ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

  • Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ» (ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»)
    (Τακτικὰ θὰ δημοσιεύονται κι ἄλλα ἀποσπάσματα, ποὺ δείχνουν τὸν κόσμο τῆς δυνάμεως καὶ χάριτος τοῦ Θεοῦ )
– Εὐλόγιος  (16.-)
Εἴδαµε κι’ ἄλλον πρεσβύτερο, ποὺ τὸν ἔλεγαν Εὐλόγιο. Αὐτός, ὅταν προσέφερε στὸν Θεὸ τὰ τίµια Δῶρα, ἔπαιρνε τόση χάρι γνώσεως, ὥστε καταλάβαινε τὴν ψυχικὴ κατάστασι καθενὸς ἀπὸ τοὺς µοναχοὺς ποὺ πλησίαζαν τὸ θυσιαστήριο. Βλέποντας πολλὲς φορὲς µοναχοὺς ἕτοιµους νὰ πλησιάσουν τὸ θυσιαστήριο, τοὺς σταµατοῦσε λέγοντας: «πῶς τολµᾶτε νὰ προσέλθετε στὰ Ἅγια µυστήρια ἔχοντας τὴ διάνοια µολυσµένη; Σὺ αὐτὴ τὴ νύχτα εἶχες ἄσχηµους λογισµοὺς πορνείας. Ὁ ἄλλος – ἔλεγε – σκέφθηκε µὲ τὸν νοῦ του ὅτι δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάµεσα στὸν ἁµαρτωλὸ καὶ τὸν δίκαιο, ὅταν προσέρχεται στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος εἶχε ἀµφιβολίες ὡς πρὸς τὴν θεία Εὐχαριστία: «Ἆραγε θὰ µὲ ἁγιάση, ὅταν προσέλθω ;». Ἀποµακρυνθῆτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὰ ἅγια µυστήρια καὶ µετανοῆστε µὲ ὅλη τὴν ψυχή σας, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁµαρτίες σας καὶ νὰ γίνετε ἄξιοι τῆς Κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἐὰν δὲν καθαρίσετε πρῶτα τὸ ἐσωτερικό σας, δὲν µπορεῖτε νὰ πλησιάσετε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ».
Παῦλος ὁ Ἁπλοῦς (24.-)
Ἦταν ἕμας μαθητὴς τοῦ Ἀντωνίου, ὁ Παῦλος, ποὺ τὸν ἔλεγαν ἁπλό. Αὐτὸς κάποτε συνέλαβε ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ τὴν γυναῖκα του σὲ µοιχεία, καὶ ὅµως δὲν εἶπε τίποτε σὲ κανέναν, ἀλλὰ κατέφυγε στὴν ἔρηµο κοντὰ στὸν Ἀντώνιο. Πέφτοντας στὰ γόνατά του τὸν παρεκάλεσε νὰ µείνη µαζί του, γιατί ἤθελε νὰ σωθῇ. Ὁ Ἀντώνιος τοῦ εἶπε: «Μπορεῖς νὰ σωθῇς, ἂν ἔχῃς ὑπακοὴ καὶ ἂν κάνης ὅ,τι ἀκούσεις ἀπὸ µένα». Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: «θὰ κάνω ὅλα ὅσα µὲ  προστάξης». Γιὰ νὰ δοκιµάσῃ τὰ αἰσθήµατά του ὁ  Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε: «Στάσου καὶ προσευχή σου στὸν τόπο αὐτό, ὥσπου νὰ ἔλθω καὶ νὰ σοῦ φέρω δουλειὰ γιὰ νὰ ἐργασθῇς». Μπαίνοντας στὸ σπήλαιο, τὸν παρακολουθοῦσε ἀπ᾽
