Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

ΟΥΚ ΕΑΛΩ Η ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Οὐκ ἑάλω ἡ Βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 .              Ἡ κοσμοσυρροὴ ποὺ παρατηρήθηκε στὰ ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Θεομητορικὰπροσκυνήματα δείχνει τὸ πόσο ἡ Παναγία εἶναι  ριζωμένη στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Εἶναι ἐπίσης σημαντικὴ ἐθνικὰ  καὶ ὠφέλιμη ψυχικὰ ἡ συνήθεια τέτοια ἡμέρα νὰ συγκεντρωνόμαστε στὶς ἰδιαίτερες πατρίδες μας καὶ νὰ ξανανιώνουμε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία Της. Τὸ ἀντάμωμά μας ἀποδεικνύει ὅτι ὡς λαὸς διατηροῦμε τὴ συνέχεια καὶ τὴ συνοχή μας καὶ ἀκολουθοῦμε εὐλαβικὰ τὴν Πίστη καὶ τὰ ἰδανικὰ τῶν προγόνων μας, Μαρτύρων, Ἡρώων καὶ Διδασκάλων, παρὰ τὶς ἀντιξοότητες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καὶ τὶς ποικίλες ἐπιθέσεις ποὺ δεχόμαστε.
.              Γι’ αὐτὴ τὴ συνέχεια καὶ τὴ σύνδεση τοῦ λαοῦ μας μὲ τὴν Παράδοσή του ὁΝικηφόρος Βρεττάκος στὸ σπουδαῖο συνθετικὸ ποιητικὸ καὶ θεατρικό του ἔργο «Λειτουργία κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη», παρουσιάζει ἔξοχα τὰ βιώματά του ἀπὸ τὴν  ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ τὸ ἑλληνικὸπνεῦμα.
.              Τὸ ἔργο ἀρχίζει μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ κόσμος φωνάζει «Ἑάλω! Ἑάλω! Ἑάλω!» καὶ οἱ τρεῖς Ἀναγνῶστες παρατηροῦν: «Ἄλλο δὲν ἠμπορέσαμε, μᾶς πρόλαβε ἡ φωτιά, σώσαμε τὰ Βαγγέλια τοῦ Ἔθνους μοναχά…». Καὶ ὁ Ἀγγελιοφόρος τρέχοντας κραυγάζει: «Οὐκ ἑάλω ἡ Βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων!» καὶ προσθέτει: «Ἐξαρθρώνονται οἱ πέτρες καὶ τὸσίδερο καταλύεται· ἐρημώνουνε οἱ κορφὲς ἀπ’ τὰ κάστρα ποὺ ἀφανίζονται, ἀλλὰ τὸ χτισμένο φῶς δὲν ξεχτίζεται…». Καὶ ὁ Γέροντας ἐξηγεῖ:
«Ἀπολιόρκητη ὅταν πολιορκείσαι· καὶ ὅταν συλλαβαίνεσαι ἀσύλληπτη· κι ὅταν κουστωδίες σὲ πᾶνε καὶ σὲ φέρνουνε στὰ πραιτώρια· κι ὅταν δένεσαι πάνω σὲ πασσάλους καὶ μαστιγώνεσαι· κι ὅταν δένεσαι πίσω ἀπὸ ἄλογα κι ἅρματα καὶ σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Ἅδη… Κι ὅταν ἐνταφιάζεσαι, δὲν μένεις ἐκεῖ, παρὰ μόνο γιὰ μία ἢ γιὰ δυό, τὸ πολὺ γιὰ τέσσερις νύχτες· ὁπότε “ὄρθρου βαθέος” γιομίζεις τὸ φῶς μὲ πίδακες τῆς Ἀνάστασης!».
.              Προχωρώντας τὸ ἔργο ὁ ποιητὴς ἐξηγεῖ τὸ πῶς ὁ Ἑλληνισμὸς διασώθηκε. ὉἈναγνώστης τοῦ ἔργου διαπιστώνει ὅτι ἐκεῖ ποὺ ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἔρημος «μὲ ὀλίγο χορτάρι»  ἀκούγονταν ψίθυροι καὶ κομμένα σφυρίγματα καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγεῖ: «Ἤτανε τὰ “Κρυφὰ Σχολειά”, ὅπου μέσα τους, “χιονισμένο, βρεγμένο” συνάζονταν ὅλο τὸ Ἔθνος. Καὶ τὸκιτρινισμένο ράσο τοῦ παπᾶ, τὸ ὑφασμένο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, μύριζε σμύρνα ἀπὸ κείνη ποὺ οἱ μάγοι ὁδοιποροῦντες ἐπῆγαν καὶ φιλέψανε τὸν Ἰησοῦ».
.              Ὁ Βρεττάκος μὲ τὸ ἐμπνευσμένο ποιητικό του ὕφος προχωρεῖ τὴν ἱστορία στὸν Σαμουήλ. στὸν Μακρυγιάννη, στὸ Ζάλογγο, στὸν Ρήγα, στὰ Ψαρά, στὸν Σολωμό, στὸν Δικαῖο, στὸν Ἠσαΐα, στὰ Ψαρά, στὴ Χίο, στὸ Ἀρκάδι.  Καὶ ὁ Χορὸς τοῦ ἔργου συμπληρώνει
.              «Καὶ Κοσμάδες Αἰτωλοὶ ἀνεβαίνουν καὶ μιλοῦν ἀπ’ τὸ βῆμα τῶν ὀρέων ἀνεμίζοντας τὰ ράσα τοὺς σύννεφα μέσα στὰ σύννεφα· ἐνῶ πάνω ἀπ’ ὅλες τὶς κορφὲς ἀκούγονται κρόταλα: “Ἴτε καὶ Ἴτε καὶ Ἴτε!..” Γιατί ὅσοι πέσαν ἐδῶ ζοῦν ἀκόμη, καὶ κάθε ποὺ ἀκοῦν τὴν παμπάλαιη σάλπιγγα νὰ σημαίνει ἐγερτήριο, σηκώνονται· ξαναβγαίνουν στὸ φῶς καὶ βαδίζουνε σὲ παράταξη: “Ἴτε, καὶ Ἴτε καὶ Ἴτε!..”».
.              Ἡ τραγωδία τῆς Ἑλλάδας, κατὰ τὸν Βρεττάκο, εἶναι πὼς σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχειἕνας Ἰούδας ὁ δόλιος, «ποὺ ἔχει τὴν κρύπτη του πλάι στὶς Κερκόπορτες». Καὶ ἐνῶ νικοῦσε ἡΠατρίδα μας στὴ μάχη, ἀντὶ ἄλλης δάφνης «λάβαινε τοὺς προστάτες ποὺ δὲν νοιάζονταν ἄλλο, ἐξὸν νὰ σκεπάσουν τὶς ζῶσες Της κρίνες μὲ ἀγκάθια καὶ ἀγριόχορτα. Νὰ σφραγίσουν τὸ στόμα Της, νὰμὴν ἔβγει τὸ φῶς, τί δὲν ἦταν πρὸς κέρδος τους».
.              Ἀλλὰ πέραν τῶν κάθε ἐποχῆς προδοτῶν καὶ προστατῶν τὸ πρόβλημα σὲ αὐτὸν τὸν τόπο εἶναι ὅτι ὅσοι ἔπαιρναν τὴν ἐξουσία «ἄνοιγαν εὔκολα τὶς πόρτες στοὺς προστάτες καὶζητοῦσαν τὴν καλοπιστία τῶν ταπεινῶν καὶ τὴν ἔβρισκαν». Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Γέροντας:
.              «Τοὺς παραπλάναγαν τὴν ψυχὴ μὲ πανουργίες, τοὺς θόλωναν τὸ μυαλό, ὥσπου βλέπαν ἀλλαντάλλω τὰ μάτια τους. Καὶ τοὺς ρίχναν στὸν ἀλληλοσκοτωμό. Τί ἀδελφὸς μὲ ἀδελφὸμετὰ δὲν γνωρίζονταν». Αὐτοὶ ὅλοι ποὺ δὲν ἤξεραν τίποτε γιὰ τὴν ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, δὲνἤξεραν τίποτε ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ὁμογνωμόνως οἱ ἐξουσιαστὲς τὰ πετοῦν ὅλα αὐτὰ στὸν Καιάδα, ἐνὀνόματι τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ» καὶ τοῦ «προοδευτισμοῦ»…
.                Μετὰ ἀπὸ τόσες περιπέτειες, μετὰ ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα, μετὰ ἀπὸ τέτοια συμπεριφορὰ τῶνἰσχυρῶν, ντόπιων καὶ ξένων, ὀρθῶς ὁ Γέροντας τοῦ Βρεττάκου ἀπορεῖ: «Πῶς ἀπόμεινε μήτρα, πῶςἀπόμεινε μάτι, πῶς ἀπόμεινε πόδι, πῶς ἀπόμεινε χέρι, νὰ σηκώνει τοῦ Ἔθνους τὴ σημαία ἀνάμεσα στὶς ἄλλες σημαῖες τῶν Ἑνωμένων Ἐθνῶν;». Ὁ χορὸς ἀπαντᾶ ὅτι ἦταν καὶ εἶναι ἡ προστασία τοῦἙνός, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ ὁ κόσμος – λαὸς ἐπικροτεῖ μὲ τὸ«Ἀλληλούια» τρεῖς φορές.
.              Ὁ ποιητὴς φτάνει στὸν ἐπίλογο, ποὺ εἶναι καὶ ἐπίλογος τῆς ζωῆς του. Γράφει: «Ἐγώ, ὁ σὲ λίγο ἀπερχόμενος, ὁ βαθιὰ εὐτυχής, ὁ τιμημένος νὰ εἶμαι ἀπὸ τὸ χῶμα σου… καὶ ποὺ ὁ λόγος σου ὁ ἄφατος μοῦ δίδαξε τὸ ἅπαντο… καὶ εἶναι ἐδῶ ὅπου πίνοντας τὸ νερό σου τὸ ἔκαμα αἰώνια πόσιμο», λόγος ποὺ θυμίζει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ αἰώνιο», ποὺ προσέφερε ὁ Ἰησοῦς στὴΣαμαρείτιδα. Στὸ τέλος καὶ μὲ τὸ φιλὶ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ εὔχεται στὴν Ἑλλάδα «Ζωὴ ἐσαεί, Φῶςἐσαεὶ καὶ Λόγο ἐσαεί», πιστεύοντας ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἁλωθεῖ ἡ «Βασιλεύουσα ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων», ὅ,τι κι ἂν ἀπεργάζονται δικοὶ καὶ ξένοι.-    

Διαφήμιση

, ,

Σχολιάστε

ΧΡΙΣΤΟΣ καὶ ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ὁ θεολογικὸς Αὔγουστος

τοῦ Μητροπολ. Ναυπάκτου  καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου
Ἐγκύκλιος γιά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

