Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Μετάνοια

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ,
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος
Ἀθανασίου Μυτιληναίου
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-3-1981]

.               Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ μεγάλου πατρὸς καὶ θεολόγου τοῦ 14ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
.               Ἐὰν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἑορτάσαμε τὴν περασμένην Κυριακήν, εἶναι ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔδειξαν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθινὰ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ τὴν προβολὴ τοῦ μεγάλου προσώπου καὶ ἁγίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ δὲν εἶναι βεβαίως σήμερα ἡ κανονική του μνήμη, ἀλλὰ ἡ προβολή του, ὡς θεολόγου καὶ μαχητοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ ἔγινε αὐτὸ πολὺ σαφές· διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἠγωνίσθη ὡς μοναχὸς καὶ ὡς ἐπίσκοπος, ἀκριβῶς νὰ δείξει ὅτι εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει. Ποιό; Αὐτὸ ποὺ ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἤδη εἶχε θεμελιώσει: ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ἵνα ἡ σὰρξ γένηται λόγος. Αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ μία ὁλοσύμφωνη γραμμὴ ἐτήρησαν μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶδύο μεγάλες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1341 καὶ τὸ 1351, κατοχύρωσαν αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια. Εἶναι οἱ τελευταῖες μεγάλες Σύνοδοι ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγιναν στὴν Ἀνατολή, 100 χρόνια πρὶν πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἡἈνατολὴ πιὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἀλλοθρήσκων. Ἀλλὰ ὅμως, θείῳ Πνεύματι, ἔγιναν αὐτὲς οἱ δύο Σύνοδοι καὶ ἐνεφανίσθη αὐτὸς ὁ Ἅγιος μεγάλος πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ προκάλεσε τὰς Συνόδους, σημειώσατέ το αὐτό, ἐξ ἀφορμῆς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ὑπεστήριζε τὰ ἐναντία, στὸπρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴ θέωση, καὶ θὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό, ὁ ἅγιος αὐτὸς πατὴρ ποὺ τόσο ἠγωνίσθη, μὲ τὰς Συνόδους αὐτὰς ἔθεσαν τὸθεμέλιον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Θεολογίας, ὥστε ὅταν θὰ ἤρχοντο τὰ μεγάλα κύματα τῆς Δύσεως, νὰ τὴν καταποντίσουν, αὐτὴ νὰ εἶναι θεμελιωμένη.
.                   Τὸ κύριο πρόβλημα ποὺ ἀπησχόλησε τότε, κατὰ τὸν 14ον αἰώνα, ἦταν τὸ ἑξῆς: Ποιός εἶναι ὁ βασικὸς χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ποιές εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰφθάσει ποῦ; Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόβλημα. Βεβαίως δὲν ἦταν πρόβλημα. Τὸ θέμα αὐτὸ ἤδη εἶχε τεθεῖ ἀπὸτὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἱδρύθηκε καὶ φανερώθηκε καὶ κηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν κόσμον. Ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες ἤδη εἶχαν δώσει τὴ γραμμὴ πλεύσεως. Ποιές ἀκριβῶς εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦἀνθρώπου ὡς Χριστιανοῦ, νὰ φθάσει ποῦ; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅμως προεκλήθη θέμα κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἐξἀφορμῆς τοῦ ἐκ Καλαβρίας τῆς Δύσεως Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος Βαρλαὰμ ἐξεπροσώπευε τὴ Δύση καὶ ἡὁποία Δύσις ἐπίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα, προεβλήθη τὸ θέμα ὡς πρόβλημα. Τὸ ὑπεστήριξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὸ ἐπεκύρωσαν αὐτὲς οἱ δύο τοπικὲς μεγάλες Σύνοδοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1341 καὶ τὸ 1351.
.              Τὸ θέμα λοιπὸν ἦταν: οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ποῦ φθάνουν; Τί μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος; Καὶἀπάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Νὰ θεωθεῖ!». Εἶναι ἡ θέωσις. Τί σημαίνει θέωσις; Σημαίνει τὴν κοινωνία, τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ βέβαια ἐπῆρε διαστάσεις προβλήματος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. «Θεώνομαι» ποὺ εἶναι μία λέξις καθαρὰ Ἑλληνική, καὶ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταφραστεῖ σὲ καμία γλῶσσα, οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν Λατινικήν, καὶ μένει μία λέξις μοναδικὴ στὴ γλώσσα μας καὶ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ἂν ἔπρεπε νὰ μιλήσει ὁ Λατίνος ἢ ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Κινέζος θὰ ἔλεγε τὴ λέξη Ἑλληνικά, «θέωσις», εἶναι ἡ θεοποίησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μία κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ κατὰ ἕναν μοναδικὸ τρόπο.
.               Ἐτέθη ὅμως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν αὐτό; Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον (:ποὺ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο)»[Α´ Τιμ. Ϛ΄16], πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰφθάσει μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεωθεῖ; Οἱ ἴδιοι πάλι Πατέρες ὑπεστήριξαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ὅμως, ἐδῶ ἦταν τώρα ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου πατρός, ἡὁποία, σημειώσατε, ὅτι δὲν εἶναι πρωτοφανής. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζεται σὲ δύο στερεὰ θεμέλια·καὶ τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν ὀρθοδοξότατο. Καὶ πάντα ποὺ θὰ ἤθελε νὰ θεολογήσει, ἐὰν μείνει στὰ δύο αὐτὰ θεμέλια, θὰ μείνει ὀρθόδοξος. Εἶναι ἡ βιβλικὴ Ἱστορία καὶ οἱ Πατέρες τῆςἘκκλησίας ὡς ἑρμηνεῖς τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μένει στὰ γεγονότα τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἱστορία. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἐνανθρώπηση. Μένει στὴν Σταύρωση τοῦΧριστοῦ, στὴν Ἀνάστασή Του, στὴν Ἀνάληψή Του, στὴ Μεταμόρφωσή Του. Παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως· ὑπογραμμίζω, παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν ἀλληγορεῖ τίποτα. Παίρνει καθ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ τὰ θεολογεῖ. Τὰ θεολογεῖ ὅμως μὲ μία θεολογία πατερική. Ὅπως οἱ Πατέρες κατενόησαν καὶ προσωπικὰ ἔζησαν τὴ βιβλικὴ Ἱστορία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅποιος μιλάει ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο θεμέλια καὶ στηρίζεται, ποτὲ δὲν πέφτει ἔξω. Εἶναι δὲ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὀρθοδοξότατος.

.               Ἔρχεται λοιπὸν τώρα νὰ μᾶς πεῖ ἡ Δύσις· ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ, ἂν θέλετε, τὴ λογικὴ κατανόηση, τὴ φιλοσοφικὴ τοποθέτηση, τὴν ἀριστοτελικὴ εἰδικότερα: Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκατάληπτου, ἀκατανοήτου καὶ ἀπροσίτου καὶ νὰ θεωθεῖ; Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ἐὰν ὑπάρξει μία διάκρισις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦΘεοῦ· ὁ Θεὸς ὡς οὐσία πράγματι εἶναι ἀκατανόητος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ποτὲ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δημιουργία. Ὁ Θεὸς μόνον τὸν Υἱὸ γεννᾶ ὡς οὐσία. Τὸν κόσμον τὸν δημιουργεῖ μὲ τὰς ἐνεργείας Του. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Τώρα βέβαια σᾶς φαίνονται δύσκολα αὐτά, θὰ δεῖτε ὅμως τώρα τί θὰ βγεῖ. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, μὴν κλείνετε τὰ μάτια σας, ἀλλὰ νὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ βλέπετε. Γιατί κάποτε πρέπει νὰ μπαίνουμε στὰ βαθιὰ νερὰ καὶ νὰ μαθαίνουμε σὲ αὐτὰ κολύμπι. Παρακαλῶ, κοιτάξτε. Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτὴ ἡδιάκρισις; Γίνεται μία διάκρισις χωρὶς μερισμό. Διακρίνουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ χωρίσουμε ὅμως τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οἱἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καὶ συνεπῶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀκτινοβολία του. Ὁ ἥλιος, ὅπως τὸν βλέπουμε, εἶναι ἀπρόσιτος. Ποιός μπόρεσε ποτὲ νὰ πάει στὸν ἥλιο; Καὶ νὰ τὸν πιάσει; Εἶναι ἀπρόσιτος. Εἶναι ὅμως προσιτὸς μὲ τὴν ἀκτινοβολία του, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Ἀκοῦστε τί εἶπα: μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Τὸν ἥλιο τὸν ἔχουμε ἐδῶ, τὸν ἔχουμε στὴ γῆ. Μᾶς φωτίζει, μᾶς ζωογονεῖ, τὸν βλέπουμε, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν ἥλιο. Κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
.                     Ὅταν λέμε λοιπὸν ὅτι θὰ ζήσουμε ἢ θὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή… ποιός μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό; Λέγει ἡ Γραφή: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται φανερὸς μὲ τὶς ἐνέργειές Του. Ἀλλὰ πῶς γίνεται μὲ τὶς ἐνέργειές Του; Ἔτσι εἶναι ἕνα λεκτικὸ πράγμα; Ἁπλῶς σὰν κουβέντα; «Ὄχι», ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «εἶναι μία ὀντολογικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς ἐνεργείας Του, ὄχι στὴν οὐσία Του»· ἡ ὁποία εἶναι πράγματι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Καὶ συνεπῶς μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεό. Τὸν Θεὸ νὰ δεῖς; Μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Καὶ βλέποντας τὸν Θεὸπρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θεώνομαι.
.              Αὐτὸ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» εἶναι ἡ βάσις ἡεὐαγγελική. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος- ἀκοῦστε ἐπιχείρημα: «Ποιοὶ εἶναι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι, αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἐσὺ λὲς ὅτι θὰ δεῖς τὸν Θεὸ στὴν ἄλλη ζωή. Μὰ στὴν ἄλλη ζωή, δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό». Εἴδατε ἐπιχείρημα; Ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό. Συνεπῶς ἐδῶ θὰ δεῖς τὸν Θεό· ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή.
.                 Ἀλλὰ αὐτὸ τί συνέπειες ἔχει; Ἔχει τὶς ἑξῆς συνέπειες ἀγαπητοί μου. Ἁπλῶς τὸν 14ο αἰώνα αὐτὸ διετυπώθη ὡς δόγμα. Ἦταν πάντοτε γνωστό. Δὲν ἦταν κάτι καινούργιο. Γιατί, σᾶς εἶπα, ἦταν ἡπροσωπικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι (ἐδῶ προσέξτε) ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ μετάνοια, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ἀναγέννηση. Πραγματικὰπῶς τὸ λέμε αὐτό; Νὰ πῶς τὸ λέμε. Νὰ δεῖτε πόσο σήμερα ἔχει βασικὴ σημασία ἡ προβολὴ τοῦπροσώπου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῆς Θεολογίας του. Σήμερα λέμε «νὰ μετανοήσεις» καὶ μόλις μετανοήσω καὶ πάω καὶ ἐξομολογηθῶ, ἔχω τὴν αἴσθηση μίας αὐτάρκειας, ὅτι τελείωσα. Ἀφοῦ πῆγα καὶ ἐξομολογήθηκα, ἐπισφραγίζω τὴν ἐξομολόγησή μου καὶ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶτελείωσα. Τελείωσες; Ἐξαντλεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ νὰ μετανοήσεις μόνο; Ἡ πνευματικὴ ζωὴπάει πέρα ἀπὸ τὴ μετάνοια. Εἶναι στὴν ἀναγέννηση. Γι’αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος πολὺ σωστά..- ξέρετε ὅτι στὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἔχουμε πάντα τοὺς ἁγίους, στὸν ἅγιο Νικόδημο, στὸν ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶναι τῆς ἐποχῆς μας καὶ συγχρόνους ἁγίους, ποὺ ἴσως ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς ἀνεκήρυξε, ἴσως ποτὲ νὰ μὴν τοὺς ἀνακηρύξει, δὲν ἔχει σημασία, ἄγνωστοι ἄνθρωποι, ζοῦν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία.
.                Προσέξατε. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὅταν κάποιος ποὺ πεθαίνει, μᾶς φωνάξουν νὰ τὸν ἐξομολογήσουμε καὶ νὰ τὸν κοινωνήσουμε, πηγαίνουμε ἐκ καθήκοντος, γιατί μᾶς τὸ ζήτησαν. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σωθεῖ. Ἁπλούστατα γιατί ἀφήσαμε νὰ περάσει ἡ ζωή μας καὶνομίσαμε ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας… κι αὐτὸ τὸ λάθος κάνουμε, ὅτι θὰ ἀφήσουμε νὰμετανοήσουμε στὸ τέλος. Δὲν εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ θὰ μᾶς σώσει. Ἡ ἀναγέννηση. Εἶναι ἡἀναγέννηση. Ἄφησες τὴ μετάνοια, ἀδελφέ μου, νὰ περάσει ἡ ζωή σου καὶ τότε νὰ μετανοήσεις εἶπες. Εἶσαι σίγουρος ὅτι θὰ γεράσεις; Εἶσαι σίγουρος ὅτι δὲν θὰ ἔχεις αἰφνίδιο θάνατο; Ἔστω. Ἀλλὰ πότε θὰπρολάβεις νὰ ἀναγεννηθεῖς; Πότε θὰ προλάβεις;».
.                    Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση, πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε χρόνια ὁλόκληρα, νομίζοντες ὅτι δυνάμεθα νὰ περιοριζόμεθα σὲ μία ἀνανέωση τῆς μετάνοιας καὶ ὄχι σὲ μία ἀναγέννηση. Αὐτὸ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἕνα δυστύχημα. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σήμερα ἀκριβῶς αὐτὸκάνουμε. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς φαίνεται πολὺ μακρινὴ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶσήμερα. Μέχρι σήμερα ἡ Δύσις δὲν τὸν ἔχει κατανοήσει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά. Καὶ ἐπειδὴσήμερα δυτικίζουμε καὶ ὅλο δυτικίζουμε, ὄχι μόνο στὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ στὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα καὶ συνεχῶς δυτικίζουμε, ὁλοένα ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς ἀναγεννήσεως, ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς θεώσεως. Νὰμποροῦμε πραγματικὰ νὰ φθάσουμε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέτρα.
.                     Καὶ σήμερα, ξέρετε τί αἴσθημα ἔχουμε; Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα. Καὶ ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶἀγαπητοί μου. Ὅλοι μας εἴμεθα παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας καὶ ὅλοι βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια νοοτροπία. Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα: ὅτι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ θεολογία τους, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡεὐαγγελικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες καὶ τὴν κατανοοῦν καὶ τὴ ζοῦν, σᾶς εἶπα, προϊὸν καὶ τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας, τὸ ὑπογραμμίζω αὐτό, ὡς νὰ εἶναι αὐτὰ στὴν κορυφὴ τοῦὈλύμπου καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε στὴν πεδιάδα καὶ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «καὶ πῶς ἀνεβαίνει κανεὶς τώρα ἐκεῖ πάνω; Ἀπρόσιτες κορυφές». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα δυστύχημα. Εἶναι δυστύχημα, γιατί αὐτὰτὰ πράγματα ἀφοροῦν σὲ αὐτὴν τὴ σωτηρία μας.
.                     Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, μοῦ φαίνεται, ἕνα πρῶτο βῆμα, ἕνα πρῶτο στάδιο ποὺ πρέπει νὰκινήσουμε, εἶναι νὰ προβάλλουμε τὰ πράγματα, νὰ προβάλλουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ τόσο πολὺἀγωνίστηκαν, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· μὲ τὴ θεολογία του- δὲν εἶναι καινούργια θεολογία, τὸ ξαναλέγω, εἶναι ἡ βιβλικὴ καὶ ἡ πατερική, ἀλλὰ ἁπλῶς τὴν ἔκανε σαφῆ καὶ τὴν προέβαλε, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ἀφορμές. Πρέπει αὐτὰ νὰ προβάλλονται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας, βλέπετε, προβάλλει τὴν Κυριακὴ τὴν Α΄ τῶν Νηστειῶν, τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶγιορτάζει τὸν ἑαυτόν της, τὴν ὀρθοδοξότητά της. Προβάλλει τὴν Β΄ Κυριακὴ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τότε ἀγωνίστηκε, ἑκατὸν-τόσα χρόνια εἰς τὴν 7η Οἰκουμενικὴν Σύνοδο νὰ διασώσει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔρχεται τώρα ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατό: τὸ ὅτι μπορεῖ τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεός.
.                     Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί, κατακλείοντες, θὰ σᾶς ἔλεγα, μὴ μένομε στὰ στενὰ ὅρια μίας ἀνεπαρκεστάτης καὶ στοιχειωδεστάτης μετανοίας. Μία μετάνοια χωρὶς δάκρυα πολλὲς φορές· χωρὶς δάκρυα, χωρὶς συναίσθηση, ἀπὸ μία συνήθεια πᾶμε νὰ ποῦμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τίποτε ἄλλο. Νὰἦταν τουλάχιστον καὶ τῆς προκοπῆς ἡ μετάνοιά μας! Νὰ ἦταν τῆς προκοπῆς! Θὰ ἄξιζε ὁ κόπος. Οὔτε αὐτὴ δὲν εἶναι τῆς προκοπῆς. Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα δὲν ἔχουμε μπροστά μας, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα, τὴν ἀναγέννηση. Ἂν ἔχουμε στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τὴν ἀναγέννηση, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἡμετάνοια εἶναι ἕνα μεταβατικὸ στάδιο. Βέβαια πρέπει νὰ μετανοοῦμε σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ πέφτουμε. Ἀλλὰ ἂν τὸ θέλετε, στὴ ζωὴ τῶν μεγάλων ἁγίων, δὲν ἔχουμε πιὰμετάνοια. Παρὰ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔλεγαν «ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω ἀκόμη», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σισώης. «Ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω.» Καὶ εἶχε λάμψει ὁλόκληρος. Ὅμως, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος «αὐτὸς ποὺ μπῆκε στὴν ἀναγέννηση καὶ στὴ θέωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πλέον οὔτε τῆς μετανοίας, οὔτε κὰν τῶν δακρύων. Δὲν εἶναι πλέον ἡ περιοχὴ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς θεολογίας». Εἶναι μεγάλο πράγμα αὐτό. Ε, αὐτὴ λοιπὸν ἡ προοπτική, αὐτὸς ὁ ὀπτικὸς ὁρίζων, ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τὰμάτια μας. Κι ἔχει μείνει μπροστὰ μας μόνον ἡ μετάνοια. Γιατί νομίζουμε ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἡ μετάνοια. Τὴν ἀφήνουμε κι αὐτὴ καὶ ἀτονεῖ, γιατί εἶναι ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ θέλει νὰ φθάνει στὸ τέλος. Ἀλλὰ λέει: «Δέκα εἶναι;». Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅλοι τὸ παθαίνουμε. «Τί ὥρα τελειώνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐννιά; Ε, θὰ πάω 8.30. Δέκα; Θὰ πάω 9.30. Τελειώνει δώδεκα; Θὰ πάω 11.30». Αὐτὸ παθαίνουμε. Λέμε «ἡ μετάνοια, ε, ἂς εἶναι καὶ λιγάκι πιὸ ἐδῶ, δὲν πειράζει». Ἂς προβάλλουμε, ξαναλέω ἄλλη μία φορά, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα ὅλο τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας·ποὺ εἶναι ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προεβλήθη τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο πατέρα, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει κάθε δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

