Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ,
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος
Ἀθανασίου Μυτιληναίου
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-3-1981]

.               Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ μεγάλου πατρὸς καὶ θεολόγου τοῦ 14ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
.               Ἐὰν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἑορτάσαμε τὴν περασμένην Κυριακήν, εἶναι ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔδειξαν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθινὰ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ τὴν προβολὴ τοῦ μεγάλου προσώπου καὶ ἁγίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ δὲν εἶναι βεβαίως σήμερα ἡ κανονική του μνήμη, ἀλλὰ ἡ προβολή του, ὡς θεολόγου καὶ μαχητοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ ἔγινε αὐτὸ πολὺ σαφές· διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἠγωνίσθη ὡς μοναχὸς καὶ ὡς ἐπίσκοπος, ἀκριβῶς νὰ δείξει ὅτι εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει. Ποιό; Αὐτὸ ποὺ ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἤδη εἶχε θεμελιώσει: ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ἵνα ἡ σὰρξ γένηται λόγος. Αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ μία ὁλοσύμφωνη γραμμὴ ἐτήρησαν μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶδύο μεγάλες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1341 καὶ τὸ 1351, κατοχύρωσαν αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια. Εἶναι οἱ τελευταῖες μεγάλες Σύνοδοι ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγιναν στὴν Ἀνατολή, 100 χρόνια πρὶν πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἡἈνατολὴ πιὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἀλλοθρήσκων. Ἀλλὰ ὅμως, θείῳ Πνεύματι, ἔγιναν αὐτὲς οἱ δύο Σύνοδοι καὶ ἐνεφανίσθη αὐτὸς ὁ Ἅγιος μεγάλος πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ προκάλεσε τὰς Συνόδους, σημειώσατέ το αὐτό, ἐξ ἀφορμῆς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ὑπεστήριζε τὰ ἐναντία, στὸπρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴ θέωση, καὶ θὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό, ὁ ἅγιος αὐτὸς πατὴρ ποὺ τόσο ἠγωνίσθη, μὲ τὰς Συνόδους αὐτὰς ἔθεσαν τὸθεμέλιον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Θεολογίας, ὥστε ὅταν θὰ ἤρχοντο τὰ μεγάλα κύματα τῆς Δύσεως, νὰ τὴν καταποντίσουν, αὐτὴ νὰ εἶναι θεμελιωμένη.
.                   Τὸ κύριο πρόβλημα ποὺ ἀπησχόλησε τότε, κατὰ τὸν 14ον αἰώνα, ἦταν τὸ ἑξῆς: Ποιός εἶναι ὁ βασικὸς χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ποιές εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰφθάσει ποῦ; Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόβλημα. Βεβαίως δὲν ἦταν πρόβλημα. Τὸ θέμα αὐτὸ ἤδη εἶχε τεθεῖ ἀπὸτὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἱδρύθηκε καὶ φανερώθηκε καὶ κηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν κόσμον. Ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες ἤδη εἶχαν δώσει τὴ γραμμὴ πλεύσεως. Ποιές ἀκριβῶς εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦἀνθρώπου ὡς Χριστιανοῦ, νὰ φθάσει ποῦ; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅμως προεκλήθη θέμα κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἐξἀφορμῆς τοῦ ἐκ Καλαβρίας τῆς Δύσεως Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος Βαρλαὰμ ἐξεπροσώπευε τὴ Δύση καὶ ἡὁποία Δύσις ἐπίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα, προεβλήθη τὸ θέμα ὡς πρόβλημα. Τὸ ὑπεστήριξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὸ ἐπεκύρωσαν αὐτὲς οἱ δύο τοπικὲς μεγάλες Σύνοδοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1341 καὶ τὸ 1351.
.              Τὸ θέμα λοιπὸν ἦταν: οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ποῦ φθάνουν; Τί μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος; Καὶἀπάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Νὰ θεωθεῖ!». Εἶναι ἡ θέωσις. Τί σημαίνει θέωσις; Σημαίνει τὴν κοινωνία, τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ βέβαια ἐπῆρε διαστάσεις προβλήματος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. «Θεώνομαι» ποὺ εἶναι μία λέξις καθαρὰ Ἑλληνική, καὶ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταφραστεῖ σὲ καμία γλῶσσα, οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν Λατινικήν, καὶ μένει μία λέξις μοναδικὴ στὴ γλώσσα μας καὶ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ἂν ἔπρεπε νὰ μιλήσει ὁ Λατίνος ἢ ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Κινέζος θὰ ἔλεγε τὴ λέξη Ἑλληνικά, «θέωσις», εἶναι ἡ θεοποίησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μία κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ κατὰ ἕναν μοναδικὸ τρόπο.
.               Ἐτέθη ὅμως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν αὐτό; Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον (:ποὺ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο)»[Α´ Τιμ. Ϛ΄16], πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰφθάσει μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεωθεῖ; Οἱ ἴδιοι πάλι Πατέρες ὑπεστήριξαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ὅμως, ἐδῶ ἦταν τώρα ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου πατρός, ἡὁποία, σημειώσατε, ὅτι δὲν εἶναι πρωτοφανής. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζεται σὲ δύο στερεὰ θεμέλια·καὶ τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν ὀρθοδοξότατο. Καὶ πάντα ποὺ θὰ ἤθελε νὰ θεολογήσει, ἐὰν μείνει στὰ δύο αὐτὰ θεμέλια, θὰ μείνει ὀρθόδοξος. Εἶναι ἡ βιβλικὴ Ἱστορία καὶ οἱ Πατέρες τῆςἘκκλησίας ὡς ἑρμηνεῖς τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μένει στὰ γεγονότα τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἱστορία. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἐνανθρώπηση. Μένει στὴν Σταύρωση τοῦΧριστοῦ, στὴν Ἀνάστασή Του, στὴν Ἀνάληψή Του, στὴ Μεταμόρφωσή Του. Παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως· ὑπογραμμίζω, παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν ἀλληγορεῖ τίποτα. Παίρνει καθ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ τὰ θεολογεῖ. Τὰ θεολογεῖ ὅμως μὲ μία θεολογία πατερική. Ὅπως οἱ Πατέρες κατενόησαν καὶ προσωπικὰ ἔζησαν τὴ βιβλικὴ Ἱστορία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅποιος μιλάει ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο θεμέλια καὶ στηρίζεται, ποτὲ δὲν πέφτει ἔξω. Εἶναι δὲ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὀρθοδοξότατος.

