομα τοῦ Ὁποίου ἐπιζητοῦσε νὰ μαρτυρήσει. Μόνο ἕνας εὐλαβὴς χριστιανὸς τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ τοῦ ἔφερνε τὴ Θεία Κοινωνία, μὲ τὴν ὁποία ἔπαιρνε θάρρος, δύναμη καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγώνα του.
.            Ὁ Χασὰν δίσταζε ὅμως καὶ φοβόταν νὰ θανατώσει τὸν προσηλωμένο στὴ χριστιανικὴ πίστη Κωνσταντῖνο, διότι ὁ καπετὰν Γιώργης Βούλγαρης ποὺ ἦταν συμπατριώτης τοῦ Κωνσταντίνου, ἦταν ναύαρχος στὸν στόλο του καὶ θὰ τὸν ἔστελνε νὰ καταστείλει τὴν ἐξέγερση στὴν Ἀττάλεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χασὰν ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν καπετὰν Γιώργη γιὰ νὰ ζητήσει τὴ γνώμη του γιὰ τὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ πράξει μὲ τὸν Κωνσταντῖνο. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε νὰ τὸν μεταχειρισθεῖ ὅπως νομίζει καὶ θέλει. Τότε ὁ Χασὰν προτοῦ τὸν ὁδηγήσει στὸν τόπο τῆς θανατικῆς ἐκτέλεσης, τὸν κάλεσε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ τὸν ρώτησε, ἐὰν μετανοεῖ καὶ ἐὰν ἀποκηρύσσει ὅλα ὅσα ὁμολόγησε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ὁ γενναῖος Κωνσταντῖνος ὁμολόγησε γιὰ ἄλλη μία φορὰ μὲ ξεχωριστὴ παρρησία τὴν ἀγάπη του στὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ Χριστό, τοῦ δήλωσε δὲ τὴ σταθερή του πρόθεση καὶ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴ δόξα Του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ λάμβανε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος μὲ τὴ μαρτυρική του τελείωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν Θεία Κοινωνία μέσα στὴ φυλακή, γιὰ νὰ κοινωνήσει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὰ ξημερώματα τῆς 14ης Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1800, ἡμέρας ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Φιλίππου, ὁδηγήθηκε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Χασαν στὴ θέση Μανδράκι τῆς πόλεως Ρόδου, ὅπου σ’ ἕναν μεγάλο πλάτανο δέχθηκε τὸν δι’ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο. Ἔτσι ὁ ἐξ Ὕδρας τριαντάχρονος Κωνσταντῖνος Δημαμᾶς κρεμάσθηκε στὴν ἀγχόνη καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο μὲ τόση παρρησία ὁμολόγησε, τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται ἐσαεὶ ὡς κλέος καὶ καύχημα τῶν νεομαρτύρων, ὡς ἀήττητος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀγαλλίαμα ἁπάντων τῶν ὀρθοδόξων, ὡς τερπνότατον ἐντρύφημα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εὔοσμο κρίνο, ὡς κατάπτωση τῆς πλάνης τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι τὴν ἴδια νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία ἐτελειώθη μαρτυρικῶς δι’ ἀγχόνης ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ἕνας μεγάλος φωτεινὸς Σταυρὸς ἔλουσε μὲ τὸ φῶς του τὸ δένδρο τοῦ μαρτυρίου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο τοῦ Ἁγίου, ὁ μοιραῖος πλάτανος καταστράφηκε ἀπὸ ἀνεμοστρόβιλο, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀπεβίωσε προσβεβλημένος ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια ὁ Χασάν, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ Κωνσταντίνου πάνω σ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ ξύλα. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου παρέλαβε ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἀγάπιος καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ τὶς πρέπουσες τιμὲς πίσω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Εἰσοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου τῆς πόλεως Ρόδου. Τὸ 1921 ἀνακαλύφθηκε ἡ μαρμάρινη πλάκα ποὺ τοποθέτησε ἀργότερα ὁ συμπατριώτης τοῦ Κωνσταντίνου, Κωνσταντῖνος Καφᾶς, καὶ ἡ ὁποία βρίσκεται σήμερα ἐντοιχισμένη στὸν δεξιὸ τοῖχο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.
.                Τὸ 1803, τρία χρόνια δηλαδὴ μετὰ τὸ ἔνδοξο μαρτύριο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ νεομάρτυρος Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἦρθε στὴ Ρόδο ἡ μητέρα του, ἡ Μαρίνα Δημαμᾶ, καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ υἱοῦ της, τὰ μετέφερε στὴν Ὕδρα καὶ τὰ τοποθέτησε ὡς ἀνεκτίμητο πνευματικὸ θησαυρὸ στὸ χρονολογούμενο ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα περιώνυμο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Φανερωμένης, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ σημερινὸς Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου στὴν πόλη τῆς Ὕδρας. Στὴ Ρόδο παρέμεινε ἡ ὠλένη τῆς χειρὸς τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία κράτησε γιὰ εὐλογία ὁ ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου, π. Ἰωάννης. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ λείψανο φυλάσσεται μέχρι σήμερα σὲ ἀργυρὴ λειψανοθήκη καὶ λιτανεύεται μὲ τὴν πρέπουσα ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα στὶς 14 Νοεμβρίου, κατὰ τὸν ἐτήσιο λαμπρὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου τῆς πόλεως Ρόδου, Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὸ 1955 καὶ κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ρόδου κυροῦ Σπυρίδωνος (+29 Ἀπριλίου 1988), τοῦ ἐκ Ληξουρίου Κεφαλληνίας καταγομένου, θεσπίσθηκε ἐπισήμως μὲ σχετικὸ βασιλικὸ διάταγμα (Β.