ΠΗΓΗ: augoustinos-kantiotis.gr

Διαφήμιση

, ,

Σχολιάστε

ΒΡΑΒΕΥΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ

ΒΡΑΒΕΥΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ Κ.Η.Ι.Χ

,

Σχολιάστε

ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΒΑΘΕΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΜΗΝΥΜΑ Μ. ΤΕΣΣΑΡAΚΟΣΤΗΣ 2023

Μητροπολ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου

ΑΠΟΦΥΓΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ-ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΡΕΤΩΝ

, , , , , , ,

Σχολιάστε

«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (Ἀρχιμ. Ἀθαν. Μυτιληναίου)

«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
ΚΥΡΙΑΚΗ TΟΥ ΑΣΩΤΟΥ [:Λουκᾶ ιε´11-32]
 Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου (†)
[Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία.
κφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 15-02-1998]

.                    «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» ἐχαρακτηρίσθη, ἀγαπητοί μου, ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Καὶ τοῦτο γιατί δείχνει τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ σωτηρία τοῦἀνθρώπου.
.                    Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐξεδηλώθη σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Δηλαδὴ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Υἱοῦ Του, χάριν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡἀγάπη καὶ προσφορὰ ἐκφράζεται μὲ τοῦτα τὰ λόγια, ὅπως μᾶς διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῳ ζωὴν αἰώνιον». Καὶ ἡ ὅλη ἡ διαδικασία τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ πίστις εἰς τὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἴδατε; «Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν» θὰ σωθεῖ. Δὲν θὰ χαθεῖ. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ τὴν Ἐνανθρώπηση, ποὺ εἶναι τὸ μέγιστον καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τὴν πίστιν, ποὺ εἶναι τὸ ἐλάχιστον. Πρέπει πάντως νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία προσφορά.
.                    Ἕνα μικρὸ παράδειγμα ποὺ πολλάκις τὸ ἔχομε πεῖ. Θέλεις νὰ κοινωνήσεις; Τί θὰ πάρεις; Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μέγιστον; Σίγουρα. Θὰ πᾶς ὅμως τὸ πρόσφορό σου τὸ πρωί. Κι ἕνα πρόσφορο τί τιμὴ ἔχει; Ἐλαχίστη. Ἔτσι, θὰ δώσεις καὶ θὰ πάρεις. Ὄχι μόνον ἁπλῶς θὰ πάρεις. Θὰ δώσεις καὶ θὰ πάρεις. Θέλεις τὴ σωτηρία σου; Μάλιστα. Δῶσε τὴν πίστη σου. Ἀμοιβαία, βλέπετε, ἡ προσφορά. Ὁ Θεὸς δίδει τὴ χάρη Του κι ἐμεῖς δίδομε τὴν πίστη μας. Μάλιστα, ἂν ἔχετε προσέξει, ὁ Κύριος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἠδύναντο νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη των, τοὺς ἐρωτοῦσε: «Ἐὰν πιστεύεις, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Βλέπετε, πρέπει νὰ προσφέρομε. Θὰ μοῦ πεῖτε, εἶναι τόσο ἁπλό; Θὰ ἔλεγα πάρα πολὺ ἁπλό. Βέβαια, πρέπει νὰ εἶναι ἐκ βαθέων αὐτὸ τὸ πιστεύω. Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι δυσκολότατον.
.                    Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Λέγει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, λέγει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». «Ἀββᾶ» θὰ πεῖ «πατήρ». Ἀλλὰ εἰς τὴν συριακὴν γλώσσα. Τὸ ἴδιο πράγμα σὲ δύο γλῶσσες. Πεῖτε σὲ κάποιον ἄνθρωπο νὰ πεῖ: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Νὰ πεῖ τὸν Θεό: «Πατέρα». Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ ἐὰν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Σαφῶς τὸ λέγει αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν Θεὸν Πατέρα, ἐὰν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Εἶναι λοιπὸν εὔκολο; «Κανείς», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν Χριστὸν ‘’Κύριον’’», δηλαδὴ «Θεόν», «εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Εἶναι δύσκολο; Φοβερὰ δύσκολο. Ἔτσι, φοβερὰ ἁπλό, φοβερὰ δύσκολο. Ἀναλόγως ρυθμίζεται τὸ πράγμα ἀπὸ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀπόδημος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδημος. Ἀποδημεῖ. Καί, ἂν θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰἐπιστρέψει. Καὶ ἡ ἐπιστροφὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια.
.                    Ὅλα αὐτά, κατὰ θαυμάσιον φιλολογικὸν τρόπον, εἰκονίζονται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Αὐτὴ μᾶς διαγράφει τὴν πτώση, τὴν ἀποστασία, τὴν ἀποδημία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐπιστροφή του. Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ.
.                    Ὁ δὲ συμβολισμὸς αὐτῆς τῆς παραβολῆς εἶναι ἄφθαστος. Ἄφθαστος. Καὶ ἡ κάθε λέξις ἔχει πολλὰ νὰ πεῖ μέσα εἰς τὴν ἁπλότητά της, ἡ παραβολὴ καὶ μέσα εἰς τὴν λιτότητά της. Ὁ ἄνθρωπος, ζητώντας τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας του, ἀποδημεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν. Αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸν του δέσμιον κοντὰ στὸν Θεό. Ὅπως καὶ τὸ παιδὶ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι δέσμιό της οἰκογενείας του. Ἐνῶ ἂν ζυγίσει καλὰ ὁ ἄνθρωπος, θὰ δεῖὅτι μόνο δέσμευσις δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἐλευθερία. Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται κοντὰ στὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ὅπως τουλάχιστον καταλαβαίνει καὶ κατανοεῖ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Καὶ τί κάνει; Ἀποδημεῖ. Φεύγει. Καὶ ὅπως περιγράφει ὁ Ψαλμωδός, εἶναι στὸν 2ον Ψαλμόν: «Καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ». «Οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ πᾶς ἄνθρωπος, στρέφεται κατὰ τοῦ Κυρίου», ἐννοεῖ τὸν Πατέρα, «καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ», ἐννοεῖ τοῦ κεχρισμένου, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ. «Διαρρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορρίψωμεν ἂφ  ἠμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν». «Τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν». Μᾶς δεσμεύουν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός. «Καὶ ἐλᾶτε λοιπὸν νὰδιαρρήξομε, νὰ κάνομε διάρρηξη αὐτῆς τῆς δεσμεύσεως. Καὶ νὰ ἀπορρίψομε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγὸν τῶν». Τί ταλαίπωρος ποὺ εἶναι ὁἄνθρωπος! Τί φτωχὸς ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Εἶναι ἡ χειραφέτησις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀποστασία Του. Δηλαδὴ ἡ ἀπομάκρυνσή του. Ἐνῶ ὑπάρχει τόση ἀσφάλεια, ὑπάρχει τόση σιγουριὰ εἰς τὴν πίστη καὶ εἰς τὴ σκέπη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
.                    Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος…, τί γίνεται; Ὁ ἄσωτος υἱός· ποὺ ζητᾶ τὴν «οὐσίαν» τοῦ Πατρός, δηλαδὴ τὴν περιουσία. Λέει: «Δός μοι τὸἐπιβάλλον …». Ποιό «ἐπιβάλλον»; «Δηλαδὴ εἶμαι ὑποχρεωμένος, παιδί μου, νὰ σοῦ δώσω περιουσία;». Τὸ «ἐπιβάλλον»! «Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀνήκει! Δῶσε μού το». Καὶ ἐν προκειμένῳ τί εἶναι ἡ περιουσία αὐτή; Εἶναι, ἀγαπητοί μου, τὸ κατ᾽ εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ πήραμε ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ κατ’ εἰκόνα. Αὐτὴ εἶναι ἡ «οὐσία» ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεός. Παίρνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ἀπομακρύνεται διαρκῶς καὶ διαρκῶς ἀπὸτὸν Θεό.
.                    Καὶ αὐτὸ τὸ κατ’ εἰκόνα ζητᾶ τώρα νὰ τὸ σπαταλήσει στὴν ἀσωτία τοῦ νοῦ. Μάλιστα μὲ τὸ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ γράφει, ἂν εἶναι συγγραφεὺς κ.τ.λ., τὰ πιὸ φοβερὰ πράγματα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπὸν θέλει νὰ σπαταλήσει -καὶ σπαταλᾶ- τὴν «οὐσίαν» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴτὸ κατ’ εἰκόνα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὸν νοῦ, στὴν καρδιά, στὴ βούληση. Σκέπτεται, σχεδιάζει, ἰδίως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἐρήμην τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ. Στήνοντας τὸ εἴδωλον τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. «Δὲν ἔχω ἀνάγκη, δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη», ἔλεγε ἕνας Γερμανὸς ποιητής, ἄπιστος, παρελθόντων χρόνων, «δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, Θεέ μου! Δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, δὲν σὲ θέλω. Εἶμαι αὐτάρκης». Καὶ προσκυνώντας αὐτὸ τὸεἴδωλον ὁ ἄνθρωπος, ἐνθουσιάζεται καὶ αὐτοθαυμάζεται. «Εἶδες τί ἐπέτυχα; Εἶδες;». Ἐπενέβη ἀκόμη καὶ εἰς τὴν γενετικὴν τοῦ ἀνθρώπου. «Εἶδες τί ἐπέτυχα;».
.                    Σύντομα ὅμως θὰ ἀντιληφθεῖ ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὅτι ὁ δρόμος, ποὺ ἐπέλεξε, θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν «λιμὸ»-μὲ γιώτα. Καὶ βάζω τὴ λέξη μέσα σὲ εἰσαγωγικά. Στὸν λιμὸ τὸν πνευματικό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀλαζονεύεται, τόσο πιὸ πολὺ φτωχαίνει. Καὶ ἂν θέλετε, σὰν ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ λιμοῦ, εἶναι καὶ ὁ σωματικὸς λιμός. Ὅταν γίνονται πόλεμοι καὶ ἀκαταστασίες, θὰ ἔχομε ἄφθονο τὸ ψωμὶ νὰ τὸ φᾶμε; Θὰἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος, σὲ αὐτήν του τὴν πείνα, θὰ ἀρχίσει νὰ τρώει τὰ ξυλοκέρατα. Ἔτσι μᾶς λέει ἡ παραβολή. «Καὶ ἤθελε νὰ χορτάσει», λέει, «μὲτὰ ξυλοκέρατα». Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ «ξυλοκέρατα»; Εἶναι τὰ χαρούπια, τὰ κοινῶς χαρούπια. Τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς φθορᾶς τοῦἤθους. Ἐκεῖ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ μία ἱκανοποίηση, ἀλλά, δυστυχῶς, εἶναι γνωστόν, τὸ χαρούπι εἶναι γλυκό, ἀλλὰ μετὰ εἶναι στυφό… Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τὴν παρακμή του.
.                    Εἶναι ἡ χώρα ὅπου «λιμὸς ἰσχυρὸς» λέγει, ἀναμένεται στὴ χώρα ποὺ λέγεται- μὴ σᾶς σοκάρει- «δυτικὸς πολιτισμός». Αὐτὴ εἶναι ἡχώρα τοῦ λιμοῦ. Σὲ ἐκείνη, λέγει, τὴ χώρα, «ἐνέσκηψεν λιμός». Δὲν ἦταν μόνον ἕνα φαινόμενο προσωπικό, ἀτομικὸ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ποὺκατεδαπάνησε τὴν περιουσία τὴν πατρικὴ καὶ τώρα πέφτει στὸν λιμόν, στὴν πείνα. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἕνα ἐξωτερικὸν ἀπὸ τὸν ἄσωτον υἱόν, φαινόμενον.
.                    «Σὲ ἐκείνη τὴ χώρα», λέγει, «ἐνέσκηψεν λιμός». Καὶ σᾶς ξαναλέγω, δὲν διστάζω νὰ τὸ πῶ καὶ θὰ εἶχα πολλὰ νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς τὸ δείξω ὅτι αὐτὴ ἡ χώρα τοῦ λιμοῦ τοῦ πνευματικοῦ εἶναι ἡ Δύσις. Ἡ Δύσις ὄχι γεωγραφικῶς μόνον. Ἀλλὰ ἡ Δύσις σὰν τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι, σὰν τρόπος τοῦ ζῆν, σὰν πολιτισμός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσεως εἶναι χρεωκοπημένος, βαθιὰ χρεωκοπημένος. Ἀλλὰ ἂς εἶναι.
.                    Ἔτσι, ὁ ἀπόδημος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόδημος ἄνθρωπος, βρίσκεται στὸ σταυροδρόμι τῆς ἱστορικῆς του πορείας. Τί πρέπει νὰ κάνει; Ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς μᾶς λέγει ὅτι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲλιμῷ ἀπόλλυμαι;». «Πόσοι», λέγει, «ἀπὸ τοὺς δούλους, τοὺς μισθωτούς τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί, ἐγὼ ὅμως ποὺ εἶμαι ὁ γιός, λιμῷἀπολλυμαι, χάνομαι ἀπὸ πείνα!». Ἀλήθεια, κοιτάξτε ἐδῶ τί λέγει: ὅτι «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών». Ἦλθε στὸν ἑαυτό του. Μπά! Δὲν ἦταν στὸν ἑαυτόν του; Ὁκάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι στὸν ἑαυτόν του; Ἀλλὰ ὅταν λέγει ἐδῶ ἡ παραβολὴ «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών», ἦλθε στὸν ἑαυτόν του. Μπά! Δὲν ἦταν στὸν ἑαυτόν του; Ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι στὸν ἑαυτόν του; Ἀλλὰ ὅταν λέγει ἐδῶ ἡ παραβολὴ «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών», ποῦ εὑρίσκετο; Προφανῶς ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται, λογίζεται, πράματα ποὺ δὲν ἀνήκουν στὴν ἴδια του τὴ φύση, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ὁ ἀποδημῶν ἀπὸ τὸν Θεόν, πρώτιστα ἀποδημεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του. Ἀπόδημος τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί τί ἄλλο εἶναι; Τὸ «Γνῶθι σαυτὸν» εἶναι. Δὲν ξέρεις, ἄνθρωπε, ποιός εἶσαι; Γιατί ἀλαζονεύεσαι; «Εἶμαι Θεός!», λέει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλαζονεύεσαι. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Ὁ γινώσκων ἑαυτὸν εἰς ἑαυτὸν ἐστίν». «Αὐτὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, ποιὸς εἶναι, οἱ δυνατότητές του καὶ τὰ ὅριά του, εἶναι στὸν ἑαυτόν του. Ὅταν ὅμως ξεπεράσει τὰ ὅριά του, τότε εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ». Βέβαια λέμε σὲ μία κοινὴ ἔκφραση τὸν τρελὸν ἄνθρωπον ὅτι εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ἢ τὸν θυμώδη ἄνθρωπο λέμε: «Κοίταξε, ἔγινε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἑαυτοῦ». Κι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει λοιπὸν τὸν ἑαυτό του, τί κάνει; Γνωρίζει τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ποτέ, μὰ ποτὲ δὲν ἀποδημεῖ.
