Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἰω. Φουντούλης

ΑΝΑΛΗΨΙΣ: «Ἡ ἑορτὴ τῶν μεγάλων συναισθημάτων, τῆς ποικιλίας τῶν ἀντιθέσεων»

Ἀνάληψις

Τοῦ  (+) Ἰωάννου Φουντούλη.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λογικὴ Λατρεία»,
ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1984

.         «Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς αὐτούς: Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν… βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος. καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν».
.          Μὲ αὐτὲς τὶς ἁδρὲς γραμμές, ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του καὶ στὴν ἀρχὴ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τὴν τελευταία ἐμφάνισι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στοὺς μαθητάς Του.[1] Ὅπως στὰ δύο αὐτὰ βιβλία τοῦ ἱεροῦ Λουκᾶ, ἔτσι ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου κατακλείει τὴν ἱστορία τοῦ ἐπὶ γῆς βίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνοίγει τὴν ἱστορία τῶν μαθητῶν – τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια ὁ συνδετικὸς κρίκος, ἡ μετάβασις ἀπὸ τὴν μία φάσι τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ στὴν ἄλλη. Τὸ κλείσιμο τῆς πρώτης σκηνῆς καὶ τὸ ἄνοιγμα τῆς δευτέρας. Ἀκριβῶς δὲ τὴν τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν ἀνάστασι ἡμέρα, ἀφοῦ ὑμνήσαμε καὶ δοξολογήσαμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὰς τὴν δόξα τοῦ ἀναστάντος, ἀφοῦ ζήσαμε ἐπὶ 40 ἡμέρες στὴν χαρούμενη ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας Του, θὰ κληθοῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ παραστοῦμε νοητὰ στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσωμε τὸν ἀπερχόμενο Σωτήρα.
.        Δὲν ξεύρω ἂν ὅλοι οἱ ἀκροαταί μου βρέθηκαν ποτὲ σὲ ὥρα λατρείας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως ἢ καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη λειτουργικὴ σύναξι μέσα στὸν ὑπέρλαμπρο ναὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν Ἁγία Σοφία. Τὸν μεγάλο τροῦλλο της κοσμεῖ ἕνα θαυμαστὸ μωσαϊκὸ τοῦ Θ΄ αἰῶνος. Στὸ κέντρο, μέσα σὲ φωτεινὴ δόξα, κάθεται ὁ Χριστὸς ὑποβασταζόμενος ἀπὸ δύο ἀγγέλους. Γύρω – γύρω μέσα σὲ ἕνα καταπληκτικὸ γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά του τοπίο οἱ δώδεκα ἀπόστολοι μὲ τὴν Θεοτόκο στὴν μέση, βλέπουν μὲ θάμβος πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ δύο λευκοφόροι ἄγγελοι τοὺς ἀπευθύνουν τοὺς λόγους τῶν Πράξεων: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν»;[2] Νομίζεις πὼς καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀπολαμβάνουν τὸ ὑπερφυὲς θέαμα. Τὸν Χριστὸ ἀναλαμβανόμενο, ἀλλὰ καὶ διαρκῶς μὴ χωριζόμενο. Διαρκῶς βλέποντα ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ἀστραφτερὴ ὁλόχρυση δόξα Του καὶ ἀδιάκοπα ἐπαίροντα τὰ χέρια Του καὶ εὐλογοῦντα τοὺς ἀποστόλους, τὴν Ἐκκλησία Του. Καὶ στὴν στάσι, στὴν ἔκφρασι, στὶς κινήσεις τῶν ἀποστόλων τοῦ ψηφιδωτοῦ, διακρίνει κανεὶς ὅλα τὰ ἀνάμικτα αἰσθήματα ποὺ ἔνοιωσαν ἐκεῖνοι κατὰ τὴν μεγάλη ἐκείνη στιγμή, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ αἰσθήματα ποὺ πλημμυρίζουν τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ποὺ βλέπουν τὴν δόξα τοῦ ἀναλαμβανομένου. Γιατί ἀκριβῶς νάληψις εναι τ γεγονς – κα ορτή– τν μεγάλων συναισθημάτων, τς ποικιλίας τν ντιθέσεων. τσι κριβς τν βλέπει κα κκλησία στν κολουθία τς ορτς.

.        Καὶ πρῶτα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς, τῆς δόξης, τοῦ θριάμβου. Ὁ Κύριος τελειώνει τὸ ἔργο τῆς οἰκονομίας. Ὑψώνεται σὰν νικητὴς καὶ θριαμβευτὴς ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆ ποὺ ἔσωσε, ὁ Πατὴρ τὸν ὑποδέχεται, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι δοξολογοῦν τὸν νικητή, τὸν θριαμβευτή, τὸν Σωτήρα. Τὸν τόνο αὐτὸν τῆς χαρᾶς γιὰ τὴν ἔνδοξο ἀνάληψι ἐκφράζει τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ πλ. β´ ἤχου:

«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς,
ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῷ κόσμῳ.
Οἱ οὐρανοὶ ἠτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ,
νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ.
Ἄγγελοι θαυμάζουσιν,
ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν.
Ὁ Πατὴρ ἐκδέχεται,
ὃν ἐν κόλποις ἔχει συναΐδιον.
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον
κελεύει πάσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ἠμῶν.
Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας
ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἦν τὸ πρότερον».

.          Ἡ χαρὰ ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο χαρὰ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ χαρὰ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὁ Κύριος, ἀνεβαίνοντας στοὺς οὐρανούς, ἀνεβαίνει μαζὶ μὲ τὸ σῶμα Του τὸ ἀνθρώπινο, μὲ τὴν θεωθεῖσαν σάρκα. Αὐτὴν ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ καὶ συγκαθίζει στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι γίνεται πρωτοπόρος του ἀνθρωπίνου γένους στὴν δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως μὲ τὴν ἀνάστασί Του ἔγινε πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Στοὺς ὤμους Του πῆρε τὴν πλανηθεῖσα ἀνθρωπίνη φύσι καὶ ἀναληφθείς, τὴν ἐθέωσε καὶ «τῷ Θεῶ καὶ Πατρὶ προσήγαγε». Τὸν θρίαμβο αὐτὸν τοῦ ἀνθρώπου ψάλλει τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β´ ἤχου:

«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ,
Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος,
τοῦ ἀνυψῶσαι τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ
καὶ ἀποστεῖλαι Πνεῦμα Παράκλητον,
τοῦ ἁγιᾶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

.          Ἡ χαρὰ ὅμως γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ συγκιρνᾶται μὲ τὴν λύπη γιὰ τὸν χωρισμό. Καὶ τὸν θρῆνο αὐτὸν τῶν μαθητῶν παραστατικὰ ζωγραφεῖ τὸ τέταρτο στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β´ ἤχου:

«Κύριε, οἱ ἀπόστολοι ὡς εἶδόν σε
ἐν νεφέλαις ἐπαιρόμενον,
ὀδυρμοῖς δακρύων, ζωοδότα Χριστέ,
κατηφείας πληρούμενοι, θρηνοῦντες ἔλεγον
Δέσποτα, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς,
οὓς δι’ οἶκτον ἠγάπησας δούλους σου,
ὡς εὔσπλαγχνος
ἀλλ’ ἀπόστειλον τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα,
φωταγωγοῦν τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

.          Χαρά, λύπη , ἀλλὰ καὶ ἐλπίδα. Ἐλπίδα ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀφήση ὀρφανοὺς τοὺς ἀποστόλους καὶ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ στείλη τὸ ὑπεσχημένο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ μένη μαζί τους καὶ μαζί μας, κατὰ τὴν ἐπαγγελία Του, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὅτι τὴν ἔνδοξο ἀνάληψι θὰ ἀκολουθήση ἡ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ὅπως ψάλλει τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς λιτῆς τοῦ α´ ἤχου:

«Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καὶ κατῆλθες,
μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε
ἐλθέτω σου τὸ Πνεῦμα,
φέρον εἰρήνην τῷ κόσμῳ.
Δεῖξον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων
ἔργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».

.          Εἶναι ἕνα μυστήριο ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Μυστήριο, ποὺ τὸ ζῆ ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ τελοῦμε τὴν ἀνάμνησί του, ἀλλὰ καθημερινῶς, σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ὑπάρξεώς της. Ποὺ τὸ ζῆ καὶ κάθε πιστὸς στὶς ὧρες ποὺ στρέφει τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ἀναζητώντας τὸν Σωτήρα του. Τὸν βλέπει ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς στὴν δόξα τῆς Θεότητος, ὅπως τὸν εἶδε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος.[3] Αἰσθάνεται τὰ χέρια Του ἐπαιρόμενα νὰ τὸν εὐλογοῦν καὶ τοὺς λόγους Του νὰ τὸν καθησυχάζουν. Τὸν ἀκούει νὰ τοῦ ὁμιλῆ γιὰ τὴν παράκλησι, γιὰ τὴν παρηγορία τοῦ Παρακλήτου καὶ γιὰ τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια καὶ νὰ τὸν βεβαιώνη ὅτι πάντοτε εἶναι καὶ θὰ εἶναι μαζί του μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Παίρνει δύναμι καὶ θάρρος αἰσθανόμενος τὴν διαρκῆ παρουσία Του, τὴν θαλπωρὴ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ποδύεται στν γώνα τς ζως, πατώντας στν γ, λλ ζητώντας τ νω, φρονώντας τ νω, ἔχοντας τὸν δείκτη τοῦ προσανατολισμοῦ του ἐστραμμένον πρὸς τὸν οὐρανό, ὅπου ὁ Χριστός «ἐστι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος», κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο[4]. Εἶναι ἤδη πολίτης τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ ἡ κεφαλή του, ὁ Χριστός, βρίσκεται στοὺς οὐρανούς. (30 Μαΐου 1970)

Υ Π Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Λουκ. κδ´ 44 – 53.  Πράξ. α´ 1 – 14.
2. Πράξ. α´ 11.
3. Πράξ. ζ´ 56.
4. Κολοσ. γ´ 1.

ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ.: orp.gr
Ἐπιμ.: «ΧΡ. ΒΙΒΛ.» 

Διαφήμιση

, , ,

Σχολιάστε

«ΗΤΑΝ Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ “ΦΩΤΩΝ”, ΤΟΥ “ΦΩΤΙΣΜΟΥ”, ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ»

 Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη 
«Λογικὴ Λατρεία»

(ἔκδ. Πατερικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/νίκη 1971, σ. 354-361)

.      Τὴν 6η  Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν «Θεοφανείων» ἢ «Ἐπιφανείων» ἢ «τὰ ἅγια Φῶτα». Τὰ προεόρτιά της ἀρχίζουν τὴν ἑπομένη τῆς πρωτοχρονιᾶς, τὴν 2α  Ἰανουαρίου. Μέσα στὴν προπαρασκευαστικὴ αὐτὴ περίοδο εὑρίσκεται καὶ ἡ «Κυριακὴ πρὸ τῶν φώτων». Καὶ αὐτὴ ἐντάσσεται μέσα στὴν προεόρτιο λειτουργικὴ ἑτοιμασία. Στὰ ἀναγνώσματα τῆς θείας λειτουργίας τῆς Κυριακῆς αὐτῆς ἀκοῦμε τὴν «Ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ Κατὰ Μάρκον Εὐαγγελίου, ποὺ ἀφηγεῖται τὴν ἐμφάνιση τοῦ Προδρόμου στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη, τὸ κήρυγμά του καὶ τὴν προφητεία τοῦ περὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν «ἐν ὕδατι», ὁ «ἰσχυρότερός» του ὅμως, ποὺ ἔρχεται «ὀπίσω» του, θὰ βαπτίσει τὸν λαὸ «ἐν Πνεύματι ἁγίῶ» (Μάρκ. α´1-8).
.      Στὴν τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, ἀπὸ τῆς 2ας μέχρι τῆς 5ης Ἰανουαρίου στοιβάζονται οἱ κανόνες, τὰ τριώδια καὶ τὰ ἄλλα προεόρτια ἱερὰ ἄσματα. Ἔχομε καὶ ἐδῶ τὴν «Μεγάλη Ἑβδομάδα» τῶν Φώτων, ὅπως τὴν εἴδαμε καὶ στὰ Χριστούγεννα, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ὁ χρόνος τῆς προπαρασκευῆς ἐδῶ εἶναι μικρότερος, λόγῳ τῆς παρατάσεως τῶν μεθεόρτων τῶν Χριστουγέννων μέχρι τῆς 31ης Δεκεμβρίου καὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ τῆς 1ης Ἰανουαρίου. Καὶ πάλι ἡ ἐπίδραση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι ἔκδηλη, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς προσπάθειας παραλληλισμοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων πρὸς τὸ Πάσχα. Καὶ πάλι ἡ προπαρασκευὴ κορυφώνεται τὴν παραμονὴ μὲ τὴν λαμπρὰ ἀκολουθία τῶν μεγάλων ὡρῶν καὶ τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.
.      Τὰ μεθέορτα ἐξ ἄλλου παρατείνονται ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν ἑορτή, μὲ τρεῖς ἡμέρες ἰδιαιτέρως ἑξαιρούμενες, τὴν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ τοῦ Χριστοῦ, 7η Ἰανουαρίου, τὴν «Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα», καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τὴν ἀπόδοση τῆς 14ης  Ἰανουαρίου, κατὰ τὴν ὁποία ψάλλεται καὶ πάλι ὁλόκληρη ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.
.      Μέσα στὸ ἐξαίρετο αὐτὸ λειτουργικὸ πλαίσιο διαλάμπει ἡ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Ἡ ἀρχή της εἶναι ἀνάλογη πρὸς τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Τὴν 6η Ἰανουαρίου ἑόρταζαν κατὰ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο οἱ ἐθνικοί τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Ἀραβίας. Κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ Γ´ αἰῶνος πρῶτοι οἱ αἱρετικοὶ ὀπαδοὶ τοῦ Βασιλείδου ἐπεχείρησαν τὴν ἀντικατάσταση τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ. Λίγο ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καθόρισε τὴν 6η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Ἐπιφανείων ἢ Θεοφανείων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ» (Τίτ. β´ 13). Ἀλλοῦ τονίζει, ὅτι διὰ τοῦ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Τίτ. β´11). Ὁ ἴδιος πάλι ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό, ποὺ «ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» (Α´ Τιμοθ. γ´16). Κάτω π τς κφράσεις ατς το ποστόλου τν θνν ναγνωρίζει κανες τος τόσο γνωστος στος θνικος ρους «θεοφάνεια» κα «πιφάνεια», πο σήμαιναν τν μεταξ τν νθρώπων μφάνιση τς θεότητος το Θεοτοκράτορος σ κάποια πόλη. Στν πιφάνεια τν ψευδν θεν κα τν ατοκρατόρων χριστιανικ κκλησία ντέταξε τν πιφάνεια το ληθινο Θεο κα βασιλέως Χριστο, τν ληθιν Θεοφάνεια. Ἀκριβῶς δὲ πάλι στὴν λατρεία τοῦ ἡλίου, ποὺ νικᾶ κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο τὸ σκότος τῆς νύχτας, ἀντιπαρέθεσε τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνέτειλε, κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, στὸν ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθήμενο κόσμο· «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ἡσ. η´ 23. θ´ 1). Αὐτὴν ἐξ ἄλλου τὴν προφητεία ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἐφαρμόζει ἀκριβῶς στὴν ἔναρξη τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξύ τοῦ λαοῦ Τοῦ (Ματθ. δ´12-17). Αὐτὴν τὴν περικοπὴ θὰ ἀκούσουμε νὰ διαβάζεται κατὰ τὴν θεία λειτουργία τῶν Θεοφανείων.
.      Ἡ ἔννοια ὅμως αὐτὴ τῆς θεοφανείας ἢ τῆς ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν συνδεδεμένη πρὸς ἕνα μόνο ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ βίου Του. Εἴδαμε ὅτι ὁ Βασιλείδης καὶ οἱ ὀπαδοί του ἑόρταζαν τὴν 6η Ἰανουαρίου τὸ ἐν Ἰορδάνῃ Βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο, σύμφωνα πρὸς τὴν αἱρετική τους διδασκαλία, ἡ θεότης σαρκώθηκε στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τ βάπτισμα εναι παρχή, πρώτη δημοσία μφάνιση κα νάδειξη το ησο ς Μεσσία κα Σωτήρα. Κατ’ αὐτὸ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὸν ἐκπρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν προφήτη Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ εἶδε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον «καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ’ αὐτὸν» (Ἰω. α´ 32-34) καὶ ποὺ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Πατρὸς «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα» (Ματθ. γ´ 17. Μάρκ. α´ 11. Λουκ. γ´ 22), τὴν βεβαίωση τῆς υἱότητος. Κατὰ τὸ βάπτισμα ἐφάνη ὁ Υἱὸς-Θεός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεὸς-Τριάς, ὅπως χαρακτηριστικὰ ψάλλει καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱὸς ἐβαπτίζετο, τοῦ Πατρὸς ἡ φωνὴ ἠκούετο καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα κατήρχετο ἐν εἴδει περιστερᾶς. «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν», ὅπως πάλι ὑμνωδεῖ ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς στὸ τρίτο τροπάριο τῆς 8ης  ὠδῆς τοῦ πρώτου κανόνα τῆς ἑορτῆς.
.      Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐπεφάνη ὁ Θεὸς στὸν κόσμο. Καὶ αὐτὴ λοιπὸν συνεορταζόταν  μὲ τὴν βάπτιση κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς 6ης Ἰανουαρίου. Καὶ πάλι νέοι ἀπολογισμοὶ ἦρθαν νὰ δικαιώσουν τὴν κατὰ τὴν 6η Ἰανουαρίου γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν συνεορτασμό της τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὴν βάπτιση. Ὁ Χριστός, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἔπρεπε νὰ ἔχει τέλεια καὶ πλήρη ὅλα ὅσα ἀφοροῦσαν καὶ στὸν ἐπὶ γῆς βίο Του. Τέλεια ἑπομένως ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ τὰ ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του καὶ ὄχι ἐλλιπῆ. Ὑπολόγιζαν ὅτι ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ 6 Ἀπριλίου. Θὰ ἔπρεπε, κατὰ τοὺς ἀνωτέρω συλλογισμοὺς αὐτὴ νὰ ἦταν καὶ ἡ ἡμέρα τῆς συλλήψεώς Του ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἑπομένως ἡ γέννησή Του μετὰ ἐννέα πλήρεις μῆνες θὰ ἔπρεπε νὰ συμπέσει μὲ τὴν 6η Ἰανουαρίου. Ἐβαπτίσθη «ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα» κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Κεφ. γ´ 23), δηλαδὴ πάλι κατὰ τὴν 6η Ἰανουαρίου, ἐφ’ ὅσον ἡ τελειότητα θὰ ἀπαιτοῦσε καὶ ἐδῶ πλήρη τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς Του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας Του δράσεως.
.      Συναφῆ πρὸς τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ γεγονότα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπεφάνη ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἦσαν καὶ ἡ προσκύνηση τῶν ποιμένων καὶ ἡ δωροφορία τῶν μάγων. Οἱ πρῶτοι ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ οἱ δεύτεροι οἱ ἀπαρχὲς τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀναγνώρισαν καὶ προσκύνησαν πρῶτοι τὸν ἐπιφανέντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ἑορτασμὸς τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων ἦλθε νὰ ἐμπλουτίσει τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Τὰ ἑορταζόμενα γεγονότα ἔγιναν ἤδη τέσσαρα.
.      Ἀλλὰ καὶ πέμπτο γεγονὸς Θεοφανείας ἔχομε στὴν ἀρχὴ τῆς δράσεως τοῦ Κυρίου. Τὸ πρῶτο Του θαῦμα στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου κατὰ τὸν γάμο μετέβαλε τὸ νερὸ σὲ οἶνο. Καὶ σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ ἀφηγεῖται τὸ περιστατικό: «Ταύτην ἐποίησεν τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ». Ἡ φανέρωση λοιπὸν τῆς θεϊκῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητές Του, ἡ ἀρχὴ τῶν σημείων Του, τὸ θαῦμα τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, προστέθηκε στὰ ἄλλα τέσσαρα ἑορταστικὰ θέματα.
.      Ἐπικρατέστερα ὅμως ἦσαν τὰ δύο πρῶτα ἑορταστικὰ θέματα, ἡ γέννηση καὶ ἡ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ συνεορτασμός τους κατὰ τὴν 6η Ἰανουαρίου διατηρήθηκε ἐπὶ μακρὸν στὴν Ἀνατολὴ καὶ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρεῖται στὴν ἀρμενικὴ Ἐκκλησία. ταν κατ τν Δ΄ αώνα εσήχθη π τν Ρώμη κα στν νατολ  ορτ τν Χριστουγέννων τς 25ης Δεκεμβρίου κα βαθμηδν πικράτησε κα σ’ ατή, τ ορτολογικ περιεχόμενο τς ορτς τν Θεοφανείων διασπάσθηκε. Κατὰ τὰ Χριστούγεννα ἑορταζόταν ἡ γέννηση καὶ κατὰ τὰ Θεοφάνεια τὸ ἐν Ἰορδάνῃ Βάπτισμα. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων.
.      ποσυμφόρηση ατ δν βλαψε, λλ’ ντιθέτως ταν πρς φελος τς μεγάλης ορτς. Ἡ μείωση τῆς ἐπιφανείας της ἔδωσε τὴν δυνατότητα τῆς ἀναπτύξεώς της σὲ βάθος. Τὸ βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ἡ κατ’ αὐτὸ Θεοφάνεια, οἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ἐπέκτασή του καὶ οἱ συνέπειές του στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσαν θαυμάσια καὶ πλούσια θέματα στοὺς ποιητὲς τῶν εὐχῶν καὶ τῶν ὕμνων τῆς ἑορτῆς καὶ στοὺς ἱεροὺς ἐγκωμιαστές της. Ἰδιαίτερη λαμπρότητα τῆς δίδει κολουθία το μεγάλου γιασμο, πο σήμερα γι τν ξυπηρέτηση τν πιστν τελεται δύο φορές, τν παραμον κα μετ τν λειτουργία τς ορτς. Εἶναι μία παραστατικὴ ἐξεικόνιση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου. Πρῶτος, ἀπαρχὴ τοῦ νέου λαοῦ καὶ κεφαλή, βαπτίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἁγιάζει τὴν κτίση τῶν ὑδάτων γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ δι’ αὐτῶν ὁ νέος κόσμος, ἡ καινὴ κτίση, οἱ νέοι ἄνθρωποι, οἱ Χριστοφόροι καὶ Θεοφόροι πιστοί. Κατὰ τὴν παννυχίδα τῶν Θεοφανείων, μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ὕδατος καὶ τὴν μετάληψη καὶ τὸν ραντισμὸ τῶν πιστῶν, βαπτίζονταν σ’ αὐτὸ οἱ κατηχούμενοι. ταν ἡ ορτ «τν Φώτων». Το «φωτισμο», το βαπτίσματος το Χριστο κα τν χριστιανν.

