Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Θέωση
XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2019 «Γεννήθηκε γιά νά ἑνώσει στό Πρόσωπό Του μαζί μέ τήν θεία φύση καί τήν ἀνθρώπινη φύση».
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 24 Δεκεμβρίου 2019
XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2019
τοῦ Μητροπ. Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου
1. Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ἑορτάζουμε τήν πιό μεγάλη ἑορτή τῆς πίστης μας. Σήμερα ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα. Ὅταν γεννιέται ἕνα παιδάκι, αὐτό δέν ὑπῆρχε πρωτοῦ νά γεννηθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως, πού σήμερα ἑορτάζουμε τήν γέννησή Του, ὑπῆρχε πρό πάντων τῶν αἰώνων. Πρίν νά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του, γεννήθηκε προαιώνια ἀπό τόν ἄναρχο Πατέρα Του. Καί γιατί γεννήθηκε καί ἀπό τήν Παναγία; Γεννήθηκε γιά νά ἑνώσει στό Πρόσωπό Του μαζί μέ τήν θεία φύση, πού εἶχε σάν Θεός, νά ἑνώσει καί τήν ἀνθρώπινη φύση, πού ἔλαβε ἀπό τήν Παναγία. Καί ἔπρεπε νά γίνει αὐτό, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, γιατί ὁ Θεός ἔπλασε ἀπό τήν ἀρχή τόν ἄνθρωπο, γιά νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Θέωση τήν λέγουμε τήν ἕνωση αὐτή. Καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους ἐπικαλούμαστε, ἔγιναν θεούμενοι.
2. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, πού σήμερα ἑορτάζουμε τήν γέννησή Του ἀπό τήν Παναγία, ἦρθε ἀνάμεσά μας καί μᾶς ἔδειξε τόν τρόπο, πῶς πρέπει νά ζοῦμε γιά νά γίνουμε θεούμενοι. Ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἔζησε ἀνάμεσά μας μέ ΑΓΑΠΗ. Παρηγοροῦσε τούς πονεμένους καί θλιμμένους, ἔτρεφε τούς πεινασμένους, πλησίαζε τούς ἁμαρτωλούς ὄχι γιά νά τούς καταδικάσει, ἀλλά γιά νά τούς σώσει. Καί ἡ ἐντολή πού ἄφησε στούς ἰδικούς Του ἦταν ἡ ἐντολή τῆς ΑΓΑΠΗΣ. «Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», τούς εἶπε (βλ. Ἰω. 15,17). Ἄν λοιπόν εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, ἄν εἴμαστε χριστιανοί, ὅπως λεγόμαστε, ἄν γιορτάζουμε πραγματικά Χριστούγεννα, πρέπει, ἀδελφοί μου, νά ζοῦμε μέ ἀγάπη πρός τούς ἄλλους. Ἀγάπη σημαίνει νά χαιρόμαστε στήν χαρά τοῦ ἄλλου καί νά συλλυπούμαστε στόν πόνο του. Ἀγάπη σημαίνει αὐτό πού περισσεύει νά τό δίνουμε στήν χήρα καί στό ὀρφανό, στόν πτωχό καί τόν πεινασμένο. Καί ἀγάπη σημαίνει νά μήν κατηγοροῦμε κανένα, ἔστω καί ἄν τόν βλέπουμε καί νά ἁμαρτάνει ἀκόμη. Πάντα πρέπει νά ἔχουμε ἕνα λόγο συμπάθειας γιά τόν ἄλλο καί γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά νά ἔχει καί ὁ Θεός συμπάθεια καί σέ μᾶς, γιατί ὅλοι μας εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
3. Ἡ ἄλλη ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, μέ τήν ὁποία ζοῦμε πραγματικά Χριστούγεννα, εἶναι τό νά τελοῦμε τήν θεία Λειτουργία. «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν», μᾶς εἶπε (βλ. Α´ Κορ. 11,24). Καί ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιά νά βγεῖ ὁ ἱερεύς ἔξω κρατῶντας τό ἅγιο Ποτήριο καί νά πεῖ στούς πιστούς: Ἐλᾶτε νά κοινωνήσετε! «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε»! Πρέπει νά κοινωνοῦμε, ἀδελφοί χριστιανοί! Καί νά κοινωνοῦμε συχνά. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό εἶπε καθαρά: «Ἐάν μή φάγετε τήν Σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίετε αὐτοῦ τό Αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (βλ. Ἰω. 6,53). Ὅταν δέ κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τότε πετυχαίνουμε αὐτό πού εἶπα στήν ἀρχή, ὅτι ὁ Χριστός σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ἑνώσει τήν θεία φύση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ναί, παίρνοντες μέσα μας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεία Κοινωνία, γινόμαστε –ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά μας –γινόμαστε «θεοφόροι» , γιατί παίρνουμε μέσα μας τόν Θεό. Γινόμαστε «χριστοφόροι», γιατί παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό.
4. Χριστιανοί μου! Ἐγώ ὁ Ἀρχιερεύς τοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τούς ἄλλους συμπρεσβυτέρους συλλειτουργούς μου Ἱερεῖς Σᾶς εὐχόμαστε καλά Χριστούγεννα. Καλά Χριστούγεννα ὅμως δέν σημαίνει ἕνα καλό φαγητό – καί αὐτό βέβαια θά τό ἀπολαύσετε –, ἀλλά καλά Χριστούγεννα, σημαίνει νά νοήσουμε τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί τόν σκοπό αὐτό τόν πετυχαίνουμε ἐφαρμόζοντας στήν ζωή μας αὐτά τά δύο πού σᾶς εἶπα παραπάνω. Νά ζοῦμε μέ ἀγάπη ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο καί νά πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στήν θεία Λειτουργία, κοινωνώντας συχνά τά ἄχραντα Μυστήρια, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Χρόνια σας πολλά!
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
ΤΟ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟ “ΓΕΝΟΙΤΟ” ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 25 Μάρτιος 2019
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Mητροπ. Γόρτυνος Ἰερεμίας)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 22 Δεκεμβρίου 2018
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
[ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ]
Τοῦ Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία
. 1. Ἑορτή τῶν Χριστουγέννων σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, [Γορτύνιοι καί Μεγαλοπολῖτες]. Ἑορτάζουμε τό δόγμα τῆς πίστης μας ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, πραγματικά ἄνθρωπος μέ σάρκα μέ κόκκαλα μέ αἷμα καί καρδιά. Ἄνθρωπος κατά πάντα ὅμοιος μέ μᾶς, ἐκτός βέβαια ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ ἑορτή αὐτή εἶναι πολύ μεγάλη, εἶναι μητέρα τῶν ἑορτῶν, γιατί ἀπ᾽ αὐτήν προῆλθαν οἱ ἄλλες ἑορτές, ἡ βάπτιση, ἡ σταύρωση, ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τήν εἶπαν μητέρα, «μητρόπολη» τῶν ἑορτῶν.
. Μέ τήν ἑορτή αὐτή βλέπουμε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού πρῶτα στόν οὐρανό εἶχε μόνο θεία φύση, τώρα μέ τήν σάρκωσή Του νά ἔχει καί ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. «Θεάνθρωπος» μέ μία λέξη. Ὥστε λοιπόν μέ τά Χριστούγεννα ἔχουμε ἑνωμένες τίς δύο φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Αὐτός ἀκριβῶς, χριστιανοί μου, εἶναι ὁ σκοπός τῆς σάρκωσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό νά ἑνωθεῖ ἡ φύση μας μέ τήν θεία φύση. «Θέωση» τό λέμε αὐτό. Αὐτός ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο: Τό νά θεωθεῖ.
. 2. Ἀλλά θά ρωτήσετε: Εἶναι δυνατόν ἡ φύση μας νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία φύση; Καί βεβαίως εἶναι δυνατόν, γιατί μέ τά Χριστούγεννα βλέπουμε πραγματικά τήν θεία φύση ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί στό ἐρώτημα, γιατί σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπαντοῦμε ὅτι σαρκώθηκε γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τόν δρόμο πρός τήν θέωση. Ὥστε, καί ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλαστοι, θά σαρκωνόταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά δηλώσει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα τῆς θέωσής του καί τόν τρόπο πῶς πετυχαίνεται αὐτή.
. 3. Πολύ μεγάλο τό γεγονός πού ἑορτάζουμε μέ τά Χριστούγεννα, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Μεγάλο καί φοβερό! Γι᾽ αὐτό, γιά νά μή «τρομάξει» ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, προλαμβάνει ἡ Παλαιά Διαθήκη καί παρουσιάζει Θεό ἄνθρωπο, ἄνθρωπο μέ σῶμα. Ναί! Σᾶς ἀναφέρω ἕνα μόνο λόγο τοῦ Ἰώβ. Ὁ Ἰώβ, μιλῶντας κάπου γιά τόν Θεό, λέγει: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα Του νά τοῦ τήν φάω;». Τί λές ἄνθρωπε; Ἔχει σάρκα ὁ Θεός; Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Ἀλλά φωτίστηκε, ἀδελφοί μου, ἀπό τόν Θεό ὁ Ἰώβ καί εἶδε μελλοντικά τόν Θεό σαρκούμενο καί τόν ἄκουσε νά λέγει: «Λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστί τό Σῶμά μου». Ὁ Ἰώβ λοιπόν, στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη, θέλει νά «κοινωνήσει» καί λέγει: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα Του νά τοῦ τήν φάω;». «Τίς ἄν δώῃ τῶν σαρκῶν αὐτοῦ ἐμπλησθῆναι;», λέγει τό κείμενο (Ἰώβ 31,31). Καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη παρουσιάζεται Θεός μέ σάρκα. Καί κατά τήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, χριστιανοί μου, εἴμαστε πλασμένοι κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν. Γιατί, κάνω ἕνα ἐρώτημα: Πῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Καί μήν μοῦ πεῖτε ὅτι τό κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι στήν ψυχή μόνο τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στό σῶμα. Ὄχι! Ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι καί στό σῶμα! Στήν προπεπτωκυῖα βέβαια κατάστασή του. Τό κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὅπως βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ δημιουργοῦ του. Γιά νά ποῦμε λοιπόν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Καί αὐτός ὁ Θεός, κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Ὁποίου εἴμαστε πλασμένοι, Θεός μέ σῶμα, εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι αὐτό πού λέμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμέ νος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καλύτερα νά τό λέμε, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὅτι εἶναι πλασμένος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη: «Ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν». Προσοχή! Στό χωρίο αὐτό ἀναφέρονται δύο πρόσωπα Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐρωτοῦμε: Κατά τήν εἰκόνα ποίου Θεοῦ, ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει!
. Ἄς τιμήσωμε, ἀγαπητοί μου, τήν ὑψηλή μας ἀξία γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι καί ἄς δο ξάσουμε τόν εὐλογημένο μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πού σαρκώθηκε γιά τήν δική μας δόξα. Χρόνια σας πολλά.
ΠΗΓΗ: imgortmeg.gr
«ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΘΕΟΣ», Τὸ ἄγνωστο μήνυμα τῶν Χριστουγέννων.
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ στὶς 20 Δεκεμβρίου 2015
Τὸ ἄγνωστο μήνυμα τῶν Χριστουγέννων: νὰ γίνεις θεός!
Ἀπὸ τὸν Θ. Ι. Ρηγινιώτη, θεολόγο
. Ποιό εἶναι τὸ νόημα καὶ τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων, ἂν ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ λαμπερὰ περιτυλίγματα, τὰ φωτάκια καὶ τὸν καταναλωτισμό; «Ἡ ἀγάπη» ἀσφαλῶς θὰ ποῦν ὅλοι. Εἶναι μέρες ἀγάπης. «Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη»: αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων.
. Ἂν καὶ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ βασίζεται σὲ μία μεγάλη ἀλήθεια (ἡ ἀγάπη πράγματι εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν καὶ πράξεων, ὅταν γίνονται σωστά), ὅμως κι αὐτὴ ἡ ἀπάντηση δὲν φτάνει στὸ βάθος καὶ στὴν ἀλήθεια τῆς ἑορτῆς, ὅπως μᾶς τὴν παραδίδει ἡ πνευματική μας κληρονομιὰ καὶ ὅπως τὴν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι καὶ ἅγιοι ποιητὲς καὶ μουσικοὶ ποὺ ἔγραψαν τὰ μουσικὰ ἔργα (κανόνες, κοντάκια, ἄλλα τροπάρια) ποὺ ψάλλουμε στὴν Ἐκκλησία τὴ μέρα τῆς γιορτῆς.
Σύμφωνα μὲ ὅλους αὐτούς, τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων εἶναι: ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός.
. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος (σύμφωνα μὲ τοὺς χριστιανοὺς) τὸ ξέρουν καὶ τὸ καταλαβαίνουν, σὲ γενικὲς γραμμές, ὅλοι: ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα (ποὺ εἶναι κι αὐτὸς Θεός), πῆρε ἀνθρώπινο σῶμα (ΚΑΙ ψυχὴ) καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, δίδαξε τὴν ἀγάπη καὶ σταυρώθηκε, λυτρώνοντας τὸ ἀνθρώπινο γένος (ἀπὸ τί ὅμως τὸ λύτρωσε;).
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεός;
. Ἀλλὰ τὸ δεύτερο, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε γιὰ νὰ γίνει θεὸς ὁ ἄνθρωπος, σίγουρα πρώτη φορὰ τὸ ἀκοῦνε οἱ πιὸ πολλοὶ καὶ ἀσφαλῶς χρειάζεται ἐξήγηση.
. Νὰ ποῦμε κατ’ ἀρχὰς ὅτι μιλᾶμε κυριολεκτικά: στ’ ἀλήθεια γίνεται θεὸς ὁ ἄνθρωπος, ὄχι συμβολικὰ ἢ μεταφορικά. Γιατί; Ἐπειδή μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός, δημιούργησε μία γέφυρα ποὺ ἑνώνει Θεὸ καὶ ἀνθρώπους. Ἔτσι, ὅταν κάποιος βαφτίζεται ὀρθόδοξος χριστιανός, μεταλαβαίνει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀξιοποιεῖ τὶς δυνάμεις του γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ πάθη (τὸν ἐγωισμό, τὸ μίσος, τὴν ἰδιοτέλεια, τὸ ν’ ἀγαπάει τὸ χρῆμα, τὶς ἀπολαύσεις ἢ τὴ δόξα πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅσο ἀγαπᾶ τοὺς συνανθρώπους του κ.λ.π.) καὶ νὰ ἐγκαταστήσει μέσα του τὴν ταπεινὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη (ποὺ περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε συγχώρεση τῶν ἐχθρῶν, ἄσχετα ἂν αὐτοὶ μετανοοῦν ἢ ὄχι), τότε ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό.
. Καί, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ἡ ἕνωση αὐτὴ φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἅγιος, δηλαδὴ θεὸς «κατὰ χάριν» (ἀποκτᾶ ἔντονα θεϊκὰ στοιχεῖα, ποὺ τὰ διατηρεῖ αἰώνια, χωρὶς ὅμως νὰ πάψει νὰ εἶναι ἄνθρωπος). Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι κάνουν θαύματα: ἐπειδὴ δὲν εἶναι πιὰ κοινοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἔχουν γίνει πλάσματα ἀνώτερου ἐπιπέδου: θεϊκὰ ὄντα.
. Βέβαια οἱ ἅγιοι – τὸ ξαναλέω – παραμένουν ἄνθρωποι, δὲν γίνονται θεοὶ «κατὰ φύσιν». Μόνον ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς κατὰ φύσιν. Γι’ αὐτό, τοὺς ἁγίους ΔΕΝ τοὺς λατρεύουμε, δὲν εἶναι «οἱ θεοί μας», ἀλλὰ πάντα εἶναι συνάνθρωποι καὶ ἀδελφοί μας. Αὐτὴ εἶναι καὶ μία μεγάλη διαφορὰ τῶν ἁγίων ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ ὀνειρεύονται νὰ γίνουν «θεοὶ» ἐγωιστικά: ὅτι ὅλοι, λίγο πολύ, θέλουμε νὰ γίνουμε οἱ «θεοὶ» τῶν ἄλλων καὶ νὰ ἔχουμε ἐξουσία καὶ δύναμη πάνω τους, ἐνῶ οἱ ἅγιοι δὲν ζητοῦν λατρεία ἀπὸ κανέναν, γιατί αὐτὸ ποὺ ἔχουν μέσα τους εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη, ὄχι ἡ δίψα γιὰ δύναμη καὶ ἐξουσία.
. Καταλαβαίνετε τώρα, ἐλπίζω, γιατί ἔχει τεράστια διαφορὰ ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι ἁπλὰ «ἕνας σοφὸς ἄνθρωπος ποὺ μίλησε γιὰ ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη». Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, τότε δὲν ὑπάρχει ἕνωση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἄρα δὲν ὑπάρχει καὶ σωτηρία. Τελικὸς νικητὴς εἶναι ὁ θάνατος.
. Ἀλλὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ὑπάρχει ἁγιότητα καὶ σωτηρία, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῶν ἁγίων σὲ κάθε ἐποχὴ καί, φυσικά, καὶ στὴν ἐποχή μας. Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι, ὅπως οἱ μεγάλοι Γέροντες Εὐμένιος ἀπὸ τὰ Ρούστικα, Γεννάδιος τῆς Ἀκουμιανῆς Γιαλιᾶς, Πορφύριος, Παΐσιος , Ἰάκωβος τῆς Εὔβοιας κ.π.ἄ., σύγχρονες ἁγίες ὅπως ἡ Σοφία τῆς Κλεισούρας, ἡ Ταρςὼ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ κ.π.α., εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἀληθινὸς καὶ ὅτι ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ πράγματι τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁγιότητα – σὲ αὐτὸ ποὺ οἱ θεολόγοι λέμε «θέωση», δηλ. στὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός.
Μικροὶ καθημερινοὶ ἅγιοι
. Νὰ ποῦμε ἐδῶ ὅτι, ἐνῶ μεγάλοι ἅγιοι εἶναι σχετικὰ λίγοι σὲ κάθε ἐποχή, ὑπάρχουν χιλιάδες «μικροὶ ἅγιοι», ποὺ ζοῦν δίπλα μας ἢ ἴσως καὶ μέσα στὸ σπίτι μας… Ἄνθρωποι γεμάτοι πίστη καὶ ταπεινὴ ἀγάπη, ποὺ συγχωροῦν εὔκολα καὶ τοὺς πάντες καὶ ἀγαποῦν τοὺς πάντες μὲ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ. Ἄνθρωποι ποὺ ὑπομένουν τρομερὲς δυσκολίες, ἀλλὰ ἔχουν πάντα μέσα τους πίστη στὸν Θεό, ἀγάπη καὶ συγχώρεση (ἀνεξικακία) γιὰ τοὺς ἄλλους.
. Ἀλλὰ καὶ πόσες μανάδες δὲν προσεύχονται γιὰ τὰ παιδιά τους μέρα νύχτα καὶ οἱ προσευχὲς αὐτὲς δὲν ὠφελοῦν τὰ παιδιά τους, χωρὶς οἱ ἴδιες – ἢ τὰ ἴδια – νὰ τὸ μαθαίνουν ποτέ… Κι αὐτὲς οἱ μανάδες, λόγῳ τῆς ἀγάπης τους, ἔχουν μία ἁγιότητα, γιατί οἱ φλογερὲς προσευχές τους, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κάνουν αὐτὸ τὸ μικρὸ θαῦμα.
. Ἐπίσης, ἀρκετοὶ παπάδες καὶ μοναχοὶ (καλόγεροι) εἶναι μικροὶ ἅγιοι καὶ κάνουν τὸν ἀγώνα τους γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων μας. Ἂν κοιτάξουμε μὲ εἰλικρίνεια γύρω μας, θὰ δοῦμε σίγουρα μερικούς.
. Ὑπάρχουν καὶ παιδιὰ ἢ ἔφηβοι, ποὺ πιστεύουν στὸν Θεό, προσεύχονται, πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, νηστεύουν, ἐξομολογοῦνται καὶ μεταλαβαίνουν – καὶ συχνὰ γίνονται στόχος τῶν ἄλλων, ὑπομένουν πόλεμο, ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ πειραχτήρια τοῦ σχολείου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οἰκογένειά τους, πού… ἀνησυχεῖ γιὰ τὰ παιδιά τους, ἐνῶ ἂν ἦταν ἐγωιστικά, ἂν κοιτοῦσαν μόνο τὸ συμφέρον τους ἢ τὴ διασκέδασή τους, θὰ τὰ θεωροῦσαν φυσιολογικὰ καὶ θὰ τὰ ἀποδέχονταν εὔκολα.
. Γενικά, κάθε σοβαρὸς χριστιανὸς ἀντιμετωπίζει προβλήματα στὴν κοινωνία, γιατί εἶναι τόσο καλός, ποὺ οἱ περισσότεροι γύρω του τὸν θεωροῦν ἀφελῆ καὶ τὸν λυποῦνται ἢ τὸν ἐκμεταλλεύονται. Αὐτὸς τὸ καταλαβαίνει καὶ πικραίνεται, ἀλλὰ πάντα συγχωρεῖ καὶ πάντα ἐπιμένει στὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη. Καὶ ζητάει βοήθεια ἀπ’ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ συνεχίσει ν’ ἀγωνίζεται, συγχωρώντας, πιστεύοντας καὶ ἀγαπώντας, καὶ θυσιάζοντας πολλὲς φορὲς τὸ συμφέρον του γιὰ τοὺς ἄλλους, χωρὶς ἀντάλλαγμα. Αὐτὴ ἡ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀντέξει ἕναν τόσο μεγάλο ἀγώνα…
. Ἔτσι ὁ Χριστὸς λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο: τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ φέρνουν τὴ μοναξιά, τὸ θάνατο καὶ τὴν αἰώνια μοναξιά, ποὺ ὀνομάζεται κόλαση. Καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ἀγάπη καὶ συνύπαρξη, ποὺ φέρνει τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ ὀνομάζεται παράδεισος.
Ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ Χριστοῦ
. Ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια τοῦ χριστιανοῦ ἀποσκοπεῖ σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς: στὴν προσωπική μας μεταμόρφωση σὲ θεία ὄντα γεμάτα ἀγάπη, ποὺ σημαίνει τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ (τὸ δρόμο) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ (κυριολεκτικὰ «ὁ δρόμος ὁ λιγότερο ταξιδεμένος», γιὰ νὰ δανειστῶ μία φράση ἀπὸ ἄλλη συνάφεια) μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστὸ (ποὺ εἶπε «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός», «δεῦτε πρός με», κατὰ Ἰωάννην ιδ´ 6, κατὰ Ματθαῖον, ια´ 28) καὶ ἔχει ἀναλυθεῖ ἀπὸ τοὺς ἁγίους διδασκάλους τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ, ποὺ δίδαξαν καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τους κι ὄχι θεωρητικὲς διανοητικὲς κατασκευές.
. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ αὐτούς, πρῶτο βῆμα εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας ἀπὸ τὰ πάθη, δηλαδὴ ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπ’ ὅ,τι μᾶς προκαλεῖ ἐξάρτηση μονοπωλώντας τὴν ἀγάπη μας καὶ μᾶς ἐμποδίζει ν’ ἀγαπήσουμε ὁλοκληρωτικὰ καὶ χωρὶς ὅρους τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὅλα τὰ ὄντα.
. Ἡ ἀπελευθέρωση αὐτὴ προϋποθέτει σκληρὸ ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ κρατήσει καὶ μία ὁλόκληρη ζωή. Περιέχει ἐπίσης καὶ μία παγίδα, τοποθετημένη ὄχι ἀπ’ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους (τὸ διάβολο) ἢ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ εὔκολα παρασύρεται: ἡ παγίδα εἶναι τὸ ν’ ἀγωνιστοῦμε ἐνάντια στὰ πάθη μὲ κίνητρο «νὰ εἴμαστε δυνατοί», δηλ. ὑπηρετώντας καὶ τροφοδοτώντας ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ πάθη, τὸ χειρότερο, τὸν ἐγωισμό μας.
. Ὁ ἀγώνας, ὅπως διδάσκεται στὴν πνευματική μας παράδοση, ἔχει ἀποτέλεσμα, ὅταν γίνεται μὲ ταπείνωση, ἢ μᾶλλον, γιὰ νὰ εἶμαι πιὸ ἀκριβής, ἀποσκοπεῖ ἀκριβῶς στὴν ἀπόκτηση τῆς ταπείνωσης, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐντὸς μας οὔτε ἀγάπη οὔτε φῶς. «Μία εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση», ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος, «ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν θὰ τὸ καταλάβετε, ἄντε, ἂς πῶ καὶ τὴν ἀγάπη»… Μόνο ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει ὅσα ζητάει ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 6, ποὺ συνοψίζονται σὲ μία φράση: ἀγάπη στοὺς ἐχθροὺς καὶ παραίτηση ὑπὲρ τῶν ἄλλων ἀπὸ τὰ δικαιώματά μας.
. Ὁ κόσμος ποτὲ δὲν θὰ συγχωρήσει τὸν Ἰησοῦ ποὺ δίδαξε τέτοια πράγματα – ποτὲ δὲν θὰ Τὸν συγχωρήσει ποὺ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ τελειότητα καὶ μάλιστα πὼς αὐτὸς ὁ δρόμος περνάει ἀπ’ τὴ συνάντηση μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Δὲν τοὺς ἄφησε νὰ πιστεύουν πὼς ἡ τελειότητα ἔρχεται ἀποκτώντας δύναμη, ὅπως γιὰ χιλιάδες χρόνια μᾶς εἶχε παραπλανήσει ὁ ὄφις, ἢ πὼς ἔρχεται κάνοντας ἀτομικὸ ἀγώνα, μὲ σκοπὸ καθαρὰ ἀτομικό, ὅπως μᾶς παραπλανᾶ τώρα. Γιατί ὁ Χριστός, βλέπεις, εἶπε πὼς αὐτὸς ὁ ἀγώνας γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ μὲ τὴν ἔνταξή μας στὸ πανανθρώπινο σῶμα Του, ὅπου ὅλοι μαζὶ κι ὄχι κατὰ μόνας, στηρίζοντας ὁ ἕνας τοὺς ἄλλους, κατευθυνόμαστε πρὸς τὸν Θεὸ (τὸ Φῶς – ἢ μᾶλλον «τὸ Φῶς ποὺ δὲν εἶναι Φῶς καὶ γνωρίζει τὸ ὄνομά μας», ὅπως τὸ χαρακτήρισε ὁ Νεῖλος Στράικερ, ὁ Ἀμερικανὸς βουδιστὴς ἱερέας ποὺ ἔγινε ὀρθόδοξος χριστιανὸς μετὰ ἀπὸ ἕνα πολυήμερο χριστιανικὸ βίωμα).
. Τὰ στοιχεῖα ποὺ περιέχει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ (ἡ θεία μετάληψη, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ νηστεία, ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ἐκκλησιασμὸς) εἶναι τὰ μέσα ποὺ παρέχει ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους ὡς ἐνίσχυση στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Καὶ στὴ συνέχεια εἶναι τὰ μέσα γιὰ τὴν ἐγκατάσταση μέσα μας τῆς θείας χάριτος, δηλαδὴ τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, ποὺ σημαίνει ἐγκατάσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ (κατὰ Ἰωάννην ιδ´ 23) καὶ φέρνει τὸν ἄνθρωπο στὴν τελειότητα.
Μήπως αὐτὰ μοιάζουν μέ… βουδιστικά;
. Ὁ ὀρθόδοξος δρόμος πρὸς τὴν τελειότητα (τὴν ἁγιότητα, τὴ σωτηρία, τὸν παράδεισο – τρεῖς λέξεις γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα) διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ διδάσκει ἡ σοφία τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν καὶ οἱ διάσημες δυτικοποιημένες ἐκδοχές τους, κυρίως κατὰ τρία στοιχεῖα του:
Ὁ χριστιανὸς προσπαθεῖ ν’ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο ποὺ χάραξε ὁ Χριστὸς κι ὄχι νὰ χαράξει ὁ ἴδιος τὸ δρόμο ποὺ προτιμᾶ ἢ ποὺ θεωρεῖ ὅτι «τοῦ ταιριάζει». Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει, γιὰ νὰ νικηθεῖ ὁ ἐγωισμός μας, ποὺ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο, κατὰ τοὺς Πατέρες ἀνυπέρβλητο χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἂν καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος μπορεῖ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν παροχὴ «ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων» ποὺ κάνουν κάποιον νὰ εἶναι ἰαματικός, διορατικός, ἀδέσμευτος ἀπὸ χῶρο καὶ χρόνο κ.π.ἄ., ἀλλὰ καὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἑνότητά του μὲ ὅλα τὰ ὄντα καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί τους καὶ νὰ τὰ βοηθήσει μὲ τὴν προσευχή του κ.τ.λ., τὰ χαρίσματα αὐτὰ θεωροῦνται δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ὄχι ἀνάδυση δικῶν μας ἐσωτερικῶν δυνάμεων, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ μὲ ἁπλὴ ἐξάσκηση, χωρὶς ἑνότητα μὲ τὸν Θεό. Ἐξ ἄλλου, κίνητρο τοῦ ἀγώνα δὲν εἶναι καθόλου μία τέτοια πνευματικὴ ἀνάπτυξη, ἀλλὰ ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ.
. Ὁ χριστιανὸς ἀγωνιστὴς εἶναι «ἐραστὴς τοῦ Χριστοῦ», Αὐτὸν ἐπιθυμεῖ καὶ ἀπορρίπτει κάθε ἄλλη ὑπόσχεση (ἀνώτερης συνειδητότητας, σοφίας, γνώσης, εὐεργετικῶν δυνάμεων κ.τ.λ.), γιατί μπορεῖ νὰ τὸν ἀποπροσανατολίσει.
. Τέλος, οἱ χριστιανοὶ ἀγωνιστὲς καὶ οἱ ἅγιοι χριστιανοὶ διδάσκαλοι γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ προειδοποιοῦν τοὺς ἀνθρώπους ὅτι μπορεῖ ἕνα πνευματικὸ βίωμα, ἐντελῶς ὅμοιο μὲ ἀγαθὸ καὶ θεϊκό, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα δαιμονικὸ καὶ ἀπατηλό.
. Διδάσκουν ἐπίσης τὴν ἀποφυγὴ τέτοιων παγίδων μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς «διάκρισης τῶν πνευμάτων». Ἴσως δὲν εἶναι τυχαῖο, ποὺ ἔχοντας ἀναπτύξει στὸ ἔπακρο αὐτὴ τὴν ἐπιστήμη, ἀπορρίπτουν τὶς μεθόδους τελειοποίησης τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν ὡς ἀτελεῖς, ἐνῶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις διακρίνουν καὶ σκοτεινὸ ὑπόβαθρο.
ΠΗΓΗ: ἀέναη ἐπΑνάσταση
Η ΘΕΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 3
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 1 Ἰούνιος 2012
Ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου [Γ´]
Γ´ Ἡ πορεία πρὸς τὴν θέωση
Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/05/28/ἡ-θέωσις-τοῦ-ἀνθρώπου1/
Β´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/05/30/ἡ-θέωσις-τοῦ-ἀνθρώπου-2/
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ, ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ»
(Σχεδίασμα Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως)
Ἱ. Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος (Μάρτιος 2012)
. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ περιγράψουμε ἀμυδρὰ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση, θὰ προσπαθήσουμε νὰ μεταφέρουμε πιστὰ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μὲ κόπο πολὺ διήνυσαν τὸν δρόμο αὐτὸ καὶ τώρα ἀγάλλονται αἰωνίως μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.
. Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου συντελεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὴν ἐπιτυγχάνουμε μόνοι μας. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἐμεῖς πάσχουμε τὴν θέωση, ἐνῶ ὁ Θεὸς τὴν ἐνεργεῖ[1]. Θὰ πρέπη ὡστόσο κι ἐμεῖς νὰ ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νὰ καταστήσουμε ἄξιο τὸν ἑαυτό μας νὰ δεχθῆ καὶ νὰ κρατήση τὴν μεγάλη αὐτὴ δωρεά.
. Πρώτη προϋπόθεση γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Διότι ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν[2].
. Οἱ μεγαλύτερες πτώσεις στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου εἶναι ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου καὶ ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἦταν καὶ οἱ δύο προσπάθειες γιὰ «θέωση», ποὺ στηρίζονταν ὅμως ὄχι στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὴν ἔπαρση καὶ στὸν ἐγωισμό. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν φοβερὴ πτώση, ἀθεράπευτη γιὰ τὸν ἐφευρέτη τῆς κακίας, καὶ δυσθεράπευτη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δυστυχῶς τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς μέχρι τὶς μέρες μας. Διάφορα κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ συστήματα ὑπόσχονται πολλὰ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀποτυγχάνουν τραγικά, διότι ἔχουν ὡς κέντρο τους τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι τὸν Θεάνθρωπο Χριστό.
. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε πολὺ καθαρά: Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν[3]. Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίση τὴν ἀδυναμία του, καὶ ζητήση μὲ συντριβὴ τὸ ἔλεος καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει νὰ βαδίζη στὸν δρόμο τῆς θεώσεως. Οἱ Ἅγιοι ἐνῶ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό, ἐνῶ ἔλαμπαν καὶ θαυματουργοῦσαν, ταυτόχρονα θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους χειρότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ταπείνωση τοὺς ἀνέδειξε θεοὺς κατὰ Χάριν.
* * *
. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ἐκφράσεις θέωσις, ἕνωσις μὲ τὸν Θεό, ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεό, γνῶσις Θεοῦ, θεωρία τοῦ Θεοῦ, θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός, εἶναι προσπάθειες περιγραφῆς τῶν ἐμπειριῶν τῆς θεώσεως[4]. Μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου συνυπάρχει ἡ θέα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν πατερικὸ λόγο, βλέπει τὸ Φῶς καὶ γίνεται Φῶς: «Φῶς γεγονὼς καὶ διὰ τοῦ φωτὸς θεώμενος καὶ φῶς ὁρῶν». Γιὰ νὰ ἀξιωθῆ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ δῆ τὸν Θεό, θὰ πρέπη νὰ καθαρίση τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ πάθη: Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται[5]. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
. Ἡ τέλεια κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό: «Ὅταν φθάση κανεὶς στὴν πνευματικὴ τελειότητα, ἀφοῦ καθαρθῆ ὁλότελα ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη καὶ ἑνωθῆ τελείως μὲ τὸ Παράκλητο Πνεῦμα… τότε γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος πνεῦμα, ὅλος χαρά, ὅλος ἀγάπη»[6].
. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ἔφθασε στὴν κάθαρση, βλέπει τὸν Θεό. Οἱ θεοφόροι Πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν πῶς συμβαίνει αὐτό: Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καὶ ἑπομένως «ὅποιος καθάρισε τὴν καρδιά του ἀπὸ κάθε ἐμπάθεια, βλέπει μέσα στὸ δικό του κάλλος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»[7]. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε πάθος, ἔχει κάνει τὴν καρδιά του ἕναν καθαρὸ πνευματικὸ καθρέπτη στὸν ὁποῖο καθρεπτίζεται ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός.
. Ὁ ἀγῶνας βέβαια γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν τὰ πάθη δὲν εἶναι καθόλου εὔκολος. Χρειάζεται πολὺς κόπος καὶ συνεχὴς βία: Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. Καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς καλοῦν: «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε Πνεῦμα». Μαζὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια, γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς εἶναι τελείως ἀπαραίτητη ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι «οἱ ἀρετὲς ἀπὸ μόνες τους δὲν μποροῦν νὰ κάνουν καθαρὴ τὴν καρδιά, χωρὶς τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[8].
. Ὅσο προχωρᾶ ὁ ἄνθρωπος στὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς του, τόσο περισσότερο ζῆ πνευματικὲς καταστάσεις καὶ ἐμπειρίες τῆς θείας Χάριτος. Τὰ πρῶτα πικρὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μετατρέπονται σὲ δάκρυα βαθιᾶς εἰρήνης καὶ τέλος σὲ δάκρυα ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Ὁ νοῦς φωτίζεται καὶ βλέπει σιγὰ-σιγὰ μὲ ἄλλο τρόπο τὰ πράγματα, τοὺς ἀνθρώπους, τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζεται ἀπάθεια.
. Στὴν ἀπάθεια διακρίνουμε τέσσερα στάδια: «Ἡ πρώτη ἀπάθεια, ποὺ παρατηρεῖται στοὺς ἀρχαρίους, εἶναι ἡ παντελὴς ἀποχὴ ἀπὸ τὴν πράξη τῆς ἁμαρτίας. Δεύτερη εἶναι ἡ πλήρης ἀπουσία συγκατάθεσης στοὺς κακοὺς λογισμούς… Τρίτο στάδιο ἀπαθείας εἶναι ἡ πλήρης ἀκινησία τῶν παθῶν… Τέταρτο στάδιο εἶναι ἡ πλήρης κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἁπλὴ φαντασία τῶν παθῶν». Γιὰ τὸ τελευταῖο αὐτὸ στάδιο τῆς ἀπαθείας ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει: «Ὅποιος ἀξιώθηκε αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἐνῶ βρίσκεται ἀκόμη στὴν σάρκα του, ἔχει ὡς ἔνοικό του τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τὸν κυβερνᾶ σὲ ὅλα τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα καὶ τὶς σκέψεις»[9].
. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης παρομοιάζει τὴν ἀπάθεια μὲ τὸ ἀνάκτορο τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως, ἐνῶ τὶς «πολλὲς μονές», ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός, τὶς παρομοιάζει μὲ τὶς κατοικίες τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ. Καὶ μᾶς προτρέπει: «Ἂς τρέξουμε γιὰ νὰ κατορθώσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὸν νυμφῶνα τοῦ ἀνακτόρου. Ἐὰν ὅμως εἴτε ἀπὸ κάποιο φορτίο εἴτε ἀπὸ κάποια πρόληψη (κακὴ συνήθεια ἁμαρτωλοῦ παρελθόντος) εἴτε ἀπὸ κάποια ἀργοπορία καθυστερήσαμε,… τουλάχιστον ἂς προφθάσουμε κάποια κατοικία γύρω ἀπὸ τὸν νυμφῶνα»[10]. Ἐδῶ θὰ πρέπη νὰ διευκρινισθῆ ὅτι δὲν σώζονται μόνον ὅσοι φθάνουν στὴν ἀπάθεια, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τους μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ τοὺς βρίσκει ὁ θάνατος[11].
* * *
. Ἡ θέωση στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι ὁ μυστικὸς ἀρραβῶνας τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό. Στὸν ἀρραβῶνα αὐτό, τὸ δακτυλίδι ποὺ χαρίζει ὁ Νυμφίος Χριστὸς στὴν ψυχὴ εἶναι ἡ τελεία χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνον ὅταν ἡ ψυχὴ δεχθῆ αὐτὴ τὴν θεία Χάρι μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιη γιὰ τὸν μελλοντικὸ γάμο της μὲ τὸν Χριστό. Ὁ γάμος αὐτὸς εἶναι τὰ ἀγαθὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας[12].
