Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος Γ´

ΤΑ ΤΡΙΑ «ΑΛΛΑ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΟΥΣ (Μητροπολ. Μάνης Χρυσόστομος Γ´)

Τά τρία «ἀλλά» τοῦ θείου ἐλέους

Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

.                    Εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἰσχύει ἀπόλυτα τό τροπάριο τῆς Ζ´ Ὠδῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνος «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου οὐδέ συνετηρήσαμεν, οὐδέ ἐποιήσαμεν καθώς ἐνετείλω ἡμῖν». Εἶναι γεγονός ὅτι καθημερινῶς ἁμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας. Αἰχμαλωτιζόμεθα εὔκολα στά δίκτυα τοῦ χαιρεκάκου, τοῦ πονηροῦ. Ὅλοι γινόμεθα παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας σέ τοῦτο τό ἁμάρτημα καί ὁ ἄλλος στό ἄλλο. Ὁ ἕνας σέ περισσότερα, ὁ ἄλλος σέ λιγότερα. Αὐτός σέ ἐλαφρότερα ἁμαρτήματα καί ἐκεῖνος σέ βαρύτερα. Ὁ ἕνας ἐξ ἀγνοίας, ὁ ἄλλος ἐκ συναρπαγῆς, ὁ τρίτος ἀπό κακή συνήθεια.

*

.                      Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐν προκειμένῳ, εἶναι σαφής. «Τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; Ἤ τίς παρρησιάσεται καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;» (Παροιμ. κ´, 9). Ἄμεμπτος καί δίκαιος ἦταν ὁ πολύαθλος Ἰώβ. Καί ὅμως, ὁ ἴδιος θέτει τό ἐρώτημα: «Τίς καθαρός ἔσται ἀπό ρύπον; Ἀλλ´ οὐδείς, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰωβ, ιδ´, 4). Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Πολλάκις γινόμαστε μέ τήν ἀφροσύνη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί πάλιν σταυρωτές τοῦ Κυρίου. Καί ζοῦμε μέσα στή φοβερή πλάνη καί αὐταπάτη γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν ἀνοχή τῶν παρεκτροπῶν μας. Ἰσχύει, ὡστόσο, ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστοῦ: «Ἐάν εἴπωμεν, ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α´ Ἰω. α´, 8).
.                      Κλαύσαμε ὅμως γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Προβληματιστήκαμε μαζί μέ τόν ὑμνωδό ὅταν λέγει: «Ἐσταυρώθης δι´ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσῃς τήν ἄφεσιν ̇ ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι». Πῶς παρουσιαζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου; Πῶς διακηρύττουμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Καί ἄν μάλιστα εἴμεθα κληρικοί, πῶς τολμᾶμε καί ἱστάμεθα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τελοῦμε τά ἱερά καί ἄχραντα θεία Μυστήρια καί δή τό κορυφαῖο, τήν Θεία Λειτουργία;

*

.                      Ὡστόσο, ἡ σοφία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς προσφέρει στίς προσευχές μας πολλές φορές ἕνα σύνδεσμο τῆς γραμματικῆς. Τήν λέξη «ἀλλά». Εἶναι ἡ λέξη πού μᾶς συνδέει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό «ἀλλά» αὐτό, ἡ δυναμική τῆς συγχώρησης μας ἀπό τό Θεό. Νοιώθουμε ἐνίοτε ὡς ἀπολωλότα πρόβατα, ὡς ὁ Δαυίδ ἔλεγε «ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός». Ὅμως αὐτό τό «ἀλλά», μᾶς ἐπαναφέρει στήν ἁγία μάνδρα. Εἶναι ἀρχή τῆς φωνῆς μετανοίας, ἐκζήτησης τοῦ θείου ἐλέους, ἡ ἀρχή χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἁμαρτωλός ἀλήθεια δέν θέλει αὐτό τό «ἀλλά» καί μάλιστα ὅταν ἀναλογίζεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ καλός Ποιμήν; Ποιός κληρικός δέν θά προφέρει μέ ἱερό δέος καί κατάνυξη αὐτό τό «ἀλλά»;

*

.                      Ἄς δώσουμε τρία παραδείγματα τοῦ εὐεργετικοῦ καί σωτήριου αὐτοῦ συνδέσμου, τοῦ «ἀλλά», μέσα ἀπό τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.
.                      Τό πρῶτο «ἀλλά», βρίσκεται στό μοναδικό καί ὑπέροχο Ἰδιόμελο τοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ὅταν λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα ̇ ὀρθρίζει γάρ τό πνεῦμα μου, πρός ναόν τόν ἅγιόν σου, ναόν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον, ἀλλ´ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει». Τό τροπάριο αὐτό εἶναι μία δέηση. Ἐξομολογούμεθα δηλαδή στόν Ζωοδότη Κύριο, ὅτι ὁλάκερο τό σῶμα μας εἶναι «ἐσπιλωμένον», εἶναι ἡ ὕπαρξή μας γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες. Καί ἐνῶ θρηνοῦμε γι´ αὐτό, ἱκετεύουμε ὡς ἁμαρτωλοί, τόν οἰκτίρμονα καί πολυέλεο Κύριο νά μᾶς καθαρίσει καί συγχωρήσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ναί, λέγουμε, εἴμεθα «ἐσπιλωμένοι», ἀλλά ὁ οἰκτίρμων Κύριος θέλουμε νά μᾶς λευκάνει καί πάλιν. Τό «ἀλλά» ἐδῶ, εἶναι ὁ σύνδεσμος πού ἔρχεται καί μᾶς ἑνώνει μέ τήν ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Πολύ δυνατή καί χαρακτηριστική ἡ ὅλη φράση: «Ἀλλ´ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει».

*

.                      Ἕνα ἄλλο ἱκετευτικό «ἀλλά» βρίσκεται στήν ὡραιοτάτη Εὐχή τοῦ θεοφόρου πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία ἀναγιγνώσκεται στήν Ἐνάτη Ὥρα καί στό Ἀπόδειπνο. Λέγει ἡ Εὐχή: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ μακροθυμήσας ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πλημμελήμασι, καὶ ἄχρι τῆς παρούσης ὥρας ἀγαγὼν ἡμᾶς, ἐν ᾖ ἐπὶ τοῦ ζωοποιοῦ ξύλου κρεμάμενος, τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ τὴν εἰς τὸν Παράδεισον ὡδοποίησας εἴσοδον, καὶ θανάτῳ τὸν θάνατον ὤλεσας, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ταπεινοῖς, καὶ ἁμαρτωλοῖς καὶ ἀναξίοις δούλοις σου. Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι ἄραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, καὶ βλέψαι εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης σου καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Καί στό μέσον τῆς εὐχῆς ἔχει τό σπουδαῖο «ἀλλά». Ἤτοι: «Ἀλλ´ ἱκετεύομεν τήν σήν ἀνείκαστον ἀγαθότητα. Φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καί σῶσον ἡμᾶς διά τό ὄνομά σου τό ἅγιον…». Ἀφοῦ ἀναφέρει τήν ἀναξιότητα τοῦ ἀνθρώπου στή συνέχεια παραθέτει τό «ἀλλά» μέ τήν ἱκεσία στό ἄπειρο θεῖο ἔλεος.

*

.                      Καί γιά τόν λειτουργό, ἐπίσης, τῆς θείας Μυσταγωγίας, τόν  ἱερουργοῦντα, ἔχει ἡ κορυφαία εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, αὐτό τό «ἀλλά», πού πραγματικά τόν λυτρώνει καί τόν «ἀνακουφίζει». Τοῦ δίνει τήν δύναμη, νά συνεχίσει τήν θεία Μυσταγωγία. Ἀρχίζει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τήν λειτουργική αὐτή εὐχή μέ τά συγκλονιστικά λόγια: «Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς  προσέρχεσθαι ἢ προσεγγίζειν ἢ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης. Τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερὸν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν». Καί ἀκολουθεῖ τό «ἀλλά» μέ μία ἀνεπανάληπτη δύναμη ἐκφορᾶς καί ἀναζήτησης τῆς ἀνέκφραστης καί ἀμέτρητης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει τό ἱερό κείμενο: «Ἀλλ ̓ ὅμως, διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καὶ ἀρχιερεὺς ἡμῶν ἐχρημάτισας καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν, ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων».
.                      Ὁ λειτουργός, ἐδῶ, πραγματικά, παρά τήν ἀνθρώπινη ἀναξιότητά του, καταξιώνεται ἀπό τόν Κύριο νά διακονεῖ τό ἱερό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁποία δωρεά, χάρις καί εὐλογία!

*

.                      Ἔτσι τό «ἀλλά» εἶναι ἕνα προνόμιο. Εἶναι μία ὡραία, ἱερή στιγμή παρακλήσεως πρός τόν Κύριον νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς δεχθεῖ, νά μᾶς εὐλογήσει. Μ´ αὐτό τό «ἀλλά» ἁπλώνεται μία οὐράνια γαλήνη στή προσευχόμενη ψυχή, ἔρχεται μία πνευματική ἀνάσα καί εἰλικρινά, μᾶς περιβάλλει εὐλογία πού μᾶς ἐνδυναμώνει νά προχωρήσουμε στή προσευχή, στή τέλεση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου, στήν εὐλάβεια, στήν πνευματική οἰκοδομή μας. Αὐτό τό «ἀλλά» τό νοιώθουμε τότε, ὡς μία τιμητική καταξίωση παρά τήν ἁμαρτωλότητά μας. Ἔτσι, παραμερίζεται ἡ ὑποτονικότητα, ἡ δυσαρέσκεια, ἡ ραθυμία καί ἡ κακή διάθεση καί ἐγκαθιδρύεται μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν Κύριον, οὐσιαστικό πνεῦμα θυσίας καί ἦθος εὐγνωμοσύνης καί πολλῆς εὐχαριστίας. Μέ τό «ἀλλά» θερμαίνεται τό εἶναι μας μέ τήν θεία ἀγάπη, παραδίδεται ὁ ἑαυτός μας στό θεῖο ἔλεος, ὑψώνεται ἡ καρδία μας πρός τόν Οὐρανό, τό πικρό γίνεται γλυκύ, τό σκότος φεύγει καί τό Φῶς τῆς θείας Παρουσίας ἔρχεται καί μᾶς γαληνεύει καί ἠρεμεῖ καί ἁγιάζει. Αὐτό τό «ἀλλά» εἶναι ἡ θεία συγκατάβαση καί ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τό πλάσμα Του. Εἶναι, τελικά, ἡ ἐλπίδα, ἡ δύναμη καί ἡ χαρά.  

*

.                       Ὑπάρχει, λοιπόν, ὁ σύνδεσμος αὐτός, ἡ λέξη αὐτή, τό «ἀλλά». Ἔτσι, μήν ἀπελπιζόμεθα. Μήν ἀνεβαίνει στή ψυχή μας ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Ὁ Θεός δέν προσέχει οὔτε τό πλῆθος, οὔτε τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Προσέχει τήν μετάνοια. Ὅταν ὑπάρχει μετάνοια, τότε ὅλα τά συγχωρεῖ ὁ Μακρόθυμος καί Πολυέλεος. Ἄν ἔστω ἀκόμη ἀμφιβάλλουμε, ἄς ἀκούσουμε τόν Ἱερό Χρυσόστομο πού λέγει: «Ἀσεβής εἶσαι; Ἐννόησον τούς μάγους. Ἅρπαξ εἶσαι; Ἐννόησον τόν τελώνην. Ἀκάθαρτος εἶσαι; Ἐννόησον τήν πόρνην. Ἀνδροφόνος εἶσαι; Ἐννόησον τόν ληστήν. Παράνομος εἶσαι; Ἐννόησον τόν βλάσφημον Παῦλον καί μετά ταῦτα Ἀπόστολον ̇ πρότερον διώκτην καί μετά ταῦτα Εὐαγγελιστήν… Ἥμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ἥμαρτες; Μυριάκις μετανόησον».
Ὀφείλουμε, βέβαια, νά καταλάβουμε ὅτι εἴμεθα φταίχτες ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη πνευματικῆς θεραπείας καί ἡ συναίσθηση ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί πρέπει νά μᾶς διακατέχει στόν μάταιο τοῦτο κόσμο. Ἔτσι, χρειαζόμεθα μία εἰλικρινή αὐτοκριτική γιατί πολλές φορές ὑψώνουμε τόν ἑαυτό μας, νομίζοντας, ὅτι κάτι εἴμαστε. Δέν μᾶς μένει, συνεπῶς, τίποτα ἄλλο, παρά ἡ αὐτογνωσία, ἡ ὁδός τῆς ταπείνωσης, τῆς περισυλλογῆς, τῆς βαθύτερης γνωριμίας τοῦ ἑαυτοῦ μας.

*

Γι´ αὐτό ζητᾶμε στίς εὐχές καί προσευχές μας μέ τό «ἀλλά» τήν εὐμένεια, τήν συγκατάβαση καί τήν συγχώρηση. Μόνον ὅταν ἔλθουν οἱ «οἰκτιρμοί Κυρίου» τότε ζοῦμε μέ αὐθεντική πνευματική ζωή ἐν Κυρίῳ. Τό «ἀλλά», λοιπόν, εἶναι ἡ παράκλησή μας, ἡ δέησή μας νά ἔλθει ἡ θεία χάρη καί ἡ θεία εὐλογία.

 

Διαφήμιση

, , , ,

Σχολιάστε

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας
στή διαιώνιση τῆς ἀξίας τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας

Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

.                       Μέ ἀφορμή δημοσιεύματα σχετικά μέ τήν ἀξία καί χρησιμότητα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καί γενικότερα τῆς κλασικῆς παιδείας, τά ὁποῖα προκλήθηκαν, μετά τήν γνωστή ἀπόφαση τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Princeton, ἀξίζει νά παραθέσουμε μερικές σκέψεις γιά τήν συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στή διαφύλαξη καί διάδοση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἀνά τούς αἰῶνες.
.                       Τυγχάνει ἀδήριτο γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἦταν καί εἶναι, ἕνα θερμοκήπιο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀποδεικτικά στοιχεῖα ἀποτελοῦν:

α). Τό Ἱερό Εὐαγγέλιο β). Οἱ Ἕλληνες Πατέρες γ). Ἡ ὑμνολογία δ). Οἱ ἀντιγραφεῖς τῶν μοναστηρίων ε). Τά ἐπίσημα κείμενα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας.

.                       Καί κατά πρῶτον, ἡ γλῶσσα τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων εἶναι ἡ «κοινή»ἑλληνική γλῶσσα, ὡς ἐξέλιξη τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, ἡ γλῶσσα ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖτο σ’ ὅλα τά κέντρα τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου. Καί τά ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὡς π.χ. οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί οἱ Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου διακρίνονται γιά τήν ἐκφραστικότητα, τήν ἐλαστικότητα καί ἐν γένει ὡραιότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
.                       Ἀποτελεῖ ὕψιστο πνευματικό προνόμιο καί εὐεργέτημα ὅτι ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, πρῶτοι, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο στή γλῶσσα μας.
.                       Ἔπειτα, ἐπί κεφαλῆς τῆς ὅλης παρατάξεως τῆς σπουδῆς καί γραφῆς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἦσαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μέ τίς ἑλληνικές σπουδές τους, μέ τήν βαθειά τους κλασική παιδεία διεμόρφωσαν κατ’ ἄριστον τρόπον τήν καθόλου θύραθεν καί χριστιανική σύνθεση τοῦ ἀποκαλουμένου ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Ὡς ἔγραφε ὁ κορυφαῖος Ἄγγλος ἱστορικός, ὁ Macaulay, «τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐφάμιλλα πρός ὅλην τήν ὑπάρχουσαν φιλολογία τῆς καλυτέρας ἐποχῆς τῆς Ἑλλάδος, ἀπό τοῦ Ὁμήρου μέχρι τοῦ Ἀριστοτέλους». (Τhe life and letters of Lord, t. B’, London 1876).
.                       Ἔτσι ἀπό τό περίφημο ἔργο τοῦ Μεγ. Βασιλείου «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», τούς ὑπέροχους λόγους τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου, τοῦ «Δημοσθένουςτῆς Ἐκκλησίας», μέχρι τήν «Μυριόβιβλον» τοῦ Φωτίου, ἀλλά καί τά πατερικά ἔργα τῶν κατοπινῶναἰώνων, ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα βρῆκε τόν «φύλακα ἄγγελόν» της στά πολύτιμα συγγράμματα, ὅλων τῶν εἰδῶν, τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιατί ὅλοι τους, εἶχαναἰσθανθεῖ τήν ἀκρίβεια, τήν μορφή καί τό περιεχόμενο, τοὐτέστιν τό μεγαλεῖο τῆς ἀρχαίαςἑλληνικῆς γλώσσας, τήν μορφωτική δύναμή της, τήν διεύρυνση τοῦ πνεύματος, τήν βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν κριτική σκέψη πού φέρουν τά ἀρχαῖα ἑλληνικά.
.                       Ἀπό κοντά καί ἡ ὑμνογραφία καί ἡ ὑμνολογία τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὅληἐκκλησιαστική ποίηση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀπαύγασμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Αὐτό τόἰδιαίτερο φιλολογικό εἶδος, οἱ ὕμνοι, ὅπως ἔχουν γραφεῖ καί ἀποτυπωθεῖ ἀπό τούς κατόχους τῆςκλασικῆς γλώσσας, κυριολεκτικά, ὄχι μόνον λειτουργοῦν ὡς φύλακες τῆς γλώσσας ἀλλά συνάμαἔχουν τήν δύναμη νά μιλοῦν στή ψυχή τοῦ πιστοῦ. Καί τό παράδοξο εἶναι ὅτι μπορεῖ ὁ πιστός νά εἶναι καί ἀγράμματος, ἀλλά ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή ποίηση κρύβει μέ τίς λέξεις της ἕνα μυστήριο πού συνέχει καί μυσταγωγεῖ τίς ψυχές. Ὡς νά ἔχουν πνευματοποιηθεῖ αὐτές οἱ λέξεις τῆς γλώσσας μας καί τελικά νά λειτουργοῦν ὡς μελωδία τῆς ψυχῆς.
.                       Ἕνα ἄλλο ἀξιόλογο σημεῖο, τό ὁποῖο ἀξίζει νά ὑπενθυμίσουμε εἶναι ἡ μέ κάθε ἐμβρίθεια μελέτη καί ἀντιγραφή ἀπό τούς μοναχούς τῆς ὅλης κληρονομιᾶς τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος. Μέ ἄφθαστη ὑπομονή καί φιλεργία στίς Ἱερές Μονές περισυνελέγησαν ἀπό παντοῦ καί ἀνεγράφησαν μέ ἐξαιρετική ἐπιμέλεια, πλεῖστα κείμενα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ποιητῶν, ἱστορικῶν καί ἐν γένει συγγραφέων καί ἔτσι πλούτισαν πολλές βιβλιοθῆκες, μελετήθηκαν οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς καί διεσώθη ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀλλά καί ὅλη αὐτή ἡ πνευματική ἐργασία ἀπετέλεσε τήν βάση τῆς διανόησης καί τῶν νεοτέρων χρόνων καί δή τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἐνδεικτικό παράδειγμα τυγχάνει ἡ περίφημη Μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου λειτουργοῦσε ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς κωδίκων ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ ἡγουμένου ὁσίου Θεοδώρου μέ τίς εἰδικότητες τῶν καλλιγράφων, ταχυγράφων, ὀξυγράφων καί χρυσογράφων.
.                       Ἀξίζει, τέλος, νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα διεσώθη καί ἐπεβίωσε καί χάριν τῆς διατηρήσεώς της στά ἐπίσημα κείμενα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται κάθε φορά γιά κείμενα τά ὁποῖα τυγχάνουν δείγματα τῆς συζεύξεως ἀληθείας τῆς πίστεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν κλασικῶν γραμμάτων.
.                       Τῷ ὄντι, τά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὡς πηγή ἐμπνεύσεως, ὡς γλωσσικό θυσαύρισμα, ὡς πολιτιστική ἰδιοπροσωπία μας, εἶναι ἀπολύτως δίκαιο νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οὐδόλως εἶναι προγονοπληξία ἤ τι τό νεκρόν. Πικρή ἡ ἀλήθεια: Ὅποιος δέν γνωρίζει ἀρχαία ἑλληνικά ἔχει ἔλλειμμα.
.                       Γι’ αὐτό καί συνιστᾶ οἱονεί ἔγκλημα ἡ προσπάθεια ποσοτικῆς καί ποιοτικῆς μειώσεως ἤ παραγκωνισμοῦ τῶν κλασικῶν σπουδῶν καί δή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας.
.                       Ἕνας βασικότατος λίθος τοῦ οἰκοδομήματος τῆς συνοχῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ, εἶναι καί ἡ ἑνιαία ἑλληνική γλῶσσα ἀπό τῆς ἀπωτάτης ἀρχαιότητος μέχρι σήμερα. Καί ἡ Ἐκκλησία, τά μέγιστα, συντελεῖ στή διατήρηση τοῦ λίθου αὐτοῦ.