.      Ἡ ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων εἶναι ἀπαραμίλλου κάλλους. Σ’ αὐτὴν περιλαμβάνονται ἔργα διασήμων ἀρχαίων ὑμνογράφων ἀπὸ τὰ λαμπρότερα τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ἐκκλησίας μας.  Στην ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς στοὺς εἱρμοὺς τοῦ πρώτου κανόνος, ποίημα τοῦ Κοσμᾶ ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, τοῦ β´ ἤχου, ποὺ ψάλλονται καὶ ὡς καταβασίες στὸ τέλος τῶν ὠδῶν, συνδυάζονται κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο τὰ θέματα τῆς κάθε μιᾶς ὠδῆς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς: Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καὶ ἡ διὰ τοῦ ὕδατος σωτηρία τοῦ λαοῦ· ὁ ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεὸ στηριγμὸς τῆς ταπεινῆς Ἄννας καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ δράκοντος στὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος· ἡ προφητικὴ φωνὴ τοῦ Ἀβακοὺμ καὶ ἡ φωνὴ τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ Βαπτιστοῦ· τὸ εἰρηνικὸ κήρυγμα τοῦ Ἡσαΐα καὶ τὸ σωτήριο γιὰ τὸν Ἀδὰμ ἔργο τοῦ εἰρηνοποιοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη· ὁ θρῆνος «ἐν θλίψει» τοῦ Ἰωνᾳ καὶ τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας τοῦ Προδρόμου· ἡ δρόσος τῆς καμίνου τῆς Βαβυλῶνος· τὸ ἄυλο πῦρ ποὺ δέχθηκαν τὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς Μητέρας τοῦ βαπτισθέντος. λα ατά, Παλαι κα Καιν Διαθήκη, τύπος κα λήθεια, συμπλέκονται σ μία περκόσμια συζυγία.

ΠΗΓΗ: pemptousia.gr

, , , ,

Σχολιάστε

ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ-Ο “ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ” ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Νέον Ἔτος
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ καθηγ. Ι. Μ. Φουντούλη (†)
«ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»

 .             Τήν 1η Ἰανουαρίου ἑώρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τήν Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τό διπλό αὐτό ἑορτολογικό περιεχόμενο ἔχει μία λαμπρά ἐκπροσώπησι στήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Καί δικαίως, γιατί ἡ μέν περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως Του ἀποτελεῖ τήν βεβαίωσι τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τῆς τελείας ἀνθρωπίνης μορφῆς ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ ἀληθινά μέγας ἱεράρχης, πού μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τά σοφά του συγγράμματα καί τήν ἔξοχο δρᾶσι του ἀνεδείχθη Πατήρ καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐφάμιλλο τοῦ ὁποίου δέν ἐγνώρισε ἴσως ἄλλον ὁ χριστιανικός κόσμος. Καί ἡ δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περιττό καί νά εἰποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι πρός τήν ἔναρξι τοῦ ἔτους, τήν πρωτοχρονιά. Ἡ περιτομή ἐτέθη τήν 1ηἸανουαρίου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 συνέβη ὁ θάνατος, ἡ κοίμησις ἐπί τό χριστιανικώτερον, τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ σύνδεσις τοῦ δευτέρου πρός τήν πρωτοχρονιά, τά δῶρα, τά γλυκίσματα κλπ., ἔχει καθαρῶς λαογραφικό χαρακτῆρα.
.             Ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως φαίνεται σάν νά ἀγνοῇ τήν ἀλλαγή τοῦ ἔτους, τίς πανηγύρεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού τήν συνοδεύουν, καί νά ζῇ σ᾿ ἕνα ἄλλο δικό της κόσμο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλλοίωσι τῶν φθαρτῶν καί ρεόντων χρονικῶν συστημάτων τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσμου. Ὁμολογουμένως αὐτό δέν θά ἦταν ἀσύμφωνο πρός τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας μας. Γιά τόν ἄναρχο, αἰώνιο καί ἀτελεύτητο Θεό ἡμέρες, μῆνες καί ἔτη δέν ὑπάρχουν. Χίλια ἔτη γιά Ἐκεῖνον εἶναι σάν τήν χθεσινή ἡμέρα πού πέρασε καί σάν ἕνα τρίωρο νυκτερινῆς φρουρᾶς, κατά τόν ψαλμῳδό (Ψαλμ. ΠΘ´, 4). Ἤ, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος,«μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β´ Πετρ. γ´ 8). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσήλωσι καί τήν δουλική προσκόλλησι στά«ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα» τῶν κοσμικῶν ὑπολογισμῶν καταδικάζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς»(Γαλ. δ´ 10).
.           Χωρίς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά ἀρνηθῇ τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας της καί χωρίς νά δουλωθῇ στούς καιρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἦταν ἑπόμενο καί νά μή μπορῇ νά παραβλέψῃ τήν διάκρισι καιρῶν καί ἐνιαυτῶν. Δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός, ἀλλά καί ἀνθρώπινος. Δέν εἶναι μόνο ὑπερκόσμιος, ἀλλά καί ἐγκόσμιος. Τέλειος τύπος συγκερασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἐδόθη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦτο «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷΠατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα», ὅπως αἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἁρμονικά καί ἀχώριστα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία, κατά τό πρότυπο τῆς κεφαλῆς της, διεμορφώθη σέ θεανθρώπινο ὀργανισμό. Καί ἡ λατρεία της ἀκριβῶς συνεκέρασε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Ὅπως δέ ἀκριβῶς ἡ θεία φύσις στόν Χριστό προσέλαβε καί ἐθέωσε καί τήν ἀνθρωπίνη, ἔτσι καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβε καί ἐξαγίασε τά σχήματα τοῦ κόσμου τούτου. Τά ἐξεχριστιάνισε, τά ἐθέωσε. Δέν τά ἀπέρριψε οὔτε τά συνέτριψε, ὅπως καί ὁ Χριστός δέν ἀπέρριψε οὔτε κατέκαυσε μέ τό πῦρ τῆς Θεότητος τό ὀστράκινο σκεῦος τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός πού περιεβλήθη.
.             Τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εὑρίσκομε καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀκούσθηκε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί συνεκροτήθη ἡ Ἐκκλησία, δέν ἐφρόντισε νά ἐφεύρῃ κανένα νέο ἡμερολόγιο, οὔτε νά ἐπινοήσῃ νέες ὑπερκόσμιες χρονικές ὑποδιαιρέσεις. Στά μέρη ὅπου διεδόθη βρῆκε πολλά συστήματα καταμετρήσεως τοῦ χρόνου, διάφορα ἡμερολόγια. Τά υἱοθέτησε καί τά ἐξεχριστιάνισε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἴδαμε στήν ἀναδρομή πού ἐκάμαμε κατά καιρούς στό λειτουργικό ἔτος. Τίς ἱερές ἡμέρες τῶν ἡμερολογίων τῶν Ἑβραίων ἤ εἰδωλολατρῶν δέν τίς κατήργησε· τίς ἐβάπτισε εἰς Χριστόν καί τίς ἐνέδυσε τόν Χριστόν, ὅπως καί τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρας. Ἡ 14η τοῦ Νισάν, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνάμνησις τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων ἡμῶν μαζί Του ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ ἑορτή τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καί τοῦ θερισμοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἔγινε ἑορτή τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἐνάρξεως τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ. Τό Σάββατο, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς καταπαύσεως τῶν ἔργων, ἔγινε Κυριακή, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς ἀναστάσεως. Ἡ 25η Δεκεμβρίου, ἡ εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου, ἔγινε ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, κ.ο.κ.
.             Καί ἡ πρώτη τοῦ ἔτους; Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα, γι᾿ αὐτό καί ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς πρωτοχρονιᾶς εἶναι μακρά καί ἀνώμαλος. Ἴσως ὅμως γι᾿ αὐτό ἔχει καί περισσότερο ἐνδιαφέρον. Δέν θά παρακολουθήσωμε ὅλον αὐτόν τόν λαβύρινθο. Καί μόνο μιά ματιά στό πλῆθος καί στήν ποικιλία τῶν ἡμερολογίων, πού βρῆκε ὁ Χριστιανισμός κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ζωῆς του, εἶναι ἱκανή νά μᾶς δημιουργήσῃ τήν ἐντύπωσι βιβλικῆς Βαβέλ. Σχεδόν κάθε πόλις καί περιοχή εἶχε τό ἰδικό της ἡμερολόγιο, πού πολλές φορές καί αὐτό διεκρίνετο σέ παλαιό καί σέ νέο. Αὐτό κυρίως ὠφείλετο στήν ἔλλειψι σταθεροῦ κριτηρίου γιά τήν μέτρησι τοῦ χρόνου, φυσικά καί στήν διάσπασι τῶν λαῶν τῆς γῆς. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά φυσικά φαινόμενα ἔδιδαν σέ ὅλους τούς λαούς τά μέτρα τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου. Τό γράφει καί ἡ Γένεσις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέσον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός· καί ἔστωσαν εἰς σημεῖα καί εἰς καιρούς καί εἰς ἡμέρας καί εἰς ἐνιαυτούς» (Γεν Α´ 14). Ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ μέχρι τοῦ νά ὑπάρξῃ κοινός τρόπος καταμετρήσεως τοῦ χρόνου ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Τό ἡλιακό καί τό σεληνιακό ἔτος, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης, δέν μᾶς δίδουν τό ἴδιο μέτρο. Οὔτε ἦταν εὔκολος, ἰδίως μέ τίς ἀστρονομικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ ὑπολογισμός μέ ἀπόλυτο ἀκρίβεια τῆς διαρκείας τῶν περιόδων αὐτῶν. Ἄς προστεθῇ σ᾿ αὐτά καί ἡ παράλογος πολλές φορές, ἰδίως σέ τέτοιου εἴδους θέματα, συντηρητικότης τῶν ἀνθρώπων, πού προτιμοῦν νά μένουν προσκεκολλημένοι σέ μία παλαιά, ἀποδεδειγμένως ἐσφαλμένη, μορφή, ἀπό φόβο πρός τό νέο καί τό ἄγνωστο. Εἰδικώτερα γιά τήν ἐκλογή τῆς ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔτους τό κριτήριο ἦταν ἀκόμη περισσότερο ἀσταθές, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ἐπικρατοῦσαν. Ἄν δηλαδή θά ἐλαμβάνετο ὡς ἀρχή τό ἡλιοστάσιο καί ποῖο ἀπό τά δύο, τό θερινό ἤ τό χειμερινό, ἄν ἡ ἰσημερία καί ποία ἀπό τίς δύο, ἡ ἐαρινή ἤ ἡ φθινοπωρινή, ἄν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους καί ποιά ἀπό τίς τέσσαρες, ἄν καμμία θρησκευτική ἑορτή ἤ κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Ὅλοι αὐτοί οἱ σταθμοί χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφετηρία τοῦ ἔτους στά ἐπί μέρους τοπικά ἡμερολόγια. Πολλές φορές ἔχομε στό ἴδιο ἡμερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά καί νεωτέρα, θρησκευτική καί πολιτική κλπ.
.             Ἔτσι στήν Ρώμη κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ Πομπηλίου ἀρχή τοῦ ἔτους ἦταν ἡ 1ηΜαρτίου, τοῦ πρώτου μηνός τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό αὐτό τό ἡμερολόγιο διατηροῦνται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ ἑβδόμου, ὀγδόου, ἐνάτου καί δεκάτου μηνός (Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος), καίτοι κατά τό νεώτερο ἡμερολόγιο ἡ ἀρίθμησίς των εἶναι διαφορετική. Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ μετερρύθμισε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ τό ἔτος 45 π.Χ (Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον) καί πρώτη τοῦ ἔτους καθωρίσθη ἡ 1η Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἑωρτάζετο ἀπό τούς ἐθνικούς μέ μεγάλη ἐπισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχηρά παιγνίδια, μέθες καί ὄργια. Μερικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά ἐπεβίωσαν στίς χριστιανικές κοινωνίες, παρά τήν ἀντίδρασι τῶν Πατέρων καί τίς ἀπαγορεύεις τῶν Συνόδων. Ἡ 1η Ἰανουαρίου πάντως παρέμεινε ὡς πρώτη τοῦ ἔτους στήν Δύσι καί μετά τήν πλήρη ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄν καί σέ ὡρισμένα μέρη της ὡς πρώτη τοῦ ἔτους ἐθεωρεῖτο ἡ 1η Μαρτίου, ἡ παλαιά πρωτοχρονιά, τά Χριστούγεννα, ὁ Εὐαγγελισμός ἤ τό Πάσχα.
.             Στήν Ἀνατολή ὑπῆρχαν περισσότερα ἡμερολόγια καί περισσότερες πρωτοχρονιές. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς πρῶτο μῆνα θεωροῦσαν τόν σεληνιακό μῆνα Νισάν, τόν πρῶτο τῆς ἀνοίξεως, κατά τήν πανσέληνο τοῦ ὁποίου (14 Νισάν) ἑώρταζαν τό Πάσχα. Ἀργότερα ὡς πρῶτο μῆνα ὥρισαν τόν Τισρί, τόν πρῶτο σεληνιακό μῆνα τοῦ φθινοπώρου. Ἐπί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπῆρχαν οἱ δύο πρωτοχρονιές, ἡ 1η τοῦ Νισάν καί ἡ 1η τοῦ Τισρί.
.             Τά περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ἡμερολόγια τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐφέσου, τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Συρίας εἶχαν ὡς πρωτοχρονιά τήν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τήν 24η Σεπτεμβρίου, ἤ τήν πλησιεστέρα πρός αὐτήν ἀρχή νέου μηνός, δηλαδή τήν 1η Ὀκτωβρίου, ὅπως τά ἡμερολόγια τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Σελευκείας τῆς Συρίας. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἐν τῷ μεταξύ ἔγινε ἡ ἐθνική ἑορτή τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, γιατί ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Στήν 23η λοιπόν τοῦ Σεπτεμβρίου μετετέθη ἀπό τήν 24η ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ὡρίσθη τό 312 μ. Χ. ὡς ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἤ τῆς Ἰνδικτιῶνος, δηλαδή τῆς περιόδου τοῦ περί φόρου ρωμαϊκοῦ διατάγματος, πού ἴσχυε γιά 155 ἔτη. Ἴνδικτος βραδύτερον κατήντησε νά σημαίνῃ καί τήν περίοδο ἑνός ἔτους, ἀρχή δέ τῆς Ἰνδίκτου τήν πρωτοχρονιά. Αὐτήν τήν πρωτοχρονιά τῆς 23ης Σεπτεμβρίου ἐδέχθη κατά πρῶτον καί ἐξεχριστιάνισε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Σ᾿ αὐτήν ἐτέθη τό πρῶτο γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, ἡ σύλληψις τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό αὐτήν ἤ τήν μετά ἀπό αὐτήν Δευτέρα ἤρχιζε ἡ κατά συνέχειαν ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, πού ἐκτός ἀπό τήν σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ μᾶς ἀφηγεῖται καί ἄλλα γεγονότα τῆς ἀρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δέν μᾶς διέσωσαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, ὅπως τόν εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψι στήν Ἐλισάβετ καί τήν γέννησι τοῦ Προδρόμου. Τό ἔτος 462 μ.Χ. μετετέθη ἡ πρώτη τοῦ ἔτους στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά πρακτικούς λόγους καί γιά νά συμπίπτῃ πρώτη τοῦ ἔτους καί πρώτη τοῦ μηνός. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν εἰς τό ἑξῆς ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἡ πρωτοχρονιά, καθ᾿ ὅλη τήν βυζαντινή περίοδο. Καί αὐτή καθηγιάσθη ἀπό τήν Ἐκκλησία.

