Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Εὐχές
ΠΟΙΑ “ΜΥΣΤΙΚΑ” ΥΠΟΚΡΥΠΤΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΥΧΕΣ;
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 10 Δεκεμβρίου 2013
ΤΙ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΕΥΧΕΣ!
Παναγιώτης Σταυρινοῦ
Μαθηματικός, Λεμεσὸς
. Τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς πρωτοχρονιᾶς συνηθίζουμε νὰ ἀνταλλάσσουμε εὐχές. Ἀλλὰ πίσω ἀπὸ αὐτὲς τὶς εὐχὲς κρύβεται ἡ δυστυχία ποὺ ὑποβόσκει [σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.», τὸ ὀρθόν: ὑποφώσκει] στὶς καρδιές μας. Γιατί προφανῶς, κανεὶς δὲν εὔχεται στὸν ἄλλο νὰ ἀποκτήσει αὐτὸ ποὺ ἔχει, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ τοῦ λείπει. Τί μᾶς λείπει; Τὸ μαρτυροῦν οἱ λέξεις ποὺ πλεονάζουν στὰ εὐχολόγιά μας τοῦτες τὶς μέρες. Ἡ ἀγάπη, εἰρήνη, χαρά, εὐτυχία, ὑγεία, κ.λπ.
. Μὲ αὐτὲς τὶς εὐχές, χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ἀναδεικνύουμε τὴν ἐσωτερική μας φτώχεια. Ἀκούσια ἀποσύρουμε τὸ καταπέτασμα ποὺ ἀποκρύπτει τὴ δυστυχία καὶ τὸν πόνο ποὺ φωλιάζει στὶς καρδιές μας. Ἀλλὰ ἡ ἐσωτερική μας κατάσταση εἶναι ἀπόρροια τῆς σχέσης καὶ τοῦ δεσμοῦ μας μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἐπειδὴ οἱ σχέσεις τῶν περισσότερων συνανθρώπων μας μὲ τὸν Κύριο εἶναι χαλαρὲς ἢ καὶ ἀνύπαρκτες, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀπουσιάζει ἡ λέξη “Θεὸς” ἀπὸ αὐτὲς τὶς Χριστουγεννιάτικες εὐχές. Ἀντὶ νὰ λέμε, ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δίνει χαρά, ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει εἰρήνη, κ.λπ, ἀλληλοευχόμαστε ἀγάπη, εἰρήνη, χαρά, σὰν νὰ ἔχουμε τὴ δύναμη ἢ τὴν ἐξουσία νὰ ὑλοποιήσουμε τὶς ἐπιθυμίες μας. Ὅσο βαθαίνει τὸ κενὸ μέσα μας, τέτοιες εὐχὲς ἀκούγονται μᾶλλον σὰν δυνατὲς κραυγὲς ἀπόγνωσης.
. Οἱ πόλεμοι, ἡ πείνα, ἡ διάδοση ἀνίατων ἀσθενειῶν, ἡ ἐξάπλωση τῆς τρομοκρατίας, τὸ λιώσιμο τῶν παγετώνων, κάνουν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ τρέμει ὅσο ποτὲ ἄλλοτε στὴ σκέψη τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν. Μὲ τὶς Χριστουγεννιάτικες εὐχὲς ἐξωτερικεύουμε ἔμμεσα καὶ ἐπιγραμματικὰ τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀνησυχίες μας. Ὅμως τὰ προβλήματά μας δὲν μποροῦν νὰ ἐξαλειφθοῦν μὲ εὐχολόγια. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεδιψάσει μὲ μία εὐχή, παρὰ μόνο ὅταν τρέξει τὸ δροσερὸ νερὸ μέσα του. Ἔτσι καὶ οἱ καρδιές μας θὰ βροῦν τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀναζητοῦν, ὅταν «κατοικήσει διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ὁ Χριστὸς» (Ἐφ. γ´17), διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς φορέας κάθε πνευματικῆς δωρεᾶς. «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. γ´14). Ἂν πιστεύουμε ὅτι θὰ ἔχουμε εἰρήνη χωρὶς τὸν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης (Ἠσ. θ´ 6), εἶναι σὰν νὰ περιμένουμε βροχὲς χωρὶς σύννεφα. Τὰ εὐχολόγιά μας θὰ παραμείνουν κούφια λόγια, ἂν λείπει ἀπὸ τὴ ζωή μας Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ πραγματοποιήσει.
ΠΗΓΗ: kaiomenivatos.blogspot.gr
«Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ» (Εἰσαγωγή)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 25 Νοέμβριος 2011
Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου
Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης
«Ἡ Μυστικὴ Ἀνάγνωσις τῶν Εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας»
Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθῆναι 2011
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
. «Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας δὲν ἀποτελεῖ παρωνυχίδα, ἀλλ’ ἐκφράζει τὴν θεολογία τῆς λατρείας καὶ τὴν οὐσία τῆς ὅλης πνευματικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς»[1]. Ὅμως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, τὸ θέμα αὐτό, ὡς λέγεται, «θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ στασιαζόμενα»[2]. Κατὰ συνέπειαν, δύναται νὰ λεχθῇ ὅτι, εἰς τὴν ἐποχήν μας ἡ θεολογία τῆς λατρείας διέρχεται μίαν κρίσιν, τοὐλάχιστον εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν δυνατότητα αὐτῆς νὰ ἐκφρασθῇ.
. Τὸ ὅλον θέμα προβάλλει ἰδιαιτέρως ἀνησυχητικόν, ἂν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι, κατ’ αὐτάς, γίνονται πολλαὶ καὶ ποικίλαι συζητήσεις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, ἀλλά, ἐνῶ τὸ θέμα ἔχει προσλάβει εὐρείας διαστάσεις, ἀπουσιάζουν ἀντίστοιχοι συστηματικαὶ μελέται[3]. Βεβαίως, «τὸ ἁγιοπνευματικὸ κριτήριο τῶν ἀληθινὰ ἀγωνιζομένων Ὀρθοδόξων διαθέτει τὴν ἱκανότητα τῆς ὀρθῆς τοποθετήσεως σὲ ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου, ἑπομένως καὶ στὸ ζήτημα τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν»[4].
. Ὅμως, ποῖοι εἶναι ἀγωνιστικώτεροι τῶν Ἁγίων, τῶν «θεηγόρων» αὐτῶν ὁπλιτῶν τῆς «παρατάξεως Κυρίου»; Ποῖοι εἶναι πειστικώτεροι μάρτυρες καὶ τελειώτεροι κήρυκες, δυνάμενοι «ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» νὰ ὑπηρετήσουν τὴν χειραγωγίαν τῶν σημερινῶν χριστιανῶν πρὸς ὀρθὴν κατανόησιν καὶ ἀσφαλῆ ἐπίλυσιν τοῦ ἀναφυέντος διλήμματος, ἂν ὄχι οἱ Ἅγιοι;
. Σπεύδω, λοιπόν, νὰ ἐρευνήσω τὸν τρόπον τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, μὲ τὴν συνείδησιν ὅτι ὑπηρετῶ ταπεινῶς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ διαπραγμάτευσίς μου δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν μέθοδον τοῦ ἐλευθέρου ἐρευνητικοῦ συλλογισμοῦ, ἐφ’ ὅσον τὸ θέμα εἶναι θεολογικὸν – μυσταγωγικὸν καί, ὡς ἐκ τούτου ἀπαιτεῖ θεοφόρον καθοδηγητήν, ἐμπνευσμένον ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁποὺ «ἀνακρίνει πάντα, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ … ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ φρονήσει (καὶ) ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει…».
. Ἐξ ἄλλου, ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ εἴμεθα «τῆς ἐξουσίας ἄμοιροι … τῆς λέγειν ἅπερ βουλόμεθα…». Ἔχω πεισθῆ ὅτι ἡ ἀδέσμευτος, δῆθεν ἀντικειμενικὴ κριτικὴ καὶ ἡ ἀπροκατάληπτος διαλεκτικὴ – συλλογιστικὴ διερεύνησις τῶν ἱερῶν τῆς πίστεως εἶναι ἕνα κατασκεύασμα «σαθρόν τε καὶ ὕποπτον εἰς ἀπόδειξιν ἀληθείας», ἐφ’ ὅσον, ὡς γνωστόν, «ἡ διαλεκτικὴ περιέργεια ἴσην ἐφ’ ἑκάτερα τὴν ἰσχὺν ἔχει, πρός τε τὴν τῆς ἀληθείας ἀνατροπὴν καὶ πρὸς τὴν τοῦ ψεύδους κατηγορίαν…»[5].
. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διὰ τοῦ ιθ΄ κανόνος αὐτῆς, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, συνιστᾷ τὴν Πατερικὴν διδασκαλίαν ὡς μοναδικὸν καταφύγιον πρὸς αὐθεντικὴν ἐπίλυσιν τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀναφυομένων προβλημάτων.
. Οἱ Πατέρες, ὁποὺ ἔγραψαν διὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, δὲν ὑπῆρξαν ἁπλῶς καλοὶ γνῶσται τῆς ἱστορίας της, ἀλλ’ ἦσαν ἐκφρασταὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἔτσι, ἠμποροῦσαν, μετὰ πάροδον αἰώνων, νὰ διερμηνεύσουν αὐθεντικῶς τὸ τελετουργικὸν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἢ τὴν σκιαγραφίαν, ὑπὸ τῶν ἁγίων Κυρίλλου Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουστίνου τοῦ μάρτυρος, τῆς θείας Λειτουργίας.
. Εἰς τὸν κριτικὸν ὀφθαλμὸν τῆς συγχρόνου θύραθεν ἐπιστήμης, ὅπου ὁ θετικισμὸς ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ ἐνδεδειγμένη μεθοδολογικὴ ἀρχή, μία διαπραγμάτευσις ἑνὸς θέματος ὑπὸ τὴν προοπτικήν, ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς Πατερικῆς σκέψεως, ἴσως νὰ φαίνεται παρωχημένη. Ὅμως, ὅ,τι ἰσχύει διὰ τὴν φυσικὴν ἐπιστήμην, ἐπ’ οὐδενὶ δύναται νὰ ἐφαρμοσθῇ καὶ εἰς τὴν σφαῖραν τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸν βαθμὸν ὁποὺ παραμένομεν πιστοί.