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

,

Σχολιάστε

ΓΙΑΤΙ Ο ΑΔΑΜ ΕΚΑΘΙΣΕ “ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ”;

«Γιατί ἐκάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου;»

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας
τοῦ Μητροπολ. Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

 .                    «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις καὶ ἔλεγεν: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα» (Οἶκος Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου)
.                    «Ἐξορίζει ὁ Θεός τόν Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί δέν μποροῦσε πλέον νά σταθεῖ ἐκεῖ. Καί μάλιστα ἐνέδυσεν αὐτόν μέ δερματίνους χιτῶνας. Τόν ἐφοδίασε μέ τά ἐφόδια ἐκεῖνα, τά ἀπαραίτητα, γιά νά κατοικεῖ στήν γῆ, μέ τήν ἐλαχίστη ἔστω συνείδηση τῆς ὑποστάσεώς του. Καί ἀκόμη, τό σπουδαιότερον, “κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου”. Δέν τόν ἀπομάκρυνε, ὁ Θεός, μακριά, νά μήν βλέπει τόν τόπον, ὅπου πρίν ἦταν τῆς τρυφῆς, τόν Παράδεισο. Ἀλλά “κατῴκισεν ἀπέναντι”, ἔναντι τοῦ Παραδείσου, γιά νά βλέπει τί ἔχασε, ἀλλά καί γιά νά ἔχει μέσα του τόν πόθο τοῦ παραδείσου. Αὐτό ἐκφράζει τήν πανανθρώπινη νοσταλγία τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς γιά τήν ἐπάνοδο στήν θεοκοινωνία στόν Παράδεισο τῆς θείας μακαριότητος.
.                    Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀδάμ ὅταν εἶδε τόν Ἄγγελο νά κλείνει τήν θύρα τοῦ Παραδείσου, μεγάλως ἀναστέναξε καί εἶπε: “Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα” καί ἀκόμη βλέποντες τά φύλλα τῶν δένδρων τοῦ Κήπου τῆς Ἐδέμ εἶπε: “Συνάλγησον Παράδεισε καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστη”, δηλ. αὐτός ὁ ἦχος, πού κάνουν τά φύλλα τῶν δένδρων, ὡς ἄλλη ἱκεσία νά ἀκουστοῦν καί νά μέ συγχωρήσει καί ἐλεήσει, ὁ Θεός, ὥστε νά ἐπανέλθω καί νά ζῶ μαζί Του, ὅπως πρῶτα, πρίν τήν παρακοή μου.
.                    Oἱ Θεοφόροι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθοδοξίας μας, θέσπισαν αὐτήν τήν Κυριακή, αὐτήν τήν ἀνάμνησιν, πάντα ταῦτα, νά ἐνθυμούμεθα καί νά μελετοῦμε βαθειά μέσα μας σ’ αὐτήν τήν περίοδο, πού ἤδη ξεκινᾶ, στόν προθάλαμο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιατί; Γιατί αὐτή ἡ χρονική ἐκκλησιαστική περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν περίοδος τῆς μετανοίας. Εἶναι ἡ περίοδος τῶν δακρύων, τῆς περισυλλογῆς, τῆς ἐγκρατείας, τῆς νηστείας, ὄχι μόνον ἀπό τίς τροφές, ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα πάθη.
.                    Εἶναι ἡ περίοδος τοῦ αὐτοελέγχου, τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ περίοδος τῆς κατανύξεως, τῆς χαρμολύπης, τῆς ἐντόνου προσευχῆς καί ἱκεσίας καί δεήσεως. Ἀπό τούς Κατανυκτικούς Ἑσπερινούς μέχρι τό ὡραιότατο Μέγα Ἀπόδειπνο καί τίς Προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες καί τούς Χαιρετισμούς εἰς τήν Παναγία Μητέρα μας. Δέν ὑπάρχει ὡραιοτέρα καί κατανυκτικοτέρα περίοδος ἀπό αὐτήν, τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
.                    Καί τό περιεχόμενόν της, ἐάν τό ἐξετάσουμε καί ἐμβαθύνουμε καί μελετήσουμε, ὅπως πρέπει, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ Φιλοσοφία καί ἡ Κοινωνιολογία καί ἡ Ψυχολογία καί ἡ Ἀνθρωπολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅλα ἐκεῖ περιέχονται. Ἐκεῖ θά καταλάβουμε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποῖο τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποία ἡ πτῶσις του καί ποιές οἱ δυνατότητες γιά τήν ἐπάνοδο στήν χαμένη πατρίδα.
.                    Ὅλοι μας, “ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν οὐδὲ συνετηρήσαμεν, οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν”. Ἔφτασε ὁ καιρός τῆς μετανοίας. Τό στάδιον ἠνέωκται, εἶναι ἐνώπιόν μας. Καί ἄς σκεφθοῦμε πῶς μποροῦμε νά ἐπανέλθουμε καί πάλιν στόν Παράδεισο. Γιατί ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή. Ἡ ζωή εἶναι ὁ Θεός. Ἡ στέρηση τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος».

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

 

, , ,

Σχολιάστε

«ΘΕΙΑ ΛΥΡΑ» : ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Θεία λύρα»: Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ’

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

.                       Μ’ αὐτό τό θαυμάσιο ἔγχορδο μουσικό ὄργανο, ἀλλά τό θεϊκό ἐκεῖνο τῆς Χάριτος, παρομοιάζει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, τόν μεγάλο Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν θεολόγο. «Θεία λύρα», ἔτσι ἀποκαλεῖται στό Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς-μνήμης τοῦ θεορρήμονος ἁγίου Πατρός.
.                       Τῷ ὄντι, ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος, ὁ ἐπικαλούμενος Ναζιανζηνός, ἕνεκεν τῆς καταγωγῆς του ἀπό τήν Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας, τυγχάνει ἕνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους ἁγίους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁλόκληρος ὁ τέταρτος αἰῶνας χαρακτηρίστηκε «χρυσοῦς αἰῶνας» τοῦ χριστιανισμοῦ, χάρις στούς μεγάλους Καππαδόκες Ἱεράρχες καί τόν Χρυσόστομο συνάμα, οἱ ὁποῖοι ἐπεστράτευσαν ὅλες τίς δυνάμεις τους, τίς γνώσεις τους καί τήν ἐνάρετη βιοτή τους, προκειμένου νά φανερώσουν στούς ἀνθρώπους τά θεῖα μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
.                       Εἰδικότερα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, «πεπροικισμένος ἐκ φύσεως δι᾽ ἐκτάκτων πνευματικῶν χαρισμάτων», κατέστη πηγή θεολογίας καί ἐνδιαίτημα ὑψηλῆς θεωρίας, «κηρύττοντας Ἰησοῦν Χριστόν» καί στηλιτεύοντας τήν πλάνη τῶν δυσσεβῶν. Κατ᾽ ἄριστον τρόπον συνεδύασε «θεωρία» καί «πράξη», δόγμα καί ἦθος, σοφία καί ἐνάρετο βίο. Ἔλαβε δέ τόν ὕψιστο τίτλο τοῦ θεολόγου, μέ τήν οὐσιαστική ἔννοια τοῦ ὅρου, μετά τόν Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη καί ἔτσι παρέμεινε στήν ἱστορία. Ὁ ἴδιος θά πεῖ: «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτὲ καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε, διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξίς γαρ ἐπίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ’, Περὶ δόγματος, 12). Εἶχε ἀποκτήσει βέβαια σπουδαία μόρφωση τῆς θύραθεν καί τῆς χριστιανικῆς παιδείας, σπουδάζοντας στήν Ναζιανζό, στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στήν ἄλλη Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στήν Μεγάλη πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας καί στό «ἰοστεφές ἄστυ», τήν Ἀθήνα. Συνδέθηκε μέ μία ἀληθινή φιλία μέ τόν Μέγα Βασίλειο μέχρι τήν κοίμησή του, ὅπου καί ἐξεφώνησε Ἐπιτάφιο λόγο τήν 1-1-382. Ὁ Γρηγόριος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στήν ἄσημη κωμόπολη Σάσιμα, ἐνῶ ἀργότερα ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος, τό 381, τόν ἔφερε ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Κων/λεως, τῆς ὁποίας καί προήδρευσε, ἀλλά ὁ θεσπέσιος Ἱεράρχης παρέμεινε γιά λίγο χρονικό διάστημα στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἀπ᾽ ὅπου παραιτήθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως ἐκφώνησε καί τόν περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» ἐνώπιον τῶν Ἐπισκόπων.
.                       Ἀπό τά πλεῖστα συγγράμματά του μοναδικοί παραμένουν στήν ὅλη δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐμπνευσμένοι πέντε θεολογικοί λόγοι του, ἤτοι οἱ: Κατὰ Εὐνομιανῶν, περὶ θεολογίας, περὶ Υἱοῦ δύο λόγοι καὶ περὶ Ἁγ. Πνεύματος. Αὐτοί οἱ λόγοι ἐκφωνήθηκαν στήν Κων/πολη καί στό μικρό Ναό τῆς Ἀναστάσεως (ἤ Ἁγίας Ἀναστασίας), μέ τούς ὁποίους κυριολεκτικά στήριξε πνευματικά, κατήχησε καί δίδαξε τούς ὀρθοδόξους πιστούς σέ μία πολύ δύσκολη χρονική περίοδο γιά τήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστόν, ὅτι σ᾽ αὐτούς τούς λόγους του ὁ Γρηγόριος, μέ ἀπαράμιλλη θεολογική δύναμη, κατανικᾶ τόν αἱρετικό Εὐνόμιο καί διακηρύττει, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «συνάναρχος καὶ συναΐδιος τῷ Πατρί» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα «ὁμοούσιον τῷ Πατρί», σέ ἀντίθεση μέ τούς αἱρετικούς πνευματομάχους.
.                         Στό παρόν ἄρθρο μου, ὅμως, θά μείνουμε στό εἶδος ἐκεῖνο τῶν ἔργων του, πού ὀνομάζονται Ἐπιτάφιοι Λόγοι. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θεωρεῖται, μάλιστα, ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε στήν ἐκκλησιαστική γραμματεία, τό εἶδος αὐτό τῆς φιλολογίας καί ρητορίας, ἤτοι τούς Ἐπιταφίους Λόγους, βασιζόμενος βέβαια στήν κλασική ρητορική τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος καί δή τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου οἱ Ἐπιτάφιοι Λόγοι ἄρχισαν πρός τιμήν τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων καί συνεχίστηκαν πρός ἀπόδοσιν ἀτομικῶν τιμῶν. Ἄλλωστε ἀπ᾽ αὐτούς τούς προχριστιανικούς χρόνους γνωρίζουμε σπουδαίους Ἐπιταφίους Λόγους ἤ ἀποσπάσματα αὐτῶν, ὅπως τοῦ Λυσία, τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Ὑπερείδου, τοῦ Γοργία, τοῦ Περικλέους, τοῦ Ἰσοκράτους, τοῦ Μενάνδρου κ.ἄ. καί βέβαια γνώστης αὐτῶν ἦταν ὁ λίαν πεπαιδευμένος Ἱεράρχης Γρηγόριος. Ὁ ἴδιος δέν ἀρκέστηκε ὡστόσο στήν ὅλη ρητορική δομή ἑνός Ἐπιταφίου Λόγου, ἀλλά προχώρησε, ὡς χριστιανός ρήτορας, στήν μετάδοση καί ἑνός πνευματικοῦ μηνύματος πρός τούς ἀκροατές του, ἐξ ἐπόψεως χριστιανικῆς διδασκαλίας.
.                       Σώζονται οἱ κάτωθι Ἐπιτάφιοι Λόγοι τοῦ σοφοῦ Ἱεράρχου: Εἰς Καισάριον ἐπιτάφιος. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Κασαρίου, τέλη τοῦ 368. Εἰς Γοργονίαν ἐπιτάφιος. Μετά τόν θάνατο τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, τέλη τοῦ 370. Ἐπιτάφιος εἰς τόν πατέρα. Πρόκειται γιά τόν πατέρα του, ἐπίσης ὀνόματι Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ τήν ἄνοιξη τοῦ 374. Καί, εἰς τόν Μ. Βασίλειον Ἐπιτάφιος, ὁ ὁποῖος ἐλέχθη στήν Καισάρεια τήν 1-1-382.

* * *

.                       Ἀπ’ ὅλους αὐτούς, θά μείνουμε σέ ἕνα Ἐπιτάφιο Λόγο, ἐκεῖνον πρός τόν ἀδελφό του, τόν Καισάριο. Κατ’ ἀρχήν, βέβαια, ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου, ὀνόματι Γρηγόριος καί Νόννα, ἦσαν θεοσεβεῖς καί ἀπέκτησαν τρία τέκνα, τήν Γοργονία, τόν Γρηγόριο καί τόν Καισάριο. Καί ἡ μέν Γοργονία ἀνεδείχθη ἁγία γυναίκα τῆς προσευχῆς καί τῶν ἀγαθῶν ἔργων φιλανθρωπίας, ὁ δέ Καισάριος σπούδασε στήν Ἀλεξάνδρεια πολλές ἐπιστῆμες, ἀλλά κυρίως ἰατρική καί διετέλεσε ἀνώτερος αὐλικός ὑπάλληλος. Διακρίθηκε γιά τήν ἐντιμότητά του, τό φιλάνθρωπον τῆς προσωπικότητός του, τήν προσφορά του πρός τούς ἐνδεεῖς, τήν ἀσκητική καί ἁγία βιοτή.
.                       Ἀπ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν Ἐπιτάφιο Λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πρός τόν κοιμηθέντα μικρότερο ἀδελφό του, παραθέτουμε μερικές ἐξαιρετικές περικοπές, ἐξόχως διδακτικές. Ὁ λόγος εὑρίσκεται στήν Ἑλληνική Πατρολογία, τ. 35, 756-788 καί σέ ἄλλες ἐκδόσεις, ὅπως καί στήν ΕΠΕ, 48, Θεσ/νίκη 1980, ἀπ’ ὅπου μεταφέρουμε καί τήν μετάφραση στή νεοελληνική τοῦ ἀξιόλογου φιλόλογου Ἰγνατίου Σακαλῆ.

* * *

.                       Κατ’ ἀρχήν, στό Προοίμιο, λέγει, ὅτι θά θρηνήσουμε τόν ἀπελθόντα ἀδελφόν του, ἀλλά «οὔτε ἐπαινεσόμεθα πέρα τοῦ μέτρου καὶ πρέποντος». Δέν θά προχωρήσει οὔτε σέ «ἀναλγησία», οὔτε σέ «ἀμετρία». Λέγει δέ, πολύ χαρακτηριστικά, ὅτι «τὴν ὀφειλομένην τοῖς ἀλγοῦσι παράκλησιν ἐπιθήσομεν καὶ μεταθήσομεν τὴν λύπην ἀπὸ τῆς σαρκὸς καὶ τῶν προσκαίρων ἐπὶ τὰ πνευματικὰ καὶ ἀΐδια». Καί βέβαια, μόνον ἕνας θεόπνευστος καί δεινότατος χριστιανός ρήτωρ, ὡς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θά μποροῦσε νά ἐπιτύχει τό δυσκολότατο τοῦτο ἐγχείρημα, ὅταν μάλιστα ὁ νεκρός εἶναι κατά σάρκα συγγενής του καί παρόντες εἶναι καί οἱ γονεῖς τοῦ κεκοιμημένου.
.                       Στή συνέχεια πλάθει τό ἐγκώμιον, ἀρχίζοντας ἀπό τούς γονεῖς, ἤτοι τόν πατέρα του Γρηγόριο, τήν μητέρα του Νόννα, μιλῶντας γιά τήν εὐσέβειά τους, παρ’ ὅτι γιά πολλά ἄλλα μποροῦσε νά τούς ἐπαινέσει. «Πολλῶν καὶ μεγάλων ὑπαρχόντων εἰς εὐφημίαν, λέγει, ἓν μέγιστον ἁπάντων καὶ ὥσπερ ἄλλο τι ἐπίσημόν ἐστιν ἡ εὐσέβεια». Οἱ γονεῖς αὐτοί, συνεχίζει, θησαύρισαν στά παιδιά τους, τήν οὐράνια λαμπρότητα, ὡσάν τήν πιό πολύτιμη κληρονομιά, ἤτοι «κλῆρον μέγιστον τοῖς παισὶ τὴν ἐκεῖθεν λαμπρότητα θησαυρίζοντες».
.                       Ἀκολούθως ὁμιλεῖ γιά τίς λαμπρές σπουδές τοῦ Καισάριου στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου λέγει: «… Ἐκεῖνος ἐγκατεστάθηκε εἰς τήν πόλιν τοῦ Ἀλεξάνδρου, πού ἦταν καί τότε καί τώρα τό ἐργαστήριον κάθε παιδείας. Ποῖον πρῶτον καί ποῖον μέγιστον ἀπό τά προτερήματά του νά ἀναφέρω; Τί νά παραλείψω, ὥστε νά μήν ἀδικήσω ἀπέραντα τόν λόγον μου; Ποῖος ἦταν περισσότερον ἀπό ἐκεῖνον ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν δασκάλων του; Ποῖος ἦταν πιό ἀγαπητός εἰς τούς συνομηλίκους του; Ποῖος περισσότερον ἀπό αὐτόν ἀπέφυγε τήν συντροφιά καί τήν συναναστροφήν τῶν φαύλων; Καί ποῖος ἐπεδίωξε περισσότερον τήν συναναστροφήν τῶν ἀρίστων καί μάλιστα τῶν πιό εὐυπολήπτων καί γνωστῶν ἀπό τούς πατριώτας μας; Καί τοῦτο ἐπειδή ἐγνώριζε ὅτι καί οἱ συναναστροφές δέν συντελοῦν ὀλίγον εἰς τήν ἀρετήν ἤ εἰς τήν κακίαν. Δι᾽ αὐτά ὅλα, ποῖος ἦταν ἄλλος ἀπό αὐτόν πολυτιμότερος διά τούς ἄρχοντας; Ποῖος ἦταν γνωστότερος εἰς ὁλόκληρον τήν πόλιν ἀπό αὐτόν διὰ τήν σωφροσύνην καί πιό ἀκουστὸς διὰ τὰς γνώσεις του, ἄν καί ἐξ αἰτίας τοῦ μεγέθους της περνοῦν ὅλοι ἀπαρατήρητοι μέσα εἰς αὐτήν;».
.                       Ἀναφέρει στή συνέχεια, συγκεκριμένα τίς σπουδές του, στή γεωμετρία, ἀστρονομία, ἀριθμητική καί τήν ἰατρική, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θαυμασία». Συνεχίζει διηγούμενος τήν ἐξάσκηση τῆς ἰατρικῆς τέχνης στήν Κων/πολη, τήν ὁποία ἐπετέλεσε εἰδικότερα στήν αὐτοκρατορική αὐλή ἐπί Κωνσταντίου, ἀλλά συνάμα κάμνει λόγον καί γιά τόν εὐσεβῆ χαρακτῆρα του καί τό φιλάδελφον τοῦ ἤθους του. Λέγει: «φέρε μηδὲ τοῦτο τῶν Καισαρίου καλῶν παρέλθωμεν, ὅ τοῖς μὲν ἄλλοις ἴσως μικρὸν καὶ οὐδὲ μνήμης ἄξιον, ἐμοὶ δὲ καὶ τότε καὶ νῦν μέγιστον ἔδοξεν εἴπερ τῶν ἐπαινετῶν ἡ φιλαδελφία καὶ οὐ παύσομαι τιθεὶς ἐν πρώτοις».
.                       Ὅπως δέ συνεχίζει ὁ Γρηγόριος νά ἐγκωμιάζει τόν Καισάριο, λέγει γι’ αὐτόν, ὅτι δέν τόν ἐπηρέαζαν οἱ ποικίλες τιμές καί πρόσκαιρες δόξες, ἀλλά ἴσχυε τό «πρῶτον ἦν εἰς ἀξίωμα χριστιανὸν καὶ εἶναι, καὶ ὀνομάζεσθαι». Θεωροῦσε ὁ Καισάριος ὅλες τίς τιμές καί τίς γήϊνες δόξες ὡς «παιδιὰ καὶ λῆρος», δηλ. παιχνίδι καί φλυαρία. Ὡστόσο, τόν Κωνστάντιον διεδέχθη στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ μισόχριστος Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, ὁ ὁποῖος ἐπίεζε καί ἐξεβίαζε τόν ἄριστο ἰατρόν Καισάριον, ν’ ἀπαρνηθεῖ τήν χριστιανική πίστη του, πλήν ὅμως, οὐδέν ἐπέτυχε, παρά μόνον τήν ἀποπομπή του. Ὁ Γρηγόριος τό ἀναφέρει τοῦτο μέ ἐπαινετικά λόγια: «ὡς δὲ πάσας αὐτοῦ τὰς ἐν τοῖς λόγοις πλοκὰς διαλύσας, καὶ πεῖραν ἅπασαν ἀφανῆ τε καὶ φανεράν, ὥσπερ τινὰ παιδιὰν παρωσάμενος, μεγάλῃ καὶ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ τὸ Χριστιανὸς εἶναι τε καὶ μένειν ἀνεκήρυξεν, οὐδὲ οὕτω μὲν παντελῶς ἀποπέμπεται». Μετά ὅμως τόν θάνατον τοῦ Ἰουλιανοῦ ὁ Καισάριος ἐπανῆλθε στήν Κων/πολη καί μάλιστα ἀργότερα διορίστηκε γιά τήν ἐντιμότητά του «ἐπιμελητής θησαυρῶν καί ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων». Κατακλείει δέ, τό πρῶτο μέρος τοῦ λόγου του, ὁ ἅγιος, μέ τοῦτα τά καταπληκτικά λόγια: «… Τὸν προπέμπομεν μὲ ὕμνους, τὸν συνοδεύουν βήματα Μαρτύρων, τὰ ὅσια χέρια τῶν γονέων του τὸν τιμοῦν καὶ ἡ λαμπρὰ συμπεριφορὰ τῆς μητέρας, ποὺ εἰς τὴν θέσιν τῆς συμφορᾶς προβάλλει τὴν εὐσέβειαν. Ἡ πίστις νικᾷ τὰ δάκρυα, οἱ ψαλμοὶ καθησυχάζουν τοὺς θρήνους καὶ ἀπολαμβάνει τὰ ἄξια βραβεῖα τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς, ποὺ τὸ Πνεῦμα τῆς ἔδωσε μὲ τὸ Βάπτισμα τὴν ἀρχικὴν μορφήν της».