.         Ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, πού περιέχεται σήμερα στά λειτουργικά μας βιβλία, ἀναφέρεται κατά μέγα μέρος στήν πρώτη τοῦ ἔτους. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας ἐλήφθη πάλι ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού περιγράφει τήν πρώτη δημοσία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ καί τό πρῶτό Του κήρυγμα γιά τόν«ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. δ´16 ἐξ.). Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ι´ αἰῶνος προβλέπει λιτανεία «εἰς τόν φόρον» καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος λιτανεία ἀνά τήν πόλιν καί ἁγιασμό ὑδάτων. Τό τελευταῖο αὐτό μᾶς διασώζει καί τίς αἰτήσεις τῆς ἐκτενοῦς, πού ἐλέγοντο ἀπό τόν ἀρχιερέα εἰς τό τέλος τῆς λιτανείας: «Ὑπέρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καί εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπέρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ συντριβῆναι τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ ἄσειστον καί ἄφλεκτον καί ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν…».
.             Ὅταν κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ ρωμαϊκή πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν Ἀνατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δέν εἶχε πιά τήν δύναμι νά τήν ἀφομοίωσῃ καί νά τήν ἐκχριστιανίσῃ. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στήν μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, τήν 1η Σεπτεμβρίου, σέ μία ἡμέρα πού δέν ἦταν πιά πρωτοχρονιά. Κατά τήν 1ηἸανουαρίου ἀκούονται σήμερα στούς ναούς μας λόγοι γιά τήν πρώτη τοῦ ἔτους κατά τό κήρυγμα – καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς θείας λατρείας – καί στό τέλος τῆς λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ἀνάμικτη μέ δέησι γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου, πού ἔχει εἰσαχθῆ κάπως ἐμβαλωματικά στό κατά τά ἄλλα ἄσχετο πρός τήν πρώτη τοῦ ἔτους λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας. Ἕνα ἀπαραμίλλου ὅμως κάλλους ὑμνογραφικό ὑλικό μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς πρωτοχρονιᾶς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Ἀπό αὐτό θά ἀνασύρωμε μερικά ἐκλεκτά τροπάρια: Τό ἰδιόμελο τοῦ πλ. β´ ἤχου, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Βυζαντίου, πού ψάλλεται στό «Καί νῦν» τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Τό πρῶτο κάθισμα τοῦ πλ. δ´ ἤχου, προσόμοιον τοῦ «Τήν Σοφίαν καί Λόγον»· «Ὁ καιρούς καρποφόρους…». Τό πρῶτο ἐξαποστειλάριο «Θεέ θεῶν καί Κύριε…». Καί τέλος τό δεύτερο στιχηρό τῶν αἴνων, ἰδιόμελο τοῦ δ´ ἤχου, ποίημα Ἰωάννου μοναχοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τά τέσσαρα αὐτά τροπάρια, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἶναι γεμᾶτα ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή τοῦ παντός· στά χέρια Του ἀφήνουν τούς πόθους καί τούς φόβους τοῦ λαοῦ Του· ζητοῦν νά χαρίσῃ ὁ Θεός στόν κόσμο Του τήν εἰρήνη, νά κατευθύνῃ τά ἔργα τῶν χειρῶν τῶν δούλων Του, νά δώσῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εὐκαιρίες δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του καί νά εὐλογήσῃ «τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του. Τί ἄλλα καλλίτερα καί πληρέστερα αἰτήματα θά μποροῦσε νά ἀπευθύνῃ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό κατά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους;

 «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος,  ἄναρχε Λόγε καί Υἱέ, ὁ πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων συμπαντουργός καί συνδημιουργός, τόν στέφανον τοῦ ἑνιαυτοῦ εὐλόγησον, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τῶν ὀρθοδόξων τά πλήθη, πρεσβείας τῆς Θεοτόκου  καί πάντων τῶν ἁγίων σου».

 «Ὁ καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς  οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπί γῆς  καί νῦν προσδεχόμενος  τάς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπό πάσης λύτρωσαι ἀνάγκης τήν πόλιν σου· οἱ οἰκτιρμοί καί γάρ σου εἰς πάντα τά ἔργα σου. Ὅθεν τάς εἰσόδους εὐλογῶν καί ἐξόδους, τά ἔργα κατεύθυνον  ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός· σύ γάρ ἐξ οὐκ ὄντων τά σύμπαντα, εἰς τό εἶναι παρήγαγες»

 «Θεέ θεῶν καί Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε, ἀΐδιε,  ἄκτιστε καί τῶν ὅλων δημιουργέ, παντοκράτορ, σοί προσπίπτομεν πάντες καί σέ καθικετεύομεν· Τό παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ  τούς βασιλεῖς καί ἅπαντα  τόν λαόν σου, οἰκτίρμον».

 «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καί ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ· πάντα γάρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, καιρούς ἡμῖν καί χρόνους προθέμενος· διό εὐχαριστοῦντες κατά πάντα καί διά πάντα βοῶμεν· Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ  τῆς χρηστότητός σου καί καταξίωσον ἡμᾶς  ἀκατακρίτως βοᾶν σοι· Κύριε, δόξα σοι».

 ΠΗΓΗ: imkby.gr 

, ,

Σχολιάστε

ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ Β´ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΛΟΓΙΚΗ «ΔΙΑΘΛΑΣΗ» (Ἀνάγκη ἐμμονῆς στὴν παράδοση τοῦ “ἀπορρήτου” τῶν Εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας)

.      ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἡ σύγχρονη νοοτροπία τῆς «διαθλάσεως» τῶν πραγμάτων ἔχει πλήξει ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ τὴν θεολογία. [Μήπως δὲν εἶναι «συνταγματικὴ ΔΙΑΘΛΑΣΗ» αὐτὸ ποὺ ἐπεβλήθη πρὸ ἡμερῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ ΤΡΟΠΟΣ μὲ τὸν ὁποῖο ἐπεβλήθη;]  Παραμορφωτικοὶ φακοὶ λοιπὸν χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν «ἀνάγνωση» τῶν Πηγῶν καὶ τὴν «ἔρευνα» τῆς …Παραδόσεως. Ἀποτέλεσμα ἡ παραμόρφωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
.      Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη νησίδες πνευματικῆς καὶ θεολογικῆς σοβαρότητος, ὥστε νὰ μελετῶνται μερικὰ θέματα καὶ νὰ χαρίζονται στὴν Ἐκκλησία πολύτιμες μελέτες.

Βλ. σχετ.:
.       1.
 https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/19/λειτουργιολογικὲς-ἀστοχίες-ἄρθρου/,
.      2
https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/20/ἐξηγήσεις-περὶ-μυστικῆς-λατρείας/

(Ἀξιότιμε κ. Διευθυντά,)

.         Δίχως νὰ προτίθεμαι νὰ καταχρασθῶ τὴν φιλοξενίαν τοῦ «Ἐφημερίου», ζητῶ τὴν ἀνοχήν σας ὅπως δευτερολογήσω ἅπαξ, μετὰ τῆς μεγαλυτέρας δυνατῆς συντομίας, διὰ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν σκέψιν μου ἔναντι τοῦ σεβαστοῦ καὶ διακεκριμένου συνομιλητοῦ μου, Καθηγητοῦ κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ, τὸν ὁποῖον εὐχαριστῶ εἰλικρινῶς, διότι ἐδέχθη νὰ ἀπαντήσῃ εἰς ἀντιρρήσεις μου.
.         Ἡ διατύπωσίς μου θὰ εἶναι σχολαστική, ὄχι ἐπειδὴ ὑπερεκτιμῶ τὸν σχολαστικισμόν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ συζήτησίς μας ἀφορᾶ εἰς τὴν λειτουργικὴν στοιχείωσιν, ἡ ὁποία μόνον σχολαστικῶς προσεγγίζεται. Ἡ προσέγγισις δὲ αὐτή –συνήθης καὶ εἰς αὐτὰς ἀκόμη τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους– εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις πρὸς ἀποφυγὴν ἐνδεχομένης ἑρμηνευτικῆς αὐθαιρεσίας, κατὰ τὴν μετασχολαστικὴν ἀνάπτυξιν τῆς λειτουργικῆς θεολογίας.

.         α´) Καίτοι τὸ θέμα μας δὲν εἶναι ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς Ἰ. Φουντούλης ἀλλὰ αἱ εὐχαί, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι οὐδεμία πρόθεσις διαστρεβλώσεως τῆς λειτουργικῆς σκέψεως τοῦ Καθηγητοῦ ἐνυπάρχει εἰς τὸ ἄρθρον μου. Μελετῶν κανείς, ἐν τῷ συνόλῳ του, τὸ ἐπίμαχον παράθεμά του εὐκόλως διαπιστώνει ὅτι ὁ Καθηγητὴς δὲν περιορίζεται εἰς μίαν «ἱστορικὴ καταγραφή», ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καὶ εἰς μίαν θεολογικὴν καὶ πνευματικὴν ἀξιολόγησιν τῶν προϋποθέσεων ἐκείνων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἑδράζεται ἡ σύγχρονος ἀπαίτησις τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν1. Ἐὰν ἡ ἀξιολόγησις αὐτὴ θεωρῆται ἀσύμβατος πρὸς ἄλλας ἀπόψεις του, προγενεστέρας ἢ μεταγενεστέρας, τοῦτο ὑποδηλώνει μᾶλλον μίαν ἰδικήν του ἀνακολουθίαν, ὀφειλομένην ὄχι βεβαίως εἰς ἔλλειμμα γνώσεως, ἀλλ’ εἰς τὴν προσπάθειάν του νὰ συγκεράσῃ «οἰκονομικῶς» τὸ λειτουργικὸν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τῆς κατὰ τὸ «νέον πνεῦμα» τοῦ συγχρόνου κόσμου ἐπιχειρουμένης λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως.

.         β´) Τὸ κατὰ πόσον θὰ ἦταν «ἀδιανόητο» νὰ ἀναγινώσκεται ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς μυστικῶς κατὰ τὸν Δ´ αἰῶνα, δὲν κρίνεται βάσει ὑποκειμενικῶν θεολογικῶν στοχασμῶν, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς «δεκαπέντε αἰῶνας μυστικῆς ἀναγνώσεως τῆς Ἀναφορᾶς»2, κατὰ τοὺς ὁποίους οὐδὲν τὸ «ἀδιανόητον» ἐπεσήμανε ἡ Ἐκκλησία.

.         γ´) Τὸ «κοινόν», ἀπὸ τοῦ ὁποίου κρύπτει ὁ ἅγιος Μάξιμος τὴν εὐχὴν τῆς Ἀναφορᾶς, δὲν περιορίζεται εἰς μόνους τοὺς ἀπίστους καὶ κατηχουμένουςοἱ ὁποῖοι ἔχοντες οτως ἢ ἄλλως ἐξέλθει τοῦ ναοῦ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἦσαν ἡ αἰτία τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν– ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει ἔν τινι μέτρῳ καὶ τὰς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος ἱσταμένας τάξεις τῶν πιστῶν. Ἄλλωστε, ἀποδέκται τῆς ἀποσιωπώσης τὰ «ἀπόρρητα» «Μυσταγωγίας» δὲν ἦσαν οἱ ἀμύητοι, ἀλλὰ οἱ μοναχοί3. Ὅπως παρατηρεῖ δὲ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, «οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξ ἀρχῆς διαθεσμοθετήσαντες Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ἐν τῷ κεκρυμμένῳ κα ἀφθέγκτῳ τὸ σεμνὸν τοῖς μυστηρίοις ἐφύλασσον. Οὐδὲ γὰρ λως μυστήριον, τὸ εἰς τὴν δημώδη καὶ εἰκαίαν ἀκοὴν ἔκφορον». Πρότυπον δὲ τῆς ἀποστολικῆς αὐτῆς θεσμοθετήσεως τοῦ «ἀθεάτου» καὶ «ἀνηκούστου» –ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται καὶ εἰς «τὰ τῆς ἐπικλήσεως ρήματα»– ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ παράδειγμα τῆς ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως σοφῶς θεσμοθετηθείσης ἀποκρύψεως τῶν τελουμένων κατὰ τὴν Λατρείαν, ὄχι μόνον ἔναντι τῶν βεβήλων, ἀλλὰ καὶ ἔναντι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, κατ’ ἀναλογίαν τῶν τάξεων τῆς θεόθεν καθωρισμένης ἱεραρχήσεώς του4. Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν ἐμφαίνει ἐναργέστερα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης5, ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου διαφυλάσσεται «κεκρυμμένη» καὶ «ἄφθεγκτος» καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πιστὸν «ἱερὸν λαὸν» τοῦ Κυρίου, ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη «τάξεως πασῶν ὑψηλοτέρας»· ἐξ οὗ καὶ ἐλέγχει τὸν μοναχὸν Δημόφιλον ὅτι, ἐνῷ «οὔτε εἶδεν οὔτε ἤκουσεν οὔτε ἔχει τι τῶν προσηκόντων τοῖς ἱερεῦσιν», ἀπετόλμησε νὰ εἰσέλθῃ «ἐπὶ τὰ ἔσω τῶν θείων παραπετασμάτων», (ὅπου μόνοι «οἱ περὶ τὸ θεῖον … ἑστηκότες θυσιαστήριον ὁρῶσι καὶ ἀκούουσι τὰ θεῖα τηλαυγῶς αὐτοῖς ἀνακαλυπτόμενα»), μὲ ἀποτέλεσμα «ἐκπομπευθῆναι τὰ ἅγια»6.

.         δ´) Δὲν ἠμπορῶ νὰ συμμερισθῶ ὅτι «τὸ κείμενο (Νεαρὰ) τοῦ Ἰουστινιανοῦ πολὺ σοφὰ … χαρακτηρίζεται ρωμαλέο», διότι: 1) Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς του ἕως σήμερον, ἂν καὶ συνεκροτήθησαν τόσες Σύνοδοι, «οὐδεὶς ἠσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ δώσῃ σημασίαν» εἰς τὴν προβληματικὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ7, 2) «Μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν»8, 3) Ἡ θεολογικὴ θεμελίωσίς του περιορίζεται εἰς τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ἀσχέτου χωρίου: Α´ Κορ. ιδ´ 16-17, δηλαδὴ εἰς μίαν ἁπλῆν ἐκφορὰν «ἀναλογικοῦ» συλλογισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὸ «ἀσθενέστερο ὡς πρὸς τὸν βαθμὸ πιθανότητος εἶδος ἀτελοῦς ἐπαγωγῆς», καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει μόνον πιθανολογικὴν ἰσχύν9. Ἐρείδεται, ἐν ὀλίγοις, ἡ Νεαρὰ εἰς μίαν πιθανολογίαν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἐγκυρότητα ἑνὸς ἀποδεικτικοῦ ἐπιχειρήματος, ἐλλείψει, προφανῶς, ἰσχυρῶν πατερικῶν ἐρεισμάτων, καὶ 4) Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, διὰ θαυμαστῶν σημείων, ἀκύρωσεν εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν Νεαράν10.

.         ε´) Συμφωνῶ ὅτι «ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης … συνδέει τὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴ θεία Εὐχαριστία μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν», ἀλλὰ ποίων εὐχῶν; Ὁ Ἅγιος ὁρίζει εὐκρινῶς ποίας εὐχὰς ἐννοεῖ: «τὸν Ἀρχιερέα ὁποὺ λέγει … “Εἰρήνη ὑμῖν” … τὸν Ἱερέα ὁποὺ λέγει, “Εἰρήνη πᾶσι” … τὸν διάκονον ὁποὺ αἰτεῖ νὰ μᾶς δοθῇ ἄγγελος εἰρήνης»11. Καί, βεβαίως, δὲν ἐννοεῖ τὰς τελεστικὰς εὐχάς, αἱ ὁποῖαι «ἀείποτε μυστικῶς καὶ οὐχὶ ἐκφώνως» ἀναγινώσκονται12.

.         ς ´) Οἱ Βυζαντινοὶ ὑπομνηματισταὶ διὰ τοῦ «μυστικῶς» ἐννοοῦν σαφῶς τὴν μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν εὐχῶν, κάτι ποὺ ἀντελήφθησαν ἅπαντες οἱ νεώτεροι μεταφρασταὶ τῶν ἱερῶν αὐτῶν κειμένων, διὸ καὶ ἀπέδωσαν τὸ «μυστικῶς» (καὶ τὸ παράλληλον τοῦ «ἡσύχως») διὰ τῶν: «secreto» (PG 154, 754A), «submissa voce» (PG 150, 399D), «σιωπηρῶς» (Π. ΧΡΗΣΤΟΥ: «Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἔργα», ΕΠΕΦ 22, σσ. 93, 133), «μὲ χαμηλὴ φωνή», «σιωπηλὰ» (Α. ΓΑΛΙΤΗΣ: «Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας», Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 61, 120), «en secret» (R. BORNET, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 166), «silencieusement», «à voix basse» (S. SALAVILLE: “Nicolas Cabasilas, Explication de la divine Liturgie”, SC 4bis, σσ. 122, 221), κ.ἄ. Οὐδεὶς ποτὲ τὸ «μυστικῶς» μετέφρασε διὰ τοῦ «μυσταγωγικῶς», διότι ἀντελαμβάνοντο ὅτι ὁ ἱερεὺς «μυσταγωγεῖται … καὶ μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια», καλῶν τὸν λαὸν διὰ τῶν ἐκφωνήσεων νὰ μεθέξῃ αὐτῆς τῆς μυσταγωγίας (PG 98, 429BC, 436D437C), οτε πάλιν διὰ τοῦ «κατανυκτικῶς», διότι ἔβλεπαν ὅτι, ὁσάκις ἐπιθυμοῦν οἱ ὑπομνηματισταὶ νὰ δηλώσουν τὴν (οὕτως ἢ ἄλλως) ὀφειλομένην κατανυκτικὴν συστολήν, γράφουν: «μυστικῶς μετ’ εὐλαβείας» (PG 155, 684CD).

.         ζ´) Τὸ «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας δὲν μαρτυροῦν μόνον «οἱ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία ἔντυπες ἐκδόσεις» ἀλλὰ καὶ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα εὐχολόγια τῶν Θ´, Ι´ καὶ ΙΑ´ αἰώνων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν περίφημον Βαρβερινὸν Κώδικα13.

