ΜΕΡΑ ΛΑΜΠΡΗ, ΜΕΡΑ ΟΛΟ ΦΩΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ Uncategorized στὶς 19 Ἀπρίλιος 2023
Μέρα λαμπρή, μέρα ὅλο φῶς
Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
. Οἱ Ἕλληνες, γιὰ μίαν ἀκόμη χρονιά, γιορτάσαμε μὲ λαμπρότητα τὸ Πάσχα. Τὴ γιορτὴ αὐτὴ τὴ νιώθουμε ὡς «ἑορτῶν ἑορτὴ» καὶ «πανήγυρη τῶν πανηγύρεων». Τὴν τιμᾶμε ὡς ἡμέρα Λαμπρή, τὴ μόνη μεταξὺ τῶν 365 ἢ 366 ἡμερῶν τοῦ ἔτους. Αἰσθανόμαστε ὅτι εἶναι ἡμέρα χαρᾶς, πλημμυρισμένη ἀπὸ τὸ πνευματικὸ Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
. Τὸ Φῶς αὐτὸ προβάλλει τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἡ Ἐκκλησία. «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς» μᾶς καλεῖ ὁ ἱερέας καὶ οἱ ψάλτες ἐνισχύουν τὸν πανηγυρικὸ τόνο: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως, Χριστὸν ἑξαστράπτοντα».
. Ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες μας πιὸ κοντὰ στὸν πνευματικὸ καὶ θριαμβευτικὸ χαρακτήρα τῆς Λαμπρῆς εἶναι ὁ Διονύσιος Σολωμός. Αὐτὸ γιατί ὅπως γράφει ὁ φίλος του Νικόλας Μάντζαρος, ποὺ μελοποίησε τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο, «μὲ τρεῖς ἀγάπες τροφοδοτεῖ συνεχῶς τὴν ψυχή του: μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ διπλανοῦ του καὶ κάθε χριστιανικῆς ἀρετῆς». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ Μάντζαρος: «Ὅσο περισσότερο ψηλώνει στὴ δημιουργία του, τόσο πιὸ πολὺ αἰσθάνεται μυστικὰ τὰ τρία πρῶτα συστατικά τοῦ ἐνστίκτου του: ἁγνότητα, ταπεινότητα καὶ γαλήνη».
. Ὁ Λίνος Πολίτης στὸ περισπούδαστο ἔργο του «Γύρω στὸν Σολωμὸ» (ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 1995) ἀναφέρεται διὰ μακρῶν στὴ θρησκευτικότητα τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ. Στὸ τραγούδι του «Εἰς μοναχὴν» ἐκφράζει τὴν ὑπερκόσμια χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως διὰ τῶν ἀγγέλων: «Χριστὸς Ἀνέστη ἐψάλλανε μὲ τὰ χρυσά τους χείλη, Χριστὸς Ἀνέστη, ἐκάνανε κι ἀστράφτανε σὰν ἥλιοι…». Καὶ στὸ ἀπόσπασμα τοῦ «Λάμπρου» γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς γράφει: «Χριστὸς Ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες, ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστεῖτε. Μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχθῆτε. Ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθεῖτε…».
. Ὁ ἐκ τῶν διαπρεπεστέρων θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰώνα Γεώργιος Φλωρόφσκι στὸ βιβλίο του «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας» (Ἔκδ. «Ἄρτος Ζωῆς», Ἀθῆναι 1973) ἐξηγεῖ θεολογικὰ τὴ λαμπρότητα τῆς ἡμέρας: «Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ», σημειώνει, «ἦταν νίκη ὄχι μόνο ἐπάνω στὸν δικό Του θάνατο, ἀλλὰ γενικὰ πάνω στὸ θάνατο, ὅπως γράφεται καὶ στὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα: “Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν”. Στὴν Ἀνάστασί Του ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα συνανίσταται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ “τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐνδύεται ἀφθαρσίαν” (Ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς του Πάσχα)».
. Τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα ποὺ ἔχει ὁ κάθε τόπος γιὰ τὸ Πάσχα εἶναι ἰσχυρότατα. Μεταδίδονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ δείχνουν τὴ συνέχειά μας. Θέλει πάντως προσοχὴ νὰ μὴν καταντήσουν στεῖρο φολκλόρ. Ὅπως ἔγραψε ὁ Παναγιώτης Δρακόπουλος: «Ὡς ζωὴ καὶ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἐνθουσιώδη ἀναστροφὴ ποὺ τραβᾶμε στὸ τσαρούχι χορεύοντας τσάμικο. Μιλᾶμε γιὰ ζωὴ καὶ δημιουργία μέσα σὲ μίαν ἀτμόσφαιρα πυρακτωμένη καὶ γεμάτη δηλητηριώδεις ἀναθυμιάσεις ἀπὸ τὸ καμίνι ὅπου θὰ δοκιμασθοῦν ὅλοι οἱ πολιτισμοί, οἱ παραδόσεις, οἱ κληρονομιὲς καὶ οἱ ἰδιοπροσωπίες». Χριστὸς Ἀνέστη.-
«ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΛΥΠΗ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΟΥ ΛΕΙΠΕΙ» (Δ. Νατσιός)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΕΘΝΙΚΑ στὶς 17 Ἀπρίλιος 2023
«Ὅταν ἔχεις λύπη ὁ Χριστὸς σοῦ λείπει»
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
. «Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστό μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἔθιμα…. Ἂν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σοῦ μνησθῶ». (Παπαδιαμάντης).
. «Τὸ μοσκοβόλημα ποὺ βγάζουνε τὰ ἄνθη καὶ τὰ βότανα, τὸ κελαήδισμα τῶν πουλιῶν, τὸ λεπτὸ τ’ ἀγέρι ποὺ σαλεύει χλωρὰ κλαριά, τ’ ἀλαφρὸ κύμα ποὺ γλυκομουρμουρίζει στὴν ἀκρογιαλιά, στοὺς κάβους, στὰ νησιά, στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, ὅλα τὰ νιώθεις νὰ πανηγυρίζουνε μαζὶ μὲ τὰ μακάρια πνεύματα τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ». (Κόντογλου).
. Κόντογλου καὶ Παπαδιαμάντης: ἀπὸ τὶς πιὸ ἔντιμες καὶ ἁγνὲς μορφὲς τῶν γραμμάτων μας. «Ζωγραφοῦν» σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ «μετ’ ἔρωτος», τὴν γνησιότητα, ξεσκεπάζουν τὸ κίβδηλο, τὸ ψεύτικο, τοὺς «χαλασοχώρηδες». Ἐπιμένουν καὶ οἱ δύο στὴν τήρηση τῆς παράδοσης, ὄχι ὡς στείρα τυπολατρία καὶ ἀναιμικὴ μίμηση, ἀλλὰ ὡς πηγὴ ζῶσα ποὺ ἀρδεύει ἀδιαλείπτως «τὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας».
. Ὁ Κόντογλου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔστρεψε ξανὰ τὴν ἁγιογραφία στὴν βυζαντινὴ παράδοση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει «δεῖξε μου τὶς εἰκόνες ποὺ προσκυνᾶς γιὰ νὰ σοῦ πῶ τί πίστη ἔχεις». Μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κόντογλου εἶχε ἐπικρατήσει στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς ἡ δυτική, ἡ κοσμική, ἡ σαρκικὴ νοοτροπία, μὲ τὶς καταστολισμένες, γλυκανάλατες Μαντόνες, οἱ ὁποῖες κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ ξανθοὺς μπέμπηδες, ποὺ παριστάνουν τὸ «θεῖο βρέφος». Ὅμως, ὅπως λέει ὁ Κόντογλου, οἱ βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι ζωγραφίζουν μὲ ταπείνωση, χωρὶς περιττὰ ψιμύθια καὶ στολίδια, δίχως καμμιὰ φιλοδοξία νὰ ξαφνιάσουνε καὶ νὰ κάνουν ἐντύπωση, ζωγραφίζανε σὰν νὰ προσεύχονται. Στὰ χρόνια, διηγεῖται, τῆς βασιλείας τοῦΛέοντος τοῦ Σοφοῦ κάποιος ζωγράφος θέλησε νὰ ἱστορήσει τὸν Σωτήρα Χριστό, ὥστε νὰ μοιάζει μὲ τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα καὶ ἀμέσως παρέλυσε, «ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ».
. Γιὰ τὴν βυζαντινὴ μουσική, σφοδρὸς ἐπικριτὴς τῶν καινοτομιῶν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης. Γινόταν θηρίο, ἂν μάθαινε πὼς κάποιος ἱερέας ἢ ψάλτης μετέφραζε τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν «δημοτικιά». «Ὁ πόθος τῆς ἐπιδείξεως, ἡ μανία τῆς καινοτομίας, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς» ὁδηγοῦν μερικοὺς σὲ ἐκσυγχρονιστικὲς θεωρίες. Τὸ «ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος» πῶς θὰ ἀποδοθεῖ: «θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίσει πνεῦμα καὶ θὰ βγάλω λόγο;». Τὰ τροπάρια, τονίζει, γίνονται νεκρὰ μέχρι νεκροφανείας. «Ποιός Ἕλληνας», γράφει ὁ Κόντογλου, «θὰ νιώσει κατάνυξη ἀπὸ τὰ μουσικὰ αὐτὰ μασκαριλίκια καὶ πῶς θὰ κάνει τὴν προσευχή του ἀκούγοντας τὰ λόγια τῶν ἁγίων μελωδῶν νὰ ἀλλοιώνονται καὶ νὰ γελοιοποιοῦνται ἀπὸ τὰ στόματα ψευτονεωτεριστῶν;». Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας, κάτι ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἐντονότατα στὶς μέρες μας.
. Ὁ Σπύρος Μελᾶς στὸν «Πρόλογο» τῶν «Ἁπάντων», ἀπὸ τὸν Γ. Βαλέτα (τόμ. Α´, σελ. 18) παρατηρεῖ: «Εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ Ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος». Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε καὶ σημαίνει πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος ἐναντίον αὐτῶν ποὺ συκοφαντοῦσαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴν θρησκευτική της ἔκφραση. Στὸ περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1893 στὴν «Ἀκρόπολη», γράφει τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι’ αὐτοὺς ποῦ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ – ἑορταστικὰ διηγήματα: «Μὴ θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ! Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατευθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων….».καὶ οἱ δύο γέροντες Δάσκαλοι τοῦ Γένους, δίδαξαν μὲ τὸν ἀπαράμιλλο τρόπο τους τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἀνορθωθεῖ ὁ τόπος.
. Σὲ συνθῆκες πολλαπλῆς κρίσης (οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς, πνευματικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς) ποὺ διάγει ἡ χώρα μας ἡ μόνη δυνατότητα ἐπιβίωσής μας θὰ ἦταν ἡ ἐπιστροφὴ στὴν Παράδοσης τῆς τρισεύγενης Ρωμιοσύνης καὶ ἡ σύνδεσή της μὲ τὶς τρομερὲς προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζουμε. Δύο παράγοντες, ριζιμιὰ λιθάρια, πρέπει νὰ ξαναβροῦν τὸν κυριολεκτικὰ ἐθνοσωτήριο στόχο τους: Ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ σχολεῖο. Γιὰ τὴν παιδεία ποὺ διακονῶ ἐδῶ καὶ 33 χρόνια…
. Μία παιδεία ἀναστάσιμη θέλουμε, παιδεία χαρᾶς καὶ χάριτος.
. Αὐτὸ θὰ σήμαινε ἀναμόρφωση τῶν ἀναλυτικῶν προγραμμάτων ἔτσι ὥστε, μὲ κοπιαστικὴ μελέτη καὶ σπουδή, ὁ μαθητὴς νὰ μαθαίνει νὰ γράφει, νὰ διαβάζει, νὰ ὑπολογίζει καὶ νὰ ἐκφράζεται σωστά, νὰ γνωρίσει τὶς βασικὲς πτυχὲς τῆς Ἱστορίας, τοῦ Πολιτισμοῦ καὶ τῆς Πίστεώς μας καὶ τῆς Γλώσσας μας. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει δασκάλους-παιδαγωγοὺς ποὺ πιστεύουν βαθιὰ στὴν παιδευτικὴ ἀξία τοῦ μαθήματος, τὸ ὁποῖο καὶ θέλουν νὰ τὸ μεταδώσουν στοὺς μαθητές τους. Ὁ δάσκαλος καὶ ἐν γένει ὁ ἐκπαιδευτικὸς θὰ πρέπει νὰ γίνει, μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του, ἡ χαμένη «αὐθεντία» καὶ τὸ κοινωνικὸ πρότυπο, ὁ Ρωμιός, ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλληνας, ποὺ χαιρετᾶ τοὺς μαθητὲς τοῦ κάθε πρωί, γιὰ 40 ἡμέρες, ὣς τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ κοσμοχαρμόσυνο μήνυμα: Χριστὸς ἀνέστη. Δὲν ντρέπεται νὰ παρουσιάζει Αὐτὸν ποὺ τόσο πολὺ ἔχουν ἀνάγκη τὰ νέα παιδιά. (Ὅταν ἔχεις λύπη, ὁ Χριστός σοῦ λείπει, ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος). Νὰ ἀκουστοῦν στὶς σχολικὲς αἴθουσες καὶ πάλι πρωὶ- πρωὶ τὰ «γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε» καὶ ὄχι νεοταξικὰ εὐφυολογήματα τοῦ τύπου «πρῶτα ὁ μαθητής», «τὸ νέο σχολεῖο ποὺ μαθαίνει στὸν μαθητὴ νὰ μαθαίνει» ἢ τὰ τελευταίας κοπῆς «ἐργαστήρια δεξιοτήτων», ποὺ μόνο ἄγχος γεμίζουν τὸν δάσκαλο, καρυκεύματα ἐν πολλοῖς δηλητηρίων. Αὐτὲς οἱ κενὲς περιεχομένου προτάσεις δῆθεν ἐλευθεριότητας καὶ ψευτοπροοδευτικότητας ὁδηγοῦν στὴ γενίκευση τῆς ἀμάθειας, στὴν ἀπόκτηση περιστασιακῶν, κατακερματισμένων, ἄχρηστων πολλὲς φορές, γνώσεων –πληροφοριῶν, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ συνδεθοῦν μεταξύ τους. Νὰ στραφοῦμε ἐπιτέλους στοὺς δικούς μας, στὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Γένους, ποὺ χωρὶς πτωχοαλαζονεῖες καὶ μωρὲς ἐπιδείξεις κηρύσσουν καὶ διδάσκουν: «Ὅλες οἱ πίστεις εἶναι ψεύτικες… μόνο η πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα. Νὰ εὐφραίνεσθε ὅπου εἶσθε Χριστιανοί». (Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός). Χριστὸς Ἀνέστη!!
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
ΟΙ ΔΙΩΚΤΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ Uncategorized στὶς 17 Ἀπρίλιος 2023
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Οἱ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν
Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
. Γιὰ μίαν ἀκόμη χρονιὰ οἱ Χριστιανοὶ βιώνουν τὰ Πάθη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ καὶπανηγυρίζουν τὴν Ἀνάστασή Του. Παράλληλα ἐνθυμοῦνται τὸ τί ἔχει περάσει ἡ Ἐκκλησία Του στὰ2000 χρόνια ποὺ πέρασαν καὶ τὸ τί περνᾶ καὶ σήμερα. Δύο ἡμέρες πρὸ τῆς παραδόσεώς Του καὶ τοῦΠάθους Του ὁ Χριστὸς στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ἐνημέρωσε τοὺς μαθητές Του καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὸ πῶς θὰ εἶναι ἡ ζωή τους: « Θὰ γίνονται ἢ θὰ προετοιμάζονται πόλεμοι… τὸ ἕναἔθνος θὰ ξεσηκωθεῖ ἐναντίον τοῦ ἄλλου, θὰ ἔρθουν πείνα, ἀρρώστιες καὶ σεισμοί… Τότε θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ βασανιστήρια καὶ θὰ σᾶς σκοτώσουν καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ θὰ σᾶς μισοῦν ἐξ αἰτίας μου…».
. Αὐτὰ θὰ πράξουν οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ὁ Χριστὸς προειδοποιεῖ ὅτι θὰὑπάρξουν καὶ ἐκ τῶν ἔσω κτυπήματα σὲ βάρος Της: «Θὰ ἐμφανιστοῦν πολλοὶ ψευδοπροφῆτες καὶθὰ παραπλανήσουν πολλοὺς καὶ ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θὰ ψυχρανθεῖ».Ἀπὸ τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων ἕως καὶ σήμερα πολλοὶ μεγαλόσχημοι λεγόμενοι Χριστιανοὶ προκαλοῦν μὲ τὴν ἐκκοσμίκευσή τους καὶ μὲ τὶς συμφωνίες – συμβιβασμούς τους μὲ τοὺς κυρίαρχους τῆς Γῆς πλήττουν τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ συσχηματισμὸς (προσαρμογή) τους πρὸς τὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου τούτου θυμίζει κατακριθεῖσες ἀπὸ τὸν Χριστὸ συμπεριφορές.
. Οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν ἄρχισαν μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο καὶσυνεχίζονται ἕως σήμερα. Οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὸν 20ό αἰώνα μοιάζουν σὲ ἀγριότητα μὲ ἐκείνους τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων. Ὁ ἐξυμνηθεὶς ἀπὸ τοὺς κομμουνιστὲς τύραννος τῆς ΕΣΣΔ Ἰωσὴφ Στάλιν ἐκτέλεσε, ἔστειλε στὰ γκουλὰγκ καὶ «θεράπευσε». στὰ ψυχιατρεῖα ἑκατοντάδες χιλιάδες χριστιανῶν – Ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ ἁπλῶν πιστῶν. Χιλιάδες ἐνορίες – ὑπολογίζεται περὶ τὶς 40.000 – κατάργησε, μαζὶ μὲ τὶς βιβλιοθῆκες τους. Μετέτρεψε τοὺς ναοὺς σὲκατοικίες, καταστήματα, αἴθουσες γυμναστικῆς καὶ ἐκδηλώσεων καὶ ἔκλεισε 1000 μοναστήρια ἐξοντώνοντας περὶ τὶς 80.000 μοναχοὺς καὶ μοναχές.
. Πρὸ ἡμερῶν ἦταν ἡ 70ή ἐπέτειος τοῦ θανάτου τοῦ Στάλιν (5 Μαρτίου 1953). Ποιός τὴ θυμήθηκε;… Ὁ τύραννος ξεχάστηκε, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια ἀπάνθρωπων διωγμῶν ἐπανῆλθε ἐνδοξότερη… Τὸ ἴδιο ξεχάστηκαν καὶ οἱ ἄλλοι τύραννοι. Ὁ γείτονας Χότζα καὶ οἱλοιποὶ ἡττήθηκαν ἀπὸ τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ. Ἡ Ἱστορία ἀποδεικνύει πὼς εἶναι ὀδυνηρὸ στοὺς διῶκτες Του νὰ κλωτσᾶνε τὰ καρφιὰ – «σκληρὸν πρὸς κέντρα λακτίζειν». Ὅλοι τους ἔδειξαν τὴνἴδια ἐγωιστικὴ ἀφέλεια μὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν Σταύρωσαν καὶ νόμισαν ὅτι τελείωσαν μαζί Του, μὲτὸν λίθο ποὺ ἔβαλαν στὸν τάφο Του…
. Στὴ Δύση σήμερα ἐπιχειρεῖται μεθοδικὰ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποδυνάμωση τῆς φωνῆς Της, μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ καὶ τὴ συναυτουργία ὑποτιθέμενων Χριστιανῶν. Ὅπλα της ἡ βίαιη –διὰ τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας»– ἐπιβολὴ μίας μηδενιστικῆς καὶ ἡδονιστικῆς ζωῆς. Πλανῶνται πάλι ὅσοι νομίζουν ὅτι ἔχουν τὴ δύναμη νὰ νικήσουν τὸν Χριστό. Γιατί τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἱστορίας. Καλὴ Ἀνάσταση.-
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 10 Ἀπρίλιος 2023
Ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ πάθους στὸν θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως
Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
. Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴν συναντοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φίλους, στὴν ὑπηρεσία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀδελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑπάλληλους πρὸς συναδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι, δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
. Ἂν στὴν θέση τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι, «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος».
. Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει πρόθυμα, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7). Μᾶς ἀπαντάει, ὅμως, μὲ ἕναν δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἀλλὰ ἐρχόμενοι σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ. Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λέπρος Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸν Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴν γῆ μας. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
. Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους. Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
. Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παράσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν θάλασσα.
-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
. Ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
. Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴν φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
. Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸν σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴν φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴν φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴν φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴν φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο.
. Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιον Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πήραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
. Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!
Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ
. Ἐμεῖς, ἂν καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία ἀπέναντί Του, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα, τὴν ὁποία Ἐκεῖνος βδελύσσεται. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας ὁ Θεός μας, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση εὐχαριστίας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς λέγοντας; “Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;” (Λουκ. ιζ´ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ 12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
. «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
. Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα; Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Πραγματοποίησες τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἡσ. νγ´ 4). Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο! Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴν δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι. Καὶ στὴν θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴν σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ. Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸν Θεό.
Τὰ ἄχραντα πάθη
. Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἀγνώμονες ὁ Χριστός μας ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐπώδυνο σταυρὸ μέχρι θανάτου. Αὐτὸν τὸν θάνατο ποὺ δέχεται πυρὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀφοῦ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικές της ἀλήθειες.
. Στὴν ἀπορία τῶν ἀπίστων ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.
* Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια ἢ ἀκόμη καὶ ἀγκίστρια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.
* Σήκωσε τὸ Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.
* Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ἡσ. μγ´ 2), δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [1] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια Ὅταν ἀναφώνησε «Ἠλί, ἠλί, λαμᾶ σαβσχθανί» (Ματθ. κζ´ 46), τουτέστι «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες», μᾶς ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη, ὄχι γιὰ ἁμαρτίες Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, οὔτε γιὰ ἀχαριστία, ἀφοῦ τηροῦσε ἀπόλυτα τὴν Θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε ὅτι εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή Του ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
. Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι, τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» (Ἰωάν, ιθ´ 32.), δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν, ὅμως, οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰωάν. ιθ´33-34). Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β´ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [2] Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸ Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» (Μᾶρκ. ιε´ 44). Καὶ ἄν, ὅμως, δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸ Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του. Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ´ 40). Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
. Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» (Ἰωάν. ιθ´ 39), σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές; Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος
. Οἱ ἄπιστοι θέτουν τὸ ἐρώτημα. Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος; Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές; Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη. Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ´ 25)! Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸ δύσπιστο Θωμᾶ, τὸ διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’ ἅπαξ» (Κορ. ιε´ 6), τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στὸ μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» (Ἰωάν. κ´ 27), καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» (Ἰωάν.κδ´ 42). Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [3] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
. Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» (Ἰωάν. κ´ 5), χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. κ´ 7), δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Πρ. γ´ 1) αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. ιε´ 20).
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Χειμώνας – Ἄνοιξη, Θάνατος-Ἀνάσταση
Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους εὐσεβῶν, τόσο τῆς εὐλογημένης μας Κύπρου, ὅσο καὶ πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων περιοχῶν, ἐπανελάμβανε μὲ ἔμφαση τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α´ Κορ. ι´ 13). Δίνει τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη.
Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχόμαστε τὴν μία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Ἡ ἄνοιξη εἶναι συνέχεια τοῦ χειμώνα καὶ ἡ ἀνάσταση συνέχεια τοῦ θανάτου. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκεῖνος ὁ σπόρος ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει, δὲν παίρνει ζωή, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει (Α´ Κορ. ιε´ 36-37). Πεθαίνει καὶ σαπίζει αὐτὸς μὲ τὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὴν ἄνοιξη, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς νεκρούς, ὅπου τὸ μὲν σῶμα διαλύεται στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη», τὸ δὲ πνεῦμα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεται κατὰ τὸν θάνατο εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται εἶναι ἄφθαρτο. Ὁ Σοφὸς Σολομὼν στὸ περίφημο ᾎσμα ᾈσμάτων θὰ μᾶς πεῖ: Ἦλθε ἡ ἄνοιξη, μάκρυνε ὁ χειμώνας, πέρασε ἡ βροχὴ καὶ πάει. Τὰ λούλουδια φάνηκαν στὴ γῆν. Ἔφθασε ὁ καιρὸς γιὰ τὸ τραγούδι καὶ ἀκούσθηκε τῆς τρυγόνας ἡ φωνή. Οἱ πρῶτοι ὀρνοὶ βγῆκαν στὴν συκιὰ καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ στὸ ἀμπέλι (ᾎσμα ᾈσμάτων β´ 11-13) .
Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο. Τὸν θάνατο τὸν ἐξορκίζουμε καὶ στὸ ἄκουσμά του καὶ μόνο χτυποῦμε ξύλα ἢ φτύνουμε στὸν κόρφο μας.
Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὅλοι μας δὲν ἔχουμε καλλιεργήσει μέσα μας, ὅσο ζοῦμε πρόσκαιρα σὲ αὐτὴ τὴν γῆ, τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασιζόμαστε πάνω στὴν στέρεη πέτρα τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Βλέποντας τὸ σκήνωμα μπροστά μας κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου νὰ κοίτεται ἀσάλευτο καὶ χωρὶς πνοὴ καὶ σαβανώνοντάς το, σαβανώνουμε μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὴν δική μας ἐλπίδα. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία. Πῶς ἐλπίζουμε ὅτι τὸν χειμώνα θὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ δὲν ἐλπίζουμε ὅτι τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση; Γιατί ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»; Εἶναι αὐτὴ ὁμολογία ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη; Ὅταν ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸν σπόρο στὸ φρεσκοαροτριωμένο χωράφι σπέρνει τὴν ἐλπίδα τῆς βλαστήσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ ἀπὸ τὸ σάπισμα τοῦ σπόρου ἀναστάσεως νέου φυτοῦ. Τὸ σάπισμα καὶ ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμὸς τοῦ σπόρου δὲν προβληματίζει τὸν σπορέα ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τὴν προσμονὴ τῆς νέας βλαστήσεως καί τῆς καρποφορίας. ῞Όταν, ὅμως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κληθοῦμε νὰ ἀποθέσουμε στὴν φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τὸν ἄνθρωπό μας, τότε δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐλπιδοφόρα βεβαιότητα τοῦ γεωργοῦ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, ταυτίζεται μέσα μας μὲ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια, χωρίζεται γιὰ ἐμᾶς ἡ ζωὴ στὰ δύο. Καὶ αὐτό, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀφήσει νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἀνοίξεως» καὶ ἡ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καὶ «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας, ὅπως αὐτὴν ὀνομάζει μὲ προβληματισμὸ ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης: «Μήπως ὅτι θαρροῦμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα κι ἀντὶ νἄρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα»; ῎Εχoυμε γίνει οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ καὶ καθόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἀναζωογόνηση τῆς φύσεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´ Κορ. ιε´ 42).
Ἂν θὰ χρειαζόταν νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἐνιαύσιο κύκλο, τὶς τέσσαρες δηλαδὴ ἐποχὲς τοῦ χρόνου, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ θὰ ἐπιλέγαμε τὴν ἄνοιξη ὡς τὴ σημαντικότερη, γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεκινοῦν τὰ πάντα. Κατ’ αὐτὴν ἀνασταίνεται ἡ ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι θαμμένη στὸ χῶμα καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ ζωογόνες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὴν ἀνασταίνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ κατακλύζει μὲ λουλούδια τὴν ὕπαιθρο.
Μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν μόνο σὲ τοῦτον τὸν ἀνθισμένο πλανήτη ὑπάρχει ἄνοιξη, γιατὶ μόνο ἡ γῆ μας διαθέτει τὸ προνόμιο τῆς ζωῆς. Μόνο στὴν γῆ μας ὑπάρχει ἄνοιξη μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἀέρα, τὸν ἀθόρυβο ἦχο τῆς διεργασίας κάθε μορφῆς ζωῆς ποὺ συνεπαίρνει τὴν φύση, τὰ φύτρα τῶν σπόρων ποὺ σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς χειμωνιάτικης νάρκης τους, τὰ μπουμπούκια μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο φούσκωμά τους, ἐρεθισμένα ἀπὸ τὸν ὀργασμὸ τῶν χυμῶν μέσα τους, τὰ πολύχρωμα χαλιὰ τῶν λιβαδιῶν, τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, ποὺ μεθοῦν τὸν ἥλιο καὶ καλοῦν τὶς μέλισσες στὴν φιλόπονη συλλογὴ τοῦ γλυκυτάτου νέκταρος. Ὅλα εἶναι μιὰ χαρά. Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.
Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση τῆς χάρης τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸν αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ ἀνθρώπους τοῦ πολέμου ἢ τῆς εἰρήνης.
Τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ αἰώνιο δράμα τοῦ θανάτου, ποὺ παίρνει κατὰ καιροὺς τόσες ἐναλλακτικὲς μορφές, ἔχει τὴν ἀρχή του «στὴν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. ῾Ο θεόπλαστος ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀνοίξεως τοῦ Παραδείσου, ἔσπασε τὸν ὀμφάλιο λῶρο του ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὸ Ζωοδότη Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ νοιώθει τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα καὶ νὰ ὀσφραίνεται τὴν μυρωδιὰ τοῦ θανάτου. Ἦλθε ὅμως πάλιν ἡ ἄνοιξη μὲ τὸν Χριστό μας, τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὴν μετὰ τὸν θάνατο ἀτελεύτητη ζωή.
῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «Ἄν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ καὶ ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Δὲν ἦταν Αὐτὸς μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ᾿Αλλά, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας καὶ κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτὴ βασίζεται καὶ θεμελιώνεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση μαζὶ μὲ αὐτὴν ὅλων τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).
῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κύριλλος τῶν ῾Ιεροσολύμων, μᾶς μιλοῦν μὲ βεβαία πίστη γιὰ τὴν ἄνοιξη ποὺ πρόκειται νὰ διαδεχθεῖ τὸ χειμωνιάτικο σάπισμα, τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση, τὴν ὁποία θὰ ἐπιφέρει ὁ σωματικὸς θάνατός μας. Θὰ ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. 16, 12). Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ κανείς μας πιὰ δὲν θὰ ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ κατέβα κάτω στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐργάζεται τὴν ἀγγειοπλαστικὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Δές! Ὅταν ἐκείνου τοῦ ἔπεσε τὸ πήλινο δοχεῖο ποὺ ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του ἔσκυψε καὶ μάζεψε πάλι τὸν πηλὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν μορφὴ ποὺ ἐκεῖνος ἤθελε. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: « Ὦ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δὲν μπορῶ νὰ κάνω καὶ ᾿Εγὼ σὲ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτὸς ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατὶ ἐσεῖς εἴσαστε στὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς στὰ χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη ποὺ εὔκολα μεταπλάθεται ἀπὸ αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).
Τὸ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χοϊκοὺς εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, εἶναι Πανάγαθος, εἶναι Παντοδύναμος καὶ καὶ πρωτίστως εἶναι ὁ Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.
῾ Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θὰ συντελεσθεῖ, ὅπως συντελεῖται ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. ῾Η σάλπιγγα τοῦ Ἀγγέλου ὁπωσδήποτε, θὰ ἠχήσει (Ἀποκ. ια´ 15-18).᾿Εκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε ἐργασθεῖ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς βιοτή μας, γιὰ τόν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νὰ μὴ γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλὰ «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46).
Στὴν προεργασία μας αὐτὴ θὰ συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ νήψη καὶ ἡ διαρκὴς ἑτοιμότητά μας, γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια». Γιατὶ ἡ συνεχὴς μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τὴν ψυχὴ καὶ προεκτείνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρὸς τὴν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. γ´ 18). Αὐτὴ ἡ μνήμη ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στὴν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ἂν καὶ «συστενάζει» μὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ «καὶ συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ῥωμ.η´ 22), ἐν τούτοις δέν παύει νὰ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπελευθέρωσή της καὶ τὸ δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».
῾Η μυστικὴ θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ εὐτρεπίσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ «τὴν μεγάλη ὥρα», γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντησή μας μὲ τὸν «Μόνο Ἀγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. γ´ 2). Ἐπιπλέον, ἡ ἀναμονὴ τῆς μετοικήσεώς μας στὴν ἀληθινή, στὴν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ συνάψουμε στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καὶ «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατὶ τόσο οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ προαπελθόντες πατέρες καὶ ἀδελφοί μας ἐπιβλέπουν τὸν ἀγώνα μας καὶ μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μὲ τὶς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς μας.
῾Η μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τοὺς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στὴν διαρκὴ ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ στὴν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καὶ παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μὲ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.
Ὅταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τὴν ἀπειλητικὴ σημασία της καὶ μεταβάλλεται σὲ «θέα τῶν ἀθεάτων», σὲ προέκταση τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ σὲ ἀπαντοχὴ τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας ποὺ θὰ μᾶς φέρει «στὸ μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὑπάρξεώς μας.
῞Οπως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καὶ τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καὶ «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».
῞Ολα στὴν ζωὴ ἑρμηνεύονται μὲ τὴν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νὰ γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καὶ ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καὶ ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καὶ ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικὰ ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ χέρια τοῦ Ἐφετοῦ τῶν καρδιῶν μας, ὡς τελικὴ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ πρὸς ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τὴν Ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα.
῾Ο σωματικὸς θάνατος γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σὲ μιὰ καινούργια ζωή, ζωὴ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν δική Του ἁγία Ἀνάσταση, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ πρόξενος τῆς χαρᾶς τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν μητέρα πατρίδα, στὸν οὐρανό.
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅμως, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀποδημίας πρὸς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀναχώρησή μας. Πρέπει νὰ προετοιμάσουμε τὸ νέο μας ταξίδι, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ θὰ μᾶς ἀνανεώσει, θὰ χρειαστεῖ νὰ προλάβουμε κάποια πράγματα, μὲ πρῶτο καὶ κυριότερο τὴν ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ αὐτονόητα καὶ πεζὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς εἰλικρινοῦς συναυλίσεώς μας μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό μας. Τὴν ἄνοιξη πάντοτε συνοδεύει ἡ Ἀνάσταση. Ἡ πνευματική μας ἄνοιξη σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὴν λαμπροφόρο μας ἀνάσταση. Καὶ εἶναι χειμώνας καὶ θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικό μας τέρμα, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴν ζωή!
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κόσμου. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Αὐτόν!
Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸν θάνατο, οὔτε τὸν ἔννοιωσε φυσικό, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».
Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴν γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ προμηνύει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, εἶναι «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων». Τώρα δὲν διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς καταργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὴν καθαίρεσή του καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου.
Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸν θάνατο ἐκφράσθηκε στὴν μυθολογία τῶν προγόνων μας μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴν γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη, ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ κάποιους ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκαζόταν νὰ μένει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀκτὼ νὰ ἀνεβαίνει στὴν γῆ, τὴν ὁποία τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπὸ τὴν χαρὰ της τὴν ὀμόρφαινε μὲ ἄνθη καὶ πρασινάδες.
Ὁλοκληρωμένη μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἄλκηστή του, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα. Ἐδῶ ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἀδμήτου δέχεται ἀπὸ ἀγάπη πρόθυμα νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν γονέων του νὰ προβοῦν σὲ αὐτὴ τὴν θυσία γιὰ χάρη του. Ὁ θάνατος τῆς Ἄλκηστης, ἔτσι, παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἀδμήτου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸν Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο, ὅπου παραμένει τρεῖς ἡμέρες ἀμίλητη. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐρυπίδη ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡρακλῆ προτυπώνεται ὁ Χριστός μας ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε «θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Ὁ Ἡρακλῆς νίκησε τὸ Χάροντα καὶ ὁ Χριστός μας τὸν Ἅδη ἀνασταίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία. Ἡ μεγάλη, ὅμως, διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Εὐρυπίδης ὀνειρεύθηκε τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, εἶναι γεγονὸς ποὺ σκορπίζει χαρὰ ἀνοιξιάτικη, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ δὲν διαρκεῖ τρεῖς μόνο μῆνες, ὅσο ἡ ἄνοιξη, ἀλλὰ χαρὰ ἀτελεύτητη, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε καθημερινὰ στὴν ζωή μας τὴν ἀνάσταση, ποὺ σημαίνει νὰ διώξουμε μακρυά μας τοὺς ὁποιουσδήποτε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἔλθουμε σὲ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κίβδηλο καὶ πεπερασμένο. Νὰ ὑπερβοῦμε τὸν φόβο τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου. Νὰ σηκώνουμε θαρρετὰ τὸν σταυρὸ τῶν ἐντόνων ἀγώνων μας. Νὰ μὴν ἔχουμε ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες. Νὰ σπάζουμε τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν αἰχμαλώτους στὸ χθές, στὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἀνάσταση καὶ ἄνοιξη πηγαίνουν μαζί, χέρι μὲ χέρι, καὶ γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση τόσο τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς, ὅσο καὶ τοὺς ψυχικούς. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο, μὲ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ τοὺς κεκοιμημένους οἰκείους καὶ φίλους μας, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ τοὺς συνεῖχε ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
[1] Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.
[2] Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..
[3] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».
«ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ…» (Δ. Νατσιός)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ στὶς 8 Ἀπρίλιος 2023
Γιατί πολυτιμότερο πράγμα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία
δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο…
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
. Δὲν ξυπνάει ὁ Ἕλληνας, δὲν λυτρώνεται ἀπὸ τὸν λήθαργο, ἂν δὲν τοῦ θυμίσεις καὶ τοῦ δείξεις ποιὲς εἶναι οἱ ρίζες του, ἀπὸ ποῦ κρατάει ἡ φύτρα του καὶ ἂν δὲν τοῦ δώσεις νὰ γευτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀθάνατους καρποὺς τοῦ μοναδικοῦ στὸν κόσμο γενεαλογικοῦ του δέντρου. Ρίζα αὐτοῦ τοῦ δέντρου εἶναι ἡ ζωντανή μας πίστη, ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία οἱ ποικιλώνυμοι ἐχθροί της, πάσης μορφῆς καὶ χρώματος, τὴν βλέπουν σὰν ἐμπόδιο. Τὸ βόσκημα τῶν παθῶν, ἡ ἡδονοθηρία, ἡ ἁμαρτία δὲν ἀντέχουν τὸ «ράσο», ποὺ πάντα στάθηκε ὁΚυρηναῖος τοῦ Γένους.
. «Ἂν δώσεις μία ὀδοντογλυφίδα σὲ ἕναν Νεοέλληνα, νὰ καθαρίσει τὰ δόντια του, τότε θὰἀνακαλύψει ψίχουλα ἀπὸ τὰ πρόσφορα ποὺ ἔφαγε καὶ μεγάλωσε κάποτε ἡ οἰκογένειά του», ἔλεγε παλιὸς θυμόσοφος ἐπίσκοπος.
. Καὶ κυρίως τὶς ρίζες ὀφείλει νὰ τὶς προβάλλει τὸ σχολεῖο, αὐτὴ εἶναι ἡ σημαντικότερη ἀποστολή του. Ὑγιὴς ρίζα σημαίνει ὑγιεῖς κλάδοι. Ὅταν ὅμως ἡ παιδεία μετατρέπεται σὲ ἕνα εἶδος πιστωτικῆς κάρτας, καλλιέργεια τῆς ἄμεσης, ἐδῶ καὶ τώρα, ἀπόκτησης αὐτοῦ τοῦ συνήθως εὐτελοῦς, ποὺ ποθοῦμε, φτάνει κάποτε καὶ ἡ ὥρα τῆς πληρωμῆς, ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπὸ δάκρυα μεταμέλειας γιὰ τὴν ἀφροσύνη μας. Γιὰσυμμορίες νέων ποὺ ὀργανώνονται σὲ σχολικὲς αὐλὲς ἀκοῦμε καὶ διαβάζουμε, φαινόμενο ποὺ παίρνει διαστάσεις ἀπρόβλεπτες καὶ καταστρεπτικές. Διαβάζω στὶς τελευταῖες εἰδήσεις, γιὰ ἐπεισόδιο σὲ σχολεῖο:. «Τὸν περικύκλωσαν, τὸν ἀκινητοποίησαν καὶ χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιδράσει, τύλιξαν γύρω ἀπὸτὸ λαιμό του νῆμα πετονιᾶς, ἀποπειράθηκαν νὰ τὸ τυλίξουν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα, προξενώντας σωματικὲς βλάβες στὴν περιοχὴ τοῦ λαιμοῦ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πράξης γελοῦσαν σὲ βάρος του…».
. Αὺτὲς εἶναι οἱ ἀνατριχιαστικὲς λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν ὑπόθεση νεανικῆς βίας μὲ θύμα 15χρονο μαθητὴ σὲ ἰδιωτικὸ σχολεῖο, ὅπως προκύπτουν μέσα ἀπὸ τὴν δικογραφία που σχημάτισε ἠ Υποδιεύθυνση Προστασίας Ἀνηλίκων τῆς Ἀσφάλειας Ἀττικῆς. Μια φρικτὴ ἱστορία ποὺ συνέβη μέσα σὲ σχολεῖο, μὲ τὸν 15χρονο μαθητή νὰ δέχεται τὸ βασανιστήριο ἀπὸ τὴν παρέα τῶν ἕξι συμμαθητῶν του, ἀνάμεσά τους καὶ ἕνα κορίτσι!
. Ποῦ εἶναι τὸ λάθος ἄραγε; Τίς πταίει γι’ αὐτὰ τὰ ἀνήκουστα κάποτε ἀνομήματα; Ἀπάντηση στὸν περιορισμένο χῶρο ἑνὸς ἄρθρου δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ. Θὰ θίξω μόνο μία παράμετρο τοῦ προβλήματος, μιᾶς καὶ εἴμαστε στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας.
. Νὰ πῶ κάτι ἐκ πείρας. Διδάσκοντας χρόνια τώρα, στοὺς μαθητές μου, τὴν περίοδο πρὸ τῶν διακοπῶν, κείμενα, ὄχι σχολικά, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Πάσχα, παρατήρησα τὴν εὐεργετική τους ἐπίδραση στὰ παιδιά. Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ λογοτεχνικὰ καλούδια τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς συγκινοῦν, εὐωδιάζουν, γαληνεύουν.
“Ἀπ’ ὅ,τι κάλλη ἔχει ἄνθρωπος,
τὰ λόγια ἔχουν τὴ χάρη
νὰ κάμουσι κάθε καρδιὰ
παρηγοριὰ νὰ πάρει
κι ὅπου κατέχει νὰ μιλεῖ
μὲ γνώση καὶ μὲ τρόπο
κάνει καὶ κλαῖσι καὶ γελοῦν
τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπω”. (Ἐρωτόκριτος Ἑνότητα Α´ στίχοι 887-890).
. Ποιά λόγια ὅμως καὶ ποιὰ γράμματα παρηγοροῦν; Καὶ πάλι προσφυγὴ στὸν ἐξαίσιο ποιητικὸλόγο, ποὺ ξεδιαλύνει τὶς σκέψεις καὶ εὐφραίνει μὲ τὴν σαφήνειά του.
”Πρωὶ πρωὶ χαράματα
ἔκοψα ἀπὸ τὸν ἥλιο γράμματα
στὴν γλώσσα ποὺ διαβάζουνε
οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε”, ὁ Ἐλύτης.
. Τά, χαροποιοῦ πένθους, ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου, Σολωμὸς καὶ Παλαμᾶς μὲ τὰ μύρα τῆς πένας τους. “Σήμερα Γιώργη μ’ Πασχαλιά, Γιωργάκη …”, ἡ ἄφθαστη δημοτικὴ ποίηση, ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τοὺς ἀρχαίους του Ρωμιοὺς τῆς Σκιάθου, ποὺ μοσχοβολοῦν σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο, τὰ λαμπρά τῆς Λαμπρῆς κείμενα τῶν παλιῶν ἀναγνωστικῶν, γεμάτο τὸ πατρογονικὸ κελάρι καλούδια, τὰ ὁποῖα δὲν ἀρωματίζουν σήμερα τὶς σχολικὲς αἴθουσες, δὲν φτάνουν στὶς πεινασμένες γιὰ καθάρια, καλοσυνάτη τροφή, ψυχὲς τῶν παιδιῶν. Παιδιὰ ποὺ δὲν σκέφτονται μὲ λέξεις, ἀλλὰ μόνο μὲ εἰκόνες, κινούμενα σχέδια καὶ διαδικτυακὲς λασπωμένες ἐντυπώσεις. Καὶ ὅταν δὲν ἔχεις λέξεις, μοιραία, καταφεύγεις στὴν ἐξαλλοσύνη καὶ τὴν ἀπελπισία, σὲ ἐπιλογὲς καὶ πράξεις βίας, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποφευχθοῦν μόνο μὲ τὸν λόγο. “Πάρε τὴλέξη μου, δῶσε μου τὸ χέρι σου”, θὰ πεῖ ὁ Ἐμπειρίκος. Καὶ τί περνᾶ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι; Μὰ ἡ ἀνθρωπιά…
. Σὲ τούτη ὅμως τὴν χώρα, ἔχουμε μάθει καὶ οἱ δάσκαλοι νὰ ὑπηρετοῦμε τὸ ὑπουργεῖο Παιδομαζώματος καὶ ὄχι τὴν ἐθνικὴ παιδεία, μία κρατικὴ ἐκπαίδευση ὕπουλα ἀντορθόδοξη, ἀκαρποφόρητη. Νὰ ὑπενθυμίσω τί γράφουν στὸ Ἀνθολόγιο τῆς Γ´ καὶ Δ´; (Σελ. 79). Σὲ κείμενο μὲ τὸν ἀπαράδεκτο τίτλο «Τότε ποὺ πήγαμε βόλτα τὸν Ἐπιτάφιο». Στὸν ἐπίλογο τοῦ προαναφερθέντος κειμένου, διαβάζουμε: «… Ὅταν φτάσαμε στὴν Ἐκκλησία οἱ ψάλτες σήκωσαν τὸν Ἐπιτάφιο ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα κι ὅλοι ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κάτω. Νά, ὅπως τὸ περνᾶ-περνᾶ ἡ μέλισσα».
. Κατ’ ἀρχὰς ἔχουμε περιφορὰ καὶ ὄχι βόλτα τοῦ Ἐπιταφίου. Βόλτες κάνουμε μὲ τὰ ποδήλατα. Βόλτες κάνουμε στὶς διακοπές. Καὶ τί σχέση ἔχει τὸ κατὰ τὰ ἄλλα ἀθῶο παιδικὸ παιχνιδάκι “περνᾶ, περνᾶ ἡμέλισσα”, μὲ τὴν κατανυκτικότατη στιγμὴ τῆς περιφορᾶς τοῦ Ἐπιταφίου; Εἶναι ἡ ὕπουλη προσέγγιση, ὅπως προεῖπα, νὰ ἀντιμετωπίζεται στὰ σχολικὰ βιβλία, ἡ Ἐκκλησία, ὡς κρουαζιερόπολοιο ἀναψυχῆς καὶ ὄχι ὡς κιβωτὸς σωτηρίας. Ἂς μὴν ἀποροῦμε ποὺ ἔλειψε στὰ σακάτικα χρόνιά μας τὸ σέβας γιὰ τὸν ἀτίμητο θησαυρό μας. Καὶ αὐτὰ ὑπάρχουν ἐδῶ καὶ 18 χρόνια στὰ βιβλία, πράγματα πιὸ ἐπικίνδυνα ἀπὸ μνημόνια καὶλοιπὲς ὑποτέλειες. Δὲν ἀπαλλάσσεται ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὶς εὐθύνες γιὰ τὸ ἀγρίεμα τῶν παιδιῶν, ὅμως καὶ τὸσχολεῖο, ἀντὶ νὰ ράβει, ξηλώνει ὅ,τι ἀπέμεινε ὄρθιο.
Ὅλοι ὅμως, ὅσοι αὐτοπροσδιοριζόμαστε ὡς Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ἐλεγχόμαστε ποὺ δὲν ἀντιδράσαμε δυναμικὰ γιὰ νὰ ἐξοβελιστοῦν ἀπὸ τὰ σχολεῖα. Εἶχα διαβάσει κάτι ὡραῖο . Στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο ὁ Κύριος πρόφερε τὴν φοβερὴ φράση “εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με”. Ὅλοι οἱ μαθητὲς “λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε;”. Αἰσθάνονταν ἅπαντες ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ ρωτοῦσαν “μήπως ἐγώ”. Ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ ἀποκριθοῦμε στὸ παράπονο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μας; Νὰκλείσω μὲ τὸ θριαμβευτικὸ παιάνα τοῦ Κόντογλου:
. «Ἀδελφοί! Κρατῆστε ζωντανὸ τὸν θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶδιασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν. Νὰ θεωρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας μακάριους, ποὺ εἶστε Ὀρθόδοξοι. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο».
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΠΡΟΤΥΠΑ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ Uncategorized στὶς 4 Ἀπρίλιος 2023
Πολιτικῆς ἀρετῆς πρότυπα
Τοῦ Γιώργου Παπαθανασόπουλου
. Στὶς 21 Μαΐου θὰ διεξαχθοῦν οἱ βουλευτικὲς ἐκλογές. Ἤδη Κόμματα καὶ πολιτευτὲςἔχουν ἀρχίσει νὰ δραστηριοποιοῦνται γιὰ νὰ ψηφιστοῦν. Ἂν καὶ τὸ κοινοβουλευτικὸ σύστημα στὴνἙλλάδα ἔχει καταστεῖ ἀρχηγικό, ἐν τούτοις πάντοτε ὁ βουλευτής, ποὺ ἔχει ἱκανότητες, ξεχωρίζει. Ἄποψη σοφῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν ἄμεση δημοκρατία τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας ἕως τὶς ἡμέρες μας, εἶναι πὼς ἕνας λαὸς χαρακτηρίζεται δημοκρατικὸς καὶ προοδευτικός, ὅταν ἐπιλέγει τοὺς ἀρίστους στὶς θέσεις ἐξουσίας.
. Ὁ Δημοσθένης στὸν Γ΄ Ὀλυνθιακό του γράφει πὼς ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία γνώρισε ἡμέρες εὐδαιμονίας, ἐπειδὴ οἱ ἐπιφανεῖς ἄνδρες της – ἀναφέρει ὡς παραδείγματα τοὺς Μιλτιάδη καὶ Ἀριστείδη – «δὲν ἀσχολοῦνταν πρὸς ἴδιο πλουτισμό, ἀλλὰ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦσε πὼςὄφειλε νὰ αὐξάνει τὸν κοινὸ πλοῦτο καὶ νὰ διοικεῖ τὶς ἑλληνικὲς ὑποθέσεις μὲ ἀξιοπιστία, τὰ ἀφορῶντα τοὺς θεοὺς μὲ εὐσέβεια καὶ τὶς μεταξύ τους σχέσεις μὲ ἰσότητα».
. Ἀντίθετα, συνεχίζει ὁ Δημοσθένης, ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία παρήκμασε, ὅταν οἱπολιτικοὶ ποὺ ἐπικράτησαν ἦσαν «δημοκόλακες», ἢ «δημοπίθηκοι», ὅπως τοὺς χαρακτήρισε ὁἈριστοφάνης. Αὐτοί, γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στὸ λαὸ καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν προσωπική τους ἐξουσία, φρόντισαν νὰ διατυπώσουν ἀπόψεις ἀρεστὲς στὸ πλῆθος, ἀκόμη καὶ ἂν μὲ αὐτὲς ἡ πόλη θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν καταστροφή.
. Ὁ Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας Θεόδωρος Λάσκαρης, υἱὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δούκα Βατάτζη, συνέχισε τὴν πολιτικὴ τοῦ πατέρα του ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ τὴνἰσονομία στὰ λίγα χρόνια ποὺ βασίλευσε. Στὸν ἕκτο λόγο του περὶ «τῆς Φυσικῆς Κοινωνίας» τονίζει ὅτι μόνον ὁ ἔχων τὸ «γνῶθι σαυτὸν» καὶ ἀποκτῶν ἀρετές, διὰ τῆς σχέσης του μὲ σοφοὺς καὶἐνάρετους ἀνθρώπους, καθίσταται ὠφέλιμος στὴν κοινωνία ποὺ ζεῖ. Αὐτὸ πολὺ περισσότερο ἰσχύει γιὰ τοὺς πολιτικούς…
. Ὁ φίλος Νίκος Σοϊλεντάκης, Πρόεδρος Ἐφετῶν Διοικητικῶν Δικαστηρίων ἐ.τ., μοῦἔγραψε πὼς ἀνάμεσα στὰ φωτεινὰ παραδείγματα Ἑλλήνων ἐντίμων καὶ ἀκεραίων πολιτικῶν συγκαταλέγεται ὁ Γεώργιος Καφαντάρης (1873-1946). Ὑπηρέτησε τὴ χώρα ὡς πρωθυπουργὸς τὸ1924 καὶ ἦταν ἐνεργὸς στὴν πολιτική, ὡς ὑπουργὸς καὶ βουλευτὴς ἐπὶ σαράντα χρόνια, ἀπὸ τὸ1905 ἕως τὸ 1946. Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1945 ἕως τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1946 ἦταν ἀντιπρόεδρος στὴν κυβέρνηση Σοφούλη. Ἀπεβίωσε στὶς 28 Σεπτεμβρίου τοῦ 1946.
. Τότε ἡ σύζυγός του Λίλα Παπαλεξοπούλου – Καφαντάρη, στερουμένη πόρων, μετέβη στὴν Ἑλβετία, γιὰ νὰ συγκατοικήσει μὲ συγγενῆ της ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ. Ἀπὸ κακὴ συνεννόηση, ὅταν ἔφθασε στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Ζυρίχης βράδυ, οὐδεὶς τὴν ἀνέμενε καὶ ἀναγκάστηκε, λόγῳ ἐλλείψεως χρημάτων, νὰ διανυκτερεύσει σὲ ἕνα παγκάκι. Τὸ πρωὶ βρέθηκε νεκρή. Ἡ σύζυγος τοῦ πρώην πρωθυπουργοῦ ἐστερεῖτο τῶν ἀναγκαίων, γιὰ νὰ διανυκτερεύσει στὸ ἔναντι τοῦ σταθμοῦ ξενοδοχεῖο…
. Τὸ συμβὰν δὲν τὸ γράφω, γιὰ νὰ δημοσιοποιηθεῖ μία συγκινητικὴ ἱστορία. Οὔτε ὡς παράδειγμα πρὸς τοὺς πολιτικούς μας, νὰ καταστοῦν πένητες. Ἡ Πολιτεία ἔχει φροντίσει νὰἐξασφαλίζουν μίαν ἀρκούντως ἄνετη ζωή. Τὸ γράφω ὡς ἀκραῖο ἴσως παράδειγμα ἠθικῆςἀκεραιότητας καὶ ἐντίμου πολιτικοῦ βίου. Ὁ Καφαντάρης ἀποτελεῖ πρότυπο γιὰ τὴν ψῆφο μας.-
ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΑ ΛΑΜΠΡΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΟΚΑ (Δ. Νατσιός) «Πρωταπριλιὰ τοῦ 1955 ξεκίνησε στὴν Κύπρο τὸ τελευταῖο ’21 τοῦ Γένους».
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΙΣΤΟΡΙΑ στὶς 1 Ἀπρίλιος 2023
Εὐλαβικὸ μνημόσυνο στὰ λαμπρὰ παλληκάρια τῆς ΕΟΚΑ
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
. «Τὰ σπίτια, ποὺ εἶχα, μοῦ τὰ πῆραν», ἔλεγε μὲ ἐκείνη τὴν χαρακτηριστικὴ σὰν λονδρέζικη ὁμίχλη θλίψη του ὁ ποιητὴς -ὑπονοώντας πολὺ περισσότερα ἀπὸ τοὺς τέσσερις τοίχους τῶν σπιτιῶν. Στίχος ποὺ ταιριάζει σήμερα στοὺς σύγχρονους Ἕλληνες. Στίχος ποὺ ἀνακαλεῖ ἐν πολλοῖς ὅλες τὶς χαμένες πατρίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
. Τὰ σπίτια ὅμως ἔχουν ψυχή, εἶναι «στοιχειὰ καὶ μᾶς προσμένουν». Τέτοια «ἐθνικὰ ὀσπήτια», ὅπως ἔλεγαν τοὺς ἐρειπιῶνες τοῦ Ἀναπλιοῦ, ποὺ στοίβαζαν τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ τῆς Ἐθνεγερσίας, δηλαδὴ τὰ ριζιμιὰ λιθάρια τοῦ Γένους, εἶναι καὶ οἱ ἡμέρες μνήμης. Καὶ σήμερα ποὺ μᾶς «ἐκύκλωσαν αἱ τοῦβίου μας ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον» καὶ εἶναι πλῆθος τ’ ἄσχημα καὶ τ’ ἄδεια ἀφέντες, ψάχνουμε, σὰν τὸν Διογένη, μέρα μεσημέρι, νὰ βροῦμε τὶς ἀνηφοριὲς καὶ τὰ σκαλοπάτια ποὺ πᾶν στὴν λευτεριά, ὅπως μᾶς κανοναρχεῖ ὁ Εὐαγόρας ὁ ἀνδρειωμένος.
. Ξεφυλλίζω τὸ «Λεύκωμα τῆς ΕΟΚΑ». Ἔχει μία μαυρόασπρη φωτογραφία, ποὺ ἀναπαριστᾶ τὸν Κύπριο ἐθνομάρτυρα Μιχαὴλ Καραολή, πλαισιωμένον ἀπὸ ἀποικιακοὺς δεσμοφύλακες, κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ δικαστήριο τῆς ξεδοντιασμένης γηραιᾶς Ἀλβιόνας. Ἐκεῖ, πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτά, ὁ Ἐγγλέζος δικαστής, παγερὰ βλοσυρός, κάτω ἀπὸ τὴν ἄσπρη του περούκα, τοῦ ἀνακοίνωνε φλεγματικὰ πὼς ὁ νόμος του τιμωρεῖτὴν φιλοπατρία μὲ θάνατο. Στὶς 10 Μαΐου τοῦ 1956 ἀπαγχονίζεται ὁ Καραολής, γιατί τὴν Ἑλλάδα ἔτσι τὴν ἐννοοῦσαν τέτοιοι ἄνθρωποι ὡς τάφο. Λόγος ἐθνικὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι νὰ μιλᾶς μὲς ἀπὸ τὸ μνῆμα.
. Ἦταν Πρωταπριλιὰ τοῦ 1955, ὅταν ξεκίνησε στὴν Κύπρο τὸ τελευταῖο ’21 τοῦ Γένους. ΕΟΚΑ, τέσσερις λέξεις, δηλαδὴ σὰν νὰ λὲς Ζάλογγο καὶ Μανιάκι καὶ Μεσολόγγι καὶ Γραβιά. Καὶ ὀνόματα ποὺμπῆκαν στὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους, δίπλα στοὺς ἥρωες τοῦ ’40, τοῦ ’12-’13, τοῦ ’21. Ὁ Αὐξεντίου, ὁΜάτσης, ὁ Δράκος, ὁ Λένας, ὁ Παναγίδης…
. Ἂς τοὺς «ἀναστήσουμε» μέσα ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια τους. Ἕνα εὐλαβικὸ μνημόσυνο στὰλαμπρὰ παλληκάρια. Νὰ ξεχάσουμε λίγο τὶς ἀνθυπομετριότητες, ποὺ μᾶς καταρρακώνουν… Νὰ θυμηθοῦμε τί σημαίνει Ἑλλάδα…
. «Ἀγαπητοί μου γονεῖς, ὅταν θὰ διαβάζετε τὸ γράμμα μου αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔχω σβήσει γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωή. Μὴ νομίσετε ὅμως ὅτι αὐτὸ μὲ λυπεῖ. Ἀπεναντίας, ἐπειδὴ γνωρίζω γιὰ ποιὸ σκοπὸ θὰ ἐκτελεστῶ, αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου ἰσχυρὸ καὶ γαλήνιο καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ τὸ ἀντιμετωπίσω μὲ ἀφάνταστη ψυχραιμία». Χαρίλαος Μιχαήλ, ἀπαγχονίστηκε στὶς κεντρικὲς φυλακὲς τῆς Λευκωσίας, στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 1956. Τελευταῖα του λόγια: «δοξάζωμεν τὸν Θεὸν ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ πεθάνουμε χάριν τῆς ἐλευθερίας τῆς Κύπρου μας».
. «…Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου πλησιάζει. Μὰ στὴν ψυχή μου φωλιάζει ἠρεμία… Τότε θὰ αἰσθανόμουν λύπη, ἂν ἤξερα ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ μείνω πάντα, πάντα νέος κι ἀθάνατος, ἂν ἀπέφευγα τὴν ἐκτέλεση. Πρῶτα ἢ ὕστερα ἔπρεπε νὰ διαθέσω τὴ ζωή μου. Δὲν βλέπω πιὸ κατάλληλη περίσταση ἀπὸ τὴν τωρινή, νὰ τὸκάνω». Ἀνδρέας Ζάκος, ἐκτελέστηκε στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 1956.
. «Μητέρα, πρέπει νὰ εἶσαι ὑπερήφανη, γιατί εἶμαι κι ἐγὼ ἕνα παιδὶ τῆς Κύπρου ποὺ δίνει τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἐλευθερία… Οἱ μόνες λέξεις ποὺ μποροῦν ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὰ χείλη μας οἱ δυνάστες εἶναι αὐτές: “Ἐλευθερία ἢ θάνατος”. Εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ χωριστοῦμε καὶ πρέπει νὰ σεβαστοῦμε τὸ ἅγιο θέλημά Του. Θὰ ἐλυπόμουν, ἂν πέθαινα σὰν ἕνας κοινὸς κλέφτης. Δὲν ὑπάρχει ὅμως λόγος νὰ λυπηθῶ τώρα, ποὺπεθαίνω γιὰ χάρη ἑνὸς ὑψηλοῦ ἰδανικοῦ. Δὲν λυποῦμαι, γιατί θὰ ἐκτελεστῶ ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας». Μιχαὴλ Κουτσόφτας, ἀπαγχονίστηκε, 22 χρονῶν, στὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ 1956. Ὅταν τὸ μεσημέρι τῆς 20ης Σεπτεμβρίου τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ μάνα του… ἄρχισε νὰ κλαίει ἡ γερόντισσα: «Μάνα, ἂν εἶσαι Ἑλληνίδα, μὴν κλάψης, γιατί ὁ γιός σου δὲν εἶναι γιὰ κλάματα, ὁ γιός σου τραβάει γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴν τιμή». Καὶ ἡ μάνα: «Εἶμαι περήφανη γιὰ σένα γιέ μου. Σὲ γέννησα γιὰ τὴν πατρίδα καὶ σὲ δίνω στὴν πατρίδα». Ὅταν λέμε ἡπατρίδα μου, δὲν σημαίνει ὅτι τὴν κατέχουμε ἢ μᾶς ἀνήκει, ἀλλὰ ὅτι ἀνήκουμε σ’ αὐτὴν χωρὶς ἐπιφύλαξη. Καὶ ἡ «πατρὶς» κάνει τὸ χρέος της, διὰ στόματος τοῦ πατριδοφύλακα στρατηγοῦ Μακρυγιάννη: «Πατρίς, νὰμακαρίζης ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν διὰ σένα νὰ σ’ ἀναστήσουνε, νὰ ξανασηκωθῆς ἄλλην μίαν φορὰν ἐλεύτερη πατρίδα…».
. «Ἂς εὐχαριστήσουμε ὅλοι τὸν Θεὸ κι ἂς γίνει τὸ θέλημά Του… Τώρα ποὺ γνωρίζω ὅτι σὲ μία μέρα θ’ ἀντικρίσω τὴν ἀγχόνη, ἔχω διπλάσιο θάρρος παρὰ ποτέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι πάντα συντροφιὰ στὰ κελιά μας…». Ἀντρέας Παναγίδης, 23χρονος, ἀπαγχονίστηκε στὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ 1956, γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Κύπρου μὲ τὴν Ἑλλάδα. Διαβάζεις τὰ λόγια του ἥρωα καὶ εἶναι σὰν ν’ ἀκοῦς τὸν Σολωμὸ νὰ λέει:
«Φρικτή ᾽ναι ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος
βαριὰ ψυχομαχᾶ
ἰδού, ὁ Χριστός, ποὺ γέρνοντας
σ᾽τοῦ πόνου τὸ κρεβάτι
σοῦ σιάζει τὸ προσκέφαλο
καὶ σὲ παρηγορᾶ»
(Εἰς Μοναχήν).
. Καὶ πιὸ κοντὰ ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Γέρος τῆς Λευτεριᾶς, νὰ ἀφήνει παρακαταθήκη στοὺς ἀπογόνους: «Μία φορὰ ἐβαπτίσθημεν μὲ τὸ λάδι, βαπτιζόμεθα καὶ μίαν μὲ τὸ αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μας». Μοσκοβολοῦν σὰν Τίμιο Ξύλο αὐτὰ τὰ λόγια, δύσκολο νὰ ἀντιληφθοῦμε σήμερα πὼς τὸ νὰπεθαίνεις σωστὰ εἶναι ὁ μόνος σωστὸς τρόπος ζωῆς.
. «…Νιώθω τὸν ἑαυτό μου ἰσχυρὸ καὶ γαλήνιο καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ τὰ ἀντιμετωπίσω ὅλα μὲθάρρος καὶ ὑπομονή, γιατί ἔχω τὸν Χριστὸ μέσα μου καὶ μὲ βοηθᾶ…». Στέλιος Μαυρομάτης, ἐκτελέστηκε στὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ 1956. Καὶ «σιμώνει ἡ Λευτεριὰ καὶ κλαίει» καὶ ἀκούει τὸν ἥρωα νὰ λέει: «μήπως ὁἸησοῦς δὲν εἶπε “μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα τὴν δὲ ψυχὴ μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι;”. Ἀπὸ τί λοιπὸν νὰ φοβηθοῦμε ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχή μας θὰ ζεῖ αἰωνίως;…».
. Ὁ Κυριάκος Μάτσης σ’ ἀπάντηση στὶς ἐκκλήσεις τοῦ Ἄγγλου ἀξιωματικοῦ ποὺ τὸν προέτρεψε νὰ παραδοθεῖ, γιὰ νὰ μὴν σκοτωθεῖ ἄδικα, μιᾶς καὶ εἶχε ἤδη ἐκτελέσει τὸ καθῆκον στὴν πατρίδα του ἀκέραιο, ἀπάντησε: «Ἐγὼ θὰ βγῶ πυροβολώντας». Καὶ ἔκανε ΕΞΟΔΟ καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ δύο χειροβομβίδες τὸν διαμέλισαν, στὶς 19 Νοέμβρη τοῦ 1958. Θυσία «γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη, στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, ποὺ εἶχε στὰ μάτια της ψηφιδωτὸ τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης» (Σεφέρης). 1η Ἀπριλίου 1955, ἀρχίζει ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικὸς ἀγώνας τῆς Κύπρου… ὁἀγώνας τῆς ΕΟΚΑ γιὰ τὴν Ἕνωση, δηλαδή, ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος…
Η ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥΣ καὶ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΙΣΤΟΡΙΑ στὶς 29 Μάρτιος 2023
Ἡ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους καὶ τὸ σήμερα
Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
. Διακόσια χρόνια συμπληρώνονται στὶς 29 Μαρτίου ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Β΄ Ἐθνοσυνέλευσης στὸ Ἄστρος τῆς Κυνουρίας. Διήρκεσε 21 ἡμέρες, ἕως τὶς 18 Ἀπριλίου 1823, ἡμέρα Μεγάλη Τετάρτη. Προφανῶς κοινὴ θέληση τῶν συμμετασχόντων ἦταν νὰ κάνουν Πάσχα στὰ σπίτια τους. Ὅπως κάθε ἱστορικὸ γεγονός, ἔτσι καὶ ἡ Β΄ Ἐθνοσυνέλευση διδάσκει καὶ τὸσήμερα, ἔστω καὶ ἂν οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες εἴμαστε σὲ μερικὰ θέματα ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως…
. Στὴν Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου ἡ Ἐπανάσταση ἦταν στὸ ξεκίνημά της καὶεἶχαν ἐπιτευχθεῖ οἱ πρῶτες σημαντικὲς καὶ στρατηγικῆς σημασίας νίκες, χάρη κυρίως στὸν Κολοκοτρώνη. Ἔτσι ἡ Διακήρυξη καὶ τὸ Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου ἦσαν ἀποτέλεσμα τοῦἐνθουσιασμοῦ, ποὺ εἶχαν δημιουργήσει αὐτὲς καὶ τῆς κηρύξεως τῆς «Πολιτικῆς Ὕπαρξης καὶ Ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους».
. Στὴ Β΄ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους, μὲ ἀναπτυσσόμενη σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν κρατικὴ ὀντότητα τῆς Ἑλλάδας, ἐκδηλώθηκαν ἀπὸ τὴ μερίδα τῶν ὀλιγαρχικῶν (Μαυροκορδάτου, Κωλέττη, Κουντουριώτη κ.α.) οἱ ἀδυναμίες, ποὺ μᾶς κατατρύχουν ἕως καὶ σήμερα. Μικροσυμφέροντα, μικροψυχίες, φθόνος, οἰκογενειοκρατία, ἀναποδογύρισμα ἀξιῶν, ἐμπάθεια καὶ μὲ κάθε τρόπο ἁρπαγὴ τῆς ἐξουσίας ἦσαν τὰ ζιζάνια ποὺ σπάρθηκαν τότε καὶ προκάλεσαν στὴσυνέχεια τὴν ἐμφύλια διαμάχη. Ἡ σοφία, ἡ μετριοπάθεια, ἡ εὐστροφία καὶ πρὸ πάντων ἡ φιλοπατρία τοῦ Κολοκοτρώνη συνετέλεσαν νὰ μὴν ἀρχίσει ὁ ἐμφύλιος στὸ Ἄστρος. Σημειώνεται ὅτι λόγῳ τῶν ἐπιτυχιῶν του ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ ἦταν ὁ κύριος στόχος τῆς φατρίας τῶνὀλιγαρχικῶν…
. Εἶναι λυπηρὸ ποὺ διακόσια χρόνια μετὰ τὸ Ἄστρος ἡ ξεπερασμένη νοοτροπία καὶ ἡ ἀπαράδεκτη πολιτικὴ συμπεριφορὰ δὲν ἔχουν ἐκλείψει. Τὰ ἐλαττώματα ποὺ φάνηκαν στὴ δεκαετία τοῦ 1820 ἔφεραν τοὺς Ἕλληνες κοντὰ στὴν ἀποτυχία τοῦ παγκόσμιας ἀπήχησης ἐγχειρήματός τους γιὰ ἐλευθερία καὶ ἀνεξαρτησία καὶ ὁδήγησαν στὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις. Τὰ ἴδια ἐλαττώματα σήμερα δυσχεραίνουν τὴν ἀνάπτυξή μας καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἐθνικὸ μαρασμό.
. Βεβαίως ὑπῆρξε στὸ Ἄστρος καὶ ὑπάρχει καὶ σήμερα μία ἐκλεκτὴ μερίδα Ἑλλήνων, ποὺ δίδαξαν καὶ διδάσκουν τὶς σταθερὲς ἀξίες καὶ τὰ αἰώνια ἰδανικὰ τοῦ Ἔθνους μας, ἐκείνων ποὺ δὲν τοὺς ἀγγίζουν οἱ μικρότητες καὶ τὰ συμφέροντα. Ὁ Κολοκοτρώνης συνετέλεσε στὸ τέλος τῆςἘθνοσυνέλευσης τοῦ Ἄστρους νὰ ὑπάρξει συμφωνία καὶ νὰ ἐγκριθεῖ ὁμόφωνα Διακήρυξη, τὴν ὁποία πιθανότατα συνέταξαν ὁ Ἐπίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος καὶ ὁ ἐκπρόσωπος στὴἘθνοσυνέλευση τῶν κατοίκων τῆς Ἄνδρου κληρικὸς Θεόφιλος Καΐρης, ὁ ὁποῖος καὶ τὴν ἀνέγνωσε. Γράφεται μεταξὺ ἄλλων:
. «…Ἔχομεν ἀμετάθετον ἀπόφασιν ὅλοι, ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἢ νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν ἀνεξαρτησίαν μας ἐντελῶς, ἔθνος χωριστόν, αὐτόνομον καὶ ἀνεξάρτητον ἀναγνωριζόμενοι, διὰ τὴν δόξαν τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καὶ τὴν εὐτυχίαν τῶν ἀνθρώπων, ἢ μὲ τὰ ὅπλα εἰς τὰς χείρας ὅλοι,ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ καταβῶμεν εἰς τοὺς τάφους, ἀλλὰ χριστιανοὶ καὶ ἐλεύθεροι…».
. Ἡ ἐν λόγῳ Διακήρυξη ἀποτελεῖ ἔξοχο κείμενο φιλοπατρίας, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ πλειονοψηφία τῶν συμμετασχόντων κατὰ τὴν κρίσιμη ὥρα μποροῦσε νὰ ἀρθεῖ στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων. Μακάρι αὐτὸ νὰ ἰσχύει καὶ σήμερα.-
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ καὶ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΙΣΤΟΡΙΑ στὶς 23 Μάρτιος 2023
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης καὶ τὸ σήμερα
Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
. Στὶς φετινὲς σημαντικὲς ἐπετείους περιλαμβάνονται τὰ 200 χρόνια ἀπὸ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, τοῦ ἐπιλεγομένου Λεωνίδα τοῦ 1821, καὶ ἐπίσης τὰ 200 χρόνια ἀπὸ τὴσύγκληση τῆς Β΄ στὸ Ἄστρος τῆς Κυνουρίας Ἐθνικῆς Συνέλευσης τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων.
. Ἡ κάθε ἀνάμνηση, ἡ κάθε μνήμη δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἑνώνει μόνο μὲ τὰ γεγονότα. Συνδεδεμένα μὲ αὐτὰ εἶναι ὑψηλὰ ἰδανικά, εἶναι καὶ διδάγματα γιὰ κάθε γενιὰ Ἑλλήνων. Ὅπως λέμε «μνήμη Ἁγίου μίμηση Ἁγίου», τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἥρωες, ποὺ ἔδωσαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴνἙλλάδα. Τὸ νὰ θυμόμαστε ἕναν ἥρωα καὶ νὰ μὴν ἐκτιμᾶμε στὴν πράξη τὶς ἀρετές του εἶναι κάτι τὸστεῖρο, κάτι τὸ τυπικό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἕλληνες, ποὺ θυμόμαστε τὸν Μπότσαρη, ὀφείλουμε νὰ τοῦδείχνουμε ἔμπρακτα τὴν πρὸς αὐτὸν εὐγνωμοσύνη μας.
. Ὁ Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823) εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπητοὺςἀγωνιστὲς τῆς Ἐθνεγερσίας στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικὸ . Ἡ καίρια ἀρετή του, ἀπὸ τὴν ὁποία πήγαζαν οἱ ἄλλες, ἦταν ἡ Πίστη του. Τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε ὁ γόνος τῆς πολυμελοῦς οἰκογένειας τῶν γενναίων Μποτσαραίων ἦταν μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης, νεότατος, νὰ συγκροτήσει ὁμάδα, νὰ καθιερώσει σημαία – λάβαρο μὲ τὸν Ἅγιο Γεώργιο στὸ μέσον καὶ μὲ γύρω ἀπὸ τὴν εἰκόνα γραμμένα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ καὶ νὰ ξεκινήσει τὸν ἔνοπλο ἀγώνα κατὰ τῶν Τούρκων, μὲ πολλὲς ἐπιτυχίες.
. Γράφτηκε πώς, ὅταν πήγαινε στὴ μάχη τοῦ Καρπενησίου, ὅπου καὶ φονεύθηκε, πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Μπῆκε στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, προσκύνησε τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα της καὶ βγαίνοντας τράβηξε τὸ πουγγί του, τὸ ἔδωσε σὲ ἕναν καλόγερο καὶ τοῦ εἶπε: «Πάρ᾽ το νὰ μοιράσεις τὰ γρόσια ποὺ ἔχει μέσα γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη». Ὁ καλόγερος, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε δεῖ τὸν ἥρωα καὶ δὲν τὸν γνώρισε, τὸν ρώτησε παραξενεμένος: «Τί; Πέθανε ὁ Μάρκος;» καὶ ὁ Μπότσαρης προχώρησε πρὸς τὸ ἄλογό του λέγοντάς του: « Ὄχι, ἀλλὰ πηγαίνει γιὰ νὰ πεθάνει». (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γ. Ν. Παπαθανασόπουλου «Κιβωτὸς Πατριδογνωσίας», Ἔκδ. «Τῆνος» 2021).
. Ἀρετή του ἦταν ἐπίσης ἡ ἀποφασιστικότητά του. Ὅταν ἡ διοίκηση, ἀπὸ φθόνο πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν ταπεινώσει, ὀνόμασε μαζί του ἄλλους εἴκοσι «στρατηγοὺς», ὁ Μπότσαρης δὲν ἀποχώρησε θιγμένος ἀπὸ τὴν ἐπικείμενη μάχη μὲ τοὺς Τούρκους. Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ἦταν μπροστὰσὲ ὅλους τοὺς ἀποκληθέντας «στρατηγοὺς» νὰ σκίσει τὸ δίπλωμα, ποὺ τοῦ εἶχε ἀποστείλει ἡδιοίκηση, ὅπως καὶ σὲ αὐτούς, καὶ νὰ τοὺς πεῖ πὼς ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ἐχθρῶν Τοῦρκος πασὰς Σκόντρα δίνει τὰ διπλώματα καὶ ὅποιος εἶναι ἱκανὸς θὰ τὸ πάρει κατὰ τὴ μάχη ἀπὸ ἐκεῖνον.
. Τρίτη ἀρετὴ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη ἦταν τὸ πνεῦμα τῆς ὑπὲρ Πατρίδας θυσίας του. Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης στὸ συμβούλιο, ποὺ ἔγινε, ὁ Μπότσαρης καὶ οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶσυμφώνησαν τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες νὰ ἐπιτεθοῦν στὸ στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ καὶ κανόνισαν τὶς θέσεις, ποὺ θὰ εἶχε ὁ καθένας τους. Ὁ Μπότσαρης στὶς 5 τὸ πρωὶ μὲ τοὺς 350 στρατιῶτες του ἦτανἕτοιμος γιὰ τὴ μάχη, ἀλλὰ δὲν εἶδε κανέναν ἄλλον νὰ κινεῖται… Τότε δὲν εἶπε νὰ ἀποφύγει κι ἐκεῖνος τὴ μάχη, ἀλλὰ ἐπιτέθηκε κατὰ τῶν Τούρκων, ποὺ τοὺς βρῆκε κοιμώμενους. Ὁ ἴδιος σκότωσε πολλούς, ἀλλὰ στὴν ἄνιση μάχη πληγώθηκε. Γιὰ νὰ μὴν προξενήσει δειλία στοὺς συντρόφους του, πολεμοῦσε καὶ πληγωμένος, ἕως ὅτου ἕνα βόλι ἐχθρικὸ τὸν βρῆκε στὸ μέτωπο…
. Τοῦ Μπότσαρη ἡ φιλοπατρία, ἡ γενναιότητα, ἡ αὐτοθυσία, ἡ ἁγνότητα τῶν προθέσεων, ἡἐντιμότητα καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα τοῦ χαρακτήρα, μαζὶ μὲ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του ἐνέπνευσαν σπουδαίους λογοτέχνες καὶ καλλιτέχνες, Ἕλληνες καὶ ξένους.
. Παραθέτω εἰς μνημόσυνο τοῦ ἥρωα καὶ ἐθνομάρτυρα Μάρκου Μπότσαρη δύο ἐπίκαιρους καὶσήμερα στίχους τοῦ μεγάλου μας ποιητῆ Ἀνδρέα Κάλβου ἀπὸ τὸ ποίημά του «Εἰς Σούλι»:
…Ὦ ἄγγελοι, ὁπού ἐτάχθητε
Φύλακες τῶν δικαίων,
Τῆς Σελλαιΐδος* σώσατε
Τὰ τέκνα καὶ τὸν Μπότσαρην διὰ τὴν Ἑλλάδα…
Ψυχαὶ μαρτύρων χαίρετε.
Τὴν ἀρετὴν σᾶς ἄμποτε
᾽Νὰ μιμηθῶ εἰς τὸν κόσμον,
Καὶ νὰ φέρω τὴν λύραν μου
Μὲ σᾶς ᾽νὰ ψάλλω.-
*Ἡ Σελλαιὶς εἶναι ἡ χώρα τῶν Σελλῶν, κατοίκων τῆς Δωδώνης τῆς Ἠπείρου
Ο ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΟΡΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΕΘΝΙΚΑ στὶς 14 Μάρτιος 2023