Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Μ. Παρασκευή
ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ Uncategorized στὶς 17 Ἀπρίλιος 2020
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ καὶ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ τοῦ ΣΚΟΤΟΥΣ «Τότε ἔρχεται ἕνα σκοτάδι, σκοτίζεται ὁ νοῦς μας, φθάνουμε σέ ἕνα σημεῖο νά ἔχουμε διάφορους λογισμούς, καί μία ἀπελπισία καταλαμβάνει τήν ψυχή μας, ἕνα σκοτάδι ὄχι διανοητικό, ἀλλά ψυχικό, καρδιακό σκοτάδι, σκοτιζόμαστε ἀπό ἀπελπισία, ἀπό ἀπόγνωση, δέν ξέρουμε τί νά κάνουμε, ὅταν βρισκόμαστε σέ πειρασμούς καί δυσκολίες».
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 10 Μάϊος 2019
Ἡ θεολογία τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας μέχρι τῆς ἐνάτης
Τοῦ Μητροπολ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
Λόγος ἀπομαγνητοφωνημένος στήν Ἀποκαθήλωση.
Μεγάλη Παρασκευή 2019, Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου.
περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»
*
. Τά Πάθη, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάστασή τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονότα τά ὁποῖα δημιουργοῦν πολύ μεγάλη ἔμπνευση σέ αὐτούς πού τά μελετοῦν καί τά διαβάζουν. Εἶναι γεγονότα τά ὁποῖα δέν συνδέονται μόνο μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τήν δική μας ζωή.
Τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως
. Ὅταν διαβάζη κανείς τά ἅγια καί ἱερά Εὐαγγέλια, τότε βλέπει συνολικά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ. Τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ὁ Χριστός συνελήφθη ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους καί ὅλη τήν νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης προσήγετο ἀπό τόν Ἄννα στόν Καϊάφα καί γίνονταν ἀνακρίσεις, ἀκολούθησαν τά κολαφίσματα πού ὑπέστη ὁ Χριστός, ἡ πτώση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου μέ τήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καί πολλά ἄλλα.
. Τό πρωΐ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς συνῆλθε τό Μεγάλο Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, διότι σύμφωνα μέ τήν νομοθεσία δέν ἔπρεπε νά συνεδριάζουν κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας. Ἔλαβαν ἀπόφαση νά θανατώσουν τόν Χριστό καί τόν ὁδήγησαν στόν Πιλάτο γιά νά ἐκδώση τήν ἀπόφαση. Ἔγινε ἡ σχετική ἀνάκριση ἀπό τόν Πιλάτο καί περίπου στίς ἐννέα ἡ ὥρα τό πρωί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἐξεδόθη ἡ καταδικαστική ἀπόφαση νά θανατωθῆ ὁ Χριστός διά τοῦ Σταυροῦ.
. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος γράφει: «ἦν δέ ὥρα τρίτη καί ἐσταύρωσαν αὐτόν» (Μάρκ. ιε΄, 25), δηλαδή αὐτό ἔγινε στίς ἐννέα ἡ ὥρα τό πρωΐ, ὅταν ἐξεδόθη ἡ ἀπόφαση καί ἄρχισε ἡ διαδικασία τῆς σταυρώσεως καί τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη μέχρι τίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι, ἔγιναν ὅλα τά γεγονότα τά ὁποῖα περιγράφουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές.
. Ἀμέσως μετά, ὅπως ἀκούσαμε προηγουμένως στό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, «ἀπό δέ ἕκτης ὥρας μέχρι ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄, 45), δηλαδή ἀπο τίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι μέχρι τίς τρεῖς ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι, ὑπῆρξε ἀπόλυτο σκοτάδι σέ ὅλη τήν γῆ, σκοτείνιασε ὁ ἥλιος.
. Στίς τρεῖς ἡ ὥρα τό μεσημέρι, τήν ἐνάτη ὥρα, ὅπως τήν ἔλεγαν τότε, ὁ Χριστός παρέδωκε τό πνεῦμα Του καί ἀμέσως ἔγινε μέγας σεισμός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σκίσθηκε στά δύο, ἄνοιξαν τά μνήματα καί βγῆκαν ἀπό αὐτά πολλοί κεκοιμημένοι καί ἐμφανίστηκαν στήν πόλη μετά τήν ἔγερσή Του. Στήν συνέχεια ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν Θεότητά Του κατέβηκε στόν Ἅδη γιά νά νικήση τόν θάνατο καί τό Σῶμα Του παρέμεινε στόν Τάφο μαζί μέ τήν θεότητα. Μέχρι τό πρωΐ τῆς Ἀναστάσεως ὑπῆρχε σιγή, σαββατισμός.
. Θά ἤθελα σήμερα νά περιορίσω τόν λόγο μου κυρίως σέ αὐτό τό σκοτάδι, τό ὁποῖο ἔγινε στίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι καί κράτησε μέχρι τίς 3 ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής: «Ἀπό δέ τῆς ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπί πᾶσαν τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄, 45). Τό ἴδιο λένε καί οἱ δύο ἄλλοι Εὐαγγελιστές, ἰδίως ὁ δέ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει «τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος» (Λουκ. κγ΄, 44).
. Πρέπει νά δοῦμε λίγο τήν θεολογία αὐτοῦ τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας, δηλαδή τοῦ σκότους τῆς δωδεκάτης ὥρας, ὅπως τήν χαρακτηρίζουμε σήμερα.
Τί ἦταν τό σκοτάδι αὐτό
. Ὅπως εἴδαμε αὐτό τό σκοτάδι κράτησε τρεῖς ὧρες, ἀπό τίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι μέχρι τίς τρεῖς ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι πού ὁ Χριστός παρέδωσε τό πνεῦμα Του στόν Πατέρα Του. Κράτησε τρεῖς ὧρες αὐτό τό σκοτάδι. Τί ἦταν αὐτό τό σκοτάδι τό ὁποῖο ἔγινε πρίν ὁ Κύριος παραδώσει τό πνεῦμα Του στόν Πατέρα Του;
. Ἐκεῖνο πού φαίνεται ἀπό τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι δέν ἦταν ἕνα σκοτάδι, τό ὁποῖο ἦταν ἀποτέλεσμα ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου ἀπό τήν παρεμβολή τῆς σελήνης, ἀλλά ἦταν ἕνα ὑπερφυσικό γεγονός.
. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος, τοῦ ἑνδεκάτου αἰῶνος μ.Χ., ἑρμηνεύει: «Τό γενόμενον σκότος οὐκ ἦν κατά φυσικήν ἀκολουθίαν, οἷον ἀπό τῆς ἐκλείψεως ἡλίου φυσικῶς γενομένης». Δέν ἦταν, δηλαδή, κάποιο φυσικό φαινόμενο, ὅπως γίνεται μέ τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, γιατί ὑπῆρξε ἀπόλυτο σκοτάδι. Καί ὅπως ἐξηγεῖ στήν συνέχεια, τήν ἡμέρα ἐκείνη πού γινόταν τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων ἡ σελήνη ἦταν δεκατεσσάρων ἡμερῶν καί δέν μποροῦσε νά συμβῆ αὐτό τό φυσικό φαινόμενο.
. Συνεχίζοντας λέει: «Ὥστε ὑπέρ φύσιν τό πάθος», δηλαδή τό σκοτάδι τοῦ ἡλίου, ἦταν ἕνα ὑπερφυσικό φαινόμενο, ὄχι φυσικό. Καί συνεχίζει ὅτι δέν ἦταν ἕνα μερικό γεγονός, ἕνα γεγονός πού συνέβη στά Ἱεροσόλυμα, στήν Παλαιστίνη, ἀλλά «κοσμικόν ἐστί γεγονός», ἦταν ἕνα γεγονός πού συνέβη σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἔγινε σκοτάδι σέ ὅλη τήν γῆ πού κράτησε τρεῖς ὧρες.
. Ἔχουμε μία μαρτυρία πού προέρχεται ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε ἐθνικός, ἦταν μέλος τοῦ Ἀρείου Πάγου στήν Ἀθήνα, καί ἐκείνη τήν ἡμέρα βρέθηκε στήν Αἴγυπτο. Σέ μία ἐπιστολή πού στέλλει ἀργότερα στόν ἅγιο Πολύκαρπο, τόν Ἐπίσκοπο Σμύρνης ἀναφέρεται σέ αὐτό τό γεγονός. Τοῦ γράφει νά πῆ σέ κάποιον πού ὀνομαζόταν Ἀπολλοφάνης: «Τί λέγεις γιά τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου πού συνέβη τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος; Διότι τότε ἤμασταν καί οἱ δύο παρόντες στήν Ἡλιούπολη (τῆς Αἰγύπτου) καί βρισκόμασταν μαζί καί βλέπαμε παραδόξως τήν σελήνη νά ἐμπίπτη στόν ἥλιο, ἐνῶ δέν ἦταν καιρός συνόδου. Ἔπειτα, ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα (στίς τρεῖς ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι) ἕως τήν ἑσπέρα νά ὑποκαθίσταται ὑπερφυῶς στή διάμετρο τοῦ ἡλίου. Νά τοῦ ὑπενθυμίσης καί κάτι ἄλλο. Γνωρίζει καλά ὅτι εἴδαμε αὐτήν τήν συσκότιση νά ἀρχίζη ἀπό τήν ἀνατολή καί νά φθάνη ἕως τό ἡλιακό τέρμα καί ἔπειτα νά ξαναγυρίζη, ὥστε τό καθάρισμα δέν ἔγινε ἀπό τό ἴδιο σημεῖο τῆς συσκοτίσεως, ἀλλά ἀπό τό ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο. Αὐτά εἶναι τά ὑπερφυῆ γεγονότα πού εἶναι δυνατά μόνο στόν Χριστό, τόν παναίτιο, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ ἀναρίθμητα μεγάλα καί ἐξαίσια θαύματα».
. Στήν βιογραφία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου γράφεται ὅτι, ὅταν εἶδε αὐτό τό σκοτάδι τήν ὥρα πού βρισκόταν στήν Αἴγυπτο τό μεσημέρι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶπε: «Ἤ Θεός πάσχει ἤ τό πᾶν ἀπόλλυται». Δύο πράγματα μπορεῖ νά συμβαίνουν: «Ἤ Θεός ὑποφέρει ἤ ὅλα καταστρέφονται». Γι’ αὐτό ὅταν ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἀργότερα ἄκουσε τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν Ἀθήνα νά ὁμιλῆ στόν Ἄρειο Πάγο γιά τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως πίστευσε αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του καί εἶναι ὁ μέγας ἐκεῖνος θεολόγος πού μᾶς ἄφησε τά συγγράμματα, στά ὁποῖα μιλᾶ γιά τόν γνόφο καί τό φῶς, γιά ὅλη αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό τό θαῦμα, τό ὁποῖο εἶδε ὁ ἅγιος Διονύσιος, τό θαῦμα καί τήν θεολογία τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας τῆς ἡμέρας ἐκείνης, δηλαδή στίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς.
Γιατί ἔγινε σκοτάδι τήν ὥρα ἐκείνη.
. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Γιατί ἔγινε αὐτό τό σκοτάδι ὅταν ὁ Χριστός βρισκόταν πάνω στόν Σταυρό, πρίν παραδώση τό πνεῦμα Του; Γιατί ἐπέτρεψε ὁ Θεός ἐκείνη τήν ὥρα νά γίνη σκότος σέ ὅλη τήν γῆ;
. Τήν ἑρμηνεία τήν δίνει πάλι ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος. Λέγει ὅτι αὐτό ἔγινε γιά τέσσερεις λόγους.
