Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἅγ. Μάρκος ὁ Εὐγενικός
ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ, ΣΤΩΜΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ (Δ. Νατσιός)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ στὶς 16 Ἰούνιος 2016
Στῶμεν καλῶς, στῶμεν ὀρθοδόξως
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Θεολόγος, Κιλκίς
«Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν, ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Ὥστε ὅτε περὶ Πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἰμί; Ἱερεύς, ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Οὐδείς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;» [ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης]
. 1 Φεβρουαρίου 1440. Ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ἀποστολὴ τῶν Ἑλλήνων ἱεραρχῶν ποὺ συμμετεῖχαν στὴν ψευτοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Στὸ λιμάνι τοὺς ἀναμένει ὁ λαός. Γράφει ὁ ἱστορικὸς Δούκας: «Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς εὐθέως ἀπὸ τριήρων ἀποβάντες καὶ οἱ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸ σύνηθες ἠσπάζοντο αὐτοὺς ἐρωτῶντες πῶς τὰ ὑμέτερα; Πῶς τὰ τῆς συνόδου; Εἰ ἄρα ἐτύχομεν τὴν νικῶσαν; Οἱ δὲ ἀπεκρίνοντο: Πεπράκαμεν (=πουλήσαμε) τὴν πίστιν ἡμῶν, ἀντηλλάξαμεν τῇ ἀσεβείᾳ τὴν εὐσέβειαν, προδόντες τὴν καθαρὰν θυσίαν, ἀζυμίται γεγόναμεν. Ταῦτα καὶ ἄλλα αἰσχρότερα καὶ ρερυπασμένα λόγια… Εἰ (=ἐὰν) γάρ τις αὐτοὺς ἤρετο (=ρωτοῦσε), καὶ διατὶ ὑπεγράφετε ἔλεγον: φοβούμενοι τοὺς Φράγκους. Καὶ πάλιν ἐρωτῶντες αὐτοὺς εἰ ἐβασάνισαν οἱ Φράγκοι τινά, εἰ ἐμαστίγωσαν, εἰ εἰς φυλακὴν ἔβαλον. Οὐχί. Ἀλλὰ πῶς; Ἡ δεξιὰ αὐτὴ ὑπέγραψεν, ἔλεγον, κοπήτω, ἡ γλῶσσα ὡμολόγησεν, ἐκριζούσθω… καὶ γὰρ ἦσαν τινὲς τῶν ἀρχιερέων, ἐν τῷ ὑπογράφειν λέγοντες: οὐχ ὑπογράφομεν, ἐὰν μὴ τὸ ἱκανὸν ἡμῖν τῆς πρὸς ὁδὸν παράσχητε. Οἱ δὲ ἔδιδον καὶ ἐβάπτετο κάλαμος…».
. Ὑπέγραψαν τὴν ἀτιμωτικὴ καὶ προδοτικὴ «ἕνωση», οἱ «ἅγιοι» ἀρχιερεῖς γιὰ τρεῖς λόγους.
Πρῶτον: Κάποιοι, ὅπως οἱ ἐξωμότες μετέπειτα καρδινάλιοι, Βησσαρίων καὶ Ἰσίδωρος, γιατί τοὺς «γυάλισαν» τὰ χρυσοφόρα ἀξιώματα τοῦ πάπα καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ δεινά. Δειλοὶ καὶ ριψάσπιδες ἐγκαταλείπουν τὸ ἐμπερίστατο ποίμνιό τους λίγο πρὸ τῆς ἁλώσεως.
Δεύτερον: Ἄλλοι ἀπὸ φόβο -«φοβούμενοι τοὺς Φράγκους».
Τρίτον: Μερικοὶ «λύγισαν» ἀπὸ τὰ φλωρία τοῦ πάπα. Ἔπαιρναν τὰ ἀργύρια καί… ἐβάπτετο κάλαμος.
. Ὁ λαὸς τοὺς ἔφτυσε κατάμουτρα, ἡ ἱστορία τοὺς διέσωσε ὡς προδότες τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος. (Ἂς τὰ ἔχουν αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν ὅσοι ἀρχιερεῖς θὰ λάβουν μέρος στὴν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης τὸν Ἰούνιο).
. Ἕνας μόνον ἐπέστρεψε μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, τὸν ὁποῖο ὁ λαὸς ἐπευφημοῦσε. Ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός. Οὔτε τὰ ἀργύρια οὔτε τὰ ἀξιώματα οὔτε οἱ ἀπειλὲς τοῦ θηρίου τῆς Ρώμης, τὸν πτόησαν. Δὲν ὑπέγραψε τὸν τόμο τῆς ψευτοενώσεως, ἔσωσε τὸ Γένος ἀπὸ τὸν ἐκλατινισμό, κατήσχυνε τοὺς παπικούς, τὰ αἱρετικὰ κατακάθια. (Οἱ παραπομπὲς στὸν Δούκα, ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὸν 6ο τόμο, σελ. 299 τῆς Ἱστορίας τοῦ Παπαρρηγόπουλου).
. 12 Δεκεμβρίου 1452. Ἡ περιώνυμος Πόλις ἑτοιμάζεται γιὰ τὸν τελικὸ ἀγώνα μὲ τοὺς Τούρκους, ὅπως θὰ τὸν ὑπαγόρευε ἡ ἀξιοπρέπεια ἑνὸς κράτους, μίας αὐτοκρατορίας μὲ ὑπερχιλιετῆ ἔνδοξη ἱστορία. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁρίστηκε νὰ γίνει κοινὴ (ἑνωτικὴ) λειτουργία Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, στὴν Ἁγία Σοφία, τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
. Ἡ λειτουργία αὐτὴ ἔγινε πράγματι, τὴν 12 Δεκεμβρίου 1452, παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῶν ἀρχόντων, διαβάσθηκε σ’ αὐτὴν τὸ Πρακτικὸ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶχε συνταχθεῖ στὴ σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439) καὶ μνημονεύθηκαν στὰ «Ἅγια» τόσον ὁ πάπας (Νικόλαος) ὅσον καὶ ὁ πατριάρχης (Γρηγόριος). Νὰ τί παραδίδει σχετικῶς ὁ Δούκας (φιλοενωτικός, λατινόφρων):
. «Ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξεδηλοῦντο ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως, ὁ βασιλιὰς μὲ τὴ σύγκλητο καὶ ἀπὸ τὸν κλῆρο ἱερεῖς καὶ διάκονοι, ἦλθαν στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, ὅπου θὰ γινόταν λειτουργία κοινῇ ὁμονοίᾳ (μὲ μονοιασμένους δηλαδὴ ὀρθοδόξους καὶ παπικοὺς) καὶ προσευχὴ ἀδόλῳ γνώμῃ (μὲ καθαρὴ καὶ ἄδολη καρδιά). Κατὰ τὴν ὥρα ὅμως αὐτῆς τῆς θείας Λειτουργίας, οἱ ἀντιφρονοῦντες (ἀνθενωτικοὶ ἢ σχηματικοί, ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν) συγκεντρώθηκαν σὲ ἄλλους ναοὺς (ἦταν ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος), ὅπου λειτουργοῦσαν ἀνθενωτικοὶ ἱερεῖς, ἐνῶ πολλοὶ ἐπῆγαν στὴ μονὴ τοῦ Παντοκράτορος. Ἐκεῖ ἀσκήτευε ὁ μοναχὸς Γεννάδιος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Σχολάριος. (Ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση, ἔγινε ὁ πρῶτος πατριάρχης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα Γεννάδιος Β´. Στὰ πέντε χρόνια ποὺ ἔμεινε πατριάρχης, δύο φορὲς ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθεῖ. Πέθανε τὸ 1468), τὸν ὁποῖον οἱ ἀνθενωτικοὶ-οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνώριζαν ὡς ἀρχηγό τους.
. Ὁ Γεννάδιος κλείστηκε στὸ κελί του καὶ τοιχοκόλλησε ἀπ’ ἔξω ἕνα σημείωμά του, ὅπου ἐξέθετε συνοπτικὰ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ θέμα. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφυγαν οἱ διαδηλωτὲς (ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ὀνομάσει κανεὶς) καί, καθὼς σημειώνει ὁ γνωστὸς γιὰ τὶς φιλοενωτικὲς ἀπόψεις του χρονογράφος Δούκας: «ὁ χυδαῖος καὶ ἀγοραῖος λαὸς ἐξελθόντες ἐκ τῆς αὐτῆς τοῦ μοναστηρίου ἐν καπηλείοις, κρατοῦντες ἐν χερσὶ τὰς φιάλας πλήρεις ἀκράτου, ἀνεθεμάτιζον τοὺς ἑνωτικούς…». Ὁ λατινόφρων χρονογράφος ἐμφορεῖται ἐμφανῶς ἀπὸ πάθος κατὰ τῶν ἀντιδρώντων στὴν ἕνωση, ἐνῶ ἡ συγκέντρωση στὰ καπηλειά, ποὺ ἀναφέρει, εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο νὰ ἔγινε πρωινὲς ὧρες μίας ἐργασίμου ἡμέρας (ὑπολογίζεται ὅτι πρέπει νὰ ἦταν ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος Τρίτη, ἡ 12 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους ἐκείνου, τοῦ 1452).
