ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος) «Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος ποὺ δὲν ἀγνοεῖ – ἀντίθετα τὴν θεωρεῖ βάση τῆς σκέψης του – τὴν ἔλευση καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱστορία.».

Προσέγγιση στ φιλοσοφικ σκέψη
το
Γιώργου Σαραντάρη*

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.             Ἕνας μὴ εἰδικός, ποὺ ἐκτίμησε βαθιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ καὶ στοχαστῆ Γιώργου Σαραντάρη(1908-1941), ὅταν καλεῖται νὰ μιλήσει γιὰ τὴ φιλοσοφική του σκέψη, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ τὴν προσεγγίσει μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀναξιότητάς του.
.             Ἡ σκέψη τοῦ Σαραντάρη καὶ ἡ αὐστηρὴ κριτική του στὴ φιλοσοφία καὶ στὰ ἡδονιστικὰ βιώματα τῆς Δύσης μὲ εἶχαν ἐντυπωσιάσει, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσα νὰ ἐκφραστῶ δημόσια. Δὲν εἶχα τὴν ἐξειδίκευση γιὰ νὰ γράψω περὶ τῶν μοναδικῶν καὶ ρηξικέλευθων φιλοσοφικῶν σκέψεών του. Ὅμως ἕνας λόγος τοῦ πρώτου του ἐξαδέλφου, ἀρχιτέκτονα Παναγιώτη Σαραντάρη, πρὸς τὸν ὁποῖο εἶμαι εὐγνώμων, μὲ ἐνθάρρυνε. Ὅταν μὲ ρώτησε γιατί θέλω νὰ ἀσχοληθῶ καὶ νὰ γράψω γιὰ τὸν Γιῶργο Σαραντάρη, τοῦ ἐξομολογήθηκα πὼς μὲ ἔχει ἐντυπωσιάσει ὁ φιλοσοφικός του λόγος καὶ τὸ ἦθος στὴ σκέψη καὶ στὰ βιώματά του. Τότε ἐκεῖνος μοῦ εἶπε κάτι ποὺ δὲν θὰ τὸ λησμονήσω ποτέ:
.             «Νὰ πᾶς νὰ βρεῖς τὸν Ζήσιμο Λορεντζάτο καὶ αὐτὸς θὰ σὲ βοηθήσει. Ὅταν γνωριστήκαμε μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Γιῶργος ἔχει γράψει ἀξιόλογη ποίηση, ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ ἀξιόλογος εἶναι ὁ στοχασμός του, ποὺ ἄρδευσε τὴν ποίησή του».
.             Πῆγα καὶ βρῆκα τὸν ἀείμνηστο Ζήσιμο Λορεντζάτο στὸ σπίτι του, στὴν Κηφισιά. Μὲ δέχθηκε προφρόνως, μὲ ἐνίσχυσε νὰ γράψω γιὰ τὸν Σαραντάρη καὶ μοῦ ἀφιέρωσε τὸ πόνημά του «Διόσκουροι», στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὸ ἔργο καὶ στὸν στοχασμὸ τῶν δύο ταλαντούχων Ἑλλήνων πνευματικῶν ἀνθρώπων τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, τοῦ Γιώργου Σαραντάρη καὶ τοῦ Δημητρίου Καπετανάκη, ποὺ ἀπεβίωσαν νεότατοι. Ὁ Λορεντζάτος μοῦ ἐπαλήθευσε τὸ λόγο τοῦ Παναγιώτη Σαραντάρη καὶ μὲ παρέπεμψε στὸ βιβλίο του, ὅπου γράφει:
.             «Ἡ σχέση τοῦ Σαραντάρη μὲ τὴν ποίηση δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ποτὲ αἰσθητικὴ ἢ ἄλλο παρόμοιο, ἀλλὰ στάθηκε σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καθαρὰ πνευματικὴ ἢ μεταφυσική, μία ἀνάβαση ἀπὸ “ἕνα τώρα ποὺ δὲν θυμᾶμαι πότε ἀρχίνησε!” σὲ ἕνα πάντα ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ. Ὁ Σαραντάρης δὲν ξεχνοῦσε πὼς βρισκόμαστε ἐδῶ μονάχα μὲ τὸ ἕνα ποδάρι, πὼς τὸ ἄλλο ποδάρι μας λογαριάζεται κιόλας ξεκινημένο γιὰ ἀλλοῦ…».
