Ἄρθρα σημειωμένα ὡς ἐξαγόρευση
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Δ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ στὶς 13 Φεβρουάριος 2012
Ψυχολογικὴ ἐμβάθυνσις εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου
Ἰωάννης Κορναράκης,
ὁμ. καθ. Παν. Ἀθηνῶν
[Δ´- τελευταῖο]
Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/11/ἐμβάθυνσις-εἰς-τὴν-τοῦ-ἀσώτ/
Β´Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/11/ἐμβάθυνσις-εἰς-τὴν-τοῦ-ἀσώτ-2/
Γ´Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/12/ἐμβάθυνσις-εἰς-τὴν-τοῦ-ἀσώτ-3/
. Ἀλλ᾽ ἡ περιγραφὴ τῆς ψυχολογικῆς καὶ πνευματικῆς διαδικασίας τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἰς τὸν Πατέρα συμπληροῦται διὰ τῆς ἀρνητικῆς εἰκόνος τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ. Προφανῶς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ὑπογραμμίση ζωηρῶς τὴν ἀντίθεσιν μεταξὺ φαινόμενης συμπεριφορᾶς καὶ μὴ φαινομένης ἐσωτερικῆς ψυχικῆς διαδικασίας ἢ μεταξὺ τυπικῆς θρησκευτικότητος καὶ γνήσιας πνευματικότητος.
. Ἄλλωστε ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου προσφέρεται ὡς ἀπάντησις πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Γραμματεῖς, λέγοντας «ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς» (15,2). Τὸ πρῶτον δὲ μέρος τῆς παραβολῆς περιγράφει παραστατικῶς καὶ πλήρως τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνάνηψιν αὐτοῦ καὶ ἐπιστροφὴν εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα. Ἐνῶ τὸ δεύτερον, τὸ ἀφορῶν εἰς τὴν προσωπικότητα τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ, ὑπογραμμίζει τὰς ψυχολογικὰς καὶ πνευματικὰς συνεπείας τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς ἐπιφανειακῆς θρησκευτικότητος, αἱ ὁποῖαι ἀμφότεραι ἐχαρακτήριζον τοὺς κατηγόρους καὶ ἐπικριτὰς τοῦ Κυρίου Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς.
. Οὕτως ἡ ψυχολογικὴ ἀντίδρασις τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ εἰς τὸ χαρμόσυνον γεγονὸς τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀδελφοῦ του ἐμφανίζει τὰ κάτωθι κύρια σημεῖα, τὰ ὁποῖα προδίδουν ζωηρῶς τὴν ποιότητα τῆς πνευματικότητος αὐτοῦ.
α) Ψυχικὴν ἀντίστασιν καὶ ἐπιθετικότητα
. Καθ᾽ ὃν χρόνον ὁ πρεσβύτερος υἱὸς πλησιάζει εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πατρός του, ἐπιστρέφων ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάτι ὅλως ἐξαιρετικὸν καὶ ἔκτακτον συμβαίνει ἐν αὐτῇ. Διὰ τοῦτο ἐρωτᾶ περὶ τοῦ γεγονότος τούτου τὸν πρῶτον ἴσως ὑπηρέτην, τὸν ὁποῖον συναντᾶ. Ἡ ἀπάντησις, τὴν ὁποίαν λαμβάνει, μεταδίδει εἰς αὐτὸν τὴν χαρμόσυνον πληροφορίαν περὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν πατρικὴν κρίσιν, «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».
. Ἡ νεκρανάστασις ἢ παλιγγενεσία αὕτη, ὡς συγκινητικὸν καὶ δὴ συγκλονιστικὸν γεγονός, προκαλεῖ χαρὰν καὶ εὐφροσύνην εἰς πάντας. Δία τοῦτο εὐλόγως ὁ ὑπηρέτης ἀναμένει τὴν εὐνόητον ἀντίδρασιν. Ἐν τούτοις ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἀντιδρᾶ ὅλως ἀπροσδοκήτως. Εὐθὺς ὡς λαμβάνει τὴν πληροφορίαν ὅτι «ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸ σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν» (στχ. 27), ἀντιδρᾶ ἐπιθετικῶς. Δηλαδὴ «ὠργίσθη καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν».
. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ εἶναι ἀσυμβίβαστος πρὸς τὸ σημαντικὸν καὶ χαρμόσυνον γεγονὸς τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ ἔντονος αὕτη ἁψιθυμικὴ ἀντίδρασις, ἡ ὁποία, ὡς ψυχικὴ ἀντίστασις, ὁλοκληροῦται διὰ τῆς ἀρνήσεως αὐτοῦ νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν ἑορτάζοντα πατρικὸν οἶκον, προδίδει ζωηρῶς ἀσυνείδητους διαδικασίας ἐν πλήρει δράσει. Ἑπομένως τὸ ἐρώτημα εἶναι εὔλογον, διατὶ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἀντιδρᾶ οὕτω; Διατὶ ἐκδηλοῖ, οἰονεί αὐτόματον ἐπιθετικότητα; Ἴσως ἡ μόνη δυνατὴ ἀπάντησις, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν μέχρι τοῦδε δεδομένων τῶν ἀσυνειδήτων διαδικασιῶν, εἶναι ἡ ἰσχυρὰ ἀπώθησις αἰσθημάτων ἐνοχῆς.
. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἦτο «ἄψογος» θρησκευτικὸς ἄνθρωπος. Ἦτο αὐστηρῶς προσηλωμένος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν καὶ τὸ ἔργον τοῦ πατρός. Τοῦτο μάλιστα, κατὰ τὴν πλήρη ἀγανακτήσεως μομφὴν πρὸς τὸν πατέρα, τονίζει ἰδιαιτέρως. «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον» (στχ. 27). Ἡ ἐπίκλησις τῶν ὑπηρεσιῶν του αὐτῶν καὶ δὴ τῆς ἀπαραβάτου συνεποῦς ἐκτελέσεως τῶν πατρικῶν ἐντολῶν ὑπογραμμίζει ἐξ ἄλλου τὴν τυποκρατικὴν συμπεριφορὰν τοῦ ἀσώτου πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ.
. Ἐξωτερικῶς καὶ «τυπικῶς» ἦτο ἀφωσιωμένος πρὸς τὸν πατέρα. Ἀλλ᾽ ἀκριβῶς ἡ «ἄψογος» αὕτη θρησκευτικότης καὶ ἀφοσίωσις καθιστᾶ ἐκ πρώτης ὄψεως ἀνεξήγητον τὴν ἐπιθετικότητα καὶ τὴν ψυχικὴν ἀντίστασιν τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ. Ἡ θεώρησις ὅμως τῆς ἀρνητικῆς ταύτης ἀντιδράσεως ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν ἀσυνειδήτων διαδικασιῶν συνδέει τὴν ἐπιθετικότητα πρὸς ἀπωθούμενα αἰσθήματα ἐνοχῆς.
. Οὕτως ἡ αὐστηρὰ καὶ τρόπον τινὰ ἀπόλυτος προσκόλλησις εἰς τοὺς θρησκευτικοὺς τύπους προδίδει πολλάκις νευρωτικὴν ἀκαμψίαν, δηλαδὴ παγίωσιν (Fixierung) εἰς ὡρισμένον τρόπον συμπεριφορᾶς καὶ ψυχικῆς ἐνεργείας. Εἰς πολλὰς δὲ περιπτώσεις ἡ ἀπόλυτος προσκόλλησις αὕτη χρησιμοποιεῖται ὡς ἀμυντικὸς ψυχικὸς μηχανισμός, ὀφειλομένη εἰς ἀπώθησιν αἰσθημάτων ἐνοχῆς. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἀμύνεται τὸ ἄτομον ἀσυνειδήτως κατὰ τῆς συνειδητοποιήσεως τῶν αἰσθημάτων αὐτῶν.
. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἦτο, μέχρι τῆς στιγμῆς τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀναγεγεννημένου ἀδελφοῦ του, ἠσφαλισμένος ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς ἀποκαλύψεως τῶν αἰσθημάτων ἐνοχῆς, τὰ ὁποῖα ἐπιμόνως ἀπωθοῦσε. Ἡ ἀπόλυτος τυπο-κρατική του προσκόλλησις ὑπερήσπιζεν αὐτὸν πλήρως. Ἀλλ᾽ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ, ὡς βιωθεῖσα καὶ συνειδητοποιηθεῖσα ἐνοχή, προκαλεῖ τὴν ἀσυνείδητον ἀντίδρασιν τῆς προσωπικῆς του ἐνοχῆς. Ἐντεῦθεν ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ψυχικὴ ἀντίστασις, αἱ ὁποῖαι εἶναι ὄντως διαμετρικῶς ἀντίθετοι πρὸς τὴν ἀφοσίωσιν καὶ τὴν μακροχρόνιον («τοσαύτα ἔτη») συνεπῆ προσφορὰν ὑπηρεσίας πρὸς τὸν πατέρα.
. Ἡ ἀπώθησις τῆς ἐνοχῆς δὲν ἐπέτρεπεν εἰς τὸν πρεσβύτερον υἱὸν πνευματικὴν πρόοδον ἀνάλογον πρὸς τὴν ἀφοσίωσιν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην. Ἐνῶ οὗτος ἀπὸ πλευρᾶς «τύπων» ἦτο ἄψογος, ἐσωτερικῶς παρέμενεν ἀκαλλιέργητος καὶ ἀνώριμος, λόγῳ ἀκριβῶς τῶν ἐπιμόνως ἀπωθουμένων αἰσθημάτων ἐνοχῆς.
β) Προβολὴν τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ
. Εἶναι ἰδιαζόντως χαρακτηριστικὸν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρεσβύτερος υἱὸς δὲν ἐπιτίθεται κυρίως κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἐναντίον τοῦ πατρός. Διότι πράγματι ἡ ὅλη συμπεριφορὰ αὐτοῦ στρέφεται κατὰ τοῦ πατρός, πρὸς τὸν ὁποῖον ὑπῆρξε «τοσοῦτον» ἀφωσιωμένος, ἐπὶ τοσαῦτα ἔτη. Πρὸς τὸν ἀδελφὸν προβάλλει κατ᾽ ἀρχὰς ἀρνητικὴν ψυχικὴν ἀντίστασιν, μὴ θέλων νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν πατρικὸν οἶκον καὶ νὰ συνεορτάση διὰ τὸ χαρμόσυνον γεγονὸς τῆς νεκραναστάσεως αὐτοῦ.
. Ἔπειτα δὲ καὶ ἐπιτίθεται κατ᾽ αὐτοῦ διὰ τῆς περιφρονητικῆς ἀντωνυμίας «οὗτος». Ἀλλὰ κατὰ τοῦ πατρός του ἐκδηλοῖ ἄμεσον ἐπιθετικότητα καὶ κατηγορεῖ αὐτὸν ἐπὶ σκληρότητι καὶ στενοκαρδίᾳ. Οὕτως, ὅταν «ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτὸν» ὁ πατὴρ νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν οἰκίαν, οὗτος ἐξαποστέλλει κατ᾽ αὐτοῦ μύδρους ἐνοχῆς. «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. Ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (στχ. 29-30).
. Οἱ λόγοι οὗτοι ἐκφράζουν πράγματι ζωηρῶς τὰ ἐπιθετικὰ αἰσθήματα τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα. Κυρίως δὲ αἱ κατηγορίαι, τὰς ὁποίας διὰ τῶν λόγων τούτων ἀποδίδει εἰς αὐτὸν ὑπογραμμίζουν τὴν ἐνοχὴν τοῦ πατρός. Ἀλλ᾽ ὡς εἶναι εὐνόητον, ἡ ἐνοχὴ αὕτη δὲν εἶναι ἀντικειμενικῶς πραγματική. Αἱ κατηγορίαι εἶναι ἀνυπόστατοι καὶ ἑπομένως συνιστοῦν προβολὴν τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ πατρός. Ἡ πρὸς τὸν ἄσωτον ἄφεσις τοῦ πατρὸς προκαλεῖ τὴν δραστηριότητα τῶν ἀπωθουμένων αἰσθημάτων ἐνοχῆς τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ, τὰ ὁποία, ὡς καυστικὰ βέλη, κατευθύνονται πρὸς τὸν πανάγαθον «ἀφέτην», διότι ὁ πατὴρ εἶναι ὁ αὐθεντικὸς διαχειριστὴς καὶ χορηγὸς τῆς ἀφέσεως, τὴν ὁποίαν ὁ πρεσβύτερος υἱὸς δὲν δύναται νὰ γευθῆ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, ἐκ λόγων ἀλαζονείας, ἀπωθεῖ τὴν ἐνοχὴν αὐτοῦ εἰς τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς ἀσυνειδήτου ψυχικῆς περιοχῆς. Οὕτως ἡ πρὸς τὸν πατέρα ἐπιθετικὴ συμπεριφορὰ αὐτοῦ προβάλλει ὄντως τὴν προσωπικήν του ἐνοχήν.