Δ. 2/12/1954 –ΦΕΚ φ. 28 Α´Τεῦχος 8.2.1955) ἡ 14η Νοεμβρίου ὡς ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου Ἁγίου τῆς πόλεως Ρόδου, ὅπου καὶ ἔλαβε χώρα ἡ δι’ ἀπαγχονισμοῦ μαρτυρική του τελείωση. Ἔκτοτε ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἀποτελεῖ γιὰ τὴν πόλη τῆς Ρόδου ἐπίσημη τοπικὴ ἀργία καὶ ἀφορμὴ πνευματικῆς ἀνατάσεως, ἀφοῦ στὸν πανηγυρικὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ ἐνδόξου νεομάρτυρος τελεῖται πολυαρχιερατικὸ συλλείτουργο καὶ μεγαλοπρεπὴς λιτανεία μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν ἀρχόντων, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ εὐσεβοῦς ροδιακοῦ λαοῦ. Ἡ λιτανεία ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Εἰσοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου καὶ καταλήγει στὴν πλατεία τοῦ Δημαρχείου, ὅπου ἐντός τοῦ δημαρχιακοῦ μεγάρου ὑπάρχει παρεκκλήσιο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἔγινε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀειμνήστου δημάρχου Ρόδου Μιχαὴλ Πετρίδη (Ἰανουάριος 1955 – Μάιος 1964) καὶ μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ρόδου κυροῦ Σπυρίδωνος. Τὸ 1992 καὶ μετὰ τὸν πανηγυρικὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου στὴν ἱστορικὴ γενέτειρά του, τὴ νῆσο Ὕδρα, μεταφέρθηκε ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου πρώην Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης κυροῦ Ἰεροθέου (+15 Ἰουλίου 2008) ἡ φυλασσόμενη στὸ ἱστορικὸ νησὶ τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ τιμία κάρα τοῦ ἐνδόξου νεομάρτυρος στὴ Ρόδο, ὅπου ἔλαβαν χώρα λαμπρὲς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου.
Κάρα Ἁγ. Κων. Ὑδρ..            Ἀλλὰ καὶ στὴν ἡρωοτόκο καὶ εὔανδρο νῆσο τῆς Ὕδρας μὲ τὸ ἔνδοξο παρελθὸν καὶ τὴν πλούσια ναυτικὴ καὶ κολλυβαδικὴ παράδοση τιμᾶται καὶ γεραίρεται μεγαλοπρεπῶς καὶ εὐσεβοφρόνως ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος ὡς πολιοῦχος, προστάτης καὶ ἔφορος τῆς νήσου. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι τὰ «μυρίπνοα» ἱερά του λείψανα φυλάσσονται στὴν Ὕδρα ἀπὸ τὸ 1803 ὡς ἀνεκτίμητος καὶ πάνσεπτος πνευματικὸς θησαυρὸς πρὸς ἁγιασμὸ καὶ εὐλογία τοῦ εὐσεβοῦς ὑδραϊκοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν φιλαγίων ἐπισκεπτῶν ποὺ καταφθάνουν στὴν ἁγιοτόκο Ὕδρα γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν πλούσια ἐκκλησιαστικὴ κληρονομιὰ τοῦ μικροῦ, ἀλλὰ ἱστορικοῦ αὐτοῦ νησιοῦ τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου στὴν ἱστορικὴ γενέτειρά του ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ νωρίς. Μόλις τὸ 1815 ἱστορήθηκε ἡ πρώτη εἰκόνα τοῦ νεομάρτυρος καὶ τοποθετήθηκε στὸν τρισυπόστατο Ἱερὸ Ἐνοριακὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πόλεως Ὕδρας, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε τὸ 1815 ἀπὸ τὸν ἱερέα π. Δημήτριο Μερκούρη καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Δημήτριο, τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο καὶ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο τὸν Ὑδραῖο. Τὸ 1825 ἀνεγέρθηκε παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο στὴν πλαγιὰ τῆς Μπουαγιᾶς, στὴν περιοχὴ τῆς ἐνορίας τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ἐνῶ τὸ 1861 ἀνεγέρθηκε ἔμπροσθεν τῆς ἱστορικῆς κολλυβαδικῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ Ὕδρας περικαλλὲς παρεκκλήσιο, βασιλικοῦ ρυθμοῦ, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου. Τὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ ἀνεγέρθηκε ἀπὸ τὴ μοναχὴ Μακαρία, κατὰ κόσμον Μαρίνα Σαρκώση, πρώτη ἐξαδέλφη τῆς μητρὸς τοῦ Ἁγίου, καὶ εἶναι ἐμφανὲς σὲ μεγάλη ἀπόσταση, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ὕδρας. Ἐπίσης τὸ εὑρισκόμενο παραπλησίως τοῦ Καθολικοῦ της Ἱερᾶς Μονῆς Γενεσίου Θεοτόκου Ζούρβας τρισυπόστατο πέτρινο παρεκκλήσιο τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων. Τὸ βυζαντινοῦ ρυθμοῦ μετὰ τρούλου περικαλλὲς αὐτὸ παρεκκλήσιο θεμελιώθηκε στὶς 12 Μαρτίου 1975 καὶ ἐγκαινιάσθηκε στὶς 24 Ὀκτωβρίου 1979 ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου πρώην Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης κυροῦ Ἰεροθέου. Μέχρι τὸ 1974 ὁ πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου Ἁγίου τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς Ὑδραίων τελοῦνταν στὴν παλαίφατη Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Φανερωμένης Ὕδρας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σημερινὸς Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς τοῦ νησιοῦ. Ὅμως ἡ εὐλάβεια τόσο τῶν κατοίκων τῆς Ὕδρας ὅσο καὶ τῶν ἀποδήμων Ὑδραίων πρὸς τὸν προστάτη τους Ἅγιο σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ προτροπὴ τοῦ ἀοιδίμου φιλαγίου καὶ ἀσκητικοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Ἰεροθέου γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ ἀφιερωμένου στὸν ἔνδοξο Ὑδραῖο νεομάρτυρα, συντέλεσε στὸ νὰ ἀνεγερθεῖ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 στὴ συνοικία τῆς Κιάφας, ὅπου ὁ Ἅγιος γεννήθηκε, ὁ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου βασιλικοῦ ρυθμοῦ περικαλλὴς Ἱερὸς Ναός, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα στὶς 14 Νοεμβρίου 1974. Ἔκτοτε στὸν Ἱερὸ αὐτὸ Ναό, ὁ ὁποῖος κοσμεῖται μὲ ἐπιβλητικὸ μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα τοῦ πολιούχου Ἁγίου της Ὕδρας καὶ ἀποτελεῖ τὸ ἐπίκεντρο τῶν κατ’ ἔτος λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων πρὸς τιμήν του.

