Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἁμαρτία
ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΒΑΘΕΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 28 Φεβρουάριος 2023
ΜΗΝΥΜΑ Μ. ΤΕΣΣΑΡAΚΟΣΤΗΣ 2023
Μητροπολ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου
ΑΠΟΦΥΓΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ-ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΡΕΤΩΝ
ΤΑ ΤΡΙΑ «ΑΛΛΑ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΟΥΣ (Μητροπολ. Μάνης Χρυσόστομος Γ´)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 5 Ἀπρίλιος 2022
Τά τρία «ἀλλά» τοῦ θείου ἐλέους
Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´
. Εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἰσχύει ἀπόλυτα τό τροπάριο τῆς Ζ´ Ὠδῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνος «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου οὐδέ συνετηρήσαμεν, οὐδέ ἐποιήσαμεν καθώς ἐνετείλω ἡμῖν». Εἶναι γεγονός ὅτι καθημερινῶς ἁμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας. Αἰχμαλωτιζόμεθα εὔκολα στά δίκτυα τοῦ χαιρεκάκου, τοῦ πονηροῦ. Ὅλοι γινόμεθα παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας σέ τοῦτο τό ἁμάρτημα καί ὁ ἄλλος στό ἄλλο. Ὁ ἕνας σέ περισσότερα, ὁ ἄλλος σέ λιγότερα. Αὐτός σέ ἐλαφρότερα ἁμαρτήματα καί ἐκεῖνος σέ βαρύτερα. Ὁ ἕνας ἐξ ἀγνοίας, ὁ ἄλλος ἐκ συναρπαγῆς, ὁ τρίτος ἀπό κακή συνήθεια.
*
. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐν προκειμένῳ, εἶναι σαφής. «Τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; Ἤ τίς παρρησιάσεται καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;» (Παροιμ. κ´, 9). Ἄμεμπτος καί δίκαιος ἦταν ὁ πολύαθλος Ἰώβ. Καί ὅμως, ὁ ἴδιος θέτει τό ἐρώτημα: «Τίς καθαρός ἔσται ἀπό ρύπον; Ἀλλ´ οὐδείς, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰωβ, ιδ´, 4). Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Πολλάκις γινόμαστε μέ τήν ἀφροσύνη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί πάλιν σταυρωτές τοῦ Κυρίου. Καί ζοῦμε μέσα στή φοβερή πλάνη καί αὐταπάτη γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν ἀνοχή τῶν παρεκτροπῶν μας. Ἰσχύει, ὡστόσο, ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστοῦ: «Ἐάν εἴπωμεν, ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α´ Ἰω. α´, 8).
. Κλαύσαμε ὅμως γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Προβληματιστήκαμε μαζί μέ τόν ὑμνωδό ὅταν λέγει: «Ἐσταυρώθης δι´ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσῃς τήν ἄφεσιν ̇ ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι». Πῶς παρουσιαζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου; Πῶς διακηρύττουμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Καί ἄν μάλιστα εἴμεθα κληρικοί, πῶς τολμᾶμε καί ἱστάμεθα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τελοῦμε τά ἱερά καί ἄχραντα θεία Μυστήρια καί δή τό κορυφαῖο, τήν Θεία Λειτουργία;
*
. Ὡστόσο, ἡ σοφία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς προσφέρει στίς προσευχές μας πολλές φορές ἕνα σύνδεσμο τῆς γραμματικῆς. Τήν λέξη «ἀλλά». Εἶναι ἡ λέξη πού μᾶς συνδέει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό «ἀλλά» αὐτό, ἡ δυναμική τῆς συγχώρησης μας ἀπό τό Θεό. Νοιώθουμε ἐνίοτε ὡς ἀπολωλότα πρόβατα, ὡς ὁ Δαυίδ ἔλεγε «ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός». Ὅμως αὐτό τό «ἀλλά», μᾶς ἐπαναφέρει στήν ἁγία μάνδρα. Εἶναι ἀρχή τῆς φωνῆς μετανοίας, ἐκζήτησης τοῦ θείου ἐλέους, ἡ ἀρχή χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἁμαρτωλός ἀλήθεια δέν θέλει αὐτό τό «ἀλλά» καί μάλιστα ὅταν ἀναλογίζεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ καλός Ποιμήν; Ποιός κληρικός δέν θά προφέρει μέ ἱερό δέος καί κατάνυξη αὐτό τό «ἀλλά»;
*
. Ἄς δώσουμε τρία παραδείγματα τοῦ εὐεργετικοῦ καί σωτήριου αὐτοῦ συνδέσμου, τοῦ «ἀλλά», μέσα ἀπό τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.
. Τό πρῶτο «ἀλλά», βρίσκεται στό μοναδικό καί ὑπέροχο Ἰδιόμελο τοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ὅταν λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα ̇ ὀρθρίζει γάρ τό πνεῦμα μου, πρός ναόν τόν ἅγιόν σου, ναόν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον, ἀλλ´ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει». Τό τροπάριο αὐτό εἶναι μία δέηση. Ἐξομολογούμεθα δηλαδή στόν Ζωοδότη Κύριο, ὅτι ὁλάκερο τό σῶμα μας εἶναι «ἐσπιλωμένον», εἶναι ἡ ὕπαρξή μας γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες. Καί ἐνῶ θρηνοῦμε γι´ αὐτό, ἱκετεύουμε ὡς ἁμαρτωλοί, τόν οἰκτίρμονα καί πολυέλεο Κύριο νά μᾶς καθαρίσει καί συγχωρήσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ναί, λέγουμε, εἴμεθα «ἐσπιλωμένοι», ἀλλά ὁ οἰκτίρμων Κύριος θέλουμε νά μᾶς λευκάνει καί πάλιν. Τό «ἀλλά» ἐδῶ, εἶναι ὁ σύνδεσμος πού ἔρχεται καί μᾶς ἑνώνει μέ τήν ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Πολύ δυνατή καί χαρακτηριστική ἡ ὅλη φράση: «Ἀλλ´ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει».
*
. Ἕνα ἄλλο ἱκετευτικό «ἀλλά» βρίσκεται στήν ὡραιοτάτη Εὐχή τοῦ θεοφόρου πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία ἀναγιγνώσκεται στήν Ἐνάτη Ὥρα καί στό Ἀπόδειπνο. Λέγει ἡ Εὐχή: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ μακροθυμήσας ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πλημμελήμασι, καὶ ἄχρι τῆς παρούσης ὥρας ἀγαγὼν ἡμᾶς, ἐν ᾖ ἐπὶ τοῦ ζωοποιοῦ ξύλου κρεμάμενος, τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ τὴν εἰς τὸν Παράδεισον ὡδοποίησας εἴσοδον, καὶ θανάτῳ τὸν θάνατον ὤλεσας, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ταπεινοῖς, καὶ ἁμαρτωλοῖς καὶ ἀναξίοις δούλοις σου. Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι ἄραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, καὶ βλέψαι εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης σου καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Καί στό μέσον τῆς εὐχῆς ἔχει τό σπουδαῖο «ἀλλά». Ἤτοι: «Ἀλλ´ ἱκετεύομεν τήν σήν ἀνείκαστον ἀγαθότητα. Φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καί σῶσον ἡμᾶς διά τό ὄνομά σου τό ἅγιον…». Ἀφοῦ ἀναφέρει τήν ἀναξιότητα τοῦ ἀνθρώπου στή συνέχεια παραθέτει τό «ἀλλά» μέ τήν ἱκεσία στό ἄπειρο θεῖο ἔλεος.
*
. Καί γιά τόν λειτουργό, ἐπίσης, τῆς θείας Μυσταγωγίας, τόν ἱερουργοῦντα, ἔχει ἡ κορυφαία εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, αὐτό τό «ἀλλά», πού πραγματικά τόν λυτρώνει καί τόν «ἀνακουφίζει». Τοῦ δίνει τήν δύναμη, νά συνεχίσει τήν θεία Μυσταγωγία. Ἀρχίζει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τήν λειτουργική αὐτή εὐχή μέ τά συγκλονιστικά λόγια: «Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἢ προσεγγίζειν ἢ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης. Τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερὸν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν». Καί ἀκολουθεῖ τό «ἀλλά» μέ μία ἀνεπανάληπτη δύναμη ἐκφορᾶς καί ἀναζήτησης τῆς ἀνέκφραστης καί ἀμέτρητης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει τό ἱερό κείμενο: «Ἀλλ ̓ ὅμως, διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καὶ ἀρχιερεὺς ἡμῶν ἐχρημάτισας καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν, ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων».
. Ὁ λειτουργός, ἐδῶ, πραγματικά, παρά τήν ἀνθρώπινη ἀναξιότητά του, καταξιώνεται ἀπό τόν Κύριο νά διακονεῖ τό ἱερό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁποία δωρεά, χάρις καί εὐλογία!
*
. Ἔτσι τό «ἀλλά» εἶναι ἕνα προνόμιο. Εἶναι μία ὡραία, ἱερή στιγμή παρακλήσεως πρός τόν Κύριον νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς δεχθεῖ, νά μᾶς εὐλογήσει. Μ´ αὐτό τό «ἀλλά» ἁπλώνεται μία οὐράνια γαλήνη στή προσευχόμενη ψυχή, ἔρχεται μία πνευματική ἀνάσα καί εἰλικρινά, μᾶς περιβάλλει εὐλογία πού μᾶς ἐνδυναμώνει νά προχωρήσουμε στή προσευχή, στή τέλεση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου, στήν εὐλάβεια, στήν πνευματική οἰκοδομή μας. Αὐτό τό «ἀλλά» τό νοιώθουμε τότε, ὡς μία τιμητική καταξίωση παρά τήν ἁμαρτωλότητά μας. Ἔτσι, παραμερίζεται ἡ ὑποτονικότητα, ἡ δυσαρέσκεια, ἡ ραθυμία καί ἡ κακή διάθεση καί ἐγκαθιδρύεται μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν Κύριον, οὐσιαστικό πνεῦμα θυσίας καί ἦθος εὐγνωμοσύνης καί πολλῆς εὐχαριστίας. Μέ τό «ἀλλά» θερμαίνεται τό εἶναι μας μέ τήν θεία ἀγάπη, παραδίδεται ὁ ἑαυτός μας στό θεῖο ἔλεος, ὑψώνεται ἡ καρδία μας πρός τόν Οὐρανό, τό πικρό γίνεται γλυκύ, τό σκότος φεύγει καί τό Φῶς τῆς θείας Παρουσίας ἔρχεται καί μᾶς γαληνεύει καί ἠρεμεῖ καί ἁγιάζει. Αὐτό τό «ἀλλά» εἶναι ἡ θεία συγκατάβαση καί ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τό πλάσμα Του. Εἶναι, τελικά, ἡ ἐλπίδα, ἡ δύναμη καί ἡ χαρά.
*
. Ὑπάρχει, λοιπόν, ὁ σύνδεσμος αὐτός, ἡ λέξη αὐτή, τό «ἀλλά». Ἔτσι, μήν ἀπελπιζόμεθα. Μήν ἀνεβαίνει στή ψυχή μας ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Ὁ Θεός δέν προσέχει οὔτε τό πλῆθος, οὔτε τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Προσέχει τήν μετάνοια. Ὅταν ὑπάρχει μετάνοια, τότε ὅλα τά συγχωρεῖ ὁ Μακρόθυμος καί Πολυέλεος. Ἄν ἔστω ἀκόμη ἀμφιβάλλουμε, ἄς ἀκούσουμε τόν Ἱερό Χρυσόστομο πού λέγει: «Ἀσεβής εἶσαι; Ἐννόησον τούς μάγους. Ἅρπαξ εἶσαι; Ἐννόησον τόν τελώνην. Ἀκάθαρτος εἶσαι; Ἐννόησον τήν πόρνην. Ἀνδροφόνος εἶσαι; Ἐννόησον τόν ληστήν. Παράνομος εἶσαι; Ἐννόησον τόν βλάσφημον Παῦλον καί μετά ταῦτα Ἀπόστολον ̇ πρότερον διώκτην καί μετά ταῦτα Εὐαγγελιστήν… Ἥμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ἥμαρτες; Μυριάκις μετανόησον».
Ὀφείλουμε, βέβαια, νά καταλάβουμε ὅτι εἴμεθα φταίχτες ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη πνευματικῆς θεραπείας καί ἡ συναίσθηση ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί πρέπει νά μᾶς διακατέχει στόν μάταιο τοῦτο κόσμο. Ἔτσι, χρειαζόμεθα μία εἰλικρινή αὐτοκριτική γιατί πολλές φορές ὑψώνουμε τόν ἑαυτό μας, νομίζοντας, ὅτι κάτι εἴμαστε. Δέν μᾶς μένει, συνεπῶς, τίποτα ἄλλο, παρά ἡ αὐτογνωσία, ἡ ὁδός τῆς ταπείνωσης, τῆς περισυλλογῆς, τῆς βαθύτερης γνωριμίας τοῦ ἑαυτοῦ μας.
*
Γι´ αὐτό ζητᾶμε στίς εὐχές καί προσευχές μας μέ τό «ἀλλά» τήν εὐμένεια, τήν συγκατάβαση καί τήν συγχώρηση. Μόνον ὅταν ἔλθουν οἱ «οἰκτιρμοί Κυρίου» τότε ζοῦμε μέ αὐθεντική πνευματική ζωή ἐν Κυρίῳ. Τό «ἀλλά», λοιπόν, εἶναι ἡ παράκλησή μας, ἡ δέησή μας νά ἔλθει ἡ θεία χάρη καί ἡ θεία εὐλογία.
H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-4
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 9 Ἀπρίλιος 2020
Μέρος Α´ : H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-1 (Καταχρηστικοὶ παραλληλισμοὶ καὶ ἀκραῖες θεωρίες) «Μία ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας μαγικὸς τόπος, ἀπόλυτα προστατευμένος ἀπὸ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, ὅπου κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κολλήσει»
Mέρος Β´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-2 «Οἱ Ὀρθόδοξοι Εἴμαστε “τυχεροὶ” ποὺ ἡ ἐπιβαλλομένη ἀπὸ τὸ κράτος καραντίνα ἐν μέρει συμπίπτει μὲ τὴν “ἱερὰ καραντίνα” τῆς Σαρακοστῆς»
Μέρος Γ´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-3
Μέρος Ε´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-5
H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-3
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 8 Ἀπρίλιος 2020
Μέρος Α´ : H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-1 (Καταχρηστικοὶ παραλληλισμοὶ καὶ ἀκραῖες θεωρίες) «Μία ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας μαγικὸς τόπος, ἀπόλυτα προστατευμένος ἀπὸ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, ὅπου κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κολλήσει»
Mέρος Β´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-2 «Οἱ Ὀρθόδοξοι Εἴμαστε “τυχεροὶ” ποὺ ἡ ἐπιβαλλομένη ἀπὸ τὸ κράτος καραντίνα ἐν μέρει συμπίπτει μὲ τὴν “ἱερὰ καραντίνα” τῆς Σαρακοστῆς»
Μέρος Δ´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-4
ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΝΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΑΛΛΟΥΣ ΝΥΜΦΙΟΥΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ στὶς 23 Νοέμβριος 2019
ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
τοῦ Μητροπ. Γόρτυνος Ἰερεμίου
Ἑβδομαδιαῖο περιοδικό «ΘYMIAMA»
Ἀριθμ. φύλ. 91, 24 Νοεμβρίου 2019
Ἀδελφοί μου χριστιανοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
1. Σᾶς εὔχομαι νά ἔχετε ὑγεία καί στήν ψυχή καί στό σῶμα καί νά ζεῖτε μιά ὄμορφη καί χαρωπή ζωή. Αὐτήν τήν ζωή ὅμως τήν γεύεται κανείς στήν πραγματικότητα μόνο μέ τόν Θεό. Καί βέβαια, χριστιανοί μου, πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν Θεό, μέ τό ἅγιο θέλημά του, γιατί εἴμαστε δικοί του. Εἴμαστε βαπτισμένοι καί ἀνήκουμε, λοιπόν, στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται «Ἐκκλησία».
2. Ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἀποστατοῦμε ἀπό τόν Θεό, φεύγουμε ἀπό τόν δρόμο του. Συμβαίνει καί μέ μᾶς ὅ,τι συνέβαινε παλαιά μέ τόν Ἰσραήλ, γιά τόν ὁποῖο λέγει ὁ προφήτης Ἰερεμίας ὅτι ἐγκατέλειψε τόν Θεό, πού εἶναι πηγή ζωντανοῦ νεροῦ καί ἄνοιξε γιά τόν ἑαυτό του ξερούς λάκκους, πού δέν ἔχουν νερό (Ἰερ. 2,13). Αὐτό εἶναι ἀνοησία, γιατί ἐγκαταλείπει κανείς τό χειρότερο γιά τό καλύτερο. Ἀλλά ὁ Ἰσραήλ, λέγει ὁ Ἰερεμίας, ἐγκατέλειψε τό καλύτερο, τό ἄριστο, ἐγκατέλειψε τόν Θεό, καί πῆγε στό χειρότερο, στά εἴδωλα. Ἔπραξε ἀνόητα. Κατά τόν προφήτη Ἰερεμία εἶναι λοιπόν ἀνοησία τό νά ἀποστατοῦμε ἀπό τόν Θεό μας, τόν δημιουργό μας καί εὐεργέτη μας. Κατά τόν ἴδιο ὅμως προφήτη ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό εἶναι καί ἀπιστία. «Ἄπιστος» γυναίκα λέγεται ἐκείνη πού φεύγει ἀπό τόν νόμιμο σύζυγό της καί προσεταιρίζεται μέ ἄλλον. Λέγεται καί «μοιχαλίδα» ἡ γυναίκα αὐτή. Ἀλλά τό ἴδιο κάνουμε καί μεῖς, χριστιανοί μου, ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Θεό καί προσκολλώμαστε σέ ἄλλα, σέ ἁμαρτωλά πρόσωπα καί πράγματα γιά νά βροῦμε τάχα χαρά ἀπό αὐτά. Γιατί μέ τόν Θεό ἔχουμε δεθεῖ στενά, ὅπως στενός εἶναι ὁ δεσμός τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα του στόν γάμο. Μέ τό βάπτισμά μας ἡ ψυχή μας ἔγινε νύφη Χριστοῦ. «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται», λέμε γιά τόν Χριστό. Καί ὅμως ἀφήνουμε τήν ψυχή μας νά ρίπτει βλέμματα σέ ἄλλους νυμφίους. Ἕνα καί μόνο, ἕνα λατρευτό ἐραστή πρέπει νά ἔχει ἡ ψυχή μας: Τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας. Καί ὅμως, ξαναλέγω, παίρνουμε τήν καρδιά μας ἀπ᾽ αὐτόν καί τήν ρίχνουμε σέ κοσμικά καί ἁμαρτωλά πράγματα καί πρόσωπα, πού δέν γεμίζουν τήν ψυχή μας, ἀλλά τήν μπερδεύουν καί τήν ἀγχώνουν. Γιατί δέν ἔγινε ἡ ψυχή μας γιά τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἔγινε γιά τόν Θεό. Ἔγινε γιά τόν Χριστό. Φεύγουμε λοιπόν ἀπό τόν Νυμφίο μας τόν Χριστό καί ἐρωτοτροποῦμε μέ ἄλλους νυμφίους. Καί λέγει καί σέ μᾶς, ὅπως γιά τόν Ἰσραήλ, ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἰερεμίου: «Ὅπως ἡ γυναίκα γίνεται ἄπιστος στόν σύζυγό της, ἔτσι καί ὁ λαός μου φάνηκε ἄπιστος σέ Μένα» (Ἰερ. 3,20). «Ἡ νέα κοπέλα δέν λησμονεῖ νά στολίζεται καί ἡ ἀρραβωνιασμένη δέν λησμονεῖ καί αὐτή νά φορέσει τήν ζώνη της», ὅπως ἔκαναν τότε παλαιά. «Ὁ λαός μου ὅμως – λέγει μέ παράπονο ὁ Θεός – μέ λησμόνησε πρίν ἀπό πολύ καιρό» (Ἰερ. 2,32)!…
3. Γιά τό ἁμάρτημα αὐτό τῆς ἀποστασίας ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἀπειλεῖ μέ καταστροφή τόν Ἰσραηλιτικό λαό. Προφητεύει τήν τιμωρία του. Ὄχι ὅτι τιμωρεῖ καί καταστρέφει ὁ Θεός τόν ἁμαρτωλό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί δέν παύει ποτέ νά εἶναι ἀγάπη. Δέν ἀλλάζει ὁ Θεός. Λέγεται «ἀναλλοίωτος». Δέν καταστρέφει, λοιπόν, ὁ Θεός τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά τόν καταστρέφει ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία. Γιά τό ὅτι, λοιπόν, ὁ Ἰσραήλ ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, θά τιμωρηθεῖ ἀπό τήν ἴδια του τήν πράξη αὐτή. Καί τά κακά πού συμβαίνουν σήμερα στόν κόσμο, ἀγαπητοί μου, καί σ᾽ αὐτήν τήν πατρίδα μας τά κακά, τό ἕνα ἐπάνω στό ἄλλο, αἰτία ἔχουν τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό. Πληρώνουμε πολύ ἀκριβά τήν ἀποστασία μας αὐτή. Ἀλλά ὁ Θεός, πού εἶναι ἀγάπη, δέν θέλει τήν τιμωρία μας, δέν θέλει τήν καταστροφή τῶν πλασμάτων του. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει στόν προφήτη του Ἰερεμία νά κηρύξει τήν μετάνοια στόν λαό του, γιά νά μήν τοῦ συμβεῖ κακό καί καταστροφή (βλ. Ἰερ. 3,12. 4,3-4). Καί μετά τήν μετάνοια τοῦ λαοῦ, προφητεύει ὁ Ἰερεμίας στό Ἰσραήλ, θά ἔρθουν ὡραῖες μέρες. Θά ἔρθουν σωτήριες μέρες, τά χρόνια τῆς Μεσσιακῆς ἐποχῆς (βλ. Ἰερ. 3,14-18), μέ νέους καλούς ποιμένες κατά τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἠσ. 2,2 ἑξ.).
. Ἀδελφοί μου, χριστιανοί! Ἡ ὁδός πού μᾶς πάει γιά τήν σωτηρία, πού μᾶς πάει γιά τόν Θεό, λέγεται «ὁδός μετανοίας». Ἡγούμενος σ᾽ αὐτήν τήν ὁδό πρέπει νά εἶμαι ἐγώ ὁ Ἐπίσκοπός σας. Γι᾽ αὐτό καί μέ ἀκοῦτε νά ψέλνω: «Εὕρω κἀγώ τήν ὁδόν διά τῆς μετανοίας»! Μετάνοια σημαίνει νά πονέσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νά τίς ἐξομολογηθοῦμε. Πᾶμε λοιπόν ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε. Νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τίς βρωμιές μας, γιά νά ἔχουμε θέση κοντά στόν Θεό, στήν Βασιλεία Του, γιατί ἐκεῖ ὅλα ἀστράφτουν ἀπό ὀμορφιά καί ὅλα εἶναι πεντακάθαρα. Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
ΠΗΓΗ: imgortmeg.gr
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ ἁμαρτωλοῦ (Μητροπολ. Γόρτυνος Ἰερεμίας)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 17 Μάϊος 2019
Η ΑΜΑΡΤΙΑ
τοῦ Μητροπολ. Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία
1.Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας
. Σάν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἐναντίωση πρός Αὐτόν καί αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Πραγματικά αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ἐναντίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τό δείχνει καθαρά τό πρῶτο ἁμάρτημα πού ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος, τό λεγόμενο «προπατορικό ἁμάρτημα». Ὅπως τό βλέπουμε ἀπό τήν περιγραφή στό βιβλίο τῆς Γένεσης (κεφ. 3) τό ἁμάρτημα αὐτό ἦταν μιά συνειδητή ἐναντίωση πρός τήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ἐναντιότητα πρός τόν Θεό, πεισματική μάλιστα, τήν ἐκφράζουν οἱ λόγοι τῶν Ἰσραηλιτῶν πρός τούς προφῆτες, πού τούς συμβούλευαν νά βαδίσουν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου («στῆτε ἐν ταῖς ὁδαῖς καί ἴδετε καί ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους καί ἴδετε ποία ἐστίν ἡ ὁδός ἡ ἀγαθή καί βαδίζετε ἐν αὐτῇ», Ἱερ. 6,16), αὐτοί ἀπαντοῦσαν: «Ὄχι, δέν θά τήν βαδίσουμε» («οὐ πορευσόμεθα», Ἱερ. 6,16). «Σᾶς ἔστειλα κήρυκες, λέγει ὁ Κύριος στούς Ἰσραηλῖτες, ἀκούσατέ τους» («καθέστακα ἐφ᾽ ἡμᾶς σκοπούς, ἀκούσατε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος», Ἱερ. 6,17), ἀλλά αὐτοί πάλι μέ πεῖσμα ἀπαντοῦσαν: «Ὄχι, δέν θά τούς ἀκούσουμε» («οὐκ ἀκουσόμεθα», Ἱερ. 6,17). Βλ. καί Ἡσ. 30,9.10. Σκληρή ἀνυπακοή καί ἐναντιότητα πρός τόν Θεό.
. Ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Τό βλέπουμε αὐτό, καθαρά πάλι, στό προπατορικό ἁμάρτημα. Οἱ πρωτόπλαστοι ἔφαγαν τόν ἀπηγορευμένο καρπό γιά νά γίνουν θεοί (Γεν. 3,5.6). Ὁμοίως στήν Βαβέλ οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά κτίσουν ἕνα πύργο πανύψηλο, μέχρι τόν οὐρανό, λέγοντες «ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα» (Γεν. 11,4), νά γίνουμε, δηλαδή, φημισμένοι! Ὁ προφήτης Ἡσαΐας πάλι χαρακτηρίζει τήν ἁμαρτία ὡς ὑπερηφάνεια, καί προτρέπει τούς ὑπερόπτες καί ὑβριστές, τούς νομίζοντες ἑαυτούς ὡς πανύψηλα δένδρα, σάν τίς κέδρους τοῦ Λιβάνου, τούς προτρέπει νά ταπεινωθοῦν, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδαμινός καί μόνο ὁ Κύριος εἶναι μέγας καί ὑψηλός. Καί θά τό ἀποδείξει αὐτό ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῆς καταστροφῆς τους. Εἶναι μεγαλοπρεπής καί καλλιεπής ἡ σχετική περικοπή, ὅπως μάλιστα μᾶς τήν ἀποδίδει ἡ Μετάφραση τῶν Ο´. Τήν παραθέτουμε:
«Οἱ ὀφθαλμοί Κυρίου ὑψηλοί, ὁ δέ ἄνθρωπος ταπεινός (δηλαδή, μηδαμινός)» καί ταπεινωθήσεται τό ὕψος τῶν ἀνθρώπων, καί ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. Ἡμέρα γάρ Κυρίου σαβαώθ ἐπί πάντα ὑβριστήν καί ὑπερήφανον καί ἐπί πάντα ὑψηλόν καί μετέωρον, καί ταπεινωθήσονται, καί ἐπί πᾶσαν κέδρον τοῦ Λιβάνου τῶν ὑψηλῶν καί μετεώρων καί ἐπί πᾶν δένδρον βαλάνου Βασάν καί ἐπί πᾶν ὑψηλόν ὄρος καί ἐπί πάντα βουνόν ὑψηλόν καί ἐπί πάντα πύργον ὑψηλόν καί ἐπί πᾶν τεῖχος ὑψηλόν καί ἐπί πᾶν πλοῖον θαλάσσης καί ἐπί πᾶσαν θέαν πλοίων κάλλους. Καί ταπεινωθήσεται πᾶς ἄνθρωπος, καί πεσεῖται ὕψος ἀνθρώπων καί ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Ἡσ. 2,11-17).
. Ὁμοίως καί ὁ προφήτης Σοφονίας ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν κάθαρση τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί τήν ἀνάδειξη μιᾶς νέας ἰουδαϊκῆς κοινότητας ὁμιλεῖ ἀκριβῶς γιά τήν ἐκδίωξη τῶν ὑπερηφάνων καί τῶν ἀλαζόνων ἀπό αὐτήν:
«Θά ἀπομακρύνω ἐκ τοῦ μέσου σου – λέγει ὁ Θεός – τούς ὑπερηφάνους ἀλαζόνας σου καί δέν θά ἐξακολουθεῖς πλέον νά ὑπερηφανεύεσαι ἐπί τοῦ ἁγίου μου ὄρους» (Σοφ. 3,11).
. Ἐπίσης, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ προσβολή κατά τοῦ συνανθρώπου εἶναι ἁμαρτία κατά τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Δαβίδ γιά τήν ἁμαρτία του πρός τήν Βηρσαβεέ καί τόν φόνο τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου εἶπε, «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» (Β´ Βασ. 12,13). Καί γιά τήν διπλῆ του αὐτή ἁμαρτία λέγει πρός τόν Θεό, «Σοί μόνῳ ἥμαρτον» (Ψαλμ. 50,6). Οἱ ἐκφράσεις αὐτές τοῦ Δαβίδ δείχνουν ὅτι ἡ ἁμαρτία πρός τόν πλησίον συνιστᾶ ἁμαρτία πρός τόν Θεό καί αὐτό ἑρμηνεύεται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ (βλ. Γεν. 1,27). Ἑπομένως μία προσβολή καί περιφρόνηση πρός τόν ἄνθρωπο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρεται στό πρωτότυπο τῆς εἰκόνας, σ᾽ Αὐτόν τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί οἱ Παροιμίαι λέγουν ὅτι «ὅποιος ἐκμεταλλεύεται τόν πτωχό προσβάλλει τόν πλάστη του» (14,31).
. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, εἶναι μία πράξη ἀνυπακοῆς στόν θεῖο Νόμο, εἶναι μία περιφρόνηση τοῦ Γιαχβέ (Μαλαχ. 1,6), εἶναι ἀκόμη μία ἀπιστία καί ἀθέτηση τῆς διαθήκης του (Ἡσ. 48,8. Ἱερ. 3,20. Ἡσ. 24,5. Ἱερ. 11,10. Ἰεζ. 16,59. Ὠσ. 6,7. Μαλαχ. 2,10) καί ἀποβαίνει μία ἀποστασία ἀπό τόν Γιαχβέ (Ἡσ. 1,4.9. 46.8. Ἱερ. 2,5.13. Ὠσ. 4,12). Ἐπειδή δέ ἡ σχέση τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Ἰσραήλ παριστάνεται μέ τόν γάμο (βλ. τά βιβλία τῶν προφητῶν Ὠσηέ καί Ἱερεμίου), γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, παριστάνεται ὡς μοιχεία καί πορνεία (Ἱερ. 3,8. 13,27. Ἰεζ. 16,32. 23,43. Λευϊτ. 17,7. 20,5.6. Δευτ. 31,16. Ἰεζ. 6,9. 23,30). Καί ἐπειδή πάλι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνοησία μέ τό νά ἐναντιώνεται στόν παντοδύναμο καί πάνσοφο Θεό (Κριτ. 20,6.10. Ἱερ. 29,23), ὁ ἁμαρτάνων εἶναι μωρός καί ἀνόητος (Δευτ. 32,6. Ἡσ. 32,5.6. Ψαλμ. 13,1. 38,9. 52,2).
. Καί ἀκόμη, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ἐναντιώνεται πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι γι᾽ αὐτό ψέμα καί ἀπάτη (῾Ησ. 57,4. Ὠσ, 12,1. Ψαλμ. 5,7). Καί ἄν σκεφθοῦμε ὅτι τήν ἁμαρτία δέν τήν θέλει ὁ Θεός πού μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ καί μᾶς δίνει τόσα καλά, ἡ ἁμαρτία χαρακτηρίζεται πάλι στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς οἰκτρά ἀχαριστία πρός τόν μέγα μας εὐεργέτη, τόν Θεό (Ἡσ. 1,2.3. Ἀμ. 2,9-12. Ὠσ. 11,1-4).
. Τό γενικό ὄνομα γιά τήν ἁμαρτία εἶναι «χατα᾽ά», ἀπό ρῆμα «χατά», πού σημαίνει «ἁμαρτάνω». Κυρίως σημαίνει «ἀποτυγχάνω ἀπό τόν σκοπό μου», γιατί πορεύομαι λανθασμένο δρόμο, καί γενικά σημαίνει κάνω ὅ,τι εἶναι ἀπηγορευμένο καί παραλείπω ὅ,τι εἶναι νομοθετημένο. Σέ διάφορα περιστατικά ἡ ἁμαρτία γίνεται «ἁβών», ἀπό ρῆμα «ἁβά», πού σημαίνει «κλίνω», «στρίβω», «πλανῶμαι» ἀπό τόν σωστό δρόμο μέ κακή διάθεση καί ἄρα ἔχω ἐνοχή γι᾽ αὐτό πού κάνω. Ἡ ἁμαρτία εἶναι «ἁβέλ» καί «ἁβλά», ἀπό ρῆμα «οὕλ», πού σημαίνει «διαφθείρω». Ἡ ἁμαρτία λοιπόν εἶναι στρεβλότητα καί διαφθορά. Ἄλλη ὀνομασία τῆς ἁμαρτίας στήν Παλαιά Διαθήκη τό «πεσά῾» ἀπό τό «πασά῾», πού σημαίνει «εἶμαι ἐπαναστάτης». Ἡ ἁμαρτία, δηλαδή, εἶναι ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀνομασία αὐτή τῆς ἁμαρτίας ὡς «πεσά῾», ὑποδηλώνει καί τό σπάσιμο τῆς διαθήκης μέ τόν Θεό. Tό ἴδιο δηλώνει καί ἡ ὀνομασία «μα῾άλ», πού σημαίνει προδοσία, ἀπιστία. Ὁ ἁμαρτωλός ἐπαναστατεῖ κατά τοῦ Θεοῦ, «μαράντ». Εἶναι πείσμων καί ἰσχυρογνώμων «σαράρ», «μαρά». Ἄλλες κοινές λέξεις γιά τήν ἁμαρτία εἶναι οἱ: «ρα῾» καί «ρα῾ά», κακία καί φαυλότητα, ἀσάμ», παράβαση, σφάλμα «ἀβέν», ματαιότητα, ἀδικία, «νεβαλά»), «σιχλούθ», ἀνοησία (βλ. «ναβάλ», «σαχάλ», ὁ ἀνόητος), «ρεσά῾», «ρισ῾ά», κακός, κακία. Ἡ λέξη «ρασά῾», ὁ κακός, εἶναι μιά συνηθισμένη ἔκφραση γιά τήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό.
2.Ἡ εὐθύνη τοῦ ἁμαρτωλοῦ
Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, γι᾽ αὐτό καί μπορεῖ νά πράττει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ὡς ἐλεύθερος πάλι, μπορεῖ καί νά εἶναι ἀνυπάκουος σ᾽ αὐτό. Ὁ Γιαχβέ Κύριος εἶπε στόν Κάιν: «Ἄν ἐσύ δέν πράττεις τό καλό, ἡ ἁμαρτία ἐνεδρεύει στήν πόρτα καί ἡ ἐπιθυμία της στρέφεται σέ σένα· ἐσύ ὅμως μπορεῖ νάτήν ἐξουσιάσεις» (Γεν. 4,7· κατά μικρή διόρθωση τοῦ Ἑβρ. κειμένου). Στό χωρίο αὐτό φαίνεται ἡ κλίση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία παριστάνεται σάν μία δύναμη ἕτοιμη νά παρασύρει τόν μή ἀντιδρῶντα, τόν μή ποιοῦντα τόἀγαθόν, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἄν θελήσει νά παλαίσει πρός τήν ἁμαρτωλή αὐτή κλίση, θά γίνει κύριος τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία προέρχεται ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ ἕδρα τῶν σκέψεων καί τῶν ἐπιθυμιῶν, βλ. Γεν. 6,5. 8,21. Ἰερ. 4,4. Ἰεζ. 11,19. Ψαλμ. 50,12. Πιθανόν ὁ ἄνθρωπος νά παρακινηθεῖ ἀπό ἐσωτερικό ἤ ἐξωτερικό ἐρέθισμα πρός τήν ἁμαρτία, τήν ἀπόφαση ὅμως ἄν θά πράξει ἤ ὄχι τήν ἁμαρτία τήν λαμβάνει ὁ ἴδιος, καί αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἁμαρτία του. Ὅπως μᾶς τό εἶπε ὁ παραπάνω μνημονευθείς λόγος τοῦ Θεοῦ πρός τόν Κάιν, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δύναμη νά ἐξουσιάσει τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἴδια ἡ ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁμαρτία δέν συνιστᾶ ἁμαρτία.
. Ἁμαρτία εἶναι τό ἄν δέν ἀγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιπαλαίσει πρός αὐτήν, γιατί καί ἡ ἁπλή σκέψη περί ἁμαρτίας φέρει τήν ἐπιθυμία της καί ἡ ἐπιθυμία της φέρει τήν πράξη της (βλ. Γεν. κεφ. 3). Κι ἄν ὁ Σατανᾶς καταναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά πράξει τήν ἁμαρτία, ὅμως ὁ Θεός ἔδωσε τήν δύναμη στόν ἄνθρωπο νά ἀντιστέκεται καί νά ἀποκρούει τόνΔιάβολο· καί ἄν αὐτό δέν τό κάνει πίπτει στήν ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία εἶναι αὐτός, ὁ ἄνθρωπος, ὑπεύθυνος (βλ. πάλι Γεν. κ. 3). Ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεός πειράζει τόν ἄνθρωπο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εὐθύνεται γιά τήν ἁμαρτία του, ἄν πράξει αὐτήν. Ὁ Θεός δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν λαμπρύνει περισσότερο, παραχωρώντας νά ἔλθουν σ᾽ αὐτόν θλίψεις καί ἀσθένειες (βλ. βιβλίον Ἰώβ). Δέν ἐπιτρέπεται ὅμως κανείς ἄνθρωπος νά ἐπιρρίπτει ἔπειτα στόν Θεό τήν εὐθύνη γιά τήν ἁμαρτία του, ἄν δέν ἀντέξει τόν πειρασμό τῶν θλίψεων καί τῶν ἀσθενειῶν.
. Εἶναι ὡραία ἡ περικοπή αὐτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Μή εἴπῃς ὅτι διά Κύριον ἀπέστην ἅ γάρ ἐμίσησεν, οὐ ποιήσεις. Μή εἴπῃς ὅτι αὐτός μέ ἐπλάνησεν· οὐ γάρ χρείαν ἔχει ἀνδρός ἁμαρτωλοῦ.
Πᾶν βδέλυγμα ἐμίσησε Κύριος, καί οὐκ ἔστιν ἀγαπητόν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. Αὐτός ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἄνθρωπον καί ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί διαβουλίου αὐτοῦ. Ἐάν θέλῃς, συντηρήσεις ἐντολάς καί πίστιν ποίησαι εὐδοκίας. Παρέθηκέ σοι πῦρ καί ὕδωρ· οὗ ἐάν θέλῃς, ἐκτενεῖς τήν χεῖρά σου. Ἔναντι ἀνθρώπων ἡ ζωή καί ὁ θάνατος, καί ὅ ἐάν εὐδοκήσῃ, δοθήσεται αὐτῷ. (Σ. Σειράχ 15,11-17)
. Δέν εὐθύνεται λοιπόν ὁ Θεός γιά τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ κακή θέληση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός λέγει στούς ἀνθρώπους οἱονεί παραπονούμενος: «Ἐκάλουν καί οὐχ ὑπακούσατε καί ἐξέτεινα λόγους καί οὐ προσείχετε, ἀλλά ἀκύρους ἐποιεῖτε ἐμάς βουλάς, τοῖς δέ ἐμοῖς ἐλέγχοις οὐ προσείχετε». (Παροιμ. 1,24-25)
. Καί στήν πωρωμένη Ἰερουσαλήμ ὁ Θεός λέγει: «Ἐζήτησα νά σέ καθαρίσω, ἀλλά σύ δέν καθαρίστηκες ἀπό τήν ρυπαρότητά σου» (Ἰεζ. 24,13).
ΑΠΟΓΝΩΣΗ καὶ ΜΕΤΑΝΟΙΑ -2 «Ἐντεῦθεν οὖν μάθωμεν, ἀδελφοί, τὴν ἄμετρον τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν καὶ φιλανθρωπίαν»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ στὶς 11 Μάρτιος 2019
Τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου περὶ τοῦ μὴ ἀπογινώσκειν
[Β´]
(Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινό)
ἠλ. στοιχ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»
ΗΘΙΚΗ ἢ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ;
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 7 Μάρτιος 2019
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ-2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 24 Φεβρουάριος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
τοῦ Ἀσώτου
[Β´]
(Λουκ. ιε´ 11-32)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευή
(Ὁμιλίες Β´)
β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 29-52
Mέρος Α´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅμως, ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς βρισκόταν στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης πείνας καὶ τοῦ τρόμου, μία σπίθα ἄναψε μέσα του. Μία ξεχασμένη, ἐντελῶς ἀπρόσμενη σπίθα. Ἀπὸ ποῦ φάνηκε ἡ σπίθα αὐτὴ σὲ σβησμένα κάρβουνα; Πῶς ξεπήδησε σπίθα ἀπὸ νεκρὸ σῶμα; Ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐπισημάναμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πὼς ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε στὸ γιὸ τὴν ἀναλογία του, ἔδωσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ μερτικό του. Μαζὶ μὲ τὸν πηλὸ τοῦ ἔδωσε κι ἕναν σπινθήρα συνείδησης καὶ ἐπίγνωσης. Ὅταν ὁ σοφὸς καὶ εὔσπλαχνος πατέρας τοῦ ἔδινε τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἦταν σὰν νὰ μονολογοῦσε: «Θὰ τοῦ δώσω κι αὐτό: λίγη συνείδηση καὶ ἐπίγνωση, κάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ θέλησε νὰ ἐγκαταλείψει φεύγοντας. Γιατί ὄχι; Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Φεύγει, πηγαίνει σὲ χώρα κρύα, φτωχή. Ὅταν βρεθεῖ σὲ μεγάλη ἀνάγκη, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ σπίθα μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸ δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει πίσω σὲ μένα. Ἐντάξει. Ἂς τὸ πάρει κι αὐτό. Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Ἡ σπίθα αὐτὴ θὰ τὸν σώσει».
. Κι ἔτσι ἔγινε. Ἡ σπίθα αὐτὴ ἔλαμψε στὸ βαθὺ σκοτάδι, ἀκριβῶς τὴ δωδέκατη ὥρα, τότε ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε φτάσει στὸ τρίτο βασίλειο κι εἶχε παραδοθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ διαβόλου. Ἔλαμψε μέσα του σὰν μαγικὸ φαναράκι τὸ ξεχασμένο ἀπὸ παλιὰ φῶς τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης. Καὶ στὴ λάμψη τοῦ φαναριοῦ αὐτοῦ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, σὲ ἐπίγνωση. Μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τῆς μικρῆς αὐτῆς σπίθας κατόρθωσε νὰ δεῖ τὴν ἄβυσσο ὅπου εἶχε πέσει, νὰ νιώσει ὅλη τὴ δυσοσμία, ποὺ εἶχε ἀνασάνει, τὸ βρώμικο περιβάλλον, ὅπου ζοῦσε καὶ τὴ διεφθαρμένη κοινωνία, στὴν ὁποία εἶχε ἐνταχθεῖ. Μὲ τὸ φῶς, ποὺ ἀνέδιδε τὸ μικρὸ φαναράκι, αὐτὸ ποὺ εἶχε βάλει στὴν ψυχή του ὁ εὔσπλαχνος πατέρας τους, ξύπνησε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ὄνειρο κι ἄρχισε νὰ συγκρίνει τὴ ζωή, ποὺ ἔκανε παλιότερα, κοντὰ στὸν πατέρα του, μὲ κείνην ποὺ ζοῦσε τώρα.
. «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ» (Λουκ. ιε΄ 17-19). Κάποια στιγμὴ συνῆλθε, ἦρθε στὸν ἑαυτό του καὶ σκέφτηκε: πόσους μισθωτοὺς ἔχει ὁ πατέρας μου, ποὺ χορταίνουν μὲ τὸ παραπάνω ἀπὸ τὰ ἀγαθά του κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας; Ἂς σηκωθῶ κι ἐγὼ λοιπὸν κι ἂς γυρίσω κοντά του λέγοντας: πατέρα μου, ἁμάρτησα καὶ στὸν οὐρανό, στὸν Θεό, μὰ καὶ σὲ σένα. Τώρα πιὰ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ξαναγίνω γιός σου. Καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ξεκίνησε γιὰ νά ’ρθει στὸν πατέρα του.
. Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ἀπὸ τὸ “εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν” συμπεραίνουμε πὼς ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Κι ἔτσι εἶναι. Ὅταν περιπλανιόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο καὶ ἐγκαταλείπουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐντὸς ἡμῶν».
. Μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε νὰ λάμπει ἡ σπίθα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ καὶ μὲ τὸ ποὺ ἔκανε τὴ σύγκριση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσε κοντὰ στὸν πατέρα του καὶ σὲ κείνην ποὺ ζοῦσε τώρα στὴ μακρινὴ χώρα, πῆρε τὴν ἀπόφαση: “Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου”. Ἂς σηκωθῶ, εἶπε. Ἀναγνώρισε ἔτσι τὸ τέλμα ὅπου βρισκόταν. Τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ χαμηλά, στὰ βάθη τῆς δαιμονικῆς ἀβύσσου, κι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ ψηλά, στὸν πατέρα. Κι ὁ πατέρας τοῦ εἶναι πλούσιος. Πείνα δὲν ὑπάρχει κοντά του. Οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες τοῦ τρῶνε καλὰ κι ἔχουν καὶ περισσεύματα· κι αὐτός, ὁ γιός του, λιμοκτονεῖ, πεθαίνει τῆς πείνας.
. «Ψωμὶ» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴ «ζωή». Οἱ «μισθωτοὶ ὑπηρέτες» εἶναι ὑπάρξεις στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, κατώτερες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὰ ζῶα κι ἄλλα ὄντα. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε πέσει πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὰ ζῶα. Καὶ ζητοῦσε νὰ ζεῖ τουλάχιστο ὅπως τὰ ζῶα, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἐλεύθερες ὑπάρξεις. Τὰ κυβερνᾶ ὁ Θεὸς ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ θέλησή Του. Τὰ φροντίζει, τοὺς χαρίζει ζωή, καὶ τοὺς παρέχει τροφὴ ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ὅμως σπατάλησε τὶς ζωτικὲς αὐτὲς δυνάμεις ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὰ ζῶα καὶ ποὺ αὐτὰ τὶς διαχειρίζονται σωστά.
. «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Μὲ τὴ λέξη «οὐρανὸς» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κατ’ ἀρχὴν ὁλόκληρο τὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φύλακες ἀγγέλους. Ἔπειτα τὶς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ ὁ Θεὸς χαρίζει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Τὸ ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε΄ 7, 10). Ἐφ᾽ ὅσον λοιπὸν ὑπάρχει χαρὰ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ, ὑπάρχει καὶ λύπη γιὰ τὸν ἀμετανόητο.
. Τὸ ὅτι ὁ «οὐρανὸς» σημαίνει ἐπίσης τὶς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;» (A΄ Κoρ. ϛ΄ 19). Κι ἀκόμα πιὸ καθαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του Σωτήρα μας: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21). Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτάνει κι ἐναντίον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, καθὼς κι ἐναντίον τοῦ δικαίου ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται μέσα του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνήκει στὸν Θεό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν». Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Ἄσωτος Υἱὸς λέει: «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου».
. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν» (Λουκ. ιε΄ 20). Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε ἀμέσως κοντά του, ἔπεσε μὲ ἀγάπη στὸν τράχηλό του καὶ τὸν γέμισε φιλιά.ωΑὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἀπροσμέτρητη, εὐγενική, μεγαλειώδης! Ὅσο μεγάλη ἦταν ὣς τώρα ἡ ὑπομονή του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ἄλλη τόση εἶναι τώρα ἡ συγχωρητικότητα κι ἡ χαρά Του. Μὲ τὸ ποὺ θὰ μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλὸς κι ἀποφασίσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, Ἐκεῖνος ἔχει ξεκινήσει ἤδη νὰ τὸν συναντήσει, νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ, νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ νὰ τὸν φιλήσει.
. Ἡ χαρὰ τῆς μάνας ὅταν βλέπει τὴν προκοπὴ τοῦ παιδιοῦ της, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τοῦ τσοπάνου ὅταν βρίσκει τὸ χαμένο πρόβατο, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τῆς γυναίκας ποὺ βρίσκει τὸ χαμένο νόμισμά της, εἶναι μεγάλη. Καμιὰ ἀπὸ τὶς χαρὲς αὐτὲς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ ὅταν βλέπει τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέφει κοντά Του.
. Μὲ τὸ ποὺ θὰ κάνει τὴν πρώτη κίνηση ἡ καρδιά μας πρὸς τὴ μετάνοια, ἀκόμα κι ἂν εἴμαστε μακριά, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Θὰ μᾶς δεῖ πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτὸς καὶ θὰ τρέξει νὰ μᾶς συναντήσει. Νὰ συναντήσει τὸ νέο ἄνθρωπο ποὺ ἀναγεννήθηκε μέσα μας μὲ τὴ μετάνοια. «Κύριε», κράζει ὁ προφητάνακτας στὸν πάνσοφο Θεό, «σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν» (Ψαλμ. ρλη΄ 2).
. Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας θὰ τρέξει νὰ μᾶς ὑποδεχτεῖ, θ’ ἀνοίξει διάπλατα τὴν ἀγκαλιά Του καὶ θὰ μᾶς σφίξει, γιὰ νὰ μὴν ξαναγυρίσουμε στὴ δαιμονικὴ ἄβυσσο, στοὺς ἀγροὺς τῶν χοίρων, στὴ γῆ τῆς πείνας. «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν» (Ἰακ. δ΄ 8).
. Πόσο εὐλογημένη εἶναι ἡ σπουδή Του γιὰ βοήθεια! Πόσο εὐλογημένα εἶναι τὰ χέρια Του! Ἂν δὲν ἔχουμε ἀφανίσει ἔστω καὶ τὴν τελευταία σπίθα τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης ποὺ ἔχουμε μέσα μας, πρέπει νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τὴν τόσο μεγάλη, καὶ ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε ἀμέσως, χωρὶς καθυστέρηση, νὰ τρέξουμε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τὶς καρδιές μας ὑψωμένες στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα ποὺ εἴχαμε ἀπορρίψει.
. Ὅταν ὁ μετανιωμένος γιὸς ἔφτασε στὸν πατέρα του, τοῦ εἶπε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε σχεδιάσει νὰ τοῦ πεῖ: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Δὲν τοῦ εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε σκεφτεῖ. Ἡ συνέχεια ἦταν: ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Μὰ ὁ πατέρας του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειώσει. Δὲν ἀφήνει τὸν μετανιωμένο νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει νὰ γίνει μισθωτὸς ὑπηρέτης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διακόπτει, τὸν ἀγκαλιάζει κι ἀρχίζει νὰ τὸν φιλάει. Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας ἀγκαλιάζει τὸν ρακένδυτο, λασπωμένο, ἰσχνὸ καὶ ἀπεριποίητο γιό του καὶ φωνάζει στοὺς ὑπηρέτες Του: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 22-23). Βγάλτε τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντύστε τὸν, βάλτε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ παπούτσια στὰ πόδια, γιὰ νὰ μὴ περπατᾶ ξυπόλυτος. Φέρτε καὶ τὸ θρεφτὸ μοσχάρι, σφάξτε τὸ κι ἐλᾶτε νὰ τὸ πανηγυρίσουμε, νὰ εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
. Ἡ καλύτερη στολὴ συμβολίζει ὅλον τὸν πλοῦτο καὶ τὸ κάλλος τῶν πνευματικῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ στολὴ τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἁγνότητας ποὺ φοροῦσε ὁ Ἀδάμ, προτοῦ ἁμαρτήσει, πέσει κι ὁδηγηθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, εἰς χώραν μακράν. Ἡ στολὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «πρώτη», ἡ καλλίτερη. Δὲν ὑπάρχει καλλίτερη στολὴ ἀπ’ αὐτὴν στὸν οὐρανό. Λέει ὁ ἀπόστολος: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27). Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ κάθε καλό, τώρα ξαναντύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὴν παλιὰ καὶ κουρελιασμένη στολὴ τὴν πετοῦν καὶ τὸν ντύνουν μὲ τὴν καινούργια, τὴν «πρώτη». Ἡ νέα αὐτὴ στολή, ἡ «πρώτη», συμβολίζει τὸ νέο ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννημένο, ποὺ ἔχει συγχωρηθεῖ κι ἔχει γίνει δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Χωρὶς τὴ στολὴ αὐτὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπουμε καθαρὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν γάμων τοῦ Υἱοῦ τοῦ βασιλιᾶ (πρβλ. Ματθ. κβ΄ 2-14). Σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο, ἡ στολὴ συνίσταται ἀπὸ «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν… ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις (ἀπὸ) τὴν ἀγάπην, ἤτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ΄ 12-14).
. Τὸ δαχτυλίδι στὸ χέρι συμβολίζει τὸν ἀρραβώνα τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό. Ὁ μετανιωμένος ἀπαρνιέται ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς σχέσεις του μὲ τὸν κόσμο, ἡ ψυχή του προσκολλᾶται στὸ Χριστὸ καὶ παραμένει ἑνωμένη μαζί Του, σὲ μία ἕνωση ἀδιάλυτη. Ὁ ἀρραβώνας αὐτὸς γίνεται μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σφραγίζει ὅλες τὶς οὐράνιες δωρεές.
. «Δότε… ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας», λέει ὁ πατέρας στοὺς ὑπηρέτες. Τὰ ὑποδήματα συμβολίζουν τὴ δύναμη τῆς θέλησης, ποὺ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ βαδίσει σταθερὰ στὰ μονοπάτια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ παρεκκλίνει δεξιὰ ἢ ἀριστερά, χωρὶς πισωγυρίσματα.
. Ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς ποὺ θυσιάστηκε εἶναι ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ παραδόθηκε ἑκούσια στὸ θάνατο γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους.
. Οἱ ὑπηρέτες ἐδῶ συμβολίζουν εἴτε τοὺς ἀγγέλους εἴτε τοὺς ἱερεῖς. Ἂν ὁ οἶκος τοῦ πατέρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἄγγελοι. Ἂν τὸν οἶκο τοῦ πατέρα τὸν ἐκλάβουμε ὡς τὴν ἐπίγεια Ἐκκλησία, κάτι ποὺ εἶναι ἐπίσης σωστό, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς, ποὺ καλοῦνται νὰ λειτουργήσουν τὸ μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ κι ἔτσι νὰ προετοιμάσουν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ μᾶλλον ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἄσωτος Υἱὸς δὲν ἦταν ἀκόμα σωματικὰ νεκρός· κι ὡσότου ὁ ἄνθρωπος ἀναχωρήσει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνήκει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴ γῆ λειτουργεῖ μὲ τὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι τοὺς ὑπηρέτες ὅμως πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε καὶ σὰν ἀγγέλους, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄγγελοι παρίστανται στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τῶν θείων μυστηρίων, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ τοὺς ἀγγέλους-φύλακες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
. Ὅτι οὗτος ὁ Υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Σωματικὰ ὁ γιός του ἦταν ζωντανὸς ἀκόμα, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν νεκρή. Ἡ σπίθα τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς παρέμενε ἀκόμα ζωντανὴ μέσα του. Αὐτὴ ἀνέστησε τὴν ψυχή του. Χαμένος ἦταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἑαυτόν. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ἀπέκτησε ἐπίγνωση στὸ φῶς τῆς θεϊκῆς σπίθας, ποὺ ὣς τότε εἶχε χάσει. Ὁ Θεὸς τὸν γνώριζε, τὸν παρακολουθοῦσε ὣς τὴν ὑστάτη στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς μετάνοιας.
* * *
. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Κι ἄρχισαν ὅλοι νὰ χαίρονται, νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ εὐφραίνονται. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὅμως ἔφτασε στὸ σπίτι ὁ μεγάλος ἀδερφός, ὁ «πρεσβύτερος» καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί εἶχε γίνει. Κι ὅταν ἔμαθε, ὀργίστηκε καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: «Ἰδού, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν» (Λουκ. ιε΄ 29). Ὁρίστε, τόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ καὶ ποτὲ δὲν καταπάτησα κάποια ἐντολή σου. Κι ὅμως, ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ὁ γιός σου αὐτός, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ θρεφτὸ μοσχάρι.
. Ἔτσι μίλησε στὸν πατέρα του ὁ δίκαιος γιός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὀργισμένοι, μιλοῦν κάποιοι δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν Ἐκείνη ὑποδέχεται μὲ ἱλαρότητα καὶ ἐπιείκεια τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας. Ἔτσι μίλησαν πολλοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν εἶδαν τὸν Θεὸ νὰ προσφέρει τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ θυσία γιὰ τὶς νεώτερες καὶ πιὸ ἁμαρτωλὲς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Δὲν μᾶς ἔδωσε ποτὲ οὔτε ἕνα κατσίκι!» Ἂν συγκρίνουμε τὴν καταπληκτικὴ θυσία ποὺ ἔκανες γι’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἄσωτους ἀπογόνους μας, γιὰ μᾶς δὲν ἔκανες οὔτε τὴν παραμικρὴ θυσία, τὴν πιὸ ἀσήμαντη». Μετά, ἐπειδὴ τὰ ἐρίφια γενικὰ συμβολίζουν τὴν ἁμαρτία, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦνε. «Μᾶς ἀπαγόρεψες νὰ κάνουμε ἔστω καὶ τὴ μικρότερη ἁμαρτία -μικρὴ καὶ ἀσήμαντη ὅσο ἕνα κατσίκι- καὶ τώρα ἀνταμείβεις τὶς ἁμαρτωλὲς αὐτὲς γενιὲς μὲ τὸ μεγαλύτερο θησαυρό Σου – μὲ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Σου!»
. Ἂν προχωρήσουμε ἀκόμα, θὰ δοῦμε πὼς ἡ φαινομενικὰ ἁπλὴ αὐτὴ παραβολὴ εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ ὁλόκληρης τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ὣς τὸν πλέον δίκαιο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὅπως ὁ πρεσβύτερος Υἱὸς τοῦ οὐράνιου Πατέρα – μόνο ποὺ εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ ὄχι υἱὸς «ἐξ υἱοθεσίας». Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς μιλοῦσε σὰν ἕνας συνηθισμένος θνητὸς ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε πεῖ στὸν Πατέρα Του: «Ὁ Ἀδὰμ ἁμάρτησε κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά Σου. Κι αὐτὸς κι οἱ ἀπόγονοί του βλασφήμησαν τ’ ὄνομά Σου. Καὶ Σὺ τώρα ἑτοιμάζεις γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ἀπογόνους του τέτοια δόξα καὶ εὐφροσύνη, ποὺ οὔτε ἐγὼ οὔτε κι ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ».
. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βέβαια ποτὲ δὲν θὰ ὀργιζόταν μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του. Ποτὲ δὲν θὰ μιλοῦσε στὸν Πατέρα Του μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐκτὸς ἂν ἔβαζε θεληματικὰ τὸν ἑαυτό Του στὶς καρδιές μας καὶ τά ’λεγε αὐτά, γιὰ νὰ μᾶς ἐπιτιμήσει καὶ νὰ μᾶς διδάξει, ὥστε νὰ μὴ γίνουμε ὑπερήφανοι καὶ ἀλαζόνες γιὰ τὴ δικαιοσύνη μας καὶ μὲ τὴν ἔπαρσή μας περιφρονήσουμε τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς. Εἶναι σὰν νά ’θελε νὰ μᾶς πεῖ: «Ὅταν Ἐγώ, ὁ τέλειος καὶ αἰώνια δίκαιος, ποὺ εἶναι αἰώνια ἀδιαίρετος μὲ τὸν Πατέρα Μου, δὲν διαμαρτύρομαι, ἐπειδὴ ξαναδέχεται τὸν μετανιωμένο Ἀδὰμ στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς, ποὺ εἶστε μόλις ἀπὸ χτὲς δίκαιοι, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, νὰ διαμαρτύρεστε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς;»
. «Τέκνον, τοῦ εἶπε ὁ πατέρας, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 31-32). Παιδί μου, ἐσὺ ἤσουν πάντα μαζί μου, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ χαρεῖς καὶ νὰ γιορτάσεις ὅμως, γιατί ὁ ἀδερφός σου ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἰρηνεύει τὸν δίκαιο ἄνθρωπο ὁ Θεός. Τοῦ θυμίζει τὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ ποὺ ὁ ἴδιος διαχειρίζεται καὶ χρησιμοποιεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του. Ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ μετανιωμένου ἀδερφοῦ σου τὸ μερίδιό σου δὲν λιγοστεύει, ἀλλὰ ἡ χαρὰ πρέπει νὰ εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναγύρισε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
. Ἔτσι τελειώνει ἡ παραβολὴ αὐτή, ποὺ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὁλόκληρο εὐαγγέλιο μυστηρίου καὶ διδαχῆς. Μὲ ὅση περισσότερη προσευχὴ εἰσχωρήσει κανεὶς στὸ βάθος τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τόσο περισσότερο θ’ ἀποκαλύψει καὶ τὰ δύο, τόσο τὸ μυστήριο ὅσο καὶ τὴ διδαχή.