.         η´) Ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης, κάθε ἄλλο παρὰ ὑπαινισσόμενος ὅτι ἡ μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν μεταβάλλει τὴν θείαν Λειτουργίαν εἰς μίαν λατινικοῦ τύπου «ἰδιωτικὴ ὑπόθεση», διευκρινίζει σαφῶς ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχὴ καθ’ ὃν χρόνον «ὁ διδάσκαλος διδάσκει, ὁ ἀναγνώστης ἀναγινώσκει, ὁ ψάλτης ψάλλει». Συνεπῶς, «ἔγκλημα ἁμαρτίας» θεωρεῖ τὸ νὰ καταφρονοῦνται «αἱ προσευχαὶ καὶ αἱ θεῖαι Γραφαὶ καὶ τὰ λοιπὰ ἀναγνώσματα … (τὰ ὁποῖα) ἐκφώνως καὶ τρανῶς ἀναγινώσκονται», καὶ ὄχι βεβαίως τὸ νὰ μὴν ἀκούωνται αἱ ἱερατικαὶ εὐχαί, τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν ὁποίων σταθερῶς ὑπερασπίζεται, ὡς ἐξ ἀρχῆς θεσμοθετηθεῖσαν καὶ διαχρονικῶς ἰσχύουσαν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν14.

.         θ´) Συμφωνῶ ἀπολύτως μετὰ τοῦ σεβαστοῦ Καθηγητοῦ περὶ τοῦ ἀπαραδέκτου τῆς «urbi et orbi» μεταδόσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία, χάριν μιᾶς «κοντόφθαλμης» ποιμαντικῆς οἰκονομίας, καταστρατηγεῖ ὁλόκληρον τὴν λειτουργικὴν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο καὶ θεωρῶ ἐπιτακτικὴν τὴν ἀνάγκην ἐμμονῆς εἰς τὴν παράδοσιν τοῦ ἀπορρήτου, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἱερότητα τῶν μυστηρίων της ἀπὸ κάθε μορφῆς ἐκπόμπευσιν.

Μετὰ τιμῆς,
ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Τὸ πνεῦμα τῆς θείας Λατρείας», Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 20-36.

2 R. TAFT, “Was the Eucharistic Anaphora Recited Secretly or Aloud? The Ancient Tradition and What Became of It”, Worship Traditions in Armenia and the Neighboring Christian East, [Avant Series 3], Crestwood, New York, 2006, σ. 56, σημ. 141, (παρ’ ὅτι δὲν εἶναι καὶ θιασώτης τοῦ «μυστικῶς»).

3. R. BORNET, Les commentaires byzantins de la divine liturgie, [Archives de l’ Orient Chretien 9], éd. Institut Français d’ Études Byzantines, Paris 1966, σ. 101.

4. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κζ´ (ΒΕΠΕΣ 52, 287-288).

5. Πρβλ. Ἁγίου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Β´ 1 (PG 3, 392C).

6. Ἁγίου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Ἐπιστολὴ Η´, 1 (PG 3, 1089A). Πρβλ. Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Δ´ 3, 2, όπου σαφῶς δηλώνεται ὅτι καὶ ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καθαγιασμὸς τοῦ Μύρου, κρύπτεται ἀπὸ τοὺς πιστούς (PG 3, 476BC).

7. TAFT, ένθ’ ἀνωτ., σσ. 39, 45, 56 (σημ. 141). 8 ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, ένθ’ ανωτ., σ. 26. 9 Πρβλ. ΕΥ. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ, Λογική, ἐκδ. «Νόηση», Ἀθήνα 2008, σ. 198-199 || Θ. ΒΟΡΕΑ, Λογική, ἐκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθῆναι 1972, τ. Α´, σ. 162-163.

10. PG 87, 2869-2871. Πρβλ. Γ. ΦΙΛΙΑΣ, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθήνα 1997, σ. 57.

11. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. «Β.

Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 311-312.

12. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1976, σ. 645.

13. BORNET, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 166 || TAFT, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 44 || Δ. ΜΩΡΑΪΤΗΣ, Ἐπίτομος Λειτουργική, μέρος Α´, Γενικόν, Ἀθῆναι 1966, σ. 54.

14. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΑΡΓΕΝΤΗ, Σύνταγμα κατὰ ἀζύμων, ἐν Ναυπλίῳ1845, σσ. 78-79, 82, 87-88, 92, 98, 115, 126-127, 132, 135, 163, 164.

ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ἐφημέριος», Σεπτέμβριος 2011
Διαδίκτυο: alopsis.gr

, , , , , , , ,

Σχολιάστε

ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ «ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ»

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»:Παρ᾽ ὅτι ἡ κατωτέρω ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστολὴ (πρὸς τὸ περιοδικὸ «Ἐφημέριος) ἐπιδιώκει καλοπροαίρετα νὰ ἀπαντήσει στοὺς θεμελιωμένους ἰσχυρισμοὺς τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση (ΣΗΜ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»:  βλ. σχετ.: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/19/λειτουργιολογικὲς-ἀστοχίες-ἄρθρου/.), ἐν τούτοις τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνει εἶναι νὰ ἀραδιάσει τοὺς γνωστοὺς καλοὺς μὲν «στοχασμοὺς» περὶ τῆς ἐκφώνου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας, δυστυχῶς δὲ μόνον στοχασμοὺς καὶ εὐσεβεῖς ἰδέες καὶ ὄχι ἱστορικοθεολογικὲς «ἀποδείξεις».

 (Κύριε Διευθυντά),

.        Στὶς πολὺ φιλόξενες καὶ ἐποικoδoμητικὲς ἀναντίρρητα γιὰ τοὺς ἱερεῖς σελίδες τοῦ «Ἐφηµερίου» καὶ συγκεκριμένα στὸ τεῦχος τοῦ Φεβρουαρίου 2011 εἶχα παρoυσιάσει τὶς θέσεις τοῦ μακαριστoῦ καθηγητοῦ καὶ λειτoυργιoλόγου τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννου Φουντούλη περὶ μυστικῆς Λατρείας. Τὶς ἀντιρρήσεις του γιὰ τὸ κείμενο αὐτὸ ἐξέφρασε μὲ ἐπιστoλή του, ποὺ δημoσιεύθηκε στὸ τεῦχος τοῦ μηνὸς Μαΐου (ΣΗΜ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»:  βλ. σχετ.: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/19/λειτουργιολογικὲς-ἀστοχίες-ἄρθρου/., ὁ κατὰ πάντα σεβαστὸς λόγιος ἱερομόναχος π. Νικόδημoς Μπαρούσης.
.        Ἐπειδὴ ὁ π. Νικόδημoς μοῦ χρεώνει κάποιες «ἀνακρίβειες» ὅσον ἀφορᾶ στὶς περὶ τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἐπιστημoνικὲς κρίσεις καὶ τoπoθετήσεις τοῦ Ἰωάννου Φουντούλη, ὀφείλω, διαλεγόμενoς ἐν ἀγάπῃ, νὰ δώσω ὁρισμένες ἐξηγήσεις ὄχι γιὰ νὰ πείσω τὸν συνoμιλητή μου, ἀλλὰ γιὰ νὰ διασκεδάσω τὶς «λανθασμένες ἀντιλήψεις» ποὺ μοῦ ἀποδίδονται, τοὺς ὅποιους λoγισμoὺς περὶ παραπλάνησης τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ «Ἐφημερίου», καὶ κυρίως γιὰ νὰ μὴν ἀδικεῖται, ἔμμεσα ἔστω, ὡς «ἀνακριβὴς» ὁ δάσκαλός μου.

.        α) Τὰ ὅσα μὲ ἐπιστημoνικὴ εὐθύνη καὶ πολὺ σεβασμὸ στὴν παράδοση ἔχει διατυπώσει ὁ Ἰωάννης Φουντούλης περὶ μυστικῆς Λατρείας εἶναι καταγεγραμμένα στὰ λειτoυργικά του ἔργα. Ἑπομένως ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενoς μπορεῖ νὰ καταφύγει ἐκεῖ καὶ νὰ βγάλει μόνος τὰ συμπεράσματά του. Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀκρωτηριάζει τὰ γραφόμενα. Φτάνει νὰ μὴν «τραβᾶ ἀπὸ τὰ μαλλιὰ» τὴν λειτoυργική του σκέψη.
.       Πρoσωπικά, μαθητεύοντας οὐκ ὀλίγα χρόνια τόσο στὸν πρoφoρικό, ὅσο καὶ στὸν γραπτό του λόγο, διαπίστωσα τὴν μὲ ἱστoρικές, θεoλoγικὲς καὶ πoιμαντικὲς πρoϋπoθέσεις πρoσέγγιση τῶν ποικίλων περὶ τὴν θεία Λατρεία ζητημάτων, ἄρα καὶ περὶ τοῦ τρόπου ἀπόδοσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτoυργίας, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν ἄλλων μυστηρίων. Στὴ βάση αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων καὶ μὲ τὴν βoήθεια τῶν πηγῶν ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς ἐρευνᾶ, ἀξιολογεῖ, διαπιστώνει, κρίνει καὶ πρoτείνει τὴν τήρηση τῆς τάξης στὰ λειτoυργικὰ δρώμενα, τὴν εὐπρέπεια στὸν ναὸ καὶ τὴν συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὰ τελούμενα.
.        Ὅπως δὲ ὅλα στὴν θεία Λατρεία, ἔτσι καὶ τὰ ἀφορῶντα στὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων καὶ μάλιστα τῆς θείας Λειτoυργίας ἔχουν ἱστoρικὴ ἀφετηρία, θεoλoγικὸ ἐνδιαφέρoν, ἐξελικτικὴ δυναμικὴ καὶ ποιμαντικὴ διάσταση. Δὲν μποροῦμε π .χ. νὰ ἀγνοήσουμε –θὰ ἤμασταν ἀνιστόρητοι, ἂν τὸ κάναμε– ὅτι τὸν 4ο αἰ., ποὺ ἄρχισε ἡ καταγραφὴ τῶν λειτoυργικῶν κειμένων, ἡ θεία Λειτoυργία ἀπαρτιζόταν ἀπὸ ἐλάχιστες εὐχὲς μὲ δεσπόζουσα αὐτὴν τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἦταν ἀδιανόητo, καθ᾽ ὅσον συνιστoῦσε αἰτία σχίσματος τοῦ ἐκκλησιαστικoῦ σώματος, νὰ μὴ διαβάζεται εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποδεχόμενος τὰ ὅσα ἄκουγε ἀπαντοῦσε μὲ τὸ Ἀμήν. Σιγὰ-σιγὰ προστίθενται καὶ οἱ ἄλλες εὐχὲς (τῶν ἀντιφώνων π.χ. μᾶς εἶναι γνωστὲς ἀπὸ τὸν 8ο αἰ.), διαμoρφώνoνται νέα δεδομένα μὲ τὴν περὶ ἀπόκρυψης τῶν μυστηρίων διδασκαλία ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀμυήτων καὶ τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκoμένων (3ο-5ο αἰ.), ἀναπτύσσεται ἡ περὶ τὴν ἐπίκληση θεολογία, καὶ ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε στὸ σχετικὸ μὲ τὸν Ἰωάννη Φουντούλη κείμενό μας, τότε εἰσήχθη γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὅρος “μυστικὸς” στὴν θεία Εὐχαριστία, τὸν ὁποῖον εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἑρμηνεύσουμε στὶς σωστὲς ἱστoρικές, θεoλoγικὲς καὶ πoιμαντικὲς διαστάσεις.
.        Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ περὶ μυστικῆς ἐπίκλησης κυρίως καὶ εὐρύτερα μυστικῆς θείας Λειτoυργίας κλίμα ἐντάσσεται καὶ τὸ «μὴ κατὰ τὸ σεσιωπημένoν, ἀλλὰ μετὰ φωνῆς τῷ πιστοτάτῳ λαῷ ἐξακουομένης τὴν θείαν πρoσκoμιδὴν καὶ τὴν ἐπὶ τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι προσευχὴν» κείμενο (Νεαρά) τοῦ Ἰoυστινιανoῦ, τὸ ὁποῖο πολὺ σοφὰ ὁ Ἰωάννης Φουντούλης χαρακτηρίζει «ρωμαλέο». Καὶ εἶναι σημαντικὴ ἡ παρέμβαση αὐτὴ ἑνὸς προσώπου ποὺ καὶ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ὡς ἅγιος μνημονεύεται σὲ λειτoυργικὰ τυπικά. Ὁ Ἰoυστινιανός ἦλθε σ᾽ ἀντίθεση μὲ τοὺς Νεστoριανoὺς ποὺ διάβαζαν τὴν Ἀναφορὰ «κατὰ τὸ σεσιωπημένoν» καὶ «κατ᾽ ἰδίαν μὲ τὸν Θεόν», ἀνέδειξε τὰ δεδομένα τῆς ἐμπνευσμένης ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο λειτoυργικῆς πράξης τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισμoῦ, στήριξε τὸ καθoλικὸ νόημα τῶν σὲ πληθυντικὸ ἀριθμὸ διατυπoυμένων εὐχῶν τῶν ἱερῶν μυστηρίων, μίλησε γιὰ τὴν κοινὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, μὲ τρόπο προφανῶς ἤρεμο, διαμόρφωση κατανυκτικῶν βιωμάτων στὶς ψυχὲς τῶν ἀκουόντων. Ποῦ λοιπὸν τὸ λάθος του;
.        Ὁ Ἰωάννης Φουντούλης δὲν ἀγνοεῖ βεβαίως ὅτι ἡ παρέμβαση αὐτὴ τοῦ βυζαντινoῦ αὐτοκράτορα «μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὡς ἱστoρικὸς τῆς Λατρείας καταγράφει μίαν ἐξέλιξη καὶ μία πραγματικότητα ποὺ κατὰ ἐποχὲς ἑρμηνεύθηκε μὲ διαφόρoυς τρόπους καὶ μέχρι σήμερα δημιουργεῖ ἐνδιαφέρoυσες συζητήσεις. Ἄλλο λοιπὸν ἡ ἱστoρικὴ καταγραφὴ καὶ ἄλλο ἡ παρερμηνεία ἀπὸ τὸν π. Νικόδημo τῶν λόγων τοῦ Ἰωάννου Φουντούλη ὅτι γράφει δῆθεν «διὰ τὴν ἀπαξίωσιν τοῦ πoλιτειακoῦ αὐτοῦ νόμου ἐκ μέρους τῆς θεoλoγικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ σύγχρονη τoυλάχιστoν περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἔρευνα ἀπὸ ἔγκριτoυς λειτoυργιολόγους (Π. Τρεμπέλα, Ι. Φουντούλη, Γ. Φίλια) δὲν τεκμηριώνει κάτι τέτοιο. Ἀντιθέτως, στὸ κείμενο τοῦ Ἰoυστινιανοῦ ἀναζητᾶ τὰ πρότυπα μιᾶς Λατρείας μυστικῆς μέν, ἀλλὰ ὄχι ἀφώνου καὶ ἐγκλωβισμένης στὸν φόβο μήπως χάσει τὴν ἱερότητά της, ἐὰν ὁ πιστὸς καὶ συνευχόμενος κατὰ τὴν Ἴδια τὴν θεία Λειτουργία λαὸς ἀκoύσει τὰ λεγόμενα.
.        β) Ποιός, λήθεια, φόβος δικαιoλoγεται (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: ὅλη αὐτὴ ἡ παράγραφος εἶναι δομημένη πάνω σὲ ἰδεολογικοποιημένες καὶ μεταχρονολογημένες –ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἱστορικὴ πατερικὴ ἀντίληψη– καὶ τετριμμένες ἐρωτήσεις κενὲς περιεχομένου μόνο πρὸς ἀνακούφιση τοῦ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥ ἀδιεξόδου ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἔκφωνη ἀνάγνωση τῶν Εὐχῶν) στὴν κοινὴ λειτoυργικὴ ἐμπειρία τοῦ φωτὸς καὶ τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν, τὴν στιγμὴ ποῦ ἀκοῦμε τὰ ἀναγνώσματα, παρὰ πάντων κατὰ τοὺς Πατέρες λέγεται τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁ χερoυβικὸς ὕμνος παρ᾽ ὅτι μυστικὸς ψάλλεται μεγαλόπρεπα καὶ οἱ ἐκφωνήσεις τῶν εὐχῶν μὲ τριαδoλoγικὸ περιεχόμενo ἀκούγονται εἰς ἐπήκοον πάντων ξεκομμένες ὅμως ἀπὸ τὴν συνάφειά των; Ποιός μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους ἢ ἀκόμη καὶ στὸν Θεὸ μὲ διακoπὲς στὸν λόγο του; Ποιός ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ποὺ ἔγραψαν θεῖες Λειτoυργίες, ὴ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῶν «μετέπειτα αἰώνων» θὰ ἤθελε μιὰ Λειτoυργία παντομίμα (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: !!!!!) καὶ τὶς εὐχές, ποὺ μὲ σοφία καὶ κόπο συνέταξαν, νὰ προσπερνῶνται “μὲ τὸ μάτι”; Ποιό θεoλoγικ ρεισμα πάρχει (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἀκριβῶς ἐδῶ δίδεται, μέσα στὴν έρώτηση, μιὰ προκαταβολικὴ καὶ παραπλανητικὴ ἀπάντηση ὠς λήψη τοῦ ζητουμένου, ἐνῶ τὸ ζητούμενο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ἡ εὕρεση τοῦ θεολογικοῦ ἐρείσματος!!!, στὴν ἀναζήτηση τοῦ ὁποίου ἡ παροῦσα ἀπάντηση πολὺ ὀλίγα πράγματα εἰσφέρει) γιὰ τὴν ἀναξιότητα δῆθεν τῶν πιστῶν νὰ συμμερίζονται τὸν ἱερουργημένο λόγο, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του, τῆς ὁποίας προέκταση εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ἔσκισε τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὴν γῆ, σκήνωσε ἀνάμεσά μας καὶ μίλησε στὴν γλώσσα μας, φανέρωσε «τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια» τῆς σοφίας του, καὶ «τὰ ἀνήκουστα ἠκούσθη» κατὰ τὴν Μεταμόρφωσή του; Στὴν θεία Λειτoυργία εἶναι ἀοράτως, δηλαδή, μυστικῶς παρών. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ αἴσθηση τῆς ἀκοῆς ἀδρανοποιεῖται, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἁπτόμεθα τῶν δώρων, γευόμεθα τῶν μυστηρίων καὶ ὁρῶμεν τὰ τελούμενα, κοινῶς συμμετέχουμε καὶ δοξάζουμε τὸ Θεὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι.
.        Καὶ γιὰ νὰ μείνουμε λίγο περισσότερo στοὺς «μετέπειτα αἰῶνες», θέτουμε τὸ ἐρώτημα· βάσει ποίων ἱστoρικῶν καὶ λειτoυργικῶν δεδομένων μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τοὺς βαπτισμένoυς χριστιανoὺς ὡς «κοινὸν» ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀκoύσει τὴν θεία Λειτoυργία; Ὅταν βεβαίως κάνει λόγο γι᾽ αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος, τὸν ὁποῖον καὶ ἐπικαλεῖται ὁ π. Νικόδημoς, ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὶς τελεστικὲς εὐχές, δηλαδὴ τὴν ἐπίκληση, ποὺ δὲν ἐπιτρεπόταν «ἐκ τοῦ κρυφίου πρὸς τὸ κοινὸν ἐξάγειν». «Κοινὸν» ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ στὸν Μέγα Βασίλειο, δὲν εἶναι οἱ πιστoί, ἀλλὰ οἱ ἀμύητοι γιὰ τοὺς ὁποίους ἴσχυε τότε καὶ ισχύει καὶ τώρα ἡ ἀδημοσίευτος καὶ ἀπόρρητος διδασκαλία. Γιὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο ἰδιαίτερα οἱ πιστoὶ λέγονται «ἱερὸς λαὸς» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κατὰ τὸ βάπτισμα ἐντάσσονται στὴν τάξη τῶν δεκτῶν τοῦ ἀρχικoῦ φωτισμoῦ καὶ μὲ ὁδηγὸ τοὺς ἱερεῖς συνεχίζουν τὴν πορεία τους ὡς «πανίεροι τῶν πανιέρων ἱερουργοὶ καὶ φιλoθεάμoνες, τὴν ἁγιώτατην τελετὴν ἁγιοπρεπῶς ἐποπτεύοντες, ὑμνoῦσιν ὑμνολογίαν καθoλικὴν τὴν ἀγαθουργὸν καὶ ἀγαθoδότιν ἀρχήν, ὑφ᾽ ἧς αἱ σωτηριώδεις ἡμῖν ἀνεδείχθησαν τελεταί, τὴν ἱερὰν τῶν τελουμένων θέωσιν ἱερουργοῦσαι».
.        Ὅταν λοιπὸν ὁ ἅγιος Διονύσιος βάζει τόσο ψηλὰ τὸν πιστὸ λαὸ μὲ τὴν δυνατότητα νὰ ἔχει δύναμη θεωρίας καὶ κοινωνίας τῶν μυστηρίων, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τὸν καταδικάσoυμε σὲ μία συμβατικὴ παρουσία στὸ ναὸ κινδυνεύoντας, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημoς ὁ Ἁγιορείτης, νὰ εἶναι μὲ τὸ σῶμα μὲν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ μὲ τὸ νοῦ εἰς τὸ παζάρι; Ὅταν ὁ τελευταῖος στηριζόμενoς στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο συνδέει τὴν συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴν θεία Εὐχαριστία μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν καὶ τῶν Ψαλμωδιῶν, ἐπειδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατέρχεται ὄχι μόνο στὰ μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀναγινωσκόμενα καὶ ψαλλόμενα, μὲ ποιό δικαίωμα ἐμεῖς θὰ στερήσουμε ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ εἶναι ἐνεργὸ μέλος αὐτῆς τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν σύναξη τῆς Εὐχαριστίας καὶ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων;
.        γ) Ὄντως οἱ «μετέπειτα αἰῶνες» μᾶς προσφέρουν πλούσιο ὑλικὸ γιὰ μία σωστὴ ἱστoρικὰ καὶ θεoλoγικὰ ἀποτίμηση τῆς μυστικῆς Λατρείας καὶ τοῦ τρόπου ἀπόδοσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτoυργίας. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ὑποτιμήσουμε τὴν σημασία ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ ἔλλειψη κάποια στιγμὴ τοῦ Διακόνoυ, ἡ περὶ τῆς ἐπικλήσεως θεολογία, ἡ βιασύνη ἢ ἡ ἀγραμματωσύνη παλαιότερα πολλῶν κληρικῶν, ἡ μεταγενέστερη ἐξέλιξη τοῦ τέμπλου καὶ οἱ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία ἔντυπες ἐκδόσεις, ποὺ σ᾽ ἀντίθεση μὲ τὰ χειρόγραφα ἐπέβαλαν ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ὀπισθάμβωνo εὐχὴ τὸ «μυστικῶς», τὸ ὁποῖο δυστυχῶς ἀπὸ πολλοὺς ἑρμηνεύθηκε ὡς «ἀφώνως», μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θεία Λειτoυργία νὰ γίνει, ὅπως παλαιότερα στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία, ἰδιωτικὴ ὑπόθεση. «Δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς -ἔγραφε τότε ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης ἀντιδρώντας σὲ μία τέτοια ἐξέλιξη χωρὶς ἔγκλημα ἁμαρτίας νὰ ἀφήση τὰ κοινῶς λεγόμενα καὶ νὰ εὔχεται ἢ νὰ ἀναγινώσκη κατ᾽ ἰδίαν».
.       Οἱ ὑπoμνηματιστὲς (Γερμανὸς Κωνσταντινoυπόλεως, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ἱερὸς Καβάσιλας κ.α.) ἀναμφίβολα ὑπερασπίζονται τὴν μυστικὴ Λατρεία, τὴν σιγὴ καὶ τὴν θεολογία τοῦ ἀποκεκρυμμένου μυστηρίου ὅσον ἀφορᾶ στὴν θεία Λειτoυργία. Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν εἶναι ἂν μιλoῦν γιὰ τὸν «ὑπoψιθυρισμὸ» τῶν εὐχῶν, τὴν μὲ ὑψηλότερο ἢ χαμηλότερο τόνο τῆς φωνῆς ἀπόδοση τῶν εὐχῶν, σὰν νὰ εἶναι τὸ θέμα τεχνικό. Τὸ ζητούμενο εἶναι ἂν τὸ «μυστικῶς» τὸ συνδέουν μὲ τὴν μυσταγωγία τῆς Εὐχαριστίας, μὲ τὸ βαθύτερο καὶ ἀνερμήνευτο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστoῦ δίνοντας προτεραιότητα στὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τῶν πιστῶν. Ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης πιστεύει τὸ δεύτερο· «Μυστήριο γιὰ τοὺς πιστoὺς -γράφει-, κλῆρο καὶ λαό, δὲν σημαίνει τὸ ἀπόρρητο, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ  ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν χωρεῖ». Τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν «ἡσύχως» καὶ μὲ ἠρεμία, ἀθόρυβα καὶ μὲ ἱερoπρέπεια δὲν θίγει τὴν μυστικότητα, ἀλλὰ τὴν ἀναδεικνύει, διασφαλίζει τὸ ἑνιαῖoν τοῦ λειτoυργικoῦ κειμένου καὶ βοηθᾶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ προετοιμασθεῖ, ὅπως πρέπει, γιὰ τὴν συμμετοχή του στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς.
.        Κι ἐμεῖς ὅταν γράψαμε ὅτι τὸ «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτoυργίας μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα ὅταν τὸ δοῦμε παράλληλα μὲ τὴν ἔννοια τῶν ὅρων «μυστικὸς ὕμνος», «μυστικὸν ὕδωρ», «μυστικὸν Πάσχα» κ.ἄ. δὲν τὸ κάναμε μὲ σκωπτικὸ τρόπο, ὅπως μᾶς μέμφεται ὁ π. Νικόδημoς, παίζοντας δηλαδὴ μὲ τὶς λέξεις καὶ τὰ κείμενα, ἀλλὰ γιατί πιστεύoυμε ὅτι, γιὰ νὰ μὴν αὐθαιρετοῦμε, πρέπει νὰ δοῦμε συνoλικὰ καὶ θεoλoγικὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ μυστικὴ εὐχὴ δὲν εἶναι κάτι μακρινὸ ἀπὸ τὴν μυστικὴ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, τὴν τράπεζα δηλαδὴ τῆς εἰρήνης κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, καὶ τὸν τύπο τῶν μελλόντων. Ἡ μυστικὴ εὐχὴ μᾶς πρoετoιμάζει γιὰ τὴν μετοχή μας ἀπὸ τώρα στὰ μέλλοντα καὶ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μὲ μυστικὸ τρόπο. Αὐτὸ κάνει μὲ πληρέστερο βεβαίως τρόπο καὶ ἡ «μυστικὴ μετάληψη», ἡ ὁποία «ὥσπερ τινὰ φυσικὴν συνάφειαν ποιεῖ τὸν πιστὸν μετὰ τοῦ Χριστoῦ ἀνακιρνῶσα».

