Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἅγ. Νικ. Βελιμίροβιτς
Η ΔΥΝΑΜΗ τοῦ ΘΕΟΥ καὶ Η ΠΙΣΤΗ τοῦ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-2 (Ἁγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς) «Οἱ ὑλιστές: Σκιὲς σωματικὲς χωρὶς ψυχή. Ἀπελπισμένα πλάσματα, ποὺ μὲ τὶς αἰσθήσεις τους –τὰ μάτια, τ’ αὐτιά τους κλπ.– προσκολλῶνται στὸν κόσμο ὥστε, ἔστω καὶ πρόσκαιρα, ν’ ἀποφύγουν ὅσο μποροῦν νὰ κατέβουν στὸν τάφο, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται κιόλας ἡ ψυχή τους»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 27 Ὀκτώβριος 2019
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
–2–
Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου
Ὁμιλία στὴν
Κυριακὴ Z´ Λουκᾶ
(Λουκ. η´ 41-56)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Ϛ´- Κυριακοδρόμιο Γ´»,
Ἀθῆναι 2014, μετάφρ. Π. Μπότση,
σελ. 13-40.
Μέρος Α´: Η ΔΥΝΑΜΗ τοῦ ΘΕΟΥ καὶ Η ΠΙΣΤΗ τοῦ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-1 (Ἁγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
. «Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲν πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ» (Λουκ. η´ 45,46). Γιατί ρώτησε ὁ Κύριος, ἀφοῦ γνώριζε ποιὰ ἦταν αὐτὴ ποὺ τὸν ἄγγιξε, ἀλλὰ καὶ πῶς δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀπαντήσουν ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ρώτησε, ἀφοῦ δὲν ἤξεραν; Γιὰ νὰ φανερώσει τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ θεραπεύτηκε, νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσει μία καὶ καλὴ τόσο στὴν ἴδια ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ν’ ἀποκαλύψει τὴ θεϊκὴ δύναμή Του σὲ κείνους ποὺ ἦταν μπροστά, καθὼς καὶ σ’ ἐμᾶς.
. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ δέχεται κάθε θεϊκὸ δῶρο μὲ εὐχαριστία κι εὐγνωμοσύνη. Ὁ Κύριος θέλησε νὰ δώσει ἔμφαση στὴν πίστη τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πὼς ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ δώσει ὁ Θεὸς κάθε καλὸ στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀλήθεια πὼς μὲ τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Του ὁ Θεός, συχνὰ κάνει τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους χωρὶς προαπαιτούμενο τὴν πίστη τους. Ὅταν ὅμως ζητάει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων, δίνει ἔμφαση στὴν ὀντότητά τους, ὡς ἐλευθέρων καὶ λογικῶν πλασμάτων. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικὸς ὁ ἄνθρωπος ἄν, ἀπὸ τὴν πλευρά του, δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχτεῖ τὴ σωτηρία του; Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἐλάχιστο ποὺ μπορεῖ νὰ ζητήσει: πίστη στὸ ζωντανὸ Θεό, στὴν ἀγάπη Του, στὴ διαρκῆ ἑτοιμότητά Του νὰ δώσει καὶ νὰ κάνει στοὺς ἀνθρώπους ὅλα ὅσα συντελοῦν στὸ καλό του.
. Μὲ τὴ διακήρυξη τῆς πίστης τῆς γυναίκας αὐτῆς ὅμως, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐνισχύσει καὶ τὴν πίστη τοῦ Ἰαείρου. Νὰ τοῦ δείξει πὼς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ ν’ ἀγγίξει μὲ τὸ χέρι Του τὸ νεκρὸ κορίτσι. Ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύσει μὲ πολλοὺς τρόπους κι ὄχι μόνο μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χεριῶν. Μπορεῖ νὰ θεραπεύσει μὲ τὰ ροῦχα Του ὅπως καὶ μὲ τὰ χέρια Του, ἀπὸ ἀπόσταση σὰν νὰ βρίσκεται κοντά, ἀπὸ τὸ δρόμο ὅπως καὶ μέσα στὸ σπίτι.
. Ὁ Κύριος θέλει νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὴ θεϊκή Του δύναμη, δὲν ἐπιδιώκει τὸν ἔπαινό τους. Οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἐντελῶς μάταιοι, ἕνα τίποτα. Ἤθελε ὅμως νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι, νὰ κάνουν χρήση τῆς ἀλήθειας. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κάθε ἀγαθό, ποὺ δέχονται οἱ ἄνθρωποι, ἔρχεται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ δὲν θεράπευσε τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα χωρὶς τὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν ἄμεση δύναμη ποὺ πήγαζε ἀπ’ Αὐτόν. Εἶναι ἡ ἴδια ζωντανὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ θαυματουργεῖ στὸν πιστὸ ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ τὶς εἰκόνες. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν ἔχει τίποτα μαγικό. Κανένα δημιούργημα δὲν μπορεῖ μὲ μόνη τὴ δύναμή του νὰ κάνει ὁποιοδήποτε καλὸ στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν γίνεται νὰ μὴ γνωρίζει ὁ Θεὸς τὴ θεϊκὴ δύναμη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἴδιο.
. Αὐτὸ γίνεται μὲ ὅλα τὰ ἐγκόσμια μέσα θεραπείας, αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὰ μεταλλικὰ νερά. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὰ γιατρικὰ καὶ τὰ μεταλλικὰ νερὰ περισσότερο, ἀπ’ ὅσο ἀπέχει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ ἱμάτιά Του. Ὅποιος χρησιμοποιεῖ φάρμακα καὶ μεταλλικὰ νερὰ μὲ τέτοια πίστη καὶ τέτοια συστολή, φόβο καὶ σεβασμό, ποὺ εἶχε κι ἡ γυναίκα αὐτὴ ὅταν ἄγγιζε τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, θὰ θεραπευτεῖ. Ὅποιος ὅμως χρησιμοποιεῖ φάρμακα καὶ μεταλλικὰ νερὰ χωρὶς Θεό, ἢ ἀκόμα περισσότερο ἀντίθετα στὸν Θεό, σπάνια θεραπεύεται. Ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς θεραπεύεται, δέχεται τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει κάποια στιγμὴ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα χωρὶς ἐκεῖνος νὰ διαθέτει τὴν πίστη αὐτή, χωρὶς νὰ τὴν ὁμολογεῖ. Γιὰ νὰ γίνει γνωστὸ γιὰ ποιὸ λόγο τὸν θεράπευσε ὅμως, τοῦ εἶπε: «ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀναγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σὲ» (Μάρκ. ε´ 19).
. Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστὸ τὸν ἄγγιζαν, δὲν ἔλαβαν ὅμως τὴ θεραπεία ποὺ δέχτηκε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, γιατί αὐτὴ τὸν ἄγγιξε μὲ πίστη καὶ φόβο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ πολλοὺς ποὺ προσκυνοῦν χωρὶς πίστη καὶ φόβο τὶς εἰκόνες, τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως γινόταν καὶ μὲ τὸ μεγάλο πλῆθος μὲ τὰ περίεργα μυαλὰ καὶ τὶς παγωμένες καρδιὲς ποὺ ἄγγιζαν τὸν Χριστό. Μὲ τοὺς ἀληθινοὺς πιστοὺς ὅμως γίνεται αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, ποὺ θεραπεύτηκε. Ὅποιος ἔχει μάτια, ἂς δεῖ. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσει!
. «Ἰδοῦσα δὲν ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. η´ 47,48). Ἡ γυναίκα ἔνιωσε ἀπὸ τὴ φωνὴ καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, πὼς Ἐκεῖνος γνώριζε τὸ μυστικό της, πὼς ἡ ἴδια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὸ κρύψει. Ἔτρεμε ἀπὸ φόβο καὶ στάθηκε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μ’ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὶς πιὸ καλοκρυμμένες πράξεις τῶν ἀνθρώπων, τὰ πιὸ μύχια μυστικὰ ποὺ κρύβουν στὴν καρδιά τους. Εἶχε νιώσει τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τὴ θαυματουργικὴ θεραπευτικὴ δύναμή Του, γι’ αὐτὸ κι ἔτρεμε ἀπὸ φόβο μπροστά Του. Τώρα ὅμως ποὺ ἄκουσε πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώριζε τὸ βαθὺ μυστικό της, ὁ φόβος μπροστὰ στὸν παντογνώστη διπλασιάστηκε. Μαζὶ μὲ τὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῆς φανερώθηκε κι ἡ πανσοφία Του. Προχώρησε μπροστὰ καὶ τὰ ὁμολόγησε ὅλα. Ἡ ντροπή της μεταβλήθηκε σὲ φόβο. Ἡ ντροπὴ γιὰ τὴν ἀρρώστια της ἐξαφανίστηκε, ἀφοῦ θεραπεύτηκε. Στὴ θέση τῆς ντροπῆς ἦρθε τώρα ὁ φόβος μπροστὰ στὴν παντοδυναμία καὶ τὴν πανσοφία Του.
. Τὴν εἶδε ἔτσι φοβισμένη ὁ στοργικὸς Κύριος καὶ τὴν παρηγόρησε μὲ τὰ πατρικά Του λόγια: θάρσει, θύγατερ! Ὑπάρχει ἆραγε πιὸ γλυκιὰ παρηγοριὰ στὸν κόσμο, ἀπὸ τὸ ν’ ἀκούσει κανεὶς τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἀθάνατο Βασιλιὰ καὶ Κύριο; Τῆς δίνει θάρρος, τὴν ὀνομάζει «θυγατέρα» Του. Δὲν ὑπάρχει πραγματικὸ καὶ διαρκὲς θάρρος, ἔξω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ ἀφοβία, ἂν δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ Θεό. δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ συμπάθεια, ὡσότου γνωρίσει κι ὁμολογήσει τὸ Θεὸ ὡς Πατέρα του καὶ τὸν ἴδιο ὡς παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν μπορεῖ ν’ ἀκούσει τὰ λόγια αὐτὰ μέσα του, ὡσότου ἀνακαινιστεῖ κι ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἔδειξε πὼς ἀναγεννήθηκε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Σωματικά, ἐπειδὴ τὸ μισοπεθαμένο σῶμα της γιατρεύτηκε, ἀναζωογονήθηκε. Πνευματικά, ἐπειδὴ γνώρισε κι ἔνιωσε τὴν παντοδυναμία καὶ πανσοφία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
. Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Αὐτὰ εἶναι λόγια διδαχῆς, ἀλλὰ καὶ θάρρους. Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶχε φανερώσει τὴν ταπείνωσή Του μὲ τὸ νὰ νηστέψει καὶ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του· ἂν τὴ δύναμή Του δὲν τὴν εἶχε ἀποδώσει στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, κι ἂν τὴ δόξα Του δὲν τὴν εἶχε μοιραστεῖ μὲ ἀνθρώπους, ἀποδίδοντας τὰ δικά Του σ’ ἐκείνους, τότε σίγουρα ἡ γῆ θὰ ἔτρεμε συνέχεια σὲ κάθε βηματισμό Του· σὲ κάθε λόγο Τοῦ ὁ κόσμος ὁλόκληρος θὰ φλεγόταν. Ποιὸς θὰ τολμοῦσε νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα; Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ καθήσει δίπλα Του καὶ νὰ τὸν ἀγγίξει; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀκούσει τὸ λόγο Του καὶ νὰ μὴ διαλυθεῖ, νὰ ἐξαφανιστεῖ; Ὁ Κύριος ντύθηκε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφὸς μὲ ἀδελφό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ταπεινώθηκε τόσο πολύ. Γι’ αὐτὸ ἔδινε κουράγιο στοὺς ἀνθρώπους σὲ κάθε τους βῆμα. Γι’ αὐτὸ κι ἀπέδιδε ὅλα τὰ ἔργα Του στὴν πίστη τους.
. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος τελείωνε μὲ τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, ἡ κατάσταση τοῦ Ἰαείρου εἶχε χειροτερέψει. «Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» (Λουκ. η´ 49, 50). Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ πὼς ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου δὲν εἶχε πεθάνει, ὅταν ἐκεῖνος κάλεσε τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι του. Βρισκόταν στὴ νεκρικὴ κλίνη της, ἔπνεε «τὰ λοίσθια», γι’ αὐτὸ καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ὀνομάσουν νεκρή.
. Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ Χριστὸς ἦταν γνωστὸς ὡς Διδάσκαλος. Τὸν ὀνόμαζαν ἔτσι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔνιωθαν τὴν ἀπεριόριστη δύναμή Του. Προσέξτε ὅμως πόσο πράος καὶ σπλαχνικὸς ἦταν ὁ Κύριος! Προτοῦ ὁ ἄρχοντας Ἰάειρος ξεσπάσει σὲ δάκρυα κι ἐκφράσει τὸν πατρικό του πόνο, Ἐκεῖνος τὸν στήριξε μὲ λόγια παρηγορητικὰ κι ἐνθαρρυντικά: Μὴ φοβοῦ! Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀλλάζει μὲ τίποτα τὴν κατάσταση. Μισοπεθαμένο ἢ πεθαμένο τὸ κορίτσι, δὲν ἔχει διαφορά. Τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ πάρει ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸ δύστυχο πατέρα ἦταν ν’ ἀκολουθήσει αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγε ὁ Κύριος, τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει ἦταν τὸ μόνον πίστευε! Εἶδες πρίν, ἀπὸ τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ μία μόνο σκέψη μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορραγία της, ποὺ τὴν ταλαιπωροῦσε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, μπορεῖ νὰ ἑνώσει ξανὰ τὴν ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα τῆς κόρης σου. Ἐσὺ νὰ πιστεύεις μόνο καὶ σωθήσεται!
. «Ἐλθὼν δὲν εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα» (Λουκ. η´ 51). Πέντε μάρτυρες εἶναι ἀρκετοί. Δύο μάρτυρες δὲν φτάνουν στὰ ἐγκόσμια δικαστήρια, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο; Πῆρε μαζί Του τρεῖς μαθητές Του, ἐκείνους ποὺ ἀργότερα θὰ μαρτυροῦσαν τὴν ἔνδοξη Μεταμόρφωσή Του στὸ Θαβὼρ καὶ τὴν προσευχὴ τῆς ἀγωνίας Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Πῆρε ἐκείνους ποὺ τότε ἦταν πιὸ ὥριμοι πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐννιά, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὸ βαθύτερο μυστήριο τῆς δύναμης καὶ τῆς ὕπαρξής Του. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ ἔβλεπαν τὴν πρώτη ἀνάσταση νεκροῦ ποὺ θὰ κατόρθωνε μὲ τὴ δύναμή Του ὁ Κύριος καὶ στὴ συνέχεια θὰ τὸ διηγοῦνταν στοὺς συντρόφους τους, διδάσκοντάς τους ἔτσι νά ᾽χουν καὶ κεῖνοι πίστη. Ἀργότερα ποὺ ὁ Κύριος θ’ ἀνάσταινε τὸ γιὸ τῆς χήρας στὴ Ναΐν καὶ τὸ Λάζαρο, θὰ παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ μαθητές. Εἶναι προφανὲς γιατί πῆρε καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ μαζί Του. Ἡ νεκρὴ κόρη τους θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀνάσταση τῶν ψυχῶν τους. Ποιὸς θά ᾽χε τὸ δικαίωμα νὰ βοηθηθεῖ ἀπὸ τὴν κόρη, περισσότερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς της;
. Μπῆκε στὸ σπίτι ὁ Κύριος κι ἡ σκέψη Του ἦταν σὲ κείνους ποὺ ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν τὸ νεκρὸ κορίτσι. «Ἔκλαιον δὲν πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν, ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει· καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν» (Λουκ. η´ 52, 53). Ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος δίνουν μεγαλύτερη ἔμφαση στὴ σκηνὴ αὐτή. Γράφουν πὼς εἶχαν κληθεῖ ἀπὸ τὴ γειτονιὰ μουσικοὶ καὶ ἐπαγγελματίες θρηνωδοί. Αὐτὸ ἦταν ἔθιμο στοὺς πλούσιους Ἰουδαίους, ὅπως καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔκλαιγαν, θορυβοῦσαν καὶ μοιρολογοῦσαν (βλ. Μάρκ. ε´ 38). Ὁ Ἰάειρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους, ἂν ὄχι ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος τοῦ τόπου. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μισθωμένους μουσικοὺς καὶ θρηνωδοῦς, πρέπει νὰ παρευρίσκονταν στὸ σπίτι του καὶ πολλοὶ συγγενεῖς, φίλοι καὶ γείτονες, ποὺ ἔκλαιγαν πραγματικὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἔφυγε πρόωρα.
. Γιατί εἶπε στοὺς ἀνθρώπους ὁ Κύριος, πὼς οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει; Ἤξερε καλὰ πὼς εἶχε πεθάνει. Πρῶτα, λοιπόν, τὸ εἶπε γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πὼς τὸ κορίτσι ἦταν πραγματικὰ πεθαμένο. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ βεβαιώσουν καλύτερα αὐτό, παρὰ μὲ τὸν περιφρονητικὸ καγχασμό τους, ἐπειδὴ ὁ Κύριος δὲν ἤξερε πὼς τὸ κορίτσι ἦταν νεκρό. Δεύτερο, γιὰ νὰ φανερώσει πὼς μπροστά Του ὁ θάνατος εἶχε χάσει τὴν ὀσμὴ καὶ τὴ δύναμή του στοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἦταν παρὰ ἁπλὰ ἕνα ὄνειρο. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐκμηδένιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δὲν εἶναι κι ὁ ὕπνος. Θάνατος εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴν ἄλλη. Καὶ Κύριος τόσο αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅσο καὶ τῆς ἄλλης εἶναι Ἕνας. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι στηριγμένος στὴ σωματικὴ ζωή, ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτὴ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὴ ζωὴ γενικά. Ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται στὸ δρόμο, μαζί του συντρίβονται κι οἱ ἐπιβάτες, δὲν γίνεται ἀλλιῶς, ὅπως σκέφτονται οἱ ἀνόητοι, οἱ αἰσθησιακοὶ ἄνθρωποι. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ὅμως βλέπουν πὼς ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται, οἱ ἐπιβάτες βγαίνουν ἀπὸ τὰ συντρίμμια, τ’ ἀφήνουν ἐκεῖ καὶ συνεχίζουν τὸ ταξίδι τοὺς χωρὶς τ’ αὐτοκίνητο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔφτιαξε τόσο τὸ αὐτοκίνητο ὅσο καὶ τοὺς ἐπιβάτες δὲν μπορεῖ νὰ ἐπισκευάσει τὸ αὐτοκίνητο καὶ νὰ πεῖ στοὺς ἐπιβάτες νὰ ξαναμποῦν μέσα; Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν: τὸ ἀβοήθητο σῶμα θεραπεύεται καὶ ἡ ψυχὴ ξαναγυρίζει μέσα του.
. Ὁ Κύριος σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν χρησιμοποίησε ὑπερβολή, ὅταν παρομοίασε τὸ θάνατο μὲ ὕπνο. Τὸ ἀπέδειξε αὐτὸ μὲ τὴν ἀνάστασή Του, μετὰ ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ τρεῖς μέρες στὸν τάφο, μὲ τὴν ἀνάσταση πολλῶν νεκρῶν τὴν ὥρα τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, ἀλλὰ κι ἀργότερα, σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ὅταν νεκροὶ ξαναγύρισαν στὴ ζωὴ μὲ τὶς προσευχὲς ἁγίων καὶ θεάρεστων ἀνθρώπων. Κι ἐδῶ τὸ φανέρωσε μὲ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου.
. Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μία ἐπαρκῆ ὁμάδα μαρτύρων, τί ἔκανε μετά; «Αὐτὸς δὲν ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου» (Λουκ. η´ 54). Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν γεμίσει πρὶν τὸ δωμάτιο ὅπου κείτονταν ἡ κόρη, εἶχαν πειστεῖ γιὰ τὸ θάνατό της κι ἑπομένως δὲν χρειάζονταν ἐκεῖ. Θ’ ἄκουγαν ἀργότερα γιὰ τὸ θαῦμα καὶ θὰ τὴν ἔβλεπαν ζωντανή. Τώρα ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ στηρίξει τὸν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς τρεῖς μαθητές Του στὴν πίστη τους. Σκοπός Του σὲ κάθε θαῦμα ἦταν νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποκάλυψη καὶ στὴ χαρά, μὲ τὴ σοφὴ πρόνοια ποὺ ἦταν ὁλοφάνερη μὲ κάθε λεπτομέρεια. Ἀρχικά τους ἔβγαλε ὅλους ἔξω κι ἔμειναν μέσα στὸ δωμάτιο οἱ ἑπτά: πέντε ζωντανοί, μία νεκρὴ κι ὁ Ζωοδότης. Δὲν εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο αὐτό, ποῦ φανερώνει τὴν κρυμμένη ἢ μᾶλλον τὴν ἀποκαλυμμένη ψυχή; Ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πεθαίνει, ἐκεῖνος συνεχίζει νὰ ζεῖ μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις του μία ζωὴ σαρκική, ἄδεια, σὲ ἀπόγνωση. Ἁπλώνει τὰ χέρια του πρὸς κάθε κατεύθυνση ζητώντας βοήθεια. Αὐτοὶ εἶναι οἱ σημερινοὶ «ὑλιστές». Σκιὲς σωματικὲς χωρὶς ψυχή. Ἀπελπισμένα πλάσματα, ποὺ μὲ τὶς αἰσθήσεις τους – τὰ μάτια, τ’ αὐτιά τους κλπ. – προσκολλῶνται στὸν κόσμο ὥστε, ἔστω καὶ πρόσκαιρα, ν’ ἀποφύγουν ὅσο μποροῦν νὰ κατέβουν στὸν τάφο, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται κιόλας ἡ ψυχή τους. Ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ὅμως, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γνωρίσει τὸ Χριστό, κράζει σ’ Ἐκεῖνον γιὰ βοήθεια. Ὁ Χριστὸς τότε προσεγγίζει τὴ νεκρὴ ψυχὴ καὶ τὴν ξαναφέρνει στὴ ζωή, πρὸς κατάπληξη καὶ θαυμασμὸ τοῦ ἐπιπόλαιου κι αἰσθησιακοῦ ἀνθρώπου. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀναφέρει τὰ ἴδια ἀκριβῶς λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὴν Ἀραμαϊκή, καθὼς ἄγγιζε τὴν κόρη μὲ τὸ χέρι Του: «Ταβιθᾶ, κούμι!». Αὐτὸ σημαίνει τὸ ἴδιο ποὺ λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: ἡ παῖς, ἐγείρου!
. Τί ἔγινε μὲ τὴ νεκρὴ κόρη, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε τὰ λόγια αὐτά; «Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν» (Λουκ. η´55). Νὰ λοιπὸν ποὺ ὁ θάνατος μοιάζει μὲ τὸν ὕπνο! Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς. Τὸ πνεῦμα της εἶχε ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ σῶμα, εἶχε πάει στὸν τόπο τὸν προορισμένο γιὰ τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν. Μὲ τὸ ἄγγιγμα καὶ τὰ λόγια Του ὁ Κύριος ἐδῶ ἔκανε δύο θαύματα: Πρῶτα θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ δεύτερο, ἔφερε ἀπὸ τὸ βασίλειο τῶν πνευμάτων τὸ πνεῦμα της καὶ τὸ ἔβαλε σ’ ἕνα ὑγιὲς σῶμα. Ἂν δὲν εἶχε θεραπεύσει τὸ σῶμα, τί καλὸ θὰ εἶχε προκύψει γιὰ τὴν κόρη, ἂν ξαναγύριζε τὸ πνεῦμα της σ’ ἕνα ἄρρωστο κορμί; Θὰ εἶχε ξαναγυρίσει στὴ ζωὴ ἄρρωστη, γιὰ νὰ πεθάνει ξανά. Τέτοια μισο-ἀνάσταση δὲν θά ᾽ταν ἐπαναφορὰ στὴ ζωή, ἀλλὰ στὰ βάσανα. Ὁ Κύριος δὲν δίνει μισὰ δῶρα, ἀλλ’ ὁλόκληρα. δὲν δίνει ἀτελῆ δῶρα, ἀλλὰ τέλεια. Δὲν ἔδωσε τὴν ὅραση στὸ ἕνα μάτι τοῦ τυφλοῦ, μὰ στὰ δύο. Δὲν ἔδωσε στὸ ἕνα αὐτὶ τὴν ἀκοὴ τοῦ κωφοῦ, ἀλλὰ καὶ στὰ δύο. Δὲν θεράπευσε τὸ ἕνα πόδι τοῦ παράλυτου, μὰ καὶ τὰ δύο. Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἐδῶ. Ἀποκατέστησε τὸ πνεῦμα σ’ ἕνα ὑγιὲς σῶμα, ὄχι σὲ ἄρρωστο, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ᾽ναι ὑγιής.