. Πρῶτον, «ἵνα δειχθῇ ὅτι πενθεῖ ἡ κτίσις ἐπί τῷ πάθει τοῦ Κτίστου». Δηλαδή, καί ἡ κτίση ἔπρεπε να πενθήση γι’ αὐτό τό φοβερό πάθος τοῦ Κτίστου καί δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Καί αὐτό τό ἀκούσαμε σέ πολλά τροπάρια πού ψάλλαμε σήμερα.
. Δεύτερον, γιά νά δειχθῆ «ὅτι ἀπό τῶν Ἰουδαίων ἀπέστη τό φῶς». Δηλαδή, οἱ Προφῆτες προμήνυαν καί προφήτευαν ὅτι ὁ Γιαχβέ θά γίνη ἄνθρωπος, ὅπως ἀκούσαμε προηγουμένως τί εἶπε γιά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας πού ἔζησε ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τόν Χριστό. Καί ὅμως ὁ λαός τῶν Ἰουδαίων πού διάβαζε αὐτές τίς προφητεῖες ὅτι θά ἔρθη ὁ Γιαχβέ γιά νά σαρκωθῆ γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος, τόν καταδίκασε σέ θάνατο. Δέν μπόρεσαν οἱ ἀπόγονοι τῶν Προφητῶν ἐκείνων νά καταλάβουν αὐτό τό γεγονός, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστός, ὁπότε ἀπομακρύνθηκε τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Ἰουδαίους καί πῆγε στά ἔθνη.
. Τρίτον, ἔγινε αὐτό τό σκοτάδι γιατί τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως διαβάζουμε στά Εὐαγγέλια, ὅταν μιλοῦσε ὁ Χριστός, τοῦ ζήτησαν σημεῖο ἀπό τόν οὐρανό, ἄν αὐτός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἔλεγαν: Ὡραῖα, ἀκοῦμε αὐτά πού λές, δός μας ἕνα σημεῖο. Καί ἐκεῖνος τούς ὑπενθύμισε τό σημεῖο τοῦ Προφήτου Ἰωνᾶ πού βρισκόταν τρεῖς ἡμέρες καί νύκτες στήν κοιλία τοῦ κήτους. Καί λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ὅτι αὐτό τό σημεῖο πού ζητοῦσαν τότε ἀπό τόν οὐρανό, ἐδόθη τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως, ὅταν σκοτίσθηκε ὁ ἥλιος καί ἑπομένως «οἱ αἰτοῦντες ἐξ οὐρανοῦ σημεῖον ἰδεῖν Ἰουδαῖοι, νῦν βλεπέτωσαν τόν ἥλιον σκοτιζόμενον».
. Τέταρτη αἰτία γιά τήν ὁποία ἔγινε αὐτό τό σκοτάδι εἶναι ὅτι τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, καί τήν ἕκτη ὥρα τῆς ἕκτης ἡμέρας ὁ Ἀδάμ ἔφαγε τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό φῶς τό ἀληθινό καί ἔπεσε σέ βαθύτατο σκοτάδι. Δηλαδή, ἐπῆλθε ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ του καί ἔχασε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί μετά, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τόν Παράδεισο, ἄρχισε νά λατρεύη τά εἴδωλα, εὑρισκόμενος μέσα στό σκοτάδι. Καί τώρα ἦλθε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔπειτα τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τήν Παρασκευή, καί τήν ἕκτη ὥρα τό μεσημέρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ὅπως μετροῦσαν τότε, δηλαδή τήν δωδεκάτη τό μεσημέρι σταυρώθηκε γιά νά ἀναγεννήση τόν ἄνθρωπο.
. Καί ὅπως ὅλος ὁ κόσμος δημιουργήθηκε μέσα ἀπό τό σκοτάδι, μέσα ἀπό τήν ἄβυσσο, ἀφοῦ ὅπως λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη ἦταν στήν ἀρχή σκοτάδι σέ ὅλη τήν γῆ, καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιφερόταν ἐπάνω ἀπό τήν ἄβυσσο, ἔτσι καί τώρα γίνεται σκοτάδι καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου.
. Τελικά, τό σκότος ἔχει μέσα του ἕνα μυστήριο, ὅπως καί ἡ νύκτα ἔχει ἕνα μυστήριο καί περιμένουμε τήν ἀνατολή τῆς ἄλλης ἡμέρας, περιμένουμε νά ἔρθη πάλι τό φῶς. Ἔτσι, καί ὁ ἄνθρωπος αὐτές τίς σκοτεινές ὧρες, ὅταν ὑπομένη θά ἀποκτήση κοινωνία μέ τόν Θεό καί θά γίνη φωτεινός κατά Χάριν.
. Μποροῦμε, βέβαια, νά σκεφτοῦμε λίγο αὐτό τό γεγονός; Τέτοια ὥρα νά ὑπάρχη πολύς ἥλιος, ἐπειδή εἶναι μεσημέρι καί ἀμέσως νά σκοτεινιάσουν τά πάντα, σάν νά εἶναι δώδεκα ἡ ὥρα τά μεσάνυκτα καί νά μή βλέπουμε τίποτα, ὅταν μάλιστα δέν ἔχουμε ἠλεκτρικό ρεῦμα.
. Γνωρίζουμε ὅτι στόν Γολγοθᾶ πρίν γίνη σκοτάδι ὁ ἕνας ἀπό τούς ληστές εἶπε στόν Χριστό νά κατεβῆ ἀπό τόν Σταυρό, ὥστε νά πιστεύσουν ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Τοῦ γάρ καταβῆναι ἀπό τοῦ σταυροῦ τοῦτο (δηλαδή τό σκότος) θαυμασιώτερον». Δηλαδή, τό σκοτάδι τήν ὥρα ἐκείνη ἦταν πιό θαυμάσιο ἀπό τοῦ νά κατέβαινε ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό γιά νά δείξη τήν θεότητά Του. Ἔτσι, αὐτό πού ζητοῦσε ὁ ληστής ἔγινε, ἀλλά μέ ἕναν ἄλλο τρόπο.
. Καί ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἀποκαλυφθῆ μέ τόν τρόπο πού ἐμεῖς θέλουμε, καί ὁ Θεός μᾶς ἀποκαλύπτει τήν δύναμή Του καί τήν παρουσία Του μέ ἕναν ἄλλο διαφορετικό τρόπο. Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε κοντόφθαλμοι καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα.
. Αὐτή εἶναι ἡ θεολογία τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας, δηλαδή τῆς δωδεκάτης μεσημβρινῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς.
Τό σκοτάδι στήν ζωή μας
. Ὅμως, αὐτό τό γεγονός ἔχει πολύ μεγάλο νόημα στήν ζωή μας. Γιατί καί ἐμεῖς ὡς Χριστιανοί ἀκολουθοῦμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦμε τόν Χριστό νά μᾶς διδάσκη καί ἐπειδή ἀκριβῶς θέλουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτά πού διδάσκει ὁ Χριστός, πολλές φορές δεχόμαστε καί τόν σταυρό, σταυρωνόμαστε ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καί γιά τόν Χριστό.
. Πολλές φορές σταυρωνόμαστε ἀπό τά πάθη μας καί ἀκολουθεῖ τό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας. Ἄλλες φορές σταυρωνόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι δέν μᾶς καταλαβαίνουν, μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς διαβάλλουν. Δέν καταλαβαίνουν τήν ζωή τήν ὁποία ζοῦμε, τό τί σημαίνει νά εἶναι κανείς Χριστιανός Ὀρθόδοξος. Καί ἔτσι πολλοί ἀπό ἐμᾶς ὅλα αὐτά τά Πάθη, τά ὁποῖα ὑπέστη ὁ Χριστός, τά ζοῦμε ποικιλοτρόπως στήν ζωή μας.
. Ζοῦμε τήν διαδικασία τῆς πορείας ὅλων τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, μέ μετριότερη προσαρμογή, ἀκόμη καί τῶν ἀνακρίσεων ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τους Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς μας, ζοῦμε καί τήν ἀνάκριση πολλές φορές ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, ὅπως ἦταν ὁ Πιλάτος τήν ἐποχή ἐκείνη. Ζοῦμε τόν διωγμό, τήν σταύρωση, τήν φραγγέλωση, τά πάθη, τούς ἐμπτυσμούς καί τά παθήματα. Καί βεβαίως δεχόμαστε καί τόν σταυρό. Εἶναι ὅλα φυσιολογικά γεγονότα στήν χριστιανική ζωή.
. Καί ὅταν πολλές φορές εἴμαστε ἐπάνω στόν σταυρό, ὅπως ὁ Χριστός τήν δωδεκάτη ὥρα τήν μεσημβρινή, τότε ἔρχεται ἕνα σκοτάδι, σκοτίζεται ὁ νοῦς μας, φθάνουμε σέ ἕνα σημεῖο νά ἔχουμε διάφορους λογισμούς, καί μία ἀπελπισία καταλαμβάνει τήν ψυχή μας, ἕνα σκοτάδι ὄχι διανοητικό, ἀλλά ψυχικό, καρδιακό σκοτάδι, σκοτιζόμαστε ἀπό ἀπελπισία, ἀπό ἀπόγνωση, δέν ξέρουμε τί νά κάνουμε, ὅταν βρισκόμαστε σέ πειρασμούς καί δυσκολίες.
. Μερικές φορές ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά γίνεται αὐτό κατά τήν πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι ὡς ἄρση τῆς θείας Χάριτος ἤ ὡς Θεοεγκατάλειψη, γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο οἱ ἀσκητικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
. Ἀρχίζει κανείς τόν πνευματικό του ἀγώνα, διαβάζει χριστιανικά βιβλία, ζῆ χριστιανικά καί κάποια στιγμή ὄχι μόνο βλέπει τούς ἀνθρώπους νά εἶναι ἀπέναντί του, ἀλλά συγχρόνως δέν αἰσθάνεται καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί συμβαίνει περίπου αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλειπες;». Βέβαια, δέν ἐγκατέλειψε ὁ Πατέρας τόν Υἱό Του, ποτέ δέν ἐγκαταλείφθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση, πάντοτε ὁ Χριστός ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα Του, ἀλλά αὐτό τό εἶπε, γιατί ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «τυποῖ τό ἡμέτερον», δηλαδή οὐσιαστικά τυπώνει αὐτό πού ἐμεῖς ζούσαμε στήν ζωή μας, ὅταν φύγαμε ἀπό τόν Θεό.
. Καί τότε φωνάζει κανείς καί λέει: «Ὅλοι μέ ἐγκατέλειψαν. Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ λέγει “ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με”» (Ψαλμ. 26, 10). Ἀλλά ἔρχονται στιγμές πού δέν βλέπουμε καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί λέμε: «Ποῦ εἶσαι Θεέ; Ἐάν ὑπάρχης, βοήθησέ με. Γιατί ἐξαφανίστηκες, γιατί ἔφυγες ἀπό μένα, γιατί μέ ἐγκατέλειψες μέσα στό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ἀπογνώσεως;». Ζοῦμε αὐτήν τήν θεολογία καί τό μυστήριο τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας. Ἀλλά, ἀδελφοί, δέν πρέπει νά ἀπογοητευόμαστε καί τίς ὧρες ἐκεῖνες, γιατί θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλα γεγονότα στήν ζωή μας.
. Τρεῖς ὧρες κράτησε τό σκοτάδι, κατά τήν διάρκεια τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα στίς τρεῖς ἡ ὥρα τό μεσημέρι ὁ Χριστός παρέδωκε τό πνεῦμα Του. Ἔγινε σεισμός, ἀκολούθησαν μεγάλα γεγονότα, καί μετά σιγή, καί ὕστερα ἔλλαμψε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἡ διαδικασία γίνεται καί σέ μᾶς, τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ.
. Ἄρα τότε πού περνᾶμε αὐτό τό μυστήριο τοῦ σκότους τῆς δωδεκάτης ὥρας, τότε διενεργεῖται ἐσωτερικά καί μυστικά ἡ ἀναγέννησή μας. Αὐτό τό σκοτάδι τῆς συστολῆς τῆς θείας Χάριτος, κρύβει ἕνα μεγάλο μυστήριο, τότε κυοφορεῖται ἠ ἀνάστασή μας.
. Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, μήν ἀπελπίζεστε. Ὅσα γεγονότα καί ἄν ἔλθουν στήν ζωή σας, ὅσες δυσκολίες, ὅσοι κατατρεγμοί, ὅσα κολαφίσματα, ὅσοι ἐμπτυσμοί, ὅσες καταδιώξεις καί ἄν ἔλθουν, καί ὅταν ἀκόμη ἔλθη ἀπελπισία καί ἀπόγνωση, μήν πτοεῖσθε. Αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἡ θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ σκότους, καί θά ἀκολουθηση καί ἡ θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ φωτός. Γιατί μέσα ἀπό τό σκοτάδι αὐτό, ὅταν κάνουμε ὑπομονή καί προσευχόμαστε ἐκεῖνες τίς δύσκολες ὧρες, θά ἀνατείλη ὁ Ἀναστάς Χριστός μέσα στήν καρδιά μας καί θά γεμίσουμε ἀπό ἐλπίδα καί αἰώνια ζωή.
. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τοῦ σκότους τῆς δωδεκάτης μεσημβρινῆς, τό ὁποῖο μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή μας μπορεῖ νά μετατραπῆ σέ μυστήριο ἐλπίδας καί ἀναστάσιμης ζωῆς. Ἀμήν.
«ΣΗΜΕΙΟΝ» στὴν ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 26 Ἀπρίλιος 2019
«Σημεῖον» στὴν καρδιὰ τῆς γῆς
τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»
. Ἕξι αἰῶνες πρὶν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατέλθει στὰ κάτεργα, ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἔφευγε «ἀπὸ προσώπου Κυρίου». Ἔφευγε φοβισμένος, διστάζοντας ἢ μᾶλλον ἀρνούμενος νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φυγή του μὲ πλοῖο ποὺ κατευθυνόταν «εἰς Θαρσίς», κάπου στὴν Ἱσπανία, συναντάει τὴ μανιώδη ἀντίδραση τῆς θάλασσας καὶ ὁ Ἰωνᾶς καταλήγει στὴν κοιλιὰ ἑνὸς κήτους. Καὶ ἔμεινε ἐκεῖ «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας».
. Ἡ προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ ἀναγινώσκεται στοὺς Ναούς μας τὸ Μέγα Σάββατο τὸ πρωί. Εἶναι «σημεῖον», μία σημαδιακὴ προφητεία. Ὡς τέτοιο «σημεῖον», μέγιστο θαῦμα ποὺ θὰ φανερώσει τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, ὑπέδειξε ὁ Κύριος στοὺς ἀπιστοῦντες γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους αὐτὸ τὸ «σημεῖον», «τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου».
. Ὅπως ὁ Ἰωνᾶς, τοὺς εἶπε, ἔμεινε «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ΄ [12] 40).
. Ὁ Ἰωνᾶς «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους», ὁ Κύριος «ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας». Καὶ ὅπως ὁ Ἰωνᾶς ἦταν ζωντανὸς μέσα στὸν «τάφο» τῆς κοιλίας τοῦ κήτους, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἦταν μέσα στὸν Τάφο Του «νεκρὸς ζωαρχικώτατος».
. Ἡ κοιλία τοῦ κήτους εἶναι καὶ σύμβολο τοῦ Ἅδη, ποὺ σὰν ἀχόρταγο κῆτος κατέπινε τὶς ἀμέτρητες γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖ στὸν Ἅδη, στὴν ἀπόλυτη ἀνθρώπινη ἐσχατιά, στὸν πιὸ ἀπομακρυσμένο τόπο τοῦ σύμπαντος, κατέρχεται ὁ Δημιουργὸς γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ ἀνασύρει στὸ φῶς καὶ στὴ ζωὴ τὸ πλάσμα Του.
. Στὸ διάστημα ποὺ τὸ ἄφθαρτο σῶμα Του παραμένει «ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς», ἡ τεθεωμένη ψυχή Του κατέρχεται στὰ κάτεργα τοῦ Ἅδη. Κατέρχεται ὄχι ὡς αἰχμάλωτη, ὅπως οἱ ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ «πανσθενουργός», παντοδύναμη. Ὁ Κύριος φθάνει στὴ χαλύβδινη φυλακὴ ὡς Ἐλευθερωτής. «Κατάστικτος τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργός».
. Εἶναι πράγματι «κατάστικτος τοῖς μώλωψι», γεμάτος πληγές, τὶς πληγὲς ποὺ δέχθηκε κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Πάθους Του μέχρι τὸν σταυρικὸ θάνατό Του στὸν Γολγοθᾶ. Κι ἦταν φριχτὸ ἐκεῖνο τὸ μαρτύριο. Ὄχι τόσο τὸ σωματικό, ὅσο τὸ μαρτύριο τῆς ψυχῆς Του, ποὺ ἀναδέχθηκε τὴν κόλαση ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων. Σήκωσε βάρος αἰώνων, τέτοιο ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ κραυγάσει ἐναγώνια στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»! Κι ὅμως τὸ ἤπιε τὸ κατάπικρο ἐκεῖνο ποτήρι. Ὅλο! Μέχρι τὴν τελευταία φαρμακερή του σταγόνα.
. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σταθμίσει τὸ ἀσήκωτο βάρος ποὺ σήκωσε, τὴν ἀφόρητη πίκρα ποὺ δοκίμασε ὁ Ἀναμάρτητος, ὅταν γιὰ χάρη μας ἔγινε ἁμαρτωλός, ἀναλαμβάνοντας τὴ δική μας ἄπειρη ἁμαρτία; Ὅταν ἔπαιρνε τὴ θέση μας στὴ δίκαιη ἐγκατάλειψή μας, κάτι ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ κραυγάσει μὲ ἄπειρο πόνο: «Ἠλί, Ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. κζ΄ [27] 46).
. Ἀλλὰ τώρα τὸ μαρτύριο ἔχει τελειώσει. Ἡ ὑπέρτατη Θυσία, ποὺ εἰρηνοποίησε τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ἔχει προσφερθεῖ. Καὶ ὁ Κύριος κατέρχεται πανσθενουργὸς στὸ βασίλειο τοῦ Ἅδη «ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», καὶ συντρίβει «μοχλοὺς αἰωνίους». Κατέρχεται στὸν χῶρο τοῦ θανάτου καὶ «ζωαρχικῇ παλάμῃ» διασπαράττει «τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα», σπάζει τὶς χαλύβδινες κλειδαριὲς τῆς φυλακῆς, γεμίζει μὲ φῶς τοὺς κατασκότεινους χώρους της.
. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μένει «τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς».
. «Σημεῖον»!
. Τὸ σύμπαν ἀλλάζει πορεία. Τώρα γνωρίζουμε πὼς δὲν ὑπάρχει θάνατος. Κι ὅταν διαβαίνουμε τὶς ἄλλοτε φοβερὲς πύλες του, γνωρίζουμε πὼς θὰ μᾶς συναντήσει ὁ Κύριος τῶν πάντων: οὐρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων. Μὲ τὴ ζωαρχική Του παλάμη θὰ μᾶς περάσει πάνω ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ βάραθρο τοῦ θανάτου καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν πάμφωτη Βασιλεία Του, ὅπου Ἐκεῖνος θὰ εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι» καὶ τὸ πλήρωμα ὅλων τῶν πόθων.
. «Εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας»!
«ΠΑΤΕΡ, ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ» (Ζ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 26 Ἀπρίλιος 2019
«Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου»
Ἱερομονάχου Γρηγορίου:
«Οἱ ἑπτὰ Λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ»,
Ἱ. Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος 2009.
Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
βλ. προηγούμενα :
1. ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ (Α´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
2. ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ’ ΕΜΟΥ ΕΣῌ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ (Β´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου)
3. ΓΥΝΑΙ , ΙΔΕ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ – ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ (Γ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
4. ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ (Δ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
5. ΔΙΨΩ (Ε´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
6. ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ (ϛ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
. Ἀμέσως μετὰ τὸν προηγούμενο λόγο «Τετέλεσται», ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς λέγει τὸν ἕβδομο καὶ τελευταῖο τοῦτο λόγο: «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ πεθαίνει ἑκουσίως. Ὁ λόγος αὐτὸς ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς παρέδωσε τὴν ζωή του ἑκούσια γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὡς καλὸς ποιμὴν ὁ κύριος ἑκούσια θυσιάστηκε γιὰ μᾶς. Ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ: «ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ. Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν».
. «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου. Σοῦ παραδίδω τὸ πνεῦμα μου, γιὰ νὰ τὸ ξαναπάρω πάλι. Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ἀλλὰ ὄχι γιὰ πολὺ χρόνο, διότι γρήγορα πάλι ἀναστήθηκε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Ὁ ἥλιος τότε ἔχασε τὸ φῶς του, ἐξ αἰτίας τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης. Σχίστηκαν οἱ πέτρες, διότι ἔπασχε ὁ Χριστός, πού, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, συμβολιζόταν μὲ τὴν πέτρα καὶ πήγασε τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ μνήματα ἄνοιξαν καὶ οἱ νεκροὶ ἀναστήθηκαν, γιὰ χάρη ἐκείνου ποὺ εἶναι ἐλεύθερος ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς».
. Οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Κύριος ἔχουν μεγάλη σημασία. «Ὀνόμασε τὸν θάνατο παρακαταθήκη, διότι ἐπρόκειτο πάλι νὰ λάβει τὴν ψυχή». Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, «ὁ Χριστὸς δὲν παρέδωσε τὸ πνεῦμα μὲ βία ἀλλὰ ἑκουσίως. Διότι αὐτὸ σημαίνει τὸ Παρατίθημι. Ἡ λέξη φανερώνει ἀκόμη ὅτι πρόκειται νὰ τὸ λάβη πάλι, διότι ἔτσι εἶναι ἡ παρακαταθήκη· ἐπιστρέφεται ξανά. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του, κατὰ τὸν ὁποῖο παρέθεσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ Πατέρα, οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων παρατίθενται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι ὅπως πρὶν στὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου. Ὥστε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔγινε δικός μας ἁγιασμός. Γιὰ αὐτὸ καὶ μὲ μεγάλη φωνὴ προσκαλεῖ τὸν θάνατο, ὁ ὁποῖος δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάση πρὶν κληθῆ». Μὲ τὸν θάνατό του ὁ Χριστὸς ἐσκύλευσε τὸν Ἅδη καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ «ἔχουμε λαμπρὲς ἐλπίδες καὶ ἀκλόνητη πίστη ὅτι, ἀφοῦ ὑποστοῦμε τὸν σωματικὸ θάνατο, θὰ βρεθοῦμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ».
. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἀνακεφαλαιώνοντας τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἀναλύει τὸν ἑκούσιο θάνατο τοῦ Κυρίου. «Στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὁ θάνατος ὁρμάει ἐξουσιαστικὰ καὶ τυραννικά. Ὁπότε ἡ φύση μας νικιέται ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ ἔχει λάβει ἐξουσία ἐναντίον μας ἐξ αἰτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος… καὶ ἀκολουθεῖ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα». Στὸν Χριστὸ ὅμως, «ὅταν ἡ θεότητα πρόσταξε νὰ ἔλθει ὁ θάνατος γιὰ τὴν οἰκονομία, γιὰ νὰ καταργηθῆ δηλαδὴ ὁ θάνατος διὰ τοῦ θανάτου, τότε κι ὁ θάνατος ὑπάκουσε σὰν δοῦλος στὸ θεϊκὸ πρόσταγμα καὶ πλησίασε… μὲ φόβο καὶ τρόμο. Αὐτὸ τὸ νόημα δίνει στὸ γεγονὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σὲ ἕνα τροπάριο τῆς Ὀκτώηχου, λέγοντας: “Φόβῳ σοι ὡς θεραπαινὶς ἡ τελευτὴ προσταχθεῖσα πρόσεισι τῷ Δεσπότῃ τῆς ζωῆς”. Αὐτὸ φανέρωνε καὶ ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς τοῦ Κυρίου στὸν Σταυρό. Διότι μὲ τὴν κλίση καλοῦσε τὸν θάνατο, ποὺ φοβόταν νὰ πλησιάση ἀπὸ μόνος του, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Ἐπιπλέον ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς τοῦ Κυρίου δὲν ἦταν φυσική, ἀλλὰ ὑπερφυσικὴ καὶ παράδοξη, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴν ἀναφέρεις κάτι θαυμαστό… λέγοντας: “Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ Πνεῦμα”. Διότι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅταν ψυχομαχοῦν καὶ πρόκειται νὰ παραδώσουν τὸ πνεῦμα, δὲν κλίνουν κάτω τὴν κεφαλὴ ἀλλὰ σηκώνουν ψηλὰ καὶ τὸ βλέμμα καὶ τὴν κεφαλή,… καὶ ὅταν παραδώσουν τὸ πνεῦμα, τότε κλίνουν κάτω τὴν κεφαλή. Ὁ Κύριος ὅμως ἔκανε τὸ ἀντίθετο: πρῶτα ἔκλινε τὴν κεφαλή, καὶ ἔπειτα παρέδωσε τὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ὑπερφυσικὸ καὶ παράδοξο».
. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο ἀναφέραμε ἀνωτέρω, γράφει ὅτι ἀφοῦ «τέλεσε ὁ Κύριος ὅλα τὰ γεγραμμένα» καὶ ὑπέμεινε «τὸ πάθος, τὴν σταύρωση, τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιά,… ὑπολειπόταν μόνον ὁ θάνατος. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπὸ φόβο δὲν τολμοῦσε νὰ προσεγγίση, γιὰ αὐτὸ ἔκλινε ὁ Χριστὸς τὴν κεφαλή, καλώντας τον. Διότι πρὶν νὰ κλίνη τὴν κεφαλή, ὁ θάνατος δὲν τολμοῦσε νὰ Τὸν πλησιάση. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: “Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα”».
. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, ἔχει πνευματικὴ σημασία γιὰ τὴν προσωπική μας ζωή: «Ὅταν πρόκειται», λέγει, «νὰ παραδώσης τὸ πνεῦμα σου, θυμήσου τὸν ἕβδομο λόγο τοῦ Κυρίου καὶ ἀφιέρωσε μὲ κάθε λογῆς ταπείνωση καὶ πόνο καρδιᾶς καὶ δάκρυα τὴν ψυχή σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο: “Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου”».
. Τὴν ἀπήχηση ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ζωὴ κάθε πιστοῦ συνοψίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ μᾶς παροτρύνει: «Βλέπεις, ἀδελφέ, τί ὠφέλεια ἔλαβες ἀπὸ τὸ σχολεῖο τοῦ Γολγοθᾶ; Βλέπεις τί θαυμαστὴ διδασκαλία σοῦ παρέδωσε ὁ Κύριος ἐπάνω στὸν Σταυρό;… Εὐχαρίστησε τὸν Ἰησοῦ, διότι ὄχι μόνον ὅσο ζοῦσε στὴν γῆ σὲ ἐδίδαξε, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ πάνω στὸν Σταυρὸ κρεμασμένος δὲν παρέλειψε νὰ σὲ διδάξει τὰ πρὸς σωτηρίαν σου». «Νὰ συλλογίζεσαι», λοιπόν, «ἀγαπητέ, τοὺς ἑπτὰ λόγους, ποὺ πρόφερε ὁ Κύριος, ὅταν ἦταν ἐπάνω στὸν Σταυρό, τοὺς ὁποίους σοῦ ἄφησε σὰν μία στερνὴ καὶ μυστικὴ παραγγελία, γιὰ νὰ τὴν ἔχης φυλαγμένη πάντοτε στὴν καρδιὰ καὶ στὴν μνήμη σου, ὅσο καιρὸ θὰ ζῆς τὸν ἑβδοματικὸν αἰῶνα τῆς παρούσης ζωῆς».
. Καταλήγοντας θὰ ἀναφέρουμε τὸν βαθὺ θεολογικὸ συλλογισμὸ τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα: «Ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀξίωσε νὰ μνημονεύουν τὰ δεσμά του, ἐπειδὴ αὐτὸ προξενεῖ ὠφέλεια, τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς πληγὲς τοῦ κοινοῦ Δεσπότου,… Ποιό ὄφελος δὲν προσφέρει ἡ μνήμη τους καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὴ γλῶσσα καὶ στὴν διάθεση καὶ στοὺς λογισμούς; Νομίζω μάλιστα ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν δημιουργία του δέχθηκε τὴ μνήμη, ἀπέκτησε τὴν ἱκανότητα νὰ σκέφτεται καὶ ἔλαβε τὴν γλῶσσα, ὥστε νὰ θυμᾶται τὰ πάθη τοῦ Κυρίου, αὐτὰ νὰ συλλογίζεται καὶ γιὰ αὐτὰ νὰ ὁμιλῆ!».
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ; (Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκης)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 6 Ἀπρίλιος 2018
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;
τοῦ Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκη
-
Σιωπή καί διάλογοι. Ὁ Χριστός σιωπᾶ. Ὁ κατηγορούμενος δέν ἀπολογεῖται. Οἱ ἄλλοι κάνουν διάλογο γι’ Αὐτόν.
—Πιλᾶτος: «Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαρραβᾶν ἤ Ἰησοῦν τόν λεγόμενον Χριστόν;» (Ματθ. κζ’ 17)
Μέσα του κάποιος τοῦ μιλάει: «Διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. κζ´ 18).
Διά φθόνον ἐκεῖνοι, διά θρόνον ἐκεῖνος…
Μεσολαβεῖ ἄλλος διάλογος. Με τή γυναῖκα του. Νά κι ἕνα ὄνειρο ἀληθινό! Προειδοποιητικό. Προεξαγγελτικό.
—Γυναίκα Πιλάτου: «Μηδέν σοι καί τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ. Πολλά γάρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι᾽ αὐτόν» (Ματθ. κζ´ 19).
—Πιλᾶτος: «Τίνα ἀπολύσω;».
-
Φανατίζουν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι τόν ὄχλο.
—Πιλάτος (τρίτη φορά): «Τίνα θέλετε ἀπό τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν;» (Ματθ. κζ´ 26).
—’Όχλος: Βαρραβᾶν!
—Πιλᾶτος: «Τί ποιήσω Ἰησοῦν τόν λεγόμενον Χριστόν;».
—’Όχλος (ὑποκινούμενος): «Σταυρωθήτω!».
—Πιλᾶτος: «Πλένω τά χέρια μου! Εἶμαι ἀθῶος γιά τό αἷμα τοῦ δικαίου, πού θά χυθῆ!».
—’Όχλος: «Τό αἷμά Του πάνω μας καί πάνω στά παιδιά μας!». ’Όχι, βέβαια, εἰς ἄφεσιν, ἀλλά εἰς κρίσιν καί κατάκρισιν. Καταριοῦνται τούς ἑαυτούς τους καί τούς ἀπογόνους τους!
-
Πῶς τελειώνει ὁ διάλογος; Μέ βία καί μέ βούλα!
Ὁ διάλογος ἐξελίχθηκε ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἀπόφασις ὅμως ἦταν κατά τοῦ Ἰησοῦ! Φραγγέλιο γιά τόν ’Αθῶο!
-
Καί οἱ δύο ὑπογραφές (βοῦλες): Ἐλεύθερος ὁ κακοῦργος! ’Ένοχος θανάτου ὁ ’Αθῶος!
-
Ἐμεῖς δέν ἔχουμε δικαίωμα νά σοῦ ἀπαντήσουμε, Πιλᾶτε;
-
Ἐμείς, κύριοι ἀρχιερεῖς, δέν ἔχουμε δικαίωμα ψήφου; Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Βουβά πρόσωπα; ’Ανελεύθερα ὄντα; Θά βλέπουμε καί δέν θά μιλᾶμε; Θά σοῦ ποῦμε, λοιπόν, Πιλᾶτε, κι ἄς εἶσαι ἡγεμόνας! Ἐμεῖς θά σοῦ ποῦμε. ’Ή μᾶλλον θά ἀπαντήσουμε στό συνειδησιακό σου ἐρώτημα: «Τί ποιήσω τόν λεγόμενον Χριστόν;».
-
Τί νά Τόν κάνης τόν Χριστό; Ὅ,τι λέει ἡ δικαιοσύνη! «Ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου…». Ἔτσι δέν εἶπες; Νά Τόν ἀποδώσης, λοιπόν, Καθαρό τόν Ἄμωμο. Γιατί πνίγεις τό δίκαιο; Γιατί στραγγαλίζεις τή Δικαιοσύνη;
Πόσο αἷμα δικαίων χύνεται, ἀπό τό αἷμα τοῦ Ἄβελ μέχρι τό αἷμα τῶν παιδιῶν τῆς Βηθλεέμ, μέχρι τό αἷμα τοῦ ἀνυπεράσπιστου βρέφους, πού καί σήμερα, Μ. Παρασκευή, σφαγιάζεται μέ τήν ἔκτρωσι;
-
Τί νά Τόν κάνης τόν Χριστό, Πιλᾶτε; Ὅ,τι σοῦ λέει ἡ συνείδησίς σου! Ρωτᾶς: «Τί κακό ἔκανε;» καί ἡ συνείδησίς σου φωνάζει: «Μόνο καλά ἔκανε ὁ ’Ιησοῦς!». Πνίγεις τή συνείδησί σου, Πιλᾶτε; Τί νά κάνης, καί σύ, ἀδελφέ; Ὅ,τι σοῦ ὑπαγορεύει ἡ συνείδησις, πρίν τήν ἀφήσης καί ἀρρωστήση σαπισμένη!
-
Τί νά Τόν κάνης τόν Χριστό, Πιλᾶτε; Ὅ,τι σέ συμβουλεύει ἡ γυναίκα σου! Νά μιά γυναίκα, πού σπεύδει νά σώση τόν ἄντρα της ἀπό ἀνοσιούργημα. Γιατί δέν ἀκοῦς τή γυναίκα σου, Πιλᾶτε;
-
Tί νά Τόν κάνης τόν Χριστό, Πιλᾶτε; Νά Τόν δεχθῆς, ὄχι ὡς «λεγόμενον» Χριστόν, ἀλλ’ ὡς τόν πραγματικό Χριστό, ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου!
-
Τί νά Τόν κάνης τόν Χριστό, Πιλᾶτε; Νά Τόν ἀγαπήσης! Νά Τόν ζυγίσης σωστά! Ἐσύ ζύγισες προτιμώντας τόν ἄγριο Βαρραβᾶ καί ὄχι τόν Ἅγιο Ἰησοῦν, τόν Θεάνθρωπο Κύριο! Τί κάνει ἡ πολιτική; Προτιμᾶ τό συμφέρον…
-
Τί νά Τόν κάνης τόν Χριστό, Πιλᾶτε; Τί ρωτᾶς τήν ὀχλοκρατία; ’Αφοῦ ξέρεις καλά, ὅτι «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν»! Ἀπ᾽ τό φθόνο τό δικό τους γίνεται ὁ φόνος ὁ δικός σου!
-
Τί νά Τόν κάνης τόν Χριστό, Πιλᾶτε; Ἔκανες ὅ,τι ἔκανες!
-
Κάνε τώρα ὅ,τι ἔκανε τό ὄργανό σου, ὁ ἑκατόνταρχος. Κι αὐτός δέν ἦταν μαζί μέ σένα φονευτής τοῦ ’Αθώου; Τώρα εἶναι θαυμαστής Του. Μπορεῖς καί σύ νά γίνης, μά δέν σ’ ἀφήνει ἡ δειλία καί ἡ ἐξουσία!