.        Σὲ κάθε περίπτωση δὲν ἀρνούμεθα ὅτι οἱ εὐχὲς εἶναι μυστικές, ὅπως καὶ οἱ κινήσεις τοῦ ἱερέα στὴν Λειτoυργία εἶναι μυστικές, δηλαδὴ εὐπρεπεῖς καὶ εἰρηνικές, ὅπως καὶ ἡ ψαλμωδία εἶναι μυστική, διότι ψάλλουμε ὄχι «βοαῖς ἀτάκτοις», ἀλλὰ ἐν εἰρήνῃ Χριστoῦ καὶ συνετῶς. Εἶναι ὄμως τoυλάχιστoν ὑπoκριτικὸ νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὴν μυστικὴ λατρεία, ὡς μία διαδικασία ἀφωνίας καὶ μυστικoπάθειας, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐπιτρέπoυμε ἢ ἀνεχόμαστε τὴν urbi et orbi μετάδοση τῆς Λειτoυργίας ἀπὸ τὰ κανάλια (προσωπικὰ δὲν διαφωνῶ μ᾽ αὐτὸ ἀφοῦ γίνεται γιὰ πoιμαντικoὺς λόγους) ἢ ἀφήνουμε τὰ μικρόφωνα-μεγάφωνα νὰ μετατρέπουν, ἀκόμη καὶ σὲ ἡσυχαστικὰ κέντρα, ὅπως εἶναι τὰ Moναστήρια, τὸ μυστήριο σὲ ἑστία θορύβου καὶ γεγονὸς κoσμικῆς ἐκδήλωσης.
.        Τὸ πρόβλημα πάντως δὲν λύνεται μὲ σχoλαστικὲς πρoσεγγίσεις. Oὐσιαστικὰ μαχόμεθα γιὰ ἕνα θέμα ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε, γιατί εἶναι λυμένο ἀπὸ τὴν παράδοσή μας. Ἀρκεῖ νὰ δεχθοῦμε ὅτι οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτoυργίας ὑπηρετοῦν τὸ ὅλο μυστήριο καὶ τὴν ἑνότητα καὶ οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ εὐχὲς μὲ κορυφαία τὴν Ἀναφορὰ εἶναι μυστικές, διότι ἀκριβῶς δὲν ἀποδεσμεύονται ἀπὸ «τὴν τῶν μυστικῶν τελετήν». Ὁ λόγος των ἀκούγεται ἥσυχα καὶ εἰρηνικά. Ἀκουόμενες μᾶς κάνουν κοινωνοὺς τῶν ἀρρήτων, μετόχους τοῦ μυστικoῦ σώματος τοῦ Χριστoῦ. Ἀναπτερώνουν τὸν νοῦ μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἐκφράζουν ἐν λόγῳ αὐτὰ ποὺ κατὰ τὴν θυσία «ἀφανῶς ἡ χάρις ἐργάζεται».

 Μὲ τιμή,
Παναγιώτης Ἰ. Σκαλτσῆς, Ἀναπλ. Καθηγητὴς Α.Π.Θ.

ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ἐφημέριος», Ἰούλιος – Αὔγουστος 2011
Διαδίκτυο: alopsis.gr

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Αἱ τρεῖς θεῖαι Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 1982, σσ.98-125.

2. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εἰς τὸν Βίον Κωνσταvτίνoυ  4,45 καὶ 71, PG 20, 1196Β καὶ 1225-1227 Α.

3. Α´ Κορ. 14,16-17.

4. Λειτουργικὰ Θέματα: Α´, θεσσαλονίκη 1977, σ. 26.

5. 7,10, PG 3, 565C.

6. Βλ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Sources Chretiennes 17bis 482 (29-32) = PG 32, 188C-189AB.

7. 3, 7, PG 3, 436C· 532C.

8. Βλ. π. D. ΡΥΡΑΖΑ, Ἡ θεολογία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη. Διατριβὴ ἐπὶ Διδακτορίᾳ, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 284-286.

9. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, Θεσσαλονίκη 1991,σ.311.

10. Ὁμιλία γ´, εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, PG 62,29-30.

11. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ AΓΙOPEITOY, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἐν Βόλῳ 1971, σ. 53.

12. Βλ Γ. ΦΙΛΙΑ, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ Λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ τὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια Η’-ΙΔ’ αἰώνων, Ἀθήνα 1977.

13. Σύvταγμα κατὰ Ἀζύμων, ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξωνίας, αψξ´ (176Ο, σσ. 279-280.

14. Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας, τόμος Ε´, σ.197.

15. Λόγος περὶ μετανοίας 9, PG 49,3 43-346.

16. PG 49, 388.

17. ΑΜΜΩΝΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ὑπομνήματα (Ἀποσπάσματα) εἰς Ἰωάννην, PG 85, 1440Β.


, , , , , , , ,

Σχολιάστε

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΑΡΘΡΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΕΥΧΩΝ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΕ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΑΡΘΡΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΕΥΧΩΝ

 Ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «Ἐφημέριος», τ. Μαΐου 2011

.        Εἰς τὸ τεῦχος μηνὸς Φεβρουαρίου 2011 τοῦ περιοδικοῦ «Ἐφημέριος», ἐδημοσιεύθη ἄρθρον τοῦ Ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ. κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ, ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἰωάννης Φουντούλης καὶ μυστικὴ Λατρεία». Ἐπιτρέψατέ μου, παρακαλῶ, νὰ ἐκθέσω ἐπ’ αὐτοῦ, ὅσον δύναμαι ἐπιγραμματικῶς, κάποιες ἀπόψεις. Σεβόμενος τὸν χῶρον τοῦ περιοδικοῦ, θὰ περιορισθῶ μόνον εἰς τὶς κυριώτερες ἀνακρίβειες τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου, ἱκανές, κατὰ τὴν ἄποψίν μου, νὰ δημιουργήσουν λανθασμένες ἀντιλήψεις.

.      α´) Ἀναφέρεται, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον, ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς 139ης Νεαρᾶς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς «ἕνα κείμενο ρωμαλέο». Ὅμως, ἀποσιωπᾶται ὅ,τι ἔγραφε ὁ Ἰ. Φουντούλης διὰ τὴν ἀπαξίωσιν τοῦ πολιτειακοῦ αὐτοῦ νόμου ἐκ μέρους τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, οὕτως ὥστε αὐτὴ «Ἡ Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ … μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν»[1]. Ἄλλως τε, ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ἄλλα διατάγματα ἐξέδωκε, ὡς ἐκεῖνο ὁποὺ ἀνεφέρετο εἰς τὴν «βδελυρὰν … δογματοποιΐαν … ὡς … ἄφθαρτον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως γεγενῆσθαι»[2], μία αἱρετικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀπερρίφθη ὑπὸ τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας [3].

.       β´) Ὡς χρόνος ἐπικρατήσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, κατὰ τὸ ἄρθρον, ὁρίζονται «οἱ μετέπειτα αἰῶνες καὶ δὴ ἡ Τουρκοκρατία». Ὅμως, ὁ Ἰω. Φουντούλης γράφει ὅτι, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ (Ϛ´ αἰών), εἶχεν ἐπικρατήσει «Ἡ πρᾶξις αὐτὴ» τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως[4]. Τὴν ἄποψιν αὐτὴν συμμερίζετο ἀπολύτως καὶ ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας.[5] Δηλαδή, τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεκράτησε ἡ ὀρθόδοξος δογματικὴ διδασκαλία, ἐπεκράτησε καὶ ἡ ὀρθόδοξος μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας.
.       Ὑποθέτω, ὅτι ὡς «μετέπειτα αἰῶνες» ἐννοοῦνται κάποιες περίοδοι, ὅπου μία «ἱερὰ σκουριὰ» ἐπεκάθισε ἐπὶ τῆς αὐθεντικῆς λειτουργικῆς πράξεως. Διερωτῶμαι, μήπως ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως (†733), ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων (†1230), ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (†1392) ἢ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης (†1430) ἀνήκουν εἰς μίαν τέτοιαν περίοδον θεολογικῆς παρακμῆς; Μήπως ὁ ἐμπνευστὴς ὅλων αὐτῶν, ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς, ὁ ὁποῖος «κατὰ τὸν Dalmais [6], ἀποφεύγει νὰ παρουσιάσῃ εἰς τὸ “κοινὸν” τὴν εὐχαριστιακὴν εὐχήν, ἐπειδὴ ἀνεγινώσκετο ὑπὸ τοῦ ἱερουργοῦντος μυστικῶς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὡς ἄλλωστε καὶ σήμερον»[7], ἢ καὶ ὁ ἀρχαιότερος αὐτοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ὅλοι παραπέμπουν, ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, εἶναι ἐκφρασταὶ μιᾶς τέτοιας παρακμῆς; Μήπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἀποστολικότητα τῆς παραδόσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[8], ἢ οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν περιγραφὴν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἐνῶ ἀναφέρουν τὰ συστατικὰ λόγια, ἀποσιωποῦν ἐπιμελῶς ἅπαντες τὰ εὐχαριστιακὰ τελεστικὰ λόγια τοῦ Κυρίου[9], ἀνήκουν εἰς τοὺς «μετέπειτα αἰῶνες»;

.       γ´) Μετὰ φανερᾶς σκωπτικῆς διαθέσεως καταβάλλεται προσπάθεια, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον, πρὸς ἐξιχνίασιν τῆς λειτουργικῆς ἐννοίας τοῦ ὅρου «μυστικῶς», καθ’ ἣν στιγμὴν εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ βυζαντινοὶ ὑπομνηματισταὶ τὴν προσδιορίζουν ἐπακριβῶς. Κατ’ αὐτούς, λοιπόν, «μυστικῶς» σημαίνει «ὑποψιθυρίζειν»[10]. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁμιλεῖ περὶ «“μυστικῆς ἐπιτελουμένης εὐχῆς”[11], ἤγουν ὅτε ὁ ἱερεύς, τὸν ἄρτον ἁγιασθῆναι καὶ τὸ ποτήριον, καθ’ ἑαυτὸν εὔχεται»[12].

.       δ´) Ἡ ἔλλειψις διακόνου συνήργησε, κατὰ τὸ ἄρθρον, εἰς τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἐνῶ εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ διακόνου συμβάλλει εἰς τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἐφ’ ὅσον «ἐν ὅσῳ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται καὶ ὁ λαὸς εὔχεται, ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἡσυχῇ καθ’ ἑαυτόν…»[13].

.       ε´) Πρὸς ἐπίρρωσιν δῆθεν τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον ἐπιστρατεύεται ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, «ποὺ θέλει τὶς εὐχὲς νὰ ἀναγινώσκονται “μετὰ προσοχῆς καὶ ἀργῶς … ἐν ἐπηκόῳ”» (PG 155, 212C). Ὅμως, ὡς σαφῶς γνωρίζει καθεὶς μελετητὴς τοῦ Ἁγίου Συμεών, τὸ ἐν λόγῳ χωρίον ἀναφέρεται εἰς «τοὺς ἀφορκισμοὺς … ἐν τῷ θείῳ Βαπτίσματι», καὶ ἀσφαλῶς οὐδεὶς ἀμφιβάλλει περὶ τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ κατηχουμένου καὶ τῶν λοιπῶν λαϊκῶν ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν διευκρινίζει ὅτι ὁ ἱερεὺς μόνον «τὴν ὀπισθάμβωνον εὐχὴν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ … εἰς ἐπήκοον ἐκφωνεῖ» (PG 155, 301C), ἔχων ἤδη καταστήσει σαφὲς ὅτι, εἰς ὅλες τὶς Ἀκολουθίες, ὁ ἱερεὺς ἐνῶ «ἐπεύχεται μετὰ σιγῆς … ἐν ἐκφωνήσει δοξολογεῖ» (PG 155, 612D).