. Μετὰ ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει. Διέταξεν αὐτὴ δοθῆναι, φαγεῖν. Πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουμε ξανὰ πὼς τὸ κορίτσι δὲν ξαναγύρισε ἁπλὰ στὴ ζωή, ἀλλὰ ἀπόλυτα ὑγιές. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος γράφει πὼς «καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει» (ε´ 42). Θά ᾽δινε ἔτσι τὴ μαρτυρία πὼς τὸ κορίτσι ἦταν ἐντελῶς καλὰ σωματικά. Τὸ ὅτι ἀναστήθηκε ἐντελῶς καλά, ἔπρεπε νὰ φανεῖ ὅσο πιὸ ξεκάθαρα γινόταν. Τὸ κορίτσι σηκώθηκε, περπάτησε κι ἔφαγε. Ὁ Κύριος γνώριζε μὲ τί ἄπιστο λαὸ εἶχε νὰ κάνει. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὰ θαύματα, φρόντιζε νὰ ὑπάρχουν καὶ ἀποδείξεις, ὥστε νὰ φανερωθεῖ πὼς τὸ θαῦμα ἦταν ἀπαραίτητο καὶ ὠφέλιμο στοὺς ἀνθρώπους. Ἔπειτα, ἔπρεπε ν’ ἀποδειχτεῖ πὼς μόνο Αὐτὸς μποροῦσε νὰ θαυματουργεῖ. Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος. Καὶ τρίτο, ὥστε τὸ θαῦμα νὰ ἔχει ἐπαρκῆ μαρτυρία καὶ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ὡς ἀναμφισβήτητο γεγονός. Ἀλήθεια, πόσο καλὰ γνώριζε ὁ Κύριος αὐτὸ τὸ πονηρὸ καὶ ἄπιστο γένος τῶν ἀνθρώπων!
. «Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς, ὁ δὲν παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονὸς» (Λουκ. η´ 56). Μὲ τὴν ἐντολή Του αὐτὴ ὁ Κύριος ἤθελε νὰ διδάξει τοὺς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ ποὺ ἀνάστησε, πὼς πρῶτο καὶ κύριο μέλημά τους ἦταν νὰ εὐχαριστήσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸ Θεό. Τὸ σπουδαῖο ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἦταν νὰ τρέξουν καὶ νὰ πληροφορήσουν τὸν κόσμο γιὰ τὸ θαῦμα, ἀλλὰ νὰ γονατίσουν μπροστὰ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν τὶς θερμές τους εὐχαριστίες. Τὸ θαῦμα θὰ διαδοθεῖ μόνο του, χωρὶς τὴ βοήθειά σας. Μὴ νοιάζεστε γι’ αὐτό. Δὲν εἶναι δική σας δουλειὰ τὴν ἱερὴ καὶ φοβερὴ αὐτὴ στιγμὴ νὰ ἐπικεντρωθεῖτε στὸ πὼς θὰ ἱκανοποιήσετε τὴν περιέργεια τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ ἐκτελέσετε τὸ χρέος σας στὸν Θεό.
* * *
. Μὲ τὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου, ὁ Κύριος συνέχισε τὸ ἔργο Του γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν κακὴ περιέργεια. Ἡ περιέργεια εἶναι πραγματικὰ ἕνα κακό. Χωρίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν πνίγει στὴ θάλασσα τῶν ἐφήμερων ὑποθέσεων καὶ τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Ἡ περιέργεια εἶναι ἕνα κακό, περισσότερο ἀπὸ κακό, γιατί πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ στὸ σωματικὸ καὶ συχνὰ στὸν ψυχικὸ θάνατο. Πολλὲς ἁμαρτίες καὶ πάθη, σωματικὰ καὶ ψυχικά, ἔχουν τὶς ρίζες τους στὴν περιέργεια. Ὅπως μία ὄμορφη παπαρούνα κρύβει μέσα τῆς δηλητήριο, ἔτσι κι ἡ περιέργεια κρύβει μέσα τῆς ἕνα δυνατὸ δηλητήριο ποὺ καταστρέφει ψυχὴ καὶ σῶμα. Ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν κόσμο αὐτὸν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν περιέργεια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσει τὶς ψυχές τους. Λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως» (α´ 8).
. Ὁ Κύριος δὲν θεράπευσε τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα ἐπειδὴ ἄγγιξε τὰ ἱμάτιά Του ἀπὸ περιέργεια, ἀλλ’ ἐπειδή, στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία της, ἔτρεξε νὰ τὸν ἀγγίξει μὲ πίστη. Μάταια οἱ περίεργοι περιμένουν θαῦμα ἀπὸ τὸν Θεό. δὲν θὰ τοὺς κάνει ποτὲ τὸ χατήρι. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ θαύματα γίνονται γιὰ νὰ καλύψουν κάποια ἀνθρώπινη ἀνάγκη, οἱ περίεργοι δὲν ἔχουν καμιὰ βοήθεια ἀπ’ αὐτά. Περισσότερη βοήθεια θὰ περιμένουν οἱ νεκροὶ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, παρὰ οἱ περίεργοι. Μήπως ὁ γιατρὸς ἐπισκέπτεται ἐκείνους ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ὑγιεῖς, ποὺ εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν τὸν καλοῦν;
. Μήπως ὁ Κύριος εἶναι λιγότερο σοφὸς ἀπὸ τοὺς γιατρούς, γιὰ νὰ γυρίζει ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ καὶ νὰ κάνει ἐπίδειξη τῆς δύναμης καὶ τῶν ἱκανοτήτων Του; Γι’ αὐτό, ἄρχοντα Ἰάειρε, μὴ νοιάζεσαι ποιὸς θὰ διαδώσει τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης σου. Μὴ νοιάζεσαι ἀκόμα, ἁμαρτωλέ, ποιὸς θὰ διαδώσει τὸ θαῦμα τῆς ψυχικῆς καὶ σωματικῆς θεραπείας σου. Ὁ Θεὸς γνώριζε τὸ ἀσύρματο τηλέφωνο καὶ τὸν τηλέγραφο, προτοῦ ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ χρησιμοποιήσουν τὴ γλῶσσα τους γιὰ νὰ πληροφορήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ τὶς νέες εἰδήσεις. Ὁ Κύριος γνωρίζει πιὸ ἀξιόπιστα καὶ τελειότερα μέσα γιὰ νὰ πληροφορήσει τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μάθουν ὅλα τὰ καλὰ νέα ποὺ μεταδίδονται ἀπὸ τὸ τηλέφωνο καὶ τὸν τηλέγραφο. Ὁ Δημιουργός τοῦ λόγου, τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἀτμόσφαιρας ἔχει τὰ δικά Του μέσα ἐπικοινωνίας μὲ κάθε πλάσμα Του, τρόπους ποὺ πληρώνουν ὁλόκληρο τὸ διάστημα, κάθε χρονικὴ στιγμή.
. Νὰ μνημονεύετε τὸ χρέος σας στὸν Θεό, τὸ χορηγὸ κάθε «δόσης ἀγαθῆς». Μὴν ὀλιγωρήσετε νὰ προσφέρετε προσευχὲς εὐχαριστίας καὶ ὑπακοῆς στὸ θεϊκό Του θέλημα. Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Η ΔΥΝΑΜΗ τοῦ ΘΕΟΥ καὶ Η ΠΙΣΤΗ τοῦ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-1 (Ἁγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 26 Ὀκτώβριος 2019
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
–1–
Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου
Ὁμιλία στὴν
Κυριακὴ Z´ Λουκᾶ
(Λουκ. η´ 41-56)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Ϛ´- Κυριακοδρόμιο Γ´»,
Ἀθῆναι 2014, μετάφρ. Π. Μπότση,
σελ. 13-40.
. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέφτουν σ’ ἕνα βράχο, τὸν κάνουν νὰ λάμπει. Ὅταν ἡ φλόγα ἀγγίξει ἕνα ἄκαφτο κερί, τὸ ἀνάβει. Ὅταν ὁ μαγνήτης ἀγγίξει ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο, τὸ μαγνητίζει. Ὅταν τὸ ἠλεκτροφόρο καλώδιο ἀγγίξει ἕνα συνηθισμένο σύρμα, καὶ τὰ δύο τους ἠλεκτρίζονται.
. Ὅλες αὐτὲς οἱ φυσικὲς ἐνέργειες δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνες ἢ πνευματικὰ φαινόμενα. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, εἶναι ἁπλὰ ἡ εἰκόνα ὅσων γίνονται στὸν ἐσωτερικό. Ὁλόκληρη ἡ ἐφήμερη φύση εἶναι σὰν ἕνα ὄνειρο, σὲ σχέση μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πραγματικότητα, σὰν ἕνα παραμύθι, ὅταν μιλᾶμε μὲ ὅρους αἰώνιας ζωῆς.
. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ σώματος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀγγίζει τὴν ψυχή, τὴν ζωοποιεῖ, τῆς μεταδίδει τὴν δράση. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀγγίζει τὸ σῶμα, κάνει τὸ ἴδιο. Τὸ σῶμα λαβαίνει φῶς, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμὸ καὶ ἠλεκτρισμό, δράση, ἀκοὴ καὶ κίνηση ἀπὸ τὴν ψυχή. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ὂλ’ αὐτὰ χάνονται, ἐξαφανίζονται. Ἡ ψυχὴ δέχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἕναν εἰδικὸ φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμὸ καὶ ἠλεκτρισμό, δράση, ἀκοὴ καὶ κίνηση. Κι ὅλ’ αὐτὰ χάνονται, ὅταν ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό.
. Ὑπάρχει ἆραγε ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο πού, ὅταν ἀγγίζει μία νεκρὴ ψυχή, τὴν ἐπαναφέρει στὴ ζωή, τῆς μεταδίδει φῶς καὶ θερμότητα, μαγνητισμὸ καὶ ἠλεκτρισμὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς; Ὑπάρχει ἆραγε κάποιος σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὅταν ἄγγιξε ἕνα νεκρὸ σῶμα τὸ ἔκανε νὰ σηκωθεῖ, νὰ μιλήσει καὶ νὰ περπατήσει; Σίγουρα πρέπει νά ᾽χει ὑπάρξει. Διαφορετικὰ ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνήτης κι ὁ ἠλεκτρισμὸς κι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο, θὰ ἦταν ἡ φαντασία κάποιου ποὺ δὲν ὑπάρχει, ἡ σκιὰ κάποιου ἀνύπαρκτου ὄντος, ἕνα ὄνειρο, μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Πρέπει νὰ ἔχει ὑπάρξει. Διαφορετικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θὰ εἶχε ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ. Ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ παρουσιάσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν πραγματικότητα· πὼς ἡ φύση ὁλόκληρη, μὲ ὅλα ὅσα συμβαίνουν μέσα της, δὲν εἶναι παρὰ μία εἰκόνα, ἕνα ὄνειρο, ἕνα παραμύθι. Ὁ Κύριος ἦρθε γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια ὅσων φανερώνουν ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνητισμὸς κι ὁ ἠλεκτρισμός, ἡ φύση ὁλόκληρη. Ἡ φύση ποὺ δημιουργήθηκε καὶ τοποθετήθηκε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν ἕνα ἀνοιχτὸ βιβλίο, ποὺ ὅμως αὐτὸς δὲν μπόρεσε ἀκόμα νὰ τὸ διαβάσει σωστά.
. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πύρινη στήλη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀπὸ Ἐκεῖνον οἱ νεκρὲς ψυχὲς παίρνουν ζωὴ καὶ θερμότητα, κίνηση καὶ ὀμορφιά. Εἶναι τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ ὅταν ἀγγίζει τὰ νεκρὰ σώματα τοὺς μεταδίδει ζωή, τ’ ἀνασταίνει, τοὺς δίνει κίνηση καὶ λόγο. Εἶναι τὸ ἁγνὸ καὶ εὐωδιαστὸ θεραπευτικὸ βάλσαμο, ποὺ ὅταν τὸ ἀγγίζουν οἱ τυφλοὶ ξαναβρίσκουν τὸ φῶς, οἱ κουφοὶ τὴν ἀκοή τους, οἱ παράλυτοι τὴν κίνηση, οἱ ἄλαλοι τὴ λαλιά τους, οἱ παράφρονες τὴ λογική τους, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται, κάθε ἀρρώστια θεραπεύεται.
* * *
. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἕνα ἀκόμα παράδειγμα, γιὰ νὰ καταλάβουμε πώς, ὅταν κάποιος ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, ἂν εἶναι ἄρρωστος, θεραπεύεται κι ἂν εἶναι νεκρός, ἀνασταίνεται. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ λοιπόν, «ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεςὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν» (Λουκ. η´ 41, 42). Γιὰ ποιόν καιρὸ μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής; Πότε ἔγιναν αὐτά; Τότε ποὺ ὁ Κύριος διέσχισε τὴ λίμνη καὶ γύρισε μὲ τὸ πλοῖο ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τότε ποὺ θεράπευσε τοὺς δύο δαιμονισμένους καὶ νωρίτερα εἶχε γαληνέψει τὴν καταιγίδα στὴ λίμνη. Ἀφοῦ εἶχε κάνει τὰ δύο μεγάλα αὐτὰ θαύματα, τὸν καλοῦν τώρα νὰ κάνει ἕνα τρίτο. Ν’ ἀναστήσει ἕνα νεκρό. Κι ὅλ’ αὐτὰ μέσα σὲ πολὺ περιορισμένο χρόνο, λὲς καὶ βιαζόταν νὰ κάνει ὅσα περισσότερα καλὰ μποροῦσε στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ζοῦσε στὴ γῆ, καὶ νὰ μᾶς δώσει ἔτσι παράδειγμα πὼς πρέπει νὰ βιαζόμαστε νὰ κάνουμε τὸ καλό, πὼς πρέπει νὰ περπατᾶμε ὅσο ἔχουμε τὸ φῶς (πρβλ. Ἰωάν. ιβ´ 35).
. Ἂν καὶ τὰ τρία αὐτὰ θαύματα δὲν φαίνονται νὰ μοιάζουν μεταξύ τους, ὅλα ἔχουν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό. Ὅλα ἀποκαλύπτουν τὴν κυριαρχικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ – τὴν κυριαρχία Του στὴ φύση, στοὺς δαίμονες καὶ στὸν θάνατο, στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι δύσκολο νὰ πεῖ κανεὶς ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ θαύματα εἶναι πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ συγκλονιστικό. Τί εἶναι πιὸ δύσκολο: νὰ τιθασσεύσεις τὴν καταιγίδα σὲ θάλασσα καὶ ἀέρα, νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀνίατα δαιμονισμένους ἢ ν’ ἀναστήσεις νεκρό; γιὰ ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶναι ἐξ ἴσου δύσκολα. Γιὰ τὸν Χριστὸ ὅμως εἶναι καὶ τὰ τρία ἐξ ἴσου εὔκολα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμβαθύνει στὸ καθένα ἀπὸ τὰ τρία θαύματα, ἡ ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴν παντοδυναμία τῆς πνοῆς, ποὺ ἐν ἀρχῇ, δημιούργησε τὸν κόσμο. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…καὶ ἐγένετο οὕτως» (Γέν. α´ 11).
. Ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει ἄρχοντα τὸν Ἰάειρο. Τί εἴδους ἄρχοντας ἦταν τὸ ἐξηγοῦν ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς: Ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὅπου ρυθμίζονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικὰ θέματα. Τὸ μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στὸ νεκροκρέββατο. Αὐτὸ ἦταν κάτι τρομερὸ γι’ αὐτὸν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι, εἶχαν μία ἀμυδρὴ κι ἀκαθόριστη πίστη στὴ μετὰ θάνατον ζωή. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τῆς ἐξουσίας αὐτὸ ἦταν διπλὸ χτύπημα: πρῶτο ἦταν ἡ θλίψη του ὡς γονιοῦ καὶ δεύτερο τὸ αἴσθημα ντροπῆς καὶ ταπείνωσης μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καθὼς τέτοια φοβερὴ ἀπώλεια φαινόταν σὰν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀπόγνωσή του ἦρθε στὸ Χριστὸ «καὶ πεςὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλ’ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ´ 18).
. Γιατί γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πῶς ἡ κόρη τοῦ ἄρχοντα «ἀπέθνησκεν», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος γράφει πὼς «ἄρτι ἐτελεύτησεν»; Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τὸ περιστατικὸ ὅπως ἔγινε, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μεταφέρει τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκέτη. Δὲν συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπερβάλουν τὴ δυστυχία τους; Ἡ ὑπερβολὴ προέρχεται πρῶτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν ἡ δυστυχία ἔρχεται ξαφνικά, ἀναπάντεχα, φαίνεται πολὺ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι πραγματικὰ εἶναι. Δεύτερο, ἐπειδὴ ἐκεῖνος, ποὺ ζητάει βοήθεια, γενικὰ παρουσιάζει τὸ πρόβλημά του μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά, ὥστε νὰ λάβει τὴ βοήθεια ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Ὅταν καίγεται ἕνα σπίτι, δὲν ἀκοῦμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθῆστε, τὸ σπίτι μου κατακάηκε»; Τὸ σπίτι βέβαια δὲν ἔχει κατακαεῖ, καίγεται. Τὸ ὅτι τὸ κορίτσι δὲν εἶχε πεθάνει ἀκόμα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πατέρας του μιλοῦσε στὸν Κύριο, θὰ τ’ ἀκούσουμε λίγο ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἰάειρου.
. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰάειρος αὐτὸς εἶχε κάποια πίστη στὸν Χριστό, αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ κείνην τοῦ Ρωμαίου ἑκατόνταρχου στὴν Καπερναούμ. Ὁ τελευταῖος ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μὴν πάει στὸ σπίτι του, ἐπειδὴ ἦταν ἁμαρτωλός, ἀρκοῦσε νὰ πεῖ ἕνα λόγο: «μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. η´ 8). Ὁ Ἰάειρος κάλεσε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του, γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὸ χέρι Του στὴ νεκρὴ θυγατέρα του. Ἡ πίστη του εἶχε καὶ κάτι ὑλικὸ μέσα της. Ἐπίθες τὴν χείρα σου ἐπ’ αὐτήν! Ὁ Ἰάειρος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο ἕνα χειροπιαστὸ τρόπο θεραπείας. Λὲς κι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶχε λιγότερη δύναμη ἀπὸ τὸ χέρι Του! Λὲς κι ἡ φωνὴ ποὺ γαλήνευε τὰ κύματα καὶ τὴν καταιγίδα, ποὺ ἔβγαζε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους κι ἀργότερα ἀνάστησε τὸ Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφή του, δὲν μποροῦσε ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου! Ὁ Κύριος ἦταν πολὺ φιλεύσπλαχνος. Δὲν θ’ ἀρνιόταν τὴ βοήθειά Του πρὸς τὸ θλιμμένο πατέρα, ἐπειδὴ ἡ πίστη του δὲν ἦταν τέλεια. Ἔτσι ξεκίνησε ἀμέσως γιὰ νὰ βοηθήσει.
. Στὸ δρόμο πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου ἔγινε κι ἕνα θαῦμα σὲ μία γυναίκα ποὺ εἶχε πολὺ μεγαλύτερη πίστη ἀπὸ τὸν Ἰάειρο. Κι αὐτὸ βοήθησε τὸν Ἰάειρο, τὸν ἔπεισε πὼς ὁλόκληρος ὁ Χριστὸς ἔχει θαυματουργικὴ δύναμη, ὄχι μόνο τὰ χέρια Του. Μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἂν ἔρθει κανεὶς σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αὐτὸ εἶναι πηγὴ θάρρους σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστὸ μὲ τὸν ἕνα τρόπο, μποροῦν ὅμως μὲ κάποιον ἄλλο. Ὁ Κύριος ἅπλωσε τὰ χέρια Του στὸ σταυρὸ γιὰ ν’ ἀγκαλιάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ προστρέχουν κοντά Του, ἀπὸ ὅποια πλευρὰ κι ἂν ἔρχονται.
. Προσέξτε τώρα τί ἔγινε ὅταν ὁ Χριστὸς πορεύτηκε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου. «Ἐν δὲν τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν, καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἤψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. η´ 42-44). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς πάτησε τὸ πόδι Του στὴ στεριά, ἐρχόμενος ἀπὸ τὰ Γάδαρα, συνοδευόταν ἀπὸ ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. «Συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ’ αὐτόν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος (ε´ 21). Ὅλοι ἤθελαν νὰ βρεθοῦν κοντά Του, ν’ ἀκούσουν τὰ σπάνια λόγια Του καὶ νὰ δοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του. Μερικοὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πείνα καὶ δίψα πνευματικὴ κι ἄλλοι ἀπὸ περιέργεια. Μέσα στὸ πλῆθος βρισκόταν κι ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἄρρωστη ἀπὸ μία ἀκάθαρτη ἀρρώστια. Ἡ ρύση αἵματος σὲ μία γυναίκα, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι φυσιολογική, εἶναι ἕνα δύσκολο καὶ ταπεινωτικὸ πράγμα. Μία διαρκὴς ρύση αἵματος ὅμως, ποὺ διαρκεῖ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ἦταν σὰν μία ζωντανὴ κόλαση βασάνων, ντροπῆς κι ἀκαθαρσίας. Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀναζητήσει θεραπεία κι εἶχε δαπανήσει ὅλα ὅσα εἶχε σὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα. Τίποτα ὅμως δὲν βοήθησε, κανένας γιατρὸς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν γιατρέψει. Φανταστεῖτε τὸ καθημερινὸ πλύσιμό της, τὸ καθάρισμά της, τὴ στενοχώρια καὶ τὴν ντροπή της. Ἔμοιαζε σὰ νὰ τὴ δημιούργησε ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ μόνο τὸν λόγο: γιὰ νὰ τρέχει τὸ αἷμα της καὶ κείνη νὰ περνᾶ τὶς μέρες της στὴ γῆ σὲ μία προσπάθεια νὰ σταματήσει τὴ ρύση, ποὺ δὲν σταματοῦσε, Μ’ ἕναν πόνο ποὺ δὲν γιατρευόταν καὶ μὲ μία ντροπὴ ἀνέκφραστη. Ἔτσι πιστεύουμε πὼς γίνεται μὲ κάθε χρόνια ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶχε προβλέψει γι’ αὐτήν, ὅπως προβλέπει καὶ γιὰ κάθε πλάσμα Του. Ἡ ἀρρώστια της συνετέλεσε στὴν ψυχική της σωτηρία καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
. «Ἐὰν μόνον ἄψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτόν, σωθήσομαι» (Ματθ. θ´ 21), εἶπε μέσα της καὶ πίεζε τὸ πλῆθος, γιὰ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς. Νωρίτερα εἶχε στηρίξει τὴν πίστη της στοὺς γιατροὺς ποὺ εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Ἡ πίστη της αὐτὴ ὅμως ἀποδείχτηκε ἄκαρπη. Ἀπὸ μόνη της ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂν αὐτὸς ποὺ πιστεύεις δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ βοηθήσει. Γι’ αὐτὸ ἂς σιωπήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίζονται (εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη πίστης) πὼς τὰ θαύματα τοῦ εὐαγγελίου ἔγιναν ἀπὸ ὑποβολὴ ἢ αὐθυποβολή. Ἡ ταπεινὴ καὶ βασανισμένη αὐτὴ γυναίκα δὲν εἶχε οὔτε τὴν τόλμη οὔτε τὴν ἐλπίδα νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Χριστό, νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὸ πρόβλημά της καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μπροστὰ σ’ ἕνα τεράστιο πλῆθος, ὅταν μάλιστα ντρεπόταν γιὰ τὴν κατάστασή της; Ἡ φύση τῆς «ἀκάθαρτης» ἀρρώστιας της ἦταν τέτοια, ὥστε ἂν τὴν εἶχε δημοσιοποιήσει, θὰ εἰσέπραττε τὴ δημόσια ἀποστροφή, τὴν κατακραυγὴ καὶ τὴν καταδίκη. Γι’ αὐτὸ καὶ προσέγγισε τὸν Κύριο κρυφά, ἀπὸ πίσω, καὶ ἄγγιξε τὸ ἱμάτιό Του.
. Καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Πῶς κατάλαβε πὼς ἔπαψε ἡ ρύση τοῦ αἵματος; «Ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἰᾶται ἀπὸ τῆς μάστιγος», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος (ε´ 29). Ὅπως ἕνα ζωντανὸ σκουλήκι ποὺ σπαρταρᾶ ἀκατάπαυστα γύρω ἀπὸ μία διαπυημένη πληγή, ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ νιώθει κι ἡ δύστυχη αὐτὴ γυναίκα τὴν ἀσταμάτητη ρύση τοῦ αἵματος. Ὅταν ὅμως ἄγγιξε τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσε πὼς ἡ αἱμορραγία σταμάτησε. Δὲν ἔνιωθε τὴν αἱμορραγία μέσα της, ὅπως δὲν τὴ νιώθει καὶ κάθε ὑγιὴς ἄνθρωπος. Μέσα της μπῆκε ἡ ὑγεία, ὅπως ὁ μαγνητισμὸς σ’ ἕνα μαγνήτη ἢ τὸ φῶς σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο.
. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ μοναδικὸ περιστατικὸ ἀνθρώπου ποὺ γιατρεύτηκε μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν εὐαγγελίων διαβάζουμε πὼς πολλοὶ ἤθελαν ἁπλὰ ν’ ἀγγίξουν τὸ κράσπεδο τῶν ἱματίων Του «καὶ ὅσοι ἤψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ´ 36).
. Πόσα τέτοια ἀνήκουστα θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔμειναν ἀκαταχώρητα! Κι αὐτὸ ὄχι μόνο στὰ τριάντα χρόνια ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξει τὸ σωστικό Του εὐαγγέλιο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα τῆς σύλληψής Του στὴν πάναγνη κοιλία τῆς Μητέρας Του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὰ θαύματά Του εἶναι περισσότερα ἀπὸ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς».
. Πόσο ἄλλαξε μυστηριωδῶς ὅλη ἡ κτίση μὲ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία Του στὴ γῆ! Πόσα θαύματα γίνονται καὶ σήμερα στοὺς πιστοὺς ποὺ συμμετέχουν στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας! Εἶναι ἀμέτρητα κι ἀκατανόητα. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα δὲν ἄγγιξε τὸ σῶμα Του, ἀλλὰ τὸ ἱμάτιό Του μόνο. Κι ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ μακρόχρονη πάθησή της, ποὺ γιὰ χρόνια πολλὰ προσπαθοῦσαν οἱ γιατροὶ νὰ γιατρέψουν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὅλα ὅσα εἶχε τὰ σκόρπισε σὲ γιατροὺς καὶ σὲ φάρμακα, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ θεραπεία της. Νὰ ὅμως ποὺ μπροστά της βρέθηκε ὁ Κύριος, ὁ γιατρὸς ποὺ δὲν ἀποβλέπει σὲ χρήματα, ποὺ δὲν τῆς ζητάει τίποτα, ἀλλὰ τῆς δίνει ὅλα ὅσα ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε. Κι αὐτὸ χωρὶς καμιὰ προσπάθεια, μόχθο ἢ καθυστέρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ πληρότητα καὶ τελειότητα κάθε ἄνωθεν δωρεᾶς, ποὺ ἔρχεται «ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακ. α´ 17).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η ΔΥΝΑΜΗ τοῦ ΘΕΟΥ καὶ Η ΠΙΣΤΗ τοῦ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-2 (Ἁγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς) «Οἱ ὑλιστές: Σκιὲς σωματικὲς χωρὶς ψυχή. Ἀπελπισμένα πλάσματα, ποὺ μὲ τὶς αἰσθήσεις τους –τὰ μάτια, τ’ αὐτιά τους κλπ.– προσκολλῶνται στὸν κόσμο ὥστε, ἔστω καὶ πρόσκαιρα, ν’ ἀποφύγουν ὅσο μποροῦν νὰ κατέβουν στὸν τάφο, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται κιόλας ἡ ψυχή τους»
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ -2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 17 Μάρτιος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἰωάν. α΄ 43-51)
[B´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Καιρὸς Μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ – Ὁμιλίες Β´»,
Μετάφρ. – ἐπιμ. Πέτρου Μπότση,
Ἀθήνα 2012, σελ. 101-126
Μέρος Α´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ OΡΘΟΔΟΞΙΑΣ-1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
. «Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰωάν. α΄ 47). Ὁ Ναθαναὴλ εἶπε στὸν Φίλιππο: Εἶναι δυνατὸ νὰ προκύψει κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Κι ὁ Φίλιππος τοῦ ἀπάντησε: Ἔλα καὶ θὰ δεῖς.
. Ἡ ἐρώτηση τοῦ Ναθαναὴλ δὲν πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὰν κακεντρεχὴς παρατήρηση ποὺ βγαίνει ἀπὸ σκληρὴ καὶ κακόβουλη καρδιά. Ἦταν μᾶλλον τὸ ἐνδιαφέρον μίας εἰλικρινοῦς καρδιᾶς γιὰ τὸ φίλο του, ὥστε νὰ μὴ πέσει θύμα ἀπάτης. Ἡ Σάρα γέλασε, ὅταν ὁ Θεὸς τῆς ἀποκάλυψε πώς, στὴν προχωρημένη ἡλικία της, θὰ γεννοῦσε γιὸ (βλ. Γέν. ιη΄ 12). Ἐδῶ πρόκειται γιὰ χαρά, ποὺ ἁπλὰ περιμένει ἐπιβεβαίωση μὲ τὴν ἐρώτηση. Ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ στὴ ζωή του τόσο χαρούμενες εἰδήσεις, σὰν κι αὐτὲς ποὺ τοῦ ἔφερε ὁ Φίλιππος. Ἀλλὰ ὅπως κάθε χαρὰ σκιάζεται καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία, ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸ Ναθαναήλ. Ἡ χαρὰ τοῦ Ναθαναὴλ μετριάστηκε λίγο στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «Ναζαρέτ». Οἱ προφῆτες δὲν ἔγραψαν πῶς ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ στὴ Βηθλεέμ; Γενεὲς γενεῶν δὲν περίμεναν νὰ δοῦν μὲ ἀνυπομονησία στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Βασιλιά; Ἴσως ὁ Φίλιππος νὰ κάνει λάθος.
. Ὁ Φίλιππος δὲν θέλει νὰ προχωρήσει ὁ ἴδιος σὲ ἐξηγήσεις καὶ ἀποδείξεις. Δὲν θέλει νὰ δώσει ὁ ἴδιος ἀπάντηση στὸ σχόλιο τοῦ Ναθαναήλ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε ἁπλά: Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα καὶ θὰ δεῖς μόνος σου. Πόσο θριαμβευτικὰ ἠχοῦν τὰ λόγια αὐτά: Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα, Ναθαναήλ, καὶ θὰ δεῖς. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ἀποδείξω αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω, ἡ παρουσία Του ὅμως εἶναι ἡ καλλίτερη ἀπόδειξη. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ δώσω ἀπάντηση σ’ αὐτὴν ἢ σὲ κάποια ἄλλη ἐρώτηση ἢ ἀπορία ποὺ ἴσως ἔχεις, ἡ παρουσία Του ὅμως εἶναι ἀπάντηση, στὴν ὁποία δὲν μπορεῖς ν’ ἀντισταθεῖς. Ἐσύ, ἔλα ἁπλὰ μαζί μου. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Ναθαναὴλ συμφώνησε καὶ ξεκίνησαν μαζὶ μὲ τὸ Φίλιππο γιὰ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
. «Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰωάν. α΄ 48). Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: ὁρίστε, αὐτὸς εἶναι γνήσιος Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του δόλο καὶ πονηριά.
. Τί μέγιστος ἔπαινος! Κι ἀπὸ τί χείλη! Τί σημαίνει τώρα ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι; Αὐτὸ δηλώνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι γεμάτος μὲ τὸ ἀντίθετο τοῦ δόλου καὶ τῆς πονηριᾶς, δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό. Ἄνθρωπο μὲ τὶς σκέψεις τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, τὴν προσδοκία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει παραδοθεῖ στὸν ἕνα Κύριο καὶ Δημιουργὸ – τὸν Θεό. Δὲν ἀναγνωρίζει κανέναν ἄλλο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ «τὰ πνευματικά τῆς πονηρίας» (Ἐφεσ. ϛ΄ 12) δὲν βρίσκουν τρόπο νὰ μποῦν καὶ νὰ ριζώσουν μέσα του.
. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Ναθαναήλ, πὼς εἶναι ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, εἶναι ταυτόχρονα καὶ μία παρατήρηση γιὰ ἕνα θλιβερὸ γεγονός, πὼς ἀληθινοὶ Ἰσραηλίτες ἔχουν ἀπομείνει πολὺ λίγοι. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀναφώνησε μὲ χαρά, ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης! Ἐδῶ ἔχουμε ἕναν ἀληθινὸ ἄνθρωπο ἀνάμεσα σὲ ἄλλους, πονηροὺς καὶ δόλιους. Ἐδῶ ἔχουμε κάποιον ποὺ Ἰσραηλίτης δὲν εἶναι μόνον κατ’ ὄνομα, ἀλλ’ ἀληθινός. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος μποροῦσε νὰ διακρίνει ἀπὸ μακριὰ τὶς ἀμφιβολίες ποὺ διατύπωσε ὁ Ναθαναὴλ στὸν Φίλιππο γιὰ τὸν Κύριο, ὁ Κύριος ἐγκωμίασε τὸν Ναθαναήλ, τὸν ὀνόμασε ἀληθινὸ Ἰσραηλίτη, ἄδολο κι ἀπονήρευτο.
. Μήπως ὁ Κύριος ἐγκωμίασε τὸν Ναθαναήλ, γιὰ νὰ τὸν προσελκύσει κοντά Του; Ὄχι! Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν βασίζεται στὰ λόγια, μὰ στὴν καρδιὰ τὴν ἴδια. Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ γυρίσουμε στὶς σελίδες τοῦ εὐαγγελίου, γιὰ νὰ διαβάσουμε πῶς ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἄδολος κι ἀπονήρευτος ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος τὸ εἶδε στὴν καρδιά του, τὸ διάβασε ἐκεῖ. Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Χριστό, ἴσως ξαφνιάστηκαν μὲ τὰ ἐγκωμιαστικὰ λόγια Του, Ἐκεῖνος ὅμως ἄφησε τὸ χρόνο ν’ ἀποκαλύψει στοὺς ἀποστόλους τὴν ἀλήθεια τοῦ ἐπαίνου Του.
. Ὁ ἴδιος ὁ Ναθαναὴλ ξαφνιάστηκε μὲ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ «καὶ λέγει αὐτῷ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε». Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις; ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Προτοῦ σὲ φωνάξει ὁ Φίλιππος, ἐγὼ σὲ εἶδα ποὺ καθόσουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖ δὲν σ’ ἔβλεπε ἄλλο ἀνθρώπινο μάτι.
. Προσέξτε τώρα πῶς ὁ Ναθαναὴλ ἀποδείχνεται ἀμέσως ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἄδολος. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀδιάφορος. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος ἀρέσκεται στοὺς ἐπαίνους καὶ τὶς κολακεῖες. Ἂν ὁ Ναθαναὴλ ἦταν δόλιος, θὰ εἶχε μεθύσει ἀπὸ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ καὶ θ’ ἄρχιζε κι αὐτὸς νὰ τὸν ἐπαινεῖ, ἢ θ’ ἀποποιόταν τὸν ἔπαινο μὲ προφανῆ ταπεινολογία. Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸν Χριστό, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, χωρὶς νὰ δείχνει ὅτι δέχεται ἢ ὅτι ἀπορρίπτει τὸν ἔπαινο, κάνει μία ἐρώτηση μὲ σκοπὸ νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Χριστό. Πόθεν μὲ γινώσκεις; Πρώτη φορὰ συναντιόμαστε στὴ ζωή μας. Ἂν μὲ εἶχες καλέσει μὲ τ’ ὄνομά μου, ἴσως νὰ εἶχα ξαφνιαστεῖ λιγότερο, γιατί ἕνα ὄνομα μπορεῖ πιὸ εὔκολα ν’ ἀναγνωριστεῖ. Ὅμως μὲ καταπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι γνώρισες τόσο γρήγορα τὸ ὄνομα τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς συνείδησής μου – κάτι ποὺ εἶναι πολὺ καλὰ κρυμμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποὺ τὸ φανερώνει κανεὶς πολὺ προσεχτικὰ καὶ μόνο στοὺς στενοὺς φίλους του. Πόθεν μὲ γινώσκεις;
. Μὲ τὴν ἀπάντησή Του ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα δεύτερο, ἐξωτερικὸ καὶ ὁρατὸ μυστήριο. Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς, εὔκολα μπορεῖ νὰ γνωρίζει καὶ τὰ ἐξωτερικά, τὰ σωματικὰ μυστικά. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὶς κινήσεις καὶ τὶς σκέψεις τοῦ νοῦ κι ἀκούει τοὺς μυστικοὺς ψιθύρους του μέσα στὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ πολὺ εὐκολότερα νὰ δεῖ τὶς κινήσεις τοῦ σώματος καὶ ν’ ἀκούσει τὰ λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἄνθρωπου. Προτοῦ ὁ Φίλιππος πλησιάσει τὸ Ναθαναήλ, ὁ Κύριος τὸν εἶδε νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Προτοῦ ὁ Φίλιππος ἀποφασίσει γιὰ νὰ πάει νὰ συναντήσει τὸ Ναθαναήλ, ὁ Κύριος εἶχε δεῖ κι εἶχε γνωρίσει τὴν καρδιά του. Μὲ τὴ δική Του πρόνοια ὁ Φίλιππος πῆγε στὸ Ναθαναὴλ καὶ τὸν κάλεσε νά ’ρθει καὶ νὰ δεῖ. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρχει τρόπος νὰ κρυφτεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴ μεγάλη καὶ φοβερὴ παρουσία Του; Ὁ Ψαλμωδός, ἀναφερόμενος στὴ μέγιστη καὶ φοβερὴ αὐτὴ παρουσία, στρέφεται στὸν πάνσοφο Θεὸ καὶ λέει: «Σὺ ἔγνως τὴν καθέδραν μου καὶ τὴν ἔγερσίν μου, σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν… ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἐν γλώσσῃ μου. ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα· σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ᾽ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου… ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;» (Ψαλμ. ρλη΄ 2-7). Ἐσύ, Κύριε, ἀναφωνεῖ ὁ Ψαλμωδός, γνωρίζεις πότε κάθομαι καὶ πότε σηκώνομαι, Ἐσὺ γνωρίζεις τὶς σκέψεις μου πολὺ προτοῦ τὶς κάνω ἐγώ… Ἐσὺ γνωρίζεις πὼς εἶμαι εἰλικρινής, πὼς στὴ γλῶσσα μου δὲν ὑπάρχει δολιότητα. Ἐσύ, Κύριε, τὰ γνωρίζεις ὅλα, τόσο τὰ πρόσφατα ὅσο καὶ τὰ παλιά. Ἐσὺ μὲ ἔπλασες, Ἐσὺ ἔβαλες πάνω μου τὸ χέρι Σου… Ποῦ μπορῶ νὰ πάω καὶ νὰ ξεφύγω ἀπὸ Σένα; Πῶς μπορῶ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὴν ἁπανταχοῦ παρουσία Σου;
. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἱστορίας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὄχι μόνο γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, οὔτε καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασή Του μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ καὶ στοργικὴ παρουσία τοῦ πνεύματός Του. Ἦρθε στὴ γῆ, ἀλλὰ ταυτόχρονα βρισκόταν καὶ στὸν οὐρανό. Ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους, μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ παρατηροῦσε τὸ σατανᾶ νὰ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅταν συναντιόταν μὲ ἀνθρώπους, ἔβλεπε τόσο τὸ παρελθὸν ὅσο καὶ τὸ μέλλον τους. Τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων τὶς ἔβλεπε σὰν σὲ ἀνοιχτὸ βιβλίο. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐγκωμίαζαν καὶ τὸν θαύμαζαν, Ἐκεῖνος μιλοῦσε στοὺς ἀποστόλους γιὰ τὸ πάθος Του. Τὴν ὥρα τοῦ πάθους Του, μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐπικείμενη νίκη καὶ δόξα Του. Ἀτένιζε τὸ μαρμάρινο ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλ’ ἔβλεπε καὶ τὴν καταστροφή του. Συνομιλοῦσε μὲ τὸ Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, ὅπως μιλᾶμε μὲ τοὺς συγχρόνους μας. Ζοῦσε ἐγκλωβισμένος στὸ σῶμα Του, ἀλλ’ ἔβλεπε ὅλα ὅσα γίνονταν στὸν οὐρανό. Ἄκουγε τὴ συνομιλία ποὺ γινόταν ἀνάμεσα στὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ στὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἦταν δεμένος ὁ γάϊδαρος καὶ τὸ πουλάρι του κι ἔστειλε τοὺς μαθητές Του νὰ τὰ φέρουν. Ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση εἶδε τὸν ἄνθρωπο στὴν πόλη κεράμιον ὕδατος βαστάζοντα, κι ἔστειλε τοὺς μαθητές Του νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν τὴν ἐντολὴ νὰ τοῦ ἑτοιμάσει τὸ Πάσχα. Ὁ χρόνος δὲν μποροῦσε νὰ βάλει παραπέτασμα στὴν πνευματική Του ὅραση. Ἔβλεπε ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει κι ἐκεῖνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, σὰ νὰ λάβαιναν χώρα μπροστὰ στὰ μάτια Του. Τὸ διάστημα κι ἡ ἀπόσταση δὲν ἦταν ἐμπόδια γι’ Αὐτόν. Ὅτι κι ἂν γινόταν, ὁπουδήποτε στὸν κόσμο, τὸ ἔβλεπε σὰ νὰ γινόταν μπροστὰ στὰ σωματικά Του μάτια. Ὁτιδήποτε γινόταν σὲ κλειστὸ χῶρο, τό ’βλεπε σὰν συμβὰν σὲ ἀνοιχτὸ μέρος. Ἀκόμα κι ἂν κάτι λάβαινε χώρα στὸ πιὸ ἀπομονωμένο μέρος, στὴν καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου, στὰ μάτια Του ἦταν ἀνοιχτό, ὁλοφάνερο.
. Ἡ ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κι ἡ παντογνωσία Του δημιούργησαν σύγχυση στὸ Ναθαναήλ. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Πέτρο, ὅταν μάζευε τὰ δίχτυα μὲ τὴν πλούσια ψαριὰ στὴ λίμνη, μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα κι ἔπειτα ὅταν γαλήνεψε τὸν ἄνεμο καὶ τὴν καταιγίδα. Ὁ Κύριος ποὺ γνώριζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἤξερε ποιὰ ἀπὸ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις Του θὰ ἐνεργοῦσε καλύτερα καὶ ἀποτελεσματικότερα στὸ συγκεκριμένο μαθητή. Ἂν ὁ Πέτρος θαύμαζε περισσότερο τὴν κυριαρχία Του στὴ φύση, ὁ Ναθαναήλ, ὅπως εἴδαμε, ἔμεινε ἔκπληκτος μὲ τὴ διόραση καὶ τὴν παντογνωσία Του. Ὁ Κύριος τὰ γνώριζε αὐτὰ καὶ χρησιμοποιοῦσε τὴν παντογνωσία Του στὴν ὑπηρεσία τῆς θεϊκῆς Του οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Φίλιππος ἴσως μποροῦσε νὰ τὸ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς μαθητείας του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸ Ναθαναήλ, ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Φίλιππος ἦταν σίγουρος πὼς ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος Κύριος θ’ ἀποκαλύπτονταν στὸ Ναθαναὴλ μὲ τὸν πιὸ κατάλληλο τρόπο, ποὺ ἅρμοζε στὸ χαρακτήρα καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία του. Εἶχε ἴσως κάποιο ἀμυδρὸ προαίσθημα ἐκείνου ποὺ ἀργότερα διαπίστωσε καθαρά. Κι αὐτὸ ἦταν τὰ θαυμαστὰ μυστήρια ποὺ κρύβονταν μέσα στὸ εὐαίσθητο ἀνθρώπινο στῆθος τοῦ Κυρίου Του. Καὶ πραγματικά, τὰ μυστήρια ποὺ ἦταν κρυμμένα στὸ στῆθος τοῦ Θεανθρώπου ἦταν εὐρύτερα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μακρύτερα ἀπὸ τὸ χρόνο. Ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς ἔστω καὶ τὸ ἕνα χιλιοστὸ ἀπὸ τὶς δυνάμεις καὶ τὰ μυστήρια ποὺ ἦταν κρυμμένα μέσα Του; Σίγουρα ὄχι. Ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν μυστηρίων Του παρέμεινε μυστική, ἄγνωστη στὸν ἄνθρωπο, γιὰ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στοὺς ἁγίους στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Μέσα Του εἶχε τόση δύναμη, ὥστε δὲν χρειαζόταν νὰ καταβάλει καμιὰ προσπάθεια γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Μᾶλλον συγκρατοῦνταν, γιὰ νὰ μὴν κάνει πάρα πολλά. Εἶπε, ἀποκάλυψε καὶ ἔκανε μόνο ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας, χωρὶς νὰ πιέσει ἢ ν’ ἀσκήσει κάποια δύναμη στὴ θέλησή μας. Ὅλα στηρίζονταν στὴν ἐλεύθερη βούληση κι ἀπόφασή μας.
. Ἂς παρακολουθήσουμε ὅμως τὸν Ναθαναήλ, πῶς ἀπάντησε στὸν Κύριο: «ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ἰωάν. α΄ 50). Δάσκαλε, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ. Κι αὐτὸ τὸ ὁμολόγησαν τὰ ἴδια χείλη ποὺ λίγο νωρίτερα εἶχαν πεῖ στὸ Φίλιππο: ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;
. Τί θαυμαστὴ ἀλλοίωση! Τί ξαφνικὸ ξέσπασμα χαρᾶς! Ἄχ, ἀδελφοί μου! Πόσο μέγιστη, πόσο θαυμαστὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ τὸ περιγράψουν αὐτό, οὔτε χέρια νὰ τὸ ἀποτυπώσουν σὲ χαρτί. Μόνο καρδιὲς ὑπάρχουν ἱκανὲς γιὰ νὰ τὸ νιώσουν, νὰ εὐφρανθοῦν ὅπως ἡ πρωινὴ δροσιὰ στὴν πρώτη συνάντησή της μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Δὲν εἶναι ἀρκετὸς καὶ πειστικὸς ὁ λόγος αὐτός, γιὰ νὰ ἐνανθρωπήσει ὁ Κύριος, νὰ φορέσει ἀνθρώπινη σάρκα καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἀδύναμος ἄνθρωπος, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει τὴν παρουσία Του, ἂν εἶχε ἐμφανιστεῖ ὡς πύρινος ἄγγελος; Ἢ ἀκόμα, ἂν εἶχε παρουσιαστεῖ ὡς Θεός, μὲ τὴν αἰώνια δύναμη καὶ δόξα Του, χωρὶς νὰ καλύπτεται μὲ ἀνθρώπινη σάρκα, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀτενίσει καὶ νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀκούσει τὴ φωνή Του, χωρὶς νὰ μετατραπεῖ σὲ πηλό; Καὶ μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τῆς ἀνάσας Του, ἡ γῆ ὁλόκληρη δὲν θὰ ἐξατμιζόταν; Δεῖτε μόνο τὴ δύναμη τῆς ἁπλῆς παρουσίας Του. Σὲ μία στιγμὴ ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοιώνονται. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ λίγες στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὴ συνομιλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ναθαναήλ, πὼς ὁ τελευταῖος θὰ ὁμολογοῦσε ὅτι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἦταν Διδάσκαλος, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ; Ἂν ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ναθαναὴλ εἶχε σκεφτεῖ πὼς ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν κάποιος ἐπίγειος βασιλιάς, ὅπως ἦταν ἡ κοινὴ ἀντίληψη τότε γιὰ τὸ Μεσσία, τὸ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ἀμέσως, ἡ ὁμολογία αὐτὴ γιὰ ἕναν ἀρχάριο ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἀρκετή. Ὁ Ναθαναὴλ τὸν ἀποκάλεσε ἐπίσης Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μ’ αὐτὸ τοποθέτησε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ πολὺ ψηλότερα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἤθελε ἡ κοινὴ ἀντίληψη, ὡς ἕνα συνηθισμένο ἐπίγειο βασιλιὰ στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ.
. «Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει· καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾽ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεωγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. α΄ 51, 52). Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: Ἐπειδή σοῦ εἶπα πῶς σὲ εἶδα νὰ κάθεσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, πιστεύεις; Θὰ δεῖς πολὺ περισσότερα ἀπ’ αὐτά. Καὶ στὴ συνέχεια εἶπε: Ἀλήθεια σᾶς λέω, πὼς ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γιὸ τοῦ ἀνθρώπου.
. Ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στὸν Ναθαναὴλ μόνο ἕνα μικρὸ μυστήριο γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, μὲ τὸ νὰ τοῦ πεῖ πὼς τὸν εἶδε κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Αὐτὴ ἡ διόραση, ποὺ κάλυπτε μία πολὺ μικρὴ ἀπόσταση, εἶναι σὰν μία πολὺ μικρὴ ἀκτίνα σὲ σχέση μὲ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ ἁπλώνεται πάνω στὴ γῆ. Ὁ Ναθαναὴλ ποὺ εἶχε ἁγνὴ ψυχή, βρῆκε πὼς τὸ λίγο αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέψει. Οἱ ἀκάθαρτοι καὶ ἔνοχοι φαρισαῖοι καὶ γραμματεῖς εἶδαν τὸν Κύριο νὰ θεραπεύει λεπρούς, νὰ δίνει τὸ φῶς σὲ τυφλούς, ν’ ἀνασταίνει νεκρούς. Κι ὅμως, ὅλ’ αὐτὰ δὲν ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ πιστέψουν. Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως ἦταν ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, γνήσιος. Καὶ μόλις εἶδε μία μικρὴ ἀκτίνα ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ δύναμή Του, ἀμέσως πίστεψε κι ὁμολόγησε. «Θὰ δεῖς πολὺ περισσότερα ἀπ’ αὐτά», τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος. Τί θά ’βλεπε; Ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς κι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γιὸ τοῦ ἄνθρωπου. Ὁ Κύριος τὰ εἶπε αὐτὰ στὸ Ναθαναήλ, μὰ ἡ ὑπόσχεσή Του ἰσχύει γιὰ ὅλους. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν», εἶπε, ὄχι «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία πὼς θὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴν τονίζει μὲ τὴν ἐπανάληψη τῆς λέξης ἀμήν. Ἀμὴν ἀμήν, δηλαδὴ «ἀλήθεια σᾶς λέω, σᾶς διαβεβαιῶ».
* * *
. Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ὑπηρετοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν Κύριο. Κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀνέβαιναν ξανά. Ἄγγελος ἐμφανίστηκε στὸ Ζαχαρία, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴ γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ. Ἄγγελος ἐμφανίστηκε στὴν πάναγνη Παρθένο, γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλει τὸ μέγα μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου. Οἱ οὐρανοὶ ἀνοίχτηκαν στοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεὲμ κι οἱ ἄγγελοι κατέβαιναν κι αἰνοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ τὴν «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἄγγελοι κατέβηκαν, γιὰ νὰ πληροφορήσουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μάγους τῆς ἀνατολῆς. Ὅταν ὁ Κύριος ἀντιμετώπισε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ στὴν ἔρημο, μετὰ κατέβηκαν ἄγγελοι καὶ τὸν διακονοῦσαν. Τὸν καιρὸ τοῦ πάθους, πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό Του, ἄγγελος τὸν ὑπηρετοῦσε καὶ τὸν ἐνίσχυε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὅταν ἀναστήθηκε, ἄγγελοι κατέβηκαν στὸν τάφο Του. Στὴν ἀνάληψή Του ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, δύο ἄγγελοι ντυμένοι στὰ λευκὰ ἐμφανίστηκαν στοὺς ἀποστόλους. Μετὰ τὴν ἀνάληψή Του ἄγγελοι ἐμφανίζονταν στοὺς ἀποστόλους Του κι ἀργότερα σὲ πολλοὺς δίκαιους, ὁσίους καὶ μάρτυρες. Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος δὲν εἶδε ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς; Δὲν ἀνέβηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὣς τὸν τρίτο οὐρανό; Στὸν ἀπόστολο κι εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη δὲν ἀποκαλύφτηκαν ἀμέτρητα θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ ἀφοροῦν τόσο τὴν παροῦσα ζωὴ ὅσο καὶ τὴ μέλλουσα; Ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας, ἄγγελοι ἐμφανίζονται σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἁγνὴ καρδιά, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ μετανοοῦντες, ἀφοῦ συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες τους, εἶδαν ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς.
. Ὦ, πόσες φορές, ἀμέτρητες ὣς τὰ σήμερα, δὲν ἐπαληθεύθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ τοὺς ἀνοιγμένους οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν! Ὁ Κύριος κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀνοιγμένους οὐρανούς. Πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μόνο λίγοι προφῆτες κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς. Μετὰ τὴν ἔλευσή Του ὅμως ἀναδείχτηκε πλῆθος ὁλόκληρο ἀπὸ οὐρανοφάντορες, ποὺ μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση ἔφταναν στὸν οὐρανὸ καὶ κατέβαιναν μαζὶ μὲ τὶς ἀγγελικές, τὶς οὐράνιες δυνάμεις.
. Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ μόνοι τους εἶναι ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὸ οὐρανό. Αὐτοὶ κοιτάζουν, ἀλλὰ δὲν βλέπουν, ἀκοῦνε χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν (πρβλ. Ματθ. ιγ΄ 13). Ὁ Χριστὸς ἀποκατέστησε τὴν ὅραση ὄχι μόνο στοὺς λίγους ἐκείνους ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνταν τὴ φυσικὴ ὅραση, ἀλλὰ σὲ ἑκατομμύρια ἄλλους ποὺ ἦταν πνευματικὰ τυφλοί. Κι οἱ τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς τους κι εἶδαν καὶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνοιγμένους. Τί ἄλλο σημαίνουν οἱ ἀνοιγμένοι οὐρανοί, παρὰ τὴν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ τῶν μυριάδων ἀγγέλων Του; Κι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ τί ἄλλο ἐμπνέει στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀκάθαρτους, ἐκτὸς ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο; Καὶ τί ἄλλο σημαίνει ἡ παρουσία Του στοὺς ἁγνοὺς καὶ τοὺς δίκαιους, παρὰ ζωὴ καὶ χαρά;
. Ἡ μεγάλη καὶ φοβερὴ αὐτὴ παρουσία πρὸς τὸ παρὸν εἶναι κρυμμένη ἀπό μας. Τὴν κρύβει τὸ παραπέτασμα τῆς σάρκας μας. Σύντομα ὅμως, πολὺ σύντομα, τὸ παραπέτασμα αὐτὸ θὰ τὸ ἀπορρίψουμε, θὰ τὸ ἀποβάλουμε. Καὶ τότε θὰ βρεθοῦμε ὁλόκληροι μπροστὰ στοὺς ἀνοιγμένους οὐρανούς. Ἐκεῖνοι ἀπὸ μᾶς ποὺ βρίσκονται σὲ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἁγνοί, θὰ βρεθοῦν στὴν αἰώνια καὶ ζωοπάροχη παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Οἱ ἀμετανόητοι, οἱ βλάσφημοι κι οἱ ἀκάθαρτοι θὰ βυθιστοῦν στὴν αἰώνια ἀπουσία Του, στὸ ἀτέλειωτο σκοτάδι καὶ τὰ βάσανα.
. Ἂς πλησιάσουμε λοιπὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ἀγαπάει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι ὅσο ἀκόμα οἱ μέρες μας δὲν ἔχουν μετρηθεῖ, ἂς ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομά Του, πὼς εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ ὄνομα. Ἂς κραυγάσουμε γιὰ βοήθεια, ἂς ζητήσουμε τὴ μόνη βοήθεια ποὺ εἶναι πρόθυμη, παντοτινή, σωστική. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς, σῶσε μας! Σὲ Σένα πρέπει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ.: agiosthomas.gr
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ OΡΘΟΔΟΞΙΑΣ-1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 16 Μάρτιος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἰωάν. α΄ 43-51)
[Α´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Καιρὸς Μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ – Ὁμιλίες Β´»,
Μετάφρ. – ἐπιμ. Πέτρου Μπότση,
Ἀθήνα 2012, σελ. 101-126
. Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Πόσο μεγάλη καὶ πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ!
. Οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις στέκονται μπροστά Του μὲ φόβο καὶ τρόμο. Τὰ σεραφεὶμ κρύβουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τὶς φτεροῦγες τους μπροστὰ στὸ ἀστραφτερὸ φῶς καὶ τὸ ἀνέκφραστο κάλλος τῆς παρουσίας Του.
. Πόσο λαμπρὸς εἶναι ὁ ἥλιος! Πόσο ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ ἔναστρο στερέωμα! Πόσο δυνατὸς εἶναι ὁ ταραγμένος ὠκεανός! Πόσο μεγαλόπρεπα εἶναι τὰ γιγαντιαῖα βουνά! Πόσο φοβερὰ εἶναι τὰ κεραυνοφόρα σύννεφα καὶ τὰ πύρινα ἡφαίστεια! Πόσο εὐχάριστες εἶναι οἱ ἀνθοφορημένες κοιλάδες μὲ τὶς χιλιάδες πηγὲς καὶ τὰ διάσπαρτα λευκὰ κοπάδια τους. Κι ὅλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔργα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ τὸν ἀθάνατο Δημιουργό. Κι ἂν ἡ κτίση εἶναι τόσο ὄμορφη, πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ Δημιουργός;
. Ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μὲ δέος, χαρὰ ἢ δάκρυα μπροστὰ στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, πῶς πρέπει νὰ νιώθει μπροστὰ στὸν παντοδύναμο καὶ ζῶντα Δημιουργό;
. Πῶς μπορεῖ ἕνα θνητὸ ὂν νὰ σταθεῖ κοντὰ στὸν ἀθάνατο Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖ, νὰ μὴ διαλυθεῖ; Ποιό θνητὸ ὂν μπορεῖ νὰ κοιτάξει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ; Ἂν εἶναι φοβερὸ τὸ νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, πόσο φοβερότερο εἶναι νὰ βρεθεῖς ἐνώπιον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ; Περιγράφοντας τὸ δράμα τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ὁ προφήτης Δανιὴλ λέει: «…οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθορὰν» (Δαν. ι´ 8). Δὲν ἔμεινε μέσα μου καμιὰ δύναμη, ἡ δόξα μου ἀλλοιώθηκε κι ἔγινε φθαρτή. Ἀκόμα κι ὁ πιὸ δυνατὸς ἄνθρωπος νιώθει ἀδύναμος, ὁ πιὸ ὄμορφος μοιάζει ἄσχημος μπροστὰ στὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει «τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρὸς» (Δαν. ι΄ 6).
. Τὸ σῶμα τοῦ ἀγγέλου, λέει ὁ προφήτης, μοιάζει μὲ τὴ βήρυλλο, τὸ πρόσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὰ μάτια του ἦταν σὰν πύρινα φῶτα. Τὸ θαυμαστὸ πρωινὸ ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν», «ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροὶ» (Ματθ. κη΄ 2-4). Καὶ ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, λέει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής· κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε κοντὰ στὸ μνημεῖο, κύλισε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο καὶ κάθισε πάνω της. Ἡ μορφὴ τοῦ ἀγγέλου ἔμοιαζε μὲ ἀστραπή, ἐνῶ τὰ ροῦχα του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Καὶ σὰν τὸν εἶδαν οἱ φρουροὶ συγκλονίστηκαν ἀπὸ τὸν φόβο τους κι ἔγιναν σὰν νεκροί.
. Αὐτὰ τ’ ἀποτελέσματα δημιουργεῖ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Βασιλιᾶ. Ἡ θέα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασιλιᾶ τότε;
. Οἱ μόνοι ποὺ γνωρίζουν, ποὺ ἡ γνώση αὐτὴ ἔχει μείνει διὰ παντὸς ἀνεξάλειπτη στὴ μνήμη τους, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κοντά τους τοὺς πανένδοξους αὐτοὺς ἀγγέλους. Ἡ γνώση αὐτὴ ποὺ δόθηκε στοὺς προφῆτες μὲ τὴ μορφὴ ὁραμάτων, τοὺς μεταμόρφωσε καὶ τοὺς ἔκανε ταπεινοὺς καὶ πράους μπροστὰ στὸν οὐράνιο κόσμο, μὰ ἀποφασιστικοὺς καὶ πύρινους πρὸς τοὺς τυφλοὺς κι ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος προσευχήθηκε μία φορὰ στὸν Θεό, ὥστε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ ποὺ εἶχε μαζί του καὶ νὰ δεῖ ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε ὁ ἴδιος ὁ προφήτης. Κι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου προφήτη κι ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ, ποὺ εἶδε «καὶ ἰδοὺ τὸ ὄρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς περικύκλῳ Ἐλισαιὲ» (Δ΄ Βασ. ϛ΄ 17).
. Τότε πῶς θὰ ἦταν καὶ μὲ τί θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιάσει κανεὶς τὸ δράμα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασιλιᾶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ἕνα τόσο φοβερὸ καὶ πανένδοξο ὅραμα; Ὅταν ὁ μέγας προφήτης Ἡσαΐας ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ ὅραμα αὐτό, ἀναφώνησε μὲ φόβο καὶ θαυμασμό: «Ὦ, τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου» (Ἡσ. ϛ΄ 5). Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Εἶμαι ἄνθρωπος μὲ ἀκάθαρτα χείλη, ποὺ ζῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους μὲ ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, καὶ ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν Κύριο καὶ Θεό, τὸν βασιλιὰ τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
. Οἱ εὐλογημένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι θὰ γνώριζαν πὼς ὁ Βασιλιάς, ὁ Κύριος, τοὺς ἔχει πάντα στὸ βλέμμα Του – ὁ ἴδιος θαυμαστὸς καὶ ἀναλλοίωτος Κύριος καὶ Θεός, ποὺ ὁ Ἠσαΐας εἶδε μὲ μία φευγαλέα ματιὰ καὶ γέμισε μὲ φόβο καὶ δέος. Καὶ μ’ αὐτὴ τὴ γνώση ὁ νοῦς τους δὲν θὰ ὑποχωροῦσε τότε σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ἁμαρτίας ἢ ἀκαθαρσίας. Εἴτε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν Θεὸ εἴτε ὄχι, ὁ Θεὸς τὸν βλέπει. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ βλάσφημο ν’ ἀνατριχιάζει καὶ νὰ φρίττει; Καὶ γιὰ τὸν χριστιανό, δὲν εἶναι αὐτὸ μία παρηγοριὰ στὰ βάσανά Του;
. Ὄχι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μᾶς βλέπει καὶ παρατηρεῖ τὴ ζωή μας κάθε στιγμή, ἀλλὰ κι ὁλόκληρος ὁ χορὸς τῶν οὐρανίων δυνάμεων, οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἅγιοι μαζί. Ἑκατομμύρια μάτια μᾶς βλέπουν σὰ νά ’ταν μ’ ἕνα μάτι. Ἑκατομμύρια καλὲς ἐπιθυμίες μᾶς συνοδεύουν στὸ σκοτεινὸ κι ἀγκάθινο δρόμο τῆς ζωῆς μας. Κι ἑκατομμύρια χέρια ἁπλώνονται γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴ βοήθειά τους, σὰν ἕνα χέρι ὅλα μαζί.
. Ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει τὴ θαυμαστὴ καὶ φοβερή, τὴν ἀγαπητὴ αὐτὴ πραγματικότητα στοὺς πιστούς, μὲ τὴ βοήθεια τῶν εἰκόνων, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀόρατο κόσμο τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Τοὺς θυμίζει τὴ διαρκῆ παρουσία τῶν δυνάμεων αὐτῶν στὸν κόσμο. Ὅταν προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα, δὲν σημαίνει ὅτι λατρεύουμε τὸ ξύλο ἢ τὰ χρώματα τῆς ζωγραφιᾶς, ἀλλὰ τὶς οὐράνιες δυνάμεις ποὺ ἀπεικονίζονται σ’ αὐτὲς καὶ ποὺ εἶναι ζωντανὲς καὶ παροῦσες. Ὅταν στεκόμαστε μπροστὰ στὶς εἰκόνες μὲ φόβο Θεοῦ, τὸν ἴδιο αὐτὸ φόβο νιώθουμε καὶ ἀποδίδουμε πρὸς τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Ὅταν αἰσθανόμαστε παρηγοριὰ καὶ χαρὰ ἀπὸ τὶς εἰκόνες, στὴν πραγματικότητα δεχόμαστε τὴ χαρὰ αὐτὴ ἀπὸ τὶς οὐράνιες δυνάμεις ποὺ ἀπεικονίζονται σ’ αὐτές. Μόνο οἱ ἀνόητοι κι αὐτοὶ ποὺ κατέχονται ἀπὸ δαιμονικὲς δυνάμεις βλέπουν εἰδωλολατρία στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ποιός ἔχει ἀνοίξει πόλεμο ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἂν ὄχι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ποιᾶς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ θυσιάστηκαν κατὰ ἑκατομμύρια στὸ νικηφόρο αὐτὸ πόλεμο; Ποιός ἄλλος ἀφάνισε τὴν εἰδωλολατρία; Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν μία Ἐκκλησία ποὺ ἀφάνισε τὴν εἰδωλολατρία νὰ γίνει εἰδωλολατρική;
. Τὴ μομφὴ αὐτὴ τὴν σκάρωσαν ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας οἱ ἄνομοι αἱρετικοί, ποὺ οἱ σκέψεις τους λειτουργοῦσαν σαρκικά, ὄχι πνευματικά. Μὲ τὸ σκοτισμένο νοῦ τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Ἦταν ἀνίκανοι νὰ τὰ βγάλουν πέρα μὲ τὰ σφαλερὰ ἐπιχειρήματά τους κι ἔτσι ἔστρεψαν τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος ἐνάντια στὶς εἰκόνες καὶ κείνους ποὺ τὶς προσκυνοῦσαν. Ἔκαψαν τὶς εἰκόνες στὴ φωτιὰ καὶ σκότωσαν τοὺς πραγματικοὺς πιστοὺς μὲ τὸ ξίφος τους. Ὅμως τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος τῶν αἱρετικῶν. Ἔτσι τελικὰ οἱ αἱρετικοὶ κατατροπώθηκαν, ἐνῶ οἱ εἰκόνες ἔμειναν γιὰ νὰ στολίζουν τὰ τέμπλα καὶ νὰ θυμίζουν στοὺς πιστοὺς τὴ φοβερὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν.
. Γιὰ ἀνάμνηση τῆς νίκης ἐνάντια στοὺς εἰκονοκλάστες καὶ τῆς θριαμβευτικῆς ἀποκατάστασης τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων τὴν ἐποχὴ τοῦ πατριάρχη Μεθοδίου, τῆς εὐσεβοῦς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας καὶ τοῦ γιοῦ της Μιχαήλ, οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες μας ὅρισαν τὴν πρώτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ γεγονὸς αὐτό. Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὸ θρίαμβο τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἐνάντια στοὺς αἱρετικούς, ποὺ θέλησαν νὰ ἐμποδίσουν τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, ὅπως ἔκαναν κι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου τούτου.
. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες διάλεξαν νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στὸ Ναθαναήλ, στὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὸν Χριστό, προτοῦ τὸν γνωρίσει, καθὼς καὶ τὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μαζί Του μετὰ τὴ συνάντησή τους. Θέλησαν ἔτσι νὰ δείξουν πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅταν προβάλει κανεὶς τὶς ἀμφισβητήσεις του γιὰ τὴν πίστη, καθὼς καὶ τὴ θαυμαστὴ δύναμη τῆς παρουσίας Του αὐτῆς.
* * *
. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου» (Ἰωάν. α΄ 44-45). Μετὰ τὴ βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη ὁ Κύριος Ἰησοῦς πῆγε στὴ Γαλιλαία, ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὸ ἔργο Του. Τὰ σκουριασμένα μυαλὰ τῶν Ἰουδαίων δὲν ἄξιζαν γιὰ ν’ ἀρχίσει ἀπ’ αὐτοὺς τὸ ἔργο Του ὁ Κύριος. Ἡ Ἰουδαία, ὅπου ἀνῆκε κι ἡ Ἱερουσαλήμ, μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ σαρκικὴ φύση της, εἶχε πέσει πολὺ πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὶς εἰδωλολατρικὲς ἐπαρχίες. Ἡ Γαλιλαία ἦταν εἰδωλολατρική. Ἐκεῖ εἶχαν κατοικήσει κυρίως Ἕλληνες, Ρωμαῖοι καὶ Σύροι καὶ ἐλάχιστοι σκόρπιοι Ἑβραῖοι. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἰουδαίας περιφρονοῦσαν τὴ Γαλιλαία ἐπειδὴ τὴν κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες, τὴν λογάριαζαν τόπο πνευματικοῦ σκότους καὶ ἄγνοιας.
. Σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τόπο ἦταν νὰ λάμψει καὶ ν’ ἀποκαλυφθεῖ ἕνα λαμπρὸ φῶς, ὅπως τὸ ἀναφέρουν καὶ τὰ προφητικὰ λόγια: «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν… ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾽ ὑμᾶς» (Ἡσ. θ΄ 1-2). Ἐσύ, Γαλιλαία, ποὺ σὲ κατοικοῦν διάφορα ἔθνη εἰδωλολατρικά… ἐσὺ λαὲ τῆς Γαλιλαίας ποὺ περπατᾶς μέσα στὸ σκοτάδι, θὰ δεῖς ἕνα φῶς μεγάλο. Ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, θὰ δεῖτε ν’ ἀστράφτει κοντά σας ἕνα τεράστιο κι ἐκτυφλωτικὸ φῶς.
. Μὲ τὸ νὰ πεῖ τὰ πρῶτα Του λόγια στὴ Γαλιλαία, ἕναν τόπο ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ μικτὴ καταγωγή, ὁ Κύριος ἔκανε σαφὲς πὼς τὸ κήρυγμά Του ἀπευθυνόταν σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Μὲ τὸ ν’ ἀποκαλύψει τὸν Ἑαυτό Του πρῶτα σ’ αὐτὴν τὴ σκοτεινὴ κι ἄγνωστη γωνιὰ τῆς Παλαιστίνης, φανέρωνε τόσο τὴν ταπείνωσή Του, ὅσο καὶ τὴν καταδίκη Του ἐνάντια στὴν ἀνόητη καὶ σκοτισμένη ἀλαζονεία, καθὼς καὶ στὴ διαφθορὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
. Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε πρῶτος τὸν Σωτήρα χωρὶς νὰ κληθεῖ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης (α΄ 35 καὶ ἑξ.). Ἔπειτα ὁ Ἀνδρέας τοῦ παρουσίασε τὸν ἀδελφό του Πέτρο, ἐνῶ στὸν Φίλιππο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀκολούθει μοι». Τὸ ὅτι ὁ Φίλιππος ἀνταποκρίθηκε στὴν κλήση τοῦ Κυρίου αὐθόρμητα καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀμέσως μετά, γεμάτος ζῆλο γιὰ τὸν Χριστό, ἄρχισε νὰ μιλάει σὲ ἄλλους καὶ νὰ τοὺς φέρνει στὸν Κύριο.
. Ἡ ἄμεση ἀπόφαση τοῦ Φίλιππου ν’ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, ἂν ὑποθέσουμε πὼς πρωτύτερα θὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς γείτονές του Ἀνδρέα καὶ Πέτρο, ἀφοῦ ὅλοι τους κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλους στὴν πατρίδα τους. Τὸ πιὸ πιθανὸ ὅμως εἶναι πὼς στὴν ἀπόφασή του νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα, νὰ τοὺς ξεχάσει ὅλους καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, σπουδαῖο ρόλο θὰ ἔπαιξε ἡ προσωπικότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ποὺ μαγνήτιζε. Ἡ δυναμικὴ προσωπικότητα τοῦ Κυρίου ἐντυπωσίασε τόσο πολὺ τὸν Φίλιππο ὥστε, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀρκέστηκε ν’ ἀκολουθήσει μόνος αὐτὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ ξεκίνησε ἀμέσως τὴν ἀποστολικὴ διακονία του κι ἔφερε ἄλλους στὸν Χριστό, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια.
. «Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρὲτ» (Ἰωάν. α΄ 46). Μόλις ὁ Φίλιππος συνάντησε τὸ Ναθαναήλ, τοῦ λέει: Βρήκαμε τὸν Ἰησοῦ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν ὁ Μωυσῆς στὸ νόμο κι οἱ προφῆτες.
. Πόσο ἁπλὰ μίλησε ὁ Φίλιππος! Ὁ Φίλιππος κι ὁ Ναθαναὴλ εἶναι δύο φλογερὲς ψυχὲς καὶ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Ὁ Φίλιππος δὲν εἶπε «βρήκαμε τὸ Μεσσία ποὺ περιμέναμε» ἢ τὸν «γιὸ τοῦ Δαβὶδ» ἢ «τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραὴλ» ἢ «τὸν Χριστό, τὸν Κύριο». Τόνισε στὸ Ναθαναὴλ μόνο πὼς βρῆκαν Ἐκεῖνον γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔγραψαν οἱ προφῆτες κι ὁ Μωυσῆς. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς μιλάει μία ψυχὴ ποὺ πλημμυρίζει ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ χαρά. Τὰ βαθιὰ αἰσθήματα ποὺ νιώθει δὲν χρειάζεται νὰ ψάξει νὰ βρεῖ λέξεις γιὰ νὰ τὰ διατυπώσει. Τὰ λόγια βγαίνουν ἀπὸ μόνα τους, αὐθόρμητα, ἁπλά, καμιὰ φορὰ κι ἁπλοϊκά, σίγουρα πὼς ἡ δύναμή τους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τ’ ἁπλούστερα λόγια. Τ’ ἀδύναμα κι ἀπατηλὰ αἰσθήματα χρειάζονται ἀσημένιες τρομπέτες, δυνατὰ καὶ πομπώδη λόγια, γιὰ νὰ φανοῦν πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ ἀληθινὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ὁ Φίλιππος κι ὁ Ναθαναὴλ θὰ πρέπει νὰ εἶχαν συζητήσει πολλὲς φορὲς γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆτες καὶ τὸν ἀνέμεναν γενεὲς γενεῶν. Αὐτὸ ἦταν ἀγαπητὸ καὶ κοινὸ θέμα συζητήσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀληθινοὺς Ἰσραηλίτες, ἀνάμεσα στὶς διψασμένες κι ἁγνὲς ψυχές.
. «Εὑρήκαμεν Ἰησοῦν», εἶπε ὁ Φίλιππος. Βρήκαμε Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἐμφανίστηκε σὰν ἀστραπὴ ποὺ ξεσπάει μέσα ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ κάνει τὴ γῆ νὰ τρέμει, οὔτε καὶ ἔπεσε ξαφνικὰ στὴ γῆ σὰν μετεωρίτης, οὔτε ἀνέβηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου παρατηροῦσαν οἱ κοντόφθαλμοι φαρισαῖοι κι οἱ ἀνόητοι γραμματεῖς, καθὼς κι ἄλλοι ποὺ περίμεναν τὸν Μεσσία. Μεγάλωσε κι ἔζησε ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια στὴ Γαλιλαία, ἀνάμεσά μας, μὰ δὲν τὸν γνωρίσαμε. Μεγάλωσε σὰν ὑγιὲς κλαδάκι ἀμπέλου ποὺ ξεφύτρωσε σὲ ἄγριο κορμό, μὰ ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ἀναγνωρίσεις, ὡσότου ἀναπτυχθεῖ κι ἀρχίσει ν’ ἀποδίδει καρπούς. Ἦταν σὰν θησαυρὸς κρυμμένος στὴ γῆ. Σκάφτηκε ἡ γῆ κι ὁ θησαυρὸς ἔλαμψε. Δὲν βάδισε καμαρωτός, δὲν φρόντισε νὰ ἐντυπωσιάσει. Ἐμεῖς τὸν εἴδαμε καὶ τὸν γνωρίσαμε ταπεινὸ σὰν ἀρνί, καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο, γλυκὸ σὰν τὴν ἄνοιξη καὶ δυνατὸ σὰν Θεό.