.               Ἔρχεται λοιπὸν τώρα νὰ μᾶς πεῖ ἡ Δύσις· ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ, ἂν θέλετε, τὴ λογικὴ κατανόηση, τὴ φιλοσοφικὴ τοποθέτηση, τὴν ἀριστοτελικὴ εἰδικότερα: Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκατάληπτου, ἀκατανοήτου καὶ ἀπροσίτου καὶ νὰ θεωθεῖ; Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ἐὰν ὑπάρξει μία διάκρισις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦΘεοῦ· ὁ Θεὸς ὡς οὐσία πράγματι εἶναι ἀκατανόητος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ποτὲ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δημιουργία. Ὁ Θεὸς μόνον τὸν Υἱὸ γεννᾶ ὡς οὐσία. Τὸν κόσμον τὸν δημιουργεῖ μὲ τὰς ἐνεργείας Του. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Τώρα βέβαια σᾶς φαίνονται δύσκολα αὐτά, θὰ δεῖτε ὅμως τώρα τί θὰ βγεῖ. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, μὴν κλείνετε τὰ μάτια σας, ἀλλὰ νὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ βλέπετε. Γιατί κάποτε πρέπει νὰ μπαίνουμε στὰ βαθιὰ νερὰ καὶ νὰ μαθαίνουμε σὲ αὐτὰ κολύμπι. Παρακαλῶ, κοιτάξτε. Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτὴ ἡδιάκρισις; Γίνεται μία διάκρισις χωρὶς μερισμό. Διακρίνουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ χωρίσουμε ὅμως τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οἱἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καὶ συνεπῶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀκτινοβολία του. Ὁ ἥλιος, ὅπως τὸν βλέπουμε, εἶναι ἀπρόσιτος. Ποιός μπόρεσε ποτὲ νὰ πάει στὸν ἥλιο; Καὶ νὰ τὸν πιάσει; Εἶναι ἀπρόσιτος. Εἶναι ὅμως προσιτὸς μὲ τὴν ἀκτινοβολία του, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Ἀκοῦστε τί εἶπα: μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Τὸν ἥλιο τὸν ἔχουμε ἐδῶ, τὸν ἔχουμε στὴ γῆ. Μᾶς φωτίζει, μᾶς ζωογονεῖ, τὸν βλέπουμε, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν ἥλιο. Κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
.                     Ὅταν λέμε λοιπὸν ὅτι θὰ ζήσουμε ἢ θὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή… ποιός μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό; Λέγει ἡ Γραφή: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται φανερὸς μὲ τὶς ἐνέργειές Του. Ἀλλὰ πῶς γίνεται μὲ τὶς ἐνέργειές Του; Ἔτσι εἶναι ἕνα λεκτικὸ πράγμα; Ἁπλῶς σὰν κουβέντα; «Ὄχι», ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «εἶναι μία ὀντολογικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς ἐνεργείας Του, ὄχι στὴν οὐσία Του»· ἡ ὁποία εἶναι πράγματι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Καὶ συνεπῶς μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεό. Τὸν Θεὸ νὰ δεῖς; Μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Καὶ βλέποντας τὸν Θεὸπρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θεώνομαι.
.              Αὐτὸ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» εἶναι ἡ βάσις ἡεὐαγγελική. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος- ἀκοῦστε ἐπιχείρημα: «Ποιοὶ εἶναι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι, αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἐσὺ λὲς ὅτι θὰ δεῖς τὸν Θεὸ στὴν ἄλλη ζωή. Μὰ στὴν ἄλλη ζωή, δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό». Εἴδατε ἐπιχείρημα; Ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό. Συνεπῶς ἐδῶ θὰ δεῖς τὸν Θεό· ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή.
.                 Ἀλλὰ αὐτὸ τί συνέπειες ἔχει; Ἔχει τὶς ἑξῆς συνέπειες ἀγαπητοί μου. Ἁπλῶς τὸν 14ο αἰώνα αὐτὸ διετυπώθη ὡς δόγμα. Ἦταν πάντοτε γνωστό. Δὲν ἦταν κάτι καινούργιο. Γιατί, σᾶς εἶπα, ἦταν ἡπροσωπικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι (ἐδῶ προσέξτε) ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ μετάνοια, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ἀναγέννηση. Πραγματικὰπῶς τὸ λέμε αὐτό; Νὰ πῶς τὸ λέμε. Νὰ δεῖτε πόσο σήμερα ἔχει βασικὴ σημασία ἡ προβολὴ τοῦπροσώπου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῆς Θεολογίας του. Σήμερα λέμε «νὰ μετανοήσεις» καὶ μόλις μετανοήσω καὶ πάω καὶ ἐξομολογηθῶ, ἔχω τὴν αἴσθηση μίας αὐτάρκειας, ὅτι τελείωσα. Ἀφοῦ πῆγα καὶ ἐξομολογήθηκα, ἐπισφραγίζω τὴν ἐξομολόγησή μου καὶ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶτελείωσα. Τελείωσες; Ἐξαντλεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ νὰ μετανοήσεις μόνο; Ἡ πνευματικὴ ζωὴπάει πέρα ἀπὸ τὴ μετάνοια. Εἶναι στὴν ἀναγέννηση. Γι’αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος πολὺ σωστά..- ξέρετε ὅτι στὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἔχουμε πάντα τοὺς ἁγίους, στὸν ἅγιο Νικόδημο, στὸν ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶναι τῆς ἐποχῆς μας καὶ συγχρόνους ἁγίους, ποὺ ἴσως ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς ἀνεκήρυξε, ἴσως ποτὲ νὰ μὴν τοὺς ἀνακηρύξει, δὲν ἔχει σημασία, ἄγνωστοι ἄνθρωποι, ζοῦν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία.
.                Προσέξατε. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὅταν κάποιος ποὺ πεθαίνει, μᾶς φωνάξουν νὰ τὸν ἐξομολογήσουμε καὶ νὰ τὸν κοινωνήσουμε, πηγαίνουμε ἐκ καθήκοντος, γιατί μᾶς τὸ ζήτησαν. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σωθεῖ. Ἁπλούστατα γιατί ἀφήσαμε νὰ περάσει ἡ ζωή μας καὶνομίσαμε ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας… κι αὐτὸ τὸ λάθος κάνουμε, ὅτι θὰ ἀφήσουμε νὰμετανοήσουμε στὸ τέλος. Δὲν εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ θὰ μᾶς σώσει. Ἡ ἀναγέννηση. Εἶναι ἡἀναγέννηση. Ἄφησες τὴ μετάνοια, ἀδελφέ μου, νὰ περάσει ἡ ζωή σου καὶ τότε νὰ μετανοήσεις εἶπες. Εἶσαι σίγουρος ὅτι θὰ γεράσεις; Εἶσαι σίγουρος ὅτι δὲν θὰ ἔχεις αἰφνίδιο θάνατο; Ἔστω. Ἀλλὰ πότε θὰπρολάβεις νὰ ἀναγεννηθεῖς; Πότε θὰ προλάβεις;».
.                    Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση, πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε χρόνια ὁλόκληρα, νομίζοντες ὅτι δυνάμεθα νὰ περιοριζόμεθα σὲ μία ἀνανέωση τῆς μετάνοιας καὶ ὄχι σὲ μία ἀναγέννηση. Αὐτὸ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἕνα δυστύχημα. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σήμερα ἀκριβῶς αὐτὸκάνουμε. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς φαίνεται πολὺ μακρινὴ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶσήμερα. Μέχρι σήμερα ἡ Δύσις δὲν τὸν ἔχει κατανοήσει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά. Καὶ ἐπειδὴσήμερα δυτικίζουμε καὶ ὅλο δυτικίζουμε, ὄχι μόνο στὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ στὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα καὶ συνεχῶς δυτικίζουμε, ὁλοένα ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς ἀναγεννήσεως, ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς θεώσεως. Νὰμποροῦμε πραγματικὰ νὰ φθάσουμε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέτρα.
.                     Καὶ σήμερα, ξέρετε τί αἴσθημα ἔχουμε; Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα. Καὶ ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶἀγαπητοί μου. Ὅλοι μας εἴμεθα παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας καὶ ὅλοι βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια νοοτροπία. Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα: ὅτι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ θεολογία τους, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡεὐαγγελικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες καὶ τὴν κατανοοῦν καὶ τὴ ζοῦν, σᾶς εἶπα, προϊὸν καὶ τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας, τὸ ὑπογραμμίζω αὐτό, ὡς νὰ εἶναι αὐτὰ στὴν κορυφὴ τοῦὈλύμπου καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε στὴν πεδιάδα καὶ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «καὶ πῶς ἀνεβαίνει κανεὶς τώρα ἐκεῖ πάνω; Ἀπρόσιτες κορυφές». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα δυστύχημα. Εἶναι δυστύχημα, γιατί αὐτὰτὰ πράγματα ἀφοροῦν σὲ αὐτὴν τὴ σωτηρία μας.
.                     Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, μοῦ φαίνεται, ἕνα πρῶτο βῆμα, ἕνα πρῶτο στάδιο ποὺ πρέπει νὰκινήσουμε, εἶναι νὰ προβάλλουμε τὰ πράγματα, νὰ προβάλλουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ τόσο πολὺἀγωνίστηκαν, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· μὲ τὴ θεολογία του- δὲν εἶναι καινούργια θεολογία, τὸ ξαναλέγω, εἶναι ἡ βιβλικὴ καὶ ἡ πατερική, ἀλλὰ ἁπλῶς τὴν ἔκανε σαφῆ καὶ τὴν προέβαλε, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ἀφορμές. Πρέπει αὐτὰ νὰ προβάλλονται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας, βλέπετε, προβάλλει τὴν Κυριακὴ τὴν Α΄ τῶν Νηστειῶν, τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶγιορτάζει τὸν ἑαυτόν της, τὴν ὀρθοδοξότητά της. Προβάλλει τὴν Β΄ Κυριακὴ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τότε ἀγωνίστηκε, ἑκατὸν-τόσα χρόνια εἰς τὴν 7η Οἰκουμενικὴν Σύνοδο νὰ διασώσει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔρχεται τώρα ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατό: τὸ ὅτι μπορεῖ τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεός.
.                     Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί, κατακλείοντες, θὰ σᾶς ἔλεγα, μὴ μένομε στὰ στενὰ ὅρια μίας ἀνεπαρκεστάτης καὶ στοιχειωδεστάτης μετανοίας. Μία μετάνοια χωρὶς δάκρυα πολλὲς φορές· χωρὶς δάκρυα, χωρὶς συναίσθηση, ἀπὸ μία συνήθεια πᾶμε νὰ ποῦμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τίποτε ἄλλο. Νὰἦταν τουλάχιστον καὶ τῆς προκοπῆς ἡ μετάνοιά μας! Νὰ ἦταν τῆς προκοπῆς! Θὰ ἄξιζε ὁ κόπος. Οὔτε αὐτὴ δὲν εἶναι τῆς προκοπῆς. Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα δὲν ἔχουμε μπροστά μας, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα, τὴν ἀναγέννηση. Ἂν ἔχουμε στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τὴν ἀναγέννηση, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἡμετάνοια εἶναι ἕνα μεταβατικὸ στάδιο. Βέβαια πρέπει νὰ μετανοοῦμε σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ πέφτουμε. Ἀλλὰ ἂν τὸ θέλετε, στὴ ζωὴ τῶν μεγάλων ἁγίων, δὲν ἔχουμε πιὰμετάνοια. Παρὰ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔλεγαν «ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω ἀκόμη», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σισώης. «Ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω.» Καὶ εἶχε λάμψει ὁλόκληρος. Ὅμως, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος «αὐτὸς ποὺ μπῆκε στὴν ἀναγέννηση καὶ στὴ θέωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πλέον οὔτε τῆς μετανοίας, οὔτε κὰν τῶν δακρύων. Δὲν εἶναι πλέον ἡ περιοχὴ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς θεολογίας». Εἶναι μεγάλο πράγμα αὐτό. Ε, αὐτὴ λοιπὸν ἡ προοπτική, αὐτὸς ὁ ὀπτικὸς ὁρίζων, ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τὰμάτια μας. Κι ἔχει μείνει μπροστὰ μας μόνον ἡ μετάνοια. Γιατί νομίζουμε ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἡ μετάνοια. Τὴν ἀφήνουμε κι αὐτὴ καὶ ἀτονεῖ, γιατί εἶναι ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ θέλει νὰ φθάνει στὸ τέλος. Ἀλλὰ λέει: «Δέκα εἶναι;». Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅλοι τὸ παθαίνουμε. «Τί ὥρα τελειώνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐννιά; Ε, θὰ πάω 8.30. Δέκα; Θὰ πάω 9.30. Τελειώνει δώδεκα; Θὰ πάω 11.30». Αὐτὸ παθαίνουμε. Λέμε «ἡ μετάνοια, ε, ἂς εἶναι καὶ λιγάκι πιὸ ἐδῶ, δὲν πειράζει». Ἂς προβάλλουμε, ξαναλέω ἄλλη μία φορά, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα ὅλο τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας·ποὺ εἶναι ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προεβλήθη τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο πατέρα, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει κάθε δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

ΠΗΓΗ: augoustinos-kantiotis.gr

Διαφήμιση

, ,

Σχολιάστε

ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΒΑΘΕΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΜΗΝΥΜΑ Μ. ΤΕΣΣΑΡAΚΟΣΤΗΣ 2023

Μητροπολ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου

ΑΠΟΦΥΓΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ-ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΡΕΤΩΝ

, , , , , , ,

Σχολιάστε

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ (2023) «Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις της ἀντανακλᾷ καί εἰκονίζει τήν ἐρχομένην Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

* * *

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

.                   Εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ πανοικτίρμονος καί πανδώρου Θεοῦ, διάγοντες ἤδη τήν εὐλογημένην περίοδον τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριῳδίου, εἰσερχόμεθα αὔριον εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τό στάδιον τῆς παθοκτόνου νηστείας καί τῆς «πανσέπτου ἐγκρατείας», κατά τό ὁποῖον ἀποκαλύπτεται τό βάθος τοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Παραδόσεως καί ἡ ἀνύστακτος μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας διά τήν πνευματικήν προκοπήν τῶν τέκνων της. Ὡς ὑπενθυμίζει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης (Ἰούνιος, 2016), «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπαρεγκλίτως στοιχοῦσα εἴς τε τά ἀποστολικά θεσπίσματα καί τούς συνοδικούς κανόνας καί εἰς τήν καθ᾿ ὅλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε τήν ὑψίστην ἀξίαν τῆς νηστείας διά τόν πνευματικόν βίον τοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρίαν αὐτοῦ» (Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, § 1).
.                   Τά πάντα εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄσειστον θεολογικόν θεμέλιον καί σωτηριολογικήν ἀναφοράν. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀσκοῦν τό «κοινόν ἄθλημα» τῆς ἀσκήσεως καί τῆς νηστείας «ἐν παντί εὐχαριστοῦντες» (Θεσσ. Α´ ε´, 18). Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τά τέκνα της νά διατρέξουν τόν δόλιχον τῶν ἀσκητικῶν γυμνασμάτων ὡς πορείαν πρός τό Ἅγιον Πάσχα. Ἀποτελεῖ κεντρικήν ἐμπειρίαν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὅτι ὁ γνήσιος ἀσκητισμός δέν εἶναι ποτέ σκυθρωπός, ἀφοῦ διαποτίζεται ἀπό τήν προσδοκίαν τῆς ἀναστασίμου εὐφροσύνης. Ἡ ὑμνολογία μας ἀναφέρεται εἰς τό «ἔαρ τῆς νηστείας».
.                   Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, μακράν τῶν παγίδων τοῦ νεοπλατωνίζοντος δυϊσμοῦ καί τῆς ἀλλοτριωτικῆς «σωματοκτονίας», ὁ γνήσιος ἀσκητισμός εἶναι ἀδιανόητον νά ἀποβλέπῃ εἰς τήν ἐξουθένωσιν τοῦ «κακοῦ σώματος» χάριν τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς ἐκ τῶν βασανιστικῶν δεσμῶν του. Ὅπως τονίζεται, «ἡ ἄσκηση, στήν αὐθεντική ἐκφρασή της, δέν στρέφεται κατά τοῦ σώματος, ἀλλά κατά τῶν παθῶν, ἡ ρίζα τῶν ὁποίων εἶναι “πνευματική”, ἀφοῦ “πρωτοπαθής” εἶναι ὁ νοῦς. Μᾶλλον τό σῶμα δέν εἶναι ὁ μέγας ἀντίπαλος τοῦ ἀσκητῆ».
.                   Ἡ ἀσκητική προσπάθεια ἐπιδιώκει τήν ὑπέρβασιν τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, χάριν τῆς «οὐ ζητούσης τά ἑαυτῆς» ἀγάπης, ἄνευ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἐγκλωβισμένος εἰς τόν ἑαυτόν του, εἰς τό «ἀδηφάγον ἐγώ» καί τάς ἀκορέστους ἐπιθυμίας του. Ὁ ἐγωκεντρικός ἄνθρωπος συρρικνώνεται, χάνει τήν δημιουργικότητά του, κατά τό ἔξοχον, «ὅ,τι δίνουμε πολλαπλασιάζεται, ὅ,τι κρατᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι χαμένο». Διά τόν λόγον αὐτόν, ἡ σοφία τῶν Πατέρων καί ἡ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν τήν περίοδον τῆς νηστείας μέ τήν «δαψίλειαν τῆς ἐλεημοσύνης», μέ ἔργα εὐποιϊας καί φιλανθρωπίας, τά ὁποῖα εἶναι ἔνδειξις ὑπερβάσεως τῆς φιλαυτίας καί ὑπαρξιακῆς πληρότητος.
.                   Ἡ ὁλιστικότης εἶναι ἐν παντί καιρῷ τό χαρακτηριστικόν τῆς ζωῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ. Λειτουργική ζωή, ἄσκησις καί πνευματικότης, ποιμαντική μέριμνα καί ἐγκόσμιος καλή μαρτυρία, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεώς μας, στοιχεῖα ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα τῆς χριστιανικῆς μας ταυτότητος, μέ κοινόν σημεῖον ἀναφορᾶς καί κατεύθυνσιν τήν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων καί τήν ἐν αὐτῇ πλήρωσιν καί πληρότητα τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἐνῷ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις της ἀντανακλᾷ καί εἰκονίζει τήν ἐρχομένην Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνο τό ὁποῖον, ὅπως ὑπογραμμίζει μετ᾿ ἐμφάσεως ὁ προσφάτως ἐκδημήσας πρός Κύριον μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης «ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία στήν πληρότητά της» (Βασιλείας Θεοῦ ἐκτύπωμα, Μέγαρα 2013, σ. 59). Ἡ «καθαρά κοινωνία», ἡ ἐκκλησιοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας, ὡς μετοχή εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, εἶναι τό «τέλος» τῆς νηστείας, ὁ «στέφανος» καί τό «βραβεῖον» τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων (βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν Ἠσαΐαν Ὁμιλίαι, ϛ´: Εἰς τά Σεραφείμ, PG 56, 139).
.                   Σήμερον, εἰς ἐποχήν ἀποϊεροποιήσεως τῆς ζωῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος «προσδίδει μεγάλη σημασία σέ ἐντελῶς ἀσήμαντα πράγματα», ἡ χριστιανική μας ἀποστολή εἶναι ἡ ἔμπρακτος ἀνάδειξις τοῦ ὑπαρξιακοῦ βάθους τοῦ ὀρθοδόξου «τριπτύχου τῆς πνευματικότητος», ὡς ἀδιασπάστου ἑνότητος λειτουργικῆς ζωῆς, ἀσκητικοῦ ἤθους καί ἀλληλεγγύης, τῆς πεμπτουσίας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπαναστάσεως εἰς τόν χῶρον τοῦ ἤθους καί τοῦ πολιτισμοῦ, τήν ὁποίαν συγκροτεῖ ἡ πίστις εἰς Χριστόν καί ἡ θεοδώρητος ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦμεν ἰδιατέρως σημαντικόν, νά ζῶμεν τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ὡς ἀποκάλυψιν καί βίωσιν τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ἐλευθερίας «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. ε´, 1).
.                   Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί μέ αἰσθήματα ἀγάπης καί τιμῆς, εὐχόμεθα εἰς ὑμᾶς τούς Τιμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς καί εἰς τά ἀνά τήν οἰκουμένην πνευματικά τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας εὔδρομον τό στάδιον τῆς νηστείας, ἐπικαλούμενοι ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ ἀεί εὐφραινομένου ἐπί τοῖς ἀσκητικοῖς ἄθλοις τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Οὗ τό κράτος τῆς Βασιλείας εἴη εὐλογημένον καί δεδοξασμένον, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκγ´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

ΠΗΓΗ: ec-patr.org

, , , ,

Σχολιάστε

«OYΚ ΕΣΤΙΝ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΒΡΩΣΙΣ καὶ ΠΟΣΙΣ»

,

Σχολιάστε

H ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟY ΧΡΙΣΤΙΑΝΟY, ΔΙΑ ΤHΣ EΡΗΜΟΥ, ΣΤΗΝ AΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ (Μητροπολ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος))

Ἡ μυστική πορεία τοῦ Χριστιανοῦ, διά τῆς ἐρήμου, στήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή

 τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

ΠΗΓΗ: parembasis.gr

                                  .                      Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία εἰσήλθαμε, εἶναι μιά περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ζωῆς, μέ νηστεία, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια καί ὅλα τά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
.                                   Αὐτή ἡ ἔντονη πνευματική καί ἐσωτερική ζωή διασώζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στίς ἱερές Ἀκολουθίες πού γίνεται αὐτή τήν περίοδο καί στά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλονται. Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό βιβλίο Τριώδιο καί συμμετάσχει βιωματικά στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, θά διαπιστώση ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νά μᾶς δώση τήν αἴσθηση ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
.                                      Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀγάπησαν ἰδιαίτερα αὐτήν τήν περίοδο, πού ὁδηγεῖ στό Πάσχα, καί τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, γιατί μέσα σέ αὐτήν τήν περίοδο διακρίνουν τήν ἐσωτερική ἀναπνοή τῆς Ἐκκλησίας μας.
.                                       Μέ ἀφορμή τήν εἴσοδό μας σέ αὐτήν τήν περίοδο, θά ἤθελα νά κάνω ἕνα σχεδιάγραμμα τῆς πορείας τοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο τῶν παθῶν στήν ἔρημο τῆς ἀπαθείας καί τήν εἴσοδο στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Αὐτή τήν πορεία τήν συναντᾶμε στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ αὐτόν τόν τρόπο δείχνουν καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τό νόημα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στήν πραγματικότητα εἶναι πορεία ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέχρι τό Πάσχα καί τήν Πεντηκοστή, σέ περίοδο πραγματικῆς ἐρημίας.
.                                   Ὡς βάση θά ἔχω τήν βιογραφία καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπως τήν παρουσίασε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Μέ τόν τρόπον αὐτό θά δοῦμε ἀφ’ ἑνός μέν πῶς ἕνας ἅγιος ἑρμηνεύει ἕναν ἄλλον ἅγιο καί πῶς μέσα ἀπό αὐτήν τήν τήν ἑρμηνεία μποροῦμε νά καταλάβουμε τήν ἐσωτερική μυστική ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
.                                     Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας τά γεγονότα πού περνᾶμε μέ τήν ὑγιειονομική καί τήν θεολογική κρίση μᾶς ἀποπροσανατολίζουν καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά αἰσθανθοῦμε αὐτήν τήν ὁρμή τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
.                                Εἶναι γνωστόν τό πρῶτο βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι τό βιβλίο μέ τόν τίτλο «ὁ Γέρων Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» πού ἀργό­τερα, μετά τήν ἁγιο­κατάταξη τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, κυκλο­φόρησε μέ τόν τίτλο «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης».
.                                     Τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἕνας μεγάλος πνευματικός θησαυρός, ἕνας ἀκένω­τος πνευματικός πλοῦτος, μιά ζωντανή παρουσίαση τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν ἀπόλυτη μορφή της, μιά ζωντανή «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», ὅπως βιώθηκε ἀπό δύο ἁγίους, τόν ἅγιο Σιλουανό, καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο. Παρουσιάζει στόν τέλειο βαθμό καί μέ αὐθεντικό τρόπο τήν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῶν πού ἐπιθυμοῦν τήν συνάντησή τους μέ τόν Χριστό.
.                      Θά καταγραφοῦν δέκα βασικά σημεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως φαίνεται στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου μέ τίς θεολογικές διασαφήσεις τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Τά σημεῖα αὐτά πρέπει νά κατανοηθοῦν μέσα στήν προοπτική ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μέσα στήν  Ἐκ­κλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, ἐν Πνεύματι Ἁγίω, μέ τά Μυστήρια καί τήν κατά Χριστόν ἄσκηση.
.              Οἱ φράσεις ἐντός εἰσαγωγικῶν εἶναι λόγοι τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

1. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τά ἔσχατα δυνατά ὅρια στό κτιστό ὄν»

.                         Ἐάν κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει δύναμη καί ἐνέργεια, πολύ περισσό­τερο αὐτό ἰσχύει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει θεία ἐνέργεια. Ὁ Θεός μέ τόν λόγο Του δημιούργησε τόν κόσμο καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σέ ὅλη τήν κτίση, εἶναι ἡ οὐσιοποιός, ζωοποιός καί ἡ προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
.                                     Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὁ λόγος Του εἶχε μεγάλη ἐνέργεια μέ τήν ὁποία ὁμιλοῦσε, θεράπευε καί ἀνέσταινε νεκρούς. Ὁ λόγος Του «περιβάλλεται μέ τήν ταπεινή, ἀντιλη­πτή στίς αἰσθήσεις, μορφή τοῦ ἀνθρώπινου κτιστοῦ λόγου, πού μπορεῖ νά δια­τυπωθεῖ ἀκόμη καί γραπτῶς». Παρά ταῦτα ὁ λόγος αὐτός «στό βάθος του, στήν βάση του, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Μεγάλου Πανδημιουργοῦ Θεοῦ καί μπο­ροῦμε νά ποῦμε γι’ αὐτόν ὅ,τι λέγεται στή Γραφή γιά τόν Θεό, δηλαδή εἶναι “πῦρ καταναλίσκον” καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά τόν προσεγγίζει μέ μεγάλη “αἰδώ καί εὐλάβεια” (Ἑβρ. ιβ΄, 29 καί 28)».
.                                             Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει μέσα του ἕνα μυστήριο. «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἐγγύς, τόσο καταληπτός καί φυσικός, τόσο βαθιά οἰκεῖος στήν ἀνθρώπινη καρδιά, συγχρόνως ὅμως ὑπερβαίνει ἀναμφίβολα ἀπείρως τίς δυνατότητες τοῦ κτιστοῦ ὄντος». Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται δεκτός ἀπό τόν ἄνθρωπο, τότε τόν ὁδηγεῖ «στήν αἰώνια ζωή ἀπό ἕνα δρόμο πού θά συναντήσει πολλά ἀσυνήθιστα πράγματα, ἄγνωστα σέ ὅσους δέν ἀκολουθοῦν τόν Χριστό».
.                                             Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργεια εἶναι φῶς καί τό φῶς αὐτό «φθάνει ὡς τά ἔσχατα ὅρια τῆς σκοτεινῆς ἀβύσσου καί ἀποκαλύπτει τή φύση πολλῶν φα­σμάτων τῆς ἀληθείας, πού παρα­σύρουν τόν ἄνθρωπο μέσα στό σκοτάδι». Ἔτσι, «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά, πού δοκιμάζει τό καθετί πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί γενικότερα στόν κόσμο».
.                                             Ἐπίσης, «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πνεῦμα καί ζωή αἰώνια, πλήρωμα τῆς ἀγάπης καί εὐφροσύνη αἰώνια. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκτιστο Θεῖο Φῶς» καί «ὅταν γίνει δεκτός στή ζωή, ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο θεό».
.                                             Αὐτό πρέπει νά τονίζεται στήν ἀρχή τῆς πορείας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιατί ὅλα γίνονται μέ τήν θεολογική συνέρ­γεια, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ὁ ἐνεργῶν καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ συνεργῶν. Ὅπως ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ λόγου Του, ἔτσι καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου  γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ θείου λόγου.

2. «Ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ»

.                                             Ὁ λογισμός εἶναι ἡ ἀρχική πρόταση, ἡ ὁποία ἐξελίσσεται σέ ἁμαρτία καί πάθος, γι’ αὐτό ὁ ἀσκητής δίνει μεγάλη σημασία στό νά μή ἐξελιχθῆ ὁ λογι­σμός.
.                                             Ἡ πρώτη μορφή τοῦ λογισμοῦ εἶναι αὐτή πού προσεγγίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό ἔξω «καί εἶναι ἀσαφής, ἀόριστη», εἶναι μιά εἰκόνα καί ὅταν δέν ἐξελιχθῆ καί δέν συνδεθῆ μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία. Οἱ εἰκόνες αὐτές ἔχουν ἄλλοτε «ἐποπτικό» καί ἄλλοτε «νοητικό» καί πολλές φορές «μικτό» χαρακτῆρα. Οἱ εἰκόνες πού ἑλκύουν μιά σκέψη καί ἔχουν αὐτό τό «μικτό» χαρακτῆρα (εἰκόνες καί νόημα) χαρακτηρίζονται στήν ἀσκητική φρασεολογία ὡς «λογισμός».
.                                             Ἡ ἐνέργεια τοῦ λογισμοῦ, ὅταν ὑπάρχη προδιάθεση στό πάθος, «προ­καλεῖ ἕνα αἴσθημα ἡδονῆς», ἀνάλογα μέ τό πάθος, καί στό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει ὁ πειρασμός. Αὐτή εἶναι «ἡ πρό­τα­ση» τῆς ἁμαρτίας, καί ἡ στιγμή αὐτή τῆς ἐμφάνισης τῆς ἡδονῆς «παρότι μαρ­τυρεῖ γιά τήν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου, δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία». Ἐδῶ πρέπει νά δοθῆ σημασία: ἡ ἐμπλοκή τῆς ἡδονῆς μέ τόν λογισμό πού βρίσκεται ἀκόμη στό στάδιο τῆς «πρότασης» τῆς ἁμαρτίας.
.                                             Στήν συνέχεια αὐτή «ἡ προτεινόμενη ἐμπαθής ἡδονή προσελκύει τήν προσοχή τοῦ νοῦ». Ὅταν ἑνωθῆ ὁ νοῦς μέ τόν ἐμπαθῆ λογισμό, τότε ἀνα­πτύσσεται περαιτέρω, γιατί παρατη­ρεῖται ἡ «συμπάθεια», ἀκολουθεῖ ὁ «συνδυασμός», πού εἶναι δυνατόν νά ἐξελιχθῆ στήν «ἐνεργητική συγκα­τάθεση». Ἔπειτα, ὅταν αὐξηθῆ ἡ ἡδονή, τότε μπορεῖ νά κυριαρχήση «στό νοῦ καί τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό λέγεται “αἰχμαλωσία”». Ἀμέσως μετά ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου πού αἰχμα­λω­τί­σθηκαν προχωροῦν στήν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρ­τίας. Ἄν οἱ αἰχμαλωσίες αὐτές ἐπανα­λαμ­βά­νονται, τότε «ὁδηγοῦν στήν “ἕξη” τοῦ πάθους».
.                                             Παρατηρεῖ κανείς ἐδῶ τίς λεπτές ἀναλύσεις πού γίνονται στήν ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ σέ συνδυασμό μέ τίς εἰκόνες, τήν φαντασία, τήν ἡδονή, τόν νοῦ, τήν συμπάθεια, τήν συγκατάθεση, οἱ ὁποῖες ἀναλύσεις δείχ­νουν ἕναν ἔμπειρο ἄνθρωπο σέ αὐτόν τόν ἐσωτερικό λεπτό ἀγώνα, ἕναν μεγάλο ἀσκητή θεολόγο.
.                                             Ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ πού γίνεται ἁμαρτία καί πάθος, γι’ αὐτό ὁ ἀσκητής πρέπει νά τόν ἀντι­με­τωπίση σέ ὅποιο στάδιο καταλάβη αὐτήν τήν ἐξελικτική του πορεία. Γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἁμαρτία «εἶναι ἀνάγκη νά ἐγκα­τοικήση ὁ νοῦς μέ προσευχή μέσα στήν καρδιά». Πρέπει ὁ ἀσκητής νά κλείνη «τίς εἰσόδους τῆς καρδίας, τοποθετώντας ἐκεῖ ὡς φρουρό τό νοῦ πού ἀπαλλάχθηκε ἀπό φαντασίες καί διαλογισμούς καί εἶναι ὁπλι­σμένος μέ τήν προσευχή καί τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Αὐτή εἶναι «ἡ οὐσία τῆς νοερᾶς νήψεως, πού ἔχει ὡς σκοπό τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπάθεια».
.                                             Ἡ ἀνάλυση αὐτή δέν δείχνει μόνον τήν γνώση τῆς ἐξελίξεως τοῦ λογι­σμοῦ, ἀλλά καί τήν γνώση τῆς ἀντιμετωπίσεώς του.

3. «Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν»

.                                             Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάτω «ἀπό δαιμονική ἐπή­ρεια», τότε «ὑφίσταται ἧττα στήν καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ ἐλευθερία του, καί ἔτσι στερεῖται τή θεία ζωή. Μιά τέτοια κατάσταση ὀνο­μάζεται “πάθος” καί γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας». Ἡ στέρηση τῆς θείας ζωῆς εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζεται πάθος, πού στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ παρά φύση κίνηση τῶν ἐνερ­γειῶν τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, τά πάθη δέν ἑρμηνεύονται ἐξωτερικά καί ἠθικιστικά, ἀλλά θεολογικά, εἶναι ὅταν ὁ ἀσκητής ἠττᾶται στήν κίνησή του πρός τό καθ’ ὁμοίωση, δηλαδή στήν θέωση, καί αὐτό σημαίνει ὅτι στερεῖται τήν μετοχή στήν θεία ζωή.
.                                             «Τά πάθη διαθέτουν κάποια ἑλκτική δύναμη». Ἀλλά τό νά ριζωθῆ καί νά στερρεωθῆ μιά ἐμπαθής εἰκόνα καί ἕνας λογισμός στήν ψυχή, «δέν μπορεῖ νά συμβεῖ χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτό». Ὅλα τά θέματα καί στήν πάρα φύση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ὑπέρ φύση κατάστασή του προϋποθέτουν τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, στήν πρώτη περίπτωση συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐπίδραση τοῦ δια­βόλου καί τοῦ λογισμοῦ, στήν δεύτερη περίπτωση συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
.                                             Ἔτσι, «ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν». Στόν ἀγώνα αὐτόν παρατηροῦνται δύο στάδια∙ τό πρῶτο στάδιο βρίσκεται στήν ἀποφυγή τῆς ἡδονῆς ἡ ὁποία ὅταν ἀνα­πτύσσεται αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ, καί τό δεύτερο στάδιο εἶναι «ὅταν τό ἀνικανοποίητο πάθος ἀρχίζη νά τυραννᾶ τόν ἄνθρωπο μέ τίς πιό περίεργες ἀσθένειες». Τό πρῶτο θά ἦταν εὔκολο νά ἀντιμετωπιστῆ, ἀλλά τό δεύτερο εἶναι τό πιό δύσκολο, ἐπειδή χρειάζεται «μεγάλη ὑπομονή καί ἐπιμονή», «γιατί τό εὐεργετικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀντιστάσεως στά πάθη δέν ἔρχεται σύντομα».
.                                             Ἐκτός ἀπό τά πάθη, πού εἶναι ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ καί βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν καί τά λεγόμενα «ἀδιάβλητα πάθη», δηλαδή οἱ διάφορες ἀνάγκες, ὅπως εἶναι «ἡ διατροφή, ὁ ὕπνος κτλ. πού χωρίς τήν ἱκανοποίησή τους γίνεται ἀδύνατη ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς». «Γιά ὁρισμένα χρονικά διαστήματα ὁ ἀσκη­τής καταφρονεῖ τίς ἀνάγκες αὐτές». Ὅταν, ὅμως, ἀπειλεῖται ἀπό διάφορες ἀσθένειες, «τότε ὁ ἀσκητής ὁρισμένες στιγμές ἀντιστέ­κεται μέχρι θανάτου μέ τήν ἀπόφασή του νά μήν ὑποχωρήσει», καί συνήθως ὁ θάνατος δέν ἔρχεται, γιατί ὁ Θεός τόν διαφυλάσση. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀπαιτεῖται μεγάλη ἀνδρεία, πού εἶναι «μιά ἀποφασιστικότητα μέχρι θανάτου», ἡ ὁποία «ὁμοιάζει μέ πύρινη φλόγα», τήν ὁποία ὁ ἀσκητής κρατᾶ μέσα στήν ψυχή του «χωρίς νά δείχνει ὁλόκληρη τή δύναμή της».
.                                             Ὁ ἀσκητής ἀπαλλάσσεται ἀπό τά πάθη ὅταν ὁ νοῦς του μέ τήν εὐχή κατεβαίνη στήν «βαθεία καρδία» καί μέ τήν καθαρότητα παρίσταται «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», δέχεται τό Θεῖο Φῶς, «ζεῖ τήν αἰώνια ζωή», ὑπερβαίνει τόν φόβο τοῦ θανάτου, γνωρίζει «ἐν Θεῷ τήν πρωτόκτιστη ὡραιότητα τοῦ ἀνθρώπου», «καί βλέπει τήν ἀμορφία καί ἀδοξία πού βασιλεύει στόν κόσμο» καί «ἔτσι θρηνεῖ καί ὀδύρεται», ὁπότε ἀνα­πτύσσεται, μέ φυσικό τρόπο, ἡ μετάνοια ὡς χάρισμα.
.                                             Ἡ ὅλη ἀνάπτυξη πού γίνεται στό βιβλίο αὐτό γιά τά πάθη προϋποθέτει μιά μεγάλη πνευματική πείρα τοῦ συγγραφέα στήν γνώση τῶν ἐσωτερικῶν διεργασιῶν, ὄχι μόνον τῶν παθῶν, ἀλλά καί τῆς θεραπείας τους. Πρόκειται γιά μιά πνευματική χειρουρ­γική ἐργασία ὑψηλῆς γνώσεως.

4. «Ἀγώνας ἐναντίον τῆς φαντασίας»

.                                             Ὁ ἀσκητής στόν ἀγώνα του γιά τήν καθαρότητα τοῦ ἐσω­τερικοῦ του κόσμου καί τήν διαφύλαξή της καλεῖται νά ἀγωνισθῆ ἐναντίον τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία εἶναι μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού ὅμως ὅταν λειτουργῆ παρά φύση καί δέχεται ἐπι­δράσεις ἀπό τόν ἔξω κόσμο καί ἀπό τόν διάβολο παραμορ­φώνει τήν ἐσωτε­ρική κατάσταση τοῦ ἀσκητοῦ.
.                                             «Ὁ κόσμος τῆς ἀνθρωπίνης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν “φαντα­σμάτων” τῆς ἀλήθειας, κοινός στούς ἀνθρώπους καί τούς πεπτωκότας ἀγγέλους καί γι’ αὐτό ἡ φαντασία γίνεται πολλές φορές ἀγωγός δαιμονικῆς ἐνεργείας». Ἔτσι μέσα ἀπό τήν φαντασία ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες καί παραμορφώνουν τήν ἐσωτερική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
.                                             Ὁ ἀσκητής ἀγωνίζεται ἐναντίον ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς φαντα­σίας πού τόν ἀποσποῦν ἀπό τόν Θεό. Κυρίως, παρατη­ροῦνται τέσσερα εἴδη φαντασίας.
.                                             Τό πρῶτο εἶδος «συνδέεται μέ τήν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν». «Κάθε πάθος ἔχει τή μορφή του» καί «ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας» πού συνδέεται μέ τό πάθος, «ἀποκτᾶ δύναμη στόν ἄνθρωπο ὅταν ἡ ἐμπαθής εἰκόνα γίνεται ἐσωτερικά δεκτή καί προσελκύει τό νοῦ μέ τό μέρος της». Ὅμως, «ἄν ὁ νοῦς δέν δεχθεῖ αὐτή τήν εἰκόνα, τό πάθος δέν μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν ἐνέργειά του». Ὁ ἀρχάριος μοναχός θεραπεύεται ἀπό αὐτήν τήν φαντασία μέ τήν νήψη, τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση καί τήν καθοδήγηση ἀπό κατάλληλο πνευμα­τικό ὁδηγό.
.                                             Τό δεύτερο εἶδος τῆς φαντασίας «ὀνομάζεται συνήθως ὀνει­ρο­πόληση-ρεμβασμός». Σέ αὐτήν τήν κατάσταση «ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπό τήν ἀντικειμενική κατάσταση τῶν πραγμάτων στόν κόσμο καί ζεῖ στήν σφαίρα τῆς φαντασίας». Σέ αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας συγκα­ταλέγεται καί ἡ μέθοδος τοῦ χρι­στιανικοῦ «διαλογισμοῦ», ὅταν ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ μέσα του διάφορες «ἐποπτικές εἰκόνες ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄλλες ἱερές παραστάσεις». Αὐτή εἶναι μιά «φαντασιώδη προ­σευχή» ἀπό τήν ὁποία ἀγωνίζεται νά ἀπαλλαγῆ ὁ ἡσυχαστής, γιατί διαφο­ρετικά «φθάνει σέ παραισθήσεις καί ψυχικές ἀσθένειες ἤ στήν καλύτερη περίπτωση παραμένει στήν πλάνη περνώντας τή ζωή του σέ φανταστικό κόσμο». «Συνήθως στήν ἐργασία αὐτή καταφεύγουν οἱ ἀρχάριοι ἤ ἄπειροι ἀσκητές». Ἡ ἡσυχαστική ζωή μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν βαθύτατη μετάνοια ἀποκλείει κάθε εἰκόνα καί ρεμβασμό, ὅταν νοῦς καί καρδιά ἑνώνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
.                                             Τό τρίτο εἶδος τῆς φαντασίας, δηλαδή «τῆς ἐκδηλώσεως τῆς δυνάμεως τῆς φαντασίας», εἶναι ὅταν «ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τήν ἱκανότητα τῆς μνήμης καί τῆς παραστάσεως καί ἔτσι μπορεῖ νά σκέπτεται, γιά νά βρεῖ τή λύση κάποιου προβλήματος». Αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας «ἔχει μεγίστη σημασία γιά τόν πολιτισμό καί εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο στή δομή τῆς ζωῆς». Ὅμως, ὁ ἀσκητής πού θέλει νά ζήση μέ τήν καθαρά προσευχή ἀγωνίζεται καί ἐναντίον αὐτῆς καί ἐπιδιώκει νά δώση ὅλη τήν σκέψη του στόν Θεό καί «συγκεντρώνεται πλήρως στόν Θεό».
.                                             Τό τέταρτο εἶδος τῆς φαντασίας «εἶναι οἱ ἀπόπειρες τοῦ λογικοῦ νά διεισδύσει στά μυστήρια τοῦ εἶναι καί νά συλλάβει τό Θεῖο κόσμο». Στήν κατάσταση αὐτή ρέπουν ὅσοι προσπαθοῦν νά θεολογοῦν μέ τήν λογική καί τήν φαντασία τους, ὅπως τό κάνει καί ἡ φιλοσοφία, γι’ αὐτό καί πολλοί θεολόγοι κατέληξαν σέ αἵρεση. Πρόκειται γι’ αὐτό πού πολλοί ὀνομάζουν «θεολογική δημιουργία». Ὅμως, ὁ ἀσκητής πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιστήμη τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς ἀγωνίζεται καί ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς φαντασίας, γιατί «ξεκινᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό», «γι’ αὐτό ἀποσπᾶται ἀπό κάθε θεολογική ἤ φιλοσοφική δημιουργία καί στρέφεται πρός τόν Θεό μέ μιά “ἀνείδεη” προσευχή».
.                                             Ἡ  ὅλη ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ πολυποίκιλου ἀγῶνος ἐναντίον τῆς φαντα­σίας δείχνει ἕναν πνευματικό ἰατρό πού κάνει λεπτές διαγνώσεις τοῦ ἐσωτε­ρικοῦ κόσμου καί δίνει καί τήν ὀρθή θερα­πεία.

5. «Νοερά ἡσυχία καί καθαρά προσευχή»

.                                             Νοερά ἡσυχία εἶναι ἡ νήψη, ἡ προσοχή γιά νά μή δεχθῆ ὁ ἀσκητής κάποιο λογισμό καί κάποια φαντασία, καί καθαρά προσευχή εἶναι ἡ προσευχή πού γίνεται ἀπό τόν καθαρό νοῦ, χωρίς νά ὑπάρχη σέ αὐτόν κάποιος λογισμός. Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ ἡ νοερά ἡσυχία εἶναι προϋπόθεση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καί ἀντιστρόφως.
.                                             Ἡ ἐξέλιξη τῆς προσευχῆς «συμπίπτει μέ τά στάδια τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος» πού ἀκολουθεῖ τρεῖς κινήσεις. Ἡ πρώτη κίνησή του εἶναι «ἡ πρός τά ἔξω κίνη­ση», γιατί θέλει νά παρατηρήση τόν κόσμο πού τόν περιβάλλει καί τόν ἐντυπωσιάζει καί αὐτό γίνεται μέ τήν χρησιμοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Ἡ δεύτερη κίνησή του εἶναι «ἡ ἐπιστροφή στόν ἑαυτό του», ὅταν σκέπτεται γύρω ἀπό αὐτά τά ὁποῖα εἶδε μέ τίς αἰσθή­σεις του καί τά ἐπεξεργάζεται λογικά. Ἡ τρίτη κίνησή του εἶναι ἡ κίνηση «πρός τόν Θεό μέ τόν ἔσω ἄνθρωπο», δηλαδή δοξάζει τόν Θεό «ἐκ καρδίας» γιά ὅλη τήν δημιουργία.
.                                             Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ  προσευχή ἀκολουθεῖ αὐτές τίς τρεῖς κινήσεις τοῦ νοῦ καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι προσευχῆς.  Ὁ πρῶτος τρόπος προ­σευχῆς χαρακτηρίζεται ἀπό τήν «φαντα­σία», ὁ δεύτερος ἀπό τήν «νόη­ση» καί ὁ τρίτος «ἀπό τήν κατάδυση στήν “θεωρία”». Ἡ ἀνάλυση τῶν τριῶν αὐτῶν τρόπων προσευχῆς δείχνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς καθαρῆς ἤ νοερᾶς προσευχῆς.
.                                             Τό πρῶτο εἶδος τῆς προσευχῆς, ὅταν ὁ νοῦς ἐξέρχεται ἀπό τήν καρδιά καί διαχέεται στόν περιβάλλοντα κόσμο καί βεβαίως συνδέεται μέ τήν φαντασία, «κρατᾶ τόν ἄνθρωπο σέ διαρκῆ παρα­πλάνηση, στόν κόσμο τῆς φαντασιοκοπίας, τῆς ὀνειρο­πό­λησης» καί «τῆς ποιητικῆς δημιουργίας». Σέ αὐτήν τήν κατά­σταση τό θεῖο καί κάθε πνευματικό «παίρνει διάφορες φαντα­στικές μορ­φές» καί ἔπειτα «ἡ πραγματική ζωή λίγο-πολύ γεμίζει μέ στοιχεῖα ἀπό τή σφαίρα τῆς φαντασίας».
.                                             Κατά τόν δεύτερο τρόπο τῆς προσευχῆς, ἐπειδή «οἱ ἐσωτερικές εἴ­σο­δοι τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ εἶναι ἀνοικτές» «μποροῦν εὔκολα νά διεισδύσουν κάθε εἴδους ξένα στοιχεῖα». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος «ζεῖ συνεχῶς ἔκθετος στίς παντός εἴδους ἐξωτερικές ἐπιδράσεις». Στήν κατάσταση αὐτήν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀποκτήσει καί ὁρι­σμέ­­νες θεολογικές γνώσεις, ἱκανοποιεῖται καί «παρασύρεται βα­θμη­δόν πρός τή διανοητική θεολογία». Τό χαρακτηριστικό γνώ­ρισμα αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς προσευχῆς εἶναι ὅτι ἡ προσοχή συγκεντρώνεται στόν ἐγκέφαλο καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται «σέ φιλοσοφικές θεωρίες», οἱ ὁποῖες εἰσάγουν τόν νοῦ του «στή σφαίρα τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν καί τῆς φαντασίας».
.                                             Ὁ τρίτος τρόπος τῆς προσευχῆς πού εἶναι «ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά» ποθεῖται ἀπό τόν ἀσκητή καί αὐτή ἡ προσευχή «δίνεται ἄνωθεν» ἀπό τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἕνωση νοῦ καί καρδίας τήν  αἰσθάνεται ὁ ἀσκητής «ὅταν προσεύχεται προσεκτικῶς “ἐκ καρδίας”». Ἔνδειξη ὅτι ὁ νοῦς ἑνώθηκε μέ τήν καρδιά εἶναι τά δάκρυα τῆς κατανύξεως κατά τήν προσευχή, καί τότε ὁ νοῦς βρῆκε τόν τρόπο τῆς καρδιᾶς πού εἶναι «τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἀναβάσεως πρός τόν Θεό». Τότε διακόπτεται ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας. Ὁ νοῦς ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε εἰκόνα πού βρίσκεται σέ αὐτόν καί «γίνεται ὅλος ἀκοή καί ὅραση καί βλέπει καί ἀκούει κάθε λογισμό πού πλησιάζει ἀπό ἔξω, προτοῦ αὐτός μπεῖ στήν καρδιά». Ἔτσι ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε πάθος.
.                                             Εἶναι ὄντως μεγάλη πνευματική ἐπιστήμη ἡ προσευχή καί ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματική ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τῶν διαφόρων τρόπων τῆς προσευχῆς, ἰδιαιτέρως ὅταν ἡ προσευχή γίνε­ται μέ ἀνίδεο καί ἀνείδεο τρόπο, δηλαδή χωρίς κάποια ἰδέα καί χωρίς κάποιο εἶδος, καί αὐτή ἡ προσευχή γίνεται ὅταν ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τήν καρδιά μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

6. «Τό ἄκτιστο Φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του»

.                                             Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι ἡ «θεία ἐνέργεια» «εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Θεό­τητας».
.                                             Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι «τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς», εἶναι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν θεόπτη μέσα στό Φῶς, καί στήν κατάστααη αὐτή «ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζῶντος Θεοῦ πού ἀπορροφᾶ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο». Δέν εἶναι αἴσθηση λογική, ἀλλά «αἴσθηση νοερή», «αἴσθηση μέ δύναμη ἐξου­σια­στική, πού ἀρπάζει τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλον κόσμο, ὅμως τόσο γαλήνια, πού αὐτός δέν ἀντιλαμβάνεται τή στιγμή πού τοῦ συνέβη αὐτό καί δέν γνωρίζει ἄν ὁ ἴδιος βρίσκεται στό σῶμα ἤ ἐκτός τοῦ σώματος». Τότε ἀποκτᾶ «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του», ἀλλά «συγχρόνως λησμονεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο πλημμυ­ρισμένος ἀπό τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Βλέπει μέ τό πνεῦμα του τόν Ἀόρατο, Τόν ἀναπνέει καί βρίσκεται ὅλος ἐν Αὐτῷ».
.                                             Ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ γίνεται «ἔσωθεν» διά τῆς θεώσεως, γιατί τότε «ὁ ἄνθρωπος μένει στό φῶς καί ἐξομοιώνεται μέ τό φῶς πού βλέπει», «δέν βλέπει καί δέν αἰσθάνεται οὔτε τήν δική του ὑλικότητα οὔτε τήν ὑλικότητα τοῦ κόσμου». Ὁ Θεόπτης «δέν γνωρίζει οὔτε χῶρο οὔτε χρόνο οὔτε γέννηση οὔτε θάνατο οὔτε φῦλο οὔτε ἡλικία οὔτε κοινωνική ἤ ἱεραρχική θέση οὔτε ἄλλες συνθῆκες καί σχέσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου». «Τό Θεῖο Φῶς θεωρεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό συνθῆκες, καί στό σκοτάδι τῆς νύχτας καί στό φῶς τῆς ἡμέρας». Μερικές φορές ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός γίνεται μέ τέτοιο τρόπο «ὥστε νά διατηρεῖται ἡ ἀντίληψη καί τοῦ σώματος καί τοῦ γύρω κόσμου». Τότε ὁ ἄνθρωπος «μπορεῖ νά μένει μέ τά μάτια ἀνοικτά καί συγχρόνως νά βλέπει δύο φῶτα, καί τό φυσικό καί τό Θεῖο Φῶς».
.                                             Τό φυσικό φῶς τοῦ ἡλίου ἤ τοῦ ἡλεκτρισμοῦ «προκαλεῖ τή γνωστή διέγερση τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου, πού στήν συνέχεια μετα­βαίνει στήν ψυχολογική διαδικασία τῆς ὁράσεως», ἐνῶ «τό Θεῖο Φῶς εἶναι διαφορετικό κατά τή φύση του, εἶναι φῶς νοερό, φῶς πνευματικό, φῶς ἀγάπης, φῶς ζωῆς».
.                                             Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ φωτός μπορεῖ νά δοθῆ καί σέ ἄλλες καταστάσεις, ὅπως, γιά παράδειγμα, «καί ἡ πίστη φῶς εἶναι, ἀλλά ἀνεπαρκές. Καί ἡ ἐλπίδα φῶς, ἀλλά ἀκόμη ἀτελές. Καί ἡ ἀγάπη φῶς, ἀλλά πλέον τέλειο». «Τό ἄκτιστο φῶς φέρει μέσα του τήν αἰώνια ζωή καί τήν πνοή τῆς Θείας ἀγάπης, μᾶλλον τό ἴδιο εἶναι καί ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ Θεία ἀγάπη».
.                                             Ὑπάρχει καί ὁ λεγόμενος «γνόφος τῆς ἀπεκδύσεως» «ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀσκητῆ βυθίζεται ἐσωτερικά», ὅταν «μέ τήν χρήση εἰδικῶν μεθόδων ἀπεκδύεται ἀπό κάθε παράσταση καί φαντασία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων καί τῶν λοιπῶν συλλογισμῶν καί ἐν­νοιῶν, ὅταν “καθηλώνει” τό νοῦ καί τήν φαντασία». Σέ αὐτόν τόν «γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως δέν βρίσκεται ἀκόμη ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἐν τῷ Φωτί καί ὡς Φῶς καί εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στό ἄδυτο Φῶς τῆς Θείας ὑπάρξεως» καί τότε καί τό σῶμα του ἀποκτᾶ χάρη μάρτυρος.

.                                             Ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου Φωτός, εἶναι τό χα­­ρα­κτηριστικό γνώρισμα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας, πού γίνεται ἀπό ἐκεῖνον πού ἀπέκτησε πείρα τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φω­τός.

7. «Πνευματικές δοκιμασίες»

.                                             Ὅταν ὁ ἀσκητής δῆ τόν Θεό μέσα στό Φῶς, τότε βιώνει τό προ­σωπικό του Πάσχα, καί τήν προσωπική του Πεντηκοστή. Ἐπειδή, ὅμως, δέν μπορεῖ νά παραμείνη μόνιμα σέ αὐτήν τήν κατά­­σταση, δέχεται μιά «πνευματική δοκιμασία» ἀπό τήν λεγό­μενη «ἄρση τῆς Χάριτος», πράγμα πού τοῦ προκαλεῖ ἰδιαίτερο πόνο. Αὐτή ἡ ἄρση τῆς θείας Χάριτος «διαρκεῖ πολλά χρόνια». Τότε «ὁ Θεός μπορεῖ νά φανεῖ στήν ψυχή ἀνίλεως».
.                                             Τότε ὁ ἄνθρωπος «σάν τό πιό ἀνυπεράσπιστο ὄν αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπό τή φοβερή ἄβυσσο καί ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κανένας στε­ναγμός δέν εἰσακούεται. Ὁ Θεός φαίνεται σάν νά μήν ἐνδιαφέρεται καθόλου γιά τό πάθος του». Ὁ ἄνθρωπος «βυθίζεται στήν σκιά τοῦ θανάτου ὄχι φανταστικά, ἀλλά πραγματικά καί ὑποφέρει φρικτά, γιατί δέν βρίσκει κοντά του τόν Θεό, τόν Ὁποῖο ἐπικαλεῖται ἡμέρα καί νύχτα».
.                                             Σέ αὐτήν τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀσκητοῦ ἀπό τόν Θεό «ἡ ψυχή κατεβαίνει στόν ἅδη, ὄχι ὅπως ἐκεῖνοι πού δέν γνώρισαν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅσοι δέν ἔχουν μέσα τους τό φῶς τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας καί συνεπῶς εἶναι τυφλοί. Ὄχι. Ἡ ψυχή κατεβαίνει ἐκεῖ ἱκανή νά κατανοήσει τό βαθύ σκοτάδι πού ἀντικρύζει».
.                                             Αὐτή ἡ κατάσταση γεννᾶ στόν ἄνθρωπο μεγάλη μετάνοια «ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό μέ μεγάλο θρῆνο, μέ ὅλη τήν δύναμή του, μέ ὅλο τό εἶναι του καί ἔτσι μαθαίνει τήν προσευχή πού τόν ἀποσπᾶ ἀπό τόν κόσμο αὐτόν σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἀκούει ρήματα ἄρρητα γιά ἀνθρώπινη γλώσσα».
.                                             Αὐτές οἱ δοκιμασίες εἶναι ἄλλης καταστάσεως ἀπό τίς συνη­θισμένες δοκιμασίες πού αἰσθάνεται κανείς στόν ἀγώνα του ἐναν­τίον τῶν παθῶν, τῶν λογισμῶν καί τῆς φαντασίας. Εἶναι δοκιμα­σίες ἀπό τήν ἄρση τῆς θείας Χάριτος. «Καί ὅταν ἡ ψυχή περάσει ἀπό ὅλες αὐτές τίς βαρεῖς δοκιμασίες, διαβλέπει μέσα της ὅτι δέν ὑπάρχει στό κόσμο τόπος, πόνος, χαρά, δύναμη ἤ κτίσμα, πού θά μποροῦν νά τήν χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί τό σκοτάδι ἀδυνατεῖ πιά νά καταβροχθίσει τό φῶς τῆς νέας ζωῆς πού ἔχει μέσα της».
.                                             Ὁ Θεός ἐπανέρχεται καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἔτσι, τήν πρώτη ὅραση τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἄρση τῆς Χάριτος καί στήν συνέχεια ἐπανέρχεται ὁ Θεός καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἀδιατάρακτη αἴσθηση τῆς παρουσίας Του.
.                                             Στόν ἅγιο Σιλουανό σέ τέτοιες καταστάσεις ἄρσεως τῆς θείας Χάριτος, τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό τό: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μή ἀπελπίζεσαι». Κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο ἐκείνη τήν νύκτα πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ ἀλήθεια, στήν πραγματικότητα τοῦ ἀποκαλύφθηκε «τό μυστήριο τῆς πτώσεως καί τῆς λυτρώσεως καί ὅλη ἡ πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου».
.                                             Ὁ ἅγιος Σιλουανός στήν περίοδο τῆς ἄρσεως τῆς θείας Χά­ριτος γνώρισε τόν ἅδη, τό βαθύ σκοτάδι του, «γνώρισε πραγ­ματικά τήν κατάσταση τῶν βασάνων τοῦ ἅδη», ἀλλά συγχρόνως τοῦ ἀποκαλύφθηκε τό νά μήν ἀπελπίζεται. Ἔτσι, ἔκτοτε κρατοῦσε τόν νοῦ του στόν ἅδη, ἔχοντας ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκδίωκε κάθε πειρασμική κατά­σταση.
.                                             Μέ τόν τρόπο αὐτόν «μποροῦσε μέ μιά ὁρισμένη κίνηση τοῦ πνεύματός του» νά ἐπαναφέρη μέσα του «τό πραγματικό βίωμα τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη», «ἄλλοτε σέ μεγαλύτερο καί ἄλλο­τε σέ μικρότερο βαθμό». «Καί ὅταν τό πῦρ τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη προκαλοῦσε τήν ἐπιδιωκόμενη ἐνέργεια, δηλαδή φόνευε τόν ἐμπαθῆ λογισμό, τότε ἀντέτασσε στήν παμφάγο ἐνέργειά του τή σωτήρια ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἐπίσης γνώρισε καί ἔφερε μέσα του». «Λίγοι μόνο μποροῦν νά ἀκολουθοῦν τόν τρόπο αὐτόν τῆς ἀσκήσεως».
.                                             Ἡ περιγραφή τῶν πνευματικῶν δοκιμασιῶν τοῦ Θεόπτου ἀσκητή μετά τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός δείχνει ἕναν θεο­λόγο μεγάλου μεγέθους πού εἶναι δύσκολο νά βρεθοῦν μέτρα προσμετρήσεως τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ἐμπει­ρίας καί τῆς ὁρά­σεως τοῦ Φωτός καί τῆς βιώσεως τοῦ ἅδου.

8. « Ἡ Χάρη καί ἡ δογματική συνείδηση»

.                                             Ὁ ἀσκητής μετά ἀπό μεγάλο ἀγώνα κατά τῶν παθῶν, ἀλλά καί ἀπό τίς ἐλεύσεις καί τίς ἀποκρύψεις τῆς θείας Χάριτος ἀποκτᾶ τήν λεγόμενη «δογματική συνείδηση». Ὅπως εἶναι κατανοητό ἀπό τά προηγούμενα ἡ «δογματική συνείδηση» δέν εἶναι μιά διανοητική γνώση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἀλλά μιά ἐσω­τερική πνευματική ἐμπει­ρία, πού προσφέρει ὁ Θεός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
.                                             Ὁ ὀρθόδοξος μοναχός αἰσθάνεται ὅτι ἡ θεία Χάρη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς εἶναι «ἡ ἀγαθή δωρεά ἤ χάρισμα τῆς Θείας ἀγαθότητος», εἶναι «ἡ ἄκτιστη ὑπερκόσμια ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὡς ἄκτιστη εἶναι “Θεότητα”». «Ὅταν ἡ Θεό­τητα εὐδοκήσει νά συνενωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μέσα του τήν παρουσία τῆς Θείας δυνά­μεως, πού τόν μεταμορφώνει, τόν κάνει θεοειδῆ ὄχι μόνον δυνά­μει, “κατ’ εἰκόνα”, ἀλλά καί ἐνεργείᾳ, “καθ’ ὁμοίωσιν”».
.                                             Ἡ ἀφομοίωση τῆς θείας Χάριτος, ὕστερα ἀπό πολλές ἐπι­σκέψεις καί ὁράσεις της, προσφέρει μιά «μορφή πνευματικῆς γνώσεως» καί αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς «δογματική συνείδηση». Αὐτή ἡ «δογματική συνείδηση» «εἶναι καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας τῆς Χάριτος καί ὄχι μιά διανοητική ἐργα­σία», εἶναι ἡ πνευματική γνώση πού συνδέεται μέ τήν «γνήσια ἐν τῷ Θεῷ ζωή» πού εἶναι δυνατή μόνο «ὅταν ἐνοικήσει ὁ Θεός μέσα μας».
.                                             Ἔτσι, καταλαβαίνουμε γιά τό ποιά εἶναι ἡ οὐσιώδης διαφορά μετα­ξύ στοχαστοῦ καί θεολόγου, μεταξύ φιλοσοφοῦντος αἱρε­τι­κοῦ καί ἐμπειρικοῦ θεολόγου Πατρός, μεταξύ «στοχαστικῆς ἀνα­λογίας» καί ἡσυχαστικῆς χαρι­σματικῆς θεολογίας, ἀλλά κατα­λα­βαίνουμε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεολόγησαν καί θεο­λογοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνό­δους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ «δογμα­τική συνείδηση».

9. «Ἡ διορατικότητα καί τά εἴδη της»

.                                             Ὁ ἀσκητής στήν πορεία τῆς πνευματικῆς του ζωῆς ἀποκτᾶ τό χάρισμα τῆς διορατικότητας πού ἔρχεται ἀπό τόν ἀγώνα του ἐναντίον τῶν λογισμῶν, τῆς φαντασίας καί τῶν παθῶν, ἀπό τήν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί ἀπό τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος. Ἔτσι, «ὁ ἀσκητής συναντᾶται μέ τρία εἴδη διορατικό­τητας».
.                                             Τό πρῶτο εἶδος «εἶναι ἡ φυσική σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους διαίσθηση, πού ἐκλεπτύνεται μέ τήν ἀσκητική ζωή». Αὐτό  μπο­ρεῖ νά φανῆ ὠφέλιμο γιά τόν  εὐσεβῆ καί ταπεινό ἄνθρωπο, ἀλλά βλάπτει τόν ὑπερήφανο καί ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, γιατί τοῦ δίνει ἀφορμές γιά νά ἀναπτυχθοῦν τά πάθη. Τό δεύτερο εἶδος διορα­τικότητας «προέρχεται ἀπό δαιμονική ἐνέργεια» καί εἶναι ἐπι­κίνδυνο γιά ὅσους τό δέχονται, «γιατί ἀργά ἤ γρήγορα ὁδηγεῖ στήν ἀλγεινή διατάραξη ὅλων τῶν ψυχικῶν καί πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, παραμορφώνοντας φοβερά ἀκόμη καί τήν ἐξωτερική του ὄψη». Τό τρίτο εἶδος διορατικότητας εἶναι «δωρεά τῆς χάριτος» πού δέν δίνεται στόν ὑπερήφανο, ἀλλά αὐτό «συνδέεται μέ πολύ μεγάλη εὐθύνη καί εἶναι πηγή πολλῶν πνευ­ματικῶν θλίψεων γιά ὅποιον τό ἀξιώθηκε».
.                                             Καί τά τρία αὐτά εἴδη διορατικότητας «εἶναι αἰτία βασάνων» καί προκαλοῦν πόνο γιά διαφορετική αἰτία τό καθένα ἀπό αὐτά. Στό πρῶτο, δηλαδή «στή φυσική διαίσθηση» «ὁ πόνος ἐμφα­νίζεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης λεπτότητας καί εὐαι­σθησίας τοῦ νευροψυχικοῦ συστήματος». Στό δεύτερο, «ὁ πόνος εἶναι συνακόλουθο τοῦ ἐν γένει καταστρεπτικοῦ χαρα­κτῆρα τῶν δαι­μονικῶν ἐνεργειῶν», πού φανερώνεται ὅταν περάσει πολύς χρόνος. Στό τρίτο, πού εἶναι «ἡ χαρισματική πνευματική διορατικότητα» εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ μέ τό ὁποῖο ἀποκα­λύπτονται τά βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, «δέν ἔχει καθόλου ψυχοπαθολικό χαρακτῆρα» καί «ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτη ἀγάπη καί βλέπει ὡς ἐπί τό πλεῖστον τήν ἀμορφία καί τήν ἀδοξία τοῦ ἀνθρώπου καί πονᾶ καί θλίβεται γι’ αὐτόν. Εἶναι πά­θος ἀγάπης». Ὅσοι ἔχουν αὐτό τό χάρισμα «δέν ἐπιδιώκουν ποτέ νά τό διατηρήσουν».
.                                             Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη δωρεά τῆς ὑπάρξεως πνευματικῶν Πατέρων, ὑψηλῶν πνευματικῶν προδιαγραφῶν, ὅπως τούς καταρ­τίζει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦν ἁπλανῶς τά πνευματικά τους παιδιά μέσα ἀπό ποικίλες πονηρές καταστάσεις  στήν θέωση καί «τήν ἄνω λαμπροφορία».

10. «Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς γιά ὅλο τόν κόσμο» καί «ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς».

.                                             Συνέπεια καί συνέχεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὁ ἀσκητής πού πέρασε ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο. Βιώνοντας τήν «χριστοειδῆ ἀγάπη», μετέχοντας τῆς αἰωνιότητος στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀλλά καί περνώ­ντας μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες, καί μάλιστα τόν χαρισματικό πόνο τοῦ ἅδου, κατά φυσική συνέπεια ἀρχίζει νά προσεύχεται γιά ὅλον τόν κόσμο, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ.
.                                             Συνήθως «ἡ προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλο τόν Ἀδάμ, ὁδηγεῖ πολλές φορές στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν εἰδική ὑπηρεσία πρός τούς ἀνθρώπους», γιατί ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν κατάσταση δέν μπορεῖ νά συμβιβάση τήν προσευχή αὐτή μέ τήν ποιμαντική δράση στόν κόσμο, ὁπότε ἀποσύρεται στήν ἔρημο καί προσεύχεται μέρα καί νύκτα στόν Θεό γιά τούς ἀνθρώπους, ζῶν­τες καί κεκοιμημένους, γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Τό «νά προσεύχεσαι γιά τούς ἀνθρώπους σημαίνει νά χύνεις αἷμα».
.                                             Μιά τέτοια προσευχή τόν ὁδηγεῖ καί στήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, γιατί αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι «τό κριτήριο τῆς γνήσιας κοινωνίας μέ τόν Θεό, τό γνώ­ρισμα τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος». Ἔτσι, ὁ ἡσυχαστής συμμετέχει στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνα­στάσεως τοῦ Χριστοῦ.
.                                             Αὐτό δείχνει «τήν ὁδό τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἔλεγε ὅτι «στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δόθηκε ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί (Αὐτή)  εἶναι ἰσχυρή μέ τήν ἅγια σκέψη καί τήν ὑπομονή της». Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐπισημαίνει ὅτι «τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ πού γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» πού θέλει «νά σωθοῦν οἱ πάντες». «Καί ἡ ὁδός πού πορεύεται ἡ Ἐκκλησία, γιά νά πετύχει τόν ἅγιο σκοπό Της, εἶναι ἡ ὑπομονή, δηλαδή ἡ θυσία».
.                                             Ἡ Ἐκκλησία κηρύσσει αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «καί καλεῖ ὅλους στό πλήρωμα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν ἐννοοῦν τήν κλήση αὐτή καί τήν ἀπορρίπτουν». Ἔτσι, «ἡ Ἐκκλη­σία στέκεται στή μέση ὅλων τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων». Ἡ ὀργή πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μέσα τους «ξεσπᾶ ἐναντίον της». «Καί ἡ Ἐκκλησία πού πραγματοποιεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου, δέχεται συνειδητά ἐπάνω της τό βάρος τῆς γενικῆς ὀργῆς, ὅπως καί ὁ Χριστός σήκωσε ἐπάνω Του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου». Ἔτσι, «καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναπόφευκτα θά διωχθεῖ καί θά ὑποστῆ τό μαρτύριο». Αὐτό θά γίνη καί μέ τά πραγματικά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι οἱ ἅγιοι.
.                                             Πρέπει νά περάση κανείς ὅλες τίς προηγούμενες χαρισμα­τικές βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά νά ἀποκτήση αὐτήν τήν καθαρή καί χαρισματική ἀγάπη γιά ὅλο τόν κόσμο καί πρός τούς ἐχθρούς, πράγμα πού δείχνει τό ἀποκορύφωμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἑνός μεγάλου ἐμπειρικοῦ θεολόγου καί Πατρός τῆς Ἐκκλη­σίας.
.                                             Τά δέκα αὐτά σημεῖα πού ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, καί γιά τήν ἀνάλυσή τους χρησιμοποιήθηκαν τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, δείχνουν τήν πορεία τοῦ ἀληθινοῦ ἀσκητοῦ καί ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ μέ μετριώτερη μορφή καί ἀνάλογη προσαρμογή πρός τήν σωτηρία του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια  εἰσέρχεται μέσα του καί ἀρχίζει νά ἐνεργῆ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνεργοποιεῖται τό κατ’ εἰκόνα πού εἶναι μέσα του καί στήν συνέχεια ἀνεβαίνει τίς βαθμίδες τοῦ πνευματικοῦ οὐρανίου θυσιαστηρίου.
.                                             Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού ἀπο­καλύπτεται στήν καρδιά, ὁ ἀσκητής καί ὁ Χριστιανός ἀνέρχεται τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι: μέ τήν νήψη σταματᾶ τήν ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ· ἀγω­νίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν, καί ἐναντίον τῆς φαντασίας· ἀσκεῖ τήν νοερά ἡσυχία καί τήν καθαρά προσευχή· ἄν ὁ Θεός θελήση ἀνέρχεται στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός· περνᾶ μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες τῆς μειώσεως αὐτῆς τῆς μεγάλης θεοπτικῆς Χάριτος· ἀποκτᾶ τήν δογματική συνείδηση· μέ τό χάρισμα τῆς διορατι­κότητας ξεχωρίζει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό· καί στό τέλος προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο καί ἀγαπᾶ καί αὐτούς τούς ἐχθρούς του.
.                                             Αὐτή εἶναι «ἡ ὁδός τῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁδός τῆς ἁγιότητος, αὐτές εἶναι οἱ βαθμίδες πού ἀνεβαίνουν οἱ ἅγιοι. Καί βεβαίως αὐτές τίς βαθμίδες ἀνῆλθε προηγουμένως ὁ ἅγιος Σιλουανός καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Ἔτσι, ὅσα ἀναφέρθησαν προη­γουμένως εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν μιά θεολογική ἀνάλυση τῶν γραπτῶν τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ καί μιά αὐτο­βιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.
.                                             Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔτσι ἔζησαν τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σαρακοστή, αὐτήν τήν ἔνδοξη πορεία πρός τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια πρός τήν Πεντηκοστή.

, , ,

Σχολιάστε

ΓΙΑΤΙ Ο ΑΔΑΜ ΕΚΑΘΙΣΕ “ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ”;

«Γιατί ἐκάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου;»

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας
τοῦ Μητροπολ. Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

 .                    «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις καὶ ἔλεγεν: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα» (Οἶκος Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου)
.                    «Ἐξορίζει ὁ Θεός τόν Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί δέν μποροῦσε πλέον νά σταθεῖ ἐκεῖ. Καί μάλιστα ἐνέδυσεν αὐτόν μέ δερματίνους χιτῶνας. Τόν ἐφοδίασε μέ τά ἐφόδια ἐκεῖνα, τά ἀπαραίτητα, γιά νά κατοικεῖ στήν γῆ, μέ τήν ἐλαχίστη ἔστω συνείδηση τῆς ὑποστάσεώς του. Καί ἀκόμη, τό σπουδαιότερον, “κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου”. Δέν τόν ἀπομάκρυνε, ὁ Θεός, μακριά, νά μήν βλέπει τόν τόπον, ὅπου πρίν ἦταν τῆς τρυφῆς, τόν Παράδεισο. Ἀλλά “κατῴκισεν ἀπέναντι”, ἔναντι τοῦ Παραδείσου, γιά νά βλέπει τί ἔχασε, ἀλλά καί γιά νά ἔχει μέσα του τόν πόθο τοῦ παραδείσου. Αὐτό ἐκφράζει τήν πανανθρώπινη νοσταλγία τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς γιά τήν ἐπάνοδο στήν θεοκοινωνία στόν Παράδεισο τῆς θείας μακαριότητος.
.                    Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀδάμ ὅταν εἶδε τόν Ἄγγελο νά κλείνει τήν θύρα τοῦ Παραδείσου, μεγάλως ἀναστέναξε καί εἶπε: “Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα” καί ἀκόμη βλέποντες τά φύλλα τῶν δένδρων τοῦ Κήπου τῆς Ἐδέμ εἶπε: “Συνάλγησον Παράδεισε καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστη”, δηλ. αὐτός ὁ ἦχος, πού κάνουν τά φύλλα τῶν δένδρων, ὡς ἄλλη ἱκεσία νά ἀκουστοῦν καί νά μέ συγχωρήσει καί ἐλεήσει, ὁ Θεός, ὥστε νά ἐπανέλθω καί νά ζῶ μαζί Του, ὅπως πρῶτα, πρίν τήν παρακοή μου.
.                    Oἱ Θεοφόροι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδοξίας μας, θέσπισαν αὐτήν τήν Κυριακή, αὐτήν τήν ἀνάμνησιν, πάντα ταῦτα, νά ἐνθυμούμεθα καί νά μελετοῦμε βαθειά μέσα μας σ’ αὐτήν τήν περίοδο, πού ἤδη ξεκινᾶ, στόν προθάλαμο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιατί; Γιατί αὐτή ἡ χρονική ἐκκλησιαστική περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν περίοδος τῆς μετανοίας. Εἶναι ἡ περίοδος τῶν δακρύων, τῆς περισυλλογῆς, τῆς ἐγκρατείας, τῆς νηστείας, ὄχι μόνον ἀπό τίς τροφές, ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα πάθη.
.                    Εἶναι ἡ περίοδος τοῦ αὐτοελέγχου, τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ περίοδος τῆς κατανύξεως, τῆς χαρμολύπης, τῆς ἐντόνου προσευχῆς καί ἱκεσίας καί δεήσεως. Ἀπό τούς Κατανυκτικούς Ἑσπερινούς μέχρι τό ὡραιότατο Μέγα Ἀπόδειπνο καί τίς Προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες καί τούς Χαιρετισμούς εἰς τήν Παναγία Μητέρα μας. Δέν ὑπάρχει ὡραιοτέρα καί κατανυκτικοτέρα περίοδος ἀπό αὐτήν, τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
.                    Καί τό περιεχόμενόν της, ἐάν τό ἐξετάσουμε καί ἐμβαθύνουμε καί μελετήσουμε, ὅπως πρέπει, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ Φιλοσοφία καί ἡ Κοινωνιολογία καί ἡ Ψυχολογία καί ἡ Ἀνθρωπολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅλα ἐκεῖ περιέχονται. Ἐκεῖ θά καταλάβουμε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποῖο τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποία ἡ πτῶσις του καί ποιές οἱ δυνατότητες γιά τήν ἐπάνοδο στήν χαμένη πατρίδα.
.                    Ὅλοι μας, “ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν οὐδὲ συνετηρήσαμεν, οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν”. Ἔφτασε ὁ καιρός τῆς μετανοίας. Τό στάδιον ἠνέωκται, εἶναι ἐνώπιόν μας. Καί ἄς σκεφθοῦμε πῶς μποροῦμε νά ἐπανέλθουμε καί πάλιν στόν Παράδεισο. Γιατί ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή. Ἡ ζωή εἶναι ὁ Θεός. Ἡ στέρηση τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος».

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

 

, , ,

Σχολιάστε

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΥΣΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἀρξάμενος τοίνυν τῶν διηγήσεων οὐ τοὺς ἐν ταῖς πόλεσιν οὔτε τοὺς ἐν ταῖς κώμαις ἢ ἐρημίαις σοι καταλείψω ἀγνώστους τῷ λόγῳ. Οὐ γὰρ ὁ τόπος ἐστὶν ὁ ζητούμενος ἔνθα κατῴκησαν οὗτοι, ἀλλ᾿ ὁ τρόπος τῆς προαιρέσεως.

Περὶ Ἰσιδώρου

.                        Πρώτως πατήσας τὴν Ἀλεξανδρέων πόλιν ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑπατείᾳ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου βασιλέως, ὃς νῦν ἐν ἀγγέλοις ὑπάρχει διὰ τὴν αὐτοῦ πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, περιέτυχον ἐν τῇ πόλει ἀνδρὶ θαυμασίῳ παντόθεν κεκοσμημένῳ ἔν τε ἤθει καὶ γνώσει, Ἰσιδώρῳ πρεσβυτέρῳ ξενοδόχῳ ὄντι τῆς Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίας· ὃς τὰ μὲν πρῶτα τῆς νεότητος ἆθλα ἐλέγετο ἠνυκέναι ἐν τῇ ἐρήμῳ· οὗ καὶ τὴν κέλλαν ἐθεασάμην ἐν τῷ ὄρει τῷ τῆς Νιτρίας. Κατέλαβον δὲ τοῦτον ἐτῶν ἑβδομήκοντα γέροντα, ὃς ἐπιζήσας πεντεκαίδεκα ἔτη ἄλλα τελευτᾷ ἐν εἰρήνῃ. Οὗτος μέχρις αὐτῆς τῆς τελευτῆς οὐκ ὀθόνην ἐφόρεσεν ἐκτὸς φακιολίου, οὐ λουτροῦ ἥψατο, οὐ κρεῶν μετέλαβεν· ὃς ἔσχε τοιοῦτον τὸ σωμάτιον ὑπὸ τῆς χάριτος συγκροτούμενον, ὡς προσδοκῆσαι πάντας τοὺς ἀγνοοῦντας αὐτοῦ τὴν δίαιταν ὅτι ἐν τρυφῇ διάγει. Τούτου τὰς ἀρετὰς τῆς ψυχῆς ἐὰν θέλω διηγήσασθαι κατὰ μέρος ἐπιλείψει μοι ὁ χρόνος· ὃς τοσοῦτον ἦν φιλάνθρωπος καὶ εἰρηνικός, ὡς καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ τοὺς ἀπίστους αἰδεῖσθαι αὐτοῦ τὴν σκιὰν διὰ τὸ λίαν χρηστόν. Τοσαύτην δὲ ἔσχε γνῶσιν τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῶν θείων δογμάτων, ὡς καὶ παρ᾿ αὐτὰ τὰ συμπόσια τῶν ἀδελφῶν ἐξίστασθαι τὴν διάνοιαν καὶ ἐνεάζειν· καὶ παρακαλούμενος διηγήσασθαι τὰ τῆς ἐκστάσεως, ἔλεγεν ὅτι «Ἀπεδήμησα τῇ διανοίᾳ, ἁρπαγεὶς ὑπὸ θεωρίας τινός». Ἔγνων κἀγὼ τοῦτον πολλάκις δακρύσαντα ἐπὶ τραπέζης, καὶ τὴν αἰτίαν πυθόμενος τῶν δακρύων ἤκουσα αὐτοῦ λέγοντος ὅτι «Αἰδοῦμαι μεταλαμβάνων ἀλόγου τροφῆς, λογικὸς ὑπάρχων καὶ ὀφείλων ἐν παραδείσῳ τρυφῆς διάγειν διὰ τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν παρὰ τοῦ Χριστοῦ ἐξουσίαν». Οὗτος γνώριμος ὢν τῇ κατὰ Ῥώμην συγκλήτῳ πάσῃ ταῖς τε γυναιξὶ τῶν μεγιστάνων, ὁπηνίκα σὺν Ἀθανασίῳ τῷ ἐπισκόπῳ ἀπεληλύθει τὸ πρῶτον, ἔπειπα σὺν Δημητρίῳ τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ περισσεύων πλούτῳ καὶ ἀφθονίᾳ χρειῶν, οὐ διαθήκην ἔγραψε τελευτῶν, οὐ νόμισμα καταλέλοιπεν, οὐ πρᾶγμα ταῖς ἰδίαις αὐτοῦ ἀδελφαῖς παρθένοις οὔσαις· ἀλλὰ παρέθετο αὐτὰς τῷ Χριστῷ λέγων· «Ὁ κτίσας ὑμᾶς οἰκονομήσει ὑμῶν τὴν ζωήν, ὡς κἀμέ». Ἦν δὲ σὺν ταῖς ἀδελφαῖς αὐτοῦ σύστημα παρθένων ἑβδομήκοντα. Οὗτος φοιτήσαντί μοι νέῳ ὄντι πρὸς αὐτὸν καὶ παρακαλοῦντι στοιχειωθῆναι ἐν τῷ μονήρει βίῳ, σφριγώσης ἔτι τῆς ἡλικίας καὶ λόγου μὴ δεομένης ἀλλὰ πόνων τῶν κατὰ σάρκα, ὡς καλὸς πωλοδάμνης ἐξήγαγέ με ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα ἐρημικὰ ἀπὸ σημείων πέντε.

