Ἀρχεῖο κατηγορίας "ΘΕΟΛΟΓΙΑ"

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ,
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος
Ἀθανασίου Μυτιληναίου
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-3-1981]

.               Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ μεγάλου πατρὸς καὶ θεολόγου τοῦ 14ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
.               Ἐὰν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἑορτάσαμε τὴν περασμένην Κυριακήν, εἶναι ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔδειξαν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθινὰ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ τὴν προβολὴ τοῦ μεγάλου προσώπου καὶ ἁγίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ δὲν εἶναι βεβαίως σήμερα ἡ κανονική του μνήμη, ἀλλὰ ἡ προβολή του, ὡς θεολόγου καὶ μαχητοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ ἔγινε αὐτὸ πολὺ σαφές· διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἠγωνίσθη ὡς μοναχὸς καὶ ὡς ἐπίσκοπος, ἀκριβῶς νὰ δείξει ὅτι εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει. Ποιό; Αὐτὸ ποὺ ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἤδη εἶχε θεμελιώσει: ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ἵνα ἡ σὰρξ γένηται λόγος. Αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ μία ὁλοσύμφωνη γραμμὴ ἐτήρησαν μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶδύο μεγάλες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1341 καὶ τὸ 1351, κατοχύρωσαν αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια. Εἶναι οἱ τελευταῖες μεγάλες Σύνοδοι ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγιναν στὴν Ἀνατολή, 100 χρόνια πρὶν πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἡἈνατολὴ πιὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἀλλοθρήσκων. Ἀλλὰ ὅμως, θείῳ Πνεύματι, ἔγιναν αὐτὲς οἱ δύο Σύνοδοι καὶ ἐνεφανίσθη αὐτὸς ὁ Ἅγιος μεγάλος πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ προκάλεσε τὰς Συνόδους, σημειώσατέ το αὐτό, ἐξ ἀφορμῆς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ὑπεστήριζε τὰ ἐναντία, στὸπρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴ θέωση, καὶ θὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό, ὁ ἅγιος αὐτὸς πατὴρ ποὺ τόσο ἠγωνίσθη, μὲ τὰς Συνόδους αὐτὰς ἔθεσαν τὸθεμέλιον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Θεολογίας, ὥστε ὅταν θὰ ἤρχοντο τὰ μεγάλα κύματα τῆς Δύσεως, νὰ τὴν καταποντίσουν, αὐτὴ νὰ εἶναι θεμελιωμένη.
.                   Τὸ κύριο πρόβλημα ποὺ ἀπησχόλησε τότε, κατὰ τὸν 14ον αἰώνα, ἦταν τὸ ἑξῆς: Ποιός εἶναι ὁ βασικὸς χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ποιές εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰφθάσει ποῦ; Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόβλημα. Βεβαίως δὲν ἦταν πρόβλημα. Τὸ θέμα αὐτὸ ἤδη εἶχε τεθεῖ ἀπὸτὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἱδρύθηκε καὶ φανερώθηκε καὶ κηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν κόσμον. Ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες ἤδη εἶχαν δώσει τὴ γραμμὴ πλεύσεως. Ποιές ἀκριβῶς εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦἀνθρώπου ὡς Χριστιανοῦ, νὰ φθάσει ποῦ; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅμως προεκλήθη θέμα κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἐξἀφορμῆς τοῦ ἐκ Καλαβρίας τῆς Δύσεως Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος Βαρλαὰμ ἐξεπροσώπευε τὴ Δύση καὶ ἡὁποία Δύσις ἐπίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα, προεβλήθη τὸ θέμα ὡς πρόβλημα. Τὸ ὑπεστήριξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὸ ἐπεκύρωσαν αὐτὲς οἱ δύο τοπικὲς μεγάλες Σύνοδοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1341 καὶ τὸ 1351.
.              Τὸ θέμα λοιπὸν ἦταν: οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ποῦ φθάνουν; Τί μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος; Καὶἀπάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Νὰ θεωθεῖ!». Εἶναι ἡ θέωσις. Τί σημαίνει θέωσις; Σημαίνει τὴν κοινωνία, τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ βέβαια ἐπῆρε διαστάσεις προβλήματος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. «Θεώνομαι» ποὺ εἶναι μία λέξις καθαρὰ Ἑλληνική, καὶ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταφραστεῖ σὲ καμία γλῶσσα, οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν Λατινικήν, καὶ μένει μία λέξις μοναδικὴ στὴ γλώσσα μας καὶ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ἂν ἔπρεπε νὰ μιλήσει ὁ Λατίνος ἢ ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Κινέζος θὰ ἔλεγε τὴ λέξη Ἑλληνικά, «θέωσις», εἶναι ἡ θεοποίησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μία κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ κατὰ ἕναν μοναδικὸ τρόπο.
.               Ἐτέθη ὅμως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν αὐτό; Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον (:ποὺ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο)»[Α´ Τιμ. Ϛ΄16], πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰφθάσει μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεωθεῖ; Οἱ ἴδιοι πάλι Πατέρες ὑπεστήριξαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ὅμως, ἐδῶ ἦταν τώρα ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου πατρός, ἡὁποία, σημειώσατε, ὅτι δὲν εἶναι πρωτοφανής. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζεται σὲ δύο στερεὰ θεμέλια·καὶ τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν ὀρθοδοξότατο. Καὶ πάντα ποὺ θὰ ἤθελε νὰ θεολογήσει, ἐὰν μείνει στὰ δύο αὐτὰ θεμέλια, θὰ μείνει ὀρθόδοξος. Εἶναι ἡ βιβλικὴ Ἱστορία καὶ οἱ Πατέρες τῆςἘκκλησίας ὡς ἑρμηνεῖς τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μένει στὰ γεγονότα τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἱστορία. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἐνανθρώπηση. Μένει στὴν Σταύρωση τοῦΧριστοῦ, στὴν Ἀνάστασή Του, στὴν Ἀνάληψή Του, στὴ Μεταμόρφωσή Του. Παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως· ὑπογραμμίζω, παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν ἀλληγορεῖ τίποτα. Παίρνει καθ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ τὰ θεολογεῖ. Τὰ θεολογεῖ ὅμως μὲ μία θεολογία πατερική. Ὅπως οἱ Πατέρες κατενόησαν καὶ προσωπικὰ ἔζησαν τὴ βιβλικὴ Ἱστορία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅποιος μιλάει ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο θεμέλια καὶ στηρίζεται, ποτὲ δὲν πέφτει ἔξω. Εἶναι δὲ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὀρθοδοξότατος.

.               Ἔρχεται λοιπὸν τώρα νὰ μᾶς πεῖ ἡ Δύσις· ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ, ἂν θέλετε, τὴ λογικὴ κατανόηση, τὴ φιλοσοφικὴ τοποθέτηση, τὴν ἀριστοτελικὴ εἰδικότερα: Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκατάληπτου, ἀκατανοήτου καὶ ἀπροσίτου καὶ νὰ θεωθεῖ; Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ἐὰν ὑπάρξει μία διάκρισις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦΘεοῦ· ὁ Θεὸς ὡς οὐσία πράγματι εἶναι ἀκατανόητος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ποτὲ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δημιουργία. Ὁ Θεὸς μόνον τὸν Υἱὸ γεννᾶ ὡς οὐσία. Τὸν κόσμον τὸν δημιουργεῖ μὲ τὰς ἐνεργείας Του. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Τώρα βέβαια σᾶς φαίνονται δύσκολα αὐτά, θὰ δεῖτε ὅμως τώρα τί θὰ βγεῖ. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, μὴν κλείνετε τὰ μάτια σας, ἀλλὰ νὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ βλέπετε. Γιατί κάποτε πρέπει νὰ μπαίνουμε στὰ βαθιὰ νερὰ καὶ νὰ μαθαίνουμε σὲ αὐτὰ κολύμπι. Παρακαλῶ, κοιτάξτε. Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτὴ ἡδιάκρισις; Γίνεται μία διάκρισις χωρὶς μερισμό. Διακρίνουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ χωρίσουμε ὅμως τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οἱἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καὶ συνεπῶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀκτινοβολία του. Ὁ ἥλιος, ὅπως τὸν βλέπουμε, εἶναι ἀπρόσιτος. Ποιός μπόρεσε ποτὲ νὰ πάει στὸν ἥλιο; Καὶ νὰ τὸν πιάσει; Εἶναι ἀπρόσιτος. Εἶναι ὅμως προσιτὸς μὲ τὴν ἀκτινοβολία του, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Ἀκοῦστε τί εἶπα: μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Τὸν ἥλιο τὸν ἔχουμε ἐδῶ, τὸν ἔχουμε στὴ γῆ. Μᾶς φωτίζει, μᾶς ζωογονεῖ, τὸν βλέπουμε, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν ἥλιο. Κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
.                     Ὅταν λέμε λοιπὸν ὅτι θὰ ζήσουμε ἢ θὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή… ποιός μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό; Λέγει ἡ Γραφή: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται φανερὸς μὲ τὶς ἐνέργειές Του. Ἀλλὰ πῶς γίνεται μὲ τὶς ἐνέργειές Του; Ἔτσι εἶναι ἕνα λεκτικὸ πράγμα; Ἁπλῶς σὰν κουβέντα; «Ὄχι», ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «εἶναι μία ὀντολογικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς ἐνεργείας Του, ὄχι στὴν οὐσία Του»· ἡ ὁποία εἶναι πράγματι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Καὶ συνεπῶς μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεό. Τὸν Θεὸ νὰ δεῖς; Μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Καὶ βλέποντας τὸν Θεὸπρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θεώνομαι.
.              Αὐτὸ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» εἶναι ἡ βάσις ἡεὐαγγελική. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος- ἀκοῦστε ἐπιχείρημα: «Ποιοὶ εἶναι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι, αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἐσὺ λὲς ὅτι θὰ δεῖς τὸν Θεὸ στὴν ἄλλη ζωή. Μὰ στὴν ἄλλη ζωή, δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό». Εἴδατε ἐπιχείρημα; Ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό. Συνεπῶς ἐδῶ θὰ δεῖς τὸν Θεό· ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή.
.                 Ἀλλὰ αὐτὸ τί συνέπειες ἔχει; Ἔχει τὶς ἑξῆς συνέπειες ἀγαπητοί μου. Ἁπλῶς τὸν 14ο αἰώνα αὐτὸ διετυπώθη ὡς δόγμα. Ἦταν πάντοτε γνωστό. Δὲν ἦταν κάτι καινούργιο. Γιατί, σᾶς εἶπα, ἦταν ἡπροσωπικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι (ἐδῶ προσέξτε) ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ μετάνοια, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ἀναγέννηση. Πραγματικὰπῶς τὸ λέμε αὐτό; Νὰ πῶς τὸ λέμε. Νὰ δεῖτε πόσο σήμερα ἔχει βασικὴ σημασία ἡ προβολὴ τοῦπροσώπου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῆς Θεολογίας του. Σήμερα λέμε «νὰ μετανοήσεις» καὶ μόλις μετανοήσω καὶ πάω καὶ ἐξομολογηθῶ, ἔχω τὴν αἴσθηση μίας αὐτάρκειας, ὅτι τελείωσα. Ἀφοῦ πῆγα καὶ ἐξομολογήθηκα, ἐπισφραγίζω τὴν ἐξομολόγησή μου καὶ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶτελείωσα. Τελείωσες; Ἐξαντλεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ νὰ μετανοήσεις μόνο; Ἡ πνευματικὴ ζωὴπάει πέρα ἀπὸ τὴ μετάνοια. Εἶναι στὴν ἀναγέννηση. Γι’αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος πολὺ σωστά..- ξέρετε ὅτι στὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἔχουμε πάντα τοὺς ἁγίους, στὸν ἅγιο Νικόδημο, στὸν ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶναι τῆς ἐποχῆς μας καὶ συγχρόνους ἁγίους, ποὺ ἴσως ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς ἀνεκήρυξε, ἴσως ποτὲ νὰ μὴν τοὺς ἀνακηρύξει, δὲν ἔχει σημασία, ἄγνωστοι ἄνθρωποι, ζοῦν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία.
.                Προσέξατε. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὅταν κάποιος ποὺ πεθαίνει, μᾶς φωνάξουν νὰ τὸν ἐξομολογήσουμε καὶ νὰ τὸν κοινωνήσουμε, πηγαίνουμε ἐκ καθήκοντος, γιατί μᾶς τὸ ζήτησαν. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σωθεῖ. Ἁπλούστατα γιατί ἀφήσαμε νὰ περάσει ἡ ζωή μας καὶνομίσαμε ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας… κι αὐτὸ τὸ λάθος κάνουμε, ὅτι θὰ ἀφήσουμε νὰμετανοήσουμε στὸ τέλος. Δὲν εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ θὰ μᾶς σώσει. Ἡ ἀναγέννηση. Εἶναι ἡἀναγέννηση. Ἄφησες τὴ μετάνοια, ἀδελφέ μου, νὰ περάσει ἡ ζωή σου καὶ τότε νὰ μετανοήσεις εἶπες. Εἶσαι σίγουρος ὅτι θὰ γεράσεις; Εἶσαι σίγουρος ὅτι δὲν θὰ ἔχεις αἰφνίδιο θάνατο; Ἔστω. Ἀλλὰ πότε θὰπρολάβεις νὰ ἀναγεννηθεῖς; Πότε θὰ προλάβεις;».
.                    Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση, πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε χρόνια ὁλόκληρα, νομίζοντες ὅτι δυνάμεθα νὰ περιοριζόμεθα σὲ μία ἀνανέωση τῆς μετάνοιας καὶ ὄχι σὲ μία ἀναγέννηση. Αὐτὸ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἕνα δυστύχημα. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σήμερα ἀκριβῶς αὐτὸκάνουμε. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς φαίνεται πολὺ μακρινὴ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶσήμερα. Μέχρι σήμερα ἡ Δύσις δὲν τὸν ἔχει κατανοήσει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά. Καὶ ἐπειδὴσήμερα δυτικίζουμε καὶ ὅλο δυτικίζουμε, ὄχι μόνο στὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ στὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα καὶ συνεχῶς δυτικίζουμε, ὁλοένα ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς ἀναγεννήσεως, ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς θεώσεως. Νὰμποροῦμε πραγματικὰ νὰ φθάσουμε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέτρα.
.                     Καὶ σήμερα, ξέρετε τί αἴσθημα ἔχουμε; Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα. Καὶ ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶἀγαπητοί μου. Ὅλοι μας εἴμεθα παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας καὶ ὅλοι βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια νοοτροπία. Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα: ὅτι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ θεολογία τους, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡεὐαγγελικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες καὶ τὴν κατανοοῦν καὶ τὴ ζοῦν, σᾶς εἶπα, προϊὸν καὶ τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας, τὸ ὑπογραμμίζω αὐτό, ὡς νὰ εἶναι αὐτὰ στὴν κορυφὴ τοῦὈλύμπου καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε στὴν πεδιάδα καὶ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «καὶ πῶς ἀνεβαίνει κανεὶς τώρα ἐκεῖ πάνω; Ἀπρόσιτες κορυφές». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα δυστύχημα. Εἶναι δυστύχημα, γιατί αὐτὰτὰ πράγματα ἀφοροῦν σὲ αὐτὴν τὴ σωτηρία μας.
.                     Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, μοῦ φαίνεται, ἕνα πρῶτο βῆμα, ἕνα πρῶτο στάδιο ποὺ πρέπει νὰκινήσουμε, εἶναι νὰ προβάλλουμε τὰ πράγματα, νὰ προβάλλουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ τόσο πολὺἀγωνίστηκαν, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· μὲ τὴ θεολογία του- δὲν εἶναι καινούργια θεολογία, τὸ ξαναλέγω, εἶναι ἡ βιβλικὴ καὶ ἡ πατερική, ἀλλὰ ἁπλῶς τὴν ἔκανε σαφῆ καὶ τὴν προέβαλε, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ἀφορμές. Πρέπει αὐτὰ νὰ προβάλλονται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας, βλέπετε, προβάλλει τὴν Κυριακὴ τὴν Α΄ τῶν Νηστειῶν, τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶγιορτάζει τὸν ἑαυτόν της, τὴν ὀρθοδοξότητά της. Προβάλλει τὴν Β΄ Κυριακὴ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τότε ἀγωνίστηκε, ἑκατὸν-τόσα χρόνια εἰς τὴν 7η Οἰκουμενικὴν Σύνοδο νὰ διασώσει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔρχεται τώρα ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατό: τὸ ὅτι μπορεῖ τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεός.
.                     Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί, κατακλείοντες, θὰ σᾶς ἔλεγα, μὴ μένομε στὰ στενὰ ὅρια μίας ἀνεπαρκεστάτης καὶ στοιχειωδεστάτης μετανοίας. Μία μετάνοια χωρὶς δάκρυα πολλὲς φορές· χωρὶς δάκρυα, χωρὶς συναίσθηση, ἀπὸ μία συνήθεια πᾶμε νὰ ποῦμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τίποτε ἄλλο. Νὰἦταν τουλάχιστον καὶ τῆς προκοπῆς ἡ μετάνοιά μας! Νὰ ἦταν τῆς προκοπῆς! Θὰ ἄξιζε ὁ κόπος. Οὔτε αὐτὴ δὲν εἶναι τῆς προκοπῆς. Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα δὲν ἔχουμε μπροστά μας, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα, τὴν ἀναγέννηση. Ἂν ἔχουμε στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τὴν ἀναγέννηση, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἡμετάνοια εἶναι ἕνα μεταβατικὸ στάδιο. Βέβαια πρέπει νὰ μετανοοῦμε σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ πέφτουμε. Ἀλλὰ ἂν τὸ θέλετε, στὴ ζωὴ τῶν μεγάλων ἁγίων, δὲν ἔχουμε πιὰμετάνοια. Παρὰ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔλεγαν «ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω ἀκόμη», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σισώης. «Ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω.» Καὶ εἶχε λάμψει ὁλόκληρος. Ὅμως, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος «αὐτὸς ποὺ μπῆκε στὴν ἀναγέννηση καὶ στὴ θέωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πλέον οὔτε τῆς μετανοίας, οὔτε κὰν τῶν δακρύων. Δὲν εἶναι πλέον ἡ περιοχὴ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς θεολογίας». Εἶναι μεγάλο πράγμα αὐτό. Ε, αὐτὴ λοιπὸν ἡ προοπτική, αὐτὸς ὁ ὀπτικὸς ὁρίζων, ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τὰμάτια μας. Κι ἔχει μείνει μπροστὰ μας μόνον ἡ μετάνοια. Γιατί νομίζουμε ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἡ μετάνοια. Τὴν ἀφήνουμε κι αὐτὴ καὶ ἀτονεῖ, γιατί εἶναι ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ θέλει νὰ φθάνει στὸ τέλος. Ἀλλὰ λέει: «Δέκα εἶναι;». Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅλοι τὸ παθαίνουμε. «Τί ὥρα τελειώνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐννιά; Ε, θὰ πάω 8.30. Δέκα; Θὰ πάω 9.30. Τελειώνει δώδεκα; Θὰ πάω 11.30». Αὐτὸ παθαίνουμε. Λέμε «ἡ μετάνοια, ε, ἂς εἶναι καὶ λιγάκι πιὸ ἐδῶ, δὲν πειράζει». Ἂς προβάλλουμε, ξαναλέω ἄλλη μία φορά, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα ὅλο τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας·ποὺ εἶναι ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προεβλήθη τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο πατέρα, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει κάθε δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