. Κατάγεται ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, εἶναι γιὸς τοῦ Ἰωσήφ. Ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίζει ὅλα τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Φίλιππος περιέγραψε στὸ Ναθαναὴλ τὸν Ἰησοῦ; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐπαναλάβει ὁλόκληρη τὴ συνομιλία τους; Ὁ εὐαγγελιστὴς καταγράφει μὲ συντομία μόνο τὰ πιὸ ἀξιόλογα στοιχεῖα. Κι ὅλα ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τὸν Φίλιππο ὁ Ναθαναήλ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὸν χαροποίησαν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ποὺ τὸν δυσκόλευε, τοῦ ’φερνε σύγχυση καὶ ὑπονόμευε τὴν πίστη του. Πῶς ἦταν δυνατὸ ὁ Μεσσίας νὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Ὁ Φίλιππος εἶπε πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἴσως ἐπειδὴ ἀκόμα κι ὁ ἴδιος δὲν γνώριζε τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς σύλληψής Του ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἴσως ἀκόμα ἐπειδὴ ἤθελε ἡ εἴδησή του νὰ γίνει ὅσο γίνεται πιὸ σύντομη καὶ κατανοητὴ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τώρα ὁδηγοῦνταν βῆμα-βῆμα στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται πὼς ἐδῶ ὁ Φίλιππος λειτουργοῦσε κιόλας σὰν ἱεραπόστολος, μὲ τὸν ἀποστολικὸ τρόπο ποὺ ἐξήγησε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α΄ Κορ. θ΄ 22). Κοντὰ στοὺς ἀρρώστους κι ἀδυνάμους στὴν πίστη, ἔγινα κι ἐγὼ ἄρρωστος, γιὰ νὰ τοὺς κερδίσω. Σὲ ὅλους ἔγινα τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδίσω ὅσο γίνεται περισσότερους. Ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἀκόμα ἀδύναμος, ἀκατήχητος, δὲν εἶχε φωτιστεῖ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος τὸν προσέγγισε σὰν ἀδύναμο, προσεκτικά.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ -2
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-3 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Μπορεῖ ἆραγε νὰ δεχτεῖ στὴ βασιλεία Του ἐκείνους ποὺ ἔβγαζαν τὴ βασιλεία αὐτὴ ἀπὸ τὴ ζωή τους;»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 3 Μάρτιος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
[Γ´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Καιρὸς Μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ – Ὁμιλίες Β´»,
Μετάφρ. – ἐπιμ. Πέτρου Μπότση,
Ἀθήνα 2012, σελ. 53-78
Μέρος Α´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Τὰ χειρότερα δὲν ἦρθαν ἀκόμα, μὰ ἔρχονται γρήγορα»
Μέρος Β´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Ἂν ἡ καρδιά μας εἶναι γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ κι εὐγενικὸ πράγμα ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ τὴν ντύσουμε, εἶναι σὰν νὰ ντύσαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας»
. Σὲ κείνους ποὺ θὰ βρεθοῦν ἀριστερά Του θὰ πεῖ ὁ Κριτής: «πορεύεσθε ἂπ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. κε´ 41). Φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα ἐσεῖς οἱ καταραμένοι, πηγαίνετε στὸ αἰώνιο πῦρ ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του. Ὁ Κριτὴς εἶναι φοβερός, ἀλλὰ δίκαιος. Ὁ Βασιλιὰς καλεῖ τοὺς δικαίους κοντά Του καὶ τοὺς δίνει τὴ βασιλεία Του, ἐνῶ ἀπομακρύνει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς στέλνει στὸ αἰώνιο πῦρ, στὴν πονηρὴ συντροφιὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὑπηρετῶν του. Στὸ ἔργο τοῦ «Περὶ Τελικῆς Κρίσεως» ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: «Ἂν ὑπάρχει κάποιο τέλος στὰ αἰώνια βάσανα, σημαίνει πὼς ὑπάρχει τέλος στὴν αἰώνια ζωή. Καθὼς ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστεῖς τὸ τέλος τῆς αἰώνιας ζωῆς, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφτεῖς ὅτι θὰ ὑπάρξει τέλος στὰ αἰώνια βάσανα;»
. Κάτι ὅμως δὲν λέει ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ὅτι τὸ αἰώνιο πῦρ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ὅπως κι ἡ βασιλεία Του γιὰ τοὺς δικαίους. Τί σημαίνει αὐτό; Εἶναι πεντακάθαρο πὼς ὁ Κύριος ἑτοίμασε τὰ αἰώνιο πῦρ μόνο γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του, ἐνῶ τὴ βασιλεία Του τὴν ἑτοίμασε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ὁ Θεὸς θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α´ Τιμ. β´ 4), νὰ μὴ χαθεῖ κανένας. Ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ κολαστοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ σωθοῦν. Οὔτε καὶ ἑτοίμασε προκαταβολικὰ γι᾽ αὐτοὺς τὴ φωτιὰ τῆς κόλασης ἀλλὰ τὴ βασιλεία Του, μόνο αὐτή. Ἀπὸ αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια πὼς ἐκεῖνοι ποὺ λένε γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ὅτι «εἶναι προορισμένος νὰ γίνει ἁμαρτωλός», ἔχουν λαθεμένη ἀντίληψη. Ἂν πραγματικὰ εἶναι προορισμένος ἁμαρτωλός, αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅτι αὐτὸ δὲν ἔχει προοριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἑτοίμασε προκαταβολικὰ κανένα εἶδος βασάνων γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ διάβολο. Ἑπομένως στὴν Τελικὴ Κρίση ὁ δίκαιος κριτὴς δὲν θὰ ἔχει τόπο γιὰ νὰ στείλει τοὺς ἁμαρτωλούς, παρὰ στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τῶν δαιμόνων. Κι ὅτι εἶναι στὴ δικαιοσύνη τοῦ Κριτῆ νὰ τοὺς στείλει ἐκεῖ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνοι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους, εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ κι εἶχαν παραδοθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ πονηροῦ.
. Κρίνοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ βρίσκονται ἀριστερά Του ὁ βασιλιὰς τοὺς ἐξηγεῖ ἀμέσως γιατί εἶναι καταραμένοι καὶ γιατί τοὺς στέλνει στὸ αἰώνιο πῦρ: «ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με» (Ματθ. κε´ 42-43). Πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μὲ ποτίσατε. Ἤμουν ξένος καὶ δὲν μὲ πήρατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύσατε, ἤμουν ἄρρωστος ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφθήκατε.
. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν κάνει οἱ δίκαιοι δὲν ἔκαναν οἱ ἁμαρτωλοί. Καὶ σὰν ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου οἱ ἁμαρτωλοί, ρώτησαν, ὅπως καὶ οἱ δίκαιοι: «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα…;» Κι ὁ Κύριος ἀπάντησε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 45). Ἀλήθεια σᾶς λέω: ἀφοῦ δὲν ἐκάματε τίποτα στοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, οὔτε καὶ σὲ μένα κάματε.
. Ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔκανε ὁ Βασιλιὰς στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔχει ἐπίσης δυὸ σημασίες, μία ἐξωτερικὴ καὶ μία ἐσωτερική, ὅπως καὶ στὴν πρώτη περίπτωση μὲ τοὺς δικαίους. Ὁ νοῦς τῶν ἁμαρτωλῶν ἦταν σκοτισμένος, ἡ καρδιά τους σκληρὴ κι ἡ ψυχή τους εἶχε κακὴ διάθεση πρὸς ἐκείνους ποὺ πεινοῦσαν, διψοῦσαν, ἦταν γυμνοί, ἄρρωστοι καὶ φυλακισμένοι στὴ γῆ. Μὲ τὸ σκοτισμένο τους νοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν πὼς ὁ Χριστὸς τοὺς καλοῦσε νὰ ἐλεήσουν τοὺς φτωχοὺς καὶ βασανισμένους ἀδελφούς τους. Ἡ σκληρὴ καρδιά τους δὲν μαλάκωνε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ἄλλων. Οὔτε καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του ἄλλαζε τὴν κακοπροαίρετη ψυχή τους, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσουν τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ κάνουν. Ἔτσι ὅπως ἦταν ἄσπλαχνοι στὸν Χριστό, μέσῳ τῶν ἀδελφῶν Του, ἦταν ἄσπλαχνοι καὶ στὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό τους. Μὲ τὸ ποὺ τοὺς ἐρχόταν κάποια ἁγνὴ σκέψη, τὴν ἐξαφάνιζαν θεληματικὰ καὶ τὴν ἀντικαθιστοῦσαν μὲ ἄλλες σκέψεις, ἀκάθαρτες καὶ βλάσφημες. Ξερίζωσαν κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα ἀπὸ τὴν καρδιά τους καὶ τὸ ἀντικατέστησαν μὲ ἀσπλαχνία, λαγνεία καὶ ἰδιοτέλεια. Κάθε ἐπιθυμία ποὺ ἐκδηλωνόταν μέσα τους, γιὰ νὰ κάνουν κάποια καλὴ πράξη, ἀκολουθώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, τὴν καταπίεζαν ἀμέσως καὶ στὴ θέση της ἔβαζαν ἄλλη, πῶς νὰ κάνουν κακὸ στοὺς ἄλλους ἢ ν᾽ ἁμαρτήσουν, γιὰ νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἐλάχιστο ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ δίκαιο ἄνθρωπο ποὺ βρισκόταν μέσα τους, τὸν σταύρωναν, τὸν σκότωναν, καὶ τὸν ἔθαβαν. Ὁ σκοτεινὸς Γολιὰθ ποὺ εἶχαν θρέψει, δηλαδὴ ὁ ἄδικος ἄνθρωπος μέσα τους ἢ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, παρέμενε νικητὴς στὸ πεδίο τῆς μάχης.
. Τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ Θεὸς σὲ τέτοιους ἀνθρώπους; Μπορεῖ ἆραγε νὰ δεχτεῖ στὴ βασιλεία Του ἐκείνους ποὺ ἔβγαζαν τὴ βασιλεία αὐτὴ ἀπὸ τὴ ζωή τους; Μπορεῖ νὰ καλέσει κοντά Του αὐτοὺς ποὺ ξερίζωσαν μέσα τους τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς ποὺ διακήρυξαν μυστικὰ στὴν καρδιά τους ἀλλὰ κι ἀνοιχτά, μπροστὰ σ᾽ ὅλον τὸν κόσμο, πὼς εἶναι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου; Ὄχι! Αὐτοὶ ἔγιναν μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή τους ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου. Κι ὁ Κύριος στὴν τελική Του κρίση θὰ τοὺς στείλει νὰ συντροφέψουν ἐκείνους ποὺ εἶχαν παρέα σ᾽ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους. Θὰ τοὺς στείλει δηλαδὴ στὸ αἰώνιο πῦρ ποὺ ἔχει προετοιμαστεῖ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του.
. Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτό, φτάνει στὸ τέλος της ἡ πιὸ σύντομη ἀλλὰ κι ἡ μέγιστη διαδικασία στὴν ἱστορία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46). Καὶ τότε θὰ πορευτοῦν (οἱ ἁμαρτωλοὶ) στὴν αἰώνια κόλαση, οἱ δὲ δίκαιοι στὴν αἰώνια ζωή.
. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ κόλαση ἐδῶ στέκονται ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ζωή, δὲν ὑπάρχει κόλαση, δὲν ὑπάρχουν βάσανα. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ κόλαση, δὲν ὑπάρχει ζωή. Ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς ἀποκλείει τὴν κόλαση. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν παρέχει τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς. Ὁ τόπος τοῦ διαβόλου παράγει κόλαση καὶ βασανιστήρια, μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ δίνει ὁ Χριστός.
. Στὴν ἐπίγεια ζωή μας βλέπουμε πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ποὺ ἔχει λίγη ζωὴ μέσα της (δηλ. λίγο Θεό), εἶναι γεμάτη μὲ πολὺ μεγαλύτερα βάσανα ἀπ’ ὅσα ἔχει ἡ ψυχὴ τοῦ δικαίου ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μέσα του περισσότερη ζωὴ (δηλ. περισσότερο Θεό). Ὅπως εἰπώθηκε μὲ σοφία τοὺς ἀρχαίους χρόνους: «πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃ, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὠσὶν αὐτοῦ…μὴ πιστευέτω ἀποστραφῆναι ἀπὸ σκότους· ἐντέταλται γὰρ ἤδη εἰς χεῖρας σιδήρου…ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν καθέξει ὥσπερ στρατηγὸς πρωτοστάτης πίπτων. ὅτι ἦρκε χεῖρας ἐναντίον τοῦ Κυρίου» (Ἰώβ ιε´ 20-25). Ὁλόκληρος ὁ βίος τοῦ ἀσεβοῦς, λέει, δαπανᾶται καὶ βρίσκεται συνέχεια μὲ φροντίδες καὶ ἀγωνία. Ἀκόμα καὶ τοῦ ἰσχυροῦ καὶ κυριάρχου ἀνθρώπου, τὰ χρόνια εἶναι μετρημένα. Ὁ φόβος ποὺ τὸν συνέχει καὶ τὸν κάνει ν’ ἀγωνιᾶ, ἠχεῖ πάντοτε στ’ αὐτιά του…ἂς μὴν ἀπατᾶται πὼς κάποτε θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς ὀδύνης, γιατί ἔχει δοθεῖ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ περιπέσει στὴν ἐξουσία σιδερένιου μαχαιριοῦ… θὰ τὸν κυριεύσει ὁπωσδήποτε ἡ θλίψη καὶ θὰ πέσει, ὅπως ὁ στρατηγὸς ποὺ πρωτοστατεῖ στὴ μάχη, ἀλλὰ δὲν βρίσκει τρόπο νὰ ξεφύγει.
. Ἡ ζωὴ ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι κόλαση μεγάλη γιὰ τὸν ἁμαρτωλό. Κι ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ βρίσκει πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ὑπομένει τὰ βάσανα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπ’ ὅ,τι ὁ δίκαιος. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ζωὴ μέσα του μπορεῖ νὰ ὑπομείνει βάσανα, νὰ τὰ περιφρονήσει, νὰ ξεπεράσει ὅλα τὰ κακὰ τοῦ κόσμου καὶ νὰ νιώθει χαρούμενος. Ἡ ζωὴ κι ἡ χαρὰ εἶναι ἀδιαίρετες. Ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος λέει στὸ δίκαιο ἄνθρωπο ποὺ ὁ κόσμος ἀποκλείει, καταδιώκει καὶ ταπεινώνει: «Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε» (Ματθ. ε´ 12).
. Ὁλόκληρη ἡ ἐπίγεια ζωή μας δὲν εἶναι παρὰ μία ἀμυδρὰ σκιὰ τῆς πραγματικῆς, τῆς πλήρους ζωῆς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ βάσανά μας στὴ γῆ δὲν εἶναι παρὰ μία ἀμυδρὰ σκιὰ τῶν τρομερῶν βασάνων, ποὺ θὰ ὑποστοῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν κόλαση. Στὰ ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων πατέρων διαβάζουμε τὸ ἑξῆς: «Ρώτησαν κάποιο μεγάλο γέροντα: Πατέρα, πῶς ὑπομένεις τόσο καρτερικὰ τέτοιους ἀγῶνες; Κι ὁ γέροντας ἀπάντησε: Ὅλοι οἱ ἀγῶνες μου ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι μικρότεροι ἀπὸ τὰ βάσανα μίας μέρας στὴν κόλαση».
. Ἡ ζωὴ ἐδῶ στὴ γῆ, ὅσο ὑπέροχη κι ἂν εἶναι, ἀνακατεύεται μὲ βάσανα. Δὲν ὑπάρχει πληρότητα ζωῆς ἐδῶ. Ἀλλὰ καὶ τὰ βάσανα στὴ γῆ, ὅσο μεγάλα κι ἂν εἶναι, ἀνακατεύονται μὲ τὴ ζωή. Στὴν τελικὴ κρίση ὅμως τὰ βάσανα θ’ ἀπομονωθοῦν ἀπὸ τὴ ζωή. Καὶ τὰ δυό τους βέβαια θὰ εἶναι αἰώνια. Τί σημαίνει ἡ αἰωνιότητα αὐτή, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει. Σὲ κεῖνον ποὺ θά ᾽χει τὴ χαρὰ ν’ ἀτενίσει ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, θὰ τοῦ φανεῖ πὼς ἡ στιγμὴ αὐτὴ κράτησε χιλιάδες χρόνια. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ βασανιστεῖ ἀπὸ τὸ διάβολο στὴν κόλαση γιὰ μία στιγμή, αὐτὴ ἡ στιγμὴ θὰ τοῦ φανεῖ ὅτι κράτησε αἰῶνες. Ὁ χρόνος, ὁ ρυθμὸς τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας, δὲν θὰ εἶναι ὅπως τὸν ξέραμε, ἀλλὰ θὰ εἶναι «μία ἡμέρα, καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ γνωστὴ τῷ Κυρίῳ» λέει ὁ προφήτης Ζαχαρίας (ιδ´ 7. βλ. Ἀποκ. κβ´ 5). Ἥλιος δὲν θὰ ὑπάρχει πιά, παρὰ μόνο ὁ Θεός. Κι ὁ ἥλιος αὐτὸς δὲν θ’ ἀνατέλλει καὶ θὰ δύει ὅπως τώρα. Ἡ αἰωνιότητα θὰ μετριέται μὲ μέρες, ὅπως γίνεται τώρα μὲ τὸ χρόνο. Οἱ εὐλογημένοι θὰ μετρᾶνε τὴν αἰωνιότητα μὲ τοὺς ὅρους τῆς εὐφροσύνης τους κι οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ θὰ βασανίζονται μὲ τοὺς ὅρους τῶν βασάνων τους.
. Ἔτσι μίλησε κι αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ τὸ τελευταῖο καὶ μέγιστο γεγονὸς ποὺ θὰ λάβει χώρα στὰ ὅρια τοῦ τέλους τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητας. Καὶ πιστεύουμε πὼς ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ γίνουν, ἀκριβῶς ὅπως τὰ εἶπε. Πρῶτα ἐπειδὴ ὅλα ὅσα προεῖπε ὁ Χριστὸς ἐπαληθεύτηκαν ἀπόλυτα καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος φίλος μας, ὁ Μόνος ποὺ ἀγαπᾶ πραγματικὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη ἐμπεριέχει μόνο τὴν τέλεια ἀλήθεια. Ἂν αὐτὰ δὲν ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, δὲν θὰ μᾶς τά ᾽λεγε ὁ Κύριος. Ὅμως μᾶς τὰ εἶπε, καὶ θὰ γίνουν. Κι αὐτὰ βέβαια δὲν μᾶς τὰ εἶπε γιὰ νὰ κάνει ἐπίδειξη τῶν γνώσεων στοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι! Ὁ Χριστὸς δὲν ζητοῦσε τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων (βλ. Ἰωάν. ε´ 41). Ὅλα μᾶς τὰ εἶπε γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας μας. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀντίληψη καὶ ὁμολογεῖ Χριστό, τὸν Κύριο, θὰ συνειδητοποιήσει πὼς ἡ ἀνάγκη γιὰ νὰ τὰ γνωρίζει αὐτὰ εἶναι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ὁ Κύριος δὲν ἔκανε τίποτα, δὲν εἶπε οὔτε λέξη, οὔτε καὶ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ συμβεῖ κάτι στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς Του, ποὺ δὲν ἀφοροῦσε τὴ σωτηρίας μας.
. Ἂς γίνουμε συνετοὶ καὶ φρόνιμοι, λοιπόν, κι ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ στὰ πνευματικά μας μάτια τὴν εἰκόνα τῆς Τελικῆς Κρίσης. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔχει κάνει ἤδη πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ γυρίσουν ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀπωλείας στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ ζωή μας εἶναι μικρή. Κι ὅταν τελειώνει, δὲν θὰ ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ μετάνοια. Στὴ σύντομη ἐπίγεια ζωή μας πρέπει ν᾽ ἀποφασίσουμε ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἶναι κρίσιμο γιὰ μᾶς στὴν αἰωνιότητα: Θὰ σταθοῦμε στὰ δεξιὰ ἢ στ᾽ ἀριστερὰ τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Δόξας; Ὁ Θεὸς μᾶς ἀνέθεσε ἕνα μικρὸ κι ἁπλὸ καθῆκον, ἀλλὰ ἡ ἀνταπόδοση ἢ ἡ τιμωρία εἶναι πελώρια, ξεπερνοῦν τὴ δύναμη, κάθε ἀνθρώπινης γλώσσας γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουν.
. Ἂς μὴν ὀλιγωρήσουμε λοιπόν, ἂς μὴ χάσουμε οὔτε μία μοναδικὴ μέρα. Κάθε μέρα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία μας, ἡ ἀποφασιστική. Κάθε μέρα εἶναι δυνατὸ νὰ φέρει τὴν καταστροφὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, νὰ γίνει ἡ αὐγὴ τῆς πολυαναμενόμενης Ἡμέρας. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος: «οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν;» (Ἰακ. δ΄ 4). Ἑπομένως ἐκεῖνος ποὺ δὲν χαίρεται, ὅταν ἐγγίζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δείχνει πὼς εἶναι φίλος του καὶ ἑπομένως ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες σκέψεις ὅμως δὲν κάνουν οἱ πιστοί, ποὺ γνωρίζουν διὰ πίστεως πὼς ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, τὴν ὁποία καὶ ἐπιθυμοῦν εἰλικρινά».
. Εἴθε νὰ μὴ ντροπιαστοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, μπροστὰ στὸν Κύριο, στὴ χορεία τῶν ἀγγέλων Του καὶ στὰ δισεκατομμύρια τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁγίων. Εἴθε νὰ μὴ χωριστοῦμε αἰώνια ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους Του, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μας ποὺ θὰ βρίσκονται στὰ δεξιά Του. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὰ ἀμέτρητα πλήθη τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων νὰ ψάλλουμε τὸν ἐπινίκιο ὕμνο: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ! Ἀλληλούια!». Εἴθε νὰ δοξάζουμε μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις τὸν Σωτήρα Κύριό μας, τὸν Υἱό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Ἂν ἡ καρδιά μας εἶναι γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ κι εὐγενικὸ πράγμα ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ τὴν ντύσουμε, εἶναι σὰν νὰ ντύσαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 2 Μάρτιος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
[Β´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Καιρὸς Μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ – Ὁμιλίες Β´»,
Μετάφρ. – ἐπιμ. Πέτρου Μπότση,
Ἀθήνα 2012, σελ. 53-78
Μέρος Α´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Τὰ χειρότερα δὲν ἦρθαν ἀκόμα, μὰ ἔρχονται γρήγορα»
. «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾽ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ» (Ματθ. κε´ 31). Ὅπως στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ὁ Θεὸς παρουσιάζεται σὰν ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Εἶναι Ἐκεῖνος, κανένας ἄλλος. Ὅταν ἔρθει γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν κόσμο, ἡ ἔλευσή Του δὲν θὰ εἶναι ἄγνωστη καὶ ταπεινή, ὅπως ἦταν πρώτη φορά, ἀλλὰ φανερὴ ἐν δόξη. Ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ποὺ εἶχε ὁ Χριστὸς προαιώνια, προτοῦ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος (βλ. Ἰωάν. ιζ´ 5), ἀλλὰ εἶναι κι ἡ δόξα τῆς νίκης κατὰ τοῦ Σατανᾶ, τοῦ παλιοῦ κόσμου καὶ τοῦ θανάτου. Δὲν θὰ ἔρθει μόνος Του, μὰ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀμέτρητους ἀγγέλους Του. Θὰ ἔρθει μαζί τους ἐπειδή, σὰν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ καὶ στρατιῶτες Του ποὺ ἦταν, ἔλαβαν μέρος στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ πονηροῦ καὶ στὴ νίκη ἐναντίον του. Χαίρεται νὰ μοιράζεται τὴ δόξα Του μαζί τους. Γιὰ νὰ δοθεῖ ἔμφαση στὴ μεγαλειώδη φύση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἀναφέρεται ἰδιαίτερα πὼς ὅλοι οἱ ἄγγελοι θὰ ἔρθουν μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο γεγονὸς ποὺ ν’ ἀναφέρεται πὼς ἦταν παρόντες ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίζονται πάντα σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο πλῆθος. Στὴν τελικὴ Κρίση ὅμως θὰ εἶναι ὅλοι παρόντες, συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸ Βασιλιὰ τῆς δόξης.