γ) Ἐπιθυμίαν ἀφέσεως τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ
. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ εἶναι ἀρνητική, θεωρουμένη ὡς ἐπίθεσις κατὰ τοῦ πατρός. Ἀλλ᾽ ἔχει αὕτη καὶ θετικὸν χαρακτήρα. Ἐκφράζει τὸν μύχιον πόθον τῆς ἀφέσεως τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ. Ἐπιθυμεῖ οὗτος νὰ τύχει τῆς ἀγαθῆς ἐμπειρίας, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐβίωσε. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ εἶναι μία ἀσυνείδητος διαμαρτυρία πρῶτον κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ βιώσει μίαν τοιαύτην ἐμπειρίαν.
. Ἡ ἐπιθετικότης, ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης, στρέφεται πρωτίστως κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἔνοχος, προβάλλεται δέ, λόγῳ τῆς ἀπωθήσεως, ἐπὶ τοῦ πατρός. Ἐξ ἄλλου ὅμως ἡ ἐπιθετικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα ἀποτελεῖ διαμαρτυρίαν κατ᾽ αὐτοῦ, ὅστις ἀκριβῶς εἶναι ὁ μόνος αὐθεντικὸς διαχειριστὴς καὶ χορηγὸς τῆς ἀφέσεως, τὴν ὁποίαν οὗτος διακαῶς ἐπιθυμεῖ. Ἡ ἀμφιδυναμικὴ ὄψις τῆς συμπεριφορᾶς ἢ ἀντιδράσεως τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ δικαιώνει ἀσφαλῶς τὴν ἄποψιν τοῦ Caruso, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ νευρωτικὴ συμπεριφορὰ εἶναι μία ἀπόπειρα πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς «ὀρθοδοξίας εἰς τὴν ζωήν».
. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀπωθεῖ τὴν ἐνοχήν του καὶ ἀντιδρᾶ εἰς τὰς διανθρωπίνας σχέσεις νευρωτικῶς, ἐπιθυμεῖ κατ᾽ οὐσίαν τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἠθικῆς ὁλοκληρίας τῆς προσωπικότητός του. Κατέστη νευρωτικός, διότι κατέστη ἀνυπόφορος ἡ ἀπώθησις τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ. Ἑπομένως εἰς τὴν σκοτεινὴν περιοχὴν τῶν ἀσυνειδήτων διαδικασιῶν τῆς προσωπικότητός του πρεσβυτέρου υἱοῦ ὑπολανθάνει καὶ ἡ λειτουργία τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἠθικῆς ἀκεραιότητος καὶ ἀθωότητος.
. Ἡ θετικὴ αὔτη ὄψις τῆς ἐπιθετικῆς ἀντιδράσεως τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ σημειοῦται ἐνταῦθα μόνον ὡς δυνατότης πνευματικῆς ἀνανήψεως αὐτοῦ. Ἡ ποιμαντικὴ δὲ σημασία τοῦ γεγονότος τούτου εἶναι ὄντως αὐτονόητος. Ἀλλ᾽ ἡ παραβολὴ τερματίζεται οὕτως, ὥστε ὁ υἱὸς οὗτος νὰ παραμείνη παγιδευμένος εἰς τὴν κατάστασιν τῆς νευρωτικῆς (ἁμαρτωλοῦ) ἀκαμψίας. Διότι ὁ πατὴρ «εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι . . .» (στχ. 31-32). Κατὰ ταῦτα ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ προβάλλει δύο θρησκευτικοὺς τύπους καὶ συγχρόνως δύο διαδικασίας θρησκευτικῆς βιώσεως.
. Ὁ ἄσωτος υἱὸς καὶ ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀποτελοῦν δύο θρησκευτικὰ βιωματικὰ σύμβολα, τὰ ὁποῖα συγχρόνως κρύπτουν καὶ ἀποκαλύπτουν μίαν πραγματικότητα. Προβάλλουν μίαν ὄψιν καὶ ὑποδηλοῦν μίαν ἀσυνείδητον διαδικασίαν. Ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπογραμμίζουν τὸ οὐσιαστικὸν πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς ἐνοχῆς καὶ ὑποδεικνύουν θετικῶς καὶ ἀρνητικῶς τὴν ὀρθὴν λύσιν αὐτοῦ. Αὔτη εἶναι πάντοτε ἡ ἀναγνώρισις καὶ ἀποδοχὴ τῆς βιωματικῆς ὑποστάσεως αὐτῆς, ὡς ἀκριβῶς ὁμολογεῖται εἰς τὸν 18ον στίχον τῆς περικοπῆς.