[…]

.                Πλούσια εἶναι καὶ ἡ ὑμνογραφία, ἡ ὁποία συντάχθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ὑδραίου νεομάρτυρος. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀλείπτης στὸν ἔνδοξο μαρτύριό του, συνέθεσε Ἀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ συνέγραψε τὸ συναξάριό του. Ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1814 στὴ Βενετία καὶ ἐπακολούθησαν ἄλλες δέκα ἐκδόσεις σύμφωνα μὲ τὸν Π. Νικολόπουλο. Ὁ ἀείμνηστος Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας Γεράσιμος Μοναχὸς ὁ Μικραγιαννανίτης, ἀλλὰ καὶ ὁ Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας Δρ. Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας ἐποίησαν Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ Χαιρετιστηρίους Οἴκους στὸν Ἅγιο, ἐνῶ ὁ νῦν Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος ἔχει συνθέσει πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀκολουθία, Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ Χαιρετιστήριους Οἴκους. Παρακλητικὸ Κανόνα στὸν Ὑδραῖο νεομάρτυρα ἔχουν ποιήσει ἐπίσης ὁ Ἀρχιμανδρίτης – Ἱεροκῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης π. Σεραφεὶμ Στεργιούλης (νῦν Μητροπολίτης Κυθήρων καὶ Ἀντικυθήρων), ἀλλὰ καὶ ὁ ἐξ Ὕδρας ἀοίδιμος Ἱερομόναχος Δωροθέος Δ. Κιοσσές, ὅπως παρατίθεται στὴν ἔκδοση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου του 1893, τῆς ποιηθείσης ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στὶς 10-14 Νοεμβρίου 2000 καὶ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπετειακῆς συμπληρώσεως διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὸ ἔνδοξο μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου (1800-2000) διοργανώθηκε στὴν Ὕδρα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἐρμιονίδος καὶ Τροιζηνίας Διορθόδοξο Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο μὲ τίτλο: «Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος – Νεομάρτυρες Προάγγελοι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους», γιὰ νὰ τιμηθεῖ καὶ νὰ προβληθεῖ δεόντως ἡ προσφορὰ τοῦ Ὑδραίου νεομάρτυρος, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν νεομαρτύρων στὸ ἑλληνορθόδοξο ἔθνος μας καὶ τὴν πατρίδα μας.