τὸ παραθυράκι. Ἐκεῖνος ἔµεινε ἀκίνητος στὸ ἴδιο σηµεῖο ὁλόκληρη ἐβδομάδα: φρυγµένος ἀπὸ τὸ καῦµα. Στὸ τέλος τῆς ἑβδοµάδος βγῆκε ὁ Ἀντώνιος καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔλα νὰ πάρεις τροφή». Ἀφοῦ ἑτοίµασε τὸ τραπέζι καὶ τὰ φαγητά, τοῦ λέει: «Κάθισε καὶ µὴ φᾶς ἕως το βράδυ, ἀλλα κύτταζε µόνον τὰ φαγητά». Ὅταν ἐβράδυασε κι ὁ Παῦλος δὲν εἶχε φάει, τοῦ εἶπε ὁ  Ἀντώνιος: «Σήκω, κάνε
τὴν προσευχή σου καὶ κοιµήσου». Ἐκεῖνος ἄφησε τὸ τραπέζι κι᾽ ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε. Κατὰ τὰ µεσάνυχτα τὸν ἐσήκωσε για προσευχή, ἡ ὁποία βάστηξε µέχρι τὸ ἀπόγευµα. Τότε τοῦ ἔστρωσε τραπέζι καὶ τὸν ἔβαλε πάλι νὰ φάη. Ὅταν ἔβαλε στὸ στόµα του τρεῖς µπουκιὲς ψωµί, τὸν διέταξε νὰ σηκωθῇ, χωρὶς νὰ πιῇ νερὸ καὶ τὸν ἔστειλε νὰ βαδίσῃ στὴν ἔρηµο, λέγοντάς του : «Μετὰ ἀπὸ τρεῖς µέρες ἔλα πίσω». Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ εἶχαν ἔρθει µερικοὶ ἀδελφοὶ στὸν Ἀντώνιο. Ὁ Παῦλος ἐπρόσεχε στὰ µάτια τὸν Ἀντώνιο, νὰ ἰδῇ τί θὰ τὸν διατάξῃ νὰ κάνῃ. Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:· «Ὑπηρέτησε τοὺς ἀδελφοὺς µὲ σιωπὴ καὶ µὴ φᾶς τίποτε, µέχρι νὰ φύγουν οἱ ἀδελφοί». Ἀφοῦ συµπληρώθηκε τρίτη ἑβδοµὰς χωρὶς νὰ φάῃ ὁ Παῦλος, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ρωτοῦσαν, γιατί σιωπᾶ. Καθὼς ἐκεῖνος δὲν ἀπαντοῦσε, τοῦ λέγει ὁ  Ἀντώνιος: «Γιατί σιωπᾶς; Μίλησε στοὺς ἀδελφούς». Ἐκεῖνος τότε µίλησε.
Μιὰ ἄλλη φορά, ποὺ εἶχαν φέρει µιὰ στάµνα µὲ µέλι, τοῦ εἶπε ὁ Ἀντώνιος: «Σπάσε τὸ ἀγγεῖο κι ἂς χυθῇ τὸ µέλι». Κι  ἔκαµε ἔτσι. Τοῦ λέει πάλι: «Μάζεψε πάλι τὸ µέλι µὲ µιὰ ἀχιβάδα καὶ πρόσεξε νὰ µὴ λερωθῇ». Ἀκόµη τὸν διέταξε νὰ βγάζῃ νερὸ ὅλη τὴν ἡµέρα. Τὸν ἔµαθε νὰ πλέκῃ καὶ καλάθια καὶ µετὰ ἀπὸ λίγες µέρες τὸν διέταξε νὰ τὰ χαλάῃ. Ἐξήλωσε ἀκόμη τὸ ἐπανωφόρι του καὶ τὸν διέταξε νὰ τὸ ράψῃ καὶ πάλι τοῦ ἐπανέλαβε τὸ ἴδιο. Ἔτσι ἀπέκτησε  ὁ ἄνθρωπος τόσην ὑπακοή, ὥστε τοῦ δόθηκε ἀπ᾽ τὸν Θεὸ ἡ χάρις νὰ βγάζῃ δαιμόνια. Ὅσους δαίμονας δὲν μποροῦσε νὰ βγάλῃ ὁ μακάριος Ἀντώνιος, τοὺς ἔστελνε στὸν Παῦλο καὶ τὴν ἴδια ὥρα ἔφευγαν.

, , ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε