Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἅγιον Πνεῦμα

«ΕΙ ΖΩΜΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ, ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΩΜΕΝ»

Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν (Γαλ. ε΄ 25).

Ζωὴ πνευματικὴ καὶ ζωὴ σαρκική.
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ Ἁγιοβαρναβίτης  πρότυπό μας

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑποβοηθεῖ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀληθινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ «ζωὴ ἐν Πνεύματι», σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ψεύτικη, τὴν ζωὴ «ἐν σαρκί», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἀπωλείας καὶ προεικονίζει τὸν θάνατο, ἀφοῦ τῆς λείπει ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση.
.                  Τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς προσδιορίζονται ἀπὸ τοὺς καρπούς της, τοὺς ὁποίους ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν: « Ἀγάπη,  χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία,  χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης καὶ ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22).
.                 Αὐτοὺς τοὺς ἀγαθοὺς καρποὺς παράγει ὁ πραγματικὸς χριστιανός, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ χαρακτηρίζεται πνευματικὴ , ὄχι σὰν συνέπεια τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιβολῆς κάποιου νόμου, ἀλλά, σὰν καρποφορία ἑνὸς δένδρου, τὸ ὁποῖο εἶναι ριζωμένο στὸ λιπασμένο χῶμα καὶ ἀναπτύσεται σὲ εὔκρατο, κατάλληλο γι’ αὐτὸ κλῖμα, ὥστε νὰ παράγει μόνο καλοὺς καρπούς, αὐτοὺς  ποὺ ἀρέσουν στὸν Χριστό μας.
.                  Τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς σαρκικῆς ζωῆς εἶναι ἡ «Μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις »  (Γαλ. ε΄ 23).
.                    Ἡ πνευματικὴ ζωὴ μὲ τοὺς ἀγαθοὺς καρποὺς ἁρμόζει κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ σαρκικὴ στοὺς σαρκικοὺς ἢ ψυχικοὺς ἀνθρώπους.
.                     Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τὴν ὑλικότητά του καὶ τὴν φθαρτότητά του διὰ τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπόκτηση θεϊκῶν ἰδιοτήτων, αὐτῶν ποὺ  περιγράφει ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμούς [1], ὅπου  ἀνατρέπονται ὅλες οἱ κοσμικὲς ἀντιλήψεις, αὐτὲς ποὺ θεωροῦν εὐτυχισμένους ὅσους ἔχουν χρήματα, αὐτοὺς ποὺ ἀπολαμβάνουν ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ δόξα. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ζωογονεῖται καὶ τρέφεται μὲ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔχει τὶς δυνατότητες νὰ παράγει καρποὺς πνευματικοὺς ἀνάλογα μὲ τὴν χάρη, τὴν ὁποία λαμβάνει καὶ ἐγκαινιάζει μιὰ καινούρια ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία εὐτυχισμένοι εἶναι οἱ πράοι, οἱ θλιμμένοι, οἱ ἔχοντες πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, ὅσοι ἀνέχονται κακολογίες, ὅσοι μοχθοῦν γιὰ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων  καὶ ὅσοι διώκονται.
.                   Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι βιώνουν τὴν καινὴ ζωὴ ποὺ ἀνέτειλε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα στὴν «καινὴ κτίσιν» (Β΄ Κορ.5.17). Χωρὶς τὴν καινὴ ζωὴ ὁ  ἄνθρωπος παραμένει  γήϊνος, φθαρτός, «γῆ καί σποδός» [2].
.                «Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν (Γαλ. ε’ 25), παραγγέλλει ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος. Ἐάν, δηλαδή, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε ζωὴ καὶ συμπεριφορὰ κατὰ πάντα σύμφωνη μὲ τὶς ὑπαγορεύσεις καὶ τὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.                        Ἡ ζωὴ αὐτὴ παρουσιάζει διπλὴ ὄψη. Τὴν ἀποφυγὴ καὶ τὴν πλήρωση.  Τὴν ἀποφυγὴ κάθε πράξεως, ἡ ὁποία θὰ λυποῦσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, κάθε ἐνεργείας, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ θέλημά Του, καὶ ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται πρὸς τὶς ὑπαγορεύσεις καὶ παραγγελίες τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ  πραγματικὰ πατρικὴ στοργὴ συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς Χριστιανούς: «Μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» (Ἐφεσ. δ’ 30). Μὴν τὸ λυπεῖτε μὲ τὶς ἁμαρτίας σας. Μὴν τὸ λυπεῖτε μὲ τὴν ἔνοχη συμπεριφορά σας. Μετὰ τὴν ἀποφυγὴ αὐτὴ τῆς λύπης ἔρχεται ἡ πλήρωση. Μᾶς λέγει: «Πληροῦσθε ἐν Πνεύματι» (Ἐφεσ. ε’ 18), νὰ εἶσθε πάντοτε γεμᾶτοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ παράγετε ἄφθονους πνευματικοὺς καρπούς.
.                    Ἐὰν ζοῦμε, λοιπόν, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ συντασσόμαστε μὲ αὐτὸ παράγουμε τοὺς καρπούς Του, αὐτοὺς ποὺ γλυκαίνουν τὴν παροῦσα ζωή μας, ἀλλὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴν τροφὴ τῆς αἰωνιότητος.
.                    Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ καρποφορία δὲν εἶναι ἀδύνατη, οὔτε δύσκολη. Ἡ μεταβολὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία ἔγινε στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν κατῆλθε σὲ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, πραγματοποιεῖται καὶ σὲ ὅλους μας. Ὁ φωτισμὸς τῆς διανοίας, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνίσχυση, ἡ ὁποία δόθηκε στοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὁ ἐξαγιασμὸς τῆς ψυχῆς τους καὶ ἡ νέα ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος συντελοῦνται καὶ πραγματοποιοῦνται σὲ ὅλους μας, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπιδεκτικότητά μας καὶ τὴν προσωπική μας συμμετοχὴ  σὲ ὅσα μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ σήμερα, καὶ σὲ κάθε ἐποχή, οἱ μεταβολὲς αὐτὲς ἐξακολουθοῦν νὰ γίνονται, ἔστω καὶ ἂν οἱ σωματικοί μας ὀφθαλμοί δὲν ἀντιλαμβάνονται τὶς μυστηριώδεις ἐπιδράσεις καὶ ἐνέργειες καὶ τὶς μυστικὲς ζυμώσεις, τὶς ὁποῖες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπιτελεῖ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου.
.                             Γιὰ νὰ πραγματοποιεῖται ἡ καρποφορία αὐτὴ ἐπανειλημμένως κατὰ τὴν θεία Λειτουργία ἡ Ἐκκλησία εὔχεται διὰ τοῦ Ἱερέως, νὰ ἐξαποστείλει ὁ Θεὸς τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος στοὺς πιστούς. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν κρισιμώτατη καὶ ἱερώτατη στιγμὴ τῆς καθαγιάσεως τῶν τιμίων δώρων, ὅταν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη δέεται ὁ Ἱερεὺς στὸν Θεό, «ἵνα καταπέμψῃ τὸ Πνεῦμά Του τὸ Ἅγιον», γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ θυσία, πρῶτον δέεται, γιὰ νὰ  ἔλθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον στοὺς πιστοὺς καὶ ἔπειτα ἐπὶ τὰ τίμια δῶρα: Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά Σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Ὅπως δὲ κατὰ τὴν ἱερὴ ἐκείνη ὥρα τῆς μετουσιώσεως τῶν τιμίων δώρων τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, κατὰ παρόμοιο τρόπο ἡ παντοδύναμη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ζωοποιεῖ καὶ ἀναγεννᾶ τὶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία νεκρωμένες ψυχὲς καὶ τὶς μεταβάλλει σὲ ναοὺς ἁγίους ἐν Κυρίῳ.
.                    Ποιός τώρα μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴν ἐξαίρετη πνευματικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία εὑρίσκονται οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους πλούσια ἔπνευσε ἡ θεόρρητη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Λάμποντες, ἀστράποντες, ἁλλοιωμένοι ἀπὸ τὴν φωτιστικὴ καὶ ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου, ὡς ἄτομα εὑρίσκονται σὲ κατάσταση ἐξαιρετικῆς ψυχικῆς ἱκανοποιήσεως καὶ χαρᾶς. Ὡς μέλη οἰκογενείας μεταβάλλουν αὐτὴ σὲ κατ’ οἶκον ἐκκλησία. Καὶ ὡς μέλη τῆς κοινωνίας, ὡς «ἅλας τῆς γῆς»  προλαμβάνουν τὴν σήψη καὶ τὴν ἠθικὴ ἀποσύνθεση καὶ ὡς «φῶς τοῦ κόσμου» σκορπίζουν τὸ φῶς τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας καὶ προσκαλοῦν ὅλους νὰ γευθοῦν τὶς χάριτες καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τέτοιους ἀνθρώπους ἔχει καὶ σήμερα ἀνάγκη ἡ κοινωνία. Ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντες τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, παράγουν τοὺς ἐξαίσιους καρποὺς τοῦ Πνεύματος.
.                           Αὐτοὺς τοὺς καρποὺς παρήγαγε ὡς πνευματοφόρος καὶ ὁ Γέροντας Γαβριήλ, τοῦ ὁποίου σήμερα τελοῦμε τὸ ὀκταετὲς μνημόσυνο.
.                    Ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος κενοδοξία καὶ φθόνο δὲν ἄφησε νὰ εἰσέλθει στὴν ψυχή του.
.                 Ὁ Γέροντας, ποὺ συμβούλευε μὲ πνεῦμα πραότητος νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ ἐκπληρώνουμε τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ.
.                     Ὁ Γέροντας, ποὺ ἐπισήμαινε νὰ ἀφήνουμε κατὰ μέρος τὴν κατάκριση γιὰ τὰ σφάλματα ἢ γιὰ τὶς ἀτέλειες τῶν ἀδελφῶν μας, ἀκόμη καὶ  ἂν αὐτοὶ συλληφθοῦν ἐπ’ αὐτοφώρῳ νὰ διαπράττουν κάποιο παράπτωμα.
.                      Ὁ Γέροντας, ποὺ τόνιζε νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε γιὰ ἐλλείψεις ποὺ ἐνδεχομένως κάποιος πλησίον μας ἔχει, γιατὶ τότε ἀποδεικνύουμε ὅτι δὲν ἔχουμε μακροθυμία οὔτε ἀγάπη, ἄρα καὶ ἡ ἀρετὴ ποὺ νομίζουμε ὅτι ἔχουμε δὲν ἀποτελεῖ καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλλὰ νοθευμένη κατάσταση στὴν ψυχή μας.
.                 Ἐὰν θέλουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ συντασσόμαστε μὲ αὐτό, δηλαδή, νὰ ἀγωνιζόμαστε, ὥστε ὅλοι οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ ἀνθίζουν στὴν καρδιά μας χωρὶς ἐξαιρέσεις, ἂς μελετήσουμε τὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ἦταν μεστὴ ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου πνεύματος, ὅπως ἦταν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γαβριήλ.
.                         Αὐτὸς ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὴν κατάκριση, μακροθυμοῦσε καὶ δίδασκε ὅλους μὲ ἁπλὸ καὶ ἤρεμο τρόπο, ἰδίως μὲ τὴν συμπεριφορά του νὰ μὴν κατακρίνουμε.
.                       Ἐργαζόταν πνευματικὰ χωρὶς νὰ αἰσθάνεται κόπο, μὲ μόνο ἀντιμίσθιο τὴν χαρὰ τῆς προσφορᾶς λέγοντας ὅτι ἡ «ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν κόπον».
.                     Μοχθοῦσε γιὰ τὸν  καταρτισμὸ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ἦταν ποιμένας καὶ πατέρας καὶ ἀδελφός, κάνοντας πράξη τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι, δηλαδή, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει πάντων διάκονος (Μᾶρκ. θ΄ 35).
.                   Ἂν τολμήσουμε νὰ παραβάλλουμε τὴν ζωή μας μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Γέροντος Γαβριὴλ  πολὺ φοβοῦμαι ὅτι θὰ βρεθοῦμε ἐντελῶς λειψοί. Ἡ ζωή μας δὲν ἔχει χαρὰ καὶ εἰρήνη Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος εἶχε ἀστασίαστη. Ἀγωνιζόμαστε νὰ δείξουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ στοὺς γύρω μας ὅτι εἴμαστε καλοὶ χριστιανοί, λησμονώντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἔμφαση στὸ «ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου» (Ματθ. κγ΄ 25). Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι γινόμαστε κενόδοξοι, ποθώντας νὰ διακριθοῦμε γιὰ ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχουμε, οἱ ὁποῖες, ἀκόμα καὶ ἂν τὶς εἴχαμε, δὲν ἀποτελοῦν ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ δῶρο καὶ καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν Αὐτὸ κατοικεῖ μέσα μας. Ὄντας κενοί, γινόμαστε κενόδοξοι, γι’  αὐτὸ φθονοῦμε καὶ προκαλοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ λόγια καὶ μὲ συμπεριφορὲς ἀνοίκειες πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ μισόλογα, μὲ κατηγορίες, μὲ συκοφαντίες, καλλιεργώντας μιὰ ἐπίφαση εὐσεβείας στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ αὐτοδικαίωση καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς εἰκόνας μας πρὸς τὰ ἔξω.
.                         Ὁ Γέροντας ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό του πλήρως στὸν Θεό, κατὰ τὴν προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας μας «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», δὲν εἶχε ἄγχος. Πάντοτε ἤρεμος γνώριζε ὅτι ὁ Κύριος ποὺ ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμοὺς θὰ φέρει καὶ τὴν ἔκβασή τους. Ἀντίθετα ἐμεῖς σήμερα βλέπουμε ὅτι  ἡ ζωή μας διέπεται ἀπὸ ἄγχος, ἀπὸ ἀνασφάλεια πνευματική, ἀπὸ ταραχή, ἰδίως ὅταν συναντήσουμε κάποιον ποὺ δὲν μᾶς ἀρέσει ἡ ζωή του, ἢ κάποιον ἀδελφό μας ποὺ σκέφτεται λίγο διαφορετικὰ ἀπὸ ἐμᾶς. Τότε παραβλέποντας τὶς δικές μας ἀδυναμίες  καὶ πτώσεις γινόμαστε αὐστηροὶ τιμωροί, ἀπαιτοῦμε νὰ πέσει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ κάψει τοὺς πάντες, καὶ λησμονοῦμε προφανῶς, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν βρίσκεται στὴν φωτιά, οὔτε στοὺς κεραυνοὺς καὶ στὶς ἀστραπές, ἀλλὰ στὴν λεπτὴ αὔρα, ἡ ὁποία δροσίζει καὶ ἀνακουφίζει τοὺς ἀνθρώπους.
.                  Ἐνθυμούμενοι καὶ παραδειγματιζόμενοι ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Γέροντος Γαβριὴλ ἂς εἴμαστε προσεκτικοί, σὲ διαρκὴ ἐπιφυλακὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ μας, ὥστε νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς σκοπέλους τοῦ πονηροῦ.
.                      Ἂς ἀφήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ καρποφορήσει μέσα μας, ἔχοντας μετάνοια μὲ προσευχὴ θερμὴ πρὸς τὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ.
.                       Ἂς σπεύδουμε νὰ σηκώσουμε, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε πιὸ δυνατοί, τὰ βάρη τῶν ἀδελφῶν μας, ἀφοῦ ὀφείλουμε «ἐμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν» (Ῥωμ. ιε΄ 1),    ἀποδεικνύοντας ἔμπρακτα, ὅτι ἔχουμε στὴν καρδιά μας τὸν φωτισμὸ καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.                      Καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης θὰ γαληνέψει τὸν τρικυμισμένο βίο μας καὶ θὰ μᾶς φωτίζει, ὥστε νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας σφάλματα καὶ νὰ πορευόμαστε τὴν εὐθεία καὶ βασιλικὴ ὁδό, αὐτὴν ποὺ μέχρι τέλους βάδισε καὶ ὁ πνευματοφόρος Γέροντας Γαβριήλ.

