Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Χαραλ. Μπούσιας

ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-2 (Χαρ. Μπούσιας)

Μηνύματα καὶ Ἅγιοι τῆς Ἁλώσεως [Β´]

Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Πρῶτος Νεομάρτυς Λουκᾶς Νοταρᾶς

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-1 (Χαρ. Μπούσιας)

 .                «Διηγούμενος κανεὶς τὸ ἱστορικὸ τῆς Ἁλώσεως, θὰ ἦταν παράλειψη νὰ ἀγνοήσει τὴν ὑπέροχη σὲ τραγικότητα μορφὴ τοῦ Βυζαντινοῦ ἄρχοντα Λουκᾶ Νοταρᾶ καὶ τὸ ἡρωϊκό του ὁλοκαύτωμα», μᾶς λέγει ὁ Σκωτσέζος Βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν.
.                Αὐτός, ὁ τελευταῖος Μέγας Δούξ, τίτλος ἀντίστοιχος τοῦ Πρωθυπουργοῦ, τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὁ πρῶτος Νεομάρτυς τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Γένους ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση.
.                Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1402. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε μετοικήσει στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Μονεμβασία περίπου ἕναν αἰώνα πρίν, ἔχοντας ἀποκτήσει σεβαστὴ περιουσία ἀπὸ τὸ ἐμπόριο παστῶν ψαριῶν.
Γόνοι τῆς οἰκογένειας του ἐπέστρέψαν μετὰ τὴν Ἅλωση στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ Τρίκαλα Κορινθίας. Ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθαν δύο μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ προστάτης τῆς Κεφαλλονιᾶς Ἅγιος Γεράσιμος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος, ἀρχηγέτης τῶν Κολλυβάδων καθὼς καὶ δύο Πατριάρχες Ἱεροσολύμων, ὁ Ἅγιος Δοσίθεος, συγγραφεύς τῆς Δωδεκαβίβλου καὶ ὁ Χρύσανθος.
.                Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Ρωμανίας ὑπῆρχαν δύο πολιτικὲς ἀντιλήψεις σχετικὰ μὲ τὴν γραμμὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθηθεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Πόλεως. Ἡ μία, «οἱ Ἑνωτικοί», ὑποστηριζόμενη κυρίως ἀπὸ μιὰ ὀλιγάριθμη μερίδα  πολιτικῶν καὶ λογίων, στήριζε τὶς ἐλπίδες της στὴν βοήθεια ἀπὸ τὴν Δύση καὶ τὴν Ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς παπικούς, ὥστε νὰ λάβουν ὡς ἀντάλλαγμα τὴν βοήθεια ποὺ προσδοκοῦσαν.
.                Ἄλλοι, ἴσως οἱ περισσότεροι αὐτοῦ τοῦ ρεύματος, δὲν πίστευαν ἐπὶ τῆς οὐσίας στὴν ἕνωση, τὴν ἐπιδίωκαν μόνο γιὰ νὰ λάβουν τὴν πολυπόθητη βοήθεια καὶ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ εἶχαν κατακτήσει σχεδὸν ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ἔδαφος τῆς πάλαι ποτὲ αὐτοκρατορίας, ὅσο εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Φράγκων καὶ Ἑνετῶν.
.                Τὴν τελευταία αὐτὴ ἀντίληψη συμμεριζόταν καὶ ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος, ὅμως, κυβέρνησε μὲ μεγάλη σύνεση καὶ μετριοπάθεια, προσπαθώντας νὰ συμβιβάσει ὅλες τὶς τάσεις, ὥστε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ.
.                Ἡ ἀντίθετη ἀντίληψη, οἱ «Ἀνθενωτικοί», δεκτὴ ἀπὸ τὸν λαὸ στὸ σύνολό του σχεδόν, δὲν ἤθελε ἐπουδενὶ νὰ διαπραγματευθεῖ θέματα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ δὲν πίστευε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον στὴν εἰλικρίνεια τῶν δυτικῶν, ὅπως καὶ ἔγινε.
.                Ἄλλωστε, δὲν ἦταν πολλὰ τὰ χρόνια ποὺ τοὺς χώριζαν ἀπὸ τὴν ἅλωση τοῦ 1204 ἀπὸ τοὺς δῆθεν χριστιανοὺς σταυροφόρους τῆς Δύσεως καὶ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ πληροφορηθοῦν τὸν ἐπαχθῆ τρόπο διοικήσεως τῶν λατινοκρατούμενων περιοχῶν καὶ τὰ ὅσα δεινὰ ὑπέμεναν οἱ ὁμόδοξοί τους ἀπὸ τοὺς ἀζυμίτες κατακτητές. Ἐπὶ πλέον πίστευαν ὅτι τυχὸν ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἐπέκταση τῶν διαιρέσων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἔγινε τὸ 1924 μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου.
.                Ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς ἀνῆκε στὴν ἀνθενωτικὴ μερίδα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος προσπαθώντας νὰ συμφιλιώσει τὶς ἀντίπαλες παρατάξεις τὸν πρότεινε γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Δουκός. Ἔτσι, ἔδειχνε τὴν ἐκτίμησή σου πρὸς αὐτὸν  μολονότι γνώριζε τὶς ἀνθενωτικές του ἀπόψεις.
.                Στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1452 ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ πρώην Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Ἰσίδωρος, ποὺ ἔγινε καρδινάλιος συνοδευόμενος ἀπὸ διακόσιους τοξότες, στρατολογημένους μὲ χρήματα τοῦ Βατικανοῦ, ὡς δεῖγμα ὅτι ὁ πάπας ἦταν διατεθειμένος νὰ βοηθήσει τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ὁ αὐτοκράτορας ὅρισε ἐπιτροπὲς διαπραγματεύσεως μαζί τους, γιὰ νὰ δώσουν τὴν συγκατάθεσή τους γιὰ τὴν ἕνωση. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς συμμετεῖχε καὶ ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὁ ὁποῖος, μολονότι κινήθηκε ἀρκετὰ διπλωματικά, ἐν τέλει κίνησε ἐναντίον του καὶ τὶς ὑποψίες τῶν ἀνθενωτικών, ποὺ ὑπέθεσαν ὅτι ἐγκατέλειψε τὶς Ὀρθόδοξες θέσεις του, καὶ τῶν Λατίνων, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν τὸν ἐμπιστεύονταν.
.                Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες περνοῦσαν καὶ ἄλλη στρατιωτικὴ βοήθεια ἀπὸ τὴν Δύση δὲν ἔφθανε. Ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἐγκατάλειψη τῶν δυτικῶν δῆθεν συμμάχων μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἀντιλατινικὲς  ἐκδηλώσεις νὰ ἀρχίσουν νὰ πολλαπλασιάζονται.
.                Τὸ σύνθημα τῶν ἀνθενωτικῶν «Κρεισσότερόν ἐστιν εἰδέναι φακιόλιον Τούρκων βασιλεῦον ἐν μέσῃ τῇ πόλει, ἢ καλύπτραν λατινικήν» τὸ ὁποῖο ὀφείλεται στὴν ἀδιαλλαξία καὶ τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων, ἀποδίδεται στὸν Λουκᾶ Νοταρᾶ.
.                Ἐν τέλει, παρὰ τὶς πολλὲς ἀντιρρήσεις κηρύχθηκε ἡ ἕνωση, ἡ ὁποία ποτέ δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο λαό. Ἀκόμη καὶ οἱ ὑποστηρικτές της ἔλεγαν ὅτι ἔγινε κατ’ οἰκονομίαν καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῶν περιστάσεων γιὰ τὴν διατήρηση τῆς αὐτοκρατορίας καὶ θὰ ἀκυρωνόταν, ἂν διασωζόταν ἡ Πόλη. Ὅμως, ἐξαπατήθηκαν.
.                Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν Βασιλεύουσα, ὁ Νοταρᾶς καὶ οἱ σύντροφοί του ἀμυνόμενοι σὲ κάποιον πύργο, βλέποντας τὸ μάταιο τῆς ἀντιστάσεως, παραδόθηκαν.
.                Οἱ στρατιῶτες τὸν ὁδήγησαν στὸν σουλτάνο, ποὺ ἀρχικὰ τοῦ φέρθηκε μὲ εὐγένεια καὶ σεβασμό. Μάλιστα διέταξε νὰ βροῦν καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογενείας, τὰ ὁποῖα ὁ Πορθητής ἐξαγόρασε καὶ  ἀπελευθέρωσε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο μεγαλύτερους γιούς του, ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ, λέγοντας στὸν Νοταρᾶ ὅτι ἤθελε νὰ τὸν ὁρίσει διοικητὴ τῆς Πόλεως.
.                Τὴν ἑπομένη, ὅμως, ἡμέρα, ὁ Μωάμεθ ἔδειξε τὸν ὑπερφύαλο καὶ πανάσεμνο χαρακτήρα του, ἀφοῦ στὸ ἐπινίκιο συμπόσιο ποὺ ἔκανε μὲ τοὺς ἐπιτελεῖς του, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ νεώτερου γιοῦ τοῦ Νοταρᾶ, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν βάλει στὸ χαρέμι του, γιὰ νὰ ἀσελγήσει μαζί του καὶ νὰ ὑποτάξει πλήρως τὸν Δούκα.
.                Ἡ ἀπάντηση τοῦ Λουκᾶ Νοταρᾶ ἦταν μιὰ ἀγέρωχη ἄρνηση. Καὶ ὁ σουλτάνος διέταξε νὰ τὸνσυλλάβουν καὶ νὰ ὁδηγήσουν μπροστά του μαζὶ μὲ τὸν γιό του καὶ τὸν γαμπρό του. Ἐκεῖ ὁ σουλτάνος ἐπανέλαβε τὴν πρότασή του, ἡ ἀπάντηση στὴν ὁποία θὰ σήμαινε ζωή, ἢ θάνατο καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς.
.                Ἡ ἐκ νέου ἄρνηση τοῦ ἀσυμβίβαστου Νοταρᾶ ἔφερε τὴν σφραγίδα τῆς ἀπόλυτης προσηλώσεώς του στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
.                Ἐνθαρρύνει τὸν γιὸ καὶ τὸν γαμπρό του στὸ μαρτύριο λέγοντας:
-Νά, εἶναι ἀνοικτὸς ὁ δρόμος. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἐσταυρωμένου, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ μᾶς, ἂς πεθάνουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐλογίες Του.
.                Καὶ κατόπιν, στρεφόμενος στὸν δήμιο, τοῦ εἶπε:
-Κάνε αὐτὸ ποὺ σὲ διέταξαν, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς νέους.
.                Τὸ εἶπε αὐτὸ φοβούμενος μήπως ἐκεῖνοι λιποψυχήσουν ἂν ὁ ἴδιος θανατωνόταν πρῶτος.
.                Ὁ ἡρωϊκὸς πατέρας, ἔβλεπε νὰ ἀποκεφαλίζουν τὰ παιδιὰ ὄρθιος, ἀκίνητος, λέγοντας:
-Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε», καὶ «Δίκαιος εἶ, Κύριε».
.                Στὴν συνέχεια ζήτησε ἀπὸ τὸν δήμιο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ λίγο, αἴτημα ποὺ ἔγινε ἀποδεκτό.
.                Βγαίνοντας εἶδε τὰ ἀποκεφαλισμένα σώματα τῶν παιδιῶν του, δοξολόγησε καὶ πάλι τὸν Θεὸ καὶ ἔκλινε τὸ κεφάλι στὸ σπαθὶ τοῦ δημίου. Ἦταν Κυριακή, 3 Ἰουνίου τοῦ 1453.

Ἡ Ὁσία Ὑπομονή

.                       Ἡ Ὁσία μητέρα μας Ὑπομονή ποὺ τὴν ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς ἁλώσεως, ἡ βασίλισσα τῶν τελευταίων χρόνων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, εἶναι γιὰ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας μιὰ νεοφανὴς ἁγία. Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Κύριος, μετὰ ἕξη αἰῶνες ἀπὸ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή της, νὰ γίνει γνωστὴ καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχή, ποὺ καὶ μόνο τὸ ὄνομά της συγκινεῖ, ἀφοῦ χωρὶς ὑπομονὴ κανείς μας δὲν μπορεῖ νὰ διανύσει τὸ πολυκύμαντο τοῦ βίου πέλαγος. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀρετὴ ἀνθρώπινη κοινωνία δὲ γίνεται. Ὑπομένουν οἱ ἰσχυροὶ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀδυνάτων. Ὑπομένουν οἱ ἀδύνατοι τὴν ὑπεροψία τῶν ἰσχυρῶν. Ὑπομένουν οἱ γονεῖς καὶ οἱ παιδαγωγοὶ τὴν ἀπείθεια τῶν παιδιῶν. Ὑπομένουν τὰ παιδιὰ τὴν καταπίεση πολλὲς φορὲς τῶν μεγάλων. Ὑπομένουν οἱ ἄρρωστοι τὸ βαρὺ φορτίο τοῦ πόνου. Ὅλοι ὑπομένουν τὸ ζυγὸ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Χριστὸς ἐμπιστευόμενοι στὰ λόγια Του: « Τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι» (Ματθ. ια΄ 30). Χωρὶς ὑπομονὴ ἄλλωστε δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε καὶ μᾶς τὸ διαβεβαιώνει πάλι ὁ Κύριος: « Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22).
.                    Ἡ ἁγία Ὑπομονὴ εἶναι ἡ βασίλισσα καὶ αὐγούστα Ἑλένη Δραγάση-Παλαιολογίνα. Ἡ κόρη τοῦ ἡγεμόνος τῶν Σλαύων Κωνσταντίνου Δραγάση ποὺ ἔγινε αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου  ὡς σύζυγος τοῦ Ἐμμανουὴλ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου καὶ μητέρα τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος καὶ ἥρωος τῆς ἁλώσεως, ἐθνομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου. Ἡ βασιλεία της ἦταν γεμάτη δυσκολίες καὶ χαλεπὰ γεγονότα, ὅπως ἡ πολιορκία τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μάλιστα σὲ ἐποχὴ ποὺ μὲ τὸ σύζυγό της  ἦταν ἐξόριστοι ( 1390-1392). Στὰ ἕξη παιδιὰ ποὺ τῆς χάρισε ὁ Θεὸς προσέφερε ὄχι μόνο τὸ ” ζῆν “,ἀλλὰ καὶ τὸ ” εὖ ζῆν ” σταλάζοντας στὴ ψυχή τους τὰ ὀρθόδοξα δόγματα, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στὰ βάσανα. Καὶ ἂν τὰ λόγια της καμιὰ φορὰ δὲν εὕρισκαν πρόσφορο ἔδαφος στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν της δὲν ἀπελπιζόταν. Δὲν ἔπεισα σήμερα, ἔλεγε, ἴσως μπορέσω νὰ τὰ πείσω αὔριο καὶ σιγοψέλλιζε τὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Οὐδὲν ὑπομονῆς ἴσον καὶ καρτερίας».
.                  Σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς βασιλείας της ἡ εὐσυμπάθητη καὶ φιλόθεη αὐτοκράτειρα εὐαρέστησε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ ἔργα της. Δὲν ὑπῆρχε πτωχὸς ἢ ἀνήμπορος, ποὺ νὰ μὴ βρῆκε καταφυγὴ στὴν πλατειὰ ἀγκαλιά της. «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνης αὐτῆς ἔμεινεν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. ρια΄ 9).   Ὁ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ φιλόσοφος, γράφει γι’ αὐτήν, ὅτι διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη της καὶ τὴν δικαιοσύνη της, τὴν ὁποία εἶχε ἀναπτύξει στὸν ὑπέρτατο βαθμό. Ποτὲ δὲν ἔκανε κακὸ σὲ κανένα. Ἀντιθέτως ἔκανε πολλὰ καλά, ἀφοῦ κατοικοῦσε πάντοτε στὴν καρδιά της ὁ Χριστὸς καὶ τὸ δίπτυχο τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς της ἦταν «ὁσιότητα στὸν Θεὸ καὶ δικαιοσύνη στοὺς ἀνθρώπους». Ἦταν πιστὴ στὰ Ὀρθόδοξα δόγματα καὶ γνώριζε πολὺ καλὰ τὶς μηχανορραφίες τοῦ Πάππα καὶ τὸν ὕπουλο τρόπο δράσεως τῶν ἀζυμιτῶν, ἀφοῦ ὁ παππισμὸς εἶχε ἐπικίνδυνα ἐξαπλωθεῖ στὰ σπλάγχνα τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ μάλιστα τῶν Σταυροφόρων ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ σὲ νευραλγικὰ σημεῖα τοῦ κυρίως Ἑλλαδικοῦ χώρου. Ἡ ἁγία Ὑπομονὴ ἐφάρμοζε πλήρως τὸ τοῦ Παύλου: «Ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθαι» (Φιλιπ. α΄ 27).