. Δόξα νά ’χει ὁ Κύριος Ἰησοῦς ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν παραβολὴ αὐτή, τὸ θησαυρὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι γεμάτος πλοῦτο πνευματικό, ἀπ’ ὅπου ἡ μία γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη συσσωρεύει γνώση θεϊκή. Ἀπ’ αὐτὴν μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ μακροθυμία, τὴ συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ δείχνει ὁ Θεός, ὅταν ὑποδέχεται τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό. Δόξα στὸν Ἄναρχο Πατέρα Του, δόξα καὶ στὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 23 Φεβρουάριος 2019
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
τοῦ Ἀσώτου
[Α´]
(Λουκ. ιε´ 11-32)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,
Ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου
ὣς τὴν Μεγάλη Παρασκευή
(Ὁμιλίες Β´)
β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 29-52
. Ἡ ἀπερινόητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο φαίνεται ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ὑπομονή, τὴ μεγάλη συγχωρητικότητά Του καὶ τὴ μεγάλη χαρά Του. Τέτοια ἀγάπη στὴ γῆ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μόνο μὲ τὴ μητρική. Ποιός ἔχει μεγαλύτερη ὑπομονὴ πρὸς κάθε πλάσμα στὴ γῆ, ἀπ’ ὅση ἔχει μία μητέρα γιὰ τὸ παιδί της; Ποιός ἔχει μεγαλύτερη συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα; Ποιός κλαίει ἀπὸ χαρά, ὅταν βλέπει τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό, ὅσο μία μητέρα ποὺ βλέπει τὴ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ της;
. Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἡ μητρικὴ ἀγάπη ξεπεράστηκε μόνο ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ὑπομονή Του τὸν ὁδήγησε στὰ φοβερὰ πάθη Του στὸ σταυρό. Ἡ συγχωρητικότητά Του πήγαζε ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη Του, ἀκόμα κι ὅταν βρισκόταν στὸ σταυρό. Ἡ χαρά Του γι’ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦσαν, ἁπάλυνε τοὺς πόνους τῆς στοργικῆς ψυχῆς Του. Μόνο ἡ θεία ἀγάπη ξεπερνάει τὴ μητρική. Μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μάνα μας. Μόνο Ἐκεῖνος μᾶς συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα ἀπὸ ἐκείνη. Μόνο ὁ Θεὸς χαίρεται περισσότερο ἀπὸ τὴ μητέρα μας, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε.
. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὑπομονὴ μαζί μας, ὅταν ἁμαρτάνουμε, δὲν μᾶς ἀγαπᾶ. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὸς ποὺ δὲν μᾶς συγχωρεῖ, ὅταν μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ λιγότερο ἀπ’ ὅλους μᾶς ἀγαπᾶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν χαίρεται, ὅταν βελτιωνόμαστε. Ἡ ὑπομονή, ἡ συγχωρητικότητα κι ἡ χαρὰ εἶναι τὰ τρία μέγιστα χαρακτηριστικὰ τῆς θείας ἀγάπης. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς, τῆς πραγματικῆς ἀγάπης – ἂν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὴ θεϊκή. Χωρὶς τὰ τρία αὐτὰ χαρακτηριστικά, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη. Ἂν δώσεις τὸ ὄνομα «ἀγάπη» σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι σὰ νά ᾽δινες τὸ ὄνομα «πρόβατο» σὲ μία κατσίκα ἢ σ’ ἕνα γουρούνι.
. Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς παρουσιάζει τὴν εἰκόνα τῆς πραγματικῆς, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἱστορημένη μὲ τόσο ζωηρὰ καὶ καθαρὰ χρώματα, ὥστε μπροστὰ στὰ μάτια μας μοιάζει ζωντανή, ὅπως φαίνεται ὁ κόσμος μας μετὰ τὸ σκοτάδι, ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα τὰ χρώματα τῆς εἰκόνας αὐτῆς δὲν ξεθώριασαν, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ξεθωριάσουν ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴ γῆ κι ὁ Θεὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τοὺς ἀγαπᾶ. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ὅσο πιὸ ἁμαρτωλοὶ γίνονται οἱ ἄνθρωποι, τόσο πιὸ ζωντανὴ μοιάζει ἡ εἰκόνα, τόσο πιὸ φρέσκια.
* * *
. «Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» (Λουκ. ιε΄ 11-12). Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Καὶ εἶπε ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς στὸν πατέρα του: πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ὁ πατέρας τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία. Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ πόσο δραματικὸ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Πόσο βάθος κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ἁπλότητα αὐτή! Πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις “ἄνθρωπός τις”, κρύβεται ὁ Θεός. Κάτω ἀπὸ τὶς λέξεις δύο υἱούς, ὑπάρχουν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος κι ὁ ἁμαρτωλός, ἢ μᾶλλον, ὅλοι οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο δίκαιο. Ἀργότερα ἔγινε ἁμαρτωλός. Ὁ ἁμαρτωλὸς ζητάει τὸ μερίδιό του, τόσο ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσο κι ἀπὸ τὸν δίκαιο ἀδερφό του.
. Μὲ τοὺς δύο γιοὺς πρέπει ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε τὴ διπλὴ φύση ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος: τὴ μία ποὺ διψάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἡ μία φύση πιέζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ νοῦ, ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ἡ ἄλλη τὸν σπρώχνει νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς σάρκας (βλ. Ρωμ. ζ΄ 22-23). Ἔχουμε τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν σαρκικό, δύο ἀνθρώπους νὰ συνυπάρχουν στὸν ἕνα. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ πὼς θὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ σαρκικὸς νομίζει πὼς ἡ ζωή του ἀρχίζει, μόνο ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ὁ σαρκικὸς νεώτερος. Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ δημιουργία του ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ἀφοῦ μαθαίνουμε πὼς ὁ Θεὸς εἶπε στὴν ἀρχή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν» (Γεν. α΄ 26).
. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ σαρκική. Ἐξ ἄλλου ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ (Γεν. β΄ 7), στὸν ὁποῖο «ἐνεφύσησεν» τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ, δηλαδὴ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Βέβαια τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως τὸ δημιούργησε ὁ Θεός, ἂν καὶ ἦταν πηλός, δὲν ἦταν ἁμαρτωλό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία. Ἐπίσης ἡ Εὔα ἦταν νεώτερη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ παραβίασε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κι ἔπεσε στὸν πειρασμὸ λόγῳ τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σάρκας της. Μὲ τὴν πτώση της χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγήθηκε «εἰς χώραν μακράν», στὸ βασίλειο τοῦ Σατανᾶ.
. «Δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἔτσι μιλάει στὸν Θεὸ ὁ ἁμαρτωλός. Γιατί ἔτσι εἶναι. Τί ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὁ πηλός, μόνο ὁ πηλός, τίποτ’ ἄλλο. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸν πηλὸ τὸν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ πηλὸς ὅμως δὲν εἶναι μέρος τῆς ὕπαρξής Του. Ἔτσι μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς ὁ πηλὸς τοῦ ἀνήκει. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τ’ ἄλλα ἀνήκουν στὸν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Θεό, ἀνήκουν καὶ στὸν ἴδιο. Ὅπως ὁ Θεὸς λέει: «τέκνον… πάντα τὰ ἐμά, σά ἐστιν» (Λουκ. ιε΄ 31), ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση: «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιϛ΄ 15).
. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό· κι ὅταν ζητήσει νὰ λάβει τὸ μερίδιό του ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ δώσει τίποτα, χωρὶς νὰ χάσει τὴ δικαιοσύνη Του. Γιατί χωρὶς τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτα. Κι ὅλα ὅσα κατέχει, εἶναι τίποτα. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ δίνει πηλό, δηλαδὴ μόνο σῶμα χωρὶς πνεῦμα, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πνευματικὲς δωρεές, πάλι τοῦ ἔχει δώσει περισσότερα ἀπ’ ὅσα τοῦ ἀνήκουν. Καὶ τοῦ τά ’δωσε αὐτὰ ὄχι ὡς πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐλέους. Καθὼς ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσμέτρητα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἔλεος ποὺ ἔχει μία μητέρα πρὸς τὸ παιδί της, ὁ Θεὸς δίνει στὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Του κάτι περισσότερο ἀπὸ πηλό. Μαζὶ μὲ τὸ σῶμα δηλαδὴ τοῦ δίνει καὶ ψυχή, ὅπως καὶ στὰ ζῶα, τοῦ ἀφήνει καὶ κάποια πνευματικὰ χαρίσματα ὅπως ἐπίγνωση, συνείδηση, ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἕνας μικρὸς σπινθήρας, ἀρκετὸς νὰ τὸν διαφυλάξει, γιὰ νὰ μὴν πέσει χαμηλὰ καὶ φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἕνα ζῶο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα.
. «Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ὁ πρεσβύτερος γιὸς κάθισε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του κι ἀπολάμβανε ὅλα τὰ ἀγαθά του. Ὁ νεώτερος γιὸς ὅμως «μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα… ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄ 13). Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἀσωτεία καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία του.