.             Στὸν 20ό αἰώνα διακρίθηκαν γιὰ τὸ ἔργο τους πολλοὶ Ἕλληνες διανοούμενοι. Ὅμως ὁ Σαραντάρης ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος στὰ νεώτερα χρόνια, ποὺ δημιουργεῖ μίαν αὐθεντικὴ ἑλληνικὴ ὑπαρξιακὴ φιλοσοφικὴ σκέψη. Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος ποὺ δὲν ἀγνοεῖ – ἀντίθετα τὴν θεωρεῖ βάση τῆς σκέψης του – τὴν ἔλευση καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱστορία. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι μὲ ἐργαλεῖο τους τὴ λογικὴ καὶ στηριζόμενοι στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἢ στὴ δυτικὴ φιλοσοφία ἐπιχειροῦν νὰ ἀπαντήσουν σὲ ἰδεολογικὰ ἢ/καὶ κοινωνικὰ ζητήματα. Στὴν κριτικὴ ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν φίλο του Κων. Δεσποτόπουλο γιὰ τὸ φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου» ὁ Γ. Σαραντάρης ἔγραψε: «Ὁ κ. Δεσποτόπουλος μὲ κατηγορεῖ πὼς ζήτησα στὸ βιβλίο μου νὰ σβύσω τὴ μεγάλη ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ παράδοση, κι ἐννοεῖ τὴν προχριστιανική. Ὀφείλω νὰ δηλώσω ἀπερίφραστα πὼς δὲν εἶχα μία τέτοια πρόθεση. Ἀναφέρομαι βέβαια, καὶ ὑποστασιακὰ καὶ ἱστορικά, στὸ Χριστιανισμό, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ εἶμαι ἀκριβέστερος. Ὁ στοχασμός μου, ὅταν ἐγκαταλείπει τὴ δική μου ζωή, καὶ ζητᾶ μίαν ἀρχὴ ποὺ ἀναμφισβήτητα νικᾶ τὸ θάνατο, ἀνακαλύπτει μονάχα τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει πὼς ἀρνοῦμαι τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Μονάχα, ποὺ τὴ συμβολή της στὸν πολιτισμὸ τῆς οἰκουμένης θὰ τὴν ἐκτιμήσω ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὸν Χριστιανισμό, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὸ λεγόμενο σημερινὸ εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Ὅταν καταδικάζει κανεὶς σήμερα τὸ λεγόμενο πολιτισμὸ τῆς Δύσης, γιατί παρερμήνευσε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι κατ᾽ ἀρχὴν ἄδικος, γιατί μπορεῖ νὰ βρεῖ ἐπιχειρήματα πρὸς ὑποστήριξη τῆς θέσης του. Ἄδικος ὅμως, καὶ ἀνόητος, θὰ ἦταν πασιφανῶς ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔφερνε τὴν ἴδια κατηγορία ἐνάντια στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες! Μὲ ἄλλο κριτήριο μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ κρίνουμε ὅ, τι γίνηκε πρῶτα ἀπὸ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἄλλο ὅ, τι γίνηκε ὕστερα».
.             Κατὰ τὸν Σαραντάρη γνήσια φιλοσοφοῦν πρῶτον ὅσοι ἐνεργητικὰ πιστεύουν καὶ δεύτερον ὅσοι ἀντιμετωπίζουν τὸ θάνατο:
.             «Ὅταν μήτε ἐνεργητικὰ πιστεύουμε, μήτε θυμούμαστε πὼς θὰ πεθάνουμε, τότε δὲν φιλοσοφοῦμε, τότε δὲν μποροῦμε νὰ φιλοσοφήσουμε». Γιὰ νὰ καταλήξει στὸν λόγο ποὺ ὁ Λορεντζάτος χαρακτηρίζει χρυσό: «Ἔξω ἀπὸ τὴν πίστη ὅλα εἶναι τύχη».
