Ἄρθρα σημειωμένα ὡς εὐγνωμοσύνη

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ πάθους στὸν θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως
Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 .         Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴν συν­αν­τοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φί­λους, στὴν ὑπηρε­σία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀ­δελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς  διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑ­πάλ­ληλους πρὸς συν­αδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια  ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι, δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
.         Ἂν στὴν θέση τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι, «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος».
.         Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει πρόθυμα, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7).  Μᾶς ἀπαντάει, ὅμως, μὲ ἕναν δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἀλλὰ ἐρχόμενοι σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ.  Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας  τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λέπρος Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸν Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴν γῆ μας.  Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
.         Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους.  Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
.         Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παράσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν θάλασσα.
-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
.         Ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
.         Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴν φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
.         Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸν σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴν φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴν φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴν φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴν φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο.
.         Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιον Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ  στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο   ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πήραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
.         Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ  εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
.         Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!

Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ

        .         μεῖς, ἂν καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία ἀπέναντί Του, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα,  τὴν ὁποία Ἐκεῖνος  βδελύσσεται. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας ὁ Θεός μας, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση  εὐχαριστίας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα  λεπροὺς λέγοντας; “Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;” (Λουκ. ιζ´ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ  12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
.         «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
.         Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα; Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα  ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Πραγματοποίησες τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἡσ. νγ´ 4). Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο! Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴν δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι. Καὶ στὴν θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
.         Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴν σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως  δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ. Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸν Θεό.

 Τὰ ἄχραντα πάθη

.         Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἀγνώμονες ὁ Χριστός μας ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐπώδυνο σταυρὸ μέχρι θανάτου. Αὐτὸν τὸν θάνατο ποὺ δέχεται πυρὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀφοῦ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικές της ἀλήθειες.
         .         Στὴν ἀπορία τῶν ἀπίστων ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.

         * Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια ἢ ἀκόμη καὶ ἀγκίστρια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.

         * Σήκωσε τὸ Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.

         * Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ  εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ἡσ. μγ´ 2), δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [1] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια Ὅταν ἀναφώνησε «Ἠλί, ἠλί, λαμᾶ σαβσχθανί» (Ματθ. κζ´ 46), τουτέστι «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες», μᾶς ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη, ὄχι γιὰ ἁμαρτίες Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, οὔτε γιὰ ἀχαριστία, ἀφοῦ τηροῦσε ἀπόλυτα τὴν Θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε ὅτι  εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή Του ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
.         Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται  καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ  ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι, τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» (Ἰωάν, ιθ´ 32.), δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν, ὅμως, οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰωάν. ιθ´33-34). Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β´ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [2]  Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸ Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» (Μᾶρκ. ιε´ 44). Καὶ ἄν, ὅμως, δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸ Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του.  Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ´ 40). Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
     .          Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» (Ἰωάν. ιθ´ 39), σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές;  Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος

.         Οἱ ἄπιστοι θέτουν τὸ ἐρώτημα. Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος;  Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές;  Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη.  Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ  βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ´ 25)!  Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸ δύσπιστο Θωμᾶ, τὸ διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’  ἅπαξ» (Κορ. ιε´ 6), τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στὸ μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» (Ἰωάν. κ´ 27), καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» (Ἰωάν.κδ´ 42). Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα  ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν  ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [3] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
.         Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» (Ἰωάν. κ´ 5), χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. κ´ 7), δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Πρ. γ´ 1) αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. ιε´ 20). 

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χειμώνας – Ἄνοιξη, Θάνατος-Ἀνάσταση

 

Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους εὐσεβῶν, τόσο τῆς εὐλογημένης μας Κύπρου, ὅσο καὶ πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων περιοχῶν, ἐπανελάμβανε μὲ ἔμφαση τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α´ Κορ. ι´ 13).  Δίνει τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη.

Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχόμαστε τὴν μία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Ἡ ἄνοιξη εἶναι συνέχεια τοῦ χειμώνα καὶ ἡ ἀνάσταση συνέχεια τοῦ θανάτου. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκεῖνος ὁ σπόρος ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει, δὲν παίρνει ζωή, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει (Α´ Κορ. ιε´ 36-37). Πεθαίνει καὶ σαπίζει αὐτὸς μὲ τὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὴν ἄνοιξη, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς νεκρούς, ὅπου τὸ μὲν σῶμα διαλύεται στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη», τὸ δὲ πνεῦμα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεται κατὰ τὸν θάνατο εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται εἶναι ἄφθαρτο. Ὁ Σοφὸς Σολομὼν στὸ περίφημο ᾎσμα ᾈσμάτων θὰ μᾶς πεῖ: Ἦλθε ἡ ἄνοιξη, μάκρυνε ὁ χειμώνας, πέρασε ἡ βροχὴ καὶ πάει. Τὰ λούλουδια φάνηκαν στὴ γῆν. Ἔφθασε ὁ καιρὸς γιὰ τὸ τραγούδι καὶ ἀκούσθηκε τῆς τρυγόνας ἡ φωνή. Οἱ πρῶτοι ὀρνοὶ βγῆκαν στὴν συκιὰ καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ στὸ ἀμπέλι (ᾎσμα ᾈσμάτων β´ 11-13) .

Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο. Τὸν θάνατο τὸν ἐξορκίζουμε καὶ στὸ ἄκουσμά του καὶ μόνο χτυποῦμε ξύλα ἢ φτύνουμε στὸν κόρφο μας.

Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὅλοι μας δὲν ἔχουμε καλλιεργήσει μέσα μας, ὅσο ζοῦμε πρόσκαιρα σὲ αὐτὴ τὴν γῆ, τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασιζόμαστε πάνω στὴν στέρεη πέτρα  τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Βλέποντας τὸ σκήνωμα μπροστά μας κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου νὰ κοίτεται ἀσάλευτο καὶ χωρὶς πνοὴ καὶ σαβανώνοντάς το, σαβανώνουμε μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὴν δική μας ἐλπίδα. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία. Πῶς ἐλπίζουμε ὅτι τὸν χειμώνα θὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ δὲν ἐλπίζουμε ὅτι τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση; Γιατί ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»; Εἶναι αὐτὴ ὁμολογία ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη; Ὅταν ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸν σπόρο στὸ φρεσκοαροτριωμένο χωράφι σπέρνει τὴν ἐλπίδα τῆς βλαστήσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ ἀπὸ τὸ σάπισμα τοῦ σπόρου ἀναστάσεως νέου φυτοῦ. Τὸ σάπισμα καὶ ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμὸς τοῦ σπόρου δὲν προβληματίζει τὸν σπορέα ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τὴν προσμονὴ τῆς νέας βλαστήσεως καί τῆς καρποφορίας. ῞Όταν, ὅμως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κληθοῦμε νὰ ἀποθέσουμε στὴν φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τὸν ἄνθρωπό μας, τότε δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐλπιδοφόρα βεβαιότητα τοῦ γεωργοῦ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, ταυτίζεται μέσα μας μὲ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια, χωρίζεται γιὰ ἐμᾶς ἡ ζωὴ στὰ δύο. Καὶ αὐτό, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀφήσει νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἀνοίξεως» καὶ ἡ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καὶ «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας, ὅπως αὐτὴν ὀνομάζει μὲ  προβληματισμὸ ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης: «Μήπως ὅτι θαρροῦμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα κι ἀντὶ νἄρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα»; ῎Εχoυμε γίνει οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ  καὶ καθόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἀναζωογόνηση τῆς φύσεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´ Κορ. ιε´ 42).

Ἂν θὰ χρειαζόταν νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἐνιαύσιο κύκλο,  τὶς τέσσαρες δηλαδὴ ἐποχὲς τοῦ χρόνου, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ θὰ ἐπιλέγαμε τὴν ἄνοιξη ὡς τὴ σημαντικότερη, γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεκινοῦν τὰ πάντα. Κατ’ αὐτὴν ἀνασταίνεται ἡ ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι θαμμένη στὸ χῶμα καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ ζωογόνες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὴν ἀνασταίνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ κατακλύζει μὲ λουλούδια τὴν ὕπαιθρο.

Μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν μόνο σὲ τοῦτον τὸν ἀνθισμένο πλανήτη ὑπάρχει ἄνοιξη, γιατὶ μόνο ἡ γῆ μας διαθέτει τὸ προνόμιο τῆς ζωῆς. Μόνο στὴν γῆ μας ὑπάρχει ἄνοιξη μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἀέρα, τὸν ἀθόρυβο ἦχο τῆς διεργασίας κάθε μορφῆς ζωῆς ποὺ συνεπαίρνει τὴν φύση, τὰ φύτρα τῶν σπόρων ποὺ σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς χειμωνιάτικης νάρκης τους, τὰ μπουμπούκια μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο φούσκωμά τους, ἐρεθισμένα ἀπὸ τὸν ὀργασμὸ τῶν χυμῶν μέσα τους, τὰ πολύχρωμα χαλιὰ τῶν λιβαδιῶν, τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, ποὺ μεθοῦν τὸν ἥλιο καὶ καλοῦν τὶς μέλισσες στὴν φιλόπονη συλλογὴ τοῦ γλυκυτάτου νέκταρος. Ὅλα εἶναι μιὰ χαρά. Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.

Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση  τῆς χάρης τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸν αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ ἀνθρώπους τοῦ πολέμου ἢ τῆς εἰρήνης.

Τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ αἰώνιο δράμα τοῦ θανάτου, ποὺ παίρνει κατὰ καιροὺς τόσες ἐναλλακτικὲς μορφές, ἔχει τὴν ἀρχή του «στὴν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. ῾Ο θεόπλαστος ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀνοίξεως τοῦ Παραδείσου, ἔσπασε τὸν ὀμφάλιο λῶρο του ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὸ Ζωοδότη Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ νοιώθει τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα καὶ νὰ ὀσφραίνεται τὴν μυρωδιὰ τοῦ θανάτου. Ἦλθε ὅμως πάλιν ἡ ἄνοιξη μὲ τὸν Χριστό μας, τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὴν μετὰ τὸν θάνατο ἀτελεύτητη ζωή.

῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «Ἄν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ καὶ ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Δὲν ἦταν Αὐτὸς μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ᾿Αλλά, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας καὶ κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτὴ βασίζεται καὶ θεμελιώνεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση μαζὶ μὲ αὐτὴν ὅλων τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).

῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κύριλλος τῶν ῾Ιεροσολύμων, μᾶς μιλοῦν μὲ βεβαία πίστη γιὰ τὴν ἄνοιξη ποὺ πρόκειται νὰ διαδεχθεῖ τὸ χειμωνιάτικο σάπισμα, τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση, τὴν ὁποία θὰ ἐπιφέρει ὁ σωματικὸς θάνατός μας. Θὰ ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. 16, 12). Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ κανείς μας πιὰ δὲν θὰ ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ κατέβα κάτω στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐργάζεται τὴν ἀγγειοπλαστικὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Δές! Ὅταν ἐκείνου τοῦ ἔπεσε τὸ πήλινο δοχεῖο ποὺ ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του ἔσκυψε καὶ μάζεψε πάλι τὸν πηλὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν μορφὴ ποὺ ἐκεῖνος ἤθελε. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: « Ὦ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δὲν μπορῶ νὰ κάνω καὶ ᾿Εγὼ σὲ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτὸς ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατὶ ἐσεῖς εἴσαστε στὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς στὰ χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη ποὺ εὔκολα μεταπλάθεται ἀπὸ αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).

Τὸ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χοϊκοὺς εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, εἶναι Πανάγαθος, εἶναι Παντοδύναμος καὶ καὶ πρωτίστως εἶναι ὁ Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.

῾        Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θὰ συντελεσθεῖ, ὅπως συντελεῖται ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. ῾Η σάλπιγγα τοῦ Ἀγγέλου ὁπωσδήποτε, θὰ ἠχήσει (Ἀποκ. ια´ 15-18).᾿Εκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε ἐργασθεῖ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς βιοτή μας, γιὰ τόν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νὰ μὴ γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλὰ «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46).

Στὴν προεργασία μας αὐτὴ θὰ συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ νήψη καὶ ἡ διαρκὴς ἑτοιμότητά μας, γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια». Γιατὶ ἡ συνεχὴς μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τὴν ψυχὴ καὶ προεκτείνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρὸς τὴν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. γ´ 18). Αὐτὴ ἡ μνήμη ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στὴν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ἂν καὶ «συστενάζει» μὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ «καὶ συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ῥωμ.η´ 22), ἐν τούτοις δέν παύει νὰ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπελευθέρωσή της καὶ τὸ δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».

῾Η μυστικὴ θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ εὐτρεπίσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ «τὴν μεγάλη ὥρα», γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντησή μας μὲ τὸν «Μόνο Ἀγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. γ´ 2). Ἐπιπλέον, ἡ ἀναμονὴ τῆς μετοικήσεώς μας στὴν ἀληθινή, στὴν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ συνάψουμε στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καὶ «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατὶ τόσο οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ προαπελθόντες πατέρες καὶ ἀδελφοί μας ἐπιβλέπουν τὸν ἀγώνα μας καὶ μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μὲ τὶς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς μας.

῾Η μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τοὺς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στὴν διαρκὴ ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ στὴν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καὶ παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μὲ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.

         Ὅταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τὴν ἀπειλητικὴ σημασία της καὶ μεταβάλλεται σὲ «θέα τῶν ἀθεάτων», σὲ προέκταση τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ σὲ ἀπαντοχὴ τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας ποὺ θὰ μᾶς φέρει «στὸ μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὑπάρξεώς μας.

  ῞Οπως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καὶ τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καὶ «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».

῞Ολα στὴν ζωὴ ἑρμηνεύονται μὲ τὴν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νὰ γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καὶ ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καὶ ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καὶ ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικὰ ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ χέρια τοῦ Ἐφετοῦ τῶν καρδιῶν μας, ὡς τελικὴ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ πρὸς ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τὴν Ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα.

῾Ο σωματικὸς θάνατος γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σὲ μιὰ καινούργια ζωή, ζωὴ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν δική Του ἁγία Ἀνάσταση, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ πρόξενος τῆς χαρᾶς τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν μητέρα πατρίδα, στὸν οὐρανό.

Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅμως, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀποδημίας πρὸς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀναχώρησή μας. Πρέπει νὰ προετοιμάσουμε τὸ νέο μας ταξίδι, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ θὰ μᾶς ἀνανεώσει, θὰ χρειαστεῖ νὰ προλάβουμε κάποια πράγματα, μὲ πρῶτο καὶ κυριότερο τὴν  ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ αὐτονόητα καὶ πεζὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς εἰλικρινοῦς συναυλίσεώς μας μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό μας. Τὴν ἄνοιξη πάντοτε συνοδεύει ἡ Ἀνάσταση. Ἡ πνευματική μας ἄνοιξη σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὴν λαμπροφόρο μας ἀνάσταση. Καὶ εἶναι χειμώνας καὶ θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικό μας τέρμα, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴν ζωή!

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κόσμου. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Αὐτόν!

Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸν θάνατο, οὔτε τὸν ἔννοιωσε φυσικό, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».

Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴν γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ προμηνύει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, εἶναι «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων». Τώρα δὲν διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς καταργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὴν καθαίρεσή του καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου.

Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸν θάνατο ἐκφράσθηκε στὴν μυθολογία τῶν προγόνων μας μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴν γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη, ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ κάποιους ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκαζόταν νὰ μένει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀκτὼ νὰ ἀνεβαίνει στὴν γῆ, τὴν ὁποία τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπὸ τὴν χαρὰ της τὴν ὀμόρφαινε μὲ ἄνθη καὶ πρασινάδες.

Ὁλοκληρωμένη μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἄλκηστή του, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα. Ἐδῶ ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἀδμήτου δέχεται ἀπὸ ἀγάπη πρόθυμα νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν γονέων του νὰ προβοῦν σὲ αὐτὴ τὴν θυσία γιὰ χάρη του. Ὁ θάνατος τῆς Ἄλκηστης, ἔτσι, παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἀδμήτου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸν Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο, ὅπου παραμένει τρεῖς ἡμέρες ἀμίλητη. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐρυπίδη ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡρακλῆ προτυπώνεται ὁ Χριστός μας ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε «θανάτῳ θάνατον πατήσας».

Ὁ Ἡρακλῆς νίκησε τὸ Χάροντα καὶ ὁ Χριστός μας τὸν Ἅδη ἀνασταίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία. Ἡ μεγάλη, ὅμως, διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Εὐρυπίδης ὀνειρεύθηκε τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, εἶναι γεγονὸς ποὺ σκορπίζει χαρὰ ἀνοιξιάτικη, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ δὲν διαρκεῖ τρεῖς μόνο μῆνες, ὅσο ἡ ἄνοιξη, ἀλλὰ χαρὰ ἀτελεύτητη, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε καθημερινὰ στὴν ζωή μας τὴν ἀνάσταση, ποὺ σημαίνει νὰ διώξουμε μακρυά μας τοὺς ὁποιουσδήποτε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἔλθουμε σὲ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κίβδηλο καὶ πεπερασμένο. Νὰ ὑπερβοῦμε τὸν φόβο τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου. Νὰ σηκώνουμε θαρρετὰ τὸν σταυρὸ τῶν ἐντόνων ἀγώνων μας. Νὰ μὴν ἔχουμε ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες. Νὰ σπάζουμε τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν αἰχμαλώτους στὸ χθές, στὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἀνάσταση καὶ ἄνοιξη πηγαίνουν μαζί, χέρι μὲ χέρι, καὶ γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση τόσο τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς, ὅσο καὶ τοὺς ψυχικούς. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο, μὲ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ τοὺς κεκοιμημένους οἰκείους καὶ φίλους μας, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ τοὺς συνεῖχε ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος  τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

[1]  Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.

[2]  Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..

[3] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».

Διαφήμιση

, ,

Σχολιάστε

Η ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ «ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΟ» ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

κφραση εγνωμοσύνης καταπολεμ τν κατάθλιψη

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἄλλη μιὰ ἐπιστημονικὴ «ἐπιβεβαίωση» τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἡ Θ. Λειτουργία (Θ. Εὐχαριστία) –ποὺ πολλοὶ τὴν θεωροῦν “θρησκευτικὸ καθῆκον” ἢ τὴν καταφρονοῦν ὡς “τυπικὴ θρησκευτικότητα”– εἶναι ἡ λειτουργικὴ ἔκφραση τῆς εὐχαριστίας, τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Του. Καὶ ἐκτὸς τῶν πνευματικῶν καὶ αἰωνίων εὐεργετημάτων, νά ποὺ ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα δείχνει πὼς αὐτὴ ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ μιὰ ἄλλη πλευρά: ἔχει ἀγαθὰ ἀποτελέσματα, εὐεργετήματα στὴν ὑγεία τῶν ἀνθρώπων (Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν).
.          «Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων».  (Εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου)

.               Νέα ἔρευνα ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἄλλους μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ νικήσει τὴν κατάθλιψη.
.               Αὐτὴ ἡ βασικὴ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης – τὸ «σ’ εὐχαριστῶ» – μπορεῖ νὰ κρατήσει μακριὰ μας τὴ θλίψη καθὼς μᾶς κάνει νὰ ἐκτιμήσουμε τὰ μικρὰ καθημερινὰ πράγματα τῆς ζωῆς.
.               Ἀμερικανοὶ ἐρευνητὲς ἀπὸ τὰ πανεπιστήμια τοῦ Χιοῦστον, τοῦ Τέξας καὶ τῆς Πενσιλβάνια διεξήγαγαν ἔρευνα μὲ ἐρωτηματολόγια σὲ 352 ἄνδρες καὶ γυναῖκες 18-58 ἐτῶν γιὰ τὸν τύπο τῆς προσωπικότητάς τους. Διαπίστωσαν ὅτι ἡ κατάθλιψη ἦταν περισσότερο κυρίαρχη μεταξὺ ἐκείνων ποὺ φοβοῦνταν νὰ ἐκφράσουν στοὺς ἄλλους τὰ πραγματικά τους συναισθήματα. Οἱ ἐρευνητὲς παρατήρησαν ὅτι τὸ νὰ εἶναι κάποιος εὐγνώμων συνδέεται μὲ τὴν ἱκανότητά του νὰ ἐπανεκτιμήσει μία δύσκολη κατάσταση καὶ νὰ δεῖ τὶς θετικές της πλευρές. Αὐτὴ ἡ ἐπαναπλαισίωση τῆς κατάστασης μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ πολύτιμο τονωτικὸ τῆς διάθεσης.
.               Στὴν ἔρευνα ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἐπιθεώρηση Personality and Individual Differences ἐκφράζεται ἡ διαπίστωση τῶν εἰδικῶν ὅτι ἡ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ μικρὲς πράξεις εὐγένειας τῶν ἄλλων θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει εὐεργετικὸ ἀντίκτυπο στὴν σωματικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχικὴ ὑγεία.

ΠΗΓΗ: medicalnews.gr

 

,

Σχολιάστε

«ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» (Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι)

Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.         Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴ συν­αν­τοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φί­λους, στὴν ὑπηρε­σία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀ­δελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑ­πάλ­ληλους πρὸς συν­αδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
.         Ἂν στὴ θέση τῶν ἐννέα ἀχαρίστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας.
.         Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7). Μᾶς ἀπαντάει ὅμως μὲ ἕνα δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἐρχόμενοι ὅμως σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ. Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης, μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λεπρὸς Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸ Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴ γῆ μας. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
.         Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους. Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς καταρρίψουμε μὲ τὴ χριστιανική μας συμπεριφορὰ καὶ ἀγάπη τὴ ρήση «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος». Ἂς θυμηθοῦμε τὸ λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
.         Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παρέσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴ θάλασσα.

-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
.         Ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
.         Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴ φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
.         Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴ δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸ σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴ φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὰ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴ φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴ φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴ φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
.         Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο. Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴ σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιο Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πείραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
.         Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
.         Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!
.         Τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀποθνῄσκει στοὺς ἀνθρώπους νωρίτερα ρώτησαν τὸνἈριστοτέλη; Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἡ δοθεῖσα χάρις, ἡ εὐεργεσία». Ἔτσι βλέπουμε ἀνθρώπους νὰ εἶναι ἀγνώμονες πρὸς τοὺς εὐεργέτες τους. Ἀδελφὴ ποὺ πάντρεψε μὲ θυσίες ὁ ἀδελφός της μένει ἀσυγκίνητη στὴ δυστυχία του. Φίλος ποὺ βοηθήθηκε πολὺ ἀπὸ ἄλλο φίλο στὶς δυσκολίες του, ὅταν τὶς ξεπεράσει δὲν τὸν ἀναγνωρίζει. Γιὸς ποὺ μορφώθηκε μὲ κόπους καὶ ἱδρῶτες τῶν γονιῶν του, ὅταν βρίσκεται σὲ κύκλο μορφωμένων ντρέπεται νὰ συστήσει τοὺς ἀγράμματους, ἀλλὰ ἡρωϊκοὺς γονεῖς του. Παιδιὰ ποὺ ἀνατράφηκαν μὲ μεγάλη στοργὴ καὶ ὑπομονὴ δὲν μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὶς γεροντικὲς παραξενιὲς τῶν γονιῶν τους. Γιὰ τοὺς ἀχάριστους ἡ ἀγνωμοσύνη εἶναι σκαλοπάτι πρὸς τὴν κόλαση. Γιὰ τοὺς ὑπομένοντας ὅμως τὴν ἀχαριστία τῶν ἄλλων εἶναι σκαλοπάτι πρὸς τὸν Παράδεισο, γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε εἶναι χαρούμενοι καὶ λένε: «Ἐμεῖς κάναμε τὸ καθῆκον μας». Μήπως καὶ ἡ λαϊκὴ ρήση δὲν λέει:   «Κάμε τὸ καλὸν καὶ ρίψε το στὸ γυαλό»! Μὴ σκεπτόμαστε τὴν ἀχαριστία. Τὴν καλωσύνη μας θὰ τὴν βροῦμε στὸν οὐρανό. Ἔτσι, ὅταν εὐεργετούμαστε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες. Ὅταν εὐεργετοῦμε, νὰ μὴ ζητοῦμε ἀμοιβή.
.         Ἀλλὰ πῶς μποροῦμε νὰ εὐεργετοῦμε σήμερα τοὺς πλησίον μας;
Νὰ μερικοὶ τρόποι:
.         Νὰ βοηθοῦμε κάποιους ἄνεργους νέους νὰ βροῦν δουλειά.
.         Νὰ προλάβουμε ἕνα διαζύγιο.
.         Νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν ἀποφυλάκιση κάποιου φυλακισμένου.
.         Νὰ μεριμνοῦμε γιὰ ἕνα κρεββάτι, γιὰ ἕναν ἄπορο σὲ ἕνα νοσοκομεῖο.
.         Νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς σπουδὲς ἑνὸς ὀρφανοῡ ἢ παιδιοῦ πολυτέκνου πατέρα.
.         Νὰ σώζουμε παιδιὰ ἀπὸ τὰ ναρκωτικά.
.         Νὰ ἀποτρέπουμε ἕνα καταστρεπτικὸ πλειστηριασμὸ μετὰ ἀπὸ πτώχευση.
.         Οἱ ἀχάριστοι, δυστυχῶς, φτάνουν μέχρι τοῦ σημείου, ὄχι μόνο νὰ ξεχνοῦν, ὅτι εὐεργετήθηκαν, ἀλλὰ ἂν δοῦν τὸν εὐεργέτη τους, νὰ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη, καὶ νὰ πνίγεται τρόπον τινὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀνάγκες, αὐτοὶ γυρίζουν ἀλλοῦ τὸ κεφάλι, νὰ μὴν δοῦν τὸ ἀπελπιστικό του τέλος. Δὲν τοῦ δίνουν σημασία. Κάνουν ὅτι δὲν τὸν ξέρουν. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα. Γίνονται καὶ ἐχθροί του.
.         Ὁ εὐεργετούμενος ἔχει ὑποχρέωση, νὰ θυμᾶται τὴν εὐεργεσία. Αὐτή, μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ Πηλουσιώτης, πρέπει νὰ ὁδηγεῖ ὅσους εὐεργετοῦνται σὲ εὐγνωμοσύνη, τοὺς δὲ εὐεργέτες σὲ μεγαλύτερη, καὶ μυστικότερη εὐεργεσία καὶ ἁπλοχεριά.
.         Ἂν ἡ ἀχαριστία ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μᾶς εὐεργετοῦν εἶναι κάτι δυσάρεστο καὶ ἐξοργιστικό, πόσο ποιὸ δυσάρεστη εἶναι ἡ ἀχαριστία ἀπέναντι στὸ Θεό μας! Εἶναι πολὺ βαρειὰ ἁμαρτία καὶ ὁ ἀχάριστος ἔχει ἀνυπολόγιστη εὐθύνη. Ἂς μᾶς ἐλεήσει ὁ Κύριος δείχνοντάς μας καὶ τὸν τρόπο τῆς εὐχαριστίας μας πρὸς τοὺς εὐεργέτες μας.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

, , , , ,

Σχολιάστε

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ «Καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν» (Κυρ. Ι´ Λουκ. 09.12.12)

 ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΛΟΥΚΑ (09.12.12)

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
«Καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν»
(Λουκ. ιγ´ 10-17)

τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»,
ἀρ. τ. 4263, Δεκ. 2012

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.           Ἦταν ἀνάπηρη, ἡ γυναίκα τοῦ σηµερινοῦ Εὐαγγελίου, δεκαοκτὼ χρόνια, «Συγκύπτουσα καὶ µὴ δυναµένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές», πῆγε  ὅμως στὴν Συναγωγὴ τὸ Σάββατο γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Κι ἐκεῖ ὁ µεγάλος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωµάτων, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, τῆς ἔδωσε αὐτὸ ποὺ τόσο ποθοῦσε: τὴν ὑγεία της. «Ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χείρας καὶ παραχρῆµα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Δωρεὰ µεγάλη πῆρε. Δὲν παρέλειψε  ὅμως νὰ δοξάση, νὰ εὐχαριστήση τὸν Θεό. Πόσο χρήσιµο δίδαγµα δίνει καὶ σὲ µᾶς! Ἡ προσευχή µας εἶναι γεµάτη αἰτήµατα. Μὲ λίγη ὅμως δοξολογία καὶ εὐχαριστία.