* * *

.                       Στό δεύτερο μέρος τοῦ Ἐπιταφίου Λόγου του, ὁ ἱερός Πατήρ, μέ ἀπαράμιλλη ρητορική τέχνη, μέ βάθος θεολογικοῦ στοχασμοῦ, ἀπευθύνεται τώρα πρός τόν κοιμηθέντα ἀδελφόν του Καισάριον καί λέγει ὡραιότατα: «… Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ ἐμένα, Καισάριε, τὸ σάβανόν σου. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀπαρχὲς τῶν λόγων μου· μὲ κατηγοροῦσες συχνὰ ὅτι τοὺς ἔκρυβα καὶ ἦταν νὰ τοὺς ἀποκαλύψῃς εἰς τὴν περίπτωσιν τὴν ἰδικήν σου. Αὐτὸς εἶναι ὁ στολισμός σου ἀπὸ ἐμένα καὶ γνωρίζω καλὰ πὼς εἶναι ἀπὸ κάθε στολισμὸν προτιμότερος. Δὲν ἀγαποῦσες τὰ ἁπαλὰ καὶ χυτὰ μεταξωτά, ποὺ δὲν σοῦ ἐπροξενοῦσαν χαράν, ὅπως προξενοῦν εἰς τοὺς πολλούς, ὅταν ἤσουν βουτηγμένος εἰς αὐτά, ἀλλὰ εἶχες στολίδι σου τὴν ἀρετήν. Δὲν ἀγαποῦσες τὰ διάφανα λινὰ οὔτε τὰ ἀκριβὰ ἀρώματα. Οὔτε τὰ διάφορα μικροπράγματα τὰ ἀγαπητὰ εἰς τοὺς μικροὺς ἀνθρώπους, ποὺ σήμερα θὰ τὰ ἔκρυβε ὅλα ἡ πικρὴ αὐτὴ πλάκα…».
.                       Καὶ σέ μία ὑπέροχη ἀποστροφή τοῦ λόγου του λέγει: «… τὸ δὲ ἐμὸν δῶρον λόγος», πού οἱ ἐπερχόμενες γενιές θά τόν σεβαστοῦν καί θά τόν φυλάξουν καί θά σέ ἐνθυμοῦνται. Ὁ λόγος αὐτός θά κρατεῖ πάντα στίς ἀκοές καί στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων αὐτόν πού τιμοῦμεν, δηλαδή τόν Καισάριον, καταλήγει ὁ ἱερός πατήρ. Καί πράγματι, ἰδού, ἔπειτα ἀπό τόσους αἰῶνες διαβάζουμε, μελετοῦμε καί παρουσιάζουμε τόν Ἐπιτάφιον αὐτόν Λόγον.
.                       Λέγει, κατόπιν, ὁ Γρηγόριος ὑπέροχα λόγια γιά τήν ἄνοδο τοῦ Καισάριου στούς οὐρανούς, κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ: «…Ἐσὺ ὅμως τώρα εὑρίσκεσαι εἰς τοὺς οὐρανούς, θεῖον καὶ ἱερὸν πνεῦμα, μέσα εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἀσυλλήπτους δι᾽ ἡμᾶς· ἀναπαύσου καὶ παρακολούθησε τὸν χορὸν τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν δικαίων τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα. Ἢ μᾶλλον θά μετέχῃς καὶ ἐσὺ εἰς τὸν χορὸν καὶ τὴν ἰδίαν θὰ νιώθῃς χαρὰν καὶ θὰ γελᾷς μὲ ὅλα τὰ ἰδικά μας ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ὅ,τι ἀποκαλοῦμε πλούτη, μὲ τὰ ἀσήμαντα ἀξιώματα, τὶς ψεύτικες τιμές, τὴν ἀπάτην τῶν αἰσθήσεων, τὸ γύρισμα τῆς ζωῆς αὐτῆς, τὴν σύγχυσίν μας καὶ τὴν ἄγνοιαν, καθὼς σὲ νυχτερινὴν μάχην. Θὰ εἶσαι εἰς τὸ πλάϊ τοῦ μεγάλου Βασιλέως καταπλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ ἐκεῖ φῶς. Αὐτοῦ τοῦ φωτὸς ὀλίγον ἀντιφέγγισμα δεχθήκαμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ ἐκεῖ, ὅσον νὰ διακρίνωμε ἀνάμεσα ἀπὸ καθρέφτες καὶ αἰνίγματα καὶ παρακαλοῦμε, ἔπειτα ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτήν, νὰ συναντήσωμε τὴν ἰδίαν τὴν πηγὴν τοῦ φωτός, ἀντικρύζοντας μὲ καθαρὸν νοῦν τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν. Θὰ εἶναι αὐτὸς ὁ μισθός μας διὰ τὴν φιλόπονον ἐδῶ ἐπιδίωξιν τοῦ καλοῦ, ἡ πλήρης μετοχὴ ἐκεῖ εἰς τὸ καλὸν καὶ ἡ θέα, ποὺ τὰ ἱερά μας βιβλία καὶ οἱ μύσται τοῦ θείου ὁρίζουν ὡς κατάληξιν τῆς ψυχικῆς μας πορείας».

* * *

.                       Στή συνέχεια κάμνει λόγο γιά τό παροδικό καί πρόσκαιρο τοῦ παρόντος βίου καί γιά τήν ματαιότητα, λέγοντας ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ὡς «ὄναρ οὐχ ἱστάμενον, φάσμα τι (=φάντασμα) μή κρατούμενον, πτῆσις ὀρνίου παρερχομένου, ναῦς ἐπὶ θαλάσσης ἴχνος οὐκ ἔχουσα, κόνις, ἀτμίς, ἑωθινὴ δρόσος, ἄνθος καιρῷ φυόμενον, καὶ καιρῷ λυόμενον», κλείνοντας μέ τήν τοῦ Δαυΐδ φράση: «Ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ, ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει» (Ψ. 102, 15) καί τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ τήν ἄλλη σπουδαία φράση: «Πάντα ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. Κεφ. Α’, 2).

* * *

.                       Προχωρεῖ στόν Ἐπιτάφιον Λόγον του μέ τήν παραμυθία, τήν παρηγορία καί παράκληση καί συγχρόνως συμβουλεύει τό ἀκροατήριο: «Φέρε δέξασθε παράκλησιν…. μὴ τοίνυν πενθῶμεν Καισάριον…»· «… Ἂς θρηνοῦμε τὸν ἑαυτόν μας διὰ ὅσα ἐχάσαμε καὶ δι᾽ αὐτὰ ποὺ μᾶς περιμένουν, ἂν δὲν ἀκολουθήσωμε τὴν μερίδα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν σπεύσωμεν πρὸς τὴν ζωὴν τοῦ οὐρανοῦ, παραδίδοντας ὁλόψυχα τὸν ἑαυτόν μας εἰς τόν Θεόν καὶ παρατρέχοντας ὅσα τρέχουν καὶ φεύγουν. Πρέπει νὰ ἐγκαταλείψωμε τὴν γῆν, ἐνῷ ἀκόμη ζοῦμε ἐπάνω εἰς αὐτὴν καὶ νὰ ἀκολουθήσωμε εἰλικρινὰ τὸ Πνεῦμα, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω».
.                       Λέγει δέ κατόπιν ὅτι τό «μεῖζον φάρμακον», γιά τήν παρηγορία ὅλων, εἶναι ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί προσθέτει ὅτι στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅταν θά ἠχήσει ἡ «ἐσχάτη σάλπιγγα», τότε «Καισάριον αὐτὸν ὄψομαι, μηκέτι ἐκδημοῦντα, μηκέτι φερόμενον, μηκέτι πενθούμενον, μηκέτι ἐλεούμενον, λαμπρόν, ἔνδοξον, ὑψηλόν· υἱός μοι κατ᾽ ὄναρ ὤφθης πολλάκις, ὦ φίλτατε ἀδελφῶν ἐμοὶ καὶ φιλαδελφότατε».
.                       Κατακλείει δέ τόν λόγον του, ὁ σοφός Ἱεράρχης καί θεῖος ποιμήν, ὁ θεολόγος Γρηγόριος, ἀναπέμποντας μία ὑπέροχη προσευχή: «Ὦ Δέσποτα πάντων καὶ ποιητά, καὶ διαφερόντως τοῦδε τοῦ πλάσματος! Ὦ Θεὲ τῶν σῶν ἀνθρώπων, καὶ πάτερ, καὶ κυβερνῆτα! Ὦ ζωῆς καὶ θανάτου Κύριε! Ὦ ψυχῶν ἡμετέρων ταμία καὶ εὐεργέτα! Ὦ ποιῶν τὰ πάντα, καὶ μετασκευάζων τῷ τεχνίτῃ Λόγῳ κατὰ καιρόν, καὶ ὡς αὐτὸς ἐπίστασαι τῷ βάθει τῆς σῆς σοφίας καὶ διοικήσεως, νῦν μὲν δέχοιο Καισάριον, ἀπαρχὴν τῆς ἡμετέρας ἀποδημίας· εἰ δὲ τὸν τελευταῖον πρῶτον συγχωροῦμεν τοῖς σοῖς λόγοις, οἷς τὸ πᾶν φέρεται· δέχοιο δὲ καὶ ἡμᾶς ὕστερον ἐν καιρῷ εὐθέτῳ, οἰκονομήσας ἐν τῇ σαρκὶ ἐφ’ ὅσον ἂν ᾗ συμφέρον· καὶ δέχοιό γε διὰ τὸν σὸν φόβον ἑτοιμασθέντας, καὶ οὐ ταρασσομένους, οὐδὲ ὑποχωροῦντας ἐν ἡμέρᾳ τῇ τελευταίᾳ, καὶ βίᾳ τῶν ἐντεῦθεν ἀποσπωμένους, ὃ τῶν φιλοκόσμων ψυχῶν πάθος καὶ φιλοσάρκων, ἀλλὰ προθύμως πρὸς τὴν αὐτόθεν ζωὴν τὴν μακραίωνά τε καὶ μακαρίαν, τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

* * *

.                       Πραγματικά, μέ τόν Ἐπιτάφιο αὐτό λόγο, ἡ «θεία λύρα» ἔκρουσε τίς χορδές τῆς ψυχῆς τῶν ἀκροατῶν του. Τούς παρηγόρησε. Τούς δίδαξε. Πρόκειται, θά λέγαμε, γιά μία σπουδαία μελέτη, μέ κεντρικό θέμα τό ρέον τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου καί τήν ἀλήθεια τῆς ἐπουράνιας ζωῆς. Ἕνα ὑπέροχο μεταθανάτιο ἐγκώμιο γιά τόν ἀδελφό του Καισάριο, μέ σοφία, μέ σύνεση, μέ διάκριση, μέ βαθειά πίστη στόν Κύριο. Ἕνας ἀληθινός παραμυθητικός Ἐπιτάφιος Λόγος, πού μόνον ὁ «ποιμενικός αὐλός» τῆς θεολογίας ἑνός Γρηγορίου θά μποροῦσε νά ἐκφωνήσει.
.                       Ἀλλά τίς ἀλήθειες αὐτές, πού διεκήρυξε μέ τόν Λόγο του ὁ ἅγιος Ἱεράρχης, συχνά ἐμεῖς τίς παραγνωρίζουμε, γι᾽ αὐτό καί ἐπαιρόμεθα καί διάγουμε τήν ζωή μας, δουλεύοντας μέ ἐντελῶς γήϊνο φρόνημα. Ὡστόσο, ὀφείλουμε νά συλλογιζόμεθα τόσον τήν ὕπαρξη τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ὅσον καί τῆς μελλούσης ζωῆς καί ἀνταποδόσεως.
.                       Ἡ «θεία λύρα» τοῦ πνεύματος, ἐν προκειμένῳ, θά μᾶς προτρέψει: «Τῶν καλῶν τὸ πρῶτον… ἐστὶν ἀεὶ Θεὸν κτᾶσθαι καὶ γένεσθαι κτῆμα Θεοῦ διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν οἰκειώσεώς τε καὶ ἀναβάσεως» (Ἐπιστολή πρός πρεσβύτερον Σακερδώτα (PG 37, 349).
.                       Ἀληθεύει, συνεπῶς, ἡ μαρτυρία τοῦ Ρουφίνου τῆς Ἀκυηλίας (4ος αἰ.) πού, μετέφρασε Γρηγόριον, στά λατινικά, ὅτι: «Τοῦ Γρηγορίου οὐδὲν οὔτε τοῦ βίου ἐπαινετώτερον καὶ ἁγιώτερον οὔτε τῆς εὐγλωττίας λαμπρότερον καὶ ἐνδοξότερον οὔτε τῆς πίστεως καθαρώτερον καὶ ὀρθότερον οὔτε τῆς ἐπιστήμης πληρέστερον καὶ τελειότερον δύναται νὰ εὑρεθῇ» (PG 35, 92)

,

Σχολιάστε

ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο

Ἕνα μάθημα γιὰ τὸν Χριστό  ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο

Τοῦ  Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

.                      Εἶχε δίκαιο, ὁ ἐθνικός μας ἱστορικός, ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, ὅταν ἔγραφε, ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἀπέβη ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρώων ἤ μᾶλλον ὁ ἡρωϊκώτερος τῶν ἁγίων» (Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. 2, σελ. 510), καί πολύ περισσότερο εἶχε δίκαιο, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν ἔλεγε: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν ἀρετήν ἐπαινέσομαι˙ ταὐτόν γάρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καί ἀρετήν ἐπαινέσαι» (ΒΕΠΕΣ 59, 148). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, εἶναι ἀναντιρρήτως μία ἐκ τῶν περιφανεστέρων προσωπικοτήτων τῆς Ἐκκλησίας. Φλογερός μαχητής καί ὁμολογητής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἔλυσε θεμελιώδη προβλήματα καί θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς τήν φοβερή αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί θεμελίωσε πολύ οὐσιαστικά τήν ὀρθόδοξη χριστιανική τριαδολογία, ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰῶνα. Ὑπέστη βέβαια πολλές διώξεις καί ἐξορίες, ἀλλά πάντοτε παρέμενε μέ ἀκατάβλητο θάρρος, μέ ἀδαμάντινο χαρακτῆρα, μέ ἀκλόνητη πίστη, μέ ἀκάματη σταθερότητα στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἐκοιμήθη τό 373, δράσας ὡς Ἐπίσκοπος 45 ὁλόκληρα ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων διῆλθε πλέον τῶν 15 στήν ἐξορία. Στίς 18 Ἰανουαρίου τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ μνήμη του καί στίς 2 Μαΐου ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

* * *

.                       Ὡστόσο, στίς ἡμέρες μας ἑλκύει τήν προσοχή μας ἕνα θέμα στό ὁποῖο χρειάζεται πολλή καθοδήγηση καί χριστιανική μόρφωση καί αὐτό τό θέμα εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό Πανάγιον Πρόσωπον, τό ὁποῖο συνεχῶς βάλλεται ἤ κακοποιεῖται ἤ ἐμπαίζεται ἤ δέχεται τά πυρά τῆς τυραννίας τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Ἐπί πλέον κυκλοφορεῖ καί μία ἀντιευαγγελική ρητορική καί φρασεολογία περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πολύς κόσμος ἐξακολουθεῖ νά βρίσκεται σέ ἄγνοια ἤ ἡμιμάθεια ἤ καί σέ ἀποξένωση ἀπό τό θεανδρικό Πανάγιον Πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
.                       Κατά συνέπειαν, τυγχάνει ἀρήδιλος ἀνάγκη νά ἀναθερμανθεῖ ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ Μοναδικοῦ Λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Πλεῖστοι λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό Α καί τό Ω πάσης θεωρίας καί πάσης ζωῆς, ὅτι εἶναι γιά τόν καθένα μας τό Φῶς, ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωή, τό Ὕδωρ, ἡ Ἀνάστασις, ἡ Ἀγάπη, ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς μας. Λησμονοῦμε ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον τοῖς ἀνθρώποις, ἐν ὧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’,12). Καί τό Ὄνομα, «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα» εἶναι ὁ Χριστός. Ἔπειτα ἔχει διαπιστωθεῖ καί τοῦτο, ὅτι λόγος περί Θεοῦ ἤ περί θρησκείας ἀσφαλῶς καί γίνεται. Ἀλλά λόγος περί τοῦ Χριστοῦ ἀποφεύγεται. Ὁδηγούμεθα ὀλίγον κατ’ ὀλίγον σέ μία ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή θεωρεῖται πολλάκις ἐμπόδιο γιά τήν ἀνομία μας, γιά τήν ἐπιβολή τῆς πολύμορφης ἁμαρτίας. Ὁ Χριστός βρίσκεται σέ ἐξορία, μακράν τοῦ ἰδιωτικοῦ, οἰκογενειακοῦ, ἐπαγγελματικοῦ καί δημόσιου βίου. Ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος καί ὑλόφρων ἄνθρωπος διαπιστώνουμε ὅτι δέν θέλει τόν Χριστό στή ζωή του.

* * *

.                       Γι’ αὐτό, ἀξίζει νά ἀφήσουμε τόν Μέγα Ἀθανάσιο νά μᾶς ὁδηγήσει καί πάλιν στή ζῶσα χριστοκεντρικότητα. Ὁδηγός εἶναι τά σπουδαιότατα συγγράμματά του. Σ’ αὐτά, κυρίως στό «Περί ἐνανθρωπήσεως», στό «Κατά ἀρειανῶν Α´ – Γ´», στό  «Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου» ἀλλά καί σέ ὁμιλίες του ὅπως «Εἰς τό πάθος τοῦ Κυρίου καί εἰς τόν Σταυρόν», ὁ σοφός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀληθῶς, ἔρχεται καί μᾶς καθοδηγεῖ στήν σώζουσα ἀλήθεια περί τοῦ Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ μέγας αὐτός Ἱεράρχης στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καθ’ ὅτι γράφει: «Οἱ Γραφές διά θεολόγων ἀνδρῶν παρά Θεοῦ ἐλαλήθησαν καί ἐγράφησαν˙ ἡμεῖς δέ παρά τῶν αὐταῖς ἐντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οἵ καί μάρτυρες τῆς Χριστοῦ θεότητος γεγόνασι, μαθόντες μεταδίδομεν» (Περί ἐνανθρωπήσεως, PG 25, 196).

* * *

.                         Ἔπειτα, ἄν στήν αἱρετική του δοξασία, ὁ δυσσεβής ἐκεῖνος Ἄρειος, διεκήρυττε ὅτι, «ὅπως ὅλα τά κτίσματα, ἔτσι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα καί ποίημα καί ὅπως ὅλα δέν ἦσαν πρότερον ἐξ  ἀρχῆς, ἀλλ’ ἔγιναν ὕστερον, ἔτσι καί Αὐτός, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἦτο κάποτε καιρός, κατά τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε, ἀλλ’ ἔχει καί Αὐτός ἀρχή», ὁ θεοφόρος Μέγας Ἀθανάσιος ἔρχεται καί ἀντικρούει, θεολογεῖ καί θεμελιώνει τήν Χριστολογία, ὅπως τήν ἐξέφρασε καί διετύπωσε κατόπιν ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 325 στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Χρησιμοποίησε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος τίς σπουδαιότατες ἐκφράσεις «γέννημα τῆς οὐσίας», «Υἱός φύσει μονογενής», «φύσει καί ἀληθινός Υἱός», «Λόγος ἐστίν ἀΐδιος φύσει τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός» τίς ὁποῖες καί διαβάζουμε στό «Κατά ἀρειανῶν», δεύτερο ἔργο του. Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τελικά, μέ τήν θεολογική συνδρομή τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου δογμάτισε τά σχετικά γνωστά ἄρθρα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως περί τοῦ Χριστοῦ καί περαιτέρω ἀπεφάνθη τόν ἀφορισμόν εἰς τούς λέγοντας: «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» καί «πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν» καί ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐγένετο, ἤ «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως» ἤ «οὐσίας» ἤ «κτιστόν» ἤ «τρεπτόν» ἤ «ἀλλοιωτόν» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Ὁ θεόπνευστος Ἀθανάσιος μέ τήν ὅλη του παιδεία, πραγματικά θεολόγησε γιά νά κατανοηθοῦν σαφῶς οἱ δύσκολες ἔννοιες καί λέξεις: Θεός καί Υἱός, γέννησις καί αἰωνιότητα, ὁμοούσιον καί ὑπόστασις, ἡ ἐκ Πατρός γέννησις καί ἡ ἐν χρόνῳ γέννησις, ἡ ἐνανθρώπησις, ἡ ἐν Χριστῷ κένωσις κ.ἄ.

* * *

.                         Ἕνα ἀκόμη σημαντικό σημεῖο τῆς χριστολογίας τοῦ Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἀναφέρουμε εἶναι ἡ σύναψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλως ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας του. Δηλαδή, γράφει, πολύ χαρακτηριστικά, ὁ ἱερός Πατήρ καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι: «Εἰ κτίσμα ἦν ὁ Υἱός, ἔμενεν ἄνθρωπος οὐδέν ἧττον θνητός, μή συναπτόμενος τῷ Θεῷ. Οὐ γάρ κτίσμα συνῆπτε τά κτίσματα τῷ Θεῷ, ζητοῦν καί αὐτό τόν συνάπτοντα˙ οὐδέ τό μέρος τῆς κτίσεως σωτηρία τῆς κτίσεως ἄν εἴη, δεόμενον καί αὐτό σωτηρίας… κατά τήν συγγένειαν τῆς σαρκός ἠλευθερώθημεν καί λοιπόν συνήφθημεν καί ἡμεῖς τῷ Λόγῳ» (Κατά ἀρ. Β’ 69) καί ἔπειτα: «Οὐκ ἄν ἐθεοποιήθη ὁ ἄνθρωπος, εἰ μή φύσει ἐκ τοῦ Πατρός καί ἀληθινός καί ἴδιος αὐτοῦ ἦν ὁ Λόγος ὁ γενόμενος σάρξ. Διά τοῦτο γάρ τοιαύτη γέγονεν ἡ συναφή, ἵνα τῷ κατά φύσιν τῆς θεότητος συνάψῃ τόν φύσει ἄνθρωπον καί βέβαια γένηται ἡ σωτηρία καί ἡ θεοποίησις αὐτοῦ» (ὅπ. παρ. 70).
.                      Ἔτσι ἔχει παραμείνει στή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τό μέγα ἀπόφθεγμά του ὅτι: «ὁ Λόγος ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (PG 25, 192). Αὐτά τά λόγια σαφῶς καί καταφάσκουν τήν σωτηριολογική χριστολογία τοῦ θεοφόρου πατρός.