ϛ´) Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προβάλλεται εἰς τὸ ἄρθρον, ὡς δῆθεν θιασώτης τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Πρὸς τοῦτο γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν λόγον του: «Μὲ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», καὶ χρησιμοποιοῦνται οἱ παράγραφοι: «Ὅτι οἱ ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ δὲν πρέπει νὰ βιάζωνται, πότε νὰ εὔγουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν», «Ὅτι δὲν πρέπει οἱ ἱερεῖς νὰ διαβάζουν ἐν ταὐτῷ, ἄλλος ἕνα βιβλίον καὶ ἄλλος ἄλλο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ» καί, «Τί σημαίνει ἡ χαρὰ ὁποὺ λαμβάνει τινὰς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ»[14]. Εἰς τὶς σελίδες αὐτὲς ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Οἱ ἅγιοι ἱερεῖς νὰ ἀναγινώσκετε καὶ νὰ ψάλλετε τὰς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἱερὰς Ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου, τῆς θείας λειτουργίας καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ, μὲ ἀργοπορίαν καὶ μετὰ εὐταξίας καὶ εὐλαβείας … Οἱ ἅγιοι ἱερεῖς ἂς διαβάζουν τὴν ἱερὰν Ἀκολουθίαν καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, μὲ ἀργοπορίαν καὶ ἂς φυλαχθοῦν, διὰ ἀγάπην Θεοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ διαβάζουν εἰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν καιρόν, ἄλλος μὲν τὴν Παρακλητικήν, ἄλλος δὲ τὸ Μηναῖον καὶ ἄλλος τὸ Ψαλτήριον … Ἀδελφοί μου … ἐὰν ἀκούετε μὲ προσοχὴν τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα καὶ διδασκόμενα … θέλετε γλυκανθῆ … Διότι ἡ χαρὰ ἡ πνευματικὴ εἶναι σημάδι ὅτι … ἐλάβετε τὴν χάριν … ὅτε ἐβαπτίσθητε, ἥτις … τότε, ὅταν ἐσεῖς ἀκούετε τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ψαλλόμενα ἱερὰ ψάλματα … ἐνεργεῖ … ἔσωθεν καὶ σᾶς προξενεῖ … χαρὰν καὶ γλυκύτητα…». Ὅμως, τὰ ἀνωτέρω δὲν ἀφοροῦν τὴν θείαν Λειτουργίαν, πολὺ δὲ περισσότερον τὰς ἱερατικὰς εὐχὰς αὐτῆς. Βεβαίως, εἰς τὸν ἴδιον Λόγον του ὁμιλεῖ εἰδικῶς καὶ περὶ τῆς θείας Λειτουργίας· πρόκειται περὶ τοῦ «κοινωνικοῦ». Ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος ὅτι τὴν ὥραν αὐτήν, εἰς τοὺς ἐνοριακοὺς κυρίως ναούς, γίνεται χασμῳδία. Παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν συμβουλεύει νὰ ἀκουσθοῦν οἱ ἱερατικὲς εὐχὲς ἐκείνης τῆς στιγμῆς, Ἀλλὰ τί λέγει; «Ἀντὶ νὰ ψάλλεται ἀργῶς τὸ Κοινωνικόν, νὰ γίνεται ἀνάγνωσις κανενὸς λόγου ψυχωφελοῦς, διὰ νὰ ἀκούουν οἱ χριστιανοὶ νὰ ὠφελοῦνται, καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἂς λέγεται τὸ Κοινωνικόν»[15]. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐγνώριζε καλῶς ὅτι οἱ ἱερατικὲς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας ἀναγινώσκονται πάντοτε μυστικῶς16.

.         Φοβούμενος τὴν κατάχρησιν τοῦ περιωρισμένου χώρου τοῦ «Ἐφημερίου», ἀρκοῦμαι εἰς τὰ ἀνωτέρω, τὰ ὁποῖα ἴσως εἶναι οἱ σημαντικώτερες ἀστοχίες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ. Ἡ παρέμβασίς μου ἀποβλέπει ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς Ἀληθείας δι’ ἓν συγκεκριμένον θέμα· ἐπ’ οὐδενὶ θὰ ἤθελα νὰ ἐκληφθῇ ὡς σχετικοποίησις τῆς λειτουργικῆς προσφορᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν.

Μετὰ τιμῆς,
Ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν.

 ΠΗΓΗ Διαδικτύου: alopsis.gr

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Λειτουργικὰ θέματα, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 25-26.
2 «Βίος τοῦ τρισμακαριστοῦ Εὐτυχίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, παρὰ Εὐστρατίου πρεσβυτέρου ταπεινοῦ», «Corpus Christanorum», «Series Graeca 25», ἔκδ. «Brepols Tournhout», Bruxelles, 1992, σ. 34 ἑξ.
3 Πρβλ. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Συναξαριστὴς τῶν ∆ώδεκα Μηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ, ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 2005, τ. Γ´, σσ. 415-416 / Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ∆ογματική, τ. 2, ἔκδ. «Ζωή», Ἀθῆναι, 1959, σσ. 78-80.
4 Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Λειτουργικὰ θέματα, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 25-26.
5 P. N. TREMPELAS, «L’ audition de l’ anaphore eucharistique par le peuple», L’ Eglise et les Eglises, ἔκδ. «Chevetogne», Βέλγιον, τ. II, σ. 220.
6 I. DALMAIS, Mystere liturgique et divinisation dans la “Mystagogie” de saint Maxime le Confesseur, Paris, 1972, σ. 60.
7 Χ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ Μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι, 1994, σ. 90.
8 Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 52, 287. Πρβλ. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι, 1976, σ. 645 / Ἁγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΡΙΟΥ, «Περὶ Παραδόσεως», 5, ἐν : Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἐν Ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ, ἔκδ. «Ἁρμός», Ἀθήνα, 1996, σ. 87.
9 Πρβλ. PG 155, 740. Ἐπίσης, πρβλ. «Γράμμα Συνοδικὸν πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Γεράσιμον κατὰ τῆς ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ μὴ φανερᾶς ἐκφωνήσεως τοῦ “Λάβετε φάγετε”», ἐν : Μ. ΓΕΔΕΩΝ, «Κανονικαὶ Διατάξεις», τ. Α´, ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1888, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, σσ. 89-92 / ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΔΕΛΙΚΑΝΗ, Τὰ ἐν τοῖς Κώδιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακείου σῳζόμενα ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς τὰς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ Κύπρου (1574-1863), ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1904, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, (φωτοαναστατικὴ ἐπανέκδοσις, 1999), σ. 10-16.
10 Πρβλ. Ἁγίου ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 452C-D / ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία, PG 140, 417-468.
11 ΒΕΠΕΣ 59, 215. Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 654.
12 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τ. Δ´, Ἀθήνησιν, 1854, (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις, Ἀθήνα, 1992), σσ. 305.
13 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Εἰς τὴν Λειτουργίαν, «Sources Chretiennes 4b», ἔκδ. «Cerf», Paris, 1967, σ. 122-124, 126, 166, 218, 220, 302-304.
14 Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ἡ Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἔκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη, 1984, σσ. 318-320.
15 Αὐτόθι, σ. 319.
16 Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 645.

, , , ,

Σχολιάστε

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ Η…«ΝΕΟΛΑΙΑ»

Κοίμησις τς Θεοτόκου
Τοῦ Ἰωάννου Φουντούλη (†),
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου

 .      Ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἑορτάζει στὶς 15 Αὐγούστου ὁ χριστιανικὸς κόσμος, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ποὺ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου, τὶς θεομητορικὲς ἑορτές. Ἴσως εἶναι καὶ ἡ παλαιοτέρα ἀπὸ ὅλες. Τὶς πρῶτες μαρτυρίες ἔχουμε γι’ αὐτὴν κατὰ τὸν E΄αἰώνα, γύρω στὴν ἐποχὴ ποὺ συνεκλήθη ἡ Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (451), ποὺ καθώρισε τὸ θεομητορικὸ δόγμα καὶ ἔγινε αἰτία νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.

.      Γιὰ πρώτη φορὰ φαίνεται ὅτι συνεστήθη στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν 13 Αὐγούστου καὶ λίγο ἀργότερα μετετέθη στὶς 15 τοῦ ἰδίου μηνός. Εἶχε δὲ γενικώτερο θεομητορικὸ χαρακτήρα, χωρὶς εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως. Ὠνομάζετο “ἡμέρα τῆς Θεοτόκου Μαρίας”. Κέντρο τοῦ πανηγυρισμοῦ ἀναφέρεται στὴν ἀρχὴ ἕνα “Κάθισμα”, ναὸς ἐπ’ ὀνόματί της, ποὺ εὑρίσκετο ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὸ τρίτο μίλιο τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν Βηθλεέμ. Ἡ σύνδεση τῆς ἑορτῆς αὐτῆς πρὸς τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔγινε στὸν περίφημο ναὸ τῆς Παναγίας ποὺ βρισκόταν στὴν Γεθσημανή, τὸ “εὐκτήριο τοῦ Μαυρικίου”, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ὁ τάφος της. Αὐτὸς ὁ ναὸς πολὺ σύντομα πῆρε τὸν χαρακτήρα τοῦ μεγαλύτερου θεομητορικοῦ προσκυνήματος καὶ ἡ ἀκτινοβολία του ἔγινε αἰτία ἡ πανήγυρίς του κατὰ τὴν 15η Αὐγούστου γρήγορα νὰ διαδοθῆ σ’ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση σὰν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα ἐξήρθη ἡ ἑορτὴ μὲ τὴν προπαρασκευαστικὴ νηστεία καὶ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ μέχρι τῆς 23ης ἢ καὶ μέχρι τοῦ τέλους τοῦ Αὐγούστου καὶ ἔγινε ὄχι μόνο ἡ μεγαλυτέρα θεομητορικὴ ἑορτὴ ἀλλὰ καὶ μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἑορτὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Αὐτὸ βέβαια ἦταν φυσικὸ νὰ γίνη, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ προσφιλέστερο καὶ ἱερώτερο πρόσωπο μετὰ τὸν Κύριο καὶ γι’ αὐτὸ συνεκέντρωσε τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλάβεια ὅλων τῶν χριστιανικῶν γενεῶν. Ἀναρίθμητοι ναοὶ καὶ μονὲς ἔχουν κτισθεῖ πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σὲ κάθε ναὸ πίσω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο σὲ ἐκπληκτικὲς συνθέσεις τὴν ἱερά της κηδεία, ὕμνοι ἐκλεκτοὶ ἔχουν διακοσμήσει τὴν ἀκολουθία της καὶ λόγοι λαμπροὶ καὶ ἐγκώμια ἐξεφωνήθησαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ νεωτέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης της. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες γενεὲς συναγωνίσθησαν στὴν προσφορὰ ὅ,τι ἐκλεκτοτέρου εἶχαν νὰ παρουσιάσουν, γιὰ νὰ μακαρίσουν ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν Παρθένο Μαρία.

 ΤΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

.      Γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, τῆς Συλλήψεως, τῆς Γεννήσεως καὶ τῶν Εἰσοδίων, πρέπει νὰ κάμωμε μία μικρὰ ἀναδρομὴ στὶς πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλήθηκαν τὰ θεομητορικὰ αὐτὰ θέματα. Διαφορετικὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἑρμηνεύση κανεὶς ὅ,τι συνδέεται μὲ τὸν ἑορτασμὸν αὐτόν, τὰ συναξάρια, τὴν ὑμνογραφία καὶ τὴν εἰκονογραφία τους. Οἱ αὐθεντικὲς ἱστορικὲς πηγές, τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὰ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, δὲν μᾶς διέσωσαν πληροφορίες γιὰ τὸν πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ γιὰ τὸν μετὰ τὴν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου βίο τῆς Θεοτόκου. Πρόθεσις τν ερν συγγραφέων ταν ν φηγηθον τν βίο κα τ σωτηριδες ργο το Χριστο κα ,τι μεσα συνεδέετο μ Ατν κα χι ν κανοποιήσουν τν ελαβ περιέργεια τ στορικ νδιαφέροντα τν ναγνωστν τους. παράδοσις μως τς κκλησίας διέσωσε π στόματος ες στόμα διάφορες πληροφορίες πο φοροσαν στν βίο τς Θεοτόκου πρ τς συλλήψεως το Κυρίου κα μετ τν νάστασί Του. Ἀργότερα διάφοροι εὐλαβεῖς, κατὰ τὸ πλεῖστον, συγγραφεῖς περιέλαβαν τὶς πληροφορίες αὐτὲς καὶ τὶς ἀνέπτυξαν μὲ τὴν φαντασία τους καὶ γιὰ νὰ ἔχουν περισσότερο κύρος ἔθεσαν στοὺς τίτλους τῶν ἔργων τους μεγάλα ἀποστολικὰ ὀνόματα. Ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε καὶ κατεδίκασε τὰ βιβλία αὐτὰ καὶ τὰ ὠνόμασε “Ἀποκρυφα” καὶ “Ψευδεπίγραφα”. Σὲ μεταγενεστέρα ἐποχὴ πολλὲς ἀπὸ τὶς διηγήσεις αὐτές, τουλάχιστον στὶς βασικές τους γραμμές, ἔδωσαν θέματα στὴν διαμόρφωσι ἑορτῶν, στὴν σύνταξι συναξαρίων, στὴν ποίηση ὕμνων καὶ στὴν εἰκονογραφία. Ἐξ ἄλλου, καθὼς προείπαμε, πυρν τν διηγήσεων ατν εχε ς βάσι του παμπάλαιες στορικς παραδόσεις γύρω π τ πρόσωπο τς Θεοτόκου.

 ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ

.      Εἰδικὰ τὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἀφηγεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μία ἀπόκρυφος διήγησις, ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, τοῦ Ἰωάννου. Μία περίληψι τοῦ ἐκτενοῦς αὐτοῦ κειμένου θὰ παρουσιάσωμε ἐδῶ. Σὲ κάθε του σημεῖο ὁ ἀναγνώστης τοῦ θυμᾶται ἀντίστοιχες φράσεις ἀπὸ τοὺς ὕμνους καὶ τὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς καὶ λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως ποὺ ἐφιλοτέχνησαν βυζαντινοὶ ζωγράφοι.
.      Ἡ Παναγία μετὰ τὴν Ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ καθημερινῶς πηγαίνει στὸ ζωοδόχο μνῆμα καὶ προσεύχεται. Μία Παρασκευὴ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ παρουσιάζεται μπροστά της καὶ τὴν χαιρετᾶ: “Χαῖρε, ἡ γεννήσασα Χριστὸν τὸν Θεὸν ἠμῶν. Ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχή σου καὶ θὰ ἀφήσης τὸν κόσμο καὶ θὰ πορευθῆς εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἀληθινὴν καὶ ἀδιάδοχον”. Ἡ Θεοτόκος ἐπιστρέφει στὸν οἶκο της, θυμιᾶ καὶ προσεύχεται στὸν Χριστὸ νὰ τῆς στείλη τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, γιὰ νὰ παρασταθοῦν στὸν θάνατό της. Ἡ προσευχή της εἰσακούεται καὶ πρῶτος φθάνει, ἁρπαγεὶς ἀπὸ νεφέλη, ὁ Ἰωάννης καὶ σὲ λίγο ἐπὶ νεφελῶν καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι οἱ διεσπαρμένοι στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Τὴν Κυριακὴ ἔρχεται μὲ τὴν ἀπαστράπτουσα δόξα Του καὶ μὲ χιλιάδες ἀγγέλους ὁ Κύριος νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τῆς Μητρός Του. Ἐκείνη εὐλογεῖ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν κόσμο, δέεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων καὶ ἀφοῦ λαμβάνει τὴν ὑπόσχεσι ὅτι “πᾶσα ψυχὴ ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομά της οὐ μὴ καταισχυνθῇ, ἀλλ’ εὕρῃ ἔλεος καὶ παράκλησιν καὶ ἀντίληψιν καὶ παρρησίαν καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι”, παραδίδει τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ της. Οἱ Ἀπόστολοι περιπτύσσονται τὸ σκῆνος καὶ ψάλλοντες μεταφέρουν τὴν κλίνη μὲ τὸ σῶμα γιὰ ταφή. Ἕνας ἑβραῖος ὀνόματι Ἰεφωνίας ὁρμᾶ καὶ ἐπιχειρεῖ “κατὰ τῆς κλίνης”, ἀλλ’ ἄγγελος Κυρίου μὲ “ξίφος πυρὸς” ἀποκόπτει τὰ χέρια του ἀπὸ τῶν ὤμων, ποὺ μένουν κρεμασμένα στὴν κλίνη. Αὐτὸς μετανοεῖ καὶ κολλῶνται πάλι τὰ χέρια του, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἀνενόχλητοι συνεχίζουν τὴν ἐκφορά. Τὸ σκῆνος θάπτεται σὲ καινὸ μνημεῖο στὴν Γεθσημανή, τὴν Τρίτη ὅμως ἡμέρα “μετετέθη…ἐν Παραδείσῳ”.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ

.      Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποίησις ἐξωραΐζει τὴν ἁπλὴ αὐτὴ διήγηση. Στὰ τρία στιχηρὰ τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ α΄ ἤχου, τὸ πρῶτο αὐτόμελο καὶ τὰ ἄλλα δύο προσόμοια, τοῦ πρώτου, μὲ ἕνα θαυμάσιο τρόπο ἐγκωμιάζεται ἡ Θεοτόκος καὶ ἡ Κοίμησί της. Ὡς ὑπόβαθρο ὅμως ἀναγνωρίζεται εὔκολα ἡ διήγησι τοῦ ἀποκρύφου: ἡ Γεθσημανή, οἱ λόγοι τοῦ Γαβριήλ, ἡ παρουσία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, ἡ μετάστασι ἀπὸ τὸν τάφο στὸν οὐρανό.
.      Τὸ ἴδιο θέμα ἔχουν καὶ τὰ τρία στιχηρὰ τῶν Αἴνων τοῦ δ΄ ἤχου. Στὸ πρῶτο, ὅλος ὁ κόσμος, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος, χαίρεται προπέμποντας τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ ψάλλοντας σ’ αὐτὴν τὴν “ἐξόδιον ὠδήν”. Στὰ ἄλλα δύο περιγράφεται ἡ ἔλευσις τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ ἐπικήδεια ψαλμωδία τους, καθὼς καὶ ἡ παρουσία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων καὶ ἡ ὑποδοχὴ τῆς ἀμωμήτου ψυχῆς της ἀπὸ τὸν Χριστό.
.      Τέλος θὰ σταθοῦμε στὸ πιὸ ἰδιόρρυθμο τροπάριο τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν τροπαρίων μας. Πρόκειται γιὰ τὸ δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ. Τὸ περιεχόμενό του ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν σχετικὴ ἀπόκρυφο διήγηση. Ἡ ἰδιορρυθμία τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι δὲν ψάλλεται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι, σὲ ἕνα μόνο ἦχο, ἀλλὰ καὶ στοὺς ὀκτώ.