ΠΗΓΗ: augoustinos-kantiotis.gr

Διαφήμιση

, ,

Σχολιάστε

ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΒΑΘΕΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΜΗΝΥΜΑ Μ. ΤΕΣΣΑΡAΚΟΣΤΗΣ 2023

Μητροπολ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου

ΑΠΟΦΥΓΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ-ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΡΕΤΩΝ

, , , , , , ,

Σχολιάστε

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ (2023) «Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις της ἀντανακλᾷ καί εἰκονίζει τήν ἐρχομένην Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

* * *

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

.                   Εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ πανοικτίρμονος καί πανδώρου Θεοῦ, διάγοντες ἤδη τήν εὐλογημένην περίοδον τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριῳδίου, εἰσερχόμεθα αὔριον εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τό στάδιον τῆς παθοκτόνου νηστείας καί τῆς «πανσέπτου ἐγκρατείας», κατά τό ὁποῖον ἀποκαλύπτεται τό βάθος τοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Παραδόσεως καί ἡ ἀνύστακτος μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας διά τήν πνευματικήν προκοπήν τῶν τέκνων της. Ὡς ὑπενθυμίζει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης (Ἰούνιος, 2016), «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπαρεγκλίτως στοιχοῦσα εἴς τε τά ἀποστολικά θεσπίσματα καί τούς συνοδικούς κανόνας καί εἰς τήν καθ᾿ ὅλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε τήν ὑψίστην ἀξίαν τῆς νηστείας διά τόν πνευματικόν βίον τοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρίαν αὐτοῦ» (Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, § 1).
.                   Τά πάντα εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄσειστον θεολογικόν θεμέλιον καί σωτηριολογικήν ἀναφοράν. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀσκοῦν τό «κοινόν ἄθλημα» τῆς ἀσκήσεως καί τῆς νηστείας «ἐν παντί εὐχαριστοῦντες» (Θεσσ. Α´ ε´, 18). Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τά τέκνα της νά διατρέξουν τόν δόλιχον τῶν ἀσκητικῶν γυμνασμάτων ὡς πορείαν πρός τό Ἅγιον Πάσχα. Ἀποτελεῖ κεντρικήν ἐμπειρίαν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὅτι ὁ γνήσιος ἀσκητισμός δέν εἶναι ποτέ σκυθρωπός, ἀφοῦ διαποτίζεται ἀπό τήν προσδοκίαν τῆς ἀναστασίμου εὐφροσύνης. Ἡ ὑμνολογία μας ἀναφέρεται εἰς τό «ἔαρ τῆς νηστείας».
.                   Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, μακράν τῶν παγίδων τοῦ νεοπλατωνίζοντος δυϊσμοῦ καί τῆς ἀλλοτριωτικῆς «σωματοκτονίας», ὁ γνήσιος ἀσκητισμός εἶναι ἀδιανόητον νά ἀποβλέπῃ εἰς τήν ἐξουθένωσιν τοῦ «κακοῦ σώματος» χάριν τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς ἐκ τῶν βασανιστικῶν δεσμῶν του. Ὅπως τονίζεται, «ἡ ἄσκηση, στήν αὐθεντική ἐκφρασή της, δέν στρέφεται κατά τοῦ σώματος, ἀλλά κατά τῶν παθῶν, ἡ ρίζα τῶν ὁποίων εἶναι “πνευματική”, ἀφοῦ “πρωτοπαθής” εἶναι ὁ νοῦς. Μᾶλλον τό σῶμα δέν εἶναι ὁ μέγας ἀντίπαλος τοῦ ἀσκητῆ».
.                   Ἡ ἀσκητική προσπάθεια ἐπιδιώκει τήν ὑπέρβασιν τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, χάριν τῆς «οὐ ζητούσης τά ἑαυτῆς» ἀγάπης, ἄνευ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἐγκλωβισμένος εἰς τόν ἑαυτόν του, εἰς τό «ἀδηφάγον ἐγώ» καί τάς ἀκορέστους ἐπιθυμίας του. Ὁ ἐγωκεντρικός ἄνθρωπος συρρικνώνεται, χάνει τήν δημιουργικότητά του, κατά τό ἔξοχον, «ὅ,τι δίνουμε πολλαπλασιάζεται, ὅ,τι κρατᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι χαμένο». Διά τόν λόγον αὐτόν, ἡ σοφία τῶν Πατέρων καί ἡ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν τήν περίοδον τῆς νηστείας μέ τήν «δαψίλειαν τῆς ἐλεημοσύνης», μέ ἔργα εὐποιϊας καί φιλανθρωπίας, τά ὁποῖα εἶναι ἔνδειξις ὑπερβάσεως τῆς φιλαυτίας καί ὑπαρξιακῆς πληρότητος.
.                   Ἡ ὁλιστικότης εἶναι ἐν παντί καιρῷ τό χαρακτηριστικόν τῆς ζωῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ. Λειτουργική ζωή, ἄσκησις καί πνευματικότης, ποιμαντική μέριμνα καί ἐγκόσμιος καλή μαρτυρία, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεώς μας, στοιχεῖα ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα τῆς χριστιανικῆς μας ταυτότητος, μέ κοινόν σημεῖον ἀναφορᾶς καί κατεύθυνσιν τήν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων καί τήν ἐν αὐτῇ πλήρωσιν καί πληρότητα τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἐνῷ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις της ἀντανακλᾷ καί εἰκονίζει τήν ἐρχομένην Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνο τό ὁποῖον, ὅπως ὑπογραμμίζει μετ᾿ ἐμφάσεως ὁ προσφάτως ἐκδημήσας πρός Κύριον μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης «ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία στήν πληρότητά της» (Βασιλείας Θεοῦ ἐκτύπωμα, Μέγαρα 2013, σ. 59). Ἡ «καθαρά κοινωνία», ἡ ἐκκλησιοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας, ὡς μετοχή εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, εἶναι τό «τέλος» τῆς νηστείας, ὁ «στέφανος» καί τό «βραβεῖον» τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων (βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν Ἠσαΐαν Ὁμιλίαι, ϛ´: Εἰς τά Σεραφείμ, PG 56, 139).
.                   Σήμερον, εἰς ἐποχήν ἀποϊεροποιήσεως τῆς ζωῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος «προσδίδει μεγάλη σημασία σέ ἐντελῶς ἀσήμαντα πράγματα», ἡ χριστιανική μας ἀποστολή εἶναι ἡ ἔμπρακτος ἀνάδειξις τοῦ ὑπαρξιακοῦ βάθους τοῦ ὀρθοδόξου «τριπτύχου τῆς πνευματικότητος», ὡς ἀδιασπάστου ἑνότητος λειτουργικῆς ζωῆς, ἀσκητικοῦ ἤθους καί ἀλληλεγγύης, τῆς πεμπτουσίας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπαναστάσεως εἰς τόν χῶρον τοῦ ἤθους καί τοῦ πολιτισμοῦ, τήν ὁποίαν συγκροτεῖ ἡ πίστις εἰς Χριστόν καί ἡ θεοδώρητος ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦμεν ἰδιατέρως σημαντικόν, νά ζῶμεν τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ὡς ἀποκάλυψιν καί βίωσιν τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ἐλευθερίας «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. ε´, 1).
.                   Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί μέ αἰσθήματα ἀγάπης καί τιμῆς, εὐχόμεθα εἰς ὑμᾶς τούς Τιμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς καί εἰς τά ἀνά τήν οἰκουμένην πνευματικά τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας εὔδρομον τό στάδιον τῆς νηστείας, ἐπικαλούμενοι ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ ἀεί εὐφραινομένου ἐπί τοῖς ἀσκητικοῖς ἄθλοις τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Οὗ τό κράτος τῆς Βασιλείας εἴη εὐλογημένον καί δεδοξασμένον, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκγ´

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

ΠΗΓΗ: ec-patr.org

, , , ,

Σχολιάστε

«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (Ἀρχιμ. Ἀθαν. Μυτιληναίου)

«ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
ΚΥΡΙΑΚΗ TΟΥ ΑΣΩΤΟΥ [:Λουκᾶ ιε´11-32]
 Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου (†)
[Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία.
κφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 15-02-1998]