Σχέση τῆς Ὁσίας Ὑπομονῆς μὲ τὸν Ὅσιο Πατάπιο

.                    Ἡ περίφημη Μονὴ τῶν Αἰγυπτίων στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε  δομήτορα, ἀλλὰ καὶ ἀλάνθαστο πνευματικὸ καθοδηγητὴ τὸν Ὅσιο Πατάπιο. Σὲ αὐτὴν ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἔκανε τόσα θαύματα μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅλοι οἱ νοσοῦντες καὶ δεινῶς πάσχοντες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔτρεχαν σὲ αὐτὸν καὶ εὕρισκαν θεραπεία. Σὲ αὐτὴ τὴν Μονὴ ὁ Ὅσιος Πατάπιος κοιμήθηκε τὸν ὕπνο τῶν δικαίων καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ ἀγαπημένου του Ἰησοῦ, ποὺ τοῦ ἀφθάρτισε τὸ σκήνωμα καὶ τὸ κατέστησε πηγὴ  ἀστείρευτη θαυμάτων.
.                     Λίγο ἀργότερα ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ καταστραφεῖ ἡ Μονὴ τῶν Αἰγυπτίων καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Παταπίου μεταφέρθηκε γιὰ ἀσφάλεια ἀπὸ τὸν συνασκητή του, ὅὍσιο Βάρα, στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Πέτρας, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε συστήσει. Ἡ Μονὴ αὐτὴ βρισκόταν ὑπὸ τὴν ὑψηλὴ προστασία τῶν Παλαιολόγων καὶ μάλιστα τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς, τῆς μητέρας τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου, τοῦ ἡρωϊκοῦ καὶ θρυλικοῦ ἐθνομάρτυρος τῆς ἁλώσεως.
.                           Μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἀγγελῆς Νοταρᾶς, συγγενὴς τῶν Παλαιολόγων καὶ ἀνεψιὸς τῆς Ὁσίας Ὑπομονῆς, γιὰ νὰ  γλυτώσει τὸ ἱερὸ τοῦ Ὁσίου Παταπίου σκήνωμα  ἀπὸ τὴν μανία τῶν ἀπογόνων τῆς Ἄγαρ, τὸ μετέφερε στὰ Γεράνεια ὄρη, τὰ ὁποῖα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρεῖχαν ἀσφάλεια, γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ ἁγίου σκηνώματος. Ἐκεῖ τὸ ἔκρυψε σὲ δυσπρόσιτο σπήλαιο, ὅπου βρέθηκε τυχαίως στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος μας, τὸ 1904.
.                    Γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου συστήθηκε τὸ 1952 κοινόβιο μοναζουσῶν, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Παταπίου. Ψυχὴ, δομήτορας καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ κοινοβίου ἦταν ὁ ἀκάματος καὶ πολιὸς πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορινθίας, μακαριστὸς ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Μαρμαρηνός.

Διδάγματα σήμερα


.                     Ἡ
Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει.
.                   Πρῶτον ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς παιδαγωγεῖ καὶ δὲν ὁρίζει τὰ σύνορα τῆς πατρίδος μας γιὰ τὴν ἀποστασία μας. Ἀλλοίμονο, ἂν μᾶς δώσει μιὰ νέα συρρίκνωση τῶν συνόρων μας μὲ προσφυγιὰ καὶ θλίψη καὶ μᾶς ἀναγκάσει νὰ κλάψουμε, ὅπως στὴν μετοικεσία τους οἱ Ἰσραηλῖτες «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος» (Ψαλμ. 136, 1).  Ἤδη ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς  Ἑλλάδας τῶν πέντε θαλασσῶν καὶ τῶν δύο ἠπείρων, τὰ τελευταῖα χρόνια συρρικνωθήκαμε, χάσαμε τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Σμύρνη, τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Καππαδοκία Μᾶς ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μᾶς πῆραν τὴν μισὴ Κύπρο, τὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία.
.              Δεύτερον, ὀφείλουμε στὶς δυσκολίες μας νὰ κάνουμε ὑπομονὴ βαριὰ καὶ πολυχρόνια. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22 ).
.                 Τρίτον, νὰ εἴμαστε ἄρρηκτα προσκολλημένοι στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ἀποφεύγουμε διχαστικὲς τάσεις μέσα σὲ αὐτήν, γιατὶ διαρρηγνύουμε τὸν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ μας.
.                 Καὶ τέταρτον νὰ διαβάζουμε τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων μας καὶ νὰ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ αὐτούς, ἐλπίζοντας ὅτι μετὰ ἀπὸ κάθε καταιγίδα ἔρχεται ἡ ξαστεριά.
.                      Ὁ Κύριος μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς προστατεύει, ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι κοντά Του, κοντὰ στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία, μέσα στοὺς κόλπους τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας.    

Διαφήμιση

,

Σχολιάστε

ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-1 (Χαρ. Μπούσιας)

Μηνύματα καὶ Ἅγιοι τῆς Ἁλώσεως [Α´]

Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                Πῶς νὰ μὴν θρηνήσουμε, πῶς νὰ μὴν δακρύσουμε ἀναλογιζόμενοι τὰ δεινὰ ποὺ βρῆκαν τὸ γένος μας τὴν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς ἁλώσεως τῆς Βασιλεύουσας, τὴν 29ηΜαΐου τοῦ 1453, τότε ποὺ ὁ ἐλέῳ Θεοῦ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ χέρι ἀπίστων προασπιζόμενος τὴν κλεινὴ Κωνσταντινούπολη, τὴν πόλη τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς; Παρὰ τὶς δυσκολίες, τὴν πολιορκία τῆς Πόλεως καὶ τὴν μάταιη ἀναζήτηση βοήθειας ἀπὸ τὴν Δύση ὁ εὐγενής, ἀνδρεῖος, φιλόπατρις αὐτοκράτορας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ ἀγωνισθεῖ μέχρι θανάτου γιὰ τὴν σωτηρία τῆς παναγιοφρούρητης πρωτεύουσας τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.
.                Στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἔπεσε νεκρὸς ὁ νέος Λεωνίδας τοῦ Ἔθνους. Τὸ δικό του «Μολὼν λαβέ» ἐκφράσθηκε μὲ τὰ λόγια πρὸς τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή ποὺ ζήτησε συνθηκολόγηση καὶ ὑποταγή: «Τὸ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὐκ ἐμόν ἐ­στιν. Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
.                Ἔπεσε νεκρὸς ὁ αὐτοκράτορας ποὺ ἔγινε σύμβολο πατριωτισμοῦ καὶ ζεῖ στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἡ Ρωμανία ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ, ἀνθεῖ καὶ βγάζει φύλλα καὶ καρπούς.
.                Ἔπεσε νεκρὸς ὁ μαρμαρωμένος βασιλιάς, ὁ χριστοφόρος, ἀφοῦ εἶχε μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εἶχε ζητήσει συγγνώμη γιὰ τὶς παραλείψεις του καὶ τὴν διχαστικὴ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ οὐνίτικη λειτουργία τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1452, στὴν ὁποία εἶχε διπλωματικὰ λάβει μέρος καὶ στὴν ὁποία ἀναγνώσθηκε τὸ ἀντορθόδοξο διάταγμα τῆς Φλωρεντίας.
.                Ἔπεσε νεκρὸς ὁ βασιλιάς, ἀλλὰ ἡ Ρωμανία ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ στοὺς αἰῶνες, γιατὶ εἶναι ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ ἐκλεκτὴ μερίδα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν προστατεύει, τὴν καθοδηγεῖ καὶ τὴν παιδαγωγεῖ ἐνίοτε σκληρά, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὴν ἐγκαταλείπει. Ἡ ἐπέτειος τῆς ἁλώσεως φέρνει πικρὲς ἀναμνήσεις, ἀλλὰ μᾶς περνάει καὶ μηνύματα γιὰ ἕνα καλύτερο καὶ σωτηριῶδες μέλλον. Μᾶς περνάει μηνύματα,

*Ἑνότητος καὶ ὄχι διχασμοῦ τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
*Σταθερῆς προσηλώσεως στὴν ἐθνογεννήτρα Ὀρθοδοξία.
*Ὑπομονῆς στὶς κακουχίες καὶ ἦττες.
*Ἐλπίδας ἀναστάσεως.

.                Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1453 ὁ ἐμπαθής, φιλοπόλεμος καὶ σκληροτράχηλος σουλτάνος Μωάμεθ  ὁ Β΄ ὁ Πορθητής, μόλις εἰκοσιενὸς ἐτῶν μὲ ὁλόκληρο τὸ πολυπληθὲς  στράτευμά του βρίσκονταν ἤδη ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας. Εἶχε σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ τὴν κατακτήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ 150.000 Ὀθωμανοὺς ἔρχισε νὰ τὴν πολιορκεῖ.  Βομβάρδιζαν τὰ τείχη προκαλώντας καταστροφές, τὶς ὁποῖες οἱ πόλιορκημένοι χριστιανοὶ προσπαθοῦσαν νὰ διορθώσουν περιμένοντας καὶ τὴν βοήθεια τῶν Δυτικῶν, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἔφθασε. Ὡς ἡμέρα ὁλικῆς ἐπιθέσεως ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μωάμεθ ἡ 29η Μαΐου.
.                 Στὶς κρίσιμες αὐτὲς στιγμὲς μοναδικὴ ἐλπίδα τῶν Βυζαντινῶν ἦταν ὁ Θεός, ἡ ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα μας σὲ κάθε δυσκολία, σὲ κάθε ἐγκατάλειψη ἀνθρώπινη. Μᾶς τὸ ἔχει ἄλλωστε μηνύσει Αὐτὸς λέγοντας διὰ τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία (Ψαλμ. 145, 3). Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θέλουν ἀνταλλάγματα καὶ πολλὲς φορὲς ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως, τῆς πατρίδος. Οἱ Δυτικοὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἤθελαν τὴν ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ αὐτούς, τοὺς σχισματικοὺς ἀζυμίτες. Ὑποταγὴ ποὺ σήμαινε ἀφανισμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ λόγιος Στουδίτης μοναχός, Ἰωσὴφ Βρυέννιος διασάλπιζε:
.                «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν καὶ ἐν σοὶ τεθνηξόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρὸς καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα».

 Ἐλπίδα ὁ Κύριος, Ὅσιος Ἀνδρέας διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπουν οἱ ἄνθρωποι μόνη μας ἐλπίδα καὶ ἀκαταίσχυντη μένει ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.
.                Ζωντανὸ παράδειγμα μᾶς δίνει ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ποὺ ἀκόμη καὶ στὶς βαρυχειμωνιὲς ἔμενε ἄστεγος, γυμνὸς καὶ ἀνυπόδητος. Διηγήθηκε στὸν πνευματικό του τὸ ἑξῆς:

   -Δὲν μποροῦσα νὰ ὑποφέρω τὸ φοβερὸ κρύο καὶ τὸν ἀέρα, ἀφοῦ δὲν προστατευόμουν ἀπὸ ροῦχα, παπούτσια καὶ στέγη. Κατέφυγα, λοιπόν, στοὺς φτωχούς, στοὺς ὁμοίους μου, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι δὲν μὲ δέχθηκαν. Μὲ σιχαίνονταν καὶ μὲ ἔδιωχναν μακριὰ μὲ ραβδιὰ λέγοντας μου:
-Φύγε ἀπὸ ἐδῶ, σκῦλε!  Ἐξαφανίσου!
.                Τόπο νὰ καταφύγω καὶ νὰ προφυλαχθῶ δὲν εὕρισκα. Ἀπελπίσθηκα. Φοβήθηκα πὼς θὰ πεθάνω. Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεός μου, εἶπα, γιατὶ καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνω, ἡ κακουχία θὰ μοῦ λογισθεῖ σὰν μαρτύριο. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος. Αὐτὸς ποὺ ἔστειλε τὴν παγωνιά, θὰ μοῦ δώσει καὶ τὴν ὑπομονή. Πῆγα, λοιπόν, σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ βρῆκα ἕνα σκῦλο. Ξάπλωσα δίπλα του μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μὲ ζέσταινε λίγο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὅταν μὲ εἶδε κοντά του, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Εἶπα τότε στὸν ἑαυτό μου:
-Βλέπεις, ταλαίπωρε, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶσαι; Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ σὲ περιφρονοῦν καὶ φεύγουν ἀπὸ κοντά σου καὶ δὲν σὲ δέχονται οὔτε σὰν ὅμοιό τους. Οἱ ἄνθρωποι σὲ σιχαίνονται καὶ σὲ ἀποστρέφονται. Οἱ ὅμοιοί σου, οἱ φτωχοί, σὲ διώχνουν. Τί ἀπομένει, λοιπόν; Δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα τόπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
.                Ἐνῶ ἔλεγα αὐτὰ μὲ πολὺ πόνο, ἦλθα σὲ κατάνυξη. Καὶ ἐπειδὴ ἔτρεμα ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ὑπέφερα ἀπὸ τὴν πεῖνα ἀναλύθηκα σὲ δάκρυα καὶ ἔστρεψα τὰ μάτια μου πρὸς τὴν μοναδική μου παρηγοριά, τὸν Κύριο. Τὰ μέλη μου εἶχαν παγώσει, ὅταν νομίζοντας ὅτι θὰ ξεψυχήσω ἔνοιωσα μιὰ ὑπέροχη ζεστασιά. Ἄνοιξα καλὰ τὰ γεμάτα δάκρυα μάτια μου καὶ εἶδα ἕνα φωτόλαμπρο νέο νὰ μοῦ προτείνει ἕνα ἀνθόπλοκο στεφάνι, ποὺ ἡ εὐωδιά τους ἦταν ἄρρητη. Τὸν ἄκουσα καλὰ νὰ μοῦ λέει:
-Ἀνδρέα ποῦ ἤσουνα;
– «Ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου», τοῦ ἀποκρίθηκα.
.                Καὶ ἐνῶ ἀκόμη μιλοῦσα μὲ ὁδήγησε στὸν Παράδεισο, ὅπου παρέμεινα γιὰ δυὸ ἑβδομάδες καὶ εἶδα πράγματα, «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώποις λαλῆσαι». Δίνει ὁ Θεὸς τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἔκβαση, σκέφθηκα. «Σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13).

Ἄρση τῆς θείας βοηθείας

.                Πολλοὶ δὲν γνωρίζουν μιὰ συνταρακτικὴ πτυχὴ τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλεως, κατὰ τὴν ὁποία συνέβη κάτι ὑπερφυσικό, γιὰ νὰ καταφανεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ προστάτευε τὸ Βυζάντιο ἐπὶ χίλια ἔτη.
.                Ὁ πορθητὴς Μωάμεθ ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴν δίμηνη σχεδόν πολιορκία καὶ τὴν μεγάλη φθορὰ τῶν βαρβάρων ὀρδῶν του, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ κατακτητικό του ἐγχείρημα. Διέταξε τὸν στρατό του νὰ ἑτοιμασθεῖ, γιὰ ἀναχώρηση.
.                Πράγματι, ἡ διαταγὴ γινόταν πράξη, μέχρι τότε ποὺ ἕνας στρατηγός του τὸν ἐξορκίζει νὰ κάνει μιὰ τελευταία ἐπίθεση, πείθοντάς τον μὲ κοινὴ μαρτυρία τοῦ στρατοῦ του ὅτι, ἐνῶ σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας ἔβλεπαν οἱ στρατιῶτες ἕνα λευκὸ σύννεφο νὰ καλύπτει τὴν Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὴν τελευταία νύχτα εἶδαν αὐτὴ τὴν φωτεινὴ νεφέλη νὰ ἀνυψώνεται πρὸς τὸν οὐρανό, δίνοντας τὴν ἑρμηνεία ὅτι ὁ Θεός τους, τοὺς ἐγκαταλείπει. Πείσθηκε τότε ὁ Μωάμεθ καὶ ἐπιχείρησε τὴν τελευταία καὶ μοιραία ἔφοδό του μὲ τὰ γνωστὰ δραματικὰ γεγονότα. Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἀναφέρει ὁ χρονικογράφος τῆς ἁλώσεως, Δούκας.

Αἱματοπότιστη ἅλωση, πάλι δικιά μας θά ‘ναι.

