Ἄρθρα σημειωμένα ὡς θέληση
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΒΑΣΗ καὶ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 6 Φεβρουάριος 2020
Ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
τοῦ Μητροπολ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Κήρυγμα στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἰωαννίνων,
τήν 21η Ἰανουαρίου 2020, ἀπομαγνητοφωνημένο)
. Κατ’ ἀρχάς θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω θερμά τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἰωαννίνων καί ἀγαπητό ἐν Χριστῷ ἀδελφό κ. Μάξιμο γιά τήν διακονία τοῦ λόγου πού μοῦ ἀνέθεσε καί μάλιστα τήν σημερινή ἡμέρα πού ἑορτάζει ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου φέρει ὁ Μητροπολίτης καί ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός.
. Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Ἰωαννίνων καί ἀγαπητέ ἀδελφέ Μάξιμε, σεπτή τῶν Ἱεραρχῶν χορεία, Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Χριστοῦ διακονία, Ἐντιμότατοι ἄρχοντες καί ἐκλεκτοί Χριστιανοί,
. Εἶναι γνωστόν σέ ὅλους σας ὅτι ἀπό τότε πού ἦλθε ἐδῶ στά Γιάννενα ὁ Μητροπολίτης σας, πού φέρει τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Μαξίμου, γίνονται διάφορες ὁμιλίες γιά τόν μεγάλο αὐτόν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Μαξιμος ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ. Χ., σέ ἕναν αἰώνα πάρα πολύ δύσκολο ἀπό πολλές πλευρές, καί ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε κορυφαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέγας θεολόγος, ὑψιπέτης τῆς θεολογίας ἀετός.
. Εἶναι ἕνας θεολόγος ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε ὅλη τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τήν ἐποχή του, καί τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος καί τῶν μεταγενεστέρων Πατέρων. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐξέφραζε τήν θεολογία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶχε δηλαδή σοβαρές θεολογικές βάσεις πάνω στίς ὁποῖες στηρίχθηκε.
. Ἀλλά ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά πῆ κανείς εἶναι ὅτι ἐκεῖνος ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν Ἐκκλησία καί οἱ μετέπειτα ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόν ἀκολούθησαν πιστά, ὅπως ἔχουμε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό τόν 8ο αἰώνα, ὁ ὁποῖος στό βιβλίο του «Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» οὐσιαστικά ἀκολουθεῖ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, καί τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Καί ἄλλοι μεταγενέστεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ὁποῖος στόν διάλογο πού εἶχε μέ τόν σχολαστικό Βαρλαάμ, τόν 14ο αἰώνα, στηρίχθηκε στά ἔργα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καί στά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, γιά νά παρουσιάση τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν διαβάση κανείς τά κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, βλέπει ἀκριβῶς ὅλο τό πανόραμα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
. Γι’ αὐτό θεωρῶ καί τόν ἑαυτό μου εὐτυχῆ, γιατί ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς φοιτητικῆς μου ζωῆς καί τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας ἀσχολήθηκα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Καί ἔτσι μπορεῖ κανείς νά πῆ ὅτι δέν μπορεῖ νά ζήση καί νά ἀποκτήση ὀρθόδοξη θεολογία, ἐάν δέν γνωρίζη τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
. Ἀπό ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά μποροῦσα σήμερα νά τονίσω ἀπό τήν διδασκαλία καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, εἶναι νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ δύο ἰδιαίτερα σημεῖα.
1.Ἡ πατερική βάση τῆς θεολογίας του
. Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας του πού εἶναι πατερική. Χαρακτηρίζεται Ὁμολογητής. Ἀλλά τί ὁμολόγησε; Ὁμολόγησε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἦταν, δηλαδή, ἕνας μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας.
. Καί ποῦ στηρίχθηκε γιά νά παρουσιάση ὅλη αὐτήν τήν ὀρθόδοξη θεολογία; Ὅπως εἶπα καί πρίν στηρίχθηκε στούς προγενέστερους Πατέρες του καί τό ὁμολογεῖ μέ μία μεγάλη ταπείνωση. Θά γράψη ὅτι δέν λέει τίποτα δικό του, ἀλλά λέει αὐτό πού παρέλαβε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες πρό αὐτοῦ. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ἐμόν οὐδέν ἐρῶ παντελῶς», δηλαδή δικό μου δέν θά πῶ τίποτα παντελῶς «ὅ παρά τῶν Πατέρων ἐδιδάχθην, φημί», λέγω αὐτά τά ὁποῖα διδάχθηκα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες. Καί προσθέτει: «Μηδέν παραμείβων», τίποτα ἀπολύτως δέν παρακάμπτω, «τῆς αὐτῶν ἐπί τούτοις διδασκαλίας».
. Εἶναι ἐκπληκτικός αὐτός ὁ λόγος. Τό μέγεθος τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ βρίσκεται ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό χωρίο: «Ἐμόν οὐδέν ἐρῶ παντελῶς» καί στήν συνέχεια λέγει «μηδέν παραμείβων», δέν λέγω τίποτα περισσότερο οὔτε παρακάμπτω αὐτά τά ὁποῖα παρέλαβα ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
. Ὅταν δῆ κανείς τό ὅλο ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ὅταν διαβάση τόν βίο καί τήν πολιτεία του, τότε τό καταλαβαίνει αὐτό. Ἔζησε σέ μία περίοδο πάρα πολύ δύσκολη. Διότι εἶχε προηγηθῆ ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πού καθόρισε τό Χριστολογικό δόγμα, ὅτι στόν Χριστό ἑνώθηκαν ὑποστατικῶς οἱ δύο φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη, ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ἀκολούθησε ἡ Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία καθόρισε πιό λεπτομερειακά αὐτό τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος.
. Ὅμως μετά ἀπό τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ πού βρισκόταν πρός ἀνατολάς τῆς Αὐτοκρατορίας δέν δέχτηκαν τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶναι οἱ λεγόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι ἤ Μονοφυσίτες. Αὐτοί πίστευαν ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μόνο μία φύση, τήν θεία φύση, ἀφοῦ ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση.
. Τότε ἀναπτύχθηκε μία ἰδιαίτερη πολιτική ἐκ μέρους τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου καί εἶχε βέβαια καί ἐκκλησιαστική ἀποδοχή, γιά νά βρεθῆ ἕνας τρόπος νά ἑνώσουν τούς Χριστιανούς γιά τό καλό τῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδή να ἑνώσουν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέχονταν τήν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος καί ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν αὐτήν τήν Σύνοδο καί πού εἶναι οἱ μονοφυσίτες. Τότε βρῆκαν τήν λέξη «μία θέληση», ὅτι ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀλλά ἔχει μία θέληση. Ἔτσι οἱ Ὀρθόξοξοι μαζί μέ τίς δύο φύσεις θά ἔπρεπε νά δεχθοῦν καί μία θέληση στόν Χριστό καί οἱ Μονοφυσίτες θά ἔπρεπε νά δεχθοῦν μαζί μέ τήν μία θέληση καί τίς δύο φύσεις στόν Χριστό.
. Ὁ ἅγιος Μάξιμος κατάλαβε τήν ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στό Χριστολογικό δόγμα καί ἄρχισε ἕναν μεγάλο ἀγώνα νά ἀναπτύξη τήν διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστός, βεβαίως ἔχει δύο φύσεις, ὅπως τό ἀποφάσισε ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος, καί ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχει δύο φύσεις, ἔχει καί δύο θελήσεις. Διότι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως. Ἡ θέληση δέν συνδέεται μέ τό πρόσωπο. Τό πρόσωπο στόν Χριστό εἶναι ἕνα, καί ἔχει δύο φύσεις καί δύο θελήσεις.
. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε καί ἕνωσε ὑποστατικά τήν θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις καί δύο θελήσεις, οἱ ὁποῖες δέν ἀντιμάχονται μεταξύ τους. Καί, βεβαίως, μέ αὐτήν τήν διδασκαλία του ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀντιστάθηκε στήν προσπάθεια νά ἀναμειχθῆ ἡ πολιτική μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά χρησιμοποιήση τό δόγμα χάριν τῆς πολιτικῆς διπλωματίας.
. Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ἀφοῦ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ λέει πολλά στήν ἐποχή μας. Γιατί σήμερα πολλοί μιλοῦν γιά τήν θέληση τοῦ προσώπου, μιλοῦν γιά τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, ἐνῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος καί ἡ ϛ´ Οἰκουμενική Σύνοδος λένε ὅτι ἡ θέληση δέν εἶναι τοῦ προσώπου, ἀλλά εἶναι τῆς φύσεως. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἐνῶ ἔχει ἕνα πρόσωπο, δέν ἔχει μία θέληση, ἀλλά ἔχει δύο θελήσεις, ἐπειδή ἔχει δύο φύσεις. Ἐάν θεωρήση κανείς ὅτι ἡ θέληση συνδέεται μέ τό πρόσωπο καί ὄχι μέ τήν φύση, τότε τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος θά ἔχουν τρεῖς θελήσεις, ὁπότε διαλύεται ὁλόκληρο τό Τριαδικό Δόγμα μέ φοβερές συνέπειες γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί Ἐκκλησία.
