Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος
ἀπὸ τὸν Κωνσταντίνο Ἀθ. Οἰκονόμου, δάσκαλo
ΓΕΝΙΚΑ: Ἀκάθιστος ὕμνος ὀνομάζεται ἕνας ὕμνος, γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἕνα Κοντάκιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος ψάλλεται στοὺς ναοὺς τὶς πέντε πρῶτες Παρασκευὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τὶς πρῶτες τέσσερις τμηματικά, καὶ τὴν πέμπτη ὁλόκληρος. Εἶναι ἕνας ὕμνος ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ προοίμιο καὶ 24 οἴκους σὲ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα, ἀπὸ τὸ Α ὣς τὸ Ω, δηλαδὴ κάθε «οἶκος», ἢ στροφή, ξεκινᾶ μὲ τὸ ἀντίστοιχο κατὰ σειρὰ ἑλληνικὸ γράμμα. Θεωρεῖται δίκαια ὡς ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας. Εἶναι γραμμένος πάνω στοὺς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, ἰσοσυλλαβίας καὶ ἐν μέρει τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Ἡ γλῶσσα του εἶναι ποιητική, ἐμπλουτισμένη ἀπὸ κοσμητικὰ ἐπίθετα καὶ πολλὰ σχήματα λόγου. Τὸ θέμα του εἶναι ἡ ἐξύμνηση τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς Θεοτόκου. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ὀνομάζεται «Ἀκάθιστος» ἀπὸ τὴν ὄρθια στάση, ποὺ τηροῦν οἱ πιστοὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ψαλμωδίας της1. Οἱ πιστοὶ ἔψαλαν παλαιότερα τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο ὄρθιοι, ὑπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ θεωρεῖται ὅτι ἐψάλη γιὰ πρώτη φορά. Σύμφωνα μὲ ἀναφορὲς Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Τὸ 626, ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἡγεῖτο ἐκστρατείας τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ κατὰ τῶν Περσῶν, ἡ Βασιλεύουσα πολιορκήθηκε αἰφνιδιαστικά, κατόπιν συνεργασίας ἀντιπερισπασμοῦ μὲ τοὺς Περσες, ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους. Γνωρίζοντας τὴν ἀπουσία στρατοῦ, οἱ Ἄβαροι ἀπέρριψαν κάθε πρόταση ἐκεχειρίας καὶ στὶς 6 Αὐγούστου Αὐγούστου κατέλαβαν τὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν. Τὴ νύχτα τῆς 7ης πρὸς 8η Αὐγούστου, ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ὁ Σέργιος, Πατριάρχης Κων/λεως, περιέτρεχε τὰ τείχη τῆς Πόλης μὲ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας καὶ ἐνεθάρρυνε τὸ λαό. Λίγη ὥρα ἀργότερα, μέσα στὴ νύχτα, φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος, δημιούργησε τρικυμία καὶ κατέστρεψε τὸν ἀποτελούμενο ἀπὸ ἐλαφρὰ μονόξυλα ἐχθρικὸ στόλο, ἐνῶ μία ἀντεπίθεση τῶν ἀμυνόμενων προξένησε τεράστιες ἀπώλειες στοὺς Ἀβάρους καὶ τοὺς συνεργαζόμενους Πέρσες, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ λύσουν τὴν πολιορκία καὶ νὰ ἀποχωρήσουν ἄπρακτοι. Τὴν 8η Αὐγούστου, ἡ Πόλη εἶχε πιὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη ὣς τότε ἀπειλή. Ὁ λαός, θέλοντας νὰ πανηγυρίσει τὴ σωτηρία του, τὴν ὁποία ἀπέδωσε στὴ συνδρομὴ τῆς Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Τότε, ὄρθιο τὸ πλῆθος τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἔψαλε τὸν ἀπὸ τότε λεγόμενο «Ἀκάθιστο Ὕμνο» στὴν Παναγία, ἀποδίδοντας τὰ «νικητήρια» καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ: Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατέστερη ἄποψη, ὁ ὕμνος εἶχε συντεθεῖ νωρίτερα καὶ μάλιστα θεωρεῖται ὅτι ψαλλόταν στὸ συγκεκριμένο ναὸ στὴν ἀγρυπνία τῆς 15ης Αὐγούστου κάθε ἔτους. Ἁπλῶς, ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ὕμνος ἐψάλη «ὀρθοστάδην», ἐνῶ ἀντικαταστάθηκε τὸ ὣς τότε προοίμιο, “Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει”, μὲ τὸ ὡς σήμερα χρησιμοποιούμενο “Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια”, τὸ ὁποῖο ἔδωσε δοξολογικὸ καὶ ἐγκωμιαστικὸ τόνο στὸν ὣς τότε διηγηματικὸ καὶ περισσότερο δογματικὸ ὕμνο. Σύμφωνα ὅμως μὲ ἄλλες πηγές, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια γεγονότα, ὅπως τὶς πολιορκίες καὶ τὴν σωτηρία τῆς Κωνσταντινούπολης ἐπὶ τῶν Αὐτοκρατόρων Κων/νου Πωγωνάτου [673], Λέοντος Ἰσαύρου [717-8] καὶ Μιχαὴλ Γ΄[860].
Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΟΥ ΥΜΝΟΥ: Ἐνῶ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ὁ ὕμνος ψαλλόταν ὡς εὐχαριστήρια ὠδὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο, τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἐν τούτοις τὸ πρόβλημα τῆς σύνθεσης τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου παραμένει μέχρι καὶ σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ δυσκολοτέρα φιλολογικὰ προβλήματα, καθὼς οἱ μελετητὲς δὲν ἔχουν ἀκόμη καταλήξει στὸ ποιός, πότε καὶ γιατί συνέθεσε τὸν ὕμνο αὐτό. Πάντως σὲ ὅλα τὰ χειρόγραφα ὁ ὕμνος φέρεται ὡς ἀνώνυμος, ἐνῶ ὁ Συναξαριστής, ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Αὐγούστου τοῦ 626, δὲν ἀναφέρει οὔτε τὸ χρόνο σύνθεσης, οὔτε τὸν μελωδό του. Τὸ περιεχόμενό του πάντως ἀπηχεῖ τὶς δογματικὲς θέσεις τῆς Τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου [431], ἑπομένως ὁ Ὕμνος δὲν συνετέθη νωρίτερα ἀπὸ τὴ χρονιὰ αὐτή. Κάποιοι ἐρευνητὲς θεωροῦν ὅτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του συνάγεται ὅτι ὁ ὕμνος ἀναφέρεται σὲ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῶν Χριστουγέννων, ἑορτὲς οἱ ὁποῖες χωρίστηκαν ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ [527-565], πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ὕμνος γράφτηκε τὸ ἀργότερο ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη βυζαντινὴ παράδοση ὅμως ἀποδίδει τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο στὸν μεγάλο βυζαντινὸ ὑμνογράφο τοῦ 6ου αἰώνα, Ρωμανὸ τὸ Μελωδό.Τὴν ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζουν πολλοὶ ἐρευνητές, ὅπως οἱ: P. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Εὐστρατιάδης, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι οἱ ἐκφράσεις τοῦ ὕμνου, ἡ ποιητική του ἀρτιότητα καὶ ἡ δογματική του πληρότητα ὁδηγοῦν στὸ Ρωμανό. Τέλος, σὲ ἕναν κώδικα τοῦ 13ου αἰώνα, ὑπάρχει σημείωση, τοῦ 16ου, ὅμως, αἰώνα, ἡ ὁποία ἀναφέρει τὸν Ρωμανὸ ὡς ποιητὴ τοῦ ὕμνου. Ἡ ἄποψη αὐτή, πάντως, ἀντικρούεται ἀπὸ πολλοὺς μελετητὲς ποὺ βρίσκουν στὴ δομή, στὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενό του πολλὰ στοιχεῖα τῆς μεταρωμανικῆς ἐποχῆς2. Σύμφωνα, λοιπὸν μὲ μία ἐκδοχή, ἡ ὁποία ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Βυζαντινῆς Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη, ἀλλὰ καὶ τὸν O. Bardenhewer, ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ Α΄[716-730], ὁ ὁποῖος ἔζησε τὰ γεγονότα τῆς θαυμαστῆς λύτρωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν πολιορκία τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 718, ἐπὶ Λέοντος Ἰσαύρου. Ἡ ἐκδοχὴ αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μία λατινικὴ μετάφραση τοῦ Ὕμνου, ποὺ ἔγινε περὶ τὸ 800, ἀπὸ τὸ Βενατσιάνο ἐπίσκοπο Χριστόφορο, τὸν ἀναφέρει ὡς δημιουργὸ τοῦ ὕμνου3. Μία ἄλλη ἐκδοχή, ὑποστηριζόμενη ἀπὸ τὸν Θ. Δετοράκη, βασίζεται σὲ μία ἀχρονολόγητη εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἱεροσολύμων, ὅπου εἰκονίζεται ἕνας μοναχός, ποὺ κρατάει εἰλητάριο, ὅπου ἀναγράφεται: “Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη4”. Στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ γράφει “ὁ ἅγιος Κοσμᾶς”. Πρόκειται γιὰ τὸν Κοσμᾶ τὸ Μελωδό, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ αὐτὸς τὰ γεγονότα τοῦ 718 [κοιμήθηκε τὸ 752]. Τέλος, ἄλλοι ἐραυνητὲς θεωροῦν ὅτι ὁ Ὕμνος συνετέθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σέργιο [K. Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande, Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου), τὸν σύγχρονο μὲ τὴν πολιορκία Γεώργιο Πισίδη, τὸν Ἱερὸ Φώτιο, τὸν Ἀπολινάριο τὸν Ἀλεξανδρέα, τὸν Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.ἄ. Πάντως μὲ βεβαιότητα, οἱ εἱρμοὶ τοῦ Κανόνα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου εἶναι ἔργο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἐνῶ τὰ τροπάρια τοῦ Ἰωσὴφ Ξένου του Ὑμνογράφου.
Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ: Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 “οἴκους”, στροφὲς δηλαδή, οἱ ὁποῖοι εἶναι δύο εἰδῶν. Οἱ περιττοὶ (Α-Γ-Ε., κ.τ.λ.), ποῦ εἶναι ἐκτενεῖς, ἀποτελοῦνται ἀπὸ δεκαοκτὼ στίχους. Οἱ πέντε πρῶτοι περιλαμβάνουν τὴ διήγηση, οἱ δώδεκα ἑπόμενοι ἀποτελοῦν χαιρετισμούς, οἱ ὁποῖοι ἀπευθύνονται πρὸς τὴν Θεοτόκο καὶ ὁ δέκατος ὄγδοος εἶναι τὸ ἐφύμνιο “χαῖρε νύμφη Ἀνύμφευτε”. Οἱ ἄρτιοι οἶκοι (Β-Δ-Ζ, κ.τ.λ..), ποὺ εἶναι σύντομοι, ἀποτελοῦνται μόνο ἀπὸ πέντε στίχους διήγησης καὶ τὸ ἐπίσης σύντομο ἐφύμνιο “Ἀλληλούια”. Ἀπὸ τοὺς ἄρτιους οἴκους, οἱ περισσότεροι ἀναφέρονται στὸν Χριστὸ καὶ κάποιοι στὴν Θεοτόκο (Β-Δ-Ζ-Ω). Γενικὸ θέμα τοῦ ὕμνου εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Μὲ πηγές του τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος περιγράφει τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ σὲ θεολογικὴ καὶ δογματικὴ ἀνάλυσή τους. Ὁ πρῶτοι δώδεκα οἶκοι του (Α ἕως Μ) ἀποτελοῦν τὸ ἱστορικὸ μέρος, ὅπου ἐξιστοροῦνται τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου μέχρι τὴν Ὑπαπαντή, ἀκολουθώντας τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ἔτσι, ἀναφέρεται ὁ Εὐαγγελισμὸς (Α-Δ), ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἐγκύου Παρθένου στὴν Ἐλισάβετ (Ε), οἱ ἀμφιβολίες τοῦ Ἰωσὴφ (Ζ), ἡ προσκύνηση τῶν ποιμένων (Η) καὶ τῶν Μάγων (Θ-Κ), ἡ Ὑπαπαντὴ (Μ) καὶ ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο (Λ) [ὁ μόνος οἶκος ποὺ ἔχει πηγὴ τὸ ἀπόκρυφο πρωτευαγγέλιο τοῦ Ματθαίου. Οἱ τελευταῖοι δώδεκα (Ν-Ω) ἀποτελοῦν τὸ θεολογικὸ ἢ δογματικὸ μέρος, στὸ ὁποῖο ὁ μελωδὸς ἀναλύει θεολογικὲς καὶ δογματικὲς προεκτάσεις τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Κυρίου καὶ τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὁ μελωδὸς βάζει στὸ στόμα τοῦ ἀρχαγγέλου, τοῦ ἐμβρύου Προδρόμου, τῶν ποιμένων, τῶν μάγων καὶ τῶν πιστῶν τὰ 144 συνολικὰ “Χαῖρε” πρὸς τὴ Θεοτόκο, ποὺ ἀποτελοῦν ποιητικὸ ἐμπλουτισμὸ τοῦ χαιρετισμοῦ τοῦ Γαβριὴλ “Χαῖρε Κεχαριτωμένη”, ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς5
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἔρχεται καὶ φέρνει τὸ θεϊκὸ μήνυμα, τὸ “χαῖρε”, στὴ Θεοτόκο. Ἡ Θεοτόκος ἀπορεῖ γιὰ τὸν παράδοξο τρόπο τῆς συλλήψεως. Ὁ Γαβριὴλ τῆς ἐξηγεῖ τὴν ἀπόρρητη βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τὴν Παρθένο καὶ συλλαμβάνει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τὴ συγγενῆ της Ἐλισάβετ, ποὺ κυοφορεῖ τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, καὶ ἀνταλλάσσουν προφητικοὺς λόγους. Ὁ Ἰωσὴφ ἀμφιβάλλει, ἀλλὰ ἐνημερώνεται ἀπὸ τὸν ἄγγελο γιὰ τὸ μυστήριο τῆς συλλήψεως. Ὁ Χριστὸς γεννᾶται καὶ οἱ ποιμένες ἔρχονται καὶ Τὸν προσκυνοῦν. Τὸ ἀστέρι δείχνει τὸν δρόμο στοὺς μάγους τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ μάγοι προσκυνοῦν τὸ Θεῖο Βρέφο καὶ ἐπιστρέφουν ἀπὸ ἄλλο δρόμο στὴ Βαβυλώνα. Ἡ φυγὴ τῆς Ἁγίας Οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Συμεὼν δέχεται στὴν ἀγκάλη του ὡς βρέφος τὸν Χριστό. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν σάρκωσή Του δημιουργεῖ νέα κτίση, ποὺ Τὸν δοξολογεῖ. Ὁ παράξενος [“ὁ ξενος”] τόκος προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποξενωθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ ὑψώσουν τὸ νοῦ τους στὸν οὐρανό. Ὅλος ἦταν στὴν γῆ ὁ δοξολογούμενος Λόγος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δὲν ἀπουσίαζε. Οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τὸ ἔργο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία του μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου μένουν ἄφωνοι, μὴ μπορώντας νὰ ἐξηγήσουν τὸ μυστήριο τῆς γεννήσεως Ὁ Ποιμένας γίνεται πρόβατο γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἡ Παρθένος γίνεται τεῖχος ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς πιστούς. Κανένας ὕμνος δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ὑμνηθεῖ ὁ Σαρκωθεὶς Βασιλέας. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ λαμπάδα, ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς πιστοὺς στὴ Θεογνωσία. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ κόσμο γιὰ νὰ δώσει χάρη. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἔμψυχος ναὸς στὸν ὁποῖο δοξάζεται ὁ Χριστός. Τέλος, Ὕμνος καὶ ἱκεσία πρὸς τὴν Παρθένο.
ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ: Παλαιότερα ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ψαλλόταν. Δὲν διασώθηκε ὅμως ὁ τρόπος μελωδικῆς του ἐκτέλεσης, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ψάλλεται μόνο τὸ προοίμιο σὲ ἦχο πλάγιο δ´. Στὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, ψάλλεται ἀρχικὰ ὁ “Κανόνας” [Τροπάρια τῶν Χαιρετισμῶν], μὲ ἐννέα ὠδές, ξεκινώντας μὲ τοὺς ἀντίστοιχους εἱρμούς: Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος… Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε… Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ ἐπὶ θρόνου Θεότητος… Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου… Τὴν θείαν ταύτην καὶ παντιμον… Οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες… Παίδας εὐαγεῖς ἐν τῇ καμίνῳ… Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι… Ἀκολουθεῖ ἡ ἀπαγγελία τῶν οἴκων τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου. Ὁ ἱερέας στέκεται στὸ μέσο τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ποὺ παλιὰ βρισκόταν ὁ ἄμβωνας, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ψαλλόταν τὸ κοντάκιο. Ἐκεῖ, μπροστὰ σὲ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἀπαγγέλλει τοὺς οἴκους. Τὶς πρῶτες τέσσερις Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀπαγγέλλει ἀπὸ 6 οἴκους, δηλαδὴ τὴν πρώτη Παρασκευὴ (Α΄ Χαιρετισμοὶ) τοὺς Α-Ζ, τὴ δεύτερη (Β΄ Χαιρετισμοί) τοὺς Η-Μ, τὴν τρίτη (Γ΄ Χαιρετισμοὶ) τοὺς Ν-Σ, τὴν τέταρτη (Δ΄ Χαιρετισμοὶ) τοὺς Τ-Ὢ καί, τέλος, τὴν πέμπτη Παρασκευὴ (Ἀκάθιστος Ὕμνος) ὅλους μαζί.
. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν γ΄ Παρασκευὴ τῶν Νηστειῶν, συνηθίζεται νὰ πηγαίνει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μὲ τοὺς πατριαρχικοὺς χοροὺς στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καὶ νὰ ἀπαγγέλλει ἐκεῖ τοὺς οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου. Ἡ παράδοση αὐτὴ ἀνακαλεῖ τὴ μνήμη τῶν γεγονότων τοῦ 626, δηλαδὴ τῆς σωτηρίας τῆς Πόλης καὶ τῆς πρώτης ἐκτέλεσης τοῦ Ὕμνου. Ὁ ἱστορικὸς αὐτὸς συμβολισμὸς προσδίδει λαμπρότητα καὶ συναισθηματικὴ φόρτιση στὴν ἀκολουθία, τὴν ὁποία παρακολουθοῦν κάθε χρόνο πολλοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Πόλης.
ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ: Στὴν περίφημη εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ἡ Παναγία εἰκονίζεται σὲ ὄρθια στάση, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ δέηση, ἐνῶ σὲ ἐγκόλπιο, ποὺ ἔφερε στὸ στῆθος της, εἰκονιζόταν ὁ Χριστός. Ἡ εἰκόνα ἐξαφανίστηκε κατὰ τὴν Εἰκονομαχία καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἀνακαλύφθηκε τὸ 1030 πίσω ἀπὸ ἕναν τοῖχο, ὅταν ὁ Ρωμανὸς Γ΄ ὁ Ἀργυρὸς ἀνακαίνισε τὸ ναό6. Κατὰ καιροὺς ἔχουν ἁγιογραφηθεῖ διάφορες εἰκόνες μὲ θέμα τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στὶς ὁποῖες παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ γύρω της μικρὲς εἰκόνες ποὺ ἀναφέρονται σὲ κάθε οἶκο τοῦ ὕμνου. Ὑπάρχουν ἐπίσης σχετικὲς τοιχογραφίες μὲ τὸ θέμα αὐτὸ σὲ διάφορους ναούς. Ἀπὸ τὶς φορητὲς εἰκόνες, οἱ πιὸ γνωστὲς εἶναι: Α΄ τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, ποὺ εἶναι μία μικρὴ καὶ δυσδιάκριτη φορητὴ εἰκόνα καὶ ἡ ὁποία, κατὰ τὴν παράδοση, εἶναι αὐτή, μπροστὰ στὴν ὁποία ἐψάλη γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὕμνος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σέργιο. Αὐτὸ γράφει καὶ ἀργυρὴ πλάκα στὸ πίσω μέρος της. Ἡ παράδοση ἀναφέρει θαύματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν εἰκόνα αὐτή. Φυλάσσεται σὲ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο καὶ ἐκεῖ διαβάζονται οἱ Χαιρετισμοὶ ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως. Β΄τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου. Στὸ Καθολικὸ αὐτῆς τῆς μονῆς φυλάσσεται ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ποὺ ὅταν, κατὰ τὴν παράδοση, τὸ 1837 ξέσπασε πυρκαγιά, καὶ οἱ μοναχοὶ ἔψαλλαν τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ἡ εἰκόνα παρέμεινε ἄθικτη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑορτάζεται στὶς 12 Ἰανουαρίου. Γ΄ τῆς Μονῆς Ζωγράφου. Μπροστὰ στὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Ἀκαθίστου, κατὰ τὴν παράδοση, ἕνας γέροντας διάβαζε καθημερινὰ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο μέχρι ποὺ κάποια μέρα ἡ εἰκόνα μίλησε καὶ προανήγγειλε ὅτι πλησιάζουν λατινόφρονες στὸ μοναστήρι. Ἔκτοτε ἡ εἰκόνα ὀνομάζεται Προαναγγελόμενη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Ἃ΄1130-1156. Ι. Φουντούλης, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, ἰστότοπος τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. mountathow.gr Γρηγόριος Παπαγιαννάκης. Ἀκάθιστος Ὕμνος: ἄγνωστες πτυχὲς ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ κειμένου. Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006. O Ἀκάθιστος Ὕμνος [κείμενο], Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος [Μυριόβιβλος]. Α. Φιλιππίδης, Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ χρόνια του Ἀκαθίστου Ὕμνου, περιοδικὸ Παρέμβασις, Μάρτιος 2006. Παναγιώτης Ἀραμπατζής, «Ἀπάντησις εἰς τὸ ἐρώτημα: ποιὸς εἶναι ὁ ποιητὴς τῶν 24 οἴκων τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου ἐκ τῆς μυστικῆς ἀκροστιχίδος του», Ἑλληνικὴ Ἱστορικὴ Ἑταιρεία, Η´ Πανελλήνιο Ἱστορικὸ Συνέδριο-Πρακτικά, Ἀθήνα, 1987, σελ.137-140. Ἀκάθιστος Ὕμνος, λῆμμα στὸ Orthodoxwiki καὶ στὴ Wikipedia. Μπορίσοβα, Τατιάνα, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καὶ ἡ μετάφρασή του στὴν ἐκκλησιαστικὴ σλαβικὴ γλώσσα, Πανεπιστήμιο Κρήτης. Σχολὴ Φιλοσοφική. Τμῆμα Φιλολογίας, 2007.
1.Διαβάζουμε στὸ Συναξαριστή: “ὀρθοστάδην τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρὶ ἔμελψαν καὶ ὅτι πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἴκοις καθῆσθαι ἐξ ἔθους ἔχοντες, ἐν τοῖς παροῦσι τῆς Θεομήτορος ὀρθοὶ πάντες ἀκροώμεθα”.
2.Ἀν. Φιλιππίδης, Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ χρόνια του Ἀκαθίστου, περιοδικὸ Παρέμβασις, Μάρτιος 2006 καὶ Θ. Σαμαρᾶς, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, ἐφημερίδα «Ἐλεύθερο Βῆμα», Κομοτηνή, 9/3/2001
3.Ἐκεῖ γράφει ὁ Χριστόφορος: “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano”.
4.Αυτό εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ α΄ οἴκου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
5.Λουκ. α΄ 28.
6.Σοφία Ν. Σφυρόερα, Κωνσταντινούπολη, Πόλη τῆς Ἱστορίας, Ἀθήνα 2006, σελ. 231.