Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Μοναχισμός

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΥΣΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἀρξάμενος τοίνυν τῶν διηγήσεων οὐ τοὺς ἐν ταῖς πόλεσιν οὔτε τοὺς ἐν ταῖς κώμαις ἢ ἐρημίαις σοι καταλείψω ἀγνώστους τῷ λόγῳ. Οὐ γὰρ ὁ τόπος ἐστὶν ὁ ζητούμενος ἔνθα κατῴκησαν οὗτοι, ἀλλ᾿ ὁ τρόπος τῆς προαιρέσεως.

Περὶ Ἰσιδώρου

.                        Πρώτως πατήσας τὴν Ἀλεξανδρέων πόλιν ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑπατείᾳ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου βασιλέως, ὃς νῦν ἐν ἀγγέλοις ὑπάρχει διὰ τὴν αὐτοῦ πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, περιέτυχον ἐν τῇ πόλει ἀνδρὶ θαυμασίῳ παντόθεν κεκοσμημένῳ ἔν τε ἤθει καὶ γνώσει, Ἰσιδώρῳ πρεσβυτέρῳ ξενοδόχῳ ὄντι τῆς Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίας· ὃς τὰ μὲν πρῶτα τῆς νεότητος ἆθλα ἐλέγετο ἠνυκέναι ἐν τῇ ἐρήμῳ· οὗ καὶ τὴν κέλλαν ἐθεασάμην ἐν τῷ ὄρει τῷ τῆς Νιτρίας. Κατέλαβον δὲ τοῦτον ἐτῶν ἑβδομήκοντα γέροντα, ὃς ἐπιζήσας πεντεκαίδεκα ἔτη ἄλλα τελευτᾷ ἐν εἰρήνῃ. Οὗτος μέχρις αὐτῆς τῆς τελευτῆς οὐκ ὀθόνην ἐφόρεσεν ἐκτὸς φακιολίου, οὐ λουτροῦ ἥψατο, οὐ κρεῶν μετέλαβεν· ὃς ἔσχε τοιοῦτον τὸ σωμάτιον ὑπὸ τῆς χάριτος συγκροτούμενον, ὡς προσδοκῆσαι πάντας τοὺς ἀγνοοῦντας αὐτοῦ τὴν δίαιταν ὅτι ἐν τρυφῇ διάγει. Τούτου τὰς ἀρετὰς τῆς ψυχῆς ἐὰν θέλω διηγήσασθαι κατὰ μέρος ἐπιλείψει μοι ὁ χρόνος· ὃς τοσοῦτον ἦν φιλάνθρωπος καὶ εἰρηνικός, ὡς καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ τοὺς ἀπίστους αἰδεῖσθαι αὐτοῦ τὴν σκιὰν διὰ τὸ λίαν χρηστόν. Τοσαύτην δὲ ἔσχε γνῶσιν τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῶν θείων δογμάτων, ὡς καὶ παρ᾿ αὐτὰ τὰ συμπόσια τῶν ἀδελφῶν ἐξίστασθαι τὴν διάνοιαν καὶ ἐνεάζειν· καὶ παρακαλούμενος διηγήσασθαι τὰ τῆς ἐκστάσεως, ἔλεγεν ὅτι «Ἀπεδήμησα τῇ διανοίᾳ, ἁρπαγεὶς ὑπὸ θεωρίας τινός». Ἔγνων κἀγὼ τοῦτον πολλάκις δακρύσαντα ἐπὶ τραπέζης, καὶ τὴν αἰτίαν πυθόμενος τῶν δακρύων ἤκουσα αὐτοῦ λέγοντος ὅτι «Αἰδοῦμαι μεταλαμβάνων ἀλόγου τροφῆς, λογικὸς ὑπάρχων καὶ ὀφείλων ἐν παραδείσῳ τρυφῆς διάγειν διὰ τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν παρὰ τοῦ Χριστοῦ ἐξουσίαν». Οὗτος γνώριμος ὢν τῇ κατὰ Ῥώμην συγκλήτῳ πάσῃ ταῖς τε γυναιξὶ τῶν μεγιστάνων, ὁπηνίκα σὺν Ἀθανασίῳ τῷ ἐπισκόπῳ ἀπεληλύθει τὸ πρῶτον, ἔπειπα σὺν Δημητρίῳ τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ περισσεύων πλούτῳ καὶ ἀφθονίᾳ χρειῶν, οὐ διαθήκην ἔγραψε τελευτῶν, οὐ νόμισμα καταλέλοιπεν, οὐ πρᾶγμα ταῖς ἰδίαις αὐτοῦ ἀδελφαῖς παρθένοις οὔσαις· ἀλλὰ παρέθετο αὐτὰς τῷ Χριστῷ λέγων· «Ὁ κτίσας ὑμᾶς οἰκονομήσει ὑμῶν τὴν ζωήν, ὡς κἀμέ». Ἦν δὲ σὺν ταῖς ἀδελφαῖς αὐτοῦ σύστημα παρθένων ἑβδομήκοντα. Οὗτος φοιτήσαντί μοι νέῳ ὄντι πρὸς αὐτὸν καὶ παρακαλοῦντι στοιχειωθῆναι ἐν τῷ μονήρει βίῳ, σφριγώσης ἔτι τῆς ἡλικίας καὶ λόγου μὴ δεομένης ἀλλὰ πόνων τῶν κατὰ σάρκα, ὡς καλὸς πωλοδάμνης ἐξήγαγέ με ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα ἐρημικὰ ἀπὸ σημείων πέντε.

Διαφήμιση

, ,

Σχολιάστε

ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙ (Δ. Νατσιός)

Μὲ τὸ κομποσκοίνι καὶ τὸ καριοφίλι

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς

.           Εἶναι γνωστὸ πὼς ἂν θέλεις νὰ δοκιμάσεις τὴν «Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθοπραξία» κάποιου, ρώτησέ τον τί γνώμη ἔχει γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό, γιὰ τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς καλογέρους. Ὅποιος σέβεται τὸν μοναχισμὸ εἶναι Ὀρθόδοξος, ὅποιος τὸν διακωμωδεῖ ἢ κατηγορεῖ τοὺς μοναχοὺς γιὰ ἀνθρωποφοβία ἢ δειλία, οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός. (Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Κι ἐδῶ «σκοντάφτουν πολλοί, ἰδίως οἱ νεοπαγανιστές).
.         Συζητῶ πολλὲς φορὲς καὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ προβάλλουν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους καὶ πραγματικὰ θλίβομαι καὶ ἐκπλήσσομαι, ὅταν τοὺς ἀκούω νὰ ἐκφράζουν ὑποτιμητικὴ καὶ περιφρονητικὴ γνώμη γιὰ τοὺς μοναχούς. Τὸ ἐπιχείρημα πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο θωρακίζουν τὴν βεβαιότητά τους εἶναι πὼς οἱ καλόγεροι εἶναι ἄνθρωποι δειλοί, ποὺ δὲν ἀντέχουν τὰ φορτία καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ριψάσπιδες τοῦ βίου, ποὺ ἀναχωροῦν γιὰ νὰ περάσουν ἄνετα καὶ ξεφρόντιστα. Τὰ μοναστήρια εἶναι γι’ αὐτούς, στὴν καλύτερη περίπτωση, πολύτιμη «πολιτιστικὴ κληρονομιά», ποὺ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ σὰν ἕνα ἀρχαϊκὸ παρελθὸν ἤ, στὴν χειρότερη περίπτωση, τόπος παιδιᾶς καὶ ραστώνης, ὅπου βρίσκουν καταφυγὴ προβληματικὲς προσωπικότητες.
.                 Ἡ πρώτη κατηγορία, τῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, «εὐσεβῶν» κατὰ τὰ ἄλλα, χριστιανῶν, ἐπισκέπτονται τὸ τάδε μοναστήρι, γιατί αὐτὸ ἐντάσσεται στὰ ψυχοσωτήρια χριστιανικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ πόσο οἶκτο, πόση λύπηση νιώθουν γιὰ τὰ ἀξιοθρήνητα αὐτὰ καλογεράκια, ποὺ ἄφησαν τὴν… τεθλιμμένη καὶ στενὴ ὁδὸ τοῦ ἡδονόπληκτου αὐτοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν εὐρύχωρο καὶ πλατιὰ ὁδὸ τοῦ ἀσκητισμοῦ.
.                 Στὴν δεύτερη κατηγορία, τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτιμητῶν τοῦ μοναχισμοῦ, ἀνήκει κυρίως ἡ ψευτοπροοδευτικὴ ἀγέλη, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Ἠλία Βουλγαράκη, «ἀντικρίζει μὲ ἀποστροφὴ τὸ ἔνδυμα τῶν ἱερέων, παρερμηνεύει τὸ χειροφίλημα στοὺς ἱερεῖς ὡς πράξη δουλοπρέπειας, νιώθει τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ σὰν μουσειακὸ κατάλοιπο. Καταλογίζει στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ ἀνελευθερία ἔκφρασης καὶ ἀποστράγγισης τῆς ζωῆς. Ἑρμηνεύει τὴν τιμὴ τῶν λειψάνων σὰν νεκρολατρικὴ ἔκφραση ἑνὸς ἀρρωστημένου ψυχισμοῦ. Βλέπει τὰ ἄμφια καὶ ἀνατρέχει στὸ σκοταδιστικὸ Βυζάντιο, ἀπορεῖ μὲ τὴν μονοτονία καὶ τὸν βραδὺ ρυθμὸ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Πληροφορεῖται γιὰ τὶς νηστεῖες καὶ προσγράφει στὸν Θεὸ χαιρεκακία. Ἀντικρίζει τὸν μοναχισμὸ ὡς μία διαστροφὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, φορτισμένο μὲ στυγνότητα αἰσθήματος καὶ καρδιᾶς, ποὺ ὑπεραναπληρώνει τὴν μειονεξία του μὲ αὐταρέσκεια, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία». («Εἰσαγωγὴ στὴν Θεολογία», σελ. 74, Θεσ/νίκη 1998, συλλογικὸς τόμος).
.               Δὲν εἶναι ὅμως ἔνδειξη ἀχαριστίας καὶ ἀνιστορησίας νὰ κατηγοροῦμε τὸν Ὀρθόδοξο μοναχισμὸ γιὰ ἀδιαφορία καὶ ἀναισθησία γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν στὴν κοινωνία; Ἂς γνωρίζουμε, ὅμως, ὅλοι ὅτι ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ μοναχισμός, σήμερα Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους καὶ Ἕλληνες σ’ αὐτὸν τὸν τόπο δὲν θὰ εὕρισκες. «…δέκα σχολεῖα ἑλληνικὰ ἐποίησα, διακόσια διὰ κοινὰ γράμματα τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος…», γράφει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ νὰ ἀφυπνίσει τὸ ἀμαθὲς Γένος. Ὅταν ὁ Μιχαὴλ ὁ Η´ ὁ Παλαιολόγος ἐπιζητοῦσε τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, τὴν ὑποδούλωση τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ὑπερφίαλο παπισμό, οἱ καλόγεροι, Ἁγιορεῖτες Πατέρες ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους. «Ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχὺ ἀνατρέπων τὸ πᾶν λυμαίνεται», ὅποιος ὑποχωρεῖ ἔστω καὶ ἐλάχιστα στὴν πίστη του, λυμαίνεται τὸ πᾶν, ἀπαντοῦν στοὺς τότε καὶ σήμερα προβατόσχημους, πεμπτοφαλαγγίτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὰ μοναστήρια κράτησαν καὶ κρατοῦν ἀνόθευτο καὶ ἀκηλίδωτο τὴν πάτριον δόξαν, τὴν ὑγιῆ πίστη.
.             Καλόγεροι, κληρικοί, ἦταν ὅλοι σχεδὸν οἱ «Δάσκαλοι τοῦ Γένους», ποὺ ἀντὶ νὰ καθίσουν φρόνιμα καὶ νὰ γίνουν νοικοκύρηδες, πρόσφεραν καὶ τὴν ζωή τους ἀκόμη, ὡς ποιμένες καλοί, ὑπὲρ τοῦ δεινοπαθοῦντος λαοῦ. Ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Κύριλλος Λούκαρις, ὁ Ἠλίας Μηνιάτης, ὁ Γιαννούλης Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος, ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, ὅλοι τους «Δάσκαλοι τοῦ Γένους» ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὰ μοναστήρια. «Φῶς μὲν μοναχοῖς, ἄγγελοι, φῶς δὲ κοσμικοῖς, μοναχοὶ» γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς φώτιζε καὶ φωτίζει καὶ σήμερα ἐν μέσῳ τοῦ πνευματικοῦ σκότους ποὺ μᾶς περιβάλλει.
.                 Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση ἡ βαυαρέζικη συμμορία ἐπέπεσε μὲ λύσσα στὰ μοναστήρια καὶ ἔκλεισε περίπου 400. «Διάλυσαν τὰ μοναστήρια», θρηνεῖ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, «συμφώνησαν μὲ τοὺς Μπουαρέζους καὶ πούλαγαν τὰ δισκοπότηρα κι ὅλα τὰ γερὰ (=ἱερὰ) εἰς τὸ παζάρι καὶ τὰ ζωντανὰ διαδίχως τίποτα… Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁποὺ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους ὁποὺ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας». (Ἀπομνημονεύματα).
.               «Πρέπει, ἐπὶ τέλους, νὰ μάθη ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ νὰ ὁμολογήση, ὅτι κατὰ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς στυγνῆς δουλείας ὄχι μόνο μέσα στὸ Ἁγιονόρος, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁπανταχοῦ χώρους τῆς παρουσίας καὶ ἐπιρροῆς του, ἡ παιδεία ἦταν σχεδιασμὸς καὶ προγραμματισμὸς ἐθνωφελὴς καὶ πράξις θαρραλέα τῶν ἐπὶ μέρους ἐκκλησιαστικῶν καὶ μοναστικῶν ἀρχῶν, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ἔργο καὶ ἐπίτευγμα λαμπρῶν κληρικῶν, μὲ κέντρο τὸν ἐνοριακὸ ναὸ καὶ τὰ προσκτίσματά του, καὶ μοναχῶν μεγάλης βουλῆς γιὰ τὸ Γένος καὶ διδακτικῆς προσφορᾶς στ’ ἀρχονταρίκια καὶ στοὺς νάρθηκες τῶν Μοναστηριῶν των. Καὶ ὅτι “τὰ ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, κατὰ θείαν πάντως μοίραν, κατεσπαρμένα Μοναστήρια, ὡς δένδρα μεγάλα καὶ ὑψίκορμα, καὶ πάντοτε οὐ μικρὰν τοῖς Ὀρθοδόξοις Ἔλλησι παρέσχον τὴν ὠφέλειαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον κατὰ τὸν δεινόν… χειμώνα, διότι οὐ μόνο ὑπῆρχον ἡ τῶν δυστυχῶν καταφυγὴ καὶ τό… ἄσυλον, ἀλλὰ καὶ τῆς πατρίου παιδείας, τῆς τε θύραθεν καὶ τῆς ἱερᾶς, διετήρουν βαρυτίμους θησαυροὺς καὶ Σχολεῖα ἐν τοῖς πλείστοις οὐ διέλιπον”. (Σοφοκλ. Οἰκονόμος βλ. Ματθ. Παρανίκα, Σχεδίασμα περὶ τῆς ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Ἔθνει καταστάσεως τῶν γραμμάτων… ΚωνΠολις 1867, σελ. 6). Ἐννοεῖται ὅτι τὸ «ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος» θὰ πρέπει νὰ ἐκληφθῆ ὡς ἁπανταχοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἁπανταχοῦ τοῦ Γένους μας. Ὁ λόγος εἶναι προφανὴς καὶ αἱ ἀποδείξεις βοῶσαι». (Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Γράμματα καὶ ἅρματα στὸν Ἄθωνα», Ἅγιον Ὄρος, 2000, σελ. 333).
.             Προπύργια τὰ μοναστήρια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ περισσότερο σήμερα ποὺ εἰσβάλλουν πλημμυρηδὸν οἱ δυτικὲς ἀσχήμιες. Τὰ μοναστήρια διαφυλάσσουν τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς, τὴν ὀλιγόδεια, σήμερα ἰδίως, ποὺ ἔχουμε μπουκώσει ἀπὸ τὰ πολιτιστικὰ (καὶ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ) ξυλοκέρατα, ἡμέτερα καὶ ὀθνεῖα.
.         Προϋπόθεση, κατὰ τὴν Ἐκκλησία μας γιὰ τὸ «ἀκολουθεῖν τὸν Χριστὸν» εἶναι τὰ «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν» καὶ «ἀράτω τὸν σταυρόν», φράσεις ποὺ δηλώνουν ἀποφάσεις καὶ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἀντίθετες ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση. Ἀντὶ νὰ θαυμάζουμε καὶ νὰ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἀπαρνήθηκαν τὸν ἑαυτό τους, ἐμεῖς τοὺς ἐλέγχουμε γιὰ δειλία… Θέλουμε τὰ μοναστήρια τουριστικὰ θέρετρα καὶ τοὺς μοναχοὺς κοινωνικοὺς λειτουργούς, ἀκτιβιστές.
.               Νὰ κλείσω μὲ μία ἀκόμη παραπομπὴ στὸ προαναφερόμενο βιβλίο τοῦ ἐπ. Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, γιὰ κάποιες ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ἱστορίας μας καὶ γιὰ τὴν παρουσία τῶν μοναχῶν στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία:
.             «Κρίμα ποὺ δὲν ἔχουμε σὲ κάδρο καὶ τὴν μορφὴ τοῦ “Καπετὰν Καλόγερου” (μετὰ ταῦτα γνωστοῦ ὡς Σαμουὴλ) τοῦ θρυλικοῦ Κουγκιοῦ, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπ’ τὸν Δανιὴλ Ἰβηρίτη, καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ «Παχωμίου ἐξ Ἄθω», τοῦ πρώτου παλικαριοῦ ποὺ πήδηξε μέσα στὸ Παλαμήδι καὶ ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς καταλήψεως. Ταπεινὸς ὅπως ἦταν, καθ’ ὃ ἁγιορείτης, ἀπέφυγε τὴν τιμὴ τότε, δὲν τὸν ἐνδιέφερε καὶ ἡ ὑστεροφημία, καὶ σβήστηκε τὸ κατόρθωμά του ἀπ’ τὸν ἀγνώμονα πίνακα τῆς λήθης. Γι’ αὐτὸ τοῦ Στάϊκου Σταϊκόπουλου τὸ ἄγαλμα εἶναι στημένο στὸ Ναύπλιο σήμερα, ἐνῶ γιὰ ἐκεῖνον, ὅπως καὶ γιὰ τὸν Ἰβηρίτη, κανεὶς δὲν κάνει λόγο…».