* * *

.                        Ἕνα δέ τελευταῖο σημεῖο, ἄξιο προσοχῆς, τῆς διδασκαλίας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου εἶναι καί ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ θανάτου, διότι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐννοεῖται ὅτι ἔχει ὡς προϋπόθεση τόν θάνατο τῆς μεταπτωτικῆς φθορᾶς. Ἔτσι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «συνιδών ὅτι ἄλλως οὐκ ἄν λυθείη τῶν ἀνθρώπων ἡ φθορά, εἰ μή διά τοῦ πάντως ἀποθανεῖν, οὐχ οἷον τε δέ ἦν τόν Λόγον ἀποθανεῖν, ἀθάνατον ὄντα καί τοῦ Πατρός Υἱόν, τούτου ἕνεκεν τό δυνάμενον ἀποθανεῖν ἑαυτῷ λαμβάνει σῶμα, ἵνα τοῦτο τοῦ ἐπί πάντων Λόγου μεταλαβόν, ἀντί πάντων ἱκανόν γένηται τῷ θανάτῳ καί διά τόν ἐνοικίσαντα Λόγον ἄφθαρτον διαμεῖναι καί λοιπόν ἀπό πάντων ἡ φθορά παύσηται τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι» (PG 25, 112). Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησίν Του «ἠφάνισε τόν θάνατον» καί θά γράψει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ὅθεν, ὁ Χριστός, εἰκότως ἔλαβε σῶμα θνητόν, ἵνα καί ὁ θάνατος ἐν αὐτῷ λοιπόν ἐξαφανισθῆναι δυνηθεῖ καί οἱ κατ’ εἰκόνα πάλιν ἀνακαινισθῶσιν ἄνθρωποι» (ὅπ. παρ. 120). Ἐπέτυχε τελικά τήν ἀφθαρσία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, καθ’ ὅτι ὁ Χριστός «εἰ καί ἀπέθανε (τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ) διά τό ὑπέρ πάντων λύτρον, ἀλλ’ οὐκ οἶδε φθοράν. Ὁλόκληρον γάρ ἀνέστη, ἐπεί μηδέ ἄλλου τινός ἀλλ’ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἦν τό σῶμα» (ὅπ. παρ. 133). Ὁ Κύριος εἶναι, λοιπόν, ἡ αὐτοζωή, ἡ Ἀνάστασις καί δώρησε στόν ἄνθρωπο τήν ἀνάσταση. Συγκεκριμένα γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ὕστερον ἐπί σωτηρίᾳ τῶν πάντων ἔλαβε σῶμα καί τήν μέν οἰκουμένην περί Πατρός ἐδίδαξε, τόν δέ θάνατον κατήργησε, πᾶσι δέ τήν ἀφθαρσίαν ἐχαρίσατο διά τῆς ἐπαγγελίας τῆς ἀναστάσεως, ἀπαρχήν ταύτης τό ἴδιον ἐγείρας σῶμα, καί τρόπαιον αὐτό κατά θανάτου καί τῆς τούτου φθορᾶς ἐπιδειξάμενος τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ». (ὅπ. παρ. 152). Καί σ’ ἄλλο σημεῖο ὑπογραμμίζει: «Οὐκ ἀπολλύμεθα διαλυόμενοι, ἀλλ’ ὡς σπειρόμενοι ἀναστησόμεθα, καταργηθέντος τοῦ θανάτου κατά τήν τοῦ Σωτῆρος χάριν» (ὅπ. παρ. 132). Καί γι’ αὐτόν τόν θάνατον, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, θά τονίσει: «Πάλαι μέν γάρ πρίν τήν θείαν ἐπιδημίαν γενέσθαι τοῦ Σωτῆρος, φοβερός ἦν καί αὐτοῖς τοῖς ἁγίοις ὁ θάνατος, καί πάντες τούς ἀποθνήσκοντας ὡς φθειρομένους ἐθρήνουν˙ ἄρτι δέ τοῦ Σωτῆρος ἀναστήσαντος τό σῶμα, οὐκέτι μέν ὁ θάνατος ἐστι φοβερός, πάντες δέ οἱ τῷ Χριστῷ πιστεύοντες, ὡς οὐδέν αὐτόν ὄντα πατοῦσι».

* * *

.                        Μετά ἀπ’ ὅλα αὐτά, οὐδόλως θά πρέπει, οὔτε νά μυθολογοῦμε, οὔτε νά χλευάζουμε «γελῶντες μέ τά ἀχλεύαστα», οὔτε νά λέγουμε ἄτοπα καί ἀθεολόγητα ρήματα, ἀλλά καί οὔτε νά παραβαίνουμε τίς θεῖες ἐντολές. Πρός τόν Σωτῆρα Χριστόν νά προσβλέπουμε, γιατί ὅπως πάλιν γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Τά ψυχικά πάθη περιεῖλε (=καθάρισε) τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός, ὥστε τούς μέν πόρνους σωφρονεῖν, τούς δέ ἀνδροφόνους μηκέτι ξίφους κρατεῖν, τούς δέ δειλία προκατεχομένους ἀνδρίζεσθαι» (ὅπ. παρ. 185). Καί ὡς ἐπίσης διακηρύττει ὁ ἱερός πατήρ, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ «ἕλκων εἰς εὐσέβειαν, πείθων εἰς ἀρετήν, διδάσκων περί ἀθανασίας, εἰς πόθον τῶν οὐρανίων ἐνάγων, ἀποκαλύπτων τήν περί τοῦ Πατρός γνῶσιν, τήν κατά τοῦ θανάτου δύναμιν ἐμπνέων, ἑκάστῳ δεικνύων ἑαυτόν καί τήν τῶν εἰδώλων ἀθεότητα καθαιρῶν». (ὅπ. παρ. 149).

* * *

.                             Πλήν ὅμως, διαπιστώνουμε, μετά πολλῆς θλίψεως, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, καί σήμερα ἔπειτα ἀπό 20 αἰῶνες ἀγνοοῦν καί ἐπισωρεύουν ἀρνητικούς λογισμούς καί δέν κατανοοῦν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Εὑρίσκονται μακράν ἀπό τήν ὀρθή ἀπάντηση στό κορυφαῖο ἐρώτημα: Τί εἶναι ὁ Χριστός; Κατ’ ἀκολουθίαν τοῦ φαινομένου αὐτοῦ καί αὐτή ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται ἀκατανόητη. Καί ἀκόμη περισσότερο, ἡ ὅλη συμπεριφορά ἀλλά καί ἡ διαλεκτική εἶναι ὡς «υἱῶν ἀπειθείας», ἀσεβείας καί ἀνυπακοῆς ὡς πρός τήν τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία. Ἔτσι τό Εὐαγγέλιον παραμένει κλειστό, ἡ θεία ἀποκάλυψη περίεργον τι καί ἡ κατά Χριστόν μάθηση ἀποβαίνει ἐξοβελιστέα. Εἶναι δέ γνωστόν, ὅτι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα κυκλοφοροῦν πολλά βιβλία στή κατηγορία τῶν ἔργων fiction (μυθοπλασία). Εἶναι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας τῶν συγγραφέων μέ ἐντυπωσιακούς ἐμπορεύσιμους τίτλους, πού θέλουν, αὐτά τά βιβλία, νά παρουσιάσουν τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δυστυχῶς τό ἀλλοιώνουν καί τό παραμορφώνουν. Καθίστανται ἔτσι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀσεβεῖς καί ἀνίεροι.
.                         Καλούμεθα, λοιπόν, σέ μία βαθύτερη ἐκ νέου κατανόηση τοῦ θεανδρικού Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη ἐπανακατήχησης καί ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ μας. Ὡς ὡραιότατα ἔχει λεχθεῖ «δέν ὑπάρχουν πολλά ἤ ὀλίγα, οὔτε μικρά ἤ μεγάλα προβλήματα. Τό μόνο πρόβλημα εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ζωή μας». Καί βέβαια, ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ, ἡ προσέγγιση τοῦ Παναγίου Προσώπου Του δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἱστορία τοῦ παρελθόντος, οὔτε μία θεωρητική ἐνατένιση. Εἶναι μία βιωματική προσέγγιση, ἕνας τρόπος ζωῆς, μία μυστηριακή κοινωνία μαζί Του. Μόνον τότε, θά αἰσθανθεῖ ὑπαρξιακά ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό «Φῶς τοῦ κόσμου», ὁ «Ποιμήν ὁ καλός», ὁ «Ἄρτος ὁ ζῶν», ἡ «Ἀνάστασις», ὁ «Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος». Καί ὁ Κύριος συνεχῶς ἔρχεται στή ζωή τοῦ καθενός. Εἶναι ὁ εὐγενέστερος ἐπισκέπτης τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτός ὁ Χριστός, διαβεβαιώνει: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω˙ ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ’, 20).
.                     Ἐξερχόμενοι, λοιπόν, ἀπό τό τῆς Ἀλεξανδρείας σπουδαστήριον, τοῦ πανσόφου Ἱεράρχου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου «ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ» πολιτευσώμεθα.

, ,

Σχολιάστε

«Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΕΙΜΑΖΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΝΑΥΑΓΙΟΝ ΟΥΧ ΥΠΟΜΕΝΕΙ»

«Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΕΙΜΑΖΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΝΑΥΑΓΙΟΝ ΟΥΧ ΥΠΟΜΕΝΕΙ»

Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

.                   Εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανικοί αἰῶνες, εἶχαν ὡς μέγα ζήτημα τήν Τριαδολογία, τήν Χριστολογία καί τήν Σωτηριολογία. Οἱ κοντινοί μας αἰῶνες, ὁ εἰκοστός καί ὁ εἰκοστός πρῶτος, φαίνεται νά ἔχουν ὡς σημαντικό θέμα, τήν Ἐκκλησιολογία. Δηλαδή, ἀναζητεῖται συνεχῶς ἡ ἀπάντηση στό βασικό ἐρώτημα: Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Καί τοῦτο, ἐπειδή ἔρχεται ἐνώπιόν μας μία παρερμηνεία τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, μία λαθεμένη ἀντίληψη τοῦ ἔργου της, μία παρεξήγηση τῆς θέσεως τῶν μελῶν της. Ποικίλες θεωρίες καί ἀπόψεις διατυπώνονται καί μάλιστα κατ’ αὐτάς, οἱ ὁποῖες ὅμως, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τό οὐσιαστικό καί αὐθεντικό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας. Γιά παράδειγμα, ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μόνον ἕνα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ὅπως ὅλα τά ἄλλα σέ μία κρατική ὑπόσταση. Ἄλλοι, θεωροῦν ὅτι εἶναι ἕνα κοινωφελές ἵδρυμα, ἐξαιρετικά χρήσιμο γιά ὑλική βοήθεια πρός τούς πτωχούς καί ἀναγκαῖο γιά διάφορες πολιτιστικές ἐκδηλώσεις. Ἄλλοι, ὅτι εἶναι μία καλή ὀργάνωση γιά συναισθηματική καί ψυχολογική στήριξη τῆς συνοχῆς τῆς κοινωνίας. Καί, βέβαια, γιά ἄλλους, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ὀντότητα μέ συντηρητικό, σκοταδιστικό, ὀπισθοδρομικό πνεῦμα, ἕνα καθεστώς ἀποξενωμένο ἀπό τήν πρόοδο, τήν παγκοσμιοποίηση καί τά σύγχρονα κοσμοείδωλα.
.                   Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω, παρουσιάζεται συχνά τό φαινόμενο τῆς ἀπαξίωσης τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κατασυκοφάντησης, τῆς λοιδορίας, τῆς ἄρνησης, τῆς θέσεώς της στό περιθώριο τοῦ δημόσιου βίου.

* * *

.                   Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία καθίσταται, ὅπως ὁ Κύριός της, «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», καταδιωκωμένη, περιφρονημένη, ἀλλά καί ἀποκαλυπτομένη συγχρόνως ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, πού ποτέ κανείς δέν θά ὑποπτευόταν, ὅτι θά ἦταν δυνατόν νά ἐνδιαφερθοῦν καί νά ἔλθουν κοντά στήν Ἐκκλησία καί νά αἰσθανθοῦν ἐνδόμυχα τήν εὐεργεσία της.
.                   Ὑπάρχει, λοιπόν, σήμερα ζωηρότατο ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό πού ὀνομάζεται Ἐκκλησία, πέρα ἀπό κάθε θρησκειολογική ἔννοια. Γενικά, θά λέγαμε, ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἐκκλησιολογικό ἐνδιαφέρον. Τό ἐρώτημα συνεπῶς εἶναι διαρκῶς ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων. Τί εἶναι τελικά ἡ Ἐκκλησία; Ὡστόσο γιά νά μπορέσει κάποιος νά δεῖ καί νά αἰσθανθεῖ, νά καταλάβει, νά βιώσει τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τί κάνει, ἀρίδηλος ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη νά ὑφίστανται οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις. Χρειάζεται μία ὑπέρβαση τοῦ «ὀρθοῦ λόγου», μία διείσδυση στό «μυστήριο» πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πρέπει κανείς νά προχωρήσει ἀπό τήν νοησιαρχία στό ὑπέρλογο, ἀπό τό ἄγνωστο στή γεύση καί μετοχή καί ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος. Ἄλλως, παραμένει ἔξω τοῦ οἴκου τῆς Ἐκκλησίας.
.                   Καταδεικνύεται, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτό πού νομίζουμε ἤ μέ ποικίλα κατά καιρούς ἰδεολογικά ἤ κοσμικά κριτήρια κατασκευάζουμε ὡς Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πέραν ἀπό καταχωρήσεις περί θρησκείας σέ ἐγκυκλοπαίδειες καί βικιπαίδειες. Ὅπως δέ διαπιστώνουμε -καί κάμνει πολύ ἐντύπωση αὐτό τό γεγονός- ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔγραψαν ἕνα ἔργο, π.χ. «Βίος τοῦ Χριστοῦ», καί δέν ὑπάρχει κάτι τέτοιο στήν ὀρθόδοξη θεολογία, κατά παρόμοιο τρόπο ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε, ὅτι δέν ὑπάρχει καί κάποιος ὁρισμός, γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦνται μόνο λέξεις, ἐκφράσεις καί εἰκόνες πρός δήλωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Μερικές τέτοιες λέξεις εἶναι: Βασιλεία, Βασίλισσα, Νύμφη, Μήτηρ, Ποίμνη, Κιβωτός, Ἄμπελος, Γεώργιον, Οἶκος, Οἰκοδομή, Πύργος, Σκηνή, Λιμήν, Πόλις, Σύνοδος, ἀλλά καί ἐκφράσεις, ὡς Λαός τοῦ Θεοῦ, Κοινωνία ἁγίων, Νέα Ἱερουσαλήμ, Σῶμα Χριστοῦ. Μ’ αὐτές μόνον τίς λέξεις, τίς φράσεις καί τίς εἰκόνες, μποροῦμε κάπως νά προσεγγίσουμε τό θέμα Ἐκκλησία. Ἀξίζει δέ, στό παρόν ἄρθρο, νά μελετήσουμε κυρίως αὐτή τήν τελευταία ἔκφραση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον ὀρθή θεολογικῶς. Θά σταθοῦμε σ’ αὐτή περισσότερο.

* * *

.                   Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κεφαλή τοῦ Σώματος, ὁ Χριστός καί μέλη τοῦ Σώματος εἶναι ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται σέ ὀργανική σχέση καί ἐξάρτηση πρός τήν Κεφαλή αὐτῶν, τόν Χριστόν, καί πρός ἀλλήλους.
.                   Εἰδικότερα, ὅταν ὁμιλοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα Χριστοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «ὀργανισμός», ὁ «θεσμός» ἐκεῖνος -καί κατά συγκατάβασιν χρησιμοποιοῦμε τίς λέξεις «ὀργανισμός» καί «θεσμός», πού διαθέτει ἴδια ζωή, ἴδια μέσα ζωῆς, δέν ἐξαρτᾶται ἔξωθεν καί ἔχει ὡς Ἱδρυτήν, Ἀρχηγόν, Κεφαλήν τόν Χριστόν, Λυτρωτήν καί Σωτῆρα. Λέγεται, λοιπόν, «Σῶμα Χριστοῦ», γιατί εἶναι τό Σῶμα, τό ὁποῖον ἱδρύθηκε, κυβερνᾶται, τρέφεται, στηρίζεται καί σώζεται ἀπό τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία διαρκεῖ καί ζεῖ στούς αἰῶνες, ἀκριβῶς διότι ζεῖ μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ρέει στή Ἐκκλησία, ἡ ζωή αὐτή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τά θεῖα καί ἱερά Μυστήρια, τά δοχεῖα τῆς Χάριτος. Ὡραιότατα γράφει ὁ Ν. Καβάσιλας: «Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἑλκύομε τήν Ἐκκλησία στίς ψυχές μας εἶναι ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων, ἡ λοῦσις (τό βάπτισμα), ἡ χρίσις, ἡ ἀπόλαυσις τῆς ἱερᾶς τραπέζης (Θ. Κοινωνία). Ὅταν τελοῦμε αὐτά τά μυστήρια ἐπιδημεῖ καί ἐνοικεῖ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός, ἀποπνίγει μέσα μας τήν ἁμαρτία καί ἐνσταλάζει τή ζωή καί τή δύναμη καί μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῆς νίκης» (Φιλοκαλία 22, Ν. Καβάσιλας, Λόγος Λ´, σελ. 301).
.                   Τό παράδοξο, μάλιστα, εἶναι, ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν «ὀργανισμό», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως ἔθνους, φυλῆς, φύλου, τάξεως, ἐκπαιδεύσεως, μποροῦν νά ζήσουν ὡς «εἷς ἄνθρωπος» καί συνάμα «ὡς ἐλεύθερα καί ἀνεπανάληπτα πρόσωπα» καί τό ἀκόμη πιό παράδοξο, ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία κοινότητα, πού ἐνῶ ζεῖ «ἐν τῷ κόσμῳ» καί ἔρχεται νά σώσει τόν κόσμο, δέν εἶναι, ἐν τούτοις, «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό καμμία κοσμική ἐξουσία, ἀλλ’ ἔχει δικούς της πνευματικούς νόμους. Ἐπί πλέον, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μία ἄμορφος μάζα, ἀλλά μία κοινωνία ἀνθρώπων, τῶν πιστῶν ἐν Χριστῷ, ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός, ἕνας ἱερός θεσμός, ὁρατός, ἑνιαῖος καί ἱεραρχημένος. Ὡς γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος «Καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν· οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν … ἔχοντες χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα» (Ρωμ. ιβ’, 4-6). Αὐτό εἶναι καί ἀποκαλεῖται ἐκκλησιαστικό σῶμα. Καί στό σῶμα βέβαια αὐτό δέν εἶναι μόνον οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί, ἀλλά ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι χριστιανοί, ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως. Ὅσοι βέβαια, προχώρησαν σέ σχίσμα, αἵρεση ἤ ἀποστασία, αὐτοί, ἀπό μόνοι τους ἔχουν ἐκβάλει τούς ἑαυτούς τους ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
.                   Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μία κοινωνία θρησκολήπτων καί δικαίων, ἀλλά ἕνας ἀγρός πού περιέχει χόρτα καλά, ἀλλά καί ἀγκάθια καί ζιζάνια καί, ὅσον διαρκεῖ ὁ παρών αἰών, ὁ διαχωρισμός ἀναβάλλεται. Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, ξέρει νά περιμένει, νά προσεύχεται, νά πονᾶ γιά τόν κάθε ἁμαρτωλό καί ἀσθενῆ ἄνθρωπο καί μετά χαρᾶς τόν δέχεται γιά νά τόν σώσει καί νά τόν ὁδηγήσει στή θέωση. Κατά συνέπειαν, ἀποτελεῖ οἰκτρά πλάνη νά θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς μία διοικητική πρωτίστως ὀργάνωση, ὡς ἕνα σωματεῖο τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, ὡς μία ΜΚΟ, ὡς ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα.
.                   Ὁ Χριστός, λοιπόν, εἶναι ἡ Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Ἱδρυτής της. Τοῦτο καθ’ ὅτι, κατά τίς ἡμέρες τῆς δημόσιας ζωῆς Του, ὁ Κύριος ἐξέλεξεν τούς Ἀποστόλους του, τούς προητοίμασε, τούς ἐδίδαξε, τούς ἀπέστειλεν, ὅπως καί ὁ Ἴδιος εἶχεν ἀποσταλεῖ παρά τοῦ Πατρός. Τούς ὑπέδειξε τό βάπτισμα ὡς τό μέσον τῆς ἐνσωματώσεως τῶν μελλόντων χριστιανῶν στό Σῶμα Του καί «τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο ἤ μᾶλλον ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», τούς παρέδωκε καί τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐνῷ μετά τήν ἀνάστασίν Του, τούς παρεχώρησε τήν ἐξουσία «τοῦ λύειν καί δεσμεῖν». Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἔθεσε τό θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας Του καί ἀπεκάλυψε στούς μαθητές Του τόν τύπο τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας Του, δηλ. τό σχέδιόν Του νά καταστήσει τήν Ἐκκλησίαν συνέχισιν τοῦ προφητικοῦ (διδασκαλία), τοῦ ἱερατικοῦ (μυστήρια) καί τοῦ βασιλικοῦ (διοίκηση) ἔργου Του.
.                   Ὅλα ὅμως αὐτά, δέν θά εἶχαν τήν ζωή καί τήν δύναμη πού θέλησε ὁ Κύριος νά ἔχουν, ἐάν δέν ἐζωοποιοῦντο ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό τρίτον πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἵδρυσε διά τοῦ ζωοποιοῦ Του αἵματος, ὁ ὑπέρ ἡμῶν σταυρωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, τήν φανέρωσε καί τήν στερέωσε κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδή, μετά τήν εἰς οὐρανούς ἔνδοξον ἀνάληψίν Του, δέν μᾶς ἄφησε μόνους, δέν μᾶς ἐγκατέλειψε. Μᾶς ἔδωκε τήν Ἐκκλησίαν Του. Αὐτό εἶναι τό μέγιστον θεῖον δώρημα.

* * *

.                   Τοιουτοτρόπως, ὁ πιστός μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ζεῖ τήν ὄντως ζωή, τήν ζωή τήν ἐν Χριστῷ, καί γνωρίζει καί ἔχει τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι ἔξω τῆς Ἐκκλησίας διακατέχεται ἀπό στέρηση τῆς ἀληθοῦς ζωῆς. Ὁ εὑρισκόμενος ὅμως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τά βλέπει πλέον ὅλα διαφορετικά, τά γήϊνα καί τά ρέοντα, τίς ἀντιξοότητες καί δοκιμασίες τῆς ζωῆς, αὐτή τήν ἴδια τήν ζωή, καί τό νόημά της, ἀλλά καί τίς ἀσθένειες, τά βάσανα, τίς πίκρες καί αὐτόν ἀκόμη τόν θάνατον. Ὅλα τά ἀντιμετωπίζει ἄλλως πως, γιατί ὑπάρχει ἡ ἄλλη διόπτρα, ἡ πνευματική, μέ τήν ὁποία βλέπει τά τῆς ζωῆς καί τά τοῦ κόσμου τούτου.
.                   Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πιστός, δέν ζεῖ μόνον τήν κατά σάρκα ζωή, ἀλλά καί τήν ἐν Πνεύματι ἁγία ζωή, ἀποξενώνεται ἀπό τόν παλαιό ἑαυτό του χάριν Ἐκείνου. Ἡ πραγματική ψυχή τῆς ζωῆς του, ὁ ἐμψυχωτής του, εἶναι, ὁ νοῦς καί ἡ θέληση Ἐκείνου, τόν ὁποῖο ἔκανε Κύριόν του. Συνεπῶς, ὅταν ὁμιλοῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί ἀνήκουν στόν Χριστό, αὐτό δέν σημαίνει ἁπλῶς ἠθική ὑποταγή, ἀλλά νέα ὄντως «ζωή ἐν αὐτῷ». Σημαίνει ὅτι ἀνήκουν σ’ Αὐτόν οἱ πιστοί ὡς μέλη Του, ὡς “κοινωνοί θείας φύσεως” (Β’ Πέτρ. α’ 4). “Οὐκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλά τῷ ὑπέρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι” (Β’ Κορ. ε’ 15). Ἔτσι, ὡς λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἐκκλησία γὰρ οὐ τοῖχος καὶ ὄροφος, ἀλλὰ πίστις καὶ βίος», δηλαδή τρόπος ζωῆς, ἐμπειρία ζωῆς. Ἔχει πλέον ὁ πιστός ἄλλη βιοτή, τήν ἐκκλησιαστική. Ὁ ἄλλος, δέ, κόσμος πού στέκεται ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει αὐτό, γι’ αὐτό καί συμπεριφέρεται ἀντιεκκλησιαστικά. Εἶναι ἀμύητος τοῦ θείου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὅσον καί ἄν μᾶς φαίνεται παράδοξο, ὁ πιστός προσκαλεῖται ν’ ἀκούσει, ἀφ’ ἑνός μέν, «τὰς θύρας, τὰς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», ἀφ’ ἑτέρου δέ, νά ὁμολογήσει: «οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω…».