[1] Ματθαίου ε΄, 3-11.

[2] Γενέσεως ιη΄, 27.

Διαφήμιση

, , ,

Σχολιάστε

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ: ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΗΜΕΡΑ

Γενέθλιος τῆς κκλησίας μέρα
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

τοῦ Κωνσταντίνου  Ἀθ. Οἰκονόμου δασκάλου

Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ: Οἱ Ἰουδαῖοι γιόρταζαν τὴν Πεντηκοστή, ἢ ἑορτὴ τῶν 7 ἑβδομάδων, ποὺ ὀνομαζόταν ἀκόμη “ἑορτὴ θερισμοῦ τῶν πρωτογεννημάτων” (Ἐξ. κγ΄16), διότι, κατὰ παράδοση, ὁ Δεκάλογος δόθηκε στὸ Μωυσῆ τὴν 50η μέρα μετὰ τὸ ἰουδαϊκὸ Πάσχα. Κατὰ τὴ γιορτὴ προσφέρονταν στὸ Θεὸ θυσίες πρωτογεννημάτων (καρπῶν σιτηρῶν, οἰκιακῶν ζώων). Κατ᾽ ἀντιστοιχία, ὅπως κατὰ τὴν ἑβραϊκὴ Πεντηκοστὴ ἐκφράζονταν εὐχαριστίες γιὰ τὰ πρωτογεννήματα, ἔτσι στὴν χριστιανικὴ Πεντηκοστὴ ἐκφράζονται εὐχαριστίες γιὰ “τὰς ἀπαρχὰς τοῦ Πνεύματος”.

Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ: Τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, Πεντηκοστὴ ὀνομαζόταν ὁλόκληρο τὸ διάστημα τῶν 50 ἡμερῶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μέχρι τὴν ἕβδομη Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ αὐτή. “Πάσα ἡ Πεντηκοστή της ἐν τῷ αἰώνι προσδοκώμενης ἀναστάσεως ἐστὶ ὑπόμνημα.” (Μ. Βασίλειος). Αὐτὲς τὶς πενήντα μέρες ἀπαγορεύονταν γονυκλισίες καὶ νηστεῖες, λόγῳ τοῦ χαρμοσύνου τῶν ἡμερῶν. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποκλειστικὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἦταν περικοπὲς τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴ γέννηση καὶ ἐξάπλωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀποκτᾶ σπουδαιότερη σημασία, γιατί θεωρεῖται δικαίως ὡς ἡμέρα “ἡ τελειώσασα τὴν Ἐκκλησίαν αἰτία”. Ἡ Ἐκκλησία, βεβαίως, ὡς σύνολο πιστῶν ὑπῆρχε καὶ πρὶν τὴν Πεντηκοστή, ἐφ᾽ ὅσον ὑπῆρχε ἱεραρχία, ὀργανωτικὲς βάσεις, παράδοση Μυστηρίων, ἀλλὰ ἔλειπε ἡ κινῶσα ζωτικὴ πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς τρίτης ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. “Εορτάζουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας”, γράφει ὁ Γρηγόριος Θεολόγος. Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος προσθέτει: “Εἰ (ἐὰν) μὴ Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἂν συνέστη ἡ Ἐκκλησία. Εἰ δὲ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία εὔδηλον ὅτι Πνεῦμα πάρεστιν”. Ἡ Πεντηκοστή, “μητρόπολις τῶν ἑορτῶν”, κατέστη ἡ ἀφετηρία τῆς Ἐκκλησίας ἢ καλύτερα ἡ γενέθλιος μέρα τοῦ ἔργου της, διότι ἐκείνη τὴ μέρα κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς πρώτους Μαθητές.“Η φύσις ἡ ἡμετέρα πρὸ δέκα ἡμερῶν (διὰ τῆς Ἀναλήψεως) εἰς τὸν θρόνον ἀνέβη τὸν βασιλικόν, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέβη σήμερον πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἡμετέραν. Ἀνήνεγκεν ὁ Κύριος τὴν ἀπαρχὴν τὴν ἡμετέραν καὶ κατήνεγκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.” (Ι. Χρυσόστομος)

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει, (…) εἶναι πάντοτε ἑνωμένο καὶ συναριθμεῖται μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται [μὲ τὶς θεῖες ἐνέργειές Του], δὲν μεταλαμβάνει, ὁδηγεῖ στὴν τελείωση [τοὺς ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται, παρέχει τὴν πνευματικὴ πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως, ἁγιάζει, δὲν ἁγιάζεται, κάνει [τοὺς ἀνθρώπους] θεούς, (…) εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο, ἀόρατο, ἄχρονο, ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας, ποσότητας καὶ μορφῆς, ἀψηλάφητο, κινούμενο ἀφ’ Ἑαυτοῦ, κινούμενο συνεχῶς, ἔχοντας ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (…). Πνεῦμα εὐθές, ἡγεμονικό, κύριο (…) κάνει τοὺς ἀνθρώπους ναοὺς οἴκους Του, ὁδηγεῖ, ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, διανέμει χαρίσματα”.

ΟΙ ΔΩΡΕΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ: Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα: “Πάντα χορηγεῖ: βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας” (Πεντηκοστάριον Χαρμόσυνον). Τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, κορυφαῖες δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τελοῦνταν τοὺς πρώτους αἰῶνες κατὰ τὴν ἑορταστικὴ ἀγρυπνία τῆς Πεντηκοστῆς (ὅπως καὶ τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Ἀναστάσεως). Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σήμερα πρέπει νὰ ἐμψυχώνει τοὺς ὀρθοδόξους λειτουργούς του Ὑψίστου, διότι κατὰ τὸν Χρυσόστομο “δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν”. Ἐξ ἄλλου πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι: “Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τοῦ ἀνακαθαρμοῦ, τῆς ἀναγέννησης καὶ ἐξαγιασμοῦ τῶν πιστῶν.” (Π. Ν. Τρεμπέλας). Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς μυστικῆς ἐπικοινωνίας τὴ ψυχῆς τοῦ πιστοῦ μὲ Αὐτό, ἡ ψυχὴ δέχεται καὶ ἀντανακλᾶ δόξα Κυρίου, μεταμορφούμενη σὲ ὅμοια εἰκόνα μὲ τὸν Κύριο, προχωρώντας βαθμηδὸν ἀπὸ “δόξης εἰς δόξαν” (Β΄Κόρ. γ΄18), προοριζόμενη νὰ φτάσει στὸ “καθ’ ὁμοίωσιν” μὲ τὸν Δημιουργό, ποὺ ἦταν καὶ ὁ κορυφαῖος σκοπὸς τοῦ ἔργου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Τὸ Θεῖο Πνεῦμα φέρνει στὴν ψυχὴ ἀτμόσφαιρα Παραδείσου, μέσα στὴν ὁποία γονιμοποιοῦνται ὅλα τὰ ἄνθη της καὶ ὡριμάζουν οἱ καρποὶ τοῦ Πνεύματος: “ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια”.

ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ: Ἐπισφράγιση τῶν δωρεῶν τοῦ Πνεύματος εἶναι ἡ υἱοθεσία ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀρραβώνα τῆς αἰώνιας κληρονομίας τοῦ Θεοῦ. “Όσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἰσὶν υἱοὶ Θεοῦ (…) εἰ δὲ τέκνα καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ.” (Ρώμ. ἡ΄14-17). Ὅλη αὐτὴ ἡ ἁγιοπνευματικὴ βιοτὴ ἐπιτυγχάνεται μόνο διὰ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς γεννημένης διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς τηρώντας τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔστειλε στοὺς μαθητὲς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπεδήμησε στοὺς Ἀποστόλους, στὴν Ἐκκλησία καί, δὶ’ αὐτῶν, σ’ ὅλους ὅσους ἀνοίγουν σ’ Αὐτὸ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τους. Δία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «πάσα ψυχὴ ζωοῦται». Δία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «πάσα ἡ κτίσις καινουργεῖται», δι᾽ αὐτοῦ «ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς δόξης, ἐξ οὗ χάρις καὶ ζωὴ πάση τὴ κτίσει» δι᾽ αὐτοῦ «πάσα ψυχὴ ζωοῦται». (Ἀναβαθμοὶ Ὄρθρου). Μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα “δουλείας ἁπαλλαττόμεθα, εἰς υἱοθεσίαν ἀναγόμεθα, ἄνωθεν ἀναπλαττόμεθα, τὸ βαρὺ καὶ δυσῶδες τῶν ἁμαρτημάτων φορτίων ἀποτιθέμεθα. Διὰ τῆς τούτου δυνάμεως ἐξ ἀνθρώπων ἄγγελοι γεγόναμεν οἱ τῇ χάριτι προσδραμόντες”. (Ἰωάννης Χρυσόστομος).