.                    «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» ἐχαρακτηρίσθη, ἀγαπητοί μου, ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Καὶ τοῦτο γιατί δείχνει τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ σωτηρία τοῦἀνθρώπου.
.                    Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐξεδηλώθη σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Δηλαδὴ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Υἱοῦ Του, χάριν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡἀγάπη καὶ προσφορὰ ἐκφράζεται μὲ τοῦτα τὰ λόγια, ὅπως μᾶς διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῳ ζωὴν αἰώνιον». Καὶ ἡ ὅλη ἡ διαδικασία τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ πίστις εἰς τὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἴδατε; «Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν» θὰ σωθεῖ. Δὲν θὰ χαθεῖ. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ τὴν Ἐνανθρώπηση, ποὺ εἶναι τὸ μέγιστον καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τὴν πίστιν, ποὺ εἶναι τὸ ἐλάχιστον. Πρέπει πάντως νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία προσφορά.
.                    Ἕνα μικρὸ παράδειγμα ποὺ πολλάκις τὸ ἔχομε πεῖ. Θέλεις νὰ κοινωνήσεις; Τί θὰ πάρεις; Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μέγιστον; Σίγουρα. Θὰ πᾶς ὅμως τὸ πρόσφορό σου τὸ πρωί. Κι ἕνα πρόσφορο τί τιμὴ ἔχει; Ἐλαχίστη. Ἔτσι, θὰ δώσεις καὶ θὰ πάρεις. Ὄχι μόνον ἁπλῶς θὰ πάρεις. Θὰ δώσεις καὶ θὰ πάρεις. Θέλεις τὴ σωτηρία σου; Μάλιστα. Δῶσε τὴν πίστη σου. Ἀμοιβαία, βλέπετε, ἡ προσφορά. Ὁ Θεὸς δίδει τὴ χάρη Του κι ἐμεῖς δίδομε τὴν πίστη μας. Μάλιστα, ἂν ἔχετε προσέξει, ὁ Κύριος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἠδύναντο νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη των, τοὺς ἐρωτοῦσε: «Ἐὰν πιστεύεις, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Βλέπετε, πρέπει νὰ προσφέρομε. Θὰ μοῦ πεῖτε, εἶναι τόσο ἁπλό; Θὰ ἔλεγα πάρα πολὺ ἁπλό. Βέβαια, πρέπει νὰ εἶναι ἐκ βαθέων αὐτὸ τὸ πιστεύω. Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι δυσκολότατον.
.                    Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Λέγει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, λέγει: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». «Ἀββᾶ» θὰ πεῖ «πατήρ». Ἀλλὰ εἰς τὴν συριακὴν γλώσσα. Τὸ ἴδιο πράγμα σὲ δύο γλῶσσες. Πεῖτε σὲ κάποιον ἄνθρωπο νὰ πεῖ: «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Νὰ πεῖ τὸν Θεό: «Πατέρα». Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ ἐὰν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Σαφῶς τὸ λέγει αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν Θεὸν Πατέρα, ἐὰν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Εἶναι λοιπὸν εὔκολο; «Κανείς», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν Χριστὸν ‘’Κύριον’’», δηλαδὴ «Θεόν», «εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Εἶναι δύσκολο; Φοβερὰ δύσκολο. Ἔτσι, φοβερὰ ἁπλό, φοβερὰ δύσκολο. Ἀναλόγως ρυθμίζεται τὸ πράγμα ἀπὸ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀπόδημος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδημος. Ἀποδημεῖ. Καί, ἂν θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰἐπιστρέψει. Καὶ ἡ ἐπιστροφὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια.
.                    Ὅλα αὐτά, κατὰ θαυμάσιον φιλολογικὸν τρόπον, εἰκονίζονται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Αὐτὴ μᾶς διαγράφει τὴν πτώση, τὴν ἀποστασία, τὴν ἀποδημία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐπιστροφή του. Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Γι᾽ αὐτὸ σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι «Εὐαγγέλιον ἐν Εὐαγγελίῳ» ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ.
.                    Ὁ δὲ συμβολισμὸς αὐτῆς τῆς παραβολῆς εἶναι ἄφθαστος. Ἄφθαστος. Καὶ ἡ κάθε λέξις ἔχει πολλὰ νὰ πεῖ μέσα εἰς τὴν ἁπλότητά της, ἡ παραβολὴ καὶ μέσα εἰς τὴν λιτότητά της. Ὁ ἄνθρωπος, ζητώντας τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας του, ἀποδημεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν. Αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸν του δέσμιον κοντὰ στὸν Θεό. Ὅπως καὶ τὸ παιδὶ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι δέσμιό της οἰκογενείας του. Ἐνῶ ἂν ζυγίσει καλὰ ὁ ἄνθρωπος, θὰ δεῖὅτι μόνο δέσμευσις δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἐλευθερία. Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται κοντὰ στὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ὅπως τουλάχιστον καταλαβαίνει καὶ κατανοεῖ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Καὶ τί κάνει; Ἀποδημεῖ. Φεύγει. Καὶ ὅπως περιγράφει ὁ Ψαλμωδός, εἶναι στὸν 2ον Ψαλμόν: «Καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ». «Οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ πᾶς ἄνθρωπος, στρέφεται κατὰ τοῦ Κυρίου», ἐννοεῖ τὸν Πατέρα, «καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ», ἐννοεῖ τοῦ κεχρισμένου, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ. «Διαρρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορρίψωμεν ἂφ  ἠμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν». «Τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν». Μᾶς δεσμεύουν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός. «Καὶ ἐλᾶτε λοιπὸν νὰδιαρρήξομε, νὰ κάνομε διάρρηξη αὐτῆς τῆς δεσμεύσεως. Καὶ νὰ ἀπορρίψομε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγὸν τῶν». Τί ταλαίπωρος ποὺ εἶναι ὁἄνθρωπος! Τί φτωχὸς ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Εἶναι ἡ χειραφέτησις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀποστασία Του. Δηλαδὴ ἡ ἀπομάκρυνσή του. Ἐνῶ ὑπάρχει τόση ἀσφάλεια, ὑπάρχει τόση σιγουριὰ εἰς τὴν πίστη καὶ εἰς τὴ σκέπη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
.                    Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος…, τί γίνεται; Ὁ ἄσωτος υἱός· ποὺ ζητᾶ τὴν «οὐσίαν» τοῦ Πατρός, δηλαδὴ τὴν περιουσία. Λέει: «Δός μοι τὸἐπιβάλλον …». Ποιό «ἐπιβάλλον»; «Δηλαδὴ εἶμαι ὑποχρεωμένος, παιδί μου, νὰ σοῦ δώσω περιουσία;». Τὸ «ἐπιβάλλον»! «Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀνήκει! Δῶσε μού το». Καὶ ἐν προκειμένῳ τί εἶναι ἡ περιουσία αὐτή; Εἶναι, ἀγαπητοί μου, τὸ κατ᾽ εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ πήραμε ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ κατ’ εἰκόνα. Αὐτὴ εἶναι ἡ «οὐσία» ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεός. Παίρνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ἀπομακρύνεται διαρκῶς καὶ διαρκῶς ἀπὸτὸν Θεό.
.                    Καὶ αὐτὸ τὸ κατ’ εἰκόνα ζητᾶ τώρα νὰ τὸ σπαταλήσει στὴν ἀσωτία τοῦ νοῦ. Μάλιστα μὲ τὸ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ γράφει, ἂν εἶναι συγγραφεὺς κ.τ.λ., τὰ πιὸ φοβερὰ πράγματα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπὸν θέλει νὰ σπαταλήσει -καὶ σπαταλᾶ- τὴν «οὐσίαν» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴτὸ κατ’ εἰκόνα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὸν νοῦ, στὴν καρδιά, στὴ βούληση. Σκέπτεται, σχεδιάζει, ἰδίως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἐρήμην τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ. Στήνοντας τὸ εἴδωλον τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας. «Δὲν ἔχω ἀνάγκη, δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη», ἔλεγε ἕνας Γερμανὸς ποιητής, ἄπιστος, παρελθόντων χρόνων, «δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, Θεέ μου! Δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκη, δὲν σὲ θέλω. Εἶμαι αὐτάρκης». Καὶ προσκυνώντας αὐτὸ τὸεἴδωλον ὁ ἄνθρωπος, ἐνθουσιάζεται καὶ αὐτοθαυμάζεται. «Εἶδες τί ἐπέτυχα; Εἶδες;». Ἐπενέβη ἀκόμη καὶ εἰς τὴν γενετικὴν τοῦ ἀνθρώπου. «Εἶδες τί ἐπέτυχα;».
.                    Σύντομα ὅμως θὰ ἀντιληφθεῖ ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὅτι ὁ δρόμος, ποὺ ἐπέλεξε, θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν «λιμὸ»-μὲ γιώτα. Καὶ βάζω τὴ λέξη μέσα σὲ εἰσαγωγικά. Στὸν λιμὸ τὸν πνευματικό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀλαζονεύεται, τόσο πιὸ πολὺ φτωχαίνει. Καὶ ἂν θέλετε, σὰν ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ λιμοῦ, εἶναι καὶ ὁ σωματικὸς λιμός. Ὅταν γίνονται πόλεμοι καὶ ἀκαταστασίες, θὰ ἔχομε ἄφθονο τὸ ψωμὶ νὰ τὸ φᾶμε; Θὰἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος, σὲ αὐτήν του τὴν πείνα, θὰ ἀρχίσει νὰ τρώει τὰ ξυλοκέρατα. Ἔτσι μᾶς λέει ἡ παραβολή. «Καὶ ἤθελε νὰ χορτάσει», λέει, «μὲτὰ ξυλοκέρατα». Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ «ξυλοκέρατα»; Εἶναι τὰ χαρούπια, τὰ κοινῶς χαρούπια. Τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς φθορᾶς τοῦἤθους. Ἐκεῖ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ μία ἱκανοποίηση, ἀλλά, δυστυχῶς, εἶναι γνωστόν, τὸ χαρούπι εἶναι γλυκό, ἀλλὰ μετὰ εἶναι στυφό… Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τὴν παρακμή του.
.                    Εἶναι ἡ χώρα ὅπου «λιμὸς ἰσχυρὸς» λέγει, ἀναμένεται στὴ χώρα ποὺ λέγεται- μὴ σᾶς σοκάρει- «δυτικὸς πολιτισμός». Αὐτὴ εἶναι ἡχώρα τοῦ λιμοῦ. Σὲ ἐκείνη, λέγει, τὴ χώρα, «ἐνέσκηψεν λιμός». Δὲν ἦταν μόνον ἕνα φαινόμενο προσωπικό, ἀτομικὸ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ποὺκατεδαπάνησε τὴν περιουσία τὴν πατρικὴ καὶ τώρα πέφτει στὸν λιμόν, στὴν πείνα. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἕνα ἐξωτερικὸν ἀπὸ τὸν ἄσωτον υἱόν, φαινόμενον.
.                    «Σὲ ἐκείνη τὴ χώρα», λέγει, «ἐνέσκηψεν λιμός». Καὶ σᾶς ξαναλέγω, δὲν διστάζω νὰ τὸ πῶ καὶ θὰ εἶχα πολλὰ νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς τὸ δείξω ὅτι αὐτὴ ἡ χώρα τοῦ λιμοῦ τοῦ πνευματικοῦ εἶναι ἡ Δύσις. Ἡ Δύσις ὄχι γεωγραφικῶς μόνον. Ἀλλὰ ἡ Δύσις σὰν τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι, σὰν τρόπος τοῦ ζῆν, σὰν πολιτισμός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσεως εἶναι χρεωκοπημένος, βαθιὰ χρεωκοπημένος. Ἀλλὰ ἂς εἶναι.
.                    Ἔτσι, ὁ ἀπόδημος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόδημος ἄνθρωπος, βρίσκεται στὸ σταυροδρόμι τῆς ἱστορικῆς του πορείας. Τί πρέπει νὰ κάνει; Ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς μᾶς λέγει ὅτι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲλιμῷ ἀπόλλυμαι;». «Πόσοι», λέγει, «ἀπὸ τοὺς δούλους, τοὺς μισθωτούς τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί, ἐγὼ ὅμως ποὺ εἶμαι ὁ γιός, λιμῷἀπολλυμαι, χάνομαι ἀπὸ πείνα!». Ἀλήθεια, κοιτάξτε ἐδῶ τί λέγει: ὅτι «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών». Ἦλθε στὸν ἑαυτό του. Μπά! Δὲν ἦταν στὸν ἑαυτόν του; Ὁκάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι στὸν ἑαυτόν του; Ἀλλὰ ὅταν λέγει ἐδῶ ἡ παραβολὴ «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών», ἦλθε στὸν ἑαυτόν του. Μπά! Δὲν ἦταν στὸν ἑαυτόν του; Ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι στὸν ἑαυτόν του; Ἀλλὰ ὅταν λέγει ἐδῶ ἡ παραβολὴ «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών», ποῦ εὑρίσκετο; Προφανῶς ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται, λογίζεται, πράματα ποὺ δὲν ἀνήκουν στὴν ἴδια του τὴ φύση, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ὁ ἀποδημῶν ἀπὸ τὸν Θεόν, πρώτιστα ἀποδημεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του. Ἀπόδημος τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί τί ἄλλο εἶναι; Τὸ «Γνῶθι σαυτὸν» εἶναι. Δὲν ξέρεις, ἄνθρωπε, ποιός εἶσαι; Γιατί ἀλαζονεύεσαι; «Εἶμαι Θεός!», λέει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλαζονεύεσαι. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Ὁ γινώσκων ἑαυτὸν εἰς ἑαυτὸν ἐστίν». «Αὐτὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, ποιὸς εἶναι, οἱ δυνατότητές του καὶ τὰ ὅριά του, εἶναι στὸν ἑαυτόν του. Ὅταν ὅμως ξεπεράσει τὰ ὅριά του, τότε εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ». Βέβαια λέμε σὲ μία κοινὴ ἔκφραση τὸν τρελὸν ἄνθρωπον ὅτι εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ἢ τὸν θυμώδη ἄνθρωπο λέμε: «Κοίταξε, ἔγινε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἑαυτοῦ». Κι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει λοιπὸν τὸν ἑαυτό του, τί κάνει; Γνωρίζει τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ποτέ, μὰ ποτὲ δὲν ἀποδημεῖ.
.                    Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς παίρνει τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Καὶ μετὰ τὴν αὐτογνωσία τοῦ -«ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν»- θέλει νὰ γυρίσει πίσω. Εἶναι ἡ ἐπάνοδος στὸν Θεό. Εἶναι ἡ μετάνοια. «Καὶ ἀναστάς -λέγει ἡ παραβολὴ- πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου- αὐτὰ τὰ σκέπτεται. Τώρα ὅμως τὰ σκέπτεται. Καὶ μάλιστα ἐμπειρικὰ- καὶ ἐρῶ αὐτῶ (:καὶ θὰ τοῦ πῶ)· πάτερ, ἥμαρτον (:ἔχω ἁμαρτήσει) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ». «Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν χώρα αὐτή, ἦρθε στὸν πατέρα του».
.                    Παρατηροῦμε ὅτι ἡ μετάνοια στὸν ἄσωτο υἱὸ εἶχε -προσέξτε- συμφεροντολογικὸν χαρακτήρα. Γιατί; Τί εἶπε; «Λιμῷ ἀπόλλυμαι». «Πεθαίνω ἀπὸ τὴν πείνα. Θὰ γυρίσω πίσω εἰς τὸν πατέρα μου». Ὥστε λοιπὸν ἐπειδὴ πεινοῦσε, γι᾽ αὐτὸ γυρίζει πίσω; Δὲν εἶχε δηλαδὴ αὐτὸ τὸ«θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν πατέρα μου», δὲν εἶχε πνευματικὸ βάθος. Ὅτι ἐλύπησε τὸν πατέρα του ἢ ὅτι ἀναστάτωσε μὲ τὴ φυγή του τὸ πατρικὸ σπίτι. Τίποτε ἀπὸ αὐτά. «Ἐγὼ λιμῷ ἀπό λλυμαι». «Ἐγὼ πεθαίνω ἀπὸ τὴν πείνα. Θὰ γυρίσω νὰ πάγω νὰ φάω». Ἐσκέφτηκε δηλαδὴ μόνον τὸν ἑαυτόν του. Τίποτε ἄλλο. Ἐν τούτοις, ἐδῶ εἶναι τὸ καταπληκτικό, γίνεται δεκτὴ ἡ ἐπιστροφή του. Καὶ πῶς γίνεται, δηλαδή; Πανηγυρικά! Καὶ ὅμως ἐσκέφθη συμφεροντολογικά. Ὅμως εἶναι ὁ πρῶτος βαθμὸς μετανοίας. Ἀπὸ καθαρῶς συμφεροντολογικῆς μορφῆς διάσταση. Μία μετάνοια ποὺχαρακτηρίζει μόνον τὸν σαρκικὸν ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἔχομε –προσέξτε– ἔχομε τὸν ψυχικό, τὸν σαρκικὸ καὶ τὸν πνευματικὸἄνθρωπο.
.                    Ἄλλος λόγος μετανοίας εἶναι καὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας. «Μὴ μὲ τιμωρήσει ὁ Θεός. Πρέπει λοιπὸν ἐγὼ νὰ γυρίσω πίσω. Μὴν πεταχτῶ στὴν κόλαση». Ὁ φόβος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πιέζει τὸν ἄνθρωπο, πιέζει γιὰ νὰ μετανοήσει. Κι αὐτό, αὐτὸς ὁ φόβος, δὲν εἶναι βέβαια γνήσιο στοιχεῖο. Παρὰ ταῦτα, εἶναι ἀνώτερο τοῦ «λιμῷ ἀπόλλυμαι» καὶ ἀκόμη, φυσικά, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πρώτη περίπτωση, γίνεται δεκτὴ ἡ μετάνοια ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου.
.                    Καὶ τέλος εἶναι ἡ μετάνοια γιατί ἐλύπησε τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπέροχον. «Προσέβαλα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ τόσο μὲἀγαπᾶ, ἐγὼ Τὸν προσέβαλα.» Αὐτὴ ἡ λύπη. Οὔτε ἡ πείνα, οὔτε ἡ κόλασις, τίποτα. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὸν Χριστόν, νὰ πεῖ: «Χριστέ μου, μὲ ἔβαλες στὴν κόλαση, γιατί εἶσαι δίκαιος. Τὸ ἀποδέχομαι. Ἀλλὰ σὲ ἀγαπῶ». Μπορεῖς νὰ τὸ πεῖς αὐτὸ ἂν εἶσαι στὴν κόλαση; «Χριστέ μου, σὲ ἀγαπῶ»; Αὐτὸ εἶναι τὸ γνήσιο, ἀγαπητοί. Βέβαια, ἐὰν φθάσεις ἐκεῖ, δὲν θὰ πᾶς ποτὲ εἰς τὴν κόλαση. Ἀναμφισβήτητα. Γιατί ἔχεις τὴν ὑψίστη ποιότητα μετανοίας. Καὶ μία τέτοια μετάνοια, εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι δὲν ξαναγυρίζει πίσω εἰς τὸ ἴδιον «ἐξέραμα». «Ἐξέραμα» θὰ πεῖ«ξερατί, ξερατιά». Ἡ φράσις δὲν εἶναι δική μου. Εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Ἐκεῖνος», λέει, «ὁ ὁποῖος ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν, μοιάζει μὲ τὸ σκυλί, λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη, ποὺ γυρίζει πίσω στὰ ξερατιά του». Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ σκυλὶ τρώει, τρώει λαίμαργα, σὰν ζῶο ποὺ εἶναι, καὶ ἡ γάτα, τρώει, τρώει λαίμαργα καὶ τότε κάπου ξερνᾶ. Καὶ ὅταν ξαναπεινάσει, γυρίζει πίσω, μὲ συμπαθᾶτε γιὰ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι ἁγιογραφική, γιὰ νὰ φάει τὰ ξερατιά του. Πότε γυρίζει πίσω νὰ φάει ἐκεῖνα ποὺ ξέρασε; Ὅταν ἐπανέλθει εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
.                    Ἔτσι λοιπόν, μία τέτοια μετάνοια ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ λύπη γιατί προσέβαλε τὸν Θεό, δὲν ξαναγυρίζει στὰ ξερατιά της. Δηλαδὴ δὲν ξανααμαρτάνει κανείς. Πάντως καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς μορφὲς γίνονται δεκτές. Γιατί; Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος. Εἶναι φιλάνθρωπος, ὅπως λέει ἐκεῖ ἡ ὡραία εὐχή, ὁ Κατηχητικὸς λόγος τὸ Πάσχα, τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «δέχεται» λέει, «καὶ τὸν πρῶτον, δέχεται καὶ τὸν ἔσχατον». Δέχεται δηλαδὴ τῆς καλῆς ποιότητος τὴν μετάνοιαν, δέχεται καὶ τῆς πολὺ χαμηλῆς ποιότητος τὴν μετάνοιαν.
.                    Πάντως, ἀγαπητοί μου, νὰ θέλομε νὰ ἐπανερχόμεθα εἰς τὸν Θεὸν μὲ ἀνιδιοτέλεια. Αὐτὴ εἶναι ὡραία ἀγάπη. «Ὄχι, Κύριε, γιατί σὲφοβᾶμαι ἢ δὲν σὲ φοβᾶμαι. Γιατί σὲ λύπησα».
.                    Καὶ ὁ Πατέρας μεγαλόκαρδα, δὲν ἐξετάζει, ὅπως εἴπαμε, τὴν ποιότητα τῆς μετανοίας, ἀποδέχεται, γιατί τὸ παιδί του, ὁ ἄνθρωπος, ἐπέστρεψε στὸ πατρικὸ σπίτι. Καὶ ὁ πατέρας, λέγει ἡ παραβολή, «εὐσπλαχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Κοιτάξτε: «Δραμών». Ὄχι δραμὼν ὁ ἄσωτος. Δραμὼν ὁ πατήρ. Πιὸ πάνω μᾶς εἶπε ἡ παραβολὴ ὅτι διαρκῶς παρατηροῦσε πότε θὰ γυρίσει τὸ παιδί του. Δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ποτέ. Καὶ ἐδῶ, αὐτὸ τὸ «εὐσπλαχνίσθη», στὴ συνέχεια, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ προσμετρήσει; «Εὐσπλαχνίσθη». Πῶς; Πόσο; Ἐδῶ φαίνεται ὅλη ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλο τὸ ἔλεός Του.
.                    «Καὶ δραμών…». Εἶναι πόδες οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε, ἀνθρωπομορφικά. Εἶναι τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ ποὺτρέχουν καὶ εἶναι πόδια εὐσπλαγχνίας, πόδια οἰκτιρμῶν.
.                    Καὶ μετά, «ἐπέπεσεν», λέει, ««ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ». «Ἐπέπεσεν». Ξέρετε, ἄλλο τὸ «πίπτω» καὶ ἄλλο τὸ «ἐπιπίπτω». Ἐπιπίπτω θὰ πεῖ «μὲ ὁρμὴ πέφτω». Ἐπεσεν εἰς τὸν τράχηλον τοῦ παιδιοῦ. Γιατί στὸν τράχηλον καὶ ὄχι στὸ πρόσωπον; Γιατί ὁ υἱὸς δὲν εἶχε κουράγιο νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του. Ἦταν σκυμμένο τὸ κεφάλι. Συνεπῶς ἐκρύπτετο τὸ πρόσωπον, προεβάλλετο ὁ τράχηλος. «Καὶ κατεφίλησεν», λέει, «τὸν τράχηλον αὐτοῦ». Ἀγκάλες καὶ χέρια οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. «Καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Προσέξτε, ἐδῶ ἔχομε χείλη ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Δὲν λέει «ἐφίλησεν», λέει «κατεφίλησεν». Τὸν γέμισε μὲ φιλιά. «Καταφιλῶ» θὰ πεῖ «κατὰ κράτος, φιλῶ». Εἶναι τὸ φίλημα τοῦ Πατρός. Ὅτι… «Πάρε παιδί μου, τὴ βεβαίωση ὅτι εἶσαι, ὅ,τι καὶ νά ᾽κάνες, ὅτι εἶσαι ἀποδεκτός».
.                    Ἀλλὰ δὲν σταματάει ἐδῶ ὁ Πατὴρ Θεός. Ἐπιλέγει ἡ παραβολή: «Εἶπε δὲ ὁ Πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν». «Ἐκφέρω», «ἐξενέγκατε», δηλαδὴ «βγάλτε ἀπὸ τὸ ντουλάπι», νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι ἁπλά, «βγάλτε ἀπὸ τὴν ἱματιοθήκη τὴν πρώτη στολὴ καὶ ντύσατέ τον». Εἶναι ἡ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν δερματίνη στολή, ποὺ ἦταν στολὴ ντροπῆς, ποὺ εἶχε ντύσει ὁ Θεὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Καὶ ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος φορᾶ τὴν δερματίνη στολή. Εἶναι μεγάλος ὁ πλοῦτος τῆς ἑρμηνείας τοῦ θέματος. Ἡ στολὴ ἡ πρώτη ὅμως ποιά εἶναι; Ἡ στολὴ ἡ πρώτη εἶναι ἡ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος. Αὐτὴ ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὶν πέσει. Καὶ τὴν ὁποία ἐπαναποκτοῦμε μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Τώρα αὐτὴ ἡ στολὴ εἶναι καὶ στολὴ χάριτος. Προσπορίζεται ὁ ἄνθρωπος τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ καταλληλότατον ἱμάτιον τῶν βασιλικῶν γάμων ποὺ θὰ φορέσομε, τῆς ὁμωνύμου παραβολῆς. Ποιοί εἶναι οἱ γάμοι τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως; Εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἑταῖρε», λέει ἐκεῖ στὴν παραβολὴ «φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ; Μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη στολή. Εἶναι ἡ στολὴ τῆς μετανοίας, εἶναι ἡ στολὴ τῆς χάριτος. Εἶναι τὸ ἔνδυμα γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
.                    Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, λέγει ὁ Πατὴρ εἰς τοὺς δούλους: «Καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ». «Δώσατέ του», λέγει, «δακτυλίδι». Δεῖγμα ἐξουσίας. Γιατί; Γιατί ἐπὶ τοῦ δακτυλίου στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ἰδίως στὴν Ἀνατολή, Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, στὴν Ἀσσυρία, ὑπῆρχε ἐκεῖ μία ἐγχάρακτη σφραγίδα. Κρατοῦσες τὴ σφραγίδα, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὴ μεγάλη σφραγίδα τοῦ κράτους. Τὴν κρατᾶς στὰ χέρια σου. Τὸ δακτυλίδι. Μὲ τὸ ὁποῖο δακτυλίδι ἐσφράγιζες ἕνα ἔγγραφο. Συνεπῶς τί σημαίνει; Ἐξουσία. Τί εἶπε ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς μαθητάς Του; «Θὰ καθίσετε ἐπάνω δώδεκα θρόνων». Δηλαδὴ ἐξουσία. «Κρίνοντες τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ».
.                    «Καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας». «Δώσατέ του καὶ παπούτσια στὰ πόδια του». Γιατί; Σημεῖον ἀληθοῦς ἐλευθερίας· διότι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ δοῦλοι δὲν φοροῦσαν ὑποδήματα. Παρὰ μόνον οἱ ἐλεύθεροι· ποὺ σημαίνει ὅτι «πιὰ εἶσαι ἐλεύθερος». Νὰ ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Κοντὰστὸν Χριστόν. Καὶ τέλος ἡ θυσία τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ· ποὺ εἶναι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου· ποὺ εἶπε: «Νὰ θυσιάσετε τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν» κλπ.
.                    Ἀγαπητοί, μεγάλη ὑπόθεσις ἡ μετάνοια. Καὶ ὅπως στὸ Βάπτισμά μας «Χριστὸν ἐνεδύθημεν», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τώρα μὲ τὴ μετάνοια, ποὺ εἶναι τὸ δεύτερον βάπτισμα, πάλι τὸν Χριστὸ ἐνδυόμεθα. Ὅταν ἁμαρτάνομε, θὰ ἔλεγα, νὰ μελετοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιζόμεθα. Καλὸν θὰ εἶναι νὰ διατηροῦμε βεβαίως τὴ λαμπρότητα τῆς πρώτης στολῆς, τοῦ Βαπτίσματός μας. Ἀλλά, ἂν ἀπροσεκτήσομε, τότε νὰ τρέξομε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἡ ἀποκατάστασις τῆς πρώτης στολῆς. Οἱ ἡμέρες ποὺ ἀκολουθοῦν, αὐτὲς οἱ ἡμέρες, ἀνοίγουν δύο δρόμους. Τὸν δρόμον τῆς ἐπιτάσεως τῆς ἁμαρτίας μὲ τὶς ποικίλες ἀσωτίες ποὺ ξεχυλᾶν στοὺς δρόμους. Τώρα, τὶς λεγόμενες «Ἀπόκριες».
.                    Ἀλλὰ ἔχομε καὶ τὸν ἄλλον τὸν δρόμον, τὸν δρόμον τῆς μετανοίας. Ὅσοι ἀληθινὰ ποθοῦμε τὴν ἐπιστροφή μας, ἂς ἀρχίσομε τὴν κάθαρση νοῦ καὶ καρδιᾶς, διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Καὶ ἂς ἐπαναλάβομε τὸ κοντάκιον τῆς ἡμέρας: «Τῆς πατρώας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ. arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_745.mp3

ΠΗΓΗ: augoustinos-kantiotis.gr

, , ,

Σχολιάστε

«ΕΝ ΝΟΜΟΥ ΣΚΙᾼ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙ»

«Ἐν νόμου σκιᾷ καὶ γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί· πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ· διὸ πρωτότοκον Λόγον, Πατρὸς ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μη­τρί, ἀπειράνδρῳ, μεγαλύνομεν».

Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε ἐκείνη τὴν προτύπωση, ποὺ ὑπεκρύπτετο καὶ ἐνεργοῦσε στὴν σκιὰ καὶ στὸ γράμμα τοῦ παλαιοῦ Νόμου καὶ θέσπιζε ὅτι κάθε ἀρσενικὸ παιδί, ποὺ ἀνοίγει τὴν μήτρα τῆς μητέρας του καὶ γεννιέται, θὰ θεωρεῖται ἀφιερωμένο στὸν Θεό. Ὁπότε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἦταν συγχρόνως καὶ προφητεία-τύπος, προετοίμαζε καὶ ἀποσκοποῦσε στὴν ἀπόλυτη καὶ ἀποκλειστικὴ ἐκπλήρωσή της στὸν Χριστό (διότι κανένα ἀπὸ τὰ πρωτότοκα παιδιά, ποὺ γεννιοῦνται μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, δὲν διανοίγει τὴν μήτρα τῆς μητέρας του). Ἀντιθέτως ὁ πρωτότοκος Ἐμμανουήλ, ἐπειδὴ γεννήθηκε χωρὶς σπορὰ ἀνδρός, αὐτὸς ὑπῆρξε ἀποκλειστικῶς ὁ μόνος ποὺ ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς ἀσπόρου του Μητρός, τὴν ὁποία καὶ πάλι φύλαξε κεκλεισμένη μετὰ τὴν γέννησή Του), τὸν πρωτότοκο Υἱὸ τοῦ ἀνάρχου Πατρός, ὁ Ὁποῖος γίνεται ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς πρωτότοκος ἀπὸ τὴν ἀπείρανδρη (χωρὶς ἄνδρα) Μητέρα, Τὸν δοξάζουμε μεγαλοπρεπῶς.

Ο ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤHN ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚH ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἑρμηνείας τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 2020, σελ. 30

Σχολιάστε

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ καὶ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

.               Ὁ Ἰωάννης περιέγραψε τὸ θηρίο νὰ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν θάλασσα, ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἄβυσσο τοῦ κακοῦ, μὲ χαρακτηριστικὰ τῆς ρωμαϊκῆς κρατικῆς μηχανῆς. Μορφοποίησε ἔτσι πολὺ συγκεκριμένα τὴν ἀπειλή, τὴν ὁποία ἀντιμετώπιζαν οἱ χριστιανοὶ τῶν ἡμερῶν του. Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀξίωση τῆς πολιτικῆς στοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία τέθηκε μέσῳ τῆς καισαρολατρίας καὶ ἔτσι ὑπερύψωσε τὴν πολιτικοοικονομικὴ δύναμη σὲ παντοδυναμία – σὲ μορφὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπειλεῖ νὰ μᾶς καταπιεῖ. Αὐτὸ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν καταρράκωση τῆς ἠθικῆς τάξεως μέσῳ ἑνὸς κυνικοῦ τρόπου τῆς ἀμφιβολίας καὶ τοῦ διαφωτισμοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀπειλὴ ὁ χριστιανὸς τῆς μαρτυρικῆς ἐποχῆς καλεῖ τὸν Κύριο ὡς τὴν μοναδικὴ δύναμη, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν σώσει: ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, λύτρωσέ μας ἀπὸ τὸν Πονηρό.
.               Ἔστω κι ἂν δὲν ὑφίσταται πλέον ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἡ ἰδεολογία της, ἆραγε πόσο παρόντα εἶναι ὅλα; Ἀκόμη καὶ σήμερα, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ κυριαρχοῦν οἱ δυνάμεις τῆς ἀγορᾶς, τοῦ ἐμπορίου μὲ ὅπλα καὶ ναρκωτικά, καὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν εἰς βάρος τοῦ κόσμου προβάλλοντας στὴν ἀνθρωπότητα ἀναγκαιότητες, στὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ κυριαρχοῦν οἱ ἰδεολογίες τῆς ἐπιτυχίας καὶ τῆς εὐημερίας, ποὺ μᾶς λένε: Ὁ Θεὸς εἶναι μόνο ἕνα ἐπινόημα, ἕνα κατασκεύασμα ποὺ μᾶς ἀφαιρεῖ τὸν χρόνο καὶ τὴν ἡδονὴ τῆς ζωῆς. Ὁλόκληρη ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἡ τελευταία παράκληση θέλουν νὰ μᾶς ποῦν: ἐὰν χάσεις τὸν Θεό, τότε ἔχασες τὸν ἑαυτό σου· εἶσαι ἕνα τυχαῖο προϊόν της ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν. Τότε ἔχει πραγματικὰ νικήσει ὁ Δράκοντας. Ὅσο δὲν μπορεῖ νὰ νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν Θεό, τότε κανένα ἀπὸ τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα σὲ ἀπειλοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βλάψει.

, , , ,

Σχολιάστε

ΤΥΧΗ ὁ ΘΕΟΣ;

Τύχη ὁ Θεός;

Ἀρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκη

Τί σχέσι λοιπόν μέ τόν ἀληθινό Θεό μποροῦν νά ἔχουν οἱ δεισιδαιμονίες, οἱ προλήψεις, οἱ μαγεῖες, τά μέντιουμ, οἱ χαντροῦλες, τά ἀστρολόγια, τά φλιτζάνια, τά ξόρκια, οἱ χαρτορρίχτρες, τό «χτύπα ξύλο», ἡ «μαύρη γάτα», τό σκόρδο ἤ τό κρεμμύδι, ἡ μοῖρα, τά μαντζούνια, τά ψευτοφυλακτά, τό φτύσιμο στόν κόρφο καί ἕνα σωρό ἄλλα δαιμονικά «τερτίπια»;

  • Σέ ἔρευνα, πού δημοσίευσε ἡ «Καθημερινή» (1 Δεκ. 2022) ἀναφέρεται: Τό 40% τῶν ἀνθρώπων παγκοσμίως (οἱ 4 στούς 10) πιστεύουν στή μαγεία. Πιστεύουν ὅτι ὡρισμένοι ἄνθρωποι μποροῦν νά κάνουν μαγικά καί ἄλλοι ὅτι μποροῦν νά ξορκίζουν πάλι μέ μαγικά πράγματα. Καί πολλοί ἄλλοι πιστεύουν ὅτι εἶναι ἕρμαια τῆς τύχης καί ὅτι κάποια κατάρα τούς συνοδεύει καί θά τούς προκαλῆ γιά πάντα κακό!

  • Βέβαια τό ποσοστό τῶν μαγοπλήκτων κυμαίνεται ἀπό τόπο σέ τόπο. Γιά παράδειγμα οἱ Σουηδοί μόνο στό 9% πιστεύουν στίς δεισιδαιμονίες καί τίς προλήψεις. Σέ χῶρες τῆς ’Αφρικῆς, ὅπως ἡ Τυνησία, τό 90% δηλώνει ὅτι πιστεύουν στή μαγεία.

  • Στήν πατρίδα μας, στή Χριστιανική Ἑλλάδα, τό ποσοστό τοῦ 40% ἀνεβαίνει. ’Αρκεῖ νά δῆτε πόσοι φοροῦν Σταυρό καί πόσοι «χαντροῦλες». Πόσοι ξέρουν τό «ζώδιό» τους, καί πόσοι ξέρουν πόσα εἷναι τά Εὐαγγέλια καί τί εἷναι ὁ Χριστός!

  • Ὅταν ὅλα σχεδόν τά τηλεοπτικά κανάλια ἔχουν καθημερινή ἀστρολογική ὥρα, καί ἡ ἀστρολόγος, ὡς αὐθεντία, ὡς «μαντεῖο τῶν Δελφῶν», λέει τί θά συμβῆ στούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τό ζώδιό τους, ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι οἱ περισσότεροι δέν πιστεύουν στόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά κυριολεκτικά τρομοκρατοῦνται ἀπό «συνταγές» μάντηδων καί μέντιουμ.

  • Τό χειρότερο εἶναι ὅτι ὀρθόδοξες ἐνορίες καί ἐπισκοπές ὀργανώνουν «προσκυνηματικές» ἐκδρομές, ἐπιζητώντας κάποιο… θαῦμα μέ φανουρόπιττα, μέ λίγο ἁγιασμένο χῶμα, μέ κάποια πέτρα πού χτυπάει, μέ ὄνειρα καί περιγραφές ἀπιθάνων γεγονότων, μέ ἐκστασιαζόμενους τύπους, μέ θρησκευτικές ἀνοησίες…

  • Τί κρῖμα! Ἡ Ἀλήθεια ἦλθε! Ἡ Ἀλήθεια ὑπάρχει. Ἡ Ἀλήθεια σώζει. Κι ἐμεῖς ἐπιμένουμε νά πιστεύουμε σέ… παραμύθια!

,

Σχολιάστε

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ὁ Ὑμνογράφος (ΣΥΝΑΞΑΡΙ) [Χαρ. Μπούσιας]

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

, ,

Σχολιάστε

ΧΡΟΝΟΣ ΖΩΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

Χρόνος  ζωῆς, χρόνος μετανοίας

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

   .                      χρόνος τῆς παρεπίδημης στὴν γῆ ζωῆς μας εἶναι ἄπιαστος. Τρέχει γρήγορα καὶ ἐμεῖς ἀσθμαίνοντες τὸν κυνηγοῦμε, γιὰ νὰ τὸν πιάσουμε, νὰ χαροῦμε τὶς ὄμορφες, πολὺ λίγες- ἀλήθεια- στιγμές του, καὶ νὰ ξεχάσουμε μὲ τὴν παροδό του τὶς θλίψεις, τὰ βάσανα, τοὺς πόνους μας. Κάθε πρωῒ ἔρχεται τὸ ξημέρωμα ἐλπιδοφόρο καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε βραδυάζει καὶ οἱ προσδοκίες μας μένουν, δυστυχῶς, ἀνεκπλήρωτες.  Προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε.  Τρέχουμε πίσω του χωρὶς ἀνάπαυλα. Τρέχουμε, ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς ἢ νὰ φύγουμε γερασμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ αὐτήν; Καὶ ποιές χαρὲς τῆς ζωῆς ζητοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε; Τὶς πρόσκαιρες, αὐτὲς ποὺ μᾶς παρασύρουν σὰν ψόφια ψάρια στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ μᾶς ἐκβράζουν στὴν θάλασσα τῆς ἀπωλείας, ἢ τὶς οὐράνιες, τὶς αἰώνιες, αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός μας;  Κυλάει σὰν ποτάμι ὁρμητικὸ καὶ στὸ πέρασμά του παρασύρει τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μας. Μέχρι νὰ ξημερώσει, βλέπουμε τὸν ἥλιο νὰ μεσουρανεῖ καὶ πάλι νὰ δύει, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐχάριστες στιγμές του, τὶς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμὲς τοῦ σήμερα, ποὺ ἤδη ἔγινε παρελθόν, ἔγινε χθές.
.                      Ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὁ χρόνος δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἄχρονο Θεό μας, ἀφοῦ ὅπως λέει καὶ ὁ ποιητὴς Παναγιώτης Σοῦτσος στο ποίημά του «Εἰς τὸν Θεόν»,

Τὸ φῶς ὑπάρχει σῶμά σου
ὁ ἥλιος δὲ ὄμμα σου,
ὁ κεραυνὸς φωνή σου.
Τὸ ἄπειρον διάστημα
τὸ μέγα σου ἀνάστημα,
καὶ ὁ αἰὼν στιγμή σου
ὁ αἰώνας εἶναι στιγμὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ ἄχρονος Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καταδέχθηκε σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ φορέσει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, χωρὶς βέβαια νὰ χάσει κάτι ἀπὸ τὴν θεϊκή Του φύση, γιὰ νὰ θεώσει ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μᾶς φθείρει ὁ πανδαμάτορας χρόνος· αὐτὸς ποὺ περνᾶ ἀπὸ πάνω μας καὶ ἀφήνει ἔντονα τὰ σημάδια τοῦ περάσματός του. Ὅλοι μας ἀποροῦμε βλέποντας τὸν χρόνο νὰ μᾶς στιγματίζει καὶ προβληματιζόμαστε γιὰ τὴν ταχύτητά του. Τὸ παρελθὸν συνεχῶς μεγαλώνει, τὸ παρὸν μένει ἄπιαστο, τὸ μέλλον γίνεται παρὸν καὶ παρελθὸν σὲ κλάσματα δευτερολέπτου. Τρέχουμε ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὴν ζωὴ ἢ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν ζωή; Μία εἶναι ἡ ζωή· ἡ ζωὴ κοντὰ στὸν Χριστό, αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ὄντως «Ζωή» (Ἰω. ια´ 25) καὶ ὁ σκοπὸς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωση, δηλαδή, ἡ αἰώνια ζωὴ κοντά Του, ἐὰν τοῦ ὁμοιάσουμε στὴν ἀγάπη, καὶ ὁ ἀγώνας μας στὴν γῆ ἔχει ὄνομα: «Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἄν τὸ χρόνο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας τὸν ἐκμεταλλευθοῦμε γιὰ ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς καὶ σοφίας, μὲ ἀγάπη, εἰρήνη καὶ μετάνοια, τότε ἡ χαρά μας θὰ εἶναι ἀνυπέρβλητη, γιατὶ θὰ ἔχουμε ἐπιτύχει τὸ ἐφετό, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν ἄχρονο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ὅμως, τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου προκαλεῖ θλίψη βαθύτατη. Θλίψη γιὰ δύο λόγους: Πρῶτα γιατὶ δὲν ἐκμεταλλευόμαστε σωστὰ τὸ χρόνο ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ζήσουμε καὶ δεύτερο γιατὶ οἱ καλὲς στιγμές του δὲν ἐπαναλαμβάνονται. Ἕνα μᾶς μένει νὰ πράξουμε. Νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας ἐπαναλαμβάνοντες τὸ αἴτημα: ” Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα”.
.                      Μὲ αὐτὴ τὴν αἴτηση πρῶτα ἀπ’ ὅλα ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν εἰρήνη, ἰδίως τὴν ἐσωτερική, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ χαμαίζηλα πάθη καὶ τὶς καθημερινὲς ἁμαρτίες. Μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἀγωνιζόμενο καὶ ἀπὸ παντοῦ πολεμούμενο ἄνθρωπο. Μᾶς τὸ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γαλάτες: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλατ. ε´ 22). Ἡ μετάνοια ἐξ ἄλλου ἀποτελεῖ τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ μιὰ δημιουργικὴ πορεία πρὸς τὸ μέλλον μὲ σαφῆ ἀξιοποίηση τῶν ἀρνητικῶν ἐμπειριῶν τοῦ παρελθόντος.
.                      Ἂς μὴν λησμονοῦμε, ὅτι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου παραμονῆς μας ἐπάνω στὴν γῆ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ τελικοῦ στόχου τῆς ζωῆς μας, ποὺ εἶναι τὰ χριστιανικὰ τέλη καὶ ἡ καλὴ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου. Ὁ χρόνος μας αὐτὸς εἶναι περιορισμένος καὶ τελειώνει σύντομα. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, θανάσιμο ἁμάρτημα ἡ μὴ σωστὴ ἀξιοποίησή του· ἁμάρτημα, ποὺ ὄχι μόνο δεικνύει ἀχαριστία μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας, ἀλλὰ καὶ πονηρία καὶ ὀκνηρία μαζί. Ἄν δὲν τὸν ἀξιοποιοῦμε σωστά, γιὰ νὰ παρουσιάσουμε θετικὸ πνευματικὸ ἔργο, ἁμαρτάνουμε, ἰδίως ὅταν τὸν σπαταλοῦμε ράθυμα, σὲ φληναφήματα, μωρολογίες, ἀργολογίες, κακοήθεις διασκεδάσεις, ποὺ φουντώνουν τὴν σάρκα καὶ ἀτονοῦν τὸ πνεῦμα, τρυφηλὴ ζωή, παχυλὰ γεύματα, ἀποχαυνωτικὸ ὕπνο, ἄσεμνα ἀναγνώσματα, πονηρὰ θεάματα καὶ πολλὲς ἄλλες χρονοβόρες καί, φυσικά, ψυχοκτόνες ἀναλώσεις.
.                      Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε, ὅτι ἔχουμε χρέος μας νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ πάλι τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: “Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν” (Ἐφεσ. ε´ 15 ). Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μὲ δικαιοσύνη, μὲ σωφροσύνη, μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πρὸς τὸν ἄχρονο Δημιουργὸ καὶ Κυρίαρχο τῶν καρδιῶν μας καὶ μὲ μετάνοια. Ὁ χρόνος μετανοίας εἶναι δῶρο Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, τὰ ἄσωτα παιδιά Του, γιὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε ἐπιτυγχάνοντας τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, τὴν κληρονομία τῶν οὐρανῶν. Δὲν πρέπει νὰ  λησμονοῦμε, ὅτι τὸ τέλος ἐγγύς, καὶ οὐδεὶς αὐτὸ τὸ γνωρίζει. Μᾶς τὸ λέει καθαρὰ καὶ ὁ Προφήτης Ἀβδιού: «Ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου». Ἔρχεται ὅπως ὁ κλέπτης τὴν νύχτα καὶ κλέβει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται» μᾶς προειδοποιεῖ ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος στοὺς Θεσσαλονικεῖς (Κεφ. ε´ 1-8). Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ γνωρίζουμε, ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος μας,γιατί νὰ μὴν ζοῦμε ὡς υἱοὶ τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας καὶ νὰ πολιτευόμαστε ὡς υἱοὶ τῆς νύχτας καὶ τοῦ σκότους; Ἄς τὸν ἀκούσουμε τὶ μᾶς παρωτρύνει νὰ πράττουμε: «Μὴ καθεύδομεν ὡς οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν· οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι καὶ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν. Ἡμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης  καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας».
.                      Τὸ τρίπτυχον τοῦ χρόνου μας ἄς εἶναι πάντοτε ἔμβλημά μας στὴν ἐπίγεια πορεία μας: «Πάντοτε, χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 16-18). Δηλαδή, πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε χαρούμενοι μὲ ἐσωτερικὴ χαρά, ἀνείπωτη ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή μας. Συνεχῶς νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκιάζει ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὰ βήματά μας πρὸς ἔργα σωτηριώδη, καὶ γιὰ κάθε δωρεὰ τοῦ δωρεοδότη Χριστοῦ μας, ποὺ μᾶς ξημερώνει ζωντανούς, μᾶς δίνει τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, μᾶς χαρίζει ὑγεία καὶ δύναμη καὶ  μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς δημιουργίας Του, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα.
.                      Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ τὴν ἄλλη προτροπὴ τοῦ θεηγόρου Παύλου: «Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν». (Ἐφεσ. δ´ 26). Δηλαδὴ νὰ μὴ νυχτώνει καὶ μᾶς βρίσκει ἡ ἑσπέρα μαλωμένους μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Δὲν πρέπει νὰ βαστᾶμε τὴν ὀργὴ καὶ τὸν θυμό μας γιὰ χρόνο πολύ. Ἡ ἁγία Συγκλητικὴ μᾶς διδάσκει γι’ αὐτό: «Τί μισεῖς τὸν λυπήσαντά σε ἄνθρωπον; Οὐκ αὐτός ἐστιν ὁ ἀδικήσας, ἀλλ’ ὁ διάβολος. Μίσησον τὴν νόσον, καὶ μὴ τὸν νοσοῦντα». Δηλαδή, Νὰ μὴ μισοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ὅσο καὶ ἄν μᾶς ἀδικοῦν, γιατὶ πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβεται ὁ μισόκαλος διάβολος. Νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἁμαρτωλούς.
.                      Ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὴν ζωὴ αὐτή, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὰν νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ, ἀλλὰ καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὸ θάνατο σὰν νὰ πεθάνουμε αὐτὴ τὴν στιγμή. Ἔτσι, θὰ εὐαρεστήσουμε τὸν ἄχρονο Θεό μας καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία, «τὴν ἡτοιμασμένην ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε´ 34).
.                      Ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης, ὁ φιλόσοφος καὶ θεολόγος τῆς οἰκονομίας τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς ἐφάρμοζε τὴν σιωπὴ καὶ λόγος ἀργὸς καὶ σαπρὸς δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. δ´ 29).  Αὐτὸ δίδασκε ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ πρακτικά, χωρὶς νὰ ἀφήνει οὔτε δευτερόλεπτο τῆς ζωῆς νὰ κυλᾶ χωρὶς νὰ βρίσκεται μέσα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ὠφελεῖ ἢ νὰ ὠφελεῖται ἀπὸ τὶς συναναστροφές του ἢ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία τὸν διατηροῦσε σὲ διαρκῆ ἑνότητα μὲ τὸν πανοκτίρμονα καὶ ψυχοσώστη Κύριό μας. Σύνθημά του ἦταν τὸ γνωστό μας «Ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει, ἢ φεῦγε» καὶ τὴν βεβαιότητα, ὅτι μιὰ φορὰ μονάχα ζοῦμε καὶ ὅτι τὰ ἔργα μας γράφονται στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Ὅσιος Γέρων Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης στὸ ποίημά του «Ἅπαξ μόνον» ὡς ἑξῆς:

Θὰ διέλθω ἅπαξ μόνον
φεῦ! τοῦ βίου τὴν ὁδὸν
κ’ ἂς προσέχω πάντα χρόνον
πᾶν μου βῆμα τῶν ποδῶν.

 Κι’ ἀπὸ  τὴν ζωὴν τὴν ἄλλην
εἰς τὴν γῆν δὲν θἄλθω πάλιν.

 .                      Ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι κάθε στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι ἀνεπανάληπτη καὶ ὀφείλουμε νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ μὲ τὴν προσευχή. Πολλὲς φορές, ὅμως, ἐνῶ προσευχόμεθα δὲν λαμβάνουμε, δὲν βρίσκουμε ἀνταπόκριση. Τὸ ταμεῖο τῆς χάριτος δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐκβιάσουμε. Ὁ Κύριος ἔχει στὰ χέρια Του τὸ κλειδὶ καὶ θὰ ἀνοίξει νὰ μᾶς δώσει, ὅταν πρέπει. Ἡ θεία χάρις εἶναι ἕνας πολὺ διακριτικὸς ἐπισκέπτης καὶ τὸ παραμικρὸ νὰ συμβεῖ συστέλλει τὶς ἀκτῖνες της. Αὐτὴ μᾶς σηκώνει ψηλά, μᾶς θεώνει. Μόνοι μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε ψηλά; Ὄχι! Πρέπει κάποιος ἄλλος ὑψηλότερος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς σηκώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία χάρις. Ἐὰν ποτὲ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ μποῦμε στὸν Παράδεισο, θὰ ἀπορήσουμε γιὰ τρία πράγματα:

1. Δὲν θὰ δοῦμε μέσα αὐτοὺς ποὺ περιμέναμε νὰ δοῦμε.
2. Θὰ δοῦμε αὐτοὺς ποὺ δὲν περιμέναμε νὰ δοῦμε, καί
3. Θὰ ἀπορήσουμε πῶς μπήκαμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέσα.

.                      Ὀφείλουμε, λοιπόν, νὰ συστήνουμε σὲ ὅλους νὰ μὴν χάνουν τὸν καιρό τους. Κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου πρέπει νὰ μᾶς εὑρίσκει εἴτε στὴν προσευχή, εἴτε στὴν κατὰ Θεὸ ἐργασία, σὲ διαρκῆ ἐπιδίωξη τοῦ ἁγιασμοῦ μας.
.                      Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας τρέχει. Ὅλα παρέρχονται καὶ σβήνουν. Ἕνας μόνο μένει στοὺς αἰῶνες. Ὁ Χριστός μας καὶ  μαζί του «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα Αὐτοῦ» (Α´ Ἰωάν. β´ 17). Ὁ χρόνος κυλάει, ἀλλὰ ἀφήνει πίσω τὰ σημάδια του. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς μεγαλώνει καὶ μᾶς μικραίνει. Ὅσο αὐξάνονται τὰ χρόνια τῆς γήϊνης ζωῆς μας τόσο φθίνει ὁ χρόνος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς φθείρει καὶ μᾶς ἀνακαινίζει. Φθορὰ εἶναι τὸ γῆρας, οἱ ἀσθένειες, οἱ πόνοι. Ἀνακαίνιση ἡ μετάνοια, ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» (Β´ Κορ. δ´ 16).  Γι’ αὐτὸ ἐπιγραμματικὰ ἂς τονίσουμε ὅτι τὸ χθές, ὅσο ἐπαχθὲς κι ἂν εἶναι, ὁ Χριστὸς τὸ ἀλλάζει. Τὸ σήμερα, ὅσο ἀγχῶδες καὶ  ἂν εἶναι καὶ δύσκολο καὶ ἔμπονο ὁ Χριστὸς τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀγώνα ὡραῖο, σὲ ζυγὸ χρηστὸ καὶ ἐλαφρύ. Τὸ αὔριο, ὅσο θολὸ κι ἂν εἶναι τὸ μετατρέπει Αὐτὸς σὲ ἐλπιδοφόρο. Ἂς εἴμαστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, πάντοτε κοντὰ στὸ Χριστό μας, τὴν ὄντως ἀγάπη, καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ μὴ λησμονοῦμε τὰ λόγια τοῦ Γέροντός μας, τοῦ πατρὸς Γαβριήλ, ὅτι πρέπει τὴ ζωή μας νὰ τὴν θεμελιώνουμε στὸ τρίπτυχο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ Ζῶσα πίστη, βεβαία ἐλπίδα καὶ ἐνεργὸ ἀγάπη.
.                      Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ μετανοιώσουμε. Αὐτὸς μᾶς δίνει εὐκαιρίες  ἀξιοποιήσεώς του. Ἡ κάθε εὐκαιρία, ὅμως, εἶναι  γυμνή, καὶ ἂν μᾶς προσπεράσει δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ ροῦχα της. Τρέχει πάνω στοὺς ἀδυσώπητους τροχοὺς τοῦ χρόνου, αὐτοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Πρὶν μᾶς προσπεράσει, ὅμως, μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε ἀπὸ τὰ μαλλιά. Γιὰ νὰ τὴν πιάσουμε, ὅμως, χρειάζεται ἐπαγρύπνηση, ἐγρήγορση, ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαύσουμε ἐδῶ τὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» (Α´ Κορ. β´ 9). Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.  Δὲν εἶναι εὐκαιρία ἡ καλοπέραση, οἱ ἀνέσεις, ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου, οἱ ἡδονές, τὸ καλὸ ντύσιμο. Εὐκαιρία εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ κόσμου, τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τοῦ, Κύριε, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. ϛ´ 10).
.                      Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς, καὶ ἂς μὴν ἀφήνουμε νὰ μᾶς προσπερνάει ὁ χρόνος, οἱ εὐκαιρίες τῆς σωτηρίας μας, λέγοντας «οὔπω καιρός», γιὰ νὰ μὴν μετανοιώσουμε καὶ ποῦμε «οὐκέτι καιρός», ἢ «μακάρι νὰ γυρνοῦσε ὁ χρόνος πίσω». Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. ϛ´ 2).

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

, ,

Σχολιάστε

ΓΙΑΤΙ ΒΑΠΤΙΣΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ; (Ἀρχιμ. Ἀθαν. Μυτιληναίου [†])

ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου μὲ θέμα:
«ΓΙΑΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΒΑΠΤΙΣΘΗ;»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 6-1-1991]  (Γ 126)

.                 «Ποιός εἶναι ὁ Θεός;», ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος κόσμος. «Τί εἶναι ὁ Θεός;», ξαναρωτοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Καὶ οἱ ἀπαντήσεις πολλές. Γιατί δὲν ὑπῆρχε ἀπάντησις. Ὅμως ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦὄντως ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔμενε κρυμμένος ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ἢ καλύτερα, ἡ ἁμαρτία ἐτύφλωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δῆ, ἦλθε καὶ ἔγινε φανερός. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολική του περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε, πρὸς Τίτον: «Ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἠμῶν Θεοῦ». «Ἐπεφάνη». Ἔγινε φανερή. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἐπιφάνεια». Θὰ πεῖ«φανέρωσις». Ἡ Θεοφάνεια. Θὰ πεῖ: «Φάνηκε ὁ Θεός».
.                 Πῶς «ἐπεφάνη»; Μὲ τὴν βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ, εἰς τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Μὲ πολὺ λιτὲς γραμμές, ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος μᾶς πληροφορεῖ: «Τῷ καιρῳ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ  Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ  Ἰωάννου εἰς τὸν  Ἰορδάνην. Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾽ αὐτόν· καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα». Ἔτσι ἔμαθε ὁ κόσμος, ἀγαπητοί, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι στὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ ἠκούσθη ἡ φωνή. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν γῆν. Ἀλλὰ πανταχοῦ παρών. Δὲν ἔχει ὅμως καμία σχέση μὲ τὴν κτίσιν Του ἀπὸ πλευρᾶς οὐσίας. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἡ κτίσις ὁ Θεός. Τότε ἀντελήφθησαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ λατρεύουν τὴν κτίσιν ὡς Θεόν. Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ πῆρε, προσέλαβε τὴν κτίσιν Του, δὲν ἐταυτίσθη μὲ τὴν κτίσιν Του, προσέλαβε τὴν κτίσιν Του ὑπὸ τὸ σχῆμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ ἦλθε ἀπὸ ἀγάπη πολλὴ σὲ μᾶς. Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἕνας καὶ Τριαδικός.
.                 Ὁ Πατὴρ τώρα, στὰ Θεοφάνεια, δίνει τὴ μαρτυρία Του γιὰ τὸν ἀγαπητόν Του Υἱὸν καὶ τὸΠνεῦμα τὸ Ἅγιον δείχνει ἀκριβέστατα τοῦ Ποιὸς εἶναι ὁ Υἱός. Δείχνει. Δὲν γεμίζει τὸν Ἰησοῦν, ἐννοεῖται τὴν ἀνθρωπίνη φύση, μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. Ἄπαγε. Δείχνει. Δηλαδὴ πλήρης καὶ ἐκπληκτικὴ Θεοφανεία. Ἔτσι ὁ Υἱὸς ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας συστήνει τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δείχνει τὸν Υἱὸν κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Πατρός.
.                 Ἔτσι ὁ κόσμος ἔμαθε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ποὺ μποροῦσε τώρα νὰ Τὸν λατρεύει καὶ νὰ Τὸν προσκυνᾶ. Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀποκάλυψις στὴν ἀνθρωπίνη Ἱστορία, ποὺ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Δημιουργό Του. Ἡ πιὸ μεγάλη ἀποκάλυψις. Βέβαια εἶναι ἀληθὲς ὅτι πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἀπεκαλύφθη, ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι εἰς τὸν Ἀβραὰμ στὸ Σινὰ καὶ στὴ βάτο εἶναι ὁ Λόγος, ὅμως συσκιασμένα. Ἐδῶ ἔχομε μὲ σαφήνεια τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα ὅταν ὁ Εἷς τῆς Τριάδος, παίρνοντας τὴν ἀνθρωπίνη μορφή, τὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ἦλθε ἀνάμεσά μας κατὰ ἕναν ἀνείπωτα καταπληκτικὸ τρόπο.
.                 Πλάι ὅμως σὲ αὐτὴν τὴν μεγαλειώδη ἀποκάλυψη, γιατί ἔρχεται, ὅπως σᾶς εἶπα, ὁ δεύτερος τῆς Τριάδος, νὰ βαπτισθῆ εἰς τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἔχομε καὶ πλῆθος ἄλλες ἀποκαλύψεις. Ὥστε νὰἐρωτοῦμε, γιατί ἦρθε ὁ δεύτερος τῆς Τριάδος νὰ βαπτισθεῖ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν; Οἱ Πατέρες, ἀγαπητοί μου, ἀναφέρουν ἀρκετοὺς λόγους ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἐβαπτίσθη εἰς τὸν Ἰορδάνη. Βέβαια ἕνας, ὄχι, θὰ λέγαμε, κατ’ ἀξίαν πρῶτος, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς πῶ κατ’ ἀξίαν πρῶτος, δεύτερος, ἁπλῶς μερικούς, δύο, τρεῖς, τέσσερις λόγους νὰ σᾶς ἀναφέρω. Ἦλθε γιὰ νὰ καθαρίσει ἐμένα τὸν ἄνθρωπο. Βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, «οὐχ ὡς Αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν». Δὲν  ἦρθε, ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νὰ καθαρισθῆ, ἀλλὰ οἰκειώθηκε τὴν δική μου τὴν κάθαρσιν. Καὶ ἐπῆρε τὸ λουτρὸν τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν Ἰορδάνη ποταμό.
.                 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν βάπτισμα μετανοίας. Ἔχομε τρία βαπτίσματα. Εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἦταν τρόπον τινά, σὰν διδασκαλία, ἐννοεῖται τῶν Ραβίνων, ὑποχρεωτικό, προκειμένου κάποιος νὰ φάει. Θυμηθεῖτε ποὺ εἶπαν στὸν Κύριον οἱ Φαρισαῖοι γιὰ τοὺς μαθητάς: «Γιατί οἱ μαθηταί σου μὲ ἄπλυτα χέρια τρῶνε τὰ στάχυα, τρίβοντάς τα μὲ τὰ χέρια τους;». Οἱ Ἑβραῖοι, σημειώνει ἐκεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν κάθονται νὰ φᾶνε, ἐὰν δὲν πλυθοῦν ἐάν, ἐάν, ἐάν… Ἦταν ὁ βαπτισμὸς ὁ ἰουδαϊκός. Εἶναι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, βάπτισμα μετανοίας. Καὶ τὸ βάπτισμα τὸ χριστιανικό, ποὺ εἶναι βάπτισμα συγχωρήσεως καὶ υἱοθεσίας καὶ μετοχῆς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
.                 Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἐβαπτίσθη ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου, τὸ μεσαῖον βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα τοῦἸωάννου, τὸ ὁποῖον ἦταν βάπτισμα μετανοίας. Ἀλλὰ πῶς ἐγίνετο; Ἐβυθίζετο ὁ βαπτιζόμενος, ἔμενε βυθισμένος μέσα εἰς τὸ νερὸ καὶ ἔλεγε τὶς ἁμαρτίες του. Γι᾽ αὐτὸ σημειώνει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος. Ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ νερό. Δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸνερό. Ἀλλὰ ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ νερό. Δηλαδὴ δὲν ἦταν βυθισμένος εἰς τὸ νερό, ὅπως ἦσαν οἱ ἄλλοι. Γιατί; Δὲν εἶχε ἁμαρτίες. Ἦρθε τὶς δικές μου τὶς ἁμαρτίες νὰ συγχωρήσει. Ἦρθε ἐμένα νὰ καθαρίσει, ἐμένα τὸν ἄνθρωπο. Γι᾽αὐτὸ λέγει αὐτὸ τὸ «εὐθύς», ἀμέσως ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν δρόμο στὸ δικό Του τὸ βάπτισμα, δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς παρέδιδε, καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι βάπτισμα, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀφέσεως ἁμαρτημάτων, τόσο τοῦ προπατορικοῦ, ὅσο καὶ τῶν προσωπικῶν μας ἁμαρτημάτων.
.                 Ἀκόμη, ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος εἰς τὸν Ἰορδάνη ποταμό –ἕνας ἀκόμη λόγος–, γιὰ νὰ συντρίψει τὶς κεφαλὲς τῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, μέσα εἰς τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Ἴσως φαίνεται περίεργο αὐτό. Ἡ κτίσις, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἔγινε χάριν τοῦ ἀνθρώπου, παρεχωρήθη στὴν ἐξουσία τοῦ Σατανᾶ, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπὸ τὸν Παράδεισον προσεκύνησε τὸν διάβολον· διότι ἔκανε τὸ θέλημά του. Ἔκτοτε ἡ κτίσις εἶναι δαιμονοκρατουμένη.
.                 Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ ἁγιάση τὴν κτίσιν, μέσα εἰς τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Εἶναι δὲἐκπληκτικόν, ὅτι τὸ νερὸ ἐδῶ εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸ ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Θέλετε νὰ σᾶς πῶκάτι; Ὅσοι μπορεῖτε νὰ τὸ συλλάβετε αὐτό. Εἶναι ἐκπληκτικὸν διότι… βέβαια ἡ θεολογία τοῦ νεροῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθυτάτη, τώρα ἐδῶ μόνον ἕναν λόγο σᾶς λέγω, ποὺ τὸ νερὸ εἶναι H20, ὑδρογόνο δύο, ὀξυγόνο. Τὸ ὑδρογόνο ὅμως εἶναι τὸ πρῶτο στοιχεῖο, ποὺ ὅταν τοῦ προστίθενται πρωτόνια εἰς τὸν πυρήνα του, γίνεται δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, πεντηκοστόν, ἐνενηκοστὸν τόσο…στοιχεῖον. Ὅλη ἡ κτίσις, ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, εἶναι, ἂς τὸ ποῦμε, ἔτσι χοντρικὰ χοντρικά, ὄχι ἐπιστημονικά, ἐπανάληψις τοῦ ἀτόμου τοῦ ὑδρογόνου. Συνεπῶς τὸ ὑδρογόνο θὰ μποροῦσε νὰκαυχηθῆ ὅτι εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία. Αὐτὸ δὲ τὸ ὑδρογόνο ἔγινε ἀπὸτὴν ἐνέργεια τοῦ φωτός! Ἐκπληκτικόν! «Εἶπεν ὁ Θεὸς καὶ ἐγένετο φῶς». Πρῶτα τὸ φῶς. Μετὰ τὸὑδρογόνο. Μετὰ ὅλη ἡ κτίσις. Ἔτσι λοιπὸν εἶναι, τρόπον τινά, βρίσκεται νὰ ἐκπροσωπῆ τὴν κτίσιν τὸ ὑδρογόνο· τὸ ὁποῖον ἄφθονο βρίσκεται μέσα στὸ νερό.
.                 Ἔτσι, ἁγιάζει ὁ Χριστὸς τὸ νερό, τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, δηλαδὴ ἁγιάζει ὁλόκληρη τὴν κτίσιν! Καὶ ἁγιάζοντάς την, διώχνει τοὺς δαίμονες, ποὺ ἐδαιμονοκράτουν τὴν κτίσιν. Γι᾽ αὐτὸ γράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος, στὸν σημερινὸ Κανόνα, ποὺ ἀκούσαμε στὸν Ὄρθρον, στὸ πρῶτο τροπάριο τῆς πρώτης ᾨδῆς: «Καὶ δρακόντων κεφαλὰς ἐμφωλευόντων, διαθλάττει, ῥείθροις Ἰορδάνου». «Καὶ τὰκεφάλια τῶν δρακόντων, τὰ σπάζει, στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου». Τύπος δὲ τῶν δαιμονικῶν κεφαλῶν ἦσαν οἱ καταποντισθέντες Αἰγύπτιοι στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Οἱ Αἰγύπτιοι, μεταφορικῶς, συμβολικῶς, θεωροῦνται ὅτι εἶναι τὸ κράτος καὶ τῆς σκιᾶς τοῦ θανάτου, τὸ κράτος τοῦ Ἅδου, οἱ δαίμονες. Προσέξτε· δὲν εἶναι οἱ Αἰγύπτιοι οἱ δαίμονες. Προσέξτε, μὴν τὸ μπερδέψετε, τύπος εἶναι. Ὅταν πῆγαν νὰ περάσουν κι αὐτοὶ καὶ ἐπνίγησαν. Ἔτσι ὁ Ψαλμωδὸς λέγει στὸν 73ον Ψαλμόν: «Σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος -Ποιῶν δρακόντων; Μεταφορικῶς. Τῶν Αἰγυπτίων, πού, τρόπον τινά, ἀντιπροσωπεύουν τοὺς δαίμονες-. Σὺ συνέθλασας –εὐθὺς παρακάτω– τὴν κεφαλὴν τοῦδράκοντος». Γιατί πρῶτα ἀκολουθεῖ πληθυντικὸς καὶ μετὰ ἑνικός; Διότι εἶναι οἱ δαίμονες καὶ ἑνικὸς εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ἕνας, ὁ ἀρχηγός.