 .           Ὁ λαμπρὸς γόνος τῆς Ὕδρας καὶ τὸ καύχημα τῆς Ρόδου, ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, προβάλλει στὴ σημερινὴ ἀλλοπρόσαλλη ἐποχή μας ὡς φωτεινὸς ὁδοδείκτης καὶ ὡς ὁλόλαμπρο παράδειγμα πρὸς μίμηση, ἀφοῦ διδάσκει, ἐμπνέει καὶ καθοδηγεῖ τοὺς ὀλιγόπιστους καὶ τοὺς πνευματικὰ εὐάλωτους μὲ τὴ θαρραλέα του ὁμολογία πίστεως καὶ μὲ τὴν ἀστείρευτη ἀγάπη του στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁποίου ὑπέμεινε πλῆθος βασανιστηρίων καὶ θυσιάστηκε μὲ τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο γιὰ νὰ δοξάζεται αἰώνια μέσα στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς

Βιβλιογραφία 

· Ἐγκόλπιον Ἡμερολόγιον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρόδου 2006.
· Κώτη Κωνσταντίνου Γ., Οἱ Ἅγιοι τῆς Δωδεκανήσου, Β’ Ἔκδοσις, Ρόδος 2001.
· Μπήτρου Γεωργίου – Γελαδάκη Χρήστου, Τὰ ἁγιοβάδιστα νησιὰ – Βίοι τῶν Ἁγίων τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας Ι. Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἑρμιονίδος καὶ Τροιζηνίας, Ἐκδόσεις «Σκοπὸς τοῦ Λόγου», Β´ Ἔκδοση, Αἴγινα 2003.
· Πρακτικὰ Διορθόδοξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος – Νεομάρτυρες Προάγγελοι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους», Ὕδρα 2007
· Σαχίνη Γεωργίου Ν., Ἐκκλησάκια – Ἐκκλησίες – Ἐρημοκκλήσια Ὕδρας, Πειραιεὺς 1972.
· Χονδροπούλου Σώτου, Κωνσταντῖνος ὁ Νεομάρτυς ὁ Ὑδραῖος, Ἐκδόσεις Καινούργια Γῆ, Ἀθήνα 2010.

ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr

, ,

Σχολιάστε

Ο ΑΓ. ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ

Ὁ γιος νεομάρτυς κα μεγαλομάρτυς Κωνσταντνος ὁ Ὑδραος

 Μαρτύρησε στὴν Ρόδο στὶς 14 Νοεμβρίου 1800

.              Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος καταγόταν ἀπὸ τὴν νῆσο Ὕδρα. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Μιχαλάκης καὶ Μαρίνα. Ἡ Ὕδρα εἶναι ἄγονο νησὶ γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοί της ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ ναυτιλία. Ἔτσι ὁ ἅγιος σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν βρέθηκε στὴν Ρόδο. Ἐκεῖ συναναστρεφόταν τὸν πασὰ τῆς Ρόδου Χασάν, ἕνα ἐξωμότη Γεωργιανό. Ὁ πασὰς πρόσεξε τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὸν καλὸ χαρακτήρα τοῦ νεαροῦ Ὑδραίου καὶ ἔβαλε ὅλη του τὴν τέχνη νὰ τὸν ἐξισλαμίσει.Τελικὰ τὸν κατάφερε ὁ μιαρὸς μὲ κολακεῖες καὶ πολλὰ δῶρα. Γιὰ τρία χρόνια ἔμεινε στὸ Ἰσλάμ, στὴν ὑπηρεσία τοῦ πασᾶ, μὲ πολλὲς δόξες καὶ τιμές, ὅμως δοκίμαζε τὴν ἀπόρριψη ἀπὸ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ τὸ σπουδαιότερο τῆς μητέρας του, ἡ ὁποία, ὅταν κάποτε ὁ Κωνσταντῖνος ἐπισκέφτηκε τὴν Ὕδρα, δὲν τοῦ ἄνοιξε κἂν τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ λέγοντάς του ὅτι δὲν τὸν ἀναγνωρίζει γιὰ παιδί της.
.              Ἄρχισε ὅμως ἡ συνείδησή του νὰ τὸν ἐλέγχει ἀκατάπαυστα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θρηνεῖ γιὰ τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ εἶχε πάθει. Τελικὰ πῆγε σὲ κάποιο πνευματικὸ καὶ ἐξομολογήθηκε. Ὅσα χρήματα ἔπαιρνε, τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς. Ποθοῦσε δὲ νὰ παρουσιαστεῖ καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν πασὰ ἀλλὰ ὁ πνευματικός του τὸν ἀπέτρεπε, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως δειλιάσει λόγῳ τῆς νεαρῆς του ἡλικίας. Ἔτσι τὸν συμβούλεψε νὰ φύγει καὶ νὰ πάει σὲ ἄλλο τόπο, ὥσπου νὰ ἀνδρωθεῖ , νὰ σκληραγωγηθεῖ καὶ τότε νὰ παρουσιαστεῖ γιὰ ὁμολογία. Ὑπακούοντας στὸν πνευματικὸ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀναζήτησε ἔμπειρο πνευματικὸ στὸ Πατριαρχεῖο, ὅπου μὲ συντετριμμένη καρδιὰ καὶ θερμὴ κατάνυξη ἐξομολογήθηκε τὴν ἄρνησή του καὶ τὸν πόθο του γιὰ μαρτύριο. Ὁ πνευματικὸς τὸν παρουσίασε στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε´, ὁ ὁποῖος τὸν νουθέτησε πατρικὰ καὶ τὸν ἔστειλε στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἁρματωθεῖ πνευματικὰ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Στὴν Μονὴ Ἰβήρων συνδέθηκε μὲ τὸν περίφημο καὶ κοινὸ πνευματικὸ τοῦ Ὄρους παπα-Σέργιο τῆς Σκήτης τῶν Ἰβήρων. Εἶχε δὲ μεγάλη εὐλάβεια στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὴν Πορταΐτισσα, τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἐνισχύσει γιὰ νὰ ὑπομείνει τὸ μαρτύριο γιὰ χάρη τοῦ Υἱοῦ της. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν, ἐκεῖνος ὅμως εἶχε τόσο μεγάλο πόθο γιὰ τὸ μαρτύριο, ποὺ κυριολεκτικὰ φλεγόταν. Τελικὰ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ρόδο, ὅπου εἶχε ἐξωμόσει. Φθάνοντας στὴνν Ρόδο καὶ πάλι ἐξομολογήθηκε σὲ ἕνα πνευματικὸ τὸν σκοπό του. Ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ τὸν ἐμποδίσει φοβούμενος τὴν ἔκβαση. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ ἄλλοι Χριστιανοί. Ἐκεῖνος ὅμως ὅσο ἐμποδιζόταν τόσα περισσότερο ποθοῦσε νὰ μαρτυρήσει. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ προσευχὴ ξεκίνησε γιὰ τὸν ἀγώνα του.
.          Πῆγε μόνος του καὶ παρουσιάστηκε στὸν πασὰ καὶ τὸν χαιρέτησε. Ὁ πασὰς ἀρχικὰ δὲν τὸν γνώρισε, διότι ὁ ἅγιος φοροῦσε ράσο καὶ ἁγιορείτικο σκοῦφο. Ὁ ἅγιος τοῦ θύμισε :

– Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ὁ Κωνσταντῖνος , ποὺ τὸν ἔπεισες νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ πιστέψει στὸν Μωάμεθ.