. Στὴν παροῦσα ζωὴ οἱ Ἅγιοι θεοποιοῦνται, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι ἀντιληπτὸ σὲ ὅσους κρίνουν ἐξωτερικά:
Ὥσπερ ἐγεννήθη Θεὸς ἀτρέπτως
ἄνθρωπος ἐν σώματι καὶ πᾶσιν ὤφθη,
οὕτως ἀφράστως, πνευματικῶς γεννᾷ με
καὶ ἄνθρωπον μένοντα θεὸν ποιεῖ με·
καὶ ὥσπερ ὁρώμενος σαρκὶ ἐκεῖνος
τὸ Θεὸς εἶναι ἠγνοεῖτο τοῖς ὄχλοις,
οὕτω καὶ ἡμεῖς, οἷον ἦμεν, τοῖς πᾶσιν
«θαῦμα!» βλεπόμενοι ἄνθρωποι πάντως
τό, ὅπερ γεγόναμεν χάριτι θείᾳ,
οὐ πεφύκαμεν τοῖς πολλοῖς καθορᾶσθαι.
Μόνοις δ’ οἷς ὄμμα ψυχῆς κεκαθαρμένον[13].
. Στὴν μέλλουσα ζωὴ ὅμως, οἱ Ἅγιοι θὰ βλέπουν τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο καταυγαζόμενοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θείας δόξης:
Ὢ θαύματος, ὡς ἄγγελοι καὶ ὡς υἱοὶ Ὑψίστου
ἔσονται μετὰ θάνατον, θεοὶ Θεῷ συνόντες,
τῷ φύσει ὄντι οἱ αὐτῷ θέσει ὁμοιωθέντες[14].
1. Πρβλ. ὅσιος Μάξιμος Ὁμολογητής, Πρὸς Θαλάσσιον, 22, PG 90, 320D καὶ Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον, PG 91, 33C.
2. Ἰακώβου 4, 6.
3. Ἰωάννης 15, 5.
4. Πρβλ. ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, PG 3, 376A: «Ἡ θέωσίς ἐστιν ἡ πρὸς Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καὶ ἕνωσις» ― Πρβλ. ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Α΄ πρὸς Βαρλαάμ, 38, Συγγράμματα 1, 247.
5. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2, 3, 57, Συγγράμματα 1, 591 ― Ματθαῖος 5, 8.
6. Ἅγιος Μακάριος Αἰγύπτιος, Λόγοι πεντήκοντα (παράφραση ἁγ. Συμεὼν Μεταφραστοῦ), 90, Φ 3, 208.
7. Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς 6, PG 44, 1269C.
8. Ματθαῖος 11, 12 ― Ἀββᾶς Λογγῖνος, Γεροντικόν, Ἀθήνα 21970, σελ. 63 ― Ὅσιος Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια πρακτικὰ καὶ θεολογικά, 73, Φ 3, 250.
9. Ὅσιος Μάξιμος Ὁμολογητής, Πρὸς Θαλάσσιον, 55, PG 90, 544C ― Κλῖμαξ, Λόγος 29, 2 καὶ 15, σελ. 368 καὶ 371.
10. Ἰωάννης 14, 2 ― Κλῖμαξ, Λόγος 29, 16-7, σελ. 371-2.
11. Πρβλ. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πρὸς Ἰωάννην καὶ Θεόδωρον, 9, Συγγράμματα 5, 235, καὶ Ὅσιος Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Ἠθικὸς 4, SC 129, 18.
12. Πρβλ. Ὅσιος Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια θεολογικὰ 3, 45-9, SC 51, 93-5.
13. Ὅσιος Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Ὕμνος 50, SC 196, 170-2.
14. Α΄ Κορινθίους 13, 12. Πρβλ. Ματθαῖος 13, 43 ― Ὅσιος Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Ὕμνος 27, SC 174, 286.
Η ΘΕΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 2
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 30 Μάϊος 2012
Ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου [Β´]
Β´ Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/05/28/ἡ-θέωσις-τοῦ-ἀνθρώπου1/
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ, ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ»
(Σχεδίασμα Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως)
Ἱ. Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος (Μάρτιος 2012)
. Μὲ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὁ σκοπὸς τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς φάνηκε ὅτι ματαιώνεται. Ὁ ἄνθρωπος, βαριὰ ἄρρωστος πλέον, δὲν εἶχε τὶς προϋποθέσεις ποὺ εἶχε ἀρχικὰ γιὰ νὰ προχωρήση στὴν θέωση. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὴν σωτηρία του μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του.
. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος θεολογεῖ: «Ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὸν πλοῦτο, γίνεται πτωχός. Πτωχεύει λαμβάνοντας τὴν δική μου σάρκα, γιὰ νὰ πλουτήσω μὲ τὴν δική Του Θεότητα». Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι κάθε Χριστιανὸς ἔχει πλέον τὴν δυνατότητα νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, νὰ πετύχη τὴν θέωση. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπευθύνεται στὸν καθένα μας: «Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο κατέβηκε στὴν γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σὲ καταστήση θεό, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν»[1].
. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ συντελεῖται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἔχουν ὡς κεφαλή… γίνονται κι αὐτοὶ θέσει θεοί, ὅμοιοι μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ»[2]. Ἐὰν ὁ χριστιανὸς ζῆ χωρὶς ἐξομολόγηση καὶ πνευματικὴ ζωή, εἶναι ἕνα νεκρὸ μέλος τοῦ Χριστοῦ. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐξομολογῆται καὶ μετέχη στὰ ἅγια Μυστήρια, εἶναι μέλος ζωντανό. Ἡ θεία ζωὴ τὸν διαποτίζει ὁλόκληρο, καὶ τὸν ζωοποιεῖ. Θὰ ἦταν ὅμως τελείως ἀδύνατον νὰ θεωθοῦμε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔκανε μέλη τοῦ ἁγίου Σώματός Του.
* * *
. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχη τὴν θέωση, διότι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, εἶναι ἄκτιστη. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον οὐσία, ὅπως πιστεύουν οἱ Παπικοί, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνον οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο. «Ὅσοι ἀξιώνονται νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, ἑνώνονται κατ’ ἐνέργειαν»[3].
. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: «Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους παραλάβαμε νὰ ὀνομάζουμε Θεότητα καὶ τὴν θεία φύση καὶ τὴν θεοποιὸ δωρεά». Ἐὰν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν ἄκτιστες, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς θεώσουν, νὰ μᾶς ἑνώσουν μὲ τὸν Θεό. «Ὅταν κάποιος λέγη ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκχέεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀξίους εἶναι κτίσμα, ἀναιρεῖ φανερὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἁγίων μὲ τὸν Θεό, καὶ ἀθετεῖ τὴν κοινωνία τῆς Θεότητος»[4]. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Παπικοὶ δὲν ὁμιλοῦν γιὰ θέωση ἀλλὰ μόνο γιὰ μιὰ ἠθικὴ καλλιτέρευση.
. Ὅσοι πάλι πιστεύουν ὅτι μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀναγκαστικὰ φθάνουν στὸ συμπέρασμα ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατ’ οὐσίαν θεός, δηλαδὴ ὅτι ὅλοι καὶ ὅλα γίνονται θεοί. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίληψη ποὺ ὑπάρχει στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ὅπου ὁ Θεὸς δὲν εἶναι συγκεκριμένη προσωπικὴ ὕπαρξη ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμη σκορπισμένη σ’ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα (πανθεϊσμός).
. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἐργαστήριο τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοὶ κοινωνοῦμε μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία (ἐξομολόγηση, νηστεία κλπ.) τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, γινόμαστε κι ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
1. Λόγος 45, 9, PG 36, 636A ― Εἰς Πράξεις 15, 4, PG 60, 125.
2. Ὅσιος Συμεὼν Νέος Θεολόγος, Ἠθικὸς 4, SC 129, 50.
3. Πρβλ. Ἰωάννης 1, 18. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 75, Συγγράμματα 5, 77-8 (πρβλ. καὶ 94-5).
4. Πρὸς Ἀρσένιον, 2, Συγγράμματα 2, 316 ― Πρὸς Ἀθανάσιον Κυζίκου, 33, Συγγράμματα 2, 443.
Η ΘΕΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 1
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 28 Μάϊος 2012
Ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου [Α´]
Α´ Θέωσις, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ, ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ»
(Σχεδίασμα Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως)
Ἱ. Κουτλουμουσιανὸν Κελλίον Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου,
Ἅγιον Ὄρος (Μάρτιος 2012), σελ. 284.
. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἔθεσε ὡς σκοπὸ νὰ γίνη καὶ καθ’ ὁμοίωσίν Του[1]. Δηλαδὴ ὁ Δημιουργὸς μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε κατὰ Χάριν θεοί, καὶ ἑπομένως σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωσις.
. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὸν στόχο αὐτό, «θέωσις εἶναι ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμοίωση καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεό». Ἡ ἕνωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς συναισθηματική· εἶναι ὀντολογικὴ καὶ πραγματική. Αὐτὸ τὸ ἀνέκφραστο μυστήριο τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ περιέγραψε μὲ μία φράση: «Ἡμεῖς καὶ ὁ Χριστὸς ἕν ἐσμεν»[2].
. Ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. «Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ θείας φύσεως καὶ μέτοχοι τῆς αἰωνιότητός Του, καὶ νὰ φανοῦμε ὅμοιοι μὲ Αὐτόν, θεούμενοι διὰ τῆς θείας Χάριτος». Γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἡ θέωσις εἶναι ὁ τελικὸς στόχος, ὁ πρώτιστος καὶ ὑψηλότατος σκοπὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε… καὶ ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως, καὶ ἡ παράδοση τοῦ φυσικοῦ καὶ γραπτοῦ νόμου,… καὶ ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ἡ ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[3].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
1. Γένεσις 1, 26.
2. Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, PG 3, 376A ― Εἰς Ἑβραίους 6, 3, PG 63, 58
3. Ἅγ. Μάξιμος, Περὶ θεολογίας, 3, 42, Φ 2, 98. Β΄ Πέτρου 1, 4 ― Ἀπάνθισμα λίαν κατανυκτικῶν εὐχῶν, Βόλος 1963, σελ. 12.
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ 2 («Ὑποτάσσει τὴν λογική της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ»)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 24 Μάρτιος 2012
Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἱ Δεσποτικὲς Ἑορτές»,
ἔκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (1995)
[2]
Γ´
. Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν γεννᾶται ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πτώσεως κληρονομήθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Φυσικὸ ἦταν καὶ ἡ Παναγία νὰ μὴν εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι σαφής: «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ´ 23). Στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ χωρίο φαίνεται ὅτι τὸ ἁμάρτημα νοεῖται ὡς στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀκόμη ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἡ Παναγία γεννήθηκε μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Πότε ὅμως ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ αὐτό; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ σχολαστικὲς ἀντιλήψεις.
. Κατ’ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἦταν ἡ στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἀπώλεια τῆς Θεοκοινωνίας. Αὐτὸ ὅμως εἶχε καὶ σωματικὲς συνέπειες, γιατί στὸ σῶμα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας εἰσῆλθε ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Ὅταν στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος γιὰ κληρονόμηση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, δὲν ἐννοεῖται ἡ κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ κυρίως οἱ συνέπειές της, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Ὅπως ὅταν ἀρρωσταίνη ἡ ρίζα τοῦ φυτοῦ, ἀρρωσταίνουν καὶ τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα, τὸ ἴδιο ἔγινε μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ἀσθένησε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ποὺ κληρονομεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ εὔκρατο κλίμα τῆς καλλιέργειας τῶν παθῶν, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκοτίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ πρόσληψη ἀπὸ τὸν Χριστό, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, αὐτοῦ τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματος, χωρὶς τὴν ἁμαρτία, συνετέλεσε στὸ νὰ διορθωθοῦν οἱ συνέπειες τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Ἀδάμ. Θέωση ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως καὶ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶχε καταργηθῆ ὁ θάνατος, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ θεόπτες Προφῆτες πήγαιναν στὸν Ἅδη. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔτσι δόθηκε ἡ δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ θεωθῆ. Ἐπειδὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γινόμαστε μέλη τοῦ θεωθέντος καὶ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ λέμε ὅτι διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.
. Ὅταν προσαρμόσουμε αὐτὰ στὴν περίπτωση τῆς Παναγίας, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν σχέση της μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ αὐτό. Ἡ Παναγία γεννήθηκε μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, εἶχε ὅλες τὶς συνέπειες τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου στὸ σῶμα της. Μὲ τὴν εἴσοδό της στὰ ἅγια τῶν ἁγίων ἔφθασε στὴν θέωση. Αὐτὴ ὅμως ἡ θέωση δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς συνέπειές του, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος, ἀκριβῶς γιατί δὲν εἶχε ἑνωθῆ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἔτσι, τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ θεία φύση ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν γαστέρα τῆς Παναγίας, ἡ Παναγία πρώτη γεύεται τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὶς συνέπειές του. Ἄλλωστε, τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔγινε αὐτὸ ποὺ ἀπέτυχε νὰ κάνη ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μὲ τὸν ἐλεύθερο προσωπικό τους ἀγώνα. Γι’ αὐτό, ἡ Παναγία τὴν στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔφθασε σὲ μεγαλύτερη κατάσταση ἀπὸ ἐκείνην στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα πρὶν τὴν πτώση. Ἀξιώθηκε νὰ γευθῆ τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας, ὅπως θὰ δοῦμε σ’ ἄλλες ἀναλύσεις.
. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν Παναγία δὲν χρειάστηκε νὰ γίνη Πεντηκοστή, δὲν χρειάστηκε νὰ βαπτισθῆ. Αὐτὸ ποὺ βίωσαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε σὲ ὅλους ἐμᾶς κατὰ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἔγινε γιὰ τὴν Παναγία τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τότε ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἐνοχή, ἀλλὰ ὅτι ἀπέκτησε τὴν θέωση στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, λόγῳ τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸν Χριστό.
. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅτι τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡ Παναγία ἔλαβε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο τὴν καθάρισε καὶ τῆς ἔδωσε δύναμη δεκτικὴ τῆς θεότητος τοῦ Λόγου, συγχρόνως δὲ καὶ γεννητική. Δηλαδή, ἡ Παναγία ἔλαβε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καθαρτικὴ χάρη, ἀλλὰ καὶ δεκτικὴ καὶ γεννητικὴ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀνθρώπου.
Δ´
. Ἡ ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὴν πληροφορία τοῦ ἀρχαγγέλου ὅτι θὰ ἀξιωθῆ νὰ γεννήση τὸν Χριστὸ ἦταν ἐκφραστική: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α´ 38). Φαίνεται ἐδῶ ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας στὸν λόγο τοῦ ἀρχαγγέλου, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπακοή της στὸν Θεό, γιὰ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἦταν παράδοξο καὶ παράξενο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἔτσι ὑποτάσσει τὴν λογική της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
. Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι κατὰ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα περίμεναν μὲ ἀγωνία νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπάντηση τῆς Παναγίας, ἔχοντας φόβο μήπως ἀρνηθῆ καὶ δὲν ὑπακούση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἐπειδὴ κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοιο δίλημμα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχει ἐλευθερία, μπορεῖ νὰ πῆ τὸ ναὶ ἢ τὸ ὄχι, ὅπως ἄλλωστε ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, τὸ ἴδιο μποροῦσε νὰ συμβῆ καὶ στὴν Παναγία. Ἀλλὰ ὅμως ἡ Παναγία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀρνηθῆ, ὄχι γιατί δὲν εἶχε ἐλευθερία, ἀλλὰ γιατί εἶχε τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.
. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς κάνει διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ γνωμικοῦ θελήματος. Γνωμικὸ θέλημα ἔχει κανεὶς ὅταν διακρίνεται γιὰ τὴν ἄγνοια ἑνὸς πράγματος, γιὰ τὴν ἀμφιβολία καὶ τελικὰ γιὰ τὴν ἀδυναμία ἐπιλογῆς. Πρόκειται γιὰ μία ἀμφιταλάντευση περὶ τοῦ πρακτέου. Φυσικὸ θέλημα ἔχει κανεὶς ὅταν ὁδηγῆται κατὰ τρόπο φυσικό, χωρὶς ἀμφιταλαντεύσεις, χωρὶς ἄγνοια, στὴν πραγματοποίηση τῆς ἀλήθειας.
. Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι τὸ φυσικὸ θέλημα συνδέεται μὲ τὸ «θέλειν», ἐνῶ τὸ γνωμικὸ θέλημα μὲ τὸ «πῶς θέλειν», καὶ μάλιστα ὅταν γίνεται μὲ ἀμφιβολίες καὶ ἀμφιταλαντεύσεις. Ἑπόμενο εἶναι ὅτι τὸ φυσικὸ θέλημα συνιστᾶ τὴν τελειότητα τῆς φύσεως, ἐνῶ τὸ γνωμικὸ θέλημα συνιστᾶ τὴν ἀτέλεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ προϋποθέτει ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει γνώση τῆς ἀλήθειας, δὲν εἶναι βέβαιος γι’ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἀποφασίση.
. Ὁ Χριστὸς καίτοι εἶχε δύο θελήματα, λόγῳ τῶν δύο φύσεων, ἀνθρωπίνης καὶ θείας, ἐν τούτοις εἶχε φυσικὸ θέλημα, ἀπὸ τὴν ἄποψη ποὺ μελετᾶμε ἐδῶ καί, βέβαια, δὲν εἶχε γνωμικὸ θέλημα. Ὡς Θεὸς ἤξερε πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ δὲν ὑπῆρχε ποτὲ ἀμφιβολία μέσα Του οὔτε ἀμφιταλάντευση. Αὐτὸ κατὰ χάριν βιώνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἐπειδὴ ἡ Παναγία εἶχε φθάσει στὴν θέωση, γι’ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀρνηθῆ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ συγκατατεθῆ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση. Εἶχε τὴν τέλεια ἐλευθερία, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐλευθερία της ἐνεργοῦσε πάντοτε κατὰ φύσιν καὶ ὄχι παρὰ φύσιν. Ἐμεῖς ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε φθάσει στὴν θέωση ἔχουμε ἀτελῆ ἐλευθερία, τὸ λεγόμενο γνωμικὸ θέλημα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀμφιταλαντευόμαστε γιὰ τὸ πρακτέο. Ἡ ἐρώτησή της «πῶς ἐσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λουκ. α´ 34), δείχνει ταπείνωση, ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδοξο τοῦ πράγματος, ἐπειδὴ ὑπῆρχαν θαυματουργικὲς συλλήψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὄχι ὅμως ἀσπόρως.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ο ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ, τὸν θεολογικώτατο θεατὴ τῶν ὑπερκοσμίων, ὅπου ἀκούει ἀλάλητα ρήματα
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 10 Μάρτιος 2012
Κυριακὴ Β´ Νηστειῶν – Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
καὶ τῆς προσφορᾶς του στὴν Ἐκκλησία
Πρόλογος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου
στὰ μεταγλωττισμένα ἀπὸ αὐτὸν παλαμικὰ συγγράμματα,
τὰ ὁποῖα ὅμως ἀποτεφρώθησαν ἀπὸ πυρκαϊὰ στὸ τυπογραφεῖο τῆς Βενετίας.
[Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου
«Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἡ Θεολογία του», σελ. κη´ – μβ´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον»,
Εἰσαγωγή-Μετάφρ. Ἐπιμέλεια
Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μουραζέρη, Ἅγιον Ὄρος
σελ. 517-530
Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς
. Ἀλίμονο στὸν καιρὸν ἐκεῖνο ποὺ δὲν σὲ ἀγαποῦσα, λέγει κάπου πρὸς τὸν Θεό, φλεγόμενος ἀπὸ ἔρωτα, ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος. Ἐγὼ δὲ μεταβάλλοντας ἐλαφρῶς τὸν λόγο θὰ ἔλεγα ἀναλόγως: ἀλίμονο στὸν καιρὸν ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶχαν ἐκδοθῆ διὰ τοῦ τύπου τὰ πάνσοφα καὶ θαυμαστὰ καὶ θεόβροντα συγγράμματα τοῦ μεγάλου φωστῆρος τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου. Ἂς χαθῆ ὁ φθόνος! Μᾶλλον δὲ ὁ πατὴρ τοῦ φθόνου, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὰ συγγράμματα αὐτὰ κάπου τέσσερις αἰῶνες καὶ πλέον μέσα στὸ σκότος, παραπεταμένα σὲ μίαν ἄκρη, καὶ μόλις νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν φθοράν, αὐτὰ ποὺ ἦσαν ὄχι μόνον ἄξια ἀλλὰ καὶ ὑπεράξια νὰ ἰδοῦν τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ ἄξια καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ.
. Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δεινὰ ποὺ περιβάλλουν τὸ δυστυχὲς γένος μας, ἦταν καὶ αὐτὸ τὸ καλόν, νὰ στερηθοῦν τόσοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸν φθόνο ποὺ παρακολουθεῖ κάθε καλό. Καὶ γιὰ τὴν στέρησιν αὐτὴ θρηνεῖ ἡ ἠθική, ἡ ὁποία καθαίρει ἀπὸ τὰ πάθη, διότι ἐζημιώθη τὴν ἀκριβεστάτη διάκριση καὶ στάθμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν παθῶν. Θρηνεῖ ἡ φυσικὴ θεολογία, ἡ ὁποία φωτίζει τὴν ψυχή, καθὼς καὶ ἡ Θεόπνευστος Γραφή, ποὺ ἀναζητοῦν τοὺς τρανοὺς καὶ ἀληθεῖς λόγους τους. Πρὸ παντὸς θρηνεῖ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν τελειότητα, ἐπειδὴ μένει ἀκόμη κάπως ἀτελής, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναζητεῖ γοερῶς τὴν τελειότητά της.
. Καὶ γιὰ νὰ εἰπῶ μὲ ἕνα λόγον, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλον τὸ ὀρθόδοξον πλήρωμα, ὅλος ὁ ἱερὸς κλῆρος ποὺ εἰσέρχεται στὸ ἱερὸν Βῆμα καὶ προσεγγίζει τὸν Θεόν, καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ παραμένει ἔξω ἀπὸ τὸ Βῆμα, ὤ, ποίαν δόξαν ἔχουν στερηθῆ, ποίαν δύναμη, ποῖον πλοῦτον ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τοιούτων πνευματικῶν θησαυρῶν! Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω κάπως πιὸ τολμηρά, ποίαν ἀδοξίαν ἡ ἔνδοξος, ποίαν ἀδυναμίαν ἡ δυνατή, ποίαν πτωχείαν εἶχε περιβληθῆ μέχρι σήμερα ἡ πλουτοδότις Ἐκκλησία, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὰ συγγράμματα τοῦ θείου Παλαμᾶ! Ἀλλὰ ἂς εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰώνας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ Νοός, ὁ δοτὴρ καὶ αἴτιος κάθε καλοῦ καὶ μάλιστα τῶν λόγων περὶ Αὐτοῦ τοῦ ἰδίου. Αὐτὸς καὶ τώρα τὰ μεταβάλλει ὅλα μόνον μὲ τὴν θέληση, καὶ τὸν τωρινὸν αἰώνα τὸν κάμει μακαριστόν. Καὶ τὸν φθόνον διαλύει, καὶ τὴν λύπη μεταβάλλει σὲ χαράν, καὶ στὴν Ἐκκλησίαν ἀποδίδει τὸν στολισμό της μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν. Καὶ οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὅπως ἠμπορεῖ νὰ συμπεράνη κανείς, ὥστε νὰ προηγηθοῦν παιδαγωγικώτερα συγγράμματα ἄλλων θεολόγων, γιὰ νὰ καταστήσουν τοὺς νόες δεκτικοὺς τῶν ὑψηλῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου τούτου Πατρός, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν σύνοψη καὶ κατάληξη ὅλων ἐκείνων καί, κατὰ κάποιον τρόπον, ἐπισφράγισμα τῶν. Διότι αὐτὸς εἶναι θεσμὸς καὶ τάξις πανίερος, καὶ στὰ ἀγγελικὰ τάγματα, πάντοτε καὶ σὲ ὅλα, πρῶτα δίδονται τὰ ἀτελέστερα καὶ στοιχειώδη, καὶ ὕστερα τὰ τελειότερα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτελείας ἐκείνων ποὺ θὰ τὰ δεχθοῦν. Αὐτὸ βεβαιώνει ὁ Νόμος ὁ Μωσαϊκὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιον. Ὁ μὲν ὡς ἀτελὴς προκηρυττόμενος πρὸς ἀτελεῖς, τὰ δὲ ὡς τέλειον ἀποκαλυπτόμενον ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμο πρὸς τελείους. Ἄλλωστε αὐτὸ φανερώνουν τυπικῶς καὶ οἱ φωνὲς τῆς σάλπιγγος ἐπάνω στὸ Σινά, οἱ ὁποῖες, λέγει, ἔφθασαν βαθμιαίως σὲ μεγάλην ἔνταση.
. Ἐκτὸς αὐτῶν, δὲν ἦταν καθόλου ἀνεκτὸν στὸν Θεόν, ἀλλὰ οὔτε καὶ δίκαιον, τοὺς λόγους ποὺ ἔγραψε στὶς πλάκες τῆς καρδίας ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ τὸ Πνεῦμα, νὰ τοὺς ἀφήση νὰ μένουν στὸ σκότος, ἀγνώστους, ἀδόξους, καὶ ἔτσι νὰ στεροῦνται καὶ οἱ σύγχρονοι καὶ οἱ μελλοντικοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τόσην ὠφέλεια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ περιφρονῆται ὁ φίλος του Γρηγόριος, ποὺ ἐκοπίασε νὰ τοὺς γράψη.
. Γιὰ νὰ δείξω μὲ ὀλίγα λόγια τὸν ἄνδρα λέγω τὰ ἑξῆς: ὁ Γρηγόριος ἔφθασε στὴν ἀκρότητα τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, περισσότερο ἀπὸ τὸν καθένα. Λοιπόν, ὁ τρισόλβιος ἐκάθισε σὲ ἕναν τόπον στὸν ἱερὸν Ἄθω, ἀθόρυβο καὶ ἀπλησίαστο καί, ἀφοῦ ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε αἰσθητὸν καὶ κάθε σύγχυση (ἂς χρησιμοποιήσω γιὰ τὸν ἑαυτὀν του τὰ λόγια τὰ ἰδικά του), δίδεται ὅλος στὴν νοερὰν ἐπιστροφὴ καὶ ἑστίαση τῆς προσοχῆς στὸν ἔσω ἄνθρωπον, ἢ μᾶλλον στὴν ἐπιστροφὴν ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν νοῦ, πράγμα θαυμαστὸν καὶ νὰ τὸ λέγη κανείς. Καὶ σπεύδει νὰ ἀποπλύνη μὲ τὸ πένθος, τὸ ἀποκρουστικὸν προσωπεῖον, τὸ ὁποῖο τοῦ προξένησε ἡ περιπλάνησις στὰ γήινα. Καὶ ἀφοῦ ἠνάγκασε σὲ περιορισμὸ μὲ βίαν ἰσχυρὰ τὸ πολυπόρευτον τῆς διανοίας του, συνάπτεται μὲ τὴν Θεαρχικὴν Τριάδα διὰ τῆς συνεπτυγμένης καὶ νοερᾶς προσευχῆς, καὶ ἔκαμε τὸ μοναδικὸν τοῦ νοῦ τριαδικόν, ἂν καὶ δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι ἑνιαῖον. Καρτερώντας δὲ ἐπὶ πολὺν χρόνο στὴν κατάστασιν αὐτὴ τὴν γεννητικὴν τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων, καὶ καθαρίζοντας ὅλο καὶ περισσότερο τoν ἑαυτόν του, τὸν ἀποσπογγίζει ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν ἐπήρεια, ἀλλὰ καὶ τoν ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε τί ἐπίκτητο, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἀθῶα καὶ δὲν ρυπαίνει τὸν νοῦ.