-
Ἔκανες ὅ,τι ἔκανες! Κάνε τώρα ὅ,τι ἔκανε κι ἐκεῖνος. Γονάτισε μπροστά στόν Ἰησοῦ. Γονάτισε καί σύ, μά δέν σ’ ἀφήνει ὁ ἐγωισμός σου! Καί ὅπως ὡμολόγησε ἐκεῖνος, ὁμολόγησε καί σύ!
-
Καί τότε θά γίνης σάν τή γυναῖκα σου, τήν Πρόκλα. Ἐκείνη ἔγινε ἁγία, ἐσύ ἔμεινες μέ τό στίγμα τοῦ Χριστοκτόνου.
-
Τί κρῖμα! Νά μήν ξέρης καί σύ, φίλε μου, τί νά κάνης τό Χριστό! Νά Τόν ἀγαπήσης! Νά Τόν λατρέψης. Νά Τόν ὁμολογήσης. Νά Τόν ἀγκαλιάσης μές στά φυλλοκάρδια σου! Νά Τοῦ παραδοθῆς ὁλότελα! Καί νά Τοῦ πῆς καί σύ καί μεῖς καί ὅλος ὁ λαός: Μαζί Σου, Χριστέ, γιά πάντα!
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ (ϛ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 14 Ἀπρίλιος 2017
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ
(ϛ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
Ἱερομονάχου Γρηγορίου:
«Οἱ ἑπτὰ Λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ»,
Ἱ. Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος 2009.
Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
βλ. προηγούμενα :
1. ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ (Α´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
-
ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ’ ΕΜΟΥ ΕΣῌ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ (Β´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου)
-
ΓΥΝΑΙ , ΙΔΕ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ – ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ (Γ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
-
ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ (Δ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
-
ΔΙΨΩ (Ε´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
. Τὸ βράδυ τοῦ μυστικοῦ δείπνου προσευχόμενος ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν οὐράνιο πατέρα εἶπε: ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα, ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω.
. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας διερωτᾶται: «Ποιό ἔργο ἄραγε τελείωσε ὁ Χριστός, μὲ τὸ ὁποῖο λέγει ὅτι δόξασε τὸν Πατέρα; Ἐνῶ ἦταν Θεὸς ἀληθινός, μὲ τὴν θέληση καὶ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἐπιθυμώντας νὰ ἀνακαινίσει τὸ ἀνθρώπινο γένος… πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία. Ἔργο τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν θεοπρεπῆ δύναμη καὶ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κατήργησε τὸν θάνατο, ἀνέτρεψε τὴν πλεονεξία τοῦ διαβόλου, διέλυσε τὴν ἁμαρτία καὶ ἔδειξε σὲ μᾶς ἀσύγκριτη ἀγάπη, μὲ τὴν συγχώρηση ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων καὶ τὸν φωτισμὸ τῶν πλανεμένων, ποὺ ἤδη γνώριζαν τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό».
. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Τὸ ἔργον ὃ δέδωκάς μοι, ἵνα ποιήσω» μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε σαφέστερα τὸν μονολεκτικὸ λόγο ποὺ εἶπε στὸν Σταυρό: «Τετέλεσται». Εἶναι ἐκπληκτικὴ ἡ σύνδεση τῶν λέξεων στὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη: Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, «δηλαδὴ ὅτι δὲν λείπει τίποτε ἀπὸ τὴν θεία οἰκονομία», ἵνα τελειωθῇ ἡ Γραφή, λέγει· διψῶ… Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· τετέλεσται. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει: «Εἶδες πὼς ὅλα τὰ κάνει ἤρεμα καὶ ἐξουσιαστικά;». Ὅταν συμπληρώθηκε καὶ ἡ τελευταία προφητεία γιὰ τὸ Πάθος Του, τότε εἶπε τὸ τετέλεσται.
. Τετέλεσται. «Πεπλήρωται τὸ μυστήριον, πεπλήρωται τὰ γεγραμμένα, ἐλύθησαν αἱ ἁμαρτίαι», σχολιάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. «Τετέλεσται. Εἶχε συμπληρωθεῖ πλέον ὁ καιρὸς τῆς ταπεινώσεως, καὶ σταυρώθηκε μὲν ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ νίκησε τὴν δύναμη τοῦ θανάτου», ὡς Θεός. «Μὲ τὸν λόγο αὐτὸ ἔδειξε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες, ποὺ εἶπαν γι’ αὐτὸ ὅλοι προφῆτες, ὅτι τελείωσε τὸ ἔργο καὶ θέλημα τοῦ Πατρός, γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθε στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔλεγε: Ἐμὸν βρῶμα ἐστιν, ἴνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον».
ΔΙΨΩ (Ε´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 29 Ἀπρίλιος 2016
ΔΙΨΩ
(Ε´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
Ἱερομονάχου Γρηγορίου:
«Οἱ ἑπτὰ Λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ»,
Ἱ. Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος 2009.
Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
βλ. προηγούμενα
1.: ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ (Α´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ): ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ (Α´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
2. ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ᾽ ΕΜΟΥ ΕΣῌ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ (Β´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ):ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ’ ΕΜΟΥ ΕΣῌ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ (Β´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου)
3. ΓΥΝΑΙ , ΙΔΕ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ – ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ (Γ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) ΓΥΝΑΙ , ΙΔΕ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ – ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ (Γ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
4. ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ (Δ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ (Δ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης περιγράφει: Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ. σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι (Ἰω. ιθ´ 28-29). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος προσθέτει καὶ τὴν λεπτομέρεια: ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον (Ματθ. κζ´ 34). Στὴν αἴτηση τοῦ Κυρίου ποὺ πέθαινε ἐπάνω στὸν Σταυρό, ἡ ἀπάντηση τῶν ἀσεβῶν Ἰουδαίων ἦταν ξίδι καὶ χολή.
. «Λέγει “διψῶ” ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνος ποὺ ἀνέβλυσε ἄφθονα νερὰ ἀπὸ τὸν ἀπόκρημνο βράχο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν ἄμπελο, τὴν ὁποία ἐφύτευσε, τοὺς καρπούς. Ἀλλὰ τί κάνει ἡ ἄμπελος; Γιὰ τὸν διψασμένο Κύριο παίρνει σφουγγάρι βουτηγμένο στὸ ξύδι, τὸ δένει γύρω ἀπὸ ἕνα καλάμι καὶ Τοῦ τὸ προσφέρει! “Ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος”. Βλέπεις σαφήνεια στὸν λόγο τῶν Προφητῶν; Καὶ ποιά εἶναι ἡ χολή, ποὺ ἔδωσαν στὸ στόμα Του; Τοῦ ἔδωσαν, λέγει, ἐσμυρνισμένον οἶνον. Χολώδης καὶ κατάπικρη εἶναι ἡ σμύρνα. Αὐτὰ ἀνταποδίδετε στὸν Κύριο; Αὐτὴ τὴν προσφορὰ κάνει ἡ ἄμπελος στὸν Κύριό της; Δίκαια λοιπὸν σᾶς θρηνοῦσε ὁ Ἠσαΐας λέγοντας:… “Περίμενα νὰ κάνη σταφύλια, νὰ σβήση τὴν δίψα μου μὲ τὸ κρασί του, ἀλλὰ ὁ ἀμπελώνας μου ἔβγαλε ἀγκάθια, διότι βλέπεις τὸ (ἀκάνθινο) στεφάνι ποὺ περιβάλλομαι». Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν προφητεύσει τὸ ἀποκορύφωμα αὐτὸ τῆς ἰουδαϊκῆς ἀχαριστίας. Καὶ τὸ ψαλμικὸ “Ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου” «ἐκπληρώθηκε ὅταν ὁ Χριστὸς δίψασε πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ δὲν βρέθηκε κανεὶς νὰ δροσίση τὴν δίψα του μὲ νερό» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις 13, 29, ΒΕΠΕΣ 39, 165. Ψαλμ. ΞΗ´, 22. Μάρκ. ιε´ 23. Ἡσαΐας ε´ 2-4 – Ψαλμ. ΚΑ´ 16 – Ὅσ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ΡΝ´ Ψαλμοὺς, τόμ. Α´ σελ. 330).
. Σχολιάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξάνδρειας: «Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε κάθε ὑβριστικὴ πράξη κατὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους,… στὸ τέλος ἡ σάρκα Του πάσχει κάτι ποὺ εἶναι δικό της φυσικὸ γνώρισμα: αἰσθάνεται δίψα, ἀποξηραμένη ἀπὸ τοὺς ποικίλους βασανισμούς. Διότι οἱ φοβεροὶ πόνοι τὸν ὁδηγοῦσαν σὲ δίψα, ἐξαφανίζοντας τὴν ἐσωτερικὴ ὑγρότητα μὲ κάποια ἔμφυτη ἀνέκφραστη θερμότητα καὶ κατακαίοντας σὰν μὲ φωτιὰ τὰ σπλάγχνα τοῦ πάσχοντος. Δὲν ἦταν βέβαια δύσκολο στὸν παντοδύναμο Θεὸ Λόγο νὰ ἀποτρέψη καὶ αὐτὸ τὸ αἴσθημα ἀπὸ τὴν σάρκα Του, ἀλλὰ ὅπως ἐπιθυμησε νὰ πάθη τὰ ἄλλα, ἔτσι πάσχει καὶ τοῦτο μὲ ἑκούσια θέληση. Ζητᾶ λοιπὸν νὰ πιῆ. Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν τόσο ἄσπλαγχνη καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν φιλόθεη ἀγάπη, ὥστε ἀντὶ γιὰ ποτό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήση, δίνουν αὐτὸ ποὺ βλάπτει» (Εἰς Ἰωάννην, 12, PG74, 665BC. Ψαλμ. ΞΗ´22). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος περιγράφει τὸ γεγονός: «Σκέψου τὴν κακοήθεια τῶν παρευρισκομένων. Ἐδῶ, μύριους ἐχθροὺς νὰ ἔχουμε καὶ ἀνεπανόρθωτα κακὰ νὰ ἔχουμε πάθει ἀπὸ αὐτούς, συγκινούμαστε, ὅταν τοὺς βλέπουμε νὰ θανατώνονται· αὐτοὶ ὅμως οὔτε τότε Τὸν λυπήθηκαν, οὔτε ἡμέρωσαν μὲ τὰ ὅσα ἔβλεπαν, ἀλλὰ ἐξαγριώνονταν περισσότερο καὶ αὔξαναν τὴν εἰρωνεία. Τὸν πότιζαν, δηλαδή, προσφέροντας ξίδι μὲ τὸ σφουγγάρι, ὅπως τὸ ἔκαναν στοὺς καταδίκους, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ὁ ὕσσωπος» (Εἰς Ἰωάννην, 85, PG59, 462. Πρβλ. Ἰω. ιθ´ 29).
. Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, «τρεῖς εἶναι οἱ αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες εἶπε ὁ Κύριος τὸ “Διψῶ”, μία σωματική, μία ψυχικὴ καὶ μία ἀλληγορική. Ἡ σωματικὴ αἰτία ἦταν ὅτι μὲ τὸ νὰ ἔχυσε κυρίως στὸν κῆπο (τῆς Γεθσημανῆ) τόσους αἱματωμένους ἱδρῶτες, μὲ τὸ νὰ ἔχυσε τόσα αἵματα στὴν φρικτὴ μαστίγωση καὶ στὴν σταύρωσή Του καὶ μὲ τὸ νὰ ἔλαβε τόσους κόπος καὶ βάσανα, ἔμεινε τὸ πανάγιο σῶμα Του χωρὶς τὴν φυσική του ὑγρότητα, ὁπότε καὶ κατὰ φυσικὸ τρόπο βασάνιζε τὸν Κύριο μία φλογερὴ δίψα… Ἡ ψυχικὴ αἰτία ἦταν ὅτι μὲ τὴν ψυχή Του καὶ τὴν ἐπιθυμία ὁ Κύριος διψοῦσε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ πάθη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων… Καὶ καθὼς ἦταν χωρὶς ὅριο καὶ μέτρο ἡ ἀγάπη Του, ἔτσι ἐπιθυμοῦσε νὰ μὴ ἔχουν μέτρο οὔτε τὰ πάθη Του. Ἡ ἀλληγορικὴ αἰτία τῆς δίψας τοῦ Κυρίου ἦταν ὅτι μὲ τοῦτον τὸν λόγο ποὺ εἶπε “Διψῶ”, ἔδειξε, λέγει ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος, ὅτι κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ χορτάση τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐνῶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τελειώνει, ἡ δίψα καὶ ἡ ἐπιθυμία του δὲν τελειώνουν» (Γυμνάσματα Πνευματικά, Μελέτη 31, 3 σελ. 267)
* * *
. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δίνουν καὶ τὴν πνευματικὴ διάσταση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ κάθε πιστό: «Θὰ εἶναι καὶ πρὸς τὴν δική μας ὠφέλεια τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου. Θὰ μάθουμε δηλαδὴ καὶ ἀπὸ αὐτὸ πάλι ὅτι γιὰ ὅσους ἔχουν fιλόθεη διάθεση ποὺ εἶναι στηριγμένη μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, θὰ ἐπακολουθήσει ἕνας ἀσταμάτητος πόλεμος, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ φρονοῦν τὰ ἀντίθετα. Αὐτοὶ δὲν θὰ μειώσουν μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς τὴν λύσσα ἐναντίον τους, σηκώνοντας ἀπὸ παντοῦ φοβεροὺς πειρασμοὺς καὶ προσπαθώντας νὰ ἐπινοήσουν κάθε διαβολικὴ ἀδικία. Ὅπως ὅμως δὲν σταμάτησε ὁ πόνος (στὴν ζωὴ αὐτή), ἔτσι δὲν θὰ ἔχει πέρας καὶ ἡ διάρκεια τῆς ἀνέσεως (στὴν ἄλλη ζωή). Καὶ ὅπως δὲν ὑποχώρησαν τὰ δεινὰ καὶ ἡ θλίψη ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ἔτσι δὲν θὰ παύσουν καὶ τὰ ἀγαθὰ τῶν Ἁγίων». «Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διδάσκαλος τῆς ἱερῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, κατὰ τὸ πάθος του ποτίστηκε μὲ ξίδι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὶς διαβολικὲς διαταγές, γιὰ νὰ μᾶς ἀφήσει σαφὲς παράδειγμα γιὰ τοὺς ἱεροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες… Διότι ἡ δριμύτητα ποὺ ἔχει τὸ ξίδι χαρακτηρίζει τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἐνῶ ἡ καθαρτικὴ ἰδιότητα τοῦ ὑσσώπου τὴν τελείωση» (Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Εἰς Ἰωάννην, 12, PG 74, 668Β – Ἅγιος ΔΙάδοχος Φωτικῆς, Ἑκατὸ πρακτικὰ κεφάλαια, 51 Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μετάφρ. Ἀ. Γαλίτη, Θεσσαλ. 1984–88, τόμος 1, σελ. 299. Πρβλ. Ψαλμ. Ν´ 9)
. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «ὁ Χριστὸς δὲν ἀρκέστηκε στὸ νὰ πεθάνη καὶ νὰ σταυρωθῆ μόνο, ἀλλὰ καταδέχθηκε νὰ γίνη καὶ φτωχὸς καὶ ξένος καὶ περιπλανώμενος καὶ γυμνὸς καὶ νὰ φυλακισθῆ». Μιλάει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, προτρέποντάς μας νὰ δείξουμε ἀγάπη στοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς Του: «Νήστεψα γιὰ σένα, καὶ τώρα πάλι πεινῶ γιὰ σένα. Δίψασα κρεμασμένος πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ τώρα διψῶ στὸ πρόσωπο τῶν φτωχῶν. Ὥστε καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθα καὶ ἀπὸ τούτους τοὺς ἀδελφούς μου νὰ σὲ ἑλκύσω πρὸς τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ σὲ κάνω φιλάνθρωπο, γιὰ τὴν δική σου σωτηρία. Γι᾽ αὐτό, καὶ ἐνῶ ὄφειλες νὰ μὲ ἀμείψης γιὰ μύριες εὐεργεσίες, δὲν ἀπαιτῶ (νὰ δείξης ἀγάπη), ἐπειδὴ μοῦ ὀφείλεις, ἀλλὰ σὲ στεφανώνω σὰν νὰ μοῦ χαρίζης. Καὶ σοῦ χαρίζω τὴν οὐράνια Βασιλεία ἀντὶ γιὰ τὰ μικρὰ αὐτά» (Εἰς Ρωμαίους 15, 6 PG 60, 547-8).
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ “ΠΑΕΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟ”: «ΕΓΚΩΜΙΩΝ» ΥΠΕΡΤΙΜΗΣΗ.
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ στὶς 14 Ἀπρίλιος 2015
ΕΓΚΩΜΙΩΝ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
π. Β. Σπηλιόπουλος
ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ π. Β. Σπ. στὸ κατωτέρω ἄρθρο εἶναι σύντομες καὶ ὁλοκάθαρες. Μακάρι νὰ μποροῦσαν νὰ τὶς ἐνστερνισθοῦν οἱ Κληρικοὶ κατ᾽ αῤχὴν γιὰ νὰ τὶς μεταδώσουν καὶ στοὺς Λαϊκούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθὴ «Λειτουργικὴ Ἁνανέωση». Φυσικὰ αὐτὰ δὲν ἀπασχολοῦν τοὺς Πολυπράγμονες Μεταπατερικοὺς (καλύτερα: Ὑπερ-πατερικοὺς: ὄχι ὑπὲρ τῶν Πατέρων ἀλλὰ ὑπὲρ τοὺς Πατέρας, δηλ. πάνω ἀπὸ Αὐτούς!) Ἀνανεωτές καὶ Ἐπιβούλους.
. Ἔχουμε ἤδη κάνει ἀναφορά, σὲ προγενέστερο ἄρθρο, σὲ λειτουργικὰ λάθη καὶ λειτουργικὲς καινοτομίες κατὰ τὴν Μ. Ἑβδομάδα ποὺ ἀλλοιώνουν τὸ γνήσιο λειτουργικὸ καὶ ἐν γένει ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς Μ. Ἑβδομάδος ὅπου τὸ τυπικὸ παραβιάζεται, ἐνίοτε δὲ βάναυσα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάνεται ἡ ἱεροπρέπεια τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας, ἡ ὁποία ὀλισθαίνει καὶ τείνει νὰ μετατραπεῖ σὲ κοσμικὴ σύναξη, εἶναι ὁ Ὄρθρος τοῦ Μ. Σαββάτου ποὺ τελεῖται συνήθως στὶς ἐνορίες τὸ ἑσπέρας τῆς Μ. Παρασκευῆς. Ἡ σοβαρότερη παρατυπία ἔγκειται καὶ ἀφορᾶ στὴν ψαλμωδία τῶν λεγομένων ἐγκωμίων.
. Ἡ παλαιὰ καὶ ὀρθὴ τάξη ἔχει σχεδὸν ὁλοκληρωτικὰ λησμονηθεῖ, ἂν καὶ ἐσχάτως ὑπάρχουν αἰσιόδοξα καὶ παρήγορα σημάδια ἐπιστροφῆς ἀκόμη καὶ σὲ ἐνοριακοὺς ναούς, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς Ἀκολουθίας νὰ ἔχει ὑπερτιμηθεῖ, νὰ ἔχει παραγκωνίσει τὰ ὑπόλοιπα θεόπνευστα ἄσματα καὶ ἀναγνώσματα καὶ νὰ θεωρεῖται ὡς ἡ οὐσία καὶ τὸ «εἶναι» τῆς Μ. Παρασκευῆς.
. Πρώτη παρατυπία εἶναι ἡ θέση τῶν Ἐγκωμίων. Ἡ ὀρθὴ θέση τῶν Ἑγκωμίων εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ὄρθρου. Ἀμέσως μετὰ τὸ Θεὸς Κύριος καὶ τὰ Ἀπολυτίκια ψάλλεται, ὅπως ἄλλωστε κάθε Σάββατο, ὁ Ἄμωμος (17ο κάθισμα- 118ος ψαλμὸς) καὶ σὲ κάθε στίχο τοῦ Ἀμώμου παρεμβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῶν Ἐγκωμίων. Ἄλλωστε ὁ ποιητὴς τῶν Ἐγκωμίων συνέταξε τόσα Ἐγκώμια ὅσα καὶ οἱ στίχοι τοῦ Ἀμώμου. Συνηθίζεται, ὅμως, σήμερα νὰ ψάλλοντα τὰ Ἐγκώμια μετὰ ἀπὸ τὴν Ἐνάτη ὠδὴ τῶν κανόνων, πρὸς τὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου, καὶ λίγο μόνο πρὶν τὴν ἔξοδο καὶ λιτάνευση τοῦ Ἐπιταφίου. Αὐτὸ προφανῶς συμβαίνει γιὰ νὰ ἔχει προσέλθει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου.
. Ἡ μετάθεση, λοιπόν, αὐτὴ ἀπὸ μόνη της ὠθεῖ τὰ πράγματα, ὥστε νὰ θεωρηθοῦν τὰ Ἐγκώμια, κακῶς κάκιστα, ὡς τὸ κύριο μέρος τῆς Ἀκολουθίας ἀλλὰ καὶ νὰ παραγκωνίζονται ἄλλα μέρη πολὺ πιὸ σημαντικὰ καὶ οὐσιώδη. Γιατί ὁ κόσμος νὰ ἀκούσει τὰ Ἐγκώμια καὶ ὄχι τὸν κανόνα πού, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, εἶναι τὸ πιὸ διδακτικὸ μέρος τοῦ Ὄρθρου;
. Φρονοῦμε μάλιστα ὅτι ἡ ὑπερτίμηση αὐτὴ τοῦ μέρους αὐτοῦ τῆς ἀκολουθίας, συνοδευομένη ἀπὸ τὸν στεῖρο συναισθηματισμὸ ποὺ καλλιεργεῖται τὶς ἡμέρες αὐτὲς κατὰ μίμηση τῶν παπικῶν, ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἐγκώμια θεωρήθηκαν θρῆνος καὶ μοιρολόι γιὰ τὸν ἑκουσίως παθόντα Κύριο. Εὐνόητο τυγχάνει ὅτι κάτι τέτοιο καὶ δὲν συνάδει μὲ τὸν πανηγυρικὸ χαρακτήρα τοῦ Μ. Σαββάτου, ὁπότε ψάλλεται «Θεὸς Κύριος» καὶ ὄχι «Ἁλληλούια», Μεγάλη Δοξολογία καὶ ἀναστάσιμα Εὐλογητάρια, καὶ πάσχει ἀπὸ διδακτικῆς καὶ δογματικῆς ἐπόψεως, ἀφοῦ μεταβάλλει τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδο καὶ τὸ ἐκεῖ κήρυγμα τοῦ Κυρίου σὲ γεγονὸς ὄχι σωτηριολογικὸ ἀλλὰ θλιβερό. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ τὸν δυτικὸ συναισθηματισμὸ ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ξεπεράσει τὴ Μ. Παρασκευή, τὴν ὁποία θεωρεῖ κορωνίδα τῶν ἑορτῶν, καὶ νὰ φτάσει στὸ Πάσχα. Ἀτυχῶς παραθεωρεῖται τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὑπερτονίζεται ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου ἡ ὁποία ὅμως χωρὶς τὴν Ἀνάσταση, κατὰ τὸν Παῦλο, μεταβάλει τὸ κήρυγμα σὲ κενὸ ρῆμα καὶ ματαιότητα. Μιλοῦμε, στὴν πραγματικότητα, γιὰ τὴν νοοτροπία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε, ἀπὸ ὑπερβάλλοντα ζῆλο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, νὰ ματαιώσει τὸ ἑκούσιο Πάθος. Νοοτροπία φυσικὰ ποὺ καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριο κατεδίκασε λέγοντας: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ. η´ 33).