.                    Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς παίρνει τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Καὶ μετὰ τὴν αὐτογνωσία τοῦ -«ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν»- θέλει νὰ γυρίσει πίσω. Εἶναι ἡ ἐπάνοδος στὸν Θεό. Εἶναι ἡ μετάνοια. «Καὶ ἀναστάς -λέγει ἡ παραβολὴ- πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου- αὐτὰ τὰ σκέπτεται. Τώρα ὅμως τὰ σκέπτεται. Καὶ μάλιστα ἐμπειρικὰ- καὶ ἐρῶ αὐτῶ (:καὶ θὰ τοῦ πῶ)· πάτερ, ἥμαρτον (:ἔχω ἁμαρτήσει) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ». «Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν χώρα αὐτή, ἦρθε στὸν πατέρα του».
.                    Παρατηροῦμε ὅτι ἡ μετάνοια στὸν ἄσωτο υἱὸ εἶχε -προσέξτε- συμφεροντολογικὸν χαρακτήρα. Γιατί; Τί εἶπε; «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Πεθαίνω ἀπὸ τὴν πείνα. Θὰ γυρίσω πίσω εἰς τὸν πατέρα μου». Ὥστε λοιπὸν ἐπειδὴ πεινοῦσε, γι᾽ αὐτὸ γυρίζει πίσω; Δὲν εἶχε δηλαδὴ αὐτὸ τὸ«θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν πατέρα μου», δὲν εἶχε πνευματικὸ βάθος. Ὅτι ἐλύπησε τὸν πατέρα του ἢ ὅτι ἀναστάτωσε μὲ τὴ φυγή του τὸ πατρικὸ σπίτι. Τίποτε ἀπὸ αὐτά. «Ἐγὼ λιμῷ ἀπό λλυμαι». «Ἐγὼ πεθαίνω ἀπὸ τὴν πείνα. Θὰ γυρίσω νὰ πάγω νὰ φάω». Ἐσκέφτηκε δηλαδὴ μόνον τὸν ἑαυτόν του. Τίποτε ἄλλο. Ἐν τούτοις, ἐδῶ εἶναι τὸ καταπληκτικό, γίνεται δεκτὴ ἡ ἐπιστροφή του. Καὶ πῶς γίνεται, δηλαδή; Πανηγυρικά! Καὶ ὅμως ἐσκέφθη συμφεροντολογικά. Ὅμως εἶναι ὁ πρῶτος βαθμὸς μετανοίας. Ἀπὸ καθαρῶς συμφεροντολογικῆς μορφῆς διάσταση. Μία μετάνοια ποὺχαρακτηρίζει μόνον τὸν σαρκικὸν ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἔχομε –προσέξτε– ἔχομε τὸν ψυχικό, τὸν σαρκικὸ καὶ τὸν πνευματικὸἄνθρωπο.
.                    Ἄλλος λόγος μετανοίας εἶναι καὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας. «Μὴ μὲ τιμωρήσει ὁ Θεός. Πρέπει λοιπὸν ἐγὼ νὰ γυρίσω πίσω. Μὴν πεταχτῶ στὴν κόλαση». Ὁ φόβος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πιέζει τὸν ἄνθρωπο, πιέζει γιὰ νὰ μετανοήσει. Κι αὐτό, αὐτὸς ὁ φόβος, δὲν εἶναι βέβαια γνήσιο στοιχεῖο. Παρὰ ταῦτα, εἶναι ἀνώτερο τοῦ «λιμῷ ἀπόλλυμαι» καὶ ἀκόμη, φυσικά, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πρώτη περίπτωση, γίνεται δεκτὴ ἡ μετάνοια ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου.
.                    Καὶ τέλος εἶναι ἡ μετάνοια γιατί ἐλύπησε τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπέροχον. «Προσέβαλα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ τόσο μὲἀγαπᾶ, ἐγὼ Τὸν προσέβαλα.» Αὐτὴ ἡ λύπη. Οὔτε ἡ πείνα, οὔτε ἡ κόλασις, τίποτα. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὸν Χριστόν, νὰ πεῖ: «Χριστέ μου, μὲ ἔβαλες στὴν κόλαση, γιατί εἶσαι δίκαιος. Τὸ ἀποδέχομαι. Ἀλλὰ σὲ ἀγαπῶ». Μπορεῖς νὰ τὸ πεῖς αὐτὸ ἂν εἶσαι στὴν κόλαση; «Χριστέ μου, σὲ ἀγαπῶ»; Αὐτὸ εἶναι τὸ γνήσιο, ἀγαπητοί. Βέβαια, ἐὰν φθάσεις ἐκεῖ, δὲν θὰ πᾶς ποτὲ εἰς τὴν κόλαση. Ἀναμφισβήτητα. Γιατί ἔχεις τὴν ὑψίστη ποιότητα μετανοίας. Καὶ μία τέτοια μετάνοια, εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι δὲν ξαναγυρίζει πίσω εἰς τὸ ἴδιον «ἐξέραμα». «Ἐξέραμα» θὰ πεῖ«ξερατί, ξερατιά». Ἡ φράσις δὲν εἶναι δική μου. Εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Ἐκεῖνος», λέει, «ὁ ὁποῖος ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν, μοιάζει μὲ τὸ σκυλί, λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη, ποὺ γυρίζει πίσω στὰ ξερατιά του». Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ σκυλὶ τρώει, τρώει λαίμαργα, σὰν ζῶο ποὺ εἶναι, καὶ ἡ γάτα, τρώει, τρώει λαίμαργα καὶ τότε κάπου ξερνᾶ. Καὶ ὅταν ξαναπεινάσει, γυρίζει πίσω, μὲ συμπαθᾶτε γιὰ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι ἁγιογραφική, γιὰ νὰ φάει τὰ ξερατιά του. Πότε γυρίζει πίσω νὰ φάει ἐκεῖνα ποὺ ξέρασε; Ὅταν ἐπανέλθει εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
.                    Ἔτσι λοιπόν, μία τέτοια μετάνοια ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ λύπη γιατί προσέβαλε τὸν Θεό, δὲν ξαναγυρίζει στὰ ξερατιά της. Δηλαδὴ δὲν ξανααμαρτάνει κανείς. Πάντως καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς μορφὲς γίνονται δεκτές. Γιατί; Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος. Εἶναι φιλάνθρωπος, ὅπως λέει ἐκεῖ ἡ ὡραία εὐχή, ὁ Κατηχητικὸς λόγος τὸ Πάσχα, τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «δέχεται» λέει, «καὶ τὸν πρῶτον, δέχεται καὶ τὸν ἔσχατον». Δέχεται δηλαδὴ τῆς καλῆς ποιότητος τὴν μετάνοιαν, δέχεται καὶ τῆς πολὺ χαμηλῆς ποιότητος τὴν μετάνοιαν.
.                    Πάντως, ἀγαπητοί μου, νὰ θέλομε νὰ ἐπανερχόμεθα εἰς τὸν Θεὸν μὲ ἀνιδιοτέλεια. Αὐτὴ εἶναι ὡραία ἀγάπη. «Ὄχι, Κύριε, γιατί σὲφοβᾶμαι ἢ δὲν σὲ φοβᾶμαι. Γιατί σὲ λύπησα».
.                    Καὶ ὁ Πατέρας μεγαλόκαρδα, δὲν ἐξετάζει, ὅπως εἴπαμε, τὴν ποιότητα τῆς μετανοίας, ἀποδέχεται, γιατί τὸ παιδί του, ὁ ἄνθρωπος, ἐπέστρεψε στὸ πατρικὸ σπίτι. Καὶ ὁ πατέρας, λέγει ἡ παραβολή, «εὐσπλαχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Κοιτάξτε: «Δραμών». Ὄχι δραμὼν ὁ ἄσωτος. Δραμὼν ὁ πατήρ. Πιὸ πάνω μᾶς εἶπε ἡ παραβολὴ ὅτι διαρκῶς παρατηροῦσε πότε θὰ γυρίσει τὸ παιδί του. Δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ποτέ. Καὶ ἐδῶ, αὐτὸ τὸ «εὐσπλαχνίσθη», στὴ συνέχεια, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ προσμετρήσει; «Εὐσπλαχνίσθη». Πῶς; Πόσο; Ἐδῶ φαίνεται ὅλη ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλο τὸ ἔλεός Του.
.                    «Καὶ δραμών…». Εἶναι πόδες οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε, ἀνθρωπομορφικά. Εἶναι τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ ποὺτρέχουν καὶ εἶναι πόδια εὐσπλαγχνίας, πόδια οἰκτιρμῶν.
.                    Καὶ μετά, «ἐπέπεσεν», λέει, ««ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ». «Ἐπέπεσεν». Ξέρετε, ἄλλο τὸ «πίπτω» καὶ ἄλλο τὸ «ἐπιπίπτω». Ἐπιπίπτω θὰ πεῖ «μὲ ὁρμὴ πέφτω». Ἐπεσεν εἰς τὸν τράχηλον τοῦ παιδιοῦ. Γιατί στὸν τράχηλον καὶ ὄχι στὸ πρόσωπον; Γιατί ὁ υἱὸς δὲν εἶχε κουράγιο νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του. Ἦταν σκυμμένο τὸ κεφάλι. Συνεπῶς ἐκρύπτετο τὸ πρόσωπον, προεβάλλετο ὁ τράχηλος. «Καὶ κατεφίλησεν», λέει, «τὸν τράχηλον αὐτοῦ». Ἀγκάλες καὶ χέρια οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. «Καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Προσέξτε, ἐδῶ ἔχομε χείλη ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Δὲν λέει «ἐφίλησεν», λέει «κατεφίλησεν». Τὸν γέμισε μὲ φιλιά. «Καταφιλῶ» θὰ πεῖ «κατὰ κράτος, φιλῶ». Εἶναι τὸ φίλημα τοῦ Πατρός. Ὅτι… «Πάρε παιδί μου, τὴ βεβαίωση ὅτι εἶσαι, ὅ,τι καὶ νά ᾽κάνες, ὅτι εἶσαι ἀποδεκτός».
.                    Ἀλλὰ δὲν σταματάει ἐδῶ ὁ Πατὴρ Θεός. Ἐπιλέγει ἡ παραβολή: «Εἶπε δὲ ὁ Πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν». «Ἐκφέρω», «ἐξενέγκατε», δηλαδὴ «βγάλτε ἀπὸ τὸ ντουλάπι», νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι ἁπλά, «βγάλτε ἀπὸ τὴν ἱματιοθήκη τὴν πρώτη στολὴ καὶ ντύσατέ τον». Εἶναι ἡ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν δερματίνη στολή, ποὺ ἦταν στολὴ ντροπῆς, ποὺ εἶχε ντύσει ὁ Θεὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Καὶ ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος φορᾶ τὴν δερματίνη στολή. Εἶναι μεγάλος ὁ πλοῦτος τῆς ἑρμηνείας τοῦ θέματος. Ἡ στολὴ ἡ πρώτη ὅμως ποιά εἶναι; Ἡ στολὴ ἡ πρώτη εἶναι ἡ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος. Αὐτὴ ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὶν πέσει. Καὶ τὴν ὁποία ἐπαναποκτοῦμε μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Τώρα αὐτὴ ἡ στολὴ εἶναι καὶ στολὴ χάριτος. Προσπορίζεται ὁ ἄνθρωπος τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ καταλληλότατον ἱμάτιον τῶν βασιλικῶν γάμων ποὺ θὰ φορέσομε, τῆς ὁμωνύμου παραβολῆς. Ποιοί εἶναι οἱ γάμοι τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως; Εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἑταῖρε», λέει ἐκεῖ στὴν παραβολὴ «φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ; Μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη στολή. Εἶναι ἡ στολὴ τῆς μετανοίας, εἶναι ἡ στολὴ τῆς χάριτος. Εἶναι τὸ ἔνδυμα γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
.                    Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, λέγει ὁ Πατὴρ εἰς τοὺς δούλους: «Καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ». «Δώσατέ του», λέγει, «δακτυλίδι». Δεῖγμα ἐξουσίας. Γιατί; Γιατί ἐπὶ τοῦ δακτυλίου στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ἰδίως στὴν Ἀνατολή, Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, στὴν Ἀσσυρία, ὑπῆρχε ἐκεῖ μία ἐγχάρακτη σφραγίδα. Κρατοῦσες τὴ σφραγίδα, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὴ μεγάλη σφραγίδα τοῦ κράτους. Τὴν κρατᾶς στὰ χέρια σου. Τὸ δακτυλίδι. Μὲ τὸ ὁποῖο δακτυλίδι ἐσφράγιζες ἕνα ἔγγραφο. Συνεπῶς τί σημαίνει; Ἐξουσία. Τί εἶπε ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς μαθητάς Του; «Θὰ καθίσετε ἐπάνω δώδεκα θρόνων». Δηλαδὴ ἐξουσία. «Κρίνοντες τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ».
.                    «Καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας». «Δώσατέ του καὶ παπούτσια στὰ πόδια του». Γιατί; Σημεῖον ἀληθοῦς ἐλευθερίας· διότι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ δοῦλοι δὲν φοροῦσαν ὑποδήματα. Παρὰ μόνον οἱ ἐλεύθεροι· ποὺ σημαίνει ὅτι «πιὰ εἶσαι ἐλεύθερος». Νὰ ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Κοντὰστὸν Χριστόν. Καὶ τέλος ἡ θυσία τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ· ποὺ εἶναι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου· ποὺ εἶπε: «Νὰ θυσιάσετε τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν» κλπ.
.                    Ἀγαπητοί, μεγάλη ὑπόθεσις ἡ μετάνοια. Καὶ ὅπως στὸ Βάπτισμά μας «Χριστὸν ἐνεδύθημεν», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τώρα μὲ τὴ μετάνοια, ποὺ εἶναι τὸ δεύτερον βάπτισμα, πάλι τὸν Χριστὸ ἐνδυόμεθα. Ὅταν ἁμαρτάνομε, θὰ ἔλεγα, νὰ μελετοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιζόμεθα. Καλὸν θὰ εἶναι νὰ διατηροῦμε βεβαίως τὴ λαμπρότητα τῆς πρώτης στολῆς, τοῦ Βαπτίσματός μας. Ἀλλά, ἂν ἀπροσεκτήσομε, τότε νὰ τρέξομε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἡ ἀποκατάστασις τῆς πρώτης στολῆς. Οἱ ἡμέρες ποὺ ἀκολουθοῦν, αὐτὲς οἱ ἡμέρες, ἀνοίγουν δύο δρόμους. Τὸν δρόμον τῆς ἐπιτάσεως τῆς ἁμαρτίας μὲ τὶς ποικίλες ἀσωτίες ποὺ ξεχυλᾶν στοὺς δρόμους. Τώρα, τὶς λεγόμενες «Ἀπόκριες».
.                    Ἀλλὰ ἔχομε καὶ τὸν ἄλλον τὸν δρόμον, τὸν δρόμον τῆς μετανοίας. Ὅσοι ἀληθινὰ ποθοῦμε τὴν ἐπιστροφή μας, ἂς ἀρχίσομε τὴν κάθαρση νοῦ καὶ καρδιᾶς, διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Καὶ ἂς ἐπαναλάβομε τὸ κοντάκιον τῆς ἡμέρας: «Τῆς πατρώας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ. arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_745.mp3