Πολλοὶ προφῆτες, εἴτε ἀρχαῖοι εἴτε μεταγενέστεροι, εἶδαν τὸ θρόνο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ (Ἡσ. ϛ´ 1, Δαν. ζ´ 9, Ἀποκ. δ´ 2, κ´ 4). Ὁ θρόνος αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, πάνω στὶς ὁποῖες ἐπικάθεται ὁ Κύριος. Εἶναι θρόνος τῆς δόξας, τῆς νίκης, ὅπου κάθεται ὁ οὐράνιος Πατέρας καὶ ὅπου πῆρε τὴ θέση Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὴ νίκη Τοῦ (Ἀποκ. γ΄ 21).
. Πόσο μεγαλόπρεπη θὰ εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ περιβάλλεται ἀπὸ τόσο ἰδιαίτερα καὶ φοβερὰ γεγονότα! Ὁ προφήτης Ἠσαΐας εἶχε προφητεύσει: «Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ ἥξει καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐν θυμῷ ἐκδίκησιν αὐτοῦ καὶ ἀποσκορακισμὸν αὐτοῦ ἐν φλογὶ πυρὸς» (Ἡσ. ξϛ´ 15). Ὁ Δανιὴλ εἶδε καὶ εἶπε πὼς «ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν» (Δαν. Ζ´ 10).
. Ὅταν ὁ Κύριος ἔρθει μὲ δόξα πολλὴ καὶ καθίσει στὸ θρόνο Του, τότε «συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾽ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων» (Ματθ. κε´ 32-33). Τότε θὰ συναχθοῦν μπροστά Του ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς καὶ θὰ τοὺς χωρίσει, ὅπως ὁ τσοπάνος χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια. Τὰ πρόβατα θὰ τὰ βάλει στὰ δεξιά Του καὶ τὰ ἐρίφια στ’ ἀριστερά Του.
. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες προβληματίστηκαν σχετικὰ μὲ τὸ χῶρο ὅπου ὁ Χριστὸς θὰ κρίνει ὅλα τὰ ἔθνη. Ἀναφερόμενοι στὸν προφήτη Ἰωήλ, συμπεραίνουν πὼς ἡ κρίση θὰ γίνει στὴν κοιλάδα Ἰωσαφάτ, ὅπου ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος χωρὶς νὰ πολεμήσει, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει ὅπλα, εἶχε ἐνάντια στοὺς Μωαβίτες καὶ τοὺς Ἀμμωνίτες μία πολὺ σπουδαία νίκη, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴ μείνει κανένας τοὺς ζωντανός. «ἐξεγειρέσθωσαν καὶ ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρίναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν», εἶπε ὁ προφήτης Ἰωὴλ (δ´ 12).
. Ἴσως ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου νὰ στηθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν κοιλάδα αὐτή, μὰ δὲν ὑπάρχει κοιλάδα στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ χωρέσει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ζωντανοὺς καὶ νεκρούς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ποὺ βέβαια θὰ εἶναι πολλὰ δισεκατομμύρια. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ὠκεανούς, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει τόσο χῶρο, ὥστε νὰ συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου στὴ γῆ. Ἂν αὐτὴ ἦταν ἁπλὰ συγκέντρωση ψυχῶν, τότε ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς μαζέψει ὅλους κανεὶς στὴν κοιλάδα Ἰωασαφάτ. Ἀφοῦ ὅμως θὰ συγκεντρωθοῦν ἄνθρωποι μὲ τὰ σώματά τους (γιατί οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ σωματικά), τότε τὰ λόγια τοῦ προφήτη θὰ πρέπει νὰ τὰ κατανοήσουμε συμβολικά. Ἡ κοιλάδα Ἰωασαφὰτ εἶναι ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἀπὸ τὴ μακρινὴ ἀνατολὴ ὣς τὴ μακρινὴ δύση. Κι ὅπως ὁ Θεὸς κάποτε ἔδειξε τὴ δύναμή Του στὴν κοιλάδα Ἰωασαφάτ, ἔτσι καὶ τὴν ἔσχατη μέρα θὰ δείξει τὴν ἴδια δύναμη καὶ θὰ κρίνει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
. Καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾽ ἀλλήλων. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ συγκεντρώθηκαν θὰ διαχωριστοῦν σὲ μία στιγμή, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ τσοπάνος στέλνει μὲ τὴ φωνή του τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους θὰ πᾶνε ἀριστερὰ καὶ ἄλλοι δεξιά. Κι ὅλα θὰ γίνουν ξαφνικά, σὰ νὰ τοὺς σπρώχνει μία ἀκαταμάχητη μαγνητικὴ δύναμη μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε κανένας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κινηθεῖ ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ ἀπὸ τὰ δεξιὰ πρὸς τ᾽ ἀριστερά.
. «Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ 34). Τότε ὁ βασιλιὰς θὰ στραφεῖ πρὸς αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὰ δεξιά του καὶ θὰ τοὺς πεῖ: ἐλᾶτε ἐσεῖς, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος.
. Στὴν ἀρχὴ ὁ Χριστὸς ὀνομάζει τὸν ἑαυτό Του Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό Του Βασιλιᾶ, γιατί τοῦ δόθηκαν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα. Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου. Ἐκεῖνοι ποὺ ὁ Χριστὸς καλεῖ ἔτσι, εἶναι πραγματικὰ εὐλογημένοι. Γιατί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ περιέχει μέσα της ὅλα τ’ ἀγαθά, καθὼς τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρη τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ὁ Κύριος δὲν λέει «εὐλογημένοι μου», ἀλλὰ «εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα Μου»; Γιατί εἶναι ὁ μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενὴς καὶ ἄκτιστος προαιωνίως καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Κι οἱ δίκαιοι εἶναι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ἐξ υἱοθεσίας.
. Ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς δικαίους νὰ μποῦν στὴν βασιλεία ποὺ ἔχει προετοιμαστεῖ γί᾽ αὐτοὺς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Θεός, προτοῦ ἀκόμα δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, εἶχε προετοιμάσει τὴν Βασιλεία γι᾽ αὐτόν. Προτοῦ πλάσει τὸν Ἀδάμ, ἦταν ὅλα φτιαγμένα γιὰ τὴ ζωή του στὸν παράδεισο. Ὁλόκληρη Βασιλεία, ὑπέροχη κι ὁλοφώτεινη, ποὺ περίμενε τὸ Βασιλιά της. Μετὰ ὁ Θεὸς ὁδήγησε τὸν Ἀδὰμ στὴ Βασιλεία αὐτή, κι ἡ Βασιλεία συμπληρώθηκε. Ὁ Θεὸς προετοίμασε τὴ βασιλεία γιὰ τοὺς δικαίους ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μόνο τοὺς ἀφέντες τῆς περίμενε, μὲ τὸ Χριστὸ ὡς βασιλιὰ ἀρχηγό.
. Ὁ Κριτὴς κάλεσε τοὺς δικαίους στὴ βασιλεία Του κι ἀμέσως μετὰ ἐξήγησε γιατί τοὺς τὴ χάριζε: «ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατά μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. κε´ 35-37). Γιατί πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νερό, ἤμουν ξένος καὶ σεῖς μὲ φιλοξενήσατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν στὴν φυλακὴ καὶ σεῖς ἤρθατε νὰ μὲ δεῖτε.
. Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ θαυμάσια ἐξήγηση, οἱ δίκαιοι ζήτησαν δισταχτικὰ καὶ ταπεινὰ ἀπὸ τὸ βασιλιὰ νὰ τοὺς πεῖ πότε τὸν εἶδαν πεινασμένο καὶ διψασμένο, γυμνὸ καὶ ἄρρωστο καὶ πότε τὰ ἔκαναν ὅλ’ αὐτὰ σ’ Ἐκεῖνον. Καὶ στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ βασιλιὰς ἔδωσε πάλι τὴ θαυμάσια αὐτὴ ἀπάντηση: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40). Ἀφοῦ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐκάματε στοὺς ἐλαχίστους καὶ ταπεινοὺς ἀδελφούς μου, εἶναι σὰ νὰ τὰ ἐκάματε σ’ ἐμένα τὸν ἴδιο.
. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία ἔχει δύο ὄψεις, μία ἐξωτερικὴ καὶ μία ἐσωτερική. Ἡ ἐξωτερικὴ ἑρμηνεία εἶναι σαφὴς στὸν καθένα. Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει τὸν πεινασμένο, ξεδιψάει τὸ διψασμένο, ντύνει τὸ γυμνὸ καὶ στεγάζει τὸν ἄστεγο, εἶναι σὰν νὰ τὰ κάνει ὅλ’ αὐτὰ στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους ἢ τοὺς φυλακισμένους, εἶναι σὰν νὰ τὰ κάνει αὐτὰ στὸν Κύριο. Ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σχετικὰ πὼς «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (Παρ. ιθ´ 17). Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν φτωχό, εἶναι σὰν νὰ δανείζει τὸν Θεό, ποὺ ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἔδωσε, θὰ τοῦ τὸ ἀνταποδώσει.
. Ὁ Κύριος, μέσα ἀπὸ κείνους ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά μας, δοκιμάζει τὶς καρδιές μας. Ὁ Θεὸς δὲν χρησιμοποιεῖ τίποτα δικό μας γιὰ λογαριασμό Του. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ ψωμί, δὲν μπορεῖ νὰ πεινάσει. Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ νερό, δὲν γίνεται νὰ διψάσει. Αὐτὸς ποὺ ντύνει τὴν κτίση ὁλόκληρη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γυμνός, οὔτε καὶ ν᾽ ἀρρωστήσει αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ὑγείας. Οὔτε καὶ γίνεται νὰ αἰχμαλωτιστεῖ ὁ Κύριος τῶν κυρίων.
. Ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς νὰ δίνουμε ἐλεημοσύνη, ὥστε μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ μαλακώσουν οἱ καρδιές μας, νὰ γίνουν πιὸ σπλαγχνικές. Θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς μὲ τὴν παντοδυναμία Του νὰ κάνει διὰ μιᾶς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πλούσιους, χορτασμένους, ντυμένους κι εὐχαριστημένους. Ἀλλ᾽ ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δοκιμάσουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὴν ἀρρώστια, τὴ φτώχεια καὶ τὴ δυστυχία γιὰ δύο λόγους. Πρῶτα, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ νὰ μπορέσουν ἔτσι νὰ μαλακώσουν τὴν καρδιά τους, νὰ γίνουν πιὸ σπλαγχνικοὶ καὶ νὰ ἔρθουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, νὰ τὸν προσκυνήσουν μὲ πίστη καὶ προσευχή. Δεύτερο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὰ δικά του βάσανα νὰ κατανοήσει καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ταπείνωσή του νὰ κατανοήσει τὴν ταπείνωση τῶν ἄλλων. Ἔτσι θὰ καταλάβει τὴν ἀδελφότητα καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέσα ἀπὸ τὸν Ζῶντα Θεό, τὸν Δημιουργὸ καὶ δοτήρα ὅλων τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν. Ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς νὰ γίνουμε ἐλεήμονες, νὰ ἔχουμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἔλεος. Γνωρίζει πὼς τὸ ἔλεος εἶναι ὁ τρόπος γιὰ ν᾽ ἀποκαταστήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν πίστη στὸν Θεό, τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἑρμηνεία. Ἡ δεύτερη ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Χριστὸ μέσα μας. Σὲ κάθε καθαρὴ σκέψη ποὺ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, σὲ κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα τῆς καρδιᾶς μας καὶ σὲ κάθε ὑψηλὴ φιλοδοξία κι ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται μέσα μας μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλες αὐτὲς τὶς ἁγνὲς σκέψεις, τὰ εὐγενικὰ συναισθήματα καὶ τὶς ὑψηλὲς φιλοδοξίες, τὶς ὀνομάζει ἐλαχίστους ἀδελφούς Του. Τὰ ὀνομάζει ἔτσι ὅλ᾽ αὐτά, ἐπειδὴ βρίσκονται μέσα μας σὲ μία ἀσήμαντη μειονότητα σὲ σύγκριση μὲ τοὺς μεγάλους ἐσωτερικοὺς ἀγροὺς ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπορρίμματα καὶ κακία. Ἂν ὁ νοῦς μας πεινάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ταΐσουμε, εἶναι σὰν νὰ τρέφουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ἂν ἡ καρδιά μας εἶναι γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ κι εὐγενικὸ πράγμα ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ τὴν ντύσουμε, εἶναι σὰν νὰ ντύσαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι ἄρρωστη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὴν κακή μας ὕπαρξη καὶ τὰ κακά μας ἔργα καὶ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ καὶ τὴν ἐπισκεφτοῦμε, τότε εἶναι σὰ νὰ ἐπισκεφτήκαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας.
. Μὲ λίγα λόγια, ἂν αὐτὸς ὁ δεύτερος ἑαυτὸς ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὸ δίκαιο ἄνθρωπο, ὑποδουλωθεῖ καὶ ταπεινωθεῖ ἀπὸ τὸν πονηρὸ κι ἁμαρτωλὸ ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο καὶ μεῖς τὸν προστατεύσουμε, εἶναι σὰν νὰ προστατεύουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος μέσα μας εἶναι πολὺ μικρός, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς μέσα μας εἶναι ἕνας πραγματικὸς Γολιάθ. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος μέσα ὅμως εἶναι ὁ μικρὸς ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐλάχιστος, κι ὁ ἁμαρτωλὸς Γολιὰθ μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τότε προστατέψουμε τὸ δίκαιο ἄνθρωπο μέσα μας, ἂν τὸν ἐλευθερώσουμε, τὸν ἐνισχύσουμε καὶ τὸν βγάλουμε στὸ φῶς· ἂν τὸν σηκώσουμε ψηλότερα ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε νὰ τὸν κυριεύσει καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β´ 20), τότε θὰ κληθοῦμε εὐλογημένοι καὶ στὴν τελευταία Κρίση θὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Βασιλιᾶ: δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-3 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Μπορεῖ ἆραγε νὰ δεχτεῖ στὴ βασιλεία Του ἐκείνους ποὺ ἔβγαζαν τὴ βασιλεία αὐτὴ ἀπὸ τὴ ζωή τους;»
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ-1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Τὰ χειρότερα δὲν ἦρθαν ἀκόμα, μὰ ἔρχονται γρήγορα»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 1 Μάρτιος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Καιρὸς Μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ – Ὁμιλίες Β´»,
Μετάφρ. – ἐπιμ. Πέτρου Μπότση,
Ἀθήνα 2012, σελ. 53-78
. Οἱ στατιστικολόγοι ἐκτιμοῦν ὅτι πάνω στὴ γῆ ζοῦνε ἑνάμιση δισεκατομμύριο ἄνθρωποι [Αὐτὰ ἴσχυαν τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμ. ἔγραφε τὸ κείμενο αὐτὸ γύρω στὴν δεκαετία τοῦ 1930]. Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ ἑνάμιση δισεκατομμύριο οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς πεῖ, μὲ τὶς διανοητικές του δυνατότητες, τί θὰ γίνει, ὅταν ἔρθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τί θὰ γίνουμε ἐμεῖς ὅταν πεθάνουμε. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ χιλιάδες ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴ γῆ, δὲ θὰ μποροῦσαν οὔτε κι αὐτοὶ μὲ τὴ διαδικασία τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν τους νὰ μᾶς ἀπαντήσουν μὲ σιγουριὰ καὶ σαφήνεια γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τί μᾶς περιμένει μετὰ τὸν θάνατό μας, νὰ μᾶς ποῦν ὁτιδήποτε ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε σὰν ἀληθινὸ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ μας.
. Ἡ ζωή μας εἶναι σύντομη, οἱ μέρες μας μετρημένες. Ὁ χρόνος ὅμως εἶναι μεγάλος, μετριέται σὲ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες χρόνια. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὰ ὅριά του καὶ νὰ φτάσει στὸ τέλος τοῦ χρόνου, νὰ δεῖ τὰ ἔσχατα γεγονότα καὶ νὰ πληροφορήσει ὅλους ἐμᾶς λέγοντας: «Ἔτσι κι ἔτσι θὰ γίνουν τὰ πράγματα στὸ τέλος τοῦ χρόνου. Αὐτὸ θὰ συμβεῖ στὸν κόσμο κι αὐτὸ θὰ γίνει μὲ σᾶς τοὺς ἀνθρώπους»; Κανένας. Ἀλήθεια, κανένας ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν. Ἐκτὸς κι ἂν ὑπῆρχε κάποιος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς πείσει πὼς εἶχε μπεῖ στὸ νοῦ τοῦ Δημιουργοῦ του κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, πὼς ἤξερε ὁλόκληρο τὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας, πὼς ἦταν ζωντανὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ κόσμου καὶ εἶχε καθαρὴ ἄποψη γιὰ τὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ σημαδέψουν τὸ τέλος αὐτό. Ὑπάρχει τέτοιος ἄνθρωπος ἀνάμεσα στὰ δισεκατομμύρια ποὺ ζοῦν σήμερα; Ὄχι, οὔτε ὑπάρχει οὔτε ὑπῆρξε ποτέ.
. Ὑπῆρχαν προφῆτες πού, ὄχι ἀπὸ δικό τους νοῦ ἀλλ᾽ ἀπὸ ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶπαν κάποια πράγματα, σύντομα καὶ ἀσαφῆ, γιὰ τὸ τί θὰ γίνει στὸ τέλος. Κι αὐτὸ ὄχι τόσο γιὰ νὰ δώσουν ἀκριβῆ περιγραφὴ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅσο γιὰ νὰ προειδοποιήσουν μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀνομίας. Νὰ σκεφτοῦν περισσότερο τὰ φοβερὰ πράγματα ποὺ μᾶς περιμένουν κι ὄχι τὰ μικρὰ καὶ παροδικὰ ποὺ περνοῦν σὰν σύννεφο καὶ κρύβουν τὴν πύρινη καὶ φοβερὴ πραγματικότητα. Ν᾽ ἀναλογιστοῦν τὰ γεγονότα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ, ἡ ὕπαρξη τοῦ ἰδίου τοῦ κόσμου, τὰ ἄστρα κι ὁ κύκλος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θὰ φτάσουν στὸ τέλος τους.
. Ἕνας καὶ μόνο Ἕνας μᾶς μίλησε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια γιὰ ὅλα ὅσα θὰ γίνουν στὸ τέλος τοῦ χρόνου: Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἂν ὑπῆρχε ὁποιοσδήποτε ἄλλος νὰ μᾶς πεῖ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖνος εἶπε γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δὲν θὰ τὸν πιστεύαμε, ἀκόμα κι ἂν ἦταν ὁ μεγαλύτερος σοφός. Ἂν μιλοῦσε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σοφία του καὶ ὄχι ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη, δὲν θὰ τὸν πιστεύαμε. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία κι ἡ ἀνθρώπινη λογική, ὅσο μεγάλες καὶ σπουδαῖες κι ἂν εἶναι, εἶναι πολὺ μικρὲς γιὰ νὰ φτάσουν στὴ δημιουργία καὶ στὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ σοφία εἶναι ἄχρηστη ἐκεῖ ποὺ χρειάζεται τὸ ὅραμα. Ἀπὸ προφήτη ἔχουμε ἀνάγκη, ποὺ βλέπει τόσο καθαρὰ ὅσο ἐμεῖς βλέπουμε τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ δεῖ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος του, καθὼς καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀρχή, τὸ ἴδιο τὸ τέλος. Μόνο ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει ὑπάρξει: ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μόνο Ἐκεῖνον μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ πιστεύουμε, ὅταν μᾶς λέει τί θὰ γίνει στὸ τέλος. Ὅλα ὅσα προφήτεψε, ἐπαληθεύτηκαν. Τόσο ὅταν ἀφοροῦσαν σὲ πρόσωπα, ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰούδας κι οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, σὲ λαούς, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, σὲ κάποιους τόπους ὅπως ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ Καπερναούμ, ἡ Βηθσαϊδὰ καὶ τὸ Χοραζίν, καθὼς καὶ στὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἱδρύθηκαν μὲ τὸ αἷμα Του.
. Οἱ προφητεῖες τοῦ Κυρίου γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ συμβοῦν κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὸ ἴδιο τὸ τέλος καὶ ἡ τελικὴ κρίση, δὲν ἔχουν ἀκόμα ἐπαληθευτεῖ. Ὅποιος ἔχει μάτια ὅμως βλέπει καθαρὰ πὼς στὶς μέρες μας, τὰ γεγονότα ποὺ εἶπε πὼς θὰ εἶναι σημεῖα τῶν καιρῶν ὅτι ἔρχεται τὸ τέλος, ἔχουν ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζονται στὸν κόσμο. Δὲν ἔχουν ἤδη ἐμφανιστεῖ διάφοροι γυρολόγοι τῆς χαρᾶς, ποὺ γυρεύουν ν᾽ ἀντικαταστήσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴ διδασκαλία Του μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴ δική τους διδασκαλία; Δὲν ἔχουν ξεσηκωθεῖ ἔθνη ἐνάντια σὲ ἄλλα ἔθνη καὶ βασιλεῖες ἐνάντια σὲ βασιλεῖες; Δὲν τρέμει ἡ γῆ καὶ οἱ καρδιές μας μαζί της μὲ τοὺς πολέμους καὶ τὶς ἐπαναστάσεις ποὺ γίνονται σὲ ὅλον τὸν πλανήτη; Δὲν εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ προδίδουν τὸν Χριστὸ κι ἄλλοι ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Ἐκκλησία Του; Δὲν ἔχει περισσέψει ἡ ἀνομία, δὲν ἔχει ψυχραθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν; Δὲν ἔχει κηρυχτεῖ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, «εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» (βλ. Ματθ. κδ´ 3-14);
. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὰ χειρότερα δὲν ἦρθαν ἀκόμα, μὰ ἔρχονται γρήγορα, χωρὶς καθυστέρηση. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ Ἀντίχριστος δὲν ἐμφανίστηκε ἀκόμα, οἱ προφῆτες κι οἱ πρόδρομοί του ὅμως ὑπάρχουν σὲ κάθε ἔθνος. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ μεγαλύτερη καταστροφικὴ δυστυχία ποὺ ἔχει ὑπάρξει ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος δὲν ἔφτασε ἀκόμα, ὁ ἀφόρητος ρόγχος τοῦ θανάτου δὲν ἀκούστηκε κοντά μας. Τὴν καταστροφὴ ὅμως τὴν βλέπουν καθαρὰ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ προσμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ ἥλιος δὲν σκοτίστηκε ἀκόμα, τὸ φεγγάρι δὲν ἔχασε τὸ φῶς του, οὔτε τ᾽ ἀστέρια ἔπεσαν ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅταν γίνουν αὐτὰ ὅμως δὲν θὰ ὑπάρχει χρόνος νὰ γράψει κανεὶς ἢ νὰ μιλήσει γί᾽ αὐτά. Οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ γεμίσουν φόβο καὶ τρόμο, οἱ γλῶσσες τους θὰ βουβαθοῦν καὶ τὰ μάτια τους θὰ κοιτάζουν στὸ φοβερὸ σκοτάδι, σὲ μία γῆ δίχως ἡμέρα, σ᾽ ἕναν οὐρανὸ χωρὶς ἄστρα. Ξαφνικὰ μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ σκοτάδι, θὰ ἐμφανιστεῖ τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, ἕνας λαμπρὸς καὶ πανένδοξος σταυρὸς ποὺ θὰ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ ὣς τὴ δύση κι ἀπὸ τὸ βορρᾶ ὣς τὸ νότο, μὲ μία λαμπρότητα ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε ὁ ἥλιος ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θ᾽ ἀτενίσουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ «ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» (Ματθ. κδ´ 30). Ὁ χορὸς τῶν ἀγγέλων θὰ σαλπίσει τὶς σάλπιγγες κι ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς θὰ συναχθοῦν μπροστά Του. Ἡ σάλπιγγα θὰ ἠχήσει γιὰ νὰ γίνει μία συγκέντρωση ποὺ δὲν ἔχει προηγούμενό της ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κρίση ποὺ θὰ εἶναι καὶ ἡ τελική.