 Ἦχος α΄

 “Θεαρχίῳ νεύματι πάντοθεν οἱ θεοφόροι ἀπόστολοι ὑπὸ νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι,

 Ἦχος πλ. α΄

 καταλαβόντες τὸ πανάχραντον καὶ ζωαρχικόν σου σκῆνος ἐξόχως ἠσπάζοντο.

 Ἦχος β΄

 Αἱ δὲ ὑπέρτατοι τῶν οὐρανῶν δυνάμεις σὺν τῷ οἰκείῳ δεσπότῃ παραγενόμεναι,

 Ἦχος πλ. β΄

 Τὸ θεοδόχον καὶ ἀκραιφνέστατον σῶμα προπέμπουσι, τῷ δέει κρατούμεναι, ὑπερκοσμίως δὲ προῴχοντο καὶ ἀοράτως ἐβόων ταῖς ἀνωτέραις ταξιαρχίαις, ἰδοὺ ἡ παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.

 Ἦχος γ΄

 Ἄρατε πύλας καὶ ταύτην ὑπερκοσμίως ὑποδέξασθε, Τὴν τοῦ ἀεννάου φωτὸς μητέρα,

 Ἦχος βαρὺς

 Διὰ ταύτης γὰρ ἡ παγγενὴς τῶν βροτῶν σωτηρία γέγονεν, ᾗ ἀτενίζειν οὐκ ἰσχύομεν καὶ ταύτῃ ἄξιον γέρας ἀπονέμειν ἀδύνατον,

Ἦχος δ΄

 ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν.

 Ἦχος πλ. δ΄

 Διό, ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεὶ σὺν ζωηφόρῳ βασιλεῖ καὶ τόκῳ ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς περιφρουρῆσαι καὶ σῶσαι ἀπὸ πάσης προσβολῆς ἐναντίας τὴν νεολαίαν* σου, τὴν γὰρ σὴν προστασίαν κεκτήμεθα,

 Ἦχος α΄

 Εἰς τοὺς αἰῶνας ἀγλαοφανῶς μακαρίζοντες”.

ΠΗΓΗ: «Ἀποστολικὴ Διακονία»

*.      ΣΗΜ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: «Νεολαία» σημαίνει Νέος Λαὸς τοῦ Θεοῦ, δηλ. ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἂν τὸ «κατανοήσουμε» ἐπὶ τῇ βάσει τῆς σημερινῆς ἐννοίας τῆς «νεολαίας», δηλ. τῶν νέων, τότε ἡ προσευχὴ πρὸς τὴν Παναγία εἶναι ἀκατατανόητη: Τῆς ζητᾶμε ἀνήμερα στὴν μεγαλειώδη Ἑορτή της νὰ περιφρουρεῖ  καὶ νὰ σώζει ἀπὸ πάσης ἐχθρικῆς προσβολῆς ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ. Τοὺς ἄλλους, δηλ. τὰ βρέφη, τὰ παιδιά, τοὺς ἐνἠλικες καὶ τοὺς ἡλικιωμένους τοὺς ἐξαιροῦμε ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι διαφημιστικὸ σποτάκι, νὰ χωρᾶνε μόνον οἱ εἰκοσιπεντάρηδες! 

.       Αὐτὰ γιὰ τοὺς «μεταφραστὲς» καὶ τοὺς φιλοδόξους ἱεροκήρυκες!

, ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ [E´]

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ [E´]
ΙΩ. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ 

(«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ»
τριμηνιαῖον θεολογικὸν περιοδικόν
τοῦ Κέντρου Ὀρθοδ. Θεολογικῶν Σπουδῶν
 «Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία»,
τόμ. Α´ τεῦχ. 1&2/ 1964, σελ. 78-91) 

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/01/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ-λατρείας-α´/
Β´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/08/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ-λατρείας-β´/
Γ´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/12/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ῎λατρείας-γ´/
Δ´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/14/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ-λατρείας-δ´/

Δ) Στενώτατα πρὸς τὸν προηγούμενον χαρακτῆρα συνδεδεμένος
καὶ ἐπακόλουθον αὐτοῦ παρουσιάζεται τέλος
ὁ ἱερατικὸς τῆς χριστιανικῆς λατρείας χαρακτήρ.

.     Ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ «ἑαυτὸν ἀνενέγκας»[1] καὶ «διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσελθὼν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγια»[2] τῆς «ἀληθινῆς σκηνῆς»[3], ὁ «Μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Ἰησοῦς Χριστός»[4], συνεχίζει «εἰς τὸ διηνεκὲς»[5] τὸ ἔργον τῆς μεσιτείας ἐν οὐρανῷ «ἐντυγχάνων» πρὸς τὸν Πατέρα ὑπὲρ ἡμῶν[6]. Καὶ τὸ αὐτὸ ἔργον συνεχίζει ἐπὶ τῆς γῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ διὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τῶν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δι’ ἀποστολικῆς χειροτονίας ἐπὶ γῆς καθισταμένων διαδοχων καὶ «οἰκονόμων τῆς ἱερατικῆς χάριτος»[7]. Οὕτως οἱ τῆς μετοχῆς τοῦ ἀρχιερατικοῦ τοῦ Κυρίου ἀξιώματος ἐπὶ τῆς γῆς ἀξιωθέντες, οἱ «διὰ τὴν χάριν τῆς ἱερατείας»[8], διακονοῦν εἰς τὰ μύστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἁγιάζουν δι’ αὐτῶν τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου. Τοῦτο εἶναι τὸ κύριον ἔργον τῶν ἱερέων. «Παριστάναι ἀμέμπτως τῷ θυσιαστηρίῳ τοῦ Θεοῦ· κηρύσσειν τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας αὐτοῦ· ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· προσφέρειν αὐτῷ δῶρα τε καὶ θυσίας πνευματικάς· ἀνακαινίζειν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας»[9]. Τῆς «μεγάλης ταύτης ἱερατικῆς τιμῆς»[10] σαφῆ συνείδησιν ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἰδοὺ πῶς ὁ ἱερεὺς ἐκφράζεται περὶ ἑαυτοῦ εἰς μίαν εὐχὴν τοῦ Εὐχελαίου: «Ὁ καὶ ἐμὲ τὸν ταπεινὸν… καλέσας εἰς τὸν ἅγιον καὶ ὑπερμέγιστον βαθμὸν τῆς ἱερωσύνης καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου παρακῦψαι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσι καὶ ἀκοῦσαι τῆς εὐαγγελικῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ θεάσασθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς καὶ ἀπολαῦσαι τῆς θείας καὶ ἱερᾶς Λειτουργίας, ὁ καταξιώσας με ἱερουργῆσαι τὰ ἐπουράνιά σου μυστήρια καὶ προσφέρειν σοι δῶρα τε καὶ θυσίας ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων καὶ μεσιτεῦσαι ὑπὲρ τῶν λογικῶν σου προβάτων, ἵνα διὰ τῆς πολλῆς καὶ ἀφάτου σου φιλανθρωπίας τὰ παραπτώματα αὐτῶν ἐξαλείψῃς»[11]. Ἰδίᾳ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ τῆς ἀφέσεως τῶν παραπτωμάτων καὶ λύσεως τῶν δεσμῶν τῶν ἁμαρτιῶν αἰσθάνεται ἑαυτὸν ὁ ἱερεὺς διάδοχον τῶν Ἀποστόλων καὶ οἰκονόμον δυνάμεως ἐχούσης τὸν ἀντίκτυπον αὐτῆς ἐν τῇ παρούσῃ καὶ τῇ μελλούσῃ ζωῇ[12]. Ἀλλ’ ἀκριβῶς τὴν ἀνάγκην τῆς μεσιτείας διὰ τὴν γεφύρωσιν τοῦ μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου διαστήματος ἐκφράζει ἐν ὑψηλῇ θεολογίᾳ ἡ εἰς τὴν χειρτοτονίαν τοῦ ἀρχιερέως δευτέρα εὐχή: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὴν ἀνθρώπου φύσιν τὴν τῆς θεότητος ὑπενεγκεῖν οὐσίαν τῇ σῇ οἰκονομίᾳ ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν διδασκάλους κατέστησας τὸν σὸν ἐπέχοντας θρόνον εἰς τὸ ἀναφέρειν σοι θυσίαν καὶ προσφορὰν ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου». Ὁ ἀρχιερεὺς διὰ τῆς χειροτονίας ἀναδεικνύεται «οἰκονόμος τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος, μιμητὴς τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος Χριστοῦ… ὁδηγὸς τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴς ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστὴρ ἐν κόσμῳ»[13].
.     Οὐδὲν μυστήριον ἤ τελετὴ τελεῖται ἄνευ ἱερέως. Αὐτὸς μόνος εἰσέρχερται εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἐγγίζει τὸ θυσιαστήριον. Ψαύει τὰ σκεύη καὶ αὐτὸ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἁγιάζει ἑαυτὸν καὶ πλήρης χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ ἐξέρχεται πρὸς στιγμὴν ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διὰ νὰ εὐλογήση, ἁγιάσῃ καὶ μεταδώσῃ τὴν χάριν εἰς τὸν παρεστῶτα λαόν. Οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχάγγελοι δὲν ἠξιώθησαν τοιούτων χαρισμάτων. Καὶ αὐτῶν ὑπέρκειται ἡ διακονία τοῦ ἱερέως. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα γέμουν παρομοίων ἐκφράσεων καὶ χαρακτηρισμῶν.
.    Παράδοξον εἶναι λοιπὸν πῶς ὁ ἱερεὺς ἔγινε διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ αὐτοῦ ἔργου, διὰ τῆς ἐν αὐτῷ οἰκούσης ὑπερφυοῦς ἱερατικῆς δυνάμεως τὸ κατ’ ἐξοχὴν λειτουργικὸν ὄργανον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος, ὁ πατὴρ, ἡ ζῶσα ὑπόμνησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ περὶ πολλὰ τυρβαζομένου κόσμου. Ἐντεῦθεν ἐξηγοῦνται πλεῖστα λειτουργικὰ ἔθιμα. Αἱ λαμπραὶ ἱερατικαὶ καὶ ἀρχιερατικαὶ στολαί, ἡ ἀπόκοσμος ἐξωτερικὴ ἐμφάνισις τοῦ κλήρου, οἱ πολυχρονισμοί, οἱ ἀσπασμοὶ τῆς χειρὸς κ.τ.τ., δὲν εἶναι πάντοτε γεννήματα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας, ἀλλὰ τὸ ἀπαύγασμα τῆς περὶ τοῦ ἱερέως συνειδήσεως τοῦ χριστωνύμου λαοῦ.
.    Τοιοῦτον παρουσιάζεται τὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς λατρείας, τὸ ζῶν καὶ ζωογονοῦν αὐτὴν καὶ τοὺς χριστιανικοὺς λαοὺς μέχρι σήμερον. Πνεῦμα ὑπερκόσμιον, ἀσκητικόν, μυστηριακόν, ἱερατικόν. Λατρεία «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», γνήσιον τέκνον τῆς ἐν τῇ μετὰ τοῦ Πνεύματος κοινωνία ἐνθουσιώσης καὶ σφριγώσης Ἐκκλησίας.
.    Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα λαλεῖ ἐν αὐτῇ καὶ κράζει τὸ: «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ»[14]. Διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία αἰρομένη ἐπάνωθεν τῶν μικροτήτων τοῦ κόσμου καὶ «στερεουμένη ἐν Κυρίῳ»[15], ἐν ἁγιασμῷ καὶ θείῳ πόθῳ καὶ ζήλῳ λέγει ὡς ἡ Νύμφη τῆς Ἀποκαλύψεως τὸ «ἔρχου» πρὸς τὸν Νυμφίον αὐτῆς[16]. «Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ»[17]. Καὶ μόνη ἡ διαβεβαίωσις αὐτοῦ: «Ναὶ, ἔρχομαι ταχὺ»[18], πληροῖ τὴν καρδίαν αὐτῆς ἀσφαλείας ἐν τῷ κλύδωνι τοῦ κόσμου. «Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου»[19] «ἐλθέτω χάρις καὶ παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος»[20].


[1] Ἑβρ. ζ´ 27.
[2] Ἑβρ. θ´12.
[3] Ἑβρ. η’ 2.
[4] Α’ Τιμ. β’ 5.
[5] Ἑβρ. ι’ 12.
[6] Ἑβρ. ζ’ 25.
[7] Χειροτονία ἐπισκόπου, Εὐχὴ β’.
[8] Λειτουργία Ἰω. τοῦ Χρυσοστόμου, Εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου.
[9] Χειροτονία πρεσβυτέρου, Εὐχὴ β’.
[10] Χειροτονία πρεσβυτέρου, Εὐχὴ α’.
[11] Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἐλαίου, Εὐχὴ μετὰ τὸ ε’ Εὐαγγέλιον.
[12] Βλ. ἀκολουθίαν τῶν ἐξομολογουμένων, Εὐχὴν τῶν ἐν ἐπιτιμίοις ὄντων καὶ ἑαυτοὺς ὅρκῳ δεσμούντων, Εὐχὴν τῶν ἐξ ἐπιτιμίων λυομένων, Εὐχὰς ἐπὶ μετανοούντων, Εὐχὴν μετὰ θάνατον συγχωρητικὴν καὶ Εὐχὰς συγχωρητικὰς εἰς τεθνεῶτα.
[13] Χειροτονία ἐπισκόπου, Εὐχὴ β’.
[14] Ρωμ. η’ 15, Γαλ. δ’ 6.
[15] Πρβλ. τοὺς εἱρμοὺς τῆς γ’ ᾠδῆς τῶν κανόνων.
[16] Ἀποκ. κβ’ 17.
[17] Ἀποκ. κβ’ 20.
[18] Ἀποκ. κβ’ 20.
[19] Ματθ. ϛ´ 10, Λουκ. ια´ 2.
[20] Διδαχὴ Χ, ΒΕΠ, Β’, σ. 218.

, , , , , , , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ [Γ´]

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ [Γ´]
ΙΩ. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ 

(«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ»
τριμηνιαῖον θεολογικὸν περιοδικόν
τοῦ Κέντρου Ὀρθοδ. Θεολογικῶν Σπουδῶν
 «Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία»,
τόμ. Α´ τεῦχ. 1&2/ 1964, σελ. 78-91) 

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/01/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ-λατρείας-α´/
Β´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/08/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ-λατρείας-β´/

Β) Ὁ ἀσκητικὸς χαρακτὴρ τῆς θείας λατρείας.

.      Συναφὴς πρὸς τὸν ὑπερκόσμιον καὶ ἐν αἰτιώδει πρὸς αὐτὸν σχέσει παρουσιάζειται ὁ ἕτερος χαρακτὴρ τῆς θείας λατρείας, ὁ ἀσκητικός. Ἄν ὁ πρῶτος χαρακτὴρ αὐτῆς εἶναι τὸ γέννημα τῆς ἀποστολικῆς κυρίως ἐποχῆς, οὗτος ὀφείλεται κατ’ ἐξοχὴν εἰς τὴν ἐπίδρασιν τοῦ μοναχικοῦ ἐπ’ αὐτὴν πνεύματος. Ἡ καινὴ πολιτεία τῶν μοναχῶν ἀείποτε ἐπεζήτησε τὴν μακρὰν τοῦ κόσμου ἐπίτευξιν ἐκείνου, διὰ τὸ ὁποῖον κατ’ ἐξοχὴν ἐκλήθη ὁ ἄνθρωπος, τῆς τελειότητος. Οἱ ἄγγελοι ἦσαν τὰ τελειότερα λογικὰ ὄντα; Αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ μιμῶνται καὶ οἱ μοναχοί. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἦτο τὸ ἔργον τῶν ἀγγέλων; Κατ’ ἀνάγκην αὐτὴ θὰ ἦτο καὶ τῶν μοναχῶν τό κύριον μέλημα.
.      Οὕτως ὁ μοναστικὸς λειτουργικὸς τύπος, διὰ τῆς ἀδιακόπου προσπαθείας καὶ τῆς συμβολῆς τῆς πείρας πολλῶν μοναχικῶν γενεῶν, προσέλαβε τοιαύτην τελειότητα ὡς πρὸς τὰς ἐξωτερικὰς μορφὰς καὶ τοιαύτην ἀκρίβειαν ὡς πρὸς τὸ δόγμα, ὥστε ἡ πρὸ αὐτοῦ ὑποχώρησις τοῦ κοσμικοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ κατέστη ἀναπόφευκτος. Ἐν τῷ Βυζαντίῳ τὴν ἀντικατάστασιν ταύτην ἐπετάχυνεν ἡ εἰκονομαχία. Μετ’ αὐτὴν ἴχνη μόνον τῆς διαβάσεως τοῦ κσομικοῦ τυπικοῦ δεσώθησαν ἐπὶ τινα χρόνον εἰς τόπους τινάς. Οἱ μοναχοὶ ἔδωκαν εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον ὅ,τι εὐγενεστερον διὰ τῶν αἰώνων εἶχον δημιουργήσει.
.       Ἐκ τούτου ἡ θεία λατρεία διετήρησεν ἔκτοτε σαφῆ ἀσκητικὸν καὶ μοναστικὸν χαρακτῆρα. Ἡ ἄρσις τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ἀκολουθία αὐτοῦ[1], ἡ ἐκλογὴ τὴς ἀγαθῆς μερίδος τῆς Μαρίας[2], ἡ νέκρωσις τῶν παθῶν καὶ ἡ καταστολὴ τῶν ἐπαναστάσεων τῆς σαρκός, ἡ πρὸς τὰ ὑπερκόσμια σταθερὰ ἐνατένισις καὶ τῆς «ἀστάτου φορᾶς τῶν ρεόντων»[3] τὸ μάταιον ἐμποτίζουν τὸ σύνολον σχεδὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως καὶ ὑμνογραφίας. Πολλαὶ ἀκολουθίαι ἀποβλέπουν καθαρῶς, εἰς μοναχούς. «Τῶν μοναστῶν τὰ πλήθη»[4], «Οἱ ἐν ταῖς ἐρήμοις καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις ἤκατε, ἀθροίσθητε»[5], «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωῆ μακαρία ἐστίν»[6]. Εἰς τὸ ἑορτολόγιον ἀφθονοῦν αἱ μνῆμαι ἀσκητῶν καὶ ὁσίων προβαλλομένων διὰ τῆς ὑμνολογίας ὡς ὑποδειγμάτων πρὸς μίμησιν καὶ ὑπογραμμῶν ἀρετῆς καὶ ἀκριβείας βίου. Ἡ ἔξαρσις τοῦ τιμίου Προδρόμου, τοῦ ἀστέγου, τοῦ ἀγάμου, τοῦ φερεοίκου, τοῦ ἀνυποδήτου, τοῦ ἀσκητοῦ, τοῦ ἐνδεδυμένου τρίχας καμήλου καὶ ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον, τοῦ πτεροφόρου καὶ ἰσαγγέλου ὡς τοῦ ὑποδείγματος πάντων τῶν ἀνδρῶν καὶ ἡ ἀνύψωσις αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ τέμπλου παρὰ τὸν Κύριον, τὶ ἄλλο μαρτυρεῖ ἤ ἐπικράτησιν καθαρῶς μοναχικῆς εὐλαβείας; Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ διὰ τὴν προβολὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς παρθένου, ἁγνῆς καὶ ἀνάνδρου ὡς τοῦ ὑπδείγματος πασῶν τῶν γυναικῶν. Αἱ καταπονοῦσαι τὸ σῶμα μακρόταται νηστεὶαι, καἱ καλύπτουσαι τὸ ἥμισυ ἴσως καὶ πλέον τοῦ ἔτους, δὲν εἶναι ἄλλο τι εἰ μὴ μεταφορὰ τῶν μοναχικῶν λειτουργικῶν ἐθίμων εἰς τὴν ἐν τῷ κόσμῳ Ἐκκλησίαν. Ἡ προτίμησις ἐν τῷ ναῷ τῆς ὀρθίας στάσεως ὠφείλετο ἄραγε εἰς τὴν ἀδήριτον ἀνάγκην τῆς ἐλλείψεως καθισμάτων ἤ εἰς τὴν διὰ τῶν μοναχῶν ὑπεισελθοῦσαν συνήθειαν τῆς καὶ ἐν τούτῳ μιμήσεως τῶν ἀγγέλων, τῶν ἱσταμένων πρὸ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ ἤ εἰς τὴν προσπάθειαν περισσοτέρας καταπονήσεως τοῦ πρὸς δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ ραθύμου σώματος;
.     Δὲν θὰ ἦτο ἄσκοπος καὶ ἡ σύγκρισις δύο ἀκολουθιῶν τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου. Τοῦ γάμου ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ πρώτη μετὰ τῆς ἀκολουθίας τῶν μνήστρων μόλις καλύπτει δεκάδα τινὰ σελίδων. Οὐδὲν ποιητικὸν τεμάχιον τὴν κοσμεῖ. Αἱ πλεῖσται τῶν εὐχῶν ὁμολογουμένως εἶναι ἰσχυρᾶς ἐμπνεύσεως, γέμουν εὐλογιῶν καὶ ὑψηλῶν ἐννοιῶν. Ὁ γάμος βιβλικώτατα εἶναι ἡ εἰκὼν τῆς σχέσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγῶ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν»[7]. Διὰ τὸν δίγαμον ὅμως ταῦτα δὲν ἰσχύουν. «Οὗτος οὐ στεφανοῦται, ἀλλὰ καὶ ἐπιτιμᾶται μὴ μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἔτη δύο· ὁ δὲ τρίγαμος πέντε»[8]. Καὶ ἐν τῇ ἱερολογίᾳ οἱ μελλόνυμφοι παραδίδονται εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τοῦ «πάντων φειδομένου… τοῦ ἱλασκομένου τὰς ἁμαρτίας καὶ συγχωροῦντος τὰς ἀνομίας ἡμῶν καὶ γνωρίζοντος τὸ ἀσθενὲς τῆς φύσεως»[9]. Δι’ αὐτοὺς εἶναι ἀναγκαία «τοῦ τελώνου ἡ ἐπιστροφὴ καὶ τοῦ λῃστοῦ ἡ ἐξομολόγησις»[10]. Καὶ δικαίως· διότι δὲν ἡδυνήθησαν νὰ βαστάσουν «τὸν καύσωνα καὶ τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὴν πύρωσιν τῆς σαρκός»[11], τὴν ὁποίαν οἱ μοναχοὶ «ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας» γενναίως ὑπέμειναν[12]. Ἄς τὴν συγκρίνωμεν μὲ τὴν μοναχικὴν κουράν, τὸ «δεύτερον Βάπτισμα»[13]. Αὕτη οὐ μόνον καλύπτει πλέον τοῦ διπλασίου χώρου ἐν τῷ Εὐχολογίῳ, ἀλλὰ καὶ διακρίνεται διὰ τὸ ἐκλεκτὸν καὶ ἄρτιον περιεχόμενον αὐτῆς. Ἡ κατήχησις, αἱ εὐχαὶ καὶ ἡ σχετικὴ ὑμνογραφία εἶναι ἀριστουργηματικά. Ἐδῶ εἶναι ἡ «ποίμνη τῶν ἐκλεκτῶν»[14], ἡ «ἀγγελικὴ πολιτεία»[15], τὸ καλὸν καὶ μακάριον ἔργον»[16].