. Κατὰ τὴν γνωστὴν πεποίθησιν τῆς Ἐκκλησίας, ὁλόκληρος ἡ ἀποκάλυψις τῆς παρεδόθη ἐξ ἀρχῆς ἀκεραία, ἐνῶ πᾶσα μεταγενεστέρα διατύπωσις εἶναι διασάφησις καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εὐρυτέρα ἔκφρασις τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς ἀρχικῆς διδασκαλίας καὶ ἀντιλήψεως· ἀπολύτως, ὅμως, ἀναγκαία πρὸς περιφρούρησιν αὐτῆς ἐκ τῆς παρανοήσεως καὶ παρερμηνείας.
. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ θεία Λειτουργία, «αἰώνιον καὶ περίλαμπρον μνημεῖον τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς εὐσεβείας καὶ θρησκευτικότητος, καὶ παραστατικὴ ἔκφρασις τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας»[6], ἑρμηνευομένη, σχολιαζομένη, ὑπομνηματιζομένη ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀρχικὴ ἱεροτελεστία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, περιφρουρημένη ἀπὸ τὰς ὑπερβολὰς τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τοῦ κληρικαλισμοῦ, τῆς ἐθιμοτυπικῆς ἢ κοινωνικῆς ἐκδηλώσεως.
. Ἡ ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἐπισκόπησις τῆς θείας Λειτουργίας καὶ ἡ μετ’ αὐτῆς συνυφασμένη καὶ παραδεδομένη λειτουργικὴ τάξις, εἰς τὴν πανορθόδοξον συνείδησιν αἰώνων, ἀντιπροσωπεύει τὴν ὁριστικὴν ἀνάπτυξίν της, τὴν ἐπίτευξιν τῆς μεγαλυτέρας δυνατῆς πληρότητος καὶ ὁλοκληρώσεώς της[7].
. Ἐφ’ ὅσον, «κατὰ τὴν ὀρθὴν λειτουργιολογικὴν μέθοδον, πρὸς κατανόησιν τῆς ἱστορίας τῆς Λειτουργίας πρέπει τις νὰ ἀφορμᾶται ἐκ μεταγενεστέρων μνημείων καὶ ἐκεῖθεν νὰ ἀνέρχηται βαθμηδὸν ἀναδρομικῶς εἰς τὰς παλαιοτέρας πηγάς, αἵτινες σὺν τῇ ἀναβάσει γίνονται πενιχρότεραι»[8], διὰ τοῦτο καὶ ἡ παροῦσα μελέτη[9] ἄρχεται ἀπὸ τῆς συγχρόνου ἐποχῆς διὰ νὰ καταλήξῃ εἰς τὴν ἑσπέραν τῆς παραδόσεως «τῶν καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν μυστηρίων».
. Ἔτσι, παρέχεται ἡ δυνατότης διαπιστώσεως τῆς πιστότητος τῶν μεταγενεστέρων πρὸς τοὺς προγενεστέρους, πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς ἐμπιστοσύνης εἰς τὴν παραδεδομένην λειτουργικὴν τάξιν, ὡς γνησίαν ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς λατρείας τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας.
Νικόδημος
ἀρχιμανδρίτης τῆς Ἱ. Μ. Χρυσοποδαριτίσσης
[1]. Γ. Φίλια, «Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν», Θεολογία 74/1, 114.
[2]. Π. Σκαλτσῆ, «Περὶ τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν», Θεολογία 80/3, 71.
[3]. Πρβλ. Γ. Φίλια, Τρόπος ἀναγνώσεως εὐχῶν, σ. 71.
[4]. Γ. Φίλια, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, σ. 16.
[5]. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, κγ΄ (ΒΕΠΕΣ 68, 334).
[6]. Πρβλ. Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα, τ. I, σ. 285.
[7]. Ἔχων πεποίθησιν, ὅτι ἡ Πατερικὴ γραμματεία ἀποτελεῖ τὴν βασικὴν προϋπόθεσιν ἐρεύνης τοῦ προκειμένου ζητήματος, σπανίως ἀναφέρομαι —ὡς θὰ διαπιστώσῃ ὁ ἀναγνώστης— εἰς τὴν χειρόγραφον (ἢ ἔντυπον) εὐχολογιακὴν παράδοσιν, διότι:
α΄) Τὸ ὅλον θέμα, ὡς προελέχθη, εἶναι θεολογικὸν καί, κατὰ συνέπειαν, ἡ ἀπάντησις ἀναμένεται ὑπὸ τῶν θεοφόρων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ὄχι ὑπὸ τῶν διαφόρων ἀντιγραφέων (ἢ ἐπιμελητῶν καὶ τυπογράφων) τῶν ἱερατικῶν δέλτων,
β΄) Λόγῳ ἐλλείψεως τῆς ἐπιστημονικῶς ἀναγκαίας κωδικολογικῆς προεργασίας, δὲν ἔχει καταστῆ ἐφικτὴ ἡ συγκριτικὴ ἀξιολόγησις τοῦ συνόλου τῶν χειρογράφων Εὐχολογίων καί, κατ’ ἐπέκτασιν, δὲν ὑπάρχουν αὐστηρῶς καθωρισμένα κριτήρια ἀντιπροσωπευτικῆς ἐπιλογῆς των πρὸς μελέτην. Συνεπῶς, δὲν πληροῦνται εἰσέτι αἱ προϋποθέσεις ἐκπονήσεως μελετῶν, ὁποὺ θὰ ἐξετάζουν μὲ τὴν αὐστηροτέραν ἐπιστημονικὴν ἀκρίβειαν τὰ σχετικὰ δεδομένα, παρέχοντας ἀκολούθως συμπεράσματα ἀκλόνητα,
γ΄) Οἱ κατὰ καιροὺς ἀναφερθέντες εἰς τὴν μαρτυρίαν τῶν χειρογράφων εὐχολογίων ἐρευνηταὶ (π.χ. R. Bornert, Δ. Μωραΐτης, R. Taft, κ.ἄ) ὁμολογοῦν ὅτι τὰ ἐν λόγῳ χειρόγραφα ἐπιβεβαιώνουν τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν.
«Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ» (νέα ἔκδοση)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ/ - ΚΡΙΣΙΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 24 Νοέμβριος 2011
ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ
Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου
Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης
«Ἡ Μυστικὴ Ἀνάγνωσις τῶν Εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας»
Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθῆναι 2011
. «Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας δὲν ἀποτελεῖ παρωνυχίδα, ἀλλ’ ἐκφράζει τὴν θεολογία τῆς λατρείας καὶ τὴν οὐσία τῆς ὅλης πνευματικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς». Ὅμως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, τὸ θέμα αὐτό, ὡς λέγεται, «θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ στασιαζόμενα». Κατὰ συνέπειαν, δύναται νὰ λεχθῇ ὅτι, εἰς τὴν ἐποχήν μας ἡ θεολογία τῆς λατρείας διέρχεται μίαν κρίσιν, τοὐλάχιστον εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν δυνατότητα αὐτῆς νὰ ἐκφρασθῇ.
. Τὸ ὅλον θέμα προβάλλει ἰδιαιτέρως ἀνησυχητικόν, ἂν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι, κατ’ αὐτάς, γίνονται πολλαὶ καὶ ποικίλαι συζητήσεις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, ἀλλά, ἐνῶ τὸ θέμα ἔχει προσλάβει εὐρείας διαστάσεις, ἀπουσιάζουν ἀντίστοιχοι συστηματικαὶ μελέται»
. Ἡ παροῦσα διεξοδικὴ καὶ θεολογικῶς τεκμηριωμένη μελέτη, καρπὸς πολυετοῦς ἐρεύνης ἔρχεται νὰ παρουσιάσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ συμφωνία ἐπὶ τοῦ θέματος, οὕτως ὥστε νὰ καταρριφθοῦν οἱ σχετικοὶ μῦθοι καὶ οἱ ἀθεμελίωτες ἐπινοήσεις.
ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ Β´ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΛΟΓΙΚΗ «ΔΙΑΘΛΑΣΗ» (Ἀνάγκη ἐμμονῆς στὴν παράδοση τοῦ “ἀπορρήτου” τῶν Εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 22 Νοέμβριος 2011
. ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἡ σύγχρονη νοοτροπία τῆς «διαθλάσεως» τῶν πραγμάτων ἔχει πλήξει ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ τὴν θεολογία. [Μήπως δὲν εἶναι «συνταγματικὴ ΔΙΑΘΛΑΣΗ» αὐτὸ ποὺ ἐπεβλήθη πρὸ ἡμερῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ ΤΡΟΠΟΣ μὲ τὸν ὁποῖο ἐπεβλήθη;] Παραμορφωτικοὶ φακοὶ λοιπὸν χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν «ἀνάγνωση» τῶν Πηγῶν καὶ τὴν «ἔρευνα» τῆς …Παραδόσεως. Ἀποτέλεσμα ἡ παραμόρφωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη νησίδες πνευματικῆς καὶ θεολογικῆς σοβαρότητος, ὥστε νὰ μελετῶνται μερικὰ θέματα καὶ νὰ χαρίζονται στὴν Ἐκκλησία πολύτιμες μελέτες.
Βλ. σχετ.:
. 1. https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/19/λειτουργιολογικὲς-ἀστοχίες-ἄρθρου/,
. 2. https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/20/ἐξηγήσεις-περὶ-μυστικῆς-λατρείας/
(Ἀξιότιμε κ. Διευθυντά,)
. Δίχως νὰ προτίθεμαι νὰ καταχρασθῶ τὴν φιλοξενίαν τοῦ «Ἐφημερίου», ζητῶ τὴν ἀνοχήν σας ὅπως δευτερολογήσω ἅπαξ, μετὰ τῆς μεγαλυτέρας δυνατῆς συντομίας, διὰ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν σκέψιν μου ἔναντι τοῦ σεβαστοῦ καὶ διακεκριμένου συνομιλητοῦ μου, Καθηγητοῦ κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ, τὸν ὁποῖον εὐχαριστῶ εἰλικρινῶς, διότι ἐδέχθη νὰ ἀπαντήσῃ εἰς ἀντιρρήσεις μου.