.                Τὴν παραμονὴ τῆς αἱματοπότιστης ἁλώσεως τελέσθηκε θεία Λειτουργία στὴν Ἁγία Σοφία μὲ καθολικὴ συμμετοχὴ κλήρου καὶ λαοῦ. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς, πρὶν κοινωνήσει, ζήτησε ἀπ’ ὅλους νὰ τὸν συγχωρήσουν γιὰ τυχόν λάθη καὶ ἀδικίες ποὺ εἶχε προκαλέσει, κυρίως μὲ τὴν λανθασμένη ἐπιλογή του νὰ περιμένει βοήθεια ἀπὸ τὴν δύση, στὴν ὁποία εἶχε παραδώσει τὸ πατροπαράδοτο σέβας, ἔστω καὶ γιὰ λόγους πολιτικῆς καὶ προσδοκομένης σωτηρίας τοῦ Βυζαντίου, μὲ συνέπεια τὸν διχασμὸ τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἔπειτα κατευθύνθηκε ἀποφασιστικὰ πρὸς τὴν πύλη του Ἁγίου Ρωμανοῦ, στὸ πιὸ εὐαίσθητο σημεῖο τῆς ἄμυνας. Δὲν ἔβαλε ἄλλους μπροστάρηδες στὴν μάχη. Μπῆκε ὁ ἴδιος, γιατὶ ἦταν παλληκάρι καὶ ἀνελάμβανε τὶς εὐθῦνες του ἀπέναντι στὸν λαό του.
.                Λίγο μετὰ τὰ μεσάνυκτα κηρύχθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλεως μὲ τὸν Αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς ἀμύνονταν μὲ σθένος, γνωρίζοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐπιλογὴ ὑποχωρήσεως. Οἱ δύο πρῶτες ἐπιθέσεις ἀποκρούσθηκαν ἐπιτυχῶς, παρὰ τὰ ρήγματα ποὺ δημιουργοῦνταν συνεχῶς στὰ τείχη ἀπὸ τοὺς κανονιοβολισμούς. Ὅμως, ὁ Μωάμεθ ὀργάνωσε πολὺ πιὸ προσεγμένα τὴν τρίτη καὶ τελευταία ἐπίθεση. Μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτέθηκαν στὸ σημεῖο τῶν τειχῶν ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ὅπου βρισκόταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς καὶ ποὺ ἐκεῖ πολεμώντας μὲ ἀξιοθαύμαστη γενναιότητα ἔπεσε ἡρωϊκά.
.                   Ἡ θυσία τοῦ Κωνσταντίνου Παλιολόγου στὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὸ μοναδικὸ 1821. Τὰ κατὰ  δεκάδες κινήματα τῶν ὑποδούλων ἐτράφησαν ἀπὸ τοὺς θρύλους τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ καὶ τῆς Κόκκινης Μηλιᾶς. Ἂν εἶχαν παραδοθεῖ τὴν 29η Μαΐου 1453, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀντίσταση καὶ ἐθνεγερσία. Ἡ συνθηκολόγηση θὰ ἦταν ἀνεξίτηλη ντροπή, ἐνῶ ἡ ἡρωϊκὴ ἄμυνα γέννησε τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλπίδα, τὴν προσδοκία. Αὐτὴν ποὺ ἐκφράζει καὶ ὁ Ποντιακὸς θρῆνος:

     “…Ἡ Ρωμανία πέρασεν, Ἡ Ρωμανία πόρθεν,
Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο…”
.                Ἄλλωστε καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ  ἔλεγε πρὸς τοὺς ξένους συνομιλητές του:
-Ὁ βασιλεύς μας συνθήκην δὲν ἔκαμε!  Ἡ φρουρά του πολεμᾶ ἀκόμη καὶ τὸ φρούριό του ἀντιστέκεται.
Καὶ ἐξηγοῦσε, ὅτι ἀναφερόταν στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, στοὺς κλεφταρματολούς, στὸ Σούλι καὶ στὴν Μάνη. Οἱ πεσόντες κατὰ τὴν ἅλωση μᾶς δώρησαν τὸ δικαίωμα στὴν Μεγάλη ἰδέα. Καὶ χωρὶς Μεγάλες ἰδέες τὰ ἔθνη δὲν πᾶνε μπροστά.

Ἀπόλυτη καταστροφή

.                Μόλις ἔσπασε καὶ ἡ τελευταία ἀντίσταση στὰ τείχη οἱ ὀρδὲς τῶν ἀγρίων λύκων, τῶν αἱμοσταγῶν Τούρκων ξεχύθηκαν στοὺς δρόμους τῆς Πόλεως μὲ σκοπὸ τὴν τριήμερη λαφυραγώγηση, ὅπως τοὺς τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Μωάμεθ. Ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει σὲ πλοῦτο καὶ κάλλος ἀπὸ τὴν λεηλασία τῶν Σταυροφόρων τὸ 1204, λεηλατήθηκε ἀνηλεῶς ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Ἡ Πόλη ἐρημώθηκε τελείως. Ἐκκλησίες καὶ Μοναστήρια βεβηλώθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν, ἔργα τέχνης καὶ μνημεῖα καταστράφηκαν ὁλοσχερῶς. Ἀμέτρητοι κάτοικοι τῆς Πόλεως σκοτώθηκαν, χιλιάδες σύρθηκαν ὅμηροι στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ὅσοι γλύτωσαν, ἔφυγαν στὴν Δύση. Ἐνδεικτικὸ τῶν τουρκικῶν βιαιοπραγιῶν τῆς ἁλώσεως εἶναι ὁ σφαγιασμὸς τῶν πιστῶν ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ τὶς ὧρες ἐκεῖνες καὶ αὐτῶν ποὺ γιόρταζαν τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας στὸν ὁμώνυμο Ναό της. Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες στὴν Ἁγια Σοφιὰ ἔσπασαν τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ καὶ σκότωναν τοὺς πιστοὺς ἀμάχους μὲ μῖσος ἀδιακρίτως φύλου καὶ ἡλικίας. Μιὰ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ εἰσέβαλαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἐτελεῖτο Θεία Λειτουργία. Ὁ τοῖχος, τότε, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἄνοιξε καὶ μέσα του ἐξαφανίσθηκε ὁ Ἱερέας. Ἡ παράδοση αὐτὴ θέλει, ὅταν ἡ Πόλη ἐπιστρέψει πάλι σὲ χέρια Χριστιανῶν, ὁ Ἱερέας νὰ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν κρυψώνα του καὶ νὰ συνεχίσει τὴν μισοτελειωμένη  Θεία Λειτουργία.
.                Τὸ στολίδι τῶν πόλεων, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἔπαψε νὰ λάμπει, δὲν ἔπαψε, ὅμως, νὰ ἐκπέμπει τὸ Φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὸ Φῶς τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ποὺ τὴν περιέβαλαν. Ἂν καὶ δὲν λειτουργοῦν πλέον ὅλοι οἱ ὁρατοὶ ναοί της, συνεχίζεται τὸ μυστήριο νὰ τελεῖται ἀθέατα, ἀθόρυβα στὰ μυστικὰ ἄδυτα τῆς γῆς καὶ τῆς καρδιᾶς, ὅπου μόνο ὁ  Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μπορεῖ νὰ στέλνει τὶς ζωογόνες ἀκτῖνες του. Μόνο ὁ Χριστός, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, εἶναι Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σκορπίσει τὶς στάχτες, νὰ ἀναστήσει τὰ ἐρείπια, νὰ χαρίσει τὴν ζωή, γιὰ νὰ γίνουν καὶ πάλι ὅλα καινούργια, ὅλα νέα· γιὰ νὰ ζήσει καὶ πάλι ἡ Πόλη, ὅπως παλιά. Πίστη ἀκράδαντη καὶ ἐλπίδα ζῶσα μᾶς κάνει νὰ πιστεύουμε ὅτι «πάλι μὲ χρόνια, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ‘ναι»!

 Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία, Τζαμὶ τῶν ρόδων

.                Στὴν συνοικία Φατὶχ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κοντὰ στὰ αἱματόβρεκτα τείχη βρισκόταν Ναὸς περίλαμπρος τῆς Ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας, ἡ οποία γιορτάζει στὶς 29 Μαΐου. Ἡ ἁγία αυτὴ ἦταν πολὺ ἀγαπητὴ στοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, γι’ αὐτὸ κάθε χρόνο στὴν μνήμη της, στόλιζαν τὸν Ναὸ μὲ τριαντάφυλλα. Ἔτσι, ἔπραξαν καὶ τὸ 1453 παρὰ τὴν ἐπικείμενη εἰσβολὴ τῶν τούρκων. Ἀπὸ τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς οἱ πιστοὶ κατέκλυσαν τὸν Ναὸ καὶ τὸν καταστόλισαν. Μόνο ποὺ αὐτὴ τὴν σημαδιακὴ χρονιὰ ἦταν τόσα πολλὰ τὰ λουλούδια ποὺ ὁ Ναὸς ἄλλαξε ὄψη. Ὁ κίνδυνος τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλεως εἶχε συγκεντρώσει πλήθη πιστῶν, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ προσευχηθοῦν γονατιστοὶ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἐκείνη, τὴν μοιραία νύκτα, ὅπου ἔξω ἀκούγονταν ἀπόκοσμα τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου, οἱ πιστοὶ μέσα στὸν Ναὸ μούσκευαν τὸ δάπεδό του μὲ τὰ δάκρυά τους, αὐτὸ πού, ἀλλοίμονο, σὲ λίγες ὧρες θὰ πορφυρωνόταν ἀπὸ τὰ μαρτυρικά τους αἵματα.
.                Οἱ ἄπιστοι ὀθωμανοὶ κτυποῦσαν τὰ τύμπανα γιὰ ἐκφοβισμὸ τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν μπροστὰ στὰ τείχη πιὸ δυνατὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, προαναγγέλλοντας τὴν τελικὴ ἐπίθεση. Τὸ πρωῒ τῆς 29ης Μαΐου, τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε ὁ ἥλιος καὶ οἱ πιστοὶ στὸν Ναὸ μέσα ἔψαλλαν τὸν Ὄρθρο τῆς Ἁγίας καὶ ἡ Πόλη ἔπεφτε οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ξεχύθηκαν ἀλαλάζοντες στὰ σοκάκια τῆς Πόλεως καὶ εἰσέβαλαν κάποια στιγμὴ καὶ στὴν Ἁγία Θεοδοσία. Μπροστὰ στὴν θέα τῶν ἀμέτρητων τριαντάφυλλων κάποιοι ἀναφώνησαν: «Γκιοὺλ τζαμί, Γκιοὺλ τζαμί!», καθὼς στὰ τούρκικα ἡ λέξη γκιοὺλ σημαίνει τριαντάφυλλο. Προφανῶς εἶπαν: «Νὰ ἡ Ἐκκλησία τῶν ρόδων!».
.                Μετὰ τὴν ἅλωση οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν τὸν περικαλλῆ Ναὸ σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος,  τὸ Γκιοὺλ τζαμί. Οἱ Ἕλληνες τῆς Πόλεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἁλώσεως μέχρι σήμερα, ἔχουν συνδέσει τὸ τζαμὶ αὐτὸ μὲ τὸν τάφο τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα, τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
.                Ἡ ὁσιομάρτυς Θεοδοσία εἶναι μάρτυς πίστεως σὲ ἄλλη περίοδο διχασμοῦ, στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Γεννήθηκε στὴν Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὴν ἔνδοξη καὶ πολύπαθη Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ  εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατέρα της κλείσθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα της, μόλις στὴν ἡλικία τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, σὲ κάποιο Μοναστήρι τῆς Πόλεως, ὅπου ἀργότερα ἔλαβε καὶ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ δὲ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της διένειμε τὴν περιουσία της στοὺς πτωχούς, τοὺς ἐνδεεῖς, τοὺς ἐμπερίστατους καὶ ἀφιερώθηκε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς της μέσα ἀπὸ τὴν σύντονη ἄσκηση καὶ τὴν ἀπόλυτη τήρηση τῶν μοναχικῶν της καθηκόντων.
.                Μετὰ ἀπὸ δεκαετῆ παραμονὴ στὸ Μοναστήρι ἐπακολούθησε ὁ κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων διωγμός, ἡ φοβερὴ εἰκονομαχία, ἡ αἵρεση τοῦ διχασμοῦ τῶν χριστιανῶν, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία μας γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἔδωσε πλῆθος μαρτύρων μέχρι τὴν Τετάρτη Οἰκουμενὴ Σύνοδο, ὅπου θριάμβευσε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα. Τότε, ὅταν οἱ στρατιῶτες τοῦ εἰκονοκλάστου βασιλέως Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου ἀποπειράθησαν νὰ καταβιβάσουν ἀπὸ τὴν Χαλκὴ Πύλη τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοδοσία μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες ἔρριξε κάτω ἀπὸ τὴν σκάλα τὸν στρατιώτη ποὺ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξύβριζε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ποθςεινοῦ της Νυμφίου. Ἡ ἀγάπη της σὲ Αὐτρὸν τὴν ὅπλισε νὰ ἀνδρικὸ θάρρος, γιὰ νὰ δυναμώσει τὴν πίστη καὶ τῶν χλιαρῶν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν Ὀρθοδοξία συνανθρώπων της. Γιὰ τὴν πράξη της αὐτὴ τὴν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἄγριο δήμιο τὴν θανάτωσαν μὲ ἕνα κέρατο κριαριοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό της ἔθαψαν στὴν Μονὴ τοῦ Δεξιοκράτους, ὅπου ἐπιτελοῦσε πάρα πολλὰ θαύματα.
.                   «Ἡ Πόλις ἑάλω»! καὶ ἡ σπαρακτική κραυγὴ ἔσχισε τοὺς αἰθέρες. Ἡ ὑπερχιλιόχρονη βασίλισσα τῆς Ἀνατολῆς, ηἡ πάγκαλη καὶ περίδοξη, ἡ πιὸ λαμπρὴ Πόλη τῆς ἱστορίας, ἡ θεοδόξαστη Κωνσταντινούπολη, ἔπεσε. Ἡ πολύκλαυστη δέσποινα τοῦ Βοσπόρου γέμισε μὲ συντρίμμια, πλημμύρισε στὸ αἷμα. Τὰ βασιλικά της ἐνδύματα ἔγιναν τρομακτικὰ στὴν ὄψη, ὁλοπόρφυρα, αἱματοβαμμένα. Χέρια βέβηλα τῶν μιαιφόνων ἐχθρών της μὲ ἀπύθμενο μῖσος καὶ μέγιστη κακία διέπραξαν τὸ κακούργημα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΜΗΝΥΜΑΤΑ καὶ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ-2 (Χαρ. Μπούσιας)

,

Σχολιάστε

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ πάθους στὸν θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως
Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 .         Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴν συν­αν­τοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φί­λους, στὴν ὑπηρε­σία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀ­δελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς  διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑ­πάλ­ληλους πρὸς συν­αδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια  ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι, δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
.         Ἂν στὴν θέση τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι, «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος».
.         Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει πρόθυμα, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7).  Μᾶς ἀπαντάει, ὅμως, μὲ ἕναν δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἀλλὰ ἐρχόμενοι σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ.  Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας  τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λέπρος Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸν Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴν γῆ μας.  Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
.         Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους.  Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
.         Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παράσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν θάλασσα.
-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
.         Ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
.         Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴν φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
.         Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸν σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴν φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴν φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴν φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴν φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο.
.         Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιον Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ  στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο   ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πήραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
.         Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ  εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
.         Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!

Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ

        .         μεῖς, ἂν καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία ἀπέναντί Του, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα,  τὴν ὁποία Ἐκεῖνος  βδελύσσεται. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας ὁ Θεός μας, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση  εὐχαριστίας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα  λεπροὺς λέγοντας; “Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;” (Λουκ. ιζ´ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ  12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
.         «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
.         Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα; Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα  ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Πραγματοποίησες τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἡσ. νγ´ 4). Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο! Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴν δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι. Καὶ στὴν θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
.         Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴν σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως  δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ. Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸν Θεό.

 Τὰ ἄχραντα πάθη

.         Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἀγνώμονες ὁ Χριστός μας ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐπώδυνο σταυρὸ μέχρι θανάτου. Αὐτὸν τὸν θάνατο ποὺ δέχεται πυρὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀφοῦ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικές της ἀλήθειες.
         .         Στὴν ἀπορία τῶν ἀπίστων ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.

         * Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια ἢ ἀκόμη καὶ ἀγκίστρια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.

         * Σήκωσε τὸ Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.

         * Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ  εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ἡσ. μγ´ 2), δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [1] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια Ὅταν ἀναφώνησε «Ἠλί, ἠλί, λαμᾶ σαβσχθανί» (Ματθ. κζ´ 46), τουτέστι «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες», μᾶς ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη, ὄχι γιὰ ἁμαρτίες Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, οὔτε γιὰ ἀχαριστία, ἀφοῦ τηροῦσε ἀπόλυτα τὴν Θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε ὅτι  εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή Του ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
.         Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται  καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ  ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι, τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» (Ἰωάν, ιθ´ 32.), δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν, ὅμως, οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰωάν. ιθ´33-34). Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β´ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [2]  Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸ Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» (Μᾶρκ. ιε´ 44). Καὶ ἄν, ὅμως, δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸ Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του.  Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ´ 40). Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
     .          Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» (Ἰωάν. ιθ´ 39), σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές;  Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος

.         Οἱ ἄπιστοι θέτουν τὸ ἐρώτημα. Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος;  Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές;  Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη.  Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ  βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ´ 25)!  Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸ δύσπιστο Θωμᾶ, τὸ διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’  ἅπαξ» (Κορ. ιε´ 6), τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στὸ μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» (Ἰωάν. κ´ 27), καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» (Ἰωάν.κδ´ 42). Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα  ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν  ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [3] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
.         Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» (Ἰωάν. κ´ 5), χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. κ´ 7), δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Πρ. γ´ 1) αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. ιε´ 20). 

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χειμώνας – Ἄνοιξη, Θάνατος-Ἀνάσταση

 

Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους εὐσεβῶν, τόσο τῆς εὐλογημένης μας Κύπρου, ὅσο καὶ πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων περιοχῶν, ἐπανελάμβανε μὲ ἔμφαση τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α´ Κορ. ι´ 13).  Δίνει τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη.

Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχόμαστε τὴν μία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Ἡ ἄνοιξη εἶναι συνέχεια τοῦ χειμώνα καὶ ἡ ἀνάσταση συνέχεια τοῦ θανάτου. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκεῖνος ὁ σπόρος ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει, δὲν παίρνει ζωή, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει (Α´ Κορ. ιε´ 36-37). Πεθαίνει καὶ σαπίζει αὐτὸς μὲ τὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὴν ἄνοιξη, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς νεκρούς, ὅπου τὸ μὲν σῶμα διαλύεται στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη», τὸ δὲ πνεῦμα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεται κατὰ τὸν θάνατο εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται εἶναι ἄφθαρτο. Ὁ Σοφὸς Σολομὼν στὸ περίφημο ᾎσμα ᾈσμάτων θὰ μᾶς πεῖ: Ἦλθε ἡ ἄνοιξη, μάκρυνε ὁ χειμώνας, πέρασε ἡ βροχὴ καὶ πάει. Τὰ λούλουδια φάνηκαν στὴ γῆν. Ἔφθασε ὁ καιρὸς γιὰ τὸ τραγούδι καὶ ἀκούσθηκε τῆς τρυγόνας ἡ φωνή. Οἱ πρῶτοι ὀρνοὶ βγῆκαν στὴν συκιὰ καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ στὸ ἀμπέλι (ᾎσμα ᾈσμάτων β´ 11-13) .

Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο. Τὸν θάνατο τὸν ἐξορκίζουμε καὶ στὸ ἄκουσμά του καὶ μόνο χτυποῦμε ξύλα ἢ φτύνουμε στὸν κόρφο μας.

Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὅλοι μας δὲν ἔχουμε καλλιεργήσει μέσα μας, ὅσο ζοῦμε πρόσκαιρα σὲ αὐτὴ τὴν γῆ, τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασιζόμαστε πάνω στὴν στέρεη πέτρα  τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Βλέποντας τὸ σκήνωμα μπροστά μας κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου νὰ κοίτεται ἀσάλευτο καὶ χωρὶς πνοὴ καὶ σαβανώνοντάς το, σαβανώνουμε μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὴν δική μας ἐλπίδα. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία. Πῶς ἐλπίζουμε ὅτι τὸν χειμώνα θὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ δὲν ἐλπίζουμε ὅτι τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση; Γιατί ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»; Εἶναι αὐτὴ ὁμολογία ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη; Ὅταν ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸν σπόρο στὸ φρεσκοαροτριωμένο χωράφι σπέρνει τὴν ἐλπίδα τῆς βλαστήσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ ἀπὸ τὸ σάπισμα τοῦ σπόρου ἀναστάσεως νέου φυτοῦ. Τὸ σάπισμα καὶ ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμὸς τοῦ σπόρου δὲν προβληματίζει τὸν σπορέα ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τὴν προσμονὴ τῆς νέας βλαστήσεως καί τῆς καρποφορίας. ῞Όταν, ὅμως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κληθοῦμε νὰ ἀποθέσουμε στὴν φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τὸν ἄνθρωπό μας, τότε δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐλπιδοφόρα βεβαιότητα τοῦ γεωργοῦ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, ταυτίζεται μέσα μας μὲ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια, χωρίζεται γιὰ ἐμᾶς ἡ ζωὴ στὰ δύο. Καὶ αὐτό, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀφήσει νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἀνοίξεως» καὶ ἡ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καὶ «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας, ὅπως αὐτὴν ὀνομάζει μὲ  προβληματισμὸ ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης: «Μήπως ὅτι θαρροῦμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα κι ἀντὶ νἄρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα»; ῎Εχoυμε γίνει οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ  καὶ καθόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἀναζωογόνηση τῆς φύσεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´ Κορ. ιε´ 42).

Ἂν θὰ χρειαζόταν νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἐνιαύσιο κύκλο,  τὶς τέσσαρες δηλαδὴ ἐποχὲς τοῦ χρόνου, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ θὰ ἐπιλέγαμε τὴν ἄνοιξη ὡς τὴ σημαντικότερη, γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεκινοῦν τὰ πάντα. Κατ’ αὐτὴν ἀνασταίνεται ἡ ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι θαμμένη στὸ χῶμα καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ ζωογόνες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὴν ἀνασταίνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ κατακλύζει μὲ λουλούδια τὴν ὕπαιθρο.

Μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν μόνο σὲ τοῦτον τὸν ἀνθισμένο πλανήτη ὑπάρχει ἄνοιξη, γιατὶ μόνο ἡ γῆ μας διαθέτει τὸ προνόμιο τῆς ζωῆς. Μόνο στὴν γῆ μας ὑπάρχει ἄνοιξη μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἀέρα, τὸν ἀθόρυβο ἦχο τῆς διεργασίας κάθε μορφῆς ζωῆς ποὺ συνεπαίρνει τὴν φύση, τὰ φύτρα τῶν σπόρων ποὺ σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς χειμωνιάτικης νάρκης τους, τὰ μπουμπούκια μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο φούσκωμά τους, ἐρεθισμένα ἀπὸ τὸν ὀργασμὸ τῶν χυμῶν μέσα τους, τὰ πολύχρωμα χαλιὰ τῶν λιβαδιῶν, τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, ποὺ μεθοῦν τὸν ἥλιο καὶ καλοῦν τὶς μέλισσες στὴν φιλόπονη συλλογὴ τοῦ γλυκυτάτου νέκταρος. Ὅλα εἶναι μιὰ χαρά. Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.

Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση  τῆς χάρης τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸν αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ ἀνθρώπους τοῦ πολέμου ἢ τῆς εἰρήνης.

Τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ αἰώνιο δράμα τοῦ θανάτου, ποὺ παίρνει κατὰ καιροὺς τόσες ἐναλλακτικὲς μορφές, ἔχει τὴν ἀρχή του «στὴν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. ῾Ο θεόπλαστος ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀνοίξεως τοῦ Παραδείσου, ἔσπασε τὸν ὀμφάλιο λῶρο του ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὸ Ζωοδότη Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ νοιώθει τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα καὶ νὰ ὀσφραίνεται τὴν μυρωδιὰ τοῦ θανάτου. Ἦλθε ὅμως πάλιν ἡ ἄνοιξη μὲ τὸν Χριστό μας, τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὴν μετὰ τὸν θάνατο ἀτελεύτητη ζωή.

῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «Ἄν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ καὶ ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Δὲν ἦταν Αὐτὸς μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ᾿Αλλά, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας καὶ κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτὴ βασίζεται καὶ θεμελιώνεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση μαζὶ μὲ αὐτὴν ὅλων τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).

῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κύριλλος τῶν ῾Ιεροσολύμων, μᾶς μιλοῦν μὲ βεβαία πίστη γιὰ τὴν ἄνοιξη ποὺ πρόκειται νὰ διαδεχθεῖ τὸ χειμωνιάτικο σάπισμα, τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση, τὴν ὁποία θὰ ἐπιφέρει ὁ σωματικὸς θάνατός μας. Θὰ ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. 16, 12). Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ κανείς μας πιὰ δὲν θὰ ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ κατέβα κάτω στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐργάζεται τὴν ἀγγειοπλαστικὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Δές! Ὅταν ἐκείνου τοῦ ἔπεσε τὸ πήλινο δοχεῖο ποὺ ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του ἔσκυψε καὶ μάζεψε πάλι τὸν πηλὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν μορφὴ ποὺ ἐκεῖνος ἤθελε. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: « Ὦ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δὲν μπορῶ νὰ κάνω καὶ ᾿Εγὼ σὲ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτὸς ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατὶ ἐσεῖς εἴσαστε στὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς στὰ χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη ποὺ εὔκολα μεταπλάθεται ἀπὸ αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).

Τὸ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χοϊκοὺς εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, εἶναι Πανάγαθος, εἶναι Παντοδύναμος καὶ καὶ πρωτίστως εἶναι ὁ Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.

῾        Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θὰ συντελεσθεῖ, ὅπως συντελεῖται ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. ῾Η σάλπιγγα τοῦ Ἀγγέλου ὁπωσδήποτε, θὰ ἠχήσει (Ἀποκ. ια´ 15-18).᾿Εκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε ἐργασθεῖ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς βιοτή μας, γιὰ τόν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νὰ μὴ γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλὰ «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46).

Στὴν προεργασία μας αὐτὴ θὰ συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ νήψη καὶ ἡ διαρκὴς ἑτοιμότητά μας, γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια». Γιατὶ ἡ συνεχὴς μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τὴν ψυχὴ καὶ προεκτείνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρὸς τὴν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. γ´ 18). Αὐτὴ ἡ μνήμη ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στὴν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ἂν καὶ «συστενάζει» μὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ «καὶ συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ῥωμ.η´ 22), ἐν τούτοις δέν παύει νὰ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπελευθέρωσή της καὶ τὸ δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».

῾Η μυστικὴ θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ εὐτρεπίσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ «τὴν μεγάλη ὥρα», γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντησή μας μὲ τὸν «Μόνο Ἀγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. γ´ 2). Ἐπιπλέον, ἡ ἀναμονὴ τῆς μετοικήσεώς μας στὴν ἀληθινή, στὴν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ συνάψουμε στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καὶ «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατὶ τόσο οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ προαπελθόντες πατέρες καὶ ἀδελφοί μας ἐπιβλέπουν τὸν ἀγώνα μας καὶ μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μὲ τὶς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς μας.

῾Η μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τοὺς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στὴν διαρκὴ ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ στὴν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καὶ παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μὲ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.

         Ὅταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τὴν ἀπειλητικὴ σημασία της καὶ μεταβάλλεται σὲ «θέα τῶν ἀθεάτων», σὲ προέκταση τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ σὲ ἀπαντοχὴ τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας ποὺ θὰ μᾶς φέρει «στὸ μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὑπάρξεώς μας.

  ῞Οπως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καὶ τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καὶ «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».

῞Ολα στὴν ζωὴ ἑρμηνεύονται μὲ τὴν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νὰ γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καὶ ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καὶ ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καὶ ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικὰ ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ χέρια τοῦ Ἐφετοῦ τῶν καρδιῶν μας, ὡς τελικὴ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ πρὸς ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τὴν Ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα.

῾Ο σωματικὸς θάνατος γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σὲ μιὰ καινούργια ζωή, ζωὴ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν δική Του ἁγία Ἀνάσταση, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ πρόξενος τῆς χαρᾶς τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν μητέρα πατρίδα, στὸν οὐρανό.

Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅμως, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀποδημίας πρὸς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀναχώρησή μας. Πρέπει νὰ προετοιμάσουμε τὸ νέο μας ταξίδι, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ θὰ μᾶς ἀνανεώσει, θὰ χρειαστεῖ νὰ προλάβουμε κάποια πράγματα, μὲ πρῶτο καὶ κυριότερο τὴν  ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ αὐτονόητα καὶ πεζὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς εἰλικρινοῦς συναυλίσεώς μας μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό μας. Τὴν ἄνοιξη πάντοτε συνοδεύει ἡ Ἀνάσταση. Ἡ πνευματική μας ἄνοιξη σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὴν λαμπροφόρο μας ἀνάσταση. Καὶ εἶναι χειμώνας καὶ θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικό μας τέρμα, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴν ζωή!

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κόσμου. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Αὐτόν!

Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸν θάνατο, οὔτε τὸν ἔννοιωσε φυσικό, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».

Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴν γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ προμηνύει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, εἶναι «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων». Τώρα δὲν διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς καταργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὴν καθαίρεσή του καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου.

Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸν θάνατο ἐκφράσθηκε στὴν μυθολογία τῶν προγόνων μας μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴν γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη, ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ κάποιους ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκαζόταν νὰ μένει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀκτὼ νὰ ἀνεβαίνει στὴν γῆ, τὴν ὁποία τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπὸ τὴν χαρὰ της τὴν ὀμόρφαινε μὲ ἄνθη καὶ πρασινάδες.

Ὁλοκληρωμένη μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἄλκηστή του, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα. Ἐδῶ ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἀδμήτου δέχεται ἀπὸ ἀγάπη πρόθυμα νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν γονέων του νὰ προβοῦν σὲ αὐτὴ τὴν θυσία γιὰ χάρη του. Ὁ θάνατος τῆς Ἄλκηστης, ἔτσι, παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἀδμήτου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸν Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο, ὅπου παραμένει τρεῖς ἡμέρες ἀμίλητη. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐρυπίδη ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡρακλῆ προτυπώνεται ὁ Χριστός μας ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε «θανάτῳ θάνατον πατήσας».

Ὁ Ἡρακλῆς νίκησε τὸ Χάροντα καὶ ὁ Χριστός μας τὸν Ἅδη ἀνασταίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία. Ἡ μεγάλη, ὅμως, διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Εὐρυπίδης ὀνειρεύθηκε τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, εἶναι γεγονὸς ποὺ σκορπίζει χαρὰ ἀνοιξιάτικη, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ δὲν διαρκεῖ τρεῖς μόνο μῆνες, ὅσο ἡ ἄνοιξη, ἀλλὰ χαρὰ ἀτελεύτητη, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε καθημερινὰ στὴν ζωή μας τὴν ἀνάσταση, ποὺ σημαίνει νὰ διώξουμε μακρυά μας τοὺς ὁποιουσδήποτε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἔλθουμε σὲ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κίβδηλο καὶ πεπερασμένο. Νὰ ὑπερβοῦμε τὸν φόβο τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου. Νὰ σηκώνουμε θαρρετὰ τὸν σταυρὸ τῶν ἐντόνων ἀγώνων μας. Νὰ μὴν ἔχουμε ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες. Νὰ σπάζουμε τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν αἰχμαλώτους στὸ χθές, στὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἀνάσταση καὶ ἄνοιξη πηγαίνουν μαζί, χέρι μὲ χέρι, καὶ γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση τόσο τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς, ὅσο καὶ τοὺς ψυχικούς. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο, μὲ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ τοὺς κεκοιμημένους οἰκείους καὶ φίλους μας, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ τοὺς συνεῖχε ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

[1]  Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.

[2]  Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..

[3] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».

, ,

Σχολιάστε

ΒΡΑΒΕΥΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ

ΒΡΑΒΕΥΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ Κ.Η.Ι.Χ

,

Σχολιάστε

«ΚΥΡΙΕ, ΔΟΣ ΜΟΙ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ»

19 Ἰανουαρίου μνήμη Μητροπολίτου Χαλκίδος
Νικολάου Σελέντη (1975)

 Κύριε, δός μοι τὸ χάρισμα τῶν δακρύων!