 

 

, ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς)

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἁγ. Ἰουστίνου [Πόποβιτς],
Δογματική, Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας,
ἐκδ. Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου,
Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 173-174

Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφίας»

.           […] Ὅλοι ἑνωνόμαστε στὸ ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο καθένας ἀπὸ ἐμᾶς παραμένει μιὰ ξεχωριστὴ καὶ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα.
.     Αὐτὸ συντελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ᾽ ὅσον «ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες ἓν [Πνεῦμα] ἐποτίσθημεν». Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἑνώνει, διὰ τῆς θείας δυνάμεώς του, ὅλους τοὺς πιστοὺς σὲ ἕνα σῶμα, στὴν Ἐκκλησία. κενο εναι ὁ κτίτωρ καὶ οκοδόμος τς κκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου «τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀρχιτεκτονεῖ Ἐκκλησίαν Θεοῦ». Μ τ γιον Πνεμα ντασσόμαστε στὸ οἰκοδόμημα, συναρμοζόμαστε, ἐνσωματωνόμαστε στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ Ατο, βαπτιζόμαστε σὲ ἕνα σῶμα, στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δι’ Αὐτοῦ γινόμαστε «σύσσωμοι» τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πραγματικότητα, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος γίνεται τοῦ Χριστοῦ, γίνεται χριστιανός, γίνεται μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ατ νχριστώνει κα χριστοποιε, νεκκλησιάζει κα κκλησιοποιε. Αὐτὸ καταργεῖ ὅλες τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ἑβραίων, ὡς τοῦ περιουσίου λαοῦ, καὶ τῶν ὑπολοίπων λαῶν, τῶν ἐθνικῶν, ἑνώνοντάς τους σὲ ἕνα σῶμα, σὲ ἕναν ὀργανισμό. Μ τ γιον Πνεμα πραγματώθηκε καὶ οκοδομεται, συνεχς, τ γιο, θεανθρώπινο, καθολικ σμα τς κκλησίας, τὸ ἕνα καὶ ἀδιαίρετο. Σὲ αὐτὸ τὸ καθολικὰ μοναδικὸ σῶμα κάθε ἄνθρωπος, Ἑβραῖος ἢ Ἕλληνας, δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, πλούσιος ἢ φτωχός, μορφωμένος ἢ ἀμόρφωτος, γίνεται καινς νθρωπος· ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ αὐτὸν τὸν καινὸ ἄνθρωπο εἶναι οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα σὲ ὅλους τοὺς κόσμους. Ὁτιδήποτε ὑπάρχει στὸ ὂν τοῦ ἀνθρώπου καὶ νιώθει πείνα γιὰ τὸ αἰώνιο καὶ τὸ θεῖο, τροφοδοτεῖται μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τρέφεται χωρὶς νὰ ξαναπεινάσει καὶ νὰ ξαναδιψάσει. Ἕνα πράγμα εἶναι ἀναμφίβολο, πὼς μόνο μ τ γιον Πνεμα γίνεται τοῦ Χριστο. Ἐπειδή, ὅπου εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Χριστός, ὅπως ἐπίσης, ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· μὲ ἕναν λόγο, ἐκεῖ εἶναι Ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα. Καὶ τὰ πάντα ἀπὸ Αὐτὴν πηγάζουν καὶ ἐν Αὐτῇ τὰ πάντα ὑπάρχουν. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό, τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἐντριαδώνεται, προκειμένου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, μὲ τὴν ἄσκηση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, νὰ τριαδοποιηθεῖ πλήρως, πράγμα ποὺ σημαίνει νὰ ζεῖ ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Δεχόμενος τὸ ἅγιο βάπτισμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνδύεται τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ βίος του μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἄλλο, καὶ οὔτε θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἀπὸ μία διαρκῆ βίωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλων ὅσων ἀνήκουν σὲ Αὐτόν, μία ἀδιάλειπτη βίωση τῆς Τριάδος καὶ ὅλων ὅσα ἀνήκουν σὲ Αὐτήν.

, , , , ,

Σχολιάστε

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Λόγος περί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος

Τοῦ Μητροπολ. Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

.             Ἐν τῷ Θεῷ ὑπάρχουν τρία πρόσωπα ἤ ὑποστάσεις, διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλων. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει ἴδιον ὑποστατικό ἰδίωμα ἤτοι: Ὁ Πατήρ τήν ἀγεννησία, ὁ Υἱός τήν γέννηση καί τό Ἅγ. Πνεῦμα τήν ἐκπόρευση. Καί τά τρία πρόσωπα «ἐν τῇ μιᾷ θεότητι» συνυπάρχουν, ἐνυπάρχουν καί περιχωροῦν ἐν ἀλλήλοις. Ὡς λέγει ὁ Ἱ. Δαμασκηνός ἔχουμε μία θεότητα «ἐν τρισί τελείαις ὑποστάσεσιν ἀσυγχύτως ἡνωμέναις καί ἀδιαστάτως διαιρουμέναις». Πρόκειται γιά τό ἱερώτατο μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
.             Εἰδικότερα, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ὀνομάζεται, Πνεῦμα Ἅγιον, Πνεῦμα Θεοῦ, Φῶς καί ζωή, Πηγή ζῶσα, Πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, Παράκλητος. Εἶναι τό Πρόσωπον Ἐκεῖνο, τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού κατευθύνει τήν Ἐκκλησία καί θεοποιεῖ κατά χάριν τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Παράκλητος, πού βοηθᾶ τόν τραυματισμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο, τόν στηρίζει στήν πνευματική του ἀνόρθωση καί συντελεῖ στή σωτηρία του.
.             Ἡ δύναμη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἶναι μεγάλη. Αὐτό ἔρχεται, κατέρχεται καί μᾶς συνάζει κύκλοθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Εἰ μή Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη Ἐκκλησία· εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι τό Πνεῦμα πάρεστι». Κατά τήν τέλεση τῆς χειροτονίας ἀλλά καί τῆς θείας Εὐχαριστίας ἡ δύναμη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἶναι ἡ ἐπισκιάζουσα τά ἱερά αὐτά Μυστήρια ἀλλά καί ὅλα τά ἄλλα μυστήρια. Ὁ δυναμισμός τοῦ Ἁγ. Πνεύματος κάμνει τούς ἄσημους καί ἀγράμματους ἁλιεῖς, Ἀποστόλους τῆς οἰκουμένης. Αὐτό τό Ἅγ. Πνεῦμα δημιουργεῖ τούς μάρτυρες. Αὐτό φωτίζει τούς Ἁγίους καί θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δίδει τήν αἴσθηση τῆς κοινωνίας καί ἑνότητας τῶν πιστῶν χριστιανῶν. Αὐτό τό Ἅγ. Πνεῦμα βεβαιώνει τήν αἴσθηση καί τό βίωμα τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Αὐτό τό Ἅγ. Πνεῦμα, ὁ Παράκλητος εἶναι ὁ μεγάλος συμπαραστάτης καί ἐμψυχωτής στό διάβα τῆς ζωῆς, στόν πόνο καί στίς δυσκολίες μας.
.             Γι’ αὐτό καί ἡ κλασική ἐναρκτήρια ἐπίκληση κάθε ἱεροτελεστίας καί προσευχῆς εἶναι ἐξαιρετικά σπουδαία. Παρακαλοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μᾶς φωτίσει, νά μᾶς ἐμπνεύσει καί νά εἶναι διαρκῶς στό εἶναι μας. Εἶναι ἡ προσευχή: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν  καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος  καὶ σῶσον, ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
.             Ἄραγε, θά μπορούσαμε νά λάβουμε λίγη ἄδεια ἀπό τίς μικρότητές μας γιά νά σκεφθοῦμε τά μεγάλα αὐτά ἱερά καί ὅσια.

 

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

,

Σχολιάστε

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ καὶ ΠΩΣ ΑΠΟΚΤΑΤΑΙ

ΠΝΟΗ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

, ,

Σχολιάστε

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΟΥ 379 μ.Χ. (9 Ἰουνίου)

Πεντηκοστὴ τοῦ 379 μ. Χ. (9 Ἰουνίου)

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ †Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου (Γερασίμου μοναχοῦ),
καθηγ. Θεολογ. Σχολῆς Πανεπιστ. Ἀθηνῶν,
«Ὁ Πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)»

ἔκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», ἔκδ. Η´, Ἀθῆναι 2017,
σελ. 175-178.

.               …Σὰ νὰ μὴ φτάνανε οἱ σκληροὶ ἀρειανοὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἐμφανιστήκανε στὴν πρωτεύουσα καὶ οἱ πνευματομάχοι. Καταφέρανε γρήγορα ν’ ἀποκτήσουνε ὀπαδοὺς πολλούς. Οἱ ἐπικεφαλῆς ἤτανε μοναχοί. Καὶ μοναχοὶ ἀπὸ τοὺς αὐστηρούς. Δηλαδὴ ἀσκητικοί, ἐγκρατεῖς καὶ ἀκτήμονες. Δὲν εἶχαν ἀκόμη ὀργανωμένα κοινοβιακὰ μοναστήρια. Ζούσανε ὅμως σὲ ὁμάδες καὶ ἤτανε ὑπόδειγμα στοὺς πολλοὺς χριστιανούς. Κι αὐτὸ φοβότανε περισσότερο ὁ Γρηγόριος. Ὁ κόσμος τοὺς πρόσεχε γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή τους καὶ συγχρόνως τοὺς ἐμπιστευότανε σὲ ὅ,τι δίδασκαν.
.           Ἀλλὰ δίδασκαν ὄχι ὀρθόδοξα. Ἡ θεολογία, βέβαια, τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῶν Καππαδοκῶν τοὺς εἴχανε πείσει νὰ ὁμολογοῦν τὸν Υἱὸ (Χριστὸ) τέλειο Θεὸ καὶ ὁμοούσιο πρὸς τὸν Πατέρα. Δὲν θέλανε ὅμως νὰ ὁμολογήσουν τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Κακόδοξοι, λοιπόν, καὶ τοῦτοι. Καὶ τοὺς ὀνομάσανε Πνευματομάχους. Ὄχι ὅμως τόσο κακόδοξοι, ὅσο οἱ ἀκραῖοι ἀρειανοί. Φέρονταν πιὸ ἤπια πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς μάλιστα πηγαίνανε κι ἀκούγανε τὸ Γρηγόριο στὴν Ἀναστασία. Δὲν ἤτανε λίγοι καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ποὺ σκέφτονταν:
− Εἶναι δυνατό, τέτοιοι ἄνθρωποι, τόσο σεμνοὶ καὶ ἀσκητικοὶ νὰ τιμωρηθοῦνε ἀπὸ τὸν Θεό;
.           Ἡ δυσκολία τοῦ Γρηγορίου δὲν ἤτανε μικρή. Πῶς νὰ ἐξηγήσει πειστικά, ὅτι ἀληθινὴ εὐσέβεια καὶ ἄσκηση θέλει καὶ ὀρθὴ πίστη. Γνήσια καὶ ἀποτελεσματικὴ ἄσκηση γίνεται ἀπὸ τὸν χριστιανό, ποὺ ἔχει καὶ ὀρθὴ πίστη. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα τότε μόνο χαριτώνει τὸν ἀσκητή, τότε μόνο δίνει τὸν στέφανο τῆς θείας δόξας. Δὲν ἦταν ἀκόμη καιρὸς γιὰ τοὺς Κωνσταντινουπολίτες ν’ ἀκούσουνε βαθιὰ θεολογία περὶ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι τὴ στιγμὴ αὐτὴ νόμιζε ὁ Γρηγόριος. Ἤθελε πρῶτα νὰ καταλάβουνε καλύτερα τὴν ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ συνηθίσουνε τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔπειτα νὰ τοὺς μιλήσει μὲ ἀκρίβεια γιὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Κι ἐφάρμοσε τὸ πρόγραμμα αὐτό, ἀλλὰ μόνο μερικά.
.            Ἔφτασε ἡ Πεντηκοστή τοῦ 379. Ἔπεφτε στὶς 9 Ἰουνίου τὴ χρονιὰ ἐκείνη. Γέμισε ἀσφυκτικὰ ὁ ναὸς τῆς Ἀναστασίας. Λαμπρὴ γιορτή. Προχωροῦσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ὁ Γρηγόριος ἔνιωθε ὅλο καὶ πιὸ ἀλλιώτικα. Εἶχε κατακλυστεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ ζοῦσε μὲ αὐτὴ καὶ γι’ αὐτό.
.            Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Στάθηκε στὴν Ὡραία πύλη. Εἶχε σχεδιάσει νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὴν σημασία τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά. Νὰ ἑρμηνεύσει τὰ σχετικὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ τὰ ἱστορικά τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ τό ᾽κανε φυσικά. Μὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, κύλησε ὁ λόγος του γρήγορα στὸ ἅγιο Πνεῦμα.
.           Ἤτανε καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ εἶχε κληθεῖ στὴν Ἀντιόχεια σύνοδος, κυρίως γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κορυφαῖο πρόσωπό της ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας. Ὀρθόδοξος ἄνδρας, γενναῖος ὁμολογητής. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁμολογήθηκε ὀρθὰ ἡ πίστη στὴν θεότητα καὶ τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Πνεύματος καὶ καταδικάσθηκαν οἱ πνευματομάχοι. Ὁ Γρηγόριος παραταῦτα δὲν μπόρεσε νὰ εἶναι αὐστηρὸς καὶ σκληρὸς μὲ τοὺς πνευματομάχους. Ἔβλεπε μερικοὺς μπροστά του, ὅταν στάθηκε στὴν Ὡραία Πύλη.
.             Γι’ αὐτό, ἀφήνοντας πολλὰ ἀπ’ ὅσα εἶχε σχεδιάσει, μίλησε πατρικά, μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Ἤλπιζε ὅτι θὰ μετανοήσουν. Μίλησε ἡ χάρη ποὺ εἶχε μέσα του ὡς θεόπτης. Δὲν μπόρεσε νὰ τὴν κρύψει. Μίλησε καὶ ποιητικά. Ὑπέκυψε στὸ ταλέντο του. Τόσο, ποὺ κομμάτια τοῦ λόγου τούτου, χρησιμοποιηθήκανε κατὰ λέξη ἀπὸ ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας μας.
− Ὅ,τι σᾶς λέω, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖνο μὲ ὁδηγεῖ αὐτὸ μ’ ἐμπνέει νὰ μιλάω ἔτσι ὅπως μιλάω.
Ἂν δὲν τὸν ξέρανε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι τὸν Γρηγόριο, θὰ τὸν παρεξηγούσανε. Θὰ τὸν κατηγορούσανε ἀκόμη καὶ γιὰ βλασφημία. Βρεθήκανε ὅμως καὶ οἱ κακόβουλοι, ποὺ μέσα τους ἀνακατώθηκαν:
− Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔμπνευση ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα· ὅ,τι μᾶς λέει ἀποκάλυψη τοῦ Πνεύματος!
.          Ὅσο τὸν κοίταζαν ὅμως κατὰ πρόσωπο, κάτι τοὺς ἠρεμοῦσε. Ἡσυχάσανε καὶ οἱ κακόβουλοι. Ἡ ὁμιλία συνεχίστηκε. Τοὺς εἶπε ὁ Γρηγόριος γιὰ τὴν πανίερη «ἐπιδημία», τὴν παρουσία δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Ἤτανε ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔρθει τὸ Πνεῦμα, ὅταν τελείωσε τὸ ἔργο του στὴ γῆ ὁ Χριστός. Ἀπὸ τότε πιά, θὰ ἐργάζεται στὴ γῆ, στὴν Ἐκκλησία δηλαδή, τὸ Πνεῦμα. Ὄχι πὼς πρὶν δὲν ἐνεργοῦσε, δὲν ἦταν παρὸν σὲ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Παντοῦ καὶ πάντα ἤτανε. Καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους. Τὸ ἴδιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε. Μὰ τώρα τὸ ἔργο του ἔχει ἄλλη μορφὴ καὶ ἄλλη ἔκταση.
.           Στὸ σημεῖο αὐτὸ δυσκολεύτηκε ὁ Γρηγόριος. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐξηγήσει μὲ ἀκρίβεια τὴ διαφορὰ καὶ βρῆκε λέξεις πρόχειρες, ὄχι πολὺ πετυχημένες. Τοὺς εἶπε ὅτι μέχρι τὴν Πεντηκοστὴ τὸ Πνεῦμα δροῦσε καὶ ἦταν παρὸν «ἐνεργείᾳ», μὲ τὴν ἐνέργειά του. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως καὶ μετὰ ἐνεργεῖ «τελεώτερον» καὶ «οὐσιωδῶς». Ἤθελε νὰ πεῖ ὅτι τώρα, στὴν Ἐκκλησία, τὸ θεῖο πρόσωπο ποὺ ἔχει τὴν κύρια δράση εἶναι τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ τώρα δρᾶ κυρίως, ὅπως στὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης δροῦσε κυρίως ὁ Υἱὸς καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δροῦσε κυρίως ὁ Πατέρας. Τότε, στὰ διαθηκικὰ χρόνια, ὁ Υἱὸς συναναστρεφότανε μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς δίδασκε. Τώρα, τὸ Πνεῦμα “συγγίνεται καὶ συμπολιτεύεται” μ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο ποὺ γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ στὸν καθένα πραγματικότητα, πρέπει νά ᾽χει πραγματικὴ σχέση μὲ τὸ Πνεῦμα. Νὰ πιστεύει ὀρθὰ ὅτι τὸ Πνεῦμα ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.
.            
Τὸ μάτι τοῦ Γρηγορίου ἔπεσε στοὺς πνευματομάχους καὶ πρόσθεσε:
− Ἂν μερικοὶ φοβοῦνται νὰ χρησιμοποιήσουνε τὴ λέξη “φύση” γιὰ τὸ Πνεῦμα, ἂς ὁμολογήσουνε γενικὰ ὅτι μία εἶναι ἡ θεότητα τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Δὲν ἐπιμένουμε πολὺ στὶς λέξεις. Ἀρκεῖ, ἀδελφοί, νὰ ὁμολογεῖτε τὸ ἴδιο πράγμα, τὴν ἴδια δηλαδὴ ἀλήθεια, ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι κυρίως καὶ πραγματικὰ Θεός. Κάμετε αὐτὸ καὶ τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς θὰ γίνει μέσα σας πανηγύρι περίλαμπρο, θὰ νιώσετε ἄφατη χαρά!
.           Ἀκούγανε μὲ προσοχὴ οἱ παρόντες πνευματομάχοι. Ἄκουγε μὲ θαυμασμὸ καὶ ὁ παράξενος “φιλόσοφος”, ὁ Μάξιμος. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τώρα καὶ ἄλλοι τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 380, ἑνωθήκανε στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἀκούσανε καὶ τὸν πέμπτο θεολογικὸ Λόγο τοῦ Γρηγορίου Περὶ ἁγίου Πνεύματος»

,

Σχολιάστε

ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ καὶ ΥΙΟΘΕΣΙΑ (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου)

 

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ κατά Χάριν υἱοθεσία 

τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου
(Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2016)

.           Τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καθορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό ζωντανό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι ἀπό τήν κοσμική νοοτροπία καί ἀπό διδασκαλίες ἀνθρώπινες. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ὑμνογραφία της, τήν ἁγιογραφία της καί τήν διδασκαλία της μᾶς ἀναλύει ποιό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο μᾶς καθοδηγεῖ γιά νά εἴμαστε καί ἐμεῖς ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
.           Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά ἀναγινώσκεται τό κατάλληλο ἀποστολικό καί εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, κατά τήν θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων.
.           Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα μᾶς παρουσιάζει τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ υἱοθεσία μας, δηλαδή νά γίνουμε κατά Χάρη υἱοί τοῦ Θεοῦ. Καί τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν προσκύνηση τῶν Μάγων, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπό τήν Ἀνατολή, ὁδηγούμενοι ἀπό τό ἀστέρι, καί παρά τίς δυσκολίες, ἔφθασαν στήν Βηθλεέμ καί προσέφεραν στόν Χριστό τά πολύτιμα δῶρα τῆς εὐλάβειάς τους, ἤτοι χρυσό, λίβανο καί σμύρνα.
.           Θά κάνω λίγα θεολογικά σχόλια πάνω στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, πού δείχνει πῶς καί ἐμεῖς θά γευθοῦμε τούς καρπούς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν κατά Χάρη υἱοθεσία.
.           Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του προσδιορίζει μέ ἀπόλυτη θεολογική καθαρότητα τόν σκοπό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο τόν κατάλληλο καιρό. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν κορυφώθηκε ἡ κακία καί ἡ ἁμαρτία στό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά καί ὁλοκληρώθηκε ὁ πόθος καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Προφήτας καί Δικαίους, τότε ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή μέ τήν θέληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
.           Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε στήν θεία Λειτουργία ἀναφέρεται δύο φορές στό ρῆμα «ἐξαπέστειλεν» ὁ Θεός. Αὐτό δείχνει τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό μυστήριο τῆς ἐλεύσεώς Του μέσα στήν καρδιά μας, διά τῆς ὁποίας ἐλεύσεως γίνεται ἡ θέωσή μας.
.           Τήν πρώτη φορά χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «ἐξαπέστειλεν», γιά νά δηλώση τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τήν θεία φύση καί ἕνωση μαζί της στό Πρόσωπό Του, μέ σκοπό νά μᾶς ἐξαγοράση ἀπό τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί νά ἀπολαύσουμε τήν υἱοθεσία. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. δ΄, 4-5).
.           Τήν δεύτερη φορά χρησιμοποιεῖται τό ἴδιο ρῆμα «ἐξαπέστειλεν» γιά νά δηλώση τό πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν υἱοθεσία, πῶς ἀπό δοῦλος τῆς ἁμαρτίας γίνεται κατά Χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ, πῶς γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεός Πατήρ ἐξαπέστειλε τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, πού εἶναι καί δικό Του Πνεῦμα, ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀποστέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ, στίς καρδιές μας καί μᾶς προσφέρει ὡς δῶρο τήν υἱοθεσία. Γράφει: «Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἶ δέ υἱός, καί κληρονόμος Θεοῦ διά Χριστοῦ» (Γαλ. δ΄, 6-7).
.           Ἑπομένως, τό πρῶτο «ἐξαπέστειλεν» ἀναφέρεται στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἔδωσε σέ ὅλους τήν δυνατότητα τῆς κατά Χάριν υἱοθεσίας του. Τό δέ δεύτερον «ἐξαπέστειλεν» ἀναφέρεται στό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἔρχεται στήν καρδιά καί ἀπεργάζεται τήν υἱοθεσία στούς ἀνθρώπους. Ὅσο σημαντική εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἄλλο τόσο σημαντική εἶναι καί ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά, γιατί καί μέ τά δύο αὐτά γεγονότα ἀπολαμβάνουμε τήν υἱοθεσία.
.           Αὐτό σημαίνει ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μέ τό Ἅγιον Βάπτισμα καί τό Ἅγιον Χρίσμα ἐντασσόμαστε στό ζωντανό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γινόμαστε μέλη αὐτοῦ τοῦ ἐνδόξου Σώματος, δηλαδή μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί τρεφόμαστε μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἔνταξη δέν εἶναι μηχανική καί συναισθηματική. Ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά διά τῶν Μυστηρίων ἀναπτύσσει τήν καρδιακή προσευχή. Ἔτσι, ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος φωνάζει, καί μάλιστα κράζει τόν Θεό ὡς Πατέρα μέ τήν καρδιά του.
.           Ἡ προσευχή στόν Πατέρα μέσα στήν καρδιά, πού γίνεται μέ ἰσχυρή φωνή, προσδιορίζει σαφέστατα ὅτι τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται τήν κατά Χάρη υἱοθεσία, παύει νά εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, καί ἔχει τήν βεβαιότητα ὅτι εἶναι κληρονόμος τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
.           Τό ρῆμα «ἐξαπέστειλεν» πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δύο φορές στό ἀποστολικό αὐτό ἀνάγνωσμα δηλώνει τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά. Καί τά δύο αὐτά ἔχουν μεγάλη ἀξία καί σπουδαιότητα καί εἶναι ἑνωμένα μεταξύ τους. Αὐτό δείχνει τί εἶναι Χριστούγεννα καί τί εἶναι Πεντηκοστή, τί εἶναι ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τί εἶναι θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό δείχνει ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, πῶς διά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ, ἀποκτοῦμε τήν υἱοθεσία καί ὅτι αὐτό τό αἰσθανόμαστε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά.
.           Σέ μιά ἐποχή πού ὑπάρχει ἀπογοήτευση καί ἀπελπισία, ἡ βεβαιότητα τῆς υἱοθεσίας ἐν Χριστῷ μέ τά Μυστήρια καί τήν προσευχή εἶναι ἐλπίδα ζωῆς.

 

ΠΗΓΗ: parembasis.gr

 

, , , ,

Σχολιάστε

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –11 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν»

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
IΑ´

Τοῦ Δηµήτρη Μαυρόπουλου
Περιοδ. «Ἐφημέριος»,
ἀρ. τ. 2/66, Μάρτ.- Ἀπρ. 2017
Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»

Μέρος Α´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-1 «Πῶς καὶ ποῦ γινόµαστε ἐνεργὰ µέλη τῆς θείας Βασιλείας».
Μέρος Β´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-2 «Τί σηµαίνει ἆραγε ἡ ἔκφραση “ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶµα Χριστοῦ”;»
Μέρος Γ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-3 «Εἶναι παγίδα νὰ νοµίζει κάποιος ὅτι µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν Χριστό, προτοῦ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Μέρος Δ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ- 4 «Ἡ Ἐκκλησία ἐµφαίνεται στὸ ἕνα καὶ µοναδικὸ “µυστήριο” τῆς θείας Εὐχαριστίας»
Μέρος E´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -5 «Πεντηκοστή: ἕνα κεφαλαιῶδες γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόµενο τῆς ἁγιότητας τῶν πιστῶν ὡς ἁγιότητα δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος».

Μέρος Z´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -7 « Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τῆς φύσεως»
Mέρος Η´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –8 «Γνωρίζοντας τὸν Χριστὸ ξαναϋπάρχουµε ὡς εἰκόνα Θεοῦ».
Mέρος Θ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –9 «Ἡ εὕρεση τῆς ὁδοῦ ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, στὴ θέωση».
Μέρος Ι´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –10 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ἐγγυητὴς τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας»

Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν

.           Γνωρίζουμε (καὶ ἀποδεχόμαστε) ὅτι αἰτούμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου εἶναι ἡ σωτηρία τῆς φύσης μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φθορᾶς καὶ τῆς σύγχυσης (τοῦ θανάτου). Ἑπομένως ἀναφερόμαστε σὲ θεραπεία (ἀλλαγὴ) τῆς φύσης μας ἀπὸ ἐνδημοῦσα κατάσταση ἀσθενείας. Τέτοια θεραπεία καθίσταται δυνατὴ λόγῳ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας ἡ θεότητα συνδέθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Καθένας πλέον ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει νέα γέννηση, νὰ ὑπάρξει δηλαδὴ ὡς νέος ἄνθρωπος. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς θὰ συνδεθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, ὄχι κατὰ συμβολικὸ ἢ ἠθικὸ τρόπο, ἀλλὰ κατὰ ὑπαρξιακό. Αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἀναλύουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς λένε λοιπὸν ὅτι, ἀφοῦ παραδοθοῦμε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ («ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ»), βαπτιστοῦμε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάβουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς μέλη ἑνὸς νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, «τρῶμε καὶ πίνουμε» τὸν Χριστὸ καὶ γινόμαστε κοινωνία μαζί του, κοινωνοῦμε μὲ τὴ δική του θεωμένη ἀνθρώπινη φύση («Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» – Ἰωάν. ϛ´ 56). Στὴ θεία Λειτουργία δὲν κάνουμε ἀναπαράσταση γεγονότος, ποὺ κάποτε συνέβη καὶ τὸ θυμόμαστε, ἀλλὰ δημιουργοῦμε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἐπαναλαμβάνουμε οὐσιαστικὰ τὴν πράξη τῆς Δημιουργίας. Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴ θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἀρχή. Μπορεῖ νὰ συνδέεται μὲ τὴν προηγούμενη θεία Λειτουργία, γιατί καὶ σ᾽ αὐτὴν τὸ ἐπιχειρήσαμε, ἀλλὰ δὲν τὸ πετύχαμε τελειωτικά, δὲν φτάσαμε στὸ ἔσχατο τέλος. Ἡ μνήμη παραμένει, γι᾽ αὐτὸ καὶ λαχταρᾶμε νὰ πᾶμε στὴν ἑπόμενη θεία Λειτουργία. Ἡ μία Κυριακὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ σ᾽ αὐτὸ τὸ ζεῦγος μνήμης καὶ λαχτάρας. Τί γίνεται ἐκεῖ στὴ θεία Λειτουργία; Μαζευόμαστε ὡς μέλη σώματος, ὄχι ὡς ἄτομα, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων, ποὺ ἀνέπτυξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς τὰ κλήματα ποὺ θὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν ἄμπελο (τὸν Χριστὸ) καὶ θὰ μείνουν ζωντανὰ καὶ καρποφοροῦντα. Μαζευόμαστε κουβαλώντας ὅλη τὴ Δημιουργία μαζί μας. Ὄχι μόνο τὴ διάθεσή μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴ φύση μας. Τὴ Δημιουργία τὴν προσάγουμε μέσα ἀπὸ τὰ σύμβολα τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ κρασιοῦ. Καὶ ὅλα αὐτά, ἡμῶν συμπεριλαμβανομένων, ἀρχίζουμε νὰ τὰ ἀναγάγουμε στὸν Πατέρα, γιὰ νὰ τὰ κάνει Χριστό, νὰ ἐπαναληφθεῖ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ καλούμαστε ἐμεῖς νὰ ἐπαναλάβουμε τὴ λέξη τῆς Θεοτόκου: γένοιτο! Ὅμως, τίποτε δὲν γίνεται ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐὰν δὲν μᾶς συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς κοινότητα, ὡς λαό, ὡς φίλους τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐπιτύχουμε, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἀκριβῶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πᾶμε, ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος, νὰ θεραπευτοῦμε, νὰ θεραπεύσουμε τὴ φύση μας (βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, ΚΔ´, PG 91, 704A: «Τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ σχολάζειν, καὶ μὴ ἀπολιμπάνεσθαι ποτὲ τῆς ἐν αὐτῇ τελουμένης ἁγίας συνάξεως […] διὰ τὴν ἀοράτως ἀεὶ παροῦσαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριν […] καὶ ἕκαστον τῶν εὑρισκομένων μεταποιοῦσαν τε καὶ μετασκευάζουσαν, καὶ ἀληθὲς μεταπλάττουσαν ἐπὶ τὸ θειότερον […] κἂν αὐτὸς μὴ αἰσθάνηται, εἴπερ τῶν ἔτι κατὰ Χριστὸν νηπίων ἐστι καὶ εἰς τὸ βάθος τῶν γενομένων ὁρᾶν ἀδυνατεῖ») Ἔχοντας αὐτὸ ὑπ᾽ ὄψη μας, μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε γιατί ὁ Χριστὸς μιλεῖ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.           Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο προαγγέλλεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ (σὲ δύο χωρία) ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τὴ δική του Ἀνάληψη: στὸ ιδ´16 («Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον Παράκλητον δώσει ἡμῖν, ἵνα μένει μεθ᾽ ἠμῶν εἰς τὸν αἰώνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας»), παράλληλα μὲ τὸ ιδ´ 26 («Ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ἡμᾶς διδάξει πάντα»), καὶ στὸ ιε´ 26 («Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ἠμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ»). Στὸ δεύτερο ἡ ἀναφορὰ εἶναι πιὸ συγκεκριμένη γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί περιγράφεται τὸ ἔργο ποὺ θὰ ἐπιτελέσει. Μὲ τὴν πρόταση μάλιστα «συμφέρει ἡμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. ιϛ´ 7), ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου ὡς ἑνιαία καὶ διαρκὴς μέριμνα τοῦ Θεοῦ: ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει τὸν Υἱὸ νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τὴν καινουργήσει, ἔργο ποὺ ὁ Υἱὸς τὸ ἐπετέλεσε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ ὁ Υἱὸς ἀποστέλλει τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενο Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ παραμείνει ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ νὰ βοηθήσει στὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴσοδος καὶ παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ἱστορία ἀποκαλύπτει τὰ πεπραγμένα της («ἐλέγξει τὸν κόσμον»), ὄχι γιὰ νὰ τὸν βραβεύσει ἢ νὰ τὸν τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν φωτίσει, ὥστε νὰ παύσει νὰ ἐναντιώνεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐναρμονίσει τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀποκαλύψει τὴν ἁμαρτία, τὴν ἔλλειψη ἢ τὴν ἀπουσία πίστεως δηλαδή, ὥστε νὰ γίνει δυνατὴ ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς φθορᾶς της. Θὰ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικὴ δικαιοσύνη ὡς κατάσταση, ἢ μᾶλλον ἀποκατάσταση τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό, τώρα ποὺ ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Χριστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, συνέδεσε στὸ πρόσωπό του τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς θεραπείας καὶ ἀποκατάστασης ἑνὸς ἑκάστου, ὥστε νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ δυναστεία ἑνὸς διαρκοῦς θανάτου. Θὰ ἀποκαλύψει ἐπίσης τὸ τέλος τοῦ ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν ἀνατολὴ νέας πραγματικότητας ὡς κοινωνίας ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ.
.           Συνηθίσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ κρίση τοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας, τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅρους δικανικούς, γιὰ νὰ μὴν πῶ τιμωρητικούς. Ξεχνᾶμε ὅτι ὁ βιβλικὸς ὅρος «κρίση» ἐμπεριέχει τὴν ἔννοια τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς δικαίωσης. Ἡ πραγματικὴ κρίση ἐνεργεῖται λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ ἀληθοῦς – ἡ παρουσία κρίνει. Ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Παρακλήτου κρίνει, δηλαδὴ ξεχωρίζει: εἶσαι μὲ τὴ ζωὴ ἢ εἶσαι μὲ τὸν θάνατο; Ἤδη ἔχει πεῖ ὁ Ἰησοῦς ὅτι μέχρι νὰ ἔρθει ἀνάμεσά μας ὡς Θεάνθρωπος, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν ὅτι βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ἰωάν. ιε´ 22). Τώρα εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ στάση τους. Τὸ ἴδιο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀρχίζει ἡ εὐθύνη. Ἔχω εὐθύνη γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι. Καὶ αὐτὸ λέγεται κρίση. Ὁ Χριστὸς ὑπογράμμισε: «Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ᾽ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ιβ´ 47). Ἡ γνώση περὶ Θεοῦ δὲν προσεγγίζεται μὲ νοητικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ μέσῳ σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ἡ γνώση πηγάζει ἀπὸ σχέση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ νοητικὲς δυνάμεις καὶ λειτουργίες, ἀκόμη ἀκόμη καὶ οἱ νοοτροπίες, δὲν λειτουργοῦν θετικὰ στὴν ὁδὸ τῆς θεογνωσίας (πολλὲς φορὲς ἀρνητικά), ἀλλὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι εἶναι ὑποβοηθητικὴ ἡ λειτουργία τους· εἶναι ἡ πρώτη τροφή, γιὰ νὰ ἐπικαλεστῶ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ διακρίνει μεταξὺ ἐπὶ μέρους καὶ τέλειας γνώσης «ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην», Α´ Κορ. ιγ´ 12). Τὸ Πνεῦμα θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν πραγματικὸ Χριστό, συνδέοντάς μας μαζί Του. Τὸν Χριστὸ τὸν γνωρίζεις τρώγοντάς τον καὶ πίνοντάς τον, κοινωνώντας μαζί του. Αὐτὴ εἶναι γνώση βιούμενη, ὄχι μεταδιδόμενη. Τὰ ρήματα καὶ τὰ πράγματα ποὺ σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς ἔχουν μυσταγωγικὸ χαρακτήρα. Τελικὰ τὸν Χριστὸ τὸν «γνωρίζεις» ὄχι μὲ τὴ σπουδὴ (ἔστω τῆς Ἁγίας Γραφῆς), οὔτε μόνον χάρη σὲ εὐσεβεῖς πόθους, οὔτε μιμούμενος τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς (μίμηση Χριστοῦ), οὔτε χάρη στὶς καλὲς διαθέσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ παραδίδεσαι στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ σὲ συνδέει μαζί του, σὲ εἰσάγει στὴν ἀλήθεια του («ὁδηγήσει ἡμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»). Βέβαια, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποδίδεσαι σὲ διαρκῆ ἄσκηση (διὰ βίου), ὥστε νὰ εἶναι καθαρὴ ἡ ὕπαρξή σου γιὰ νὰ δεχτεῖ τὶς ἐνέργειές του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὑπογραμμίζει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –12 «Ὁ Θεὸς ἱδρύει καὶ συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία»

, , , , , ,

Σχολιάστε

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –10 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ἐγγυητὴς τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας»

 

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Τοῦ Δηµήτρη Μαυρόπουλου
Περιοδ. «Ἐφημέριος»,
ἀρ. τ. 5/66, Σεπτ.-Ὀκτ. 2016
Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»

Μέρος Α´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-1 «Πῶς καὶ ποῦ γινόµαστε ἐνεργὰ µέλη τῆς θείας Βασιλείας».
Μέρος Β´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-2 «Τί σηµαίνει ἆραγε ἡ ἔκφραση “ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶµα Χριστοῦ”;»
Μέρος Γ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-3 «Εἶναι παγίδα νὰ νοµίζει κάποιος ὅτι µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν Χριστό, προτοῦ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Μέρος Δ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ- 4 «Ἡ Ἐκκλησία ἐµφαίνεται στὸ ἕνα καὶ µοναδικὸ “µυστήριο” τῆς θείας Εὐχαριστίας»
Μέρος E´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -5 «Πεντηκοστή: ἕνα κεφαλαιῶδες γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόµενο τῆς ἁγιότητας τῶν πιστῶν ὡς ἁγιότητα δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος».

Μέρος Z´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -7 « Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τῆς φύσεως»
Mέρος Η´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –8 «Γνωρίζοντας τὸν Χριστὸ ξαναϋπάρχουµε ὡς εἰκόνα Θεοῦ».
Mέρος Θ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –9 «Ἡ εὕρεση τῆς ὁδοῦ ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, στὴ θέωση».

Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ἐγγυητὴς τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας (Α´)

.                 Γνωρίζουμε ὅτι ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ὅτι ἱδρυτικὴ πράξη θεωρεῖται ἡ σταυρική Του θυσία. Νοεῖται μάλιστα ὡς σηµεῖο αὐτῆς τῆς ἱδρυτικῆς πράξης ἡ ἔκχυση ἀπὸ τὸ σῶµα τοῦ αἵµατος καὶ ὕδατος, ὅταν ὁ Ρωµαῖος στρατιώτης τοῦ τρύπησε τὴν πλευρὰ μὲ τὸ δόρυ του, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι εἶναι νεκρός: «Ἀλλ᾽ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷµα καὶ ὕδωρ» (Ἰω. ιθ´ 34). Κατὰ τὴν πατερικὴ ἑρµηνεία, ἀναδύθηκαν τὰ δύο µυστήρια, ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸν Χριστό, τὸ Βάπτισµα καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία. Αὐτὰ συνιστοῦν τὸ θεµελιῶδες κριτήριο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνήκουµε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γενέθλιος ἡµέρα της νοεῖται ἡ ἡµέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ἐπεδήµησε τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, γιὰ νὰ παραµείνει στὴν ἱστορία ὡς συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τῆς θείας Οἰκονοµίας ἐνεργουµένη ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴ ἡ παρουσία ἐγγυᾶται τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαφυλάττει ἀπὸ τὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσµα. Θὰ ἐξετάσουµε ἐδῶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος μὲ βάση τὶς καταθέσεις ποὺ ὑπάρχουν στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο.
.                 Ἡ πρώτη ἀναφορὰ γίνεται στὸ 3o κεφάλαιο, ὅπου ἐκτίθεται ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν Νικόδηµο, στὸν ὁποῖο ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει «ἄνωθεν» γέννηση «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύµατος». Στὸν στ. 8 προσδιορίζει ὅτι στοιχεῖο τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος εἶναι ἡ ἐλευθερία: «Τὸ πνεῦµα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾽ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἔστι πᾶς ὁ γεγεννηµένος ἐκ τοῦ Πνεύµατος».
.                 Μὲ τὴ λέξη «πνεῦµα» οἱ Ο´ μεταφράζουν τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «ρουὰχ» ἢ «νέφες», ποὺ σηµαίνει ἀέρας, ἀναπνοή, ἄνεµος (spiritus στὰ λατινικά). Ὀνοµάζουµε λοιπὸν Πνεῦμα τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς θεότητας, γιατί δὲν µποροῦµε νὰ προσδιορίσουµε τὴ δράση του. Ἔχει τέτοιου περιεχοµένου ἐλευθερία, ὥστε ποτὲ δὲν µπορεῖς νὰ προκαθορίσεις τὴν πορεία του. Μιλᾶµε ἑποµένως γιὰ ἐλευθερία χαοτική. Τὴν ἐλευθερία αὐτὴ προσδιορίζει μόνο ἡ σχέση, εἶναι ἐλευθερία ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ σχέση καὶ ἀναπαύεται στὴ σχέση. Καθένας ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἔχει ἐλευθερία νὰ ἐνεργεῖ χωρὶς προσδιορισµοὺς καὶ προκαθορισµούς. Δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πάει ὁ ἅγιος, διότι εἶναι παρουσία ἐλευθερίας, καὶ ἐπειδὴ σχετίζεται μὲ τὸ Πνεῦμα εἶναι παρουσία ἀγάπης. Τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη δὲν µπορεῖς νὰ τὴν προσδιορίσεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πάει, ὅταν εἶναι ἀγάπη βαθιά, πραγµατικὴ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὀνοµάζει καὶ Παράκλητο, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ συµπαραστάτη: «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦµα τὸ ἅγιον ὃ πέµψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόµατί µου, ἐκεῖνος ὑµᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑποµνήσει ὑµᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑµῖν» (Ἰω. ιδ´ 26).
.                 Στὸ 14ο κεφάλαιο ἐπανέρχεται τὸ εὐαγγέλιο ἀναλυτικότερα στὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος. Εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἀνάληψή του στὸν τόπο τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐµὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑµῖν, ἵνα μένει µεθ᾽ ὑµῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσµος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· ὑµεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾽ ὑµῖν μένει καὶ ἐν ὑµῖν ἔσται» (ιδ´ 15-17). Τώρα ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές του τὴν παρουσία τοῦ Πνεύµατος εἰς τὸ διηνεκές, μετὰ τὴν Ἀνάληψή του. Ἄλλες τρεῖς φορές, ἐκτὸς αὐτῆς, συν­αντῶνται ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἅγ. Πνεῦµα: α) «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέµψω ὑµῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐµοῦ» (ιε´ 26) β) «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑµᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (ιϛ´ 13) γ) μετὰ τὴν Ἀνάσταση: «Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦµα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁµαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (κ´ 22-23). Μέσῳ αὐτῶν τῶν ἀναφορῶν περιγράφεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ θὰ γεννηθεῖ τὴν ἡµέρα τὴ μεγάλη τῆς Πεντηκοστῆς.
.                 Προϋπόθεση κοινωνίας μὲ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα τίθεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἡ βιοτὴ τῶν πιστῶν σύµφωνα μὲ τὶς ἐντολές του. Αὐτὴ ἡ προϋπόθεση ἐνιδρύει σχέση μὲ τὸν Χριστό, καὶ αὐτὴ ἡ σχέση ὑψώνεται σὲ θεία υἱοθεσία ἐξ αἰτίας τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος, ποὺ τὴν τρέφει καὶ τὴν διατηρεῖ. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διακρίνεται ἀπὸ ὅποιο ἄλλο πνεῦµα καθοδηγεῖ τὸν κόσµο («ὃ ὁ κόσµος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ» ιδ´17), ὅτι δηλαδὴ ἂν δὲν εἶσαι μὲ τὸν Θεό, δὲν µπορεῖς νὰ γνωρίσεις τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παραδοθεῖς στὶς δυνάµεις του καὶ στὶς ἐνέργειές του, καὶ μάλιστα μὲ ἐσωτερικὴ ἐµπειρία τῆς παρουσίας του («γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾽ ὑµῖν μένει καὶ ἐν ὑµῖν ἔσται»). Ὁ ἀνθρώπινος πολιτισµὸς βρίθει ἰσχυρισµῶν, ὅτι ἕνα πνεῦµα καθοδηγεῖ καὶ ἐµπνέει μεγάλους µύστες, ποὺ ἱδρύουν θρησκεῖες ἢ φιλοσοφίες, ὅπως ὁ «δαίµων» τὸν Σωκράτη ἢ ὁ «φωτισµὸς» τὸν Βούδα. Ὁ Ἰωάννης διευκρινίζει στὴν Α´ Ἐπιστολή του ὅτι πρόκειται γιὰ «πνεῦµα πλάνης»: «Ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡµῶν· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡµῶν. Ἐκ τούτου γινώσκοµεν τὸ πνεῦµα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦµα τῆς πλάνης» (Α´ Ἰω. δ´6).
.                 Στὸ 15ο κεφάλαιο ὁ Εὐαγγελιστὴς παραθέτει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ὅτι τὸ Πνεῦμα θὰ διδάξει καὶ θὰ ἑρµηνεύσει ὅσα ἐπὶ τρία χρόνια ἄκουγαν καὶ ἔβλεπαν οἱ μαθητές, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν: «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦµα τὸ ἅγιον, ὃ πέµψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόµατί µου, ἐκεῖνος ὑµᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑποµνήσει ὑµᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑµῖν» (ιε´ 26). Ἡ κατανόηση τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεων τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦταν αὐτονόητη γιὰ τοὺς μαθητές του, κυρίως τὸ ἀποκαλυπτικό τους στοιχεῖο, διότι, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ ρήση, «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦµα Ἅγιον» (ζ´ 39). Ἐνδεικτικὸ εἶναι τὸ κήρυγµα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μετὰ τὴν ἐπιδήµηση τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Τὸ περιεχόµενό του κατανόησαν ἄνθρωποι διαφορετικῶν γλωσσικῶν καὶ πολιτιστικῶν παραδόσεων. Ἐκείνη τὴν ἡµέρα μιλήθηκε ἡ γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς, στοὺς ἀντίποδες τῆς γλώσσας τῆς Βαβέλ.
.                 Τὸ «σχῆµα» ποὺ παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητές του εἶναι: Θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, αὐτὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Αὐτὸς θὰ σᾶς πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια. Δὲν θὰ σᾶς τὴν πεῖ ἀπὸ μόνος του, ἀλλὰ ἐκ μέρους µου, διότι ἡ ἀλήθεια εἶµαι ἐγώ. Οὐσιαστικὰ θὰ σᾶς συνδέσει µ᾽ ἐµένα. Δίνοντάς σας ἐµένα τὸ Πνεῦμα, σᾶς δίνει τὸν Πατέρα, γιατί ἐγὼ ὑπάρχω, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ἐγὼ ἀπὸ τὸν Πατέρα τὰ ἔχω πάρει ὅλα. Μιλάει γιὰ τὸ µυστήριο τῆς υἱοθεσίας ἀναφερόµενος στὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως ἀναπτύσσεται στοὺς δύο τελευταίους στίχους τοῦ 15ου κεφαλαίου: «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέµψω ὑµῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦµα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐµοῦ καὶ ὑµεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς µε᾽ ἐµοῦ ἐστε» (ιε´ 26-27). Ἀποκαλύπτονται δηλαδὴ οἱ σχέσεις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, Χριστοῦ καὶ μαθητῶν, μαθητῶν καὶ κόσµου, εἰσάγοντας τὴ δυναµικὴ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος, τὸ ὁποῖο θὰ ἐπαληθεύσει τὴ δύναµη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ ἐνδυναµώσει τοὺς μαθητὲς γιὰ τὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς τους.
.                 Ὁ Χριστὸς ὀνοµάζει τὸ Ἅγ. Πνεῦμα «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀφηρηµένη ἔννοια ποὺ παραπέµπει ἁπλῶς σὲ ἀλήθεια ποὺ ἀντιτίθεται στὸ ψεῦδος. Προσδιορίζει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ δήλωσή του, ἄλλωστε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια («Ἐγώ εἰµι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» ιδ´6). Ἑποµένως τὸ «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν Χριστό, ποὺ μὲ τὴν Ἀνάληψή του βρίσκεται πλέον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὡς Θεάνθρωπος βέβαια, καὶ τὸν ξαναφέρνει δοξασµένο ἀναµεσά μας καὶ μᾶς συνδέει μὲ αὐτόν.
.                 Τὸ Ἅγ. Πνεῦμα τὸ λαµβάνουµε κατὰ τὸ βάπτισµά μας. Ὑπάρχει ἡ ὡραία προσευχὴ πρὸς τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ποὺ λέει: «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡµῖν». Τὸ λαµβάνουµε σηµαίνει ὅτι τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ἔρχεται ἐντός μας, ὅλο καὶ ὄχι ἁπλῶς οἱ δυνάµεις του ἢ οἱ δωρεές του. Ἔρχεται καὶ μᾶς «σφραγίζει», ὥστε νὰ θεραπευθεῖ ἡ φύση μας καὶ νὰ συνδεθοῦµε μὲ τὸν Υἱό, ποὺ θὰ μᾶς συνδέσει μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἔτσι νὰ πραγµατοποιηθεῖ τὸ µυστήριο τῆς θείας υἱοθεσίας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –11 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν»

, , , ,

Σχολιάστε

ΤΟ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. [Χαρ. Μπούσιας]

Τὸ Παράκλητον Πνεῦμα,
ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας.

γράφει γιὰ τὴν «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.             Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μας, καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους ὡς ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο συγκροτεῖ ὁλόκληρο τὸ θεσμό της, καθὼς τονίζεται στὸ ἰδιαίτερα γνωστὸ στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ χωρὶς τὰ χαρίσματά Του δὲν μπορεῖ οὔτε Ἐκκλησία νὰ ὑπάρξει, οὔτε Μυστήρια νὰ τελεσθοῦν, οὔτε ὁμολογία πίστεως νὰ γίνει, οὔτε ἁγιότητα βίου νὰ ἐπιτευχθεῖ.
.             Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁμίλησε καὶ συνεχίζει νὰ ὁμιλεῖ διὰ τῶν Προφητῶν. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαριτώνει καὶ φωτίζει τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, τελειοποιεῖ τοὺς ἱερεῖς, μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γινόμαστε ἐμεῖς οἱ πιστοὶ σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστοῦ. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παπικοὺς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τὰ πάντα συντελοῦνται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ πάντα ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐπενέργειά Του. Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Χριστὸς εἶχε προείπει τὴν ἔλευση καὶ γι’ αυτό παρότρυνε τοὺς Ἀποστόλους νὰ μὴν φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἕως ὅτου λάβουν τὴν ἐπαγγελία τοῦ Πατρός Του. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, εἶπε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, Ἐκεῖνος θὰ σᾶς διδάξει, θὰ σᾶς ὑπενθυμίσει τὸ τί ἔκανα καὶ τὸ τί εἶπα. «Ὅταν ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός,τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰωάν, ιε΄ 26).
.             Την πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὸ Πάσχα κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» στὶς κεφαλὲς τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι φωτίσθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ λαλοῦν διάφορες γλῶσσες. Ἔκτοτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔμεινε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ μένει μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δίδει τὴν πνευματικότητα στὶς ζῶσες ὑπάρξεις. «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται καὶ καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται…». Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ζεῖ μέσα στὴν Εκκλησία διὰ τῶν Μυστηρίων. Ἀνασταίνει τὶς ψυχές, συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, δίδει τὰ χαρίσματα, χρίει τοὺς πιστούς, δίδει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν στὴν ἐξομολόγηση, μετουσιάζει τὰ Τίμια Δῶρα κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Στὴν ἱερωσύνη δίδει τὰ χαρίσματα στὸν χειροτονηθέντα, στὸ γάμο ἑνώνει δύο ὑπάρξεις, στὸ εὐχέλαιο δίδει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἐνεργεῖ στὴν ἴαση τῆς ἀσθενείας.
.             Ἰδιαιτέρως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ σὲ κάθε Χριστιανὸ καὶ μάλιστα δυναμικὰ δίνοντάς του οὐράνιες δωρεές, ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ πραότητα, ἡ χρηστότητα, ἡ πίστη, ἡ ἀγαθοσύνη. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φωτίζει τὸν Χριστιανὸ νὰ ἐννοεῖ τὸ θεῖο λόγο στὸ κήρυγμα, στὴ μελέτη. Ὕστερα τὸν ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα τὸν πνευματικὸ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
.             Ἐνεργεῖ, ὅμως, σ’ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα; Ὄχι, δὲν ἐνεργεῖ σὲ ὅλους. Δὲν ἐνεργεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία, στοὺς ἀδιάφορους, στοὺς τυπολάτρες. Αὐτοὶ εἶναι τὰ ἀσθενικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν στὴν Εκκλησία οἱ ὑγιεῖς πιστοὶ καὶ οἱ ἀσθενεῖς πιστοί. Οἱ ἀσθενεῖς πιστοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐκτελοῦν τὰ πνευματικὰ τους καθήκοντα. Σὲ αὐτούς, λοιπόν, δὲν ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διότι Αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας: «Πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν» (Α´ Ἰωάν, γ´ 6). Πρέπει ὁ ἁμαρτάνων νὰ στραφεῖ στὴ μετάνοια, γιὰ νὰ ἐνεργήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει, ὥστε νὰ φέρει εἰς πέρας τὴ σωτηρία του.
.             Ὅλοι μας ἔχουμε τὴν ἀνάγκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει αὐτὴν τὴν ὡραία προσευχὴ ποὺ λέγεται ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι τὸ Μέγα Σάββατο, τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγὸς, ἐλθὲ, καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ εἶναι πάντα μέσα μας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὸ ἴδιο μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸ Πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 19). Ἂς προσέξουμε, λέει, μὴ χάσουμε τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ πότε τὴ χάνουμε; Ὅταν ἐμμένουμε στὴν ἁμαρτία, ὅταν δὲν προσπαθοῦμε νὰ μειώσουμε ὁρισμένα ἐλαττώματα. Γι’ αὐτὸ συνέχεια πρέπει νὰ λέμε τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε», ἀφοῦ εἶναι ἀπαραίτητο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μέσα στὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ ἔχουμε ζωὴ πνευματική. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ζωογονεῖ: «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται…». Αὐτὸ καθαρίζει τὴν ψυχή, τὴν ἐξυψώνει, τὴν κάνει, ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός μας.
.             Τώρα γιατί ἀπὸ τὸ Μέγα Σάββατο ἕως τὴν Πεντηκοστὴ δὲν λέμε τὸ «Βασιλεῦ Οὐράνιε»; Ἀπεδήμησε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο; Ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸν Χριστό; Ὄχι, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἔτσι τὸ θέσπισε, γιατὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, τὸ λόγο ἔχει ὁ Χριστός μας, ὁ ἀναστημένος μας Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Πατήρ δημιούργησε, ὁ Χριστὸς ἔσωσε, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία ὅλον τὸν κόσμο. Εἶναι μονίμως ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνεργεῖ, θαυματουργεῖ, συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ ὅποιος τὰ βάζει μὲ αὐτὴν τὰ βάζει μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Εἶναι δυνατὸ νὰ νικηθεῖ ὁ Θεὸς ποτέ;
.             Ἡ πα­ρου­σί­α καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος μέ­σα στὸν κό­σμο μαρ­τυ­ρεῖται ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς βι­βλι­κὲς ἀ­να­φο­ρὲς τό­σο στὴν Πα­λαιὰ ὅ­σο καὶ στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη. Κα­τὰ τὴ δη­μιουρ­γί­α τοῦ κόσμου «πνεῦ­μα Θε­οῦ ἐ­πε­φέ­ρε­το ἐ­πά­νω τοῦ ὕ­δα­τος» (Γεν. α΄ 2). Στὸν κα­τα­κλυ­σμὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε ὁ Θεὸς «ἐ­πή­γα­γε πνεῦ­μα ἐ­πὶ τὴν γῆν καὶ ἐ­κό­πα­σε τὸ ὕ­δωρ» (Γεν. δ΄ 1). Στὴν ὠ­δὴ τοῦ Μω­ϋ­σέως, με­τὰ τὴν ἔ­ξο­δο, δο­ξο­λο­γεῖ­ται ὁ Θε­ὸς μὲ τὴ φράση: «Ἀ­πέ­στει­λας τὸ πνεῦ­μά σου, ἐ­κά­λυ­ψεν αὐ­τοὺς θά­λασ­σα, ἔ­δυ­σαν ὡσεὶ μό­λι­βος ἐν ὕδα­τι σφο­δρῷ» (Ἐξ. ιε΄ 10). Ἐ­πί­σης ὁ Μω­υ­σῆς εὐ­λο­γεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ ὅ­τι «οὗ­τος ἐνε­πλή­σθη πνεύ­μα­τος συ­νέ­σε­ως» (Δευτ. λε΄ 9)», καὶ στὸν 50ο ψαλ­μὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πνεῦμα «εὐ­θές», «ἅγιον», «ἡ­γε­μο­νι­κόν, ἐ­νῶ ἡ Σοφία Σο­λομῶντος τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει πνεύ­μα «φι­λάν­θρω­πον» (Σοφ. Σολ. α΄ 5).
.             Τέ­λος τὸ Ἅγιον Πνεύῦμα εἶναι τὸ «λα­λῆσαν διὰ τῶν προ­φη­τῶν». Ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας ση­μειώ­νει: «Πνεῦ­μα Κυ­ρί­ου ἐπ’ ἐ­μέ, οὗ ἕνε­κεν ἔχρι­σέ με» (Ἡσ. ξ´ 1) καὶ ὁ Ἰε­ζε­κι­ήλ ση­μειώ­νει: «…καὶ ἦλ­θεν ἐπ’ ἐ­μὲ πνεῦμα καὶ ἔ­στη­σέ με ἐ­πὶ τοὺς πό­δας μου καὶ ἐ­λά­λη­σε πρός με…» (Ἰεζ. γ΄ 24).
.             Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐν­δει­κτι­κὲς πε­ρὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ μὲ τὸ ἔρ­γο Του μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι οἱ ἀνα­φο­ρὲς στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη. Κατ’ ἀρ­χὴν ἡ Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ «ἐκ πνεύ­μα­τος ἐ­στὶν ἁ­γί­ου» (Ματ­θ. α΄ 21). Στὸν Εὐαγ­γε­λι­σμὸ τῆς Θε­ο­τό­κου ὁ Ἀρχάγ­γε­λος Γα­βρι­ὴλ θὰ τῆς ἀ­πα­ντή­σει στὴν ἔκ­πλη­ξή της: «Πνεῦ­μα Ἅ­γιον ἐ­πε­λεύ­σε­ται ἐ­πὶ σὲ καὶ δύ­να­μις Ὑ­ψί­στου ἐ­πι­σκιά­σει σοι», (Λουκ. α΄ 35). Στὴν ἔ­ρη­μο ὁ Ἰω­άν­νης ἐπα­να­λαμ­βά­νει: «Ἐγὼ μὲν βα­πτί­ζω ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι εἰς με­τά­νοιαν, ὁ δὲ ὀ­πί­σω μου ἐρχό­με­νος…βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ καὶ πυ­ρί» (Ματ­θ. γ´ 11).
.             Ἐ­πί­σης ἔ­χου­με καὶ αἰ­σθη­τὴ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύματος κα­τὰ τὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου: «Ἐ­γέ­νε­το ἀ­νε­ω­χθῆ­ναι τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­τα­βῆ­ναι τὸ πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον σω­μα­τι­κῶς ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς» (Λουκ. γ΄ 21-22). Κα­τὰ τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Κυρίου «…Ἰ­δοὺ νε­φέ­λη φω­τει­νὴ ἐ­πε­σκί­α­σεν αὐ­τούς» (Ματ­θ. ιζ΄ 5). Πρό­κει­ται, κα­τὰ τοὺς πα­τέ­ρες, γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύμα­τος ὡς «φω­τει­νῆς νε­φέ­λης», ποὺ «ἐπε­σκί­α­σε» τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου.
.             Τέ­λος, ἔχου­με τὴν αἰ­σθη­τὴ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς, ὅ­ταν οἱ μα­θη­τὲς «ὤ­φθη­σαν αὐτοῖς δια­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός …ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­πα­ντες Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου» (Πραξ. β´ 1-3).
.             Εἶ­ναι αὐ­στη­ρὴ ἐξ ἄλλου ἡ προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴ βλα­σφη­μί­α κα­τὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ση­μαί­νει, κατὰ τοὺς πα­τέ­ρες, τὴν ἀ­με­τα­νο­η­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τὴν παραμο­νή του στὴν ἁ­μαρ­τί­α. «Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μὶν· Ὃς ἂν βλα­σφη­μή­σῃ εἰς τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον οὐκ ἔ­χει ἄ­φε­σιν εἰς τὸν αἰῶ­να, ἀλ­λ’ ἔ­νο­χος ἐ­στὶν αἰω­νί­ου κρί­σε­ως» (Μάρ­κ. γ´ 28-29).
.             Ὁ Κύ­ριος λί­γο πρὶν ἀπὸ τὸ Πά­θος Του ὑπο­σχέθηκε­ στοὺς μαθη­τές Του τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὡς Πα­ρα­κλή­του, δη­λα­δή, ὡς ἐ­νι­σχυ­τοῦ στὸ ἔρ­γο τους. Τοὺς εἶπε: «…Καὶ ἐ­γὼ ἐ­ρω­τή­σω τὸν πα­τέ­ρα καὶ ἄλ­λον πα­ρά­κλη­τον δώ­σει ὑ­μῖν… τὸ πνεύῦμα τῆς ἀλη­θεί­ας» (Ἰω­άν. ιδ΄ 15), γιὰ νὰ ἐπαναλάβει στη συ­νέ­χεια: «…Ὁ δὲ πα­ρά­κλη­τος, τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον, Ὃ πέμ­ψει ὁ Πα­τὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, Ἐκεῖ­νος ὑ­μᾶς δι­δά­ξει πά­ντα…» (Ἰωάν. ιε´ 25-26). Κα­τὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο, Ἐπί­σκο­πο Ἱε­ρο­σο­λύ­μων, «κα­λεῖ­ται τὸ πνεῦ­μα πα­ρά­κλη­τος, ὡς πα­ρη­γο­ροῦν ἡ­μᾶς, βο­η­θοῦν τὰς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν καὶ ἐντυγ­χά­νων ὑ­πὲρ ἡ­μῶν».