.             Ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη καὶ τὰ βιώματα τοῦ Σαραντάρη δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γίνουν ἀποδεκτά. Στὴν πλειονοψηφία τῶν ἀνθρώπων ἐπικρατεῖ πλήρως ὁ «ἡδονισμός», καὶ ἡ προσκόλλησή τους μόνο στὰ γήινα, στὰ φθαρτά. Κατὰ τὸν Σαραντάρη ὁ ἡδονιστὴς εἶναι τὸ ἄτομο ποὺ πεθαίνει ἄτομο. Εἶναι τὸ ὂν ποὺ δὲν βρίσκει ἕνα μεταφυσικὸ σκοπὸ ποὺ νὰ τοῦ ταιριάζει. Γιὰ νὰ ἔχει αὐτὴ τὴν αὐτονομία ὁ ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ τὰ πάθη καὶ τὴ λογική του, κάτι ποὺ ὁ Σαραντάρης ἀποδεικνύει ὡς ἀπολύτως παράλογο. Σὲ μία σκέψη του περὶ ἰδεοκρατίας γράφει, στὶς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1939: «Ἡ τυπικὴ λογικὴ κρύβει τὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν πιστεύει, νὰ δώκει ὑπόσταση σὲ ὅ, τί εἶναι φθαρτό, καὶ νὰ ἀφαιρέσει τὴν ὑπόσταση ἀπὸ ὅ, τι εἶναι ὕπαρξη καὶ ἀλήθεια». Καί, ὅπως ἔγραψε στὸν Κων. Δεσποτόπουλο, ἐνῶ δικαιολογεῖ τοὺς ἀρχαίους προχριστιανικοὺς Ἕλληνες, ποὺ προβληματίζονται καὶ φιλοσοφοῦν μὲ βάση τὴ λογική τους, θεωρεῖ ἀπαράδεκτο αὐτὸ νὰ συμβαίνει στοὺς μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ φιλοσόφους. Στὸ δοκίμιό του «Ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου» σημειώνει: «Ἡ φιλοσοφία τῆς Εὐρώπης εἶναι φτωχή, καὶ ἀνεπαρκὴς γιὰ τὴν τωρινὴ νεότητα, ἀκριβῶς γιατί δὲ νίκησε τὸ φόβο τοῦ θανάτου».
.             Τὸν ἡδονισμὸ καὶ τὸν αἰσθησιασμὸ ὁ Σαραντάρης τὸν ἀπορρίπτει στὴν Τέχνη, νευραλγικὸ τομέα τῆς πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, ὅπως σημειώνει. Ὁ Σαραντάρης ἀναγνωρίζει τὴν ἔμπνευση, τὴν αἰσθητικὴ ἱκανότητα καὶ τὸ λογοτεχνικὸ ταλέντο στοὺς Σαίξπηρ καὶ Γκαῖτε καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες στοὺς Καβάφη καὶ Σεφέρη, ἀλλὰ εἶναι κριτικὸς στὸ ἔργο τους, ὡς « ἄγονο πνευματικά». Γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει πὼς ὁ ἀνιχνευτὴς τῆς ζωῆς μὲ προορισμὸ τὴν αἰωνιότητα Ντοστογιέφσκι «εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Γκαῖτε καὶ τοῦ Σαίξπηρ καὶ πὼς ὅποιος παραδέχεται σοβαρὰ τὸν Ντοστογιέφσκι, δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχτεῖ τὸν Γκαῖτε καὶ τὸν Σαίξπηρ, ὅπως ὅποιος παραδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχτεῖ ἄλλην ἀλήθεια».
.             Ἡ ἄρνησή του πρὸς τὸν ἡδονισμὸ καὶ τὸν ὑλισμὸ ἔκαμε τὸν Σαραντάρη νὰ εἶναι ἀντίθετος στὸν μαρξισμὸ καὶ στὸν φροϋδισμό, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸν ὑπερρεαλισμὸ στὴν Τέχνη. Γιὰ τὸν μαρξισμὸ καὶ τὸν φροϋδισμὸ ἔγραψε:
.             «Εἶναι θεωρίες ποὺ θυσιάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸ θάνατο καὶ δὲν τὸ γνωρίζουν. Εἶναι διαστροφὲς ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ἕναν ἀχαλίνωτο ἡδονισμό. Στὴν ἐπιφάνεια χαρίζουν τὸ μίσος, στὸ βάθος τὴν πεποίθηση τοῦ θανάτου. Ἡ ἡδονὴ τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου ὅλου τοῦ κόσμου, τὶς διατρέχει».