. Ἀλλ᾽ ἡ ἀνίχνευσις τῶν ἀσυνειδήτων διαδικασιῶν καὶ ἡ χειραγώγησις τοῦ νευρωτικοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν βίωσιν τῆς τοιαύτης λύσεως ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τὸν κεντρικὸν στόχον τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Ἐν προκειμένῳ δὲ ἡ συμβολὴ τῶν ψυχολογικῶν σπουδῶν εἰς τὴν διευκόλυνσιν τοῦ ἔργου τούτου εἶναι ἀσφαλῶς λίαν προφανής.
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Γ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ στὶς 12 Φεβρουάριος 2012
Ψυχολογικὴ ἐμβάθυνσις
εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου
Ἰωάννης Κορναράκης,
ὁμ. καθ. Παν. Ἀθηνῶν
[Γ´]
Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/11/ἐμβάθυνσις-εἰς-τὴν-τοῦ-ἀσώτ/
Β´Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/11/ἐμβάθυνσις-εἰς-τὴν-τοῦ-ἀσώτ-2/
Ϛ΄. ΒΙΩΣΙΣ ΑΥΤΟΜΕΙΩΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΕΞΙΑΣ
. Ἡ συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς ὑπὸ τοῦ ἀσώτου δὲν τερματίζεται εἰς τὴν παραδοχὴν καὶ τὴν ὁμολογίαν αὐτῆς. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸν τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τῆς ὁμολογίας τῆς ἐνοχῆς τοῦ ἀσώτου ἐπισυνάπτεται καὶ ἡ ὁμολογία τῆς ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας τῆς αὐτομειώσεως καὶ ἠθικῆς μειονεξίας. «Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (στχ. 19).
. Ἡ ψυχολογικὴ ἀφύπνισις, διὰ τῆς ἐπιστροφῆς εἰς ἑαυτόν, ἄγει τὸν ἄσωτον εἰς τὴν πνευματικὴν νῆψιν, δι᾽ ἧς οὗτος κατανοεῖ τὴν ἀξιολογικὴν βαθμίδα ἐπὶ τῆς ὁποίας κατῆλθε διὰ τῆς ἀσωτείας καὶ τῆς αὐθαιρέτου ἐγκαταλείψεως τῆς πατρικῆς αὐθεντίας. Οὕτως ἡ βίωσις τῆς ἁμαρτίας καὶ δὴ τῆς ἐνοχῆς ἐκφράζεται ὡς συναίσθησις αὐτομειώσεως καὶ ἠθικῆς ἢ ἀξιολογικῆς μειονεξίας.
. Πρόκειται ἐνταῦθα καὶ πάλιν περὶ «ἀρχετυπικῆς» βιώσεως τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐνοχῆς. Εἰς τὰς φυσιολογικὰς δηλαδὴ ἢ νομίμους διαστάσεις, ἡ βίωσις τῆς ἐνοχῆς εἶναι συγχρόνως καὶ βίωσις ἀξιολογικῆς ὑποβαθμίσεως ἢ μᾶλλον ἡ βίωσις τῆς ἐνοχῆς μόνον ὡς τοιαύτη ἀξιολογικὴ ὑποβάθμισις εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθεῖ.
. Ἐξ ἄλλου εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικόν, ὅτι ἡ τοιαύτη ὑποβάθμισις, ὡς ὑπαρξιακὴ πάντοτε ἐμπειρία, ἰσορροπεῖται βιωματικῶς μὲ ἀνάλογον ἰσχυροποίησιν ἢ ἐπέκτασιν τῆς ἀναγνωρίσεως ἐκ μέρους τοῦ ἀσώτου τῆς ἐξουσίας τῆς πατρικῆς αὐθεντίας. Ὁ ἄσωτος θὰ εἶναι πλήρως ἱκανοποιημένος, ἐὰν ὁ πατὴρ δεχθῆ αὐτὸν καὶ δὴ οὐχὶ ὑπὸ τοὺς ὅρους τῆς πρὸ τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς πατρικῆς οἰκίας περιόδου, ἀλλὰ ὑπὸ νέους ὅρους, τοὺς ὁποίους καθιστᾶ παραδεκτοὺς ἡ βαθεία συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ. «Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
. Ὁ «συμβιβασμὸς» οὗτος τοῦ ἀσώτου πρὸς νέας συνθήκας ζωῆς καὶ δὴ πρὸς νέους ἀξιολογικοὺς ὅρους ὑπάρξεως ὑπογραμμίζει, ἐκ τῆς ἐπόψεως τοῦ περιεχομένου τῆς ἐσωτερικότητος τῆς προσωπικότητος, τὴν βαθείαν ἀλλαγήν, τὴν ὁποίαν προεκάλεσεν ἡ βίωσις τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἀπεκάλυψεν ἢ κατέστησε πλήρως συνειδητὴν ἡ εἰλικρινὴς συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς.