.             Μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος οἱ Α­πό­στο­λοι συνέχισαν τὸ ἔρ­γο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρί­ο­δος εἶ­ναι κατ’ ἐ­ξο­χὴν ἁγιοπνευ­μα­τι­κή, ση­μεῖ­ον ἀ­να­φο­ρᾶς στὴν ἀ­νὰ τὴν οἰκουμένη πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔτσι, ἡ εἴ­σο­δος τῶν ἐ­θνι­κῶν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως ἀπο­φά­σι­σε ἡ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δος (48 μ.Χ.), θε­ω­ρεῖ­ται ὡς καρ­πὸς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­φοῦ «…ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι καὶ ἡ­μῖν» (Πραξ. ιε΄ 28) γρά­φουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι στοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Ἀντιοχεί­ας.
.             Στὴ συ­νέ­χεια ὁ Ἀπόστολος Παῦ­λος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιὰ τὶς «δω­ρε­ὲς» καὶ τὰ «χα­ρί­σμα­τα» τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ση­μειώ­νει στὴν πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του «Α´ Κορ. ιδ´ 4»: «Διαι­ρέ­σεις χα­ρι­σμά­των εἰσί, τὸ δὲ αὐ­τὸ Πνεῦ­μα. Ἑ­κά­στῳ δὲ δί­δο­ται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύ­μα­τος πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον». Ὑπάρ­χουν χαρίσματα «ἔκτα­κτα» (π.χ. προ­φη­τεί­α, γλωσ­σο­λα­λί­α κ.α.) καὶ χαρίσμα­τα «μόνι­μα». Γι’ αὐ­τὸ ση­μειώ­νει: «Εἴ­τε προ­φη­τεῖ­αι καταργη­θή­σον­ται, εἴτε γλῶσσαι παύσονται (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8) «Νυ­νὶ μέ­νει πί­στις, ἐλ­πίς, ἀγά­πη, τὰ τρί­α ταῦ­τα, μεί­ζων δὲ τού­των ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´13). Κι ἔ­τσι φθά­νου­με στὰ «μό­νι­μα» χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅπως εἶ­ναι, κυ­ρί­ως, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α «ουὐδέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει» καὶ συ­μπλη­ρώ­νει: «ζη­λοῦτε …τὰ χα­ρί­σμα­τα τὰ κρείτ­το­να…ζη­λοῦ­τε τὰ πνευ­μα­τι­κά» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31). Καὶ τέ­τοια χα­ρί­σμα­τα, ὡς καρ­πὸς τοῦ πνεύ­μα­τος, «…ἐ­στίν ἀ­γά­πη χα­ρά, εἰ­ρή­νη, μα­κρο­θυ­μί­α, χρη­στό­της, ἀγα­θω­σύ­νη, πί­στις, πρα­ό­της, ἐ­γκρά­τεια… (Γαλ. ε΄ 22). Ἔ­τσι ὁ ἄνθρω­πος γί­νε­ται «πνευ­μα­τι­κὸς» καὶ «χαρισματι­κός».
.             Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη περιγράφεται ἕνα περιστατικὸ κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ φιλοξένησε τρεῖς ἄνδρες στὴ σκηνή του (Γένεση, κεφάλαιο 18). Ὁ Ἀβραὰμ δέχτηκε τὸν Θεὸ ὡς Τριάδα Προσώπων, τὰ Ὁποῖα παρουσιάσθηκαν ὡς ἄνδρες ἀγγελιοφόροι. Οἱ τρεῖς Ἄγγελοι δηλαδὴ ποὺ δέχθηκε ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἄκτιστοι, ἦταν τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ μας, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχει καὶ ἕνα Τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζει αὐτή τὴν ἀποψη, ψαλλόμενο τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου. «Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικὸν μὲν Κύριον ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δὲ μορφώσεσιν (Κανὼν Μεσονυκτικοῦ, ᾠδὴ ϛ´). Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ φιλοξενία τοῦ Ἀβραὰμ γράφει: «Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ» (Γέν. ιη´ 1).
.             Τώρα γιὰ τὸ πῶς γίνεται ὁρατὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἂν αὐτὸ τοὺς συνοδεύει στὴ ζωή τους ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ σὲ συζήτησή του μὲ τὸν Μοτοβίλωφ εἶπε:
– Στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, φθάσαμε σὲ τέτοια χλιαρότητα πίστεως καὶ σὲ τέτοια ἔλλειψη εὐαισθησίας ὡς πρὸς τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή. Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Μωϋσῆς εἶδαν τὸν Θεό. Ἡ στήλη τῆς πύρινης νεφέλης, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, χρησίμευε γιὰ ὁδηγὸς στὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ μέσα στὴν ἔρημο. Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν τὸν Θεὸ καὶ τὸ Πνεῦμά Του ὄχι σὲ ὄνειρο ἢ σὲ ἔκσταση, προϊόντα ἀρρωστημένης φαντασίας, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα. Ἔτσι ἀπρόσεκτοι ποὺ γίναμε, ἀντιλαμβανόμαστε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς ἀλλοιώτικα ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἔπρεπε. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατὶ ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ χάρη, τὴν ἐμποδίζουμε νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει στὶς ψυχές μας ἀπὸ διανοητικὴ ὑπεροψία.
.             Μὴ λησμονοοῦμε ὅτι ὁ Αδάμ δημιουργήθηκε ζῶον, ὅμοιο μὲ τὰ ἄλλα πλάσματα ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, ἂν καὶ ἀνώτερος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Θὰ ἔμενε ζῶο, ἂν δὲν εἶχε δεχθεῖ «τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς», τὸ πνεῦμα, ποὺ τὸν ἔκανε συγγενῆ μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος μόνο ζωοποιήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐνοικεῖ μέσα του.
.             Τὸ δυστύχημα εἶναι, ὅτι ἐμεῖς προχωρώντας στὴν ἡλικία δὲν αὐξάνουμε στὴ σοφία, ὅπως ὁ Κύριός μας ( Λουκ. β΄ 52), ἀλλὰ ἀντίθετα φθειρόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ γινόμαστε ἁμαρτωλοί, ἀπεχθῶς μάλιστα ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ χάσαμε τὴ χάρη ποὺ εἴχαμε δεχθεῖ στὴν ἀρχή. Ἂν παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ ξαναγυρίσει στὸν Θεὸ ἀκολουθώντας τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, πρέπει νὰ ἐξασκήσει τὶς ἀρετές, τὶς ἀντίθετες πρὸς τὰ ἀμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει. Θὰ ξαναβρεῖ τότε μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ θεμελιώνει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν » (Λουκ . ιζ´ 21), καὶ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» ( Ματθ . ια´ 12).
.             Σὲ δεύτερη ἐρώτηση τοῦ Μοτοβίλωφ γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναγνωρίσει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν ἐνέργεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἀπάντησε:
.             «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ἐπαναφέρει ἀδιάκοπα στὴ μνήμη μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη, ἐνῶ τὸ σατανικὸ πνεῦμα, τὸ πονηρόν, ἐργάζεται κατ’ ἀντίστροφη ἔννοια. Οἱ ἐνέργειες του ἐπάνω μας εἶναι θορυβώδεις, μᾶς παρακινοῦν πρὸς τὴν ἀνταρσία καὶ μᾶς κάνουν σκλάβους τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας, τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας.
.             Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμφανίζεται σὰν ἕνα ἄρρητο φῶς σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ νὰ φανερωθεῖ. Ἐμφανίζεται μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη, μὲ γλυκύτητα, μὲ θερμότητα, ποὺ καὶ στὸ χιόνι μέσα νὰ εἶσαι χωμένος νομίζεις ὅτι εἶσαι μέσα σὲ ἀτμόλουτρο καὶ μὲ εὐωδία ἀσύγκριτη.
.             Ἔτσι ὅταν ἡ Θεία Χάρις κατοικεῖ μέσα στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως μας, στὴν καρδιά μας. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστί» ( Λουκ. ιζ΄ 21). Μὲ τὴ φράση «βασιλεία τοῦ Θεοῦ » ἐννοεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ βασιλεία βρίσκεται τώρα μέσα μας, μᾶς θερμαίνει, μᾶς φωτίζει, εὐχαριστεῖ τὶς αἰσθήσεις μας καὶ γεμίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν καρδιά μας. Ἡ τωρινή μας κατάσταση μοιάζει μὲ αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «οὐκ ἐστίν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ » (Ρωμ. ιδ΄ 17).
.             «Όσο γιὰ τὴ διαφορετικὴ κατάσταση μεταξὺ μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἐνώπιον Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πιστεύω ὅτι δὲν ὑπάρχει. Ἀπὸ ὅλους μας ὁ Θεὸς ζητάει μιὰ καρδιὰ γεμάτη πίστη καὶ ἀγάπη. Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ θρόνος στὸν ὁποῖο ἀρέσκεται νὰ κάθεται καὶ ἐκεῖ ἐμφανίζεται μέσα στὴν πληρότητα τῆς δόξης Του. «Υἱέ, δός μοι σὴν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26) καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ σοῦ τὰ δώσω ἐγὼ πολλαπλάσια. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ χωρέσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. « Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ», λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του «καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ϛ´ 33). « Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων».
.             Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ὁ νεοφανὴς αὐτὸς νηπτικὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπαναλάμβανε ὅτι, ἡ ψυχὴ ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θλίβεται, ὅταν βλέπει τὸν ἄλλο νὰ ὑποφέρει. Ποθεῖ καὶ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο τὴν ἴδια χάρη ποὺ καὶ αὐτὴ ἔλαβε. Ἐπιθυμεῖ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουν τὴν ἴδια ὀμορφιά, νὰ μετανοήσουν, νὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀνακαλύψουν τὴν εὐσπλαχνία Του καὶ νὰ σωθοῦν. Ἐπιθυμεῖ τὸ κακὸ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ βασιλεύσει ἡ εἰρήνη. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, δὲν ἀνέχεται τὴν ἀπώλεια οὔτε μιᾶς ψυχῆς. Ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας. Θὰ δοξασθοῦν αὐτοὶ πού, ἐπειδὴ ἦταν πλήρεις ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὑπέμειναν τὸν πόνο ὅλου τοῦ κόσμου.
.             Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἡ καρδιά του πονοῦσε γιὰ ὅλη τὴν κτίση ποὺ ζοῦσε μακριὰ ἀπὸ τὸν Ποιητὴ καὶ Δημιουργό της. Ἡ προσευχή του μὲ πόνο βαθὺ ἀνέβαινε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε: «Δέομαι Σου, ἐλεῆμον Κύριε, ἵνα γνωρίσωσί Σε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς».
.             Στὰ νέα οἰκονομικὰ δεδομένα τῆς καθημερινότητας μποροῦσε κανεὶς μέχρι ἕνα σημεῖο νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ πράγματα μέσω μιᾶς καταναλωτικῆς μανίας. Σήμερα, ὅμως, ποὺ στένεψαν τὰ οἰκονομικά, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐρχόμαστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ τὸν ἐσωτερικό μας ἑαυτό. Ἕνα κενὸ ἀπὸ πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ δύσκολα τὸ ἀναγνωρίζουμε.
.             Ἡ βοήθεια τῶν Ἁγίων ἀφ’ ἑνὸς μᾶς θεραπεύει μὲ τὴν ὑπομονή, γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπομόνωση μᾶς φέρνουν σὲ μιὰ αὐτοεξέταση. Ἀφ’ ἑτέρου τὸ «μὴ ἀπελπίζου» τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀναδιάταξη τῶν προτεραιοτήτων μας.
.             Νὰ γεμίζουμε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνορθώσεως σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν τραγικότητα τῆς ἀπελπισίας, μόνο ἄνθρωποι ποὺ βιώνουν τὸν πόνο, τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου, μποροῦν νὰ προσφέρουν λύσεις. Μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἐνοικεῖ μέσα τους τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἂς τὸ ἐπιζητοῦμε, λοιπόν, πάντοτε λέγοντας «Βασιλεῦ οὐράνιε, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν», καὶ ἂς μὴν τὸ λυποῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸ χαροποιοῦμε μὲ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς πράξεις σωφροσύνης καὶ εὐποιΐας μας, γιὰ νὰ χαιρόμαστε καὶ ἐμεῖς μόνιμα κοντά Του.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

,

Σχολιάστε