. Γιὰ τὸ πνεῦμα ἐξ ἄλλου, τὶς σκέψεις καὶ τὶς προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πλειονότητα τῶν ἀρχόντων δέχθηκαν, τὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ψευτοένωση, ὁ ἴδιος χρονογράφος σημειώνει στὴ συνέχεια τῆς ἀφηγήσεώς του τὰ ἀκόλουθα: «οἱ δὲ ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ ἀθροισθέντες Χριστιανοὶ δέησιν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῆ ποιήσαντες καὶ τοὺς λόγους τοῦ καρδιναλίου ἐνωτισθέντες, ἔστερξαν (τὸ ρῆμα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ χρονογράφος, εἶναι ἐκφραστικὸ τῆς δυσκολίας καὶ τῆς δυσφορίας μὲ τὴν ὁποίαν οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως – καὶ πιθανώτατα πολὺ μεγάλο μέρος τῶν καλουμένων ἑνωτικῶν – ἐδέχοντο τὴν ἕνωση, ἐν ὄψει τῶν τραγικῶν στιγμῶν, ποὺ περνοῦσε ἡ πατρίδα τους) τὸν τῆς ἑνώσεως ὅρκον, καὶ αὐτὸν μετὰ συμφωνίας, ὡς ὅτι παρελθούσης τῆς περιστάσεως τῶν Τούρκων καὶ γαλήνης γενομένης καθίσαντες τινὲς τῶν ἐλλογίμων ἴδωσι (θὰ καθίσουν δηλαδὴ κάτω μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ εἰδικοὺς καὶ θὰ δοῦν) τοὺς ὅρους καὶ εἴ τι ἔστι τι τὸ μὴ τελείως ὀρθοτομοῦν (ἐὰν δηλαδὴ ὑπάρχει κάτι ποὺ σὲ κάποιο σημεῖο του δὲν εἶναι ἀπολύτως σωστό), διορθώσωσιν. Ἐν τῇ συμφωνίᾳ οὖν αὐτῇ ἔστερξαν τοῦ γενέσθαι λειτουργίαν κοινὴν ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ, τελεσθεῖσα παρ’ Ἰταλῶν καὶ Γραικῶν, καὶ μνημονεύσαντες τὸν πάπαν Νικόλαον ἐν τοῖς διπτύχοις καὶ τὸν ἐξόριστον πατριάρχην Γρηγόριον…».
. Καὶ συνεχίζει ὁ χρονογράφος ἐκθέτων τὴ στάση καὶ τῶν λιγότερο ἀνεκτικῶν πρὸς τὴν “ἕνωση” (πού, ἐξ ἀνάγκης – λόγῳ ἀξιώματος προφανῶς – εἶχαν λάβει μέρος στὴν κοινὴ λειτουργία): «Ἦσαν δὲ καὶ πολλοί, οἳ οὐκ ἔλαβον προσφορὰν ἀντιδώρου (ποὺ δὲν δέχθηκαν δηλαδὴ νὰ πάρουν ἀντίδωρο) ὡς βδελυκτὴν θυσίαν τελεσθεῖσαν ἐν τῇ ἑνωτικῇ λειτουργίᾳ».
. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, καταλήγει ὁ χρονογράφος, προσέρχονταν ὁ λαὸς στὴν Ἁγία Σοφία σὰν νὰ ἦταν ἑβραϊκὴ συναγωγὴ (δηλαδὴ μὴ χριστιανικὸς ναὸς) καὶ δὲν ὑπῆρχε μέσα ἐκεῖ οὔτε θυσιαστήριο οὔτε θυμίαμα. Ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ κάποια ἐπίσημη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν γινόταν λειτουργία στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅσοι τὴν παρακολουθοῦσαν παρέμεναν μόνο ἕως τὴν ὥρα τῆς προσφορᾶς (τῶν τιμίων δώρων) – δηλαδὴ ἕως τὰ καλούμενα ἅγια – καὶ τότε μὲ μιᾶς «πάντες ἐξήρχοντο», ἐπειδὴ θὰ ἐμνημονεύετο τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. «Καὶ τὸν ναὸν ὡς βωμὸν καὶ τὴν θυσίαν ὡς Ἀπόλλωνι τελουμένην ἐνόμιζον», ἐπιλέγει ὁ Δούκας, δηλαδὴ θεωροῦσαν τὸ χριστιανικὸ ἐκεῖνο ναὸ ὡς εἰδωλολατρικὸ βωμὸ καὶ ὅτι ἡ θεία λειτουργία δὲν ἦταν παρὰ τελετουργία θυσίας στὸν Ἀπόλλωνα. Αὐτὰ τότε.
. Ἡ Πόλις ἔπεσε καὶ ἁλώθηκε, διότι μαγαρίστηκε ἡ Ἁγιὰ-Σοφιά, τὴν ἡμέρα ποὺ μνημονεύτηκε ὁ ἀρχηγέτης τῶν Γαδαρηνῶν-Φράγκων, ὁ πάπας. Ὁ λαὸς μίσησε τοὺς πολιτικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες του, γιατί πρόδιδαν τὴν ἁγία Ὀρθοδοξία. Δὲν ὑπῆρχε ὁμόνοια, ἑξασθένισε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὅταν ἐξασθενεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, πλήττονται καὶ τὰ θεμέλια του Ἑλληνισμοῦ. Καὶ «ἤτανε θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει», γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ὀρθόδοξη μαγιὰ τοῦ Γένους.
. Σήμερα ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του, ἀφοῦ πολέμησε σχεδὸν κατ’ ἄρθρον τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκτεθεῖσα στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τώρα ἔχει φθάσει στὴν τελευταία καὶ πιὸ σπουδαία παράγραφο: «Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
. Ὅλες οἱ ἀλήθειες τῆς Πίστεως ζωοποιοῦνται στὸ τελευταῖο ἄρθρο, πραγματοποιοῦνται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
. Μέγας ἐχθρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι σήμερα ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τοῦ πάπα. Ὅσοι ὀνειροφαντάζονται «Φλωρεντίες» ἂς ἔχουν ὑπ’ ὄψιν ὅτι φρουρὸς καὶ φύλακας τῆς ὑγιοῦς Πίστεως εἶναι ὁ λαός.Τὰ παθήματα, ἂς γίνονται μαθήματα.
. Τούτη τὴν πονηρὴ ἐποχὴ στὶς σημαῖες τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νὰ ἀναγραφεῖ ὁ ἀπροσκύνητος λόγος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. «Φεύγετε καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, τὴν πρὸς τοὺς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καὶ τὸ μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων».
. Σύνθημά του ἰσόβιο ἦταν καὶ εἶναι: «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως».
ΜΙΚΡΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΦΕΣΟΥ ΑΓ. ΜΑΡΚΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟ-ΠΑΠΙΚΟΥΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ” ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ «Πάντες σχεδὸν προδεδομένοι καὶ ἕτοιμοί εἰσι»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ στὶς 19 Ἰανουάριος 2016
Μικρὰ στιγμιότυπα
ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀγῶνες τοῦ Ἐφέσου Ἁγ. Μάρκου
μὲ τοὺς φιλο-παπικοὺς “Ὀρθοδόξους” στὴ Φλωρεντία
[V. Laurent, Les “Memoires” du Grand Ecclesiarque de l’ Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-439), Paris 1971, σ. 444-448]
Σύντομο ὑπόμνημα:
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Συλβέστρου Συροπούλου, Μ. Ἐκκλησιάρχου τῆς Ἁγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).
Στοὺς διαλόγους, μὲ κόκκινα γράμματα σημειώνονται τὰ λόγια τοῦ Ἐφέσου Ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ καὶ τῶν ὁμογνωμόνων του, ἐνῶ μὲ μπλὲ τῶν φιλοπαπικῶν “Ὀρθοδόξων” καὶ ἐχθρῶν τοῦ Ἁγ. Μάρκου.
Σὲ ἀγκύλες σύντομες γλωσσικὲς ἐπεξηγήσεις μου.
Ἐφέσου: ὁ Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικὸς
Ἡρακλείας Ἀντώνιος: ὁμόγνωμος τοῦ Ἐφέσου Ἁγ. Μάρκου, πιεσθεὶς ὅμως πολὺ τελικὰ ὑπέκυψε καὶ ὑπέγραψε τὴν ἕνωση
Μυτιλήνης Δωρόθεος, Λακεδαιμονίας Μεθόδιος: φίλο-παπικοὶ ἐχθροί του Ἁγ. Μάρκου
Νικαίας Βησσαρίων, Ρωσίας Ἰσίδωρος: φιλο-παπικοί, ἄσπονδοι ἐχθροί τοῦ Ἁγ. Μάρκου. Μετὰ τὴ σύνοδο παρέμειναν στὴν Ἰταλία καὶ ἔγιναν καρδινάλιοι τοῦ πάπα
Καβάσιλας: ὁ Ἅγ. Νικόλαος, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης (13ος αἰ.)
Βέκκος: Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὑποτάχθηκε στὸν πάπα ὑπογράφοντας τὴν ἕνωση στὴ Σύνοδο στὴ Λυὼν (1271). Θέλησε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἕνωση καὶ καταδίωξε σκληρὰ τοὺς Ὀρθοδόξους. Σύμβολο τοῦ φιλοπαπισμοῦ.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς ἀντιγραφῆς καὶ τὶς ἐπισημάνσεις στὸ κείμενο
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
agotsopo@gmail.com, τηλ. 6945-377621
Γράφει ὁ Σύλβεστρος Συρόπουλος στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του:
«Ἐν ἑτέρᾳ δὲ πάλιν ἡμέρᾳ συνήλθομεν εἰς τὸν πατριάρχην κατὰ τὸ ἔθος, καὶ ὁ περὶ τῆς ἑνώσεως ἐκινήθη λόγος καὶ ἐπῄνουν τὴν ὁμόνοιαν καὶ τὴν εἰρήνην ἁπλῶς οἱ ἐφιέμενοι τοῦ λατινισμοῦ [οἱ φιλοπαπικοὶ “Ὀρθοδοξοι”].