. Ἡ τοιαύτη παραδοχὴ ἀλλὰ καὶ ὁμολογία τῆς ἀξιολογικῆς μειονεξίας ἐκ μέρους τοῦ ἀσώτου δεικνύει ἐναργῶς τὴν ἐπιτελεσθεῖσαν οἰονεὶ ψυχολογικὴν (καὶ πνευματικὴν) μετουσίωσιν τοῦ βάθους τῆς προσωπικότητος. Ὡς εἴδομεν δηλαδή, ἡ ἀφετηρία τῆς ὅλης διαδικασίας τῆς βιώσεως τῆς ἁμαρτίας σημειώνεται διὰ μιᾶς ἐκ μέρους τοῦ ἀσώτου ἀλαζονικῆς ἐνεργείας.
. Οὗτος, αἰσθανόμενος σχεδὸν ὡς ἴσος πρὸς ἴσον, κατὰ τὸν ἀρχικὸν διάλογόν του πρὸς τὸν πατέρα, ἀπαιτεῖ τὸ νόμιμον («τὸ ἐπιβάλον») δικαίωμα αὐτοῦ νὰ διαχειρισθῆ ἀπολύτως ἐλευθέρως τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα. Χειραφετεῖται λοιπὸν ἐκ τῆς πατρικῆς αὐθεντίας καὶ διαχειρίζεται (ἐκδαπανᾶ) τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ἐντὸς τοῦ πνεύματος πάντοτε μιᾶς ἀλαζονικῆς διαθέσεως. Ἡ ἐπικρατοῦσα βασικὴ ψυχολογικὴ (καὶ πνευματικὴ) ροπὴ εἶναι ἡ τῆς «ἀτομικῆς» αὐθεντίας, δηλαδὴ ἡ ἐγωιστική.
. Ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ροπῆς ταύτης καὶ καθ᾽ ὃν χρόνον ἐξελίσσεται ἡ βίωσις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀξιολογικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχολογικὴ «συνείδησις» τοῦ ἀσώτου εἶναι πεπληρωμένη ὑπὸ τῆς «προσωπικῆς» ὑπεροχῆς. Τὴν ψυχολογικὴν δὲ (καὶ πνευματικὴν) κατάστασιν αὐτὴν ἀλλάσσει ἄρδην, «μετουσιώνει», ἡ εἰλικρινὴς ἢ αὐθεντικὴ συναίσθησις τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς.
. Ἔπειτα ἡ διατύπωσις τῆς φράσεως· «ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», εἰς προστακτικὸν τόνον (καθικετευτικὸν) ὑπογραμμίζει, ὡς αἴτημα ἀξιολογικῆς ὑποβαθμίσεως, τὴν ἐμπειρίαν τῆς ταπεινώσεως. Ἡ συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς, συμφώνως καὶ πρὸς πατερικὰ καὶ ἀσκητικὰ πρότυπα, εἶναι ἡ ψυχολογικὴ (καὶ πνευματικὴ) βάσις τῆς βιώσεως τῆς ταπεινώσεως.
. Καὶ ἐνταῦθα δηλαδὴ κατανοεῖται ἡ ταπείνωσις ὄχι ὡς αὐθαίρετος ἢ ἀδικαιολόγητος ἢ νοσηρὰ μειονεξία, ἀλλὰ πρωτίστως ὡς ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς ἐνοχῆς προερχομένη ἐμπειρία ἀλλὰ καὶ ἀξίωσις αὐτομειώσεως καὶ ἀξιολογικῆς ὁπωσδήποτε ὑποβαθμίσεως. Οὕτω ταπεινὸς πράγματι δὲν εἶναι ὁ κατατρυχόμενος ὑπὸ συμπλεγμάτων μειονεξίας, λόγῳ ψυχικῶν τραυμάτων καὶ ἀπωθήσεων, ἀλλ᾽ ὁ συναισθανόμενος πλήρως τὴν ἐνοχὴν αὐτοῦ καὶ ἀξιῶν, ὅπως βιώση τὴν βασικὴν συνέπειαν αὐτῆς, τὴν ἀξιολογικὴν ὑποβάθμισιν.
. Διὰ τοῦτο καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ σχετικὴ ἀξίωσις (καθικέτευσις) τοῦ ἀσώτου, «ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», ἐκφράζει τὸ βάθος ἀλλὰ καὶ τὰς διαστάσεις τῆς βιώσεως τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία ἐν τέλει εἶναι τὸ αὐθεντικὸν ἀποτέλεσμα τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Οὕτως εἶναι πράγματι ἡ ψυχολογικὴ (καὶ πνευματικὴ) «μετουσίωσις» οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ τῆς δομῆς τῆς ἐσωτερικότητος.
. Ὁ ἄσωτος βιοῖ πλήρη διαδικασίαν ἐσωτερικῶν ἀλλαγῶν εἰς τὰς σκέψεις, τὰς διαθέσεις καὶ τὰ συναισθήματα αὐτοῦ. Τὰ κύρια δὲ σημεῖα τῆς ἀλλαγῆς ταύτης εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐξήρθησαν, ἤτοι: ἡ ἐπιστροφὴ εἰς ἑαυτὸν (ἐσωτερικὴ ἀνασύνδεσις τῆς ἀτομικότητος), ἀξιολογικὴ ὑπαρξιακὴ ἀναμέτρησις, συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς, ὁμολογία αὐτῆς, συναίσθησις ἠθικῆς μειονεξίας καὶ ταπείνωσις, ὡς θετικὸν πνευματικὸν γεγονός. Τὰ σημεῖα ἀκριβῶς ταῦτα συνθέτουν τὴν ὅλην ψυχολογικὴν (καὶ πνευματικὴν) διαδικασίαν τῆς βιώσεως τῆς μετανοίας.
. Ὑπὸ τὴν ἔποψιν ταύτην ἡ μετάνοια ἐμφανίζεται ὡς ἓν δυναμικὸν ψυχικὸν καὶ πνευματικὸν γεγονός, τὸ ὁποῖον ἐκκινεῖ ἐκ μίας ἀφυπνίσεως καὶ ὁλοκληροῦται εἰς «καινὴν κτίσιν». Ὁπωσδήποτε δὲ μία τοιαύτη «παλιγγενεσία» δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελεῖ προϊὸν μόνον τῆς ἀτομικῆς ἀνθρωπίνης προσπάθειας. Διὰ τοῦτο ὁ μυστηριακὸς χαρακτὴρ τῆς μετανοίας καθιερώνει αὐτὴν ἐγκύρως ὡς ἀναγεννητικὸν βάπτισμα, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀναδύεται ὁ καινὸς ἄνθρωπος, «ὁ κατὰ Θεὸν κτισθεὶς ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι καὶ ἀληθείᾳ».
. Τέλος, ὡς πρὸς τὰ κύρια σημεῖα τῆς ψυχικῆς (καὶ πνευματικῆς) διαδικασίας τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου, εἶναι χαρακτηριστικὸν τὸ γεγονὸς ὅτι ταῦτα κατακλείονται διὰ τῆς πρὸς τὸν πατέρα πορείας καὶ τῆς ἐμπράκτου ὁμολογίας τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ. «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ… εἶπε δὲ ὁ υἱός· Πάτερ ἥμαρτον…» (στχ. 20-21).
. Τὸ ἰδιάζον νόημα τῆς ὑπογραμμίσεως τῆς πορείας ταύτης ὑπὸ τοῦ Κυρίου δέον ἀσφαλῶς νὰ ἀναζητηθῆ εἰς τὴν σημασίαν τῆς ψυχικῆς καὶ πνευματικῆς προπαρασκευῆς πρὸς ἐξαγόρευσιν τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς, καὶ ἄρα πρὸς ὁμολογίαν τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ὁ ἄσωτος, ἀφοῦ ἐβίωσε καθ᾽ ἑαυτὸν πλήρως τὴν διαδικασίαν τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, ἐπορεύθη πρὸς τὸν πατρικὸν οἶκον προκειμένου νὰ ἐξαγορεύση αὐτὴν καὶ ἐνώπιον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. Μόνον δὲ τότε ἡ μετάνοια αὔτη καταξιοῦται ὡς ἔγκυρον πνευματικὸν γεγονὸς ἀλλαγῆς καὶ ἀναδημιουργίας.