.             Γιὰ τὸν ὑπερρεαλισμὸ καὶ σὲ ἀπάντησή του στὸν Νίκο Καλαμάρη, μέσα ἀπὸ τὶς στῆλες τοῦ περιοδικοῦ «Νέα Γράμματα», τὸν Μάϊο τοῦ 1937, γράφει: «Ὁ ὑπερρεαλισμὸς γίνεται τότε ὅ, τι μπορεῖ νὰ ὑποθέσει κανεὶς τὸ πιὸ ἀντιπνευματικό. Σκέτος ἡδονισμός, μοιάζει φαντασιοπληξία (κάποτε ἐξαιρετικὰ ἔξυπνη καὶ ἐφευρετικὴ) στὸν Νταλί, διαυγὴς ἐπιθυμία τῆς ὑλικῆς εὐημερίας στὸν Μπρετόν». Σημειώνεται ὅτι ὁ Σαραντάρης σὲ γράμμα του ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὅπου εἶχε πάει γιὰ τὴν κηδεία τοῦ πατέρα του, εἶχε συμβουλεύσει τὸν φίλο του Ὀδυσσέα Ἐλύτη νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ὑπερρεαλισμό.
.             Ὁ Σαραντάρης ὑποβαθμίζοντας κάθε τί τὸ ὑλικὸ μποροῦσε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του νὰ βλέπει πολὺ μακρύτερα τῆς ἐποχῆς του. Στὰ 1937 καὶ στὴν παντοδυναμία τοῦ Στάλιν γράφει:
.             «Πιστεύω πὼς ἡ Ρωσία ὕστερα ἀπὸ τὸ σφάλμα ποὺ διέπραξε νὰ ὑποταχθεῖ στὴν ὑλιστικὴ κοσμοθεωρία τοῦ μαρξισμοῦ καὶ τὴν πρόσκαιρη πείρα τοῦ ἰδιότυπου σοσιαλιστικοῦ συστήματος ποὺ σήμερα τῆς δίνει τὴν κατεύθυνση, θὰ γίνει ξανὰ χριστιανὴ -ὀρθόδοξη, ἀλλὰ προικισμένη μὲ μία δύναμη καὶ μία ἐπιβολὴ πάνω στὸν πολιτισμένο κόσμο, ποὺ ἀναμφισβήτητα τῆς ἔλειπαν στὸ παρελθόν». Σημειώνεται ὅτι εἰδικοὶ στρατηγικοὶ ἀναλυτές τῆς Δύσης περὶ τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 καὶ ἐνῶ ὁ Γκορμπατσὼφ ἔκανε ἀπέλπιδες προσπάθειες νὰ περισώσει τὴν καταρρέουσα αὐτοκρατορία, θεωροῦσαν ἀπατηλὰ τὰ ὅσα συνέβαιναν καὶ δήλωναν πὼς ἡ ΕΣΣΔ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἰσχυρὴ καὶ ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα…
.               Ὡς πρὸς τὶς κρίσεις ποὺ διέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα καὶ σήμερα   διέρχεται ἡ χώρα μας εἶχε τονίσει ὅτι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Ὁ ἀείμνηστος ἀξιόλογος φιλόλογος καὶ στοχαστὴς Βασ. Τατάκης ἔγραψε στὸ περιοδικὸ τῆς Θεσσαλονίκης «Μακεδονικὲς Ἡμέρες» τὸ 1937 πὼς ὁ Σαραντάρης μὲ τόλμη γιὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, εἶχε διαπιστώσει: «Πέρασε πιὰ ὁ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν βαθιὰ πὼς ἡ κρίση εἶναι μόνο, ἢ κυρίως οἰκονομική. Τὸ στάδιο αὐτὸ τὸ περάσαμε. Εἴμαστε πιὸ ἕτοιμοι νὰ δοῦμε πὼς ἡ κρίση θρονιάζει μέσα μας».