ΠΗΓΗ:parembasis.gr

.                      Στό κέντρο τοῦ Καλοκαιριοῦ, καί μάλιστα στό κέντρο τοῦ μηνός Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπό τήν ὁποία Θεοτόκο ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί εἰσῆλθε στήν ἱστορία ὡς Θεάνθρωπος Χριστός.
.                      Τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου μέχρι τήν προπαραμονή τῆς 15ης Αὐγούστου ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς τίς Παρακλήσεις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν Μικρή καί τήν Μεγάλη Παράκληση, πού εἶναι γεμάτες ἀπό θεολογικά καί πνευματικά νοήματα. Μέ θεολογικές λέξεις καί θαυμαστές εἰκόνες παρουσιάζεται ὅλο τό παγκόσμιο ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητέρας Του.
.                      
Μέσα στίς Παρακλήσεις διεκτραγωδεῖται κατά ἕναν ἔντονο τρόπο ὁ πόνος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πόνος σωματικός, πόνος ἐσωτερικός καί μυστικός, πόνος πνευματικός, πόνος πρόσκαιρος καί διαχρονικός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπό τόν πόνο πού προέρχεται ἀπό τό θνητό καί παθητό σῶμα του, καί ἐκφράζεται μέ τίς ἀσθένειες, τίς ἁμαρτίες, τά πάθη, τήν ὀρφάνια, τήν μοναξιά, τήν προδοσία ἀπό τούς ἀνθρώπους, τήν στέρηση τῆς ἀγάπης, τήν ἀπελπισία, τήν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βουτηγμένος μέσα στόν πόνο ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του μέχρι τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς.
.                      
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὡς ἄνθρωπος καί Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, δοκίμασε τόν πόνο στήν ζωή της, ἀπό τήν καχυποψία τῶν ἀνθρώπων πού συνέλαβε χωρίς νά παντρευτῆ, ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στό σπήλαιο, τόν φόβο τῆς σφαγῆς τοῦ νεογνοῦ της, τήν μετακίνησή της στήν Αἴγυπτο ὡς πρόσφυγας, ἐνῶ ἦταν μητέρα μικροῦ παιδιοῦ, τήν ἐπιστροφή της ἀπό τήν ἐξορία στήν Ναζαρέτ, τίς δυσκολίες ἀπό τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, καί ἀργότερα ἔζησε μέ πόνο ἀπό τά Πάθη καί τόν Σταυρό τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέσα στίς δοκιμασίες τῆς Παναγίας μας βλέπουμε καί ἐμεῖς τίς δικές μας δοκιμασίες, καί γι’ αὐτό τήν καταλαβαίνουμε, ἀλλά καί αἰσθανόμαστε ὅτι καί αὐτή μᾶς καταλαβαίνει
.                      Καί μετά τίς Παρακλήσεις, κατά τίς ὁποῖες ἐξάγουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας τόν δικό μας πόνο καί τίς δικές μας περιπέτειες, ἔρχεται στό μέσον τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐδῶ πιά δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ συνηθισμένες καθημερινές καταστάσεις, ἤτοι τόν πόνο, τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τήν προσφυγιά, τίς συκοφαντίες, τίς ἀδικίες, ἀλλά μέ τόν ἴδιο τόν θάνατο.
.                      Εἶναι ὄντως φοβερός ὁ θάνατος, ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου (Α΄ Κορ. ιε΄, 26) πού μᾶς στερεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, πού προξενεῖ τήν διάσπαση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, ὁπότε τό σῶμα κατεβαίνει στόν τάφο καί ἡ ψυχή κάνει τήν δική της πορεία, θετική ἤ ἀρνητική. Ὁ Σοφός Σειράχ στήν Παλαιά Διαθήκη γράφει: «Ὤ θάνατε, ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνόν ἐστιν ἀνθρώπῳ εἰρηνεύοντι ἐν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ» (Σ. Σειράχ μα΄, 1).
.                      
Ἐάν γιά τά καθημερινά προβλήματα πού μᾶς βασανίζουν ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ παρηγοριά καί ἡ ἐλπίδα μας, γιά τό φοβερό τοῦ θανάτου γίνεται φάρος φωτεινός. Δείχνει ὅτι ἐν Χριστῷ ὁ θάνατος ἔχει νικηθῆ, δέν εἶναι πορεία στό μηδέν, ὅπως λένε ὅσοι δέν πιστεύουν, ἀλλά συνάντηση μέ τόν Χριστό καί τούς ἁγίους, εἶναι «ἔνδοξη κοίμηση», γιά τήν ὁποία χαίρονται οἱ ἄγγελοι, ἀφοῦ γιά ὅσους πιστεύουν καί ζοῦν ἐν Χριστῷ, εἶναι συνάντηση μαζί Του, εἶναι ζωή ὑπερτέρα τῆς βιολογικῆς ζωῆς.
.                      Καί μετά τήν 15η Αὐγούστου συνεχίζεται ἡ ἑορταστική πανήγυρη μέχρι τήν 23η Αὐγούστου, πού ἑορτάζουμε πανηγυρικότατα τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καί ἀκόμη φθάνουμε μέχρι τήν 31η Αὐγούστου πού ἑορτάζουμε τήν κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού εἶναι ὑπόμνηση τῆς συνεχοῦς προστασίας της στήν ζωή μας.
.                      
Ἔτσι, ἀπό τίς Παρακλήσεις τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ Δεκαπενταυγούστου, πού ἐκφράζουμε στήν Παναγία ὅλους τούς καθημερινούς μας πόνους, ἀλλά καί τήν σημερινή ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεώς της, μαθαίνουμε στήν πράξη ὅτι ὁ θάνατος εἶναι θυμηδία καί χαρά, εἶναι ἕνας ἁπλός ὕπνος, ὅτι, δηλαδή, ὁ βραδινός ὕπνος εἶναι ἕνας μικρός θάνατος, καί αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτό τό πανηγυρίζουμε μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ Αὐγούστου.
.                      Ὅμως, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τήν 6η Αὐγούστου, τίς ἡμέρες πού προηγοῦνται ἀπό αὐτήν, καί τίς ἡμέρες πού ἀκολουθοῦν μέχρι τήν 13η Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τό μεγάλο γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς δείχνει ποιός νίκησε τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ποιός ἔδωσε στήν Παναγία αὐτήν τήν μεγάλη δόξα, ποιός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας μας. Αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
.                      Στήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κατ’ εἰκόνα νά φθάση στό καθ’ ὁμοίωση, βλέπουμε τό ἔνδοξο Φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, τήν δόξα τῆς Παναγίας καί τήν θέωσή μας. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὡς τό Φῶς, πού δείχνει ὅτι, ὅταν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, λάμπει ὅλη μας ἡ ὕπαρξη καί ὅλα τά αἰσθητά γίνονται λευκά, φωτοφόρα.
.                      Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία ὁ μήνας Αὔγουστος, μέ τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δείχνει καθαρότατα τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, καί τήν οὐσιαστική προσφορά σέ αὐτό τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Χριστός καί Παναγία εἶναι ἑνωμένοι καί δείχνουν τήν ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, τήν νίκη τῆς αἰώνιας ζωῆς ἐπάνω στήν θνητότητα καί παθητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Εὐλογημένος εἶναι αὐτός ὁ μήνας, γιατί μέσα στήν φλόγα τοῦ Καλοκαιριοῦ μᾶς δείχνει τήν ἀναψυχή τῆς αἰώνιας ζωῆς.
.                      Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι αὐτές οἱ ἡμέρες δέν προσφέρονται μόνον γιά μιά ξεκούραση σωματική, γιά μιά ἐναλλαγή ἐντυπώσεων καί καθημερινοῦ τρόπου ζωῆς, ἀλλά δείχνουν τόν ὑψηλό σκοπό τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, τό ὑψηλό νόημα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ὅτι ὅλες οἱ δυσκολίες καί οἱ πειρασμοί, οἱ ἀσθένειες καί ὁ θάνατος ὑπερβαίνονται ἐν Χριστῷ.
[…]

, , , , ,

Σχολιάστε

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ (γιὰ τὴν Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεώς Της)

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος
(γιά τήν Ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου)


Toῦ Μητροπολ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

.                            Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς τό «Πιστεύω», ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική», γιατί εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία», γιατί μία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα Του‧ εἶναι «Ἁγία» γιατί ἁγία εἶναι ἡ κεφαλή της‧ εἶναι «Καθολική», γιατί ὁ Χριστός προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἦλθε νά σώση ὅλους τούς ἀνθρώπους‧ καί εἶναι «Ἀποστολική», γιατί ὁ Χριστός ἀπέστειλε τούς Ἀποστόλους σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, γιά νά μεταδώσουν τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
.                            Ἡ Ἐκκλησία ἐνῶ εἶναι «Μία», συγχρόνως ἔχει δύο «ὄψεις», τήν ἐπίγεια καί τήν οὐράνια. Στήν ἐπίγεια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν οὐράνια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, καί οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅπως τό περιγράφει θαυμάσια τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
.                            Ὅμως, δέν πρόκειται γιά δύο Ἐκκλησίες, ἀλλά γιά μία Ἐκκλησία πού τό ἕνα τμῆμα της ἔχει ἤδη εἰσέλθει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό ἄλλο τμῆμα της εἴμαστε ἐμεῖς πού ζοῦμε ἀκόμη στήν ἔρημο, καί πορευόμαστε ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ὅλοι ἔχουμε ὡς κεφαλή τόν Χριστό καί ζοῦμε καί ἀναπνέουμε ἀπό Αὐτόν.
.                            Σημαντική θέση στήν Ἐκκλησία κατέχει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ στούς οὐρανούς καί τήν Πεντηκοστή δέν εἶχε κάποια θέση στήν διοίκηση καί ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν πάνω ἀπό ὅλους, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ
.                            Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὅπως γράφει ὁ Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης (14ος αἰώνας), ἐπέχει τήν θέση τοῦ τραχήλου, διά τοῦ ὁποίου ἔρχονται στό σῶμα οἱ δωρεές καί οἱ ἐντολές τῆς κεφαλῆς καί διά τοῦ ὁποίου ἀνέρχονται στήν κεφαλή ὁ πόνος καί ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
.                            Ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ τήν σάρκα Του, τήν ὁποία θέωσε ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως, ἀπό αὐτήν ἤπιε τό γάλα καί ἔλαβε τήν τροφή, γι’ αὐτό ὁ Χριστός τῆς ἔδωσε τήν Χάρη νά γίνη «τροφός πάσης νοερᾶς τε καί λογικῆς φύσεως».
.                            Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ «Νύμφη ἀνύμφευτος» τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
.                            Αὐτό ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο ἀπό τόν συνθέτη τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, ὅταν λέγη: «Χαῖρε κλίμαξ ἐπουράνιε δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Αὐτός ὁ χαιρετισμός ἔχει ὡς βάση τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ στήν Παλαιά Διαθήκη, κατά τό ὁποῖο ὑπῆρχε μιά μεγάλη κλίμακα πού ἦταν στηριγμένη στήν γῆ καί ἡ κεφαλή της ἔφθανε στόν οὐρανό καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν σέ αὐτήν «ὁ δέ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ’ αὐτῆς» (Γεν. κη΄, 12-13).
.                            Ἡ Ἐκκλησία ἁγιογράφησε κατά τρόπο θαυμαστό μέσα στούς Ἱερούς Ναούς αὐτήν τήν σημαντική θέση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέ πολλές παραστάσεις καί σέ πολλές ἐκφράσεις.
.                            Γνωρίζουμε ὅτι ἡ εἰκόνα, ὅπως ἁγιογραφεῖται ἀπό τούς ἁγιογράφους, ἐκφράζει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀποτυπώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά αὐτό γίνεται μέ τήν ἁγιογράφηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀφοῦ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, λέγεται Θεοτόκος ὄχι μόνον «διά τήν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καί συνιστᾶ ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
.                            Ἔπειτα, ἡ εἰκονογράφηση τῆς Θεοτόκου πού ἔχει στήν ἀγκάλη Της τόν Χριστό ἐκφράζει ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό δέν εἶναι μιά σύλληψη ἁπλῶς τῶν ἁγιογράφων, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει ἀποφανθῆ ὅτι ἡ εἰκόνα δέν εἶναι «τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις», «ἀλλά τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καί παράδοσις». Αὐτό τό ἀναλύει ἀκόμη περισσότερο γράφοντας ὅτι «αὐτῶν τῶν πνευματοφόρων Πατέρων ἡ ἐπίνοια καί παράδοσις καί οὐ τοῦ ζωγράφου», δηλαδή ἡ ἁγιογράφηση εἶναι ἔργο τῶν Πνευματοφόρων Πατέρων καί ὄχι τῶν ζωγράφων, δηλαδή ἐνῶ «τοῦ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον», ἡ διάταξη εἶναι τῶν «δειμαμένων ἁγίων Πατέρων».
.                            Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Πατέρων καθόρισε τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό πῶς θά ἁγιογραφοῦνται γιά νά δείχνουν τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἁγιογράφοι ἐκφράζουν αὐτήν τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν τέχνη τους.
.                            Ἀκόμη, ἡ ἁγιογράφηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ τῶν εἰκόνων καί τῆς θείας Λειτουργίας. Αὐτό φαίνεται στόν τρόπο πού ἁγιογραφοῦνται οἱ εἰκόνες ἐντός τοῦ Ναοῦ, ὅπου γίνεται ἡ θεία Λειτουργία καί δείχνει καί τήν οὐράνια θεία Λειτουργία.
.                            Μέσα στόν Ναό μέ τίς ἁγιογραφίες φαίνεται αὐτός ὁ εἰκονογραφικός κύκλος πού εἰκονίζει τήν θεία Λειτουργία, ἐπίγεια καί οὐράνια. Δηλαδή, τό σχῆμα τοῦ Βυζαντινοῦ Ναοῦ φανερώνει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
.                            Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁλόκληρος ὁ Ἱερός Ναός εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, προέκταση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὁ τροῦλλος εἶναι ἡ κεφαλή, τά σφαιρικά τρίγωνα εἶναι οἱ ὦμοι καί οἱ τοῖχοι εἶναι τό σῶμα. Ἐκτός αὐτοῦ ὁ τροῦλλος δηλώνει τόν οὐρανό, οἱ τοῖχοι δηλώνουν τόν χῶρο καί τόν χρόνο, στόν ὁποῖο ζοῦν οἱ Χριστιανοί καί ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἶναι αὐτή πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν οὐρανό.

.                            Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἀκολουθεῖ αὐτήν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Στόν τροῦλλο ἁγιογραφεῖται ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, τόν Ὁποῖον ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ∙ γιά τόν ἄσαρκο Λόγο ὁμίλησαν οἱ Προφῆτες καί γιά τόν σεσαρκωμένο Λόγο, τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἔγραψαν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές.
.                            Στό Ἱερό Βῆμα, στόν λεγόμενο λειτουργικό κύκλο, ἁγιογραφοῦνται οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες καί στούς τοίχους τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἁγιογραφοῦνται οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, Μάρτυρες καί Ὅσιοι, ἄνδρες καί γυναῖκες.
.                            Μεταξύ τοῦ Ναοῦ καί τοῦ τρούλλου ὑπάρχει ἡ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἡ ὁποία ἑνώνει τόν τροῦλλο μέ τόν κυρίως Ναό καί ἐκεῖ ἁγιογραφεῖται ἡ Πλατυτέρα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή αὐτή μεταφέρει τά αἰτήματα τῶν πιστῶν στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δι’ αὐτῆς δίνει τίς δωρεές Του στούς ἀνθρώπους.
.                            Κατά τόν ἁγιογράφο Φώτη Κόντογλου ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν ζωγραφίζεται στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος νά κάθεται στόν θρόνο, νά βαστάζη τόν Χριστό ὡς παιδίον στά γόνατά Της, νά εἶναι μεταξύ τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ, οἱ ὁποῖοι στέκονται σέ στάση δεήσεως.
.                            Τό χαρτί (τό εἰλητάριο) πού κρατεῖ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ γράφει: «Παρίστανται δουλοπρεπῶς τῷ τόκῳ σου αἱ τάξεις αἱ οὐράνιαι ἐκπληττόμεναι ἀξίως τό τῆς σῆς ἀσπόρου λοχείας, ἀειπάρθενε». Καί τό χαρτί πού κρατᾶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἔχει γραμμένα: «Τῇ ἀειπαρθένῳ καί μητρί τοῦ βασιλέως τῶν ἄνω δυνάμεων καί καθαρωτάτῃ καί ἁγίᾳ, πιστοί, πνευματικῶς βοήσωμεν». Αὐτά τά δύο χωρία δείχνουν τί εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ποιό εἶναι τό ἔργο της.
.                            Καί ἐμεῖς, κατά προτροπή τῶν Ἀρχαγγέλων ἄς βοήσουμε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο κατά τήν σημερινή ἑορτή τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεώς της:

Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, ἡ ὄντως Θεοτόκος, ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ οὐράνια Κλίμακα ἀπό τήν ὁποία κατέβηκε ὁ Θεός στήν γῆ καί ἀνεβήκαμε ἐμεῖς στόν οὐρανό, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.