. Ἡ διατύπωσίς μου θὰ εἶναι σχολαστική, ὄχι ἐπειδὴ ὑπερεκτιμῶ τὸν σχολαστικισμόν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ συζήτησίς μας ἀφορᾶ εἰς τὴν λειτουργικὴν στοιχείωσιν, ἡ ὁποία μόνον σχολαστικῶς προσεγγίζεται. Ἡ προσέγγισις δὲ αὐτή –συνήθης καὶ εἰς αὐτὰς ἀκόμη τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους– εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις πρὸς ἀποφυγὴν ἐνδεχομένης ἑρμηνευτικῆς αὐθαιρεσίας, κατὰ τὴν μετασχολαστικὴν ἀνάπτυξιν τῆς λειτουργικῆς θεολογίας.
. α´) Καίτοι τὸ θέμα μας δὲν εἶναι ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς Ἰ. Φουντούλης ἀλλὰ αἱ εὐχαί, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι οὐδεμία πρόθεσις διαστρεβλώσεως τῆς λειτουργικῆς σκέψεως τοῦ Καθηγητοῦ ἐνυπάρχει εἰς τὸ ἄρθρον μου. Μελετῶν κανείς, ἐν τῷ συνόλῳ του, τὸ ἐπίμαχον παράθεμά του εὐκόλως διαπιστώνει ὅτι ὁ Καθηγητὴς δὲν περιορίζεται εἰς μίαν «ἱστορικὴ καταγραφή», ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καὶ εἰς μίαν θεολογικὴν καὶ πνευματικὴν ἀξιολόγησιν τῶν προϋποθέσεων ἐκείνων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἑδράζεται ἡ σύγχρονος ἀπαίτησις τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν1. Ἐὰν ἡ ἀξιολόγησις αὐτὴ θεωρῆται ἀσύμβατος πρὸς ἄλλας ἀπόψεις του, προγενεστέρας ἢ μεταγενεστέρας, τοῦτο ὑποδηλώνει μᾶλλον μίαν ἰδικήν του ἀνακολουθίαν, ὀφειλομένην ὄχι βεβαίως εἰς ἔλλειμμα γνώσεως, ἀλλ’ εἰς τὴν προσπάθειάν του νὰ συγκεράσῃ «οἰκονομικῶς» τὸ λειτουργικὸν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τῆς κατὰ τὸ «νέον πνεῦμα» τοῦ συγχρόνου κόσμου ἐπιχειρουμένης λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως.
. β´) Τὸ κατὰ πόσον θὰ ἦταν «ἀδιανόητο» νὰ ἀναγινώσκεται ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς μυστικῶς κατὰ τὸν Δ´ αἰῶνα, δὲν κρίνεται βάσει ὑποκειμενικῶν θεολογικῶν στοχασμῶν, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς «δεκαπέντε αἰῶνας μυστικῆς ἀναγνώσεως τῆς Ἀναφορᾶς»2, κατὰ τοὺς ὁποίους οὐδὲν τὸ «ἀδιανόητον» ἐπεσήμανε ἡ Ἐκκλησία.
. γ´) Τὸ «κοινόν», ἀπὸ τοῦ ὁποίου κρύπτει ὁ ἅγιος Μάξιμος τὴν εὐχὴν τῆς Ἀναφορᾶς, δὲν περιορίζεται εἰς μόνους τοὺς ἀπίστους καὶ κατηχουμένους –οἱ ὁποῖοι ἔχοντες οὕτως ἢ ἄλλως ἐξέλθει τοῦ ναοῦ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἦσαν ἡ αἰτία τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν– ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει ἔν τινι μέτρῳ καὶ τὰς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος ἱσταμένας τάξεις τῶν πιστῶν. Ἄλλωστε, ἀποδέκται τῆς ἀποσιωπώσης τὰ «ἀπόρρητα» «Μυσταγωγίας» δὲν ἦσαν οἱ ἀμύητοι, ἀλλὰ οἱ μοναχοί3. Ὅπως παρατηρεῖ δὲ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, «οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξ ἀρχῆς διαθεσμοθετήσαντες Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ἐν τῷ κεκρυμμένῳ καὶ ἀφθέγκτῳ τὸ σεμνὸν τοῖς μυστηρίοις ἐφύλασσον. Οὐδὲ γὰρ ὅλως μυστήριον, τὸ εἰς τὴν δημώδη καὶ εἰκαίαν ἀκοὴν ἔκφορον». Πρότυπον δὲ τῆς ἀποστολικῆς αὐτῆς θεσμοθετήσεως τοῦ «ἀθεάτου» καὶ «ἀνηκούστου» –ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται καὶ εἰς «τὰ τῆς ἐπικλήσεως ρήματα»– ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ παράδειγμα τῆς ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως σοφῶς θεσμοθετηθείσης ἀποκρύψεως τῶν τελουμένων κατὰ τὴν Λατρείαν, ὄχι μόνον ἔναντι τῶν βεβήλων, ἀλλὰ καὶ ἔναντι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, κατ’ ἀναλογίαν τῶν τάξεων τῆς θεόθεν καθωρισμένης ἱεραρχήσεώς του4. Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν ἐμφαίνει ἐναργέστερα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης5, ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου διαφυλάσσεται «κεκρυμμένη» καὶ «ἄφθεγκτος» καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πιστὸν «ἱερὸν λαὸν» τοῦ Κυρίου, ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη «τάξεως πασῶν ὑψηλοτέρας»· ἐξ οὗ καὶ ἐλέγχει τὸν μοναχὸν Δημόφιλον ὅτι, ἐνῷ «οὔτε εἶδεν οὔτε ἤκουσεν οὔτε ἔχει τι τῶν προσηκόντων τοῖς ἱερεῦσιν», ἀπετόλμησε νὰ εἰσέλθῃ «ἐπὶ τὰ ἔσω τῶν θείων παραπετασμάτων», (ὅπου μόνοι «οἱ περὶ τὸ θεῖον … ἑστηκότες θυσιαστήριον ὁρῶσι καὶ ἀκούουσι τὰ θεῖα τηλαυγῶς αὐτοῖς ἀνακαλυπτόμενα»), μὲ ἀποτέλεσμα «ἐκπομπευθῆναι τὰ ἅγια»6.
. δ´) Δὲν ἠμπορῶ νὰ συμμερισθῶ ὅτι «τὸ κείμενο (Νεαρὰ) τοῦ Ἰουστινιανοῦ πολὺ σοφὰ … χαρακτηρίζεται ρωμαλέο», διότι: 1) Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς του ἕως σήμερον, ἂν καὶ συνεκροτήθησαν τόσες Σύνοδοι, «οὐδεὶς ἠσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ δώσῃ σημασίαν» εἰς τὴν προβληματικὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ7, 2) «Μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν»8, 3) Ἡ θεολογικὴ θεμελίωσίς του περιορίζεται εἰς τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ἀσχέτου χωρίου: Α´ Κορ. ιδ´ 16-17, δηλαδὴ εἰς μίαν ἁπλῆν ἐκφορὰν «ἀναλογικοῦ» συλλογισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὸ «ἀσθενέστερο ὡς πρὸς τὸν βαθμὸ πιθανότητος εἶδος ἀτελοῦς ἐπαγωγῆς», καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει μόνον πιθανολογικὴν ἰσχύν9. Ἐρείδεται, ἐν ὀλίγοις, ἡ Νεαρὰ εἰς μίαν πιθανολογίαν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἐγκυρότητα ἑνὸς ἀποδεικτικοῦ ἐπιχειρήματος, ἐλλείψει, προφανῶς, ἰσχυρῶν πατερικῶν ἐρεισμάτων, καὶ 4) Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, διὰ θαυμαστῶν σημείων, ἀκύρωσεν εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν Νεαράν10.
. ε´) Συμφωνῶ ὅτι «ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης … συνδέει τὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴ θεία Εὐχαριστία μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν», ἀλλὰ ποίων εὐχῶν; Ὁ Ἅγιος ὁρίζει εὐκρινῶς ποίας εὐχὰς ἐννοεῖ: «τὸν Ἀρχιερέα ὁποὺ λέγει … “Εἰρήνη ὑμῖν” … τὸν Ἱερέα ὁποὺ λέγει, “Εἰρήνη πᾶσι” … τὸν διάκονον ὁποὺ αἰτεῖ νὰ μᾶς δοθῇ ἄγγελος εἰρήνης»11. Καί, βεβαίως, δὲν ἐννοεῖ τὰς τελεστικὰς εὐχάς, αἱ ὁποῖαι «ἀείποτε μυστικῶς καὶ οὐχὶ ἐκφώνως» ἀναγινώσκονται12.
. ς ´) Οἱ Βυζαντινοὶ ὑπομνηματισταὶ διὰ τοῦ «μυστικῶς» ἐννοοῦν σαφῶς τὴν μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν εὐχῶν, κάτι ποὺ ἀντελήφθησαν ἅπαντες οἱ νεώτεροι μεταφρασταὶ τῶν ἱερῶν αὐτῶν κειμένων, διὸ καὶ ἀπέδωσαν τὸ «μυστικῶς» (καὶ τὸ παράλληλον τοῦ «ἡσύχως») διὰ τῶν: «secreto» (PG 154, 754A), «submissa voce» (PG 150, 399D), «σιωπηρῶς» (Π. ΧΡΗΣΤΟΥ: «Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἔργα», ΕΠΕΦ 22, σσ. 93, 133), «μὲ χαμηλὴ φωνή», «σιωπηλὰ» (Α. ΓΑΛΙΤΗΣ: «Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας», Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 61, 120), «en secret» (R. BORNET, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 166), «silencieusement», «à voix basse» (S. SALAVILLE: “Nicolas Cabasilas, Explication de la divine Liturgie”, SC 4bis, σσ. 122, 221), κ.ἄ. Οὐδεὶς ποτὲ τὸ «μυστικῶς» μετέφρασε διὰ τοῦ «μυσταγωγικῶς», διότι ἀντελαμβάνοντο ὅτι ὁ ἱερεὺς «μυσταγωγεῖται … καὶ μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια», καλῶν τὸν λαὸν διὰ τῶν ἐκφωνήσεων νὰ μεθέξῃ αὐτῆς τῆς μυσταγωγίας (PG 98, 429BC, 436D437C), οὔτε πάλιν διὰ τοῦ «κατανυκτικῶς», διότι ἔβλεπαν ὅτι, ὁσάκις ἐπιθυμοῦν οἱ ὑπομνηματισταὶ νὰ δηλώσουν τὴν (οὕτως ἢ ἄλλως) ὀφειλομένην κατανυκτικὴν συστολήν, γράφουν: «μυστικῶς μετ’ εὐλαβείας» (PG 155, 684CD).
. ζ´) Τὸ «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας δὲν μαρτυροῦν μόνον «οἱ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία ἔντυπες ἐκδόσεις» ἀλλὰ καὶ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα εὐχολόγια τῶν Θ´, Ι´ καὶ ΙΑ´ αἰώνων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν περίφημον Βαρβερινὸν Κώδικα13.
. η´) Ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης, κάθε ἄλλο παρὰ ὑπαινισσόμενος ὅτι ἡ μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν μεταβάλλει τὴν θείαν Λειτουργίαν εἰς μίαν λατινικοῦ τύπου «ἰδιωτικὴ ὑπόθεση», διευκρινίζει σαφῶς ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχὴ καθ’ ὃν χρόνον «ὁ διδάσκαλος διδάσκει, ὁ ἀναγνώστης ἀναγινώσκει, ὁ ψάλτης ψάλλει». Συνεπῶς, «ἔγκλημα ἁμαρτίας» θεωρεῖ τὸ νὰ καταφρονοῦνται «αἱ προσευχαὶ καὶ αἱ θεῖαι Γραφαὶ καὶ τὰ λοιπὰ ἀναγνώσματα … (τὰ ὁποῖα) ἐκφώνως καὶ τρανῶς ἀναγινώσκονται», καὶ ὄχι βεβαίως τὸ νὰ μὴν ἀκούωνται αἱ ἱερατικαὶ εὐχαί, τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν ὁποίων σταθερῶς ὑπερασπίζεται, ὡς ἐξ ἀρχῆς θεσμοθετηθεῖσαν καὶ διαχρονικῶς ἰσχύουσαν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν14.
. θ´) Συμφωνῶ ἀπολύτως μετὰ τοῦ σεβαστοῦ Καθηγητοῦ περὶ τοῦ ἀπαραδέκτου τῆς «urbi et orbi» μεταδόσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία, χάριν μιᾶς «κοντόφθαλμης» ποιμαντικῆς οἰκονομίας, καταστρατηγεῖ ὁλόκληρον τὴν λειτουργικὴν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο καὶ θεωρῶ ἐπιτακτικὴν τὴν ἀνάγκην ἐμμονῆς εἰς τὴν παράδοσιν τοῦ ἀπορρήτου, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἱερότητα τῶν μυστηρίων της ἀπὸ κάθε μορφῆς ἐκπόμπευσιν.
Μετὰ τιμῆς,
ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Τὸ πνεῦμα τῆς θείας Λατρείας», Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 20-36.
2 R. TAFT, “Was the Eucharistic Anaphora Recited Secretly or Aloud? The Ancient Tradition and What Became of It”, Worship Traditions in Armenia and the Neighboring Christian East, [Avant Series 3], Crestwood, New York, 2006, σ. 56, σημ. 141, (παρ’ ὅτι δὲν εἶναι καὶ θιασώτης τοῦ «μυστικῶς»).
3. R. BORNET, Les commentaires byzantins de la divine liturgie, [Archives de l’ Orient Chretien 9], éd. Institut Français d’ Études Byzantines, Paris 1966, σ. 101.
4. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κζ´ (ΒΕΠΕΣ 52, 287-288).
5. Πρβλ. Ἁγίου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Β´ 1 (PG 3, 392C).
6. Ἁγίου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Ἐπιστολὴ Η´, 1 (PG 3, 1089A). Πρβλ. Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Δ´ 3, 2, όπου σαφῶς δηλώνεται ὅτι καὶ ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καθαγιασμὸς τοῦ Μύρου, κρύπτεται ἀπὸ τοὺς πιστούς (PG 3, 476BC).
7. TAFT, ένθ’ ἀνωτ., σσ. 39, 45, 56 (σημ. 141). 8 ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, ένθ’ ανωτ., σ. 26. 9 Πρβλ. ΕΥ. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ, Λογική, ἐκδ. «Νόηση», Ἀθήνα 2008, σ. 198-199 || Θ. ΒΟΡΕΑ, Λογική, ἐκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθῆναι 1972, τ. Α´, σ. 162-163.
10. PG 87, 2869-2871. Πρβλ. Γ. ΦΙΛΙΑΣ, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθήνα 1997, σ. 57.
11. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. «Β.
Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 311-312.
12. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1976, σ. 645.
13. BORNET, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 166 || TAFT, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 44 || Δ. ΜΩΡΑΪΤΗΣ, Ἐπίτομος Λειτουργική, μέρος Α´, Γενικόν, Ἀθῆναι 1966, σ. 54.
14. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΑΡΓΕΝΤΗ, Σύνταγμα κατὰ ἀζύμων, ἐν Ναυπλίῳ1845, σσ. 78-79, 82, 87-88, 92, 98, 115, 126-127, 132, 135, 163, 164.
ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ἐφημέριος», Σεπτέμβριος 2011
Διαδίκτυο: alopsis.gr
ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ «ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 20 Νοέμβριος 2011
ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»:Παρ᾽ ὅτι ἡ κατωτέρω ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστολὴ (πρὸς τὸ περιοδικὸ «Ἐφημέριος) ἐπιδιώκει καλοπροαίρετα νὰ ἀπαντήσει στοὺς θεμελιωμένους ἰσχυρισμοὺς τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση (ΣΗΜ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: βλ. σχετ.: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/19/λειτουργιολογικὲς-ἀστοχίες-ἄρθρου/.), ἐν τούτοις τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνει εἶναι νὰ ἀραδιάσει τοὺς γνωστοὺς καλοὺς μὲν «στοχασμοὺς» περὶ τῆς ἐκφώνου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας, δυστυχῶς δὲ μόνον στοχασμοὺς καὶ εὐσεβεῖς ἰδέες καὶ ὄχι ἱστορικοθεολογικὲς «ἀποδείξεις».
(Κύριε Διευθυντά),
. Στὶς πολὺ φιλόξενες καὶ ἐποικoδoμητικὲς ἀναντίρρητα γιὰ τοὺς ἱερεῖς σελίδες τοῦ «Ἐφηµερίου» καὶ συγκεκριμένα στὸ τεῦχος τοῦ Φεβρουαρίου 2011 εἶχα παρoυσιάσει τὶς θέσεις τοῦ μακαριστoῦ καθηγητοῦ καὶ λειτoυργιoλόγου τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννου Φουντούλη περὶ μυστικῆς Λατρείας. Τὶς ἀντιρρήσεις του γιὰ τὸ κείμενο αὐτὸ ἐξέφρασε μὲ ἐπιστoλή του, ποὺ δημoσιεύθηκε στὸ τεῦχος τοῦ μηνὸς Μαΐου (ΣΗΜ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: βλ. σχετ.: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/11/19/λειτουργιολογικὲς-ἀστοχίες-ἄρθρου/., ὁ κατὰ πάντα σεβαστὸς λόγιος ἱερομόναχος π. Νικόδημoς Μπαρούσης.
. Ἐπειδὴ ὁ π. Νικόδημoς μοῦ χρεώνει κάποιες «ἀνακρίβειες» ὅσον ἀφορᾶ στὶς περὶ τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἐπιστημoνικὲς κρίσεις καὶ τoπoθετήσεις τοῦ Ἰωάννου Φουντούλη, ὀφείλω, διαλεγόμενoς ἐν ἀγάπῃ, νὰ δώσω ὁρισμένες ἐξηγήσεις ὄχι γιὰ νὰ πείσω τὸν συνoμιλητή μου, ἀλλὰ γιὰ νὰ διασκεδάσω τὶς «λανθασμένες ἀντιλήψεις» ποὺ μοῦ ἀποδίδονται, τοὺς ὅποιους λoγισμoὺς περὶ παραπλάνησης τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ «Ἐφημερίου», καὶ κυρίως γιὰ νὰ μὴν ἀδικεῖται, ἔμμεσα ἔστω, ὡς «ἀνακριβὴς» ὁ δάσκαλός μου.
. α) Τὰ ὅσα μὲ ἐπιστημoνικὴ εὐθύνη καὶ πολὺ σεβασμὸ στὴν παράδοση ἔχει διατυπώσει ὁ Ἰωάννης Φουντούλης περὶ μυστικῆς Λατρείας εἶναι καταγεγραμμένα στὰ λειτoυργικά του ἔργα. Ἑπομένως ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενoς μπορεῖ νὰ καταφύγει ἐκεῖ καὶ νὰ βγάλει μόνος τὰ συμπεράσματά του. Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀκρωτηριάζει τὰ γραφόμενα. Φτάνει νὰ μὴν «τραβᾶ ἀπὸ τὰ μαλλιὰ» τὴν λειτoυργική του σκέψη.
. Πρoσωπικά, μαθητεύοντας οὐκ ὀλίγα χρόνια τόσο στὸν πρoφoρικό, ὅσο καὶ στὸν γραπτό του λόγο, διαπίστωσα τὴν μὲ ἱστoρικές, θεoλoγικὲς καὶ πoιμαντικὲς πρoϋπoθέσεις πρoσέγγιση τῶν ποικίλων περὶ τὴν θεία Λατρεία ζητημάτων, ἄρα καὶ περὶ τοῦ τρόπου ἀπόδοσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτoυργίας, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν ἄλλων μυστηρίων. Στὴ βάση αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων καὶ μὲ τὴν βoήθεια τῶν πηγῶν ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς ἐρευνᾶ, ἀξιολογεῖ, διαπιστώνει, κρίνει καὶ πρoτείνει τὴν τήρηση τῆς τάξης στὰ λειτoυργικὰ δρώμενα, τὴν εὐπρέπεια στὸν ναὸ καὶ τὴν συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὰ τελούμενα.