 

 

, ,

Σχολιάστε

ΙΕΡA ΜΟΝH ΤΙΜIΟΥ ΠΡΟΔΡOΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ

Σχολιάστε

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-4 «Ἀμοιβαίως ἠγαπήθησαν καὶ ἐδοξάσθησαν παρὰ Θεοῦ καὶ ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῷ οὐρανῶ, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ θάνατον, μὲ τὰς ἀναβλύσεις τῶν μύρων, μὲ τὰς εὐωδίας τῶν λειψάνων, μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐνήργησε δι’ αὐτῶν καὶ ἐνεργεῖ πάντοτε ὁ τῶν ἁγίων Θεός»

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου
Λόγος ἐγκωμιαστικὸς
περὶ τῶν Ὁσίων Πατέρων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω λαμψάντων
[Δ´]

Κυριακὴ Β´ Ματθαίου, τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ»
ἔκδ. Ἱ. Κελ. Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη, Ἅγ. Ὄρος
σελ. 135-148

Μέρος Α´: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-1

Mέρος Β´: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-2 «Ἔσοπτρα διαφανέστατα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄργανα δεκτικὰ τῆς ἐκείνου ἐνεργείας καὶ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς χάριτος»

Μέρος Γ´: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-3 «Ὡς διὰ δικτύων τινῶν ἢ διὰ δραστικωτάτου μαγνητισμοῦ, ἀνέσυραν καὶ ἐσαγήνευσαν οἱ ὅσιοι οὗτοι ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ ματαιότητα τοῦ κοσμικοῦ βίου, χιλιάδας ἀνθρώπων»

.                 Αὐτὰ εἶναι μεγαλοπρεπῆ ἀπὸ μέρους τοῦ ἔργου, διότι καὶ τὰ μοναστήρια ταῦτα διὰ τὴν μεγαλειότητα τῶν ἐν αὐτοῖς ναῶν καὶ οἰκειῶν, τῶν τε ἔσω καὶ ἔξω, καὶ διὰ τὸν μέγαν ἀριθμὸν τῶν ἐν αὐτοῖς κατοικούντων μοναχῶν, εἶναι τῇ ἀληθείᾳ ὄντως μεγαλοπρεπῆ καὶ βασιλικά. Δὲν βλέπετε καὶ μὲ τοὺς ἴδιους ὀφθαλμούς σας πὼς τὰ εἴκοσι ταῦτα ἱερὰ καὶ μεγαλοπρεπῆ μοναστήρια, κατὰ σειρὰν εὑρισκόμενα, τόσον εἰς τὸ βόρειον ὅσον καὶ εἰς τὸ νότιον μέρος τοῦ Ὄρους, στέκουσιν ς τόσα μεγάλα φρούρια κα νυκτοφυλακτοῦσι πέριξ λον τοτον τν τόπον, ς τόσα προπύργια χυρώματα, κα φυλακτικαὶ κροπόλεις προλαμβάνουσι πάντα πειρασμὸν καὶ ἐνόχλησιν, ἀπὸ θαλάσσης καὶ ξηρᾶς; Δὲν βλέπετε πὼς οἱἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ὄρους εὑρισκόμενοι μοναχοί, πάντες ὑπὸ τὴν σκεπὴν τῶν κύκλῳ μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζῶσι καὶ κοιμῶνται ἀτάραχοι καὶ εἰρηνικοί;
.               Ἀπὸ δὲ τοῦ τέλους καὶ τοῦ σκοποῦ, διὰ τὸν ὁποῖον ἐκτίσθησαν, εἶναι τόσον μεγαλοπρεπῆ τὰ ἱερὰ ταῦτα μοναστήρια, εἰς τρόπον ὥστε, ὅλα τὰ ἑπτὰ λεγόμενα θαύματα τοῦ κόσμου, ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος εἰς τὴν Ἔφεσον, ἡ Πυραμὶς τοῦ Χέοπος εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὁ τάφος τοῦ Μαυσώλου εἰς τὴν Καρίαν, οἱ Κρεμαστοὶ Κῆποι τῆς Βαβυλῶνος, ὁ Κολοσσὸς τῆς Ρόδου, ὁ πύργος τοῦ Φάρου εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὸ ἐλεφάντινον ἄγαλμα τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς ἐν Ὀλυμπίᾳ καὶ ἐπὶ πᾶσι, τὸ ὄγδοον θαῦμα τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖον ὑπερέβη ὅλα τὰ ἑπτά, τὸ ἀμφιθέατρον τοῦ Οὐσπεσιανοῦ, ὅλα ταῦτα, λέγω, τὰ μεγαλοπρεπῆ θαύματα, ἂν καὶ ἐνομίσθησαν εἰς τὰς φαντασίας τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων ὅτι ὑπερβαίνουσι τὰ ὅρη καὶ σκεπάζουσι τοὺς ὁρίζοντας, συγκρινόμενα ὅμως πρὸς τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ θεϊκὸν τέλος τούτων τῶν ἱερῶν μοναστηρίων, φαίνονται εἰς τοὺς φρονίμους ἢ ὡς φωλεαὶ ἔρημοι πτηνῶν ἢ ὡς κρημνώδη χαλάσματα καὶ ἐρείπια, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουσι τὸ βασίλειόν των οἱ νυκτοκόρακες, οἱ ποντικοὶ καὶ ἀράχναι καὶ ἄλλα κνώδαλα καὶ ζωύφια· πειδ τ τέλος μν κείνων στάθη ματαία φιλοδοξία, ἡ ὁποία ἀνθεῖ καὶ ἀπανθεῖ παρόμοια μὲ τὰ ἄνθη τοῦ ἔαρος, τ τέλος δ τούτων τν εαγν μοναστηρίων στάθη παντοτειν δόξα το Θεο κα παντοτεινὴ φέλεια κα σωτηρία ψυχν ΰλων, ψυχν θανάτων· καὶ μιᾶς μόνης ἐξ αὐτῶν, ὄχι τὰἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ὄχι τὰὀκτώ, ἀλλὰ ὅλος ὁ αἰσθητὸς οὗτος καὶ ὀρώμενος κόσμος δὲν εἶναι ἀντάξιος· «οὐκ ἔστι σταθμὸς πᾶς ἄξιος ψυχῆς ἐγκρατοῦς».
.       Τί λέγω; τὸ ξαίρετον τέλος τν μοναστηρίων τούτων κα τ κατ’ ξοχν ποτέλεσμα καὶ  εωδέστατος καρπός, στάθησαν λοι ο σήμερον ορταζόμενοι γιοι κα θεοφόροι Πατέρες λου κοινς τοῦ γίου Ὄρους, οἱ νομαστο καὶ νώνυμοι, οἱ ἐν τοῖς Κοινοβίοις καὶ οἱ ἐν ἡσυχίᾳ, τοῖς Κελλίοις καὶ ταῖς σκήταις εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ καὶ ἁγιάσαντες. Λέγω δὲ καρπὸν τῶν ἱερῶν μοναστηρίων τοὺς μοναστὰς καὶ ἡσυχαστάς, καθότι ὑπὸ τὴν σκέπην καὶ φροντίδα τῶν μοναστηρίων ἦσαν καὶ οἱ ἔξω ἡσυχάζοντες τῷ τότε καιρῷ… Τοιουτοτρόπως μὲν οἱ θεοφόροι Πατέρες κα ὶἅγιοι ἠγάπησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν ἐπὶ γῆς μὲ τὴν ἰσάγγελον αὐτῶν πολιτείαν καὶ τὰ θεάρεστα αὐτῶν κατορθώματα καὶ ἀμοιβαίως ἠγαπήθησαν καὶ ἐδοξάσθησαν παρὰ Θεοῦ καὶ ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῷ οὐρανῶ, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ θάνατον, μὲ τὰς ἀναβλύσεις τῶν μύρων, μὲ τὰς εὐωδίας τῶν λειψάνων, μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐνήργησε δι’ αὐτῶν καὶ ἐνεργεῖ πάντοτε ὁ τῶν ἁγίων Θεός, καὶ μὲ τὴν ἀπόλαυσιν ὅλων ἐκείνων τῶν οὐρανίων καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν». Καὶ τώρα συγχορεύουσιν ἐν Οὐρανοῖς μὲ τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων, μὲ τοὺς χοροὺς τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων· οἱ Ἱεράρχαι μὲ τοὺς Ἱεράρχας· οἱ Ὅσιοι μὲ τοὺς Ὁσίους· οἱ Ὁμολογηταὶ μὲ τοὺς Ὁμολογητάς· οἱ Ὁσιομάρτυρες καὶ οἱ Ἱερομάρτυρες μὲ τοὺς Ὁσιομάρτυρας καὶ τοὺς Ἱερομάρτυρας· Θεὸν ὁρῶντες πρόσωπον πρὸς πρόσωπον καὶ ὁρώμενοι καὶ φωτιζόμενοι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὃν ἐκ ψυχῆς ἠγάπησαν, μὲ τὴν τρανοτέραν γνῶσιν καὶ τελειοτέραν ἔλλαμψιν τῆς αὐτοῦ θεότητος, τὴν ὁποίαν Βασιλείαν Οὐρανῶν ὀνομάζει ὁ θεολόγος Γρηγόριος. Ἡμεῖς δὲ οἱ τῶν τοιούτων ἁγίων πατέρων εὐτελεῖς υἱοὶ καὶ διάδοχοι, μὲ ποῖον τρόπον δυνάμεθα νὰ εὐαρεστήσωμεν τῷ Θεῷ καὶ νὰἐπιτύχωμεν τῆς ποθουμένης σωτηρίας, διὰ τὴν ὁποίαν ἀφήσαμεν τὸν κόσμον καὶ ἤλθομεν ἐδῶ εἰς τὸ Ὄρος τοῦτο; Ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ· ἂν πιστῶς ἀκολουθῶμεν τὸ παράδειγμα τῆς ἐναρέτου ζωῆς καὶ πολιτείας τῶν ὁσίων τούτων καὶ ἂν ἐπιμελώμεθα νὰ φυλάττωμεν ἀπαρασαλεύτως τοὺς νόμους καὶ κανόνας καὶ τύπους τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ὅσους παρέδωκαν ἐγγράφως εἰς ἡμᾶς οἱ τρισμακάριοι οὗτοι ὅσιοι…
.         Ἐὰν ταῦτα πάντα φυλάττωμεν, ἀδελφοί, θέλομεν ἔχει πρὸς τὸν Θεὸν παντοτεινοὺς πρεσβευτὰς τοὺς σήμερον ἐορταζομένους ἁγίους Πατέρας καὶ βοηθοὺς καὶ ὑπερμάχους μὲν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ· καὶ ἀληθῶς ἔχομεν νὰ καυχώμεθα ὅτι εἴμεθα ἡμεῖς μὲν τέκνα αὐτῶν, αὐτοὶ δὲ Πατέρες ἡμῶν, διὰ τὴν ὁμοίωσιν ἣν ἔχουσι τὰ ἔργα ἡμῶν πρὸς τὰ ἔργα των, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε ἄν». Ἐὰν ταῦτα πάντα φυλάττωμεν καὶἐν μετανοίᾳ τὴν ζωὴν ἡμῶν τελειώσωμεν εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν τόπον, θέλομεν ἀποκτήσει πρὸς τούτοις ἀπροσμάχητον προστάτιν καὶ βοηθόν, αὐτὴν τὴν Κυρίαν καὶ Ἔφορον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν Δέσποιναν ἡμῶν Θεοτόκον, ἥτις θέλει μᾶς συστήσει εἰς τὸν Υἱόν της καὶ θέλει ζητήσει παρ’ Αὐτοῦ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, καθὼς ὑπεσχέθη μόνη της ἡ ἀψευδὴς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὡς προείπομεν.
.               Ἀλλ’ ὦ μακαριώτατοι Θεῖοι Πατέρες· οἱ Ὅσιοι καὶ Ἱεράρχαι· οἱ Ὁμολογηταὶ καὶ Ὁσιομάρτυρες καὶ Ἱερομάρτυρες· οἱ Μυροβλύται καὶ θαυματουργοί· οἱ ἐπίγειοι Ἄγγελοι καὶ οὐράνιοι ἄνθρωποι, οἱ τοῦ Ἁγίου Ὄρους πολιοῦχοι καὶ οἰκισταί, καὶ μετὰ τὴν Θεοτόκον προστάται ἡμῶν καὶ εὐεργέται καὶ ἔφοροι· οἱ ἐν σαρκὶ τοὺς ἀσάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν ὄντες στέφανος καὶ δόξα καὶ καύχημα· ἡ βασιλικὴ καὶ τροπαιοφόρος παράταξις τῆς Βασιλίσσης τῶν Οὐρανῶν Θεοτόκου· τὰ μυρίπνοα ἄνθη καὶ τὰ ἀγλαόκαρπα δένδρα τοῦ νοητοῦ τούτου Παραδείσου τῆς Ἀειπαρθένου· οἱ ἀέναοι ποταμοὶ τῶν θείων καὶ πνευματικῶν χαρισμάτων, δέξασθε τὸ παρὸν ἐφύμνιον, τὸὁποῖον σᾶς προσφέρει ὅλη ὁμοῦ ἡ κοινότης τοῦἉγίου Ὄρους, τὸ ὑμέτερον ποίμνιον, ὡς ἐδέξατο ὁ Κύριος τὰ δύο λεπτὰ τῆς χήρας. Καὶ τὴν κοινὴν ταύτην καὶ καινὴν ἑορτὴν ὑμῶν καὶ πανήγυριν, ἣν ὅλοι κοινῶς ἐπιτελοῦμεν, ἐναγκαλίσασθε, θειότατοι, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶὡς θυσίαν εὐπρόσδεκτον. Τί γὰρ ἄλλο νὰ πράξωμεν, ἵνα δείξωμεν, τὸ δυσέκτιτον χρέος, ὅπερ ἔχομεν πρὸς ὑμᾶς τοὺς εὐεργέτας ἡμῶν διὰ τὰς πολλὰς καὶ μεγάλας εὐεργεσίας καὶ χάριτας, ὧν ἀπηλαύσαμεν καὶ ἀπολαύομεν καὶ θέλομεν ἀπολαύει διὰ βίου παρ’ ὑμῶν; Ναί, τὸὁμολογοῦμεν ὅτι ἡμεῖς διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν δὲν εἴμεθα ἄξιοι νὰ κατοικῶμεν τὸν ἅγιον τοῦτον τόπον καὶ νὰὀνομαζώμεθα υἱοί σας, ἀλλὰ σεῖς, διὰ τὴν χρηστότητά σας, μὴν ἀρνηθῆτε νὰ εἶσθε πατέρες ἠμῶν. Διὰ τοῦτο μετὰ θάρρους παρακαλοῦμεν ὑμᾶς ἅπαντας, ἡμεῖς ἅπαντες, νὰ μᾶς ἐνδυναμώνητε, ὥστε νὰ μιμώμεθα, ὅσον τὸ δυνατόν, καὶ ἡμεῖς τὴν ἰδικήν σας ζωὴν καὶ τὰἔργα σας. Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωήν, δεόμεθα ὑμῶν, ἵνα σκέπητε καὶ διαφυλάττητε τὰἱερὰ ταῦτα Μοναστήρια καὶ Σκήτας καὶ Κελλία καὶ πάντας ἡμᾶς τοὺς ἐν αὐτοῖς κατοικοῦντας ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ ἐπηρείας τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, εἰς δὲ τὴν μέλλουσαν νὰ μᾶς ἀξιώσητε διὰ τῶν πρεσβειῶν σας νὰἀπολαύσωμεν τῆς οὐρανίου μακαριότητος καὶἡμεῖς μεθ’ ὑμῶν, εἰ καὶ μέγα ἐστι τὸ αἰτούμενον ἡμεῖς οἱ υἱοί, μετὰ τῶν πατέρων ὑμῶν· ἡμεῖς τὰ ποίμνια μετὰ τῶν ποιμένων ὑμῶν· ἡμεῖς οἱ μαθηταὶ μετὰ τῶν διδασκάλων ὑμῶν· ἵνα ἔχητε λέγειν καὶ ὑμεῖς πρὸς Θεὸν τὸἀποστολικὸν ἐκεῖνο «Ἰδοὺ ἡμεῖς καὶ τὰ παιδία, ἃ ἡμῖν ἔδωκας, Κύριε». ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ: «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»