. Ἀφοῦ λοιπόν, κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον, ἀνῆλθε ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ παθῶν, οὔτε ἐπάνω μόνον ἀπὸ τὴν φύση, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς φύσεως, οὔτε ἐπάνω γενικῶς ἀπὸ ὅσα νοητὰ δὲν ὑπερβαίνουν τὴν φαντασία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους των, δέχεται στὴν καρδία του τὸν ἐνυπόστατον φωτισμὸ τῆς θείας χάριτος, καὶ ἔτσι εὑρίσκει μέσα του ἄλλον οὐρανὸν καὶ ἄλλον ἥλιον καὶ τὴν νοητὴν σιγήν, ἡ ὁποία ἐπακολουθεῖ, φυσικῶς στὴν κατάστασιν αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Ἀπόστολος Ἰοῦστος ὀνομάζει ἱερὰν ἀφθεγξίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐνεργεῖται ὁ λεγόμενος ἐγκάρδιος καὶ ἐκπληκτικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Σιναΐτης Γρηγόριος. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴν ἐργασίαν ὁδεύοντας μέσα στὴν ὁδὸ τοῦ θείου φωτός, ἁρπάζεται καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Παῦλος, ὄχι μόνον κατὰ τὸν νοῦ καὶ τὶς ἄλλες ψυχικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν αἴσθησιν, (πλὴν τῆς ἀναπνοῆς) μὲ μίαν ὁλικὴν καὶ ὑπερφυσικὴν ἁρπαγή, κατὰ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ὁ πρὸς τὸν Κύριον ἐκστατικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ αὐτὸς Σιναΐτης Γρηγόριος. Καὶ ὕστερα ἀνεβαίνει σὲ ὄρη αἰώνια, ἢ ἀνάγεται ὄχι μὲ τὴν φαντασία τῆς διανοίας ἀλλὰ μὲ μίαν ἀπόρρητο δύναμη τοῦ Πνεύματος, «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος» μὴ γνωρίζων. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, γίνεται θεατὴς τῶν ὑπερκοσμίων, ὅπου ἀκούει ἀλάλητα ρήματα, πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν ἠμπορεῖ νὰ φανερωθῆ ἢ νὰ ἐκφρασθῆ καὶ νὰ ἐπιτευχθῆ.
. Ἀκολούθως δέ, ἀφοῦ ἔφθασε στὸν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς θείας πηγῆς, ὅπως λέγει ὁ κρυφιομύστης Διονύσιος, ὅπου εἶναι κεκαλυμμένα τὰ ἁπλὰ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα μυστήρια τῆς θεολογίας, καταξιώνεται νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση διὰ μέσου τῆς ἀβλεψίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τὸν «ὑπέρθεον καὶ γνῶσιν» μὲ τὸ νὰ μὴν ἰδῆ καὶ νὰ μὴ γνωρίση. Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ ὅρασις καὶ γνῶσις. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω συνοπτικά, μένει ὅλος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα στὴν φύση, ἀλλὰ γίνεται ὅλος Θεὸς κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἀπειρόδωρο χάρη τῆς θεώσεως, ὅπως λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος: «ἡνώθη μὲ τὸν κατὰ φύσιν Θεὸν καὶ ἐγνώρισε τόσο τὸν γινωσκόμενον, ὅσον εἶχε γνωρισθῆ αὐτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα». Εἶναι ἐπίκαιρο νὰ λεχθῆ ἐδῶ τὸ τοῦ Θεολόγου καὶ συνωνύμου περὶ αὐτοῦ τοῦ συνωνύμου καὶ Θεολόγου: «Βλέπει μὲν τὰ ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ δὲν τοῦ ἐμφανίζεται καθόλου. Καί, ὅπως ὁ Μωυσῆς, φίλος Θεοῦ χρηματίζει. Ἐπειδὴ δὲ τὰ τῶν φίλων εἶναι κοινά, κατὰ τὴν παροιμία, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει στὸν φίλο του τὰ θεῖα του μυστήρια, καὶ τὸν διδάσκει ἀποκρύφους λόγους τῆς φύσεως, καὶ σηκώνει τὸ κάλυμμα κάποιων σκοτεινῶν νοημάτων τῆς Γραφῆς. Καὶ τοῦ δίδει τὸ χάρισμα, ὄχι μόνον τῆς διοράσεως τῶν ὄντων καὶ ἐκείνων ποὺ ἤδη ὑπάρχουν, οὔτε μόνον τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγιστον χάρισμα τῆς προοράσεως ἐκείνων ποὺ θὰ γίνουν μετὰ πολὺν χρόνον. Τοῦ δίδει ἀκόμη καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἅγιον, μὲ ἀφθονίαν, καὶ ὅταν ἦταν στὴν ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον, ὥστε νὰ τοῦ ἀποδοθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἐπωνυμία τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι τὸ ἱερόν του σκήνωμα, εὐῶδες καὶ ἀδιάλυτον, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ὅρους, ὅπως ἀκόμη καὶ μέχρι τώρα βλέπεται στὴν Θεσσαλονίκη.
. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει ὠρισμένα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ συμβολικὰ «ὀπίσθια», δηλαδὴ λόγους θείας δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, σοφίας καὶ ἀγαθότητος, δόξης καὶ ἀπειρίας, καὶ ὅλων τῶν γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸν φυσικῶς θεωρουμένων, τὰ ὁποῖα ὁ θεολόγος νοῦς πρέπει νὰ ζητῆ. Διότι μόνα αὐτὰ εἶναι προσιτά. Αὐτὸ δὲ ποὺ συμβολικῶς λέγεται πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τὸν λόγο τῆς οὐσίας, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νὰ τὸ ζητῆ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ εἶναι τελείως ἀπροσπέλαστος καὶ ἀπρόσιτος σὲ κάθε κτιστὸ νοῦ καὶ ὄχι μόνον ἀνέκφραστος, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἀνώνυμος καὶ ἄγνωστος, καὶ εὑρίσκεται ἐπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν «καθ’ ὑπερουσιότητα θέσιν».
. Ἀλλὰ γιατί νὰ λέγωμε πολλά; Ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χαρίσματά του χαρίζει τὸ δῶρο νὰ θεολογῆ ἀσφαλῶς καὶ ἀπταίστως, ποὺ εἶναι τὸ ὑψηλότατον ἀπὸ ὅλα τὰ δῶρα, καὶ πολυέραστο καὶ καταλληλότατο στὸ νὰ ὁδηγῆ στὴν θείαν ἀγάπη.
. Γιὰ τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐμεσίτευσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ πρῶτος τῶν θεολόγων, ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ὁποῖος μὲ ὅραμα μυστικὸν τὸ ἀνήγγειλε στὸν Γρηγόριο, σὲ στιγμὴ ποὺ εὑρίσκετο σὲ κατάστασιν ἐγρηγόρσεως. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, σὲ νυκτερινὴν ὀπτασίαν του συνιστᾶ νὰ συγγράψη ὁπωσδήποτε χάριν τῆς ὠφελείας τῶν χριστιανῶν, ὅλα ὅσα τοῦ ἐνήχησε τὸ Πνεῦμα στὰ ὦτα τῆς καρδίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαιρετικὸν πλεονέκτημα τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰδικοῦ μου θεολόγου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους, ὅτι ἤρχισε νὰ συγγράφη ὅσα συνέγραψε ὄχι ἀπὸ προσωπικὴν ἐπιθυμία οὔτε χωρὶς θεία θέληση, ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως καὶ ἐντολῆς. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Γρηγόριος μέσα σὲ πολὺν χρόνο, ὄχι μόνον ἔμαθε, ἀλλὰ καὶ ἔπαθε τὰ θεῖα, καὶ ἐτελειοποιήθη μὲ τὴν ἕνωση καὶ τὴν γνωριμία μὲ αὐτά, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ, ὅπως ὁ Ἀρεοπαγίτης. Καὶ ἔτσι ἀρχίζει νὰ θεολογῆ ἀπλανῶς, ἐπειδὴ ἀνῆκε στὴν τάξιν ὄχι ἁπλῶς αὐτῶν ποὺ καθαίρονται, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἤδη καθαρθῆ τὴν τελειοτάτην κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας, ἀφοῦ καὶ ἐνωρίτερα εἶχε καὶ θεοπτίες, οἱ ὁποῖες ὑπερέχουν ἀπείρως ἀπὸ τὴν μὲ μόνον τὸν λόγον θεολογίαν. Καὶ αὐτὸ διότι ἤκουσε τὸν συνώνυμόν του Θεολόγον, ὅτι δὲν εἶναι εὔκολον τὸ πράγμα, οὔτε εἶναι γιὰ τὸν καθένα νὰ θεολογῆ ἀληθῶς, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καθαρθῆ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ἢ τουλάχιστον εὑρίσκονται στὸ στάδιον τῆς καθάρσεως.
. Μὲ αὐτὲς λοιπὸν τὶς προϋποθέσεις λογογραφεῖ τὰ ἀπόρρητα δόγματα τῆς εὐσεβείας, αἰνεῖ τὸν Κύριον σὲ καθέδρα πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, καὶ ἔτσι ἀναπτύσσει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύγκλητο, λαμπρυνομένην ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν βασιλέων, καὶ σὲ πολλὲς συνόδους πολὺ μεγάλες καὶ πολυανθρώπους, ποὺ ἐλάχιστα ὑστεροῦν ἀπὸ τὶς οἰκουμενικές. Καὶ ἀντιπαρατάσσεται γενναίως στὶς ἀντιθέους κενοφωνίες τῶν αἱρετικῶν, καὶ μὲ τὶς Γραφικὲς καὶ λογικὲς ἀποδείξεις νικᾶ τούτους κατὰ κράτος καὶ στήνει τὸ τρόπαιον. Προμαχεῖ τῆς πίστεως, ὑπερμαχεῖ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Θεολόγων Πατέρων, καὶ χάριν αὐτῆς φυλακίζεται καὶ ἀποθνήσκει κατὰ προαίρεσιν. Ἀπὸ ὅλους δὲ ποὺ τὸν ἤκουαν καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐγνώριζαν, ἐθαυμάζετο ὑπερβολικὰ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀληθὴς θεολόγος, ὁ ὁποῖος δὲν ὑστερεῖ στὸ παραμικρὸν ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ περιφανεῖς θεολόγους, Βασίλειον τὸν Μέγα, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, Ἀθανάσιον καὶ Κύριλλον καὶ τοὺς λοιπούς.