.             Ἕνας ἀπὸ τοὺς ποιητὲς ποὺ εἶχα τὴν εὐλογία νὰ συναντήσω καὶ νὰ συζητήσω μαζί του γιὰ τὸν Σαραντάρη ἦταν ὁ ἀείμνηστος Τάκης Βαρβιτσιώτης. Ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ τὸν ἔνιωσε καὶ τὸ ἔγραψε, καὶ μάλιστα ἀρκετὰ νωρίς. Στὴ «Διαγώνιο», τὸ 1958, σὲ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ποίηση καὶ ποιητικὰ θέματα τοῦ Γιώργου Σαραντάρη», μεταξὺ ἄλλων, τονίζει:
.             «Γιὰ τὸν Σαραντάρη ποὺ ἦταν σφοδρὸς πολέμιος κάθε ὠφελιμιστικῆς καὶ ἡδονιστικῆς ἀντίληψης, ἡ ποίηση δὲν ἀποτελοῦσε μία πρόσθετη τέρψη γιὰ τὴν καλοπέραση τῶν ἀστῶν, ἀλλὰ ἕνα μέσο, ἕναν ἀγώνα γιὰ νὰ νοιώσουμε τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, μία λύση, τὴ μόνη δυνατὴ καὶ σωτήρια λύση, τὸ μόνο τρόπο νὰ διαφύγουμε ἀπὸ τὴν ἀθεράπευτη ἀθλιότητα τῆς ἀνθρώπινης μοίρας, νὰ νικήσουμε τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου καὶ τὴ βεβαιότητα τοῦ μηδενός, τὴ μόνη κατάφαση τῆς ἀθανασίας».
.             Οἱ φιλοσοφοῦντες ἀξιόλογοι ἐπιστήμονες καὶ διανοούμενοι τῆς ἐποχῆς (Παν. Κανελλόπουλος, Κων. Τσάτσος, Ἰωάν. Θεοδωρακόπουλος, Κων. Δεσποτόπουλος, Ἰωάν. Συκουτρὴς) ἐκτίμησαν τὴ σκέψη τοῦ Σαραντάρη, ἀλλὰ εἶχαν διαμορφώσει μίαν ἄλλη κουλτούρα, ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴ γερμανικὴ διανόηση καὶ τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν, ἢ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν κριτικὴ σκέψη του γιὰ τὴ Δύση καὶ γιὰ τοὺς λογοτέχνες καὶ φιλοσόφους ποὺ θαύμαζαν (Κάντ, Σπινόζα, Γκαῖτε, Σαίξπηρ κ.ἄ.).
.             Ὁ Παν. Κανελλόπουλος σημειώνει πὼς τὸ δοκίμιο τοῦ Σαραντάρη «Συμβολὴ σὲ μία φιλοσοφία τῆς Ὕπαρξης» τοῦ ἀποκάλυψε τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς σκέψης του καὶ τὸν ἔκανε νὰ γράψει ἕνα μεγάλο κριτικὸ σημείωμα στὸ 4ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Ἀρχεῖο Φιλοσοφίας καὶ Θεωρίας τῶν Ἐπιστημῶν». Σ’ αὐτὸ σημειώνει ὅτι ἐνῶ τίποτα ἀπὸ ὅσα γράφει ὁ Σαραντάρης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα του, ἐν τούτοις ἀρνεῖται νὰ τὸν ἀντικρούσει, γιατί «μιλάει ἀληθινά». Μόνο ἀρνεῖται τὶς σκέψεις του γιὰ τοὺς Γκαῖτε καὶ Σαίξπηρ, ποὺ θεωρεῖ ὅτι τοὺς ἔχει παρεξηγήσει… Παράλληλα σημειώνει πὼς «εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσουμε τὸν ποιητὴ Σαραντάρη ἀπὸ τὸν φιλόσοφο Σαραντάρη. Ὁ ἕνας εἰσχωροῦσε στὸν ἄλλον».