. Αὐτὸ τὸ “μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας”, δὲν θυμίζει ἆραγε τὴ σύντομη παραμονὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο; Ὅταν ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ, ζήτησε κι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μερίδιό του. Τότε εἶδε τὴ γύμνωσή του. Εἶδε δηλαδὴ πὼς χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτα. Κι ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός Του δὲν τὸν ἔδιωξε γυμνό, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε ροῦχα. «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτοὺς» (Γεν. γ΄ 21). «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ΄ 19), εἶπε στὸν Ἀδάμ. Αὐτὸ σημαίνει: Στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο ὁ πηλὸς εἶναι δικός σου. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι δικά μου. Ζήτησες αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει κι Ἐγὼ σοῦ τὸ ἔδωσα. Γιὰ σένα ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ζήσεις ἔστω καὶ στὴ σκιὰ αὐτοῦ ποὺ ἤσουν πρίν, σοῦ δίνω καὶ κάτι παραπάνω. Σοῦ δίνω ἕνα σπινθήρα τῆς θεϊκῆς μου δύναμης καὶ ἀξίας.
. Αὐτό, ποὺ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ, ἐπαναλαμβάνεται ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ ἑκατομμύρια ἀπογόνους του. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία τους χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, λαβαίνουν τὸ μερίδιό τους κι ἀποδημοῦν εἰς χώραν μακράν. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ πιέσει κανέναν νὰ μείνει μαζί Του. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ δὲν θέλει μὲ τίποτα νὰ περιορίσει τὴν ἐλευθερία του, γιατί αὐτὸ θά ’ταν ἀντίθετο στὴ θεϊκή Του φύση.
. Τί κάνει τώρα ὁ ἀνόητος ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν χωρίζεται ἀπ’ Αὐτόν; Ἀποδημεῖ σὲ χώρα μακρινὴ καὶ σπαταλάει τὴν περιουσία του ζώντας μὲ ἀσωτεῖες. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχει κάνει ἕνας μόνο ἁμαρτωλός. Δὲν τὰ ἔκανε μόνο ὁ νεώτερος γιὸς τῆς παραβολῆς. Αὐτὰ τὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅταν χωρίζονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ «ἐξέλιπαν ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν» (Ψαλμ. οζ΄ 33).
. Τί σημαίνει ζῶν ἀσώτως; Πὼς τὶς μέρες του τὶς δαπάνησε ἄσκοπα, μέσα στὴν ἁμαρτία, μὲ μεθύσια, διαπληκτισμούς, ὀργή, σπατάλες καὶ κυρίως μὲ ἀνηθικότητα. Μὲ ἁμαρτίες ποὺ σπαταλοῦν τὶς ζωτικὲς λειτουργίες γρήγορα καὶ ὁλοκληρωτικά, ἐνῶ ὁ θεϊκὸς σπινθήρας ἐξαφανίζεται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀγάπη, παραδίνεται στὰ πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, κυκλώνεται ἀπὸ πλῆθος παθῶν καὶ περιφέρεται ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι σὰν νὰ παίρνει τὸ τσεκούρι καὶ νὰ κόβει τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ζωῆς του. Κόβει κάθε μέρα κι ἀπὸ μία ρίζα, ὡσότου τὸ δέντρο ἀρχίσει νὰ μαραίνεται. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔζησε ἄσκοπα καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του. «Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Κι ἀφοῦ τὰ ξόδεψε ὅλα, στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα ἔπεσε πείνα μεγάλη κι ἄρχισε κι ὁ ἴδιος νὰ πεινᾶ. Στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, ὑπάρχει πάντα πείνα, γιατί ἡ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο ἄνθρωπο. Ἡ τροφή της τὸ μόνο ποὺ κάνει, εἶναι νὰ αὐξάνει τὴν πείνα του. Ἡ γῆ μόνο τὰ ἄλογα ζῶα μπορεῖ νὰ χορτάσει. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν ἄνθρωπο. Στὴ μακρινὴ χώρα πάντα ὑπάρχει πείνα. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ξεχνᾶ τελείως τὸν Θεὸ καὶ δαπανᾶ ὅλες τὶς ζωτικὲς δυνάμεις του, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μὲ τὸ μερίδιό του, πέφτει σὲ μεγάλη πείνα. Μία πείνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει οὔτε γιὰ μία στιγμὴ ἡ γῆ ὁλόκληρη, μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της.
. Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ γῆ, στὸ σῶμα καὶ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις. Ἡ τραγωδία γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀρχίζει ὅταν ὅλ’ αὐτὰ γίνονται ἀποκρουστικά, μοιάζουν μὲ βρῶμα καὶ δυσωδία. Τότε ἀρχίζει νὰ παραπονιέται γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ καταριέται τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Μὲ στεγνὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, νιώθει σὰν νά ’χει μέσα του ἕνα κενό, σὰν νά ’ναι ἕνα καλάμι ξερό, ἀπ’ ὅπου περνάει παγερὸς ἀέρας. Ὅλα τοῦ φαίνονται μαῦρα. Ὅλα εἶναι ἄσχημα, ἀηδιαστικά. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται, τά ’χει χαμένα, δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Δὲν πιστεύει στὴ ζωή του. Πῶς τότε μπορεῖ νὰ πιστέψει στὴν ἄλλη; Ἐκείνη τὴν ἔχει ξεχάσει ἐντελῶς, τούτην ἐδῶ ἄρχισε νὰ τὴν μισεῖ. Τί κάνουμε τώρα; Ποῦ πᾶμε; Τὸ σύμπαν ὁλόκληρο τὸν πιέζει καὶ πουθενὰ δὲν βλέπει πόρτα μὲ ἔνδειξη «ἔξοδος».
. Ὁ τάφος δὲν εἶναι διέξοδος, εἶναι εἴσοδος. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοια ἀπελπισμένη κατάσταση, τοῦ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἦταν κοντά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ἂν καὶ κρυφά, ἀόρατα. Τώρα ὅμως τοῦ παρουσιάζεται, τὸν παίρνει στὴν ὑπηρεσία του καὶ τὸν στέλνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ ποιμάνει τοὺς χοίρους. Ὅπως λέει κι ἡ παραβολή, «πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ιε΄ 15).
. Αὐτὸ παθαίνει κάθε ἀνυπάκουος γιὸς ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸν ἀποχαιρέτησε γεμάτος ὑπερηφάνεια καὶ μεγάλα σχέδια γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν εὐτυχία του, ἀλλὰ κατάντησε δοῦλος κάποιου ποὺ ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἔγινε ποιμένας σὲ ξένους χοίρους.
. Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸν ἕνα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐννοεῖ τὸν πονηρό. Ἐδῶ βέβαια ἀναφέρεται ἄνθρωπος, ὅπως κι ὁ πατέρας ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ἱστορεῖται ὅμως μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφυγε ὁ ἀνόητος γιός. Αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος τῆς οὐράνια βασιλείας, οὔτε κὰν τῆς ἐπίγειας, ἀλλὰ κάποιας τρίτης, τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καὶ τῆς φρίκης, τῆς παρακμῆς καὶ τῆς γέεννας, τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Μὲ τὸν πρῶτο, τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ὁ ἁμαρτωλὸς ὀνομάζεται γιός, μὲ τὸν ἄλλο, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», ὀνομάζεται δοῦλος. Ὅταν ἦταν κοντὰ στὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἦταν εὐλογημένος, εἶχε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ μάλιστα μὲ ἀφθονία. Μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», πεινάει. Πεινοῦσε τόσο πολύ, ὥστε ἤθελε νὰ φάει τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε κὰν ἀπ’ αὐτά. Οἱ χοῖροι ἐδῶ ἔχουν μία βαθύτερη σημασία. Μ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς κατοίκους τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι φορεῖς κάθε ἀκαθαρσίας. Καὶ οἱ χοῖροι εἶναι τὰ ὁρατὰ σύμβολα τῆς βρωμιᾶς. Ὅταν ὁ Κύριος «ἐξέβαλε» τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, τὰ ἔστειλε στοὺς χοίρους (βλ. Λουκ. η΄ 32-33). Ὅπως οἱ χοῖροι εἶναι κολλημένοι στὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ριζώνουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὡσότου βροῦν μέσα του κάποια ἀκαθαρσία γιὰ νὰ τραφοῦν. Μὲ τὰ ξυλοκέρατα πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε κάθε ἀκαθαρσία τοῦ μέσα ἀνθρώπου, δηλαδὴ πονηρὲς σκέψεις, ἰδιοτελεῖς, ἁμαρτίες, ἀκάθαρτες καὶ λάγνες ἐπιθυμίες κι ἄλλα πάθη. Τὰ πονηρὰ πνεύματα τρέφονται καὶ ἱκανοποιοῦνται μὲ ὅλα ὅσα ἀπομυζοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν μαραίνουν. Ὅλα ὅσα γίνονται στὸ σκότος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ δὲν φτάνει ὁ θεῖος φωτισμός, ὅπως οἱ καρποὶ ποὺ ἀναπτύσσονται μέσα στὸ ἔδαφος, εἶναι ἡ ἀκάθαρτη τροφὴ γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα.
. Τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅμως δὲν δίνουν τὴν τροφὴ αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τους. Τὸν τρέφουν ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γίνει ὁλότελα δικός τους, ποὺ θὰ ὑποταχθεῖ στὴ δύναμή τους. Μετά, ὅταν τὸν ἔχουν στὸ χέρι τους, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸν ταΐσουν ἄλλο. Ἡ τροφή τους εἶναι δηλητήριο· κι αὐτὸς τώρα ἔχει δηλητηριαστεῖ ὁλόκληρος. Αὐτὸ ποὺ ὣς τότε ἦταν δηλητήριο, τώρα τὸν τρέφει. Ροκανίζουν τὴν ψυχή του καὶ περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ποὺ θὰ μποροῦν νὰ τὴν ταΐσουν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερα βάσανα στὸ σκοτάδι τῆς γέενας. Ὅπως εἶπε ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, «κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος» (Ψαλμ. ρμβ΄ 3). Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ προτοῦ πεθάνει σωματικά.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ-2 (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)
βλ. σχετ.:
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -1 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.)
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -2 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) Γι᾽ αὐτό ἐπικρατεῖ σήμερα ἕνα φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού λέγεται διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -3 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) Ἐπιστρέφει, ἐλπίζοντας στή γνωστή ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἀμφιβάλλει γι᾽ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή τόν ἐλέγχει, ἀλλά καί τόν κάνει νά ἐπιστρέφει.
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -4 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) «Παιδάκι μου, Ἐγώ γιά σένα ὑπάρχω»!
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Β´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Γ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Δ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-1 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-2 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-3 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-4 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-5 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-6 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-7 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-8 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
ΠΗΓΗ: agiosthomas.gr