ΠΗΓΗ: augoustinos-kantiotis.gr

, , ,

Σχολιάστε

ΧΡΟΝΟΣ ΖΩΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

Χρόνος  ζωῆς, χρόνος μετανοίας

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

   .                      χρόνος τῆς παρεπίδημης στὴν γῆ ζωῆς μας εἶναι ἄπιαστος. Τρέχει γρήγορα καὶ ἐμεῖς ἀσθμαίνοντες τὸν κυνηγοῦμε, γιὰ νὰ τὸν πιάσουμε, νὰ χαροῦμε τὶς ὄμορφες, πολὺ λίγες- ἀλήθεια- στιγμές του, καὶ νὰ ξεχάσουμε μὲ τὴν παροδό του τὶς θλίψεις, τὰ βάσανα, τοὺς πόνους μας. Κάθε πρωῒ ἔρχεται τὸ ξημέρωμα ἐλπιδοφόρο καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε βραδυάζει καὶ οἱ προσδοκίες μας μένουν, δυστυχῶς, ἀνεκπλήρωτες.  Προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε.  Τρέχουμε πίσω του χωρὶς ἀνάπαυλα. Τρέχουμε, ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς ἢ νὰ φύγουμε γερασμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ αὐτήν; Καὶ ποιές χαρὲς τῆς ζωῆς ζητοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε; Τὶς πρόσκαιρες, αὐτὲς ποὺ μᾶς παρασύρουν σὰν ψόφια ψάρια στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ μᾶς ἐκβράζουν στὴν θάλασσα τῆς ἀπωλείας, ἢ τὶς οὐράνιες, τὶς αἰώνιες, αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός μας;  Κυλάει σὰν ποτάμι ὁρμητικὸ καὶ στὸ πέρασμά του παρασύρει τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μας. Μέχρι νὰ ξημερώσει, βλέπουμε τὸν ἥλιο νὰ μεσουρανεῖ καὶ πάλι νὰ δύει, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐχάριστες στιγμές του, τὶς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμὲς τοῦ σήμερα, ποὺ ἤδη ἔγινε παρελθόν, ἔγινε χθές.
.                      Ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὁ χρόνος δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἄχρονο Θεό μας, ἀφοῦ ὅπως λέει καὶ ὁ ποιητὴς Παναγιώτης Σοῦτσος στο ποίημά του «Εἰς τὸν Θεόν»,

Τὸ φῶς ὑπάρχει σῶμά σου
ὁ ἥλιος δὲ ὄμμα σου,
ὁ κεραυνὸς φωνή σου.
Τὸ ἄπειρον διάστημα
τὸ μέγα σου ἀνάστημα,
καὶ ὁ αἰὼν στιγμή σου
ὁ αἰώνας εἶναι στιγμὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ ἄχρονος Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καταδέχθηκε σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ φορέσει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, χωρὶς βέβαια νὰ χάσει κάτι ἀπὸ τὴν θεϊκή Του φύση, γιὰ νὰ θεώσει ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μᾶς φθείρει ὁ πανδαμάτορας χρόνος· αὐτὸς ποὺ περνᾶ ἀπὸ πάνω μας καὶ ἀφήνει ἔντονα τὰ σημάδια τοῦ περάσματός του. Ὅλοι μας ἀποροῦμε βλέποντας τὸν χρόνο νὰ μᾶς στιγματίζει καὶ προβληματιζόμαστε γιὰ τὴν ταχύτητά του. Τὸ παρελθὸν συνεχῶς μεγαλώνει, τὸ παρὸν μένει ἄπιαστο, τὸ μέλλον γίνεται παρὸν καὶ παρελθὸν σὲ κλάσματα δευτερολέπτου. Τρέχουμε ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὴν ζωὴ ἢ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν ζωή; Μία εἶναι ἡ ζωή· ἡ ζωὴ κοντὰ στὸν Χριστό, αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ὄντως «Ζωή» (Ἰω. ια´ 25) καὶ ὁ σκοπὸς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωση, δηλαδή, ἡ αἰώνια ζωὴ κοντά Του, ἐὰν τοῦ ὁμοιάσουμε στὴν ἀγάπη, καὶ ὁ ἀγώνας μας στὴν γῆ ἔχει ὄνομα: «Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἄν τὸ χρόνο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας τὸν ἐκμεταλλευθοῦμε γιὰ ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς καὶ σοφίας, μὲ ἀγάπη, εἰρήνη καὶ μετάνοια, τότε ἡ χαρά μας θὰ εἶναι ἀνυπέρβλητη, γιατὶ θὰ ἔχουμε ἐπιτύχει τὸ ἐφετό, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν ἄχρονο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ὅμως, τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου προκαλεῖ θλίψη βαθύτατη. Θλίψη γιὰ δύο λόγους: Πρῶτα γιατὶ δὲν ἐκμεταλλευόμαστε σωστὰ τὸ χρόνο ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ζήσουμε καὶ δεύτερο γιατὶ οἱ καλὲς στιγμές του δὲν ἐπαναλαμβάνονται. Ἕνα μᾶς μένει νὰ πράξουμε. Νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας ἐπαναλαμβάνοντες τὸ αἴτημα: ” Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα”.
.                      Μὲ αὐτὴ τὴν αἴτηση πρῶτα ἀπ’ ὅλα ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν εἰρήνη, ἰδίως τὴν ἐσωτερική, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ χαμαίζηλα πάθη καὶ τὶς καθημερινὲς ἁμαρτίες. Μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἀγωνιζόμενο καὶ ἀπὸ παντοῦ πολεμούμενο ἄνθρωπο. Μᾶς τὸ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γαλάτες: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλατ. ε´ 22). Ἡ μετάνοια ἐξ ἄλλου ἀποτελεῖ τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ μιὰ δημιουργικὴ πορεία πρὸς τὸ μέλλον μὲ σαφῆ ἀξιοποίηση τῶν ἀρνητικῶν ἐμπειριῶν τοῦ παρελθόντος.
.                      Ἂς μὴν λησμονοῦμε, ὅτι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου παραμονῆς μας ἐπάνω στὴν γῆ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ τελικοῦ στόχου τῆς ζωῆς μας, ποὺ εἶναι τὰ χριστιανικὰ τέλη καὶ ἡ καλὴ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου. Ὁ χρόνος μας αὐτὸς εἶναι περιορισμένος καὶ τελειώνει σύντομα. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, θανάσιμο ἁμάρτημα ἡ μὴ σωστὴ ἀξιοποίησή του· ἁμάρτημα, ποὺ ὄχι μόνο δεικνύει ἀχαριστία μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας, ἀλλὰ καὶ πονηρία καὶ ὀκνηρία μαζί. Ἄν δὲν τὸν ἀξιοποιοῦμε σωστά, γιὰ νὰ παρουσιάσουμε θετικὸ πνευματικὸ ἔργο, ἁμαρτάνουμε, ἰδίως ὅταν τὸν σπαταλοῦμε ράθυμα, σὲ φληναφήματα, μωρολογίες, ἀργολογίες, κακοήθεις διασκεδάσεις, ποὺ φουντώνουν τὴν σάρκα καὶ ἀτονοῦν τὸ πνεῦμα, τρυφηλὴ ζωή, παχυλὰ γεύματα, ἀποχαυνωτικὸ ὕπνο, ἄσεμνα ἀναγνώσματα, πονηρὰ θεάματα καὶ πολλὲς ἄλλες χρονοβόρες καί, φυσικά, ψυχοκτόνες ἀναλώσεις.
.                      Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε, ὅτι ἔχουμε χρέος μας νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ πάλι τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: “Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν” (Ἐφεσ. ε´ 15 ). Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μὲ δικαιοσύνη, μὲ σωφροσύνη, μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πρὸς τὸν ἄχρονο Δημιουργὸ καὶ Κυρίαρχο τῶν καρδιῶν μας καὶ μὲ μετάνοια. Ὁ χρόνος μετανοίας εἶναι δῶρο Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, τὰ ἄσωτα παιδιά Του, γιὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε ἐπιτυγχάνοντας τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, τὴν κληρονομία τῶν οὐρανῶν. Δὲν πρέπει νὰ  λησμονοῦμε, ὅτι τὸ τέλος ἐγγύς, καὶ οὐδεὶς αὐτὸ τὸ γνωρίζει. Μᾶς τὸ λέει καθαρὰ καὶ ὁ Προφήτης Ἀβδιού: «Ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου». Ἔρχεται ὅπως ὁ κλέπτης τὴν νύχτα καὶ κλέβει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται» μᾶς προειδοποιεῖ ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος στοὺς Θεσσαλονικεῖς (Κεφ. ε´ 1-8). Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ γνωρίζουμε, ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος μας,γιατί νὰ μὴν ζοῦμε ὡς υἱοὶ τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας καὶ νὰ πολιτευόμαστε ὡς υἱοὶ τῆς νύχτας καὶ τοῦ σκότους; Ἄς τὸν ἀκούσουμε τὶ μᾶς παρωτρύνει νὰ πράττουμε: «Μὴ καθεύδομεν ὡς οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν· οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι καὶ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν. Ἡμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης  καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας».
.                      Τὸ τρίπτυχον τοῦ χρόνου μας ἄς εἶναι πάντοτε ἔμβλημά μας στὴν ἐπίγεια πορεία μας: «Πάντοτε, χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 16-18). Δηλαδή, πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε χαρούμενοι μὲ ἐσωτερικὴ χαρά, ἀνείπωτη ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή μας. Συνεχῶς νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκιάζει ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὰ βήματά μας πρὸς ἔργα σωτηριώδη, καὶ γιὰ κάθε δωρεὰ τοῦ δωρεοδότη Χριστοῦ μας, ποὺ μᾶς ξημερώνει ζωντανούς, μᾶς δίνει τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, μᾶς χαρίζει ὑγεία καὶ δύναμη καὶ  μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς δημιουργίας Του, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα.
.                      Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ τὴν ἄλλη προτροπὴ τοῦ θεηγόρου Παύλου: «Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν». (Ἐφεσ. δ´ 26). Δηλαδὴ νὰ μὴ νυχτώνει καὶ μᾶς βρίσκει ἡ ἑσπέρα μαλωμένους μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Δὲν πρέπει νὰ βαστᾶμε τὴν ὀργὴ καὶ τὸν θυμό μας γιὰ χρόνο πολύ. Ἡ ἁγία Συγκλητικὴ μᾶς διδάσκει γι’ αὐτό: «Τί μισεῖς τὸν λυπήσαντά σε ἄνθρωπον; Οὐκ αὐτός ἐστιν ὁ ἀδικήσας, ἀλλ’ ὁ διάβολος. Μίσησον τὴν νόσον, καὶ μὴ τὸν νοσοῦντα». Δηλαδή, Νὰ μὴ μισοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ὅσο καὶ ἄν μᾶς ἀδικοῦν, γιατὶ πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβεται ὁ μισόκαλος διάβολος. Νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἁμαρτωλούς.
.                      Ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὴν ζωὴ αὐτή, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὰν νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ, ἀλλὰ καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὸ θάνατο σὰν νὰ πεθάνουμε αὐτὴ τὴν στιγμή. Ἔτσι, θὰ εὐαρεστήσουμε τὸν ἄχρονο Θεό μας καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία, «τὴν ἡτοιμασμένην ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ 34).
.                      Ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης, ὁ φιλόσοφος καὶ θεολόγος τῆς οἰκονομίας τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς ἐφάρμοζε τὴν σιωπὴ καὶ λόγος ἀργὸς καὶ σαπρὸς δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. δ´ 29).  Αὐτὸ δίδασκε ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ πρακτικά, χωρὶς νὰ ἀφήνει οὔτε δευτερόλεπτο τῆς ζωῆς νὰ κυλᾶ χωρὶς νὰ βρίσκεται μέσα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ὠφελεῖ ἢ νὰ ὠφελεῖται ἀπὸ τὶς συναναστροφές του ἢ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία τὸν διατηροῦσε σὲ διαρκῆ ἑνότητα μὲ τὸν πανοκτίρμονα καὶ ψυχοσώστη Κύριό μας. Σύνθημά του ἦταν τὸ γνωστό μας «Ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει, ἢ φεῦγε» καὶ τὴν βεβαιότητα, ὅτι μιὰ φορὰ μονάχα ζοῦμε καὶ ὅτι τὰ ἔργα μας γράφονται στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Ὅσιος Γέρων Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης στὸ ποίημά του «Ἅπαξ μόνον» ὡς ἑξῆς:

Θὰ διέλθω ἅπαξ μόνον
φεῦ! τοῦ βίου τὴν ὁδὸν
κ’ ἂς προσέχω πάντα χρόνον
πᾶν μου βῆμα τῶν ποδῶν.

 Κι’ ἀπὸ  τὴν ζωὴν τὴν ἄλλην
εἰς τὴν γῆν δὲν θἄλθω πάλιν.

 .                      Ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι κάθε στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι ἀνεπανάληπτη καὶ ὀφείλουμε νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ μὲ τὴν προσευχή. Πολλὲς φορές, ὅμως, ἐνῶ προσευχόμεθα δὲν λαμβάνουμε, δὲν βρίσκουμε ἀνταπόκριση. Τὸ ταμεῖο τῆς χάριτος δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐκβιάσουμε. Ὁ Κύριος ἔχει στὰ χέρια Του τὸ κλειδὶ καὶ θὰ ἀνοίξει νὰ μᾶς δώσει, ὅταν πρέπει. Ἡ θεία χάρις εἶναι ἕνας πολὺ διακριτικὸς ἐπισκέπτης καὶ τὸ παραμικρὸ νὰ συμβεῖ συστέλλει τὶς ἀκτῖνες της. Αὐτὴ μᾶς σηκώνει ψηλά, μᾶς θεώνει. Μόνοι μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε ψηλά; Ὄχι! Πρέπει κάποιος ἄλλος ὑψηλότερος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς σηκώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία χάρις. Ἐὰν ποτὲ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ μποῦμε στὸν Παράδεισο, θὰ ἀπορήσουμε γιὰ τρία πράγματα:

1. Δὲν θὰ δοῦμε μέσα αὐτοὺς ποὺ περιμέναμε νὰ δοῦμε.
2. Θὰ δοῦμε αὐτοὺς ποὺ δὲν περιμέναμε νὰ δοῦμε, καί
3. Θὰ ἀπορήσουμε πῶς μπήκαμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέσα.

.                      Ὀφείλουμε, λοιπόν, νὰ συστήνουμε σὲ ὅλους νὰ μὴν χάνουν τὸν καιρό τους. Κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου πρέπει νὰ μᾶς εὑρίσκει εἴτε στὴν προσευχή, εἴτε στὴν κατὰ Θεὸ ἐργασία, σὲ διαρκῆ ἐπιδίωξη τοῦ ἁγιασμοῦ μας.
.                      Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας τρέχει. Ὅλα παρέρχονται καὶ σβήνουν. Ἕνας μόνο μένει στοὺς αἰῶνες. Ὁ Χριστός μας καὶ  μαζί του «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα Αὐτοῦ» (Α´ Ἰωάν. β´ 17). Ὁ χρόνος κυλάει, ἀλλὰ ἀφήνει πίσω τὰ σημάδια του. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς μεγαλώνει καὶ μᾶς μικραίνει. Ὅσο αὐξάνονται τὰ χρόνια τῆς γήϊνης ζωῆς μας τόσο φθίνει ὁ χρόνος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς φθείρει καὶ μᾶς ἀνακαινίζει. Φθορὰ εἶναι τὸ γῆρας, οἱ ἀσθένειες, οἱ πόνοι. Ἀνακαίνιση ἡ μετάνοια, ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» (Β´ Κορ. δ´ 16).  Γι’ αὐτὸ ἐπιγραμματικὰ ἂς τονίσουμε ὅτι τὸ χθές, ὅσο ἐπαχθὲς κι ἂν εἶναι, ὁ Χριστὸς τὸ ἀλλάζει. Τὸ σήμερα, ὅσο ἀγχῶδες καὶ  ἂν εἶναι καὶ δύσκολο καὶ ἔμπονο ὁ Χριστὸς τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀγώνα ὡραῖο, σὲ ζυγὸ χρηστὸ καὶ ἐλαφρύ. Τὸ αὔριο, ὅσο θολὸ κι ἂν εἶναι τὸ μετατρέπει Αὐτὸς σὲ ἐλπιδοφόρο. Ἂς εἴμαστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, πάντοτε κοντὰ στὸ Χριστό μας, τὴν ὄντως ἀγάπη, καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ μὴ λησμονοῦμε τὰ λόγια τοῦ Γέροντός μας, τοῦ πατρὸς Γαβριήλ, ὅτι πρέπει τὴ ζωή μας νὰ τὴν θεμελιώνουμε στὸ τρίπτυχο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ Ζῶσα πίστη, βεβαία ἐλπίδα καὶ ἐνεργὸ ἀγάπη.
.                      Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ μετανοιώσουμε. Αὐτὸς μᾶς δίνει εὐκαιρίες  ἀξιοποιήσεώς του. Ἡ κάθε εὐκαιρία, ὅμως, εἶναι  γυμνή, καὶ ἂν μᾶς προσπεράσει δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ ροῦχα της. Τρέχει πάνω στοὺς ἀδυσώπητους τροχοὺς τοῦ χρόνου, αὐτοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Πρὶν μᾶς προσπεράσει, ὅμως, μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε ἀπὸ τὰ μαλλιά. Γιὰ νὰ τὴν πιάσουμε, ὅμως, χρειάζεται ἐπαγρύπνηση, ἐγρήγορση, ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαύσουμε ἐδῶ τὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Α´ Κορ. β´ 9). Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.  Δὲν εἶναι εὐκαιρία ἡ καλοπέραση, οἱ ἀνέσεις, ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου, οἱ ἡδονές, τὸ καλὸ ντύσιμο. Εὐκαιρία εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ κόσμου, τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τοῦ, Κύριε, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. ϛ´ 10).
.                      Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς, καὶ ἂς μὴν ἀφήνουμε νὰ μᾶς προσπερνάει ὁ χρόνος, οἱ εὐκαιρίες τῆς σωτηρίας μας, λέγοντας «οὔπω καιρός», γιὰ νὰ μὴν μετανοιώσουμε καὶ ποῦμε «οὐκέτι καιρός», ἢ «μακάρι νὰ γυρνοῦσε ὁ χρόνος πίσω». Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. ϛ´ 2).

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

, ,

Σχολιάστε

ΑΠΟ ΤΟ “ΚΑΤ᾽ ΕΙΚΟΝΑ” ΣΤΟ “ΚΑΘ᾽ ΟΜΟΙΩΣΙΝ”

Μετάνοια: πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση

 Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

.               Ἀναφερθήκαμε στό προηγούμενο κείμενό μας στήν ἐπιτακτική ἀνάγκη τῆς βαθειᾶς, ὑπαρξιακῶς βιουμένης μετανοίας σέ αὐτή τήν τόσο κρίσιμη περίοδο πού διανύουμε. Μετάνοια εἶναι τό «κλειδί», τό «φάρμακο» ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου ἐπέρχεται ἡ ἐξυγίανση, ἡ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί ἡ ἐπαναφορά τοῦ νοῦ του πρός τόν Θεό. Μετα-νοῶ, σημαίνει, ἀναστροφή τοῦ νοῦ μας ἀπό τήν ἀποστασία πρός τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Σημαίνει τήνπορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση. Στό σημεῖο αὐτό -καί πρίν προχωρήσουμε στήν ἀνάπτυξη τῆς ἔννοιας τῆς μετανοίας- εἶναι, θεωροῦμε, ἀπαραίτητο νά ἀναφερθοῦμε καί νά περιγράψουμε συνοπτικά τό πῶς δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, μέ ποιά χαρακτηριστικά καί μέ ποιό σκοπό. Ποιά εἶναι τά ἰδιαίτερα χαρίσματα πού τοῦ προσέδωσε; Τί εἶναι ἡ ψυχή, τί εἶναι ὁ νοῦς, τί εἶναι ἡ λογική, τί εἶναι τό αὐτεξούσιο, πῶς ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν κτιστή δημιουργία καί πῶς γνωρίζει τόν Θεό.Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, «ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ “κατ᾿ εἰκόνα” στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του,ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του»
.                      Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ -συνεχίζει ὁ φωτισμένος Γέροντας- ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν. Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἀπό τὸ Εὐαγγέλιο,ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος,ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις.Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸτρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά» [1]
.                      Εἶναι εὐτύχημα καί εὐλογία ἐξαίρετη τοῦ Θεοῦ ὅτι στά χρόνια μας ἔχουμε πλειάδα θεωμένων ὁσίων (ὅσιοι Πορφύριος, Παΐσιος, Δανιήλ,Ἐφραίμ, Ἱερώνυμος οἱ ἁγιορεῖτες, Ἰάκωβος ὁ ἐν Εὐβοίᾳ, Ἰωσήφ καί Σωφρόνιος οἱ ἡσυχαστές, Καλλίνικος Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, Ἀμφιλόχιος ὁ ἐν Πάτμῳ κ.ἄ.)Τό Βιβλίο τῆς Γενέσεως, στό πρῶτο κεφάλαιο, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» δική Του, δίδοντάς του ἰδιαίτερα χαρίσματα καί ἱκανότητες καί καθιστώντας τον κορωνίδα καί βασιλέα τῆς κτίσεως. «Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ὁμοίωσιν… καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς…». [2]
.                       «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς. Καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν». [3]
.                      Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας του ἀπό τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τά βασικά του γνωρίσματα, λαμβάνει τήν ἰδιαίτερη ταυτότητά του, πού εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα», καθώς καί τόν τελικό προορισμό του, πού εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἡ θέωσή του, δηλαδή. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναλύοντας αὐτά τά κύρια γνωρίσματατοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρουν ὅτι «τὸ μὲν γὰρ “κατ᾿ εἰκόνα” τὸ νοερὸν δηλοῖ καὶ αὐτεξούσιον». [4]
.                      Τό νοερόν τῆς ψυχῆς περιλαμβάνει δύο δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τόν νοῦ καί τήν λογική. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος (ἡλογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τήν λογική ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία.
.                 Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης «ὁ νοῦς καί ἡ λογική, ἐπειδή συνδέονται πολύ στενά μέ τήν ἐλευθερία (αὐτεξούσιο) τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δίνουν τήν δυνατότητα νά τρέπεται μέ τήν θέλησή του τόσο στό καλό ὅσο καί στό κακό. Μόνον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν γνώμη τουἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε εἴδους ἀνάγκη, παρατηρεῖ ὁ  Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μπορεῖ νά διατηρεῖται στήν κατά φύση ζωή καί νά προσεγγίζει τόν Θεό ἤ νά ἐκτρέπεται ἀπό τήν κοινωνία μαζί Του καί νά κατευθύνεται πρός τόν θάνατο.
.                     Δημιουργώντας ὁ Θεός ἐλεύθερο (αὐτεξούσιο) τόν ἄνθρωπο στέρησετήν δυνατότητα καί στόν διάβολο νά ἀσκεῖ βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἔτσι μόνο μέ τήν πειθώ ἤ τόν δόλο [ὄχι ἀναγκαστικά] μπορεῖ ὁ πονηρός διάβολος νά ἐπηρεάσει τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά  τόν κάνει κοινωνότῆς ἀποστασίας του» [5].
.                     Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά σημειώσουμε ὅτι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ σημαίνει κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου καί μάλιστα τοῦ σαρκωμένουΛόγου τοῦ Θεοῦ. Στήν πραγματικότητα, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» [6], ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
.                     Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας δίνουν ἰδιαίτερη ἔμφαση στό γεγονός ὅτι τό περιεχόμενο καί ἡ ὁδός τῆς θεώσεως εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό, ἐπειδήἀκριβῶς ἡ ἕνωση μέ τό Ἀρχέτυπο εἶναι ἐκείνη πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωποστήν ὁλοκλήρωσή του. Τό Ἀρχέτυπο, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστόςκαί κατά συνέπεια ὁ προορισμός του εἶναι νά ὑψωθεῖ ὡς τό Ἀρχέτυπο, νάμιμηθεῖ, δηλαδή, τίς ἀρετές καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ· νά φθάσει,δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήνχριστοποίησή του. Χριστοποίηση εἶναι ἡ χαρισματική μεταβολή(ἐμπλουτισμός) τοῦ κατ’εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου στό καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ,δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει πρακτικά μετοχή στήν ἁγιο-τριαδικήζωή.
.                     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφερόμενος στό «καθ’ ὁμοίωση»ἀναφέρει ὅτι αὐτό λέγεται «γιά τόν λόγο τῆς ἀρετῆς [πού ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀποκτήσει] καί γι’ αὐτές τίς θεομίμητες καί θεώνυμες, [πού ἔχουν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ] πράξεις. Δηλαδή σχετικά μέ τήν φιλάνθρωπη διάθεση πρός τούς συνανθρώπους του· καί μέ τό ὅτι οἰκτείρει καί ἐλεεῖ καί ἀγαπᾶ τούς συνδούλους [του] καί [τούς] δείχνει κάθε εὐσπλαγχνία καί συμπάθεια» [7].
.                     Τό «κατ’ εἰκόνα», μᾶς λέει καί πάλι ὁ  Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «τό ἔχει κάθε ἄνθρωπος, διότι τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάκλητα. Τό δέ“καθ’ ὁμοίωσιν” [τό ἔχουν] σπάνιοι καί μόνον οἱ ἐνάρετοι καί ἅγιοι[ἄνθρωποι], οἱ ὁποῖοι μιμοῦνται, κατά τό δυνατόν στούς ἀνθρώπους, τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ» [8]. Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι ἡ πνευματική πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νά μιμηθεῖ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί νά φθάσει στό«καθ’ ὁμοίωση», ἐνεργοποιώντας τά χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα»
.                     Ὁ φορέας τοῦ κατ’ εἰκόνα στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ψυχή. Ἡ ψυχή εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς δημιούργημα εἶναι κτιστή. Εἶναι «οὐσία γεννητὴ», ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης [9]. Ἡ ψυχή, λοιπόν, εἶναι κτιστή, δημιουργημένη καί ὄχι ἄκτιστη, ἀφοῦ Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός,ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄναρχος, ἀΐδιος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἀνεξιχνίαστος,ἀθέατος, ἀνείδεος, ἄρρητος, ἀπρόσιτος, ἀνόμοιος, ἀφιλοσόφητος,ἀνέκφραστος, ἀχώρητος, καί πάντων ἐπέκεινα.
.                     Κάθε κτιστό, κάθε δημιούργημα ἔχει ἀρχή καί τέλος. Εἰδικά, ὅμως, ἡψυχή, ἐνῶ ἔχει ἀρχή καί θά ἔπρεπε, ὡς κτίσμα, νά ἔχει καί τέλος, κατά θείαβούληση, ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχή κτιστή κατά τήν φύση, ἀλλάἀθάνατη κατά χάριν.
.                      Ἡ ψυχή εἶναι ἐθελότρεπτη, αὐτεξούσια, ἔχει, δηλαδή, ἐλεύθερηβούληση, ἐλεύθερη προαίρεση καί ἐλεύθερη ἐπιλογή. Τό αὐτεξούσιο εἶναι ἡδυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει τόν ἑαυτό του, νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τόν τρόπο τῆς ζωῆς του καί τῆς δραστηριότητάς του. Τόσο πολύ, μάλιστα, σέβεται ὁ Θεός τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού, ὅπωςμᾶς ἀναφέρει τό πατερικό λόγιο, «ὁ ἄνευ σοῦ πλάσας σε (Θεός) οὐ δύναται ἄνευ σοῦ σῶσαί σε»· δηλαδή ὁ Θεός, πού χωρίς τήν δική σου συμμετοχή σέ ἔπλασε, δέν μπορεῖ, χωρίς τήν δική σου συμμετοχή, νά σέ σώσει. Τὸ αὐτεξούσιο εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦπρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμαἀκόμη καί νά Τόν ἀρνεῖται. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας  χαρακτηρίζουν τό αὐτεξούσιο καί ὡς ἰσόθεο, φυσικά κατά χάριν. «Ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον» [10], μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.
.                      Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε πρίν οὔτε μετά τήν δημιουργία τοῦ σώματος. Δημιουργεῖται, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» [11]· μέ τήν σύλληψη,δηλαδή, τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ἔχουμε ταυτόχρονα, θείᾳ βουλήσει, καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία φανερώνεται καί ἐκφράζεται, καθώςἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο καί ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ψυχή εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωμένη, δέν μπορεῖ, ὅμως, νά ἐκδηλώσει τίς ἐνέργειές της ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐνέργειές της, δηλαδή, ἐμφανίζονται σταδιακά μέ τήν πρόοδο τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, «κατ’αὔξησιν γὰρ τὴν τοῦ σώματος καὶ αὕτη τὰς οἰκείας ἐνεργείας διαδείκνυσι» [12], ὅσο, δηλαδή, αὐξάνεται τὸ (ἀνθρώπινο) σῶμα, τόσο φανερώνει καὶ ἡ ψυχήτὶς ἐνέργειές της.
.                     Τό σῶμα σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν ἀποτελεῖ σέκαμμία περίπτωση τήν φυλακή τῆς ψυχῆς, ἀλλά κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος [13]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι «ἡ ψυχή πάλι ἔχει συνδεθεῖ ὁλόκληρη μέ ὅλο τό σῶμα, καί ὄχι ἕνα μέρος της μ’ ἕνα μέρος του· δέν περιέχεται σ’ αὐτό ἀλλά τό περιέχει»[14]. Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κάθε σημεῖο τοῦ σώματος· συνέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα, το περιέχει, τό συγκροτεῖ, τό συγκρατεῖ καί τό ζωοποιεῖ [15]. Εἶναι, δηλαδή, καί μέσα σέ ὁλόκληρο τό σῶμα, ἀλλά ταυτόχρονα περιβάλλει ἐξωτερικά καί ὁλόκληρο τό σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι αὐτή πού μεταδίδει στά ὄργανα καί τίςαἰσθήσεις τοῦ σώματος δύναμη ζωῆς καί ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων [16].
.                     Ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του, ἀποτελεῖται καί ἀπό ψυχή καί ἀπόσῶμα. Οὔτε ἡ ψυχή ἀπό μόνη της, οὔτε τό σῶμα ἀπό μόνο του συνιστοῦν τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀλλά τό συναμφότερο. Ψυχή καί σῶμα συνιστοῦν στον ἄνθρωπο μία ἀδιάρρηκτη ψυχοσωματική ἑνότητα. Ἡ διάρρηξη αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας σηματοδοτεῖ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.

.                     Μετά τόν φυσικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή ἀναχωρώντας πρός τόνοὐρανό ἀναμένει καί ποθεῖ τήν ἐπανασύνδεσή της μέ τό σῶμα κατά την ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στήν Δευτέρα Παρουσία, μέ τό δικό της σῶμα μέ το ὁποῖο ἔζησε στήν γῆ. Τό σῶμα, πού θά ἔχει πεθάνει, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο καί σέ ὁποιονδήποτε τόπο, στήν γῆ, θά ἀναστηθεῖ, θά ἀναπλασθεῖ καί θά ἀνακαινιστεῖ κατά τήν μέλλουσα κρίση μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ, καί οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον» [17].
.                     Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θά κριθεῖ ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα, ὡς ὅλοςἄνθρωπος καί πάλι, διότι αὐτό εἶναι τό δίκαιο, καθώς ὅ,τι ἔπραξε (καλό ἤ  κακό) ἡ ψυχή στήν ἐπίγεια ζωή της τό ἔπραξε μέ τό σῶμα της [18].
.                     Τό ἀνακαινισμένο σῶμα θά εἶναι πνευματικό καί ἄφθαρτο, ὄχι ὅμως καί ἄϋλο, ἀφού ἄϋλος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ὡς κτιστό, θά ἔχει κάποια ὑλικότητα. Θά ἔχει τίς ἴδιες διαστάσεις. Θά εἶναι διακριτό, θά ἔχει, δηλαδή, σχῆμα ἀναγνωρίσιμο (θά ἀναγνωρίζεται, δηλαδή, ποιός εἶναι ὁ καθένας). Ἡ ψυχή, πού δέν πεθαίνει ποτέ ὀντολογικά, γιατί εἶναι κατά χάριν ἀθάνατη, θάσυνδεθεῖ ξανά μέ τό δικό της ἀνακαινισμένο πλέον σῶμα καί θα  ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, καί πάλι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Ὅπως σημειώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «τό σῶμα ἐκεῖνο θά εἶναι τό αὐτό καί οὐκ αὐτό. Δηλαδή, θά εἶναι αὐτό τοῦτο τό σῶμα, πού ὑπῆρξεν ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές» [19].
.                     Τό ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο, λοιπόν, ἀνθρώπινο σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό καί ὄχι θνητό καί φθαρτό, ὅπως ἦταν στην βιολογική ζωή του. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος σημειώνει ὅτι οἱ νέεςἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου μας σώματος θά εἶναι ἀθανασία, ἀφθαρσία καί ἀτρεψία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ ἀρρωσταίνει, δὲν θὰ πονᾶ, δὲν θὰ γερνᾶ. Οὔτε θὰ ἔχουμε καὶ τὰ λεγόμενα «ἀδιάβλητα» πάθη, ὅπως ὅτι πεινᾶμε, διψᾶμε, κουραζόμαστε κ.λπ. [20].
.                     Στό ἑπόμενο θέμα μας θά δοῦμε τήν διαίρεση τῆς ψυχῆς, τά μέρη καί τίς δυνάμεις της καί ἰδιαίτερα τήν λογική καί τόν νοῦ, τόν ὁποῖο οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν τό «ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς» [21] καί μέ τόν ὁποῖο γνωρίζουμε τον Θεό.

——————————-

  1. Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου, Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 14-15.
  2. Γέν. 1, 26-27.
  3. Γέν. 2, 7.
  4. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ 1, σελ. 210.
  5. Ὁμιλία, πού ἔγινε στούς φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, Holy Cross, τῆς Βοστώνης, Η.Π.Α., τό ἐαρινό ἑξάμηνο τοῦ 2005.
  6. Κολ. α´ 15.
  7. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος Ψυχοφελής καί θαυμάσιος, Φιλοκαλία, ἔκδ. Ἱ.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, 2013, τόμ. Δ, σελ. 100.
  8. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π.
  9. Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228.
  10.  Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης,  Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ.«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183.
  1. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94:1088
  2. Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, σελ. 136, σημ. 2.
  3. Κορ. Α΄, 7,19 «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν»;
  4. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, «Ἡ δὲ ψυχὴ συνδέδεται τῷσώματι ὅλη ὅλῳ καὶ οὐ μέρος μέρει καὶ οὐ περιέχεται ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περιέχει αὐτό». ΕΠΕ 1, σ. 128.
  5. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 9, 562, PG151, 260Α.
  6. Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228.
  7. Α´ Θεσ. δ´, 16
  8. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ 1, σ. 560
  9. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α΄Κορινθίους Ὁμιλία ΜΑ΄, PG 61, 357, 4- 6
  10. Ἅγιος Συμεὼν Ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὸν Νικήτα Στηθάτο, κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσα, Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.
  11.  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, «Ἡγεμονικὸν μὲν γὰρ ψυχῆς τε καὶ σαρκὸς νοῦς». ΕΠΕ 1, σ. 308

 

ΠΗΓΗ: epomeni-tois-agiois-patrasi.blogspot.com

 

 

 

 

 

 

 

, , ,

Σχολιάστε

«ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΕΡΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΩΓΜΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΛΗΘΟΥΜΕ ΟΧΙ ΣΕ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΛΛΑ ΣΕ “ΜΑΡΤΥΡΙΑ”»

ΘΕΜΑ: «Σκέψεις ἐπὶ τῇ ἐνάρξει
τοῦ Ἁγίου Σαρανταημέρου»
Πρὸς τὸν εὐσεβῆ λαὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως

Τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου

Σπάτα, 13 Νοεμβρίου 2020

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, «ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», παρὼν καὶ ἐνεργῶν.
. – – – . Ἤδη φθάσαμε στὸ Ἅγιο Σαρανταήμερο, δηλαδή στὴν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Κάθε χρόνο εἴχαμε τὴν εὐκαιρία τέτοιες μέρες μέσα ἀπὸ ἀκολουθίες, συνάξεις, ποικίλες κοινωνικὲς καὶ φιλανθρωπικὲς δράσεις νὰ βοηθήσουμε τὴν ψυχή μας νὰ προετοιμαστεῖ πνευματικὰ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου στὶς καρδιές μας.
. – – – .Φέτος οἱ ἐξωτερικὲς συνθῆκες εἶναι πολὺ διαφορετικές. Στὸν ὁρίζοντα διαφαίνονται τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς πανδημίας. Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἐμποδιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη συμμετοχή μας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ λατρεία, διαρκῶς λαμβάνονται περισσότερα περιοριστικὰ μέτρα, βομβαρδιζόμαστε ἀνελέητα ἀπὸ ἀπειλητικὲς καὶ ἐκφοβιστικὲς εἰδήσεις, τὸ δὲ ἐνδεχόμενο νὰ ἐπαναληφθεῖ τὰ Χριστούγεννα ἡ ἐμπειρία τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι ὁρατὸ καὶ προκαλεῖ φόβο καὶ ἀνησυχία στὶς καρδιές μας.
. – – – .Χωρὶς ἀμφιβολία βρισκόμαστε ἐνώπιον μιᾶς πολὺ δύσκολης καταστάσεως, ποὺ βέβαια ἐπιβάλλει λήψη μέτρων προστασίας καὶ ἰδιαίτερη προσοχή, δικαιολογεῖ δὲ ἀνησυχίες, καχυποψίες, ἐκνευρισμούς, διαφωνίες, λάθη. Αὐτὸ ποὺ ἐπιπλέον δυσκολεύει τὴν κατάσταση εἶναι ἡ κυκλοφορία ψευδῶν ἢ ἀμοιβαίως ἀντικρουομένων πληροφοριῶν, ἡ διασπορὰ ἀνακριβειῶν, οἱ ἐντάσεις, οἱ ὑπερβολές, οἱ ἀλληλοκατηγορίες.
. – – – .Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ἀμφισβητήσει ὅτι ἀρκετοὶ συνάνθρωποί μας ζοῦν κάτω ἀπὸ συνθῆκες τεράστιας καὶ γενικευμένης πιέσεως; Ἄλλοι δίνουν ἕναν ἄνισο ἀγῶνα ἐπιβίωσης μέσα στὶς Μονάδες Ἐντατικῆς Θεραπείας καὶ τὰ νοσοκομεῖα, κάποιοι μὲ πολὺ ἐπώδυνο τρόπο χάνουν τὴ μάχη, γιατροὶ καὶ νοσηλευτὲς καταβάλλουν συχνὰ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες, τὸ Ἐθνικὸ Σύστημα Ὑγείας ζορίζεται ὑπερβολικά, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἀνάστατος, ἐπικρατεῖ ἕνας παγκόσμιος πανικὸς καὶ πρωτοφανὴς σύγχυση. Ἀκοῦμε νούμερα καὶ στατιστικές, πληροφορούμαστε γιὰ γνωστά μας ἢ ἐπιφανῆ πρόσωπα ὅτι ἔχουν ἀσθενήσει, οἱ εἰδήσεις ἀναφέρονται σὲ καμπύλες, προγνώσεις, ἀπειλητικὲς προεκτιμήσεις. Σκηνικὸ πρωτοφανὲς καὶ ἀσφυκτικό.
. – – – .Ὅλη αὐτὴ ἡ πίεση πέφτει ἐπάνω μας καὶ ἄμεσα ἐπηρεάζει καὶ τὴν καθημερινότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ κατάστασή μας. Ἄγχος καὶ ἀγωνία, ἀναστατώνουν τὴν ψυχή μας. Ὡς πιστοί, δείχνουμε ἀσφαλῶς κατανόηση, πειθαρχοῦμε στὰ μέτρα, κάποιοι ζοῦμε μέσα στὸ ἄμεσο περιβάλλον μας ἀντίστοιχα φαινόμενα, ἀλλὰ δὲν χάνουμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν εἰρήνη μας, παράλληλα ὅμως μᾶς λείπει ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ ἡ μεταξύ μας κοινωνία, μᾶς λυπεῖ πολὺ ἡ κοσμικὴ ἀντιμετώπιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐπιβολὴ ὑπερβολικῶν μέτρων, περισσότερο δὲ ἡ αἴσθηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ πίστη δὲν εἶναι πλέον σεβαστὲς ἢ τουλάχιστον ὀρθὰ κατανοητές, ὅπως στὸ παρελθὸν ἢ ὅπως ἐμεῖς τὸ ζοῦμε.
. – – – .Τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει ρητὴ πρόνοια γιὰ τὸ νὰ ἀνάψουμε ἕνα κεράκι ἢ νὰ προσκυνήσουμε ἀνεμπόδιστα στὸν ναὸ εἶναι ἂν μή τι ἄλλο ἀκατανόητο καὶ προσβλητικὸ γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴν πίστη μας. Τὸ νὰ μᾶς προσάπτεται διαρκῶς ἡ κατηγορία, μάλιστα χωρὶς κανένα δεδομένο καὶ καμμία ἀφορμή, ὅτι ἡ συμμετοχή μας στὴ θεία Κοινωνία θέτει σὲ κίνδυνο τὴ δημόσια ὑγεία, εἶναι ἀσεβὲς καὶ ὑβριστικό. Τὸ νὰ ἀπαγορεύεται ἡ παρουσία 30 ἢ 40 ἀτόμων σὲ μεγάλους ναοὺς 800 καὶ 1000 τετραγωνικῶν εἶναι παράλογο καὶ προκλητικό, ἰδίως ἂν σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι στὰ σαλόνια τῶν πλοίων ἢ μέσα στὰ ἀεροπλάνα συνταξειδεύει πολὺ μεγαλύτερος ἀριθμὸς ἐπιβατῶν καὶ γιὰ ὧρες. Γιατί ἡ πίστη, ἡ Ἐκκλησία, ὁ Θεὸς νὰ ἀντιμετωπιζονται ἔτσι;
. – – – .Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ νὰ διαμαρτυρόμαστε μὲ φωνές, μὲ ἐκνευρισμοὺς καὶ ἐντάσεις, συχνὰ δὲ μὲ ἀπαράδεκτα ἐπιθετικὸ καὶ ἐλεγκτικὸ τρόπο οὔτε ἀποτέλεσμα φέρνει οὔτε καὶ χριστοπρεπές εἶναι. Ὄχι γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνονται λάθη, ἀλλὰ γιατὶ συχνὰ τραυματίζονται οἱ μεταξύ μας σχέσεις, χάνεται ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἀγριεύει ἡ ψυχή μας.
Ἡ ἐκδήλωση τῆς πίστεως καὶ ἡ λατρεία δὲν εἶναι δικαίωμα ποὺ διεκδικεῖ ὁ λαός, ἀλλὰ ἀδήριτη ἀνάγκη ποὺ ὀφείλει νὰ σέβεται ἡ κοσμικὴ πολιτεία καὶ νὰ προστατεύει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς μας καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀναγκαία καὶ ἀπὸ τὴ λειτουργία τῶν πνευμόνων μας. Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὑπῆρχαν πολλὰ περιθώρια νὰ δοθεῖ μιὰ ἀνάσα πρὸς τὸ σῶμα τῶν πιστῶν καὶ νὰ μὴν μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ ἀσφυκτιοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν αἴσθηση ἑνὸς ἀδικαιολόγητου διωγμοῦ.
. – – – .Παρὰ ταῦτα αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀλλάξουμε, τουλάχιστον σὲ αὐτὴ τὴ φάση. Πρέπει ὅμως κάπως νὰ τὴν διαχειριστοῦμε, προκειμένου μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεδομένα νὰ «καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄ 13) καὶ ἔτσι νὰ ἐργασθοῦμε τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία μας.
. – – – .Ἂς προσέξουμε, ἀδελφοί μου, τὴν κυριαρχία τοῦ φόβου στὶς καρδιές μας, τὸν κλονισμο τῆς πίστης μας, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐκρήξεις τοῦ θυμοῦ καὶ τὶς ἀντιπαλότητες, τὴν ἐπίρριψη εὐθυνῶν σὲ ἄλλους καὶ τὴν ἐξαίρεση τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπὸ αὐτές. Ὁ κίνδυνος νὰ ἀγριέψει ἡ ψυχή μας μὲ αὐτονομημένες διεκδικήσεις ἢ νὰ κτίσουμε ἐγωιστικὴ αὐτοπεποίθηση γιὰ τὶς ἀντιλήψεις μας ἢ νὰ ἐκφυλισθοῦμε ἀπὸ πιστοὶ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σὲ ὀπαδοὺς καὶ ὑποστηρικτὲς ἀπόψεων ἢ νὰ διχασθοῦμε καὶ νὰ χάσουμε τὴν ἀδελφοσύνη ἢ νὰ γκρεμισθεῖ μέσα μας ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὴν ὑπεύθυνη Ἐκκλησία δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητος.
. – – – .Τώρα δὲν εἶναι καιρὸς γιὰ τέτοιες ἀντιδράσεις. Ἂς κρατήσουμε τὸν ἐνθουσιασμό μας γιὰ ἀργότερα. Φαίνεται πὼς ἔρχονται πολὺ δυσκολότερες μέρες, μέρες πραγματικοῦ διωγμοῦ, διωγμοῦ ποὺ μόνοι μας δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε, ἀλλὰ ὡς ἑνωμένη Ἐκκλησία θὰ κληθοῦμε νὰ ὁμολογήσουμε. Αὐτὴ θὰ μᾶς καλέσει ὄχι σε διαμαρτυρία ἀλλὰ σὲ ἡρωικὴ ὁμολογία καὶ μαρτυρία.
. – – – .Αὐτὸ ποὺ τώρα μᾶς χρειάζεται εἶναι κάτι πολὺ δυσκολότερο καὶ πολὺ βαθύτερο καὶ ἀληθινότερο: εἶναι ἡ μετάνοιά μας, ἡ σπουδὴ τῆς συντριβῆς, ἡ στροφὴ στὸν ἑαυτό μας, ἡ ἐσωτερικὴ ζωή, ἡ προσευχή, ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἡ ὑπομονή. Καὶ γι’ αὐτὰ βοηθοῦν πολὺ οἱ παροῦσες συνθῆκες. Εὐκαιρία νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε μέσα στὸ καταφύγιο τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀνθρώπου, στὶς κατακόμβες τῆς μυστικῆς ζωῆς, στὸ «ταμιεῖον» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
«Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. ιγ΄ 24). Μήπως αὐτὴ ἡ στενὴ πύλη δὲν εἶναι οἱ διαμαρτυρίες γιὰ τὰ δικαιώματά μας, ἀλλὰ τὸ πέρασμα στὴν συνήθως ἄγνωστη σὲ μᾶς ἀλήθεια μας, στὴν «βαθεῖαν καρδίαν» (Ψαλμ. ξγ΄ 7) μας, στὸν «ἔσωθεν ἄνθρωπον» (Β΄ Κορ. δ΄ 16); Αὐτὸ δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση οὔτε ἀπὸ τὴ Σύνοδο· ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ φιλότιμό μας.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἂς προσέξουμε καὶ τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία, τὴ δειλία καὶ τὴν πλαδαρότητα, ἢ τὴ συνήθεια στὸν συμβιβασμένο τρόπο ζωῆς καὶ τὴ νωχέλεια ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργήσουν τὰ περιοριστικὰ μέτρα. Ἂν κρυώσει ἡ ψυχή μας, ἂν χάσουμε τὸ ἀγωνιστικό μας φρόνημα καὶ ἂν ὁ φόβος καὶ ἡ ραθυμία πνίξουν τὸν ζῆλο καὶ τὴν ὁμολογία, τότε πάλι θὰ χάσουμε τὴν ἐπαφή μας μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. «Γρηγορεῖτε λοιπὸν καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κϛ΄ 41).
. – – – .Τὰ Χριστούγεννα ἔρχονται. Ἡ κένωση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας εἶναι μπροστά καὶ κοντά μας. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίσουμε εἶναι κάτι νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὴ δική μας κένωση.
Εὔχομαι σὲ ὅλους καλὸ καὶ καρποφόρο Σαρανταήμερο.

Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΗΓΗ:www.imml.gr

, ,

Σχολιάστε

«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -5 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορείτης) «Ἕνα “Κύριε ἐλέησον” ἐκ βαθέων ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπ᾽ ὅ,τι ἕνας κουβὰς δάκρυα συναισθηματικὰ καὶ κουραστικὲς εὐσεβεῖς φλυαρίες».

Ὁ πολυεύσπλαχνος πατέρας
 
[Ε´]

 Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου (†)
«Ἡ ἁγιότητα εἶναι κατορθωτή σήμερα;»,
Ἐκδ. «THNOΣ», Ἀθήνα 2010
Σελ. 111 ἑπ.

Ἠλ. στοιχειοθ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Μέρος Α´ : «ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -1 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.)
Μέρος Β´: 
«ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -2 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) Γι᾽ αὐτό ἐπικρατεῖ σήμερα ἕνα φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού λέγεται διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.
Mέρος Γ´: «ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -3 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) Ἐπιστρέφει, ἐλπίζοντας στή γνωστή ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἀμφιβάλλει γι᾽ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή τόν ἐλέγχει, ἀλλά καί τόν κάνει νά ἐπιστρέφει.
Μέρος Δ´: «ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» -4 (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.) «Παιδάκι μου, Ἐγώ γιά σένα ὑπάρχω»!