, , , , , , ,

Σχολιάστε

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-3 «Ὡς διὰ δικτύων τινῶν ἢ διὰ δραστικωτάτου μαγνητισμοῦ, ἀνέσυραν καὶ ἐσαγήνευσαν οἱ ὅσιοι οὗτοι ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ ματαιότητα τοῦ κοσμικοῦ βίου, χιλιάδας ἀνθρώπων»

 

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου
Λόγος ἐγκωμιαστικὸς
περὶ τῶν Ὁσίων Πατέρων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω λαμψάντων
[Γ´]

Κυριακὴ Β´ Ματθαίου, τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ»
ἔκδ. Ἱ. Κελ. Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη, Ἅγ. Ὄρος
σελ. 135-148

Μέρος Α´: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-1

Mέρος Β´: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-2 «Ἔσοπτρα διαφανέστατα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄργανα δεκτικὰ τῆς ἐκείνου ἐνεργείας καὶ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς χάριτος»

 .             Ἀφ’ οὗ δὲ τοιουτοτρόπως ἐφάνησαν τέλειοι φύλακες τῆς πρώτης ἐντολῆς, ἤτοι τῆς πρὸς Θεὸν ἀγάπης, τότε ἠθέλησαν νὰ φυλάξωσιν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν νὰ ἀποδείξουν ὅτι φυλάττουσι καὶ τὴν δευτέραν ἐντολήν τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης. Καὶ δή, ἀφήσαντες τὴν ἡσυχίαν, ἐκινήθησαν, ἄλλος μὲν ἀπὸἐν Θεϊκὸν καὶ οὐράνιον σημεῖον ὅπερ εἶδεν, ἄλλος δέ, ἀπὸ ἄλλο· καὶ ὅλοι ὁμοῦ ἐθερμάνθησαν ἀπὸ μίαν θείαν ἔμπνευσιν καὶ ἀπὸ ἕνα θεοφιλῆ σκοπὸν τῆς τῶν ἀδελφῶν ἀγάπης εἰς τὸ νὰ κτίσωσι Λαύρας, Ἱερὰ Μοναστήρια, μονύδρια, Σκήτας, καὶ Κελλία· εἴς τε τὰ βόρεια καὶ νότια μέρη τοῦ Ὄρους καὶ εἰς διάφορα ἄλλα μέρη αὐτοῦ, πρὸς κατοικίαν καὶ ἀνάπαυσιν ἐκείνων, ὅσοι φεύγουσι τὰς τοῦ κόσμου μερίμνας, ἔρχονται δὲ ἐδῶ διὰ νὰ ζήσωσι μοναχικὴν ζωὴν ὁμοίως ἐκινήθησαν καὶ εἰς τὸ νὰ οἰκοδομήσωσιν ἐν τοῖς Μοναστηρίοις Ναοὺς θαυμαστούς, Ναοὺς παμμεγέθεις καὶ ὡραιοτάτους ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρὸς καὶ τῶν Ἁγίων Αὐτοῦ, διὰ νὰ δοξολογῆται ἀκαταπαύστως ἐν αὐτοῖς ὁ τῶν ὅλων Θεός· καὶ φαίνεταί μοι ὅτι, μελετῶντες νὰ κτίσωσιν αὐτά, ἔλεγεν εἰς τὸν ἑαυτόν τοῦ ὁ καθεὶς ἀπὸ τοὺς τρισμακάριστους τούτους Πατέρας τὸ δαβιτικὸν ἔκεινο, «οὐ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ ΘεῶἸακώβ».
.               Ἀφ’ οὖ δὲ ταῦτα πάντα τὰ εὐαγῆ καὶ ἱερὰ καταγώγια ἐκ θεμελίων ὠκοδόμησαν οὕτω, καθὼς αὐτὰ βλέπομεν ἕως τῆς σήμερον, μὲ μυρίους ἱδρώτας καὶ κόπους καὶ πειρασμούς, μὲἁδρότατα καὶ βασιλικὰἔξοδα, μὲ πολλὰς ὁδοιπορίας καὶ ποντοπορίας, μὲ πολλοὺς κινδύνους καὶ αὐτῆς τῆς ἰδίας αὐτῶν ζωῆς καὶ μὲ παράτασιν καιρῶν καὶ χρόνων πολλῶν, ἀκολούθως ἐφρόντισαν οἱ φιλαδελφότατοι νὰ προικίσωσιν αὐτὰ μὲἱερὰ κειμήλια, μὲ θησαυροὺς τιμίων ξύλων καὶ ἁγίων λειψάνων, μὲὑποστατικὰ καὶ μετόχια πλούσια καὶ μὲ ἄλλα κτήματα κινητὰ καὶ ἀκίνητα, τόσον διὰ τὴν ζωοτροφίαν καὶ αὐτάρκειαν τῶν ἐνασκουμένων ἀδελφῶν, ὅσον καὶ διὰ τὴν ὑποδοχὴν τῶν πτωχῶν καὶ ξένων καὶἀσθενῶν, ὅσοι ἔρχονται εἰς αὐτά.
.                Παρέδωσαν δὲ εἰς αὐτὰ καὶ νόμους καὶ κανόνας καὶ διατάξεις, πῶς πρέπει νὰ ζῶσι καὶ νὰ πολιτεύωνται οἱ ἐν αὐτοῖς οἰκοῦντες μοναχοί, τόσον ἐν ταῖς ἐξωτερικαῖς ὑπηρεσίαις καὶ διακονίαις τῶν Μοναστηρίων, ὅσον καὶ ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐταὶ αἱ διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εἴς τε τὰ τυπικὰ τῶν αὐτῶν Μοναστηρίων καὶ εἰς τὰς διαθήκας τῶν αὐτῶν ἁγίων Πατέρων. Μὲ τοιοῦτον τρόπον συνέστησαν καὶ συνεκρότησαν τὰ Μοναστήρια αὐτὰ καὶ τὰς Σκήτας καὶ τὰ Κελλία, διὰ νὰ εἶναι σχολεῖα πάσης ἀρετῆς, διὰ νὰ μένωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ φυλακτήρια, πόνων ἀσκητικῶν φροντιστήρια, ἀγγελικῆς πολιτείας ἐργαστήρια, τῶν ἐν Παλαιστίνῃ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Σινᾷ καὶ Θηβαΐδι παλαιῶν καὶ ἁγίων Κοινοβίων μιμητήρια, τῶν ξένων καταγώγια, τῶν πτωχῶν καταφύγια, καὶὅλων τῶν χειμαζομένων ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τρικυμίαν τοῦ κόσμου λιμένες σωτηριώδεις καὶ ἀκύμαντοι. Οὕτω δι μέσου τν ερν τούτων Μοναστηρίων κα θείων σεμνείων, ς δι δικτύων τινν δι δραστικωτάτου μαγνητισμο, νέσυραν καὶ σαγήνευσαν οἱ σιοι οτοι π τν θάλασσαν κα ματαιότητα το κοσμικο βίου, χι μόνον κατοντάδας κα χιλιάδας νθρώπων, λλ κα μυριάδας λοκλήρους πατριαρχν, ρχιερέων, ερέων, βασιλέων, συγκλητικν, γουμένων, ρχόντων, κα παντς λλου βαθμο κα τάξεως νθρώπων κακόμη λονν τος λκύουσιν ες τ τάγμα κα ες τν γγελικν πολιτείαν τν μοναχν. Τούτους ἅπαντας προσέφεραν καὶ προσφέρουσι καὶ θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν, ὡς τόσας θυσίας εὐαρέστους, ζώσας καὶ λογικὰς καὶὡς τόσα ὀψώνια καθαρὰ καὶ γλυκύτατα, ὥστε ὁ πρώην ἔρημος οὗτος Ἄθως ἔγινεν ὡς πολυάριθμος πόλις ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν εἰς αὐτὸν εὑρισκομένων μοναχῶν καὶ τὸ Πηλούσιον ὄρος καὶ τὸ Γαλήσιον καὶ ὁ Λάτρος καὶ αὐτὸ τὸ Σίναιον ὄρος μικρὰ καὶ ποταπὰ ἐφαίνοντο κατὰ τὴν ποσότητα τῶν μοναχῶν, συγκρινόμενα πρὸς τὸ Ἅγιον τοῦτο Ὄρος. Καὶ διὰ νὰ εἴπω μὲ συντομίαν, οὕτω διὰ μέσου τῶν ἱερῶν τούτων Μοναστηρίων καὶ θείων καταγωγίων ἐφάνησαν οἱ θεοφόροι οὗτοι πατέρες ὅτι εἶναι ἀκριβεῖς καὶ τέλειοι φύλακες καὶ τῆς δευτέρας ἐντολῆς· καὶ ἠγάπησαν τὸν πλησίον, ὄχι μόνον ὡς ἑαυτούς, καθὼς ἐπρόσταζεν ὁ παλαιὸς νόμος, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τὸν ἑαυτόν των, καθὼς προστάζει ἡ νέα διαθήκη τοῦ Εὐαγγελίου· διὰ τοῦτο καὶ καινὴν καὶ νέαν ἐντολὴν ὠνόμασεν ὁ Κύριος τὴν ἐντολήν τῆς πρὸς ἀλλήλους ἀγάπης λέγων «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους·» καὶ δὲν στέκει ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ προσθέτει «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς (δηλαδὴ ὑπὲρ τὸν ἑαυτόν μου) ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».
.               Ἂς συμφωνῶσιν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἄνθρωποι, ὅσον γιγαντιαῖοι εἰς τὸ σῶμα, τόσον πυγμαῖοι εἰς τὸν νοῦν, καὶ ἂς ζητῶσι νὰ οἰκοδομήσωσι πύργον ἕως τοῦ οὐρανοῦ, διὰ νὰἀφήσωσι τὸὄνομά των ἀθάνατον. «Δεῦτε καὶ οἰκοδομήσωμεν πύργον, οὗ ἡ κεφαλὴ ἔσται ἕως τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποιήσωμεν ἐαυτοῖς ὄνομα». Ἂς κτίζη ὁ Φίλιππος τὴν Φιλιππούπολιν, ὁ Ἀλέξανδρος τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ὁ Ἀδριανὸς τὴν Ἀδριανούπολιν. ς κατασκευάζωσιν λοι ολλοι βασιλες κα σατράπαι καὶ γεμόνες το κόσμου τος πυραμιδοειδες βελίσκους, τ κυκλικ τόξα κα τος τεχνικος νδριάντας των καὶ ς πιφημίζωσι τνόματα τν πάνω ες τὰ δια τν οκοδομήματα, καθς λέγει Θεος Δαυίδ· «πεκαλέσαντο τὰ νόματα ατν π τν γαιν ατν». Ατοὶ λοι μ τ πολυέξοδά των ργα ατά, δν δυνήθησαν ν μείνωσιν θάνατοι· καὶ ν φημίζονται τὰ νόματά των, φημίζονται μόνον ες τν γν κα ες μόνην τν παροσαν ζωήν, λλ’ χι κα ες τν Ορανν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν «οὐκ ἐγγράφεται γάρ, λέγει ὁ μέγας Βασίλειος, ἀσεβῶν ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἀλλὰ τῇ γῇ ἐναπομένει τὰ ὀνόματα.» (Ἑρμην. εἰς τὸν μη´ Ψαλμ.) Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν θείων τούτων Πατέρων, μὲ τὸ μέσον τῶν ἱερῶν τούτων εἴκοσι Μοναστηρίων, ἐφημίσθησαν καὶ φημίζονται καὶ παντοτινὰ θέλουν φημίζεσθαι, ὄχι μόνον εἰς ὅλην τὴν ὑδρόγειον σφαίραν τοῦ κόσμου, ὄχι μόνον ἕως τοῦ Οὐρανοῦ, καθὼς ἐφαντάσθησαν οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι γίγαντες, ἀλλὰ καὶὑπεράνω τοῦ Οὐρανοῦ· καὶὄχι μόνον εἰς τὸ διάστημα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς μελλούσης· διότι τὰ ὀνόματα τούτων ἐγράφησαν εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς, ταὐτὸν εἰπεῖν, τῆς ἀθανασίας, καὶ δὲν θέλουσιν ἐξαλειφθῆ ποτέ, ἀλλὰ θέλουσι διαμένει ἀθάνατα εἰς ὅλον τὸ ἀπέραντον διάστημα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «χαίρετε γάρ, φησίν, ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς Οὐρανοῖς».
.                   Πρέπει τὸ ἔργον τῶν ἐνταῦθα εἴκοσιν ἱερῶν μοναστηρίων νὰ ὀνομάζηται καὶ μεγαλοπρεπές· διότι, ἂν κατὰ τοὺς ἠθικοὺς φιλοσόφους, ἡ ἐντελὴς ἰδέα ἑνὸς μεγαλοπρεποῦς ἔργου χαρακτηρίζεται ἢἀπὸ τὴν μεγαλειότητα τοῦἐργαζομένου ἢἀπὸ τὴν μεγαλειότητα τοῦ ἔργου ἢ ἀπὸ τὴν μεγαλειότητα τοῦ τέλους καὶ τοῦ σκοποῦ, διὰ τὸν ὁποῖον γίνεται, τίς δὲν βλέπει ὅτι καὶ τὰ ἱερὰ ταῦτα μοναστήρια εἶναι πεπλουτισμένα καὶ ἀπὸ τοὺς τρεῖς ὅρους τούτους, ἐκ μέρους τοῦἐργαζομένου; Διότι οἱ θεῖοι οὗτοι Πατέρες οἱ ὁποῖοι τὰ ἔκτισαν, παρεκτὸς ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦσαν μεγαλοπρεπεῖς ἄνθρωποι καὶ βασιλεῖς καὶ βασιλέων υἱοὶ καὶ συγκλητικοὶ καὶ βασιλέων ὑπογραφεῖς, ὡς ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Σάββας, οἱ κτίτορες τῆς Χιλιανδαρίου καὶ Βατοπαιδίου Μονῆς, Παῦλος ὁ κτίτωρ τῆς Μονῆς τοῦ Ξηροποτάμου καὶ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, Ἰωάννης καὶ Εὐθύμιος οἱ τῆς τῶν Ἰβήρων καὶ Νεόφυτος ὁ τῆς τοῦ Δοχειαρίου, πρὸς τούτοις αὐτοὶ οὗτοι παρεκίνησαν καὶ τοὺς βασιλεῖς νὰ ἐξοδεύσωσι μεγαλοπρεπῶς εἰς τὴν τούτων οἰκοδομήν, τοὺς Κωνσταντίνους, λέγω, τοὺς Νικηφόρους, τοὺς Ρωμανούς, τοὺς Ἀλεξίους, τοὺς Καντακουζηνούς, τοὺς Παλαιολόγους, τὰς Πουλχερίας καὶ τοὺς λοιπούς.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ Τῼ ΑΓΙῼ ΟΡΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΟΣΙΩΝ-4 «Ἀμοιβαίως ἠγαπήθησαν καὶ ἐδοξάσθησαν παρὰ Θεοῦ καὶ ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῷ οὐρανῶ, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ θάνατον, μὲ τὰς ἀναβλύσεις τῶν μύρων, μὲ τὰς εὐωδίας τῶν λειψάνων, μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐνήργησε δι’ αὐτῶν καὶ ἐνεργεῖ πάντοτε ὁ τῶν ἁγίων Θεός»