Χρόνια πολλά καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά εἶναι βοήθειά μας.

ΠΗΓΗ: parembasis.gr

, , ,

Σχολιάστε

Η ΚΟΙΜΗΣΗ τῆς ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

τοῦ Κωνσταντίνου Ἀθ. Οἰκονόμου δασκάλου

.                   Ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἑορτάζουμε στὶς 15 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς Θεομητερικὲς ἑορτές, τὶς ἑορτές, δηλαδή, ποὺ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μας, καὶ πιθανότατα ἡ παλαιότερη ἀπὸ ὅλες. Οἱ πρῶτες ἱστορικὲς ἀναφορὲς στὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ ἐμφανίζονται στὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ συγκλήθηκε ἡ Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἡ θέση τῆς Παναγίας μέσα στὸ λατρευτικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου, ἐνῶ εἶναι βέβαιο ὅτι πολὺ νωρίτερα εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τῆς τιμῆς της ἀπὸ τὶς τοπικὲς χριστιανικὲς κοινότητες. Πληροφορίες γιὰ τὸ βίο τῆς Θεοτόκου, πρὶν τὸν Εὐαγγελισμό της καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, μιᾶς καὶ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζουμε κάποια στοιχεῖα αὐτῶν τῶν περιόδων τῆς ζωῆς της. Ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση οἱ πληροφορίες αὐτὲς πέρασαν στὰ λεγόμενα ἀπόκρυφα ἢ ψευδεπίγραφα βιβλία. Ἔτσι θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Δεκαπενταύγουστος εἶναι ἕνα ἱστορικὸ κληροδότημα αὐτῶν τῶν βιβλίων. Τέτοια, λοιπὸν κύρια πηγὴ εἶναι: “Ἡ Ἀπόκρυφος διήγησις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μαρίας» ἐνῶ συμπληρωματικὲς πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ τὸ σύγγραμμα «Περὶ θείων ὀνομάτων» τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ἀπὸ τὰ «Ἐγκώμια εἰς τὴν Κοίμησιν» διαφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τῶν ἁγίων Μόδεστου Ἱεροσολύμων, Ἀνδρέα Κρήτης, Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ κ.ἄ., καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ τροπάρια ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Στὰ κείμενα αὐτὰ διασώζεται ἡ «ἀρχαία καὶ ἀληθεστάτη» παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γι᾽ αὐτὸ τὸ Θεομητορικὸ γεγονός. Ἕνα κομμάτι τῆς παράδοσης εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία.
.                   Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνουν τὰ παραπάνω κείμενα, ἡ Θεοτόκος εἰδοποιήθηκε ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατό της. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια ἀνέβηκε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, κατέβηκε στὸ σπίτι της. Ἐκεῖ γνωστοποίησε στοὺς γνωστούς της τὴν ἀναχώρησή της ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἑτοίμασε τὰ τῆς ταφῆς της. Γύρω ἀπὸ τὴν κλίνη τῆς Θεοτόκου συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θωμᾶ. Ἡ Δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ σχῆμα νεφέλης τοὺς ἅρπαξε ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς οἰκουμένης, ὅπου κήρυσσαν, καὶ τοὺς συγκέντρωσε στὰ Ἱεροσόλυμα. «Τὸ δὲ θεοδόχον αὐτῆς σῶμα μετὰ ἀγγελικῆς καὶ ἀποστολικῆς ὑμνωδίας (μὲ ὕμνους ἀπὸ Ἀποστόλους καὶ ἀγγέλους) ἐκκομισθὲν καὶ κηδευθὲν (μεταφέρθηκε καὶ κηδεύτηκε), ἐν σορῷ τῇ ἐν Γεσθημανῇ κατετέθη, ἐν ᾧ τόπῳ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἡ τῶν ἀγγέλων χοροστασία καὶ ὑμνωδία διέμεινεν ἄπαυστος (γιὰ τρεῖς μέρες ἡ ὑμνωδία τῶν ἀγγέλων ἦταν ἀκατάπαυστη). Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀγγελικῆς ὑμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οἱ ἀπόστολοι, ἑνὸς αὐτοῖς ἀπολειφθέντος (τοῦ Θωμᾶ ποὺ ἔλειπε) καὶ μετὰ τὴν τρίτην ἐλθόντος καὶ τὸ θεοδόχον σῶμα προσκυνῆσαι βουληθέντος (ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομό του ὁ Θωμὰς θέλησε νὰ προσκυνήσει τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου), ἤνοιξαν τὴν σορόν. Καὶ τὸ μὲν σῶμα αὐτῆς τὸ πανύμνητον οὐδαμῶς εὐρεῖν ἠδυνήθησαν, μόνα δὲ αὐτῆς τὰ ἐντάφια κείμενα εὑρόντες καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν ἀφάτου εὐωδίας ἐμφορηθέντες (γέμισαν ἀπὸ τὴν ἀνείπωτη εὐωδία ποὺ ἔβγαζαν) ἠσφάλισαν τὴν σορὸν»1. Ὁ Υἱός της ποὺ εἶχε σαρκωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, εἶχε δεχτεῖ στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄχραντο σῶμα της καὶ τὴν ἁγία της ψυχή. Τὴν παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας συνοψίζει ἄριστα τὸ ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεσθημανῇ τῷ χωρίῶ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
.                   Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου περιλαμβάνει τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή της ἀλλὰ καὶ τὴ μετάστασή της στοὺς οὐρανούς. Ὅπως λέει τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε (τὴ Θεοτόκο), ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Δηλαδὴ ὁ τάφος καὶ ἡ νέκρωση δὲν κράτησαν τὴ Θεοτόκο, γιατί ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πῆρε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα στὴν κοιλιὰ τῆς Θεοτόκου καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτήν. Ἔτσι ἔκαμε τὴν Παναγία Μητέρα του, μητέρα τῆς ζωῆς, πηγὴ τῆς ζωῆς.
.                   Ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ τὸ σταυρικό του θάνατο πάτησε καὶ κατάργησε τὸ θάνατο, ἦταν φυσικὸ νὰ ἀνεβάσει στοὺς οὐρανοὺς τὴ Μητέρα του καὶ νὰ τῆς χαρίσει τὴ δόξα τῆς αἰωνιότητας. Ὅπως λένε τὰ τροπάρια τῆς Κοιμήσεως, ὁ θάνατός της προμνηστεύεται τὴ ζωή. Αὐτὴ ποὺ γέννησε τὴ ζωή, ἔχει μεταβεῖ στὴ ζωή. Ἔτσι ὁ θάνατός της ὀνομάζεται «ἀθάνατος Κοίμησις». Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί ἡ Παναγία πρώτη μεταξὺ τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων πραγματοποίησε τὴ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς σάρκωσης. Στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἡ ἀνθρωπότητα προσέφερε τὴ Νέα Εὕα, μέσῳ τῆς ὁποίας θὰ πραγματοποιοῦνταν αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶχε ὑποσχεθεῖ στοὺς Πρωτοπλάστους (Πρωτευαγγέλιο) μετὰ τὴν πτώση τους: Τὴ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπαν οἱ Πατέρες «Ὁ Θεὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθώμεν»2. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεὸς ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται»3. Αὐτὴν τὴ θεοποίηση ἔδειξε ἡ Θεοτόκος, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, φανέρωσε τὸν ἄνθρωπο ὅπως ἦταν στὴν ἀρχὴ στὸν Παράδεισο, καὶ ὅπως ἔπρεπε στὴ συνέχεια νὰ γίνει. Μὲ τὴν Κοίμησή της προπορεύτηκε στὴ δόξα ποὺ μᾶς περιμένει. Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης προσθέτει: «αὐτὴ εἶναι δόξα μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς δόξες, ὁπού ἔλαβε ἡ Θεοτόκος, νὰ ἀναστηθεῖ πρωτύτερα ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἀφθαρσίας, νὰ δοξασθῆ, προτοῦ νὰ γίνει ἡ κρίσις καὶ ἡ ἐξέτασις, νὰ λάβη τὴν ἀνταπόδοσιν προτοῦ νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως, νὰ τιμηθῆ τέλος πάντων μὲ προνόμια, ὅμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ υἱοῦ της». Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ θὰ ἀπολαύσουν οἱ πιστοὶ μετὰ τὴ δεύτερη ἔλευση τοῦ Κυρίου καὶ γενικὴ κρίση, προαπολαμβάνει κατ᾽ ἐξοχὴν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως εἶναι στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα δεύτερο Πάσχα. Τῆς «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου, τὴν ἀπαρχὴν» ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα, ὁ πρῶτος καρπὸς εἶναι ἡ δόξα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
.               Ἐφ᾽ ὅσον γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ Θεοτόκος εἶναι «τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις»4, ἂς ἀφήσουμε τὸν ἐπίλογο στὸν μεγάλο Πατέρα Ἰωάννη Δαμασκηνό: “Ἡ Θεοτόκος βοήθησε στὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἐξυπηρέτησε τὴν παγκόσμια σωτηρία γιατί μ᾽ αὐτὴν πραγματοποιήθηκε ἡ προαιώνια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δική μας σωτηρία.”

 

1. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Β´ Ἐγκώμιον εἰς τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεομήτορος, 18.
2. Μ. Ἀθανάσιος, ΒΕΠ 30, 119
3. Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας: Δοξαστικό Αἴνων, 25 Μαρτίου
4. Ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο.

, , , ,

Σχολιάστε

«ΜΕΤΑ ΤΡΙΤΗΝ ΗΜΕΡΑΝ ΑΝΙΣΤᾼ ΚΑΙ ΤΟ ΖΩΟΔΟΧΟΝ ΣΩΜΑ ΤΗΣ» (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης)

Προλεγόμενα
τῶν Κανόνων τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀπὸ τὸ «Ἑορτοδρόμιον»
τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου,
ἐκδ. «Ὀρθόδ. Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1987,
τόμ. Γ´, σελ. 321-323