. Ὅπως δὲ ὅλα στὴν θεία Λατρεία, ἔτσι καὶ τὰ ἀφορῶντα στὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων καὶ μάλιστα τῆς θείας Λειτoυργίας ἔχουν ἱστoρικὴ ἀφετηρία, θεoλoγικὸ ἐνδιαφέρoν, ἐξελικτικὴ δυναμικὴ καὶ ποιμαντικὴ διάσταση. Δὲν μποροῦμε π .χ. νὰ ἀγνοήσουμε –θὰ ἤμασταν ἀνιστόρητοι, ἂν τὸ κάναμε– ὅτι τὸν 4ο αἰ., ποὺ ἄρχισε ἡ καταγραφὴ τῶν λειτoυργικῶν κειμένων, ἡ θεία Λειτoυργία ἀπαρτιζόταν ἀπὸ ἐλάχιστες εὐχὲς μὲ δεσπόζουσα αὐτὴν τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἦταν ἀδιανόητo, καθ᾽ ὅσον συνιστoῦσε αἰτία σχίσματος τοῦ ἐκκλησιαστικoῦ σώματος, νὰ μὴ διαβάζεται εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποδεχόμενος τὰ ὅσα ἄκουγε ἀπαντοῦσε μὲ τὸ Ἀμήν. Σιγὰ-σιγὰ προστίθενται καὶ οἱ ἄλλες εὐχὲς (τῶν ἀντιφώνων π.χ. μᾶς εἶναι γνωστὲς ἀπὸ τὸν 8ο αἰ.), διαμoρφώνoνται νέα δεδομένα μὲ τὴν περὶ ἀπόκρυψης τῶν μυστηρίων διδασκαλία ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀμυήτων καὶ τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκoμένων (3ο-5ο αἰ.), ἀναπτύσσεται ἡ περὶ τὴν ἐπίκληση θεολογία, καὶ ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε στὸ σχετικὸ μὲ τὸν Ἰωάννη Φουντούλη κείμενό μας, τότε εἰσήχθη γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὅρος “μυστικὸς” στὴν θεία Εὐχαριστία, τὸν ὁποῖον εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἑρμηνεύσουμε στὶς σωστὲς ἱστoρικές, θεoλoγικὲς καὶ πoιμαντικὲς διαστάσεις.
. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ περὶ μυστικῆς ἐπίκλησης κυρίως καὶ εὐρύτερα μυστικῆς θείας Λειτoυργίας κλίμα ἐντάσσεται καὶ τὸ «μὴ κατὰ τὸ σεσιωπημένoν, ἀλλὰ μετὰ φωνῆς τῷ πιστοτάτῳ λαῷ ἐξακουομένης τὴν θείαν πρoσκoμιδὴν καὶ τὴν ἐπὶ τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι προσευχὴν» κείμενο (Νεαρά) τοῦ Ἰoυστινιανoῦ, τὸ ὁποῖο πολὺ σοφὰ ὁ Ἰωάννης Φουντούλης χαρακτηρίζει «ρωμαλέο». Καὶ εἶναι σημαντικὴ ἡ παρέμβαση αὐτὴ ἑνὸς προσώπου ποὺ καὶ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ὡς ἅγιος μνημονεύεται σὲ λειτoυργικὰ τυπικά. Ὁ Ἰoυστινιανός ἦλθε σ᾽ ἀντίθεση μὲ τοὺς Νεστoριανoὺς ποὺ διάβαζαν τὴν Ἀναφορὰ «κατὰ τὸ σεσιωπημένoν» καὶ «κατ᾽ ἰδίαν μὲ τὸν Θεόν», ἀνέδειξε τὰ δεδομένα τῆς ἐμπνευσμένης ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο λειτoυργικῆς πράξης τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισμoῦ, στήριξε τὸ καθoλικὸ νόημα τῶν σὲ πληθυντικὸ ἀριθμὸ διατυπoυμένων εὐχῶν τῶν ἱερῶν μυστηρίων, μίλησε γιὰ τὴν κοινὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, μὲ τρόπο προφανῶς ἤρεμο, διαμόρφωση κατανυκτικῶν βιωμάτων στὶς ψυχὲς τῶν ἀκουόντων. Ποῦ λοιπὸν τὸ λάθος του;
. Ὁ Ἰωάννης Φουντούλης δὲν ἀγνοεῖ βεβαίως ὅτι ἡ παρέμβαση αὐτὴ τοῦ βυζαντινoῦ αὐτοκράτορα «μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὡς ἱστoρικὸς τῆς Λατρείας καταγράφει μίαν ἐξέλιξη καὶ μία πραγματικότητα ποὺ κατὰ ἐποχὲς ἑρμηνεύθηκε μὲ διαφόρoυς τρόπους καὶ μέχρι σήμερα δημιουργεῖ ἐνδιαφέρoυσες συζητήσεις. Ἄλλο λοιπὸν ἡ ἱστoρικὴ καταγραφὴ καὶ ἄλλο ἡ παρερμηνεία ἀπὸ τὸν π. Νικόδημo τῶν λόγων τοῦ Ἰωάννου Φουντούλη ὅτι γράφει δῆθεν «διὰ τὴν ἀπαξίωσιν τοῦ πoλιτειακoῦ αὐτοῦ νόμου ἐκ μέρους τῆς θεoλoγικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ σύγχρονη τoυλάχιστoν περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἔρευνα ἀπὸ ἔγκριτoυς λειτoυργιολόγους (Π. Τρεμπέλα, Ι. Φουντούλη, Γ. Φίλια) δὲν τεκμηριώνει κάτι τέτοιο. Ἀντιθέτως, στὸ κείμενο τοῦ Ἰoυστινιανοῦ ἀναζητᾶ τὰ πρότυπα μιᾶς Λατρείας μυστικῆς μέν, ἀλλὰ ὄχι ἀφώνου καὶ ἐγκλωβισμένης στὸν φόβο μήπως χάσει τὴν ἱερότητά της, ἐὰν ὁ πιστὸς καὶ συνευχόμενος κατὰ τὴν Ἴδια τὴν θεία Λειτουργία λαὸς ἀκoύσει τὰ λεγόμενα.
. β) Ποιός, ἀλήθεια, φόβος δικαιoλoγεῖται (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: ὅλη αὐτὴ ἡ παράγραφος εἶναι δομημένη πάνω σὲ ἰδεολογικοποιημένες καὶ μεταχρονολογημένες –ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἱστορικὴ πατερικὴ ἀντίληψη– καὶ τετριμμένες ἐρωτήσεις κενὲς περιεχομένου μόνο πρὸς ἀνακούφιση τοῦ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥ ἀδιεξόδου ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἔκφωνη ἀνάγνωση τῶν Εὐχῶν) στὴν κοινὴ λειτoυργικὴ ἐμπειρία τοῦ φωτὸς καὶ τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν, τὴν στιγμὴ ποῦ ἀκοῦμε τὰ ἀναγνώσματα, παρὰ πάντων κατὰ τοὺς Πατέρες λέγεται τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁ χερoυβικὸς ὕμνος παρ᾽ ὅτι μυστικὸς ψάλλεται μεγαλόπρεπα καὶ οἱ ἐκφωνήσεις τῶν εὐχῶν μὲ τριαδoλoγικὸ περιεχόμενo ἀκούγονται εἰς ἐπήκοον πάντων ξεκομμένες ὅμως ἀπὸ τὴν συνάφειά των; Ποιός μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους ἢ ἀκόμη καὶ στὸν Θεὸ μὲ διακoπὲς στὸν λόγο του; Ποιός ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ποὺ ἔγραψαν θεῖες Λειτoυργίες, ὴ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῶν «μετέπειτα αἰώνων» θὰ ἤθελε μιὰ Λειτoυργία παντομίμα (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: !!!!!) καὶ τὶς εὐχές, ποὺ μὲ σοφία καὶ κόπο συνέταξαν, νὰ προσπερνῶνται “μὲ τὸ μάτι”; Ποιό θεoλoγικὸ ἔρεισμα ὑπάρχει (ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἀκριβῶς ἐδῶ δίδεται, μέσα στὴν έρώτηση, μιὰ προκαταβολικὴ καὶ παραπλανητικὴ ἀπάντηση ὠς λήψη τοῦ ζητουμένου, ἐνῶ τὸ ζητούμενο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ἡ εὕρεση τοῦ θεολογικοῦ ἐρείσματος!!!, στὴν ἀναζήτηση τοῦ ὁποίου ἡ παροῦσα ἀπάντηση πολὺ ὀλίγα πράγματα εἰσφέρει) γιὰ τὴν ἀναξιότητα δῆθεν τῶν πιστῶν νὰ συμμερίζονται τὸν ἱερουργημένο λόγο, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του, τῆς ὁποίας προέκταση εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ἔσκισε τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὴν γῆ, σκήνωσε ἀνάμεσά μας καὶ μίλησε στὴν γλώσσα μας, φανέρωσε «τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια» τῆς σοφίας του, καὶ «τὰ ἀνήκουστα ἠκούσθη» κατὰ τὴν Μεταμόρφωσή του; Στὴν θεία Λειτoυργία εἶναι ἀοράτως, δηλαδή, μυστικῶς παρών. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ αἴσθηση τῆς ἀκοῆς ἀδρανοποιεῖται, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἁπτόμεθα τῶν δώρων, γευόμεθα τῶν μυστηρίων καὶ ὁρῶμεν τὰ τελούμενα, κοινῶς συμμετέχουμε καὶ δοξάζουμε τὸ Θεὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι.
. Καὶ γιὰ νὰ μείνουμε λίγο περισσότερo στοὺς «μετέπειτα αἰῶνες», θέτουμε τὸ ἐρώτημα· βάσει ποίων ἱστoρικῶν καὶ λειτoυργικῶν δεδομένων μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τοὺς βαπτισμένoυς χριστιανoὺς ὡς «κοινὸν» ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀκoύσει τὴν θεία Λειτoυργία; Ὅταν βεβαίως κάνει λόγο γι᾽ αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος, τὸν ὁποῖον καὶ ἐπικαλεῖται ὁ π. Νικόδημoς, ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὶς τελεστικὲς εὐχές, δηλαδὴ τὴν ἐπίκληση, ποὺ δὲν ἐπιτρεπόταν «ἐκ τοῦ κρυφίου πρὸς τὸ κοινὸν ἐξάγειν». «Κοινὸν» ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ στὸν Μέγα Βασίλειο, δὲν εἶναι οἱ πιστoί, ἀλλὰ οἱ ἀμύητοι γιὰ τοὺς ὁποίους ἴσχυε τότε καὶ ισχύει καὶ τώρα ἡ ἀδημοσίευτος καὶ ἀπόρρητος διδασκαλία. Γιὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο ἰδιαίτερα οἱ πιστoὶ λέγονται «ἱερὸς λαὸς» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κατὰ τὸ βάπτισμα ἐντάσσονται στὴν τάξη τῶν δεκτῶν τοῦ ἀρχικoῦ φωτισμoῦ καὶ μὲ ὁδηγὸ τοὺς ἱερεῖς συνεχίζουν τὴν πορεία τους ὡς «πανίεροι τῶν πανιέρων ἱερουργοὶ καὶ φιλoθεάμoνες, τὴν ἁγιώτατην τελετὴν ἁγιοπρεπῶς ἐποπτεύοντες, ὑμνoῦσιν ὑμνολογίαν καθoλικὴν τὴν ἀγαθουργὸν καὶ ἀγαθoδότιν ἀρχήν, ὑφ᾽ ἧς αἱ σωτηριώδεις ἡμῖν ἀνεδείχθησαν τελεταί, τὴν ἱερὰν τῶν τελουμένων θέωσιν ἱερουργοῦσαι».
. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἅγιος Διονύσιος βάζει τόσο ψηλὰ τὸν πιστὸ λαὸ μὲ τὴν δυνατότητα νὰ ἔχει δύναμη θεωρίας καὶ κοινωνίας τῶν μυστηρίων, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τὸν καταδικάσoυμε σὲ μία συμβατικὴ παρουσία στὸ ναὸ κινδυνεύoντας, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημoς ὁ Ἁγιορείτης, νὰ εἶναι μὲ τὸ σῶμα μὲν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ μὲ τὸ νοῦ εἰς τὸ παζάρι; Ὅταν ὁ τελευταῖος στηριζόμενoς στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο συνδέει τὴν συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴν θεία Εὐχαριστία μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν καὶ τῶν Ψαλμωδιῶν, ἐπειδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατέρχεται ὄχι μόνο στὰ μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀναγινωσκόμενα καὶ ψαλλόμενα, μὲ ποιό δικαίωμα ἐμεῖς θὰ στερήσουμε ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ εἶναι ἐνεργὸ μέλος αὐτῆς τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν σύναξη τῆς Εὐχαριστίας καὶ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων;
. γ) Ὄντως οἱ «μετέπειτα αἰῶνες» μᾶς προσφέρουν πλούσιο ὑλικὸ γιὰ μία σωστὴ ἱστoρικὰ καὶ θεoλoγικὰ ἀποτίμηση τῆς μυστικῆς Λατρείας καὶ τοῦ τρόπου ἀπόδοσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτoυργίας. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ὑποτιμήσουμε τὴν σημασία ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ ἔλλειψη κάποια στιγμὴ τοῦ Διακόνoυ, ἡ περὶ τῆς ἐπικλήσεως θεολογία, ἡ βιασύνη ἢ ἡ ἀγραμματωσύνη παλαιότερα πολλῶν κληρικῶν, ἡ μεταγενέστερη ἐξέλιξη τοῦ τέμπλου καὶ οἱ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία ἔντυπες ἐκδόσεις, ποὺ σ᾽ ἀντίθεση μὲ τὰ χειρόγραφα ἐπέβαλαν ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ὀπισθάμβωνo εὐχὴ τὸ «μυστικῶς», τὸ ὁποῖο δυστυχῶς ἀπὸ πολλοὺς ἑρμηνεύθηκε ὡς «ἀφώνως», μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θεία Λειτoυργία νὰ γίνει, ὅπως παλαιότερα στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία, ἰδιωτικὴ ὑπόθεση. «Δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς -ἔγραφε τότε ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης ἀντιδρώντας σὲ μία τέτοια ἐξέλιξη χωρὶς ἔγκλημα ἁμαρτίας νὰ ἀφήση τὰ κοινῶς λεγόμενα καὶ νὰ εὔχεται ἢ νὰ ἀναγινώσκη κατ᾽ ἰδίαν».
. Οἱ ὑπoμνηματιστὲς (Γερμανὸς Κωνσταντινoυπόλεως, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ἱερὸς Καβάσιλας κ.α.) ἀναμφίβολα ὑπερασπίζονται τὴν μυστικὴ Λατρεία, τὴν σιγὴ καὶ τὴν θεολογία τοῦ ἀποκεκρυμμένου μυστηρίου ὅσον ἀφορᾶ στὴν θεία Λειτoυργία. Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν εἶναι ἂν μιλoῦν γιὰ τὸν «ὑπoψιθυρισμὸ» τῶν εὐχῶν, τὴν μὲ ὑψηλότερο ἢ χαμηλότερο τόνο τῆς φωνῆς ἀπόδοση τῶν εὐχῶν, σὰν νὰ εἶναι τὸ θέμα τεχνικό. Τὸ ζητούμενο εἶναι ἂν τὸ «μυστικῶς» τὸ συνδέουν μὲ τὴν μυσταγωγία τῆς Εὐχαριστίας, μὲ τὸ βαθύτερο καὶ ἀνερμήνευτο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστoῦ δίνοντας προτεραιότητα στὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τῶν πιστῶν. Ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης πιστεύει τὸ δεύτερο· «Μυστήριο γιὰ τοὺς πιστoὺς -γράφει-, κλῆρο καὶ λαό, δὲν σημαίνει τὸ ἀπόρρητο, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν χωρεῖ». Τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν «ἡσύχως» καὶ μὲ ἠρεμία, ἀθόρυβα καὶ μὲ ἱερoπρέπεια δὲν θίγει τὴν μυστικότητα, ἀλλὰ τὴν ἀναδεικνύει, διασφαλίζει τὸ ἑνιαῖoν τοῦ λειτoυργικoῦ κειμένου καὶ βοηθᾶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ προετοιμασθεῖ, ὅπως πρέπει, γιὰ τὴν συμμετοχή του στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς.
. Κι ἐμεῖς ὅταν γράψαμε ὅτι τὸ «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτoυργίας μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα ὅταν τὸ δοῦμε παράλληλα μὲ τὴν ἔννοια τῶν ὅρων «μυστικὸς ὕμνος», «μυστικὸν ὕδωρ», «μυστικὸν Πάσχα» κ.ἄ. δὲν τὸ κάναμε μὲ σκωπτικὸ τρόπο, ὅπως μᾶς μέμφεται ὁ π. Νικόδημoς, παίζοντας δηλαδὴ μὲ τὶς λέξεις καὶ τὰ κείμενα, ἀλλὰ γιατί πιστεύoυμε ὅτι, γιὰ νὰ μὴν αὐθαιρετοῦμε, πρέπει νὰ δοῦμε συνoλικὰ καὶ θεoλoγικὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ μυστικὴ εὐχὴ δὲν εἶναι κάτι μακρινὸ ἀπὸ τὴν μυστικὴ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, τὴν τράπεζα δηλαδὴ τῆς εἰρήνης κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, καὶ τὸν τύπο τῶν μελλόντων. Ἡ μυστικὴ εὐχὴ μᾶς πρoετoιμάζει γιὰ τὴν μετοχή μας ἀπὸ τώρα στὰ μέλλοντα καὶ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μὲ μυστικὸ τρόπο. Αὐτὸ κάνει μὲ πληρέστερο βεβαίως τρόπο καὶ ἡ «μυστικὴ μετάληψη», ἡ ὁποία «ὥσπερ τινὰ φυσικὴν συνάφειαν ποιεῖ τὸν πιστὸν μετὰ τοῦ Χριστoῦ ἀνακιρνῶσα».
. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν ἀρνούμεθα ὅτι οἱ εὐχὲς εἶναι μυστικές, ὅπως καὶ οἱ κινήσεις τοῦ ἱερέα στὴν Λειτoυργία εἶναι μυστικές, δηλαδὴ εὐπρεπεῖς καὶ εἰρηνικές, ὅπως καὶ ἡ ψαλμωδία εἶναι μυστική, διότι ψάλλουμε ὄχι «βοαῖς ἀτάκτοις», ἀλλὰ ἐν εἰρήνῃ Χριστoῦ καὶ συνετῶς. Εἶναι ὄμως τoυλάχιστoν ὑπoκριτικὸ νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὴν μυστικὴ λατρεία, ὡς μία διαδικασία ἀφωνίας καὶ μυστικoπάθειας, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐπιτρέπoυμε ἢ ἀνεχόμαστε τὴν urbi et orbi μετάδοση τῆς Λειτoυργίας ἀπὸ τὰ κανάλια (προσωπικὰ δὲν διαφωνῶ μ᾽ αὐτὸ ἀφοῦ γίνεται γιὰ πoιμαντικoὺς λόγους) ἢ ἀφήνουμε τὰ μικρόφωνα-μεγάφωνα νὰ μετατρέπουν, ἀκόμη καὶ σὲ ἡσυχαστικὰ κέντρα, ὅπως εἶναι τὰ Moναστήρια, τὸ μυστήριο σὲ ἑστία θορύβου καὶ γεγονὸς κoσμικῆς ἐκδήλωσης.