Ὁ πασὰς τοῦ ἀπάντησε :

­­– Ἐγὼ δὲν σὲ γνωρίζω ποιὸς εἶσαι, γιατί εἶσαι καλόγερος. Ἀλλὰ ἐὰν εἶσαι δικός μου, γιατί φορᾶς αὐτὸ τὸ μαῦρο ροῦχο ποὺ δὲν εἶναι τῆς θρησκείας μας; Ὁ δικός μας νόμος λέει νὰ φορᾶμε ἄσπρα ἐνδύματα καὶ λαμπρά, γιὰ νὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Βγάλτα λοιπὸν αὐτὰ τὰ καταφρονεμένα μαῦρα ποὺ φορᾶς κι ἐγὼ θὰ σὲ ντύσω μὲ ἄσπρα καὶ λαμπρὰ καὶ θὰ σοῦ δώσω κι ὅσα χρήματα χρειάζεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις τὸν κόσμο καὶ νὰ χαίρεσαι μαζί μου καὶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ σὲ φοβοῦνται καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦν.

.          Ὁ Ἅγιος τότε μὲ πολὺ θάρρος τοῦ ἀποκρίθηκε :

–Ἔλα κι ἐσύ, ἡγεμόνα, νὰ πιστέψεις καὶ νὰ ὁμολογήσεις τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό, νὰ σὲ φωτίσει νὰ δεῖς τὸ ἀληθινὸ φῶς, νὰ κερδίσεις τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Νὰ δεῖς τὰ καλὰ τοῦ Παραδείσου, νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μ’ ὅλους τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους.
– Ποιός σου ἔμαθε ὅλες τὶς φλυαρίες αὐτές, τοῦ λέγει ὁ πασάς. Ἐγὼ σ’ ἔκαμα γιό μου, νὰ σὲ παντρέψω, νὰ μὲ κληρονομήσεις κι ἐσὺ τὰ περιφρόνησες ὅλα αὐτὰ κι ἔγινες καλόγερος ;

.          Τότε ὁ πασὰς διέταξε νὰ ρίξουν τὸν Ἅγιο στὴν φυλακὴ καὶ ἀγανακτισμένος κλείστηκε στὸ χαρέμι του ἀπὸ τὸ κακό του καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες, πῦρ καὶ μανία κατὰ τοῦ μάρτυρος, ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του .Τὸν ρώτησε :

– Τί ἦταν αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ τόλμησες προχτὲς νὰ πεῖς ἐναντίον μου ;
– Σοῦ εἶπα, τοῦ ἀπάντησε ὁ μάρτυς, νὰ πιστέψεις στὸν Χριστό, γιατί ἡ δική σας πίστη εἶναι βρώμικη καὶ ψεύτικη. Πιστεύετε σ’ ἕνα ψεύτη ποὺ δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα οὔτε δίδαξε καμιὰ ἀλήθεια καὶ κανένα καλὸ παρὰ μόνο μυθολογίες, κακίες καὶ διαφθορά. Κι ἐσεῖς τὸν ἀκολουθεῖτε ὡς προφήτη, γι’ αὐτὸ θὰ πᾶτε μαζί του στὴν κόλαση καὶ θὰ κατακαίεστε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σας τοὺς δαίμονες. Ἔλα λοιπὸν νὰ γίνεις Χριστιανός, γιὰ νὰ χαίρεσαι αἰώνια στὸν Παράδεισο.

.           Τότε διέταξε ὁ πασὰς νὰ τὸν δείρουν, νὰ τοῦ ξεριζώσουν τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του, νὰ τοῦ ξεσκίσουν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σαγόνια μὲ πέτρες, γιὰ νὰ μάθει νὰ μιλάει καλύτερα στοὺς ἡγεμόνες. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἅρπαξαν καὶ μὲ πολὺ μίσος ἐκτελοῦσαν τὴν ἐντολὴ τοῦ κυρίου τους, φτύνοντάς τον στὸ πρόσωπο καὶ βρίζοντάς τον, ἐνῶ συγχρόνως τὸν εἰρωνεύονταν: Ἂς ἔλθει ὁ Χριστός σου, νὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὰ χέρια μας.
.           Ὁ ἅγιος τὰ ὑπέμεινε ὅλα αὐτὰ λέγοντας “Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου”. Τέλος μισοπεθαμένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ δεμένο μὲ βαριὲς ἁλυσίδες στὰ πόδια καὶ τὸν λαιμό.
.          Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ἔφεραν πάλι μπροστὰ στὸν δικαστή.