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

μακάριος Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης μὲ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τοῦ κατηχητικοῦ λόγου, τῆς ποιμαντικῆς δραστηριότητος, ὡς καὶ ὁ σημερινὸς διάδοχός του, ὁ Τήνιος τὴν καταγωγὴ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε σὲ νοσοκομείου τοῦ Λονδίνου στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ 1975. Εἵλκυε πάντας μὲ τὴν ὡραία του μορφή, τὸ ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, μὲ τὴν μεγάλη του καρδιὰ καὶ τὴν ἁγιασμένη του ψυχή, ἦταν μιὰ ψυχὴ ποὺ ποτιζόταν ἀπὸ τὴν βροχὴ τῶν δακρύων, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας φύτρωνε μέσα της καὶ ἀναπτυσόταν τὸ ἄνθος τῆς χαρᾶς. Ἴσχυε γι’ αὐτόν, ὅτι  τὸ χάρισμα τῶν δακρύων παράγει «χαροποιὸν πένθος» καὶ ἐπιτακτικὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ, ὅπως κάθε Χριστιανὸς «ἐν μετανοίᾳ», νὰ τοῦ δώσει τὸ χάρισμα τῶν δακρύων. Ἔτσι, ἔγραφε στὰ «Ξεσπάσματα τῆς καρδιᾶς μου»:

.             Ὅπως ἡ βροχὴ γονιμοποιεῖ τὰ σπέρματα τῶν καρπῶν στὴν γῆ,  ἔτσι καὶ τὸ δάκρυ τὰ σπέρματα τῶν ἀρετῶν στὴν ψυχή. Καὶ προσευχητικὰ πρακαλοῦσε: Κύριε, δός μου τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, γιατὶ Σὺ μόνος ξέρεις πόση λάσπη κρύβω μέσα μου. Ναί, ἀκούω τὴν φωνή Σου νὰ μοῦ λέει: «Λούσου στὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ καθαριστεῖς». Ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου κάθε μέρα ἀπογοητεύομαι. Ἔρχου, Κύριε!

.                Ἔλεγε, ὅτι στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ἡ ψυχὴ ἀναβαπτίζεται. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ νιπτήρας μας καὶ τὰ δάκρυα τὸ εὐλογημένο νερὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ. Τὸ δάκρυ, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ἰσοδυναμεῖ μὲ λουτρὸ παλιγγενεσίας καὶ ξαναφέρνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀπομακρυσμένη χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ποὺ ὁ ἴδιος μὲ τὴν συμπεριφορά του ἀπομάκρυνε.  «Καὶ δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ  λουτρῷ παλλιγγενεσίας καὶ ἐπανάγει τὴν χάριν». Στὰ δάκρυα καταφεύγουν τόσοι καὶ τόσοι, γιὰ νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. «Δακρύων ὄμβρους» «προσάγουν» στὸν αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, Χριστό μας. Καὶ τὰ δάκρυα τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου ὑπῆρξαν ἀείρρυτα.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

,

Σχολιάστε

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ὁ Ὑμνογράφος (ΣΥΝΑΞΑΡΙ) [Χαρ. Μπούσιας]

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

, ,

Σχολιάστε

ΧΡΟΝΟΣ ΖΩΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

Χρόνος  ζωῆς, χρόνος μετανοίας

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

   .                      χρόνος τῆς παρεπίδημης στὴν γῆ ζωῆς μας εἶναι ἄπιαστος. Τρέχει γρήγορα καὶ ἐμεῖς ἀσθμαίνοντες τὸν κυνηγοῦμε, γιὰ νὰ τὸν πιάσουμε, νὰ χαροῦμε τὶς ὄμορφες, πολὺ λίγες- ἀλήθεια- στιγμές του, καὶ νὰ ξεχάσουμε μὲ τὴν παροδό του τὶς θλίψεις, τὰ βάσανα, τοὺς πόνους μας. Κάθε πρωῒ ἔρχεται τὸ ξημέρωμα ἐλπιδοφόρο καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε βραδυάζει καὶ οἱ προσδοκίες μας μένουν, δυστυχῶς, ἀνεκπλήρωτες.  Προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε.  Τρέχουμε πίσω του χωρὶς ἀνάπαυλα. Τρέχουμε, ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς ἢ νὰ φύγουμε γερασμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ αὐτήν; Καὶ ποιές χαρὲς τῆς ζωῆς ζητοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε; Τὶς πρόσκαιρες, αὐτὲς ποὺ μᾶς παρασύρουν σὰν ψόφια ψάρια στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ μᾶς ἐκβράζουν στὴν θάλασσα τῆς ἀπωλείας, ἢ τὶς οὐράνιες, τὶς αἰώνιες, αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός μας;  Κυλάει σὰν ποτάμι ὁρμητικὸ καὶ στὸ πέρασμά του παρασύρει τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μας. Μέχρι νὰ ξημερώσει, βλέπουμε τὸν ἥλιο νὰ μεσουρανεῖ καὶ πάλι νὰ δύει, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐχάριστες στιγμές του, τὶς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμὲς τοῦ σήμερα, ποὺ ἤδη ἔγινε παρελθόν, ἔγινε χθές.
.                      Ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὁ χρόνος δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἄχρονο Θεό μας, ἀφοῦ ὅπως λέει καὶ ὁ ποιητὴς Παναγιώτης Σοῦτσος στο ποίημά του «Εἰς τὸν Θεόν»,

Τὸ φῶς ὑπάρχει σῶμά σου
ὁ ἥλιος δὲ ὄμμα σου,
ὁ κεραυνὸς φωνή σου.
Τὸ ἄπειρον διάστημα
τὸ μέγα σου ἀνάστημα,
καὶ ὁ αἰὼν στιγμή σου
ὁ αἰώνας εἶναι στιγμὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ ἄχρονος Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καταδέχθηκε σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ φορέσει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, χωρὶς βέβαια νὰ χάσει κάτι ἀπὸ τὴν θεϊκή Του φύση, γιὰ νὰ θεώσει ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μᾶς φθείρει ὁ πανδαμάτορας χρόνος· αὐτὸς ποὺ περνᾶ ἀπὸ πάνω μας καὶ ἀφήνει ἔντονα τὰ σημάδια τοῦ περάσματός του. Ὅλοι μας ἀποροῦμε βλέποντας τὸν χρόνο νὰ μᾶς στιγματίζει καὶ προβληματιζόμαστε γιὰ τὴν ταχύτητά του. Τὸ παρελθὸν συνεχῶς μεγαλώνει, τὸ παρὸν μένει ἄπιαστο, τὸ μέλλον γίνεται παρὸν καὶ παρελθὸν σὲ κλάσματα δευτερολέπτου. Τρέχουμε ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὴν ζωὴ ἢ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν ζωή; Μία εἶναι ἡ ζωή· ἡ ζωὴ κοντὰ στὸν Χριστό, αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ὄντως «Ζωή» (Ἰω. ια´ 25) καὶ ὁ σκοπὸς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωση, δηλαδή, ἡ αἰώνια ζωὴ κοντά Του, ἐὰν τοῦ ὁμοιάσουμε στὴν ἀγάπη, καὶ ὁ ἀγώνας μας στὴν γῆ ἔχει ὄνομα: «Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἄν τὸ χρόνο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας τὸν ἐκμεταλλευθοῦμε γιὰ ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς καὶ σοφίας, μὲ ἀγάπη, εἰρήνη καὶ μετάνοια, τότε ἡ χαρά μας θὰ εἶναι ἀνυπέρβλητη, γιατὶ θὰ ἔχουμε ἐπιτύχει τὸ ἐφετό, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν ἄχρονο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ὅμως, τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου προκαλεῖ θλίψη βαθύτατη. Θλίψη γιὰ δύο λόγους: Πρῶτα γιατὶ δὲν ἐκμεταλλευόμαστε σωστὰ τὸ χρόνο ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ζήσουμε καὶ δεύτερο γιατὶ οἱ καλὲς στιγμές του δὲν ἐπαναλαμβάνονται. Ἕνα μᾶς μένει νὰ πράξουμε. Νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας ἐπαναλαμβάνοντες τὸ αἴτημα: ” Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα”.
.                      Μὲ αὐτὴ τὴν αἴτηση πρῶτα ἀπ’ ὅλα ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν εἰρήνη, ἰδίως τὴν ἐσωτερική, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ χαμαίζηλα πάθη καὶ τὶς καθημερινὲς ἁμαρτίες. Μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἀγωνιζόμενο καὶ ἀπὸ παντοῦ πολεμούμενο ἄνθρωπο. Μᾶς τὸ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γαλάτες: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλατ. ε´ 22). Ἡ μετάνοια ἐξ ἄλλου ἀποτελεῖ τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ μιὰ δημιουργικὴ πορεία πρὸς τὸ μέλλον μὲ σαφῆ ἀξιοποίηση τῶν ἀρνητικῶν ἐμπειριῶν τοῦ παρελθόντος.
.                      Ἂς μὴν λησμονοῦμε, ὅτι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου παραμονῆς μας ἐπάνω στὴν γῆ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ τελικοῦ στόχου τῆς ζωῆς μας, ποὺ εἶναι τὰ χριστιανικὰ τέλη καὶ ἡ καλὴ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου. Ὁ χρόνος μας αὐτὸς εἶναι περιορισμένος καὶ τελειώνει σύντομα. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, θανάσιμο ἁμάρτημα ἡ μὴ σωστὴ ἀξιοποίησή του· ἁμάρτημα, ποὺ ὄχι μόνο δεικνύει ἀχαριστία μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας, ἀλλὰ καὶ πονηρία καὶ ὀκνηρία μαζί. Ἄν δὲν τὸν ἀξιοποιοῦμε σωστά, γιὰ νὰ παρουσιάσουμε θετικὸ πνευματικὸ ἔργο, ἁμαρτάνουμε, ἰδίως ὅταν τὸν σπαταλοῦμε ράθυμα, σὲ φληναφήματα, μωρολογίες, ἀργολογίες, κακοήθεις διασκεδάσεις, ποὺ φουντώνουν τὴν σάρκα καὶ ἀτονοῦν τὸ πνεῦμα, τρυφηλὴ ζωή, παχυλὰ γεύματα, ἀποχαυνωτικὸ ὕπνο, ἄσεμνα ἀναγνώσματα, πονηρὰ θεάματα καὶ πολλὲς ἄλλες χρονοβόρες καί, φυσικά, ψυχοκτόνες ἀναλώσεις.
.                      Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε, ὅτι ἔχουμε χρέος μας νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ πάλι τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: “Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν” (Ἐφεσ. ε´ 15 ). Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μὲ δικαιοσύνη, μὲ σωφροσύνη, μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πρὸς τὸν ἄχρονο Δημιουργὸ καὶ Κυρίαρχο τῶν καρδιῶν μας καὶ μὲ μετάνοια. Ὁ χρόνος μετανοίας εἶναι δῶρο Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, τὰ ἄσωτα παιδιά Του, γιὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε ἐπιτυγχάνοντας τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, τὴν κληρονομία τῶν οὐρανῶν. Δὲν πρέπει νὰ  λησμονοῦμε, ὅτι τὸ τέλος ἐγγύς, καὶ οὐδεὶς αὐτὸ τὸ γνωρίζει. Μᾶς τὸ λέει καθαρὰ καὶ ὁ Προφήτης Ἀβδιού: «Ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου». Ἔρχεται ὅπως ὁ κλέπτης τὴν νύχτα καὶ κλέβει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται» μᾶς προειδοποιεῖ ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος στοὺς Θεσσαλονικεῖς (Κεφ. ε´ 1-8). Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ γνωρίζουμε, ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος μας,γιατί νὰ μὴν ζοῦμε ὡς υἱοὶ τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας καὶ νὰ πολιτευόμαστε ὡς υἱοὶ τῆς νύχτας καὶ τοῦ σκότους; Ἄς τὸν ἀκούσουμε τὶ μᾶς παρωτρύνει νὰ πράττουμε: «Μὴ καθεύδομεν ὡς οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν· οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι καὶ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν. Ἡμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης  καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας».
.                      Τὸ τρίπτυχον τοῦ χρόνου μας ἄς εἶναι πάντοτε ἔμβλημά μας στὴν ἐπίγεια πορεία μας: «Πάντοτε, χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 16-18). Δηλαδή, πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε χαρούμενοι μὲ ἐσωτερικὴ χαρά, ἀνείπωτη ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή μας. Συνεχῶς νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκιάζει ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὰ βήματά μας πρὸς ἔργα σωτηριώδη, καὶ γιὰ κάθε δωρεὰ τοῦ δωρεοδότη Χριστοῦ μας, ποὺ μᾶς ξημερώνει ζωντανούς, μᾶς δίνει τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, μᾶς χαρίζει ὑγεία καὶ δύναμη καὶ  μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς δημιουργίας Του, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα.
.                      Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ τὴν ἄλλη προτροπὴ τοῦ θεηγόρου Παύλου: «Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν». (Ἐφεσ. δ´ 26). Δηλαδὴ νὰ μὴ νυχτώνει καὶ μᾶς βρίσκει ἡ ἑσπέρα μαλωμένους μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Δὲν πρέπει νὰ βαστᾶμε τὴν ὀργὴ καὶ τὸν θυμό μας γιὰ χρόνο πολύ. Ἡ ἁγία Συγκλητικὴ μᾶς διδάσκει γι’ αὐτό: «Τί μισεῖς τὸν λυπήσαντά σε ἄνθρωπον; Οὐκ αὐτός ἐστιν ὁ ἀδικήσας, ἀλλ’ ὁ διάβολος. Μίσησον τὴν νόσον, καὶ μὴ τὸν νοσοῦντα». Δηλαδή, Νὰ μὴ μισοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ὅσο καὶ ἄν μᾶς ἀδικοῦν, γιατὶ πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβεται ὁ μισόκαλος διάβολος. Νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἁμαρτωλούς.
.                      Ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὴν ζωὴ αὐτή, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὰν νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ, ἀλλὰ καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὸ θάνατο σὰν νὰ πεθάνουμε αὐτὴ τὴν στιγμή. Ἔτσι, θὰ εὐαρεστήσουμε τὸν ἄχρονο Θεό μας καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία, «τὴν ἡτοιμασμένην ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ 34).
.                      Ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης, ὁ φιλόσοφος καὶ θεολόγος τῆς οἰκονομίας τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς ἐφάρμοζε τὴν σιωπὴ καὶ λόγος ἀργὸς καὶ σαπρὸς δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. δ´ 29).  Αὐτὸ δίδασκε ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ πρακτικά, χωρὶς νὰ ἀφήνει οὔτε δευτερόλεπτο τῆς ζωῆς νὰ κυλᾶ χωρὶς νὰ βρίσκεται μέσα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ὠφελεῖ ἢ νὰ ὠφελεῖται ἀπὸ τὶς συναναστροφές του ἢ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία τὸν διατηροῦσε σὲ διαρκῆ ἑνότητα μὲ τὸν πανοκτίρμονα καὶ ψυχοσώστη Κύριό μας. Σύνθημά του ἦταν τὸ γνωστό μας «Ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει, ἢ φεῦγε» καὶ τὴν βεβαιότητα, ὅτι μιὰ φορὰ μονάχα ζοῦμε καὶ ὅτι τὰ ἔργα μας γράφονται στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Ὅσιος Γέρων Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης στὸ ποίημά του «Ἅπαξ μόνον» ὡς ἑξῆς:

Θὰ διέλθω ἅπαξ μόνον
φεῦ! τοῦ βίου τὴν ὁδὸν
κ’ ἂς προσέχω πάντα χρόνον
πᾶν μου βῆμα τῶν ποδῶν.

 Κι’ ἀπὸ  τὴν ζωὴν τὴν ἄλλην
εἰς τὴν γῆν δὲν θἄλθω πάλιν.

 .                      Ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι κάθε στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι ἀνεπανάληπτη καὶ ὀφείλουμε νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ μὲ τὴν προσευχή. Πολλὲς φορές, ὅμως, ἐνῶ προσευχόμεθα δὲν λαμβάνουμε, δὲν βρίσκουμε ἀνταπόκριση. Τὸ ταμεῖο τῆς χάριτος δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐκβιάσουμε. Ὁ Κύριος ἔχει στὰ χέρια Του τὸ κλειδὶ καὶ θὰ ἀνοίξει νὰ μᾶς δώσει, ὅταν πρέπει. Ἡ θεία χάρις εἶναι ἕνας πολὺ διακριτικὸς ἐπισκέπτης καὶ τὸ παραμικρὸ νὰ συμβεῖ συστέλλει τὶς ἀκτῖνες της. Αὐτὴ μᾶς σηκώνει ψηλά, μᾶς θεώνει. Μόνοι μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε ψηλά; Ὄχι! Πρέπει κάποιος ἄλλος ὑψηλότερος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς σηκώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία χάρις. Ἐὰν ποτὲ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ μποῦμε στὸν Παράδεισο, θὰ ἀπορήσουμε γιὰ τρία πράγματα:

1. Δὲν θὰ δοῦμε μέσα αὐτοὺς ποὺ περιμέναμε νὰ δοῦμε.
2. Θὰ δοῦμε αὐτοὺς ποὺ δὲν περιμέναμε νὰ δοῦμε, καί
3. Θὰ ἀπορήσουμε πῶς μπήκαμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέσα.