.               Ὅταν ὁ ἐν σοφοῖς Βασιλεὺς καὶ ἐν Βασιλεῦσι σοφὸς Σολομὼν οἰκοδόμησε τὸν πολυθρύλλητον ἐκεῖνον καὶ ὑπερθαύμαστον ναὸν εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, ἠβουλήθη νὰ μεταθέσῃ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης Κυρίου ἀπὸ τὴν πόλιν Δαβὶδ τοῦ Πατρός του: ἤτοι ἀπὸ τὸ ὄρος Σιών, τὸ ὁποῖον ἦτον ἀκρόπολις τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ νὰ ἐνθρονίσῃ αὐτὴν μέσα εἰς τὸ Δαβείρ: ἤτοι εἰς τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ ναοῦ, ταὐτὸν εἰπεῖν νὰ τὴν μεταθέσῃ μέσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὑποκάτω εἰς τὰς πτέρυγας τῶν Χερουβίμ. Τότε λοιπὸν ἐσυνάθροισεν ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ μὲ προπομπὴν μεγάλην καὶ δόξαν ὑπερβολικὴν μετέθηκαν τὴν Κιβωτὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ μαρτύρια, τῶν μὲν Ἱερέων αἰρόντων αὐτήν, τοῦ δὲ Βασιλέως προπορευομένου ἔμπροσθεν, ὁμοίως καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ, καὶ θυσιαζόντων διαφόρους θυσίας· καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «Καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε Σαλομὼν τοῦ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον Κυρίου, καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ μετὰ εἴκοσι ἔτη, τότε ἐξεκκλησίασεν ὁ Βασιλεὺς Σαλωμὼν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους Ἰσραὴλ ἐν Σιὼν τοῦ ἐνεγκεῖν τὴν Κιβωτὸν Διαθήκης Κυρίου ἐκ πόλεως Δαβίδ· αὕτη ἐστι Σιών· καὶ ᾖραν οἱ Ἱερεῖς τὴν Κιβωτόν, καὶ ὁ Βασιλεὺς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἔμπροσθεν τῆς Κιβωτοῦ, θύοντες πρόβατα, βόας ἀναρίθμητα· καὶ εἰσφέρουσιν οἱ Ἱερεῖς τὴν Κιβωτὸν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς εἰς τὸ Δαβείρ, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῶν Χερουβὶμ» (Γ´ Βασιλ. Η´ 1- 6).
.               Τώρα ἄν, ὅταν ἔμελλε νὰ μετατεθῇ ἡ ἄψυχος ἐκείνη καὶ τυπικὴ Κιβωτὸς μέσα εἰς τὰ αἰσθητὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔγινε συνάθροισις καὶ προπομπὴ τοῦ λαοῦ, παρόντος καὶ αὐτοῦ τοῦ Βασιλέως Σολομῶντος, πῶς δὲν εἶναι δίκαιον νὰ συναχθοῦν σήμερον ὅλα τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων διὰ νὰ ἑορτάσουν χαρμοσύνως τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐμψύχου Κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ; ἢ πῶς δὲν χρεωστοῦν νὰ πανηγυρίσουν λαμπρῶς τὴν ἁγίαν αὐτὴν καὶ ζωηφόρον μετάστασιν; Σήμερον γὰρ ὁ τῆς σοφίας χορηγὸς καὶ εἰρηνικὸς Βασιλεύς, ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἠθέλησε νὰ παραλάβῃ τὴν Παναγίαν Μητέρα του, καὶ νὰ μεταθέσῃ αὐτὴν εἰς τὰ ἐν Οὐρανοῖς ἀχειροποίητα Ἅγια τῶν Ἁγίων, καθὼς τὰ ὠνόμασεν ὁ Παῦλος, ἵνα ὅπου ἐστὶν ὁ Υἱός, ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ἡ Μήτηρ, καὶ ὅπου Βασιλεύει ὁ Υἱός, ἐκεῖ νὰ συμβασιλεύῃ καὶ ἡ τοῦτον γεννήσασα· καὶ ἄν, ὅπου εἶναι ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ τοῦ Χριστοῦ διάκονος, καθὼς αὐτὸς μόνος ὑπεσχέθη ὁ ἀψευδέστατος «Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται» (Ἰωάν. ιβ´ 26), πῶς δὲν ἦτον δίκαιον μυριάκις νὰ παραλάβῃ ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὴν ἁγιωτάτην Μητέρα του εἰς τὰ ἰδικά του Βασίλεια, ἵνα μετ’ αὐτοῦ συμβασιλεύῃ αἰωνίως; Ὅθεν καθὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἰσῆλθεν εἰς χειροποίητα ἅγια, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν Οὐρανὸν ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ, ὡς λέγει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. θ´ 24)· οὕτως ἔπρεπε καὶ ἡ Μήτηρ του ἐκεῖ νὰ εἰσέλθῃ, ἵνα μένῃ ἀπὸ τὸν Υἱόν της ἀχώριστος.
.               Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἂς ἑορτάσωμεν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, καὶ ἂς πανηγυρίσωμεν τὴν λαμπρὰν καὶ παγκόσμιον ταύτην τῆς Θεοτόκου ἑορτὴν καὶ πανήγυριν· διότι, ἂν πᾶσαι αἱ πανηγύρεις τῶν ἁγίων παρομοιάζουν μὲ τοὺς ἀστέρας, ὡς λέγει ὁ Χρυσορρήμων· «Πᾶσαι αἱ μαρτυρικαὶ πανηγύρεις θαυμασταί, αἱ μιμοῦνται τὴν λαμπρότητα τῶν ἀστέρων» (Λόγος εἰς τὴν Ἁγίαν Παρθένον τόμῳ Ε´)· βέβαια ἡ παροῦσα πανήγυρις τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ παρομοιάζει μὲ τὴν πλησιφαῆ καὶ ὁλόφωτον καὶ ἀργυροειδῆ σελήνην, διώκουσα μὲν τὸ σκότος τῆς νυκτός, καταυγάζουσα δὲ τὸν κύκλο τῆς γῆς· ὅθεν ἅπαντες χωρὶς ἐξαιρέσεως ἄσωμεν τῇ Μητρὶ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἄσωμεν, Πατριάρχαι ὁμοῦ καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, Βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ πάντες Κριταὶ γῆς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων· σήμερον γὰρ ὅλαι αἱ χοροστασίαι τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων ἀοράτως περικυκλοῦσι τῆς Παρθένου τὸν ἱερὸν κράββατον, οἱ ὑπέρτατοι Θρόνοι καὶ τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, ἡ μέση τάξις τῶν Κυριοτήτων, Δυνάμεων καὶ Ἐξουσιῶν, καὶ ἡ τελευταία τῶν Ἀρχῶν, Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων, ἄλλοι μὲν προπορευόμενοι, ἄλλοι δὲ ἀκολουθοῦντες, καὶ ἅπαντες προπέμπουσιν αὐτὴν ἀναλαμβανομένην εἰς τὰ οὐράνια.
.               Τί λέγω; Καὶ αὐτὸς ὁ πάντων ὑπέρτατος Βασιλεύς, ὁ τοῦ Θεοῦ Μονογενὴς Θεὸς Λόγος καὶ κατὰ σάρκα Υἱὸς τῆς Παρθένου χρηματίσας, ἀοράτως παρίσταται εἰς τὴν κηδείαν τῆς ἠγαπημένης Μητρός του, καὶ δεξάμενος εἰς τὰς ἀχράντους παλάμας του τὴν ὁλόφωτον αὐτὴν ψυχήν, μετ τρίτην μέραν νιστ κα τ ζωοδόχον σμά της, καὶ οὕτως ὁλόσωμον αὐτὴν ἀναλαμβάνει εἰς τὰ Οὐράνια.
.             Οὕτως ἡμεῖς, ἔχοντες τοὺς δύο Ἱεροὺς Μελωδοὺς τῶν δύο ἀσματικῶν Κανόνων τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου χοροστάτας καὶ προεξάρχοντας τῆς πανδήμου ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως, τὸν ἐμβριθῆ καὶ μεγαλοπρεπῆ Μελωδὸν καὶ τῶν Μελογράφων ἔξαρχον καὶ Ἱεράρχην Κοσμᾶν, καὶ τὸν λαμπρότατον κατὰ τὴν φράσιν καὶ πανηγυρικώτατον χαριτώνυμον καὶ θεοφιλῆ πρεσβύτερον Ἰωάννην τὸν ἐξοχώτατον ἐν τοῖς Μελωδοῖς, ἂς συνακολουθήσωμεν μὲ αὐτούς, ἄδοντες τὰ ἱερὰ μέλη, καὶ παρακινοῦντες ἀλλήλους εἰς τὸ νὰ ἑορτάσωμεν τὴν πάνσεπτον τῆς Ἀειπαρθένου μετάστασιν.

 

 

 

 

, ,

Σχολιάστε

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑ (Μητροπ. Γόρτυνος Ἰερεμίας)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΜΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (15 Αὐγ. 2019)

.               Σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, ἑορτάζει ἡ Μάνα μας Παναγία. Τήν λέγω «Μάνα» μας, γιατί τέτοια ἐντολή λάβαμε ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας, νά τήν ἔχουμε Μάνα μας, Μητέρα μας. Ναί! Αὐτό πού εἶπε ἀπό τόν Σταυρό ὁ Χριστός μας στόν μαθητή Του Ἰωάννη, τό «ἰδού ἡ Μήτηρ σου», τό λέγει κατ ̓ ἐπέκταση σέ ὅλους τούς χριστιανούς. Ἀλλά καί πρός τήν Παναγία Μητέρα Του στρεφόμενος ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό Του εἶπε σ ̓ Αὐτήν γιά τόν Ἰωάννη: «Ἰδού ὁ υἱός σου». Καί ἐμεῖς λοιπόν ἔχουμε Μητέρα μας τήν Παναγία, ἀλλά καί Αὐτή μᾶς ἔχει παιδιά Της.
.               Ἐνῶ ὅμως, χριστιανοί μου, ἡ Παναγία εἶναι πάντοτε Μητέρα μας καί δέν μᾶς ἀρνεῖται ποτέ, ἐμεῖς Τήν ἀρνούμαστε καί λυποῦμε τά ἱερά μητρικά Της σπλάγχνα. Πῶς τήν λυποῦμε; Ἡ Παναγία θέλει νά πράττουμε τό θέλημα τοῦΥἱοῦ Της, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε», εἶπε στούς ὑπηρέτες στόν γάμο τῆς Κανᾶ (Ἰωάν. 2,5). «Ὅ,τι σᾶς πεῖ, νά τό κάνετε»! Ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε καί ἀποστατοῦμε ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτό λυπεῖ τήν Παναγία. Καί ὅλοι μας, ἀδελφοί, ἔχουμε λυπήσει καί λυποῦμε τήν Παναγία Μητέρα μας μέ τά ἁμαρτήματά μας.
.               Ἀλλά, ἄς Τήν παρακαλοῦμε νά μᾶς συγχωρεῖ καί νά ἱκετεύει καί στόν Υἱό Της Ἰησοῦ Χριστό νά μᾶς συγχωρέσει. Καί νά ζητᾶμε ἔπειτα ἀπό τήν Παναγία τήν Εὐχή Της, γιά νά δυναμωνόμαστε πνευματικά καί νά πράττουμε σταθερά τό πανάγιο θέλημα τοῦ Υἱοῦ Της καί Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
.               Χριστιανοί μου, νά ἀγαπᾶμε τήν Παναγία μας. Νά προσευχόμαστε στήν Παναγία μας.Ἔχει ἰδιαίτερη δύναμη ἡ προσευχή στήν Παναγία. Ἡ Παναγία «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά κάνει θαῦμα καί ἄς μήν εἶναι ἡ ὥρα γιά νά γίνει. Στόν γάμο τῆς Κανᾶ δέν ἦταν ἡ ὥρα νά γίνει τό θαῦμα, ὅπως τό εἶπε καθαρά ὁ Χριστός. Ἀλλά ἔγινε τό θαῦμα, ἐπειδή τό εἶπε ἡ Παναγία νά γίνει! Καί τό ἄνοστο νερό τότε ἔγινε γλυκό κρασί.
.               Εἴθε, χριστιανοί μου, μέ τήν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας οἱ ἄνοστες μέρες μας καί οἱ πίκρες τῆς ζωῆς μας καί τῆς πατρίδας μας οἱ δυστυχίες, μέ τίς ἀπιστίες καί ἀσέβειες τῶν ἀρχόντων καί ὅλων μας, νά γίνουν γλυκό κρασί, γιά νά χαιρόμαστε πίνοντάς το, γιά νά κυλάει ὄμορφα ἡ ζωή μας καί γιά νά χαίρεται καί ὁ οὐρανός μαζί μας, ΑΜΗΝ!

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

ΠΗΓΗ: imgortmeg.gr

, ,

Σχολιάστε

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ

Ἡ κοίμησή της

Στέργιος Ν. Σάκκος (†), ὁμότ. καθηγ. ΑΠΘ.

.                   Κορώνα τοῦ καλοκαιριοῦ ὁ Αὔγουστος καί τῆς κορώνας κόσμημα ἀκριβό τῆς Παναγιᾶς μας ἡ γιορτή· μιά μικρή Πασχαλιά, μιά Λαμπρή μέσα στό καλοκαίρι. Τήν γιορτάζει πανηγυρικά ὁ λαός μας μέ τή λαμπρότητα καί τή δόξα πού γιορτάζει τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Καί τοῦτο δέν εἶναι τυχαῖο· μέ τή γιορτή αὐτή περνᾶ στή γλῶσσα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ ὁ ὅρος κοίμηση γιά τό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει τάχα ἄλλο μήνυμα πιό ποθητό γιά τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο τῆς γῆς, πού ἐνῶ μέ λαχτάρα ζητᾶ νά χαρεῖ καί νά χορτάσει τή ζωή, καθημερινά αἰσθάνεται βαριά ἐπάνω του τή σκιά τοῦ θανάτου;
.                    Τό κράτος βέβαια τοῦ θανάτου τό συνέτριψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Τή νίκη ὅμως αὐτή τήν ζῆ καί τήν χαίρεται ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμοσμένη στούς ἁγίους της. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού μέ τήν πίστι στόν Ἰησοῦ Χριστό, «μεταβαίνουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» ἔχουν μ᾿ αὐτό τό πέρασμα τήν πρώτη δόση τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου. Ὅπως τόν Κύριο καί Θεό τους ἔτσι καί τούς ἴδιους ἀδυνατεῖ νά τούς κρατήσει δεσμίους του ὁ θάνατος. Γι᾿ αὐτό καί οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων μας, πού εἶναι ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τους, δέν ἔχουν τίποτε τό λυπηρό. ᾿Αντίθετα εἶναι ἡμέρες γιορτῆς.
.              Ἀλλά τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου τή διαγγέλλει κατ᾿ ἐξοχήν ἡ Κοίμηση ἐκείνης ἡ ὁποία χάρισε στόν Κύριο τή σάρκα τήν ἀνθρώπινη, γιά νά τήν ἀναστήσει αὐτός καί νά τήν ἀφθαρτοποιήσει· ἐκείνης πού εἶναι ἡ ἁγία ἁγίων μείζων, ἡ Παναγία μας. Καί ἔχει αὐτό τή θεολογική του ἐξήγηση. Στήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας εἶναι τό σύμβολο τῆς ᾿Εκκλησίας ὅλης καί τῆς κάθε μιᾶς πιστῆς ψυχῆς. Στήν Θεοτόκο βλέπει ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτό του ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί στήν κοίμησή της νιώθει τό δικό του θάνατο ὡς μία κοίμηση, ἕναν ὕπνο μέσα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀπαλλάσσεται ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἀνανεώνει τήν ἐλπίδα του ὅτι κοιμοῦνται καί θ᾿ ἀναστηθοῦν μιά μέρα ὅλοι οἱ ἀγαπημένοι του νεκροί. Διατρανώνει τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».

koimisi Theotokou

ΠΗΓΗ: apolytrosis.gr

 

, ,

Σχολιάστε

ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΘΩΡΙΑΣΟΥΝ ΤΑ ΒΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Νὰ μὴν ξεθωριάσουν τὰ βιώματά μας

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.           Ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ μικρὴ κοινότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιορτάζει τὸν Δεκαπενταύγουστο τὴν Παναγία. Τὸ «Πάσχα» τοῦ καλοκαιριοῦ συγκεντρώνει αὐθόρμητα τὶς οἰκογένειες, τοὺς συγχωριανούς, τὶς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη ὁμογενειακὲς ἐνορίες. Εἶναι τὸ καλοκαιρινὸ ἢ τὸ ἐτήσιο ἀντάμωμα τῶν Ἑλλήνων. Οἱ πολιτικοὶ ἀκολουθοῦν, ἑκόντες ἄκοντες, τὰ μεγάλα πλήθη τῶν πιστῶν ποὺ προστρέχουν στὰ ἑκατοντάδες ἀνὰ τὴ χώρα προσκυνήματα τῆς Παναγίας καὶ συμμετέχουν στὰ πανηγύρια. Μέχρι σήμερα ἡ Πίστη τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴν, λόγῳ ἰδεολογίας, βούληση πολλῶν ἀντιθέων ἐξουσιαστῶν καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ ἀκολουθοῦν, ἔστω καὶ γιὰ τοὺς τύπους, στὶς ἐκδηλώσεις Της. Ὅπως ὁ κάθε λαός, ἔτσι καὶ ὁ ἑλληνικὸς ἔχει ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν ξεχωρίζουν. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ ποῦν ὁ Σολωμὸς καὶ ὁ Ζαμπέλιος, τὸ βιώνουμε ὅλοι οἱ Ἕλληνες στὴν ἔκφραση τῆς κουλτούρας μας. Ἡ ἰδιοπροσωπία μας στηρίζεται στὴν Πίστη μας, μαζὶ μὲ τὴν Ἱστορία καὶ τὴ Γλώσσα μας. Μὲ τὸν πολιτισμό μας ἐπιδράσαμε στὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς Δύσης, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἀφομοιώσαμε καὶ ἀφομοιώνουμε στοιχεῖα τοῦ δικοῦ τους πολιτισμοῦ. Ὡστόσο στὴν πνευματικότητα καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς ἡ Δύση ἀκολούθησε δικό της δρόμο, διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν δικό μας.
.           Ὑπεύθυνος τοῦ ἄλλου δρόμου ὁ παπισμός. Εἶναι ὁ αἴτιος τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ ἐκλογίκευσης τῆς Πίστης, ὁ ἐκφραστὴς τῆς ἐπιβολῆς τῆς ἐξουσίας του μὲ ἀπάνθρωπες μεθόδους, ὅπως ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση καὶ ἡ ἐξόντωση τῶν θεωρουμένων ἐχθρῶν καὶ ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς τῆς ἄρνησης τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ Διαμαρτύρηση καὶ τῆς προώθησης ρευμάτων ὑλιστικῶν, ἡδονιστικῶν, τυραννικῶν. Ὁ παπισμὸς κατάργησε στὴν πράξη τὶς βασικὲς Ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὴν Εἰρήνη, τὴν Ἀγάπη, τὴν Ἀνεκτικότητα, τὴν Ἀδελφοσύνη, τὴν Ἐλευθερία, τὴ Δικαιοσύνη. Ἡ ἔλλειψη χριστιανικῶν ἀξιῶν, ποὺ ὑπῆρξε στὴ Δύση, προκάλεσε τὴν κατασκευὴ κακέκτυπων, ποὺ στὴν ἐπιφάνεια θυμίζουν Χριστό, μέσα τους ὅμως κρύβουν ὠφελιμισμό, βαρβαρότητα, ἐπιβολὴ τῆς θέλησης τοῦ ἰσχυροτέρου.
.           Μέρος τῆς πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς ἡγεσίας μας δέχεται ἄκριτα ὅσα προωθεῖ ἡ Δύση. Πρόκειται γιὰ κίβδηλα ἀντιδωρήματα ἐκείνων ποὺ Τῆς προσφέραμε. Μὲ τὴν ἀποδοχή τους πιστεύει ὅτι δὲν θὰ κατηγορηθεῖ ὡς ὀπισθοδρομική… Προσφέραμε χρυσὸ στὴ Δύση, μᾶς ἐπιστρέφεται γυαλιστερὸ τενεκὲ καὶ ἐμεῖς πανηγυρίζουμε ποὺ τὸν ἀποκτᾶμε….
.           Μὲ τὴν Ὀρθοδοξία δημιουργήσαμε τὸν Βυζαντινὸ Πολιτισμό, μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἐπιζήσαμε ὡς Ἔθνος γιὰ τετρακόσια καὶ πλέον χρόνια σκλαβιᾶς σὲ βάρβαρο κατακτητή, μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποκτήσαμε τὴν Ἀνεξαρτησία μας καὶ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία πορευόμαστε. Μερικοὶ θέλουν νὰ τὴν καταργήσουν. Ἡ «ἐλευθερία», τὴν ὁποία ἐπαγγέλλονται, γιὰ νὰ Τὴν διώξουν ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων θυμίζει αὐτὴ τῶν χιτλερικῶν στρατοπέδων καὶ τῶν γκουλάγκ.
.           Ἕως τώρα δὲν τὰ καταφέρνουν. Ὅμως χρειάζεται ἀγώνας «νὰ μὴν ξεθωριάσουν οἱ εἰκόνες», τὰ βιώματά μας, καὶ «νὰ μὴν κοπεῖ φθαρμένη» ἡ ταινία τῆς συνέχειάς μας ὡς Ἔθνους, ὅπως γράφει ὁ Ἐλύτης. Ποῦ σημειώνει στοὺς νεότερους: «Ὅλα χάνονται. Τοῦ καθενὸς ἔρχεται ἡ ὥρα. Ὅλα μένουν. Ἐγὼ φεύγω. Ἐσεῖς νὰ δοῦμε τώρα».-

, ,

Σχολιάστε

Η ΜΗΤΗΡ τῆς ΖΩΗΣ καὶ τὸ «ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»

Η ΜΗΤΗΡ τῆς ΖΩΗΣ καὶ τὸ «ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
Γράφει ὁ Ἱερομόναχος Μάξιμος Λαυριώτης
ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος»,
ἀρ. τ. 2271/09.08.19

.           Ἡ συνάντηση τῆς Παναγίας μὲ τὸν θάνατο εἶναι ἕνα ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀφορᾶ ἀπόλυτα τὴν ζωή μας. Εἶναι γνωστό, πώς ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς ἀποτελεῖ ἡ συνάντηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Της μὲ τὸ θάνατο, συνάντηση ἀπ’ ὅπου ἐπήγασε ἡ ἀνάσταση τῶν θνητῶν.
.           Ἀλλὰ δὲν εἶναι λιγώτερο σπουδαία καὶ ἡ μητρικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἔσχατο ἐχθρό τῆς ἀνθρωπότητος. Ὄχι μόνο γιατί προδίδει συγκλονιστικὲς διαστάσεις στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποὺ ἔφερε σὲ πέρας ὁ Χριστός, κατὰ μοναδικὸ καὶ ἀνυπέρβλητο τρόπο, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ Θεοτόκος ἀντιμετωπίζει τὴν πρόκληση τοῦ θανάτου μὲ ἄκρα ταπείνωση, ἐγκαρτέρηση καὶ αὐτοεγκατάλειψη στὸν Θεό, παρότι δικαιοῦται νὰ μὴ πεθάνη, ἀφοῦ ὑπάρχει «Μήτηρ τῆς Ζωῆς».
.           Πράγματι, κατὰ τὴν χριστιανικὴ θεώρηση, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἐσχάτη συνέπεια τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀδυναμίας του νὰ διατηρηθῆ στὴν τροχιά, στὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς τὸν ἔθεσε.
.           Καὶ ὁ μὲν Θεάνθρωπος Υἱὸς τῆς Παρθένου ἐνήργησε τὸν θάνατο στὴν ἀνθρώπινη φύση Του ἑκούσια καὶ θαυματουργικὰ πρὸς χάριν μας, ἡ δὲ μητέρα Του τὸν ὑπέστη ἀδιαμαρτύρητα καὶ εἰρηνικά, γιὰ νὰ καταστήσει ἀναμφισβήτητη τόσο τὴν πεπτωκυία ἀνθρωπίνη Της προέλευση ὅσο καὶ τὴν «οἰκονομικὴ» μετάδοση τῆς θνητότητος στὸν Θεάνθρωπο Υἱό Της. Ἀλλ’ ὁ θάνατος καὶ ἡ θνητότητα ποὺ χαρακτηρίζουν τόσο ἀποφασιστικὰ τὴν ἀνθρώπινη ταυτότητα δὲν εἶναι, ἁπλῶς καὶ μόνο, στιγμιαῖες διαδικασίες μὲ τὶς ὁποῖες τελειώνει ἡ ἐπίγεια  ζωή μας ἢ καταστρέφεται ἀνεπανόρθωτα τὸ σῶμα μας, παρέχοντας ἔστι τὴν δυνατότητα ν’ ἀπομακρυνθῆ ἀπ’ αὐτὸ ἡ ψυχή μας.
.           Εἶναι στίγματα παραμόνιμα, ἀρρώστια θεμελιακή, ποὺ προσβάλλει τὸ εἶναι μας ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς σύστασής του καὶ μᾶς παρακολουθεῖ ἀναπόδραστα μέχρι τὴν τελικὴ φάση φθορᾶς καὶ ἀποσύνθεσης, ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε.
.           Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας. Μολονότι εἶχε κάθε δικαίωμα -λόγῳ τῆς μοναδικῆς μετοχῆς Της στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἀθανάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ζωηφόρο ἐπαφὴ Του μαζί Της – νὰ ὑπερβῆ ἔγκαιρα τὴν θνητότητα καὶ τὶς φρικτὲς συνέπειές της, θέλησε νὰ ὑποστῆ κατὰ φύσιν τὴν κοινὴ μοῖρα, παρὰ νὰ τὴν ἀποφύγη. Καὶ ἦταν ἐξαίσια σοφὴ καὶ ἀπόλυτα ὀρθὴ αὐτὴ ἡ στάση Της. Γιατί, πῶς θὰ γινόταν ποτὲ πιστευτό, ὅτι μετέδωσε πράγματι θνητότητα στὸν Θεό, ἂν παρουσιαζόταν ἡ ἴδια ἀπροσμάχητη ἀπ’ αὐτήν; Ἔμεινε, ὅμως, παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἐντελῶς ἀνέγγιχτη ἀπ’ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς θνητότητος, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ δυνατότητα ν’ ἀποφύγουν καί, ἐν τούτοις, ἐλάχιστοι μόνο τολμοῦν ν’ ἀποποιηθοῦν.
.           Ἂν δηλαδὴ ἡ θνητότητα εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν βιολογική μας σύσταση, τότε ἐντελῶς φυσιολογικά, ἡ καταλυτικὴ παρουσία της δὲν μπορεῖ, παρὰ νὰ διαφαίνεται σ’ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι μόνο στὴν τελική. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἀκριβῶς, καὶ τὸ σκίρτημα τοῦ βρέφους καὶ τὸ παιχνίδι τοῦ παιδιοῦ καὶ τ’ ὄνειρο τοῦ ἐφήβου καὶ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὥριμου καὶ τὸ ἐπίτευγμα τοῦ κάθε καλλιτέχνη καὶ κάθε πτυχὴ κρυφὴ ἢ φανερὴ ἀπ’ ὅσα συνιστοῦν τὸν «πολιτισμό» μας, δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ φανέρωση αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας μας, ἀποκάλυψη τῆς πρωταρχικῆς καὶ ἀνίατης πληγῆς μας.
.           Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἡ Παναγία μητέρα ἔζησε τόσο ἀνεπαίσθητο καὶ ἀθόρυβο βίο ἐπὶ γῆς, ἐπειδὴ ἦταν ἀμέτοχη καὶ ἀπρόσβλητη ἀπ’ τὰ πάθη μας. Καὶ πέθανε χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀντίσταση στὸ θάνατο, γιατί ἤξερε ὅτι θὰ μείνει γιὰ πάντα ζωντανὴ καὶ μητέρα τῆς Ζωῆς. Δὲν ἔγιναν ποτὲ γνωστὰ τὰ βρεφικὰ σκιρτήματά Της, οὔτε ἀκουστὰ τὰ παιδικὰ παιχνίδια Της. Κανεὶς δὲν ἔμαθε τὰ ἐφηβικὰ ὄνειρά Της – ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν κατέκλυζε ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς στὸν βίο τοῦτο, τὰ καθιστοῦσε ὅλ’ αὐτὰ ἀχρείαστα καὶ ἀνύπαρκτα. Δὲν ἀναδείχθηκε ποτὲ σὲ κάποιο ἐπάγγελμα, σὲ κάποια ἐπίδοση, στὰ γράμματα ἢ στὶς Τέχνες. Καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπέχοντας, φανέρωσε περίτρανα, μὲ πειστικὸ καὶ ἄφατο τρόπο, πόσο ἀπρόσιτη παρέμεινε ἀπ’ τὴν δική μας τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστια, τὴν ἀνίατη… Γι’ αὐτὸ καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ­το διακριτικὰ μὲ τὴν μυστικὴ καὶ ἄρρητη, ἀλλὰ  πρα­γματικὴ Κοίμησή Της, ὁλοκλήρωσε τὸ μέγα μάθημα, ποὺ ἡ σιωπὴ ὁλόκληρης τῆς ἐπίγειας ζωῆς Της ἀπάρτισε γιὰ χάρη μας: Ἡ ἀφάνεια εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ τὴ δική μας τὴν ἀσθένεια. Ἀφάνεια, ὄχι κενὴ καὶ ἄλογη, ἀλλὰ μεστὴ ἀπὸ πίστη στὸν Ἀναστάντα Λόγο τῆς Ζωῆς, στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ποὺ παρέλαβε μαζί Του ὄχι μόνο τὸ πνεῦμα, μὰ καὶ τὸ σῶμα τῆς Μητέρας καὶ δούλης Του, Ἐκείνης ποὺ δὲν ἀντέστη ποτὲ στὸ θέλημά Του…