. Ἑπομένως, αὐτό τό σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου εἶναι πάρα πολύ ἐνδιαφέρον, καί μάλιστα ὁ ἅγιος λέγει ὅτι ἐγώ στήν θεολογία μου δέν λέω τίποτα δικό μου, «ἐμόν οὐδέν ἐρῶ παντελῶς, ὅ παρά τῶν Πατέρων ἐδιδάχθην φημί».
. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν ἐποχή μας, γιατί σήμερα ὑπάρχουν μερικοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐπηρεασμένοι ἀπό ἄλλες θεολογίες, προσπαθοῦν νά ξεπεράσουν καί νά ὑπερβοῦν τήν πατερική παράδοση καί τήν πατερική θεολογία. Ἔτσι, βλέπουμε καί στόν δικό μας ὀρθόδοξο χῶρο ἀνθρώπους καί θεολόγους, οἱ ὁποῖοι διαποτίζονται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν λεγόμενη σχολαστική θεολογία, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τόν λεγόμενο γερμανικό ἰδεαλισμό τοῦ 18ου – 19ου αἰῶνος καί στήν συνέχεια ἀκόμη καί ἀπό τήν ρωσική θεολογία τοῦ 19ου αἰῶνος, πού κινοῦνται πέρα ἀπό τήν πατερική παράδοση, καί εἶναι ὑπέρβαση τῆς πατερικῆς παραδόσεως, φυσικά καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καί συνδέουν τήν θέληση μέ τό πρόσωπο καί ὄχι μέ τήν φύση. Αὐτό ἀντιβαίνει ὄχι μόνον στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἀλλά καί στήν ἀπόφαση τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καταδικάζει τά λεγόμενα «ὑποστατικά θελήματα».
2.Τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα
. Τό δεύτερο σημεῖο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐποχή μας, εἶναι ὅτι ὅλον αὐτόν τόν ἀγώνα τόν ὁποῖο ἔκανε, δέν τόν ἔκανε μέ ἐγωϊσμό, μέ ὑπερηφάνεια, μέ ἀτομισμό γιά νά παρουσιάση τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, ἀλλά μέσα στά ἐκκλησιαστικά πλαίσια. Ἔστειλε γράμματα σέ διάφορα πρόσωπα στήν Κωνσταντινούπολη, τήν Χρυσούπολη, τήν Κύζικο, τήν Κρήτη, τήν Κύπρο, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Βόρεια Ἀφρική, τήν Σικελία καί ἀλλοῦ, γιά νά τούς ἐνημερώση γιά τίς συνέπειες τοῦ μονοθελητισμοῦ, ὅτι αὐτή ἡ ἄποψη εἶναι παράβαση ὅλης τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί ἀλλοίωση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
. Ἔπειτα, δέν ἐργάσθηκε ἔξω ἀπό τά Συνοδικά Ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας. Βλέπουμε τόν ἅγιο Μάξιμο, αὐτόν τόν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχη μία εὐγένεια ἐσωτερική, νά ἔχη ἕνα ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί μάλιστα θαυμαστό. Γι’ αὐτό ὅ,τι κάνει, τό κάνει οὐσιαστικά εὑρισκόμενος μέσα στόν πνευματικό ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας καί προσπαθεῖ νά δραστηριοποιήση τό λεγόμενο συνοδικό σύστημά της. Γιατί ἡ Ἐκκλησία διοικεῖται συνοδικῶς καί ἱεραρχικῶς. Δέν διοικεῖται μόνο συνοδικῶς χωρίς τήν ἱεραρχικότητα, οὔτε λειτουργεῖ ἱεραρχικῶς χωρίς τήν συνοδικότητα.
. Ὁπότε, βλέπουμε τόν ἅγιο Μάξιμο νά πηγαίνη στά Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ὅπου μόλις εἶχε ἐκλεγῆ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος ἦταν συμμοναστής του, συζητοῦν τό θέμα αὐτό, καί ἐκεῖνος ἔχει τίς ἴδιες ἀπόψεις καί, κατά πληροφορίες, κάνουν Σύνοδο στήν Κύπρο τό 634 μ.Χ. καί καταδικάζουν τόν Μονοθελητισμό. Στήν συνέχεια βλέπουμε τόν ἅγιο Μάξιμο νά πηγαίνη στήν Καρχηδόνα καί ἐκεῖ νά κινητοποιῆ τούς Ἐπισκόπους καί ὅταν βρέθηκε ἐκεῖ τό 645 μ.Χ. ὁ πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πύρρος, πού εἶχε ἀποδεχθῆ τόν μονοθελητισμό, ἔκανε θεολογικό διάλογο μαζί του καί ἐξαναγκάστηκε ὁ Πατριάρχης νά δεχθῆ τίς ἀπόψεις του.
. Ἔπειτα ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀνεβαίνει στήν Ρώμη καί ἐνημερώνει τόν τότε ὀρθόδοξο πάπα Μαρτῖνο, ὁ ὁποῖος συγκάλεσε Σύνοδο τό 649 μ.Χ. στό Λατερανό καί κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Καί, βέβαια, ἀργότερα ἡ ϛ´ Οἰκουμενική Σύνοδος (τό 686 μ.Χ.) ἀπεδέχθη πλήρως τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Βλέπουμε, λοιπόν, ἕναν ἅγιο ταπεινό, ἕναν μέγα φωστήρα τῆς Ἐκκλησίας, μέγα ὁμολογητή τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος αὐτό πού λέει, τό λέει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί τό λέει ἐντός τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καί προσπαθεῖ νά ἐνεργοποιήση τήν λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Καί εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τό 649 μ.Χ, ὅπου κατεδικάσθηκε ὁ Μονοθελητισμός, ἐνῶ πρωταγωνιστής ἦταν ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως δέν φαίνεται ὁ πρωταγωνιστικός του ρόλος. Στά Πρακτικά αὐτῆς τῆς Συνόδου, μόνο στήν δεύτερη συνεδρίαση, ἐκεῖ πού ὑπογράφουν οἱ Ἐπίσκοποι, κάπου φαίνεται καί ἡ ὑπογραφή «Μάξιμος ὁ μοναχός», ἐνῶ αὐτός καθόρισε ὅλη τήν θεολογία τῆς Συνόδου αὐτῆς.
. Τί σημαίνει αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί; Σημαίνει ὅτι πρέπει οἱ πάντες, καί οἱ Ἐπίσκοποι, καί οἱ ἄλλοι Κληρικοί, καί οἱ μοναχοί καί οἱ θεολόγοι, καί ὅλοι νά δεχόμαστε τόν συνοδικό θεσμό της Ἐκκλησίας, νά δεχόμαστε τό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται μάλιστα ἱεραρχικῶς. Κανείς δέν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, κανείς δέν εἶναι πάνω ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὁ Χριστός. Τά πάντα πρέπει νά γίνονται μέσα στό συνοδικό σύστημα καί στό συνοδικό πολίτευμα, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται στήν θεία Λειτουργία.
. Συλλειτουργήσαμε σήμερα καί ἦταν πρῶτος λειτουργός ὁ οἰκεῖος Ἱεράρχης, ἐμεῖς συλλειτουργήσαμε μαζί του, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχήν λειτουργός, ἀφοῦ κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης αὐτός ἔχει «τήν τάξιν τοῦ Χριστοῦ», καί «τόν τύπον τοῦ Χριστοῦ» καί τόν «Χριστόν τυποῖ», ἐπίσης ἦταν οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ ψάλτες, ὁ λαός. Αὐτό σημαίνει συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό πού γίνεται μέσα σέ κάθε θεία Λειτουργία, αὐτό πρέπει νά ἐπεκτείνεται καί στόν διοικητικό ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας μας.
Σήμερα, δυστυχῶς, πάσχει αὐτό τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι καί Κληρικοί καί Ἐπίσκοποι, ἰδίως ἀπό ἀνθρώπους πού παρουσιάζονται ὡς ὁμολογητές τῆς πίστεως, ἀλλά ἀρνοῦνται στήν πράξη τό συνοδικό καί ἱεραρχικό σύστημα, τόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε αὐτή ἡ ὁμολογία πού δίνουν δέν εἶναι ὁμολογία σωτήριος.
. Σ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν προοπτική, ἀγαπητοί ἀδελφοί, πρέπει νά γίνη κατανοητή ἡ προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, δηλαδή στά δύο αὐτά σημεῖα στά ὁποῖα προσπάθησα νά περιορίσω τόν λόγο μου, ὅτι, δηλαδή, ἡ βάση τῆς θεολογίας του εἶναι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι ἐνήργησε μέσα στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, μέ ἄλλα λόγια ἡ θεολογία ἐκκλησιάζεται καί ἡ Ἐκκλησία θεολογεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. […]
ΠΗΓΗ: parembasis.gr
Η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-2 (Καὶ οἱ ἐπικίνδυνες συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 16 Ὀκτώβριος 2012
Ἡ «ἐλευθερία τῆς βούλησης – θέλησης τοῦ προσώπου»
κατὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία
[B´]
Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/10/16/ἡ-ἐλευθερία-τῆς-βουλήσεως-θελήσεω/
. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγικὴ παρατήρηση θὰ δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Τριαδολογία.
. Τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν προσωπικὴ ἐλευθερία ἢ ὑποστατικὴ ἐλευθερία, γιατί ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε κάθε Πρόσωπο θὰ εἶχε τὸ δικό του θέλημα, τὴν δική του ἐλευθερία, πράγμα ποὺ θὰ διασποῦσε τὴν ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ «ἐλευθερία τοῦ προσώπου» δημιουργεῖ πρόβλημα τριθεΐας στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀναφερόμενος στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποδίδει μὲ σαφήνεια τὴν θέληση στὴν φύση καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο. Γράφει ὅτι θὰ ρωτοῦσε εὐχαρίστως τοὺς μονοθελῆτες ἂν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων θέλη,ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ,ἢἐπειδὴ εἶναι Θεός, δηλαδὴἂν τὸ θέλημά Του συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἢ μὲ τὴν θεότητά Του. Ἐὰν θέλη ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ, τότε θὰ εἶναι ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ, γιατί εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἂν ὅμως θέλη ἐπειδὴ εἶναι Θεός, τότε ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεοί, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δηλαδὴ εἶναι θέλημα φυσικό.
. Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, εἶναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ὁποία ἔχουν μία φύση, μία ἐνέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία. Ἡ περσοναλιστικὴ φιλοσοφία καὶ θεολογία ἐγκλωβίζεται στὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ὑποτιθέμενη «ἐν ἐλευθερίᾳ» βουλητικὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ βουλητικὴ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἡ ὁποία συνεπάγεται Ἀρειανισμό.
. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, καὶ πάλι ἀποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα εἶναι «ὑπὲρ τὴν θέλησιν», δηλαδὴ δὲν μεσολαβεῖ ἡ θέληση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς προεπινοεῖται τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ οὔτε προϋπῆρχε ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς εἶχαν «ἅμα τὸ εἶναι», γι᾽ αὐτὸ ἔχουν καὶ μία θέληση, «ἁπλῆν τε καὶ ἀδιαίρετον», ὅπως ἔχουν καὶ μία οὐσία καὶ μία φύση. Τὸ ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας Του δὲν συνεπάγεται ἀναγκαιότητα ἢ ἀνελευθερία, διότι εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀπόδοση ὁποιασδήποτε ἀναγκαιότητας στὴν ἄκτιστη φύση.
. Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ ὅτι ἐὰν τὸ φυσικὸ εἶναι καὶ ἀναγκασμένο, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση Θεός, κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ κατὰ φύση δημιουργός, τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ κατ᾽ ἀνάγκη Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός, πράγμα ποὺ εἶναι βλάσφημο καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κανείς. Γιατί «τίς γὰρ ὁ τὴν ἀνάγκην ἐπάγων;», δηλαδή, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀνάγκη; Παραπέμπει δὲ στὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Μηδὲν φυσικὸν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ φύσει ἀκούσιον».
. Τὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι τὴν χρησιμοποιοῦσαν, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὴν κτιστότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τῆς ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς γέννησή Του, τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ οἱ φιλονεστοριανοὶ Ἀντιοχειανοί, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Θεοδώρητος Κύρου, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὸ ἀδύνατον τῆς καθ᾽ ὑπόστασιν ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
. Ἡ νεστοριανικὴ ἀντιπρόταση γιὰ τὴν ἕνωση θεότητας καὶ ἀνθρωπότητας στὸν Χριστὸ ἦταν ἡ «συνάφεια», ἕνωση σχέσης δυὸ ξεχωριστῶν ὑποστάσεων, ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔσωζε κατ᾽ αὐτοὺς τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ μία ἀναγκαστικὴ ἕνωση, μὲ ἀποτέλεσμα ὡστόσο τὴν μὴ πραγματικὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν πέφτει σὲ τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ὅτι ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καὶ ὄχι τοῦ προσώπου.
Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ θέμα τῆς βουλήσεως-θελήσεως στὴν ἀνθρωπολογία.
. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ Πατέρες τὸν ὅρο κατ᾽ εἰκόνα τὸν προσδιορίζουν ὡς τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, «ἡ δὲ αὐτεξουσιότης ἐστὶν αὐτοκρατὴς τοῦ θελήματος κίνησις». Πάντως, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα εἶχαν τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς. Ὅμως, τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο δὲν εἶχε τὴν τελειότητα, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ φθάση σὲ αὐτήν, ἦταν νήπιοι καὶ ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθοῦν, ἡ φύση τους ἦταν ἀτελής. Ἡ κακὴ χρήση τῆς προαίρεσης τοὺς ὁδήγησε στὴν πτώση. Ἔτσι, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, τῆς προαίρεσης ἦταν ἔκφραση τῆς ἀτέλειάς τους.
. Ἑπομένως, καὶ στὸν ἄνθρωπο ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, εἶναι φυσικὴ θέληση καὶ ὄχι ὑποστατική, ἡ θέληση δὲν κάνει ἐπιλογή, τὴν ὁποία ἐπιλογὴ κάνει ἡ προαίρεση. Τὸ προοδευτικὸ σχῆμα ποὺ διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅπως τὸ εἴδαμε καὶ προηγουμένως, εἶναι: θέληση-βουλὴ-γνώμη-προαίρεση. Τὸ «θέλημα εἶναι φυσικὸν ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος ὀρεκτικήν». «Ἡ προαίρεσις περὶ ταῦτά ἐστι μετὰ τὴν κρίσιν, περὶ ἃ ἡ βουλὴ πρὸ τῆς κρίσεως». Λέγοντας, ὅμως, ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι ὁρίζουμε τὴν ὑπόσταση ὡς οὐσία μετὰ ἰδιωμάτων, ὁπότε δὲν μπορεῖ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ προτεραιότητα τῆς φύσεως ἔναντι τοῦ προσώπου οὔτε γιὰ προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως.
. Οἱ Πατέρες διακρίνουν τὸ «θέλειν» ἀπὸ τὸ «πῶς θέλειν», γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τῆς θελήσεως, ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ πῶς ἐκφράζεται ἡ θέληση, ποὺ εἶναι τοῦ προσώπου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι «οὐ ταὐτὸν τὸ θέλειν καὶ τὸ πῶς θέλειν», ὅπως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο «τὸ ὁρᾶν καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν». Τὸ νὰ θέλη καὶ νὰ βλέπη κανεὶς εἶναι τῆς φύσεως καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ ὁμοφυῆ καὶ ὁμογενῆ, ἀλλὰ «τὸ πῶς θέλειν», ὅπως καὶ «τὸ πῶς ὁρᾶν», δηλαδὴ τὸ νὰ θέλη νὰ περπατήση ἢ νὰ μὴ θέλη, τὸ νὰ βλέπη σὲ κάθε κατεύθυνση «τρόπος ἐστιν τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν χρήσεως». Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ «πῶς θέλειν» εἶναι «τῷ κεχρημένῳ προσὸν» ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν λεγομένη κοινῶς διαφορά.
. Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τοῦ «θέλειν», ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ «πῶς θέλειν» ποὺ εἶναι προσὸν αὐτοῦ ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν θέληση. Αὐτὴ εἶναι ἡ χρυσὴ τομὴ μεταξὺ τῆς οὐσιοκρατίας καὶ τοῦ περσοναλισμοῦ καὶ δείχνει ὅτι ἡ Πατερικὴ διδασκαλία ἀποφεύγει τόσο τὴν σχολαστικὴ οὐσιοκρατία ὅσο καὶ τὸν φιλοσοφικὸ περσοναλισμό.
Ἂς δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Χριστολογία.
. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἕνωσε μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόστασή Του, τὴν θέωσε. Ἂν καὶ ἔγινε πρὸς Χάρη μας ἄνθρωπος, Αὐτὸς ποὺ εἶναι «ὁ ποιητὴς τῶν ἀνθρώπων», ὅμως, «ἡμῖν δηλονότι καὶ τὴν ἀτρεψίαν κατώρθωσε τῆς προαιρέσεως, ὡς ἀτρεψίας δημιουργός». Ἔτσι, «τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Θεοῦ» (τοῦ Χριστοῦ) «κατὰ προαίρεσιν ὡς ἡμεῖς οὐ κεκίνηται», κάνοντας μὲ τὴν ἐξέταση καὶ τὴν κρίση τὸν διαχωρισμὸ τῶν ἀντιθέτων, «ἵνα μὴ φύσει κατὰ προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν». Ἀλλά, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ εἶναι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸν Λόγον «ἀδίστακτον, μᾶλλον δὲ στάσιμον τὴν κατ᾽ ὄρεξιν φυσικήν, ἤτοι θέλησιν, κίνησιν ἔσχεν». Ὁπότε, ἡ προαίρεση στὸν Χριστὸ δὲν κινήθηκε.
. Οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀτελεῖς, μὲ τὴν γέννησή τους, ἔχουν τὴν προαίρεση, ἀφοῦ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ κινηθοῦν πρὸς τὰ δύο, «τὰ καλά τε λέγω καὶ τὰ κακά». Αὐτή, ὅμως, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς –τῆς προαίρεσης– παύει νὰ ὑφίσταται στοὺς ἁγίους, ποὺ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γίνονται μέλη τοῦ Σώματός Του, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α´ Κορ. ιγ´, 8). Στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ὑπάρχη δυνατότητα ἐπιλογῆς, οἱ ἅγιοι θὰ ἔχουν ἐν Χριστῷ ἀτρεψία τῆς προαίρεσης, ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀντίθετες καταστάσεις.
. Ἑπομένως, τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν ἐλευθερία, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἔχει δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἤτοι γνωμικὸ θέλημα, ἀφοῦ ἔχει ἀτρεψία προαίρεσης. Καὶ ὁ ἄνθρωπος στὴν πτωτικὴ κατάσταση ἔχει μὲν δυνατότητα προαίρεσης, ἀλλὰ ὅταν φθάνη στὴν θέωση ἀποκτᾶ ἐν Χριστῷ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης καὶ ὁδηγεῖται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ γνωμικὸ θέλημα στὸ φυσικὸ θέλημα.
. Ἔτσι, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου, τὴν ὁποία οἱ θεολόγοι σήμερα ἐπαινοῦν ὑπερβαλλόντως, ὡς στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἔκφραση καὶ καθοριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνιστᾶ τὴν τελειότητά του, εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς.
. Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ὑποστατική, ἀλλὰ φυσική. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ἔτσι διατρανώνεται ἡ καλὴ λίαν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κάνοντας παράχρηση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τῆς φύσεως καταλήγει στὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, δὲν «ὑπερβαίνει τὸ πρόσωπο διὰ τῆς ἐλευθερίας τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», ἀλλὰ ἀντίστροφα, κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν δική του συνέργεια διὰ τῆς φυσικῆς θελήσεως, μπορεῖ νὰ ἀχθῆ πέραν τῶν ὁρίων τῆς φύσεώς του καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἀντίθετα, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἂν δὲν κάνη καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑποδουλώνει τὴν φύση στὰ πάθη. Συνεπῶς, ἡ ἀπόδοση ἀναγκαιότητας στὴν φύση δείχνει εἴτε ἄγνοια τῶν πατερικῶν κειμένων εἴτε ἑρμηνευτικὸ ἐκβιασμό τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐξαγωγὴ τῶν ποθουμένων περσοναλιστικῶν συμπερασμάτων.
4. Οἱ συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ
. Πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ κάτι πολὺ σημαντικὸ καὶ ἀξιοπρόσεκτο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν λεγομένη μεταπατερικὴ θεολογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Ἡ μεταφορὰ τῆς συγκεκριμένης περσοναλιστικῆς τριαδολογικῆς ἀπόψεως στὴν σημερινὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία μὲ τὴν θρυλούμενη «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἡ ὁποία μάλιστα προβάλλεται καὶ ὡς οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσιοκρατία τῆς χριστιανικῆς Δύσης, ἔχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, ὅπως τὴν συχνὴ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ὡς ἀντιστρατευόμενη τὴν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου».
. Ὅπως πάντοτε, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἐσφαλμένη δογματικὴ ἄποψη ὁδηγεῖ σὲ ποικίλες ἑρμηνευτικὲς παρεκτροπὲς ποὺ ἔχουν συνέπεια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζῆ ὁ Χριστιανὸς ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
. Θὰ τονισθοῦν μερικὲς συγκεκριμένες παραχαράξεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν λεγόμενη ἐλευθερία τῆς βούλησης ἢ τῆς θέλησης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.
. Πρῶτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῶν πραγμάτων, ἑρμηνεύεται καὶ ἐκλαμβάνεται μέσα ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀγάπης, ὅπως ἑρμηνεύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξη Χομιακὼφ καὶ τὸν Ἀφανάσιεφ. Σύμφωνα μὲ τὶς θεωρίες αὐτὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἔχει μεγάλη σημασία ἡ βίωση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς κανονικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχουν θεσπίσει οἱ Πατέρες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κρίνεται στὴν πράξη μὲ ὅρους «ἀστικῆς δημοκρατίας», προκειμένου νὰ στοχοποιηθοῦν ἱεραρχικὲς δομὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κριθοῦν ὡς καταπιεστικὲς καὶ ἀπάδουσες τῆς πρώτης «δημοκρατικῶς φερομένης» ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Στὴν συνέχεια χρησιμοποιεῖται ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ δογματικὴ θέση στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε νὰ εἰσαχθοῦν διάφορες οὐμανιστικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν μετοχὴ στὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θεολογικὲς καὶ κανονικὲς προϋποθέσεις, ὡσὰν ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι μία «δημοκρατία ἀστικοῦ τύπου», στὴν ὁποία ὅλοι ἀπολαμβάνουν τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπροϋποθέτως.