. Ἂς δοῦμε τί λέει ὁ π. Δοσίθεος, ἡγούμενος τῆς μονῆς Τατάρνης, στὸν ὑπομνηματισμό του στὸ τυπικό τοῦ Ἁγίου Σάββα ποὺ ἐξέδωσε ἡ παραπάνω Ἱερὰ Μονή:
. «Ἐγκώμιον=ὕμνος ἢ λόγος πανηγυρικὸς καὶ ἐπαινετικὸς ἐν κώμοις ἤγουν ἐν πανηγύρει, ἐν πομπῇ μετὰ συνοδείας. Τὰ πρὸς εὐφημίαν καὶ ἔπαινον ἀδόμενα ἐγκώμια μετεβλήθησαν ἐνταῦθα εἰς ἐπιτάφιον θρῆνον, καίτοι τὰ τυπικὰ οὐδόλως ὁμιλοῦσι περὶ θρήνου. Εἰσὶ δὲ τὰ Ἐγκώμια μετρίας ποιητικῆς ἀξίας μόλις μετὰ τὸν ΙΒ΄αἰώνα ἀναφερόμενα. Διὸ καὶ αἱ σλαυικαὶ Ἐκκλησίαι, αἱ ἐνωρίτερον λαβοῦσαι τὰς λειτουργικὰς δέλτους, ἁγνοοῦσι ταῦτα. Ποιητικῶς καὶ θεολογικῶς εἰσὶν ὑποδεέστερα τῆς λοιπῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας, ὄντα δὲ καί τινα παράχορδα καὶ ἄρρυθμα. Ὁ ἀνώνυμος ποητὴς ἀγωνιᾶ ἵνα κατασκευάσῃ ἐγκώμια κατὰ ἀριθμὸν τῶν στίχων τοῦ Ἀμώμου (185, ἐὰν δὲν ἀπατῶμαι) διὸ καὶ δὲν ἐπιτυγχάνετει πάντοτε τὸ ποθούμενον. Ἐμπεριέχουσι θρήνους καὶ οἰμωγάς, καταξέσεις παρειῶν καὶ ἀπομαδαρώσεις, σχετλιασμοὺς καὶ ἀράς, ξένα πάντα πρὸς τὸ θεολογικὸν βάθος τοῦ ἐπακολουθοῦντος θεσπεσίου κανόνος. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχουσιν ἁπλότητα σκέψεων καὶ πλοῦτον συναισθηματικόν, εἰσὶ λίαν προσφιλῆ παρὰ τῷ εὐσεβοῦντι λαῷ». (σελ. 412-13 ὑποσημείωση 5). Καὶ βέβαια οὔτε ἐμεῖς οὔτε ὁ π.Δοσίθεος ὑποστηρίζουμε τὴν ἀπάλειψη τῶν Ἐγκωμίων ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ π.Δοσιθέου ἐκφράζουν τὴν πίστη, τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας σχετικῶς μὲ τὰ γεγονότα τοῦ ἑκουσίου Πάθους καὶ τῆς Ταφῆς τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνο ποὺ προτείνουμε εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ ὀρθὸ φρόνημα καὶ συνεπῶς ἡ μετρίαση τῆς σημασίας ποὺ ἔχει ἀποδοθεῖ στὰ Ἐγκώμια μὲ ταυτόχρονο τονισμὸ ἄλλων μερῶν τῆς ἀκολουθίας, ὅπως ὁ Κανόνας ἢ ἀκόμα, εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν, τῶν ὑπέροχων Πατερικῶν ἀναγνώσεων.
. Γιὰ τὴ θέση δὲ τῶν Ἐγκωμίων καὶ τὴν μετάθεσή τους στὸ τέλος λέει ἀριστουργηματικὰ ὁ ἅγιος ἡγούμενος : «…Τοῦτο ὅμως κατακρήμνησίς ἐστιν. Ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ Κανόνος εἰς τὸ βάθος τῶν Ἑγκωμίων» (σελ.423 ὑποσημείωση 14).
. Ἕνα δεύτερο λάθος, μία ἑπόμενη παρατυπία, ἀπόρροια ἀσφαλῶς τῆς πρώτης, εἶναι ὅτι στοὺς ἐνοριακοὺς Ναοὺς γίνεται προσπάθεια ὥστε τὰ Ἑγκώμια νὰ τὰ ψάλλει ὅλος ὁ λαὸς μαζί. Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ θέμα τῆς συμψαλμωδίας γενικῶς, τὸ ὁποῖο ἔχουν ἐξαντλήσει οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀπαιτοῦν στὴν Ἐκκλησία νὰ ψάλλουν μόνον οἱ κανονικοί, μάλιστα κανονικῶς χειροτονημένοι, ψάλτες καὶ ἀπὸ «διφθέρας» ἀπὸ μουσικὸ δηλαδὴ κείμενο. Θὰ διατυπώσουμε ὅμως τὴν θέση ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτή, τὶς ἡμέρες μάλιστα κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ πλεῖστοι γιὰ ἐθιμοτυπικοὺς καὶ πολιτιστικοὺς λόγους θυμοῦνται νὰ περάσουν τὸ κατώφλι τοῦ Ναοῦ, δὲν ὠφελεῖ κανένα. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ γίνεται εἰς βάρος τοῦ Τυπικοῦ, καὶ ἄρα τῆς θεολογίας ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἀφοῦ μεταθέτουμε τὴν θέση τῶν Ἑγκωμίων γιὰ νὰ προλάβει ὁ κόσμος. Γίνεται εἰς βάρος τῆς ποιμαντικῆς, ἀφοῦ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν καμία ἐκκλησιαστικὴ παιδεία ξαφνικὰ γίνονται ψάλτες καὶ τὸ καυχῶνται μάλιστα. Ἀντὶ νὰ μεταδώσουμε στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ θὰ ξαναδοῦμε τὴν ἑπόμενη Μ. Ἑβδομάδα, τὸ ταπεινὸ φρόνημα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τοὺς βαπτίζουμε αὐτομάτως διδασκάλους, κήρυκες καὶ μελωδούς. Ἀντὶ νὰ κάνουμε μία ἐλάχιστη προσπάθεια νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀρρώστιά τους, τοὺς δίνουμε ἄλλοθι καὶ εὐκαιρία νὰ θεωρήσουν ἑαυτοὺς ὄχι μόνον πιστοὺς καὶ ἐνεργὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους μὲ ἐκκλησιαστικὸ διακόνημα. Καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ στάση καὶ ἡ προσπάθεια αὐτὴ ὁδηγεῖ στὸ τρίτο λάθος ποὺ εἶναι ἡ ψαλμώδηση τῶν ἐγκωμίων καὶ ἡ κατακρεούργηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς.
. Τρίτο λάθος, λοιπὸν εἶναι τὸ μέλος, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποδίδονται οἱ συγκεκριμένου ὕμνοι. Πέρα ἀπὸ τὴν χάβρα ποὺ δημιουργεῖται, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν τὸ μέλος τῶν ὕμνων, πολλοὶ εἶναι παράφωνοι, ἀπουσιάζει ὁ στοιχειώδης συντονισμὸς καὶ ἡ πλειοψηφία ἀδυνατεῖ ἀκόμα καὶ νὰ ἀναγνώσει τὴν γλώσσα τῶν ὕμνων, ὑφίσταται τρομερὸ πρόβλημα, ἀκόμη κι ἂν ψάλλον μόνον οἱ ψάλτες, μὲ τὴν ψαλμωδία ἰδιαιτέρως τῆς τρίτης στάσεως τῶν Ἐγκωμίων. Τὸ παραδοσιακό, βυζαντινὸ μέλος τοῦ τρίτου ἤχου ἔχει σχεδὸν πανταχοῦ ἀντικατασταθεῖ μὲ κανταδίστικο μέλος γεμάτο συναισθηματισμὸ καὶ θηλυπρέπεια. Ἡ ἱεροπρέπεια χάνεται καὶ νομίζει κανεὶς ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο παράθυρο τῶν Ἰονίων Νήσων καὶ τραγουδάει περιμένοντας τὴν καλή του νὰ προβάλλει στὸ παραθύρι. Ἡ θεολογία πάει περίπατο καὶ οἱ ὀδυρμοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκανε λόγο ὁ π. Δοσίθεος, ἀποκτοῦν καὶ τὸ καταλλληλο μέλος. Τὸ σοβαρό, ρεαλιστικό, θεολογικό, ἱεροπρεπὲς μέλος τῶν ἁγίων μας δίνει τὴ θέση του στὸ μέλος τοῦ Γαϊτάνου καὶ ἀντίστοιχα τὰ βιώματα τῶν ἁγίων τὴ θέση τους στὰ βιώματα τοῦ τραγουδιστοῦ. Ἂς προσπαθήσουν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψάλτες νὰ μάθουν τὸν σωστὸ τρόπο ψαλμωδίας γιὰ νὰ μὴν γελοιοποιεῖται ἡ στιγμὴ καὶ νὰ μὴν μεταβάλλεται ὁ Ναὸς σὲ αἴθουσα συναυλίας.
. Ἕνα τέταρτο λάθος, λάθος ποὺ ἔχει ἐμποτίσει τὴ λειτουργικὴ ζωὴ ὄχι μόνο τῆς Μ. Ἑβδομάδος ἀλλὰ τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ, εἶναι ἡ περικοπή. Σὲ κάθε Μητρόπολη, σὲ κάθε ἐνορία, κάθε δεσπότης καὶ παπάς, ἀλλὰ καὶ κάθε ἐκδότης, τυπώνει, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ παραπάνω σκοπὸς τῆς συμψαλμωδίας, ἢ τῆς χάβρας ἐπὶ τὸ ὀρθώτερο, φυλλάδια μὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐγκώμια. Τὰ ἐγκώμια ἀπὸ 185 γίνονται ξαφνικὰ σαράντα ἢ πενήντα καὶ τὰ ὑπόλοιπα, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τῶν ἀκολουθιῶν, περνοῦν στὴν λήθη τῆς ἱστορίας. Ἡ λογικὴ ὅτι εἶμαι ὁ ἄρχων τῆς ἀκολουθίας καὶ αὐτὸς ποὺ κρίνει τί θὰ εἰπωθεῖ, πῶς θὰ εἰπωθεῖ καὶ πότε θὰ εἰπωθεῖ, ἑδραιώνεται καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Μὲ μεγάλη εὐκολία ὁ δεσπότης ἢ ὁ παπὰς κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ ἀποφασίζει τί χρειάζεται καὶ τί δὲν χρειάζεται, τί προτιμᾶ καὶ τί δὲν τὸν ἀναπαύει. Μόνο κριτήριο τὸ προσωπικό του βίωμα. Νοοτροπία καταστροφικὴ γιὰ τὴν λειτουργική μας ζωὴ ἀλλὰ καὶ γενικῶς γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας πορεία.
. Ἕνα πέμπτο λάθος, στὸ ὁποῖο ἀκροθιγῶς μόνον ἀναφερθήκαμε, εἶναι ὅτι ψάλλουμε μὲν τὰ Ἐγκώμια, ἔστω καὶ κουτσουρεμένα, παραλείπουμε ὅμως τοὺς στίχους τοῦ Ἀμώμου ἐπὶ τῶν ὁποίων συντάχθηκαν. Ὁ Ἄμωμος, ποὺ ἀναγιγνώσκεται μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις καθημερινὰ ὅλο τὸν χρόνο εἴτε στὸ Μεσονυκτικὸ εἴτε στὸν Ὄρθρο ὡς κάθισμα (Σάββατο καὶ Κυριακὴ) εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς θεολογικώτερους καὶ πιὸ ὠφέλιμους ψαλμούς, ὁπότε καλῶς ὑποστηρίζει ὁ π.Δοσίθεος «κρεῖττόν ἐστι καταλεῖψαι τὰ Ἐγκώμια ἢ τὸν Ἄμωμον» (σελ. 143).