*  *  *

.           Ἂν ὅμως ὁ προσωπικὸς καὶ κοινωνικὸς ἀφανισμὸς ἀποτελεῖ ἀπαραίτητα προϋπόθεση σωτηρίας, ἂν ἡ «μέχρι θανάτου» ἐξαφάνιση ἀπὸ κάθε εἴδους «πνευματικὸ» ἢ «πολιτιστικὸ» ἢ «ἐπιστημονικὸ» προσκήνιο εἶναι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς, κι ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ σιωπηρὸ μήνυμα ποὺ ἡ Θεοτόκος διατράνωσε γιὰ χάρη μας, τόσο μὲ τὴν ἀνεπαίσθητη διέλευσή Της ἀπὸ τὸν παρόντα βίο, ὅσο καὶ μὲ τὴν αὐτομολία Της στὸν θάνατο, τί γίνεται σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ποὺ στὶς μέρες μας ὑμνεῖται περισσότερο κι ἀπ’ τὴν Πανύμνητο Μητέρα; Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ θέλη ὁλόψυχα τὸν Θεό, νὰ μὴ ἀνθίσταται ποτὲ στὸ θέλημά Του, νὰ ἐξαφανίζη ἀκατάπαυστα τὸ εἶναι Του σὲ ἀπύθμενα βάθη αὐταπαρνήσεως καὶ ἐν τούτοις νὰ μένη ἐλεύθερος καὶ ἀσυμβίβαστος πρὸς κάθε ἐφήμερη συμβατικότητα; Πῶς κατέστη δυνατόν, εἰδικώτερα γιὰ τὴν Θεοτόκο, τὸ νὰ παραμένη τόσο ἀφανής, ἀδρανής, καὶ ἀσήμαντη καθ’ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή της καὶ συνάμα τόσο ἐνεργὸς καὶ δραστήρια στὴν συνεργία Της μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑκούσια παράδοσή Της στὸν θάνατο;
.           Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ κανονικὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ἐνδεχόμενο νὰ τίθενται, ἂν ἡ περὶ «προσώπου» καὶ «ἐλευθερία» ἀντίληψη τῶν συγχρόνων «Χριστιανῶν» καὶ «θεολόγων» συνέπιπτε μὲ ἐκείνην τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
.           Πράγματι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ἡ ἐλευθερία εἶναι συνάρτηση τῆς φύσεως, καὶ ἰδιαίτατα «πάσης λογικῆς φύσεως» καὶ γιὰ τοῦτο παντελῶς ἄσχετη τόσο μὲ τὸ «πρόσωπο» ὅσο καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε προσωπικὴ ἐπιλογή. «Οὐ γὰρ ἔχομεν πρὸς γένεσιν κακίας φυσικὴν δύναμιν», ἀλλὰ «πάσχομεν παρὰ φύσιν, γνώμῃ κατὰ σύμβασιν τὴν κακίαν», διακηρύσσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἁμαρτάνουμε μόνον ὡς πρόσωπο, ὡς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἑτερότητες, ποὺ ἀποκλίνουν γνωμικῶς ἀπὸ τὴν κοινότητα τῆς φύσεως καὶ πάσχουν ἔτσι ἀναπόφευκτα τὴν κακία, ἀφοῦ ἡ γνώμη εἶναι πάντοτε «προσώπου ἀφοριστική», προσδιορίζει πρόσωπα, ὄχι φύσεις. Ἡ Παν­αγία παρέμεινε ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἐγκατέλειψε ποτὲ τὴν κοινότητα τῆς φύσεως, γιὰ νὰ ἰδιοποιηθῆ γνωμικῶς ὁποιαδήποτε προσωπικὴ ἐπιλογὴ ἢ κλίση, ἐπίδοση ἢ ὁρμέμφυτη ἕλξη. Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι εἶχε ὑποβαθμίσει τὴν προσωπικότητά Της ἢ τὴν γνώμη Της στὴν προσπάθειά της νὰ συμμορφωθῆ ἀπόλυτα πρὸς τὶς συνθῆκες τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένης φύσεώς Της. Σημαίνει μόνον ὅτι δὲν ἀνέχθηκε ποτὲ καμμία μὴ φυσικὴ ἐπέμβαση πάνω στὴν ἀνθρώπινη φύση Της, γιατί ἔβλεπε καθαρὰ πώς κάθε τέτοια ἐπέμβαση θὰ ἀπέτρεπε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ τὸ νὰ κινῆται ἀταλάντευτη καὶ μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια πάνω στὴν τροχιὰ ποὺ ὁ Δημιουργὸς αὐτῆς τῆς φύσεως εἶχε ἀνέκαθεν καθορίσει, δημιουργώντας τὴν φύση – αὐτὴν καὶ μόνον – κατ’ εἰκόνα Του. Γιατί αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς φύσεως:  ἡ ἀπρόσκοπτη φυσική της φορά πρὸς τὸν Δημιουργό της· ὄχι ἡ ἱκανότητά της νὰ ἐπιλέγη, ἀλλ’ ἡ δυνατότητά της νὰ ὑπερβαίνη ὅλα τὰ διλήμματα, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς ἀκατάσχετης ὁρμῆς της πρὸς ἕνα σταθερὸ καὶ ἀμετάκλητο προορισμό, πρὸς «τὸ μακάριον, δι’ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν, τέλος».
.           Τὸ νὰ μείνη κανεὶς πιστὰ προσηλωμένος στὸν κατὰ φύσιν προορισμό του, τὸ ν’ ἀτενίζη καὶ νὰ προσδοκᾷ ἀκράδαντα τὸ «τέλος» του, ἔχει σὰν ἄμεση καὶ μόνιμη συνέπεια τὴν παντελῆ ἀναμαρτησία: «Ἁμαρτίας δὲ ἀποχή, φύσεώς ἐστιν ἔργον» τονίζουν οἱ μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι.
.           Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μόνον «φύσις», ἡ πτῶσις του στὴν ἁμαρτία θἆταν ἐντελῶς ἀδύνατη. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι μόνον φύσις ἀλλὰ διαθέτει καὶ «τρόπον ὑπάρξεως», γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τραπῆ καὶ νὰ σφάλη καὶ ν’ ἀποτύχη τοῦ μακαρίου «τέλους» του. Τὸ ὅτι «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει» δὲν ὀφείλεται στὴν ἀνθρώπινη φύση καθ’ ἑαυτήν, γιατί κάτι τέτοιο θὰ καθιστοῦσε ἀπ’ εὐθείας ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς φύσεως, τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό της. Ὀφείλεται ἁπλῶς καὶ μόνον στὸν «τρόπον χρήσεως» τῆς φύσεως, ὁ ὁποῖος τρόπος «μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσών, τῶν ἄλλων, κατὰ τὴν κοινῶς λεγομένην διαφοράν, χωρίζει». Ἡ προσωπικὴ χρήση τοῦ κόσμου καὶ προπαντός τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ἰδιαίτατα δὲ τῆς θελήσεως, καθιστᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς (Ρωμ. Ε΄ 19), ἁπλούστατα ἐπειδὴ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν ὁμοήθεια τῆς κοινῆς φύσεως προσθέτοντας στὸν καθένα τὴν ἰδιαιτερότητα μιᾶς κουλτούρας, μιᾶς παιδείας, ἑνὸς πολιτισμοῦ ἢ μιᾶς τέχνης, μιᾶς φυλῆς, μιᾶς ἐπιδερμίδας ἢ μιᾶς ἐθνικότητος, οὕτως ὥστε σέ ὅλα τους καθίστανται διακεκριμένοι… Ἀφίστανται ἔτσι ἀπ’ τὴν ἀρχέγονή τους ἰσότητα καὶ ταυτότητα, ποὺ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ διαμείνουν ἀφανεῖς καὶ ἀθῷοι σὰν τὰ παιδιά…
.           Ἡ Παναγία ἀπέφυγε νὰ ἰδιαιτεροποιηθῆ, μὲ τὸ νὰ μὴ ἀνεχθῆ ποτὲ προβάδισμα τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς Της ἔναντι τῆς κοινῆς φύσεως. Ποτὲ δὲν ἔδωσε προτεραιότητα σὲ κανένα ἰδιοτελῆ «τρόπον χρήσεως», ὥστε νὰ παράσχη στὸν ἑαυτὸ της τὴν παρὰ φύσιν ἡδονὴ τῆς διαφοροποίησης ποὺ κατατέμνει σὲ ἄπειρες ἀλληλοσπαρασσόμενες ὁμάδες τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γνωρίζοντας ἐμπειρικὰ ἀπὸ τὴν ἀναμαρτησία της ὅτι ἡ Κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους διεξάγεται ἀποκλειστικὰ μέσῳ φυσικῶν ἐνεργειῶν    (-ἀκτίστων στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ), ἀλλ’ ὄχι προσώπων, κατέστησε τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεώς Της πειθήνιο στὴν φύση Της, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ ὁ τρόπος αὐτὸς νὰ τρέψη τήν φύση πρὸς φιλαυτία ἢ ἰδιοτέλεια, ἀποκόπτοντάς την ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.
Γι’ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον ν’ ἀναπτύξη ἡ Θεοτόκος «ἴδιον θέλημα», ἀντιστρατευόμενο στὸ κοινὸ θέλημα τῆς φύσεως, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπέταξε τὴν γνώμη στὴν θελητικὴ δύναμη τῆς φύσεως μὴ ἐπιτρέποντάς της ἔτσι νὰ διχάση τὸν ἐσωτερικό της κόσμο (Ρωμ. Ζ΄ 22- 23) καὶ νὰ τὴν αἰχμαλωτίση στὴν ἁμαρτία: «Αὕτη γὰρ καὶ μόνη ἡ θεόσδοτος ἡμῶν θέλησις καὶ ἐνέργεια, γράφει ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ἐστὶν αἰτία καὶ ἐργάτης πάσης τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Θέλησις δὲ ψυχῆς λογικῆς ἐστὶν δύναμις λογιστικὴ καὶ ἐπιθυμητικὴ πρὸς τὸ συνάπτεσθαι τῷ Θεῷ τὴν ψυχήν, ὑπὸ Θεοῦ οὐσιωδῶς αὐτῇ δεδωρημένη, δι’ ἧς εἰργάζετο καὶ ἐφύλαττεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τὰ θεῖα προστά­γματα, ἐκ θελήσεως ψυχικῆς εἰς ἐνέργειαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενος».
.           Ἐν ὅσῳ ἡ φυσικὴ θέλησις ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα τὸ ἔργο της, ἐν ὅσῳ καμμία γνωμικὴ τροπὴ δὲν σφετερίζεται τὴν δύναμή της, πρὸς σχηματισμὸν προσωπικῶν ἐπιλογῶν, ὀρέξεων καὶ τάσεων, ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει ἐλευθερία, ποὺ τὸν συν­άπτει ἀμέσως μὲ τὸν Θεό, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ διακριθῆ αὐτόνομα ὡς πρόσωπο, δηλ. νὰ ἁμαρτήση…
.           Ἡ κατὰ φύσιν ἐλευθερία εἶναι συνάμα ἀπελευθέρωση πραγματικὴ ἀπ’ τὴν ἁμαρτία (ἀναμαρτησία) καὶ ὑποδούλωση ὁλοκληρωτικὴ στὸν Θεό. (Ρωμ. ϛ΄ Α΄, Πέτρ. Β΄ 16). Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν κάνουν καμμία διάκριση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ θελήσεως, ἀλλὰ ταυτίζουν ἀπολύτως τὸ φυσικὸ θέλημα μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ γνωμικὸ- προσωπικὸ θέλημα μὲ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἐννοοῦν βέβαια μ’ αὐτὸ τὸ τρόπο ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση διαθέτει ἐκ δημιουργίας δύο θελήματα (φυσικὸ καὶ γνωμικό), διότι γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅτι, γιὰ νὰ ὑπάρξη γνωμικὸ θέλημα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ σφετερισθῆ τὴν φυσικὴ θελητικὴ δύναμη πρὸς ἱκανοποίησιν παρὰ φύσιν στόχων καὶ ἐπιθυμιῶν, αὐτονομούμενος ὡς πρόσωπο καὶ ἐπαιρόμενος κατὰ τῆς κοινῆς φύσεως. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, γιατί ἀποτελεῖ ἀδιάκοπη προσπάθεια διάψευσης τῆς φυσικῆς ἐλευθερίας, ἀγαθότητος καὶ ἀγάπης, ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος ἐκ δημιουργίας, καὶ ἐμφάνισής των ὡς προσωπικῶν ἐπιτευ­γμάτων συγκεκριμένων ἀτόμων, οὕτως ὥστε ὁ ἔπαινος νὰ ἀνήκη στοὺς φορεῖς τῶν «ἐπιτευγμάτων» αὐτῶν καὶ ὄχι στὸν Δημιουργὸ  τῆς «πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένης» ἀνθρωπίνης φύσεως. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία ὅμως γιὰ νὰ καταστῆ κανεὶς ἐνάρετος καὶ ἀναμάρτητος δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιτελέση προσωπικὰ ἐπιτεύγματα, ἁπλούστατα διότι ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀναμαρτησία ἀποτελοῦν ἤδη φυσικὰ δεδομένα: «φυσικαὶ γὰρ εἰσὶν αἱ ἀρεταὶ καὶ φυσικῶς καὶ ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσιν, εἰ καὶ μὴ πάντες ἐπίσης ἐνεργοῦμεν τὰ τῆς φύσεως. Εἴπερ πάντως ἴσως, ἐφ’ ὧ καὶ γεγόναμεν, ἐνηργοῦμεν τὰ φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις οὕτω καὶ ἡ ἀρετή, τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον οὐκ ἐπιδεχομένη». Τὸ νὰ ἐνεργῆ κανεὶς πλήρως τὰ τῆς φύσεως συμπίπτει μὲ τὸ νὰ διατηρῆται ἐλεύθερος ἀπὸ ἁμαρτία. Δὲν χρειάζεται ἑπομένως νὰ γεννηθῆ κάποιος μὲ «ἄσπιλο σύλληψη», καθὼς φαντάστηκαν οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι γιὰ τὴν Παναγία, ὥστε νὰ ἐξασφαλίση ἀναμαρτησία. Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως ἡ παρθενικὴ γέννηση γιὰ ὅποιον ἐπιδιώκει νὰ καταργήση «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» καὶ ν’ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ τῆς φθορᾶς ὅλους τοὺς ἤδη ὑποδουλωμένους σ’ αὐτά. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ Παναγία συλλαμβάνεται ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὴν πτώση καὶ πεθαίνει ὅπως ὅλοι μετὰ τὴν πτώση, γιὰ νὰ ἐπαληθεύση τόσο τὴν γνήσια θνητότητα ποὺ διέθετε καὶ ποὺ κληροδότησε στὸν Υἱό Της, ὅσο καὶ – προπαντὸς – τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἡ θνητότητα οὔτε ἡ πτώση μπόρεσαν πράγματι ν’ ἀναστείλουν τὴν ἀναμαρτησία τοῦ ἀνθρώπου, ἁπλούστατα γιατί ἐξακολουθεῖ καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν φύση του, ἔστω καὶ πεπτωκυῖαν! «Ἔξεστι καὶ θνητὸν ἔχοντας σῶμα μὴ ἁμαρτάνειν», τονίζουν οἱ Πατέρες. Αὐτὸ τὸ ἁπλούστατο πρᾶγμα ἀδυνατοῦν νὰ καταλάβουν οἱ κάθε εἴδους ἠθικολόγοι, οἱ ὁποῖοι συγχέουν τὴν κατὰ φύσιν ἀναμαρτησία μὲ τὴν ὑπὲρ φύσιν θέωσιν καὶ φαντάζονται ὅτι ὅποιος δὲν ἁμαρτάνει, ἔχει ἤδη σωθῆ. Ἡ ἀβυσσαλέα διαφορὰ μεταξὺ ἀναμαρτησίας καὶ θεώσεως ἔγινε ἀπολύτως σαφὴς μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου. Ἡ ἀπόλυτος ἀναμαρτησία τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Λόγου δὲν ὀφείλεται ἁπλῶς στὸ ὅτι ἐνήργει πλήρως τὰ τῆς φύσεως ἀλλὰ κυρίως στὴν ἔλλειψη τρόπου ὑπάρξεως δεκτικοῦ τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως (Ἰωάν. ΙΔ΄ 30), ὁπότε τὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμά Του δὲν διέθετε κἄν τὸ ἐνδεχόμενο ν’ ἀποκλίνη καὶ νὰ τραπῆ γνωμικῶς. Οἱ Πατέρες προχώρησαν ἀκόμη περισσότερο καὶ διευκρίνησαν ὅτι ἡ ἐξ ἄκρας συλλήψεως θέωσις τοῦ Δεσποτικοῦ προσλήμματος δὲν νοεῖται ἁπλῶς ὡς ἀποτέλεσμα ἑνώσεως τῶν δύο φύσεως, ἀλλὰ προπαντὸς ὡς ἄμεση συνέπεια ὑποστατικῆς ἑνώσεως: «ἵνα καὶ μείνη σὰρξ κατὰ τὴν οὐσίαν ἡ σάρξ, καὶ γένηται Θεία κατὰ τὴν Ὑπόστασιν». Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Λόγου συνετελέσθη μὲ τὴν εἴσοδο αὐτοῦ τοῦ προσλήμματος μέσα στὴν ἄκτιστη Ὑπόσταση τοῦ Ἑνὸς τῆς Τριάδος, ὥστε τὸ πρόσλημμα νὰ εἶναι ἐν ταυτῷ κτιστὸ κατὰ τὴν οὐσία καὶ ἄκτιστο κατὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Ἔτσι τὸ ἀνθρωπίνως ἀπρόσωπο πρόσλημμα δὲν ἔμεινε οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἐστερημένο προσώπου, ἀλλὰ διέθετε ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἤδη ὡς πρόσωπό του, τὴν ἄκτιστη Ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὄντας συγχρόνως τέλειος Θεὸς κατὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως, μηδόλως τρεπόμενος, καὶ κτίσμα κατὰ τὴν οὐσία, θεωθὲν ὅμως ὅλον «τῷ τρόπῳ τῆς ἀντιδόσεως».
.           Αὐτὴ ἡ σεσαρκωμένη θεία Ὑπόσταση κατέστησε Θεοτόκο τὴν Παναγία μὲ τὸ νὰ ἐξέλθη ἔτσι ἀπὸ τὰ σπλάγχνα Της, θεώνοντας καὶ τὴν ἴδια κατὰ χάριν διὰ τὴν συνάφειαν, ἀλλ’ ὄχι καὶ καθ’ ὑπόστασιν.
.           Ἔτσι ἡ Θεοτόκος κατέστη πρόξενος ζωῆς καὶ σωτηρίας ὄχι μόνον στὸν ἑαυτό της ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση προσαρμόζοντας τὴν γνώμη καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς Της στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ πρὸς σωτηρίαν αὐτῆς τῆς φύσεως. Γιατί γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς πραγμάτωση τῆς σωτηρίας τῶν λογικῶν κτισμάτων, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται καὶ ἡ πρόθεση καὶ ἡ συνεργία τῶν ἰδίων τῶν σωζομένων. Καὶ ὄντως «ἡ πρόθεσις τῶν καλουμένων τὴν σωτηρίαν εἰργάσατο». Ζῶντας ἀναμαρτήτως κατὰ φύσιν ἦταν σὲ θέση ἡ Παναγία ν’ ἀνταποκριθῆ αὐθόρμητα τόσο στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ νὰ γίνη Μητέρα Του ὅσο καὶ στὴν παρὰ φύσιν ἔλευση τοῦ θανάτου.
.           Στὴν πρώτη περίπτωση δὲν χρειαζόταν παρὰ ἡ δύναμη τοῦ φυσικοῦ θελήματος, ὥστε νὰ πῆ τὸ «Γένοιτο». Στὴν δεύτερη ὅμως ὤφειλε καὶ γνωμικῶς ν’ ἀποδεχθῆ τὸν θάνατο ὡς τελευταία φάση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, γιατί τὸ φυσικὸ θέλημα μόνο του ἀδυνατεῖ νὰ δεχθῆ τὸν ἔσχατο ἐχθρό της θνητῆς φύσεως. Ἔτσι ἦταν σὲ θέση ἡ Παναγία διατηρῶντας πάντα τὴν φυσική της ἀφάνεια νὰ διανύση ὁλόκληρο τὸ ἄνυσμα τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Υἱός Της, παραμένοντας καὶ Αὐτὴ ὅπως Ἐκεῖνος «ἐν νεκροῖς ἐλευθέρα» καὶ ἐπιστρέφοντας σύντομα στὸ σῶμα Της ἐν Δόξῃ, ὡς ἀληθὴς Μήτηρ Ζωῆς, «δι’ ὃ καὶ ἀδύνατον ἦν Αὐτὴν ὑπὸ τοῦ θανάτου κρατεῖσθαι».
Αὐτῆς Πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