.                 Σὰν νὰ τελειώνει κάπως ἀπότομα ἡ παραβολή. Δὲν μᾶς λέει τί ἀπέγινε ὁ πρεσβύτερος υἱός. Πείσθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ εἰσῆλθε στὸν οἶκο τους, γιὰ νὰ συνευφρανθεῖ; Μᾶλλον ὄχι. Οἱ θεῖοι ἑρμηνευτὲς λέγουν πὼς μᾶλλον ὄχι, δὲν φαίνεται νὰ εἰσῆλθε. Ἂν εἰσήρχετο, θὰ τὸ ἀνέφερε σίγουρα. Τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ σοβαρό. Γιὰ νὰ τὸ προσέξουμε λίγο, στὸν χρόνο ποὺ μᾶς ἀπομένει. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς κατ᾽ ἀρχὰς φαίνεται νὰ ἔχει δίκιο. Κατηγορεῖ τὸν πατέρα του ὅτι τὸν ἀδικεῖ. Θεωρεῖ ὅτι δὲν λαμβάνει τὴν πρέπουσα ἀμοιβὴ γιὰ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία ποὺ τοῦ προσφέρει ὁλημερίς. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἄσωτο ἀδελφό του, ποὺ ἀπολαμβάνει ἐξαιρετικῆς ὑποδοχῆς, ἔκτακτης τιμῆς καὶ πλούσιου συμποσίου καὶ δείπνου. Τιμώντας ὁ πατέρας τὸν μετανοήσαντα κι ἐπιστρέψαντα υἱό του δὲν ἀδικεῖ διόλου τὸν πρεσβύτερο. Τὸ προσφερόμενο δεῖπνο εἶναι ἔκφραση χαρᾶς γιὰ τὴ σωτηρία μίας ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πῶς ὁ Θεὸς θυσίασε τὸν Υἱό Του στὸν σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
.                 Εἶναι γεγονὸς πὼς κάπου σκανδαλίζει ὁρισμένους ἡ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι γιὰ μερικοὺς σκανδαλώδης αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα πὼς κληρικοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται ἐπὶ ἔτη μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ κρύβουν μέσα τους μία αἴσθηση κάποιας ὑπεροχῆς ἀπέναντι στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νὰ κυοφορεῖται κι ἐπωάζεται ἕνας κρύφιος λανθάνων φαρισαϊσμός, ὅτι δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ὅπως οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ὅτι διαφέρουμε κι εἴμαστε κάπου πιὸ ψηλὰ καὶ θὰ πρέπει ἀργὰ ἢ γρήγορα καὶ νὰ μᾶς τιμήσουν. Λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ μποροῦν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν κι ἐμεῖς νὰ μένουμε μὲ νοσηροὺς ναρκισσισμοὺς νομιζόμενης πνευματικότητος κι ὅτι δὲν μᾶς κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μποροῦμε νὰ κρίνουμε εὔκολα τοὺς πάντες. Συμβαίνει οἱ ἀκόλουθοί του πρεσβύτερου υἱοῦ τῆς παραβολῆς ὅτι ἔχουν πιὸ πολλὰ δικαιώματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ὅτι τοὺς ἀξίζει μία καλύτερη θέση καὶ ἀνταμοιβή. Ἔχουν μία ἰδέα μεγάλη περὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ μία ἀπαράδεκτη ἀπαιτητικότητα ἀπὸ τὸν Θεό. Μερικὲς φορὲς ἔχουν μάλιστα μία ἀποκρουστικὴ σκληρότητα, ἀνυπομονησία, ἀπολυτότητα, αὐτοπεποίθηση, κυριαρχία κι ἐξουσιαστικότητα.
Λησμονοῦν δυστυχῶς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι ἀνώτερες ἀπὸ τὰ ὅποια καλὰ ἔργα ποὺ αὐτὰ καθ᾽ ἑαυτὰ δὲν μᾶς δικαιώνουν, κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Ἀσκητή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μάλιστα τονίζει πὼς ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα λίγων ἢ πολλῶν καλῶν πράξεων. Κατὰ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ μητροπολίτη Ἐδέσσης Ἰωήλ, γιὰ ὁρισμένους ἠθικολόγους, ὁ ληστής, ἡ πόρνη, ὁ τελώνης, ὁ ἄσωτος καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἔπρεπε νὰ σωθοῦν. Ὁ Θεὸς εἶναι πέλαγος ἀγάπης καὶ θέλει ὅλους νὰ τοὺς σώσει. Δὲν σώζονται οἱ ἰσχυρογνώμονες ἀμετανόητοι. Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει χαρακτηριστικὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται δίκαιος, ἀλλὰ περισσότερο εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθός. Ἀπὸ μᾶς ζητᾶ νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας καθαρή.
.                 Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς στάθηκε πιὸ ἀνώριμος ἀπὸ τὸν νεώτερο. Ὁ νεώτερος μὲ τὴ μετάνοιά του διόρθωσε ὅλα του τὰ λάθη. Ὁ πρεσβύτερος μὲ τὴν ἀμετανοησία του ἔχασε ὅ,τι εἶχε κερδίσει τόσα χρόνια ἐργαζόμενος κι ἐγκρατευόμενος καὶ τελικὰ δὲν εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ δείπνου. Ἡ σκληρότητα τῆς νομιζόμενης ἀρετῆς του τὸν ἔκανε ἀφιλάδελφο καὶ τὸν αὐτοκαταδίκασε. Ὁ Θεός μας, Θεὸς τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς χρηστότητος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καὶ δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες γιὰ νὰ μετανοήσουμε. Ἀγαπᾶ ὅλως ἰδιαιτέρως τὴ ντομπροσύνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο. Ὅπως λέει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ἕνας βαθὺς ἀναστεναγμὸς κι ἕνα “Κύριε ἐλέησον” ἐκ βαθέων ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπ᾽ ὅ,τι ἕνας κουβὰς δάκρυα συναισθηματικὰ καὶ κουραστικὲς εὐσεβεῖς φλυαρίες.
.                 Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ πολὺ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν κι ἀγαποῦν καὶ τοὺς ἄλλους ἀφειδώλευτα, ἀτσιγγούνευτα καὶ δίχως ἀνταλλάγματα. Ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως τὶς προσευχὲς ὑπὲρ τῶν ἄλλων. Τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδικημένων, τῶν συκοφαντημένων, τῶν ἀρρώστων, τῶν μοναχικῶν, τῶν ἄσωτων, τῶν ὑποκριτῶν. Ὅπως λέει πολὺ ὡραία, ὁ πρόσφατα κοιμηθεὶς μακαριστὸς π. Εὐσέβιος Βίττης, προσευχητικά, ἂς ὁμολογήσουμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ποὺ τὰ πάντα βλέπει καὶ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι «δούλη τῶν αἰσθήσεων, σκλάβα τῶν παθῶν, δέσμια τῆς ὑπερηφάνειας, πληγωμένη ἀπὸ τὴν εὐθιξία, ἐγωϊστικὴ ὅσο δὲν τὸ φαντάζεται, χαλαρὴ χωρὶς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρὶς λόγο, ἀδιάφορη καὶ ἀμελής, δυσκίνητη σὰν παράλυτη, δεμένη πολὺ μὲ τὸν κόσμο, ὀλιγόπιστη στὶς δοκιμασίες, πάμφτωχη σὲ ἀρετές, μὲ ἀσήμαντη πνευματικὴ πρόοδο».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ:

βλ. σχετ.

ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Β´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Γ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)
ΕΜΒΑΘΥΝΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Δ´(Ἰω. Κορναράκη, καθηγ.)

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-1 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-2 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-3 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-4 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-5 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-6 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-7 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ-8 (Ἀρχιμ. Βασιλείου)

, , ,

Σχολιάστε

ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΝΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΑΛΛΟΥΣ ΝΥΜΦΙΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
τοῦ Μητροπ. Γόρτυνος Ἰερεμίου
Ἑβδομαδιαῖο περιοδικό «ΘYMIAMA»
Ἀριθμ. φύλ. 91, 24 Νοεμβρίου 2019

Ἀδελφοί μου χριστιανοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως

1. Σᾶς εὔχομαι νά ἔχετε ὑγεία καί στήν ψυχή καί στό σῶμα καί νά ζεῖτε μιά ὄμορφη καί χαρωπή ζωή. Αὐτήν τήν ζωή ὅμως τήν γεύεται κανείς στήν πραγματικότητα μόνο μέ τόν Θεό. Καί βέβαια, χριστιανοί μου, πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν Θεό, μέ τό ἅγιο θέλημά του, γιατί εἴμαστε δικοί του. Εἴμαστε βαπτισμένοι καί ἀνήκουμε, λοιπόν, στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται «Ἐκκλησία».

2. Ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἀποστατοῦμε ἀπό τόν Θεό, φεύγουμε ἀπό τόν δρόμο του. Συμβαίνει καί μέ μᾶς ὅ,τι συνέβαινε παλαιά μέ τόν Ἰσραήλ, γιά τόν ὁποῖο λέγει ὁ προφήτης Ἰερεμίας ὅτι ἐγκατέλειψε τόν Θεό, πού εἶναι πηγή ζωντανοῦ νεροῦ καί ἄνοιξε γιά τόν ἑαυτό του ξερούς λάκκους, πού δέν ἔχουν νερό (Ἰερ. 2,13). Αὐτό εἶναι ἀνοησία, γιατί ἐγκαταλείπει κανείς τό χειρότερο γιά τό καλύτερο. Ἀλλά ὁ Ἰσραήλ, λέγει ὁ Ἰερεμίας, ἐγκατέλειψε τό καλύτερο, τό ἄριστο, ἐγκατέλειψε τόν Θεό, καί πῆγε στό χειρότερο, στά εἴδωλα. Ἔπραξε ἀνόητα. Κατά τόν προφήτη Ἰερεμία εἶναι λοιπόν ἀνοησία τό νά ἀποστατοῦμε ἀπό τόν Θεό μας, τόν δημιουργό μας καί εὐεργέτη μας. Κατά τόν ἴδιο ὅμως προφήτη ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό εἶναι καί ἀπιστία. «Ἄπιστος» γυναίκα λέγεται ἐκείνη πού φεύγει ἀπό τόν νόμιμο σύζυγό της καί προσεταιρίζεται μέ ἄλλον. Λέγεται καί «μοιχαλίδα» ἡ γυναίκα αὐτή. Ἀλλά τό ἴδιο κάνουμε καί μεῖς, χριστιανοί μου, ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Θεό καί προσκολλώμαστε σέ ἄλλα, σέ ἁμαρτωλά πρόσωπα καί πράγματα γιά νά βροῦμε τάχα χαρά ἀπό αὐτά. Γιατί μέ τόν Θεό ἔχουμε δεθεῖ στενά, ὅπως στενός εἶναι ὁ δεσμός τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα του στόν γάμο. Μέ τό βάπτισμά μας ἡ ψυχή μας ἔγινε νύφη Χριστοῦ. «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται», λέμε γιά τόν Χριστό. Καί ὅμως ἀφήνουμε τήν ψυχή μας νά ρίπτει βλέμματα σέ ἄλλους νυμφίους. Ἕνα καί μόνο, ἕνα λατρευτό ἐραστή πρέπει νά ἔχει ἡ ψυχή μας: Τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας. Καί ὅμως, ξαναλέγω, παίρνουμε τήν καρδιά μας ἀπ᾽ αὐτόν καί τήν ρίχνουμε σέ κοσμικά καί ἁμαρτωλά πράγματα καί πρόσωπα, πού δέν γεμίζουν τήν ψυχή μας, ἀλλά τήν μπερδεύουν καί τήν ἀγχώνουν. Γιατί δέν ἔγινε ἡ ψυχή μας γιά τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἔγινε γιά τόν Θεό. Ἔγινε γιά τόν Χριστό. Φεύγουμε λοιπόν ἀπό τόν Νυμφίο μας τόν Χριστό καί ἐρωτοτροποῦμε μέ ἄλλους νυμφίους. Καί λέγει καί σέ μᾶς, ὅπως γιά τόν Ἰσραήλ, ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἰερεμίου: «Ὅπως ἡ γυναίκα γίνεται ἄπιστος στόν σύζυγό της, ἔτσι καί ὁ λαός μου φάνηκε ἄπιστος σέ Μένα» (Ἰερ. 3,20). «Ἡ νέα κοπέλα δέν λησμονεῖ νά στολίζεται καί ἡ ἀρραβωνιασμένη δέν λησμονεῖ καί αὐτή νά φορέσει τήν ζώνη της», ὅπως ἔκαναν τότε παλαιά. «Ὁ λαός μου ὅμως – λέγει μέ παράπονο ὁ Θεός – μέ λησμόνησε πρίν ἀπό πολύ καιρό» (Ἰερ. 2,32)!…

3. Γιά τό ἁμάρτημα αὐτό τῆς ἀποστασίας ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἀπειλεῖ μέ καταστροφή τόν Ἰσραηλιτικό λαό. Προφητεύει τήν τιμωρία του. Ὄχι ὅτι τιμωρεῖ καί καταστρέφει ὁ Θεός τόν ἁμαρτωλό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί δέν παύει ποτέ νά εἶναι ἀγάπη. Δέν ἀλλάζει ὁ Θεός. Λέγεται «ἀναλλοίωτος». Δέν καταστρέφει, λοιπόν, ὁ Θεός τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά τόν καταστρέφει ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία. Γιά τό ὅτι, λοιπόν, ὁ Ἰσραήλ ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, θά τιμωρηθεῖ ἀπό τήν ἴδια του τήν πράξη αὐτή. Καί τά κακά πού συμβαίνουν σήμερα στόν κόσμο, ἀγαπητοί μου, καί σ᾽ αὐτήν τήν πατρίδα μας τά κακά, τό ἕνα ἐπάνω στό ἄλλο, αἰτία ἔχουν τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό. Πληρώνουμε πολύ ἀκριβά τήν ἀποστασία μας αὐτή. Ἀλλά ὁ Θεός, πού εἶναι ἀγάπη, δέν θέλει τήν τιμωρία μας, δέν θέλει τήν καταστροφή τῶν πλασμάτων του. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει στόν προφήτη του Ἰερεμία νά κηρύξει τήν μετάνοια στόν λαό του, γιά νά μήν τοῦ συμβεῖ κακό καί καταστροφή (βλ. Ἰερ. 3,12. 4,3-4). Καί μετά τήν μετάνοια τοῦ λαοῦ, προφητεύει ὁ Ἰερεμίας στό Ἰσραήλ, θά ἔρθουν ὡραῖες μέρες. Θά ἔρθουν σωτήριες μέρες, τά χρόνια τῆς Μεσσιακῆς ἐποχῆς (βλ. Ἰερ. 3,14-18), μέ νέους καλούς ποιμένες κατά τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἠσ. 2,2 ἑξ.).

.              Ἀδελφοί μου, χριστιανοί! Ἡ ὁδός πού μᾶς πάει γιά τήν σωτηρία, πού μᾶς πάει γιά τόν Θεό, λέγεται «ὁδός μετανοίας». Ἡγούμενος σ᾽ αὐτήν τήν ὁδό πρέπει νά εἶμαι ἐγώ ὁ Ἐπίσκοπός σας. Γι᾽ αὐτό καί μέ ἀκοῦτε νά ψέλνω: «Εὕρω κἀγώ τήν ὁδόν διά τῆς μετανοίας»! Μετάνοια σημαίνει νά πονέσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νά τίς ἐξομολογηθοῦμε. Πᾶμε λοιπόν ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε. Νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τίς βρωμιές μας, γιά νά ἔχουμε θέση κοντά στόν Θεό, στήν Βασιλεία Του, γιατί ἐκεῖ ὅλα ἀστράφτουν ἀπό ὀμορφιά καί ὅλα εἶναι πεντακάθαρα. Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

ΠΗΓΗ: imgortmeg.gr

, ,

Σχολιάστε

ΑΠΟΓΝΩΣΗ καὶ ΜΕΤΑΝΟΙΑ -2 «Ἐντεῦθεν οὖν μάθωμεν, ἀδελφοί, τὴν ἄμετρον τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν καὶ φιλανθρωπίαν»

 

Τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου περὶ τοῦ μὴ ἀπογινώσκειν
[Β´]
(Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινό)
ἠλ. στοιχ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»

, , , ,

Σχολιάστε