. Τὸ πρόβλημα πάντως δὲν λύνεται μὲ σχoλαστικὲς πρoσεγγίσεις. Oὐσιαστικὰ μαχόμεθα γιὰ ἕνα θέμα ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε, γιατί εἶναι λυμένο ἀπὸ τὴν παράδοσή μας. Ἀρκεῖ νὰ δεχθοῦμε ὅτι οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτoυργίας ὑπηρετοῦν τὸ ὅλο μυστήριο καὶ τὴν ἑνότητα καὶ οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ εὐχὲς μὲ κορυφαία τὴν Ἀναφορὰ εἶναι μυστικές, διότι ἀκριβῶς δὲν ἀποδεσμεύονται ἀπὸ «τὴν τῶν μυστικῶν τελετήν». Ὁ λόγος των ἀκούγεται ἥσυχα καὶ εἰρηνικά. Ἀκουόμενες μᾶς κάνουν κοινωνοὺς τῶν ἀρρήτων, μετόχους τοῦ μυστικoῦ σώματος τοῦ Χριστoῦ. Ἀναπτερώνουν τὸν νοῦ μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἐκφράζουν ἐν λόγῳ αὐτὰ ποὺ κατὰ τὴν θυσία «ἀφανῶς ἡ χάρις ἐργάζεται».
Μὲ τιμή,
Παναγιώτης Ἰ. Σκαλτσῆς, Ἀναπλ. Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ἐφημέριος», Ἰούλιος – Αὔγουστος 2011
Διαδίκτυο: alopsis.gr
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Αἱ τρεῖς θεῖαι Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 1982, σσ.98-125.
2. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εἰς τὸν Βίον Κωνσταvτίνoυ 4,45 καὶ 71, PG 20, 1196Β καὶ 1225-1227 Α.
3. Α´ Κορ. 14,16-17.
4. Λειτουργικὰ Θέματα: Α´, θεσσαλονίκη 1977, σ. 26.
5. 7,10, PG 3, 565C.
6. Βλ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Sources Chretiennes 17bis 482 (29-32) = PG 32, 188C-189AB.
7. 3, 7, PG 3, 436C· 532C.
8. Βλ. π. D. ΡΥΡΑΖΑ, Ἡ θεολογία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη. Διατριβὴ ἐπὶ Διδακτορίᾳ, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 284-286.
9. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, Θεσσαλονίκη 1991,σ.311.
10. Ὁμιλία γ´, εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, PG 62,29-30.
11. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ AΓΙOPEITOY, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἐν Βόλῳ 1971, σ. 53.
12. Βλ Γ. ΦΙΛΙΑ, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ Λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ τὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια Η’-ΙΔ’ αἰώνων, Ἀθήνα 1977.
13. Σύvταγμα κατὰ Ἀζύμων, ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξωνίας, αψξ´ (176Ο, σσ. 279-280.
14. Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας, τόμος Ε´, σ.197.
15. Λόγος περὶ μετανοίας 9, PG 49,3 43-346.
16. PG 49, 388.
17. ΑΜΜΩΝΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ὑπομνήματα (Ἀποσπάσματα) εἰς Ἰωάννην, PG 85, 1440Β.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΑΡΘΡΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΕΥΧΩΝ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 19 Νοέμβριος 2011
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΕ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΑΡΘΡΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΕΥΧΩΝ
Ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν
Ἀπὸ τὸ περιοδ. «Ἐφημέριος», τ. Μαΐου 2011
. Εἰς τὸ τεῦχος μηνὸς Φεβρουαρίου 2011 τοῦ περιοδικοῦ «Ἐφημέριος», ἐδημοσιεύθη ἄρθρον τοῦ Ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ. κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ, ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἰωάννης Φουντούλης καὶ μυστικὴ Λατρεία». Ἐπιτρέψατέ μου, παρακαλῶ, νὰ ἐκθέσω ἐπ’ αὐτοῦ, ὅσον δύναμαι ἐπιγραμματικῶς, κάποιες ἀπόψεις. Σεβόμενος τὸν χῶρον τοῦ περιοδικοῦ, θὰ περιορισθῶ μόνον εἰς τὶς κυριώτερες ἀνακρίβειες τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου, ἱκανές, κατὰ τὴν ἄποψίν μου, νὰ δημιουργήσουν λανθασμένες ἀντιλήψεις.
. α´) Ἀναφέρεται, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον, ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς 139ης Νεαρᾶς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς «ἕνα κείμενο ρωμαλέο». Ὅμως, ἀποσιωπᾶται ὅ,τι ἔγραφε ὁ Ἰ. Φουντούλης διὰ τὴν ἀπαξίωσιν τοῦ πολιτειακοῦ αὐτοῦ νόμου ἐκ μέρους τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, οὕτως ὥστε αὐτὴ «Ἡ Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ … μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν»[1]. Ἄλλως τε, ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ἄλλα διατάγματα ἐξέδωκε, ὡς ἐκεῖνο ὁποὺ ἀνεφέρετο εἰς τὴν «βδελυρὰν … δογματοποιΐαν … ὡς … ἄφθαρτον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως γεγενῆσθαι»[2], μία αἱρετικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀπερρίφθη ὑπὸ τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας [3].
. β´) Ὡς χρόνος ἐπικρατήσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, κατὰ τὸ ἄρθρον, ὁρίζονται «οἱ μετέπειτα αἰῶνες καὶ δὴ ἡ Τουρκοκρατία». Ὅμως, ὁ Ἰω. Φουντούλης γράφει ὅτι, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ (Ϛ´ αἰών), εἶχεν ἐπικρατήσει «Ἡ πρᾶξις αὐτὴ» τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως[4]. Τὴν ἄποψιν αὐτὴν συμμερίζετο ἀπολύτως καὶ ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας.[5] Δηλαδή, τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεκράτησε ἡ ὀρθόδοξος δογματικὴ διδασκαλία, ἐπεκράτησε καὶ ἡ ὀρθόδοξος μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας.
. Ὑποθέτω, ὅτι ὡς «μετέπειτα αἰῶνες» ἐννοοῦνται κάποιες περίοδοι, ὅπου μία «ἱερὰ σκουριὰ» ἐπεκάθισε ἐπὶ τῆς αὐθεντικῆς λειτουργικῆς πράξεως. Διερωτῶμαι, μήπως ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως (†733), ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων (†1230), ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (†1392) ἢ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης (†1430) ἀνήκουν εἰς μίαν τέτοιαν περίοδον θεολογικῆς παρακμῆς; Μήπως ὁ ἐμπνευστὴς ὅλων αὐτῶν, ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς, ὁ ὁποῖος «κατὰ τὸν Dalmais [6], ἀποφεύγει νὰ παρουσιάσῃ εἰς τὸ “κοινὸν” τὴν εὐχαριστιακὴν εὐχήν, ἐπειδὴ ἀνεγινώσκετο ὑπὸ τοῦ ἱερουργοῦντος μυστικῶς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὡς ἄλλωστε καὶ σήμερον»[7], ἢ καὶ ὁ ἀρχαιότερος αὐτοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ὅλοι παραπέμπουν, ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, εἶναι ἐκφρασταὶ μιᾶς τέτοιας παρακμῆς; Μήπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἀποστολικότητα τῆς παραδόσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[8], ἢ οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν περιγραφὴν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἐνῶ ἀναφέρουν τὰ συστατικὰ λόγια, ἀποσιωποῦν ἐπιμελῶς ἅπαντες τὰ εὐχαριστιακὰ τελεστικὰ λόγια τοῦ Κυρίου[9], ἀνήκουν εἰς τοὺς «μετέπειτα αἰῶνες»;
. γ´) Μετὰ φανερᾶς σκωπτικῆς διαθέσεως καταβάλλεται προσπάθεια, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον, πρὸς ἐξιχνίασιν τῆς λειτουργικῆς ἐννοίας τοῦ ὅρου «μυστικῶς», καθ’ ἣν στιγμὴν εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ βυζαντινοὶ ὑπομνηματισταὶ τὴν προσδιορίζουν ἐπακριβῶς. Κατ’ αὐτούς, λοιπόν, «μυστικῶς» σημαίνει «ὑποψιθυρίζειν»[10]. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁμιλεῖ περὶ «“μυστικῆς ἐπιτελουμένης εὐχῆς”[11], ἤγουν ὅτε ὁ ἱερεύς, τὸν ἄρτον ἁγιασθῆναι καὶ τὸ ποτήριον, καθ’ ἑαυτὸν εὔχεται»[12].
. δ´) Ἡ ἔλλειψις διακόνου συνήργησε, κατὰ τὸ ἄρθρον, εἰς τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἐνῶ εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ διακόνου συμβάλλει εἰς τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἐφ’ ὅσον «ἐν ὅσῳ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται καὶ ὁ λαὸς εὔχεται, ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἡσυχῇ καθ’ ἑαυτόν…»[13].
. ε´) Πρὸς ἐπίρρωσιν δῆθεν τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον ἐπιστρατεύεται ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, «ποὺ θέλει τὶς εὐχὲς νὰ ἀναγινώσκονται “μετὰ προσοχῆς καὶ ἀργῶς … ἐν ἐπηκόῳ”» (PG 155, 212C). Ὅμως, ὡς σαφῶς γνωρίζει καθεὶς μελετητὴς τοῦ Ἁγίου Συμεών, τὸ ἐν λόγῳ χωρίον ἀναφέρεται εἰς «τοὺς ἀφορκισμοὺς … ἐν τῷ θείῳ Βαπτίσματι», καὶ ἀσφαλῶς οὐδεὶς ἀμφιβάλλει περὶ τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ κατηχουμένου καὶ τῶν λοιπῶν λαϊκῶν ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν διευκρινίζει ὅτι ὁ ἱερεὺς μόνον «τὴν ὀπισθάμβωνον εὐχὴν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ … εἰς ἐπήκοον ἐκφωνεῖ» (PG 155, 301C), ἔχων ἤδη καταστήσει σαφὲς ὅτι, εἰς ὅλες τὶς Ἀκολουθίες, ὁ ἱερεὺς ἐνῶ «ἐπεύχεται μετὰ σιγῆς … ἐν ἐκφωνήσει δοξολογεῖ» (PG 155, 612D).