συνεχίζεται


[1] Ματθ. ιδ´ 24.
[2] Λουκ. ι´ 42.
[3] Παρακλητική, ἦχος πλ. β’, Κανὼν Σαββάτου β´, ᾠδὴ γ´, τροπ. γ´.
[4] Δοξαστικὸν ἀποστίχων ἑσπερινοῦ Ἁγ. Σάβα (5 Δεκεμβρίου) κ. ἄ.
[5] Τριώδιον, Παρασκευὴ πρὸ τῶν Βαΐων, Κανὼν β´, ᾠδὴ θ´, τροπ. ε´.
[6] Ἀναβαθμοὶ Ὀκτωήχου, ἦχος πλ. α´, ἀντίφωνον α´, τροπ. β´.
[7] Ἐφεσ. ε´32.
[8] Κεφάλαιον Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὀμολογητοῦ ἐν τῷ Εὐχολογίῳ.
[9] Ἀκολουθία εἰς δίγαμον, Εὐχὴ α´.
[10] Ἔνθ. ἀν.
[11] Ἀκολουθία εἰς δίγαμον, Εὐχὴ β´.
[12] Πρβλ. Ματθ. κ’´12.
[13] Ἀκολουθία τοῦ μεγάλου σχήματος, Κατήχησις.
[14] Ἀκολουθία εἰς ἀρχάριον ρασοφοροῦντα, Εὐχὴ α´.
[15] Ἀκολουθία εἰς ἀρχάριον ρασοφοροῦντα, Εὐχὴ β´.
[16] Ἀκολουθία τοῦ μικροῦ σχήματος, Κατήχησις.

, , , , , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ [Β´]

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ [B´]
ΙΩ. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ 

(«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ»
τριμηνιαῖον θεολογικὸν περιοδικόν
τοῦ Κέντρου Ὀρθοδ. Θεολογικῶν Σπουδῶν 

 «Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία»,
τόμ. Α´ τεῦχ. 1&2/ 1964, σελ. 78-91) 

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/07/01/τὸ-πνεῦμα-τῆς-θ-λατρείας-α´/

Α´) Ἡ χριστιανικὴ θεία λατρεία εἶναι λατρεία ὑπερκόσμιος.

.        Τὴν οὐράνιον λειτουργίαν, τὴν «ἐνώπιον τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου»[1], «τοῦ Ἀρνίου τοῦ ἑστηκότος ὡς ἐσφαγμένου»[2] καὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Πνεύματος «τοῦ ἐκπορευομένου ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀρνίου»[3], τὴν ὁποίαν περιγράφει ὁ Ἰωάννης ἐν τῇ Ἀποκαλύψει, τὴν ὑπὸ χιλιάδων καὶ μυριάδων ἀγγέλων[4] καὶ τῶν εἰκοσιτεσσάρων ἐκπροσώπων τῆς σεσωσμένης ἀνθρωπότητος[5] ἀδιαλείπτως ἀναφερομένην συνεχίζει καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἡ Ἐκκλησία. Πρὸς τὴν φωνὴν ἐκείνην προσπαθεῖ νὰ ἀναμείξῃ καὶ τὴν φωνὴν τῶν τέκνων της. Τὸ «ἓν πλανηθὲν πρόβατον», ἡ ἀνθρωπότης, συνάπτεται πρὸς τὴν χορείαν τῶν «ἐνενήκοντα ἐννέα»[6], τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, καὶ ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων κοινὸς ὕμνος ἀναπέμπεται. «Πᾶσα πνοὴ» αἰνεῖ τὸν Κύριον[7]. Γῆ καὶ οὐρανός, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, ζῶντες καὶ τεθνεῶτες συνάπτονται εἰς ἕν. Ὁ κόσμος μεταμορφοῦται εἰς «καινὴν κτίσιν»[8].
.     Ἄς παρατηρήσωμεν τὸ δισκάριον ἐν τῇ Προθέσει. Ὁ Χριστὸς ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου. Θεὸς ἐν μέσῳ Θεῶν. Ἄς ἴδωμεν τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶναι ἡ εἰκῶν τῆς καινῆς οὐρανίου οἰκογενείας. Θεὸς καὶ θεοειδεῖς. Τὸ θυσιαστήριον (ἑτοιμασία τοῦ θρόνου), ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ αἱ μύριαι μυριάδες τῶν λογικῶν κτισμάτων ἐν λειτουργικῇ στάσει, ἐν κοινωνίᾳ καὶ ἀδιαλείπτῳ δοξολογικῇ ἐνατενίσει πρὸς αὐτόν.
.       Οὕτως ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίᾳ προαπολαύει τῆς ἐν οὐρανοῖς μακαριότητος. Αἰνεῖ καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεόν. Εἶναι τὸ μόνον μέλημά του. Τὰ πάντα πρὸ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ σιγοῦν. Καὶ ὡς ἐν τῷ οὐρανῷ οὐδεμία βοιοτικὴ μέριμνα, φροντίς, πόνος, κραυγή, πένθος, δάκρυον θὰ διακόπτῃ τὸν αἶνον αὐτόν[9], οὕτω καὶ ἐν τῇ θείᾳ λατρείᾳ τὰ πάντα ὑποχωροῦν πρὸ τοῦ θείου μεγαλείου. Ὁ διασκελίζων τὸ κατώφλιον τοῦ ναοῦ εἰσέρχεται εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐκεῖ ἀναμένουν αὐτὸν ὁ Σωτήρ, ἡ Θεοτόκος, οἱ Ἅγιοι, οἱ Προφῆται, οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἀρχάγγελοι. Ἐκεῖ ὁ ἀήρ, τὸν ὁποῖον θὰ ἀναπνέῃ, εἶναι μετουσιωμένος εἰς τὸ εὐῶδες θυμίαμα. Ἡ τροφή, τὴν ὁποίαν θὰ λὰβῃ, εἶναι ὁ «ἄρτος τῶν ἀγγέλων»[10]. Ἀπὸ τοῦ στόματός του θὰ ἐξέλθουν λόγοι ἀγγελικοί. Τὰ ὦτά του θὰ ἀκούσουν οὐρανίας φωνάς. Αἱ χεῖρές του θὰ ψαύσουν εἰκόνας οὐρανίων ἀντικειμένων. «Ὠς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος»[11]. «Αὕτη ἡ πύλη τοῦ Κυρίου· δίκαιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ»[12]. Ὁ οὐρανὸς κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν. «Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν ἔσται»[13], «ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον»[14]. Τὸ τέλος, ὁ σκοπὸς, τοῦ κόσμου ἐπληρώθη. «Τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτων τοῖς ἄνω συνομιλεῖ»[15].

.      Ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν ταύτην ἑρμηνεύονται ὡρισμέναι ἰδιορρυθμίαι τῆς χριστιανικῆς λατρείας:

1) Ἡ ἀγγελολογία τῆς θείας λατρείας. Ἡ πληθὺς τῶν ἑορτῶν τῶν ἀσωμάτων καὶ ἡ καθιέρωσις μιᾶς ἑβδομαδιαίας ἑορτῆς δι’ αὐτούς, τὸ πλῆθος τῶν ναῶν καὶ τῶν παρεκκλησίων καὶ τῶν εἰκόνων αὐτῶν, τὸ πλῆθος τῶν τροπαρίων καὶ των εὐχῶν, ἐν ταῖς ὁποίαις διαρκῶς γίνεται λόγος περὶ αὐτῶν, δὲν ἀποτελοῦν ὑποχώρησιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν λαϊκὴν εὐσέβειαν οὔτε ἁπλᾶ φιλολογικὰ ἄνθη. Εἰς τοὺς ἀγγέλους ἡ Ἐκκλησία βιβλικώτατα ἐνεῖδε τὰ «λειτουργικὰ πνεύματα»[16], τὰ ὁποῖα συλλειτουργοῦν μετὰ τῶν ἀνθρώπων καί, ὡς ἐν τῇ Ἀποκαλύψει, ἐν ἑνιαίᾳ Ἐκκλησίᾳ εὐλογοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεόν. «Μία ποίμνη γέγονεν ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ μία βασιλεία»[17].

2) Ὁ δοξολογικὸς χαρακτὴρ τῆς θείας λατρείας. Πάντα τὰ ἐν αὐτῇ ἀποβλέπουν εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Τὸ λειτουργικὸν ἔτος, αἱ ἡμερονύκτιοι ἀκολουθίαι, ἡ θεία Λειτουργία, τὰ μυστήρια καὶ αἱ διάφοροι τελεταὶ ἀποτελοῦν ἀφορμὴν δοξολογίας καὶ αἴνου. Τὸ «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου»[18] εἶναι οἱονεὶ ἡ «κεφαλὶς καὶ τὸ ἔμβλημα τῆς θείας λατρείας. Αὕτη ὑπηρετεῖ τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς ἔξαρσιν τούτου ἀποβλέπουν πάντα τὰ ἐν αὐτῇ. Ἡ θεία Λειτουργία κατήντησε σειρὰ δοξολογικῶν ἀναφωνήσεων: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία», «Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις», «Ὅτι σὸν τὸ κράτος καὶ σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα», «Καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν», «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ», «Μεθ’ οὗ εὐλογητὸς εἶ», «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον». Αἱ εὐαγγελικαὶ περικοπαὶ σχεδὸν παρατρέχουν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου καὶ αἱ πλεῖσται ἐξ αὐτῶν ἀναφέρονται εἰς τὰ πλέον ἐντυπωσιακὰ θαύματα αὐτοῦ, «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»[19] ἐν αὐτοῖς.

3) Τὸ λειτουργικὸν ἔτος. Τοῦτο ἀκολουθεῖ βεβαίως τὸ ἑκασταχοῦ καὶ ἑκάστοτε ἐν χρήσει πολιτικὸν καὶ ἀστρονομικὸν ἡμερολόγιον, ἀλλὰ μετουσιοῖ τοῦτο εἰς ἴδιον ἔτος, κατὰ συνθήκην συνδεόμενον πρὸς τοὺς ρέοντας τοῦ παρόντος κόσμου καιρούς. Δι’ ἑκάστην ἡμέραν εὑρέθη ἴδιον θέμα, ἐκ τοῦ βίου τοῦ Σωτῆρος, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων αὐτοῦ. Περὶ αὐτὰ κινεῖται τὸ ἐνδιαφέρον τῆς λατρευούσης ψυχῆς. Ὡς ὁ κόσμος ἀνεγεννήθη καὶ μετεμορφώθη ἐν Χριστῷ, οὕτω καὶ τὸ ἀστρονομικὸν ἔτος ἔγινεν ἔτος λατρείας, ἔτος δοξολογίας, προσδιοριζομένης καθ’ ἑκάστην ἐκ τοῦ θέματος τῆς ἡμέρας.

4) Εἰς τὸν ὑπερκόσμιον χαρακτῆρα τῆς θείας λατρείας ὀφείλεται καὶ ἡ σταθερότης τοῦ λειτουργικοῦ τύπου. Οὗτος ἐξελίσσεται μὲν πάντοτε καὶ ἀναπτύσσεται ὡς τὸ ἀειθαλὲς δένδρον τὸ «πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων»[20] τοῦ Πνεύματος, ἀλλ’ ἐν τῷ συνόλῳ του κέκτηται θεῖον κῦρος, δὸς δ’ εἰπεῖν καὶ τὴν σφραγῖδα τῆς θεοπνευστίας καὶ τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἡ ἐπὶ γῆς λατρεία ἦτο πάντοτε ἐν τῇ λειτουργικῇ συνειδήσει τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἀπαύγασμα καὶ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἐπουρανίου. Οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανοῖς τελοῦν τὴν αὐτὴν λειτουργίαν διακονοῦντες τὸν Ἀρχιερέα Χριστόν, ὡς ἐν τῇ ἁψῖδι τοῦ βήματος εἰκονίζεται. Αὐτοὶ καὶ ἐκεῖνος φοροῦν τὰ αὐτὰ ἱμάτια καὶ λειτουργικὰ ἄμφια, διὰ τῶν ὁποίων κοσμεῖται καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ἱεραρχία. Ὁ Μωϋσῆς εἶδεν ἐν τῷ ὄρει τὴν οὐράνιον σκηνὴν καὶ κατὰ τὸν ἀκριβὴ αὐτῆς τύπον ἐγένετο καὶ ἡ ἐπίγειος[21]. Καὶ αἱ πλέον ἀσήμαντοι λεπτομέρειαι τῆς λατρείας τῆς σκηνῆς ἦσαν ἄνωθεν ἀποκεκελυμμέναι καὶ τὰ ἐπί γῆς τελούμενα ἀπομιμήματα τῶν οὐρανίων. Ὁ Ἰωάννης εἶδε τὴν πρό τοῦ Ἀρνίου λατρείαν τὴν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα αὐτῆς καὶ κατὰ τὴν θεόπνευστον προφητικὴν ὅρασιν τὰ ἐπὶ γῆς ἐμιμήθησαν τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Τὸ ἔλασσον ἀκολουθεῖ τὸ μεῖζον. Καὶ λατρεία, εἰς τὴν ὁποίαν, συμμετέχουν αὀράτως ἐν τῷ ναῷ παρόντες ὁ Μέγας Αρχιερεύς, οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν δικαίων, ὁποίαν προσοχὴ ἐπιβάλλει εἰς τὸν ταπεινὸν τῆς γὴς ὑμνῳδὸν καὶ τελετουργὸν διὰ νὰ μὴ παρασαλεύσῃ τὴν οὐράνιον ἁρμονίαν τῆς «ἐν ἑνὶ στόματι» ὑπὸ πάντων τῶν κτισμάτων ἀναπεμπομένης δοξολογίας!

συνεχίζεται


[1] Ἀποκ. δ´ 10.
[2] Ἀποκ. ε´ 6.
[3] Ἀποκ. κβ´ 1.
[4] Ἀποκ.ε´ 11.
[5] Ἀποκ. δ´ 4.
[6] Ματθ. ιη´ 12.
[7] Ψαλμ. ρν´ 6.
[8] Β’ Κορ. ε´ 17, Γαλ. ϛ´ 15.
[9] Ἀποκ. κα´ 4.
[10] Ψαλμ. οζ´ 25.
[11] Γεν. κη´ 17.
[12] Ψαλμ. ριζ´ 20.
[13] Ἀποκ. κα´ 3.
[14] Ἀποκ. κα´ 4.
[15] Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Εὐχὴ τοῦ μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων.
[16] Ἑβρ. α´ 14, Ψαλμ. ρβ´ 21.
[17] Παρακλητική, ἦχος α´, Τετάρτη, ἀπόστιχα Αἴνων, τροπ. β´.
[18] Θ. Λειτουργία, Ἐπινίκιος ὕμνος.
[19] Ἰω. θ’ 3.
[20] Ψαλμ. α´ 3.
[21] Ἔξ. κε´ 40.


, , , , , , ,

Σχολιάστε