, , , , , , ,

Σχολιάστε

ΣΤΆ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΜΑΣ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

Στά Μοναστήρια μας ἡ ἐλπίδα μας

περιοδ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»,
❄ ΑΡ. ΦΥΛ. 61 ❄ ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2013

 

.           Ἡ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ» ἔχει παλαιότερα ἐπισημάνει, μέ ἀφορμή τά σκάνδαλα καί τήν ἐκκοσμίκευση πολλῶν ἐπισκόπων, ὅτι τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, μόνον στά Μοναστήρια θά διατηρηθεῖ γνήσιο καί καθαρό, ἀπό τούς ποικίλους ἐπηρεασμούς καί τίς οἰκουμενιστικές ἐκτροπές. Τά Μοναστήρια μας εἶναι ἡ ἐλπίδα γιά νά διασωθεῖ, μαζί μέ τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἡ ἰδιοπροσωπία τῆς πίστεώς μας.
.           Τήν θέση αὐτή ἐπισημαίνει μέ γλαφυρό, πειστικό καί ἁγιοπνευματικό ἐπιχείρημα, ὁ Γέροντας Χρυσόστομος, Ἡγούμενος τοῦ Ἱ. Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου (Γουμένισσας), στόν πρόλογό του στό βιβλιάριο «Ὁ Σημερινός ἐν Ἑλλάδι Μοναχισμός» τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γαβριήλ, καθηγουμένου τοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱ. Κοινοβίου Ἁγίου Διονυσίου (1886-1983): «Οἱ αὐθαίρετες ἐπισκοπικές παρεμβάσεις ἤ ἀξιώσεις ἤ ἀκόμη καί ἡ ἐπιθυμία ἐπέκτασης τῆς ἐξουσίας τῶν ἐπισκόπων στήν διοίκηση τῶν Ἱερῶν Μονῶν ὑπῆρξε, πάντοτε, ἕνας καθοριστικός παράγοντας ὅσον ἀφορᾶ τήν ἄνθηση ἤ τόν μαρασμό τοῦ Μοναχισμοῦ στήν Ἑλλάδα. Θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κανείς ὅτι ὁ Μοναχισμός καί σήμερα ὑφίσταται διωγμό καί μάλιστα -πολλές φορές- διωγμό ἐκ τῶν ἔσω μᾶλλον, παρά ἀπό ἐξωτερικούς ἐχθρούς. Εἶναι ἴσως πολύ παράδοξο αὐτό πού θά γραφεῖ, ἀλλά ἔχει λεχθεῖ ὅτι οἱ χειρότεροι διῶκτες τοῦ Μοναχισμοῦ –δυστυχῶς(!)– εἶναι, πολλές φορές, οἱ ἐπίσκοποι. Ἄλλωστε, τό μεγαλύτερο καλό μέσα στήν Ἐκκλησία –ὅπως φυσικά καί τό μεγαλύτερο κακό μέσα στήν Ἐκκλησία– δέν μπορεῖ νά τό κάνει κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό ἕναν ἐπίσκοπο.
.           Γιά νά ὁδηγηθεῖ ξανά σέ πνευματική καρποφορία ὁ θεοσύστατος θεσμός τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ πρέπει τά Μοναστήρια νά διατηρήσουν τήν πνευματική τους αὐτοτέλεια καί τήν ἐσωτερική τους αὐτονομία καί ἐλευθερία. Ὁ Μοναχισμός, ὡς φορέας πνευματικότητας καί ὡς ἡ πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι ἡ σπονδυλική στήλη τοῦ Γένους μας. Εἶναι τό πνευματικό ὕδωρ τῆς ζωῆς μέ τό ὁποῖο ἀρδεύεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί τό ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ Ἔθνους μας. Ὁ Μοναχισμός εἶναι ἐκεῖνος πού διέσωσε, ἀναβάπτισε, στήριξε καί ἀναγέννησε πνευματικά τό Ἔθνος μας ἐνῶ παράλληλα στήριξε ἀποφασιστικά καί ὑπεράσπισε τήν Ὀρθοδοξία σέ χαλεπούς, γιά τήν πατρίδα μας, καιρούς. Τό ἴδιο, ἀσφαλῶς, ἐξακολουθεῖ καί σήμερα νά κάνει διατηρώντας καί ἀναθερμαίνοντας τήν Παράδοση, στηρίζοντας καί διαφυλάσσοντας ἀκέραιη τήν ὀρθόδοξη πίστη σέ μιά ἐποχή σαφῶς ἀλλοτριωμένη καί ἀντιπνευματική».

,

Σχολιάστε

«Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ, Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥ» (Μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.)

σημερινς μοναχς

Γράφει ὁ μοναχὸς ΜΩΥΣΗΣ, Ἁγιορείτης

ἐφημ. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 15.12.13

.                 Ὁ μοναχὸς προσπαθεῖ νὰ φυλάει τὸ μέτρο, τὴν ἀνάγκη τῶν σύγχρονων μέσων, τὴν ἀπαραίτητη τεχνολογία.
.                 Ψυχολογικὰ καὶ βιολογικὰ ὁ σημερινὸς μοναχός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἔχει πολλὲς δυνάμεις. Δὲν ἔχει τὸ σθένος τῆς ἀσκήσεως τῶν παλαιῶν Γερόντων. Ὅμως κάτι προσπαθεῖ καὶ κάτι κάνει. Δὲν ἀντέχει νὰ δουλεύει τόσο σκληρά. Ὑπάρχουν κάποιες ἀνέσεις σήμερα στὸν μοναχισμό. Βέβαια ἀρκετοὶ μοναχοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν περισσότερες ἀνέσεις, μὰ τὶς ἄφησαν ἠθελημένα. Ἡ ἁγιότητα δὲν χάθηκε, μερικὲς φορὲς εἶναι κρυμμένη ἐκεῖ ποὺ καθόλου δὲν τὴν περίμενες. Ἀγωνίζεται νὰ συγκρίνεται μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ ὄχι μὲ τοὺς ὀκνηρούς.
.                 Πολλὰ θέματα ὁ μοναχὸς τὰ λύνει μὲ τὴν προσευχή. Μεγάλη ὑπόθεση ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχὴ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι εὐεργετική, εἶναι βοηθητικὴ στὸν ἀγώνα μας. Ἡ προσευχὴ κλείνει πληγές. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορὰ τοῦ μοναχοῦ. Θὰ πρέπει νὰ προσέχει τὴν ἐκκοσμίκευση, τὸν παρασυρμὸ σὲ κοσμικότητες. Τὸ μέτρο, ἡ σύνεση καὶ ἡ προσοχὴ ἀξίζει νὰ προηγοῦνται. Τὴ φιλοξενία δὲν τὴ λησμονᾶ ὁ καλὸς μοναχός. Οἰκονομεῖ τὰ πράγματα, γιὰ νὰ συνδράμει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ βοηθᾶ. Θὰ κάνει ὅ,τι μπορεῖ καὶ τὸ ὑπόλοιπο θὰ τὸ ὁλοκληρώσει ὁ πανάγαθος Θεός. Στὰ κοινόβια εἶναι πιὸ προγραμματισμένη ἡ ζωή, στὶς σκῆτες καὶ στὰ κελιὰ πιὸ ἐλεύθερη.
.                 Ἂς μένει ἀκατάκριτος, ἀπερίεργος, ἀφιλόδοξος, ἀφιλοχρήματος, φιλόθεος καὶ φιλάγιος. Ὑπάρχουν καὶ σήμερα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ μοναχοὶ καὶ μοναχὲς ἀληθινοί, καθαροί, ἀγωνιστές. Ἀρκετοὶ εἶναι πιὸ μορφωμένοι – αὐτὸ βέβαια δὲν μετρᾶ τόσο, μπορεῖ νὰ ἔχουν λιγότερη ἁπλότητα, ἀλλὰ διατηροῦν ἀσκητικότητα. Ὁ μοναχὸς ἀναπαύεται στὴν κόπωση. Ἡ ἀργία εἶναι κακή. Μέσα στοὺς χιλιάδες τῶν μοναχῶν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κι ἕνας ἀριθμὸς κουρασμένων, αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ ἀνάλογη ἀγωνιστικότητα. Ὁ μοναχὸς μηνύει στὸν κόσμο τὸν βαθύτερο σύνδεσμο μὲ τὸν Θεό, τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ παγίδες, τὴν ἀποφυγὴ λαθῶν καὶ πλανῶν. Νὰ αὐξηθεῖ τὸ μέλι τῆς ἀγάπης στὶς οἰκογενειακὲς κυψέλες. Ἡ ἀθάνατη ἀγάπη νὰ σκορπίσει παντοῦ πάντοτε στοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Ὁ μοναχὸς ἀγαπᾶ πολὺ τὸν Θεὸ καὶ ἀφιερώνεται καὶ ἀφοσιώνεται σ’ Αὐτόν. Δὲν μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀγαπᾶ πιὸ πολὺ τὸν Θεό. Προσεύχεται καθημερινὰ στὸν Θεὸ γιὰ τὸν πάσχοντα κόσμο. Μὲ προσευχὴ ἀναμένει τὰ ἅγια Χριστούγεννα. Ὁ μοναχὸς κατὰ κάποιο τρόπο εἶναι ὁ ἐπαγγελματίας προσευχόμενος. Τὸ κύριο ἔργο του εἶναι ἡ προσευχή. Μόνο αὐτὸ ἀρκεῖ. Προσευχὴ ὄχι ὑπὲρ ἀτομικῆς σωτηρίας, ποὺ δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ ὑπὲρ ὅλων.
.                 Μὴν εἴμαστε λοιπὸν ἐπιφυλακτικοί, καχύποπτοι καὶ περίεργοι ἀπέναντι τῶν μοναχῶν. Ἂν κάτι κρύβουν, εἶναι ἡ τυχὸν ἀρετή τους καὶ τίποτε ἄλλο. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἀνθηρὸς στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔχει ἀναδείξει ὡραῖες μορφές. Μία τέτοια εἶναι τοῦ νέου ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποὺ ἔζησε πολλὰ ἔτη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὴν Ἀττική. Ξεχώριζε γιὰ οὐράνια χαρίσματα – προόραση, διόραση, διάκριση. Τὸν γνωρίσαμε ἀπὸ κοντὰ καὶ τὸν θαυμάσαμε συγκινημένοι. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἡ ἁγιότητα συνεχίζεται, ὁ μοναχισμὸς ἁγιάζει τὰ τέκνα του.

, , ,

Σχολιάστε

«OΤΑΝ O ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΚΟΥΡΑΖΕΤΑΙ, H EΡΗΜΟΣ AΓΡΥΠΝΕI ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΗ»

«OΤΑΝ O ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΚΟΥΡΑΖΕΤΑΙ,
H EΡΗΜΟΣ AΓΡΥΠΝΕI ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΗ»
. 

Ἀπόσπασμα συνομιλίας

τοῦ συγγρ. Μ. Μελινοῦ μὲ τὸν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου

Ἀρχιμανδρίτη Χριστόδουλο

– Μ. Μελινός.: Γιατί προσεύχεσθε τόσες ρες τ νύκτα λοι ο μοναχοί;

– Ἀρχιμ. Χριστόδ. Κουτλουμουσιανός: Πρῶτον, ἡ νύκτα μὲ τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ τὴν κατανυκτικὴν ἀτμόσφαιρα βοηθεῖ στὴν περισυλλογή· δεύτερον, εἶναι καλόν, ὅταν ὁ κόσμος ξεκουράζεται, ἡ ἔρημος ν’ ἀγρυπνεῖ προσευχομένη. Ὁ μοναχὸς ἀκολουθεῖ μία προηλιοδρομικὴ πορεία. Προλαβαίνει τὸ αἰσθητὸ φῶς στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι μία ἀρχαία παράδοση ποὺ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο «μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην» καὶ «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς Σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά Σου ἐπὶ τῆς Γῆς». Σὲ τελευταία ἀνάλυση, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ διασκέδαση τοῦ μοναχοῦ!
.               Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ λατρευτικὴ σύναξη, συγκροτεῖται στὴ θεία εὐχαριστία καὶ μυσταγωγεῖ τοὺς πιστοὺς μέσ’ ἀπὸ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες της, τὴ λογική της λατρεία. Στὴ λατρεία ὁ πιστὸς συναντᾶ τὸν Θεό, συναντᾶ καὶ τοὺς ἀδελφούς του. Τὸν Θεὸ δὲν Τὸν γνωρίζουμε μέσ’ ἀπὸ βιβλία καὶ φιλοσοφίες. Τὸν γνωρίζουμε μέσ’ ἀπὸ τὴν προσωπικὴν ἀγαπητικὴ σχέση, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας ὁ Ἴδιος μᾶς φανερώνεται. Παραλλήλως μαθαίνουμε νὰ βλέπουμε στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀδελφοῦ τὴν εἰκόνα Του. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται στὴ θεία λειτουργία, ὅπου γινόμαστε μικροὶ Χριστοί, γιατί κοινωνοῦμε μαζί Του.
.               Στὸ μοναστηριακὸ περιβάλλον γίνεται ἰδιαιτέρως αἰσθητὴ ἡ σύνδεση τῆς θείας λατρείας μὲ τὴν καθημερινὴ ζωή. Κάθε δράση, κάθε ἐνέργεια κι ἐπιλογὴ παίρνει φῶς ἀπὸ τὰ τελούμενα στὸν ναόν. Ἡ ζωὴ εἶναι συνέχεια τῆς θείας λειτουργίας. «Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν…» λέει καθημερινῶς ὁ Λειτουργός· δηλαδή, ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν κόσμο μὲ τὸ δῶρο τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ εἰρήνη ἂς διαποτίζει τὴν καθημερινότητα σὲ κάθε πτυχή της. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας νὰ εἶναι μία λειτουργία ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Πολλὰ λόγια ἔχουν οἱ ἄνθρωποι στὸν καιρό μας. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῶν λόγων ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Μὲ τὴν ἀπομάκρυνση αὐτὴ κάθε γνώση μένει ἄκαρπη· δὲν γίνεται ζωὴ καὶ μετοχὴ στὴν ἀλήθειαν. Ἀλλά, ὅπως ἡ πράξη πρέπει νὰ εἶναι λογική, ἔτσι καὶ ὁ λόγος πρέπει νὰ εἶν’ ἔμπρακτος […]

ΠΗΓΗ: dimokratianews.gr, 14.12.13

, , , ,

Σχολιάστε

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΝ τῆς Ε.Δ.Ι.Σ. ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ «Εἰς τὸ Ὄρος τοῦτο τὸ Ἅγιόν “ἐστιν ἑορτή…. Ἀεὶ Πάσχα δυνάμεθα ἐπιτελεῖν”»

ΟΜΙΛΙΑ
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΝ τῆς Ε.Δ.Ι.Σ.
(Καρυαί, 16 Ὀκτωβρίου 2013)

Ἱερώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Ὁσιώτατοι Πατέρες, οἵ τε Καθηγούμενοι καὶ οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Εἴκοσιν Ἱερῶν Βασιλικῶν, Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
Ἐξοχώτατε κύριε Διοικητά,