Α) Πολλὲς οἱ θεῖες εὐεργεσίες.

.           Μετὰ ἀπὸ κάθε δωρεὰ πρέπει νὰ ἀκολουθῆ καὶ δοξολογία, µᾶς ὑπενθυµίζει τὸ σηµερινὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅλοι δεχόµαστε ἀναρίθµητες εὐεργεσίες, ἀτοµικὲς ἢ οἰκογενειακές, ἀπὸ τὸν Κύριο. Εἶναι φανερὲς καὶ ἀφανεῖς. Εἶναι τόσες φορὲς ποὺ µᾶς προφύλαξε χωρὶς ἴσως καὶ νὰ τὸ ἀντιληφθοῦµε. Εἶναι αὐτὰ ποὺ δίνει στὴν οἰκογένειά µας, στὴν κοινωνία, στὸ ἔθνος µας. Ἀκόµα δίνει ὁ Κύριος πνευµατικὰ δῶρα στὸν καθένα µας. Εἶναι ἡ χάρη, καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ θυσία του ποὺ γιὰ µᾶς προσέφερε. Εἶναι τὰ µυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔχει στὴν διάθεσή µας. Εἶναι ὅτι µᾶς παίρνει ἀπὸ τὰ χαµηλὰ καὶ µᾶς ἀνεβάζει ψηλά. «Ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ, ἣν ἠγάπησεν ἡµᾶς, καὶ ὄντας ἡµᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώµασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ…. καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθησεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφ. Β´ 4-6), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γινόµαστε σύνθρονοι καὶ συνόµιλοι τοῦ Κυρίου …
.            Πόσοι  ὅμως ἀπὸ ἐµᾶς τὸν εὐγνωµονοῦµε καὶ τὸν δοξάζουµε ὅσο πρέπει γιὰ ὅλα αὐτά; Ἴσως ἐλάχιστοι εἶναι οἱ πιστοὶ ποὺ εἶναι εὐγνώµονες καὶ δοξάζουν τὸν Δωρεοδότη Θεό. Οἱ ἄλλοι ἐλάχιστα θυµώµαστε τὶς δωρεές του καὶ ἄτονα ψιθυρίζουµε κάποτε-κάποτε ἴσως ἕνα «εὐχαριστῶ».

 Β) Καθῆκον µας ἡ εὐγνωµοσύνη.

.         Καὶ ὄµως, εἶναι καθῆκον µας νὰ δοξολογοῦµε τὰ ὑπερύµνητο Ὄνοµά Του. Ὅπως ἡ συγκύπτουσα ποὺ «ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦµε γιὰ τὶς ποικίλες πνευµατικὲς καὶ σωµατικὲς εὐεργεσίες του. Ἡ προσευχή µας ἂς γίνη καὶ προσευχὴ εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας. Ἂς λέµε συνεχῶς: Κύριε, σ᾽ εὐχαριστῶ γιατί µοῦ δίνεις τόσες δωρεές. Σ᾽ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὴν εἰρήνη, γιὰ τὶς πνευµατικές σου δωρεές. Γιὰ τὰ τόσα καθηµερινὰ καὶ αἰώνια ποὺ µοῦ χάρισες.

Γ) Μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴν ζωή µας.

.           Ἡ εὐγνωµοσύνη µας πρὸς τὸν Δωρεοδότη Κύριο δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται µόνο στὴν προσευχή. Πρέπει νὰ παρουσιάζεται καὶ στὴν ζωή µας.Ἢ πιὸ σωστά: Ζωὴ καὶ προσευχὴ νὰ εἶναι δεµένα µεταξύ τους. Ὄχι νὰ λέµε ἕνα «εὐχαριστῶ» µὲ τὰ χείλη, καὶ ἡ ζωή µας νὰ εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὸ θέληµα τοῦ θεοῦ. Πρέπει µὲ τὴν ζωή µας, τὴν καθηµερινὴ συµπεριφορά µας νὰ δείχνουµε ὅτι νιώθουµε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀνταποκρινόµαστε σ᾽ αὐτές. Τὸν δωρεοδότη Κύριο θὰ τὸν εὐχαριστήσουµε, ἂν βαδίζουµε στὰ ἴχνη του. Δὲν θέλει τὴν εὐγνωµοσύνη µας νὰ τὴν περιορίζουµε µόνο στὰ χείλη. Θέλει ἡ καρδιά µας νὰ εἶναι πάντα στραµµένη σ᾽ Αὐτόν. Ἡ ζωή µας νὰ εἶναι σύµφωνη µὲ τὶς θεῖες ἐντολές του. Τὸ παιδὶ δείχνει εὐγνωµοσύνη στοὺς γονεῖς τοῦ ὄχι µόνο µ᾽ ἕνα «εὐχαριστῶ», ἀλλὰ ὅταν εἶναι ὑπάκουο στὶς συµβουλές τους καὶ συµµορφώνεται µ᾽ αὐτές. Κι ἐµεῖς τὴν εὐγνωµοσύνη µας στὸν Κύριο θὰ τὴν δείξουµε µὲ τὴν χριστιανική ζωή µας.
.        Ἡ εὐγνωµοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ ἐξυψώνει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ εὐεργετούµενος ποὺ δὲν εὐχαριστεῖ τὸν εὐεργέτη του εἶναι ἀχάριστος. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δοξολογεῖ τὸν Θεό, ποὺ δείχνει µὲ κάθε τρόπο τὴν εὐγνωµοσύνη του ἔχει κάτι ἀνώτερο. Εἶναι ἄνθρωπος µἐ βαθιὰ καλλιέργεια Καὶ γι᾽ αὐτὸ νιώθει τὶς ἀνεκτίµητες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸ θεῖο ὄνοµα τοῦ µεγάλου µας Πατέρα.

, ,

Σχολιάστε

ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΘΗ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ «Ἕνα κερὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς πλουσιοπάροχες εὐλογίες Του, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ μουρνταρεύουμε; (π. Παΐσιος)

«ΕΤΣΙ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΘΗ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ» 

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Τὸ  κατωτέρω ἀπόσπασμα ἀπὸ τοὺς Λόγους τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, διότι ἐπισημαίνει μιὰ πτυχὴ τῆς ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΣμουρντάρεμα»). Ἡ Ἀλλοτρίωση ἐκφράζεται μὲ χίλιους δυό τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ χίλια δυό πράγματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ – καὶ ἂς μὴ μᾶς κακοφανεῖ- εἶναι ἡ χρήση παραφινόκερων στὶς ἐκκλησίες. Ἡ χρήση τους δείχνει τὴν ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ τῆς ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ νόημα τοῦ κεριοῦ ποὺ δὲν συνίσταται ἁπλῶς στὴν τυπική του ἐξωτερίκευση ὡς θρησκευτική – τυπολατρική – μηχανιστικὴ – μαγική  ἀφή (ἄναμμα), ἀλλὰ συνίσταται στὴν προσφορὰ εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγάπης στὸν Θεό, ἡ ὁποία ἐκφράζεται, ἐκδηλώνεται μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ καλυτέρου καὶ καθαροτέρου δώρου. Ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ νοήματος εἶναι μιὰ χαρακτηριστικὴ ΜΙΖΕΡΗ πλευρὰ τῆς ἀλλοτριώσεως τοῦ φρονήματος καὶ τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.
.          Ἐν ὀνόματι τῆς ποσότητος, τῆς “ἐξυπηρετήσεως”, τῆς ταχύτητος, τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ τῶν ποικίλων “μεταφράσεων” παραγκωνίζουμε, καταφρονοῦμε ἐν τοῖς πράγμασι τὸν ἐσωτερικὸ πνευματικὸ θησαυρὸ καὶ τὴν ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΡΧΟΝΤΙΑ καὶ τὰ ὑποκαθιστοῦμε μὲ μίζερα ὑποκατάστατα καὶ μὲ προτεσταντικῆς ἐμπνεύσεως ὑποπροϊόντα.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, τ. Β´
– Πνευματικὴ ἀφύπνιση»,
ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστ. “Εὐαγγελιστὴς Ἰω. Θεολόγος”,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 149-151

[…] Ἀλλοῦ σβήνουν τὰ κανδήλια, γιὰ νὰ κάνουν οἰκονομία! Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στείλη μεγάλες εὐλογίες, ὅταν Τὸν εὐλαβοῦνται. […]

– Γέροντα, οἱ ἀδελφὲς νὰ καῖνε στὰ κελλιὰ ὅσα κεριὰ θέλουν;

Ἂς κάψουν, νὰ καῆ καὶ ὁ διάβολος. Ἐδῶ καίγεται ὁ κόσμος ὅλος. Μόνο νὰ ἔχη νόημα τὸ κεράκι ποὺ θὰ ἀνάψουν· νὰ συνοδεύεται μὲ προσευχή.

.          Ὅταν ἀφεθῆ κανεὶς στὸν Θεό, εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐμεῖς τρῶμε γλυκοὺς καρποὺς καὶ προσφέρουμε τὴν ρητίνη τῶν δένδρων στὸν Θεὸ μὲ τὸ θυμιατήρι. Τρῶμε τὸ μέλι καὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὸ κερί, καὶ αὐτὸ συχνὰ τὸ ἀνακατεύουμε μὲ παραφίνη. Ἕνα κερὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς πλουσιοπάροχες εὐλογίες Του, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ μουρνταρεύουμε; Ποῦ νὰ μᾶς ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸ μέλι! Φαντάζομαι τότε τί θὰ κάναμε! Ἢ ζουμιὰ θὰ δίναμε ἢ λίγο ζαχαρόνερο. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ μᾶς πάρη στὰ σοβαρά! Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς οἰκονομία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λατρεία στὸν Θεό. Στὸν Θεὸ θὰ προσφέρη τὸ πιὸ καθαρό, τὸ πιὸ καλό.

– Γέροντα, ὁ κόσµος δὲν καταλαβαίνει εὔκολα ὅτι εἶναι ἀνευλάβεια νὰ καῖµε κεριὰ ἀπὸ παραφίνη.

– Νὰ πῆτε στὸν κόσµο: «Γιὰ τὴν ὑγεία σας δὲν κάνει νὰ καῖτε κεριὰ ἀπὸ     παραφίνη στοὺς Ναούς». Ἔτσι θὰ τὸ σκεφθοῦν λιγάκι αὐτό. Ἂν εἶναι καὶ µικρὸς ὁ Ναός, τότε εἶναι ποὺ πάει νὰ σκάση κανείς. Καλύτερα νὰ ἀνάψουν ἕνα µικρὸ κεράκι καὶ νὰ εἶναι γνήσιο παρὰ ὁλόκληρη λαµπάδα µὲ παραφίνη. Πολλοὶ στὶς Ἐκκλησίες γι᾽ αὐτὸ ζαλίζονται καὶ λιποθυµοῦν. Νὰ εἶναι µικρὸς ὁ Ναὸς καὶ νὰ καίγεται ὅλη αὐτὴ ἡ παραφίνη!… Καὶ νὰ ἦταν µόνον αὐτό; Λάδια, πο δν τρώγονται, θέλουν ν τ βάλουν στ κανδήλια! Πο φθάνουν οἱ νθρωποι! Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι τὸ λάδι ποὺ θὰ χρησιµοποιοῦσαν στὸν Ναὸ ἔπρεπε νὰ τὸ φτιάχνουν ἀπὸ ἐλιὲς ποὺ µάζευαν πάνω ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔπεφταν κάτω. Μήπως ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ λάδι ἢ ἀπὸ τὸ θυµίαµα; Ὄχι, ἀλλὰ συγκινεται Θεός, γιατί εναι µιὰ προσφορά, µ τν ποία κφράζεται εγνωµοσύνη καὶ ἡ γάπη τοῦ νθρώπου πρς Ατόν. Στὸ Σινᾶ µοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση: Οἱ Βεδουίνοι δὲν ἔχουν, οἱ καηµένοι, τίποτε νὰ προσφέρουν. Καὶ βλέπεις, µαζεύουν κανένα πετραδάκι ποὺ λίγο διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα, τόσο µικρούτσικο, ἤ, ἂν βροῦν σὲ καµµιὰ ρωγµὴ δύο-τρία φυλλαράκια, τὰ παίρνουν, ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὴν πέτρα ποὺ χτύπησε ὁ Μωυσῆς µὲ τὸ ραβδί του καὶ βγῆκε τὸ νερὸ καὶ τὰ ἀφήνουν ἐκεῖ. Ἢ οἱ µητέρες ποὺ θηλάζουν πᾶνε καὶ στάζουν λίγο γάλα ἐκεῖ, µὲ τὸν λογισµό: «Νὰ µοῦ δίνη γάλα ὁ Θεός, γιὰ νὰ θηλάζω τὰ παιδιά µου»! Βλέπεις τί εὐγνωµοσύνη ἔχουν! Δὲν εἶναι µικρὸ πράγµα. Καὶ ἐµεῖς τὶ κάνουµε! Θὰ µᾶς κρίνουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀφήνουν ἐκεῖ πάνω ξυλαράκια, φυλλαράκια, πετραδάκια… Ἔχει ὁ Θεὸς ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά; Ὄχι, ἀλλὰ βοηθάει ὁ Θεός, γιατὶ βλέπει τὴν ἀγαθὴ καρδιά, τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ἀγαθὴ προαίρεση!!!

, , , , ,

Σχολιάστε

«ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης)

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΒ´ Κυριακῆς Λουκᾶ (τῶν 10 Λεπρῶν)
τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου

«Περὶ Εὐχαριστίας»
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου
«Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ´ ἐπιστολὰς τοῦ Ἀπ. Παύλου (Κολ. δ´ 15)»]

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον»,
Εἰσαγωγὴ -Ἐπιμέλεια Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη,
Ἅγιον Ὄρος, σελ. 417 καὶ ἑξῆς.

.             Ὁ μιμητὴς τοῦ Ἰώβ, ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐσυνήθιζε πάντοτε νὰ λέγη τὸ ἀξιομνημόνευτον αὐτὸ ἀπόφθεγμα, σὲ κάθε περίσταση: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν. Δὲν θὰ παύσω νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω πάντοτε, γιὰ ὅλα ὅσα μου συμβαίνουν». Τὸ ἴδιο ἐσυνήθιζε νὰ λέγη καὶ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ κάθε ὑπόθεση, μιμούμενος τὸν θεῖον Χρυσόστομον, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν εὔλαλον γλώσσα του προσθέτει: «Ἂς εὐχαριστοῦμε λοιπὸν γιὰ ὅλα, γιὰ ὅ,τι καὶ ἂν συμβῆ, αὐτὸ εἶναι εὐχαριστία. Διότι τὸ νὰ τὸ κάνης αὐτό, ὅταν ὅλα πηγαίνουν ὁμαλά, δὲν εἶναι σπουδαῖον, ἐπειδὴ σὲ αὐτὸ ὠθεῖ ἡ ἴδια ἡ φύσις τῶν πραγμάτων. Ἐὰν ὅμως εὐχαριστοῦμε, ἐνῶ εὐρισκόμεθα στὸ βάθος τῶν κακῶν, αὐτὸ εἶναι θαυμαστόν. Πράγματι, ὅταν ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε γιὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἄλλοι βλασφημοῦν καὶ ἀποθαρρύνονται, κοίτα πόση ἡ φιλοσοφία! Πρῶτον, εὔφρανες τὸν Θεόν. Δεύτερον, ἐντροπίασες τὸν διάβολο. Τρίτον, αὐτὸ ποὺ συνέβη τὸ ἀπέδειξες μηδαμινό. Δηλαδὴ συγχρόνως καὶ ἐσὺ εὐχαριστεῖς, καὶ ὁ Θεὸς ἀπομακρύνει τὴν λύπη, καὶ ὁ διάβολος ὑποχωρεῖ».
.             Τίποτε ἁγιώτερον δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν γλώσσα, ποὺ μέσα στὰ κακὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν. Ὄντως δν στερε σ τίποτε π τν γλώσσα το μάρτυρος. Στεφανώνεται καὶ αὐτὴ ὁμοίως μὲ ἐκεῖνον. Διότι καὶ αὐτὴ ἕναν δήμιον ἔχει ἐνώπιόν της, ὁ ὁποῖος τὴν ἀναγκάζει νὰ ἀρνηθῆ τὸν Θεὸν διὰ τῆς βλασφημίας. Τὸν διάβολον ἔχει, ὁ ὁποῖος μὲ δημίους λογισμοὺς τὴν σχίζει σὲ λωρίδες, καὶ τὴν σκοτίζει μὲ τὴν λύπη. Ἂν λοιπὸν κάποιος ὑπομείνη τὰ βάσανα καὶ εὐχαριστήση, ἔλαβε στέφανον μαρτυρίου.
.             Λέγει καὶ ὁ μέγας Βασίλειος: εἶναι αἰσχρόν, ὅταν μὲν τὰ πράγματα ἔρχονται εὐνοϊκὰ νὰ εὐλογοῦμε τὸν Θεόν, στὰ δὲ στενόχωρα καὶ ἐπίπονα νὰ σιωποῦμε. Ἀλλὰ τότε πρέπει καὶ περισσότερο νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, γνωρίζοντας ὅτι «ὃν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται…».
.             Τί λέγω; Ὄχι μόνο πρέπει κανεὶς νὰ εὐχαριστῆ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστῆ ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν μέλλουσαν κόλασιν. Ἐπειδὴ καὶ ἡ κόλασις εἶναι συμφέρον καὶ ὠφέλιμο γιὰ τοὺς κολαζομένους. Γιατί; Ἐπειδὴ ἡ κόλασις εἶναι ἐμπόδιον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ, γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ κόλασις, ἐπειδὴ κολάζει, καὶ ἐμποδίζει τὸ κακόν. Ἂν δὲν ὑπῆρχε κόλασις, ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακό, θὰ ἐπεκτείνετο σὲ ἄπειρον διάστημα καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἐλάμβανε τέλος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σοφώτατος Μάρκος ὁ Ἐφέσου εἶπε τοῦτον τὸν παράδοξον μὲν στὴν ἀκοήν, ὅμως ἀληθινὸν λόγον καὶ βέβαιον, ὅτι δηλαδὴ συμφέρει στος κολαζομένους ν κολάζωνται. Ὅθεν καὶ ὁ ὅσιος Θεόκτιστος ὁ Στουδίτης, σὲ ἕνα τροπάριο εἰς τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν λέγει ἐπὶ λέξει: «Καὶ ἐν τῇ κολάσει εὐχαριστῶ», διότι ἡ κόλασις δὲν εἶναι κακὸν καθ’ ἑαυτόν, ἢ μᾶλλον εἶναι καὶ καλόν. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἐμποδίζει καὶ συστέλλει τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐνεργῆ ἐπ’ ἄπειρον, ὅπως εἴπαμε, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι ἡ κόλασις εἶναι ποινὴ καὶ παίδευσις τοῦ κακοῦ, καὶ μὲ αὐτὴν ἐκπληρώνεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν, ἂν καὶ ἡ κόλασις δὲν εἶναι προηγούμενον θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅμως ἑπόμενον θέλημά του, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. Μόνη δὲ ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν κακό, καὶ οὔτε κατὰ προηγούμενον θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται, οὔτε κατὰ ἑπόμενον, λλ κατ μοχθηρν γνώμην το νθρώπου.
.             Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος παραγγέλλει στοὺς χριστιανοὺς τὰ ἀκόλουθα: «Αὐτὸ νὰ εἶναι τὸ ἔργο σας, νὰ εὐχαριστῆτε στὶς προσευχὲς καὶ γιὰ τὶς φανερὲς καὶ γιὰ τὶς ἀφανεῖς εὐεργεσίες, καὶ γιὰ ὅσες ἦταν σύμφωνες μὲ τὸ θέλημά σας καὶ γιὰ ὅσες ὄχι. Καὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ γιὰ τὴν γέεννα τοῦ πυρός, καὶ στὴν θλίψη καὶ στὴν ἄνεση. Ἔτσι συνηθίζουν νὰ προσεύχωνται οἱ Ἅγιοι, καὶ γιὰ τὶς κοινὲς εὐεργεσίες νὰ εὐχαριστοῦν. Γνωρίζω ἐγὼ κάποιον ἅγιον ἄνδρα ὁ ὁποῖος προσεύχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Δὲν ἔλεγε τίποτε πρὶν ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀλλὰ ὅτι: εὐχαριστοῦμε Κύριε γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἔδειξες σὲ μᾶς τοὺς ἀναξίους ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέρα μέχρι σήμερα. Γι’ αὐτὲς ποὺ γνωρίζουμε καὶ γι’ αὐτὲς ποὺ δὲν γνωρίζουμε, γιὰ τὶς φανερές, γιὰ τὶς ἀφανεῖς, γιὰ ὅσες ἔγιναν μὲ ἔργο, γιὰ ὅσες μὲ λόγο, γιὰ ὅσες ἔγιναν μὲ τὴν θέλησή μας καὶ γιὰ ὅσες ὄχι, γιὰ ὅλες ὅσες ἔχουν γίνει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους. Γιὰ τὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ἀνέσεις, γιὰ τὴν γέενα τοῦ πυρός, γιὰ τὴν κόλαση, γιὰ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» (Ὁμιλία Ι´ εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς).
.             Ὁ δὲ ἅγιος Ἰσαὰκ εἶπεν ὅτι ὅποιος εὐχαριστεῖ, παρακινεῖ τὸν εὐεργέτην του νὰ τοῦ δίδη περισσότερες εὐεργεσίες: «ἡ εὐχαριστία τοῦ λαμβάνοντος ἐρεθίζει τὸν δίδοντα νὰ δώση δωρήματα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα». Καὶ πάλιν ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Ἰσαὰκ λέγει: «ποιος δν εχαριστε γι τ μικρότερα, κα στ μεγαλύτερα εναι ψεύστης κα δικος». Καὶ ἐπίσης: «αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον εἶναι ἡ καρδία ἡ κινουμένη πρὸς εὐχαριστίαν ἀδιάλειπτον».
.             Γίνε λοιπόν, ἄνθρωπε, εὐχάριστος στὸν Θεὸν γιὰ τὸ κάθε τί, «εὐλόγει αὐτὸν ἐν παντὶ καιρῷ, ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἂς εἶναι διὰ παντὸς ἐν τῷ στόματί σου». Ἐὰν ὑγιαίνης, δῶρον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑγεία. Ἐὰν ἀσθενῆς, ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος εἶναι σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἐὰν πλουτῆς καὶ εὐτυχῆς, νὰ εὐχαριστῆς ὅπως ὁ Δαυΐδ «τὸν ἐμπιμπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου λέγοντας καὶ σύ: «εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ» (Ψαλμ. Ρβ´ 1, 5). Μὴ λείπη λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ τὸ στόμα σας ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεόν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς

Μὲ μικρὲς συμπληρώσεις «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»

ΠΗΓΗ: «Ἄλλη Ὄψις» (ἀπὸ orp.gr -«ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ»)

, , ,

Σχολιάστε

ΜΕ ΔΥΝΑΤΗ ΦΩΝΗ (Κυρ. ΙΒ´ Λουκ.)

ΜΕ ΔΥΝΑΤΗ ΦΩΝΗ 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ´ ΛΟΥΚΑ
15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012

 (Λουκ. ιζ΄ 12-19) 

«Ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.»

τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»
(ἀρ. τ. 4250, 29.12.2011 – 01.01.2012
)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 
Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.
 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

Ἀπόδοση στὴν Νέα Ἑλληνική:
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, καθὼς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνήντησαν δέκα ἄνδρες λεπροί, οἱ ὁποῖοι ἐστάθηκαν λίγο μακρυά, καὶ τοῦ φώναξαν, «Ἰησοῦ Διδάσκαλε, ἐλέησέ μας».
Ὅταν τοὺς εἶδε, τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε νὰ δείξετε τὸν ἑαυτόν σας εἰς τοὺς ἱερεῖς», καὶ ἐνῷ ἐπήγαιναν, ἐκαθαρίσθησαν. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς,ὅταν εἶδε ὄτι ἐθεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζων τὸν Θεὸν μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε· καὶ αὐτὸς ἦτο Σαμαρείτης.
Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν ἐκαθαρίσθησαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Κανεὶς δὲν εὑρέθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν Θεὸν παρὰ αὐτὸς ὁ ἀλλοεθνής;». Καὶ εἶπε εἰς αὐτόν, «Σήκω ἐπάνω καὶ πήγαινε· ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε».

, , ,

Σχολιάστε

ΜΕΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ «ΕΙΣ ΑΝΤΙΠΕΛΑΡΓΩΣΙΝ»

Μέγας Βασίλειος: κείμενο «εἰς ἀντιπελάργωσιν»