.                      Ὀφείλουμε, λοιπόν, νὰ συστήνουμε σὲ ὅλους νὰ μὴν χάνουν τὸν καιρό τους. Κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου πρέπει νὰ μᾶς εὑρίσκει εἴτε στὴν προσευχή, εἴτε στὴν κατὰ Θεὸ ἐργασία, σὲ διαρκῆ ἐπιδίωξη τοῦ ἁγιασμοῦ μας.
.                      Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας τρέχει. Ὅλα παρέρχονται καὶ σβήνουν. Ἕνας μόνο μένει στοὺς αἰῶνες. Ὁ Χριστός μας καὶ  μαζί του «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα Αὐτοῦ» (Α´ Ἰωάν. β´ 17). Ὁ χρόνος κυλάει, ἀλλὰ ἀφήνει πίσω τὰ σημάδια του. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς μεγαλώνει καὶ μᾶς μικραίνει. Ὅσο αὐξάνονται τὰ χρόνια τῆς γήϊνης ζωῆς μας τόσο φθίνει ὁ χρόνος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς φθείρει καὶ μᾶς ἀνακαινίζει. Φθορὰ εἶναι τὸ γῆρας, οἱ ἀσθένειες, οἱ πόνοι. Ἀνακαίνιση ἡ μετάνοια, ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» (Β´ Κορ. δ´ 16).  Γι’ αὐτὸ ἐπιγραμματικὰ ἂς τονίσουμε ὅτι τὸ χθές, ὅσο ἐπαχθὲς κι ἂν εἶναι, ὁ Χριστὸς τὸ ἀλλάζει. Τὸ σήμερα, ὅσο ἀγχῶδες καὶ  ἂν εἶναι καὶ δύσκολο καὶ ἔμπονο ὁ Χριστὸς τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀγώνα ὡραῖο, σὲ ζυγὸ χρηστὸ καὶ ἐλαφρύ. Τὸ αὔριο, ὅσο θολὸ κι ἂν εἶναι τὸ μετατρέπει Αὐτὸς σὲ ἐλπιδοφόρο. Ἂς εἴμαστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, πάντοτε κοντὰ στὸ Χριστό μας, τὴν ὄντως ἀγάπη, καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ μὴ λησμονοῦμε τὰ λόγια τοῦ Γέροντός μας, τοῦ πατρὸς Γαβριήλ, ὅτι πρέπει τὴ ζωή μας νὰ τὴν θεμελιώνουμε στὸ τρίπτυχο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ Ζῶσα πίστη, βεβαία ἐλπίδα καὶ ἐνεργὸ ἀγάπη.
.                      Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ μετανοιώσουμε. Αὐτὸς μᾶς δίνει εὐκαιρίες  ἀξιοποιήσεώς του. Ἡ κάθε εὐκαιρία, ὅμως, εἶναι  γυμνή, καὶ ἂν μᾶς προσπεράσει δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ ροῦχα της. Τρέχει πάνω στοὺς ἀδυσώπητους τροχοὺς τοῦ χρόνου, αὐτοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Πρὶν μᾶς προσπεράσει, ὅμως, μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε ἀπὸ τὰ μαλλιά. Γιὰ νὰ τὴν πιάσουμε, ὅμως, χρειάζεται ἐπαγρύπνηση, ἐγρήγορση, ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαύσουμε ἐδῶ τὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Α´ Κορ. β´ 9). Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.  Δὲν εἶναι εὐκαιρία ἡ καλοπέραση, οἱ ἀνέσεις, ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου, οἱ ἡδονές, τὸ καλὸ ντύσιμο. Εὐκαιρία εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ κόσμου, τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τοῦ, Κύριε, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. ϛ´ 10).
.                      Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς, καὶ ἂς μὴν ἀφήνουμε νὰ μᾶς προσπερνάει ὁ χρόνος, οἱ εὐκαιρίες τῆς σωτηρίας μας, λέγοντας «οὔπω καιρός», γιὰ νὰ μὴν μετανοιώσουμε καὶ ποῦμε «οὐκέτι καιρός», ἢ «μακάρι νὰ γυρνοῦσε ὁ χρόνος πίσω». Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. ϛ´ 2).

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

, ,

Σχολιάστε

ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ ΕΓΩ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος
(Ῥωμ. ζ´ 24)

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                  Εἶμαι ταλαίπωρος ἄνθρωπος, γιατί, δυστυχῶς, προτιμῶ

*τὸ σκοτάδι, ἀπὸ τὸ φῶς,
*τὴ δυσωδία τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ἀναμαρτησίας,
*τὸ τραγούδι τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ τραγούδι τῆς ζωῆς,
*τὴ συμπόρευση μὲ τὸν πονηρὸ παρὰ μὲ τὸ Θεό,
*τὴν ἀπόκτηση ἀγαθῶν, αὐτῶν ποὺ γεμίζουν τὰ χέρια  ἀπὸ τὸ μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν, αὐτῶν ποὺ γεμίζουν τὴν ψυχή,
*τὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἐγὼ σὲ βάρος τῶν ἄλλων,
*τὴν ἡδονικὴ θέα τῶν προσκαίρων ἀπὸ τὴ θέα τοῦ ἀπείρου κάλλους τῶν ἀθεάτων, τῶν ἐπέκεινα.

.                  Εἶμαι ταλαίπωρος, γιατὶ ἐγκλωβίζομαι στὰ προσωπικά μου πάθη, στὶς προσωπικές μου ἀνάγκες καὶ ἐπιδιώξεις, στὸ προσωπικό μου συμφέρον, ποὺ μὲ ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ περιβάλλον μου, ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ γείτονα, ἀπὸ τὶς ὅποιες ἀνάγκες τοῦ πλησίον. Δὲν εἰρηνεύω καὶ δὲν νιώθω χαρά, ἀφοῦ λείπεις Ἐσύ, Χριστέ μου, ἀπὸ τὴν καρδιά μου, Ἐσὺ ποὺ δίνεις τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Δὲν εἶμαι ἄνθρωπος τῆς προσφορᾶς, δὲν ἔχω κενωτικὴ ἀγάπη στὶς χρεῖες τῶν γύρω μου. Κρατῶ κλειστὸ τὸ παράθυρο τῆς ψυχῆς μου καὶ δὲν τὸ ἀνοίγω, γιὰ νὰ μὴν ἰδῶ τοὺς πάσχοντες συνανθρώπους μου, νὰ μὴν ἀκούσω τὰ προβλήματά τους, νὰ μὴ σκύψω στὸν πόνο τους. Ἀκόμη καὶ στὰ προσωπικά μου προβλήματα, στὶς θλίψεις τὶς «εὑρούσαις με σφόδρα» (Ψαλμ. ΜϚ´ [46] 1) προτιμῶ νὰ παραμένω στὸ ἐγωϊστικό μου σκοτάδι καὶ νὰ προσπαθῶ νὰ τὸ διώξω μὲ τὰ χέρια μου.  Δὲν ἀνοίγω τὸ παράθυρό μου σὲ Ἐσένα, Χριστέ μου, ὅπως μᾶς παρότρυνε ὁ Ὅσιος Πορφύριος, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Μιὰ τρυπίτσα ἂν ἄνοιγα καὶ ἔμπαινε μέσα μου ἔστω καὶ μιὰ ἀκτίνα Σου, τοῦ νοητοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, θὰ φωτιζόμουν καὶ θὰ ἄλλαζα ζωή. Οἱ ἀκτίνες τοῦ φωτός Σου  εἶναι ἡ ἀγκαλιά Σου.
.                  Ὁ τέλειος τρόπος γιὰ νὰ διώξω τὴν προσωπική μου ταλαιπωρία εἶναι νὰ μὴν πολεμῶ μόνος μου τὸ κακό, ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τῶν φωτεινῶν ἀκτίνων τῆς ἀγάπης Σου, Χριστέ μου.  Αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μὲ μεταφέρει ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση στὴ χαρά, ἀπὸ τὴν κόλαση στὸν παράδεισο.
.                  Αὐτή, ὅταν ἀποκάμνω στὴ μαραθώνια πορεία τοῦ βίου μου καὶ συνεχίζω κάθιδρος, ἔρχεται μὲ τὸ σφουγάρι τῶν Θείων Οἰκτιρμῶν Σου νὰ μοῦ σκουπίσει τοὺς θρόμβους τοῦ ἱδρώτα, μὲ τὴ βροχὴ τοῦ Θείου Ἐλέους Σου νὰ μὲ δροσίσει καὶ μὲ τὸ λουτρὸ τῆς Θείας Χάριτός Σου νὰ μὲ ἀνακουφίσει καὶ νὰ μὲ ξεκουράσει.
.                  Αὐτή, ὅταν καίγομαι ἀπὸ τὸν καύσωνα τῶν λυπηρῶν καὶ τῶν θλίψεων μὲ ὁδηγεῖ σὰν ἐλάφι διψασμένο στὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς, στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, στὴν πηγὴ ποὺ ξεδιψᾶ κάθε διψασμένο, ἑκούσιο ἀπόδημο ἀπὸ τὴ Θεία Σου Ἐπιστασία μὲ τὰ νάματα τῆς γλυκειᾶς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα, ἀφοῦ Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μου, ὁ ὁποῖος γιὰ ἄφατη ἀγαθότητα ἐπεδήμησες πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς Χάριτός Σου.      
.                  Αὐτή, ὅταν τὰ πάντα γύρω μου πωλοῦνται καὶ ἀγοράζονται, ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθὰ μέχρι συνειδήσεις, χωρὶς διάκριση στὴ μακραίωνη παράδοση μας, στὶς ἑλληνορθόδοξες ἀξίες μας καὶ στὶς αἰώνιες ἀλήθειες καὶ βλέπει, Παντέφορε, ὅτι μάταια κοπιάζω καὶ στὰ κούφια ἀγωνίζομαι « ὡς ἂν εἰς ἀέρα δέρων» (Α´ Κορ. θ´ 25 ), ἔρχεται μὲ παιδαγωγικὸ τρόπο, ἔστω καὶ ἔμπονο, νὰ μὲ ἐλέγξει ὡς παραβάτη καὶ νὰ μὲ θεραπεύσει ὡς ἀνίατο ἀσθενή.
.                  Ἡ ταλαιπωρία μου θὰ παύσει, τὸ πιστεύω, Χριστέ μου, ὅταν πάρω ἀπόφαση νὰ μείνω γιὰ πάντα κοντά Σου. Μαζί Σου μὲ περιμένει χαρά, εἰρήνη, ὑγεία, προκοπὴ καὶ κατάπαυση ἄγχους καὶ ἀγωνίας. Μακριά Σου ζῶ μέσα στὴ  θλίψη, στὴ μελαγχολία, στὸν ἐκνευρισμό, στὴ στενοχώρια, στὴν ἐνθύμηση τῶν κακῶν μου ἀναμνήσεων καὶ τραυμάτων καθὼς καὶ τῶν ἀγωνιωδῶν καταστάσεων τοῦ χθές. Ὅταν ἀποδέχομαι τὶς φωτεινὲς ἀκτίνες τῆς ἀγάπης Σου, ὅπου καὶ ἂν εἶμαι, στὸ σπίτι, στὸ γραφεῖο, στὸν ἐργασιακό μου χῶρο, σὲ ἐπισκέψεις σὲ σπίτια ἀρχοντικὰ ἢ σὲ καλύβια φτωχικά, σὲ σπηλιές, σὲ δάση, στὰ βάθη τῆς  θάλασσας, δὲν θέλω νὰ φύγω ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸν πολύτιμο μαργαρίτη μου, Ἐσένα Χριστέ μου, καὶ ἡ ταλαιπωρία μου διαιωνισθεῖ. Σὲ ὅποιο σημεῖο τῆς γῆς καὶ ἂν ἀνοίξω τὸ παράθυρο τῆς σκοτεινιασμένης ψυχῆς μου στὶς θεϊκὲς ἀκτίνες τῆς ἀγάπης Σου καὶ νιώσω ὅτι εἰρηνεύω, τότε εἶμαι σίγουρος ὅτι μὲ ἔχει ἐπισκεφθεῖ ἡ Χάρη Σου καὶ δὲν θέλω νὰ μετακινηθῶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ μὴν Σὲ χάσω. Μόνον ὅπου Ἐσύ,  Χριστέ μου, εἶσαι παρὼν δὲν αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω ἀνάγκες καὶ ἡ ταλαιπωρία μου μεταποιεῖται σὲ εὐτυχία, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος καὶ αἰώνια ἀγαλλίαση, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ πιστοὶ ἀδελφοί μας, τὰ παιδιά Σου.

 

Σχολιάστε

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ «ΤΗΛΕΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ», ὅσιος Γέροντας Εὐσέβιος Βίττης

Πνευματικὸ  drone,
ὅσιος Γέροντας Εὐσέβιος Βίττης
4 Νοεμβρίου 2009

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                      Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία ἐξελίσσονται καὶ μᾶς δίνουν ζωηρὰ παραδείγματα βελτιώσεως τῆς ζωῆς μας μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκρυπτογραφούμενη σοφία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν βοήθειά τους, πολλὴ κατανοητὴ στὶς ἡμέρες μας, μποροῦμε ἀναμφισβήτητα νὰ παρομοιάσουμε τὸν Ὅσιο Γέροντα Εὐσέβιο μὲ ἕναν δορυφόρο. Ἦταν ἕνας τηλεκατευθυνόμενος δορυφόρος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ὁποῖος ἔπαιρνε ἐντολὲς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὶς μετέφερε στὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀναγκεμένα, τὰ ἐμπερίστατα, αὐτὰ ποὺ ἔστρεφαν τὸ βλέμμα σὲ Αὐτὸν καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐνεργὴ καὶ ἄμεση συμπαράστασή Του στὰ προβλήματά τους. Προσδιορίζοντας περισσότερο τὸν Ὅσιο Γέροντα, θὰ λέγαμε ὅτι ἦταν ἕνα drone  ποὺ τὸ κατηύθυνε ἡ Θεία Χάρις στὶς καρδιὲς τῶν ὅπου γῆς ἀνθρώπων, αὐτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος τοῦ Κυρίου μας. Αὐτοῦ καὶ μόνον Αὐτοῦ ποὺ εἶχε μέσα στὴν ψυχή του ὁ π. Εὐσέβιος καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου ἀφιέρωσε ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του.
.                      Τὸ πνευματικὸ drone, ὁ π. Εὐσέβιος, κατευθυνόταν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἔχοντας ἄμεση ἐπαφὴ μαζί Του μὲ τὴν  προσευχή, τὴν λειτουργική του διακονία, τὶς ἐλεημοσύνες του, τὸν κατηχητικό του λόγο, τὴν διδασκαλία του, τὴν ὁλοκληρωτική του ἀφιέρωση στὴν ἐν Χριστῷ «Καινὴν κτίσιν» (Β΄ Κορ. ε΄ 17). Ἦταν ὡς ἐκ τούτου ὡς θεοκίνητος χαριτωμένος καὶ πλημμύριζε ὅλους, ὅσοι τῶν προσέγγιζαν, μὲ χαρά, μὲ τὸν ἀφηγηματικό του τρόπο, μὲ τὸ δόσιμο ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του,  ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα» (Λουκ. Στ΄ 45). Ὁ π. Εὐσέβιος ἀντλοῦσε ὕδωρ σωτηρίας ἀπὸ τὸν ὑδάτινο ὄγκο τοῦ ψυχικοῦ του περισσεύματος. Καὶ τὸ ἄντλημα του ἦταν πλούσιο, ὥστε νὰ ξεδιψάει καρδιές, αὐτὲς ποὺ διψοῦν γιὰ λόγο Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα νὰ τὶς ποτίζει καὶ νὰ τὶς κάνει νὰ θάλλουν καὶ νὰ καρποφοροῦν.
.                      
Τὰ drones, δηλαδὴ τηλεκατευθυνόμενα ἀεροσκάφη, κατευθύνονται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια καὶ πετοῦν, γιὰ νὰ φωτογραφίζουν αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ ἰδιοκτήτης τους καὶ νὰ παρέχουν σχετικὲς πληροφορίες γιὰ αὐτὰ ποὺ βλέπουν, καὶ τὰ πιὸ σύγχρονα νὰ μεταφέρουν ἀντικείμενα, προϊόντα πρώτων βοηθειῶν, ἄμεσης ἀνάγκης στοὺς ἐμπεριστάτους. Χρησιμοποιοῦνται ἐπίσης γιὰ κατασκοπευτικὸ σκοπό, μεταφέροντας πληροφορίες γιὰ τὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο.   Πνευματικὸ  drone  ὁ Γέροντας Εὐσέβιος κατευθυνόταν μόνον ἀπὸ τὰ ἄχραντα χέρια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐπέβλεπε ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ μόχθου, τῆς φτώχειας, τῆς ἁμαρτίας, ἐπ’ αὐτὰ  τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ μας, γιὰ τὰ ὁποῖα Ἐκεῖνος ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὰ σώσει· ἦρθε τοῦ «ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός»  (Λουκ. ιθ΄ 10).
.                      
Πετοῦσε ὁ π. Εὐσέβιος μὲ τὴν κατευθυντήρια δύναμη τοῦ Χριστοῦ μας σὲ μέρη ποὺ ὑπῆρχαν ψυχὲς πρὸς σωτηρία.  Τὸν σήκωσε Αὐτὸς ἀπὸ τὴν Βλάστη τῆς Κοζάνης καὶ τὸν μετέφερε στὴν Ἀθήνα, στὴν Θεσσαλονίκη, στὸ Παρίσι, στὴν Σουηδία, στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὸ Σιδηρόκαστρο τῆς Σιντικῆς, στὰ βουνὰ τοῦ Μπέλλες. Μοναδικὸ φορτίο τοῦ  drone Εὐσεβίου ἦταν τὸ Ἅγιο καὶ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ μας, τοῦ κατευθυντῆρός του. Μὲ αὐτὸ ἔδρασε ἱεραποστολικά, ἀψηφώντας κινδύνους, φθόνους, μίση, κακουχίες, ξενιτεία, καιρικὲς συνθῆκες, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικά, μεριμνώντας γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ κάθε ἀναξιοπαθοῦντος καὶ ἐμπεριστάτου, σωματικὲς  καὶ ψυχικές, καὶ γνωρίζοντας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη σύγκειται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, χωρὶς νὰ παραθεωρεῖται οὔτε τὸ ἕνα οὔτε ἡ ἄλλη.