. Ὅλα αὐτὰ τὰ σημεῖα καὶ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ γίνουν στὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου περιγράφονται σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ εὐαγγελίου. Τὸ εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως ποὺ διαβάζεται τὴ σημερινὴ μέρα περιγράφει τὴν τελικὴ ρύθμιση τῶν γεγονότων ἀνάμεσα στὸ χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα, ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Περιγράφει τὴν τελικὴ κρίση καὶ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὴ θὰ γίνει. Περιγράφει γιὰ μᾶς τὴ φοβερὴ ἐκείνη στιγμή, τὴν πιὸ εὐτυχισμένη γιὰ τοὺς δικαίους- ποὺ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ δώσει τὴ θέση του στὴ θεία δικαιοσύνη. Τότε θὰ εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ καλὲς πράξεις, πολὺ ἀργὰ γιὰ μετάνοια. Τότε ὁ θρῆνος μας δὲν θὰ λάβει ἀπάντηση καὶ τὰ δάκρυά μας δὲν θὰ τὰ ὑποδέχονται πιὰ τὰ χέρια τῶν ἀγγέλων.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ-2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 24 Φεβρουάριος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
τοῦ Ἀσώτου
[Β´]
(Λουκ. ιε´ 11-32)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευή
(Ὁμιλίες Β´)
β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 29-52
Mέρος Α´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅμως, ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς βρισκόταν στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης πείνας καὶ τοῦ τρόμου, μία σπίθα ἄναψε μέσα του. Μία ξεχασμένη, ἐντελῶς ἀπρόσμενη σπίθα. Ἀπὸ ποῦ φάνηκε ἡ σπίθα αὐτὴ σὲ σβησμένα κάρβουνα; Πῶς ξεπήδησε σπίθα ἀπὸ νεκρὸ σῶμα; Ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐπισημάναμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πὼς ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε στὸ γιὸ τὴν ἀναλογία του, ἔδωσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ μερτικό του. Μαζὶ μὲ τὸν πηλὸ τοῦ ἔδωσε κι ἕναν σπινθήρα συνείδησης καὶ ἐπίγνωσης. Ὅταν ὁ σοφὸς καὶ εὔσπλαχνος πατέρας τοῦ ἔδινε τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἦταν σὰν νὰ μονολογοῦσε: «Θὰ τοῦ δώσω κι αὐτό: λίγη συνείδηση καὶ ἐπίγνωση, κάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ θέλησε νὰ ἐγκαταλείψει φεύγοντας. Γιατί ὄχι; Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Φεύγει, πηγαίνει σὲ χώρα κρύα, φτωχή. Ὅταν βρεθεῖ σὲ μεγάλη ἀνάγκη, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ σπίθα μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸ δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει πίσω σὲ μένα. Ἐντάξει. Ἂς τὸ πάρει κι αὐτό. Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Ἡ σπίθα αὐτὴ θὰ τὸν σώσει».
. Κι ἔτσι ἔγινε. Ἡ σπίθα αὐτὴ ἔλαμψε στὸ βαθὺ σκοτάδι, ἀκριβῶς τὴ δωδέκατη ὥρα, τότε ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε φτάσει στὸ τρίτο βασίλειο κι εἶχε παραδοθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ διαβόλου. Ἔλαμψε μέσα του σὰν μαγικὸ φαναράκι τὸ ξεχασμένο ἀπὸ παλιὰ φῶς τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης. Καὶ στὴ λάμψη τοῦ φαναριοῦ αὐτοῦ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, σὲ ἐπίγνωση. Μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τῆς μικρῆς αὐτῆς σπίθας κατόρθωσε νὰ δεῖ τὴν ἄβυσσο ὅπου εἶχε πέσει, νὰ νιώσει ὅλη τὴ δυσοσμία, ποὺ εἶχε ἀνασάνει, τὸ βρώμικο περιβάλλον, ὅπου ζοῦσε καὶ τὴ διεφθαρμένη κοινωνία, στὴν ὁποία εἶχε ἐνταχθεῖ. Μὲ τὸ φῶς, ποὺ ἀνέδιδε τὸ μικρὸ φαναράκι, αὐτὸ ποὺ εἶχε βάλει στὴν ψυχή του ὁ εὔσπλαχνος πατέρας τους, ξύπνησε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ὄνειρο κι ἄρχισε νὰ συγκρίνει τὴ ζωή, ποὺ ἔκανε παλιότερα, κοντὰ στὸν πατέρα του, μὲ κείνην ποὺ ζοῦσε τώρα.
. «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ» (Λουκ. ιε΄ 17-19). Κάποια στιγμὴ συνῆλθε, ἦρθε στὸν ἑαυτό του καὶ σκέφτηκε: πόσους μισθωτοὺς ἔχει ὁ πατέρας μου, ποὺ χορταίνουν μὲ τὸ παραπάνω ἀπὸ τὰ ἀγαθά του κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας; Ἂς σηκωθῶ κι ἐγὼ λοιπὸν κι ἂς γυρίσω κοντά του λέγοντας: πατέρα μου, ἁμάρτησα καὶ στὸν οὐρανό, στὸν Θεό, μὰ καὶ σὲ σένα. Τώρα πιὰ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ξαναγίνω γιός σου. Καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ξεκίνησε γιὰ νά ’ρθει στὸν πατέρα του.
. Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ἀπὸ τὸ “εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν” συμπεραίνουμε πὼς ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Κι ἔτσι εἶναι. Ὅταν περιπλανιόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο καὶ ἐγκαταλείπουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐντὸς ἡμῶν».
. Μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε νὰ λάμπει ἡ σπίθα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ καὶ μὲ τὸ ποὺ ἔκανε τὴ σύγκριση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσε κοντὰ στὸν πατέρα του καὶ σὲ κείνην ποὺ ζοῦσε τώρα στὴ μακρινὴ χώρα, πῆρε τὴν ἀπόφαση: “Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου”. Ἂς σηκωθῶ, εἶπε. Ἀναγνώρισε ἔτσι τὸ τέλμα ὅπου βρισκόταν. Τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ χαμηλά, στὰ βάθη τῆς δαιμονικῆς ἀβύσσου, κι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ ψηλά, στὸν πατέρα. Κι ὁ πατέρας τοῦ εἶναι πλούσιος. Πείνα δὲν ὑπάρχει κοντά του. Οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες τοῦ τρῶνε καλὰ κι ἔχουν καὶ περισσεύματα· κι αὐτός, ὁ γιός του, λιμοκτονεῖ, πεθαίνει τῆς πείνας.
. «Ψωμὶ» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴ «ζωή». Οἱ «μισθωτοὶ ὑπηρέτες» εἶναι ὑπάρξεις στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, κατώτερες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὰ ζῶα κι ἄλλα ὄντα. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε πέσει πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὰ ζῶα. Καὶ ζητοῦσε νὰ ζεῖ τουλάχιστο ὅπως τὰ ζῶα, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἐλεύθερες ὑπάρξεις. Τὰ κυβερνᾶ ὁ Θεὸς ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ θέλησή Του. Τὰ φροντίζει, τοὺς χαρίζει ζωή, καὶ τοὺς παρέχει τροφὴ ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ὅμως σπατάλησε τὶς ζωτικὲς αὐτὲς δυνάμεις ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὰ ζῶα καὶ ποὺ αὐτὰ τὶς διαχειρίζονται σωστά.
. «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Μὲ τὴ λέξη «οὐρανὸς» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κατ’ ἀρχὴν ὁλόκληρο τὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φύλακες ἀγγέλους. Ἔπειτα τὶς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ ὁ Θεὸς χαρίζει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Τὸ ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε΄ 7, 10). Ἐφ᾽ ὅσον λοιπὸν ὑπάρχει χαρὰ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ, ὑπάρχει καὶ λύπη γιὰ τὸν ἀμετανόητο.
. Τὸ ὅτι ὁ «οὐρανὸς» σημαίνει ἐπίσης τὶς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;» (A΄ Κoρ. ϛ΄ 19). Κι ἀκόμα πιὸ καθαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του Σωτήρα μας: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21). Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτάνει κι ἐναντίον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, καθὼς κι ἐναντίον τοῦ δικαίου ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται μέσα του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνήκει στὸν Θεό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν». Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Ἄσωτος Υἱὸς λέει: «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου».
. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν» (Λουκ. ιε΄ 20). Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε ἀμέσως κοντά του, ἔπεσε μὲ ἀγάπη στὸν τράχηλό του καὶ τὸν γέμισε φιλιά.ωΑὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἀπροσμέτρητη, εὐγενική, μεγαλειώδης! Ὅσο μεγάλη ἦταν ὣς τώρα ἡ ὑπομονή του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ἄλλη τόση εἶναι τώρα ἡ συγχωρητικότητα κι ἡ χαρά Του. Μὲ τὸ ποὺ θὰ μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλὸς κι ἀποφασίσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, Ἐκεῖνος ἔχει ξεκινήσει ἤδη νὰ τὸν συναντήσει, νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ, νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ νὰ τὸν φιλήσει.
. Ἡ χαρὰ τῆς μάνας ὅταν βλέπει τὴν προκοπὴ τοῦ παιδιοῦ της, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τοῦ τσοπάνου ὅταν βρίσκει τὸ χαμένο πρόβατο, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τῆς γυναίκας ποὺ βρίσκει τὸ χαμένο νόμισμά της, εἶναι μεγάλη. Καμιὰ ἀπὸ τὶς χαρὲς αὐτὲς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ ὅταν βλέπει τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέφει κοντά Του.
. Μὲ τὸ ποὺ θὰ κάνει τὴν πρώτη κίνηση ἡ καρδιά μας πρὸς τὴ μετάνοια, ἀκόμα κι ἂν εἴμαστε μακριά, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Θὰ μᾶς δεῖ πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτὸς καὶ θὰ τρέξει νὰ μᾶς συναντήσει. Νὰ συναντήσει τὸ νέο ἄνθρωπο ποὺ ἀναγεννήθηκε μέσα μας μὲ τὴ μετάνοια. «Κύριε», κράζει ὁ προφητάνακτας στὸν πάνσοφο Θεό, «σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν» (Ψαλμ. ρλη΄ 2).
. Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας θὰ τρέξει νὰ μᾶς ὑποδεχτεῖ, θ’ ἀνοίξει διάπλατα τὴν ἀγκαλιά Του καὶ θὰ μᾶς σφίξει, γιὰ νὰ μὴν ξαναγυρίσουμε στὴ δαιμονικὴ ἄβυσσο, στοὺς ἀγροὺς τῶν χοίρων, στὴ γῆ τῆς πείνας. «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν» (Ἰακ. δ΄ 8).
. Πόσο εὐλογημένη εἶναι ἡ σπουδή Του γιὰ βοήθεια! Πόσο εὐλογημένα εἶναι τὰ χέρια Του! Ἂν δὲν ἔχουμε ἀφανίσει ἔστω καὶ τὴν τελευταία σπίθα τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης ποὺ ἔχουμε μέσα μας, πρέπει νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τὴν τόσο μεγάλη, καὶ ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε ἀμέσως, χωρὶς καθυστέρηση, νὰ τρέξουμε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τὶς καρδιές μας ὑψωμένες στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα ποὺ εἴχαμε ἀπορρίψει.
. Ὅταν ὁ μετανιωμένος γιὸς ἔφτασε στὸν πατέρα του, τοῦ εἶπε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε σχεδιάσει νὰ τοῦ πεῖ: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Δὲν τοῦ εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε σκεφτεῖ. Ἡ συνέχεια ἦταν: ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Μὰ ὁ πατέρας του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειώσει. Δὲν ἀφήνει τὸν μετανιωμένο νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει νὰ γίνει μισθωτὸς ὑπηρέτης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διακόπτει, τὸν ἀγκαλιάζει κι ἀρχίζει νὰ τὸν φιλάει. Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας ἀγκαλιάζει τὸν ρακένδυτο, λασπωμένο, ἰσχνὸ καὶ ἀπεριποίητο γιό του καὶ φωνάζει στοὺς ὑπηρέτες Του: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 22-23). Βγάλτε τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντύστε τὸν, βάλτε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ παπούτσια στὰ πόδια, γιὰ νὰ μὴ περπατᾶ ξυπόλυτος. Φέρτε καὶ τὸ θρεφτὸ μοσχάρι, σφάξτε τὸ κι ἐλᾶτε νὰ τὸ πανηγυρίσουμε, νὰ εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
. Ἡ καλύτερη στολὴ συμβολίζει ὅλον τὸν πλοῦτο καὶ τὸ κάλλος τῶν πνευματικῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ στολὴ τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἁγνότητας ποὺ φοροῦσε ὁ Ἀδάμ, προτοῦ ἁμαρτήσει, πέσει κι ὁδηγηθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, εἰς χώραν μακράν. Ἡ στολὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «πρώτη», ἡ καλλίτερη. Δὲν ὑπάρχει καλλίτερη στολὴ ἀπ’ αὐτὴν στὸν οὐρανό. Λέει ὁ ἀπόστολος: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27). Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ κάθε καλό, τώρα ξαναντύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὴν παλιὰ καὶ κουρελιασμένη στολὴ τὴν πετοῦν καὶ τὸν ντύνουν μὲ τὴν καινούργια, τὴν «πρώτη». Ἡ νέα αὐτὴ στολή, ἡ «πρώτη», συμβολίζει τὸ νέο ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννημένο, ποὺ ἔχει συγχωρηθεῖ κι ἔχει γίνει δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Χωρὶς τὴ στολὴ αὐτὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπουμε καθαρὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν γάμων τοῦ Υἱοῦ τοῦ βασιλιᾶ (πρβλ. Ματθ. κβ΄ 2-14). Σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο, ἡ στολὴ συνίσταται ἀπὸ «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν… ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις (ἀπὸ) τὴν ἀγάπην, ἤτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ΄ 12-14).
. Τὸ δαχτυλίδι στὸ χέρι συμβολίζει τὸν ἀρραβώνα τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό. Ὁ μετανιωμένος ἀπαρνιέται ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς σχέσεις του μὲ τὸν κόσμο, ἡ ψυχή του προσκολλᾶται στὸ Χριστὸ καὶ παραμένει ἑνωμένη μαζί Του, σὲ μία ἕνωση ἀδιάλυτη. Ὁ ἀρραβώνας αὐτὸς γίνεται μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σφραγίζει ὅλες τὶς οὐράνιες δωρεές.
. «Δότε… ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας», λέει ὁ πατέρας στοὺς ὑπηρέτες. Τὰ ὑποδήματα συμβολίζουν τὴ δύναμη τῆς θέλησης, ποὺ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ βαδίσει σταθερὰ στὰ μονοπάτια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ παρεκκλίνει δεξιὰ ἢ ἀριστερά, χωρὶς πισωγυρίσματα.
. Ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς ποὺ θυσιάστηκε εἶναι ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ παραδόθηκε ἑκούσια στὸ θάνατο γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους.
. Οἱ ὑπηρέτες ἐδῶ συμβολίζουν εἴτε τοὺς ἀγγέλους εἴτε τοὺς ἱερεῖς. Ἂν ὁ οἶκος τοῦ πατέρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἄγγελοι. Ἂν τὸν οἶκο τοῦ πατέρα τὸν ἐκλάβουμε ὡς τὴν ἐπίγεια Ἐκκλησία, κάτι ποὺ εἶναι ἐπίσης σωστό, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς, ποὺ καλοῦνται νὰ λειτουργήσουν τὸ μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ κι ἔτσι νὰ προετοιμάσουν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ μᾶλλον ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἄσωτος Υἱὸς δὲν ἦταν ἀκόμα σωματικὰ νεκρός· κι ὡσότου ὁ ἄνθρωπος ἀναχωρήσει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνήκει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴ γῆ λειτουργεῖ μὲ τὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι τοὺς ὑπηρέτες ὅμως πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε καὶ σὰν ἀγγέλους, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄγγελοι παρίστανται στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τῶν θείων μυστηρίων, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ τοὺς ἀγγέλους-φύλακες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
. Ὅτι οὗτος ὁ Υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Σωματικὰ ὁ γιός του ἦταν ζωντανὸς ἀκόμα, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν νεκρή. Ἡ σπίθα τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς παρέμενε ἀκόμα ζωντανὴ μέσα του. Αὐτὴ ἀνέστησε τὴν ψυχή του. Χαμένος ἦταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἑαυτόν. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ἀπέκτησε ἐπίγνωση στὸ φῶς τῆς θεϊκῆς σπίθας, ποὺ ὣς τότε εἶχε χάσει. Ὁ Θεὸς τὸν γνώριζε, τὸν παρακολουθοῦσε ὣς τὴν ὑστάτη στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς μετάνοιας.
* * *
. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Κι ἄρχισαν ὅλοι νὰ χαίρονται, νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ εὐφραίνονται. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὅμως ἔφτασε στὸ σπίτι ὁ μεγάλος ἀδερφός, ὁ «πρεσβύτερος» καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί εἶχε γίνει. Κι ὅταν ἔμαθε, ὀργίστηκε καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: «Ἰδού, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν» (Λουκ. ιε΄ 29). Ὁρίστε, τόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ καὶ ποτὲ δὲν καταπάτησα κάποια ἐντολή σου. Κι ὅμως, ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ὁ γιός σου αὐτός, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ θρεφτὸ μοσχάρι.
. Ἔτσι μίλησε στὸν πατέρα του ὁ δίκαιος γιός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὀργισμένοι, μιλοῦν κάποιοι δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν Ἐκείνη ὑποδέχεται μὲ ἱλαρότητα καὶ ἐπιείκεια τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας. Ἔτσι μίλησαν πολλοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν εἶδαν τὸν Θεὸ νὰ προσφέρει τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ θυσία γιὰ τὶς νεώτερες καὶ πιὸ ἁμαρτωλὲς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Δὲν μᾶς ἔδωσε ποτὲ οὔτε ἕνα κατσίκι!» Ἂν συγκρίνουμε τὴν καταπληκτικὴ θυσία ποὺ ἔκανες γι’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἄσωτους ἀπογόνους μας, γιὰ μᾶς δὲν ἔκανες οὔτε τὴν παραμικρὴ θυσία, τὴν πιὸ ἀσήμαντη». Μετά, ἐπειδὴ τὰ ἐρίφια γενικὰ συμβολίζουν τὴν ἁμαρτία, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦνε. «Μᾶς ἀπαγόρεψες νὰ κάνουμε ἔστω καὶ τὴ μικρότερη ἁμαρτία -μικρὴ καὶ ἀσήμαντη ὅσο ἕνα κατσίκι- καὶ τώρα ἀνταμείβεις τὶς ἁμαρτωλὲς αὐτὲς γενιὲς μὲ τὸ μεγαλύτερο θησαυρό Σου – μὲ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Σου!»
. Ἂν προχωρήσουμε ἀκόμα, θὰ δοῦμε πὼς ἡ φαινομενικὰ ἁπλὴ αὐτὴ παραβολὴ εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ ὁλόκληρης τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ὣς τὸν πλέον δίκαιο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὅπως ὁ πρεσβύτερος Υἱὸς τοῦ οὐράνιου Πατέρα – μόνο ποὺ εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ ὄχι υἱὸς «ἐξ υἱοθεσίας». Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς μιλοῦσε σὰν ἕνας συνηθισμένος θνητὸς ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε πεῖ στὸν Πατέρα Του: «Ὁ Ἀδὰμ ἁμάρτησε κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά Σου. Κι αὐτὸς κι οἱ ἀπόγονοί του βλασφήμησαν τ’ ὄνομά Σου. Καὶ Σὺ τώρα ἑτοιμάζεις γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ἀπογόνους του τέτοια δόξα καὶ εὐφροσύνη, ποὺ οὔτε ἐγὼ οὔτε κι ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ».
. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βέβαια ποτὲ δὲν θὰ ὀργιζόταν μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του. Ποτὲ δὲν θὰ μιλοῦσε στὸν Πατέρα Του μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐκτὸς ἂν ἔβαζε θεληματικὰ τὸν ἑαυτό Του στὶς καρδιές μας καὶ τά ’λεγε αὐτά, γιὰ νὰ μᾶς ἐπιτιμήσει καὶ νὰ μᾶς διδάξει, ὥστε νὰ μὴ γίνουμε ὑπερήφανοι καὶ ἀλαζόνες γιὰ τὴ δικαιοσύνη μας καὶ μὲ τὴν ἔπαρσή μας περιφρονήσουμε τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς. Εἶναι σὰν νά ’θελε νὰ μᾶς πεῖ: «Ὅταν Ἐγώ, ὁ τέλειος καὶ αἰώνια δίκαιος, ποὺ εἶναι αἰώνια ἀδιαίρετος μὲ τὸν Πατέρα Μου, δὲν διαμαρτύρομαι, ἐπειδὴ ξαναδέχεται τὸν μετανιωμένο Ἀδὰμ στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς, ποὺ εἶστε μόλις ἀπὸ χτὲς δίκαιοι, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, νὰ διαμαρτύρεστε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς;»
. «Τέκνον, τοῦ εἶπε ὁ πατέρας, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 31-32). Παιδί μου, ἐσὺ ἤσουν πάντα μαζί μου, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ χαρεῖς καὶ νὰ γιορτάσεις ὅμως, γιατί ὁ ἀδερφός σου ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἰρηνεύει τὸν δίκαιο ἄνθρωπο ὁ Θεός. Τοῦ θυμίζει τὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ ποὺ ὁ ἴδιος διαχειρίζεται καὶ χρησιμοποιεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του. Ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ μετανιωμένου ἀδερφοῦ σου τὸ μερίδιό σου δὲν λιγοστεύει, ἀλλὰ ἡ χαρὰ πρέπει νὰ εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναγύρισε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
. Ἔτσι τελειώνει ἡ παραβολὴ αὐτή, ποὺ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὁλόκληρο εὐαγγέλιο μυστηρίου καὶ διδαχῆς. Μὲ ὅση περισσότερη προσευχὴ εἰσχωρήσει κανεὶς στὸ βάθος τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τόσο περισσότερο θ’ ἀποκαλύψει καὶ τὰ δύο, τόσο τὸ μυστήριο ὅσο καὶ τὴ διδαχή.
. Δόξα νά ’χει ὁ Κύριος Ἰησοῦς ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν παραβολὴ αὐτή, τὸ θησαυρὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι γεμάτος πλοῦτο πνευματικό, ἀπ’ ὅπου ἡ μία γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη συσσωρεύει γνώση θεϊκή. Ἀπ’ αὐτὴν μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ μακροθυμία, τὴ συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ δείχνει ὁ Θεός, ὅταν ὑποδέχεται τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό. Δόξα στὸν Ἄναρχο Πατέρα Του, δόξα καὶ στὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 23 Φεβρουάριος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
τοῦ Ἀσώτου
[Α´]
(Λουκ. ιε´ 11-32)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευή
(Ὁμιλίες Β´)
β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 29-52
. Ἡ ἀπερινόητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο φαίνεται ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ὑπομονή, τὴ μεγάλη συγχωρητικότητά Του καὶ τὴ μεγάλη χαρά Του. Τέτοια ἀγάπη στὴ γῆ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μόνο μὲ τὴ μητρική. Ποιός ἔχει μεγαλύτερη ὑπομονὴ πρὸς κάθε πλάσμα στὴ γῆ, ἀπ’ ὅση ἔχει μία μητέρα γιὰ τὸ παιδί της; Ποιός ἔχει μεγαλύτερη συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα; Ποιός κλαίει ἀπὸ χαρά, ὅταν βλέπει τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό, ὅσο μία μητέρα ποὺ βλέπει τὴ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ της;
. Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἡ μητρικὴ ἀγάπη ξεπεράστηκε μόνο ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ὑπομονή Του τὸν ὁδήγησε στὰ φοβερὰ πάθη Του στὸ σταυρό. Ἡ συγχωρητικότητά Του πήγαζε ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη Του, ἀκόμα κι ὅταν βρισκόταν στὸ σταυρό. Ἡ χαρά Του γι’ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦσαν, ἁπάλυνε τοὺς πόνους τῆς στοργικῆς ψυχῆς Του. Μόνο ἡ θεία ἀγάπη ξεπερνάει τὴ μητρική. Μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μάνα μας. Μόνο Ἐκεῖνος μᾶς συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα ἀπὸ ἐκείνη. Μόνο ὁ Θεὸς χαίρεται περισσότερο ἀπὸ τὴ μητέρα μας, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε.
. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὑπομονὴ μαζί μας, ὅταν ἁμαρτάνουμε, δὲν μᾶς ἀγαπᾶ. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὸς ποὺ δὲν μᾶς συγχωρεῖ, ὅταν μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ λιγότερο ἀπ’ ὅλους μᾶς ἀγαπᾶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν χαίρεται, ὅταν βελτιωνόμαστε. Ἡ ὑπομονή, ἡ συγχωρητικότητα κι ἡ χαρὰ εἶναι τὰ τρία μέγιστα χαρακτηριστικὰ τῆς θείας ἀγάπης. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς, τῆς πραγματικῆς ἀγάπης – ἂν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὴ θεϊκή. Χωρὶς τὰ τρία αὐτὰ χαρακτηριστικά, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη. Ἂν δώσεις τὸ ὄνομα «ἀγάπη» σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι σὰ νά ᾽δινες τὸ ὄνομα «πρόβατο» σὲ μία κατσίκα ἢ σ’ ἕνα γουρούνι.
. Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς παρουσιάζει τὴν εἰκόνα τῆς πραγματικῆς, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἱστορημένη μὲ τόσο ζωηρὰ καὶ καθαρὰ χρώματα, ὥστε μπροστὰ στὰ μάτια μας μοιάζει ζωντανή, ὅπως φαίνεται ὁ κόσμος μας μετὰ τὸ σκοτάδι, ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα τὰ χρώματα τῆς εἰκόνας αὐτῆς δὲν ξεθώριασαν, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ξεθωριάσουν ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴ γῆ κι ὁ Θεὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τοὺς ἀγαπᾶ. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ὅσο πιὸ ἁμαρτωλοὶ γίνονται οἱ ἄνθρωποι, τόσο πιὸ ζωντανὴ μοιάζει ἡ εἰκόνα, τόσο πιὸ φρέσκια.