.             Ὁ Κων. Τσάτσος σὲ συνέντευξή του, ποὺ εἶναι γραμμένη στὸ ἐξαίρετο βιβλίο τῆς Ὀλυμπίας Καράγιωργα «Γιῶργος Σαραντάρης – Ὁ Μελλούμενος» τονίζει γιὰ τὴ φιλοσοφική του σκέψη:
.             «Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης δὲν ἐντάσσεται πουθενά. Βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας, ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Μαρξισμοῦ καὶ τοῦ Σενσουαλισμοῦ. Εἶχε μία ἐντελῶς δική του, αὐτόνομη κοσμοθεωρία. Κι ἕνα βαθύτατα θρησκευτικὸ συναίσθημα στὴ βάση της… Λίγο μετὰ τὸν θάνατό του εἶχα γράψει γι’ αὐτὸν στὰ “Νεοελληνικὰ Γράμματα”: “…Ἀπὸ τὸ θρανίο ὁ Σαραντάρης καὶ ἀπὸ τὴν ἕδρα ἐγώ, τὰ τελευταῖα χρόνια συγκρουστήκαμε… Παρὰ τὶς διαμαρτυρίες πολλῶν ἄλλων δεχόμουνα αὐτὲς τὶς διακοπές, μόνο καὶ μόνο γιατί μαρτυροῦσαν πνευματικὴ ἁγνότητα καὶ πνευματικὸ πάθος καὶ γιατί χτυπώντας τὸν ἀναγκαῖο ἐκείνη τὴν ὥρα δασκαλισμό μου, θύμιζαν, ἔστω ἄκαιρα, τὶς μεταφυσικὲς ἀρχὲς ποὺ στέκουν πέρα ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα καὶ μάλιστα τὰ μεθοδολογικὰ θέματα τῆς φιλοσοφίας… Ὁ Σαραντάρης ἦταν πλούσιος σὲ ψυχολογικὲς ἀποχρώσεις καὶ σὲ καλλιτεχνικὲς εὐαισθησίες, πολιτισμένος, ἁγνός, καθαρὸς καὶ τίμιος».
.             Θὰ τελειώσω μὲ τὴν σκέψη τοῦ Ζησ. Λορεντζάτου, ποὺ εἶναι γραμμένη στὰ «Collectanea» του (Ἔκδ. Δόμος):
.             «Μπορεῖ νὰ γελιέμαι, ἀλλὰ μοιάζει νὰ μὴν εἶχε μεγάλη τύχη στὴν Ἑλλάδα ἡ σκέψη τοῦ Σαραντάρη δύο φορὲς ὣς τώρα: καὶ ὅταν τὴν πρωτοπαρουσίασε ὁ ἴδιος στὸ ἑλληνικὸ κοινὸ μὲ τὰ δημοσιεύματά του καὶ ὅταν – πάει κάμποσος καιρὸς – δοκίμασα, χρόνια ἀργότερα, νὰ τὴν παρουσιάσω ἢ ἀναπτύξω στὸ ἴδιο κοινὸ μὲ μία πλουσιότερη προοπτικὴ καὶ νὰ τὴν ἐντάξω μέσα στὴ γενικότερη σύγχυση καὶ ἀσυναρτησία τῆς “σήμερον ἀπροσδιορίστου ἐποχῆς” (Παπαδιαμάντης). Ὅποια τύχη ἔλαβαν μακροπρόθεσμα τότε τὰ γραφόμενά του, τὴν ἴδια τύχη βλέπω νὰ λαβαίνουν – βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον – τὰ γραφόμενά μου τώρα γι’ αὐτόν. Ὡστόσο μία σκέψη δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴν τύχη ποὺ λαβαίνει, καλὴ ἢ κακή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ βαρύτητά της. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει, νομίζω, πάντα νὰ εἶναι κανένας αἰσιόδοξος ἢ νὰ προσμένει τὸ καλύτερο ἀπὸ τὶς ἐρχόμενες νεότερες γενιές. Ὑπομονή».
.             Ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται πρέπει νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος. Ἀπὸ τὶς νεότερες γενιὲς ὅλο καὶ περισσότεροι γνωρίζουν τὸν Γιῶργο Σαραντάρη. Καὶ ἡ σημερινὴ ἐκδήλωση στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τῶν προγόνων του αὐτὸ ἀποδεικνύει.-

 *Ὁμιλία στὸ Λεωνίδιο Ἀρκαδίας τὸ Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2014

, , , , , ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε