Ἄρθρα σημειωμένα ὡς βαρλααμισμός
ΝΕΟΙ ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΤΕΣ καὶ ΝΕΟΙ ΚΟΡΑΗΔΕΣ;
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ στὶς 25 Ἀπρίλιος 2015
Νέοι Βαρλααμιστὲς καὶ νέοι Κοραῆδες;
Γιάννη Κων. Νεονάκης MD, MSc, PhD
ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Γεμάτος ὁ τόπος!
. Κατ’ ἀρχὰς θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω ὅτι ἐκτιμῶ καὶ σέβομαι ἰδιαίτερα τὸν γνωστὸ σύγχρονο λόγιο καὶ στοχαστή, θέσεις τοῦ ὁποίου θὰ σχολιάσει τὸ παρὸν ἄρθρο. Ἡ εὐρυμάθεια, ἡ εὐγλωττία, ἡ διεισδυτικότητα καὶ ἡ ὀξυδέρκεια εἶναι λίγα μόνο ἀπὸ τὰ πολλά του χαρίσματα.
. Ὁ στοχαστὴς λοιπὸν αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ὡς λαὸς ἔχομε μία σοβαρὴ ἐγγενῆ ἀδυναμία νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν πρόοδο καὶ αὐτὴ ἡ ἀδυναμία ἐντοπίζεται στὶς ἰσχυρὲς ἐσωτερικές μας συγκρούσεις, ἀπότοκο πεπαλαιωμένων ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐγκλωβίζουν σὲ ἕνα φαντασιακὸ πόρρω ἀπέχον τῆς τρέχουσας πραγματικότητας καὶ τοῦ σύγχρονου κόσμου. Μὲ ἄλλα λόγια στὴν ψυχοσύνθεσή μας ὑπάρχουν «μεσαιωνικὲς» θεολογικὲς ἀγκυλώσεις καὶ βαρίδια ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ὅποια ἐξέλιξή μας. Ἀντίθετα, ἡ Δύση μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 11ου αἰώνα, τὴν ἐξατομίκευση, τὴ σχολαστικὴ θεολόγηση καὶ τὴν πλήρη ἐπικράτηση τῆς λογικῆς στὴν ἀνάλυση τῶν πάντων, ἐν πολλοῖς κατάφερε νὰ προοδεύσει, ἀφήνοντας ἐμᾶς καθηλωμένους στὸ 13ο καὶ 14ο αἰώνα.
. Τότε δηλαδὴ ποὺ εἴχαμε τὴν ὁλομέτωπη σύγκρουση τῶν δύο ἀντιλήψεων, τῆς Δύσης ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὶς λεγόμενες «ἡσυχαστικὲς ἔριδες» καὶ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν στὶς συνόδους τοῦ 1341, 1347 μὲ ἀποκορύφωμα φυσικὰ τὴ σύνοδο τοῦ 1351. Οἱ τρεῖς αὐτὲς σύνοδοι συγκροτοῦν μίαν ἑνότητα, ἡ ὁποία γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπέχει θέση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
. Σὲ πρόσφατη ὁμιλία του λοιπὸν ποὺ ὀργανώθηκε ἀπὸ τὸ πολιτικὸ κόμμα «Ποτάμι» ὁ στοχαστὴς ἀναφέρει ἐπὶ λέξει (προφορικὸς λόγος): «Ἐκεῖ εἶναι τὸ μεγάλο κώλυμα, στὸ ὁποῖο παίζει ρόλο μία παλιὰ κουλτούρα μεσαιωνική, ἡ ὁποία δὲν ἔκανε τὸν 10ο, τὸν 11ο αἰώνα τὰ βήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν, ἐνῶ ἄρχιζε στὴ Δύση αὐτὴ ἡ κίνηση τῆς ὡριμάνσεως τῶν συνειδήσεων, ἐδῶ δὲν ἔγινε ποτέ. Ἐδῶ δογματικὰ ἀπεκλείσθη ἡ χρήση τῆς λογικῆς τὸ 1351 μετὰ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες. Ἔχει σημασία αὐτὸ νὰ τὸ καταλάβουμε. Δογματικά. Δογματικά, ὡς δόγμα ἀπεκλείσθη. Ὡς δόγμα θρησκευτικό, δηλαδὴ ὡς κομμάτι τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι πολὺ σοβαρὸ αὐτὸ τὸ πράγμα νὰ τὸ σκεφτεῖ κανείς, ὑπάρχει μία ἱστορία, ἕνα βάθος σὲ αὐτὰ τὰ πράγματα. Καὶ βεβαίως δὲ μιλήσαμε σήμερα τί θὰ ἔκανε ἕνα νεωτερικὸ Κόμμα μὲ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ τὸ ποῦμε ἄλλη φορὰ αὐτό.»
. Προφανῶς καὶ τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἔτσι. Καθὼς προσεγγίζει τὰ θέματα μὲ φιλοσοφικὸ στοχασμό, καὶ ἔχοντας τρόπο ἀνάλυσης ποὺ δομεῖται μὲ δυτικὰ κριτήρια ὁδηγεῖται σὲ ἁπλουστεύσεις καὶ ἀφορισμοὺς ποὺ συσκοτίζουν μᾶλλον ἀντὶ νὰ ἀναδεικνύουν τὰ ζητήματα. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἔχομε ὑποφέρει πολὺ καὶ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ὡς γένος ἀπὸ τὴ συνεχῆ πίεση μίας εὐρείας χορείας, πολυμαθῶν κατὰ τὰ ἄλλα, προσώπων, μὲ σκοπὸ τὴν ἆρον-ἆρον «μετακένωση» καὶ σὲ μᾶς τῶν λαμπρῶν ἀντιλήψεων τῶν «πεφωτισμένων ἐθνῶν τῆς Ἑσπερίας». Προεξάρχουσες φυσικὰ μορφὲς αὐτῆς τῆς χορείας ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς καὶ ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής.
. Στὴν περιορισμένη ἔκταση τοῦ παρόντος ἄρθρου ἀσφαλῶς δὲν μποροῦν νὰ εἰπωθοῦν πολλά. Γνωρίζοντας ὅμως τὸν θεμελιώδη ρόλο ποὺ παίζει ἡ θεολογία στὴ διαμόρφωση τοῦ καθημερινοῦ βίου, ὀφείλομε ἁπλῶς νὰ ὑπενθυμίσομε κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες οὐσιαστικὰ ἐπικύρωσαν τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Φράγκικη θεολογία, στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει σαφὴς διάκριση Ἀκτίστου Οὐσίας καὶ Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ μπορεῖ μὲν ἡ Οὐσία νὰ εἶναι ἀμέθεκτη, ὅμως μέσῳ τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ κοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ θεούμεθα. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Θεὸς τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι κοντά μας, εἶναι δίπλα μας, εἶναι ἀπολύτως μεθεκτὸς καὶ καθὼς οἱ Ἐνέργειες εἶναι Ἄκτιστες δυνάμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ κτιστοὶ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς μετοχῆς στὴ θεότητα.
. Ἡ μετοχὴ στὶς Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα δηλαδὴ τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Ὅπως βεβαιώνουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀπὸ τώρα. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγάπη ἐπιτρέπει τὴ βίωση αὐτὴ κατὰ τὰ μέτρα τῆς ἀντοχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τὸ Θαβώρειο Φῶς δὲν τὸ εἶδαν ὅλοι οἱ μαθητές, παρὰ μονάχα τρεῖς, αὐτοὶ ποὺ τὴ δεδομένη στιγμὴ ἦταν πιὸ ἕτοιμοι νὰ ἀντέξουν τὴν ἀποκάλυψη. Καὶ τὸ κριτήριο τῆς ἀντοχῆς εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ. «Οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται». Ἡ δὲ καθαρότητα ἐπιτυγχάνεται ἐν τῇ ἡσυχία καὶ ἐν τῇ Λειτουργικῇ Ζωῇ μὲ συνεχῆ προσευχὴ καὶ νήψη.
. Τέλος, ὀφείλομε νὰ ὑπενθυμίσομε ἐπ’ ὀλίγον τὴ λεπτότατη διάκριση ποὺ γίνεται στὴν Ὀρθόδοξη Πατερική μας θεολογία ἀνάμεσα στὸ λόγο καὶ στὸ νοῦ. Ὑπάρχουν δύο ἀπολύτως διακριτὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς: ἡ λογικὴ ἐνέργεια (λόγος), ἡ ὁποία τρόπον τινὰ σχετίζεται μὲ τὸν ἐγκέφαλο καὶ ἡ νοερὰ ἐνέργεια (νοῦς), ἡ ὁποία τρόπον τινὰ σχετίζεται μὲ τὴν καρδιά. Λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἐμπειρίας, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀγνοοῦν πλήρως, ἢ δυσκολεύονται νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ὕπαρξη τοῦ νοῦ. Ὅμως ὁ νοῦς, ἡ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι, ὅπως μᾶς παραδίδουν οἱ Πατέρες μας, μία λεπτότατη προσοχὴ τῆς ὕπαρξης, ὅπου δρώντας οἱ Ἄκτιστες Ἐνέργειες ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, ἀλλοιώνοντας μετὰ τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἐν τῇ προσωπικῇ του σχέσει μὲ τὸν ἄνθρωπο ἀποκαλύπτεται, ὅπως Αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο κρίνει ὅτι πρέπει νὰ γίνει. Καὶ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ γίνεται στὸ νοῦ. Κατόπιν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους μὲ τὸ λόγο καὶ τὰ κτιστὰ μέσα νὰ «περιγράψει» τὸ βίωμα. Ἡ οὐσία ὅμως εἶναι ἡ μέθεξη μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ὄχι ἡ περιγραφὴ μὲ τὸ κτιστό, ἡ ὁποία εἶναι πάντα ἐλλειμματική. Γιὰ παράδειγμα, ἀκόμα καὶ τὸ «πνευματικότερο», ὅπως χαρακτηρίζεται, Εὐαγγέλιο, αὐτὸ τοῦ Ἰωάννη εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψει τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ μέθεξη τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ποὺ εἶχε ὁ Ἰωάννης. Ἡ λογικὴ προσπαθεῖ νὰ δώσει μορφή, ἢ νὰ περιγράψει τὶς ἐμπειρίες καὶ φυσικὰ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ ἀναλύσει τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὅμως εἶναι ἀπολύτως σαφὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ προσεγγίσει κανεὶς τὸν Θεὸ μὲ τὴ σχολαστικὴ λογικὴ ἀνάλυση, τὴ φιλοσοφία ἢ τὸ στοχασμό.
. Βέβαια, γιὰ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τοὺς ὁμοϊδεάτες του, ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀποκυήματα ζωηρᾶς φαντασίας καὶ ὀπισθοδρόμηση. Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν πλάνη χαρίζοντάς μας συνεχῶς καὶ μέχρι τὶς μέρες μας νέους Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἐπιβεβαιώνουν πλήρως τὴν Πατερικὴ θεολογία. Νὰ θυμηθοῦμε μεταξὺ ἄλλων, τὸν Ἅγιο Πορφύριο, τὸν Ἅγιο Παΐσιο, καὶ ἐξόχως τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη.
ΠΗΓΗ: infognomonpolitics.blogspot.gr
ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -3 «Ἡ πορεία τῶν βαρλααμιστῶν καὶ τῶν βαρλααμιζόντων: πρῶτα ἀλλοιώνονται ὡς πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἔπειτα συμφύρονται λατρευτικῶς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ στὴν συνέχεια ἐπέρχεται ἡ τελικὴ προσχώρηση στὴν δική τους παράταξη». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 22 Ὀκτώβριος 2014
Βαρλααμισμὸς [Γ´]
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»,
Σεπτέμβριος 2014 -Τεῦχος 218
Mέρος Α´: ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -1 «Οἱ βαρλααμιστὲς ἐπιτίθενται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν συμφωνοῦν μαζί τους μὲ πολλοὺς τρόπους, μιμούμενοι “τὸ πολυέλικτον καὶ δολερὸν τοῦ ὄφεως”, χρησιμοποιώντας πολλὲς στροφὲς καὶ πλοκὲς λόγων». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
Mέρος Β´: ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -2 «Οἱ βαρλααμιστὲς καὶ οἱ βαρλααμίζοντες ὄχι μόνον ἀγνοοῦν ἐμπειρικῶς αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἀγγελικὴ λειτουργία, ἀλλὰ τὴν ἀρνοῦνται, τὴν ὑποτιμοῦν καὶ τὴν εἰρωνεύονται. Ταυτίζουν ἀπόλυτα τὴν λατρεία μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχές, τὶς ὁποῖες θέλουν νὰ κατανοοῦν λογικά, γιατί διαφορετικὰ δὲν αἰσθάνονται ὅτι προσεύχονται».. (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
. Τρίτον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαὰμ ἀπομακρύνθηκε πρῶτα νοητῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔπειτα πραγματικῶς, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ὅταν ἀπομακρύνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔπειτα εἶναι ζήτημα χρόνου νὰ προσχωρήση σὲ ἄλλη χριστιανικὴ-αἱρετικὴ παράδοση.
. Ὁ Βαρλαὰμ ἦταν ἕνας οὐνίτης μοναχὸς ποὺ ἦλθε στὴν ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία χωρὶς νὰ γνωρίζη τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ἀφοῦ γνώριζε τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀντέδρασε ὀξύτατα μόλις πληροφορήθηκε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον προσεύχονταν οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντόπισε ἀμέσως αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ μάλιστα ἑρμήνευσε καὶ τὸ πῶς ξεκίνησε καὶ πῶς τελείωσε τὴν ζωή του ὁ Βαρλαάμ.
. Ἀναιρώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὶς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ὑποστήριζε ὅτι ἡ τελειότης ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν γνώση τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων καὶ τῆς φιλοσοφίας, γράφει ὅτι θὰ προσπαθήση νὰ ἐκθέση «τὴν αἰτίαν τῆς νόσου» καὶ νὰ συνθέση «τὸ φάρμακον σὺν Θεῷ». Ἐκφράζει δὲ τὸν πόνο του γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια τοῦ Βαρλαάμ, γράφοντας: «Τί γὰρ οὐκ ἂν πάθοι τὴν ψυχήν, οὕτω καλὸν μέλος τῆς Ἐκκλησίας νοητῶς ὁρῶν ταύτης ἀπορρηγνύμενον;». Μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ «καλὸν μέλος τῆς Ἐκκλησίας» ὁ ἁγιορείτης Ἅγιος ἐπιδιώκει νὰ διατηρήση μερικὲς γέφυρες μὲ τὸν Βαρλαάμ, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθῆ τελείως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Πάντως, ἐπισημαίνει ὅτι ἤδη ὁ Βαρλαὰμ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «νοητῶς», διότι δὲν δέχεται τὴν διδασκαλία της, ἀφοῦ ὑποτιμᾶ τὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν ἐξαίροντας τὴν διδασκαλία τῶν φιλοσόφων.
. Ὅμως, πιὸ κάτω ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Βαρλαὰμ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κτιστὴ –προφανῶς ἐδῶ κρύπτεται ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τῶν Λατίνων περὶ actus purus– γράφει ὅτι μὲ αὐτὸ ὁ Βαρλαὰμ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση «δολίως» καὶ «βιαίως» στὸ φρόνημα τῶν Λατίνων. «Τοῖς ὁμοφύλοις Λατίνοις ᾗ δυνάμεως ἔχει χαρίζεται, πρὸς τὸ ἐκείνων φρόνημα δολίως ἅμα καὶ βιαίως ἡμᾶς ὑφελκόμενος».
. Στὴν συνέχεια γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Βαρλαὰμ τελικὰ προσχώρησε στὸν Πάπα, τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δώση τὶς σωτήριες εὐχές, ἀσπάσθηκε μὲ ἡδονὴ καὶ σεβασμὸ τὸ γόνατό του, ἀπέθεσε τὴν κεφαλή του στὰ χέρια τοῦ Πάπα καὶ δέχθηκε «τὴν ἐκεῖθεν σφραγίδα χαίρων».
. Ἐπισημαίνει ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ ὅλη παρουσία τοῦ Βαρλαὰμ στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἦταν μιὰ σκηνοθεσία, ἀφοῦ διακωμώδησε καὶ περιέπαιξε τὰ ἰδικά μας. Μάλιστα, ὅπως γράφει, δὲν δέχθηκε κανέναν ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, κανεὶς δὲν τὸν εἶδε νὰ κοινωνῆ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, οὔτε δέχθηκε μοναχικὴ κουρά, κατὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔτσι ἦταν «αὐτόπλαστος μοναχὸς» καὶ «ἐπίπλαστος».
. Τὸ σημαντικὸ ἐδῶ εἶναι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι πρῶτα ἀποχωρεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «νοητῶς», ἀφοῦ δὲν ἀποδέχεται ὅλα τὰ δόγματα καὶ τὶς παραδόσεις της, ἔπειτα προσπαθεῖ «δολίως» καὶ «βιαίως» νὰ κάνη τοὺς ὀρθοδόξους νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς λατινικὲς παραδόσεις καὶ ἀκόμη ἀποδέχεται ἢ ἐπιδιώκει νὰ δεχθῆ τὶς «εὐχὲς» τοῦ Πάπα, ὁπότε καὶ προσχωρεῖ ὁλοκληρωτικῶς στὴν αἵρεση. Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τῶν βαρλααμιστῶν καὶ τῶν βαρλααμιζόντων, ἀφοῦ πρῶτα ἀλλοιώνονται ὡς πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἔπειτα συμφύρονται λατρευτικῶς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ στὴν συνέχεια ἐπέρχεται ἡ τελικὴ προσχώρηση στὴν δική τους παράταξη.
ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -2 «Οἱ βαρλααμιστὲς καὶ οἱ βαρλααμίζοντες ὄχι μόνον ἀγνοοῦν ἐμπειρικῶς αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἀγγελικὴ λειτουργία, ἀλλὰ τὴν ἀρνοῦνται, τὴν ὑποτιμοῦν καὶ τὴν εἰρωνεύονται. Ταυτίζουν ἀπόλυτα τὴν λατρεία μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχές, τὶς ὁποῖες θέλουν νὰ κατανοοῦν λογικά, γιατί διαφορετικὰ δὲν αἰσθάνονται ὅτι προσεύχονται».. (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 15 Ὀκτώβριος 2014
Βαρλααμισμὸς [Β´]
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»,
Σεπτέμβριος 2014 -Τεῦχος 218
Μέρος Α´: ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -1 «Οἱ βαρλααμιστὲς ἐπιτίθενται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν συμφωνοῦν μαζί τους μὲ πολλοὺς τρόπους, μιμούμενοι “τὸ πολυέλικτον καὶ δολερὸν τοῦ ὄφεως”, χρησιμοποιώντας πολλὲς στροφὲς καὶ πλοκὲς λόγων». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
γ) Σημαντικὲς βαρλααμικὲς ἀπόψεις
. Διαβάζοντας κανεὶς τὴν θεολογικὴ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Βαρλαὰμ βλέπει καὶ μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὴν ὁμοιότητα ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ διαφόρων συγχρόνων θεολόγων καὶ τοῦ Βαρλαάμ.
. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντικρούοντας τὸν Βαρλαὰμ τοῦ ἀποδίδει πολλοὺς χαρακτηρισμούς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι «αὐτόπλαστος μοναχός», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔγινε μοναχὸς ὕστερα ἀπὸ νόμιμη ἄθληση σὲ κάποιον Πνευματικὸ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθη τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ὅλες τὶς ἀπόψεις του, οἱ ὁποῖες διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Θὰ ὑποδειχθοῦν μερικὰ σημαντικὰ σημεῖα.
. Πρῶτον, ὁ Βαρλαὰμ ὄχι μόνον δὲν γνώριζε ἐπακριβῶς τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, ἀλλὰ ἦταν ἀντίθετος μὲ τὴν ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως τὴν βίωναν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ σύγχρονοί του μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γι᾽ αὐτὸ στρεφόταν ἐναντίον τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἰδιαιτέρως ἐναντίον τοῦ ὁμολογητοῦ Νικηφόρου, ποὺ ἦταν διδάσκαλος τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπερασπιζόταν τὴν ἱερὰ ἡσυχία, τὴν ὁποία γνώρισε στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν παρέλαβε ἀπὸ τοὺς Πνευματικούς του Πατέρες καὶ ἀσκητὲς καὶ τὴν ἀσκοῦσε στὴν προσωπική του ζωή. Ὅλο τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου του «Τρεῖς Τριάδες» ἀναφέρεται στὸν ἱερὸ ἡσυχασμό, γι᾽ αὐτὸ καὶ τιτλοφορεῖται «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων». Ἡ ἱερὰ ἡσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση, ὅπως ἀναλύεται διεξοδικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά. Ἡ πλήρης ἀποδοχὴ τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι τῶν θεωριῶν τῶν φιλοσόφων, ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ὁποῖο μετέχει τῆς θείας Χάριτος, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, ἡ θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητος, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ.
. Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Νικηφόρο τὸν Μονάζοντα λέγει ὅτι μετὰ τὴν καταδίκη τῆς κακοδοξίας τῶν Ἰταλῶν (Παπικῶν) προσῆλθε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ δέχθηκε πλήρως τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωή της. Προσῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ εἶναι τὸ μεθόριον «κόσμου καὶ τῶν ὑπερκοσμίων», «τῆς ἀρετῆς ἑστία», καὶ ὑποτάχθηκε στοὺς ἐγκρίτους Πατέρες. Ἀφοῦ γιὰ πολὺ χρόνο ἔδωσε σὲ ἐκείνους τὴν πείρα τῆς ταπεινώσεώς του, παρέλαβε ἀπὸ αὐτοὺς ὡς ἀντάλλαγμα «τῆς τῶν τεχνῶν εἰρήνης, δηλαδὴ τῆς ἡσυχίας τὴν πείραν». Ἐδῶ ἡ ἡσυχία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς «τέχνη τῆς εἰρήνης», γιατί μὲ τὴν μέθοδο αὐτὴ εἰρηνεύει ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν, τῆς φαντασίας καὶ τῶν παθῶν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἡσυχία μανθάνεται ἢ μᾶλλον μυσταγωγεῖται ἀπὸ πεπειραμένους Πατέρες σὲ ἐκείνους ποὺ μαθητεύουν μακροχρονίως σὲ αὐτούς.
. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, κατὰ τὸν Βαρλαάμ, δὲν εἶναι ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκαναν οἱ ἡσυχαστές, ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζη κανεὶς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ πράξη καὶ νὰ περατώση κάτι ἂν δὲν θέλη ὁ Θεός. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ ἀφηρημένη πίστη στὸν Θεό, τὴν ὕπαρξή Του καὶ τὴν παρουσία Του.
. Ἔτσι, ὁ ὅσιος Νικηφόρος ἀπέκτησε τὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ ἔγινε «ἀρχηγὸς» ἐκείνων ποὺη ἀγωνίζονται στὸν κατὰ διάνοια κόσμο, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ ἴδιος συνέλεξε πολλὰ πατερικὰ χωρία τῶν νηπτικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι καθορίζουν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν ἔκβασή τους. Μάλιστα ἐπειδὴ πολλοὶ ἀρχάριοι δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν «τὴν ἀστασίαν τοῦ νοῦ» οὔτε κὰν μετρίως, προέτεινε τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συστείλουν μετρίως «τὸ πολυπόρευτον καὶ φαντασιῶδες αὐτοῦ», δηλαδὴ τὶς ψυχοτεχνικὲς μεθόδους.
. Οἱ διὰ μέσου τῶν αἰώνων βαρλααμιστὲς καὶ βαρλααμίζοντες δὲν ἀποδέχονται στὴν πράξη τὸν ἡσυχασμό, τὴν ἱερὰ μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, γιατί προφανῶς διακρίνονται ἀπὸ τὶς φιλοσοφικὲς ἀρχές, δίνουν μεγάλη σημασία στὶς λογικὲς ἀναλύσεις καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς συλλογισμοὺς καὶ στοχασμούς. Ὄχι μόνον δὲν ἀποδέχονται τὸν ἱερὸ ἡσυχασμό, ἀλλὰ καὶ ἀρνοῦνται ὅλην αὐτὴν τὴν μέθοδο, πολλὲς φορὲς εἰρωνεύονται αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐξασκοῦν. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διακυβεύεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ φιλόσοφος Βαρλαάμ, ὅπως λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χρησιμοποίησε τὴν «φαντασιώδη πολύνοιά» του ὡσὰν πῦρ ποὺ κατακαίει κάθε ἀντίθετο. Τὸ ἴδιο πράττουν καὶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἐναντίον τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, μὲ τὴν «φαντασιώδη πολύνοιά» τους, μὲ τὶς γνώσεις τους, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς λογικῆς καὶ τῆς φαντασίας τους.
. Δεύτερον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαὰμ δὲν συντονίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση στὸ θέμα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
. Ἡ ἱερὰ ἡσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, διότι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀσκεῖται ἡ ἱερὰ ἡσυχία, καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις, κυρίως ἡ καρδιά, δηλαδὴ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀπελευθερώνεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσή του στὶς αἰσθήσεις, τὴν λογική, τὰ πάθη καὶ τὸ περιβάλλον, καὶ στὴν συνέχεια προσεύχεται καθαρῶς καὶ ἀθολώτως στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἔτσι γίνεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ περὶ τῆς ὁποίας κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. ε´, 17).
. Ὁ Βαρλαὰμ δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθῆ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλὰ τὴν ἑρμήνευε ἐντελῶς ἐπιφανειακά, ἐξωτερικά, στοχαστικά. Ἰσχυριζόταν ὅτι τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» δὲν δηλώνει τὸ «ἐνεργεῖν τὴν προσευχήν, ἀλλὰ τὸ τὴν ἕξιν ἔχειν αὐτῆς». Δηλαδή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, κατὰ τὸν Βαρλαάμ, δὲν εἶναι ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκαναν οἱ ἡσυχαστές, ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζη κανεὶς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ πράξη καὶ νὰ περατώση κάτι ἂν δὲν θέλη ὁ Θεός. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ ἀφηρημένη πίστη στὸν Θεό, τὴν ὕπαρξή Του καὶ τὴν παρουσία Του.
. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντικρούει μιὰ τέτοια ἑρμηνεία γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀφοῦ μάλιστα, ὅπως γράφει, ὁ Βαρλαὰμ εἶναι ἕνας φιλόσοφος «ἀδιαλείπτως καὶ μηδέποτε προσευχόμενος». Ὁ Βαρλαὰμ δὲν γνώριζε οὔτε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ οὔτε τὴν «ἐκ διαλειμμάτων», δηλαδὴ τὴν διακεκομμένη, τὴν κατὰ καιροὺς προσευχή. Μιᾶς τέτοιας ὅμως προσευχῆς, ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ὁ Βαρλαάμ, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, δὲν εἶναι ἀμέτοχος οὔτε καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι δὲν εἶχε ἐξουσία οὔτε στοὺς χοίρους, ἂν δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός.
. Στὴν συνέχεια ὁ ἡσυχαστὴς Ἅγιος κάνει μιὰ περίφημη ἀνάλυση γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔχω ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι στὸ σημεῖο αὐτό, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα παρόμοια σημεῖα, ὁ Ἅγιος ἐκφράζει ἔντονα τὴν δική του προσωπικὴ πείρα. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι μιὰ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Βαρλαάμ. Καὶ οἱ δύο χρησιμοποιοῦσαν πατερικὰ χωρία, ἀλλὰ ὁ μὲν Βαρλαὰμ τὰ ἑρμήνευε φιλοσοφικὰ-στοχαστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὰ παρερμήνευε, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὰ ἑρμήνευε μέσα ἀπὸ τὴν δική του προσωπικὴ πείρα. Τὸ χωρίο αὐτὸ περὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς εἶναι σημαντικότατο, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ θὰ παραθέσω μόνο τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενό του.
. Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι μιλώντας γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, στὴν πραγματικότητα ἐννοοῦμε ὅτι πρόκειται περὶ ἑνὸς «μυστικοῦ καὶ ἀπορρήτου πνευματικοῦ δώρου» τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο καταξιώνονται νὰ λάβουν ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς κατέλαβε ὁ θεῖος ἔρως νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Κύριο τοῦ παντός, οἱ ὁποῖοι μένουν χωρὶς τροφὴ καὶ πνοὴ κατὰ τὴν προσευχή, ἐπιστρέφουν τὸν νοῦ στὸν ἑαυτό τους καὶ ἑνώνονται μὲ τὸν Θεό. Ἔπειτα, αὐτὸ τὸ πνευματικὸ δῶρο τῆς προσευχῆς, ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, ἄλλοτε ἑλκύει «τὸν κατηξιωμένον νοῦν» πρὸς τὴν ἄρρητη ἕνωση καὶ ἀπὸ αὐτὸ πηγάζει ἡ ἱερὰ εὐφροσύνη, καὶ ἄλλοτε ἐνῶ ὁ νοῦς ἀνυψώνεται πρὸς τὸν Θεό, ὑπηχεῖ μέσα σὲ αὐτὸν ὠδήν, ὡσὰν μουσική. Δηλαδή, στὸν νοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν καρδιὰ καὶ ὑψώνεται πρὸς τὸν Θεὸ γίνεται μιὰ λατρεία νοερά. Καὶ ὅσοι ἔγιναν μέτοχοι αὐτῆς τῆς ἀεικινήτου καὶ ἀκαμάτου Χάριτος, ἔχουν ἀδιάλειπτη ἐρριζωμένη στὴν ψυχὴ τὴν προσευχή, ἐνῶ ἀσκοῦν τὰ ἀναγκαῖα καθημερινὰ ἔργα, γίνεται δὲ αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀκόμη καὶ ὅταν κοιμοῦνται. Καὶ γιὰ τεκμηρίωση αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας περὶ ἀδιαλείπτου προσευχῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσκομίζει τὶς σχετικὲς ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες.
. Ἔτσι, ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ δὲν εἶναι μιὰ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλὰ μιὰ διαρκὴς ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ προσευχές, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἑφ. ε´, 18-19).
. Αὐτὴν τὴν νοερὰ προευχὴ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τὴν ἀποκαλεῖ «λογικήν, μᾶλλον δὲ πνευματικὴν ἠμῶν λατρείαν», ποὺ γίνεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν τιμοῦν καὶ εἶναι ἀφοσιωμένοι σὲ αὐτὴν «μεθ᾽ ἡσυχίας ἀπεριμερίμνως διὰ βίου» καὶ βοηθοῦν τοὺς ἀρχαρίους νὰ συμμετέχουν στὴν «ἀγγελικὴν καὶ ὑπερκόσμιον λειτουργίαν». Ἑπομένως, ἡ νοερὰ προσευχή, ποὺ γίνεται μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας εἶναι «πνευματικὴ λατρεία», ποὺ συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ «τὴν ἀγγελικὴν καὶ ὑπερκόσμιον λειτουργίαν».
. Οἱ βαρλααμιστὲς καὶ οἱ βαρλααμίζοντες ὄχι μόνον ἀγνοοῦν ἐμπειρικῶς αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἀγγελικὴ λειτουργία, ἀλλὰ τὴν ἀρνοῦνται, τὴν ὑποτιμοῦν καὶ τὴν εἰρωνεύονται. Ταυτίζουν ἀπόλυτα τὴν λατρεία μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχές, τὶς ὁποῖες θέλουν νὰ κατανοοῦν λογικά, γιατί διαφορετικὰ δὲν αἰσθάνονται ὅτι προσεύχονται. Μὲ ἄλλα λόγια στηρίζονται μόνον στὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀπολυτοποιοῦν. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι ὅτι ἂν ἔτσι σκέπτονται καὶ ἔτσι ἐπιθυμοῦν νὰ προσεύχωνται, τότε πῶς θὰ μάθουν τὴν ὑπερκόσμια λειτουργία καὶ πῶς θὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτὴν μετὰ τὸν θάνατό τους, ἀφοῦ τὴν ἀγνοοῦν καὶ τὴν πολεμοῦν;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -3 «Ἡ πορεία τῶν βαρλααμιστῶν καὶ τῶν βαρλααμιζόντων: πρῶτα ἀλλοιώνονται ὡς πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἔπειτα συμφύρονται λατρευτικῶς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ στὴν συνέχεια ἐπέρχεται ἡ τελικὴ προσχώρηση στὴν δική τους παράταξη». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΜΟΣ -1 «Οἱ βαρλααμιστὲς ἐπιτίθενται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν συμφωνοῦν μαζί τους μὲ πολλοὺς τρόπους, μιμούμενοι “τὸ πολυέλικτον καὶ δολερὸν τοῦ ὄφεως”, χρησιμοποιώντας πολλὲς στροφὲς καὶ πλοκὲς λόγων». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 11 Ὀκτώβριος 2014