– Μετανόησες γιὰ τὶς χτεσινές σου φλυαρίες, Χασάνη; τὸν ρώτησε ὁ πασάς.
– Ἐγὼ δὲν εἶμαι Χασάνης ἀλλὰ εἶμαι Χριστιανός, Κωνσταντῖνος τὸ ὄνομά μου καὶ δὲν λέω φλυαρίες ἀλλὰ πιστεύω καὶ ὁμολογῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τρία Πρόσωπα, ἕνα Θεὸ ἀληθινό. Τοῦτον προσκυνῶ, τοῦτον δοξάζω, τὴν δὲ θρησκεία σας ἀναθεματίζω.

.         Τότε οἱ στρατιῶτες, μὲ διαταγὴ τοῦ πασᾶ, τοῦ ἔδωσαν πεντακόσιους ραβδισμοὺς στὴ ράχη καὶ πεντακόσιους στὰ πόδια, τόσο ποὺ ἔπεσαν τὰ νύχια τῶν ποδιῶν του καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχε ποτάμι.
.            Νομίζοντας ὅτι πέθανε τὸν σήκωσαν ἀναίσθητο καὶ τὸν πέταξαν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ ὁ τρισμακάριστος ἀξιώθηκε θείας ἀντιλήψεως. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε καὶ θεράπευσε τὶς πληγές του καὶ τὸν ἀπεκατέστησε ὑγιῆ. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες τὸν ὁδήγησαν πάλι στὸν πασά.

– Σοῦ ἄρεσε, Χασάνη, αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανα ; τὸν ρώτησε ὁ πασάς. Ἔλα τὸ γρηγορότερο στὴν πίστη μας, γιὰ νὰ σοῦ χαρίσω ὅσα σοῦ ἔταξα.
– Ξέρεις πολὺ καλά, πασά, πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες τί βασανιστήρια μοῦ ἔκανες. Ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνες οἱ πληγές; βλέπεις κανένα σημάδι ; Κοίταξε, λείπει κανένα μου νύχι; Ὁ Δεσπότης μου Χριστὸς μὲ ἐπισκέφτηκε στὴ φυλακὴ καὶ μὲ θεράπευσε ὡς ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ εἶναι. Αὐτὸν προσκυνῶ καὶ λατρεύω, τὸν δὲ δικό σας Μωάμεθ ἀποστρέφομαι, γιατί εἶναι διεφθαρμένος καὶ ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ πάει μαζί του στὴν κόλαση. Πίστεψε λοιπὸν στὸν Χριστό, ὅπως πιστεύουν μέχρι τώρα καὶ οἱ δικοί σου γονεῖς.
.          Ὁ πασὰς διέταξε νὰ τὸν βάλουν πάλι στὴν φυλακὴ καὶ τὰ πόδια του στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, τὸ λεγόμενο τουμπρούκι. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες φυλάκισαν δύο ἱερεῖς ἀπὸ τὸ χωριὸ Σορόνι, κάποιους Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους. Μία νύχτα, θέλοντας ὁ Χριστὸς νὰ δοξάσει τὸν μάρτυρά Του καὶ πρὸ τοῦ τέλους, ἔστειλε μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς νύχτας καὶ ἔλαμψε φῶς μέγα καὶ ὁ Ἅγιος λύθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες καὶ τὸ τουμπρούκι. Στάθηκε δὲ καὶ προσευχόταν πρὸς τὴν Ἀνατολή. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Χριστιανοί, οἱ δὲ Τοῦρκοι φώναζαν ἀλλὰχ ἀλλάχ, διότι ὅλοι ἔβλεπαν τὸ ἐξαίσιο ἐκεῖνο φῶς. Τὸ οὐράνιο αὐτὸ φῶς εἶδαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν φυλακὴ οἱ φρουροὶ καὶ ἔτρεξαν νομίζοντας πὼς ἡ φυλακὴ ἔπιασε φωτιά. Ὅταν οἱ φρουροὶ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, τὸ ἀνέφεραν στὸν πασά. Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε νὰ μὴ τὸ ἀνακοινώσουν, γιατί εἶναι εἰς βάρος τῆς θρησκείας τους. Παρομοίως φοβέρισε καὶ τοὺς αὐτόπτες φυλακισμένους.
.              Ἀπὸ τότε δὲν τὸν ἔφερε μπροστά του πάλι ὁ πασὰς ἀλλὰ τὸν βασάνιζαν οἱ ὑπηρέτες τῆς πλάνης μέσα στὴν φυλακή. Ἕνας ἰμάμης μία μέρα σήκωσε τὸ μιαρό του χέρι, νὰ τὸν χαστουκίσει καὶ ἀμέσως τὸ χέρι του ἔγινε κατάμαυρο. Ἀπὸ τότε κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν πειράξει. Ἔμεινε στὴν φυλακὴ πέντε μῆνες ταλαιπωρούμενος ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν δίψα, τὴν βρωμιά, τὶς ψεῖρες καὶ τὴν ὅλη δυστυχία τῆς φυλακῆς. Μόνο ἕνας εὐλαβὴς Χριστιανὸς τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ τοῦ ἔφερνε τὴν Θεία Κοινωνία. Ὁ πασὰς φοβόταν νὰ ἐκτελέσει τὸν Ἅγιο ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἐπιρροῆς τῶν Ὑδραίων στὸν ἀρχιναύαρχο τοῦ στόλου τοῦ Αἰγαίου. Ἔγραψε σὲ κάποιον ἐπιφανῆ Ὑδραῖο ζητώντας τὴν γνώμη του γιὰ τὴν ὑπόθεση. Ὁ Ἅγιος, μαθαίνοντας το μέσα ἀπὸ τὴν φυλακή, τοῦ ἔγραψε κι ἐκεῖνος ζητώντας νὰ μὴ τὸν ὑποστηρίξει ἀλλά, ἂν ἀγαπάει τὸν συμπατριώτη του, νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ καπετὰν-Γιώργης ἀπάντησε στὸν πασὰ νὰ τὸν κάνει ὅ,τι θέλει.
.        Κάποια μέρα ὁ πασὰς τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν διέταξε νὰ μεταφέρει πέτρες. Σὲ μία στιγμὴ ὁ Ἅγιος προσποιήθηκε πὼς δραπετεύει, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ τὸν θανατώσει. Ἕνας χριστιανομάχος παραστεκόμενος τοῦ πασᾶ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν χτυποῦσε μὲ μανία μὲ τὴ μαχαίρα του σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Καὶ πάλι τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἀφοῦ ἀπηύδησε ὁ ἡγεμόνας νὰ παιδεύει μάταια τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἔφερε μπροστά του, τελευταία φορά, καὶ τὸν ρώτησε ἂν ἀρνεῖται τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε :

–Σοῦ εἶπα ὅτι Χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ἀκόμη κι ἂν κατακόψεις σὲ μύρια κομμάτια. Κάμε λοιπὸν ὅ,τι θέλεις μία ὥρα ἀρχύτερα, γιατί ὁ Κύριος μὲ προσμένει.

.          Προγνωρίζοντας ὁ Ἅγιος τὸν θάνατό του ζήτησε ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν εὐλογημένο Χριστιανὸ νὰ τοῦ φέρει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Πράγματι, χαράματα τῆς Τετάρτης, 14 Νοεμβρίου, τὸν στραγγάλισαν μέσα στὴν φυλακή. Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, ὁ Τοῦρκος ποὺ τὸν ἔπνιξε βρῆκε κακὸ θάνατο. Χτυπήθηκε ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν ἀπὸ ἀστροπελέκι, τὸ ὁποῖο κατέκαυσε αὐτόν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἦσαν δίπλα του ἔμειναν ἀβλαβεῖς.
.         Τὸ πρωὶ ἔδωσε τὴν ἄδεια ὁ πασὰς στοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὸν θάψουν. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἐνταφιάστηκε στὸν ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ Βαρούσι. Πλῆθος θαύματα ἀκολούθησαν. Ὅποιος πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε τὸν τάφο του μάρτυρος θεραπευόταν δι’ αὐτοῦ, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ὁποιοδήποτε νόσημα ἀσθενοῦσε.
.         Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ζοῦσε καὶ ἔμαθε γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ γιοῦ της καὶ δόξαζε τὸν Θεό, πῆγε ἡ ἴδια στὴν Ρόδο, ὅπου ἔκανε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων, τὰ ὁποῖα μετέφερε στὴν Ὕδρα.

ΠΗΓΗ: vatopaidi.wordpress.com

, , ,

Σχολιάστε