. Ἐνταῦθα θὰ ἠδύνατό τις νὰ ἐπισημάνῆ ἐπίσης τὸ γεγονός, ὅτι ἡ παραβολὴ δὲν δίδει μόνον τὴν εἰκόνα τοῦ ἐσωτερικοῦ διαλόγου καθ᾽ ἑαυτόν, τὸν ὁποῖον δηλαδὴ ὁ ἄσωτος ἀνέπτυξε συνομιλῶν μεθ᾽ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ προσθέτει, ὡς φυσιολογικὸν στοιχεῖον τῆς ὅλης διαδικασίας τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου, καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς ἐνοχῆς αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ ὑποδεχομένου αὐτὸν πατρός του. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ… καὶ δραμὼν… κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· Πάτερ, ἥμαρτον.» (στχ. 20-21). Οὕτως ἡ μετάνοια τοῦ υἱοῦ, ὡς ἐσωτερικὴ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ διαδικασία, δὲν παραμένει ὅλως ἀτομικὸν γεγονός, οἰονεὶ βιούμενον ἐντὸς τοῦ «ταμιείου» αὐτοῦ. Ἐξωτερικεύεται πλήρως διὰ ζώσης φωνῆς ἐνώπιον τοῦ πατρὸς καὶ πιθανῶς τῆς συνοδείας αὐτοῦ, δεδομένου ὅτι εἷς ἄρχων-πατὴρ θὰ ἐπλαισιοῦτο ὁπωσδήποτε, κατὰ τὴν συνάντησιν μετὰ τοῦ υἱοῦ του, ὑπὸ τῶν στενῶν συγγενῶν ἢ τῶν ἀνωτέρων ἢ ἄλλων ὑπαλλήλων καὶ ὑπηρετῶν αὐτοῦ.
. Εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην τῆς προφορικῆς ἐξωτερικεύσεως τῆς ὁμολογίας τῆς ἐνοχῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ἐνώπιον τοῦ πατρός, ὀφείλει τις ἀναμφιβόλως νὰ ἐπισημάνη τὴν βασικὴν ψυχολογικὴν (καὶ πνευματικὴν) λειτουργίαν τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς ἐξαγόρευσις τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς. Καὶ ἐξ ἐπόψεως δηλαδὴ ψυχολογικῆς δὲν ἐξαρκεῖ ἡ ἐν κρυπτῷ συναίσθησις τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς πρὸς ἀπαλλαγὴν τῆς προσωπικότητος ἐκ τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν αὐτῆς καὶ δὴ ἐπὶ τῆς ἀσυνειδήτου ψυχικῆς περιοχῆς. Ἀπαιτεῖται ἐξ ἅπαντος ἡ ἐξωτερίκευσις τῆς ἐν λόγῳ ἐνοχῆς καὶ ἡ διὰ τοῦ προφορικοῦ μετὰ τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς διαλόγου «ὑποστασιακὴ» ἐκμηδένισις αὐτῆς. Μάλιστα θὰ ἠδύνατό τις νὰ κατανοήση τὸν ἀμφιδυναμικὸν χαρακτήρα τῆς ἐξωτερικεύσεως ὡς κατά-φασιν καὶ συγχρόνως ἐκμηδένισιν τῆς ἐνοχῆς. Ἡ ἐξωτερίκευσις, ὡς προφορικὴ ὁμολογία καὶ παραδοχὴ αὐτῆς, ἀναγνωρίζει τὴν ὑπόστασιν τῆς ἐνοχῆς ὡς γεγονὸς ἀναντίρρητον, ἐνῶ συγχρόνως, ἀκριβῶς ὡς ἀναγνώρισις ἡ ὁμολογία αὕτη ἐκμηδενίζει πράγματι τὴν ὑποστασιακὴν φύσιν αὐτῆς.
. Βεβαίως ἐνταυθα ἡ μυστηριακὴ λειτουργία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀναλαμβάνει τὴν «ἐξάλειψιν» τῆς ἐνοχῆς, ἀλλὰ καὶ ψυχολογικῶς, ὡς διδάσκει καὶ ὁ ψυχοθεραπευτικὸς διάλογος, ἡ ὁμολογία τῆς ἐνοχῆς ὑπηρετεῖ μέχρις ὁρισμένου σημείου τὴν ἐξασθένισιν τῶν ἀρνητικῶν ἐπὶ τῆς προσωπικότητος συνεπειῶν αὐτῆς.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