. Ἔτσι, μὲ ἕνα λόγον, φῶς ὑπάρχοντας, καὶ φῶς βλέποντας, καὶ στὸ φῶς διαμένοντας, μὲ τὸ φῶς ἐννοεῖ καὶ ὁμιλεῖ καὶ συγγράφει ὅλα τὰ θεουργικά του φῶτα. Διότι ἔτσι ὀνομάζω ἐγὼ τὰ συγγράμματά του, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ γνωστικοὶ φωταγωγοῦνται καὶ μεταμορφώνονται πρὸς θέωση, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ θείου Μαξίμου, μὲ ὅσα ἀναφέρονται στὴν ἠθική, ὅσα στὴν φυσικὴ Θεολογία, ὅσα στὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅσα εἶναι τῆς μυστικῆς θεολογίας, ὅσα νηπτικὰ καὶ ὅσα ἀντιρρητικά, καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο περιέχεται στὰ συγγράμματά του…
. Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι εἶστε μέτοχοι τῆς ἐπουρανίου κλήσεως, στὴν ποικίλην αὐτὴ καὶ ἄφθονο πνευματικὴ πανδαισία, τῆς ὁποίας ἑστιάτωρ καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ μέγας καὶ θαυματουργὸς Γρηγόριος, μᾶλλον δὲ ὁ μέσα στὸν Γρηγόριο φθεγγόμενος Παράκλητος. Οἱ μὲν πρακτικοὶ καὶ ἀρχάριοι, τρώγετε τὸ καθαρὸν καὶ ἄδολον γάλα τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας, καὶ καθαρίζετε τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα σας. Ὅσοι ἀρχίσατε νὰ προκόπτετε, κατατρυφᾶτε ἀπὸ τὸ μέλι τῆς νηπτικῆς ἐργασίας τοῦ νοός, διὰ μέσου τῆς ὁποίας εὑρίσκεται τὸ μακαριστὸν πένθος, καὶ ἀντλεῖται ἡ πνευματικὴ ἡδονὴ ποὺ πηγάζει ἀνεκφράστως ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ γνωρίζεται μὲ νοερὰν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι χρηστὸς καὶ γλυκύτατος κατὰ τὸν Προφήτην. Οἱ δὲ μέσοι, ποὺ τρέχετε πρὸς τὴν τελειότητα, τρώγετε τὴν στερεωτέρα τροφή, τὸν ἄρτον, λέγω, τῆς φυσικῆς θεωρίας, μυούμενοι καὶ στοὺς βαθυτέρους λόγους τῶν θείων γραφῶν. Οἱ δὲ τέλειοι, πίνετε τὸν ἐκστατικὸν οἶνον τῆς ὑπὲρ φύσιν θεολογίας ἤ, ἠμποροῦμε νὰ ποῦμε, θεοπτίας, καὶ μεθύοντας αὐτὴν τὴν μέθη τῆς θεώσεως, διὰ τῆς χάριτος θὰ γίνετε τελείως ἐκστατικοί. Καὶ ὄχι μόνον θὰ ἀνέλθετε ἐπάνω ἀπὸ κάθε νόημα, ἀλλὰ θὰ γίνετε καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας γιὰ νὰ ἑνωθῆτε ὁλόκληροι μὲ τὸν Θεόν, διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς ἑνώσεως ἢ ἀνακράσεως ἢ συμφύσεως ἢ δὲν γνωρίζω τί νὰ εἰπῶ καταλληλότερον. Πάντως, μὲ μίαν λέξιν, ὅλοι ἀπολαύσετε τὴν καλὴν καὶ λαμπρὰν αὐτὴν πανδαισίαν. Ὅλοι τρυφήσατε ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ συμποσίου αὐτοῦ, ποὺ δὲν ἐλαττώνεται καὶ δὲν χάνεται, διότι εἶναι ἀθάνατος, καὶ ὠφελεῖ ἀνερμηνεύτως τὴν ἀθάνατον ψυχή. Καὶ σᾶς λέγω ἐκεῖνο τὸ εὐαγγελικόν, ὅτι ἀληθῶς «πολλοὶ σοφοί, διδάσκαλοι καὶ θεολόγοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν καὶ ἀπολαῦσαι τούτων, ὧν ὑμεῖς ὁρᾶτε καὶ ἀπολαμβάνετε, καὶ τῆς ἐφέσεως οὐκ ἐπέτυχον».
. Πίνοντας ὅμως τὸν καλὸν οἶνον τῶν ὑψηλῶν τούτων συγγραμμάτων, μὴ κατηγορήσετε γιὰ ἀμέλειαν αὐτὸν ποὺ σᾶς ἐκάλεσε στὸ δεῖπνο, καὶ μὴ εἰπῆτε πρὸς αὐτὸν τὰ λόγια του ἀρχιτρικλίνου: «Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι καὶ ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω. Σὺ δὲ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι». Ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων αὐτὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀντίστροφος, διότι, λέγει, πρῶτον προσφέρουν τὸν «ἐλάσσω» καὶ ὕστερα τὸν «κάλλιστον». Γιὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς συνετηρήθη μέχρι τώρα, γιὰ νὰ χορηγηθῆ στοὺς πιστοὺς σὰν ἐξαίρετον δῶρο ποὺ μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν.
. Ἐὰν στὴν πνευματικὴν αὐτὴν εὐωχία πρέπει νὰ προσφέρω καὶ ἐγὼ κάτι εὐφραντικόν, θὰ εἰπῶ στοὺς καλοὺς συνδαιτημόνες μὲ ὀλίγα λόγια πόση ἡδονὴ καὶ χάρις ὑπάρχει στὰ συγγράμματα αὐτά, γιὰ νὰ ἐρεθίσω τὴν ἐπιθυμία σας στὴν ἀνάγνωσή τους. Ὅταν διαβάζω τὰ ἠθικὰ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ἀποτάσσομαι τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο, μισῶ τὰ πάθη, καὶ ἀσπάζομαι τὴν «κεκρυμμένην σὺν τῷ Χριστῷ ζωὴν» τῶν μοναχῶν. Μὲ τὶς ἐντολὲς καθαρίζομαι, ποθῶ νὰ συμβιώσω μὲ τὶς ἀρετὲς καί, ἀνυψούμενος πρὸς τὰ τελειότερα, γίνομαι ναὸς Θεοῦ καὶ κατοικητήριον τοῦ Πνεύματος.
. Ὅταν διαβάζω τὰ Νηπτικά, μυοῦμαι στὰ μυστικὰ αὐτὰ ὄργια τῆς ἱερᾶς νήψεως καὶ τῆς εὐκτικῆς ἀρετῆς, καὶ μαθαίνω τὴν ὁλικὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, καθὼς καὶ τὴν ἀπλανῆ κυκλικὴν κίνηση τοῦ νοῦ καὶ ἀνάτασή του πρὸς τὸ θεῖον. Καὶ τότε εἰσέρχομαι στοὺς ὅρους τῆς ἀληθοῦς ἡσυχίας, κατὰ τὴν ὁποίαν νοῶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου νοῶ τὸν Θεόν, καὶ πλησιάζω πρὸς αὐτὸν διὰ καρδιακῆς καὶ συνεπτυγμένης εὐχῆς καὶ ἐμπύρου κατανύξεως, ἡ ὁποία γεννᾶται ἀπὸ τὴν εὐχή. Καὶ μυσταγωγοῦμαι καὶ μαθαίνω ποία εἶναι ἡ μονιμωτάτη καθαρότης τοῦ νοῦ καὶ ποία τῆς καρδίας. Καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ διδάσκομαι καὶ τοὺς λόγους τῆς νοερᾶς αὐτῆς ἐπιστροφῆς μέσα στὴν καρδία, καθὼς καὶ τὶς θεωρητικὲς ἀποδείξεις ἀπὸ τὴν Γραφήν, ἀπὸ τὴν φύση καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πείρα, γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Καὶ στὰ ἀποδεικτικὰ αὐτὰ στοιχεῖα πειθόμενος, καταγελῶ ὡς ἀσόφους καὶ ἀμυήτους ὅσους ἀντιλέγουν, εἴτε παλαιοὺς εἴτε συγχρόνους.
. Ὅταν πάλιν ἐγκύψω στὰ συγγράμματα ποὺ πραγματεύονται περὶ τῆς φυσικῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, εὑρίσκω κάποιες νέες καὶ πρωτότυπες ἑρμηνεῖες, συγκριτικῶς μὲ ὅσα ἔχουν εἰπεῖ παλαιότεροι ἅγιοι, διὰ τῶν ὁποίων, μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴν ἐπεξεργασία, τὸ γράμμα ἀποκτᾶ ἀπροσδόκητον βαθύτητα. Διότι ὁ ἅγιος Πατὴρ ἔσπασε τὸν φλοιὸ τῶν ἐξωτερικῶν ἐκφράσεων, καὶ ἀπεκάλυψε τὸ μυστικὸν κάλλος τῶν λόγων τῆς ἐνσωμάτου ἢ ἀσωμάτου φύσεως, εἴτε τῶν νοημάτων τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον βλέποντας ἐγὼ ὅτι ἦταν κρυμμένο σὰν μαργαριτάρι μέσα στὸ ὄστρακον, πληροῦμαι ἀπὸ χαρὰν καὶ γίνομαι περισσότερον θεωρητικός, ἀπὸ βάθους σὲ βάθος βυθιζόμενος καὶ ἀπὸ ἀβύσσου σὲ ἄβυσσον κατερχόμενος. Καὶ γιὰ νὰ εἰπῶ ὅλην τὴν ἀλήθεια, εὑρίσκω στὰ φυσικὰ καὶ στὶς ἑρμηνεῖες του λόγους ἀσφαλεῖς καὶ σπουδαίους καὶ τετραγώνους. Εὑρίσκω νὰ ἐξακριβώνεται ὁ ἴδιος ὁ μυελὸς καὶ τὸ βάθος κάθε ἐξεταζομένου θέματος.
. Ἀλλὰ προκειμένου γιὰ τὰ θαυμαστὰ θεολογικὰ καὶ ἀντιρρητικὰ συγγράμματα τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ὁ λόγος μου ἀγαπᾶ μὲν νὰ πλησιάση, ἀλλὰ νὰ προσπελάση σ’ αὐτὰ ἰλιγγιᾶ ἐνώπιον τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους, τοῦ μήκους καὶ τοῦ πλάτους των, ποὺ εἶναι ἀληθῶς ἀνέκφραστα. Διότι ὄχι μόνον συνέλεξε σὲ μίαν ἑνότητα ὅσα ἐγράφησαν σποραδικῶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους πατέρες, καὶ ἀπάνθισεν ὅ,τι θεολογικώτερον ὑπῆρχε, ὁ θεολογικώτατος ἐκεῖνος νοῦς, ποὺ ἔγινε τοιοῦτος ὄχι ἁπλῶς δυνάμει ἀλλὰ ἐνεργείᾳ, λόγῳ τῆς καθαρότητός του. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἐφαίνετο ὡς ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας ἢ ὡς ἐπιλήψιμο στοὺς κακοδόξους, τὸ μεθερμήνευσε μὲ εὐσεβεστέρα διατύπωση θεοσόφως, καὶ διέσωσεν ἔτσι τὸ κύρος τῶν θεολόγων Πατέρων.
. Πλὴν αὐτῶν, ὁ θεῖος Γρηγόριος προσέθεσε ὅσα τοῦ ἀπεκαλύφθησαν ὑπερφυῶς. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐπεξεργάσθη, καὶ τὰ ἐνεσωμάτωσε σὲ μίαν ἑνότητα, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα πραγματικὸν ἀριστούργημα Θεολογίας, ἕνα τέλειον οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ ὄντως τὸν θαυμασμὸ σὲ κάθε ἀκοὴν καὶ διάνοιαν.
. Σὲ αὐτὰ λοιπὸν τὰ συγγράμματα ὅταν ἐγκύπτω ἐγώ, ἀμέσως γίνομαι ἀληθὴς θεολόγος. Ὤ, πόσων μυστηρίων ἀξιώνομαι ἀκαριαίως, καὶ σὲ ποῖες νοερὲς συλλήψεις φθάνω! Ὑπερπηδῶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, διασχίζω τὸν περίγειον τοῦτον ἀέρα, ὑπερβαίνω τὸν αἰθέρα, διέρχομαι ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἐμπύρινον οὐρανόν, λίγο ἀκόμη καὶ θὰ φθάσω ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Πληροῦμαι ἀπὸ ἐνθουσιασμόν, ἀνεβαίνω ὑψηλότερα ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ μυοῦμαι τὴν ἀσύγχυτον Μονάδα καὶ ἀδιαίρετον Τριάδα, τὸν ἕνα καὶ τρία Θεόν: τὸ μὲν κατὰ τὴν οὐσία, τὸ δὲ κατὰ τὶς ὑποστάσεις. Καὶ μαθαίνω ὅτι μία εἶναι ἡ οὐσία ἀριθμητικῶς, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, ἁπλή, ἀπερινόητος, ἀνώνυμος καὶ τελείως ἀμέθεκτος ἀπὸ τὴν κτίση. Ἀπὸ δὲ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις, ὁ μὲν Πατὴρ εἶναι ἡ μόνη ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ρίζα τῆς «ἐν Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι» θεωρουμένης Θεότητος. Ὁ δὲ Υἱὸς εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα γεννητῶς, ἀλλὰ ὄχι καὶ αἴτιος τοῦ Πνεύματος. Ἐπίσης τὸ Πνεῦμα εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ μόνον τὸν Πατέρα ἐκπορευόμενον, ὄχι καὶ ἀπὸ τὸν Υἱόν. Καὶ ἔτσι ἀποβάλλω τὸ αἰτιατοαίτιον (σημείωση: ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὴν Δυτικὴ καινοτομία τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Φιλιόκβε), τὴν νέαν αὐτὴν προσθήκην, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τὴν μοναρχία μέσα στὴν Θεότητα, καὶ εἰσάγει κατ’ ἀνάγκην στὴν Τριάδα τὴν δυαρχίαν.
. Καὶ δὲν μαθαίνω μόνον αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κοινὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων θεολόγων Πατέρων, ἀλλὰ μυσταγωγοῦμαι καὶ στὴν γνώση τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου Παλαμᾶ, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθη μέχρι τέλους μὲ διαλόγους καὶ μὲ τὰ συγγράμματά του. Καὶ συγκεκριμένως μαθαίνω ἐκεῖνο ποὺ εἶναι μεταξὺ τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτιστῶν ἀνθρώπων ποὺ μετέχουν σ’ αὐτό. Καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ μετέχουν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα μόνον, ἀλλὰ καὶ πολλά. Εἶναι οἱ οὐσιώδεις ἐνέργειες καὶ δυνάμεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διαφέρουν καὶ μεταξύ τους καὶ ἀπὸ τὴν οὐσίαν. Καὶ μαθαίνω ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι ἄκτιστοι καὶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σύνθετος, ἐπειδὴ ἔχει μίαν οὐσία καὶ τὶς πολλὲς αὐτὲς ἐνέργειές του. Εἶναι δὲ ὁ Θεὸς κατὰ τὴν οὐσία ἐπάνω ἀπὸ ὅλα, ὡς αἴτιος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ ὅλων τῶν περὶ αὐτὸν ἀϊδίως θεωρουμένων τούτων ἐνεργειῶν καὶ δυνάμεων. Καὶ ἐδῶ μὲν διδάσκομαι ὅτι αὐτὲς μετέχονται καὶ γίνονται ὁρατὲς ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς μὴ ἁγίους εἶναι ἀμέθεκτες καὶ ἀόρατες. Ἐκεῖ δέ, μαθαίνω ὅτι αὐτὸ ποὺ μετέχεται εἶναι ἄκτιστο. Ἀλλὰ ἂν καὶ ἄκτιστον, ὅμως δὲν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἐπίσης, ἐπειδὴ δὲν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι καὶ χωρισμένον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ εἶναι ἀχώριστον.