. Ἐν κατακλεῖδι τὰ λεγόμενα Ἐγκώμια ἔχουν ἐπικρατήσει καὶ τὰ περιλαμβάνουν καὶ ὅλα τὰ τυπικά, ὁπότε ὀρθῶς λέγονται ἀλλὰ ἂς κάνουμε μία προσπάθεια νὰ λέγονται μὲ τρόπο καὶ διάθεση ποὺ θὰ ὠφελεῖ καὶ δὲν θὰ ξεθεμελιώνει τὴν ὅλη θεολογία. Ἂς γίνει κατανοητὸ ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἀρτιότερο ποιητικὸ καὶ θεολογικὸ δημιούργημα τῆς λειτουργικῆς μας ζωῆς καὶ ἂς βροῦν τὴν πραγματική τους ἀξία μέσα σὲ αὐτὴν χωρὶς ὑπερτιμήσεις καὶ ὑπερβολές. Ἂς ψάλλονται ταπεινά, λιτὰ ὄμορφα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ψάλτες, ὅπως ὁρίζει τὸ τυπικό, μὲ τοὺς στίχους τοῦ Ἀμώμου ποὺ εἶναι ἔγκλημα νὰ ἀπαλείφουμε καὶ σὲ μέλος ἱεροπρεπὲς καὶ σοβαρὸ ποὺ δὲν θὰ μεταβάλλει τὴν χαρμολύπη τῆς ἀκολουθίας σὲ ἠπειρώτικο μοιρολόι ἢ σὲ συναυλία καὶ χάβρα. Μόνο μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ πιστοὶ ποὺ θὰ προσέλθουν θὰ πάρουν μαζί τους κάτι λίγο ἀπὸ τὸ γνήσιο λειτουργικὸ φρόνημα καὶ ἴσως κάτι νὰ τοὺς ἀγγίξει πραγματικὰ καὶ ὄχι συναισθηματικὰ καὶ ἐπιφανειακά.
ΠΗΓΗ: egolpio.wordpress.com
ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ (Δ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 10 Ἀπρίλιος 2015
ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ
(Δ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
Ἱερομονάχου Γρηγορίου:
«Οἱ ἑπτὰ Λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ»,
Ἱ. Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος 2009.
Στοιχειοθεσία: «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
βλ. σχετ. 1.: ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ (Α´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ): ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ (Α´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ)
2. ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ᾽ ΕΜΟΥ ΕΣῌ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ (Β´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ): ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΕΤ’ ΕΜΟΥ ΕΣῌ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ (Β´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου)
3. ΓΥΝΑΙ , ΙΔΕ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ – ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ (Γ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) ΓΥΝΑΙ , ΙΔΕ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ – ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ (Γ´ Λόγος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ) [Γρηγορίου ἱερομ. Ἁγιορείτου]
. Ὁ Χριστὸς µέσα στὴν ἀβάσταχτη ὀδύνη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου ἀπευθύνει στὸν Θεὸ Πατέρα τὸν λόγο: “Θεέ µου, Θεέ µου, ἱνατί µε ἐγκατέλιπες” (Ματθ. κζ´ 46). Τὸν εἶπε µάλιστα στὰ ἀραµαϊκὰ (Ἠλί, ἠλί, λιμὰ σαβαχθανί), ὥστε πολλοὶ παρευρισκόµενοι νὰ νοµίσουν ὅτι καλεῖ τὸν προφήτη Ἠλία νὰ Τὸν βοηθήση.
. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐρµηνεύοντας τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Κυρίου γράφει: «Ἀσφαλῶς δὲν ἐγκαταλείφθηκε ὁ Ἴδιος, εἴτε ἀπὸ τὸν Πατέρα εἴτε ἀπὸ τὴν Θεότητά Του, ὅπως νοµίζουν µερικοί, ἡ ὁποία δῆθεν φοβήθηκε τὸ πάθος καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτραβήχθηκε ἀπὸ τὸν πάσχοντα. Ἄλλωστε ποιός ἀνάγκασε τὸν Χριστό, ἢ νὰ γεννηθῆ κατ᾽ ἀρχὰς ἢ νὰ ἀνέβη στὸν Σταυρό; Ὁ Χριστὸς στὸν ἑαυτό Του εἰκονίζει τὴν δική µας ἀνθρώπινη φύση. Διότι ἐµεῖς ἤµασταν οἱ πρώην ἐγκαταλελειµµένοι καὶ παραπεταµένοι, οἱ ὁποῖοι τώρα προσελήφθηκαν καὶ σώθηκαν µὲ τὰ Πάθη τοῦ Ἀπαθοῦς». Ὁ Κύριος εἶπε τὸν λόγο αὐτὸ «τυπώνοντας στὸν ἑαυτό Του ἐµᾶς καὶ ἀναλαµβάνοντας στὸ δικό Του πρόσωπο τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔπαθε ἡ δική µας ἀνθρώπινη φύση» (Λόγος 30, 5 PG 36, 109ΑΒ –Ὅσιος Νικόδημος, Γυμνάσματα Πνευματικά, ἔνθ. ἀν. σελ. 266).
. Ὁ λόγος “Θεέ µου, Θεέ µου, ἱνατί µε ἐγκατέλιπες”, ἀναφέρεται αὐτολεξεὶ στὸν πρῶτο στίχο τοῦ 21ου Ψαλµοῦ, ὁ ὁποῖος συνεχίζει: “Μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας µου οἱ λόγοι τῶν παραπτωµάτων µου”. «Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε γιὰ µᾶς, ὅπως ἐµεῖς, οἰκειοποιεῖται στὸν ἑαυτό Του τὰ δικά µας. Διότι ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν µας ἁµαρτιῶν βρεθήκαµε µακριὰ ἀπὸ τὴν σωτηρία … Παρακαλεῖ λοιπὸν τὸν Πατέρα ὁ Κύριος γιὰ χάρη μας, λέγοντας: “Μὴν ἐμποδίσης ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπίονης φύσεως τὴν σωτηρία, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μου Πάθη χάρισέ την στοὺς ἀνθρώπους» (Ἀνθίμου Ἱεροσολύμων, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ΡΝ´ Ψαλμούς, Ἱεροσόλυμα 1855 σελ. 92.)
. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς προφυλάσσουν ἀπὸ τὰ αἱρετικὰ δόγματα λέγοντας ὅτι «τὸ “Εἰς τί μὲ ἐγκατέλιπες;” ὁ Χριστὸς τὸ λέγει ἐκ μέρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως … Διότι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἤμασταν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι, ἐνῶ Ἐκεῖνος δὲν ἐγκαταλείφθηκε ποτὲ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἄκουσε τί λέγει σχετικὰ ὁ Ἴδιος: “Οὐκ εἰμὶ μόνoς, ὅτι ὁ Πατὴρ μετ’ ἐμοῦ ἐστιν”. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσουμε ὅτι τὸ Εἰς τί μὲ ἐγκατέλιπες εἰπώθηκε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ εἶχε ἐγκαταλειφθῆ καὶ ἀπορριφθῆ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ προσελήφθη καὶ κατηλλάγη μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα» (ἅγ. Θεοφύλακτος Βουλγαρίας 123, 669D – 672A. Ἰωάννης 16, 32).
. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκαταλείφθηκε ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ἔνιωσε τοὺς δριμεῖς πόνoυς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα. Γράφει ὁ μακαριστὸς γέροντας Παΐσιος γιὰ τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου: «Ὅλοι οἱ ἀγῶνες τῶν Ὁσίων, νηστεῖες, ἀγρυπνίες κλπ. καὶ τὰ βασανιστήρια ὅλων τῶν ἁγίων Μαρτύρων δὲν συγκρίνονται μὲ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου μας, διότι ὅλους τοὺς βοηθοῦσε ὁ Χριστὸς θεϊκά, καὶ γλυκαίνονταν οἱ πόνοι ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη, καὶ ἔτσι τὸ μαχαίρι τοῦ δημίου τὸ ἔνιωθαν γλυκύτερο καὶ ἀπὸ τὸ δοξάρι τοῦ βιολιοῦ στὸν λαιμό τους, ἐνῶ στὸν ἑαυτό Του ὁ Χριστὸς δὲν χρησιμοποίησε καθόλου τὴν θεϊκή Του Δύναμη καὶ ὑπέφερε τὸν πολὺ πόνο στὸ εὐαίσθητο σῶμα Του ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του, τὴν ὁποία, ἐὰν αἰσθανθῆ o ἄνθρωπος, τότε μόνο θὰ εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος καὶ ἐσωτερικά. Ἀλλιῶς θὰ εἶναι πιὸ ἀναίσθητος καὶ ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ» (Ἐπιστολές, 2, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2002, σελ. 138-9), τὰ ὁποῖα τὸ καθένα μὲ τὸν τρόπο του συμμετεῖχαν στὸ γεγονὸς τῆς Σταυρώσεως.
. Ὁ ἅγιος Νικόδημος σχολιάζει τὸν λόγο “Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες”: «Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι βέβαια χαρακτηριστικὸ ἀνθρώπινης δειλίας, πιστοποιεῖ ὅμως τὴν ἀληθινὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ βεβαιώνει ὅτι ἦταν τέλειος ἄνθρωπος καὶ συνεπῶς ὑποκείμενος στὸν φυσικὸ φόβο… τοῦτον τὸν λόγο λέγει ὁ Κύριος ὄχι διότι χωρίσθηκε πότε ἀπὸ αὐτὸν ὁ Πατήρ, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἀνθρώπινη φύση Του ἑνώθηκε ἅπαξ καθ᾽ ὑπόστασιν μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό, ἀλλὰ τὸ λέγει γιὰ τὴν δειλία τοῦ θανάτου. Διότι, ἂν ἐσύ, λέγει, Πάτερ, δὲν ἐμπόδιζες ἀπὸ μένα τὴν βοήθειά Σου, ἐγὼ δὲν θὰ δείλιαζα τὸν θάνατο. Γιὰ τὴν δειλία αὐτὴ τοῦ Κυρίου καὶ οἱ Εὐαγγελιστὲς διηγοῦνται ὅτι προσευχήθηκε στὸν κῆπο (τῆς Γεθσημανῆ) καὶ παρεκάλεσε νὰ παρέλθη ἀπὸ Αὐτὸν τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου· “Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο”» (Ὅσιος Νικόδημος Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ΡΝ´ Ψαλμούς, τ. Α´ σελ. 321).
. Ὁ Χριστὸς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας, ἔπαθε, πόνεσε καὶ πέθανε γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει καὶ αὐτός, ἐὰν θέλη νὰ συμμετάσχη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, νὰ πάθη καὶ αὐτὸς γιὰ χάρη Του σ᾽ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή. Γράφει ὁ γέροντας Παΐσιος: «Ὅσοι ζοῦν τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὸν κοσμικὸ τρόπο δηλαδὴ ὅλο Πάσχα, χωρὶς νὰ περάσουν πρῶτα τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, τὴν Σταύρωση- ἀδύνατον εἶναι νὰ ἀναστηθοῦν πνευματικά, ἀδύνατον εἶναι νὰ ἀγαπήσουν καὶ τὸν Χριστό, διότι δὲν πόνεσαν οἱ ἴδιοι, γιὰ νὰ νιώσουν τοὺς πόνους τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ νὰ γλυκαθοῦν μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ τρελλαθοῦν πνευματικὰ ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, ἀπορροφημένοι πιὰ στὸν Οὐρανὸ» (Ἐπιστολές, 2, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 118).
ΤO ΦΩΣ ΤΗΣ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 9 Ἀπρίλιος 2015