.                      Γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση, ἰδίως στὴν Σουηδία, νὰ ἀναφέρουμε δύο περιστατικά. Κατὰ τὸ πρῶτο ὁ πατὴρ Εὐσέβιος τὰ Σαββατοκύριακα ταξίδευε μὲ τὸ τραῖνο ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, συναντοῦσε μετανάστες παλιοὺς καὶ νέους στοὺς σιδηροδρομικοὺς σταθμούς, συγκέντρωνε σὲ σπίτια ἢ κατάλληλες αἴθουσες τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες, τελοῦσε Ἀκολουθίες, Βαπτίσεις, Τρισάγια, Θεῖες Λειτουργίες. Ταυτόχρονα, ἐξομολογοῦσε, μετέφραζε, συμβούλευε, ἔκανε τὸν διερμηνέα καί, γενικά, συμπαραστεκόταν στὶς πολυποίκιλες ἀνάγκες τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν. Διαπιστώνοντας μάλιστα πόσο ὀξὺ ἦταν τὸ πρόβλημα τῆς γλώσσας, στοὺς μὲν ἐνήλικες μάθαινε σουηδικά, στὰ δὲ παιδιά τους ἑλληνικά, ὥστε νὰ μὴν ἀφελληνισθοῦν στὸ ξένο περιβάλλον.

.                      Κατὰ τὸ δεύτερο περιστατικὸ ἀναφέρουμε τὸ πῶς ὁ π. Εὐσέβιος ἔσωσε ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ ἕνα δυστυχισμένο παιδί, τὸν μικρὸ Γιωργάκη. Αὐτοῦ ποὺ ὁ παππούς του τὸν εἶχε κλέψει ἀπὸ τοὺς γονεῖς σου σὲ ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ τὸν εἶχε μεταφέρει σὲ Μοναστήρι στὸ Θιβέτ. Ὅταν ὁ μικρὸς μεγάλωσε καὶ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ κόσμο, ἔμαθε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τοὺς φυσικούς τους γονεῖς καὶ τοῦ δημιουργήθηκε ἡ περιέργεια νὰ γνωρίσει κι αὐτὸς τοὺς γονεῖς του, τοὺς ὁποίους δὲν εἶχε γνωρίσει ἕως τότε. Ἔμαθε πὼς οἱ γονεῖς του ζοῦσαν σὲ κάποια πόλη τῆς Σουηδίας καὶ ὁ πατέρας του ἦταν ἔμπορος ξυλείας. Μὲ τὴν σατανιστικὴ ἐπήρεια πῆρε φτερὰ καὶ ταξίδεψε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο στὸν τόπο ποὺ ζοῦσαν οἱ γονεῖς του.
.                      Τὶς πρῶτες μέρες ποὺ αὐτοὶ τὸν φιλοξενοῦσαν, πέρασε ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης, Ἕλληνας ἱεραπόστολος. Μόλις ὁ μικρὸς τὸν εἶδε νόμιζε ὅτι ἦταν κινέζος καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ μιλάει κινέζικα. Τὸν χαιρέτησε κάνοντας μιὰ μικρὴ ὑπόκλιση, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζεται στὴν Κίνα. Ὁ ἱερέας παραξενεύθηκε μὲ τὴν συμπεριφορά του καὶ ρώτησε τὸν πατέρα του:
-Γιατὶ αὐτὸ τὸ παιδὶ συμπεριφέρεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο;
.                      
Ὁ πατέρας μετέφερε στὸν μικρὸ τὴν ἀπορία τοῦ ἐπισκέπτη καὶ τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἦταν ὀρθόδοξος ἱερέας ἰδιότητα ἄγνωστη στὸν μικρό, ποὺ πίστευε μόνο στὴν παντοδυναμία τοῦ σατανᾶ.
.                      
Ὁ π. Εὐσέβιος ἄρχισε τότε μὲ τὴν σωτηριώδη ἀποστολική του δράση νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὰ τῆς πίστεως καὶ ὁ μικρὸς ἀκούγοντας γελοῦσε, γιατὶ πίστευε μόνο στὴν δύναμη τοῦ σατανᾶ, μὲ τὰ τόσα θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ τοῦ εἶχαν συμβεῖ μέχρι τότε στὴν ζωή του. Ὅταν ὁ Γέροντας κάποια στιγμὴ ζήτησε ἕνα ποτήρι νερό, ὁ Γιωργάκης ἀπευθύνθηκε στὸν πονηρὸ καὶ ἀμέσως ἕνα ποτήρι πεντακάθαρο νερὸ βρέθηκε πάνω στὸ τραπέζι. Ὁ μικρὸς σατανιστὴς ἄρχισε τότε νὰ λέει στὸν Γέροντα:
-Βλέπεις, σοῦ ἀπέδειξα πὼς ὁ δικός μου θεὸς εἶναι δυνατὸς καὶ μπορεῖ νὰ κάνει θαυμαστὰ πράγματα. Θέλω νὰ κάνεις κι ἐσὺ κάτι, γιὰ νὰ μοῦ ἀποδείξεις ὅτι ὁ δικός σου Θεὸς εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὸν δικό μου, κι  ἔτσι νὰ μὲ πείσεις.
-Ξέρεις, λέει ὁ π. Εὐσέβιος, ὁ δικός μου Θεὸς εἶναι ταπεινὸς καὶ δὲν κάνει ἐπιδείξεις.
.                      
Βγάζει τότε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα ξύλινο σταυρουδάκι καὶ τοῦ λέει:
-Κράτα αὐτὸ στὸ χέρι σου καὶ κάνε πάλι αὐτὸ ποὺ ἔκανες.
Ὁ Γιωργάκης γέλασε μόλις τὸ εἶδε καὶ εἶπε:
-Αὐτὸ τὸ ξυλαράκι θὰ σταματήσει τὴν δύναμη τοῦ σατανᾶ;
-Δοκίμασε, λέει ὁ Γέροντας μὲ αὐτοπεποίθηση.
.                      
Πράγματι, ὁ Γιωργάκης βαστώντας τὸ ξύλινο σταυρουδάκι εἶπε τὰ λόγια τῆς ἐπικλήσεως, ἀλλὰ ὁ σατανᾶς δὲν ἐμφανίσθηκε.
.                      
«Κάποιο λάθος θὰ ἔκανα», σκέφθηκε, γι’ αὐτὸ δὲν ἐμφανίσθηκε. Τὰ λέει δεύτερη φορὰ τὰ λόγια, μὲ περισσότερη προσοχή, γιατὶ πίστεψε ὅτι εἶχε κάνει λάθος, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν εἶχε ἀποτέλεσμα.
.                      Τὴν τρίτη φορὰ εἶπε τὰ λόγια ἀργὰ καὶ καθαρά, μὲ περισσότερη προσοχὴ καὶ λίγο νευριασμένα. Ἐμφανίσθηκε τότε μπροστά του ὁ διάβολος ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε, τρέμοντας.
-Τὶ ἔπαθες, τοῦ λέει, γιατὶ δὲν ἔρχεσαι τόση ὥρα ποὺ σὲ καλῶ;
-Πέταξε ἀμέσως αὐτὸ ποὺ κρατᾶς στὸ χέρι σου. Τοῦ λέει οὐρλιάζοντας δυνατά.
.                      Ζήτησε τότε ὁ μικρός, ὅπως εἶναι φυσικό, κάποιες ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν σατανᾶ, γιατὶ μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ δὲν εἶχε βρεθεῖ ἄλλη δύναμη μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική του.
Μετὰ λέει, λοιπόν, στὸν π. Εὐσέβιο:
-Θέλω νὰ μοῦ μιλήσεις γιὰ τὸν δικό σου τὸν Θεό, τὸν ἀληθινὸ ὅπως λές.
.                      Ὅλο χαρὰ ἐκεῖνος ἄρχισε περιληπτικά, ἀλλὰ ἐμπεριστατωμένα, νὰ τοῦ διηγεῖται ἐπιγραμματικὰ τὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκτοτε τὸν ἐπισκεπτόταν τακτικά. Ὁ Γιωργάκης πίστεψε καὶ σώθηκε. Ἀργότερα ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀφιερώθηκε στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό μας. Ἡ ἱεραποστολὴ τοῦ πατρὸς Εὐσεβίου καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶχε αἴσιο ἀποτέλεσμα.

.                      Γιὰ τὴν φιλανθρωπικὴ δράση τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου πάλι θὰ ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὄχι μόνο ἐφάρμοζε τὸ «λάθε βιώσας», ἀλλὰ καὶ τὸ «λάθε εὐεργετήσας», κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας «Μὴ γνώτω  ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. ϛ΄ 3).  Οἱ ἐλεημοσύνες του γίνονταν μὲ πολὺ διακριτικὸ τρόπο. Ἔπαιρνε πληροφορίες γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκες καὶ προσπαθοῦσε τὶς ἀνάγκες αὐτὲς νὰ τὶς θεραπεύσει ὅσο γινόταν καλύτερα καὶ χωρὶς τυμπανοκρουσίες. Ἀκόμη καὶ σὲ βενζινάδικα ἔπαιρνε τηλέφωνο καὶ ἔδινε ἐντολὴ νὰ πᾶνε πετρέλαιο θερμάνσεως σὲ σπίτια ποὺ δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ θέρμαση, χωρὶς νὰ φαίνεται ὁ δωρητής.
.                      
Τὸ πρῶτο παράδειγμα σχετίζεται μὲ μιὰ Ἑλληνοκυπρία βασανισμένη, διαζευγμένη μὲ ἕνα παιδί, ποὺ  βρέθηκε στὴν Σουηδία. Αὐτὴ ἀλληλογραφοῦσε μὲ κάποιο συμπατριώτη της πού, ὅμως, δὲν τὸν γνώριζε προσωπικά. Τὴν ἔφερε, ὅμως, στὴν χώρα αὐτὴ τοῦ βορρᾶ ὑποσχόμενος ὅτι θὰ τὴν παντρευθεῖ. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ἡ κοπέλλα καὶ συναντήθηκε μαζί του διαπίστωσε, ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τὴν διπλάσια ἀπὸ αὐτὴν ἡλικία καὶ ὅτι οἱ προθέσεις του γι’ αὐτὴν δὲν ἦσαν ἁγνές. Ἤθελε νὰ ἀνοίξει οἶκο ἀνοχῆς, γιὰ νὰ κερδίσει χρήματα, καὶ δὲν τὸν ἔμελλε οὔτε ὁ γάμος οὔτε ἡ ἀπώλεια τῶν ψυχῶν τῶν ἁμαρτανόντων. Τὴν καλοδέχθηκε καὶ μὲ ὄμορφο, ἀλλὰ δόλιο τρόπο ποὺ ἔκρυβε δηλητήριο, τὴν παρώτρυνε πρὸς τὴν ἁμαρτία.
.                      
Ξένη καὶ ἔρημη ἡ ταλαίπωρη ψυχὴ δὲν εὕρισκε κάπου νὰ ἀκουμπήσει. Ἔνοιωθε ἀδύναμη καὶ μόνη στὸν παγωμένο βορρᾶ. Ἔσφιγγε στὴν ἀγκαλιά της τὸ μικρὸ βλαστάρι της, τὴν μόνη ἐπὶ γῆς παρηγοριά της καί, εὐτυχῶς, ἔστρεφε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ ζητώντας τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια.
.                      
Στὴν ἀπελπισία της κατέφυγε στὸν ἱερέα τῆς ἑλληνικῆς παροικίας. Αὐτὸς τὴν κατεύθυνε στὸν Γέροντα Εὐσέβιο πού, ὅμως, βρισκόταν, τριακόσια χιλιόμετρα μακριά. Τοῦ ἔγραψε μία ἐπιστολὴ διεκτραγωδώντας τὴν κατάστασή της.  Καὶ αὐτὸς δὲν ἔμεινε ἀδρανής. Μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ ἔστειλε χρήματα, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν μαστροπὸ καὶ διεφθαρμένο ἐκεῖνον ἄνθρωπο, καὶ σὲ λίγες ἡμέρες κατέβηκε στὴ Στοκχόλμη, γιὰ νὰ τὴν συναντήσει. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐκεῖ πνευματικά του παιδιὰ ὁ Γέροντας ἐπιστράτευσε γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῶν ἀναγκαίων καὶ τὴν ἄμεση ἀρωγή της. Τὴν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν ἐπίβουλο ἄνθρωπο τῆς ψυχῆς της, τὴν σπούδασε καὶ τὴν ὁδήγησε σὲ ἔντιμο γάμο καὶ δημιουργία μιᾶς εὐλογημένης οἰκογένειας. Πῶς αὐτὴ νὰ μὴν ἦταν εὐγνώμων στὸν σωτήρα της, τὸν Γέροντα ποὺ μεριμνοῦσε γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα;
.                      Τὸ δεύτερο περιστατικὸ ἀφορᾶ μιὰ ἐμπερίστατη νέα, τὴν Β. ποὺ ἀναπαυόταν πνευματικὰ στὸν Γέροντα καὶ δεχόταν τὸ προϊὸν ὄχι μόνο τῶν προσευχῶν του, ἀλλὰ καὶ  τῆς ὑλικῆς του στηρίξεως. Ὁ Γέροντας γνώριζε τὸ δυφυὲς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ δὲν ἔμενε σὲ εὐχολόγια. Δὲν ἔλεγε:
-Ὕπαγε καὶ ἐγὼ θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα.
.                      Τί νὰ τὴν κάνει κανεὶς μόνο τὴν εὐχή, ὅταν τὸ στομάχι διαμαρτύρεται; Ὁ Γέροντας ὄχι μόνο πονοῦσε γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς, τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας, ἀλλὰ μεριμνοῦσε καὶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν τους ἀναγκῶν. Ἦταν πραγματικὸς πατέρας.