, ,

Σχολιάστε

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ (2021)

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ (2021)

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

* * *

Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

.                         Εἰσερχόμεθα, εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ, εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τόν δόλιχον τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία γνωρίζει τούς λαβυρίνθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τόν μίτον τῆς Ἀριάδνης, τήν ὁδόν τῆς ἐξόδου ἀπό αὐτούς — τήν ταπείνωσιν, τήν μετάνοιαν, τήν δύναμιν τῆς προσευχῆς καί τῶν κατανυκτικῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τήν παθοκτόνον νηστείαν, τήν ὑπομονήν, τήν ὑπακοήν εἰς τόν κανόνα τῆς εὐσεβείας —, μᾶς καλεῖ καί ἐφέτος εἰς μίαν ἔνθεον πορείαν, μέτρον τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Σταυρός καί ὁρίζων ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.
.                         Ἡ προσκύνησις τοῦ Σταυροῦ, μεσούσης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀποκαλύπτει τό νόημα τῆς ὅλης περιόδου. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἠχεῖ καί συγκλονίζει: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι … ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καί ἀκολουθήτω μοι». (Λουκ. θ’, 23). Καλούμεθα νά αἴρωμεν τόν ἰδικόν μας σταυρόν, ἀκολουθοῦντες τόν Κύριον καί ἀτενίζοντες τόν ζωηφόρον Σταυρόν Αὐτοῦ, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ σώζων καί ὄχι ἡ ἄρσις τοῦ ἡμετέρου σταυροῦ. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι «ἡ κρίσις τῆς κρίσεώς μας», ἡ «κρίσις τοῦ κόσμου», καί συγχρόνως ἡ ὑπόσχεσις ὅτι τό κακόν, εἰς ὅλας τάς μορφάς του, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν. Προσβλέποντες πρός τόν Χριστόν καί, ὑπό τήν σκέπην Αὐτοῦ ὡς τοῦ ἀγωνοθέτου, τοῦ εὐλογοῦντος καί κρατύνοντος τήν ἡμετέραν προσπάθειαν, ἀγωνιζόμεθα τόν καλόν ἀγῶνα, «ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι» (Β´ Κορ. δ´, 8-9). Αὐτή εἶναι ἡ βιωματική πεμπτουσία καί κατά τήν σταυροαναστάσιμον αὐτήν περίοδον. Πορευόμεθα πρός τήν Ἀνάστασιν διά τοῦ Σταυροῦ, διά τοῦ ὁποίου «ἦλθε χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
.                         Ἵσως τινές ἐξ ὑμῶν διερωτῶνται, διατί ἡ Ἐκκλησία, σοβούσης τῆς πανδημίας, προσθέτει εἰς τούς ἤδη ὑπάρχοντας ὑγειονομικούς περιορισμούς καί μίαν ἀκόμη «καραντίναν», αὐτήν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πράγματι, καί ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μία «καραντίνα», δηλαδή χρονική περίοδος διαρκείας τεσσαράκοντα ἡμερῶν. Ὡστόσον, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔρχεται νά μᾶς ἐξουθενώσῃ ἔτι περαιτέρω μέ νέας ὑποχρεώσεις καί ἀπαγορεύσεις. Ἀντιθέτως, μᾶς προσκαλεῖ νά νοηματοδοτήσωμεν τήν καραντίναν πού βιώνομεν λόγῳ τοῦ κορωνοϊοῦ, μέσῳ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς ἀπελευθερώσεως ἀπό τόν ἐγκλωβισμόν εἰς τά τοῦ «κόσμου τούτου».
.                         Τό σημερινόν Εὐαγγελικόν ἀνάγνωσμα θέτει τούς ὅρους δι᾽ αὐτήν τήν ἀπελευθέρωσιν. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ὄχι μέ τήν ἔννοιαν τῆς ἀποχῆς μόνον ἀπό συγκεριμένας τροφάς, ἀλλά καί ἀπό τάς συνηθείας ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι μᾶς κρατοῦν προσκολλημένους εἰς τόν κόσμον. Ἡ ἀποχή αὐτή δέν συνιστᾷ ἔκφρασιν ἀπαξιώσεως τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀναγκαίαν προϋπόθεσιν ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτόν καί βιώσεως τῆς μοναδικῆς εὐφροσύνης τῆς ἀνακαλύψεώς του ὡς πεδίου χριστιανικῆς μαρτυρίας. Διά τόν λόγον αὐτόν, καί εἰς τό στάδιον τῆς νηστείας, ἡ θέασις καί βίωσις τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἔχει πασχαλινόν χαρακτῆρα, γεῦσιν Ἀναστάσεως. Τό «σαρακοστιανό κλῖμα» δέν εἶναι καταθλιπτικόν, ἀλλά ἀτμόσφαιρα χαρᾶς. Αὐτήν τήν «χαράν τήν μεγάλην» εὐηγγελίσατο ὁ ἄγγελος «παντί τῷ λαῷ» κατά τήν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος (Λουκ. β΄, 10), αὐτή εἶναι ἡ ἀναφαίρετος καί «πεπληρωμένη χαρά» (Α´ Ἰωαν. α΄, 4) τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε παρών εἰς τήν ζωήν μας, εὑρίσκεται πλησιέστερον εἰς ἡμᾶς ἀπό ὅσον ἡμεῖς εἰς τόν ἑαυτόν μας, πάσας τάς ἡμέρας, «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη´, 20). Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκατάλυτος μαρτυρία περί τῆς ἐλθούσης Χάριτος καί περί τῆς ἐλπίδος τῆς Βασιλείας, τῆς πληρότητος τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.
.                         Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀπάντησις εἰς τήν φιλάνθρωπον συγκατάβασιν τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς, τό «Ναί» μέ ὅλην μας τήν ὕπαρξιν εἰς τόν «κλίναντα οὐρανούς καί καταβάντα», διά νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινον γένος «ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου» καί νά μᾶς ἀνοίξῃ τήν ὁδόν τῆς κατά χάριν θεώσεως. Ἐκ τῆς δωρεᾶς τῆς Χάριτος πηγάζει καί τρέφεται ἡ θυσιαστική ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί ἡ «φροντίς» διά τήν κτίσιν ὅλην. Ἐάν ἀπουσιάζῃ αὐτή ἡ φιλάδελφος ἀγάπη καί ἡ θεοτερπής μέριμνα διά τήν δημιουργίαν, τότε ὁ συνάνθρωπος καθίσταται ἡ «κόλασίς μου» καί ἡ κτίσις ἐγκαταλείπεται εἰς ἀλόγους δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι τήν μεταβάλλουν εἰς ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως καί εἰς περιβάλλον ἐχθρικόν διά τόν ἄνθρωπον.
.                         Ὁ δεύτερος ὅρος διά τήν ἀπελευθέρωσιν, τήν ὁποίαν ὑπόσχεται ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εἶναι ἡ συγγνώμη. Λήθην τοῦ θείου ἐλέους καί τῆς ἀφάτου εὐεργεσίας, ἀθέτησιν τῆς Κυριακῆς ἐντολῆς, ὅπως καταστῶμεν τό «ἅλας τῆς γῆς» καί «τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε´, 13-14), καί κακήν ἀλλοίωσιν τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος, ἀποτελεῖ ἡ «κλειστή πνευματικότης», ἡ ὁποία ζῇ ἀπό τήν ἄρνησιν καί τήν ἀπόρριψιν τοῦ «ἄλλου» καί τοῦ κόσμου, νεκρώνει τήν ἀγάπην, τήν συγχώρησιν καί τήν ἀποδοχήν τοῦ διαφορετικοῦ. Αὐτήν τήν ἄγονον καί ὑπεροπτικήν στάσιν ζωῆς, ἀποδοκιμάζει μέ ἔμφασιν ὁ Εὐαγγελικός λόγος κατά τάς τρεῖς πρώτας Κυριακάς τοῦ Τριωδίου.
.                         Εἶναι γνωστόν ὅτι τοιαῦται ἀκρότητες παρουσιάζουν ἔξαρσιν ἰδιαιτέρως κατά τάς περιόδους, εἰς τάς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τούς πιστούς εἰς πνευματικήν γυμνασίαν καί ἐγρήγορσιν. Ὅμως, ἡ γνησία πνευματική ζωή εἶναι ὁδός ἐσωτερικῆς ἀναγεννήσεως, ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτόν μας, ἀγαπητική κίνησις πρός τόν πλησίον. Δέν στηρίζεται εἰς σύνδρομα καθαρότητος καί ἀποκλεισμούς, ἀλλά εἶναι συγγνώμη καί διάκρισις, δοξολογία καί εὐχαριστία, κατά τήν ἐμπειρικήν σοφίαν τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως: «Οὐ τά βρώματα, ἀλλ᾿ ἡ γαστριμαργία κακή…, οὐδέ τό λέγειν, ἀλλ᾿ ἡ ἀργολογία…, οὐδέ ὁ κόσμος κακός, ἀλλά τά πάθη».
.                         Μέ αὐτήν τήν διάθεσιν καί τά αἰσθήματα, ἑνοῦντες τάς προσευχάς μας μαζί μέ ὅλους ἐσᾶς, ἀγαπητοί, διά τήν ὁριστικήν ὑπέρβασιν τῆς φονικῆς πανδημίας καί ταχεῖαν ἀντιμετώπισιν τῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν συνεπειῶν της, καί ἐξαιτούμενοι τάς ἱκετηρίους ὑμῶν δεήσεις, διά τήν, πεντηκονταετίαν ὅλην μετά τήν ἄνωθεν, ὅλως ἀδίκως, ἐπιβληθεῖσαν σιωπήν, ἐπαναλειτουργίαν τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, ὑποδεχόμεθα ἐν Ἐκκλησίᾳ τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, ᾄδοντες καί ψάλλοντες ὁμοθυμαδόν τό «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», ᾯ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας. Ἀμήν!

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκα´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

, ,

Σχολιάστε

H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-2 «Οἱ Ὀρθόδοξοι Εἴμαστε “τυχεροὶ” ποὺ ἡ ἐπιβαλλομένη ἀπὸ τὸ κράτος καραντίνα ἐν μέρει συμπίπτει μὲ τὴν “ἱερὰ καραντίνα” τῆς Σαρακοστῆς»

Μέρος Α´ : H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-1 (Καταχρηστικοὶ παραλληλισμοὶ καὶ ἀκραῖες θεωρίες) «Μία ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας μαγικὸς τόπος, ἀπόλυτα προστατευμένος ἀπὸ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, ὅπου κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κολλήσει»

Μέρος Γ´: H ΠΡΟEΛΕΥΣΗ, H ΦYΣΗ καὶ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ-3

, , ,

Σχολιάστε

ΥΜΝΟΙ ΜΕΓ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Σχολιάστε