 

ΠΗΓΗ: orthodoxostypos.gr

 

, , , , ,

Σχολιάστε

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-4 («Ὁ θάνατος πλέον δὲν ἔχει ἐπάνω εἰς τὴν Παναγίαν οὔτε μέσα της καμμίαν ἐξουσία»)

περ Θεοτόκου διδασκαλία το Δαμασκηνο

Δ´

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ»
(Τέσσερις Θεομητορικὲς Ὁμιλίες
τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ)

Κείμενο-Εἰσαγωγή -Σχόλια: Ἱερομ. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
ἐκδ. «Εὐαγὲς Ἵδρυμα “Ὅσ. Ἰωάννης ὁ Ρῶσος”»
Ἀθῆναι 1970, σελ. 22-58

Μέρος Α´: Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-1 («Ἡ ἁγία Παρθένος ἦταν, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κληρονόμος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ἀδάμ»)

Μέρος Β´: Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-2 («Τῆς Παναγίας ἡ ἁγιότης ἀφθαρτοποιεῖται εἰς τὴν Κοίμησιν καὶ Μετάστασίν της»)

Μέρος Γ´: Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ-3 («Διὰ τῆς ταπεινώσεως τῆς Παναγίας καὶ τῆς ὑπακοῆς της εἰς τὸν Θεὸν ἐλύθη ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ πρόβλημα καὶ ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας»)