― Εἶπεν οὖν ὁ Ἡρακλείας, ὅτι «καλὸν ἂν ἦν, εἰ παρείχετε ἡμῖν τὴν ἔκθεσιν ἣν ἐστείλατε τοῖς Λατίνοις. ἅπαξ γὰρ μόνον ἠκούσαμεν αὐτήν, ἔδει δὲ πλεονάκις ἰδεῖν καὶ σκέψασθαι περὶ αὐτῆς».
― Καὶ εὐθὺς ἔφη ὁ Νικαίας, ὅτι «αἰσχύνη ἔσται τοῦτο ὑμετέρα τὸ δόξαι ὡς ἠκούσατε μέν, ἐπελάσθε δὲ ταύτης. Οὐ γὰρ δεῖ ὑμᾶς ἐπιλανθάνεσθαι τῶν λεγομένων καὶ ἀκουομένων ἐνθάδε». Καὶ οὕτως ἀπερράπισε καὶ παρεκρούσατο τὸν λόγον τοῦ Ἡρακλείας. Τοιαύτας διασκέψεις καὶ μελέτας ἠξίουν γίνεσθαι εἰς τὰς περὶ τῆς πίστεως ἐκθέσεις τε καὶ συγκαταθέσεις.
― Ἕτεροι δὲ τινὲς εἶπον «Ὀλίγη ἐστὶν ἡ μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῶν Λατίνων διαφορά, καὶ εἰ θελήσουσιν οἱ ἡμέτεροι, εὐκόλως διορθωθήσεται».
― Καὶ ἀποκριναμένου τοῦ Ἐφέσου ὅτι «μεγάλη διαφορὰ ἐστίν»,
― εἶπον αὐτῷ «Οὐκ ἔστιν αἵρεσις οὐδὲ δύνασαι εἰπεῖν αὐτὴν αἵρεσιν. οὐδὲ γάρ τινες τῶν πρό σοῦ ἐλλογίμων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν ἐκάλεσαν αὐτὴν αἵρεσιν».
― Ἔφη οὖν ὁ Ἐφέσου, ὅτι «Αἵρεσίς ἐστι καὶ οὕτως εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οὐκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι καὶ τὴν φιλίαν πραγματευόμενοι. εἰ δὲ βούλεσθε, δείξω ὑμῖν ἐγὼ ὅπως εἶχον τούτους αἱρετικούς».
― Εὐθὺς οὖν θυμοῦ πλήρεις γίνονται ὅ τε Μυτιλήνης καὶ ὁ Λακεδαιμονίας καὶ λέγουσι «καὶ τίς ἄνθρωπος εἶ σὺ καὶ λέγεις τοὺς Λατίνους αἱρετικούς;» καὶ ἀνέστησαν ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου καὶ ἐγγύτερον γενόμενοι τοῦ Ἐφέσου ἀδεῶς ὁμοῦ τε καὶ ἀναιδῶς ἔβαλλον αὐτὸν λόγοις καὶ σκώμμασι [κοροϊδίες, χλευασμούς]: «καὶ ἕως πότε ἀνεξόμεθα σιωπῶντες, τοιαῦτα σου λέγοντος», ἔφασκον, καὶ μόνον οὐκ ὀδοῦσι καὶ χερσὶ ὥρμων διασπαράξαι αὐτόν. καὶ τέλος ἐπέθηκαν: «ἐροῦμεν ἡμεῖς τῷ πάπᾳ ὅπως λέγεις αὐτὸν αἱρετικόν, καὶ ἢ ἀποδείξεις αὐτὸ ἢ πείσῃ καθὼς εἶ ἄξιος» καὶ ἐξῆλθον μετὰ τοιαύτης ὀχλήσεως.
. Ἐξερχόμενος δὲ καὶ ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος ἔτι ὢν πλησίον τοῦ πατριάρχου εἶπεν: «ἐγὼ οἶδα, ὡς εἰ ποιήσοιμεν τὴν ἕνωσιν, μέχρις ἂν ἀπέλθωμεν εἰς τὴν Βενετίαν ἀναθεματίσουσιν ἡμᾶς. εἰ δ’ οὐ ποιήσωμεν αὐτήν, καὶ οὕτως ἀναθεματίσουσιν ἡμᾶς. Κάλλιον οὖν ἐστὶν ἵνα ποιήσωμεν αὐτήν, καὶ οὕτως ἵνα ἀναθεματίζωσιν ἠμᾶς». Ἐρωτηθεὶς δὲ παρὰ τοῦ πρωτεκδίκου, πάλιν ἐκδηλότερον διεσάφησε τοῦτο, καὶ ἠπόρησαν οἱ ἀκούσαντες.
. 11. Πάλιν μετὰ παραδρομὴν ἡμερῶν δύο, συνελθόντων ἡμῶν εἰς τὸν πατριάρχην ὡς ἔθος, λόγοι πολλοὶ περὶ τῆς ἑνώσεως ἐκινήθησαν καὶ παρεκίνουν καὶ ἠξίουν τὸν Ἐφέσου χρήσασθαι οἰκονομίᾳ τινι καὶ συγκαταβάσει [παρεκινοῦσαν καὶ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἁγ. Μάρκο νὰ μὴν εἶναι αὐστηρός, ἀλλὰ νὰ ἐπιδείξει πνεῦμα ἀνοχῆς καὶ συγκαταβάσεως].
― Ὁ δὲ [Ἐφέσου] ἔλεγεν «οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ περὶ τῆς πίστεως».
― Μετὰ γοῦν τὰς πολλὰς ἀπαιτήσεις τὰς περὶ τῆς συγκαταβάσεως καὶ τὰς ἀπολογίας τοῦ Ἐφέσου καὶ ἀπαγορεύσεις, λεγόντων τῶν τὴν ἕνωσιν σπουδαζόντων, ὅτι «ὀλίγη ἐστὶν ἡ διαφορὰ καὶ ὀλίγη τις συγκατάβασις ἑνώσει ἡμᾶς, εἰ θελήσεις καὶ αὐτὸς χρήσασθαι ταύτῃ»,
― εἶπεν ὁ Ἐφέσου «Παρόμοιόν ἐστιν τοῦτο τῷ ρηθέντι παρὰ τοῦ ἐπάρχου πρὸς τὸν ἅγιον Θεόδωρον τὸν Γραπτόν. εἶπε γὰρ αὐτῷ, ὅτι “μίαν μόνον κοινωνήσατε καὶ ἕτερον οὐκ ἀπαιτοῦμεν, πορεύεσθε δὲ ὅποι φίλον ὑμῖν” καὶ ὁ ἅγιος ἔφη πρὸς αὐτὸν “ὅμοιόν τι λέγεις, ὥσπερ ἂν εἴ τις ἀξιῶν ἕτερον λέγει· οὐδὲν αἰτοῦμαι σε ἀλλ’ ἢ τὴν σὴν ἅπαξ ἀποτεμεῖν κεφαλήν, καὶ μετὰ ταῦτα πορεύου ὅπου θέλεις” [αὐτὸ πού μοῦ λέτε μοιάζει μὲ τὴν ἀπαίτηση κάποιου ποὺ εἶπε στὸν ἄλλον: ἄφησε νὰ σοῦ κόψω μία φορὰ τὸ κεφάλι καὶ μετὰ πήγαινε ὅπου θέλεις]. οὐ γὰρ ἐστὶ μικρὸν ἐν τοῖς τοιούτοις καὶ τὸ δοκοῦν μικρὸν [σὲ αὐτὰ τὰ ζητήματα δὲν εἶναι μικρὸ καὶ ἀσήμαντο, αὐτὸ ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται μικρό]».
. Ἀπὸ τῆς εἰρηνικῆς οὖν δῆθεν αἰτήσεως καὶ ἀξιώσεως ἀνεφύη φιλονεικία, καὶ ὁ Νικαίας ἀναίδην ἔσκωπτε τὸν Ἐφέσου. καὶ μετὰ τὴν πολλὴν φιλονεικίαν ἀναστὰς
― ὁ Νικαίας ἔφη «περισσὸν ποιῶ καὶ φιλονεικῶ μετὰ ἀνθρώπου δαιμονιαρίου [εἶναι περιττὸ νὰ φιλονικῶ μὲ δαιμονισμένο – ἔτσι ἀποκάλεσε τὸν Ἅγ. Μάρκο!]. αὐτὸς γὰρ ἔνι μαινόμενος [αὐτός, ὁ Ἅγ. Μάρκος, εἶναι φανατικός, μανιακός], καὶ οὐ θέλω ἵνα φιλονεικῶ μετ’ αὐτοῦ» καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ.
― Εἶπε δὲ καὶ ὁ Ἐφέσου, ὅτι «σὺ ὑπάρχεις κοπέλιν καὶ ἐποίησας καὶ ὡς κοπέλιν [ἐσὺ εἶσαι ὑπηρέτης καὶ σὰν ὑπηρέτης σὲ διατεταγμένη ὑπηρεσία ἐνεργεῖς]».