* * *
. «Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» (Λουκ. ιε΄ 11-12). Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Καὶ εἶπε ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς στὸν πατέρα του: πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ὁ πατέρας τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία. Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ πόσο δραματικὸ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Πόσο βάθος κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ἁπλότητα αὐτή! Πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις “ἄνθρωπός τις”, κρύβεται ὁ Θεός. Κάτω ἀπὸ τὶς λέξεις δύο υἱούς, ὑπάρχουν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος κι ὁ ἁμαρτωλός, ἢ μᾶλλον, ὅλοι οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο δίκαιο. Ἀργότερα ἔγινε ἁμαρτωλός. Ὁ ἁμαρτωλὸς ζητάει τὸ μερίδιό του, τόσο ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσο κι ἀπὸ τὸν δίκαιο ἀδερφό του.
. Μὲ τοὺς δύο γιοὺς πρέπει ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε τὴ διπλὴ φύση ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος: τὴ μία ποὺ διψάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἡ μία φύση πιέζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ νοῦ, ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ἡ ἄλλη τὸν σπρώχνει νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς σάρκας (βλ. Ρωμ. ζ΄ 22-23). Ἔχουμε τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν σαρκικό, δύο ἀνθρώπους νὰ συνυπάρχουν στὸν ἕνα. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ πὼς θὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ σαρκικὸς νομίζει πὼς ἡ ζωή του ἀρχίζει, μόνο ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ὁ σαρκικὸς νεώτερος. Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ δημιουργία του ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ἀφοῦ μαθαίνουμε πὼς ὁ Θεὸς εἶπε στὴν ἀρχή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν» (Γεν. α΄ 26).
. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ σαρκική. Ἐξ ἄλλου ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ (Γεν. β΄ 7), στὸν ὁποῖο «ἐνεφύσησεν» τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ, δηλαδὴ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Βέβαια τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως τὸ δημιούργησε ὁ Θεός, ἂν καὶ ἦταν πηλός, δὲν ἦταν ἁμαρτωλό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία. Ἐπίσης ἡ Εὔα ἦταν νεώτερη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ παραβίασε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κι ἔπεσε στὸν πειρασμὸ λόγῳ τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σάρκας της. Μὲ τὴν πτώση της χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγήθηκε «εἰς χώραν μακράν», στὸ βασίλειο τοῦ Σατανᾶ.
. «Δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἔτσι μιλάει στὸν Θεὸ ὁ ἁμαρτωλός. Γιατί ἔτσι εἶναι. Τί ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὁ πηλός, μόνο ὁ πηλός, τίποτ’ ἄλλο. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸν πηλὸ τὸν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ πηλὸς ὅμως δὲν εἶναι μέρος τῆς ὕπαρξής Του. Ἔτσι μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς ὁ πηλὸς τοῦ ἀνήκει. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τ’ ἄλλα ἀνήκουν στὸν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Θεό, ἀνήκουν καὶ στὸν ἴδιο. Ὅπως ὁ Θεὸς λέει: «τέκνον… πάντα τὰ ἐμά, σά ἐστιν» (Λουκ. ιε΄ 31), ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση: «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιϛ΄ 15).
. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό· κι ὅταν ζητήσει νὰ λάβει τὸ μερίδιό του ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ δώσει τίποτα, χωρὶς νὰ χάσει τὴ δικαιοσύνη Του. Γιατί χωρὶς τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτα. Κι ὅλα ὅσα κατέχει, εἶναι τίποτα. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ δίνει πηλό, δηλαδὴ μόνο σῶμα χωρὶς πνεῦμα, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πνευματικὲς δωρεές, πάλι τοῦ ἔχει δώσει περισσότερα ἀπ’ ὅσα τοῦ ἀνήκουν. Καὶ τοῦ τά ’δωσε αὐτὰ ὄχι ὡς πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐλέους. Καθὼς ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσμέτρητα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἔλεος ποὺ ἔχει μία μητέρα πρὸς τὸ παιδί της, ὁ Θεὸς δίνει στὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Του κάτι περισσότερο ἀπὸ πηλό. Μαζὶ μὲ τὸ σῶμα δηλαδὴ τοῦ δίνει καὶ ψυχή, ὅπως καὶ στὰ ζῶα, τοῦ ἀφήνει καὶ κάποια πνευματικὰ χαρίσματα ὅπως ἐπίγνωση, συνείδηση, ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἕνας μικρὸς σπινθήρας, ἀρκετὸς νὰ τὸν διαφυλάξει, γιὰ νὰ μὴν πέσει χαμηλὰ καὶ φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἕνα ζῶο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα.
. «Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ὁ πρεσβύτερος γιὸς κάθισε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του κι ἀπολάμβανε ὅλα τὰ ἀγαθά του. Ὁ νεώτερος γιὸς ὅμως «μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα… ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄ 13). Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἀσωτεία καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία του.
. Αὐτὸ τὸ “μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας”, δὲν θυμίζει ἆραγε τὴ σύντομη παραμονὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο; Ὅταν ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ, ζήτησε κι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μερίδιό του. Τότε εἶδε τὴ γύμνωσή του. Εἶδε δηλαδὴ πὼς χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτα. Κι ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός Του δὲν τὸν ἔδιωξε γυμνό, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε ροῦχα. «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτοὺς» (Γεν. γ΄ 21). «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ΄ 19), εἶπε στὸν Ἀδάμ. Αὐτὸ σημαίνει: Στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο ὁ πηλὸς εἶναι δικός σου. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι δικά μου. Ζήτησες αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει κι Ἐγὼ σοῦ τὸ ἔδωσα. Γιὰ σένα ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ζήσεις ἔστω καὶ στὴ σκιὰ αὐτοῦ ποὺ ἤσουν πρίν, σοῦ δίνω καὶ κάτι παραπάνω. Σοῦ δίνω ἕνα σπινθήρα τῆς θεϊκῆς μου δύναμης καὶ ἀξίας.
. Αὐτό, ποὺ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ, ἐπαναλαμβάνεται ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ ἑκατομμύρια ἀπογόνους του. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία τους χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, λαβαίνουν τὸ μερίδιό τους κι ἀποδημοῦν εἰς χώραν μακράν. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ πιέσει κανέναν νὰ μείνει μαζί Του. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ δὲν θέλει μὲ τίποτα νὰ περιορίσει τὴν ἐλευθερία του, γιατί αὐτὸ θά ’ταν ἀντίθετο στὴ θεϊκή Του φύση.
. Τί κάνει τώρα ὁ ἀνόητος ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν χωρίζεται ἀπ’ Αὐτόν; Ἀποδημεῖ σὲ χώρα μακρινὴ καὶ σπαταλάει τὴν περιουσία του ζώντας μὲ ἀσωτεῖες. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχει κάνει ἕνας μόνο ἁμαρτωλός. Δὲν τὰ ἔκανε μόνο ὁ νεώτερος γιὸς τῆς παραβολῆς. Αὐτὰ τὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅταν χωρίζονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ «ἐξέλιπαν ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν» (Ψαλμ. οζ΄ 33).
. Τί σημαίνει ζῶν ἀσώτως; Πὼς τὶς μέρες του τὶς δαπάνησε ἄσκοπα, μέσα στὴν ἁμαρτία, μὲ μεθύσια, διαπληκτισμούς, ὀργή, σπατάλες καὶ κυρίως μὲ ἀνηθικότητα. Μὲ ἁμαρτίες ποὺ σπαταλοῦν τὶς ζωτικὲς λειτουργίες γρήγορα καὶ ὁλοκληρωτικά, ἐνῶ ὁ θεϊκὸς σπινθήρας ἐξαφανίζεται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀγάπη, παραδίνεται στὰ πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, κυκλώνεται ἀπὸ πλῆθος παθῶν καὶ περιφέρεται ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι σὰν νὰ παίρνει τὸ τσεκούρι καὶ νὰ κόβει τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ζωῆς του. Κόβει κάθε μέρα κι ἀπὸ μία ρίζα, ὡσότου τὸ δέντρο ἀρχίσει νὰ μαραίνεται. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔζησε ἄσκοπα καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του. «Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Κι ἀφοῦ τὰ ξόδεψε ὅλα, στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα ἔπεσε πείνα μεγάλη κι ἄρχισε κι ὁ ἴδιος νὰ πεινᾶ. Στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, ὑπάρχει πάντα πείνα, γιατί ἡ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο ἄνθρωπο. Ἡ τροφή της τὸ μόνο ποὺ κάνει, εἶναι νὰ αὐξάνει τὴν πείνα του. Ἡ γῆ μόνο τὰ ἄλογα ζῶα μπορεῖ νὰ χορτάσει. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν ἄνθρωπο. Στὴ μακρινὴ χώρα πάντα ὑπάρχει πείνα. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ξεχνᾶ τελείως τὸν Θεὸ καὶ δαπανᾶ ὅλες τὶς ζωτικὲς δυνάμεις του, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μὲ τὸ μερίδιό του, πέφτει σὲ μεγάλη πείνα. Μία πείνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει οὔτε γιὰ μία στιγμὴ ἡ γῆ ὁλόκληρη, μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της.
. Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ γῆ, στὸ σῶμα καὶ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις. Ἡ τραγωδία γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀρχίζει ὅταν ὅλ’ αὐτὰ γίνονται ἀποκρουστικά, μοιάζουν μὲ βρῶμα καὶ δυσωδία. Τότε ἀρχίζει νὰ παραπονιέται γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ καταριέται τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Μὲ στεγνὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, νιώθει σὰν νά ’χει μέσα του ἕνα κενό, σὰν νά ’ναι ἕνα καλάμι ξερό, ἀπ’ ὅπου περνάει παγερὸς ἀέρας. Ὅλα τοῦ φαίνονται μαῦρα. Ὅλα εἶναι ἄσχημα, ἀηδιαστικά. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται, τά ’χει χαμένα, δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Δὲν πιστεύει στὴ ζωή του. Πῶς τότε μπορεῖ νὰ πιστέψει στὴν ἄλλη; Ἐκείνη τὴν ἔχει ξεχάσει ἐντελῶς, τούτην ἐδῶ ἄρχισε νὰ τὴν μισεῖ. Τί κάνουμε τώρα; Ποῦ πᾶμε; Τὸ σύμπαν ὁλόκληρο τὸν πιέζει καὶ πουθενὰ δὲν βλέπει πόρτα μὲ ἔνδειξη «ἔξοδος».
. Ὁ τάφος δὲν εἶναι διέξοδος, εἶναι εἴσοδος. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοια ἀπελπισμένη κατάσταση, τοῦ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἦταν κοντά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ἂν καὶ κρυφά, ἀόρατα. Τώρα ὅμως τοῦ παρουσιάζεται, τὸν παίρνει στὴν ὑπηρεσία του καὶ τὸν στέλνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ ποιμάνει τοὺς χοίρους. Ὅπως λέει κι ἡ παραβολή, «πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ιε΄ 15).
. Αὐτὸ παθαίνει κάθε ἀνυπάκουος γιὸς ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸν ἀποχαιρέτησε γεμάτος ὑπερηφάνεια καὶ μεγάλα σχέδια γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν εὐτυχία του, ἀλλὰ κατάντησε δοῦλος κάποιου ποὺ ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἔγινε ποιμένας σὲ ξένους χοίρους.
. Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸν ἕνα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐννοεῖ τὸν πονηρό. Ἐδῶ βέβαια ἀναφέρεται ἄνθρωπος, ὅπως κι ὁ πατέρας ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ἱστορεῖται ὅμως μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφυγε ὁ ἀνόητος γιός. Αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος τῆς οὐράνια βασιλείας, οὔτε κὰν τῆς ἐπίγειας, ἀλλὰ κάποιας τρίτης, τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καὶ τῆς φρίκης, τῆς παρακμῆς καὶ τῆς γέεννας, τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Μὲ τὸν πρῶτο, τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ὁ ἁμαρτωλὸς ὀνομάζεται γιός, μὲ τὸν ἄλλο, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», ὀνομάζεται δοῦλος. Ὅταν ἦταν κοντὰ στὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἦταν εὐλογημένος, εἶχε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ μάλιστα μὲ ἀφθονία. Μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», πεινάει. Πεινοῦσε τόσο πολύ, ὥστε ἤθελε νὰ φάει τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε κὰν ἀπ’ αὐτά. Οἱ χοῖροι ἐδῶ ἔχουν μία βαθύτερη σημασία. Μ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς κατοίκους τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι φορεῖς κάθε ἀκαθαρσίας. Καὶ οἱ χοῖροι εἶναι τὰ ὁρατὰ σύμβολα τῆς βρωμιᾶς. Ὅταν ὁ Κύριος «ἐξέβαλε» τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, τὰ ἔστειλε στοὺς χοίρους (βλ. Λουκ. η΄ 32-33). Ὅπως οἱ χοῖροι εἶναι κολλημένοι στὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ριζώνουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὡσότου βροῦν μέσα του κάποια ἀκαθαρσία γιὰ νὰ τραφοῦν. Μὲ τὰ ξυλοκέρατα πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε κάθε ἀκαθαρσία τοῦ μέσα ἀνθρώπου, δηλαδὴ πονηρὲς σκέψεις, ἰδιοτελεῖς, ἁμαρτίες, ἀκάθαρτες καὶ λάγνες ἐπιθυμίες κι ἄλλα πάθη. Τὰ πονηρὰ πνεύματα τρέφονται καὶ ἱκανοποιοῦνται μὲ ὅλα ὅσα ἀπομυζοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν μαραίνουν. Ὅλα ὅσα γίνονται στὸ σκότος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ δὲν φτάνει ὁ θεῖος φωτισμός, ὅπως οἱ καρποὶ ποὺ ἀναπτύσσονται μέσα στὸ ἔδαφος, εἶναι ἡ ἀκάθαρτη τροφὴ γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα.
. Τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅμως δὲν δίνουν τὴν τροφὴ αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τους. Τὸν τρέφουν ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γίνει ὁλότελα δικός τους, ποὺ θὰ ὑποταχθεῖ στὴ δύναμή τους. Μετά, ὅταν τὸν ἔχουν στὸ χέρι τους, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸν ταΐσουν ἄλλο. Ἡ τροφή τους εἶναι δηλητήριο· κι αὐτὸς τώρα ἔχει δηλητηριαστεῖ ὁλόκληρος. Αὐτὸ ποὺ ὣς τότε ἦταν δηλητήριο, τώρα τὸν τρέφει. Ροκανίζουν τὴν ψυχή του καὶ περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ποὺ θὰ μποροῦν νὰ τὴν ταΐσουν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερα βάσανα στὸ σκοτάδι τῆς γέενας. Ὅπως εἶπε ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, «κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος» (Ψαλμ. ρμβ΄ 3). Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ προτοῦ πεθάνει σωματικά.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ-2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
βλ. σχετ.:
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -1 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.)
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -2 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) Γι᾽ αὐτό ἐπικρατεῖ σήμερα ἕνα φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού λέγεται διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -3 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) Ἐπιστρέφει, ἐλπίζοντας στή γνωστή ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἀμφιβάλλει γι᾽ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή τόν ἐλέγχει, ἀλλά καί τόν κάνει νά ἐπιστρέφει.
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -4 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) «Παιδάκι μου, Ἐγώ γιά σένα ὑπάρχω»!
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Β´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Γ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Δ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-1 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-2 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-3 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-4 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-5 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-6 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-7 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-8 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
ΠΗΓΗ: agiosthomas.gr
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ [Κυριακὴ τῆς Χαναναίας]–3 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)« Ἆραγε δὲν θ’ ἀπορρίψει ὁ Κύριος ἐκείνους ποὺ τὸν ἀπορρίπτουν;»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 10 Φεβρουάριος 2019
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ὁμιλία στὴν
Κυριακὴ ΙZ´ Ματθαίου
[τῆς Χαναναίας]
(Ματθ. ιε´ 21-28)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Ε´- Κυριακοδρόμιο Β´»,
Ἀθῆναι 2013, μετάφρ. Π. Μπότση,
σελ. 137-158.
Μέρος Γ´
Μέρος Α´: Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ [Κυριακὴ τῆς Χαναναίας]–1 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Μέρος Β´: Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ [Κυριακὴ τῆς Χαναναίας]–2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς) «Τὸ ψωμὶ εἶναι ὁ Χριστός· ψίχουλα εἶναι ἔστω καὶ οἱ ἐλάχιστες τῶν δωρεῶν Του».
. Ὁ Κύριος δίδασκε προοδευτικὰ τοὺς μαθητές Του στὸ σχολεῖο τῆς πίστης. Μὲ τέτοια περιστατικὰ στοὺς χώρους τῶν εἰδωλολατρῶν, τοὺς παρεῖχε διδασκαλία σταθερὴ καὶ συμπλήρωνε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἐκπαίδευσή τους. Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς, ποὺ ὅλα ὅσα εἶχε μάθει στὸ χῶρο ποὺ ζοῦσε γιὰ τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ γιὰ τὴ ζωὴ ἦταν ὅλα πλανεμένα! Εἶχε μάθει πὼς ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι, τὰ ζῶα κι οἱ πέτρες, ἦταν θεοί. Εἶχε γεννηθεῖ κι εἶχε ζήσει στὸ σκοτάδι, στὴν ἄγνοια. Τέλος, ἀνῆκε στοὺς Χαναναίους, τὴν πονηρὴ αὐτὴ φυλὴ ποὺ ὁ Θεὸς τὴν ὁδήγησε μακριὰ ἀπὸ τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, γιὰ νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ἐκλεκτὸς λαός Του. Ἐδῶ ὑπάρχει ἀρκετὴ διδαχή, μία μεγάλη αἰτία γιὰ νὰ στοχαστοῦμε τοὺς τρόπους τοῦ Θεοῦ, πολλοὶ λόγοι γιὰ νὰ κάνουν τοὺς ἀποστόλους καὶ τὸ ἔθνος τους νὰ ντρέπονται καὶ νὰ μετανοοῦν. Οἱ ἀπόστολοι ἀντιλήφθηκαν τὴ διδασκαλία αὐτὴ καὶ τὴν ἔκαναν δική τους, ἂν ὄχι ἀμέσως, λίγο ἀργότερα. Βεβαιώθηκαν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ τὴ διέδωσαν σ’ ὁλόκληρη τὴ γῆ. Θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν παντοδύναμη αὐτὴ πίστη καὶ τελικὰ δοξάστηκαν οἱ ἴδιοι. Ἐμεῖς κατανοήσαμε τὴν πίστη αὐτή, τὴν κάναμε δική μας; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Ἐκλεκτὸς Λαός Του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἡ Νέα Βασιλεία καὶ τὸ Νέο Ἱερατεῖο.
. Προσέξτε ὅμως πόσο λίγη σημασία δίνουν οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ στὸ Χριστό, πόσο τὸν περιφρονοῦν! Παρατηρῆστε πῶς, βαπτισμένοι ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὄχι μόνο ἔχουν γίνει ὀλιγόπιστοι, ἀλλὰ κατάντησαν ἕνας ἄπιστος καὶ διεφθαρμένος λαός. Πιστεύουν περισσότερο σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο παρὰ στὸν Χριστό. Ἀναζητοῦν βοήθεια καὶ στήριξη στὴ ζωή τους σὲ τυφλὰ καὶ κουφὰ στοιχεῖα γύρω τους, παρὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν παντοδύναμο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπέσυραν πάνω τους φοβερὲς τιμωρίες, ἔγιναν πονηροί, ἀδύναμοι καὶ ταλαίπωροι, ὅπως ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι τὴν ἐποχὴ τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ.
* * *
. Οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ κρατοῦν τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, μὰ ὑπάρχουν πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς σήμερα ποὺ ὄχι μόνο δὲν εἰσέρχονται στὴ βασιλεία αὐτή, μὰ δὲν ἀφήνουν νὰ μποῦν μέσα κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν. Ἔτσι ἀποδείχνονται χειρότεροι, πιὸ ἰδιοτελεῖς καὶ γήινοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς. Κατορθώνουν ἔτσι ν’ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὰ μὴ χριστιανικὰ ἔθνη καὶ τὰ ἐμποδίζουν νὰ μποῦν στὴ Βασιλεία ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦν. Μόνο ψίχουλα πέφτουν ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στοὺς λαοὺς αὐτούς, κι αὐτοὶ τὰ μαζεύουν καὶ τὰ τρῶνε. Πῶς μποροῦν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες αὐτοὶ νὰ χορτάσουν, ὅταν οἱ Εὐρωπαῖοι κι οἱ Ἀμερικανοί, ποὺ κάθονται σὰν κύριοι στὸ βασιλικὸ τραπέζι, μένουν πνευματικὰ πεινασμένοι καὶ διψασμένοι; Δὲν θὰ φτάσει κάποια στιγμὴ στὸ τέλος της ἡ ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ; Δὲν θ’ ἀπορρίψει ὁ Κύριος ἐκείνους ποὺ τὸν ἀπορρίπτουν, ὅπως ἔχει κάνει ἤδη μὲ μερικούς, καὶ θὰ πεῖ πῶς οἱ κλητοὶ ἀποδοκιμάστηκαν, ἐνῶ οἱ μὴ κλητοὶ ἔγιναν ἀποδεκτοί, οἱ εὐλογημένοι ἔγιναν καταραμένοι κι οἱ καταραμένοι εὐλογήθηκαν;
. Τί ἀπομένει νὰ κάνουμε ἐμεῖς σ’ αὐτὴ τὴν ἄπιστη γενιά; Τίποτα περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἔκανε ἡ Χαναναία: νὰ προσευχηθοῦμε καρτερικὰ στὸν παντοδύναμο Χριστό, νὰ κραυγάσουμε μὲ πίστη: «Κύριε, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!» Ἂν εἶναι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ν’ ἀντικαταστήσει ἕναν ἐκλεκτὸ λαὸ μ’ ἕναν ἄλλο, ἂν εἶναι στὸ θέλημα Toυ νὰ πάρει τὴ βασιλεία Toυ ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ ἔθνη καὶ νὰ τὴ δώσει σὲ ἄλλους, ἂν ἡ τιμωρία γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας εἶναι κοντά, ἀκόμα καὶ τότε δὲν θ’ ἀποβληθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μαζὶ μὲ τὰ χριστιανικὰ ἔθνη, ὅπως δὲν ἀποβλήθηκαν κι ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ σώθηκαν, ὅπως σώθηκαν καὶ κεῖνοι ποὺ τὸν ὁμολόγησαν τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ζοῦσε στὴ γῆ. Πολλοὶ Ἰουδαῖοι βαπτίστηκαν ἀργότερα καὶ ἀρκετοὶ ἔγιναν μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἐπιστρέφουν κοντά Του σήμερα, σώζονται, ὅπως σώθηκαν καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς προπάτορές τους, προτοῦ παύσουν νὰ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαός. Ὁ Θεὸς ἐνδιαφερόταν πάντα περισσότερο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων παρὰ γιὰ τὰ κράτη καὶ τοὺς λαούς. Δὲν πρέπει νὰ φοβηθοῦμε λοιπὸν νὰ διακηρύξουμε: «Τὰ ὑπάρχοντα χριστιανικὰ κράτη καὶ ἔθνη θὰ καταστραφοῦν, ὅλοι μας θὰ καταστραφοῦμε». Ἂς πάθουν λοιπὸν τὰ κράτη καὶ τὰ ἔθνη αὐτὸ ποὺ τοὺς ἀξίζει. Οὔτε ἕνας ἄντρας ἢ μία γυναίκα, ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, ὅμως δὲν πρόκειται νὰ καταστραφεῖ. Ὁ Θεὸς βρῆκε ἕναν μόνο πιστὸ στὰ Σόδομα -τὸ δίκαιο Λὼτ– κι ἔσωσε αὐτὸν μόνο, ἐνῶ κατέστρεψε τὰ Σόδομα.
. Ἂς μιμηθοῦμε τὴν ἐπίμονη προσευχὴ καὶ τὴ δυνατὴ πίστη τῆς Χαναναίας κι ἂς μὴν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε γιὰ μία στιγμή. Ἡ πίστη μᾶς πρέπει νὰ εἶναι δυνατή, ἐπίμονη. Ἂς προσπαθοῦμε διαρκῶς νὰ κρατοῦμε τὴ φλόγα τῆς πίστης μας δυνατή, νὰ μὴ σβήσει. Ἂς στέλνουμε διαρκῶς τὶς προσευχές μας στὸν Κύριο τόσο γιὰ μᾶς ὅσο καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ πίστη, μόνο αὐτή, θὰ δυναμώσει τὴν ψυχή μας καὶ θ’ ἀποβάλει κάθε φόβο κι ἀμφιβολία ἀπὸ μέσα μας. Ἡ προσευχὴ θὰ καθαρίσει τὴν ψυχή μας καὶ θὰ μᾶς γεμίσει μὲ χαρά, πίστη, καλοὺς λογισμοὺς καὶ φλογερὴ ἀγάπη.
. Εἴθε ὁ στοργικὸς κι ἐλεήμων Κύριος νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη μας καὶ ν’ ἀκούσει τὶς προσευχές μας. Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ.: «ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»
βλ. σχετ.: Η ΝΗΠΤΙΚΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ (ΙΖ´ Ματθ.)
Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΙΣΤΗ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ (Κυρ. ΙΖ´ Ματθ. “Τῆς Χαναναίας”)