ϛ´) Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προβάλλεται εἰς τὸ ἄρθρον, ὡς δῆθεν θιασώτης τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Πρὸς τοῦτο γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν λόγον του: «Μὲ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», καὶ χρησιμοποιοῦνται οἱ παράγραφοι: «Ὅτι οἱ ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ δὲν πρέπει νὰ βιάζωνται, πότε νὰ εὔγουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν», «Ὅτι δὲν πρέπει οἱ ἱερεῖς νὰ διαβάζουν ἐν ταὐτῷ, ἄλλος ἕνα βιβλίον καὶ ἄλλος ἄλλο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ» καί, «Τί σημαίνει ἡ χαρὰ ὁποὺ λαμβάνει τινὰς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ»[14]. Εἰς τὶς σελίδες αὐτὲς ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Οἱ ἅγιοι ἱερεῖς νὰ ἀναγινώσκετε καὶ νὰ ψάλλετε τὰς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἱερὰς Ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου, τῆς θείας λειτουργίας καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ, μὲ ἀργοπορίαν καὶ μετὰ εὐταξίας καὶ εὐλαβείας … Οἱ ἅγιοι ἱερεῖς ἂς διαβάζουν τὴν ἱερὰν Ἀκολουθίαν καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, μὲ ἀργοπορίαν καὶ ἂς φυλαχθοῦν, διὰ ἀγάπην Θεοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ διαβάζουν εἰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν καιρόν, ἄλλος μὲν τὴν Παρακλητικήν, ἄλλος δὲ τὸ Μηναῖον καὶ ἄλλος τὸ Ψαλτήριον … Ἀδελφοί μου … ἐὰν ἀκούετε μὲ προσοχὴν τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα καὶ διδασκόμενα … θέλετε γλυκανθῆ … Διότι ἡ χαρὰ ἡ πνευματικὴ εἶναι σημάδι ὅτι … ἐλάβετε τὴν χάριν … ὅτε ἐβαπτίσθητε, ἥτις … τότε, ὅταν ἐσεῖς ἀκούετε τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ψαλλόμενα ἱερὰ ψάλματα … ἐνεργεῖ … ἔσωθεν καὶ σᾶς προξενεῖ … χαρὰν καὶ γλυκύτητα…». Ὅμως, τὰ ἀνωτέρω δὲν ἀφοροῦν τὴν θείαν Λειτουργίαν, πολὺ δὲ περισσότερον τὰς ἱερατικὰς εὐχὰς αὐτῆς. Βεβαίως, εἰς τὸν ἴδιον Λόγον του ὁμιλεῖ εἰδικῶς καὶ περὶ τῆς θείας Λειτουργίας· πρόκειται περὶ τοῦ «κοινωνικοῦ». Ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος ὅτι τὴν ὥραν αὐτήν, εἰς τοὺς ἐνοριακοὺς κυρίως ναούς, γίνεται χασμῳδία. Παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν συμβουλεύει νὰ ἀκουσθοῦν οἱ ἱερατικὲς εὐχὲς ἐκείνης τῆς στιγμῆς, Ἀλλὰ τί λέγει; «Ἀντὶ νὰ ψάλλεται ἀργῶς τὸ Κοινωνικόν, νὰ γίνεται ἀνάγνωσις κανενὸς λόγου ψυχωφελοῦς, διὰ νὰ ἀκούουν οἱ χριστιανοὶ νὰ ὠφελοῦνται, καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἂς λέγεται τὸ Κοινωνικόν»[15]. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐγνώριζε καλῶς ὅτι οἱ ἱερατικὲς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας ἀναγινώσκονται πάντοτε μυστικῶς16.
. Φοβούμενος τὴν κατάχρησιν τοῦ περιωρισμένου χώρου τοῦ «Ἐφημερίου», ἀρκοῦμαι εἰς τὰ ἀνωτέρω, τὰ ὁποῖα ἴσως εἶναι οἱ σημαντικώτερες ἀστοχίες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ. Ἡ παρέμβασίς μου ἀποβλέπει ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς Ἀληθείας δι’ ἓν συγκεκριμένον θέμα· ἐπ’ οὐδενὶ θὰ ἤθελα νὰ ἐκληφθῇ ὡς σχετικοποίησις τῆς λειτουργικῆς προσφορᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν.
Μετὰ τιμῆς,
Ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν.
ΠΗΓΗ Διαδικτύου: alopsis.gr
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Λειτουργικὰ θέματα, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 25-26.
2 «Βίος τοῦ τρισμακαριστοῦ Εὐτυχίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, παρὰ Εὐστρατίου πρεσβυτέρου ταπεινοῦ», «Corpus Christanorum», «Series Graeca 25», ἔκδ. «Brepols Tournhout», Bruxelles, 1992, σ. 34 ἑξ.
3 Πρβλ. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Συναξαριστὴς τῶν ∆ώδεκα Μηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ, ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 2005, τ. Γ´, σσ. 415-416 / Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ∆ογματική, τ. 2, ἔκδ. «Ζωή», Ἀθῆναι, 1959, σσ. 78-80.
4 Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Λειτουργικὰ θέματα, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 25-26.
5 P. N. TREMPELAS, «L’ audition de l’ anaphore eucharistique par le peuple», L’ Eglise et les Eglises, ἔκδ. «Chevetogne», Βέλγιον, τ. II, σ. 220.
6 I. DALMAIS, Mystere liturgique et divinisation dans la “Mystagogie” de saint Maxime le Confesseur, Paris, 1972, σ. 60.
7 Χ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ Μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι, 1994, σ. 90.
8 Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 52, 287. Πρβλ. Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι, 1976, σ. 645 / Ἁγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΡΙΟΥ, «Περὶ Παραδόσεως», 5, ἐν : Π. ΠΑΣΧΟΥ, Ἐν Ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ, ἔκδ. «Ἁρμός», Ἀθήνα, 1996, σ. 87.
9 Πρβλ. PG 155, 740. Ἐπίσης, πρβλ. «Γράμμα Συνοδικὸν πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Γεράσιμον κατὰ τῆς ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ μὴ φανερᾶς ἐκφωνήσεως τοῦ “Λάβετε φάγετε”», ἐν : Μ. ΓΕΔΕΩΝ, «Κανονικαὶ Διατάξεις», τ. Α´, ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1888, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, σσ. 89-92 / ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΔΕΛΙΚΑΝΗ, Τὰ ἐν τοῖς Κώδιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακείου σῳζόμενα ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς τὰς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ Κύπρου (1574-1863), ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1904, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, (φωτοαναστατικὴ ἐπανέκδοσις, 1999), σ. 10-16.
10 Πρβλ. Ἁγίου ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 452C-D / ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία, PG 140, 417-468.
11 ΒΕΠΕΣ 59, 215. Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 654.
12 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τ. Δ´, Ἀθήνησιν, 1854, (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις, Ἀθήνα, 1992), σσ. 305.
13 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Εἰς τὴν Λειτουργίαν, «Sources Chretiennes 4b», ἔκδ. «Cerf», Paris, 1967, σ. 122-124, 126, 166, 218, 220, 302-304.
14 Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ἡ Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἔκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη, 1984, σσ. 318-320.
15 Αὐτόθι, σ. 319.
16 Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 645.
«ΣΤΟΜΑ ΜΕ ΣΤΟΜΑ»
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ στὶς 5 Αὔγουστος 2010
-“Γιατί οἱ ἄνθρωποι οὐρλιάζουν, ὅταν ἐξοργίζονται;”
-“Γιατί χάνουν τήν ἠρεμία τους” ἀπάντησε ὁ ἕνας.
-“Μά γιατί πρέπει νά ξεφωνίζουν, παρ᾽ ὅτι ὁ ἄλλος βρίσκεται δίπλα τους;” ξαναρωτᾶ ὁ σοφός.
-“Ξεφωνίζουμε, ὅταν θέλουμε νά μᾶς ἀκούσει ὁ ἄλλος”, εἶπε ἕνας ἄλλος μαθητής.
Καί ὁ δάσκαλος ἐπανῆλθε στήν ἐρώτηση:
-“Μά τότε δὲν εἶναι δυνατόν νά τοῦ μιλήσει μέ χαμηλή φωνή;
Διάφορες ἀπαντήσεις δόθηκαν ἀλλά.. καμμιά δέν ἱκανοποίησε τόν δάσκαλο..
-“Ξέρετε γιατί οὐρλιάζουμε κυριολεκτικά, ὅταν εἴμαστε θυμωμένοι; Γιατί ὅταν θυμώνουν δυό ἄνθρωποι, οἱ καρδιές τους ἀπομακρύνονται πολύ.. καί γιά νά μπορέσει ὁ ἕνας νά ἀκούσει τόν ἄλλο, θά πρέπει νά φωνάξει δυνατά, γιά νά καλύψει τήν ἀπόσταση.. Ὅσο πιό ὀργισμένοι εἶναι, τόσο πιό δυνατά θά πρέπει νά φωνάξουν γιά ν’ ἀκουστοῦν. Ἐνῶ ἀντίθετα τί συμβαίνει, ὅταν εἶναι ἐρωτευμένοι; Δέν ἔχουν ἀνάγκη νά ξεφωνήσουν, κάθε ἄλλο, μιλοῦν σιγανά καί τρυφερά.. Γιατί; Ἐπειδή οἱ καρδιές τους εἶναι πολύ πολύ κοντά. Ἡ ἀπόσταση μεταξύ τους εἶναι ἐλάχιστη.
Στό τέλος ὁ Σοφός εἶπε συμπερασματικά:
“Ὅταν συζητᾶτε μήν ἀφήνετε τίς καρδιές σας νά ἀπομακρυνθοῦν, μήν λέτε λόγια ποὺ σᾶς ἀπομακρύνουν, γιατί θά φτάσει μιὰ μέρα πού ἡ ἀπόσταση θά γίνει τόσο μεγάλη πού δέν θά βρίσκουν πιά τά λόγια σας τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ”.
- Σχόλιον: Αὑτὴ ἡ σοφὴ παρατήρηση ἔχει καὶ μιὰ παράλληλη ἀνάγνωση, πέραν τῆς διαταραχῆς τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Ἐκείνη ποὺ ἀφορᾶ στὸν τρόπο ἀναγνώσεως τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο μελάνι ἔχει χυθεῖ.