. Καὶ ἐπὶ τούτοις ἐξήλθομεν. Ὁ δὲ πατριάρχης ὁρῶν ταῦτα, οὐκ ἔσκωψεν οὐδὲ ἐκώλυσε τὴν ὄχλησιν, οὔτε αὐτὴν οὔτε τὴν πρὸ αὐτῆς. ἐκάθητο δὲ μόνον ὁρῶν καὶ μηδέν τι φθεγγόμενος.
. 12. Τῇ δ’ ἐπιούσῃ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν πατριάρχην, καὶ ὁρισμῷ αὐτοῦ συνήλθομεν πάντες. Ἐκινήθησαν οὖν καὶ αὖθις οἱ περὶ τῆς ἑνώσεως λόγοι καὶ ἀντέλεγεν ὁ Ἐφέσου, ἐφιλονείκουν δὲ αὐτῷ ὁ Ρωσίας, ὁ Νικαίας, ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος, καὶ ὁ Ἀμηρούτζης, καὶ ἰταμώτατα διεμάχοντο. ἤρξατο δὲ ὁ Γεμιστὸς εἰπεῖν τι καὶ συνηγορῆσαι τῷ Ἐφέσου καί, σκώψαντος αὐτὸν ἀναιδῶς τοῦ Ἀμηρούτζη ἐσιώπησεν. Ἐθαύμασαν οὖν πάντες πῶς οὐκ ἔσκωψε τὴν ἀναίδειαν τοῦ Ἀμηρούτζη ὁ βασιλεύς, οὐδὲ εἶπεν τι πρὸς θεραπείαν τοῦ παντ’ ἀρίστου Γεμιστοῦ [ἄρχισε νὰ λέει κάτι ὁ Γεμιστὸς ὑπὲρ τοῦ Ἁγ. Μάρκου καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς ἄρχοντες τὸν ἐμπόδισε μὲ ἀναίδεια καὶ ἔτσι ὁ Γεμιστὸς σταμάτησε. Ὅλοι ἀπόρησαν πῶς δὲν ἐπετίμησε τὸν Ἀμηρούτζη ὁ βασιλιὰς καὶ δὲν συμπαραστάσθηκε στὸ δεχθέντα τὴν ἐπίθεση Γεμιστό].
. 13. Ἀρξαμένου δὲ καὶ τοῦ Ἐφέσου ἀναγνῶναι τι τῶν τοῦ Καβάσιλα περὶ τοῦ προτεθέντος ζητήματος, εὐθὺς [μόλις ὁ Ἁγ. Μάρκος ἄρχισε νὰ διαβάζει κάτι ἀπὸ τὸν Ἅγ. Νικόλαο Καβάσιλα σχετικὸ μὲ τὸ ζήτημα ποὺ συζητούσαμε]
― εἶπεν ὁ Ρωσίας «ἡμεῖς δι᾽ ἕνωσιν καὶ εἰρήνην ἤλθομεν ἐνταῦθα οὐχὶ διὰ σχίσμα καὶ διάστασιν. Θέλομεν οὖν ἵνα ἀναγινώσκωμεν καὶ τοὺς ἑνωτικούς, οὐ τοὺς σχισματικοὺς καὶ διϊστῶντας. Ὁ οὖν Καβάσιλας σχισματικός ἐστι καὶ οὐ θέλομεν ἀναγινώσκεσθαι» [ἐμεῖς ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ τὴν ἕνωση καὶ ὄχι γιὰ νὰ παραμείνει ἡ διάσταση καὶ τὸ σχίσμα μὲ τὸν πάπα. Θέλουμε λοιπὸν νὰ διαβάζουμε καὶ τοὺς ἑνωτικοὺς συγγραφεῖς καὶ ὄχι τοὺς πατέρες ποὺ ἦσαν ἐναντίον τῶν παπικῶν καὶ δὲν προχώρησαν σὲ ἕνωση ἀλλὰ παρέμειναν στὸ σχίσμα. Ὁ Καβάσιλας εἶναι σχισματικὸς καὶ δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τί λέει].
― Διεδέξατο τοῦτον ὁ Λακεδαιμονίας εἰπὼν «καὶ τί ἔχομεν τὸν Καβάσιλαν; ἡμεῖς οὐκ ἔχομεν αὐτὸν ἅγιον. ἀρχιερεὺς ἦν, καὶ ἔχομεν κακεῖνον ὡς ἕνα τῶν νῦν ὄντων ἀρχιερέων, ὡς τὸν Μονεμβασίας τυχὸν ἢ ἄλλον τινά, οὐδὲ ἀνάγκην ἔχομεν στέργειν τὰ ἐκείνου συγγράμματα» [ὁ ἐπίσκοπος Λακεδαιμονίας εἶπε: καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση τί εἶναι ὁ Καβάσιλας; Ἐμεῖς δὲν τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς ἅγιο. Ἕνας ἁπλὸς ἀρχιερέας εἶναι, ὅπως ὁ Μονεμβασίας ἢ κάποιος ἄλλος. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη νὰ συμμορφωθοῦμε σὲ ὅσα λέει αὐτός].
― Τότε εἶπεν ὁ Ἐφέσου «Λοιπὸν ἂς ἀναγινώσκομεν τὸν Βέκκον». Καὶ ἀγανακτήσας τὴν ἰταμότητα καὶ τὸ θράσος αὐτῶν καὶ καταλαβὼν ὅτι πάντες σχεδὸν προδεδομένοι καὶ ἕτοιμοί εἰσι πρὸς τὴν τοῦ λατινισμοῦ συγκατάθεσιν, ἐσιώπησεν» …
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΣ (π. Δ. Τάτσης)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 20 Μάρτιος 2014
Ἀλήθεια καὶ ψεῦδος
Τοῦ πρωτ. π. Διονυσίου Τάτση
. Εἶναι ἀρετὴ νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλάει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καὶ ἰδιαιτέρως τῆς πίστεως, χωρὶς νὰ καλύπτει πτυχές της. Νὰ μιλάει γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀδιαφορώντας γιὰ τυχὸν ἀντιδράσεις καὶ νὰ ἀρνεῖται τὸ ψεῦδος προκειμένου νὰ οἰκονομήσει διάφορες καταστάσεις καὶ νὰ ἀποφύγει ὀξύτητες.
. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ποὺ κατέχουν κάποια θέση, συχνὰ ἐπιλέγουν τὸ συμβιβασμὸ μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, δημιουργώντας σοβαρὰ προβλήματα. Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι σπάνιο καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀμβλύνονται οἱ ἀντιθέσεις καὶ νὰ ἀποφεύγονται οἱ ἀντιδράσεις, ὁδηγεῖ τοὺς κληρικούς, ἰδίως τοὺς μεγαλόσχημους, σὲ ἀπαράδεκτους συμβιβασμούς. Ὅμως μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν λύνονται τὰ προβλήματα καὶ οἱ δυσάρεστες καταστάσεις συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν, ἀκόμα καὶ σὲ πνευματικὰ θέματα.
. Ὁ ὑπέρμαχος τῆς ἀλήθειας μένει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ πιέσεις, ἀπειλές, ἀλλὰ καὶ δῶρα ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι τοῦ ψεύδους. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ μεγάλα θέματα καὶ γιὰ τὰ μικρά. Γνωρίζει ὅτι ὁ λόγος του εἶναι καθαρός, ἁπλός, σαφὴς καὶ δὲν χωράει κανένας συμβιβασμὸς καὶ κανένας περιορισμὸς τῆς ἀλήθειας.
. Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας διακρίνονταν γιὰ τὴν ὀρθὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὑπέφεραν πολλὰ δεινά. Τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν Μαρτύρων ἀντιστάθηκε στὸ ψεῦδος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ μὲ παρρησία ὁμολογοῦσε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Δὲν ὑπῆρχε συμβιβασμὸς μὲ τὸ ψεῦδος οὔτε καμμία καιροσκοπικὴ ὑποχώρηση.
. Στὴν ἐποχή μας, δυστυχῶς, ἐπαινεῖται ὁ συμβιβασμὸς καὶ ἡ μεσότητα σὲ πολλὰ θέματα. Οἱ κοσμικοὶ ζητοῦν καὶ ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς νὰ εἶναι συμβιβαστικοὶ καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν τὴ μισὴ ἀλήθεια ἤ καὶ τὸ ψεῦδος. Ἡ μισὴ ὅμως ἀλήθεια εἶναι ἕνα ὁλοκληρωμένο ψεῦδος. Χάνει τὸ φῶς της καὶ γίνεται σκότος. Ὅταν ἡ ἀλήθεια ἀνοίγει παράθυρο πρὸς τὸ ψεῦδος, παύει νὰ εἶναι ἀλήθεια. Θὰ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἕνα ὑποκριτικὸ ψεῦδος, τὸ ὁποῖο δὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ ἀντίθετα ὁδηγεῖ πολλοὺς στὴν πλάνη.
. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἀπευθυνόμενος στὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ποὺ εἶχε μετατοπιστεῖ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὸ πατροπαράδοτο φρόνημα καὶ συμφωνοῦσε μὲ τοὺς κακοὺς οἰκονόμους τῆς μεσότητας καὶ τοῦ συμβιβασμοῦ, τοῦ διευκρίνιζε τὰ ἑξῆς: «Ποτέ, ἄνθρωπε, δὲν διορθώθηκαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ μὲ τὶς μέσες λύσεις. Μέσον τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ψεύδους δὲν ὑπάρχει. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς ἀναγκαστικὰ εἶναι στὸ σκοτάδι, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ λίγο ἔστω καὶ ἄν παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, εἶναι μέσα στὸ ψεῦδος ὁπωσδήποτε. Ἄν καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει μεσότητα ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, τὸ λυκαυγὲς καλούμενο ἤ λυκόφως, ὅμως μεσότητα ἀληθείας καὶ ψεύδους δὲν μπορεῖ νὰ ἐπινοήσει κανείς, ὅ,τι καὶ ἄν κάνει». Τὰ πρόσωπα τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τῆς μισῆς ἀλήθειας ποτὲ δὲν εἶναι ἀξιόπιστα, γιατι ὑπηρετοῦν ἐφήμερες σκοπιμότητες, ποὺ δὲν εἶναι θεοφιλεῖς.
ΠΗΓΗ: dtatsis.blogspot.gr
ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 21.03.2014
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ -2 «Ὁ μονομάχος τῆς Ὀρθοδοξίας»»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 19 Ἰανουάριος 2014
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (1392 – 1444)
Ὁ ἀναδειχθεὶς σὲ φλογερὸ ὑπέρμαχο
καὶ ἀκράδαντο στύλο τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως
θεόπνευστος καὶ πανευκλεὴς ἱεράρχης τῆς Ἐφέσου [Β´]
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
Μέρος Α´ : Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (1392 – 1444) Ὁ ἀναδειχθεὶς σὲ φλογερὸ ὑπέρμαχο καὶ ἀκράδαντο στύλο τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως θεόπνευστος καὶ πανευκλεὴς ἱεράρχης τῆς Ἐφέσου
. Κάτω ἀπὸ τὴν ὁλοένα καὶ αὐξανόμενη πίεση τῆς ὀθωμανικῆς ἀπειλῆς καὶ πληροφορούμενος ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Η´ Παλαιολόγος ὅτι οἱ ἡγεμόνες τῆς Δύσεως σκέπτονταν νὰ ἀντισταθοῦν ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι προχωροῦσαν πρὸς τὴν Οὐγγαρία καὶ τὴν Πολωνία, ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Πάπα Εὐγένιο Δ΄, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ λάβει βοήθεια κατὰ τῶν Τούρκων. Στὴ δύσκολη καὶ ἀγωνιώδη αὐτὴ στιγμὴ γιὰ τὸ μέλλον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἐπικρατοῦσαν δύο ἀντιδιαμετρικὰ ἀντίθετες γνῶμες. Ὑπῆρχαν αὐτοὶ ποὺ ὑποστήριζαν τὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία θὰ σηματοδοτοῦσε τὴν ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸν Πάπα, γεγονὸς ποὺ θὰ πρόδιδε τὰ δόγματα τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀναλογιζόμενοι τοὺς θρησκευτικοὺς κινδύνους τῆς ἑνώσεως, εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ἀντισταθοῦν σθεναρὰ προτιμώντας τὴν ὑποταγὴ στὸν βάρβαρο κατακτητὴ παρὰ τὴν πνευματικὴ ὑποδούλωση κάτω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ζυγὸ τοῦ Πάπα. Μάλιστα ὑποστήριζαν ὅτι ὁ λαὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἀγωνισθεῖ καὶ νὰ ἀποτινάξει τὴν τουρκικὴ σκλαβιά, ἐὰν εἶχε κρατήσει ἀνόθευτη καὶ ζωντανὴ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανική του πίστη καὶ παράδοση.
. Σ’ αὐτὴ τὴν ταραχώδη καὶ ἐπικίνδυνη περίοδο γιὰ τὴν πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων ἀνέλαβε ὁ φλογερὸς Μητροπολίτης τῆς Ἐφέσου, Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, νὰ σηκώσει στοὺς ὤμους του, ὡς ἄλλος Ἄτλας, τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ τῆς πατροπαραδότου πίστεως τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τὴν πάντιμη κιβωτὸ τῶν ἱερῶν παραδόσεων, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ στυλοβάτης καὶ ὁ πρόμαχος τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας ὁ Ἅγιος Μάρκος παρουσιάσθηκε διαλλακτικὸς στὶς προθέσεις του, ἀφοῦ εἰσηγήθηκε στοὺς Λατίνους νὰ ἀποβάλουν «τὸ τραχὺ καὶ ἀνένδοτον», ἐπεσήμαινε δὲ τὴν ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει εἰρήνη καὶ ἀγάπη, ὥστε νὰ ἀρθεῖ τὸ σχίσμα, ἀφοῦ πρῶτα ἀναγνωσθοῦν οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στὴν πραγματικότητα ὁ Ἅγιος Μάρκος ἐπιθυμοῦσε τὴν ἐπανένωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ χωρὶς τὴν ὑποχώρηση τῶν Ὀρθοδόξων σὲ θεμελιώδη δογματικὰ ζητήματα, ἡ ὁποία θὰ ὁδηγοῦσε στὴν παπικὴ ὑποδούλωση. Ἀξιομνημόνευτοι εἶναι οἱ τέσσερις ἀντιρρητικοὶ λόγοι ποὺ ἐκφώνησε ὁ σοφὸς καὶ ἀγωνιστὴς ἱεράρχης τῆς Ἐφέσου, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Παπικῶν γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ μὲ τὸ κρυστάλλινο ὀρθόδοξο περιεχόμενό τους ἔδωσαν τὶς κατάλληλες ἀπαντήσεις στὰ ἐπιχειρήματα τῶν Λατίνων. Μάλιστα ἡ πειστικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου ποὺ ἀποστόμωσε στὴν κυριολεξία τοὺς ἀντιπάλους του, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ τὸν περιπλέξουν σὲ ἄσκοπες καὶ ἄσχετες συζητήσεις, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴ σοφία, τὴν ἀρετή, τὴ σωφροσύνη, τὸ γενναῖο φρόνημα, τὴν ἐπιμονή του στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκράδαντη πίστη του στὸν Θεὸ καὶ τὸν σωτήριο Λόγο Του, τὸν ἔφεραν ἀντιμέτωπο ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος ὑποκινούμενος ἀπὸ φθόνο, ἄφησε τὸν Ἅγιο Μάρκο νὰ ἀγωνισθεῖ μόνος του.
. Ὅταν ὅμως ἦρθε ὁ λόγος στὴ Σύνοδο τῆς Φερράρας γιὰ τὸ ἐπίμαχο θέμα τοῦ Filioque, ὁ Ἅγιος ἀπαίτησε νὰ ἀναγνωσθοῦν οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιὰ νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ πλάνη τῶν ἀντιπάλων. Παρὰ τὴν ἄρνηση τῶν Λατίνων, ὑποχρεώθηκαν τελικὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διότι σὲ ἀντίθετη περίπτωση οἱ συζητήσεις θὰ διακόπτονταν ἀμέσως. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση οἱ παρευρισκόμενοι Λατίνοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ὁμολόγησαν ὅτι ποτὲ στὸ παρελθὸν δὲν εἶχαν ἀκούσει αὐτὲς τὶς διδασκαλίες καὶ ὅτι οἱ Γραικοὶ κρατοῦσαν τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἀκολουθοῦσαν τὰ ὀρθὰ δόγματα. Βλέποντας οἱ αὐλικοὶ τοῦ Πάπα ὅτι ἡ διδασκαλία τους κινδυνεύει νὰ χαρακτηριστεῖ ψεύτικη, ἀκόμη καὶ ἀπὸ Λατίνους μοναχοὺς καὶ κληρικούς, ἄρχισαν νὰ τοὺς ἀπειλοῦν καὶ νὰ τοὺς διατάζουν νὰ σιωπήσουν ἀμέσως, ἐνῶ τοὺς χαρακτήρισαν ἀπαίδευτους καὶ ἀγράμματους τῆς θεολογίας. Ὅμως οἱ Λατίνοι ἄρχισαν νὰ μηχανεύονται καὶ δόλιους τρόπους γιὰ νὰ κατορθώσουν νὰ μὴν ἐπικρατήσουν οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, αὐτοῦ τοῦ θεοσόφου ρήτορος καὶ φωτισμένου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι ἐνῶ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι ἦταν στὸ πλευρὸ τοῦ Ἁγίου, τοῦ θαρραλέου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ καὶ φλογεροῦ προασπιστοῦ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ νὰ διασπῶνται καὶ νὰ λιποτακτοῦν, ἄλλος γιὰ νὰ γίνει καρδινάλιος τοῦ Πάπα, ἄλλος ἀπὸ φθόνο, ἐνῶ πολλοὶ πρόδωσαν τὰ δόγματα τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ δὲν ἄντεξαν τὶς κακοπάθειες καὶ τὶς στερήσεις ποὺ ἐπιβλήθηκαν ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσουν νὰ ὑποχωρήσουν στὶς θέσεις τους. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς βρέθηκε μόνος του, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλους, νὰ ἀγωνίζεται στὸ στάδιο τῆς προασπίσεως τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς πίστεώς μας. Μάλιστα γιὰ νὰ ἐνισχύσουν τὶς θέσεις τους οἱ Λατίνοι, ἄρχισαν νὰ ἐφαρμόζουν τὴ γνωστὴ τακτικὴ τῶν ψιθύρων, τῶν ψευδῶν εἰδήσεων καὶ τῶν ἐκβιασμῶν, ἔφτασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ διανείμουν στὴ Φερράρα ἑκατοντάδες φυλλάδια, τὰ ὁποῖα περιεῖχαν 54 αἱρετικὲς δοξασίες τῶν Ὀρθοδόξων!!!
. Ἡ κατάσταση εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ γίνεται ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη μὲ ἀπρόβλεπτες διαστάσεις, ἀφοῦ οἱ Γραικοὶ εἶχαν ὑποστεῖ μακροχρόνιες στερήσεις καὶ κακοπάθειες, ἐνῶ εἶχε δοθεῖ αὐστηρὸ αὐτοκρατορικὸ πρόσταγμα νὰ μὴν ἐπιτραπεῖ σὲ κανέναν ποὺ δὲν ἔχει διαβατήριο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως κάποιοι κληρικοὶ πιεζόμενοι ἀπὸ τὶς στερήσεις, βρῆκαν τὸν τρόπο καὶ ἀπέδρασαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μόλις ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε αὐτὸ τὸ γεγονός, φοβήθηκε μήπως ὑπάρξουν καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ διαφύγουν. Γι’ αὐτὸ καὶ συσκέφθηκε μὲ τὸν Πάπα καὶ ἀποφάσισε νὰ μεταφέρει τὴ Σύνοδο στὴ Φλωρεντία, γιὰ νὰ συζητηθεῖ ἡ οὐσία τοῦ ἐπίμαχου θέματος τοῦ Filioque, δηλαδὴ ὄχι ἐὰν ἔπρεπε ἢ ὄχι νὰ γίνει προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱὸ ἢ ὄχι. Ὁ Ἅγιος Μάρκος συνέχισε μὲ τὸ ἴδιο ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ μὲ τὸν ἴδιο ἔνθεο ζῆλο τὸν προασπιστικό του ἀγώνα, ἀφοῦ μὲ σαφήνεια καὶ πειστικότητα ἀπέδειξε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὅμως ὁ αὐτοκράτορας προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τρόπο γιὰ νὰ ὑπογραφεῖ ἡ ἕνωση μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι ἐπέμεναν στὶς αἱρετικές τους δοξασίες, ἐνῶ ὁ Πάπας ἐπιχείρησε μὲ νέους ἐκβιασμοὺς καὶ στερήσεις νὰ ἐπιτύχει τὴν ἕνωση. Οἱ πιέσεις ἄρχισαν νὰ γίνονται ἀφόρητες, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἐπεδίωκε τὴν ἕνωση. Ὅμως ὁ Ἅγιος Μάρκος ἔμεινε σταθερὸς στὶς θέσεις του καὶ δὲν εἶχε τὴν πρόθεση νὰ προδώσει τὴν πίστη του. Ἡ ἐπιμονή του αὐτὴ προκάλεσε τὸ μένος τῶν λατινοφρόνων Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μάλιστα τὸν ἔβρισαν καὶ τὸν ἀποκάλεσαν δαιμονισμένο.
. Βλέποντας ὁ ἀγωνιστὴς καὶ θαρραλέος ἱεράρχης τῆς Ἐφέσου ὅτι ὅλοι ἦταν ἕτοιμοι νὰ προδώσουν τὴν πίστη τους, χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία του, σταμάτησε νὰ μιλάει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν αὐτοκράτορα νὰ μιλάει γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινὰ ποὺ θὰ ὑποστοῦν, ἐὰν δὲν ὑπογράψουν τὴν ἕνωση. Ἔτσι μ’ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα πείσθηκαν ὅλοι καὶ ὑπέκυψαν. Ὁ μόνος ποὺ δὲν εἶχε συμμορφωθεῖ ἀκόμη ἦταν ὁ θερμότατος ζηλωτὴς τῶν εὐσεβῶν δογμάτων, Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλεσε τοὺς Παπικοὺς «αἱρετικούς», γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴ λυσσαλέα ἀντίδραση τῶν Μητροπολιτῶν Μυτιλήνης καὶ Λακεδαιμονίας. Ὁ αὐτοκράτορας ἐπιθυμώντας διακαῶς τὴν ἕνωση, ἀνήγγειλε στὸν Πάπα ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ δέχονται τὴν πίστη τῶν Δυτικῶν καὶ μποροῦν ἀνεμπόδιστα νὰ προχωρήσουν στὴν ἕνωση. Ἀλλὰ ὁ Πάπας ἐπεδίωκε καὶ τὴν ἀποδοχὴ καὶ ἄλλων δογματικῶν καὶ λειτουργικῶν θεμάτων, ὅπως τὰ ἄζυμα στὴ Θεία Λειτουργία, τὸ δόγμα γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ, τὴ μοναρχία τοῦ Πάπα, καθὼς καὶ τὴ διαγραφὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν ἐπικλήσεων τοῦ ἱερέως γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὡς περιττές, ὑποστηρίζοντας ὅτι τὰ μυστήρια τελειώνουν μὲ τὴν ἐκφορὰ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Οἱ νέες ἀπαιτήσεις τοῦ Πάπα προκάλεσαν ἀναταραχὴ στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη, διότι φοβοῦνταν ὅτι θὰ προκαλοῦσαν μεγάλες ἀντιδράσεις. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ παρακάλεσαν τὸν Ἅγιο Μάρκο νὰ γράψει γιὰ τὸ ζήτημα τῆς θείας μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων. Τότε ὁ θεόσοφος αὐτὸς διδάσκαλος καὶ φλογερὸς ἀγωνιστὴς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπέδειξε μέσα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του ὅτι ἔτσι παρεδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους νὰ ἁγιάζονται τὰ Τίμια Δῶρα. Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Ἁγίου Μάρκου προκάλεσαν γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴν ἄρνηση τῶν Παπικῶν, γεγονὸς ποὺ ἔκανε τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀγανακτήσει καὶ νὰ ὁμολογήσει ὅτι οἱ Λατίνοι ὄχι μόνο δὲν γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμοῦν καὶ νὰ τὴ μάθουν. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας ὅτι πλέον δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος προσέγγισης μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Παπικῶν, ἀποφάσισε νὰ ὑπογραφεῖ τὸ διάταγμα τῆς πολυπόθητης ἕνωσης στὶς 6 Ἰουλίου 1439.
. Τὴν ψευδοένωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ὑπέγραψαν ὅλοι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐπέδειξαν πρωτύτερα ζῆλο καὶ τόλμη καὶ στὶς γνωμοδοσίες δὲν δέχθηκαν τὸ «ἐκ τοῦ Υἱοῦ», ὅπως οἱ Μητροπολίτες Ἀγχιάλου, Μονεμβασίας καὶ Τραπεζοῦντος. Ὁ μόνος ποὺ δὲν ὑπέγραψε ἦταν ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος δήλωσε στὸν αὐτοκράτορα ὅτι καὶ ἐὰν ἀκόμη κινδυνεύσει ἡ ζωή του, δὲν πρόκειται νὰ ὑπογράψει. Ἀκόμη καὶ οἱ ἡγούμενοι τῶν μοναστηριῶν ὑποχρεώθηκαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ὑπογράψουν τὴν ψευδοένωση. Ὅταν ὁ Πάπας πῆρε στὰ χέρια του τὸν ὅρο καὶ εἶδε ὅλες τὶς ὑπογραφές, ὑπέγραψε καὶ ἐκεῖνος. Μόλις ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρκος δὲν εἶχε ὑπογράψει, εἶπε: «Μάρκος οὐχ ὑπέγραψεν, λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν», δηλαδὴ ἐφ᾽ ὅσον δὲν ὑπέγραψε ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, δὲν καταφέραμε τίποτα! Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Πάπα ἐπέδειξε τὴν ἥττα του, ἀφοῦ ὁμολόγησε περίτρανα τὴν ἀνωτερότητα τοῦ φλογεροῦ ἱεράρχου τῆς Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ὁ ἰσχυρὸς ἀνατροπέας τῆς παπικῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς πολύμοχθης ψευδοενώσεως. Ὁ Πάπας ζήτησε τὴν τιμωρία τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας δὲν τὸ ἔπραξε. Ὁδηγήθηκε ὅμως ἐνώπιον τοῦ Προκαθημένου τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴ στάση του. Ὁ Ἅγιος ἔμεινε ὅμως καὶ πάλι ἀμετακίνητος στὶς ἀπόψεις του, παρόλο ποὺ δέχθηκε ἐκβιασμοὺς καὶ ἀπειλές. Ἐπιπλέον ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν ἀκράδαντη πίστη του στὴν ἀκραιφνῆ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «αἱ Σύνοδοι κατεδίκαζον τοὺς μὴ πειθομένους τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐγὼ δὲ τηρῶ ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀκραιφνῆ δόξαν Αὐτῆς· εἰ τοίνυν ταύτης ἀντιποιοῦμαι καὶ ἐξ αὐτῆς παρεκκλίναι οὐ βούλομαι, πῶς ἂν καθαιρεθείην δίκην ἣν οἱ αἱρετικοὶ κατεδικάζοντο;».
. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θαρραλέα ὁμολογία πίστεως ὁ αὐτοκράτορας μετέφερε τὸν Ἅγιο στὴν Βενετία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐπιβίβασε στὸ προσωπικό του πλοῖο καὶ μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ τιμὴ καὶ ἀγάπη τὸν ὁδήγησε στὴν πατρίδα του, τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔφτασε τὴν 1η Φεβρουαρίου 1440. Μόλις ἔφτασε ὁ Ἅγιος Μάρκος στὴ Βασιλεύουσα, τοῦ ἐπεφύλαξε ὁ λαὸς ἐνθουσιώδη ὑποδοχή, ἀποκαλώντας τον «ἅγιο», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ἀκόμη καὶ ὁ ὑβριστής του, ὁ γραικολατίνος Ἐπίσκοπος Μεθώνης Ἰωσήφ: «Ὁ Ἐφέσου εἶδε τὸ πλῆθος δοξάζον αὐτὸν ὡς μὴ ὑπογράψαντα καὶ προσεκύνουν αὐτῷ οἱ ὄχλοι καθάπερ Μωυσεῖ καὶ Ἀαρὼν καὶ ἐφήμουν αὐτὸν καὶ ἅγιον ἀπεκάλουν» (P.G.159, 992C). Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ πνευματικὴ ἀπήχησή του στὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας πρότεινε στὸν Μάρκο τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχου, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἐπίμονα, κατονομάζοντας αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ὑπογράψει τὴν ἕνωση «Χριστεμπόρους» καὶ «Χριστοκαπήλους». Ἔτσι στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέβηκε ὁ λατινόφρων Μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης, ὁ ὁποῖος πίεζε τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀσκήσει βία σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ὑπογράψει τὴν ἕνωση. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς 4 Μαΐου 1440 ὁ Ἅγιος Μάρκος ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετέβη στὴν Προῦσα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Ἔφεσο ποὺ βρισκόταν ὑπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Τούρκων. Στὴν ἐπαρχία τῆς Ἐφέσου δίδαξε τὸν σωτήριο λόγο τοῦ Θεοῦ στὸν λαό, ἀλλὰ ἀναγκάσθηκε πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἑνωτικοὺς νὰ ἐπιβιβασθεῖ σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀποφάσισε νὰ περάσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Ὅταν ὅμως τὸ πλοῖο προσάραξε στὴ Λῆμνο, συνελήφθη κατ’ ἐντολὴν τοῦ αὐτοκράτορα καὶ φυλακίσθηκε γιὰ δύο χρόνια. Ἀπὸ τὴ Λῆμνο ἀπέστειλε τὴν περίφημη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του «πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς καὶ τῶν νήσων εὐρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς», στὴν ὁποία ἐξασκεῖ δριμύτατη κριτικὴ στοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν ἕνωση, ἐνῶ χαρακτηρίζει τοὺς Λατίνους καινοτόμους, λέγοντας γι’ αὐτούς: «ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθημεν», τοὺς δὲ ἑνωτικοὺς χαρακτηρίζει «ψευδαποστόλους καὶ δολίους ἐργάτες». Ἡ πνευματικὴ παρουσία καὶ ἐπιρροὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ἦταν τόσο καταλυτική, ὥστε τὸ 1443 συγκλήθηκε Σύνοδος στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας ὡς «ληστρικὴ καὶ μιαρὰ» καὶ καθαίρεσε τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη.
. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του ὁ Ἅγιος Μάρκος ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεκριμένα στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων, ὅπου ὁ πιστὸς λαὸς τὸν ὑποδέχθηκε μὲ τιμὲς ὡς ἅγιο καὶ ὁμολογητή. Ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς μετανοίας του ὁ Ἅγιος Μάρκος ξεκίνησε καὶ πάλι τὸν ἀγώνα του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ κατὰ τῶν ἑνωτικῶν, οἱ ὁποῖοι πρόδωσαν τὴν ἀμώμητο ἡμῶν πίστη. Κάποια στιγμὴ προαισθανόμενος τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας του, ἀνέθεσε στὸν Γεώργιο Σχολάριο (τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο) τὴ φροντίδα γιὰ τὴν προφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, καθὼς καὶ τὴν ἀρχηγία γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀνθενωτικοῦ ἀγῶνος, ἐνῶ ἐνουθέτησε τοὺς παρευρισκόμενους νὰ κρατήσουν ὀρθὴ τὴν πίστη τοὺς μέχρι καὶ τὴν τελευταία τους πνοή. Ὕστερα ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ πέρασε στὴ ζωή του καὶ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν ἀθλοθέτη Κύριο στὶς 23 Ἰουνίου 1444 καὶ σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς μετανοίας του, ὅπου εἶχε περιβληθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, καὶ μόλις λίγα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του τιμήθηκε ὡς ἅγιος ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Ἡ μνήμη του καθιερώθηκε νὰ τιμᾶται καὶ νὰ γεραίρεται στὶς 19 Ἰανουαρίου, ἡμέρα ἀνακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του, μὲ συνοδικὴ πράξη τὸ ἔτος 1456 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Ἡ πρώτη ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου ἐποιήθη ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἰωάννη, ἐνῶ ἀκολουθία ποὺ ἐξυμνεῖ τοὺς ἀγῶνες του μὲ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους συνέθεσαν ὁ Μοναχὸς Γεράσιμος ὁ Μικραγιαννανίτης, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος τὸν χαρακτηρίζει «μονομάχο τῆς Ὀρθοδοξίας» ποὺ πάλεψε μὲ τὸν Παπισμὸ τῆς Δύσεως καὶ τὸν νίκησε.
. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸς Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) († 9 Ιουνίου 1968) ἀποφάσισε τὴν ἵδρυση ἐνορίας ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ στὴν περιοχὴ Θυμαράκια τῶν Κάτω Πατησίων Ἀθηνῶν, κατόπιν αἰτήματος τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, προκειμένου νὰ καλυφθοῦν οἱ λατρευτικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ὀξὺ πρόβλημα τῆς Οὐνίας, λόγῳ καὶ τῆς ὕπαρξης τοῦ ναοῦ τῶν Οὐνιτῶν ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἀχαρνῶν. Ὁ πρῶτος ναὸς τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ στὴν περιοχὴ τῶν Κάτω Πατησίων θεμελιώθηκε τὴν 1η Ἰανουαρίου 1967, ἐνῶ ὁ σημερινὸς τρισυπόστατος ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου θεμελιώθηκε στὶς 22 Ἰουνίου 1981, τὰ δὲ θυρανοίξιά του τελέσθηκαν ὑπὸ τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Διαυλείας (νῦν Μητροπολίτου Διδυμοτείχου καὶ Ὀρεστιάδος) κ. Δαμασκηνοῦ στὶς 22 Δεκεμβρίου 1997. Ἐνοριακὸς ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ὑπάρχει καὶ στὸ χωριὸ Κρυόβρυση Ἑορδαίας Κοζάνης (ὁ ναὸς ὑπάγεται ἐκκλησιαστικῶς στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας καὶ ἀφιερώθηκε στὸν ἀγωνιστὴ ἱεράρχη τῆς Ἐφέσου ἀπὸ τὸν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Φλωρίνης κυρὸ Αὐγουστίνο). Ἐπίσης στὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ εἶναι ἀφιερωμένοι ὁ εὑρισκόμενος ναὸς στὴν κατακόμβη τοῦ νεόδμητου περικαλλοῦς Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος θεμελιώθηκε στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1997 καὶ ἐγκαινιάσθηκε στὶς 17 Μαΐου 2009, καθὼς καὶ γραφικὸ παρεκκλήσιο σὲ ὄμορφη τοποθεσία τοῦ παραθαλάσσιου χωριοῦ Σκάλα Κεφαλληνίας, τοῦ ὁποίου τὰ θυρανοίξια τελέσθηκαν στὶς 31 Ἰουλίου 2012 ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου –Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας π. Φωτίου Γαβριελάτου.
. Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀποτελεῖ γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ἰδεολογικῆς συγχύσεως πρότυπο καὶ σύμβολο ἀρετῆς, σωφροσύνης καὶ ἀκλόνητης πίστεως στὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὅπως χαρακτηριστικὰ τόνιζε: «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως», δηλαδὴ στὰ ζητήματα πίστεως δὲν χωρεῖ συμβιβασμός. Ἄλλωστε καὶ ὁ πιστὸς μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Γεώργιος Σχολάριος, ὁ καὶ μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος, ἀναφέρει γιὰ τὸν ὑπέρμαχο καὶ στυλοβάτη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τὰ ἀκόλουθα: «Τόσον μόνον ἔχω νὰ εἴπω περὶ τῆς καθαρότητος τοῦ πατρὸς ὅτι, ὄτε ἦτο νεώτερος καὶ πρὶν νὰ ἐκλέξη τὴν νέκρωσιν ὑπὲρ Χριστοῦ, ἦτο σωφρονέστερος καὶ ἀπὸ τοὺς ἀσκητάς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὰς ἐρήμους, καὶ ὅταν ἀπέρριψεν ὅλα διὰ τὸν Χριστὸν καὶ ἔκυψε κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῆς ὑποταγῆς, δὲν διέψευσε τὰς πρὸς τὸν Χριστὸν ὑποσχέσεις, οὔτε ἀνεμίχθη εἰς τοὺς κοσμικοὺς θορύβους, παρασυρθεὶς ὑπὸ τῆς προσκαίρου δόξης, ἀλλὰ μέχρι τῆς τελευτῆς του διετήρησε σταθερῶς τὴν θέρμην τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης, κατοικῶν μὲν τὴν πόλιν, ἀλλὰ παραμείνας ἄπολις, διότι δὲν προσηλώθη εἰς κανὲν πράγμα ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν».
Βιβλιογραφία
· Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἐκδόσεις Δ.Π. Νέστωρ, χ.χ.
· Βασιλοπούλου Χαραλάμπους Δ., Ἀρχιμανδρίτου, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἐκδόσεις «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἔκδοση 8η , Ἀθῆναι 2011.
Παναγοπούλου Δημητρίου, Εἷς Ἔναντι Μυρίων – Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ οἱ ἀγῶνες του, Ἀθῆναι χ.χ.
ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (1392 – 1444) Ὁ ἀναδειχθεὶς σὲ φλογερὸ ὑπέρμαχο καὶ ἀκράδαντο στύλο τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως θεόπνευστος καὶ πανευκλεὴς ἱεράρχης τῆς Ἐφέσου
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 18 Ἰανουάριος 2014
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (1392 – 1444)
Ὁ ἀναδειχθεὶς σὲ φλογερὸ ὑπέρμαχο
καὶ ἀκράδαντο στύλο τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως
θεόπνευστος καὶ πανευκλεὴς ἱεράρχης τῆς Ἐφέσου [Α´]
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικὸς
. Μεταξὺ τῶν φωτισμένων ἱεραρχῶν, μεγάλων διδασκάλων καὶ φλογερῶν προμάχων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξέχουσα θέση καταλαμβάνει ὁ τιμώμενος στὶς 19 Ἰανουαρίου Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἀγωνιστὴς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ὁ ἀδιάψευστος μονομάχος, ὁ φλογερὸς ὑπέρμαχος καὶ ὁ πιστὸς φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἀνατολικῶν Γραικῶν ἀπέναντι στὴν ἐπιρροὴ καὶ ἀπειλὴ τοῦ Παπισμοῦ τῆς Δύσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξε μέγας εὐεργέτης καὶ λαμπρὸς φωστὴρ τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ κράτησε στοὺς ὤμους του ἀνόθευτο ὅλο τὸν πνευματικὸ πλοῦτο τῆς Ὀρθοδοξίας, γενόμενος «ὄργανον τοῦ Παρακλήτου», «θεοκρότητος σάλπιγγα τῆς θεολογίας», «ὑπέρμαχος τῶν εὐσεβῶν δογμάτων», «θερμότατος ζηλωτὴς τῆς πατροπαραδότου ὁμολογίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως», «ἀνατροπέας τῆς παπικῆς ἀλαζονείας», «ἀκένωτος ποταμὸς τῶν εὐσεβῶν συγγραμμάτων».
. Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ λαμπρότατος αὐτὸς φωστὴρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὑμνηθεὶς ὡς «μέγας ζηλωτής, ὑπερμαχῶν πατρώου φρονήματος καὶ καθαιρῶν τοῦ σκότους τὰ ὑψώματα», γεννήθηκε τὸ 1392 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν γόνος ἐπιφανοῦς ἀρχοντικῆς οἰκογενείας. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Μανουήλ, οἱ δὲ εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς στὴν καταγωγὴ γονεῖς του φρόντισαν νὰ τὸν ἀναθρέψουν μὲ τὰ νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν ἐπιμελῆ καὶ ἀνωτέρα μόρφωση. Τὰ πρῶτα γράμματα ὁ Μανουὴλ τὰ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν Γεώργιο, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος καὶ σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ εἶχε μία φημισμένη ἰδιωτικὴ σχολή. Ὅταν ὅμως ὁ Μανουὴλ ἦταν δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ πατέρας του ἀπεβίωσε καὶ ἔτσι ἔμεινε ὀρφανὸς μαζὶ καὶ μὲ τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἰωάννη. Τότε ἡ μητέρα του, ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν κόρη ἑνὸς εὐσεβοῦς ἰατροῦ, ὀνόματι Λουκᾶ, τὸν ἔστειλε νὰ μορφωθεῖ ἀκόμη περισσότερο πλησίον τῶν ἐπιφανέστερων καὶ σοφότερων διδασκάλων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὁ Ἰωάννης Χορτασμένος (ὁ καὶ μετέπειτα ἐκλεγεὶς Μητροπολίτης Σηλυβρίας Ἰγνάτιος) καὶ ὁ φημισμένος μαθηματικὸς καὶ φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστὸς ἢ Πλήθωνας. Ὅταν ὁ Μανουὴλ ὁλοκλήρωσε τὴ μόρφωσή του, ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τοῦ πατριαρχικοῦ σχολείου καὶ σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀναδείχθηκε ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους διδασκάλους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές του διέπρεψαν ἀργότερα, ὅπως ὁ Γεώργιος Σχολάριος, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἐξελέγη πρῶτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ ὄνομα Γεννάδιος, ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανὸς καὶ ὁ Μητροπολίτης Μηδείας Θεοφάνης.
. Ἔχοντας ὅμως ὁ Μανουὴλ κλίση πρὸς τὸν ἡσυχαστικὸ βίο, διένειμε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Ἔτσι τὸ 1418 κατέφυγε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ Πριγκηπόννησα, τὴ νῆσο Ἀντιγόνη, καὶ ἐκεῖ στὴ μονὴ τῆς νήσου ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Μάρκος. Στὸν τόπο αὐτὸ παρέμεινε ἀγωνιζόμενος πνευματικὰ ἐπὶ δύο ἔτη κοντὰ στὸν ἐνάρετο καὶ ἐπιφανῆ ἀσκητὴ Συμεών. Ὅμως μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, τὸ 1420, ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ τῆς νήσου Ἀντιγόνη ἐξ αἰτίας τῶν ὀθωμανικῶν ἐπιδρομῶν καὶ νὰ καταφύγει στὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ἱδρυθεῖσα περὶ τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰώνα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ Μονομάχο (1042-1055). Στὴν περίφημη αὐτὴ μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιδόθηκε σὲ σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνέθεσε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ διασωθέντα ἔργα του. Μεταξὺ αὐτῶν ἀξιομνημόνευτα εἶναι τὰ ἔργα ποὺ συνέγραψε ἐναντίον τῶν λατινοφρόνων ἀντιπάλων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1296-1359), τὸν ὁποῖο εἶχε ὡς φωτεινὸ πρότυπο καὶ καθοδηγητὴ στὴ ζωή του. Στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων ἔλαβε καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, παρὰ τοὺς δισταγμούς του, ἀφοῦ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ μία τέτοια ὑψηλὴ ἀποστολή. Σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σοφία του, γεγονὸς ποὺ τὸν κατέστησε φημισμένο πνευματικό. Γι’ αὐτὸ τόσο κληρικοὶ ὅσο καὶ λαϊκοὶ ζητοῦσαν τὴ γνώμη του γιὰ διάφορα θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ θέματα.
. Παρόλο ὅμως ποὺ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἐπιζητοῦσε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν κατὰ Θεὸν ἄσκηση, ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία διερχόταν στιγμὲς ἀγωνίας ἐξ αἰτίας τῆς ὀθωμανικῆς ἀπειλῆς. Ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀστάθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο Μάρκο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀγωνισθεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν προστασία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας. Καὶ αὐτὰ ἦταν ἀναγκαῖα, διότι ὁ Πάπας στὴν προσπάθειά του νὰ διασώσει τὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν ἐπερχόμενη ὀθωμανικὴ ἀπειλή, ἐπεδίωκε μὲ κάθε τρόπο τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Παπικὴ Ἐκκλησία, γεγονὸς ποὺ θὰ ἐπιτυγχανόταν μὲ τὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Στὴ δύσκολη αὐτὴ χρονικὴ στιγμὴ γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὅρισε τὸ 1436 τὸν ἱερομόναχο Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ ὡς ἀντιπρόσωπό του στὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία θὰ συγκαλοῦνταν γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ὁ ἱερομόναχος Μάρκος διέθετε τέτοιο κύρος καὶ ἀπολάμβανε τέτοια ἐκτίμηση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η´Παλαιολόγο (1425-1448), ὥστε τὸ 1437 καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου Ἰωάσαφ, ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ἐφέσου, ὕστερα μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἔντονη ἐπιμονὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ὡς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), ἀναδειχθεὶς «ἔξαρχος τῆς Συνόδου», ἀφοῦ ἐκπροσώπησε τοὺς Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων καὶ Ἀντιοχείας. Ὁ σκοπὸς τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἦταν ἡ ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Δυτικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὕστερα ἀπὸ τὸν χωρισμὸ ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ σχίσματος κατὰ τὸ ἔτος 1054. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι τὸ σχίσμα μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν προκλήθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴ βλάσφημη προσθήκη τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως (τὸ γνωστὸ Filioque), σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Μὲ τὴν αἱρετικὴ ὅμως αὐτὴ διδασκαλία καταργεῖται τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα χάνεται ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ -2 «Ὁ μονομάχος τῆς Ὀρθοδοξίας»»