.               Ἡ εὐγνώμων μνήμη εἶναι εὐγενὲς καθῆκον παντὸς προηγμένου πνευματικῶς προσώπου. Ἀνακαλεῖ εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ παρῳχημένα γεγονότα καὶ τὰ ἀπελθόντα πρόσωπα. Προκαλεῖ τὴν ἀναπόλησιν τῆς ἱστορίας καὶ καθιστᾷ ὀλβίους τοὺς ἔχοντας ἐν ἐγρηγόρῳ συνειδήσει τὴν μάθησιν αὐτῆς καὶ τοὺς τὴν ἐξ αὐτῆς διδαχὴν οἰκειοποιουμένους.
.               Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐπανειλημμένως καὶ πολλαπλῶς κατὰ τὴν πνευματικήν της πορείαν, τὴν ἐν τῷ κόσμῳ σωτηριώδη στρατείαν της, μνημονεύει ἀνθρώπων καὶ γεγονότων. Τιμᾷ μνήμας Ἁγίων, ἑορτάζει ἐπετείους θαυμάτων. Ὑπομιμνήσκει μνήμας γεγονότων, ὡς τῆς ἀπελευθερώσεως, τῆς διασώσεως ἐκ τοῦ μεγάλου σεισμοῦ, τῶν ἐγκαινίων καὶ ἄλλων. Ἀνακαλεῖ εἰς τὴν ὕπαρξιν ἐν τῷ παρόντι χρόνῳ πρόσωπα καὶ καταστάσεις προϋπάρξαντα∙ ἄλλα προσενεγκόντα ὑπηρεσίαν καὶ διακονίαν∙ ἄλλα ἀρετήν∙ ἄλλα ὑποστάντα διωγμοὺς καὶ ἀδικίας∙ ἕτερα μάστιγας καὶ πειρασμοὺς ἐν τῇ προασπίσει τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν∙ ἄλλα καταξιωθέντα μὲ ὁσιότητα, ἁγιότητα καὶ μοναδικότητα. Ἑνώνει, ἡ Ἐκκλησία, τὸ παρελθὸν μετὰ τοῦ παρόντος καὶ προοιωνίζεται τὸ μέλλον.  Ἀποκαλύπτει τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν πορείαν τοῦ κόσμου. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ ἑτέρου, ἐπὶ μίαν καὶ πλέον χιλιετίαν, καθ᾿ ἡμέραν βιοῖ τὸ Θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου.
.               Ὅλοι οἱ πεφωτισμένοι λαοὶ περὶ πολλοῦ ἔχουν τὴν γνῶσιν τῆς ἱστορίας των. Ἡ Ἐκκλησία μας διασώζει ἀπὸ τὴν λήθην τὴν Πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν κόσμον καί, οὕτως εἰπεῖν, καθιστᾷ ταὐτόχρονον καὶ σύγχρονον βίωμα ἡμῶν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον ἐν τῷ παρόντι.
.               Σήμερον ἀναμιμνησκόμεθα γεγονότων συμβάντων πρὸ ἑκατὸν ἐτῶν. Τὴν τρίτην Ὀκτωβρίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ δεκάτου τρίτου ἔτους οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν εἴκοσι κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔχοντες τὴν σύμφωνον γνώμην πάντων τῶν μοναχῶν αὐτοῦ, ἐψήφισαν ἐνώπιον τῆς ἐφεστίου Ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα διὰ τοῦ ὁποίου διεκήρυξαν, ὡς γνωστόν, τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακράν, τοῖς φίλοις καὶ μή, τῇ οἰκουμένῃ ἁπάσῃ, ὅτι ἡ κοινότης τῶν μοναχῶν «ἀποκρούει ἐντόνως ὡς ὀλεθρίαν διὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξιν τοῦ μοναχικοῦ βίου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τὴν ἰδέαν τῆς διεθνο-ποιήσεως, ἢ οὐδετεροποιήσεως, ἢ συγκυριαρχίας, ἢ συμπροστασίας, ἢ ὅπως ἄλλως ἤθελέ τις ὀνομάσει τὴν τάσιν τῆς πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ Ἱεροῦ Τόπου ἡμῶν, θεωρεῖ δὲ τὸ ἱερὸν ἔδαφος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναποσπάστως ἡνωμένον μετὰ τοῦ ὅλου ἐδάφους τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου» (τότε, καὶ νῦν Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας) καὶ «ἱκετεύει τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὅπως διὰ τῆς ἐγκύρου παρεμβάσεώς του σώσῃ τὸν Ἅγιον Τόπον τοῦτον ἀπὸ παντὸς κινδύνου τείνοντος εἰς τὴν ἀλλοίωσιν τοῦ Ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος» (Βλ. Ε΄καὶ Η΄παραγράφους τοῦ Ἱεροῦ Ψηφίσματος, Ἐν Θεσσαλονίκῃ 1913, σσ.6-7).
.               Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ἔφορος, ἡ Προστάτις καὶ Γερόντισσα καὶ Πορταΐτισσα τοῦ Ἁγίου τούτου Τόπου, ηὐδόκησε νὰ ἐπευλογήσῃ τὴν ἀπόφασιν ταύτην τῶν Πατέρων καὶ σήμερον ἑορτάζομεν τὴν ἑκατοστὴν ἐπέτειον τοῦ ἀνωτέρω Ψηφίσματος. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ὁ Ἄθως διῆλθε «σκοτίαν» ἐν ἀναμονῇ τῆς «πρωΐας».  Πολλάκις «σκότος ἔχων ταῖς φρεσί», σκότος ἀπορίας, συνεχῶς ἱερούργει καὶ ἐλιτάνευε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐλάμβανε ζωὴν καί «τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ», τῷ ἱερῷ ἀντιμηνσίῳ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας,  τὴν Ἀνάστασιν καθημερινῶς «ἐτεκμαίρετο», μιμνησκόμενος βιωματικῶς καὶ ἐμπειρικῶς «τῆς περὶ τούτου Γραφῆς».  Βεβαίως κρίσεις καὶ κρίσεις, περιστάσεις καὶ περιπτώσεις τοῦ βίου καὶ ἀνάγκαι πολλαὶ βιοτικαὶ καὶ μή, καὶ ἐπιβουλαὶ καὶ ἀμφισβητήσεις ἀντιμετωπίσθησαν ἐπιτυχῶς, ἂν καὶ μὲ πολλὰς κατὰ καιροὺς θυσίας, μέχρι καὶ τοῦ μαρτυρίου ἐνίοτε ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιβίωσις καὶ ἡ ταυτότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, λόγῳ βεβαίως καὶ τῆς μειώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν μετὰ τὸ ἔτος 1913, ἠπειλήθησαν. Χάριτι ὅμως Θεοῦ καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς ἐφόρου καὶ προστάτιδος αὐτοῦ Κυρίας Θεοτόκου, ὁ Ἱερὸς Τόπος προσείλκυσεν ἄλλους, νέους, μορφωμένους, μὲ ἦθος καὶ πνεῦμα, μαθητεύσαντας ἐπὶ μακρὸν πλησίον σεβασμίων γερόντων,  καὶ ἤδη αἱ Ἱεραὶ Μοναὶ σχεδὸν πᾶσαι εἶναι σήμερον εἰς ἱκανοποιητικὸν βαθμὸν ἐπηνδρωμέναι καὶ τὸ Ὄρος ἀκμάζει πνευματικῶς καὶ «μαρτυρεῖ τῇ ἀληθείᾳ» (πρβλ. Ἰωάν.ε΄, 33-34).
.               Τὰ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, λοιπόν, «δάκρυα οὐ μάτην χεῖνται θερμῶς· ἰδοὺ γὰρ κατηξίωται τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διδασκόντων Ἀγγέλων, τῆς ὄψεως» τῆς Ἀναστάσεως∙ «ἀλλ᾿ ἔτι πρόσγεια φρονεῖ, οἷα» οἰκούμενον ὑπ᾿ ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος, φερόντων καὶ ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν καὶ ἀδυναμίαν.

* * *

.               Ἰδού, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἑορτάζομεν, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καὶ ἡ κληρουχία αὕτη τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ κοινοῦ «μόνοι πρὸς μόνους», ἐπέτειον ἱστορικήν, ἀναστάσιμον, θὰ ἐλέγομεν αἰώνιον. Θὰ ἔδει δὲ καὶ ὠφείλαμεν ἀσφαλῶς νὰ ἐδοκιμάζομεν ἀποκλειστικὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην, ὡς ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἐν μιᾷ ψυχῇ καὶ καρδίᾳ ἐδοκιμάσαμεν πρὸ ὀλίγου ἐν τῷ Ἱερῷ Θυσιαστηρίῳ, τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ τοῦ Πρωτάτου «ἐπὶ τῇ μεταλήψει τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων» τοῦ Κυρίου. Ὁ περιβάλλων ἡμᾶς κόσμος καὶ τὰ νέφη ἐπὶ τῆς παγκοσμίου σκηνῆς καὶ τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα ἐμποδίζουν νὰ ἔχωμεν καὶ ἐξωτερικῶς τὴν χαρὰν ἣν βιοῦμεν ἐσωτερικῶς ἐν τῇ ἀεννάῳ προσπαθείᾳ ἡμῶν οἱ ἐπίγειοι νὰ «φθάσωμεν» καὶ νὰ προσκυνήσωμεν «τὸν Ἄφθαστον» καὶ τὴν «ἄφθαστον» Παναγίαν Μητέρα Του, τὴν Θεοτόκον, καὶ νὰ ἴδωμεν τὸ Πρόσωπόν Του «καθώς ἐστι», «ἅγιος Κύριος Ἰησοῦς, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».

* * *

Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες,

.               Ἡ μνήμη καὶ ἡ τιμὴ μιᾶς ἐπετείου ἀποτελεῖ γεγονὸς χαροποιόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἠχηρὰν εὐκαιρίαν καὶ ἀφορμὴν περισυλλογῆς, «ἀπὸ κοινοῦ ἀναμέτρησιν τοῦ ἀγῶνος», διαπίστωσιν κατὰ Θεὸν προόδων ἀλλὰ καὶ κατ᾿ ἄνθρωπον ἀδυναμιῶν καὶ προβλημάτων. Διὸ καὶ ἀπευθυνόμεθα πρὸς ὑμᾶς ἄνευ περιστροφῶν, ὡς πατὴρ πρὸς τέκνα, ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν εἰλικρινείᾳ καὶ ἐντιμότητι, καὶ προβαίνομεν εἰς ὡρισμένας διαπιστώσεις καὶ πατρικὰς ὀφειλετικὰς προτροπάς «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», εἰ καὶ εἴχομεν ἀποφασίσει ἵνα διέλθωμεν τήν «στιγμήν» ταύτην τῆς ἱστορικῆς ἐπετείου ἐν προσευχῇ, περισυλλογῇ καὶ κυρίως ἐν σιγῇ.
.               Κρίνομεν ὅμως χρέος τοῦ Πατριάρχου καὶ πνευματικοῦ σας Πατρός, τὴν ὑπόμνησιν, ἐν πρώτοις, πρὸς ἑαυτοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους χαρακτηριστικοῦ ἀποσπάσματος τῆς ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τῆς 24ης Σεπτεμβρίου 1913 πρὸς τὰς εἴκοσιν Ἱερὰς Μονὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία προφητικῶς: «ἔρριπτε τὸν περὶ ὅλων κύβον» περὶ τιμωρίας «ἀμειλίκτως, συνῳδὰ τοῖς ἱεροῖς κανόσι καὶ τοῖς καθεστῶσι τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, πάντων τῶν ἀποπειρωμένων τὴν ἀνατροπὴν τοῦ προαιωνίου ἡμῶν καθεστῶτος τούτου μοναχῶν» καὶ ἐν συγκινήσει βαθείᾳ καταθέτομεν φόρον εὐγνωμοσύνης καὶ τιμῆς πρὸς τοὺς Ἁγιορείτας ἐκείνους, τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἐναρέτους, τοὺς ὁσίους καὶ δικαίους, τῶν ὁποίων «ἡ ἱερὰ συγκίνησις ἐκορυφώθη ἀφ᾿ ὅτου οἱ σεβασμιώτατοι Προϊστάμενοι καὶ Καθηγούμενοι ἤρξαντο βάλλοντες μετανοίας ἐνώπιον τῆς Σεπτῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἣν καὶ ἠσπάζοντο ἐξαιτούμενοι τὴν συναντίληψιν αὐτῆς ὑπὲρ τῆς εὐοδώσεως τοῦ θείου αὑτῶν ἔργου, τῆς ἀπελευθερώσεως δηλονοῦν τοῦ Ἱεροῦ αὐτῆς περιβόλου ἀπὸ τῆς δουλείας τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶτα ὑπέγραφον τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα ποιοῦντες ἔτι ἅπαξ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ πρὶν ἢ λάβωσιν ἀνὰ χεῖρας τὸν κάλαμον πρὸς ὑπογραφήν…». Οὗτοι ὑπήσχοντο ἐνώπιον Αὐτῆς (τῆς Εἰκόνος) καὶ τοῦ κόσμου παντὸς ὅτι «ὁ ἱερὸς τόπος θὰ διατηρηθῇ ἀπὸ τοῦδε μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων ἀδούλωτος…», ἀπεκήρυττον «ἐντόνως ὡς ὀλέθρου φορέα τὴν ἰδέαν τῆς οὐδετεροποιήσεως ἢ συγκυριαρχίας…», καὶ ἐκήρυττον «ἀμετακλήτως τὴν ἕνωσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετὰ τῆς Μητρὸς Ἑλλάδος», ὑπογραψάντων πάντων ἐν ἴσῃ προθυμίᾳ τὸ Ψήφισμα, πλὴν τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος «ἐπιφυλαχθέντων ἵνα ἐρωτήσωσι τὴν γνώμην τῆς Μονῆς αὐτῶν».
.               Τὸ Ἅγιον Ὄρος  «ἀπεξεδέχετο τότε τὴν σωτηρίαν» αὐτοῦ «ἀπὸ τῶν ἐγκύρων ἐνεργειῶν καὶ πράξεων» τῆς Μητρὸς αὐτοῦ Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πάντοτε, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν διαρρεύσαντα αἰῶνα, ὑπῆρξεν ἡ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ εὐλογητοῦ, κειμένη αὐτὴ εἰσέτι «ἐν αἰχμαλωσίᾳ» καὶ ἐν περιστατικαῖς ἀνάγκαις τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν καὶ τὴν οἰκουμενικὴν μαρτυρίαν ἀγωνιζομένη, ὑπῆρξε, λέγομεν, ἡ κηδεμών, προστάτις καὶ στοργικὴ περιστερὰ διὰ τὸν ἱερὸν τοῦτον τόπον.
.               Διὸ καὶ ἐν εὐγνωμοσύνῃ καὶ δοξολογίᾳ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἐπαινοῦμεν τὸν ἀγῶνα, εὐλογοῦμεν τὰ ἔργα, ὑποκλινόμεθα πρὸ τῆς ἁγιότητος τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀοιδίμων ἐκείνων προπατόρων καὶ πατέρων ὑμῶν καὶ ἡμῶν καὶ πρὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἁγνῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς ἀναπεμπομένης «ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίᾳ, ἐν ἡμέρᾳ νυκτὶ καὶ πάσῃ ὥρᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ» ἐνώπιον τῆς πανσέπτου Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος εἰς τὰ ἀπειράριθμα σκηνώματα τῆς δόξης καὶ τῆς χάριτος, ὑπὸ τῶν μυρίων μοναχῶν, τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, οἱ ὁποῖοι ἡγίασαν καὶ ἁγιάζουν τὴν ζωὴν καὶ τὸν τόπον.
.               Σὺν τῇ εὐχαριστίᾳ ὅμως, ὁμιλοῦντες «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ἐπαναλαμβάνομεν,  ὀφείλομεν νὰ ἐπισημάνωμεν καὶ ἀδυναμίας τινὰς καὶ προβλήματα, πολλάκις προερχόμενα καὶ δημιουργούμενα ἐξ ἐπηρείας τοῦ ἀντικειμένου, τοῦ μισοῦντος τὸν κόσμον καὶ πειράζοντος καὶ αὐτοὺς τούς «ἀποταξαμένους» τὸν κόσμον, καὶ τοὺς ἀπειράστους ἀκόμη ἁγίους.