. Εἶναι βέβαιο ὅτι μὲ τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιοῦνται καὶ ὑπονομεύονται Πατερικὰ ἔργα, ὅπως τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύτηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὅτι δῆθεν κατοπτρίζουν ἄκαμπτες ἐκκλησιαστικὲς δομὲς ποὺ ἔγιναν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ τὸν Κλῆρο.
. Δεύτερον, ἡ ἀσκητικὴ τοῦ ἡσυχασμοῦ κρίνεται ὅτι κατοπτρίζει τὴν λογικὴ τῆς ἀτομιστικῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὴν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», δηλαδὴ στὸ «ὑπάρχειν ἐλευθέρως ἐν σχέσει», ἀλλὰ στὴν προοπτικὴ μιᾶς ἀτομιστικῆς καθάρσεως τῶν παθῶν χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Ἄλλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν προϋποθετικὴ συνθήκη τοῦ «ὑπάρχειν προσωπικῶς».
. Ἔτσι, διασπᾶται ἡ ἑνότητα μεταξὺ Μυστηρίων καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία στὴν πράξη εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ζωή, δηλαδὴ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀμφισβητεῖται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἡ ἀσκητικὴ θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ὡς ὡριγενικὴ καὶ νεοπλατωνική, ἀλλὰ ὑπονομεύεται ὕπουλα καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς «πνευματοκρατική».
. Τρίτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ εὐλάβεια, ποὺ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρες, ἐπικρίνεται ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς τῆς θεωρίας «τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου», ὡς ἀνελεύθερος δυτικὸς εὐσεβισμὸς καὶ ἠθικισμός, ἀλλὰ καὶ ὡς «θρησκειοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος».
. Ἔτσι, παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ κρίνεται καὶ νὰ ὑπονομεύεται τὸ περιεχόμενο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Πατέρων», ὅτι δῆθεν συνιστᾶ μία «θεραπευτικὴ ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀνέτρεψε τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας!
. Τέταρτον, ἡ ὑπακοὴ σὲ Πνευματικὸ Πατέρα κρίνεται ὡς κολόβωση τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ ἀπέκδυση τῆς εὐθύνης τῆς ὕπαρξης, «τοῦ ὑπάρχειν ἐλευθέρως», ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐξομολογούμενο καὶ μετάθεση αὐτῆς τῆς «προσωπικῆς εὐθύνης» στὸν Γέροντα.
. Βεβαίως, δὲν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τὰ ὁποῖα γίνονται στὸν τομέα αὐτό, εἴτε ἀπὸ Πνευματικοὺς Πατέρες εἴτε ἀπὸ πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τέτοια λάθη νὰ ὑπονομεύεται ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται στὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μὲ τὴν θεοπτικὴ καθοδήγηση τοῦ Μωϋσέως.
. Ἑπομένως, ἡ λανθασμένη θεωρία περὶ τῆς «ἐλευθερίας τῆς βούλησης-θέλησης» καὶ τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ περὶ συνδέσεως τῆς θέλησης μὲ τὸ πρόσωπο, ἔχει σημαντικὲς προεκτάσεις στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
. Μὲ τέτοιες θεωρίες ὑπονομεύεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ οὐσιαστικὰ παρερμηνεύεται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ποὺ κάνει λόγο γιὰ πρακτικὴ φιλοσοφία, φυσικὴ θεωρία καὶ μυστικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση.
. Κατὰ συνέπεια, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἐλεύθερη βούληση τοῦ προσώπου ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, διότι ἡ θέληση-βούληση εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσης καὶ ὄχι τοῦ προσώπου, ἐνῶ ἡ ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ τὴν προαίρεση, ἡ ὁποία συνιστᾶ μὲν ἀτέλεια τῆς φύσης, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι ἀποκτοῦν ἐν Χριστῷ καὶ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης. Τὰ περὶ ὀντολογίας καὶ ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ δῆθεν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς φύσης, εἶναι δυτικὸς περσοναλισμός, μία «ψευδομόρφωση» στὴν σύγχρονη θεολογία, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς λεγόμενης «μεταπατερικῆς θεολογίας».
(Σημείωση: Οἱ παραπομπὲς τοῦ κειμένου αὐτοῦ θὰ δημοσιευθοῦν στὸ βιβλίο ποὺ θὰ κυκλοφορήση προσεχῶς)
ΠΗΓΗ: romfea.gr
Η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-1
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 16 Ὀκτώβριος 2012