.                 Γι᾽αὐτό, ἀγαπητοί μου, δυνάμει τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ μας στὸν Ἰορδάνη, σὲ κάθε βάπτισι πιστοῦ λέγονται εὐχές. Ὅπως καὶ στὸν ἴδιον τὸν ὑπὸ βάπτισιν, λέγονται ἀφορισμοί, δηλαδὴ νὰφύγουν οἱ δαίμονες ποὺ τυχὸν ἐμφωλεύουν μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ὕπαρξι, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ὕδατος, προκειμένου νὰ γίνη ἡ βάπτισις. Ἀκοῦστε τί λέγει μία εὐχή. Δυστυχῶς ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ νὰ σᾶς κάνω πιὸ πολλὴ ἀνάλυση. Ἀνάγνωση θὰ σᾶς κάνω: «Σὺ καὶ τὰ Ἰορδάνια ῥεῖθρα ἡγίασας, οὐρανόθεν καταπέμψας τὸ Πανάγιόν σου Πνεῦμα, καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων. Αὐτὸς οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ –θὰ τ’ ἀκούσετε καὶ στὴν ἀκολουθία τῆς Βαπτίσεως [ποὺ θὰ ἀκολουθήση τώρα ἐδῶ]– πάρεσο καὶ νῦν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο…».  «Συντριβήτωσαν –λέει ὁ ἱερεὺς– ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ τιμίου Σταυροῦ Σου (:μὲ τὸ σημάδι τοῦ Σταυροῦ) πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις – οἱ δαίμονες-. Ὑποχωρησάτωσαν ἡμῖν (: ἂς ὑποχωρήσουν σὲ μᾶς) πάντα τὰ ἐναέρια καὶ ἀφανῆ εἴδωλα, καὶ μὴὑποκρυβήτω τῷ ὕδατι τούτῳ δαιμόνιον σκοτεινόν (:καὶ νὰ μὴν κρυφτεῖ δαιμόνιο σκοτεινὸ κάτω ἀπὸτὸ νερὸ – ἐκεῖνο τὸ «ὑπο-κρυβήτω». Δηλαδὴ στὴν κτίσιν, μὲ ἄλλα λόγια)».Ἔτσι, ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν Ἰορδάνη νὰ ἁγιάσει τὴν κτίσιν, ἀφοῦ θὰ συνέτριβε τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων καὶ τὴν κεφαλὴν τοῦμεγάλου δράκοντος, τοῦ Διαβόλου.
.                 Ὁ Χριστός, ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, μέσα στὸν Ἰορδάνη, ἀπέκτεινεν τὴν ἔχθραν μεταξὺ Θεοῦκαὶ ἀνθρώπου. Λέγει πάλι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος στὴν 5η ᾨδή του, στὸν εἱρμό: «Ἰησοῦς, ὁζωῆς ἀρχηγὸς λύσαι τὸ κατακρίμα ἥκει Ἀδὰμ τοῦ πρωτοπλάστου, καθαρσίων δὲ ὡς Θεὸς μὴ δεόμενος (:ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ καθαριστεῖ), τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ (:ἔρχεται νὰκαθαρίσει αὐτὸν ποὺ ἔπεσε, νὰ τὸν καθαρίσει στὸν Ἰορδάνη), ἐν ᾧ( :ἐν τῷ ὁποίῳ Ἰορδάνη) τὴν ἔχθραν κτείνας».  «Ἀπέκτεινε τὴν ἔχθραν»·  γι᾽ αὐτὸ λέγεται ὅτι ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς εἶναι ὁ τάφος τῆςἔχθρας, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ὁ Ἰορδάνης θανάτωσε τὸν θάνατον. Ἐρωτᾶ κάποιος ἐκ τῶν Πατέρων: «Πῶς μὲν ὁ Παῦλος εἶπεν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέκτεινεν τὴν ἔχθραν ἐν τῷ Σταυρῷ; Ὁ δὲμελωδὸς λέγει ἐδῶ ὅτι ἀπέκτεινεν αὐτὴ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ». Ὁ Παῦλος λέγει «ἀπεκτάνθη», σκοτώθηκε ἡἁμαρτία, ἡ ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό, «στὸν Σταυρό». Ἐδῶ ὁ μελωδὸς λέγει «στὸποτάμι». Τί συμβαίνει; Βέβαια, θὰ λέγαμε, ὁ Χριστὸς ἔλυσε τὴν ἔχθραν, μὲ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του. Ὅπως μὲ τὴ σύλληψίν Του, τὴν γέννησή Του, τὴν βάπτισή Του, τὴν Σταύρωσή Του, τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σταθμοὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας Του, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ τὰ μυστήρια, ποὺ ὅλα αὐτὰ ἀπέκτειναν τὴν ἔχθραν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό· καὶ τὰὁποία ἀποτελοῦν, κατὰ τὸν ἅγιον Νικόλαο Καβάσιλα, τὰ «ποιητικὰ τῆς σωτηρίας μας». Ἐκεῖνα τὰὁποῖα συντελοῦν στὴ σωτηρία μας.
.                 Καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Τοῦτο γινώσκοντες (:αὐτὸ νὰ ξέρετε) ὅτι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος συνεσταυρώθη –ποῦ συνεσταυρώθη; –  ἐν τῷ βαπτίσματι» -λέει ὁ Παῦλος- τῷ Χριστῷ». Συνεσταυρώθη μὲ τὸν Χριστό, μέσα εἰς τὸ βάπτισμα. Γι᾽ αὐτὸ γίνεται μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦΧριστοῦ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν βάπτισή Του. Γι᾽αὐτὸ καὶ ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Σταυρὸν τὸ βάπτισμα ὀνομάζει». Τὸ βάπτισμα λοιπὸν εἶναι σταυρός. Καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἰκονίζεται μυστικῶς εἰς τὸ Βάπτισμα. Σταυρὸς καὶ Βάπτισμα οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνα. Καὶ ἐκφράζουν τὴν ἴδιαν ἀλήθεια. Σταυρὸς καὶΒάπτισμα. Ἕνα εἶναι.
.                 Ἀκόμη, Αὐτὸς ὁ Κύριος, ὅταν μπῆκε εἰς τὸ ποτάμι, γίνεται ὁ μεσίτης δύο διεστώτων ὀχθῶν. Ἡ μία ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ ἡ ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Ἡ μία ἀπὸ δῶ, ἡ ἄλλη ἀπὸ κεῖ. Ὁ Θεὸς καὶ οἱἄνθρωποι. Μπαίνει στὴ μέση στὸ ποτάμι καὶ ἑνώνει τὰ διεστῶτα. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέγεται μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι ἐκπληκτικόν. Τὸ ποτάμι λοιπὸν τοῦ Ἰορδάνου εἶναι τύπος διαστάσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς ὁ μεσίτης. Προτύπωσις, ἀγαπητοί μου, αὐτοῦ τοῦ πράγματος εἶναι ἡμηλωτὴ τοῦ Ἠλία, ἡ προβιὰ ποὺ φοροῦσε ὁ Ἠλίας, τὴν ὁποία ἔριξε εἰς τὸν Ἐλισσαῖον, ἀναλαμβανόμενος εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκεῖνος ἐκτύπησε τὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου κι ἔγινε ξηρά. Καὶπέρασε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἐλισσαῖος. Ἡ μηλωτὴ τοῦ Ἠλία εἶναι τύπος τῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώνει τὶς δύο ὄχθες, τὶς δύο πλευρές. Τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
.                 Ἀκόμη, γιατί ἐβαπτίσθη ὁ Χριστός; Γιὰ νὰ «πληρώσει» τὸν νόμον. «Πληρῶ» θὰ πεῖ «γεμίζω», δηλαδὴ «ὁλοκληρώνω, πραγματοποιῶ, δὲν ἀφήνω τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔχω πραγματώσει». Ὁ ἴδιος ὁΘεὸς ἔδωσε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου· ἔπρεπε λοιπὸν καὶ ὁ Ἴδιος ὡς ἄνθρωπος, νὰ τηρήςῆ τὸν νόμον, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦρθε νὰ βαπτισθῆ. Μᾶς σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τότε παραγίνεται ὁἸησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾽ αὐτοῦ. ὁ δὲἸωάννης διεκώλυεν (:τὸν ἐμπόδιζε) αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; (:Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα, κι ἐσὺ ἔρχεσαι σὲ μένα;) ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἅφες ἄρτι (: Ἄστο τώρα αὐτό)· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην». «Δικαιοσύνη» θὰ πῆ «ὅλος ὁ νόμος». «Πρέπει νὰ ἐκπληρώσουμε ὅλο τὸν νόμον». Καὶμὲ τὴν ἐκπλήρωσι τοῦ παλαιοῦ νόμου στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπάλλαξε τοῦτελετουργικοῦ νόμου, τῆς Παλαιᾶς, δηλαδή, Διαθήκης, ἀφοῦ πλέον ἡ δικαίωσις, δηλαδὴ ἡ σωτηρία, δὲν γίνεται μὲ τὴν ἐκπλήρωσι πλέον τοῦ νόμου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς πίστεως. Φύγαμε ἀπὸ τὴδιαθήκη τοῦ νόμου καὶ περάσαμε στὴ διαθήκη τῆς πίστεως.
.                 Θέλετε ἀκόμη; Κι ἄλλοι, κι ἄλλοι πολλοὶ λόγοι. Ἀλλὰ ἐπιτρέψατέ μου ἕναν ἀκόμη λόγο, ὅσο μᾶς παίρνει ὁ καιρός. Ἕνας σημαντικότατος. Εἶναι ὅτι ἡ φανέρωσις ὅλου του Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦγιὰ πρώτη φορά, ὅπως σᾶς εἶπα ἤδη εἰς τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ὁμιλίας, στὴν Ἱστορία τῆς κτίσεως, κατὰἕναν τρόπο ἐναργῆ, φανερό, καθαρό, ἀλλὰ μποροῦμε κάτι ἀκόμη νὰ ποῦμε, ποὺ ἀφορᾶ σέ μᾶς. Τὸτρίτο τροπάριο τῆς 8ης ᾨδῆς τοῦ ἰδίου ὑμνογράφου, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, λέγει: «Τριάδος ἡ φανέρωσις, ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν (:Ἔγινε ἡ φανέρωση τῆς Τριάδος)· αὕτη γὰρ ὑπέρθεος φύσις –ἄλλη φορά, νὰἐξηγήσωμε τί θὰ πῆ «ὑπέρθεος φύσις»-, ὁ Πατὴρ ἐφώνησεν (:μίλησε). Οὗτος ὁ βαπτιζόμενος, Υἱὸς ὁἀγαπητός μου, τὸ Πνεῦμα συμπαρῆν τῷ ὁμοίῳ». Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦτο συμπαρόν, μαζὶ παρόν, μὲ τὸν ὅμοιό Του, δηλαδὴ τὸν Υἱόν. Κ.λπ.
.                 Στὸ πρῶτο δὲ τροπάριο τῆς Α΄ ᾨδῆς λέει: «Ἀδὰμ τὸν φθαρέντα ἀναπλάττει, ρείθροις Ἰορδάνου» (:Ἀναπλάττει τὸν φθαρέντα Ἀδάμ, εἰς τὰ ποταμάκια τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ)».
.                 Ἔχομε λοιπὸν ἐδῶ τὴν φανέρωση τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀναπλάση τὸν ἄνθρωπο, πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιούργημα εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Ἔρχεται ὁ ὅλος Θεὸς νὰ ἀναπλάση τὸν ἄνθρωπο. Γιατί; Γιατί ὁ ὅλος Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Τί εἶπε; «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν». «Ποιήσωμεν». «Νὰ κάνωμε ἄνθρωπο». Καὶ ρωτάει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμᾶς: «Τίνος δὲ ἕνεκεν τοῦ ἀνθρώπου πλαττομένου τε καὶ ἀναπλαττομένου τὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος φανεροῦται μυστήριον;». «Ποιός ὁ λόγος ποὺ φανερώνεται ἡ Ἁγία Τριάς, τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δημιουργῆται καὶἀναδημιουργῆται τώρα, τότε εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ τώρα εἰς τὸν Ἰορδάνην;». «Διότι –ἀπαντάει ὁ ἴδιος Πατήρ– ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄχι μόνον μύστης καὶ προσκυνητὴς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶὁ ἀποκλειστικὰ μόνος δική της εἰκόνα». «Ὁ ἄνθρωπος ἀποκλειστικὰ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἀποκλειστικά. Γιατί; Διότι τὰ ζῶα δὲν διαθέτουν οὔτε λόγον, οὔτε νοῦν. Καὶ τὴ ζωὴ ποὺ ἔχουν, εἶναι ζωὴ ζωική, ὄχι ζωὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὕστερα οἱ ἄγγελοι, ὁ ἀγγελικὸς κόσμος, ὁμοίως καὶ τὸ ἴδιο. Ἔχουν νοῦν καὶ λόγον, ἀλλὰ δὲν ἔχουν σώματα, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦν ἀπὸτὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Μόνος ὁ ἄνθρωπος ἔχει ζωοποιήση ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ παίρνει τὴ ζωή του, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ζώων. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁνοῦς καὶ ὁ λόγος. Τρία λοιπὸν στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δίδει, ἀνακλοῦν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
.                 «Ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πνεῦμα ζωοποιοῦν –λέγει γιὰ τοὺς ἀγγέλους ὁ ἅγιος Γρηγόριος– ἐπεὶ μηδὲσῶμα τὸ παρ᾽ αὐτοῦ ζωοποιούμενον». Δὲν ἔχουν σῶμα οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. Ἔτσι λοιπόν: «Ἄνθρωπος –λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος– μόνος, μοναδικότατος μόνος κατ’ εἰκόνα τῆς Τρισυποστάτου φύσεως νοῦν ἔχει καὶ λόγον καὶ πνεῦμα τοῦ σώματος ζωοποιοῦν». Νοῦς ὁ Πατήρ, Λόγος ὁ Λόγος καὶ Πνεῦμα τὸΠνεῦμα τὸ Ἅγιον. Νὰ λοιπὸν ὁ ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς ποὺ ἔρχεται, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Του καὶ ἀνακλᾶ τώρα ἡ εἰκόνα τὸ πρωτότυπον, διότι πράγματι ἡ φανέρωσι τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ἀρχέτυπον, τὸ ὁποῖον ἀναπλάττει τὸν κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργηθέντα ἄνθρωπον. Τὸ πρῶτον καὶ τὸ μεγάλο εἶναι αὐτό. Εἶναι κι ἄλλα πολλά.
.                 Ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας πρὸ τόσο μεγάλων γεγονότων, ἔκθαμβη ἀναβοᾶ: «Ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν (:ὅσα ἤθελε, ἔκανε)». Καὶ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; (:Ποιός ἄλλος θεὸς εἶναι μεγάλος, ὅπως εἶναι ὁΘεός μας;)». «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». Ναί, ἀγαπητοί μου· κι ὁ πιστὸς διαισθανόμενος τὸ μυστήριον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, διαρκῶς δοξάζει τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεὸν ποὺ ἐργάστηκε τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐπάνω εἰς τὴν Γῆ.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ  μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο, μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

ΠΗΓΗ: augoustinos-kantiotis.gr

, , , , , ,

Σχολιάστε