* * *

.                   Κατά συνέπειαν, ἐφ’ ὅσον Ἱδρυτής, Κεφαλή, Κυβερνήτης Πηγή τῆς ἀληθοῦς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ἀφοῦ ὁ «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8), καί ἡ Ἐκκλησία, θά παραμένει ἀείποτε ἀκατάλυτος καί ἀτελεύτητος. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ Κύριος ἔδωκε τήν βεβαίωση καί εἶπε: «Καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).
.                   Ἰδιαίτερα, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος στόν περίφημο λόγο του «Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος», τήν ὁποία ἐπιλεξαμε καί ὡς τίτλο τοῦ παρόντος ἄρθρου μας, διατυπώνει πολύ χαρακτηριστικά τήν σπουδαιοτάτη φράση: «Ἡ Ἐκκλησία χειμάζεται, ἀλλά ναυάγιον οὐχ ὑπομένει». Εἰδικότερα γράφει: «Τίποτε δέν εἶναι ἴσο μέ τήν Ἐκκλησία. Μή μοῦ λέγεις τά τείχη καί τά ὅπλα, γιατί τά τείχη μέ τό χρόνο παλαιώνουν, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέ γερνᾶ. Τά τείχη οἱ βάρβαροι τά γκρεμίζουν, τήν Ἐκκλησία ὅμως οὔτε οἱ δαίμονες τή νικοῦν. Καί ὅτι τά λόγια αὐτά δέν εἶναι μεγάλη καύχηση, τό μαρτυροῦν τά πράγματα. Πόσοι πολέμησαν τήν Ἐκκλησία καί αὐτοί πού τήν πολέμησαν χάθηκαν; Αὐτή ὅμως ἀνέβηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανούς. Τέτοιο μεγαλεῖο ἔχει ἡ Εκκλησία. Ὅταν τήν πολεμοῦν, νικάει· ὅταν τήν ἐπιβουλεύονται, θριαμβεύει· ὅταν τήν βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη· δέχεται τραύματα καί δέν πέφτει ἀπό τίς πληγές· κλυδωνίζεται, ἀλλά δέν καταποντίζεται· δοκιμάζεται ἀπό τρικυμίες, ἀλλά δέν παθαίνει ναυάγιο· παλεύει, ἀλλά μένει ἀήττητη· ἀγωνίζεται, ἀλλά δέν νικιέται» (ΕΠΕ 33, σ. 110).
.                   Καί σ’ ἄλλο, ἐπίσης σπουδαῖο λόγο του, «Πρό τῆς ἐξορίας», πάλιν ὁ μέγας πατήρ, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, γράφει: «Τίποτε δέν εἶναι πιό δυνατό ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄνθρωπε. Σταμάτησε τόν πόλεμο, γιά νά μή διαλύσει τή δύναμή σου. Μήν ἀνεβάζεις πόλεμο στόν οὐρανό. Ἄν πολεμᾶς ἄνθρωπο, ἤ νίκησες, ἤ νικήθηκες. Ἄν ὅμως πολεμᾶς τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατο νά νικήσεις, γιατί ὁ Θεός εἶναι πιό ἰσχυρός ἀπ’ ὅλους. Ὁ Θεός τήν στερέωσε, ποιός ἐπιχειρεῖ νά τήν κλονίσει;» (ὅπ. παρ., σ. 386).
.                   Δέν παραλείπει δέ ὁ Χρυσορρήμων νά γράψει καί γιά τήν ἄλλη δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἁγιαστική. Τονίζει πολύ χαρακτηριστικά, ἀλλά καί παραστατικά χρησιμοποιῶντας τήν εἰκόνα τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε. «Δέν θά ἔκανε κανείς λάθος, ἐάν ἔλεγεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπό τήν κιβωτόν. Διότι ἡ μέν κιβωτός παρελάμβανε τά ζῷα καί τά διετήρει ζῷα, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῷα καί τά μεταβάλλει. Ἄς χρησιμοποιήσω παραδείγματα. Εἰσῆλθεν ἐκεῖ (εἰς τήν κιβωτόν) ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ· εἰσῆλθε λύκος καί ἐξῆλθε λύκος· ἐδῶ εἰσῆλθε κάποιος ἱέραξ καί ἐξέρχεται περιστερά· εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον· εἰσέρχεται φίδι καί ἐξέρχεται ἀρνί, διότι δέν μεταβάλλεται ἡ φύσις, ἀλλ’ ἐκδιώκεται ἡ κακία» (ΕΠΕ 30, 284). Αὐτά ὅλα σημαίνουν, ὅτι στήν Ἐκκλησία καταφεύγουν οἱ φθαρμένες καί ἀμαυρωμένες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι «οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι», καί Ἐκείνη γνωρίζει νά ξαναπλάθει, ἀνακαινίζει καί θεώνει τόν καθένα πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία δέν μένει στήν ἄρνηση. Προχωρεῖ στήν κατάφαση, στήν πνευματική ἀνάβαση, γιατί Θεός στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας συγκαταβαίνει.

* * *

.                   Κατ’ ἀκολουθίαν, τῶν ἀνωτέρω πατερικῶν σοφῶν λόγων καί ἐφ’ ὅσον ὅλα αὐτά συνιστοῦν τήν ἔννοια, τήν πνευματική δύναμη καί τό περιεχόμενον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά Ἐκκλησία ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ; Ἤ ἔπειτα νά γίνεται λόγος γιά καταστρατήγηση, ἀπαξίωση καί ὑποβάθμιση τῆς Ἐκκλησίας; Τό πρόβλημα, ἐν προκειμένῳ, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ὀρθό λογισμό. Ἄλλωστε Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι μας. Εἶναι λάθος ἡ τοποθέτηση: «Ἐγώ καί ἡ Ἐκκλησία». Μή λησμονοῦμε δέ, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ, ὡς ὁ «ἐξ οὗ τά πάντα» εἶναι ἡ πρώτη αἰτία καί ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Θεοῦ φυτεία», δηλαδή μία ἄλλη πραγματικότητα, ὡς γράφουν οἱ «Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» (4ος αἰ.). Προϋπῆρχεν ἐξ ἀϊδίου οἱονεί κεκρυμμένη ἐν τῷ Θεῷ ὡς πρὸς τό, πρὸ τῶν αἰώνων, «ἀπόκρυφον μυστήριον». Προϋπῆρχεν ἐν τῇ σοφίᾳ καί τῇ προνοίᾳ τοῦ Θεοῦ, ὡς λέγει ὁ συγγραφέας τοῦ 2ου αἰῶνα, ὁ Ἑρμᾶς (Ὅρασις, 5). Μετέπειτα ἦλθαν ὅλα τά ἄλλα. Ὁ κτιστός κόσμος, ὁ ἄνθρωπος, οἱ λαοί, τά ἔθνη, τά κράτη. Ὅλα εἶναι κατοπινά καί μεταγενέστερα.
.                   Ἔτσι πράγματι, οἱ αἰῶνες ἔρχονται καί παρέρχονται. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ἐπειδή εἶναι τοῦ Χριστοῦ, μένει στόν αἰῶνα. «Ecclesia vero Christus», θά πεῖ ὁ Τερτυλλιανός καί ἐπειδή «στέφανος τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός», Αὐτή, εἶναι καί παραμένει πύργος ἀσάλευτος καί ἀκαταμάχητος. Πέρα λοιπόν ἀπό κούφιους ἰδεαλισμούς, ἀπό ἀνθρωποκεντρικούς πειρασμούς, ἀπό σκοτεινές νύκτες ἀμφιβολιῶν, τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πάντα τήν δυναμική τῆς ἀναγεννήσεως τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία θά συνεχίζει νά μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο, τόν καθένα πού πηγαίνει κοντά της, νά ποιμαίνει τόν κάθε πιστό, ὑπερνικῶντας τά ποικίλα ἐμπόδια. Καί θά ἐξακολουθήσει νά κατανικᾶ τελικά καί αὐτόν τόν θάνατον, διότι ἡ Ἐκκλησία ζεῖ, γιατί ὁ Χριστός ζεῖ, καί εἶναι στό διηνεκές «ἐν μέσῳ ἡμῶν» καί Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, καί ἡ Ἀνάστασις.
.                   Γι’ αὐτό, στούς δύσκολους καιρούς μας ἀπό κάθε ἄποψη, πρίν ἀκούσουμε τήν φωνή τοῦ οὐρανοῦ: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα;», ἄς ἀνοίξουμε τά ὦτα μας στήν πατερική συμβουλή: «Μένε εἰς Ἐκκλησίαν».

 

, ,

Σχολιάστε

«Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΕΚΤΙΣΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΝΑΟ, ΟΧΙ ΤΖΑΜΊ»

Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος Γ´

«Ἡ ἀπόφαση τοῦ τουρκικοῦ κράτους νά μετατρέψει τόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη σέ τζαμί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπαράδεκτη. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό στό ἀριστούργημα αὐτό, πού οἰκοδόμησε ὁ Ἰουστινιανός, στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνα. Χριστιανικό ναό ἔφτιαξε καί ὄχι τζαμί.
.                     Ἐντόνως, ἡ χριστιανική, ἀδούλωτη, ἡρωϊκή καί ἱστορική Μάνη διαμαρτύρεται γιά τήν βαρβαρότητα αὐτή ἐνάντια στό παγκόσμιο αὐτό πολιτιστικό μνημεῖο. Ἡ προκλητική δέ αὐτή ἀσέβεια δέν εἶναι ἕνα ἐπουσιῶδες, ἁπλό, μεμονωμένο περιστατικό. Ἀφορᾶ ὅλους τούς χριστιανούς καί τῶν πέντε ἠπείρων. Τούτη τήν ὥρα, στίς ἀνύστακτες προσευχές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας, προσθέτουμε καί τίς ταπεινές δικές μας, γιά τήν ἐξ ὕψους βοήθεια καί λύτρωση ἀπό τόν πειρασμό, τήν θλίψη καί τήν ἀδικία αὐτή».

ΠΗΓΗ: im-manis.gr

,

Σχολιάστε

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ (Μητροπολ. Μάνης Χρυσόστομος)

Πνευματικὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν δοκιμασία τοῦ κορωνοϊοῦ

 Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

     .                 Ἐκτός ἀπό τά διοικητικῆς καί ὀργανωτικῆς φύσεως συμπεράσματα, ἡ πρόσφατη δοκιμασία τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ φέρει στό κοινωνικό καί δή ἐκκλησιαστικό γίγνεσθαι καί πνευματικά συμπεράσματα. Δέν ἐπιτρέπεται, ἄλλωστε, ἡ ὅλη αὐτή ὑγειονομική κρίση καί περιπέτεια στή ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων νά μᾶς ἀφήσει ἀδιάφορους, νωθρούς καί ὀκνηρούς, ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς, χριστιανικῆς παιδαγωγίας καί θρησκευτικῆς ἐν γένει καταστάσεως. Πάντοτε, ἕνας αὐτοέλεγχος, μία αὐτεπίγνωση καί μία μελέτη τῶν δεδομένων τά ὁποῖα παρουσιάζονται ἐνώπιον μας εἴτε ἀπό τήν προσωπική μας ἐμπειρία εἴτε μέσῳ τοῦ ἔντυπου καί προφορικοῦ λόγου δίδουν, ὅλα αὐτά, τήν εὐκαιρία μιᾶς πνευματικῆς ἀποτίμησης. Κατά τήν ταπεινή μας, λοιπόν, ἄποψη, τέσσερα θέματα, μεταξύ ἄλλων βεβαίως ἐξόχως σημαντικῶν, παρουσιάζουμε ὡς πνευματικά συμπεράσματα στίς παρακάτω γραμμές, τά ὁποῖα ἔρχονται στό προσκήνιο:

     1ον. Ἡ Ἐκκλησία.

     .                Στίς ἡμέρες μας τό πρῶτο θέμα εἶναι τό ἐρώτημα: Τί εἶναι Ἐκκλησία; Καί τοῦτο, γιατί παρουσιάζεται μία λανθασμένη ἀντίληψη περί τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι Ἐκκλησία εἶναι ἡ διοίκηση, οἱ κληρικοί μόνον. Ἄλλοι ἔχουν τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁπλῶς ἕνα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, μία ΜΚΟ, ἕνα κοινωφελές ἵδρυμα, ἕνα σωματεῖο ἀστικοῦ δικαίου, μία ὀργάνωση, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες κοινωνικές ὀργανώσεις. Μία ὀργάνωση γιά νά στηρίζει ψυχολογικά τούς ἀνθρώπους μέ τίς ποικίλες ἐκδηλώσεις της. Ἔπειτα ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι μία κρατική ὑπόσταση ἤ ἕνα ὀργανικό τμῆμα τοῦ κράτους. Μέ τίς παραπάνω ὅμως ἀντιλήψεις, φθάνουμε ἐπακριβῶς σέ μία ἄλλης φύσεως ἰδέα καί εἰκόνα γιά τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται καλή γιά ἐκδηλώσεις, ὥστε ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους ἤ γιά νά προσφέρει κοινωνική ὑλική βοήθεια ἀλλά μέχρις ἐκεῖ. Ὡς ἐπίσης καλή εἶναι καί χρήσιμη γιά τήν συνοχή καί ἠρεμία τῆς κοινωνίας καί τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἔθνους. Ἀλλά καί ἀπό ἄλλους φθάνουμε στό σημεῖο νά θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἔχει μία ὄψη σκοταδιστική, ὀπισθοδρομική, ἐχθρική πρός τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί φυσικά ἀκατανόητη. Καί ἄλλοι βέβαια διατείνονται ὅτι δέν ἐκσυγχρονίζεται καί ὅτι ζεῖ στόν μεσαίωνα.
.             Τό ζήτημα ὅμως τί εἶναι Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλό καί εὔκολο. Δέν μπορεῖς μέ ἐπιπόλαιες σκέψεις ἤ ἀνθρώπινα διανοήματα νά τό προσεγγίσεις. Ὅπως ἀκριβῶς στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης ὑπάρχει ἡ ἄβυσσος τῶν μυστηρίων της, τοιουτοτρόπως καί στή πνευματική ζωή, ὅπου ἀνήκει τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει τό μυστήριον. Ἀλλά ὅταν λέγουμε μυστήριο, δέν ἐννοοῦμε κάτι τό κρυφό καί μυστηριῶδες, ἀλλά μυστήριον εἶναι τό ἰδιάζον χαρακτηριστικό πού συνθέτει τήν παρουσία τοῦ ἀχρόνου καί ἀπείρου Θεοῦ μέσα στό χρόνο καί τόπο, ὡς θεία ἀγάπη ἐκχεομένη πρός τό ἀνθρώπινο γένος. Καί τοῦτο συντελεῖται μέ τήν ἐνανθρώπηση καί τό σταυρό καί τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί συνάμα, ἔνδον στό μέγα μυστήριο τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν μέ τόν νοῦ του νά εἰσδύσει στό βάθος τοῦ περιεχομένου τῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀδυναμία αὐτή τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλεται στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία συνάπτεται πρός αὐτόν τόν Θεόν. Ποῖος μπορεῖ νά εἰσδύσει, νά πλησιάσει, νά ἀποδείξει καί νά καταλάβει τί εἶναι ὁ Θεός! Καί ὅταν λέμε Θεός, ἐννοοῦμε τόν Τριαδικόν Θεόν. Καί ποιός εἶναι ἱκανός νά εἰσδύσει στό μέγα μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος; Γι’ αὐτό καί δέν ὑπάρχει πλήρης ὁρισμός γιά τήν Ἐκκλησία καί μόνον μέ εἰκόνες εἶναι δυνατόν νά προσεγγίσουμε τόν μυστηριακό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν θεανθρώπινο χαρακτῆρα της.
.                       Ἔτσι τό μυστήριο Ἐκκλησία δέν σταματᾶ στή λογική. Τήν ὑπερβαίνει. Δέν εἶναι κάτι τό παράλογο ἀλλά εἶναι κάτι τό ὑπέρλογο πού ἀνήκει στούς πνευματικούς νόμους. Τό Μυστήριο μένει πάντα μυστήριο καί ὅταν ἐπιχειρήσεις νά τό ἀπομυστηριοποιήσεις τότε παύει νά εἶναι τό ἀπόρρητο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ παρουσία καί ἡ Χάρις Του στόν κόσμο καί καθίσταται ἐντελῶς γήϊνο καί ἀνθρώπινο. Ἔτσι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς προσεγγίζεται τό Μυστήριον Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἄλλη πραγματικότητα πού σ’ αὐτή ἐνεργεῖ ἀδιάκοπα τό Ἅγιο Πνεῦμα καί δέν εἶναι πρόσκαιρη ἀλλά αἰώνια. Ἐπί πλέον γιά νά καταλάβεις ἔστω ἀμυδρῶς τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τί ἐπιτελεῖ εἶναι ἐπάναγκες νά γνωρίσεις τόν Χριστό. Ποῖος εἶναι ὁ Χριστός; Εἶναι μῦθος; Εἶναι ἕνας ἰδεολόγος ἐπαναστάτης, ἀρχηγός μιᾶς θρησκείας, ἕνας θαυματοποιός; Τί σημαίνουν οἱ φράσεις «Υἱός Θεοῦ», Λυτρωτής καί Σωτήρ τοῦ κόσμου, «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου», «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»; Τί σημαίνουν αὐτά τά: ὁ Σαρκωθείς, ὁ Παθών, ὁ Σταυρωθείς, ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν; Τί εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός; Ἔτσι χωρίς, λοιπόν, τόν Χριστό δέν κατανοεῖς τίποτα καί ἀπό Ἐκκλησία. Ἅμα δέν ξέρεις τί εἶναι ὁ Χριστός καί δέν πιστεύεις στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἑπόμενον εἶναι, νά μή γνωρίζεις καί τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὡραιότατα τό διατυπώνει αὐτό ὁ Τερτυλλιανός (2ος αἰ.) «Ecclesia vero Christus» καί ὁ λόγιος Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς θά γράψει: «Συμπάσης Ἐκκλησίας στέφανος ὁ Χριστός».
.                 Ἀλλά ἡ ἐποχή μας φέρει τά στίγματα τῆς τυραννίας τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τοῦ θετικισμοῦ καί τῆς ἄρνησης καί Χριστός-Ἐκκλησία εἶναι ζητήματα ἀκατανόητα. Ὁ ὀρθός λόγος δέν σέ ἀφήνει νά βιώσεις τό μυστήριο, δέν σοῦ προσφέρει διείσδυση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ Χριστός. Ὁ ὀρθολογισμός, ἔπειτα δέν σέ συγκινεῖ ἐσωτερικά. Παραμένεις ἔξω ἀπό τό μυστήριο, ἀμύητος, ἄγευστος, ἀπληροφόρητος, ψυχρός. Τελικά ἡ ψυχή δέν τροφοδοτεῖται, δέν ἐμπνέεται, δέν διδάσκεται, δέν μεταρσιώνεται, δέν ἀποκτᾶ θεογνωσία. Γι’ αὐτό καί κουβαλᾶς μιά παρεξηγημένη εἰκόνα γιά τήν Ἐκκλησία καί ἔχεις ἕνα ἀρνητισμό γι’ αὐτήν. Κατ’ ἀκολουθίαν, ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐξεικονίζει τήν Ἐκκλησία ὡς «Σῶμα Χριστοῦ», ἔχον κεφαλήν αὐτόν τόν Κύριον καί μέλη τούς πιστούς καί καλεῖ τήν Ἐκκλησία «σῶμα Χριστοῦ» (Κολ. 1, 26) αὐτό ὅλο εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητο. Κατά συνέπειαν, ὅλα τά τελούμενα μυστήρια στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀκατανόητα, ἀπλησίαστα, πολύ μακρινά ἀπό τόν τεχνοκράτη ἄνθρωπο. Δέν τόν συνέχει τίποτα ἀπολύτως. Πῶς ἔπειτα νά προσεγγίσει καί τό κορυφαῖο Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὅπως γράφει ὁ Ν. Καβάσιλας: «Ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας σημαίνεται» (PG, 150,452). Τό ὑπερκόσμιο τοῦ Μυστηρίου ἔχει γίνει πλέον ἐγκόσμιο. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία ὡραία τελετή. Ἡ Θεία Κοινωνία ἕνα ἁπλό ἔθιμο. Ὁ ὀρθολογιστής, ὁ ἀμύητος δέν ξέρει τί εἶναι. Θέλει νά κάνει χημική ἀνάλυση. Ἀποϊεροποίηση. Θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νά τήν ἐνσωματώσει σέ κάποια νομική διάταξη, ἕνα θέμα πού εἶναι ἀμιγῶς πνευματικῆς φύσεως, ἄλλης τάξεως, πού ἐκφεύγει, ὑπερβαίνει τά ρευστά ἐπιστημονικά πορίσματα. Βρίσκεται στά interna corporis τῆς Ἐκκλησίας. Πώς τότε μ’ αὐτό τό σκεπτικό ὁ λογικοκράτης μπορεῖ νά προσεγγίσει τό Ἅγιο Ποτήριο; Καί γιά ποιό λόγο νά τό προσεγγίσει; Ἀδυνατεῖ νά ἀπαντήσει στή πρόσκληση: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».
.                   Ἀλλ᾽ ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τό βράδυ ἐκεῖνο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, στό ὑπερῶο, αἰῶνες τώρα, μ’ αὐτή τήν Θεία Κοινωνία, πού εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ἁγιάζει τούς μετέχοντας ἀληθῶς, καί ἀναγεννᾶ καί προσφέρει τήν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» ζωή καί καθιστᾶ τούς πιστούς «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4). Στό Ἅγιο Ποτήριο εἶναι ὁ Χριστός, τό «φάρμακον ἀθανασίας» κατά τόν θεοφόρον Ἰγνάτιον (2ος αἰ.), εἶναι τό Ποτήριον τῆς ζωῆς καί ὁ Χριστός οὔτε μολύνει οὔτε μολύνεται. Γι’ αὐτό καί σ’ αὐτόν πρῶτον τόν οἰκονόμο τοῦ θείου Μυστηρίου, τόν λειτουργό ἱερέα, παραγγέλλεται: «Βλέψον ἱερεῦ τόν θυόμενον ἄρτον˙ οὗτος φλόξ ἐστιν οὐχ ποτέ ἐν βάτῳ ἀλλά φλόξ φλογός καί φλογίνη ρομφαία ἅπτοντ’ ἀναιδῶς φλέγγουσα ἱερέα». (Ἀνωνύμου).
.                 Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία, πάντοτε εἶχε κατά νοῦν τούς λόγους τοῦ Ἀπ. Παύλου: « Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω, ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α’ Κορ. 11, 28-29) καί ἐπιπροσθέτως, σέ κάθε Θεία Λειτουργία ἀκούγεται τό: «Τάς θύρας, τάς θύρας ἐν σοφίᾳ, πρόσχωμεν» μέ μεγάλη θεολογική – λειτουργική καί ἱστορική σημασία.
.                  Κατ᾽ ἀναλογίαν, λοιπόν, καί μ᾽ ὅλα τά ἄλλα ἱερά μυστήρια, τά ὁποῖα ὡς ἑπτά στῦλοι ὑποβαστάζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας μεταδίδεται ἡ θεία χάρις. Ἄλλο μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο. Ἡ θεία Χάρις! Ἀλλά καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς συνοδικό, καθ᾽ ὅτι κατά τούς σοφούς καί θεοφόρους Πατέρες «Ἐκκλησία συνόδου ὄνομα», ἀποτελεῖ θεόσδοτο ἱερό καταφύγιο πρός ἀσφάλεια κλήρου καί λαοῦ, ὥστε ἀπολύτως νά ἰσχύει τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη» (Α´ Κορ. 7,24) καί «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α´ Κορ. 14,40).
.                     Τό πρῶτο, ἑπομένως, συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη νά αἰσθανθεῖ βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα τό νόημα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κουρασμένος ἀπό διάφορες ἄγονες θεωρίες καί ἀπό πολλά ψυχρά τεχνοκρατικά καί ὑλιστικά συστήματα ἐπιζητεῖ στό βάθος τοῦ εἶναι του νά λύσει τούς ὑπαρξιακούς του προβληματισμούς καί ἐπιθυμεῖ νά ζεσταθεῖ πνευματικῶς στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως δέν τό λέγει, ἀλλά αὐτός εἶναι ὁ μύχιος πόθος του, καθ’ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη ἀναφορά στό Θεό, ἐκζητεῖ τόν Θεό καί «αἴρει τήν ψυχή του» πρός Αὐτόν.