Δημήτρης Νατσιός,
Δάσκαλος-Κιλκίς

.          Πρὶν ἀκόμη κλείσει τὰ πενήντα του χρόνια, ὁ Κύριος τὸν κάλεσε κοντά του. Ἄρρωστος βαριὰ ὁ Ἅγιος, ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ ταξίδι, τὸ τελευταῖο, ποὺ ὁ ἴδιος τὸ ὀνομάζει «τρυφὴ μᾶλλον ἢ κατάπληξις» (χαρὰ παρὰ τρόμο», ὅταν τὸν ἀπειλεῖ ἕνας τυχάρπαστος ἔπαρχος ὀνόματι Μόδεστος. Κόσμος πολὺς μαζεύεται γύρω ἀπ’ τὴν Ἐπισκοπή, ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται. Ἀγωνιᾶ. Ἡ λειτουργία του ὅμως στὴν γῆ τελείωσε, καὶ κλείνοντας τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀφήνει αὐτὴ τὴν λειτουργικὴ φράση νὰ ξεφύγει ἀπὸ τ΄ἁγιασμένα χείλη του: «Πάτερ, εἰς χεῖρας Σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου»! Ἦταν τόση ἡ θλίψη τοῦ λαοῦ καὶ τόσο γενικὸ τὸ πένθος καὶ ἡ συρροὴ πλήθους στὴν κηδεία του, πού, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, πολλοὶ ἄνθρωποι πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ» (=συνωστισμοῦ) βίας καὶ συγκλονήσεως»! ἔτσι, μὲ τὰ δάκρυα ὅλων τῶν λογικῶν προβάτων, ποὺ μὲ τόση στοργὴ καὶ ἀγάπη ἐποίμανε ὁ Μέγας Βασίλειος ἔφυγε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379, γιὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
.          Ἂν εἴχαμε ὄντως ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ ὄχι διὰ βίου ἀμάθειας καὶ ἀπαιδευσίας- ὅπως θὰ πρέπει νὰ ὀνομάζεται ὀρθότερον- θὰ ἀναλάμβαναν τὰ σχολεῖα, νὰ καταστρέψουν αὐτὸ τὸ βλακῶδες καὶ γελοῖο εἴδωλο ποὺ τὸ «τιμήσαμε» μὲ τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους της Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους μας. Πέραν τοῦ σεβασμοῦ ποὺ θὰ ἐπιδεικνύαμε στὸν ἅγιο Ἱεράρχη, θὰ ἦταν καὶ μία μορφὴ ἀντίστασης στὴν πανούκλα τῆς ἀμερικανοποίησης-ἐξαθλίωσης τῶν πάντων. Ὡς γνωστόν, τὰ ἐργοστάσια παραγωγῆς τοῦ «Ἅη-Βασίλη» καὶ ὅλων τῶν συμπαρομαρτούντων ἑορταστικῶν γυαλικῶν, μπιχλιμπιδιῶν καὶ λοιπῶν «πυγολαμπίδων», ἑδρεύουν σὲ χῶρες Τρίτου καὶ Τετάρτου Κόσμου. Ἄρα ἔχουμε τὸ ἑξῆς φαρισαϊκόν: τὰ λιμοκτονοῦντα παιδάκια τῆς Ἀσίας, ἐργάζονται (τὸ ἀρχαῖο ρῆμα εἱλωτεύουν, ἐκ τοῦ εἵλωτος, εἶναι ἱκανότερο νὰ ἀποδώσει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς «ἐργασίας» αὐτῆς), ἐργάζονται, λοιπόν, νυχθημερὸν μὲ μισὸ ἢ ἕνα δολάριο ἡμερομίσθιο, ὑπὸ τρισάθλιες συνθῆκες, γιὰ νὰ χαίρονται τὰ μοσχοαναθρεμμένα βουτυρόπαιδα τῆς Δύσης. Τέλος πάντων, θὰ ἀντιτείνει κάποιος «προοδευμένος» ὅτι ἡ  ὀρθόδοξη ἀπεικόνιση τοῦ ἁγίου Βασιλείου δὲν εἶναι καὶ «πολὺ παιδική», τρομάζει τὰ παιδιά, ἐνῶ ὁ εὐτραφὴς καὶ προγάστωρ «κοκκακόλειος» (νεολογισμὸς) διαφημιστὴς εἶναι πιὸ κοντά, πιὸ συναφής, πιὸ προσιτὸς στὴν παιδικὴ ἡλικία.
.          Αὐτὰ βέβαια τὰ κρανιοκενῆ εἶναι σημεῖα (καὶ εὑρήματα) τῶν καιρῶν μας. Ζοῦμε σὲ κοινωνίες ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀποκρύψουν, νὰ ἐξαφανίσουν ἐνοχλητικὰ σύμβολα. Παράδειγμα. Τὸ ράσο. (Παραπέμπει στὸ θάνατο). Τὶς εἰκόνες μὲ τὰ βλοσυρὰ καὶ στιβαρὰ πρόσωπα τῶν ἡρώων ἀπὸ τὰ σχολεῖα. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τοὺς ἁγίους. Νὰ μὴν μιλήσουμε καὶ γιὰ τὸν «διωγμὸ» τῶν γηρατειῶν. Ὅ,τι τὰ θυμίζει εἶναι ἐξοβελιστέο (Ἐρώτηση: παρουσιάζεται ποτὲ σὲ κάποια ἐκπομπὴ ἑνὸς σαχλοβοθροκάναλου γέρος ἢ γερόντισα, ὅπως πραγματικὰ εἶναι; Ἅπαντες ψιμυθιωμένοι καὶ πασαλειμμένοι, ἐνίοτε χαζοχαρούμενοι παλίμπαιδες).
.          Θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργο, λοιπόν, νὰ ἀποκαθάρουμε τὸν μέγα ἅγιο τῆς Ρωμηοσύνης ἀπ΄ὅλες τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὶς καταναλωτικὲς ἀηδίες, μὲ τὶς ὁποῖες συνέδεσε τὸ ὄνομά του. Δὲν θὰ κουραστῶ νὰ ἐπαναλαμβάνω τὸ τοῦ Δημήτρη Καμπούρογλου λεχθὲν ὅτι: «ὅλα  τὰ ἔθνη πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω». Καὶ μιᾶς καὶ ἀναφέρθηκα στὰ γηρατειά, μεγάλο σήμερα ὑπαρξιακὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, θὰ παραπέμψω σ’ ἕνα ἐξαίσιο κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γράφει στὸ ἔργο του «Εἰς ἑξαήμερον»: «Ἡ φροντίδα τῶν πελαργῶν γιὰ τοὺς γέροντες γονεῖς τους εἶναι ἀρκετὴ νὰ κάνει τὰ παιδιά μας, νὰ ἀγαποῦν τοὺς πατέρες τοὺς (γονεῖς), ἂν ἤθελαν νὰ προσέξουν. Ἀλλὰ ὁπωσδήποτε κανεὶς δὲν εἶναι τόσο λειψὸς στὸ μυαλό, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἄξιο ντροπῆς νὰ φαίνεται στὴν ἀρετὴ κατώτερος ἀπὸ τὰ ἐντελῶς ἄλογα πτηνά. Οἱ πελαργοί, ὅταν οἱ γέροι γονιοί τους γυμνωθοῦν τελείως ἀπὸ τὸ πέσιμο τῶν φτερῶν ποὺ γίνεται στὰ γεράματα, τοὺς περικυκλώνουν καὶ τοὺς ζεσταίνουν μὲ τὰ φτερά τους, τοὺς ἑτοιμάζουν ἄφθονη τροφὴ καὶ τοὺς βοηθοῦν, ὅσο εἶναι δυνατόν, στὴν πτήση, σηκώνοντάς τους ἁπαλὰ μὲ τὸ φτερὸ καὶ ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Καὶ αὐτὸ εἶναι τόσο πολὺ γνωστό, ὥστε μερικοὶ καὶ τὴν ἀνταπόδοση τῶν εὐεργεσιῶν νὰ τὴν ὀνομάζουν ἀντιπελάργωσιν». (ΕΠΕ 4, 318). Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν λεπταισθησία καὶ εὐγένεια τοῦ Ἁγίου, παραθέτω καὶ τὸν σπαραγμό του, ὅταν χάνει τὴν ἀγαπημένη του μητέρα, τὴν ἁγία Ἐμμέλεια: «Νῦν δὲ καὶ ἣν μόνην εἶχον τοῦ βίου παραμυθίαν, τὴν μητέρα, καὶ ταύτην ἀφῃρέθην. Καὶ μὴ καταγελάσῃς μου ὡς ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας ὀρφανίαν ἀποδυρομένου, ἀλλὰ συγγνωθί με ψυχῆς χωρισμὸν ἀνεκτὸν μὴ φέροντι». Δηλαδή, γράφει στὸν φίλο του Εὐσέβιο, «τώρα καὶ τὴν μοναδικὴ παρηγοριὰ ποὺ εἶχα στὴ ζωή μου, τὴν μητέρα μου, τὴν ἔχασα κι αὐτή. Καὶ μὴ μὲ κοροϊδέψεις, ποὺ σὲ τέτοια ἡλικία θρηνῶ γιὰ ὀρφάνια, ἀλλὰ συμπάθησέ με, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω ἕναν τέτοιο πόνο ψυχῆς σὲ μία τόσο προχωρημένη ἡλικία».  Εἶναι αὐτὸς ὁ ἅγιος, ὁ εὐαίσθητος καὶ ταπεινός, ποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται σὰν παιδί, ἀποκρουστικὸς στὴν ὄψη ἀσυμπαθὴς στὰ παιδιά; «Ἄπαγε τῆς βλασφημίας». Τὰ περισσότερα τάχα καὶ παιδικὰ παιχνίδια, μὲ τὰ ὁποῖα μπουκώνουμε τὰ βλαστάρια μας αὐτὲς τὶς μέρες, περιέχουν δολοφονικὰ τερατουργήματα, ὑπερήρωες ἐγκληματίες, σκυλοφάτσες καὶ ἀγριόφατσες τοῦ ἀμερικανικοῦ ὑπόκοσμου. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ παιδιά; Δὲν ἐνοφθαλμίζουν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά, τὸ «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις», μὲ τὸ ὁποῖο λειαίνει τὰ μυαλὰ καὶ τὴν κρίση τῆς δυτικῆς ἀγέλης ἡ προτεσταντικὴ καὶ λοιπὴ θρησκοληπτικὴ μπουρδολογία;
.          Στὸ ἐξαιρετικὸ «τὸ βλογημένο τὸ μαντρὶ» τοῦ Κόντογλου, ὁ ἅγιος Βασίλειος βρίσκει κατάλυμα, τὸ βράδυ τῆς Πρωτοχρονιᾶς στὸ ταπεινὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη- ποὺ δὲν τὸν ἀναγνώρισε- ἀνθρώπου ἀθώου σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαε, ἀγράμματος ἐντελῶς. Ἀφοῦ ὅλα ἔγιναν τὰ τῆς ἑορτῆς «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν», ἑτοιμάζονται νὰ πλαγιάσουν. Ρωτᾶ ὁ Γιάννης: «Ἐσύ, γέροντα, ποὺ ξέρεις γράμματα πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ‘χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴ ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Ὁ Ἅγιος δάκρυσε. (Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀντάμα καὶ ὁ Ἑλληνισμός, τὸ συναμφότερον). Εἶπε ἀλλιῶς τὴν εὐχὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ διαβάσει: «Κύριε ὁ Θεός μου οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἔστιν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…». Νά! δικό μας, ὁ Ρωμιὸς Ἅη -Βασίλης, ὁ ἁπλοῦς καὶ ταπεινὸς καὶ ὄχι τὸ ἀχώνευτο ξωτικό, ποὺ μᾶς πλάσαραν τὰ «περικαθάρματα τοῦ κόσμου», οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν, πού, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, «πωλοῦν τὸν Χριστὸν καὶ ἀγοράζουν τὸν Μωάμεθ».
.          Καὶ μιὰ ποὺ σήμερα ἡ κρίση μουχλιάζει τὶς ψυχές μας, ὀφείλουμε, ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι «μὴ μικρόψυχοι περὶ τοὺς παῖδας γενώμεθα», ἀλλὰ «δεῖ τοὺς προεστῶτας τοῦ λόγου ἐλεήμονας καὶ εὐσπλάγχνους εἶναι καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν κεκακωμένων τὰς ψυχάς» (ἐθνικά,  ΒΕΠ, 53). Πολλοὶ μαθητές μας, ἔρχονται στὸ σχολεῖο κεκακωμένοι καὶ ταλαιπωρημένοι. Ἂς τοὺς περιμένουμε στὴν τάξη «ἐν πολλῇ φιλοστοργίᾳ καὶ ἀγάπῃ οἵαν ὁ Κύριος ἔδειξε καὶ ἐδίδαξεν».

, ,

Σχολιάστε

ΙΗΣΟΥ ΕΠΙΣΤΑΤΑ ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. ιζ´ 12-19)

«Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἡμᾶς».

ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ
ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ»
τοῦ Ἀρχιμ. Εὑσεβίου Κόκκορη
ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010
β´ἔκδ., σελ. 35

.       Ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει τὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, εἶναι εἰκόνα φρίκης καὶ ἀπογνώσεως, γιὰ τὰ δεδομένα μάλιστα τῶν χρόνων, ποὺ ἐδίδαξε ὁ Ἰησοῦς τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» (Ἰωάν. Ϛ´ 68). Ἡ κοινωνία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐπειδὴ ἡ ἀρρώστια τῆς λέπρα ἦταν μεταδοτικὴ καὶ ἀθεράπευτη, ἀπεμάκρυνε τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ γονεῖς, ἀδέλφια, παιδιά, συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ τοὺς ἐξόριζε μόνους καὶ ἀβοήθητους, σὲ κάποια ἔρημη κοιλάδα. Ἡ κατάστασή τους ἦταν τραγική: ζωντανὰ πτώματα, ὑπάρξεις μυριοβασανισμένες, φρικαλέα σώματα, παραμορφωμένα ἀπὸ τὴ μάστιγα τῆς ἀσθένειας. Μὲ τὰ πρόσωπα καταπληγιασμένα, μὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος ξερὰ καὶ σκελετωμένα, ὑψώνουν οἱ δέκα λεπροὶ τῆς σημερ. εὐαγγελ. περικοπῆς τὴ γεμάτη συμπάθεια καὶ οἶκτο κλαυθμυρίζουσα, βραχνή, καὶ ἱκετευτικὴ φωνή τους στοὺς περαστικούς.
.      Καὶ νά, συμπτωματικὰ ἐπληροφορήθησαν οἱ δέκα λεπροί, πὼς θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχή τους ὁ θεραπευτὴς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων Ἰησοῦς. Ἐπιστρατεύουν ὅσες δυνάμεις τοὺς εἶχαν ἐναπομείνει, μόλις τὸν ἀντίκρυσαν ἀπὸ μακρυὰ μὲ τὴ συνοδεία του καὶ ἐφώναζαν ἀπεγνωσμένα, προφέροντας τὸ ὑπὲρ πᾶν Ὄνομα, νὰ τοὺς ἐλεήσει: «Ἰησοῦ, ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς».

ΤΟ ΥΠΕΡ ΠΑΝ ΟΝΟΜΑ

.      Κύριε, Ἰησοῦ, ἄλλη δύναμη, ἄλλη παρηγοριά, ἄλλη ἐλπίδα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὸν ἄλλο δὲν ἔχουμε ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα, πού, ὅπως ἀκοῦμε καὶ μαθαίνουμε, εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν φωνὴ τῶν λεπρῶν, ἂς τὸν ἐπικαλεσθοῦμε κι ἐμεῖς ὡς χριστιανοί, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας, λέγοντάς του: «Ἰησοῦ». Ὄνομα θεοδίδακτο, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὸ προσέφερε καὶ τὸ ἐναπέθεσε σὰν ἀμαράντινο κρίνο μέσα στὸ ἀνθοδοχεῖο τῆς Παναγίας καὶ τῆς εἶπε, ὅτι θὰ γεννήσει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ θὰ φέρει Υἱόν, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα θὰ εἶναι ΙΗΣΟΥΣ.
.       Εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, «πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. β´ 10). Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εὐφραίνονται Ἄγγελοι καὶ ψάλλουν τὸ «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» (Λουκ. β´14). Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἐκβάλλονται δαιμόνια καὶ ἀσθενεῖς θεραπεύονται. Σὺ μᾶς εἶπες Κύριε, «ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου ἐγὼ ποιήσω» (Ἰωάν. ιδ´ 14). Οἱ Ἀπόστολοι ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ θαυματουργοῦσαν. Λέγει ὁ Πέτρος στὸν χωλό, ποὺ συνάντησε στὰ προπύλαια τοῦ Ναοῦ: «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι˙ ὃ δὲ ἔχω τοῦτο σοὶ δίδωμι ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πράξ. γ´6). Μετὰ ὁ τυφλὸς Βαρτιμαῖος ἀνέκραξε μὲ πίστη: «Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησόν με» καὶ ἔλαβε τὸ ζητούμενο. Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα παρουσίασε ὁ Ἄγγελος στὶς μυροφόρες τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. κα´51). Τέλος, μὲ αὐτὸ τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ἀπεκαλύφθη στὸ Σαοὺλ γιὰ νὰ τὸν μετατρέψει σὲ κοσμοκήρυκα καὶ οἰκουμενικὸ διδάσκαλο.
.      Μὲ τὴν ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν πανσθενῆ προσταγὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἐθεραπεύθησαν καὶ οἱ δέκα λεπροί. Τὴν εὐχάριστη αὐτὴν ἔκπληξη ἔρχεται ὅμως νὰ ἐπισκιάσει ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν ἐννέα θεραπευθέντων, ἀφοῦ μόνον ὁ ἕνας καὶ αὐτὸς «ἀλλοεθνὴς» ἐπέστρεψε, ὅταν διέγνωσε τὴ θεραπεία του, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του, ἔστω μὲ ἕνα: «Εὐχαριστῶ». Δικαίως ὁ Ἰησοῦς ἐξέφρασε τὴν ἀπορία του καὶ τὴν πικρία του γιὰ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν ἐννέα, ποὺ μετὰ τὴν θεραπεία ἔτρεξαν στοὺς συγγενεῖς τους, στὶς μητέρες τους καὶ στὰ παιδιά τους, ἐλησμόνησαν ὅμως τὸν εὐεργέτην τους. Καὶ ἡ ἀπορία τοῦ Ἰησοῦ: «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»

ΟΙ ΕΝΝΕΑ ΚΑΙ Ο ΕΝΑΣ

.      Αὐτή, δυστυχῶς ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀναλογία σὲ ποσοστὰ καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη σὲ ἀγνωμοσύνη, ὅσο οἱ ἄνθρωποι θὰ εἶναι ἀτομιστὲς καὶ συμφεροντολόγοι. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, παρὰ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἔπαψε νὰ μᾶς εὐεργετεῖ ποικιλοτρόπως. «Ἀνατέλλει τὸν ἥλιο ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε´ 45). Τὸν σωματικὸ πόνο, ὅπως διδάσκει τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ παιδαγωγία. Θεραπεύει πάντοτε τὰ πνευματικὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς, ἐφ’ ὅσον σπεύδουμε στὴν πρόσκλησή του, ποὺ μᾶς καλεῖ μὲ τὸ «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια´ 28). Μᾶς προφυλάσσει ὁ Κύριος, ἐφ’ ὅσον σπεύσουμε κοντά του, ἀπὸ τὴν πολυκέφαλη ἁμαρτία ποὺ δημιουργεῖ ἀσθένειες τῆς ψυχῆς πνευματικὴ λέπρα καὶ καρκίνο.
.     Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες, δὲν ζημιώνουν μόνο γιὰ λίγο χρόνο τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ταλαιπωροῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ τὸ πλέον ἐπώδυνον, θὰ μᾶς βασανίζουν καὶ στὴν αἰωνιότητα. Μᾶς ἀπαλλάσσει δὲ ὁ Κύριος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας διὰ τῆς Μετανοίας. Τότε ὁμοιάζουμε μὲ τὸν Θεό, ὅταν εὐεργετοῦμε τοὺς ἀγνώμονες καὶ κακούς.

ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΣ

.      Ἂς καθρεφτίσουμε τὸν ἑαυτόν μας κι ἐμεῖς σήμερα στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, τὸ τόσο συγκλονιστικὸ καὶ διδακτικό, ἀναλογιζόμενοι τὶς τόσες ἄπειρες εὐεργεσίες καὶ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ἂν θέλαμε, ὄχι νὰ τὶς ἀναπτύξουμε ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ τὶς κατονομάσουμε, θὰ ἔπρεπε νὰ γεμίσουμε πολλὰ βιβλία.

Ἂς ἀναλογισθοῦμε δὲ τὴν ἀχαριστία μας, διότι δὲν ξέρω πόσες φορὲς τοῦ ἔχομε πεῖ εὐχαριστῶ γιὰ τὶς τόσες δωρεές του. Μᾶς ἔχει δώσει π.χ. τὰ μάτια, ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ περιεργαζόμαστε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ γιὰ νὰ θαυμάζουμε τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας, νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὰ προσφιλῆ μας πρόσωπα καὶ νὰ ἀντικρύζουμε τὴ σταυρωμένη τοῦ ἀγάπη, διὰ τὴν ὁποία ἀενάως θὰ πρέπει νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε. Κι ἐμεῖς, ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι, δὲν ξέρω ἂν τοῦ ἔχουμε πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ. Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι ἐπίσης, ἡ εὐγνωμοσύνη μας νὰ ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἀνθρώπους, νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες σὲ γονεῖς καὶ διδασκάλους, ἀφοῦ, κατὰ τὴ σοφία τῶν προγόνων μας, στοὺς γονεῖς χρεωστοῦμε «τὸ ζῆν» καὶ στοὺς διδασκάλους «τὸ εὖ ζῆν». Εὐγνώμονες ἐπίσης νὰ εἴμαστε σὲ Κληρικοὺς καὶ Πνευματικούς μας Πατέρες, χωρὶς νὰ εἴμαστε καθόλου προσωπολάτρες καὶ δουλοπρεπεῖς, διότι ἄλλο εὐγνωμοσύνη καὶ ἄλλο δουλοπρέπεια.

Εὐγνώμονες τέλος σὲ ὅλους τοὺς ἔντιμους πολίτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἐργάζονται ἀφανῶς σὲ Νοσοκομεῖα, Δημόσιες ὑπηρεσίες καὶ σὲ κάθε τίμια ἐργασία. Διότι μόνο μὲ τὴν εὐγένεια, τὸ χριστιανικὸ ἦθος, τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη, ἐπιτελοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς παραγγέλλει διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς… τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμὴν μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (Ρωμ. ιγ´ 7). Μόνον τότε προάγονται τὰ ἄτομα, μεγαλουργοῦν οἱ Πολιτισμοὶ καὶ δοξάζεται τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

 

, , ,

Σχολιάστε