Ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ πάθους στὸν θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως
Ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
. Συνηθισμένο φαινόμενο στὴν κοινωνία μας εἶναι ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Τὴν συναντοῦμε σ’ ὅλους τοὺς κοινωνικοὺς ἱστούς, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὰ ἀδέρφια, στὸ σχολεῖο, στοὺς φίλους, στὴν ὑπηρεσία, στὰ νοσοκομεῖα, παντοῦ. Βλέπουμε παιδιὰ ἀχάριστα πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀδελφοὺς πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους, μαθητὲς πρὸς τοὺς διδασκάλους, φίλους πρὸς φίλους, ὑπάλληλους πρὸς συναδέλφους, πρώην ἀσθενεῖς πρὸς θεράποντες γιατρούς, κλπ. Εἶναι ἀνίατη ἀσθένεια ἡ ἀγνωμοσύνη, εἶναι ἡ λέπρα τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι, δὲν μᾶς ξενίζει, ἂν καὶ μᾶς πληγώνει, καὶ ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε ὁ Χριστός μας, ὅπως πλήγωσε καὶ Ἐκεῖνον, ποὺ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ´ 17).
. Ἂν στὴν θέση τῶν ἐννέα ἀχάριστων λεπρῶν προβάλλουμε τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουμε ὁμοιότητα μεγάλη μὲ αὐτούς. Μπορεῖ νὰ μὴν πάσχουμε ἀπὸ σωματικὴ λέπρα, ὅμως, πάσχουμε ἀπὸ πνευματική, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἀδυναμίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἐγωϊσμοί μας. Ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ζήτησαν οἱ δέκα λεπροί, κτυποῦμε τὴν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, ἐκλιπαροῦμε τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, ἀλλὰ ὅταν εὐεργετηθοῦμε καὶ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς εὐχαριστίας, τότε ὄχι μόνο δείχνουμε ἀχαριστία, ἀλλὰ τὶς περισσοτερες φορὲς ἐχθραινόμαστε καὶ τὸν εὐεργέτη μας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι, «οὐδεὶς ἀχαριστότερος τοῦ εὐεργετηθέντος».
. Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα, μὲ τὰ πάμπολλα προσωπικά, οἰκογενειακά, συζυγικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, κτυποῦμε κάποτε τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ μας καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντάει πρόθυμα, ἀφοῦ μᾶς εἶπε: «Κρούετε καὶ ἀνοιγήσετε» (Ματθ. ζ´ 7). Μᾶς ἀπαντάει, ὅμως, μὲ ἕναν δικό του τρόπο, τὸν τρόπο τοῦ συμφέροντος τῶν καρδιῶν μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν γνωρίζουμε τὸ συμφέρον μας. Ἀλλὰ ἐρχόμενοι σὲ ἐπίγνωση νιώθουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας καὶ οἱ καρδιές μας πλημμυρίζουν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, τὰ μάτια μας ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ζωή μας ἀπὸ δύναμη γιὰ συνέχιση τοῦ ἀνηφορικοῦ μας Γολγοθᾶ. Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας εἶναι ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης μόλις ἱκανοποιήσουμε τὰ αἰτήματά μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ κοντά Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε μόνο ὅταν κάποιο ἄλλο πρόβλημα παρουσιασθεῖ δυσεπίλυτο γιὰ ἐμᾶς. Τὸ «εὐχαριστῶ», ὅμως, τὸ ξεχνοῦμε. Ζητοῦμε τὶς εὐεργεσίες λησμονοῦμε ὅμως τὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δοξολογίες. Τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ τὶς δεχόμαστε καθημερινὰ χωρὶς νὰ τὶς σχολιάζουμε. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες, καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη, ἡ κοινωνικὴ σταθερότητα, ἡ ἐλευθερία τῶν πράξεών μας καὶ τῆς φιλτάτης πατρίδας μας καὶ τόσες ἄλλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς ἀγγίζουν. Οἱ εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς, ἄλλες φανερὲς καὶ ἄλλες ἀφανεῖς εὐεργεσίες εἶναι ἄπειρες. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα ἐπαναλαμβάνοντας τὴν εὐχὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία «Εὐχαριστοῦμέν Σοι ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν Σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», ὅπως ὁ λέπρος Σαμαρείτης. Νὰ εὐχαριστοῦμε πρῶτα τὸν Θεό μας, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει κάνει. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ κατοικοῦμε μέσα στὴν ἀπείρου κάλλους φύση μὲ τὰ δένδρα, τὰ πουλιά, τὶς λίμνες, τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τὸν ἥλιο ποὺ θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ φωτίζει τὴν γῆ μας. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐπίσης ἀνθρώπους γύρω μας νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς φροντίζουν. Κυρίως νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό, τὸν ὁποῖο λαμβάνουμε στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
. Μετὰ τὸν Θεό μας ὀφείλουμε νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας γιὰ ὅ,τι καλὸ μᾶς κάνουν. Γιὰ τὴν παραμικρὴ ἐξυπηρέτησή μας, γιὰ τὸν καλό τους λόγο, γιὰ τὶς προσφορές τους σὲ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη τους. Σὲ ὅλους νὰ λέμε «εὐχαριστῶ», γιατί ἡ ἀχαριστία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ εὐγνωμοσύνη σώζει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν λαϊκὸ μύθο μὲ τὸ μερμήγκι καὶ τὸ περιστέρι καὶ ἂς παραδειγματισθοῦμε:
. Μιὰ φορὰ ἕνα μερμήγκι μπῆκε σὲ ἕνα θερισμένο χωράφι καὶ βρῆκε πολλοὺς σπόρους. Ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ καὶ δίψασε. Κατέβηκε τότε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν φουσκωμένο κι ὅπως ἔσκυψε γιὰ νὰ πιεῖ, τὸ παράσυρε τὸ νερὸ καὶ τὸ πήγαινε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν θάλασσα.
-Βοήθεια! Βοήθεια! Ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ καημένο, ἐνῶ ἀγωνιζόταν νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀφρό, γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει.
. Ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ μερμηγκιοῦ ἕνα περιστέρι καὶ πέταξε στὸ πιὸ λεπτὸ κλαρὶ μιᾶς κλαίουσας ἰτιᾶς, ποὺ φύτρωνε πλάϊ στὸ ποτάμι. Ἄρχισε νὰ χοροπηδάει πάνω κάτω.
. Μὲ τὸ χοροπηδητὸ τὸ κλαρὶ βούτηξε στὰ νερὰ καὶ τινάχθηκε πάλι ἐπάνω. Σὲ ἕνα του φύλλο μπόρεσε νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ μερμηγκάκι καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάσει σφιχτά. Στὸ μεταξὺ τὸ περιστέρι ἄνοιξε τὶς φτεροῦγες του καὶ πέταξε στὴν φωλιά του. Τὸ κλαδὶ δὲν ξαναβούτηξε στὸ νερό. Σώθηκε τὸ μερμήγκι.
. Πέρασαν μέρες ἀπὸ τότε. Ἕνα πρωϊνὸ τὸ μερμήγκι εἶδε πάνω σὲ ἕνα πλατάνι τὸ περιστέρι νὰ παίζει μὲ τὸ ταίρι του. Σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν δουλειά του, νὰ τὸ χαρεῖ. Φαινόταν πολύ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο. Σκύβοντας, ὅμως, νὰ ξαναπιάσει τὸν σπόρο ποὺ κουβαλοῦσε, γιὰ νὰ τὸν πάει στὴν φωλιά του, εἶδε ἕνα κυνηγό, νὰ σημαδεύει τὰ δύο περιστέρια. Ἄφησε κάτω τὸ πολύτιμο φορτίο του, τὸν ζύγωσε καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ πάνω μέρος τῆς μπότας του, πῆρε μιὰ βουτιὰ στὸ ἐσωτερικό της φτάνοντας μέχρι τὴν φτέρνα του. Λίγο ἂν κουνοῦσε τὸ πόδι του ὁ κυνηγὸς μποροῦσε καὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσει, νὰ τὸ λιώσει. Μὰ πρόλαβε καὶ τοῦ πάτησε μιὰ δαγκωνιά… Παναγίτσα μου! Φώναξε μὲ πόνο ὁ κυνηγός. Τρόμαξαν ἀπὸ τὴν φωνὴ τὰ δύο περιστέρια. Ἄνοιξαν τὶς φτεροῦγες τους καὶ τράβηξαν γιὰ τὴν φωλιά τους. Τί ὡραῖο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σωτήρα μας, ὅπως τοῦ μερμηγκιοῦ πρὸς τὸ περιστέρι. Εἶναι εὐγνωμοσύνη σωτήρια.
Ἄλλη σπουδαία ἱστορία εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι ἡ ἑξῆς: Κάποιος Ρωμαῖος δοῦλος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδροκλῆς βασανιζόταν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀφεντικό του, γι’ αὐτὸ καὶ δραπέτευσε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Μιὰν ἡμέρα μπῆκε μέσα στὸ σπήλαιο ἕνα λιοντάρι κουτσαίνοντας καὶ ὑποφέροντας ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Εἶχε μπεῖ στὸ πόδι τοῦ δυστυχισμένου ζώου ἕνα ἀγκάθι καὶ δὲν τὸ ἄφηνε νὰ περιπατήσει. Ὁ Ἀνδροκλῆς τὸ ἐννόησε καὶ σκύβοντας πάνω στὸ θηρίο τοῦ ἔβγαλε τὸ ἀγκάθι. Αὐτὸ ἀμέσως κυλίσθηκε μπροστά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ τοῦ ἔγλυφε τὰ πόδια. Μετὰ ἀποχώρησε καὶ ἄρχισε μὲ χαρὰ νὰ τρέχει στὴν ἔρημο.
. Ὁ Ἀνδροκλῆς βγαίνοντας ἀπὸ τὴν σπηλιά του ἀργότερα, γιὰ νὰ μαζέψει χόρτα, αἰχμαλωτίσθηκε πάλι ἀπὸ κάποιον Ρωμαῖο στρατιώτη. Στὴν ἀνάκριση ὁμολόγησε ὅτι εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ καταδικάσθηκε σὰν φυγάδας νὰ ῥιφθεῖ στὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς παραδειγματισμὸ καὶ τέρψη τοῦ λαοῦ. Στὸ ἀμφιθέατρο ξαπολύθηκε ἐναντίον του ἕνα λιοντάρι πεινασμένο, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀνδροκλῆ. Ὅταν τὸ θηρίο εἶδε τὸν εὐεργέτη του, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξει κυλίσθηκε στὰ πόδια του καὶ δὲν τὸν πήραξε καθόλου. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καλλιγούλας, συγκινήθηκε τότε καὶ χάρη στὰ αἰσθήματα τοῦ ζώου ἐλευθέρωσε τὸν Ἀνδροκλῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε κάνει τὸ καλὸ χωρὶς νὰ περιμένει ἀνταπόδοση. Τὸ λιοντάρι ἤξερε νὰ εὐγνωμονεῖ.
. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θηρία ἔχουν καταγραφεῖ νὰ εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφαντας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε τὸν ἀφέντη του νεκρὸ ὅρμησε καὶ μὲ τὴν προβοσκίδα του τὸν ἔβαλε στὴν πλάτη του καὶ πατώντας σὲ φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα του στὴν πύλη τῆς πόλεως.
. Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, μιὰν ἡμέρα εἶδε σὲ ἕνα δάσος ἕνα λιοντάρι νὰ τὸ περισφίγγει ἕνα τεράστιο φίδι. Ἀμέσως ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ σκότωσε τὸ φίδι. Τὸ λιοντάρι τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ὁ εὐεργέτης σου ἐπιβιβάσθηκε. Αὐτὸ μὴ μπορώντας νὰ ἐπιβιβασθεῖ, γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ συνοδοὶ τοῦ εὐπατρίδη, ἀκολούθησε τὸ πλοῖο κολυμβώντας μέχρι ποὺ πνίγηκε. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο εὐγνωμονα αἰσθήματα δείχνουν καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἄγρια ζῷα!
Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ
. Ἐμεῖς, ἂν καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία ἀπέναντί Του, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα, τὴν ὁποία Ἐκεῖνος βδελύσσεται. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας ὁ Θεός μας, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση εὐχαριστίας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς λέγοντας; “Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;” (Λουκ. ιζ´ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ 12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
. «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
. Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα; Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Πραγματοποίησες τὸν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἡσ. νγ´ 4). Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο! Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴν δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι. Καὶ στὴν θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴν σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ. Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸν Θεό.
Τὰ ἄχραντα πάθη
. Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἀγνώμονες ὁ Χριστός μας ὑπέμεινε φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐπώδυνο σταυρὸ μέχρι θανάτου. Αὐτὸν τὸν θάνατο ποὺ δέχεται πυρὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀφοῦ ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συγκεντρώνει τὰ πυρὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, αὐτῶν ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν τὶς μοναδικές της ἀλήθειες.
. Στὴν ἀπορία τῶν ἀπίστων ἂν ὁ Χριστός μας πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ναί, ὁ Χριστός μας πέθανε καὶ δὲν εἶχε ταφεῖ σὲ κατάσταση νεκροφάνειας. Καὶ ἐξηγούμεθα. Πρὶν τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ προηγήθηκε τὸ πάθος Του, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐξαντλητικὸ καὶ ἐπώδυνο.
* Δέχθηκε ραπίσματα, κολαφισμοὺς καὶ φραγγέλωμα, δηλαδὴ μαστίγωμα μὲ λουριά, στὴν ἄκρη τῶν ὁποίων εἶχαν δέσει σιδερένια ἢ κοκκάλινα βαρίδια ἢ ἀκόμη καὶ ἀγκίστρια, ὥστε μὲ τοὺς δαρμοὺς νὰ ἀπογυμνώνονται οἱ σάρκες ἀπὸ τὸ δέρμα καὶ αὐτὲς νὰ καταστρέφονται μέχρι τὰ ὀστά.
* Σήκωσε τὸ Σταυρό, μέχρι τοῦ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ ἀνάγκασαν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ τὸν σηκώσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει στὸ δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.
* Τέλος τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ τοῦ προκαλοῦσε φοβερὴ αἱμορραγία μὲ τὰ ἀγκάθια του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι συνεχῶς ὁ Χριστός μας δεχόταν ραβδίσματα ποὺ βύθιζαν περισσότερο στὸ κεφάλι τὰ ἀγκάθια καὶ αὔξαναν τὴν αἱμορραγία, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός μας «οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» (Ἡσ. μγ´ 2), δηλαδὴ ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου εἶχε τελείως ἀλλοιωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας βλέποντάς Τον καὶ ὀδυρομένη μὲ φωνὴ δυνατὴ ἔλεγε: «ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» [1] Ἄρα ὁ Χριστός μας ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρὸ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια Ὅταν ἀναφώνησε «Ἠλί, ἠλί, λαμᾶ σαβσχθανί» (Ματθ. κζ´ 46), τουτέστι «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες», μᾶς ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη, ὄχι γιὰ ἁμαρτίες Του, ἀφοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, οὔτε γιὰ ἀχαριστία, ἀφοῦ τηροῦσε ἀπόλυτα τὴν Θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ γιατὶ ἔβλεπε ὅτι εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ μορφή Του ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
. Στὸν Σταυρὸ τώρα ὁ θάνατος δὲν προῆλθε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους ποὺ προκαλοῦσαν τὰ καρφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στάση τῆς σταυρώσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σὲ δυσκολία ἀναπνοῆς, σὲ ἀσφυξία καὶ ὡς ἐκ τούτου στὸν θάνατο. Κατ’ αὐτὴν ἡ εἴσοδος ἀέρα στοὺς πνεύμονες δυσκολεύεται καὶ λιγοστεύει ἡ ἕλξη τῶν μυῶν τοῦ θώρακα. Ὁ σταυρωμένος γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἀναπνοή του προσπαθεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἤλους τῶν ποδιῶν, ἀνυψώνει τὸ κορμί του καὶ τὰ χέρια του παίρνουν ὁριζόντια θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ περίπτωση μεγάλης ἀντοχῆς τῶν σταυρωμένων τὸ τελειωτικὸ κτύπημα ἐπερχόταν μὲ ἕνα δυνατὸ κτύπημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσπαγαν τὶς κνῆμες τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στήριγμα καὶ νὰ ἐπέλθει ἀμέσως ὁ ἀπὸ ἀσφυξία θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ χαριστική τους βολή. Ἔτσι, τῶν δύο ληστῶν «κατέαξαν τὰ σκέλη» (Ἰωάν, ιθ´ 32.), δηλαδὴ ἔσπασαν τὶς κνῆμες, γιατὶ ζοῦσαν ἀκόμη καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν χαριστικὴ βολή, γιὰ νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατός τους. Ὅταν, ὅμως, οἱ στρατιῶτες πλησίασαν τὸν Χριστό μας καὶ εἶδαν ὅτι δὲν ἀνέπνεε, ἀλλὰ ἤδη εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰωάν. ιθ´33-34). Ὁ κεντυρίωνας ἦταν ὁ ἔμπειρος ἀρχηγὸς τῶν ἀποσπάσματος καὶ γνώριζε ἂν ζοῦσε ἢ ὄχι ὁ Χριστός μας. Ἄλλωστε εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐργώδης προσπάθεια αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ ἀναπνευστικὰ προβλήματα, ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἰσπνεύσουν ὀξυγόνο, γιὰ νὰ παρατείνουν τὴν ζωή. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ τελευταῖος καὶ μεγάλος ἀγῶνας τοῦ μελλοθάνατου στὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συνδράμει. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ τροπάριο τοῦ β´ ἤχου τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας: «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα»! [2] Ὁ Κεντυρίωνας λόγχευσε τὸ Χριστό μας στὴν πλευρά Του καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ νερό. Ἂν ζοῦσε ὁ Χριστός μας θὰ ἐκτοξευόταν μὲ πίεση τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ προκάλεσε ἡ λόγχη. Γι’ αὐτὸ καὶ δήλωσε ἐπίσημα ἀργότερα στὸν Πόντιο Πιλάτο, ὅταν κλήθηκε νὰ βεβαιώσει τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς «πάλαι ἀπέθανεν» (Μᾶρκ. ιε´ 44). Καὶ ἄν, ὅμως, δὲν εἶχε ἀποθάνει ὁ Χριστός μας ἡ τρώση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὴν λόγχη θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ σίγουρο θάνατο ἀπὸ καρδιακὴ αἱμορραγία. Καὶ μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας μετὰ τὴν τρώση του ἀπὸ τὸν κεντυρίωνα ἔμεινε πολὺ ὥρα ἐπάνω στὸ Σταυρό, μέχρι αὐτὸς νὰ μεταβεῖ στὸ παλάτι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ νὰ δοθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄδεια στὸν Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθείας, γιὰ νὰ παραλάβει καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα Του. Μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἐνταφιάσθηκε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς «καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν» (Ἰωάν. ιθ´ 40). Καὶ στὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ χρήση φτεροῦ στὴν μύτη τοῦ ἀποθανόντος, γιὰ νὰ φανεῖ ἂν ἔστω καὶ λίγο ἀνέπνεε, ὁπότε βρισκόταν σὲ κατάσταση νεκροφάνειας.
. Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀφοῦ καλύφθηκε μὲ μίγμα «σμύρνης καὶ ἀλόης» (Ἰωάν. ιθ´ 39), σαβανώθηκε καὶ τοποθετήθηκε σὲ ἕνα ἄδειο μνημεῖο. Δὲν ἔμεινε, ὅμως, σὲ αὐτό. Τὴν Τρίτη ἡμέρα ξαφνικὰ σηκώθηκε, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ ἀεροστεγὲς περίβλημά του, χωρὶς νὰ τὸ ξετυλίξει, ἀποκύλισε τὴν πέτρα τῆς εἰσόδου τοῦ μνημείου, τὴν ὁποία οἱ δύο μυροφόρες δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν, βάδισε πρὸς Ἐμμαούς, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους, ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του στὸν Θωμᾶ. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανίσεις ὑγειοῦς ἀνθρώπου ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωντάνια, ἐνῶ τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔστω μετὰ τὴν νεκροφάνεια θὰ ἦταν ἀδύνατο, ἀσθενικό, ἀναιμικό, ἀφυδατωμένο, γεμάτο πύον. Φυσιολογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σερνόταν μερικὰ μέτρα καὶ νὰ χρειαζόταν ἄμεση ἰατρικὴ βοήθεια καὶ ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἐπούλωση τῶν πληγῶν. Ἂν τώρα οἱ μυρωδικὲς οὐσίες τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης εἶχαν τόσο μεγάλες θεραπευτικὲς ἰδιότητες, ὅπως μερικοὶ λέγουν, γιατὶ οἱ γιατροὶ μέχρι καὶ σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦν σὲ μεγάλους τραυματισμοὺς καὶ σοβαρὲς ὀργανικὲς διαταραχές; Καὶ τέλος ἂν ἦταν σκηνοθετημένη ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πῶς ἐξηγεῖται ἡ Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς;
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος
. Οἱ ἄπιστοι θέτουν τὸ ἐρώτημα. Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος; Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ μας ἦταν ἀληθινές; Ἐὰν δὲν ἦταν ἀληθινὲς θὰ ἐπρόκειτο γιὰ αὐταπάτη ἢ σκόπιμη ἀπάτη. Τὰ πρόσωπα ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μας δὲν ἀνέμεναν τὴν ἀνάστασή Του. Τουναντίον ἦταν ἀποκαρδιωμένα καὶ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸν σταυρὸ εἶχε τελειώσε μὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία ἡ ἀποστολὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Τίποτα δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς προρρήσεις Του γιὰ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ἐπανειλημμένα προέβαλαν σὲ αὐτὲς «βραδύτητα καρδίας», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Λουκᾶς λέγοντας μὲ τὰ χείλη τοῦ Ἰησοῦ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ´ 25)! Ἐξ ἄλλου τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ εἶναι ἑτερογενῆ καὶ ἀνήκουν σὲ τύπους χαρακτήρων τελείως ξένους μὲ ἐμπειρίες φαντασιώσεων. Ἀναφέρουμε τὸν πραγματιστὴ τελώνη Ματθαῖο, τὸ δύσπιστο Θωμᾶ, τὸ διώκτη διανοούμενο Παῦλο, τοὺς προσγειωμένους ψαράδες Πέτρο καὶ Ἰωάννη, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων μαρτυροῦν λιτότητα ἐκφράσεως καὶ αὐστηρότητα λογικῆς καθὼς καὶ πεντακόσια ἀκόμη πρόσωπα «ἐφ’ ἅπαξ» (Κορ. ιε´ 6), τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν στὴν κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ αὐταπατῶνται. Ἄλλωστε οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ πραγματοποιήθηκαν σὲ διαφορετικὲς τοποθεσίες καὶ χώρους, οἱ περισσότερες κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Δύο συνέβησαν τὸ πρωῒ τοῦ Πάσχα δίπλα στὸ μνημεῖο, μία τὸ ἀπόγευμα στὸν ἀγρό, μία ἀκόμη τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, δύο σὲ ἕνα δωμάτιο τὸ βράδυ, ἄλλη δίπλα στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ μία στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Κανένας κοινὸς προδιαθετικὸς παράγοντας σὲ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς διήρκεσαν σαράντα ἡμέρες καὶ σταμάτησαν ἀπότομα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας. Ἀκόμη νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀντιληπτὲς μόνο μὲ τὴν ὅραση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀφή, ὅπως στὸν Θωμᾶ, πρὸς στὸν ὁποῖο γιὰ πίστωση τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τῆν πλευρά μου» (Ἰωάν. κ´ 27), καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀκοή, συνοδεύθηκαν δὲ καὶ μὲ λήψη τροφῆς. Ὁ Χριστός μας ἔφαγε «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» (Ἰωάν.κδ´ 42). Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπάτης; Μὰ γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ νὰ περιοδεύσουν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέχρις αἵματος; Γιὰ μιὰ ἀπάτη θὰ δέχονταν ἑκατομμύρια Μάρτυρες στοὺς αἰῶνες νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Gogol [3] νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς θεληματικὰ σὲ διωγμοὺς χάριν μιᾶς ἀπάτης, ἀφοῦ τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ.
. Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τρίτο ἐρώτημα. Στὸ θέμα τοῦ ἄδειου τάφου. Ἐὰν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεπταν τὸ σῶμα Του ἐνῶ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, ὅπως διαδίδουν οἰ Ἑβραῖοι, τότε θὰ τὸ ἔκλεβαν βιαστικὰ ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο καὶ δὲν θὰ βρίσκονταν «τὰ ὀθώνια» (Ἰωάν. κ´ 5), χωρὶς νὰ εἶναι ξετυλιγμένα ἄτακτα μέσα στὸ μνῆμα καὶ «τὸ σουδάριον οὐ μετὰ τῶν ὀθωνίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. κ´ 7), δηλαδὴ τοποθετημένο μὲ τάξη ποὺ δὲν προέδιδε βία ἢ γρηγοράδα κινήσεων. Ἡ ἄλλη περίπτωση νὰ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ μὴ γίνει προσκύνημα ὁ τάφος Του δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, γιατὶ ὅταν οἱ μαθητές Του τοὺς ἔλεγαν ὅτι «τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Πρ. γ´ 1) αὐτοὶ δὲν ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ὁμολογοῦσαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν τὸ εἶχαν κλέψει γιατὶ δὲν ὑποδείκνυαν τὸ μέρος ταφῆς του; Ἁπλούστατα γιατὶ δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία παρὰ τὶς λάσπες παραμένει ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα καὶ προεικονίζει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ «Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α’ Κορ. ιε´ 20).
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Χειμώνας – Ἄνοιξη, Θάνατος-Ἀνάσταση
Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς καθοδηγητὴς πλήθους εὐσεβῶν, τόσο τῆς εὐλογημένης μας Κύπρου, ὅσο καὶ πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων περιοχῶν, ἐπανελάμβανε μὲ ἔμφαση τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα μας «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α´ Κορ. ι´ 13). Δίνει τὸν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καὶ τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τὸν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τὸν σταυρό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στὴν ἐπίπονη ἄρση του. Καὶ δὲν ὑπάρχει σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση, ὅπως δὲν ὑπάρχει χειμώνας χωρὶς ἄνοιξη.
Ἄνοιξη καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δὲν μποροῦμε νὰ δεχόμαστε τὴν μία καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἄλλη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἀμφισβητοῦμε τὴν δεύτερη. Ἡ ἄνοιξη εἶναι συνέχεια τοῦ χειμώνα καὶ ἡ ἀνάσταση συνέχεια τοῦ θανάτου. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκεῖνος ὁ σπόρος ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει, δὲν παίρνει ζωή, ἐὰν πρῶτα δὲν πεθάνει (Α´ Κορ. ιε´ 36-37). Πεθαίνει καὶ σαπίζει αὐτὸς μὲ τὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὴν ἄνοιξη, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς νεκρούς, ὅπου τὸ μὲν σῶμα διαλύεται στὰ «ἐξ ὧν συνετέθη», τὸ δὲ πνεῦμα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεται κατὰ τὸν θάνατο εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται εἶναι ἄφθαρτο. Ὁ Σοφὸς Σολομὼν στὸ περίφημο ᾎσμα ᾈσμάτων θὰ μᾶς πεῖ: Ἦλθε ἡ ἄνοιξη, μάκρυνε ὁ χειμώνας, πέρασε ἡ βροχὴ καὶ πάει. Τὰ λούλουδια φάνηκαν στὴ γῆν. Ἔφθασε ὁ καιρὸς γιὰ τὸ τραγούδι καὶ ἀκούσθηκε τῆς τρυγόνας ἡ φωνή. Οἱ πρῶτοι ὀρνοὶ βγῆκαν στὴν συκιὰ καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ στὸ ἀμπέλι (ᾎσμα ᾈσμάτων β´ 11-13) .
Δὲν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρὶς χειμώνα καὶ ἄνοιξη καὶ δὲν ὑπάρχει θάνατος χωρὶς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πλέον βέβαιο γεγονὸς καὶ ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπέλθει καὶ στὸν ἴδιο. Τὸν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἂν καὶ ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θὰ ἔπρεπε ὅλους μας νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καὶ ἐπίμονα ἀπωθημένο. Τὸν θάνατο τὸν ἐξορκίζουμε καὶ στὸ ἄκουσμά του καὶ μόνο χτυποῦμε ξύλα ἢ φτύνουμε στὸν κόρφο μας.
Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὅλοι μας δὲν ἔχουμε καλλιεργήσει μέσα μας, ὅσο ζοῦμε πρόσκαιρα σὲ αὐτὴ τὴν γῆ, τὴν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καὶ δὲν βασιζόμαστε πάνω στὴν στέρεη πέτρα τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Βλέποντας τὸ σκήνωμα μπροστά μας κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου νὰ κοίτεται ἀσάλευτο καὶ χωρὶς πνοὴ καὶ σαβανώνοντάς το, σαβανώνουμε μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὴν δική μας ἐλπίδα. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε ὅλα νὰ τὰ ἐξηγήσουμε μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ καὶ μὲ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καὶ πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση καὶ ἀθανασία. Πῶς ἐλπίζουμε ὅτι τὸν χειμώνα θὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ δὲν ἐλπίζουμε ὅτι τὸν θάνατο θὰ τὸν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση; Γιατί ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»; Εἶναι αὐτὴ ὁμολογία ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη; Ὅταν ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸν σπόρο στὸ φρεσκοαροτριωμένο χωράφι σπέρνει τὴν ἐλπίδα τῆς βλαστήσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ ἀπὸ τὸ σάπισμα τοῦ σπόρου ἀναστάσεως νέου φυτοῦ. Τὸ σάπισμα καὶ ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμὸς τοῦ σπόρου δὲν προβληματίζει τὸν σπορέα ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τὴν προσμονὴ τῆς νέας βλαστήσεως καί τῆς καρποφορίας. ῞Όταν, ὅμως, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κληθοῦμε νὰ ἀποθέσουμε στὴν φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τὸν ἄνθρωπό μας, τότε δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια ἐλπιδοφόρα βεβαιότητα τοῦ γεωργοῦ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου, ταυτίζεται μέσα μας μὲ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια, χωρίζεται γιὰ ἐμᾶς ἡ ζωὴ στὰ δύο. Καὶ αὐτό, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀφήσει νὰ δημιουργηθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἀνοίξεως» καὶ ἡ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καὶ «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας, ὅπως αὐτὴν ὀνομάζει μὲ προβληματισμὸ ὁ ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης: «Μήπως ὅτι θαρροῦμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα κι ἀντὶ νἄρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα»; ῎Εχoυμε γίνει οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοὶ καὶ καθόλου πνευματικοί, ὥστε νὰ ὁριοθετοῦμε τὸ καθετὶ μὲ βάση τοὺς φυσικοὺς νόμους, καὶ νὰ κρίνουμε τὰ πάντα μὲ βάση αὐτὰ ποὺ βλέπουμε μὲ τὰ τσιμπλασμένα ἀπὸ τὴν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετὰ τὴ χειμερία νάρκη ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἀναζωογόνηση τῆς φύσεως, ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α´ Κορ. ιε´ 42).
Ἂν θὰ χρειαζόταν νὰ ἀξιολογήσουμε τὸν ἐνιαύσιο κύκλο, τὶς τέσσαρες δηλαδὴ ἐποχὲς τοῦ χρόνου, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ θὰ ἐπιλέγαμε τὴν ἄνοιξη ὡς τὴ σημαντικότερη, γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεκινοῦν τὰ πάντα. Κατ’ αὐτὴν ἀνασταίνεται ἡ ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι θαμμένη στὸ χῶμα καὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ ζωογόνες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τὴν ἀνασταίνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ κατακλύζει μὲ λουλούδια τὴν ὕπαιθρο.
Μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν μόνο σὲ τοῦτον τὸν ἀνθισμένο πλανήτη ὑπάρχει ἄνοιξη, γιατὶ μόνο ἡ γῆ μας διαθέτει τὸ προνόμιο τῆς ζωῆς. Μόνο στὴν γῆ μας ὑπάρχει ἄνοιξη μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἀέρα, τὸν ἀθόρυβο ἦχο τῆς διεργασίας κάθε μορφῆς ζωῆς ποὺ συνεπαίρνει τὴν φύση, τὰ φύτρα τῶν σπόρων ποὺ σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς χειμωνιάτικης νάρκης τους, τὰ μπουμπούκια μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο φούσκωμά τους, ἐρεθισμένα ἀπὸ τὸν ὀργασμὸ τῶν χυμῶν μέσα τους, τὰ πολύχρωμα χαλιὰ τῶν λιβαδιῶν, τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, ποὺ μεθοῦν τὸν ἥλιο καὶ καλοῦν τὶς μέλισσες στὴν φιλόπονη συλλογὴ τοῦ γλυκυτάτου νέκταρος. Ὅλα εἶναι μιὰ χαρά. Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μὲ τοὺς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκοὺς νόμους, ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.
Ἡ ἄνοιξη δὲν λογαριάζει πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομικὴ κρίση, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση τῆς χάρης τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στὸν αὐτονομημένο, ἀχάριστο καὶ γεμάτο μὲ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καὶ ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς δημιουργίας, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ ἀνθρώπους τοῦ πολέμου ἢ τῆς εἰρήνης.
Τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ αἰώνιο δράμα τοῦ θανάτου, ποὺ παίρνει κατὰ καιροὺς τόσες ἐναλλακτικὲς μορφές, ἔχει τὴν ἀρχή του «στὴν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. ῾Ο θεόπλαστος ἄνθρωπος μὲ τὴν παρακοή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀνοίξεως τοῦ Παραδείσου, ἔσπασε τὸν ὀμφάλιο λῶρο του ποὺ τὸν συνέδεε μὲ τὸ Ζωοδότη Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ νοιώθει τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα καὶ νὰ ὀσφραίνεται τὴν μυρωδιὰ τοῦ θανάτου. Ἦλθε ὅμως πάλιν ἡ ἄνοιξη μὲ τὸν Χριστό μας, τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὴ μᾶς δείχνει τὴν μετὰ τὸν θάνατο ἀτελεύτητη ζωή.
῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «Ἄν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ καὶ ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Δὲν ἦταν Αὐτὸς μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ᾿Αλλά, ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρὶς νόημα καὶ χωρὶς περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας καὶ κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτὴ βασίζεται καὶ θεμελιώνεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση μαζὶ μὲ αὐτὴν ὅλων τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).
῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικὰ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Κύριλλος τῶν ῾Ιεροσολύμων, μᾶς μιλοῦν μὲ βεβαία πίστη γιὰ τὴν ἄνοιξη ποὺ πρόκειται νὰ διαδεχθεῖ τὸ χειμωνιάτικο σάπισμα, τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀποσύνθεση, τὴν ὁποία θὰ ἐπιφέρει ὁ σωματικὸς θάνατός μας. Θὰ ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. 16, 12). Θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ κανείς μας πιὰ δὲν θὰ ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ κατέβα κάτω στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐργάζεται τὴν ἀγγειοπλαστικὴ μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Δές! Ὅταν ἐκείνου τοῦ ἔπεσε τὸ πήλινο δοχεῖο ποὺ ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του ἔσκυψε καὶ μάζεψε πάλι τὸν πηλὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν μορφὴ ποὺ ἐκεῖνος ἤθελε. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: « Ὦ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δὲν μπορῶ νὰ κάνω καὶ ᾿Εγὼ σὲ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτὸς ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατὶ ἐσεῖς εἴσαστε στὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς στὰ χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη ποὺ εὔκολα μεταπλάθεται ἀπὸ αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).
Τὸ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς χοϊκοὺς εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, εἶναι Πανάγαθος, εἶναι Παντοδύναμος καὶ καὶ πρωτίστως εἶναι ὁ Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.
῾ Ἡ ἀνάσταση, λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θὰ συντελεσθεῖ, ὅπως συντελεῖται ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως μὲ τὸ τέλος τοῦ χειμώνα. ῾Η σάλπιγγα τοῦ Ἀγγέλου ὁπωσδήποτε, θὰ ἠχήσει (Ἀποκ. ια´ 15-18).᾿Εκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε ἐργασθεῖ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς βιοτή μας, γιὰ τόν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νὰ μὴ γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλὰ «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 46).
Στὴν προεργασία μας αὐτὴ θὰ συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ νήψη καὶ ἡ διαρκὴς ἑτοιμότητά μας, γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια». Γιατὶ ἡ συνεχὴς μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τὴν ψυχὴ καὶ προεκτείνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρὸς τὴν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. γ´ 18). Αὐτὴ ἡ μνήμη ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στὴν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ἂν καὶ «συστενάζει» μὲ ἐμᾶς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ «καὶ συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ῥωμ.η´ 22), ἐν τούτοις δέν παύει νὰ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀπελευθέρωσή της καὶ τὸ δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».
῾Η μυστικὴ θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν προσπάθεια νὰ εὐτρεπίσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ «τὴν μεγάλη ὥρα», γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντησή μας μὲ τὸν «Μόνο Ἀγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. γ´ 2). Ἐπιπλέον, ἡ ἀναμονὴ τῆς μετοικήσεώς μας στὴν ἀληθινή, στὴν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ συνάψουμε στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καὶ «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατὶ τόσο οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ προαπελθόντες πατέρες καὶ ἀδελφοί μας ἐπιβλέπουν τὸν ἀγώνα μας καὶ μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μὲ τὶς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρὸς τὸν Δωρεοδότη καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς μας.
῾Η μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τοὺς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στὴν διαρκὴ ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ στὴν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καὶ παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ νὰ προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μὲ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.
Ὅταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρὸς αὐτὸν τὸν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τὴν ἀπειλητικὴ σημασία της καὶ μεταβάλλεται σὲ «θέα τῶν ἀθεάτων», σὲ προέκταση τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ σὲ ἀπαντοχὴ τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας ποὺ θὰ μᾶς φέρει «στὸ μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὑπάρξεώς μας.
῞Οπως ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καὶ τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καὶ «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».
῞Ολα στὴν ζωὴ ἑρμηνεύονται μὲ τὴν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νὰ γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καὶ ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καὶ ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καὶ ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικὰ ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ χέρια τοῦ Ἐφετοῦ τῶν καρδιῶν μας, ὡς τελικὴ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ πρὸς ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τὴν Ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα.
῾Ο σωματικὸς θάνατος γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανούς, δὲν εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σὲ μιὰ καινούργια ζωή, ζωὴ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν δική Του ἁγία Ἀνάσταση, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ πρόξενος τῆς χαρᾶς τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν μητέρα πατρίδα, στὸν οὐρανό.
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅμως, ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀποδημίας πρὸς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε τὴν ἀναχώρησή μας. Πρέπει νὰ προετοιμάσουμε τὸ νέο μας ταξίδι, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ θὰ μᾶς ἀνανεώσει, θὰ χρειαστεῖ νὰ προλάβουμε κάποια πράγματα, μὲ πρῶτο καὶ κυριότερο τὴν ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ αὐτονόητα καὶ πεζὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς εἰλικρινοῦς συναυλίσεώς μας μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό μας. Τὴν ἄνοιξη πάντοτε συνοδεύει ἡ Ἀνάσταση. Ἡ πνευματική μας ἄνοιξη σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὴν λαμπροφόρο μας ἀνάσταση. Καὶ εἶναι χειμώνας καὶ θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικό μας τέρμα, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν δὲν ἀγαπᾶμε! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴν ζωή!
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κόσμου. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μὲ Αὐτόν!
Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸν θάνατο, οὔτε τὸν ἔννοιωσε φυσικό, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «…γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».
Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴν γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ προμηνύει καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση, εἶναι «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων». Τώρα δὲν διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς καταργήθηκε. Μὲ τὴν ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὴν καθαίρεσή του καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς «ἄλλης βιοτῆς», τῆς αἰωνίου.
Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸν θάνατο ἐκφράσθηκε στὴν μυθολογία τῶν προγόνων μας μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴν γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη, ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ κάποιους ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκαζόταν νὰ μένει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀκτὼ νὰ ἀνεβαίνει στὴν γῆ, τὴν ὁποία τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπὸ τὴν χαρὰ της τὴν ὀμόρφαινε μὲ ἄνθη καὶ πρασινάδες.
Ὁλοκληρωμένη μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἄλκηστή του, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα. Ἐδῶ ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἀδμήτου δέχεται ἀπὸ ἀγάπη πρόθυμα νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν γονέων του νὰ προβοῦν σὲ αὐτὴ τὴν θυσία γιὰ χάρη του. Ὁ θάνατος τῆς Ἄλκηστης, ἔτσι, παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἀδμήτου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸν Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο, ὅπου παραμένει τρεῖς ἡμέρες ἀμίλητη. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος τοῦ Εὐρυπίδη ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡρακλῆ προτυπώνεται ὁ Χριστός μας ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε «θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Ὁ Ἡρακλῆς νίκησε τὸ Χάροντα καὶ ὁ Χριστός μας τὸν Ἅδη ἀνασταίνοντας ἐκ τῶν νεκρῶν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν βυζαντινὴ εἰκονογραφία. Ἡ μεγάλη, ὅμως, διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Εὐρυπίδης ὀνειρεύθηκε τὴν ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, εἶναι γεγονὸς ποὺ σκορπίζει χαρὰ ἀνοιξιάτικη, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ δὲν διαρκεῖ τρεῖς μόνο μῆνες, ὅσο ἡ ἄνοιξη, ἀλλὰ χαρὰ ἀτελεύτητη, ἀρκεῖ νὰ βιώνουμε καθημερινὰ στὴν ζωή μας τὴν ἀνάσταση, ποὺ σημαίνει νὰ διώξουμε μακρυά μας τοὺς ὁποιουσδήποτε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἔλθουμε σὲ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κίβδηλο καὶ πεπερασμένο. Νὰ ὑπερβοῦμε τὸν φόβο τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου. Νὰ σηκώνουμε θαρρετὰ τὸν σταυρὸ τῶν ἐντόνων ἀγώνων μας. Νὰ μὴν ἔχουμε ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες. Νὰ σπάζουμε τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν αἰχμαλώτους στὸ χθές, στὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἀνάσταση καὶ ἄνοιξη πηγαίνουν μαζί, χέρι μὲ χέρι, καὶ γεμίζουν μὲ ἀγαλλίαση τόσο τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμούς, ὅσο καὶ τοὺς ψυχικούς. Καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι χαρὰ πεπληρωμένη, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς συναντήσεώς μας μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο, μὲ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ τοὺς κεκοιμημένους οἰκείους καὶ φίλους μας, ποὺ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ τοὺς συνεῖχε ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
[1] Ἱερὸς Συνέκδημος Ὀρθοδόξου, Μέγα Σάββατον, σελὶς 1183, Ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι.
[2] Μικρὸν Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία Νεκρώσιμος, σελὶς 205, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1981. ..
[3] Σπῦρος Μακρῆς, Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἡ Ἐπιστήμη ἐνώπιον τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ, διάλεξη σὲ φοιτητὲς 1978, ἱστοσελίδα «Εὐγένιος Βούλγαρης».