* * *

.               Ἀτυχῶς, ἀδελφοί, νέα προβλήματα προκύπτουν καὶ ἐνίοτε ἡ ἐπίλυσις αὐτῶν χρονίζει ὑπερβολικῶς. Εἶναι γνωστὸν εἰς πάντας  τό ἐκκρεμές ἀπὸ ἐτῶν ζήτημα τῆς ἀντικανονικῆς καὶ σχισματικῆς «ἀδελφότητος», «παρασυναγωγῆς» ὀρθότερον, ἡ ὁποία, παρανομοῦσα καὶ καταπατοῦσα τὸ θεῖον καὶ τὸ ἰσχῦον κοσμικὸν δίκαιον, ἤτοι τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἔχει καταλάβει τὸ οἰκοδόμημα εἰς τὸν ὁποῖον ἐστεγάζετο ἡ Ἱερὰ Βασιλική, Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου. Ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, αἱ δικαστικαὶ καὶ πολιτικαὶ ἀρχαὶ τῆς Ἑλλάδος, μετὰ καθυστέρησιν καὶ ἀκηδίαν πολλῶν ἐτῶν, ὑπαιτιότητι ὅλων, ἔχομεν δώσει, μετὰ μακρὰν προεργασίαν, τὴν πρέπουσαν κανονικὴν  ἐκκλησιαστικὴν λύσιν, ἀποτειχίσαντες τῶν θριγκίων τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀμετανοήτως ἐν σχίσματι καταληψίας «μοναχούς», παραδώσαντες αὐτοὺς εἰς ἀνάθεμα, μέχρις ὅτου ἀνανήψωσι καὶ μετανοήσωσιν. Ἡ προκριθεῖσα δὲ κανονικὴ ἀδελφότης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης συνεκροτήθη καὶ ἐλειτούργησε μέχρι πρὸ ἡμερῶν ἱκανοποιητικῶς ὑπὸ τὴν ἡγουμενίαν τοῦ κατὰ πάντα ἀξίου, ἀγαθοῦ καὶ πλήρους πρᾳότητος καὶ ἀγάπης καὶ μόλις πρὸ δωδεκαημέρου ἐκδημήσαντος αἰφνιδίως πρὸς Κύριον πατρὸς Χρυσοστόμου Κατσουλιέρη, τοῦ ἀληθῶς ἄραντος τόν «σταυρόν» αὐτοῦ καὶ τηρήσαντος πιστῶς καὶ ἀφωσιωμένως τὴν εἰς ἣν ἐκλήθη ὑπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος «ἱερὰν κλῆσιν» καὶ ἀποστολήν. Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ στιγμὴ τῆς ἀποτιμήσεως τῆς προσφορᾶς του. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὴ καὶ καταγεγραμμένη εἰς τὰς δέλτους τῶν ἁγιορειτῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πολλῶν πνευματικῶν αὐτοῦ  τέκνων, καὶ ἰδίᾳ τῆς ἀπορφανισθείσης ὀλιγομελοῦς μέν, δυναμικῆς δέ,  ἀδελφότητός του. Εἴη ἡ μνήμη αὐτοῦ αἰωνία. Κύριος ἀναπαύσαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
.               Σὺν τῇ κατ᾿ ἄνθρωπον λύπῃ, ἰδιαιτέραν χαρὰν δοκιμάζομεν ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ ὡς διαδόχου αὐτοῦ, τοῦ Ὁσιολογιωτάτου Ἱερομονάχου  π. Βαρθολομαίου, τοῦ ὁποίου εὐλογοῦμεν τὰς ἀπαρχὰς τοῦ «σταδίου» καὶ τοῦ «ἀγῶνος» καὶ συγχαίροντες, δεόμεθα, εὐχόμεθα καὶ προσδοκῶμεν ὅτι μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἀδελφῶν θὰ συνεχίσουν ἐπὶ τῆς ἰδίας γραμμῆς τὴν ἐμπιστευθεῖσαν τῇ «μικρᾷ ἀδελφότητι», τῷ «μικρῷ ποιμνίῳ», ἐκκλησιαστικὴν καὶ ἁγιορειτικήν «παρακαταθήκην», στοιχοῦντες τῷ ζῶντι παραδείγματι τοῦ κοιμηθέντος καὶ ἀναπαυομένου ἐν Κυρίῳ πνευματικοῦ αὐτῶν πατρὸς ἀειμνήστου Χρυσοστόμου.
.              Δυστυχῶς, ὅμως τὸ οἰκοδομικὸν συγκρότημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, οὔτε ἀκόμη καὶ τὸ ἐλάχιστον ἀναμενόμενον, δηλαδὴ τὸ κτήριον τοῦ Ἀντιπροσωπείου αὐτῆς ἐν Καρυαῖς, παρὰ τὰς παναγιορειτικάς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης ἀποφάσεις, δὲν ἔχει ἀποδοθῆ εἰς τὴν κανονικὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Καὶ ἐν τούτῳ εὐθύνας ὑπέχουν πάντες οἱ κωλυσιεργοῦντες εἰς τὴν ὑλοποίησιν ἐπὶ σειράν ἐτῶν τῶν εἰλημμένων ἀποφάσεων ἐκκλησιαστικῶν, ἁγιορειτικῶν καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης, ἐπὶ περιφρονήσει μὲν τῶν θεσμίων τοῦ ἱεροῦ τόπου καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ καταπατήσει αὐτοῦ τούτου τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου, ἐπιβραβεύσει δέ, οὕτως εἰπεῖν, τῆς ἀντικανονικότητος καὶ τῆς ἐπιδιωκομένης ἀναρχίας καὶ ἐν τῷ ἀμολύντῳ τούτῳ τόπῳ τῆς Παρθένου, τῷ τόπῳ τῆς ἁγνείας καὶ τῆς  ἱερᾶς ἀσκήσεως. Καλοῦμεν τοὺς πάντας, ὅπως ἐγκύψωμεν εἰς τὸ θέμα τοῦτο μετὰ ἔτι μεγαλυτέρας προσοχῆς καὶ ὑπεθυνότητος, ἵνα μὴ ὑπάρξουν ἀνεπιθύμητοι εὐρύτεραι ἐξελίξεις, οὐχὶ μόνον ἐπὶ ὀλεθρίῳ διασυρμῷ παγκοσμίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλὰ καί κυρίως ἐξελίξεις σχετιζόμεναι πρός τήν συνέχισιν ἐν ἀσφαλείᾳ, κατ᾿ ἄνθρωπον ὁμιλοῦντες, αὐτῆς ταύτης  τῆς ἀσκητικῆς καὶ πνευματικῆς ἐν νομιμότητι πορείας αὐτοῦ. Λέγομεν ταῦτα,  προβληματιζόμενοι ἔτι περισσότερον καὶ ἐκ τοῦ φαινομένου τῆς ἐπιλεκτικῆς τηρήσεως τῆς νομιμότητος ὑπὸ τῶν ἐντεταλμένων καὶ τεταγμένων εἰς τὴν διασφάλισιν τῆς τάξεως κρατικῶν ὀργάνων. Ἐφιστῶμεν ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν προσοχὴν πάντων, ἵνα μὴ ἔχωμεν ἀναρχικὰς ἐκφάνσεις, ὡς αἱ πρὸ δύο περίπου μηνῶν, «διὰ ροπάλων καὶ ξύλων» καὶ συγχρόνων τεχνικῶν «ὅπλων», προσελθόντων ἔξωθεν τῆς θείας ταύτης παρεμβολῆς, ἵνα «συλλάβωσι τὸν Ἰησοῦν», «κακοποιοῦντες» Αὐτόν, δηλαδή, κατ᾿ ἀναλογίαν, τό ἀμώμητον κανονικὸν σῶμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

* * *

.               Πέραν ὅμως τοῦ χρονίζοντος καὶ φλέγοντος ἐσφιγμενιτικοῦ ζητήματος μὲ τὰς παραμέτρους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τῆς ἀσφαλείας τοῦ Ἱεροῦ Τόπου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου, ἐπαναλαμβάνομεν, ὀφείλει νὰ ἐγκύψῃ μετὰ τῆς δεούσης σοβαρότητος καὶ ὑπεθυνότητος τὸ Ἱερὸν Ἁγιορειτικὸν Σῶμα ἐν τῷ συνόλῳ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἐμπλεκόμενοι παράγοντες, μάλιστα ἡ ὀφείλουσα ἵνα τηρῇ τὰ τεθεσπισμένα καὶ τὰς λαμβανομένας ἀποφάσεις ἔντιμος Ἑλληνικὴ Πολιτεία, ἕτερον λυπηρὸν πρόβλημα, ἐξελισσόμενον, παρὰ τὰς ἃς ἔλαβε περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία διαβεβαιώσεις, καὶ λαμβάνον, ὡς ἀνεκοινώθη κατ᾿ αὐτάς, δυσμενῆ τροπήν, εἶναι τό, διὰ τῆς εἰς δίκην παραπομπῆς, διὰ ἐκ προθέσεως πράξεις «κακουργηματικῆς» βαρύτητος, καθηγουμένου ἐκ τῶν πρώτων Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μοναχοῦ συνεργάτου αὐτοῦ, ὡς δημοσιεύεται καὶ διαπομπεύεται διὰ τῶν μέσων ἐνημερώσεως πανελληνίως καὶ παγκοσμίως ὁ ἱερὸς οὗτος τόπος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ χῶρος οὗτος τῆς νυχθημέρου προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Τὸ γεγονὸς ἐλύπησε τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὴν προβληματίζει, ἐπιδείξασαν μέχρι σήμερον ἀνοχὴν καὶ σύνεσιν. Οἱ εἰρημένοι, κατὰ τὸ κατηγορητήριον παραπεμπτικὸν βούλευμα, ἐκινήθησαν ἀξιοποίνως εἰς πολυπράγμονας πρωτοβουλίας καὶ ἐνεργείας πέραν καὶ ἐπὶ ὑπερβάσει τῶν μοναχικῶν καθηκόντων αὐτῶν, διὰ τὰ ὁποῖα ἐγκατελείψατε οἱ τὸν τόπον τῆς Θεομήτορος οἰκοῦντες τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ὁ διασυρμὸς τὸν ὁποῖον ὑφίσταται ὁ Ἱερὸς Τόπος ἐξ αἰτίας των, ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν, εἶναι μέγας. Ἡ τροπὴ τῆς ὑποθέσεως, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐκβάσεως τῆς ἐπικειμένης δίκης, διδάσκει ὅτι δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἐγκαταλείπουν οἱ μοναχοὶ τὴν μοναχικὴν ἄσκησιν καὶ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς ἔργα κοινωνικῆς ἀποστολῆς, διὰ τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὁποίων καταλληλότεροι εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ ἡ ἐν τῷ κόσμῳ στρατευομένη Ἐκκλησία.
Φαίνεται, ὅτι ὁ πειρασμὸς τῆς ἐκκοσμικεύσεως προσβάλλει καί τινας τῶν Ἁγιορειτῶν ἀδελφῶν καὶ πρέπει νὰ τονισθῇ καὶ νὰ ἐπισημαίνηται συνεχῶς καὶ ἐπανειλημμένως ἡ διαφορετικὴ ἀποστολὴ τοῦ μοναχοῦ ἵνα μὴ μετατρέπηται οὗτος ἀπὸ ἀνθρώπου προσευχῆς καὶ ἀφιερώσεως εἰς ἁπλοῦν κοινωνικὸν ἐργάτην ἤ – ὅπερ χεῖρον- καὶ ἐπιχειρηματίαν.
.               Εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ εἰς τὴν ἀντίληψιν ἡμῶν καὶ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας περιέρχονται καὶ ἄλλαι οὐχὶ σύμφωνοι πρὸς τὴν ἀποστολὴν  τῶν μοναχῶν καταστάσεις, διὰ τὰς ὁποίας λυπούμεθα καὶ ὡς ὁ Πατριάρχης σας καὶ πνευματικός σας πατήρ, κυρίως ὅμως διότι διασύρεται ἐν τοῖς ἔθνεσι τὸ ἅγιον ὄνομα καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ περιβλέπτου Ὄρους τούτου τῆς ἀρετῆς. «Οὐκ ἐν ὑμῖν οὕτω», ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἵνα ὁμιλήσωμεν «ἐν ἑνὶ εὐαγγελικῷ λόγῳ». Δαμάσωμεν τὰς ἀδυναμίας ἡμῶν. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς μοναχικῆς κλήσεως καὶ ἀσκήσεως καὶ ζωῆς, καὶ μάλιστα τῆς Ἁγιορειτικῆς, τὴν ὁποίαν ἐφύλαξαν ἀδιαλώβητον οἱ  αἰῶνες.
.               Μὴ λησμονῆτε, Ἁγιορεῖται πατέρες, ὅτι «ἠγοράσθητε τιμῆς» (πρβλ. Α´ Κορ. ς΄, 20), ὅτι εἶσθε «ἀξία πνεύματος». Καὶ αἱ ἀξίαι αἱ πνευματικαί,  δὲν ἀγοράζονται, δὲν χαρίζονται, μόνον φυλάσσονται. Πέριξ ἡμῶν ρίπτονται καὶ κυκλοφοροῦν συνθήματα πρόχειρα, παγίδες λέξεων, ἔμμετροι λόγοι, οἱ ὁποῖοι φθείρουν κάθε ὑψηλὴν ἔννοιαν καὶ εὐθυναίνουν ἱερώτατα ἰδεώδη. Ἡμεῖς κρίνομεν μείζονα πάσης τιμῆς, τήν «τιμὴν τοῦ τετιμημημένου» (Ματθ. κζ´, 9), ἤτοι τὸ κατ᾿ ἐξοχήν «ἄθλημα» καὶ τόν «σκοπόν» καί «στόχον» τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Μοναχικῆς ἀσκήσεως.
.               Ἐνθυμηθῶμεν, ἀδελφοί, ἐπικαίρως τὰς ὑποσχέσεις ἃς ἕκαστος «καθωμολόγησεν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» καὶ τοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, περιβαλλόμενος τὸ ἱερὸν μέγα ἀγγελικὸν μοναχικὸν σχῆμα, τὸ ὁποῖον φέρει κάθε μεγαλόσχημος ἁγιορείτης ἐπὶ τοῦ στήθους ἐν «νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ», ἤτοι τά «στίγματα» τοῦ Χριστοῦ, «καὶ σταυροῦται καὶ νεκροῦται τῷ κόσμῳ» «διὰ τῆς τελειοτάτης ἀποταγῆς…»∙  ἀπετάξασθε γάρ «τὴν κενὴν ἀπάτην τοῦ βίου τούτου», «…γονεῦσιν, ἀδελφοῖς…συγγενείαις, ἑταιρείαις, φίλοις, συνήθεσι, τοῖς ἐν κόσμῳ θορύβοις, φροντίσι, κτήσεσιν, ὑπάρξεσι, τῇ κενῇ καὶ ματαίᾳ ἡδονῇ καὶ δόξῃ…..», καὶ ἡτοιμάσθητε «πρὸς ἀγῶνας πνευματικούς, πρὸς ἐγκράτειαν σαρκός, πρὸς κάθαρσιν ψυχῆς, πρὸς πτωχείαν εὐτελῆ, πρὸς πένθος ἀγαθόν, πρὸς πάντα τὰ λυπηρὰ καὶ ἐπίπονα τῆς χαροποιοῦ ζωῆς∙ «καὶ γάρ», ὦ μοναχέ, καὶ πεινᾶσαι ἔχεις, καὶ διψῆσαι, καὶ γυμνητεῦσαι… καὶ πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς, οἷς ἡ κατὰ Θεὸν ζωὴ χαρακτηρίζεται». Ἄλλωστε, κατὰ τὴν ἱερὰν ἐκείνην στιγμὴν τῆς μοναχικῆς μεγαλοσχήμου ἐνδύσεως, δὲν ψάλλεται καὶ καθομολογεῖται: «ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; οὐκ ἰδοὺ ταῦτα βλέπομεν γῆν καὶ σποδόν; τί οὖν κοπιῶμεν εἰς μάτην; τί δὲ οὐκ ἀρνούμεθα τὸν κόσμον, καὶ ἀκολουθοῦμεν τῷ κράζοντι∙ ὁ θέλων πορευθῆναι ὀπίσω μου, ἀναλαβέτω τὸν σταυρόν μου, καὶ ζωὴν κληρονομήσει αἰώνιον» (Μέγα Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία μεγάλου σχήματος, εὐχαὶ καὶ Ἀντίφωνον Γ´);

* * *

.               Παρ᾿ ὅλας ὅμως τὰς μεμονωμένας αὐτὰς τάσεις ἐκκοσμικεύσεως καὶ τὰς σχετικὰς πτώσεις ὡρισμένων μοναχῶν, καὶ ἀτυχῶς καὶ ἐκ τῶν ταχθέντων εἰς τὸ εἶναι αὐτούς «ὁδηγούς» τῶν πολλῶν, τὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὸν διαρρεύσαντα αἰῶνα, ἐξεπλήρωσε τὴν ἀποστολήν του καὶ  ἀνέδειξεν ἀληθῶς ἁγίους μοναστάς, ὡς οἱ συμβαλόντες εἰς τὴν κατάρτισιν τοῦ πρὸ ἑκατονταετίας Ψηφίσματος. Μνημονεύομεν ὅμως καὶ συγχρόνων πνευματικῶν μορφῶν τοῦ Ὄρους τούτου, οἵτινες προβάλλουν καὶ καταξιώνουν εἰς τὰς ἡμέρας μας τὸν ὀρθόδοξον μοναχισμόν, ἐπώνυμοι καὶ κυρίως ἀνώνυμοι μορφαί, προσενέγκασαι καὶ προσφέρουσαι διὰ τοῦ βίου, τῆς πολιτείας, τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς γραφῆς των οἰκοδομὴν καὶ διακονίαν ζωῆς καὶ μαρτυρίας. Ὡς ἀληθῶς «τοὺς ἐν Ἄθω πατέρας καὶ  ἀγγέλους ἐν σώματι, ὁμολογητὰς καὶ ὁσίους, ἱεράρχας καὶ μάρτυρας… τιμήσωμεν ἡ τοῦ Ὄρους πληθύς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς».
.               Τὸ Ὄρος ἐβοήθησε διὰ τῶν προσευχῶν καὶ δεήσεών του τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα του καὶ ἐξῆλθε σῶον, εἰ καὶ τετραυματισμένον καὶ μεμωλωπισμένον, ἀπὸ διαφόρους κρίσεις,  κοσμικὰς καὶ πνευματικάς, μερικαὶ τῶν ὁποίων ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἐν ἐνεργείᾳ, ἐνῷ ἄλλαι ἐλησμονήθησαν.

* * *

.               Πέραν τῶν ἀνωτέρω καιρίων καὶ λυπηρῶν -ὑφίστανται ἀσφαλῶς καὶ ἄλλα ἀθορύβως καὶ ἐπιτυχῶς καθημερινῶς ἀντιμετωπιζόμενα ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ τῶν κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν-, ζητήματα, ὅμως καὶ ἄλλα μερικὰ τῶν ὁποίων δὲν εὗρον εἰσέτι τὴν λύσιν των.
.               Θέμα σοβαρόν, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν τελευταίαν τριακονταετίαν καὶ πλέον, ἀπασχολεῖ τὸν Ἱερὸν τοῦτον Τόπον καὶ τὸ ὁποῖον δὲν φαίνεται νὰ εὑρίσκῃ τὴν πρέπουσαν λύσιν, εἶναι τὸ θέμα τοῦ ἐλέγχου τῶν ἐγκαταβιώσεων εἰς αὐτόν, κυρίως τῶν ἀλλοδαπῶν ὁμοδόξων καὶ τῶν ἀλλοεθνῶν τὴν καταγωγήν. Ἡ μὴ σύμπτωσις περὶ τῆς δοτέας λύσεως ὀφείλεται ἐν μέρει εἰς τὴν διαφορετικὴν σκοπιὰν ἀπὸ τῆς ὁποίας θεωρεῖται τὸ ζήτημα καί, ἐν μέρει, εἰς τὰς διαφορετικὰς ἀρχάς, αἱ ὁποῖαι πρυτανεύουν κατὰ τὴν προσπάθειαν ἐπιλύσεως αὐτοῦ.
.               Ἡμεῖς φρονοῦμεν, ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος πρέπει νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν ἐλευθερίαν του, ὡς καὶ τὸν ἀμιγῶς Ὀρθόδοξον Χριστιανικὸν χαρακτῆρα του ὡς τόπου ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς, καὶ οὐδὲν ἕτερον. Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ γίνῃ τὸ Ὄρος τὸ Ἅγιον τόπος συγκεντρώσεως προσώπων ἐμφορουμένων ὑπὸ ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπεθύμουν νὰ καταστήσουν τὸν Ἱερὸν τοῦτον Τόπον κέντρον ἐθνοφυλετικῶν ἀνταγωνισμῶν καὶ συγκρούσεων. Πρέπει νὰ παραμείνῃ τόπος ἡσυχαστικός, ὅπου λατρεύεται ὁ Θεὸς ὑπὸ πάντων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν χωρὶς τοπικιστικὰς προτιμήσεις καὶ συσπειρώσεις.
.               Κατὰ τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν ἑρμηνείαν αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ ἀνωτάτου διοικητικοῦ δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ γνωστοῦ εἰς ὅλους Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, διὰ νὰ γίνῃ τις δεκτὸς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἐγκαταβίωσιν δέον νὰ δοθῇ ἔγκρισις ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, λαμβάνοντος ἀσφαλῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὰς σχετικὰς πληροφορίας τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, δεδομένου ὅτι πᾶς κειρόμενος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μοναχὸς ἀποκτᾷ αὐτοδικαίως τὴν ἑλληνικὴν ὑπηκοότητα καὶ δι᾿ αὐτῆς τὴν ἰδιότητα τοῦ εὐρωπαίου πολίτου. Παρὰ ταῦτα, διὰ νεωτέρας ἐξελίξεως (1998), ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀπεποιήθη τὸ δικαίωμά της νὰ ἐλέγχῃ αὐτὴ τὸ ποιὸν τῶν προσερχομένων πρὸς ἐγκαταβίωσιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνέθεσε τὴν ἁρμοδιότητα ταύτην εἰς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἐκ τούτου, πρέπει μὲ αἴσθημα μεγάλης εὐθύνης νὰ ἐξετάζουν τὴν εἰλικρίνειαν καὶ τὴν καταλληλότητα τῶν ἐπιζητούντων κουράν. Πιθανῶς δέ, εἶναι ὑποχρεωτικὸς ὁ κρατικὸς ἔλεγχος ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς θέλουν νὰ καροῦν μοναχοὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι δι᾿ αὐτοῦ καθίστανται πολῖται τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, καὶ ὡς ἐκ τούτου αὐτὴ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐρευνήσῃ ἂν πληροῦν τὰς ἀναγκαίας προϋποθέσεις.
.               Περὶ τῶν θεμάτων τούτων διεξήχθησαν πολλαὶ συζητήσεις καὶ ὑφίστανται ὀγκώδεις φάκελλοι παρ᾿ ὑμῖν καὶ παρ᾿ ἡμῖν. Τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ 1913 προεκάλεσεν εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα τὴν ἀναφορὰν εἰς τὸ πρόβλημα τοῦτο∙ τὸ περιεχόμενον τοῦ Ψηφίσματος καὶ τὰ ἐκπεμπόμενα δι᾿ αὐτοῦ διαχρονικὰ μηνύματα, προελθόντα ἐξ ἐμπειρίας καὶ σοφίας αἰώνων τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, δέον νὰ παραδειγματίσουν πάντας ὑμᾶς, τοὺς ἐντὸς τοῦ περιβόλου τούτου οἰκοῦντας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔχουσαν καθ᾿ ἡμᾶς λόγον ἔντιμον Ἑλληνικὴν Πολιτείαν. Ἡμεῖς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας προετρεψάμεθα, ἐνουθετήσαμεν, ἠξιώσαμεν, ἀπηυθύνθημεν πρὸς πάντας ἐγγράφως καὶ προφορικῶς, ἐκρούσαμεν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου δι᾿ αὐτὴν ταύτην τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ Ὄρους, προσδοκῶμεν δὲ καὶ ἐλπίζομεν ὅτι θὰ ἴδωμεν ὄχι μόνον τὴν παρελθοῦσαν σήμερον, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἐρχομένην αὔριον, ὡς προεῖδε καὶ ἀπεφάσισε καθοριστικῶς πρὸ αἰῶνος ἀκριβῶς σύσσωμον καὶ ὁμόφωνον τὸ Ὄρος τοῦτο τῆς δόξης Κυρίου. Τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχονται, ὄμως ἡ «ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ἡ παράδοσις καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ταυτότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέον νὰ μείνῃ ἡ αὐτή, ὡς διεσώθη ἀλώβητος εἰς καιροὺς δυσκολωτέρους, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Μὴ ὁδηγοῦμεν ἡμεῖς διὰ τῆς βιοτῆς καὶ τῶν ἐνεργειῶν μας εἰς «ἐγκατάλειψιν» τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, ὡς ἐπηγγείλατο κατὰ τὴν παράδοσιν. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!

* * *

.               Ἐσχάτως ἀπησχόλησαν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δύο ἄλλα ζητήματα:
.               Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ φημολογηθεῖσα πρόθεσις τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως νὰ καταργήσῃ τὸ πρὸ τριακονταετίας καὶ πλέον ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Πρωθυπουργοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ Κέντρον Διαφυλάξεως Ἁγιορειτικῆς Κληρονομίας (τὸ γνωστὸν ΚΕΔΑΚ), ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ ἐδόθησαν ὑποσχέσεις, τῇ ἀμέσῳ ἀντιδράσει καὶ ταῖς συντόνοις ἐνεργείαις τῆς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος, ὅτι δὲν θὰ καταργηθῇ, ὅπερ λίαν εὐοίωνον καὶ εὐχάριστον, διότι γνωρίζομεν τὸ ἐπιτελεσθὲν ὑπ᾿ αὐτοῦ χρήσιμον καὶ πολυμερὲς ἔργον ἐν τῇ ἀνακαινίσει καὶ συντηρήσει ἱερῶν σκηνωμάτων τοῦ Ἄθωνος. Ἐπαινοῦμεν τὴν εὐαισθησίαν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ εὐχαριστοῦμεν τῇ Ἑλληνικῇ Κυβερνήσει διότι ἔλαβεν ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ἡ κατάργησις θεσμῶν ἐπωφελῶν καὶ κατηξιωμένων, ὡς τοῦ ΚΕΔΑΚ, δημιουργεῖ μείζονα ζημίαν τοῦ προσδοκωμένου τυχὸν ὀφέλους.
.               Τὸ δεύτερον εἶναι ἡ διατήρησις τῆς εὐνοϊκῆς φορολογικῆς μεταχειρίσεως τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέχρι τοῦδε δὲν εἶναι γνωστὸν ἐὰν ἐλήφθη νομοθετικὴ πρόνοια διὰ τὴν βελτίωσιν τοῦ φορολογικοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἱεροῦ τούτου Τόπου. Ἁπλῶς  πληροφορούμεθα ἐξωδίκως ἐν τῇ Μητρὶ Ἐκκλησίᾳ τὰς ἐντόνους καὶ ἀγωνιώδεις ἐν προκειμένῳ προσπαθείας τῆς ὁρισθείσης Ἁγιορειτικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ὅτι ἐδόθησαν ὑποσχέσεις ὅτι θὰ ἀντιμετωπισθῇ τὸ πρόβλημα εὐνοϊκῶς διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σημειωτέον, ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, ὅτι ὁ Ἱερὸς Ἄθως, πέραν τῆς ἀνυπολογίστου καὶ ἀνεκτιμήτου πνευματικῆς προσφορᾶς καὶ διακονίας καὶ μαρτυρίας αὐτοῦ, ἐδώρησεν εἰς τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ὡς ἔπραξε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ πλεῖστον τῆς κτηματικῆς αὐτοῦ περιουσίας πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας προσφύγων καὶ ὅτι παρέχει δωρεὰν φιλοξενίαν εἰς τοὺς πολυαρίθμους ἐπισκέπτας αὐτοῦ. Καταργηθείσης δὲ τῆς προεγκρίσεως τῆς εἰσόδου τῶν ἀλλοδαπῶν εἰς αὐτό, οὗτοι εἰσέρχονται καὶ φιλοξενοῦνται εἰς μεγάλους ἀριθμοὺς ἐν αὐτῷ. Κρίνομεν δικαίαν καὶ ἐπιβλεβλημένην τὴν ἀντιμετώπισιν μετὰ τῆς δεούσης εὐαισθησίας τοῦ ζωτικοῦ διὰ τὸ Ὄρος καὶ διὰ τὴν ἐπιβίωσιν καὶ ἀπρόσκοπτον συνέχισιν τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ ζητήματος τούτου.

Ὁσιώτατοι Πατέρες,

.               Ἡ ἡμετέρα Μετριότης παρακολοθεῖ μετὰ μείζονος ἐνδιαφέροντος καὶ ἀγρύπνου μερίμνης τὰ ζωτικὰ θέματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ φορολογικόν, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν Ἱερὸν Τόπον καὶ χρῄζουν ἀμέσου ἐπιλύσεως διὰ τὴν ἀνεμπόδιστον συνέχισιν τῆς ἐπιβιώσεως καὶ τῆς πνευματικῆς πορείας αὐτοῦ. Ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων εἶναι δεδομένη ἡ στήριξις τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ὀφειλετικῶς μεριμνώσης διὰ τὴν διαφύλαξιν καὶ προστασίαν τοῦ προνομιακοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, συνταγματικῶς ἐγγυημένου καὶ κατοχυρωθέντος ἀμέσως μετὰ τὴν ἑορταζομένην ἐπέτειον. Ἀσφαλῶς, εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι τὸ ἀρχαῖον τοῦτο προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ Ἱεροῦ Τόπου καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέοντα προνόμια αὐτοῦ, δοθέντα ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων καὶ σεπτῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, προϋπῆρχον δὲ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖον δέον, ἀνεξαρτήτως περιστάσεων, νὰ διασφαλίζῃ καὶ νὰ ἐνισχύῃ ταῦτα, κατὰ τὸ δυνατόν.
.               Εἰς πάντα τὰ ἀπασχολοῦντα ὑμᾶς καὶ τὸν Ἱερὸν Τόπον θέματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τὴν διατήρησιν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ πνευματικοῦ, ἡσυχαστικοῦ, ἀρχιτεκτονικοῦ καὶ περιβαλλοντικοῦ πλούτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εὑρισκόμεθα παρὰ τὸ πλευρὸν ὑμῶν καὶ ἔχομεν διὰ προνοίας τὰς ἀνάγκας, τὰς δυσκολίας καὶ τὰ ὑφιστάμενα προβλήματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἠδύναντο ἴσως νὰ ἐπιλυθοῦν καὶ κατοχυρωθοῦν, ὡς καὶ τὰ φορολογικὰ προνόμια, διὰ τῆς διαδικασίας τῆς συνταγματικῆς ἐπιταγῆς. Εἰλικρινῶς πάντως διαβεβαιούμεθα ὑμᾶς ὅτι ἐπιθυμοῦμεν νὰ βοηθήσωμεν εἰς τὴν πρόοδον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δὲν θέλομεν νὰ ἐπιβάλωμέν τι τὸ νεωτερικὸν εἰς τὴν ζωὴν αὐτοῦ. Ἀντιθέτως, ὁλοκαρδίως θέλομεν νὰ παραμείνῃ τοῦτο πιστὸν εἰς τὴν γραμμὴν τῶν Πατέρων. Προσευχόμενον, λατρεῦον τῷ Θεῷ καὶ ἁγιάζον τοὺς ἐν αὐτῷ ἀσκουμένους καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν κόσμον ὅλον. Πρὸς τοῦτο, πρέπει νὰ ἐπικρατῇ εἰρήνη, ὁμοφωνία, ἀλληλοκατανόησις καὶ ἑνότης πνεύματος. Ὀφείλομεν νὰ αἰσθανώμεθα ἡνωμένοι μεταξὺ μας καὶ μετὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν λόγον Αὐτοῦ  «ἵνα ὦσιν ἕν» οἱ εἰς Αὐτὸν πιστεύοντες, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ εἰς τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀποστολὴν Αὐτοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαύσωμεν χαρὰν καὶ εἰρήνην ὅταν διχογνωμῶμεν καὶ ἀντιπαρατασσώμεθα πρὸς ἀλλήλους.
.               Ἡ ἔκφρασις διαφορετικῆς γνώμης ἐπὶ τινος θέματος εἶναι ἐνίοτε ἀναπόφευκτος, εἰς οὐδεμίαν ὅμως περίπτωσιν πρέπει ἡ διαφωνία μας νὰ μᾶς διαιρῇ εἰς ἀντίπαλα στρατόπεδα. Διὰ τῆς ταπεινώσεως, διὰ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως, διὰ τῆς ἀγάπης, διὰ τῆς εἰλικρινοῦς ἀναζητήσεως τοῦ εὐαρέστου εἰς τὸν Θεὸν καὶ τελείου θελήματος Αὐτοῦ θὰ φθάνωμεν εἰς ὁμόφωνον ἀπόφασιν περὶ ἑκάστου θέματος καὶ θὰ ἔχωμεν εὐλογίαν καὶ χάριν καὶ προστασίαν. «Τοῦτο μάλιστά ἐστι χάρις, τὸ μὴ διαιρῆσθαι, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἑνὶ κεῖσθαι θεμελίῳ», κατὰ τὸν Θεῖον Χρυσόστομον (Εἰς Α΄Κοριν. Η΄, P.G. 61,72).

Ἀδελφοὶ καὶ φίλοι πατέρες,

.               Κατακλείομεν μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χρυσορρήμονος Πατρός: «ἀεὶ ἡμῖν», εἰς τὸ Ὄρος τοῦτο τὸ Ἅγιόν «ἐστιν ἑορτή…. Ἀεὶ Πάσχα δυνάμεθα ἐπιτελεῖν… οὐ καιρὸς ποιεῖ ἑορτήν, ἀλλὰ συνειδὸς καθαρόν… ὁ δὲ συνειδὸς ἔχων ἀγαθὸν καὶ πράξεις τοιαύτας, ἀεὶ ἑορτάζειν δύναται» (Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν Α΄, P.G. 50,454-455).
.            Σήμερον πανηγυρίζομεν ἱστορικὴν ἡμέραν, ἡμέραν ἀναστάσεως Κυρίου. Ἐλάβομεν «φῶς ἐκ Φωτός».  Εἴδομεν Φῶς, τὸν ὡς Θεὸν ἐκ τάφου Ἀναστάντα καὶ ἡμᾶς ἀναστήσαντα Χριστόν, «τὴν ὁλόφωτον Χάριν», οὐ βλεφάροις, ἀλλὰ καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες, διὸ καὶ ἐβιώσαμεν πρὸ ἑκατονταετίας καὶ βιοῦμεν «ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων» τὸ Θαῦμα.
.               Καὶ ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, οἱ Ἁγιορεῖται, οἱ ἀεὶ ζῶντες, βιολογικῶς καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἐν Κυρίῳ ἀναπαυόμενοι, προσερχόμεθα  εἰς τὰ ὀστεοφυλάκια τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ κελλίων, ὥς ποτε ὁ ἀγαθὸς  ἐκεῖνος ἁγιορείτης μοναχὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα πρὸς τά «γυμνὰ ὀστᾶ» τῆς Μονῆς του, καὶ προσφθεγγόμεθα τοῖς πᾶσι «Χριστὸς Ἀνέστη», καὶ ἀκούομεν ὡς εὔγλωττον καὶ ἄρρητον τὸν ἀντίλαλόν των καὶ πάσης τῆς Ἁγιορειτικῆς κτίσεως «ἀληθῶς Ἀνέστη». Καὶ ὄντως ἀληθῶς ἀνέστη  καὶ  ἔχομεν «δεῖπνον ξένον ἕτοιμον ἐν γῇ».
.               Εὐχαριστοῦμεν δὲ ἐπὶ πᾶσι τῇ Κυρίᾳ τοῦ Περιβολίου τούτου καὶ εἰς αὐτὴν ἐν ἐκτενεῖ δεήσει τὸ παραδίδομεν «καθὼς αὐτὸ ἦν καί ἐστι καὶ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα», μέλποντες καὶ σήμερον τὸ ἐπίκαιρον  μεγαλυνάριον τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀντίπασχα: «Σὲ τὴν φαεινὴν λαμπάδα καὶ Μητέρα τοῦ Φωτὸς τὴν ἀρίζηλον δόξαν καὶ ἀνωτέραν πάντων τῶν ποιημάτων ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν» καὶ δοξάζομεν καὶ προσκυνοῦμεν ὡς «ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς». Ἀμήν.

, , ,

Σχολιάστε

ΜΗΤΡΟΠ. ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ: «Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ “ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ” ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΑΛΛΟΤΡΙΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ»

ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ:
«Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ “ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ” ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ
ΑΛΛΟΤΡΙΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ»

Κυριακάτικο κήρυγμα
τοῦ Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμία

1. Στὸ προηγούμενο κήρυγμα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, σᾶς μίλησα γιὰ τοὺς μάρτυρες καὶ τὸ μαρτύριο. Καὶ κατέληξα νὰ σᾶς πῶ ὅτι πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ προετοιμάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ προσευχὴ καὶ μὲ ἄσκηση, γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ μαρτύριο. Τὰ πράγματα ποὺ συμβαίνουν γύρω μας ἐκεῖ μᾶς πᾶνε. Οἱ χριστιανοὶ πάντως, ἀδελφοί μου, πάντοτε εἶναι μάρτυρες, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας «ἀεὶ -πάντοτε- διώκεται», λέγει κάπου ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ὅταν σταμάτησε ἡ ἐποχὴ τῶν διωγμῶν ἔχουμε ὡς συνέχεια στὴν Ἐκκλησία τὸν μοναχισμό, ποὺ ἀποτελεῖ ἄλλο εἶδος μαρτυρίου.  Ναί, χριστιανοί μου! Ὡς μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν μοναχὸ καὶ τὴν μοναχή. Τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος αὐτό, ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, γιὰ τὸν διδάσκαλό του τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Στὴν βιογραφία τοῦ γι᾽ αὐτὸν λέγει ὅτι ὁ μέγας Ἀντώνιος «ἦν ἐκεῖ (στὴν ἔρημο δηλαδὴ) καθ᾽ ἑκάστην μαρτυρῶν τῇ συνειδήσει». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ μέγας Ἀντώνιος στὴν ἔρημο ἀνέκρινε συχνὰ τὸν ἑαυτό του, τοὺς λογισμούς του καὶ τὰ ἔργα του καὶ βίωνε τὸ μαρτύριο τῆς πτώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

2. Γιὰ τὸν μοναχισμὸ λοιπὸν θὰ σᾶς μιλήσω σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, μὲ λίγα λόγια, ὅσο μπορῶ σὲ ἕνα σύντομο λειτουργικὸ κήρυγμα. Κατὰ πρῶτον, θέλω νὰ σᾶς πῶ αὐτὸ ποὺ ξέρετε, ὅτι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς ζοῦν παρθενικά, δὲν παντρεύονται δηλαδή. Αὐτό, χριστιανοί μου, γιὰ νὰ σᾶς τὸ πῶ καθαρά, δὲν εἶναι φυσικό, ἀλλὰ εἶναι ὑπὲρ-φυσικό. Τὸ φυσικό του ἀνθρώπου, μετὰ τὴν πτώση του, εἶναι ὁ γάμος. Ἡ παρθενία εἶναι μιὰ παραδείσια κατάσταση· γιατί λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι στὸν Παράδεισο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν παρθενικά. Καὶ ἂν δὲν ἁμάρταναν, θὰ πολλαπλασιάζονταν μέν, ἀλλὰ κατὰ ἄλλον τρόπο, μὲ παρθενικὸ τρόπο, τὸν ὁποῖο θὰ ὑπεδείκνυε ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ.
.           Μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἔχουμε τὸν γάμο μὲ τὴν σημερινή του ἔννοια. Τὸ νὰ παρθενεύει κανεὶς μετὰ τὴν πτώση, αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάνει ἕνα ἅλμα εἰς ὕψος, πηδάει τὸ φράγμα τῆς πτώσης καὶ ἐπανέρχεται στὴν παραδείσια κατάσταση ἤδη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή. Ἀλλὰ τὸ φυσικὸ τοῦ ἀνθρώπου στὴν πεπτωκυῖα κατάστασή του, ξαναλέγω, εἶναι νὰ παντρεύεται. Τὸ νὰ μὴν παντρεύεται, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ὑπερφυσικό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ ποὺ παρθενεύουν πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν ὑπὲρ φύσιν Θεό, νὰ ζοῦν ἀσκητικά, ὥστε νὰ ζοῦν συνεχῶς τὴν ὑπὲρ φύσιν παρθενικὴ ζωὴ ποὺ προτίμησαν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὅτι «ὅπου φύσεως ἧττα ἔγνωσται, ἐκεῖ τοῦ ὑπὲρ φύσιν παρουσία ἐπέγνωσται»! Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ζεῖ «στὸν θεῖο κόσμο του», γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐσεῖς οἱ λαϊκοί, χριστιανοί μου, ὅταν πηγαίνετε σὲ μοναστήρια, νὰ μὴ μιλᾶτε μὲ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς γιὰ «φτηνὰ» πράγματα, ὅλο δηλαδὴ γιὰ τὰ ὑλικά, γιατί τοὺς βγάζετε ἀπὸ τὸν κόσμο τους, τοὺς βγάζετε ἀπὸ τὰ νερά τους. Μὲ τοὺς μοναχοὺς θὰ μιλᾶτε γιὰ θεϊκὰ πράγματα, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν γλυκὸ Παράδεισο.

 3. Θὰ ἤθελα τώρα νὰ σᾶς πῶ πῶς ἱστορικὰ ἐμφανίστηκε ὁ μοναχισμὸς μὲ τὴν σημερινή του μορφή. Ἡ παρθενία βέβαια καὶ ἡ ἄσκηση ἦταν πάντοτε στὴν Ἐκκλησία. Ἔχει ὅμως ἕνα ὡραῖο ἐνδιαφέρον ἡ ἱστορία τῆς ἐμφανίσεως τοῦ μοναχισμοῦ. Σᾶς τὴν λέγω μὲ λίγα λόγια: Μέχρι τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο ἡ Ἐκκλησία ἦταν διωκόμενη. Μὲ τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο ἔπαυσαν οἱ διωγμοί. Θὰ σᾶς πῶ τώρα, χριστιανοί μου, μιὰ δυνατὴ καὶ σπουδαία ἀλήθεια: Ὅταν ἡ Ἐκκλησία διώκεται, γίνεται ἡρωική, γιατί γίνεται μαρτυρική. Ὅταν παύει νὰ διώκεται, χάνει κάτι ἀπὸ τὴν δόξα της. Ὁ διωγμὸς κάνει καλὸ στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι λοιπόν, ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπειδὴ ἔπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ἐπειδὴ καὶ ὁ ἄρχοντας ἦταν χριστιανός, ὅλοι ἔγιναν χριστιανοί. Μὲ τὸ «ὅλοι» μπῆκε «μπουλούκι» στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ κοσμικό τους φρόνημα. Ἡ Ἐκκλησία τότε, τὸν 4ο αἰ., ἄρχισε νὰ κοσμικοποιεῖται.
.               Μερικοὶ τώρα εὐσεβεῖς καὶ ζηλωτές, ποὺ ζοῦσαν τὴν προηγούμενη κατάσταση τοῦ αἵματος καὶ τοῦ μαρτυρίου, διαμαρτυρήθηκαν γι᾽ αὐτὴν τὴν κοσμικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶπαν: «Μπρός! Πᾶμε στὰ βουνά, πᾶμε ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ εἴχαμε πρῶτα. Στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία πῆρε πολὺ κοσμικὸ φρόνημα». Ἔτσι, χριστιανοί μου, ἄρχισαν νὰ συγκροτοῦνται μοναστήρια μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα τῆς ἀρχῆς τῶν μοναστηρίων μας βγαίνει τὸ συμπέρασμα καὶ τὸ δίδαγμα ὅτι ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ μιὰ ἀντίδραση, μία διαμαρτυρία γιὰ τὴν κοσμικότητα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ φρικτὸ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ κοσμικότητα νὰ μπαίνει καὶ στὰ μοναστήρια, τὸ νὰ θέλουν δηλαδὴ οἱ μοναχοὶ νὰ ζοῦν κοσμικά. Αὐτὸ δὲν εἶναι μοναχισμός! Κρίμα τὸ σχῆμα ποὺ φόρεσαν τέτοιοι μοναχοί. Ἀλλὰ καὶ σεῖς, χριστιανοί μου, προσοχή! Ὅταν πηγαίνετε στὰ μοναστήρια, νὰ πηγαίνετε μὲ σεμνότητα καὶ σεβασμό, σὰν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι νὰ εἶστε μοναχοί. Τὴν σεμνότητα τὴν ἐννοῶ καὶ στὴν ἐνδυμασία σας, ὢ γυναῖκες! Ὁ λεγόμενος «τουρισμὸς» γιὰ τὰ μοναστήρια ἀποτελεῖ βεβήλωση τοῦ ἱεροῦ τους χώρου. Ὅσοι μοναχοὶ καὶ μοναχὲς τὸν δέχονται, ἀπ᾽ αὐτὸ καὶ μόνο δείχνουν ὅτι δὲν ζοῦν σωστὰ τὴν ἀφιέρωσή τους στὸν Χριστό. Ἐδῶ, στὸ σημεῖο αὐτό, ἔχω νὰ σᾶς πῶ μὲ χαρὰ καὶ ἱερὴ καύχηση τὸ ἑξῆς:
.             Πρὸ καιροῦ στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἔγινε μία ἡμερίδα γιὰ τὰ μοναστήρια τῆς Ἀρκαδίας. Ὁ λόγος πῆγε στὸν τουρισμὸ τῶν μοναστηρίων. Τότε ἐγέρθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρος καὶ ἐτάχθη μὲ σφοδρότητα ἐναντίον τοῦ τουρισμοῦ στὰ μοναστήρια. Τὴν τόλμη αὐτὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἀλεξάνδρου μιμήθηκα στὴν συνέχεια καὶ ἐγώ, μιλώντας κατὰ τῆς βεβηλώσεως τῶν μοναστηρίων μας μὲ τὸν τουρισμὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀποβληθεῖ ἀπὸ τὰ ἱερὰ αὐτὰ καὶ ἀγαπητὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου. Ὥστε λοιπὸν καὶ οἱ δύο Ἐπίσκοποι τῆς Ἀρκαδίας ταχθήκαμε ἐναντίον τοῦ τουρισμοῦ στὰ μοναστήρια. Πρῶτος ὅμως ὁ Σεβασμιώτατος Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρος!

4. Πολλά, ἀγαπητοί μου, θέλω νὰ σᾶς γράψω γιὰ τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ δὲν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος. Τελειώνοντας σᾶς λέγω ὅτι καὶ ἐσεῖς οἱ λαϊκοὶ πρέπει νὰ ζῆτε σὰν μοναχοὶ καὶ μοναχές. Καὶ βέβαια ἔτσι εἶναι! Δὲν ἔκανε δύο Εὐαγγέλια ὁ Χριστός, ἕνα γιὰ τὸν μοναχὸ καὶ ἕνα γιὰ τὸν λαϊκό. Τὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο εἶναι γιὰ ὅλους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ὅλοι πρέπει νὰ πᾶμε πρὸς τὴν θέωση καὶ ὅλοι σκοπὸ ἔχουμε νὰ ἁγιάσουμε. Ὅλοι λοιπὸν πρέπει νὰ ζοῦμε σὰν μοναχοί. Καὶ τὸ ἐξηγῶ καλύτερα: Ὁ μοναχισμὸς εἶναι κυρίως οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετές: ἡ ΥΠΑΚΟΗ, ἡ ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ καὶ ἡ ΠΑΡΘΕΝΙΑ. Σᾶς λέγω τώρα: Τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» εἶναι προσευχὴ γιὰ ὅλους καὶ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μοναχούς. Τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» ὅμως λέει στὴν ἀρχὴ «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου». Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς. Λέμε, Θεέ μου, νὰ γίνει τὸ δικό Σου θέλημα καὶ ὄχι τὸ δικό μου. Παρακάτω στὸ «Πάτερ ἡμῶν…» λέμε «τὸν ἄρτον ἠμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». Μ᾽ αὐτὸ τὸ αἴτημα δὲν ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ χρήματα καὶ πλούτη, ἀλλὰ ζητᾶμε τὸ καθημερινό μας ψωμί. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ἀκτημοσύνης. Καὶ τελευταία στὸ «Πάτερ ἡμῶν…» παρακαλᾶμε τὸν Θεὸ «ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Αὐτὸ εἶναι εὐχὴ παρθενίας. Ὅλοι μας λοιπὸν πρέπει νὰ ζοῦμε μοναχικά, γιατί, γιὰ νὰ πᾶμε στὸν γλυκὸ Παράδεισο, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν». Αὐτὴ ἡ στενὴ ὁδὸς εἶναι τὸ μοναστικὸ βίωμα. Στὴν πορεία μας ὅμως αὐτὴ δάσκαλοί μας καὶ πρότυπά μας θὰ εἶναι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχές, γιατί, λέγουν οἱ Πατέρες ὅτι «φῶς γιὰ τοὺς λαϊκοὺς εἶναι οἱ μοναχοί», ὅπως «φῶς γιὰ τοὺς μοναχοὺς εἶναι οἱ ἄγγελοι».

Μὲ πολλὲς εὐχές,

 † Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας

ΠΗΓΗ: i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr

,

Σχολιάστε