. Καὶ τώρα μὲν φωταγωγοῦμαι διδασκόμενος ὅτι, ἡ μετεχομένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους θεοποιὸς δωρεὰ καὶ ἐνέργεια, λέγεται Θεότης. Δηλαδὴ ἡ θεοποιὸς δωρεὰ πλουτεῖ τὸ ὑπερφυὲς ὄνομα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται φυσικῶς. Τώρα δὲ φωτίζομαι ὅτι ἡ θεοποιὸς δωρεὰ δὲν εἶναι κάτι τὸ κτιστὸν οὔτε ἔχει σχέση μὲ τὰ φυσικὰ φαινόμενα. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, καὶ βλέπεται ἀπὸ τοὺς ἀξίους ὡς φῶς ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρις αὐτὴ εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μία μόνη κατὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ «ὁρμᾶται ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς μόνου αἰτίου, προέρχεται, προχωρεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ φανεροῦται ἐν τῷ ἁγίω Πνεύματι». Καὶ ὅταν μὲν τὸ θεῖον διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις, εἶναι ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ὅταν πάλι διαιρεῖται κατὰ τὶς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, μένει ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ὑποστάσεις.
. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν πολὺν ὄντως καὶ θεοφόρητον νοῦν τῶν ἱερῶν Πατέρων, οὐσία ὀνομάζεται ὀρθοδόξως κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ὄχι λιγώτερο θεοφόρος ἀπὸ ἐκείνους καὶ πνευματοφόρος καὶ χριστοφόρος Θεῖος Γρηγόριος λέγει ὅτι ἠμποροῦμε νὰ ὀνομάζωμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ οὐσίες, ὄχι παραβαλλόμενες μὲ τὴν ὑπερούσιο μίαν οὐσίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγάζουν, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὰ κτίσματα τὰ ὁποῖα οὐσιοποιοῦν. Διότι ἂν τὰ κτίσματα εἶναι οὐσίες, πολὺ περισσότερο οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἐπὶ πλέον μαθαίνω ἀπὸ τὸν μοναδικὸν αὐτὸν καὶ ἀκριβέστατον θεολόγον, ὅτι τὰ θεαρχικὰ πρόσωπα τῆς βασιλικωτάτης Τριάδος, ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς ὑπάρξεως, θεολογοῦνται αὐθυπόστατα καὶ ἐνυπόστατα, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς ἄλλος θεολόγος πατὴρ εἶπε μέχρι σήμερα.
. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ διδάσκομαι ὅτι τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔλαμψε στὸ ὄρος Θαβὼρ δὲν εἶναι οὔτε φάντασμα οὔτε κτίσμα, καὶ κάτι κατώτερον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην νόηση, ἀλλὰ οὔτε πάλιν οὐσία Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ τὰ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα κακὰ καὶ ἰσότιμα σὲ δυσσέβεια. Ἀλλὰ ὅτι εἶναι φῶς ἄκτιστον, οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, Θεότης καὶ Βασιλεία καὶ λαμπρότης, καὶ ὅσα ἄλλα θεοπρεπῆ ὀνόματα τοῦ ἔδωσαν οἱ θεολόγοι Πατέρες.
. Ἀφήνω ὅλα τὰ ἄλλα ἐκφαντορικὰ καὶ θεολογικὰ θεάματα τῆς πνευματοκινήτου διανοίας καὶ γλώσσης τοῦ Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσον ὑψηλῶς καὶ μεγαληγόρως καὶ ἀπὸ βαθείαν ἁγιοπνευματικὴν πείρα διατυπωμένα, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται ὡς γεννήματα ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ κάποιας ἄλλης, ὑπερφυσικῆς καὶ οὐρανίας. Ἐνώπιόν τους δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σταθοῦν γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν οἱ πορευόμενοι στὴν ἀπώλειαν αἱρετικοί, ποὺ ἐτόλμησαν νὰ ἐμβαθύνουν στὰ θεῖα. Ἀλλὰ κατεκεραυνώθησαν, ἔμειναν ἄναυδοι καὶ ἐπέστρεψαν στὰ σκοτεινὰ βάθη τους, ἀπ’ ὅπου προῆλθαν. Καὶ ἀπεδείχθησαν ὅτι ἦσαν πίθηκοι ἀπέναντι σὲ λέοντα καὶ κώνωπες ἔναντι ἐλέφαντος, κατὰ τὴν παροιμίαν, ἐπειδὴ δὲν κατώρθωσαν νὰ ἀντισταθοῦν στὴν θεολογικὴν ἐπιστήμη, στὴν ἀκρίβεια τῶν ἀποδείξεων καὶ στὶς λοιπὲς ἱερολογίες τοῦ μεγάλου Γρηγορίου.
. Καὶ ὄχι μόνον τώρα, ἀλλά, ὅπως γνωρίζω καλῶς, καὶ στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα θὰ μείνουν κρυμμένοι στὰ σπήλαιά των αὐτὰ καὶ στὶς σήραγγες. Ἐννοῶ μάλιστα τοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα τῶν αἱρετικῶν τούτων, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ νοητοῦ τούτου ἡλίου τῆς θεολογίας μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων του. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἐγὼ εὐχαρίστως τὰ παρομοιάζω μὲ ἐκείνην τὴν Σκηνὴν τοῦ Μωυσέως, ποὺ ἦταν ἀντίτυπος τῆς γῆς, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὑπερουρανίων. Διότι τὰ μὲν ἠθικὰ ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἀντίτυπο τῆς γῆς αὐλὴν τῆς Σκηνῆς. Τὰ δὲ νηπτικά, φυσικὰ καὶ ἐξηγητικά, ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀντίτυπα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ἅγια. Καὶ τὰ θεολογικὰ ὁμοιάζουν, κατὰ τὸν μυσταγωγὸν Δαβίδ, μὲ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀντίτυπα τῶν ὑπερουρανίων ἐκείνων ἀδύτων «καὶ τῆς πρώτης φύσεως, ὅση μένει ἔσω τοῦ πρώτου καταπετάσματος καὶ συγκαλύπτεται ἀπὸ τὰ Χερουβίμ».
. Ἐὰν δὲ κάποιος ζητῆ νὰ μάθη τὴν μορφὴν τῆς ἐκφράσεως, ἂς γνωρίζη, ἐὰν δὲν μὲ θεωρῆ φαῦλο κριτὴν αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ὁ ἄνδρας δὲν ἦταν ἄμοιρος οὔτε στὸ θέμα τοῦ κάλλους τοῦ λόγου. «Διότι εἶχε περάσει ὅλην τὴν ἐξωχριστιανικὴν φιλοσοφία, καὶ δὲν ἦταν ἀμελέτητος οὔτε στὰ σχήματα τῆς ρητορικῆς, οὔτε ἐστερεῖτο ἀπὸ τὸ μέλι τῶν ἀττικῶν χαρίτων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κομψότητα καὶ εὐμορφία τῶν λόγων. Ὁ λόγος του εἶναι σύμμετρος στὶς περιόδους, καὶ αὐτὸ φαίνεται παντοῦ, περισσότερο δὲ στὰ ἐξηγητικά, τὰ ἐγκωμιαστικὰ καὶ τὰ ἀντιρρητικὰ συγγράμματά του. Παντοῦ ὅμως εἶναι δημιουργὸς σαφηνείας περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, χρησιμοποιεῖ κυριολεξίες καὶ ἐκφραστικὲς λέξεις ἀκριβείας, τηρεῖ τοὺς συντακτικοὺς κανόνες καὶ ἀποφεύγει τὰ ὑπερβατὰ καὶ ἐλλειπτικὰ σχήματα καὶ τὶς μεταφορές, καθὼς καὶ τὶς σχοινοτενεῖς περιόδους. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως ὁ λόγος του δὲν κατέρχεται σὲ πεζότητα. Διότι πάντοτε ἐπιτυγχάνει ἄριστον συνδυασμὸν τοῦ σαφοῦς μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ σοβαρόν, ἀποφεύγοντας τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ὑπερβολές, κινούμενος στὸν χῶρο τῆς μεσότητος. Σὲ ὅλα δὲ τὰ συγγράμματά του ἀκμάζει ἡ γλυκύτης, ἡ λαμπρότης καὶ τὸ στρογγυλὸν τοῦ λόγου, ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὁμοιάζη μὲ μαργαριτάρι.
. Ὡς ἐκ τούτου ἐπιτυγχάνει, ὥστε τὸ ὑψηλὸν καὶ δυσθεώρητον τῶν θεωρημάτων τοῦ περὶ τῆς Τριαδικῆς Θεολογίας ἢ τῆς μυστικῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, νὰ μὴ γίνωνται δύσκολα στὴν κατανόηση. Ὁ γλυκύτατος αὐτὸς ὁ ἰδικός μου ρήτωρ διακρίνεται γιὰ τὴν ἄνετον ἀπομνημόνευση κειμένων, γιὰ τὸν πλούσιον λόγο του καὶ γιὰ τὴν ἀκριβολογία του. Εἶναι δογματικός, συλλογιστικὸς καὶ ἀποφαντικός, καὶ ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ νηπτικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του, ὅταν συγγράφη, ὁμοιάζει νὰ ἔχη βάση κυβικὴν ἢ τετράγωνον. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀποτελεσματικώτατος καὶ παρέχεται ὡς ὑπόδειγμα στοὺς φιλολόγους πρὸς μίμησιν. Ἐπαινοῦνται δηλαδὴ διττῶς αὐτὰ τὰ συγγράμματα ἀπὸ τὸ χρυσοῦν γένος τῶν λογίων, δηλ. καὶ ὡς πρὸς τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος. Διότι ὁ ποιητὴς τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν εἶναι ὁ μόνος, ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀλίγους, ποὺ εὐδοκίμησε καὶ στὰ δύο αὐτά, δεινὸς στὴν νόηση καὶ στὸ νὰ ἐκφράση εὔμορφα αὐτὸ ποὺ ἔχει συλλάβει. Καὶ θὰ ἠμποροῦσε νὰ μεταβάλη τὸν λόγο του σὲ κῆπο μὲ τριαντάφυλλα ἢ ἐναρμόνιο λύρα ἢ γλυκύφθογγο σάλπιγγα, ἐὰν πρὸ ἐτῶν δὲν εἶχεν ἐγκαταλείψει τὴν ἐνασχόληση μὲ τοὺς λόγους, χάριν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτόν του.
. Τὰ λεγόμενά μου μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἁγιώτατος καὶ σοφώτατος μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν Φιλόθεος, λέγοντας περὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου Γρηγορίου, καὶ μάλιστα περὶ τῶν νηπτικῶν καὶ θεολογικῶν, τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ τί νὰ εἰπῆ κανείς, ὦ θεία καὶ ἱερὰ κεφαλή, περὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν σου λόγων. Διότι αὐτοὶ κυρίως πρέπει νὰ ὀνομάζωνται ἱεροὶ λόγοι. Μᾶλλον ὅμως ἱεροὶ εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀναφέρονται στὰ θεῖα καὶ ἱερὰ πράγματα. Ἐνῶ οἱ ἰδικοί σου δικαίως πρέπει νὰ λέγωνται ὄχι μόνον ἱεροὶ ὅπως οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἱεροὶ τῶν ἱερῶν, ὅπως εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ τὸ ἄσμα τῶν ἀσμάτων, ὅπως λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς θεολόγους, ὡς περιεκτικώτερα καὶ κυριώτερα».
. Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος τελειώνοντας τὸν βίο τοῦ θεσπεσίου Γρηγορίου: «Σὺ λοιπὸν καὶ τώρα ποὺ μετέστης πρὸς τὸν Χριστόν, ἐποπτεύεις τὴν ποίμνη σου καὶ ὅλο τὸ κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη τρανότερα ἀπὸ ὑψηλά. Κάθε εἴδους νόσο θεραπεύεις, καταρτίζεις μὲ τοὺς λόγους σου, ἀποδιώκεις τὶς αἱρέσεις καὶ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ παντοειδῆ πάθη. Διότι οὐδέποτε θὰ λησμονήσης τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἐπιστήμη καὶ τοὺς τόσο μεγάλους ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες πρὸς χάριν μας… Καὶ λύσε τὴν καταιγίδα αὐτῶν τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων παθῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ κορυφώνεται ἐπὶ τόσο μακρὸν χρόνο καὶ διεγείρει τὴν τρικυμίαν αὐτὴ καὶ τὴν ζάλη, ἢ ἀπάλλαξέ μας τώρα ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ ἀγαθὲς ἐλπίδες γιὰ τὰ ἐκεῖθε καὶ γιὰ τὴν προσδοκωμένην μακαρίαν ἀναψυχὴ καὶ ἄνεση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμένου: alopsis.gr ἀπὸ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ»
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 3 Μάρτιος 2012