.                      Τὴν Β. πολλὲς φορὲς τὴν εἶχε εὐεργετήσει καὶ αὐτὴ ἔνοιωθε τὸν Γέροντα ὄχι μόνο πνευματικὸ πατέρα, ἀλλὰ καὶ τροφέα καὶ ἀνακουφιστὴ καὶ ἀρωγὸ στὶς καθημερινὲς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς.
.                      Ἦλθε ἡ εὐλογημένη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κάλεσε τὸν Γέροντα Εὐσέβιο γιὰ νὰ τὸν κάνει οὐρανοπολίτη, νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα. Μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση ἡ κ. Β. βρέθηκε σὲ δεινὴ θέση. Ποιός τώρα θὰ τῆς κάλυπτε τὰ ἔξοδα; Ποιός θὰ τὴν βοηθοῦσε;
.                      Ἀπελπισμένη σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ψέλλισε:
-Πατερούλη τοῦ οὐρανοῦ, τί θὰ ἀπογίνω τώρα;
.                      Ἡ ἔκπληξη ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ ἑπόμενο πρωῒ βρίσκει κάτω ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ της ἕναν φάκελλο. Εἶχε ὄνομα: «π. Εὐσέβιος». Τὸ ἄνοιξε βιαστικὰ καὶ ἔμεινε ἄφωνη. Ὁ «Πατερούλης τοῦ οὐρανοῦ» εἶχε μεριμνήσει γιὰ τὶς ἀνάγκες της. Θαυμαστό; Ναί. Γράμμα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ χρηματικὸ ποσὸν ἱκανὸ νὰ τῆς λύσει τὰ τρέχοντα οἰκονομικὰ προβλήματα καὶ ὄχι μόνον.
.                      
Ὁ Γέροντας Εὐσέβιος ἦταν ἕνας ὑψιπέτης ἀετὸς τοῦ πνεύματος, ποὺ πετοῦσε σὲ ἀπάτητες κορυφές,  ζοῦσε τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ αὐτὴν κήρυττε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα. Μήπως καὶ ὁ σκοπὸς τῶν drones  δὲν εἶναι νὰ βρίσκονται στὰ ὕψη;  Ἔλεγε ὅτι ὁ  φανατισμὸς καὶ ἡ ἐμπάθεια εἶναι δύο φοβερὰ ἀνασταλτικὰ τῆς ἐλευθερίας τόσο τῶν ἴδιων τῶν φορέων τους, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων. Εἶναι δυνατὸν ἐμπαθεῖς καὶ φανατικοὶ νὰ θεωροῦνται ἐλεύθεροι ἄνθρωποι; Καὶ εἶναι δυνατὸν αὐτοί, ὅταν ἔχουν ὅλη τὴν ἐξωτερικὴ ἄνεση, νὰ μὴν ἐκτρέψουν τὴν ἐλευθερία σὲ ἀσυδοσία ἢ καὶ τυραννία; Καί, ὅμως, αὐτοὶ φωνάζουν γιὰ ἐλευθερία, δημοκρατία, ἀνθρώπινα δικαιώματα, καὶ ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει δημαγωγικὸ σύνθημα, γιὰ νὰ ἐπιδιωχθοῦν ἄλλοι σκοποί. Καταλυτικοὶ τῆς ἐλευθερίας στὴν πραγματικότητα. Καταλυτικοὶ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων…
.                      
Δὲν ὑπάρχουν μεγαλύτεροι δυνάστες ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μὲ φανατισμὸ κόπτονται ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας. Ποιᾶς δημοκρατίας, ὅμως, τῶν ὀλίγων ἢ τῶν πολλῶν; Τῶν καταδυναστευομένων, αὐτῶν ποὺ πασχίζουν νὰ ἀναπνεύσουν ἀέρα λευτεριᾶς, ἰσονομίας, ἰσοπολιτείας καὶ ἀμβλύνσεως τῶν κοινωνικῶν τάξεων, ἢ αὐτῶν ποὺ ζοῦν σὰν ἀγάδες καί, ἀλλοίμονον, ἂν ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων περιορίσει τὴν δική τους; Αὐτῶν ποὺ οὔτε κἂν σκέπτονται νὰ μοιρασθοῦν τοὺς βαθμοὺς ἐλευθερίας ποὺ ἔχουν,- ἀλήθεια ἀπὸ ποὺ τοὺς πῆραν,-μὲ ἄλλους ποὺ τοὺς στεροῦνται ὁλοσχερῶς. Ὁ Γέροντας αὐτὲς τὶς κοινωνικὲς ἀνισότητες τὶς καυτηρίαζε, γιατὶ πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ χειρότεροι εἶναι οἱ κράχτες τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημοκρατίας. Ἄνθρωποι δοῦλοι τῶν παθῶν τους χωρὶς πνευματικὴ ὡριμότητα. Αὔξηση τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει σπάσιμο τῶν δεσμῶν τῆς δουλείας καὶ ἄνοιγμα τῶν πτερύγων τῆς καρδιᾶς τους γιὰ πέταγμα στὸν οὐρανὸ τῆς ἐλευθερίας. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἔρριχνε τὸ σύνθημα, αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει λάβαρο ὁ ἀγωνιστὴς ἱεράρχης Φλωρίνης, ὁ νῦν οὐρανοπολίτης πατὴρ Αὐγουστῖνος Καντιώτης, «Ζητοῦμε ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία».
.                      Ὅσο ἀφορᾶ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ τὴν αὐτομεμψία τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου θὰ ἀναφέρουμε τὸ ἑξῆς χαριτωμένο περιστατικό:
.                      Σὲ μία ὁμιλία του στὸ Σιδηρόκαστρο ἀναφερόμενος σὲ τρίτο πρόσωπο, ἀλλὰ φωτογραφίζοντας τὸν ἑαυτό του ἔλεγε:
– Ἐντυπωσιαζόμαστε σήμερα, ὅπως καὶ παλαιότερα, ὅταν βλέπουμε κάποιον νὰ ὁμιλεῖ  ξένες γλῶσσες. Καὶ ἂν ξέρει καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ τέσσερεις ἢ καὶ πέντε γλῶσσες, τότε ἐντυπωσιαζόμαστε ἀκόμη πιό πολύ!
.                      
Ρωτήθηκε τότε ἀπὸ κάποιον ἀκροατή, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀκούσει ὅτι ὁ Γέροντας ὁμιλοῦσε ἄπταιστα Γαλλικά, Ἀγγλικά, Γερμανικά, Σουηδικά, Λατινικὰ καὶ ἀρκετὰ καλὰ Ἰταλικά, γιὰ ἐπιβεβαίωση τῶν ὅσων εἶχε ἀκούσει:
-Ἐσεῖς πόσες γλῶσσες ξέρετε;
.                      Καὶ ὁ μακάριος Γέροντας  βυθίζοντας τὸ μεγάλο του χάρισμα μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς ταπεινώσεώς του ἀπήντησε:
-Δυστυχῶς, ξέρω περισσότερες ἀπὸ μιὰ καὶ ἑπομένως σὲ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς ἐπαναλαμβάνω τὶς ἴδιες ἀνοησίες. Θὰ τὶς ἒλεγα μόνο στὰ ἁπλὰ Ἑλληνικά, ἂν ὁμιλοῦσα μόνο Ἑλληνικά.
.                      Καὶ συνέχισε τὴν ὑποτίμηση τοῦ χαρίσματός του μέχρις ἐξοντώσεώς του μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀφοπλιστικὸ χαμόγελό του λέγοντας:
-Ἡ γλωσσομάθεια δὲν αὐξάνει τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὴν ἱκανότητα κριτικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει αὐτὸς ποὺ εἶναι. Καὶ ξαναλέω, ὅτι ὅποιος ξέρει μόνο ἑλληνικὰ ἐπαναλαμβάνει μία φορὰ τὴν ἀνοησία του.
.                      
Στὸν π. Εὐσέβιο σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ὁ ποιήσας καὶ διδάξας οὗτος μέγας κληθήσεται»  (Ματθ. ε΄ 19), θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ ἀποδοθεῖ ὁ τίτλος τοῦ Μεγάλου, γιατὶ δὲν ἔμενε στὰ λόγια, ἀλλὰ  εὕρισκε πάντοτε «τὴν πρᾶξιν εἰς θεωρίας ἐπίβασιν». Κάποτε μοῦ ζήτησε νὰ συνθέσω μιὰν ἀκολουθία γιὰ τὸν ὅσιο Εὐσέβιο τὸν Αἴθριο. Τὸν ρώτησα γιατὶ τὴν ἤθελε καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι αὐτὸν τὸν Ἅγιο ἐπέλεξε νὰ τιμᾶ καὶ νὰ τὸν ἑορτάζει. Στὴν ἐρώτησή μου πάλι γιατὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μὲ τὸ ὄνομα Εὐσέβιος ἐπέλεξε νὰ τιμᾶ αὐτὸν μοῦ εἶπε χαμηλώνοντας τὸ βλέμμα.
-Γιατὶ ἦταν ἀκτήμων καὶ δὲν εἶχε, ὅπως ὁ Κύριός μας «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Λουκ. θ΄ 58)! Δὲν εἶχε κελλὶ στεγασμένο, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «αἴθριος». Εἶχε στέγη τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ οὐράνια στέγη δίνει τὴν πιὸ σίγουρη προστασία ἀπὸ ὅλες τὶς καιρικὲς συνθῆκες. Αὐτὴ στὰ κρύα τοῦ χειμῶνος μᾶς θερμαίνει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο θερμαντῆρα καὶ στοὺς καύσωνες τοῦ θέρους μᾶς ψύχει μὲ μιὰ οὐράνια δρόσο. Καὶ ἐγώ, ὁ κεχριαῖος προσπαθῶ τιμώντας τον νὰ τὸν μιμηθῶ, ἀνεπιτυχῶς βέβαια, – νὰ ἡ ἔμφυτη αὐτομεμψία του καὶ ἡ ἄκρα του ταπείνωση- καὶ περιφέρω τὸ σαρκίο μου στὰ ἄλση καὶ τὰ βουνά, παρακαλώντας τον νὰ μὲ ἀξιώσει στὸ ἐλάχιστο νὰ τὸν μιμηθῶ.
.                      
Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι τὰ δασύσκια βουνὰ τοῦ Μπέλλες μὲ τὶς βροχές, τὶς παγωνίες, τὰ χιόνια, ὁ Γέροντας Εὐσέβιος τὰ ἅγιασε περπατώντας καὶ εὐχόμενος ἀδιάκοπα.
.                      
Τί ἀπ’ ὅλα μποροῦσε κανεὶς νὰ πρωτοθαυμάσει στὸν Γέροντα; Τὸ βάθος τῆς γνώσεως; Τὰ χαρίσματά του; Τὸ  ταπεινό του φρόνημα; Τὴν ἑτοιμολογία του; Τὸν ἀνάλαφρο λόγο του; Τὴν προσήνειά του; Τὴν ἀγἀπη του χωρὶς ὅρια, ἀφοῦ σύνθημά του εἶχε τὴν φράση: «Ζῶ γιὰ ν’ ἀγαπῶ καὶ νιώθω ζωντανὸς ἐπειδὴ ἀγαπῶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τῆς καρδιᾶς μου»; Ἦταν ὅλος ἕνα διαυγέστατο δοχεῖο τῆς Χάριτος, ἦταν ὅλος ἁγιασμένος. Ἦταν μιὰ μορφή, ποὺ ὅπως εἶχε γράψει στὰ φοιτητικά τους χρόνια ὁ συνομήλικός του μετέπειτα Ἅγιος Μητροπολίτης Χαλκίδος, Νικόλαος Σελέντης: Εἶναι  μιὰ μεγάλη αὐτὴ ψυχή, ψυχὴ ποὺ γεννήθηκε γιὰ νὰ ἁγιάσει!.

,

Σχολιάστε

«ΜΕ ΜΙΑ ΜΠΟΥΚΙΑ ΨΩΜΙ ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΙΝΕΙΣ»

Μὲ μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ δὲν χορταίνεις.

Ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος τῆς Βίτσας
( Ὁ Ἅγιος τῶν ἀνέργων)

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.                              Ὁ ὅσιος Ἰάκωβος τῆς Βίτσης τοῦ Ζαγορίου, ὁ ἅγιος προστάτης τῶν ἀνέργων, δὲν εἶχε μεριμνήσει ποτὲ γιὰ ἀποθεματικὰ τροφίμων. Βίωνε τὸ «Πάτερ ἡμῶν»! Ζητοῦσε μόνιμα «τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. ϛ΄ 11) καὶ ἐφάρμοζε ἔμπρακτα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» (Ματθ. ϛ΄ 19). Ὁ χορτασμός του ἦταν πάντα μὲ πνευματικὴ τροφή.
.                  Στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του ὁ Γέροντας Ἰάκωβος  στὰ Ζαγοροχώρια δὲν εἶχε ἀξιώσεις φιλοξενίας ὕπνου καὶ τροφῆς. Χόρταινε μὲ τὸν ἄρτο τῆς πίστεως, ποὺ τὸν μοίραζε πλουσιοπάροχα· χόρταινε μὲ τὸν χορτασμὸ τῶν ἄλλων. Καὶ δὲν ἦταν μόνος του. Συνοδευόταν πάντοτε ἀπὸ τὴν γερόντισσα ἀδελφή του, τὴν τυφλή, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν περιποιεῖται βλέποντας ὄχι μὲ τὸ φῶς τῶν κλειστῶν χοϊκῶν ὀφθαλμῶν της, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς κενωτικῆς της ἀδελφικῆς προσφορᾶς, τῆς προσφορᾶς τῆς ἀγάπης. Ἡ τυφλὴ Γερόντισσα, ἡ παρθενόκλητη Δέσποινα μοναχή, ὅταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος δίδασκε ἢ ἐξομολογοῦσε, ζητιάνευε καὶ τὸ ἀλεύρι ποὺ τῆς ἔδιναν οἱ πτωχοὶ Χριστιανοί, πότε σταρένιο, πότε κριθαρένιο, πότε καλαμποκίσιο, πότε σικάλεως, τὸ ἀνακάτευε καὶ ἔψηνε τὸ ζυμάρι στὴν στάχτη. Αὐτὸ ἦταν τὸ ψωμὶ ποὺ ἔδινε στὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διαμαρτυρήθηκε, ἀφοῦ ἡ τυφλὴ ἀδελφή του ὅ,τι μποροῦσε ἔκανε. Ἄλλωστε τὸ αἰσθητήριο τῆς γεύσεως τοῦ Γέροντος ἦταν πολὺ ἁπλό. Ἔτρωγε γιὰ νὰ ζήσει καὶ δὲν ζοῦσε γιὰ νὰ τρώει. Τὸ ἀνακατεμένο μὲ στάχτη ψωμί, μισοψημένο ἢ μισοφουσκωμένο, γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν τὸ καλύτερο γλύκισμα. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ πρόφερε μὲ τὸ στόμα του νοστίμιζε καὶ τὸ πιὸ ἄνοστο παρασκεύασμα τῆς ἀδελφῆς του. Πικρὸ τὸ ψωμί, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος ἔλεγε, τροποποιώντας τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ποὺ ἔλεγαν, ὅταν τοὺς ἔρριξαν στὰ παγωμένα νερὰ τῆς λίμνης τῆς Σεβαστείας: «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος».
.                        Ὅταν πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος βρισκόταν στὸ νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων, τὸν ἐπισκέφθηκε μιὰ λόγια καὶ εὐσεβὴς ψυχή, ἡ ὁποία ποθοῦσε νὰ γίνει καὶ νύμφη Χριστοῦ ἀκολουθώντας τὴν μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ Γέροντας κατὰ τὴν πάντοτε ψυχωφελῆ συζήτηση τὴν ρώτησε:
-Προσεύχεσαι καθημερινά, κόρη, στὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ;
-Προσεύχομαι, Γέροντα, τοῦ ἀπάντησε μὲ κατεβασμένο ἀπὸ συστολὴ κεφάλι.
-Τὴν εὐχὴ τὴν λές; Συνέχισε.
-Τὴν λέω Γέροντα!
-Πόσες φορὲς τὴν λές;
 -Τὴν λέω, Γέροντα, ἐπανέλαβε ἀμήχανα.
-Ἄκου, κόρη μου, τῆς εἶπε. Τὴν λὲς μιὰ ἢ πολλὲς φορές; Γιατὶ μὲ μὲ μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν χορταίνει καὶ ἡ εὐχὴ εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ψυχῆς. Ὅσο περισσότερες φορὲς τὴν λές, τόσο ἡ γλυκύτητα μένει μόνιμα στὸ στόμα σου καὶ τόσο πιὸ πολὺ αἰσθάνεσαι τὸν τροφοδότη Χριστὸ νὰ σὲ γεμίζει μὲ τὴν χάρη Του.
.                         Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ στιχομυθία δείχνει τὴν συνεχῆ τροφοδοσία τοῦ Γέροντος ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, τὸν ἄρτο «ζωῆς τῆς αἰωνιζούσης», τὸν ἄρτο ποὺ δὲν ξεραίνεται οὔτε μουχλιάζει, τὴν μονολόγιστη εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». 

, , ,

Σχολιάστε