2ον. Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς Ἀπολογητικῆς

.                     Πρόκειται γιά μία λησμονησμένη πτυχή τῆς ποιμαντικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχουμε φθάσει σ’ ἕνα σημεῖο ἀρνητισμοῦ, ἰσχυρῶν ἀμφισβητήσεων, προκαταλήψεων, ἐπιφανειακῆς γνώσεως τῶν πνευματικῶν θεμάτων καί τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ὡς καί τοῦ τελετουργικοῦ αὐτῆς, ἡ χριστιανική Ἀπολογητική ἔρχεται ὡς διακόνημα τῆς μέριμνας καί δεοντολογίας τῆς ζώσης Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά περισπούδαστο ἔργο τό ὁποῖο ἔχει τίς ρίζες του στή Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων.
.                   Πράγματι, μετά τούς Ἀποστολικούς χρόνους ὑπῆρξε ἡ ἱερά ἐκείνη ὁμάδα τῶν χριστιανῶν ἀπολογητῶν, ἡ ὁποία ὑπερασπίστηκε τήν χριστιανική διδασκαλία, ἑρμήνευσε τά ρήματα τοῦ Ἱ. Εὐαγγελίου, ἔδωκε ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα τῶν ἐθνικῶν καί τῶν Ἰουδαίων, διεσαφήνισε παρερμηνεῖες τους, ἀντέκρουσε τίς κατηγορίες καί διαβολές κατά τῶν χριστιανῶν καί ὑπερασπίστηκε τά θεῖα δόγματα. Ἰδιαίτερα, οἱ ἀπολογητές ἀντέκρουσαν τίς διαστροφές καί συκοφαντίες γιά τό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας τῶν χριστιανῶν τό ὁποῖο οἱ παρεξηγοῦντες, οἱ ἀρνητές τοῦ χριστιανισμοῦ, τό ἀπέδιδαν σέ Θυέστεια δεῖπνα καί Οἰδιποδείους μίξεις, ὡς ἀναγράφει ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία. Ὑπῆρξε, πράγματι, μία ἐκ τοῦ συστάδην πνευματική πάλη μέ τούς ποικίλους πολεμίους τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἔτσι ἀνεδείχθησαν σπουδαῖες προσωπικότητες, οἱ χριστιανοί Ἀπολογητές, ὡς ὁ Ἰουστῖνος φιλόσοφος καί μάρτυς, ὁ Κοδρᾶτος, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Κλαύδιος Ἀπολλινάριος, ὁ Μιλτιάδης, ὁ Ἀθηναῖος Ἀθηναγόρας, ὁ Μελίτων, ὁ Ἡγήσιππος, ἄριστοι γνῶστες τῆς θύραθεν καί τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Βέβαια, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὠριγένης ἐκτός τῆς μεγάλης παιδείας τῶν Ἀπολογητῶν καί ὁ καθόλου ἄμεμπτος βίος τῶν χριστιανῶν ὑπῆρξε ἡ ὡραιοτέρα καί πειστικοτέρα ἀπολογία στίς πολυειδεῖς κατηγορίες κατά τοῦ χριστιανισμοῦ.
.                       Οἱ Ἀπολογητές αὐτοί δέν πρόσθεσαν τι στή θεία Διδασκαλία, ἀλλά ἀπέκρουσαν κατ’ αὐτῆς τίς ἐπιβουλές τῶν ἐθνικῶν καί μάλιστα μέ ἐπιχειρηματολογία ἀπό τήν ἴδια φιλοσοφία τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Ἀφετηρία τους εἶχαν τήν ἴδια τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Δέν τήν ἀπέρριπταν ἀλλά τήν παρέπεμπον στό κριτήριο καί τήν βάσανο τῆς ἀποκεκαλυμμένης θείας διδασκαλίας μέ Πλατωνική διαλεκτική τέχνη. Ἄλλωστε ἡ σύνθεση χριστιανισμοῦ καί ἑλληνισμοῦ ἔδωκε σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα τόν πλούσιο καρπό της ὡς ὑψηλό εὐεργέτημα γιά ὅλο τόν πολιτισμό.
.                  Ἔτσι καί στίς ἡμέρες μας, μ’ ὅλα αὐτά πού ἀκούγονται καί γράφονται, τά ὁποῖα πόρρω ἀπέχουν ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ χριστιανισμοῦ καί τήν διδασκαλία καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἀπολογητική ἐντάσσεται πλέον στό ἱερό χρέος τῶν χριστιανῶν. Προκύπτει, συνεπῶς, ὁπωσδήποτε, ἡ ἀνάγκη νά ἐξηγήσουμε καί βέβαια νά μή δίδουμε, ὡς ἀναφέρει ὁ Ἀπ. Παῦλος, σέ κανένα οὐδεμία ἀφορμή προσκόμματος γιά νά μή γίνει κατά κανένα τρόπο θέμα μομφῆς καί ἐμπαιγμοῦ τό ἔργο τῆς Ἀπολογητικῆς. «Ἵνα μή μωμηθῇ ἡ διακονία» (Β´ Κορ. 6,3). Ἔπειτα, ὁ βιβλικός λόγος εἶναι σαφής ἐν προκειμένῳ: «Ἕτοιμοι ἀεί πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περί τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος» (Α´ Πέτρ. 3,15). Ἀξίζει νά ἀποδεικνύουμε ὡς ἔλεγε ὁ Ἰουστῖνος, ὅτι «οὐ κενοῖς ἐπιστεύσαμεν μύθοις, οὐδέ ἀναποδείκτοις λόγοις, ἀλλά μεστοῖς πνεύματος θείου» (Πρός Τρύφ. κεφ. 9). Ὀφείλουμε νά δίδουμε τήν δέουσα ἀπάντηση μέ σύνεση, διάκριση καί πραότητα, νά διορθώνουμε τήν ἀμάθεια καί ἡμιμάθεια, νά ἀποτρέπουμε τήν ἀνευλάβεια καί τήν εὐτραπελία, νά προβάλλουμε τήν σώζουσα ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδόξου πίστεως, νά ἀναβιβάζουμε τό πνευματικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο καί ἐν τέλει νά ἀφήνουμε τήν προκλητική βέβηλη ἀνάμειξη ἱερῶν μετ’ ἀνιέρων στήν δικαία κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος «πανθ’ ὁρᾶ», γιά νά χρησιμοποιήσουμε «κατ᾽ ἀναλογίαν» καί «κατ᾽ οἰκονομίαν» τήν τοῦ Μενάνδρου φράση. Ὁ Κύριος εἶναι «ὁ ὤν, καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκ. 1,4), ζεῖ στό αἰώνιον παρόν καί ὅλα τά βλέπει, καθ᾽ ὅτι «ὀφθαλμοί Κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι ἐπιβλέποντες πάσας ὁδούς ἀνθρώπων καί κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη» (Σοφία Σειράχ 23,19). Καί ἄν δυσκολευόμαστε νά προφέρουμε τήν λέξη «Ἀπολογητική», ὁ ὅρος μαρτυρία, ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μαρτυρία δηλώνει τό ἴδιο.

3ον. Ἡ ἀνάγκη ἐπανακατήχησης τοῦ λαοῦ.

.                       Αὐτό εἶναι τό τρίτο πνευματικό συμπέρασμα, καθ’ ὅτι ὅπως διαπιστώνεται ἡ θρησκευτική καί εἰδικότερα ἡ χριστιανική ἀπαιδευσία ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στήν ἀνάγκη καί πάλιν νά κατηχηθεῖ ὁ λαός. Ἡ κατήχηση δέν ἀφορᾶ μόνον τήν παιδική ἡλικία. Ἄν στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ κατήχηση τῶν ἐνηλίκων πρό τοῦ βαπτίσματος καί τῆς εἰσόδου στήν Ἐκκλησία διαρκοῦσε ἐπί μία τριετία, πόσο καί μεῖς σήμερα ὀφείλουμε νά λάβουμε σοβαρά ὑπ’ ὄψιν μας τό θέμα Κατήχηση.
.                     Βασικό σημεῖο ἐκκίνησης τῆς Κατήχησης εἶναι ἡ ἐκμάθηση τῶν θεολογικῶν ὅρων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁρολογίας, καθ᾽ ὅτι παρουσιάζεται ἕνα μεγάλο ἔλλειμμα ἀκόμη καί στοιχειώδους γνώσεως τῶν λέξεων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή παραμένει κλειστή, ὅταν τά συγγράμματα τῶν θεοφόρων Πατέρων ἀγνοοῦνται, ὅταν δέν ὑπάρχει ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν λειτουργικῶν ὕμνων καί δέν ἐννοοῦμε ἑρμηνεία σέ ἄλλο γλωσσικό ἰδίωμα, ὅταν ἡ σχολική ἐκπαίδευση μακραίνει ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική κατήχηση, τότε, πῶς νά μήν πληθαίνουν καί οἱ ἕωλες διατυπώσεις γιά ζητήματα πίστεως; Χωρίς τήν στοιχειώδη γνώση θεολογίας δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ σοβαρή συζήτηση γιά θέματα πίστεως καί Ἐκκλησίας, καθ’ ὅτι «οὐδέν γάρ πτωχότερον διανοίας ἐκτός Θεοῦ, φιλοσοφούσης τά τοῦ Θεοῦ» (Διάδοχος Φωτικῆς).
.                  Ἔπειτα σήμερα τίποτα δέν εἶναι αὐτονόητο. Ὅλα πρέπει νά διδαχθοῦν ἐξ ἀρχῆς καί πρέπει νά διεξάγεται συζήτηση οὐσίας πλέον καί ὄχι φληναφημάτων. Εὐνόητη καθίσταται λοιπόν ἡ μείζων σοβαρότητα τοῦ ζητήματος αὐτοῦ τῆς ἐπανακατήχησης τοῦ λαοῦ μας. Καί ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι λάθος νά λέγεται ὅτι χριστιανική κατήχηση ταυτίζεται μέ τήν ὀπισθοδρομικότητα καί ὅτι μόνον θρησκευτική οὐδετερότητα εἶναι πρόοδος. Τοὐναντίον, ὁ χριστιανισμός καταφάσκει τήν πρόοδο, εἶναι ἡ ἀληθής πρόοδος, ἐπευλογεῖ τήν ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας καί κάθε ἐπιστήμης. Ὁ σοβαρός ἐπιστήμονας σεμνύνεται τήν χριστιανική διδασκαλία καί ἐπιθυμεῖ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἀντί τοῦ σκότους τῆς ἄρνησης. Ἔπειτα οἱ ἀρχές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας εἶναι οἱ βάσεις τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν πού πολύ ἀργότερα θεσπίστηκαν σ’ ὅλα τά Συντάγματα τῶν ἐλευθέρων κρατῶν. Ὡς εἶναι γνωστόν βέβαια, μία ἐμμονή σ’ ἕνα ἄκριτο διαφωτισμό καί νέο ὀρθολογισμό δέν εὐνοεῖ προφανῶς τήν χριστιανική κατήχηση, ἀλλά χωρίς χριστιανική παιδεία κτίζουμε ἀπανθρωπία καί ἐξαχρείωση.
.                        Ὡς περιεχόμενο δέ τῆς Κατήχησης θεωροῦμε τήν ἀνάπτυξη καί διασάφηση τῶν ὕψιστων θείων ἀληθειῶν. Κέντρον τῆς Κατήχησης εἶναι ὁ Χριστός, τά ἄλλα ἕπονται. Βασικά θέματα στήν Κατήχηση εἶναι τό θέμα ἄνθρωπος ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τό διφυές αὐτοῦ, ἡ ψυχή καί τό σῶμα. Ἔπειτα τά ζητήματα, τί σημαίνει σωτηρία τῆς ψυχῆς, διάβολος, ἁμαρτία, θάνατος, ἀνάσταση, μετά θάνατον ζωή, ποῖος ὁ σκοπός καί τό νόημα τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτά ὅλα ἐντάσσονται ἐπακριβῶς στόν ἐπανευαγγελισμό τοῦ λαοῦ μας καί ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν Χριστολογία, Ἐκκλησιολογία, Σωτηριολογία καί Ἐσχατολογία. Τό θεολογικό κενό πού παρουσιάζεται πρέπει νά καλυφθεῖ. Πρόκειται γιά κεντρικό θέμα καί μάλιστα σέ τέτοιους καιρούς ἄκριτης παγκοσμιοποίησης καί πολυπολιτισμικότητας.

καί 4ον. Ὁ προφητικός λόγος.

.                    Τό τελευταῖο πνευματικό συμπέρασμα εἶναι ἡ θύμηση τοῦ προφητικοῦ λόγου. Ἀλήθεια, γνωρίζει ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος τί σημαίνει προφητικός λόγος; Γνωρίζει ὅτι δέν εἶναι μόνον, ὡς συνήθως νομίζεται, ἡ ἐξαγγελία κάποιου μελλοντικοῦ γεγονότος, ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ προφητικοῦ λόγου εἶναι ἡ παροῦσα «ἐν τοῖς πράγμασιν» ἐξαγγελία πνευματικῶν μηνυμάτων, καθ’ ὅτι ὁ προφήτης ἔρχεται μέ τόν λόγο του καί κηρύττει, διδάσκει, διαφωτίζει, συμβουλεύει καί «λαλεῖ εἰς οἰκοδομήν καί παράκλησιν καί παραμυθίαν». Ἔτσι ὁ προφήτης παρίσταται ὡς «ἐκριζοῦν καί κατασκάπτειν καί ἀπολλύειν καί ἀνοικοδομεῖν καί καταφυτεύειν» (Ἱερεμ. 1,10). Γι’ αὐτό καί ὁ προφητικός λόγος καθίσταται δυσχερής «εἰς ἀκοήν καί ἐφαρμογήν». Δέν προτίθεται νά τόν ἀκούσει ὁ σημερινός ἄνθρωπος. Δέν τόν ἐπιζητεῖ, δέν τόν γνωρίζει ἀλλά καί δέν τόν θέλει. Ὡστόσο, ἡ θύμηση καί στό σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι μ’ ὅλη αὐτή τήν περιπέτεια τοῦ φαινομένου τοῦ κορωνοϊοῦ ἔχει τήν σπουδαιότητά της.
.                     Κατ᾽ ἐξοχήν, ὁ προφητικός λόγος, ἔχει μέσα του τήν ἀρχή πού ἀποκαλεῖται «κατ᾽ ἀναλογίαν». Δηλαδή, συνδέει τό παρελθόν μέ τό παρόν καί τό παρόν μέ τό μέλλον. Ὅπως τότε, ἔτσι καί τώρα, «κατ’ ἀναλογίαν». Γι’ αὐτό καί μία παραπομπή, μία ἀναφορά στόν λόγο τῶν προφητῶν ἔχει ἀξία. Φέρουμε στό προσκήνιο τέσσερις προφητικούς λόγους: α).Ὁ μεγαλοφωνότατος προφήτης Ἡσαΐας στό 24ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του γράφει: «Ἰδού Κύριος καταφθείρει τὴν οἰκουμένην καὶ ἐρημώσει αὐτὴν καὶ ἀνακαλύψει τὸ πρόσωπον αὐτῆς καὶ διασπερεῖ τοὺς ἐνοικοῦντας ἐν αὐτῇ… φθορᾷ φθαρήσεται ἡ γῆ… πτωχοὶ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν τῇ γῇ καὶ καταλειφθήσονται ἄνθρωποι ὀλίγοι… καί πέπαυται εὐφροσύνη… καθ’ ὅτι ἡ γῆ ἠνόμησε διὰ τοὺς κατοικοῦντας αὐτήν ὅτι παρήλθοσαν τὸν νόμον καὶ ἤλλαξαν τὰ προστάγματα». Καί ὅλα αὐτά εἶναι θεϊκή ἀπόφαση, «τό γάρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα». Ὅμως, παρά τήν ἀνομία καί τήν ἀποστασία ἀπό τό Θεό, συνεχίζει ὁ προφήτης στόν στίχο 16 καί γράφει ὅτι ὑπάρχει «ἐλπίς τῷ εὐσεβεῖ», μέ ὅποια εὐεργετικά ἀποτελέσματα ἔχει τοῦτος ὁ λόγος. β). Ὁ ἄλλος προφητικός λόγος εἶναι ἀπό τόν Ὠσηέ. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, υἱοί Ἰσραήλ, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίῳ πρός τούς κατοικοῦντας τήν γῆν διότι ὄντι ἐστιν ἀλήθεια, οὐδέ ἔλεος, οὐδέ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς…. ἀκούσατε ταῦτα ἱερεῖς καί προσέχετε οἶκος Ἰσραήλ καί οἶκος τοῦ βασιλέως, ἐνωτίζεσθε διότι πρός ὑμᾶς ἐστι τό κρῖμα… καθ’ ὅτι «Κύριον ἐγκατέλιπον» (κεφ. δ´ καί ε´).
.                Στόν λόγο αὐτό εἶναι πολύ ἐμφαντικά ἀπό τήν μία πλευρά ἡ διαπίστωση γιά τήν μή κατανόηση τοῦ θείου θελήματος καί ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν ἄλλη, ἡ σπουδαία προτροπή τοῦ προφήτου γιά τήν προσεκτική ἀκρόαση καί ἀποδοχή τοῦ λόγου του. Ἐν προκειμένῳ, τό ρῆμα «ἐνωτίζεσθε» εἶναι πολύ δυνατό.
.                      Οἱ ἑπόμενοι προφητικοί λόγοι ἐπακριβῶς ὁμιλοῦν γι᾽ αὐτή τήν περιφρόνηση τῶν θείων ἐντολῶν, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἀλήθεια, τήν ἀσέβεια, καί ἠθική διαστροφή τῶν ἀνθρώπων μέ συνέπεια τήν ἐρήμωση καί τήν θλίψη ὡς παιδαγωγία Θεοῦ. γ). Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ γράφει: «Ἐρημίαν αἰώνιον θήσομαί σε καί αἱ πόλεις σου οὐ μή κατακοιθῶσιν ἔτι καί ποιήσω σοί κατά τήν ἔχθραν σου» (κεφ. λε´). δ). Ὁ δέ προφήτης Ἱερεμίας τονίζει: «Τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοί πλημμέλημα, λέγει Κύριος, ὅτι ἀπέστησαν μακράν ἀπ’ ἐμοῦ καί ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καί ἐματαιώθησαν… πάντες ὑμεῖς ἠσεβήσατε καί πάντες ὑμεῖς ἠνομήσατε… καί ἐλάλησα πρός ὑμᾶς καί οὐκ ἠκούσατέ μου καί ἐκάλεσα ὑμᾶς καί οὐκ ἀπεκρίθητε… καί ἀπορρίψω ὑμᾶς ἀπό προσώπου ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ». (κεφ. β´, ζ´). Ἀλλά καί συμβουλεύει: «Ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες καί ἰάσομαι τά συντρίμματα ὑμῶν, ἰδού δοῦλοι ἡμεῖς ἐσόμεθά σου ὅτι σύ Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν εἶ… καί εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὅς πέποιθεν ἐπί τῷ Κυρίῳ» (κεφ. γ´ καί ιζ´).
.                      Θύμηση, λοιπόν, τοῦ προφητικοῦ λόγου γιά τήν ἀπεμπόληση τοῦ Θεοῦ, τήν ἐρημία καί τόν θρῆνο ἀλλά καί τήν δυναμική τῆς μετάνοιας καί ἐπιστροφῆς στήν παιδαγωγοῦσα φιλανθρωπία Του. Καί τό ζήτημα σήμερα εἶναι ὅτι ἀποφεύγουμε νά μιλᾶμε ἱκανῶς γιά ἁμαρτία καί γιά μετάνοια. Ἀλλ’ οἱ προφητικοί λόγοι ὑπάρχουν καί ἀσφαλῶς καί οἱ πνευματικοί νόμοι λειτουργοῦν.

