«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ,
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος
Ἀθανασίου Μυτιληναίου
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-3-1981]
. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ μεγάλου πατρὸς καὶ θεολόγου τοῦ 14ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
. Ἐὰν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἑορτάσαμε τὴν περασμένην Κυριακήν, εἶναι ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔδειξαν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθινὰ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ τὴν προβολὴ τοῦ μεγάλου προσώπου καὶ ἁγίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ δὲν εἶναι βεβαίως σήμερα ἡ κανονική του μνήμη, ἀλλὰ ἡ προβολή του, ὡς θεολόγου καὶ μαχητοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ ἔγινε αὐτὸ πολὺ σαφές· διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἠγωνίσθη ὡς μοναχὸς καὶ ὡς ἐπίσκοπος, ἀκριβῶς νὰ δείξει ὅτι εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει. Ποιό; Αὐτὸ ποὺ ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἤδη εἶχε θεμελιώσει: ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ἵνα ἡ σὰρξ γένηται λόγος. Αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ μία ὁλοσύμφωνη γραμμὴ ἐτήρησαν μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶδύο μεγάλες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1341 καὶ τὸ 1351, κατοχύρωσαν αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια. Εἶναι οἱ τελευταῖες μεγάλες Σύνοδοι ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγιναν στὴν Ἀνατολή, 100 χρόνια πρὶν πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἡἈνατολὴ πιὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἀλλοθρήσκων. Ἀλλὰ ὅμως, θείῳ Πνεύματι, ἔγιναν αὐτὲς οἱ δύο Σύνοδοι καὶ ἐνεφανίσθη αὐτὸς ὁ Ἅγιος μεγάλος πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ προκάλεσε τὰς Συνόδους, σημειώσατέ το αὐτό, ἐξ ἀφορμῆς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ὑπεστήριζε τὰ ἐναντία, στὸπρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴ θέωση, καὶ θὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό, ὁ ἅγιος αὐτὸς πατὴρ ποὺ τόσο ἠγωνίσθη, μὲ τὰς Συνόδους αὐτὰς ἔθεσαν τὸθεμέλιον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Θεολογίας, ὥστε ὅταν θὰ ἤρχοντο τὰ μεγάλα κύματα τῆς Δύσεως, νὰ τὴν καταποντίσουν, αὐτὴ νὰ εἶναι θεμελιωμένη.
. Τὸ κύριο πρόβλημα ποὺ ἀπησχόλησε τότε, κατὰ τὸν 14ον αἰώνα, ἦταν τὸ ἑξῆς: Ποιός εἶναι ὁ βασικὸς χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ποιές εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰφθάσει ποῦ; Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόβλημα. Βεβαίως δὲν ἦταν πρόβλημα. Τὸ θέμα αὐτὸ ἤδη εἶχε τεθεῖ ἀπὸτὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἱδρύθηκε καὶ φανερώθηκε καὶ κηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν κόσμον. Ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες ἤδη εἶχαν δώσει τὴ γραμμὴ πλεύσεως. Ποιές ἀκριβῶς εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦἀνθρώπου ὡς Χριστιανοῦ, νὰ φθάσει ποῦ; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅμως προεκλήθη θέμα κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἐξἀφορμῆς τοῦ ἐκ Καλαβρίας τῆς Δύσεως Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος Βαρλαὰμ ἐξεπροσώπευε τὴ Δύση καὶ ἡὁποία Δύσις ἐπίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα, προεβλήθη τὸ θέμα ὡς πρόβλημα. Τὸ ὑπεστήριξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὸ ἐπεκύρωσαν αὐτὲς οἱ δύο τοπικὲς μεγάλες Σύνοδοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1341 καὶ τὸ 1351.
. Τὸ θέμα λοιπὸν ἦταν: οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ποῦ φθάνουν; Τί μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος; Καὶἀπάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Νὰ θεωθεῖ!». Εἶναι ἡ θέωσις. Τί σημαίνει θέωσις; Σημαίνει τὴν κοινωνία, τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ βέβαια ἐπῆρε διαστάσεις προβλήματος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. «Θεώνομαι» ποὺ εἶναι μία λέξις καθαρὰ Ἑλληνική, καὶ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταφραστεῖ σὲ καμία γλῶσσα, οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν Λατινικήν, καὶ μένει μία λέξις μοναδικὴ στὴ γλώσσα μας καὶ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ἂν ἔπρεπε νὰ μιλήσει ὁ Λατίνος ἢ ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Κινέζος θὰ ἔλεγε τὴ λέξη Ἑλληνικά, «θέωσις», εἶναι ἡ θεοποίησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μία κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ κατὰ ἕναν μοναδικὸ τρόπο.
. Ἐτέθη ὅμως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν αὐτό; Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον (:ποὺ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο)»[Α´ Τιμ. Ϛ΄16], πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰφθάσει μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεωθεῖ; Οἱ ἴδιοι πάλι Πατέρες ὑπεστήριξαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ὅμως, ἐδῶ ἦταν τώρα ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου πατρός, ἡὁποία, σημειώσατε, ὅτι δὲν εἶναι πρωτοφανής. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζεται σὲ δύο στερεὰ θεμέλια·καὶ τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν ὀρθοδοξότατο. Καὶ πάντα ποὺ θὰ ἤθελε νὰ θεολογήσει, ἐὰν μείνει στὰ δύο αὐτὰ θεμέλια, θὰ μείνει ὀρθόδοξος. Εἶναι ἡ βιβλικὴ Ἱστορία καὶ οἱ Πατέρες τῆςἘκκλησίας ὡς ἑρμηνεῖς τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μένει στὰ γεγονότα τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἱστορία. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἐνανθρώπηση. Μένει στὴν Σταύρωση τοῦΧριστοῦ, στὴν Ἀνάστασή Του, στὴν Ἀνάληψή Του, στὴ Μεταμόρφωσή Του. Παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως· ὑπογραμμίζω, παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν ἀλληγορεῖ τίποτα. Παίρνει καθ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ τὰ θεολογεῖ. Τὰ θεολογεῖ ὅμως μὲ μία θεολογία πατερική. Ὅπως οἱ Πατέρες κατενόησαν καὶ προσωπικὰ ἔζησαν τὴ βιβλικὴ Ἱστορία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅποιος μιλάει ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο θεμέλια καὶ στηρίζεται, ποτὲ δὲν πέφτει ἔξω. Εἶναι δὲ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὀρθοδοξότατος.
. Ἔρχεται λοιπὸν τώρα νὰ μᾶς πεῖ ἡ Δύσις· ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ, ἂν θέλετε, τὴ λογικὴ κατανόηση, τὴ φιλοσοφικὴ τοποθέτηση, τὴν ἀριστοτελικὴ εἰδικότερα: Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκατάληπτου, ἀκατανοήτου καὶ ἀπροσίτου καὶ νὰ θεωθεῖ; Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ἐὰν ὑπάρξει μία διάκρισις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦΘεοῦ· ὁ Θεὸς ὡς οὐσία πράγματι εἶναι ἀκατανόητος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ποτὲ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δημιουργία. Ὁ Θεὸς μόνον τὸν Υἱὸ γεννᾶ ὡς οὐσία. Τὸν κόσμον τὸν δημιουργεῖ μὲ τὰς ἐνεργείας Του. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Τώρα βέβαια σᾶς φαίνονται δύσκολα αὐτά, θὰ δεῖτε ὅμως τώρα τί θὰ βγεῖ. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, μὴν κλείνετε τὰ μάτια σας, ἀλλὰ νὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ βλέπετε. Γιατί κάποτε πρέπει νὰ μπαίνουμε στὰ βαθιὰ νερὰ καὶ νὰ μαθαίνουμε σὲ αὐτὰ κολύμπι. Παρακαλῶ, κοιτάξτε. Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτὴ ἡδιάκρισις; Γίνεται μία διάκρισις χωρὶς μερισμό. Διακρίνουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ χωρίσουμε ὅμως τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οἱἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καὶ συνεπῶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀκτινοβολία του. Ὁ ἥλιος, ὅπως τὸν βλέπουμε, εἶναι ἀπρόσιτος. Ποιός μπόρεσε ποτὲ νὰ πάει στὸν ἥλιο; Καὶ νὰ τὸν πιάσει; Εἶναι ἀπρόσιτος. Εἶναι ὅμως προσιτὸς μὲ τὴν ἀκτινοβολία του, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Ἀκοῦστε τί εἶπα: μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Τὸν ἥλιο τὸν ἔχουμε ἐδῶ, τὸν ἔχουμε στὴ γῆ. Μᾶς φωτίζει, μᾶς ζωογονεῖ, τὸν βλέπουμε, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν ἥλιο. Κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
. Ὅταν λέμε λοιπὸν ὅτι θὰ ζήσουμε ἢ θὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή… ποιός μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό; Λέγει ἡ Γραφή: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται φανερὸς μὲ τὶς ἐνέργειές Του. Ἀλλὰ πῶς γίνεται μὲ τὶς ἐνέργειές Του; Ἔτσι εἶναι ἕνα λεκτικὸ πράγμα; Ἁπλῶς σὰν κουβέντα; «Ὄχι», ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «εἶναι μία ὀντολογικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς ἐνεργείας Του, ὄχι στὴν οὐσία Του»· ἡ ὁποία εἶναι πράγματι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Καὶ συνεπῶς μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεό. Τὸν Θεὸ νὰ δεῖς; Μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Καὶ βλέποντας τὸν Θεὸπρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θεώνομαι.
. Αὐτὸ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» εἶναι ἡ βάσις ἡεὐαγγελική. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος- ἀκοῦστε ἐπιχείρημα: «Ποιοὶ εἶναι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι, αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἐσὺ λὲς ὅτι θὰ δεῖς τὸν Θεὸ στὴν ἄλλη ζωή. Μὰ στὴν ἄλλη ζωή, δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό». Εἴδατε ἐπιχείρημα; Ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό. Συνεπῶς ἐδῶ θὰ δεῖς τὸν Θεό· ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή.
. Ἀλλὰ αὐτὸ τί συνέπειες ἔχει; Ἔχει τὶς ἑξῆς συνέπειες ἀγαπητοί μου. Ἁπλῶς τὸν 14ο αἰώνα αὐτὸ διετυπώθη ὡς δόγμα. Ἦταν πάντοτε γνωστό. Δὲν ἦταν κάτι καινούργιο. Γιατί, σᾶς εἶπα, ἦταν ἡπροσωπικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι (ἐδῶ προσέξτε) ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ μετάνοια, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ἀναγέννηση. Πραγματικὰπῶς τὸ λέμε αὐτό; Νὰ πῶς τὸ λέμε. Νὰ δεῖτε πόσο σήμερα ἔχει βασικὴ σημασία ἡ προβολὴ τοῦπροσώπου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῆς Θεολογίας του. Σήμερα λέμε «νὰ μετανοήσεις» καὶ μόλις μετανοήσω καὶ πάω καὶ ἐξομολογηθῶ, ἔχω τὴν αἴσθηση μίας αὐτάρκειας, ὅτι τελείωσα. Ἀφοῦ πῆγα καὶ ἐξομολογήθηκα, ἐπισφραγίζω τὴν ἐξομολόγησή μου καὶ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶτελείωσα. Τελείωσες; Ἐξαντλεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ νὰ μετανοήσεις μόνο; Ἡ πνευματικὴ ζωὴπάει πέρα ἀπὸ τὴ μετάνοια. Εἶναι στὴν ἀναγέννηση. Γι’αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος πολὺ σωστά..- ξέρετε ὅτι στὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἔχουμε πάντα τοὺς ἁγίους, στὸν ἅγιο Νικόδημο, στὸν ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶναι τῆς ἐποχῆς μας καὶ συγχρόνους ἁγίους, ποὺ ἴσως ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς ἀνεκήρυξε, ἴσως ποτὲ νὰ μὴν τοὺς ἀνακηρύξει, δὲν ἔχει σημασία, ἄγνωστοι ἄνθρωποι, ζοῦν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία.
. Προσέξατε. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὅταν κάποιος ποὺ πεθαίνει, μᾶς φωνάξουν νὰ τὸν ἐξομολογήσουμε καὶ νὰ τὸν κοινωνήσουμε, πηγαίνουμε ἐκ καθήκοντος, γιατί μᾶς τὸ ζήτησαν. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σωθεῖ. Ἁπλούστατα γιατί ἀφήσαμε νὰ περάσει ἡ ζωή μας καὶνομίσαμε ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας… κι αὐτὸ τὸ λάθος κάνουμε, ὅτι θὰ ἀφήσουμε νὰμετανοήσουμε στὸ τέλος. Δὲν εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ θὰ μᾶς σώσει. Ἡ ἀναγέννηση. Εἶναι ἡἀναγέννηση. Ἄφησες τὴ μετάνοια, ἀδελφέ μου, νὰ περάσει ἡ ζωή σου καὶ τότε νὰ μετανοήσεις εἶπες. Εἶσαι σίγουρος ὅτι θὰ γεράσεις; Εἶσαι σίγουρος ὅτι δὲν θὰ ἔχεις αἰφνίδιο θάνατο; Ἔστω. Ἀλλὰ πότε θὰπρολάβεις νὰ ἀναγεννηθεῖς; Πότε θὰ προλάβεις;».
. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση, πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε χρόνια ὁλόκληρα, νομίζοντες ὅτι δυνάμεθα νὰ περιοριζόμεθα σὲ μία ἀνανέωση τῆς μετάνοιας καὶ ὄχι σὲ μία ἀναγέννηση. Αὐτὸ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἕνα δυστύχημα. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σήμερα ἀκριβῶς αὐτὸκάνουμε. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς φαίνεται πολὺ μακρινὴ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶσήμερα. Μέχρι σήμερα ἡ Δύσις δὲν τὸν ἔχει κατανοήσει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά. Καὶ ἐπειδὴσήμερα δυτικίζουμε καὶ ὅλο δυτικίζουμε, ὄχι μόνο στὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ στὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα καὶ συνεχῶς δυτικίζουμε, ὁλοένα ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς ἀναγεννήσεως, ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς θεώσεως. Νὰμποροῦμε πραγματικὰ νὰ φθάσουμε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέτρα.
. Καὶ σήμερα, ξέρετε τί αἴσθημα ἔχουμε; Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα. Καὶ ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶἀγαπητοί μου. Ὅλοι μας εἴμεθα παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας καὶ ὅλοι βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια νοοτροπία. Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα: ὅτι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ θεολογία τους, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡεὐαγγελικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες καὶ τὴν κατανοοῦν καὶ τὴ ζοῦν, σᾶς εἶπα, προϊὸν καὶ τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας, τὸ ὑπογραμμίζω αὐτό, ὡς νὰ εἶναι αὐτὰ στὴν κορυφὴ τοῦὈλύμπου καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε στὴν πεδιάδα καὶ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «καὶ πῶς ἀνεβαίνει κανεὶς τώρα ἐκεῖ πάνω; Ἀπρόσιτες κορυφές». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα δυστύχημα. Εἶναι δυστύχημα, γιατί αὐτὰτὰ πράγματα ἀφοροῦν σὲ αὐτὴν τὴ σωτηρία μας.
. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, μοῦ φαίνεται, ἕνα πρῶτο βῆμα, ἕνα πρῶτο στάδιο ποὺ πρέπει νὰκινήσουμε, εἶναι νὰ προβάλλουμε τὰ πράγματα, νὰ προβάλλουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ τόσο πολὺἀγωνίστηκαν, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· μὲ τὴ θεολογία του- δὲν εἶναι καινούργια θεολογία, τὸ ξαναλέγω, εἶναι ἡ βιβλικὴ καὶ ἡ πατερική, ἀλλὰ ἁπλῶς τὴν ἔκανε σαφῆ καὶ τὴν προέβαλε, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ἀφορμές. Πρέπει αὐτὰ νὰ προβάλλονται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας, βλέπετε, προβάλλει τὴν Κυριακὴ τὴν Α΄ τῶν Νηστειῶν, τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶγιορτάζει τὸν ἑαυτόν της, τὴν ὀρθοδοξότητά της. Προβάλλει τὴν Β΄ Κυριακὴ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τότε ἀγωνίστηκε, ἑκατὸν-τόσα χρόνια εἰς τὴν 7η Οἰκουμενικὴν Σύνοδο νὰ διασώσει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔρχεται τώρα ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατό: τὸ ὅτι μπορεῖ τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεός.
. Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί, κατακλείοντες, θὰ σᾶς ἔλεγα, μὴ μένομε στὰ στενὰ ὅρια μίας ἀνεπαρκεστάτης καὶ στοιχειωδεστάτης μετανοίας. Μία μετάνοια χωρὶς δάκρυα πολλὲς φορές· χωρὶς δάκρυα, χωρὶς συναίσθηση, ἀπὸ μία συνήθεια πᾶμε νὰ ποῦμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τίποτε ἄλλο. Νὰἦταν τουλάχιστον καὶ τῆς προκοπῆς ἡ μετάνοιά μας! Νὰ ἦταν τῆς προκοπῆς! Θὰ ἄξιζε ὁ κόπος. Οὔτε αὐτὴ δὲν εἶναι τῆς προκοπῆς. Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα δὲν ἔχουμε μπροστά μας, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα, τὴν ἀναγέννηση. Ἂν ἔχουμε στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τὴν ἀναγέννηση, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἡμετάνοια εἶναι ἕνα μεταβατικὸ στάδιο. Βέβαια πρέπει νὰ μετανοοῦμε σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ πέφτουμε. Ἀλλὰ ἂν τὸ θέλετε, στὴ ζωὴ τῶν μεγάλων ἁγίων, δὲν ἔχουμε πιὰμετάνοια. Παρὰ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔλεγαν «ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω ἀκόμη», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σισώης. «Ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω.» Καὶ εἶχε λάμψει ὁλόκληρος. Ὅμως, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος «αὐτὸς ποὺ μπῆκε στὴν ἀναγέννηση καὶ στὴ θέωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πλέον οὔτε τῆς μετανοίας, οὔτε κὰν τῶν δακρύων. Δὲν εἶναι πλέον ἡ περιοχὴ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς θεολογίας». Εἶναι μεγάλο πράγμα αὐτό. Ε, αὐτὴ λοιπὸν ἡ προοπτική, αὐτὸς ὁ ὀπτικὸς ὁρίζων, ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τὰμάτια μας. Κι ἔχει μείνει μπροστὰ μας μόνον ἡ μετάνοια. Γιατί νομίζουμε ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἡ μετάνοια. Τὴν ἀφήνουμε κι αὐτὴ καὶ ἀτονεῖ, γιατί εἶναι ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ θέλει νὰ φθάνει στὸ τέλος. Ἀλλὰ λέει: «Δέκα εἶναι;». Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅλοι τὸ παθαίνουμε. «Τί ὥρα τελειώνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐννιά; Ε, θὰ πάω 8.30. Δέκα; Θὰ πάω 9.30. Τελειώνει δώδεκα; Θὰ πάω 11.30». Αὐτὸ παθαίνουμε. Λέμε «ἡ μετάνοια, ε, ἂς εἶναι καὶ λιγάκι πιὸ ἐδῶ, δὲν πειράζει». Ἂς προβάλλουμε, ξαναλέω ἄλλη μία φορά, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα ὅλο τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας·ποὺ εἶναι ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προεβλήθη τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο πατέρα, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει κάθε δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.