.                 Γεγονὸς εἶναι, κατὰ τὸν Δαμασκηνόν, ὅτι ἡ Παναγία ἀπέθανε θάνατον ἀνθρώπινον. Ἂν καὶ εἶναι «πηγὴ τῆς Ζωῆς», «πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου τοῦ θανάτου μετάγεται», καὶ ἐνῶ «ἐν τῷ τόκῳ τοὺς ὅρους ὑπερβᾶσα τῆς φύσεως, νῦν ὑποκύπτει τοῖς ταύτης θεσμοῖς καὶ θανάτῳ τὸ ἀκήρατον καθυποβάλλεται σῶμα» (Β΄, 10). Καὶ ἐπίσης «ὡς θυγάτηρ τοῦ πάλαι Ἀδὰμ τὰς πατρικᾶς εὐθύνας ὑπερχεται (Γ΄, 2) καὶ «φυσικῶς» ἡ ἁγία της ψυχὴ «τοῦ ἀκηράτου χωρίζεται σώματος, καὶ τὸ σῶμα τῇ νομίμῳ ταφῇ παραδίδοται» (Β΄,10). Ἡ «ταφὴ» αὐτὴ τοῦ σώματος γίνεται ἵνα «τὸ ἐκ γῆς συντεθὲν παλινοστήσῃ πρὸς γῆν», διὰ νὰ ἀποβάλῃ ἐκεῖ «τὸ θνητὸν» (Β΄, 10· Δ΄, 3) καὶ νὰ ἐνδυθῇ «τὸ ἄφθαρτον», τὸ πνευματικὸν καὶ φωτεινὸν σῶμα «τῆς ἀφθαρσίας» (αὐτ., πρβλ. Ἔκδ. IV, 27).
.             Καὶ ὅμως, μολονότι αὐτὰ γράφει ὁ ἅγιος Δαμασκηνὸς περὶ τοῦ φυσικοῦ θανάτου τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου, ὁμολογεῖ ταυτοχρόνως, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιον Ἀνδρέαν τῆς Κρήτης82, ὅτι ὁ θάνατός της ἦτο «ὑπὲρ ἡμᾶς». Ἡ «ἀπειροδύναμος ἀγαθότης τῆς θεαρχικῆς ἀσθενείας» (Γ΄, 18)83 τοῦ Υἱοῦ της «ἐκαινοτόμησε τὰς φύσεις»84 καὶ τὰ πάντα ὄντως «ἐποίησε καινά». Ἡ «ἀσθένειά» Του αὐτὴ ἦτο ἡ σωτήριος καὶ ὑψοποιὸς κένωσις, ἡ συγκαταβατικὴ σάρκωσις καὶ ταπείνωσις, τὸ σωτήριον πάθος καὶ ὁ ζωοποιὸς θάνατός Του δι᾽ ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς. Χάρις δὲ ἀκριβῶς εἰς αὐτὴν τὴν «θεαρχικὴν ἀσθένειάν» Του μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του, διὰ τῆς ὁποίας κατήργησε τὸ κράτος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐνεδύθη τὴν ἀθανασίαν. «Τεθέωμαι ὁ ἄνθρωπος, γράφει ὁ Δαμασκηνός, ὁ θνητὸς ἠθανάτισμαι… τὴν φθορὰν ἀπηφμίασμαι καὶ ἀφθαρσίαν περίκειμαι τῇ περιβολῇ τῆς Θεότητος» (Γ΄, 2). Καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι οἱ Ἅγιοι, τὰ ζῶντα μέλη τοῦ ἀεὶ ζῶντος Χριστοῦ καὶ ἡ «Ζωαρχικὴ Μήτηρ» Του (Β΄, 5). Πῶς λοιπὸν δύνανται νὰ ὀνομάζωνται αὐτοὶ «νεκροί», ἀφοῦ ἡ Κεφαλή τους καὶ ἡ Ἀπαρχή, ὁ Χριστός, εἶναι ζῶν καὶ ζωοποιός; Ὁ θάνατός τους πλέον, λέγει ὁ Δαμασκηνός, δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλ᾽ «ἡ καλλίστη ἐκδημία, ἣ τὴν πρὸς Θεὸν ἐνδημίαν χαρίζεται» (Β΄, 10). Καὶ ἐὰν τοῦτο «πᾶσι τοῖς θεοφόροις θεράπουσι πρὸς Θεοῦ κεχάρισται· κεχάρισται γὰρ καὶ πιστεύομεν» (αὐτ.), πῶς ὄχι μᾶλλον εἰς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ85; Τόσον ὁ θάνατος τῆς «Ζωαρχικῆς Μητρὸς» τοῦ Κυρίου ὑπερβαίνει τὴν ἔννοιαν τοῦ «θανάτου», ὥστε δὲν ὀνομάζεται κἂν «θάνατος», ἀλλὰ «κοίμησις» καὶ «θεία μετάστασις» καὶ «ἐκδημία ἢ ἐνδημία πρὸς τὸν Κύριον» (Β΄,10· Δ΄, 1). Καὶ ἐὰν ἀκόμη λεχθῇ «θάνατος», ὅμως εἶναι «θάνατος ζωηφόρος» (Γ΄, 2) καὶ «ἀρχὴ δευτέρας ὑπάρξεως» (Δ΄, 4), τῆς αἰωνίου.
.                   Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἄφησε ἀκόμη νὰ «μετάγωνται» διὰ τοῦ θανάτου εἰς αὐτὴν τὴν αἰωνίαν ζωὴν οἱ Ἅγιοί Του καὶ ἡ ἴδια ἡ Μήτηρ Του, τοῦτο εἶναι κατὰ τὰ κρίματα καὶ «θεσμοθετήματά» Του («καὶ εἴκει τῷ τοῦ οἰκείου τόκου θεσμοθετήματι» – Γ΄, 2), Ἀλλ᾽ ὁ θάνατος πλέον δὲν ἔχει ἐπάνω εἰς τὴν Παναγίαν οὔτε μέσα της καμμίαν ἐξουσίαν: «Σήμερον ὁ τῆς ζωῆς θησαυρός, ἡ τῆς χάριτος ἄβυσσος, θανάτῳ ζωηφόρῳ καλύπτεται καὶ τούτῳ ἀδειμάντως πρόσεισιν ἢ τὸν τούτου καταλύτην κυήσασα, εἰ καὶ θάνατον προσαγορεῦσαι χρεὼν τὴν ταύτης πανίερον καὶ ζωτικὴν μεταβίωσιν. γρ τος πσι τν ντως ζων ναβλύσασα, πς θανάτ γένοιτ ν ποχείριος;» (Γ΄, 2). Τὴν Μητέρα τῆς αὐθυποστάτου Ζωῆς, τὴν «τῆς ἐνεργείας πλησθεῖσαν τοῦ Πνεύματος… καὶ τὴν Πατρικὴν εὐδοκίαν ἐγκυμονήσασαν, τὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου πάντα πληροῦσαν ὑπόστασιν… καὶ ὅλην Θεῷ ἑνωθεῖσαν, πῶς καταπίῃ ὁ θάνατος; πῶς ὁ ἅδης εἰσδέξεται; πῶς διαφθορὰ τοῦ ζωοδόχου κατατολμήσειε σώματος; Ἀλλότρια ταῦτα καὶ πάντῃ ξένα τῆς θεοφόρου ψυχῆς τε καὶ σώματος. Ταύτῃ καὶ προσβλέπων ὁ θάνατος δέδοικε· τῷ γὰρ αὐτῆς Υἱῷ προσβαλὼν ἔμαθεν ἀφ᾽ ὧν ἔπαθε καὶ πεῖραν λαβὼν σεσωφρόνισται» (Γ΄, 3)86.
.               Ἡ «ἀντινομία» αὐτὴ τοῦ «ζωηφόρου θανάτου» τῆς Παναγίας δὲν πρέπει νὰ παρακάμπτεται μὲ ἀνθρωπίνους συλλογισμοὺς ἢ εὐσεβιστικὰς δοξασίας, ὅπως εἶναι τὰ νέα «δόγματα» τῶν Δυτικῶν περὶ «Immaculata Conceptio» καὶ «Αssumptio» (ἄνευ θανάτου), ἀλλὰ νὰ κρατῆται ἡ πίστις τῶν Πατέρων καὶ ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παναγία Θεοτόκος δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ ψευδῆ δόξαν. Ὁ «μακαρισμός» της καὶ ἡ «δόξα» της, κατὰ τὸν ἅγιον Δαμασκηνόν, εἶναι «ἡ ἄσπορος σύλληψις, ἡ θεία ἐνοίκησις, ὁ τόκος ὁ ἄφθορος» τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ αὐτὸ δὲν συγκρίνεται καμμία ἄλλη δόξα ἢ ἀρετὴ ἢ χάρις ἢ ἐνέργεια, εἴτε ἀνθρωπίνη εἴτε θεία: «Αὕτη γὰρ οὐκ ἐνεργείας Θεοῦ ὑπῆρξε δοχεῖον, ἀλλ᾽ οὐσιωδῶς τῆς τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ ὑποστάσεως» (Α´, 6). Διὰ τοῦτο καὶ ὁ θάνατός της δὲν εἶναι κάτι τὸ ἄδοξον δι᾽ αὐτήν, διότι τὸν δρόμον αὐτὸν τοῦ θανάτου ἤδη ἔχει περάσει ὁ Υἱός της (Δ΄, 1) καὶ ὡς Θεὸς καὶ Σωτὴρ «τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον κατέλυσε» καὶ «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν σωματικῶς εἰσελήλυθεν εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος», εἰς τὰ ὑπερουράνια «Ἅγια τῶν Ἁγίων» (Γ΄, 12· Ἑβρ. ιβ´ 9· ι´ 20). Διὰ τοῦτο Αὐτὸς ὁ Ἴδιος, ὁ Υἱός της καὶ Σωτήρ, κατὰ τὴν ὥραν τῆς Κοιμήσεως τῆς Μητρός Του, ἔρχεται «πρὸς τὴν οἰκείαν λοχεύτριαν» (Γ΄, 10) καὶ «δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ Παναγίᾳ ταύτῃ καὶ θειοτάτῃ οἷα Μητρὶ λειτουργῶν, τὴν ἱερὰν ψυχὴν ὑποδέχεται» (Β΄, 5), καὶ συνοδευόμενος ὑπὸ ὅλων τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων τὴν ἀναφέρει ὄχι ἁπλῶς εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλ᾽ «ἕως αὐτοῦ τοῦ βασιλικοῦ θρόνου» Του (Β΄,11), εἰς τὰ ἐπουράνια «Ἅγια τῶν Ἁγίων» (Γ΄,12). Εἰς δὲ τὴν «ὁσίαν ταφὴν» (Β΄, 12) τοῦ «ζωαρχικοῦ καὶ θεοδόχου σώματος» (Δ΄, 4) τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἴδιος, ὡς «ὁ νέος Σολομὼν ὁ εἰρηνάρχης», ὅλα τὰ ὑπερκόσμια τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ τοὺς Ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης Του «σὺν παντὶ τῷ ἐν Ἱερουσαλὴμ τῶν ἁγίων λαῷ Του ἠκκλησίασε» (Γ΄, 12) καὶ οὕτω τὸ πανάγιον καὶ θεοδόχον σῶμα «τῷ πανευκλεεῖ καὶ ὑπερφυεῖ ἐπιτίθεται μνήματι· κἀντεῦθεν τριταῖον (μετὰ τρεῖς ἡμέρας)» καὶ ἄφθαρτον (Β΄, 10) «πρὸς οὐρανίους δόμους μετεωρίζεται, πρὸς τὸν Μονογενῆ καὶ ἠγαπημένον Υἱόν της καὶ Θεὸν (Γ΄, 14· Δ´, 2, 4).

10. Θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ λεχθοῦν ἐδῶ καὶ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ τὴν θεολογίαν τοῦ ἁγίου Δαμασκηνοῦ, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἀναφέρομεν, διότι, ὅπως εἴπομεν εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Εἰσαγωγῆς, ὁ πλοῦτος τῆς θεοπαραδότου Ὀρθοδόξου Θεολογίας τῶν Πατέρων εἶναι ἀνεξάντλητος. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ λεχθοῦν, μερικὰ ἔστω, διὰ τὴν θέσιν τῆς Παναγίας εἰς τὴν οὐράνιον «Ἐκκλησίαν τῶν πρωτοτόκων» (Δ΄, 2) καὶ τὴν μεσιτείαν της διὰ τὴν ἐπίγειον Ἐκκλησίαν (Γ΄, 8,16) καὶ γενικῶς διὰ τὴν θέσιν της εἰς ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Υἱοῦ της, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶναι πάντοτε ἀχώριστος («οὐδὲν γὰρ μέσον Μητρὸς καὶ Υἱοῦ», Δ΄, 5), ὡς καὶ ἐπίσης δι᾽ αὐτὴν ὡς «εὐεργέτιδα πάσης τῆς φύσεως» καὶ κτίσεως (Β΄, 2· Α΄,1· Γ΄, 11, 16), καὶ τὴν ὑπὸ πάσης κτίσεως προσκύνησιν αὐτῆς ὡς «Βασιλίδος καὶ Κυρίας καὶ Δεσποίνης καὶ Θεομήτορος καὶ ἀληθοῦς Θεοτόκου» (Β΄, 12· Γ΄, 14). Καὶ πόσα θὰ ἠδύναντο νὰ λεχθοῦν ἀκόμη περὶ τῆς Παναγίας ἀπὸ τὴν λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰς τὴν ὁποίαν τόσοι καὶ τόσοι ὕμνοι της εἶναι τοῦ Δαμασκηνοῦ87! Καὶ πόσα ἀκόμη ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν αἰωνίαν καὶ καθημερινὴν πείραν της! Ἀληθῶς, ἡ τιμὴ καὶ ὁ μακαρισμὸς καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ χάρις τῆς Παναγίας Θεοτόκου εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δὲν τελειώνουν ποτέ. Διότι «ἡ εἰς αὐτὴν τιμή, εἰς τὸν ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα Υἱὸν ἀνάγεται» (Ἔκδ. IV, 16· B΄, 14). Καὶ ὄχι μόνον ἡ τιμή, ἀλλὰ καὶ πάντα τὰ ἄλλα, καὶ προπαντὸς ἡ ὀρθὴ πίστις καὶ προσκύνησις. Διότι τὸ τελικὸν περὶ Παναγίας Θεοτόκου μυστήριον εἶναι τὸ «Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ», «τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» (Ἔκδ. ΙΙΙ, 1· Α΄, 2· Β΄, 9).

 

  1. Ὁ Φιλάρετος Μόσχας γράφει ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸν «ἡ ἄβυσσος τῶν πόνων τῆς Παναγίας δὲν κατέβαλε οὔτε κατεπόντισε αὐτήν, διότι ἐβυθίζετο συνεχῶς εἰς μίαν ἰσομεγέθη ἄβυσσον τῆς ὑπομονῆς τῆς Παναγίας καὶ τῆς ταπεινώσεώς της καὶ τῆς πίστεως καὶ ἐλπίδος, καὶ τῆς ἀπολύτου ἀφοσιώσεώς της εἰς τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ». Slova i rjeci (1844), τ. Ι, 442.
  2. «Εἰ γὰρ οὐκ ἔστι, κατὰ τὸ λόγιον, ἄνθρωπος ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον· ἄνθρωπος δὲ καὶ ἀνθρώπου ἐπέκεινα καὶ ἡ νῦν ὑμνουμένη (ἡ Παναγία), δέδεικται δήπου τρανῶς ὡς καὶ αὔτη τὸν ἴσον ἡμῖν ἐκπεπλήρωκε νόμον τῆς φύσεως, εἰ καὶ μὴ καθ᾽ ἡμᾶς ἴσως, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἡμᾶς» (Λόγος 12, Εἰς τὴν Κοίμησιν, PG 97, 1053). Tὸν ἅγιον Ἀνδρέα, ὡς φορέα τῆς ἱεροσολυμιτικῆς παραδόσεως, ἀκολουθεῖ συχνὰ ὁ ἅγιος Δαμασκηνός.
  3. Βλ. τὸ σχόλιον 53 τῆς Γ΄ Ὁμιλ.
  4. Ἡ ἔκφρασις εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου (PG 36, 348). Βλ. σημ. 30 τῆς Β΄ Ὁμιλ.
  5. Μάλιστα δέ, ἐφ᾽ ὅσον «τὸ διάφορον ἄπειρον δούλων Θεοῦ καὶ Μητρὸς» (Β΄, 10).
  6. Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ὁ Δαμασκηνὸς ἀποδίδει εἰς τὴν Παναγίαν τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς τοὺς ἀναφερομένους εἰς τὸν Χριστόν: «Οὐ κατελήλυθε γὰρ ἡ ψυχή σου εἰς τὸν ᾅδην, ἀλλ᾽ οὐδὲ ἡ σάρξ σου εἶδε διαφθορὰν (Πράξ. β´ 31· Ψάλ. Ιϛ´ 10). Οὐ κατελείφθη ἡ ψυχή σου ἐν τῇ γῇ ἢ τὸ σὸν ἄχραντον καὶ πανακήρατον σῶμα, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῶν βασιλείοις μοναῖς ἡ Βασιλίς, ἡ Κυρία, ἡ Δέσποινα, ἡ Θεομήτωρ, ἡ ἀληθὴς Θεοτόκος αὐλίζει μετατεθεῖσα» (Β΄, 12).
  7. Ὡς μικρὸν δεῖγμα τούτου ἀναφέρομεν μόνον τὸ ἑξῆς Θεοτοκίον, ποίημα τοῦ Δαμασκηνοῦ:

«Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις,
Ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος,
ἡγιασμένε ναὲ καὶ Παράδεισε λογικέ,
παρθενικὸν καύχημα·
ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν,
ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἠμῶν·
τὴν γὰρ σὴν μήτραν θρόνον ἐποίησε,
καὶ τὴν σὴν γαστέρα πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο.
Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις· δόξα σοι».

(Ὀκτώηχος, ἦχος πλ. δ΄, Κυριακὴ πρωΐ).

, , ,

Σχολιάστε