*

.                    Συνελόντ᾽ εἰπεῖν, αὐτά τά τέσσερα πνευματικά συμπεράσματα ἤτοι: Τό ἐρώτημα τί εἶναι Ἐκκλησία, ἡ ἐπικαιρότητα τῆς χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς, ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπανακατήχησης τοῦ λαοῦ καί ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ προφητικοῦ λόγου φέρουν ἐνώπιον ὅλων μας, τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου γιά ἐπίγνωση τοῦ θείου θελήματος «ἐν πάσῃ σοφίᾳ καί συνέσει» (Κολ. 1,9). Ἰσχύει ἀπόλυτα ἡ βιβλική παρότρυνση: «Ἀλήθειαν κτῆσαι καί μή ἀπώσει σοφίαν καί παιδείαν καί σύνεσιν» (Παροιμ. 23,23) καί τέλος μή λησμονηθεῖ τό ρῆμα Κυρίου: «Τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστίν» (Λουκ. 18,27).
.                    Ἴσως, στούς καιρούς μας, οἱ λόγοι τοῦ τελευταίου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά εἶναι ἐξαιρετικά ἐπίκαιροι: «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι καί ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι καί ὁ δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω ἔτι. Ἰδού ἔρχομαι ταχύ… καί μακάριοι οἱ ποιοῦντες τάς ἐντολάς» (Ἀποκ. κβ’, 11-12, 14).

 

 

,

Σχολιάστε

ΠΕΡΙ ΤΗΣ Θ. ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ «Ὁ Χριστός οὔτε μολύνεται, οὔτε μολύνει. Μόνον ἁγιάζει καί χαριτώνει» (Μητροπολ. Μάνης Χρυσόστομος Γ´)

Τοῦ Μητροπολίτου Μάνης Χρυσοστόμου Γ´

.                 Τό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Θεία Μετάληψη. Εἶναι ὁ πυρήν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πιστή στήν θεία ἐντολή τοῦ Κυρίου τελεῖ ἀδιακόπως τό μέγα Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐκκλησία καί Θεία Εὐχαριστία ταυτίζονται. Δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς Θεία Εὐχαριστία καί Θεία Εὐχαριστία χωρίς Θεία Μετάληψη ἀπό τούς πιστούς χριστιανούς. Χριστιανός σημαίνει συμμετοχή στήν Θεία Μετάληψη, τήν θεία Κοινωνία, ὅπου ὁ πιστός «συνανακιρνᾶται» μέ τό Θεό (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) γίνεται «σύσσωμος Χριστοῦ» (Ἰω. Δαμασκηνός), «συνυφαίνει καί συνάπτει αὐτόν, μέ τήν θεία φύση» (Ἰ. Χρυσόστομος).
.                 Τί εἶναι λοιπόν ἡ θεία Μετάληψη; Eίναι τό ἱερότατο Μυστήριο, ὅπου ὁ πιστεύων χριστιανός μεταλαμβάνει ὑπό μέν τό εἶδος τοῦ ἁγιασμένου ἄρτου, αὐτοῦ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὑπό δέ τό εἶδος τοῦ ἁγιασμένου οἴνου, αὐτοῦ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον. Τό πῶς γίνεται ἡ μεταβολή αὐτή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ δέν δυνάμεθα νά ἐννοήσουμε. Οὔτε τόν λόγον, οὔτε τόν τρόπον. Μόνον μέ τό φῶς τῆς πίστεως προσεγγίζεται τό Μυστήριον, γιατί τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ εἶναι θεῖον μυστήριον. Μυστήριον τοῦ ὁποίου ἡ ἐμπειρία ἐνέχει λυτρωτικόν χαρακτῆρα γιά τόν πιστόν. Αὐτή ἡ ἐμπειρία ἐπιφυλάσσεται ὡς ἀποκάλυψη γιά τούς πιστεύοντας, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐντολή εἶναι: «Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. ζ´, 6). Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία πρόσεχαν πολύ αὐτό τό σημεῖο καί κατεβάλλοντο προσπάθειες γιά τήν διαφύλαξη τοῦ ἀπορρήτου τῶν μυστηρίων τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἡ ἀποκάλυψη γίνεται κατά τήν δυναμικότητα καί δεκτικότητα τῶν πιστῶν «καθώς ἠδύναντο». Ἡ τάξη τῶν «κατηχουμένων» καί τῶν «φωτιζομένων» ὑπηρετοῦσε αὐτόν ἀκριβῶς τόν σκοπό. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό κορυφαῖο Μυστήριο ἔμεινε τό «σεσιγημένον Μυστήριο», πρό τοῦ Ὁποίου «σιγᾶ πᾶσα σάρξ βροτεία καί στέκεται μετά φόβου καί τρόμου». (Ὕμνος ἀντί Χερουβικοῦ κατά τό Μ. Σάββατο). Ἔχει λοιπόν χαρακτῆρα μυστηριακό, ὑπερκόσμιο καί δέν κατανοεῖται μέ λογικά κριτήρια, γήϊνα καί ἀνθρώπινα. Μάλιστα οἱ σχετικές «Κατηχήσεις» τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας χειραγωγοῦν τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔνδον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου τελοῦνται τά ἀνερμήνευτα καί ὑπέρ τήν ἀνθρώπινη λογική Θεῖα Μυστήρια. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος λέγει πρός τούς νεοφωτίστους: «Ὅλοι λοιπόν ὅσοι ἀξιωθήκατε νά ἐγγραφεῖτε στήν ἐπουράνια αὐτή βίβλο, προσφέρατε πλούσια τήν πίστη σας καί ὑγιῆ τό λογισμό σας. Γιατί τά ὅσα γίνονται ἐδῶ χρειάζονται πίστη καί τά μάτια τῆς ψυχῆς, ὥστε νά μή προσέχει κανείς μόνο τά ὅσα βλέπει, ἀλλ’ ὁρμώμενος ἀπ’ αὐτά νά φαντάζεται καί ἐκεῖνα πού δέν βλέπονται. Γιατί τέτοια εἶναι τά μάτια τῆς πίστεως˙ ὅπως ἀκριβῶς δηλαδή τά μάτια τοῦ σώματος μποροῦν νά βλέπουν ἐκεῖνα μόνο πού ὑποπίπτουν στήν αἴσθηση, ἔτσι καί τά μάτια τῆς πίστεως βλέπουν τά ἀντίθετα μ᾽ ἐκεῖνα. Γιατί τίποτε ἀπό τά ὁρατά δέν βλέπουν ἀλλ᾽ ἐκεῖνα πού δέν βλέπονται τά βλέπουν αὐτά ἔτσι, σάν νά βρίσκονται μπροστά στά μάτια μας. Καθόσον αὐτό εἶναι πίστη, τό νά βλέπει σάν ὁρατά ἐκεῖνα πού δέν βλέπονται». (ΕΠΕ, 30, Κατήχησις, ΙΙ,9). Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ νοησιαρχία καί ὁ ὀρθολογισμός ἀπωθεῖ τό μυστήριον, ἀλλά τοῦτο εἶναι θεμέλιον τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου ἀκριβῶς γιατί εἶναι ὄν πού θρησκεύει, πού «αἴρει τήν ψυχήν του» πρός τόν Θεόν καί αὐτά εἶναι μυστήρια πού δέν ἐξηγοῦνται. Ἀφήνονται στή πανσοφία τοῦ Θεοῦ. Πολύ εὔστοχα ἐν προκειμένῳ ἡ Ἐκκλησία μεταλαμβάνει καί τά νήπια, γιατί ἡ Θ. Μετάληψη δέν εἶναι θέμα λογικῆς. Ἐδῶ ἔχουμε ὄχι τό παράλογο ἀλλά τό ὑπέρλογο.
.                     Τό Μυστήριο αὐτό τῆς Θ. Εὐχαριστίας καί κατά συνέπειαν τῆς Θ. Μεταλήψεως ἤ Θ. Κοινωνίας εἶναι θεοσύστατο Μυστήριο. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός τό ἵδρυσε καί τό παρέδωσε στήν Ἐκκλησία κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο. Στό ὑπερῷο τῶν Ἱεροσολύμων, πρό τοῦ Ἁγίου Του Πάθους συνέβη τοῦτο: «Ἐσθιόντων δέ αὐτῶν λαβών ὁ Ἰησοῦς τόν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε (= τεμάχισε) καί ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καί εἶπε˙ λάβετε φάγετε˙ τοῦτο ἐστι τό σῶμα μου˙ καί λαβών τό ποτήριον καί εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων˙ τοῦτο ἐστι τό αἷμα μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.» (Ματθ. 26, 26-28). Τοῦτο ποιεῖται εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». (Λουκ. 22, 19). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι δέν εἶπε συμβολίζει τό σῶμα μου, ἀλλά εἶπε εἶναι τό Σῶμα μου. Τό ἴδιο καί γιά τό Αἷμα Του καί τοῦτο «ποιεῖται» σέ χρόνο ἐνεστώτα πού δηλώνει συνέχεια, διάρκεια, ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Μάλιστα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἀναίμακτος θυσία, διότι ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι γιά τήν ἀνθρώπινη δική μας προσέγγιση. Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὀνομάζει ἀκριβῶς τήν Ἁγία Τράπεζα «θυσιαστήριον». Καί τό μέγιστον θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ἐπιτελεῖ τό Πανάγιον Πνεῦμα ὥστε ὑπέροχα ὁ Ἰ. Δαμασκηνός νά λέγει: «Εἰ τόν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διά Πνεύματος Ἁγίου, ὥσπερ καί ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος ἁγίου ἑαυτῷ καί ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεσπάσατο καί πλέον οὐδέν γινώσκωμεν, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής ἐστι καί ἐνεργής καί παντοδύναμος» (P.G. 94,1145). Καί βλέπουμε, κατά τήν Θ. Μετάληψη μέ τά χοϊκά μάτια μας ἄρτον καί οἶνον καί γευόμεθα ταῦτα, γιατί ἔτσι πρέπει γιά τήν ἀνθρώπινη δυνατότητα καί συνάμα ἀδυναμία μας, ἀλλά ὑπό τά εἴδη ἄρτου καί οἴνου, αὐτό τοῦτο τό τίμιον καί πανάγιον Σῶμα καί τίμιον καί πανάγιον καί ζωηρόν Αἷμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεταλαμβάνομεν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Αὐτό πιστεύουμε καί αὐτό ὁμολογοῦμεν.
.                  Ἔτσι αὐτή εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ παράδοση τοῦ Μυστηρίου. Καί αὐτή εἶναι ἡ πράξη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀπ᾽ τήν πρώτη της στιγμή. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή: «Ἦσαν προσκαρτεροῦντες (=ἀφοσιωμένοι) τῇ διδασκαλίᾳ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (Πράξ. β´, 42).
.               Βασική πεποίθηση κάθε Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἦλθε στή γῆ μας, γιά νά μᾶς δώσει μόνο μιά ὑπέροχη καί ὑψηλοῦ ἐπιπέδου διδασκαλία, ἀλλά γιά νά προσφέρει τή θυσία τοῦ σώματός Του καί τοῦ αἵματός Του. Καί αὐτή ἡ θυσία πρέπει νά διαιωνίζεται, ὥστε οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν νά κοινωνοῦν αὐτό τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του. Αὐτή εἶναι ἡ κατάληξη τῆς θείας διδασκαλίας Του.
.                Ἡ θεία Λειτουργία, ἡ θεία Εὐχαριστία τελεῖται γιά νά μεταλάβουν οἱ πιστοί Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀληθής συνειδητός χριστιανός χωρίς Θεία Μετάληψη. Δέν μπορεῖ νά ζήσει πνευματικά ὁ χριστιανός ἔχοντας ἀποχή ἀπό τήν Θ. Κοινωνία. Εἶναι θεῖα τά λόγια: «Λάβετε φάγετε…» «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Λόγια σαφῆ, ἱερά, λόγοι Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Λυτρωτή μας. Τήν ἐπαύριον τοῦ θαύματος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων εἶπε ἀκόμη ὁ αἰώνιος Διδάσκαλος: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς˙ ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα, καί ὁ ἄρτος δέ ὅν ἐγώ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστιν, ἥν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰω. 6,51).
.                  Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί στήν μεταποστολική ἐποχή, οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων τονίζουν τό γεγονός τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τοῦ Κυρίου. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, ὁ Θεοφόρος γράφει πρός τούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καί εἰς δόξαν… ἕνα ἄρτον κλῶντες, ὅς ἐστι φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διά παντός». (Πρός Ἐφεσ. ΧΙΙΙ καί ΧΧ). Τό ἀρχαῖο σύγγραμμα πού ὀνομάζεται «Διδαχή τῶν Ἀποστόλων» πιστοποιεῖ τήν σταθερή πίστη τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ὅτι τό Μυστήριο εἶναι ἀληθινή τροφή τῆς ψυχῆς. Μία εὐχή πρός τόν Θεόν λέγει: «Εὐχαριστοῦμεν σοι, πάτερ ἅγιε, ὑπέρ τοῦ ἁγίου ὀνόματός σου, οὗ κατεσκήνωσας ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, καί ὑπέρ τῆς γνώσεως καί πίστεως καί ἀθανασίας, ἧς ἐγνώρισας ἡμῖν διά Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου˙ σοί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Σύ, δέσποτα παντοκράτορ, ἔκτισας τά πάντα ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, τροφήν τε καί ποτόν ἔδωκας τοῖς ἀνθρώποις εἰς ἀπόλαυσιν, ἵνα σοι εὐχαριστήσωσιν, ἡμῖν δέ ἐχαρίσω πνευματικήν τροφήν καί ποτόν καί ζωήν αἰώνιον διά τοῦ παιδός σου». (Διδαχή Ἁγ. Ἀποστόλων,Χ,2). Τόν ἑπόμενο αἰῶνα, τόσον ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς ὅσον καί ὁ Ἱ. Κυπριανός Καρχηδόνος ἐπαναλαμβάνουν ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη αὐτῆς τῆς θείας Μεταλήψεως, τῆς θείας Κοινωνίας.
.                  Πολύ περισσότερο οἱ τρεῖς μεγάλοι ἱεράρχες Μέγας Βασίλειος, Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Ἱ. Χρυσόστομος ἐπιμένουν στό θέμα αὐτό καί ἀναπτύσσουν μέ πολλά παραδείγματα τήν σπουδαιότητα καί ἀναγκαιότητα τοῦ μοναδικοῦ μυστηρίου τῆς θείας «μετουσίας». Τό ἴδιο ἐπαναλαμβάνουν ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων καί ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, καθώς καί ὁ Συμεών ὁ νέος θεολόγος μέ συγκλονιστικές ἐκφράσεις καί ἀργότερα οἱ δύο κορυφαῖοι Βυζαντινοί θεολόγοι Γρηγόριος Παλαμᾶς καί Νικόλαος Καβάσιλας τονίζοντας ὅτι τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀληθής βρῶσις καί πόσις εἰς ζωήν αἰώνιον.
.                 Τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια ἀνακαλύπτουν καί πάλι ἐν καιρῷ Τουρκοκρατίας, οἱ δύο σοφοί ἅγιοι Μακάριος Νοταρᾶς καί Νικόδημος Ἁγιορείτης καί τήν ἀναπτύσσουν στό βιβλίο τους «Περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων» (1783) μέ πολλές μαρτυρίες ἁγίων Πατέρων. Γράφουν πολύ χαρακτηριστικά: «Ἀπό τήν τράπεζαν τῶν σωματικῶν φαγητῶν, ἄν μᾶς ὑστερήσῃ τις μίαν μόνην ἡμέραν, λυπούμεθα, ἀδημονοῦμεν καί μᾶς φαίνεται μέγα κακόν˙ ἀπό δέ τήν πνευματικήν καί οὐράνιαν τράπεζαν τῶν θείων μυστηρίων, ἄν ὑστερηθῶμεν… καί μῆνας ὁλοκλήρους, δέν τό νομίζομεν κακόν… Ἄχ, ἀδελφοί… καί νά ἐβλέπαμεν μίαν φοράν μέ τούς νοητούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς μας, ποῖα ὑψηλά καί πόσον μεγάλα ἀγαθά ὑστερούμεθα, μή μεταλαμβάνοντες συνεχῶς, τότε, ναί, ἠθέλαμεν βάλει ὅλα μας τά δυνατά νά ἑτοιμαζώμεθα καί νά μεταλαμβάνωμεν, ἄν ἦτο τρόπος, κάθε ἡμέραν» (σ.74). Τίς θέσεις αὐτές ἐπιβεβαίωσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπί Πατριάρχου Γρηγορίου Ε´ τοῦ ἐθνομάρτυρος τό 1819 τονίζοντας ὅτι ἔχουν χρέος «οἱ εὐσεβεῖς ἐν ἑκάστῃ ἱερᾷ μυσταγωγίᾳ νά προσέρχωνται καί νά μεταλαμβάνωσι…» Ἰδιαίτερα οἱ Κολλυβάδες Πατέρες συνέχισαν τήν ἀξία καί σημασία τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος θά ὑπογραμμίσει ὅτι στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας λαμβάνει χώρα τό «θαῦμα τῶν θαυμάτων». Γράφει στή μελέτη του «Περί θείων Μυστηρίων»: «Τό παραδοθέν παρά τοῦ Κυρίου μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τό ἀνώτερον ὅλων τῶν μυστηρίων εἶναι τό θαυμασιώτερον τῶν θαυμάτων, ὅσα ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐξετέλεσεν˙ εἶναι τό ὑψηλότερον ἐξ ὅσων ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐπενόησεν˙ εἶναι δέ καί τό τιμιώτερον ὅλων τῶν χαρισμάτων, ὅσα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐχαρίσατο τοῖς ἀνθρώποις… διό καί δικαίως τό θαῦμα τῶν θαυμάτων καί τό μυστήριον τῶν μυστηρίων δύναται νά κληθῇ καί νά θεωρηθῇ».
.                 Ὅσον ἀφορᾶ τήν μετάδοση τῆς Θ. Κοινωνίας στούς πιστούς ἱστορικῶς ἔχει ὡς ἑξῆς: Τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους πού ἦσαν καί ὀλίγοι οἱ πιστοί, ἡ Θ. Μετάληψη γινόταν ὅπως σήμερα μεταλαμβάνουν οἱ ἱερεῖς στό Ἱερό Βῆμα. Συγκεκριμένα ὁ κάθε πιστός «τήν ἀριστεράν θρόνον ποιήσας τῇ δεξιᾷ» ἔπαιρνε τήν ἁγία μερίδα, Σῶμα Χριστοῦ, καί ἔτρωγε καί κατόπιν ἔπινε ἐκ τοῦ κοινοῦ καί ἑνός Ἁγίου Ποτηρίου τό Αἷμα Χριστοῦ. Μάλιστα τό Ἅγιον Ποτήριον τό κρατοῦσε ὁ διάκονος. Οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές» μᾶς περιγράφουν τήν Θ. Μετάληψη ὡς ἐξῆς: «Ὁ μέν Ἐπίσκοπος διδότω τήν προσφοράν λέγων Σῶμα Χριστοῦ καί ὁ δεχόμενος λεγέτω Ἀμήν˙ ὁ δέ διάκονος κατεχέτω τό Ποτήριον καί ἐπιδιδούς λεγέτω Αἷμα Χριστοῦ» (Ἀπ. Διατ. P.G.1,1109). Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει: «Προσιών μή τεταμένοις τοῖς τῶν χειρῶν καρποῖς προσέρχου μηδέ διῃρημένοις τοῖς δακτύλοις ἀλλά τήν ἀριστεράν θρόνον ποιήσας τῇ δεξιᾷ, ὡς μελλούσῃ Βασιλέα ὑποδέχεσθαι καί κοιλάνας τήν παλάμην δέχου τό Σῶμα Χριστοῦ, προσέρχου καί τῷ Ποτηρίῳ τοῦ Αἵματος» (Κατήχ. ΚΓ’ 21-22, P.G.33,1124). Μάλιστα ἡ σειρά μέ τήν ὁποία μετελάμβαναν οἱ πιστοί ἦταν: Πρῶτα ὁ Ἐπίσκοπος καί ὕστερα οἱ λοιποί κληρικοί «εἶτα τά παιδία καί τότε πᾶς ὁ λαός κατά τάξιν μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας» (Διατ. Ἀποστ. ΒΕΠ 2, VIII,14,158). Περαιτέρω μετά τούς πρώτους αἰῶνες, ὅταν αὐξήθηκαν οἱ πιστοί χριστιανοί, γιά καθαρῶς πρακτικούς λόγους δηλαδή γιά νά μή παρατηρηθεῖ ἀταξία εἰσήχθη ἡ λαβίς μέ τήν ὁποία μετελάμβανον οἱ πιστοί Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ. Θαυμάσια εἶναι ἡ παράσταση μέ τόν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τήν Θ. Κοινωνία στήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία μέ τήν ἁγία λαβίδα, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων τόν 7ον αἰῶνα (Βίος ὁσίας Μαρίας P.G.87,3721). Ὅλοι πιστοί, λοιπόν, μετελάμβαναν ἀπό τήν μία λαβίδα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλους τούς κατοπινούς αἰῶνες μέχρι καί σήμερα αὐτό τοῦτο τό «φάρμακον ἀθανασίας», τό «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου», τό «ἀφανίζον φθοράν», τό «φυλακτήριον ψυχῆς καί σώματος». Μάλιστα ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στήν 93η ἐπιστολή του «πρός Καισαρίαν Πατρικίαν περί κοινωνίας» ὅτι: «Καί τό κοινωνεῖν δέ καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν καί μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ἐπωφελές, αὐτοῦ σαφῶς λέγοντος˙ “ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον”. Τίς γάρ ἀμφιβάλλει, ὅτι τό μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς οὐδέν ἄλλο ἐστίν ἤ ζῆν πολλαχῶς; Ἡμεῖς μέντοι γε τέταρτον καθ᾽ ἑκάστην ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν, ἐν τῇ κυριακῇ, ἐν τῇ τετράδι καί ἐν τῇ παρασκευῇ καί τῷ σαββάτῳ καί ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐάν ᾖ μνήμη ἁγίου τινός». (P.G.,32,484).
.                   Ἀκόμη ὑπάρχουν καί οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες οἱ ὁποῖοι διακελεύουν αὐστηρά ὅτι ἄν κάποιος ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος ἤ (ἄλλοι) ἀπό τόν ἱερατικό κατάλογο, δέν μεταλάβει, ὅταν τελεῖται ἡ Θ. Εὐχαριστία, πρέπει νά πεῖ τήν αἰτία. Ἄν εἶναι εὔλογη, συγχωρεῖται, ἄν δέν τήν πεῖ, πρέπει νά ἀφορίζεται, γιατί ἔγινε αἰτία νά βλαφτεῖ ὁ λαός καί γιατί κίνησε ἐναντίον ἐκείνου πού τέλεσε τήν Θ. Λειτουργία ὑποψίες ὅτι δέν τήν ἔκανε σωστά (8ος κανών) καί ἔπειτα ὅλοι οἱ πιστοί πού προσέρχονται στήν ἐκκλησία, ὅταν τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἀκοῦνε μάλιστα τίς Γραφές ἀλλά δέν παραμένουν στίς κύριες εὐχές καί δέν προσέρχονται στή θεία Μετάληψη πρέπει νά ἀφορίζονται, γιατί δημιουργοῦν ἀταξία στό ἐκκλησίασμα. (9ος κανών). Οἱ παραπάνω κανόνες ὑπογραμμίζουν ὅτι δέν ἀρκεῖ ὁ ἐκκλησιασμός. Δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀτομική προσευχή στό ναό ἡ θεία Λειτουργία, οὔτε θέαμα καί ἀκρόαμα. Οὔτε μπορεῖ νά ἀρκεῖται στό ἀντίδωρο ὁ πιστός. Θεία Λειτουργία καί θεία Εὐχαριστία, τέλεση τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Μυστηρίου σημαίνει μετοχή στή Θεία Μετάληψη. Σαφέστατα ἡ Ἐκκλησία τό λέγει: «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι Χριστός ὁ Κύριος». Ἄλλωστε, πῶς θά ἐκφωνήσουμε: «Ὀρθοί μεταλαβόντες…» καί θά ψάλλουμε «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν…». Συνειδητός χριστιανός εἶναι καί ὀνομάζεται ὁ προσερχόμενος καταλλήλως, πνευματικά προετοιμασμένος στήν θεία Μετάληψη τῶν Ἀχράντων καί φρικτῶν Μυστηρίων.
.                  Ἀναφορικῶς μέ τό ἐρώτημα ἤ τήν ἀμφιβολία, τήν ὁποία διατυπώνουν μερικοί ἄν δηλ. ὑπάρχει κίνδυνος μεταδόσεως ἀσθενείας ἀπό τήν Θεία Μετάληψη, ἐπειδή χρησιμοποιεῖται ἡ ἰδία λαβίδα, ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφέστατη, ὅτι οὐδείς ἀπολύτως κίνδυνος ὑφίσταται ἐν προκειμένῳ. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού κοινωνοῦμε, εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριος καί Θεός μας, καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή, ἡ ὑγεία καί ὄχι ἡ ἀσθένεια, ἡ πτώση καί ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός οὔτε μολύνεται, οὔτε μολύνει. Μόνον ἁγιάζει καί χαριτώνει, γιατί εἶναι ἡ Αὐτοζωή καί Ἀνάσταση. Ἡ Θεία Μετάληψη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας», Πηγή Ζωῆς. Ἄλλωστε, ποτέ κανείς ἀνά τούς αἰῶνες δέν ἔπαθε τό παραμικρό ἀπό τή Θεία Μετάληψη μέ τήν ἴδια λαβίδα, οὔτε λαϊκός οὔτε κληρικός. Πρῶτοι θά εἶχαν ἀσθενήσει καί ἀποθάνει οἱ τόσοι καί τόσοι κληρικοί! Ἰδιαίτερα ἐν προκειμένῳ, πλεῖστες εἶναι οἱ μαρτυρίες τῶν κληρικῶν πού διηκόνησαν ἤ διακονοῦν στά νοσηλευτικά ἱδρύματα, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἔπαθαν τίποτα ἀπό μεταδοτική νόσο, τή στιγμή μάλιστα πού «καταλύουν» – ὅπως εἶναι γνωστό- ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει στό Ἅγιο Ποτήριο μετά τή μετάληψη τῶν ἀσθενῶν καί μάλιστα φυματικῶν, λεπρῶν παλαιότερα κ.ἄ., γλείφοντας στήν κυριολεξία τήν Ἁγία Λαβίδα καί καθαρίζοντας πλήρως τό Ἅγιο Ποτήριο. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε, μερικούς μόνον, ἱερεῖς – ἐφημερίους Νοσηλευτικῶν Ἱδρυμάτων τῆς πατρίδος μας οἱ ὁποῖοι διηκόνησαν ἐπί πολλές δεκαετίες σέ μεγάλα νοσηλευτικά κέντρα˙ Οὐδέποτε ἔπαθαν τι ἀπό τήν Θ. Μετάληψη. Πρόκειται γιά τούς κάτωθι: Πρῶτον βεβαίως ἀναφέρουμε τόν ἱερέα π. Χρύσανθο Κουτσουλογιαννάκη (†1972) στό Λεπροκομεῖο τῆς Σπιναλόγκας-Κρήτης καί τόν Ἅγιο Πορφύριο (†1991) στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν. Ἔπειτα τούς: π. Γεώργιο Κουτῆ (†1969) στό Ἀντικαρκινικό Νοσοκομεῖο «Ἅγ. Σάββας», π. Ἐλπίδιο Ὀρουντιώτη (†1983), ὁ δίδυμος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου τοῦ Νεομάρτυρος, στόν «Ἐρυθρό», π. Ἀναστάσιο Δραπανιώτη (†1984) στό «Λαϊκό», π. Ἠλία Τσακογιάννη (μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, †1990) στόν «Εὐαγγελισμό», π. Εὐσέβιο Γιαννακάκη (†1995) στό «Ἱπποκράτειο», π. Εὐμένιο Σαριδάκη (†1999) στό Λεπροκομεῖο Ἀθηνῶν, π. Σωτήριο Κανναβό (†2014) στόν «Εὐαγγελισμό» κ.ἄ.
.                  Ἀπόψεις καί γνῶμες ὅπως: «Εἶναι ἀπαίτηση τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ὁ καθείς νά φέρνει ἀπό τό σπίτι του ἕνα πλαστικό κουταλάκι», ἤ «οἱ λοιμωξιολόγοι νά μή διστάζουν νά ποῦν ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος δημόσιας ὑγείας ἡ μετάληψη μέ τό ἴδιο κουταλάκι» ἤ «νά διατάξει ἡ κυβέρνηση ἀπαγόρευση τῆς Θ. Κοινωνίας» ἤ «ἡ Ἐκκλησία κάμνει εἰσπήδηση στήν ἐπιστήμη» ἤ «νά πᾶμε τήν Θ. Κοινωνία στό Χημεῖο νά ἐξετάσουμε ἄν εἶναι Αἷμα Χριστοῦ», ὅλες αὐτές οἱ θέσεις ἐγγίζουν τά ὅρια τῆς ἄγνοιας, τῆς ἡμιμάθειας, τῆς θεολογικῆς ἀπαιδευσίας, τῆς ἀνυπαρξίας ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, τελικά τῆς ἀπιστίας.
.               Ἀλλ᾽ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ κατ᾽ ἐξοχήν χῶρος τῆς ἐλευθερίας. Κανένα δέν ἐξαναγκάζει. Ἡ προτροπή εἶναι διηνεκής. «Ὅσοι πιστοί» καί «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία νά προσέλθουν γιά τήν θεία Μετάληψη. Μάλιστα ὁ Ἀπ. Παύλος ὑπογραμμίζει ὅτι προκειμένου νά μετάσχει ὁ πιστός στή Θεία Κοινωνία πρέπει νά ἔχει προετοιμαστεῖ ἀναλόγως. Γράφει: «Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω, ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. ια´ 28-29). Ἰδιαίτερα ὁ Ἱ. Χρυσόστομος γράφει γι᾽ αὐτή τήν πνευματική προετοιμασία: «Ἐάν δέν τολμᾶ κανείς μέ ἀκάθαρτα χέρια οὔτε ἁπλῶς νά θίξει ἀνθρώπινο ἱμάτιο βασιλικό, πῶς θά τολμήσουμε περιφρονητικά νά πάρουμε τό σῶμα τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, τό ἄμωμο, τό καθαρό, αὐτό πού ἑνώθηκε μέ τή θεία φύσι, πού μέ τήν χάρι του ὑπάρχουμε καί ζοῦμε, αὐτό πού συνέτριψε τίς πύλες τοῦ θανάτου καί ἄνοιξε τίς ἁψῖδες τοῦ οὐρανοῦ; Παρακαλῶ, ἄς μήν κατασφάξωμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ἀναισχυντία, ἀλλά μέ δέος καί καθαρότητα ἄς τό πλησιάσουμε. Καί ὅταν τό ἴδης αὐτό τό σῶμα ἐνώπιόν σου, λέγε στόν ἑαυτό σου: Χάρις σ᾽ αὐτό τό σῶμα δέν εἶμαι πλέον ἐγώ γῆ καί σποδός, δέν εἶμαι πλέον αἰχμάλωτος, ἀλλά ἐλεύθερος. Χάρις σ᾽ αὐτό ἐλπίζω νά ἀπολαύσω τούς οὐρανούς καί τά ἀγαθά τους, τήν ἀθάνατη ζωή, τήν ἀγγελική πολιτεία, τή συντροφιά μέ τόν Χριστό… Καθάριζε λοιπόν τήν ψυχή σου, προετοίμαζε τή διάνοια, γιά νά ὑποδεχθῇς τά μυστήρια αὐτά». (Α´ Κορινθ., Λόγος κδ´, ΕΠΕ, 18Α, σελ. 96 ἑπ.).
.                 Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι θέμα πίστεως. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐκφώνηση – πρόσκληση περιέχει, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν πίστη, τήν ἀγάπη. Εἰδικά ἡ πίστη ἐν προκειμένῳ δέν ἔρχεται νά καταργήσει τήν λογική. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ πλάνη ἐκείνων πού θεωροῦν τήν πίστη ὡς κατάργηση τῆς λογικῆς. Ἡ πίστη ὑπερνικᾶ τήν λογική δίχως ὅμως νά τήν θέτει σέ ἀργία. Ἡ πίστη εἶναι μεταφυσική, «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Εἶναι ὁ χῶρος τοῦ ἐπέκεινα, γιατί ἡ λογική εἶναι προωρισμένη γιά τά πεπερασμένα μέ ἐργαλεῖο τήν ἀπόδειξη. Ἡ πίστη δέν ἔχει ἀπόδειξη. Ὁ Θεός δέν ἀποδεικνύεται. Δέν ἐφευρίσκεται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀποκαλύπτεται. Βιώνεται. Γι᾽ αὐτό καί ὅποιος δέν γνωρίζει τί εἶναι ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά καταλάβει καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τί ἐπιτελεῖται στή Θ. Λειτουργία καί τί εἶναι ἡ θ. Μετάληψη. Γιά ὅλα χρειάζεται ἡ ἄλλη διόπτρα, ἐκείνης τῆς πίστεως.
.                  Τό σπουδαιότερο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μετάδοση τῆς ἀθανασίας, ἀπό τήν Πηγή τῆς ἀθανασίας πού εἶναι ἡ Θεία Μετάληψη. Ὅταν κοινωνοῦμε Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ζοῦμε ἕνα συνεχές Πάσχα, μία διάβαση στήν ἄλλη βιοτή τῆς αἰωνίου ζωῆς, τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. Πρόκειται γιά τήν συμμετοχή μας στό Δεῖπνο τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς, τῆς χαρᾶς καί εὐφροσύνης ἐν Θεῷ. Καί «ἡ χαρά ἐν Θεῷ ἰσχυροτέρα ἐστί τῆς ἐνταῦθα ζωῆς». Καί ὁ εὑρών αὐτήν, οὐ μόνον εἰς τά πάθη οὐ περιβλέψεται, ἀλλ᾽ οὐδέ ἐπί τήν ἑαυτοῦ ζωήν ἐπιστραφήσεται, οὐδέ αἴσθησις ἑτέρα γεννήσεται ἐκεῖθεν, εἰ ἐξ ἀληθείας γέγονεν αὕτη» (Ἰσαάκ Σύρου, Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, σ.163 ἑπ.). Ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι ἡ μυστηριακή πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς εἰσόδου μας στή Χαρά τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἀρραβών τῆς μελλούσης ζωῆς τοῦ Παραδείσου.
.                  Μακάρι, μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς μας νά μετέχουμε ἐπαξίως τῆς ἀθανάτου Τραπέζης ὡς συνδαιτυμόνες, μεταλαμβάνοντες Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ.

, , ,

Σχολιάστε

ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Μητροπολ. Μάνης Χρυσοστόμου («Κρεῖσσον ὁ σιωπῶν τοῦ πολλά λαλοῦντος»)

ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Μητροπολ. Μάνης  Χρυσοστόμου Γ´

Πρός ἅπαντα τόν εὐαγῆ Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ᾽ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί μου,

.                 «Κύριος οἶδε», γιατί ἔπληξε τήν πατρίδα μας καί ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα ὁ λοιμός αὐτός, ὁ τόσον ἐπικίνδυνος, τοῦ νέου κορωνοϊοῦ (COVID-19), μία πανδημία πού φέρνει θλίψη, φόβο, πόνο, ἀσθένεια, θάνατο. Πρόκειται πράγματι γιά ἕνα μεγάλο πειρασμό, γιά μία σκληρή δοκιμασία ὅλων μας.
.                 Ὡστόσο, δέν θά πρέπει νά λησμονοῦμε, ὅτι ὁ παρών ἀνθρώπινος βίος γέμει παραδειγμάτων καί περιπτώσεων «λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου», ὡς ἀναφέρεται καί στή γνωστή δέηση.
.                 Ἀλλά, μήν ἀνεβαίνει στό νοῦ μας ὁ κακός λογισμός, στό πού εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τά πλάσματά Του, τόν ἄνθρωπο. Ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς διδάσκει: «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» καί ἀκόμη: «Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ» (Ρωμ. ια´, 33-34).
.                 Ἔπειτα ἰσχύει ἀπόλυτα ἡ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ: «Οὐχί δύο στρουθία…. καί ἕν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται (δέν πέφτει νεκρό) ἐπί τήν γῆν, ἄνευ τοῦ πατρός ἡμῶν» (Ματθ. ι´ 29). Καί βεβαίως, ἄς προσέξουμε καί τοῦτο, ὅτι: «Οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ὅπως θά μᾶς πεῖ σέ σπουδαιοτάτη ὁμιλία του ὁ σοφός Μέγας Βασίλειος.
.                 Ἀλλά, χριστιανοί μου, ὅπου θλίψη ἐκεῖ καί ἡ παραμυθία. Γι´ αὐτό, καί σᾶς γράφω αὐτή τήν πατρική Ἐγκύκλιο.
.                 Ὅλοι μας, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς φοβερᾶς δοκιμασίας μή δειλιάσουμε, μή καμφθοῦμε ψυχικά καί μή ἀποκάμουμε ἀπό τό βάρος τῆς στενοχώριας, τῆς λύπης, τῆς πίκρας, δι´ ὅσα συμβαίνουν καί καταποθεῖ ἡ ψυχή μας.
.         Νά στερεωθοῦμε ἀκόμα περισσότερο στό βράχο τῆς πίστεως. Πάλιν ὁ μέγας Ἀπόστολος, ὁ θεῖος Παῦλος παραγγέλλει «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α´ Κορ. ιϛ´13). Εὐχή, προσευχή καί ἀποδοχή μας νά εἶναι τά λόγια τῶν μαθητῶν καί ἀποστόλων πρός τόν Κύριον: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. ιζ´ 5).
.                 Ναί, λυπούμεθα, ἀλλά δέν φθάνουμε στήν ἀπελπισία. «Οὐκ ἐάσει ἡμᾶς (ὁ Θεός) πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε» (Α´ Κορ. ι´,13). Δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Καί γι᾽ αὐτόν πού ἐλπίζει στό Θεό, δέν ὑπάρχουν ποτέ ἀδιέξοδα καί τίποτα δέν τρέφει τήν ψυχή ὅσον ἡ ἀγαθή ἐλπίδα καί ἡ προσδοκία τοῦ καλοῦ.
.                 Μετά ἀπό τά παραπάνω, θά ἤθελα νά σᾶς παρακαλέσω νά προσέξουμε μερικές συμβουλές καί νουθεσίες ἀλλά καί ὑποδείξεις τοῦ πνευματικοῦ σας πατρός, τοῦ Ἐπισκόπου σας.
.                 Πρῶτον, νά ἔχετε στό φρόνημά σας τά θεῖα λόγια τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὁ ὁποῖος τόσα, ὅπως γνωρίζουμε, ὑπέστη στή ζωή του, τά καταπληκτικά ἐκεῖνα λόγια: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης, ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; ἀλλ´ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς, Ἰησοῦ Χριστοῦ. (Ρωμ. η´,35-37). Αὐτά τά λόγια εἶναι μεγάλο στήριγμα αὐτές τίς δύσκολες ὧρες.
.                 Δεύτερον, παρατηρεῖται, τῇδε κἀκεῖσε, μεγάλη πολυλογία, ἀβασάνιστοι λόγοι, προχειρότητα ἀπόψεων, μία θεολογική ἀπαιδευσία γιά θέματα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά «φωνή ἄφρονος ἐν πλήθει λόγων». Γι᾽ αὐτό, ἀνακαλύψατε τήν μεγάλη ἀρετή τῆς σιωπῆς, καθ᾽ ὅτι «ἡ πολυλογία θρόνος τῆς κενοδοξίας ἐστί» καί πολλά ἔχει τά σφάλματα, ἐνῶ τό σιγᾶν εἶναι ἀσφαλές. «Κρεῖσσον ὁ σιωπῶν τοῦ πολλά λαλοῦντος».
.                 Τρίτον, νά γνωρίζετε ὅτι ἡ θρησκεία δέν συγκρούεται μέ τήν ἐπιστήμη καί ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ καί καταφάσκει τήν ἐπιστημονική ἔρευνα καί τήν πρόοδο καί χαίρεται μέ τά ἐπιτεύγματα ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, καί ἰδιαίτερα μέ ἐκεῖνα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, πού ἄμεσα σχετίζονται μέ τό πολύτιμο ἀγαθό τῆς ὑγείας.
.                 Καί τοῦτο, γιατί «Κύριος ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις Αὐτοῦ» (Σοφία Σειράχ, λη´, 6) καί «Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα» (Σοφία Σειράχ, λη´, 4).
.                 Ἔτσι, ἡ θεία ἐντολή εἶναι: «Τίμα ἰατρόν πρός τάς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ» (Σοφία Σειράχ λη´, 1) καί τιμή εἶναι νά ἀκοῦμε τούς ἰατρούς καί τούς εἰδικούς στή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς λοιμώξεως αὐτῆς ἀκολουθῶντας τίς ἰατρικές ὁδηγίες τους.
.                 Ἀλλά ἀκόμη νά ἔχετε ὑπ᾽ ὄψιν σας καί τόν βιβλικόν λόγον: «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου» (Ματθ. δ´,7).
.                 Τέταρτον, παραμένοντας ὅπως πρέπει στό σπίτι, μή βρεθεῖτε σέ κατάσταση ραθυμίας. Στήν «κατ᾽ οἶκον Ἐκκλησία», ἐντείνατε τίς προσευχές σας. Τό δέον νά γίνει καί δέηση. Ἀγαπήσατε ἔτι περισσότερον τίς Ἱερές Ἀκολουθίες τίς ὁποῖες κάθε πρωί καί βράδυ νά τίς ἔχετε στά χείλη καί στή καρδιά σας.
.                 Ἰδιαίτερα μάθετε καί νά λέτε τήν ὑπέροχη προσευχή αὐτῆς τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς: «Κύριε τῶν Δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ˙ ἄλλον γάρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν. Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς». Ὡς ἐπίσης νά λέτε καί τούς Χαιρετισμούς στήν Παναγία μας. Μελετῆστε Ἁγία Γραφή καί Βίους Ἁγίων.
.                 Μεγίστη θά εἶναι ἡ πνευματική σας ὠφέλεια καί οἰκοδομή. Καί ἔπειτα, παρακολουθῶντας ἀπό τήν τηλεόραση ἤ τό ραδιόφωνο τίς Ἱ. Ἀκολουθίες, προσπαθεῖστε νά ἔχετε τήν αἴσθηση ὅτι ἐκ τοῦ σύνεγγυς ζεῖτε τά ψαλλόμενα καί τελούμενα.
.                 Σέ δυσχερεῖς καταστάσεις ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καί τό «κατ´ οἰκονομίαν» τῆς ποιμαντικῆς της καί θέτει σέ ἐφαρμογή τήν «ἐκκλησιαστική οἰκονομία» ἤτοι τό φιλάνθρωπον γιά τίς δυσχερεῖς περιστάσεις καί τό ἀδύναμον τῶν ἀνθρώπων.
.                 Καί πέμπτον, στή σκέψη καί στήν προσευχή σας καθημερινῶς νά ἔχετε ὅλους ἐκείνους, τούς καθηγητές Ἰατρικῆς, τούς ἰατρούς, τό νοσηλευτικό προσωπικό, τούς φαρμακοποιούς, τούς ἐρευνητές καί τούς λοιπούς ἐργαζομένους εἴτε στά νοσηλευτικά ἱδρύματα εἴτε σ´ ἄλλους χώρους, οἱ ὁποῖοι μοχθοῦν γιά τήν καταπολέμηση τοῦ ἰοῦ καί τήν ὅλη βοήθεια στόν συνάνθρωπο. Ἡ προσευχή μας πρός τόν Θεό ἀπαραιτήτως πρέπει νά τούς συνοδεύει. Ἡ ἐντολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: «Ποιεῖσθε δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων».
.                 Ὅλα αὐτά σᾶς τά ὑπογραμμίζω πρός ἀπόκτησιν ἀνδρείας, ὑπομονῆς, παραμυθίας καί ἐλπίδος εἰς τόν Ὕψιστον. Τώρα πού βιώνουμε τό τοῦ ψαλμωδοῦ:«Ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ» (Ψ. 101,7).

Χριστιανοί μου,

«Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ Θεῷ». Νά γονατίσουμε καί ὑψώσουμε τά χέρια μας πρός τόν Πανοικτίρμονα Κύριόν μας καί νά εἰποῦμε: «Ἔπιδε, ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου Σου, ἐξέγειρον τήν δυναστείαν Σου καί ἐλθέ εἰς τό σῶσαι ἡμᾶς». Ἡ Παναγία ἡ «Γιάτρισσα», πού τόσο ἐδῶ εὐλαβούμεθα, σκέπη, προστασία καί βοηθός. Οἱ πάντες εὐοδοῦσθε._

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Γ´

,

Σχολιάστε