Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»
(Δοκίμιον ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας)
Μέρος Γ´
ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΝΕΛΛΑ (†)
περιοδ. «Κληρονομία»,
τόμος 2, τεῦχος Β´ ,
Θεσσαλονίκη, Ἰούλιος 1970,
σελ. 293-320
ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφία»
Μέρος Α´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-1
Mέρος Β´: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-2 («θεὸς κεκελευσμένος»)
. Ὅπως ἡ ἀλήθεια καὶ αἱ δυνατότητες τῆς ὑλικῆς κτίσεως ἀποκαλύπτονται εἰς τὸν πνευματικὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἡ ἀλήθεια τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου, καὶ κατὰ συνέπειαν ἡ σωτηρία του, εὑρίσκονται εἰς τὸν ἄκτιστον Θεόν. Καθίσταται οὕτω φανερὸν ὅτι ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος παραμένει καὶ θὰ παραμείνῃ διὰ τὴν ἐπιστήμην μονίμως μυστήριον, εἶναι τὸ ὅτι ἐκ φύσεως εὑρίσκεται οὗτος πέραν τῆς ἐπιστήμης, τὸ ὅτι εἰς τὸν πυρῆνά του, ἐκ κατασκευῆς εἶναι ὂν θεολογικόν.
γ) Ἡ ἐν Χριστῷ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ τελευταῖον τοῦτο μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τὸ θέμα τῆς ἀρχῆς τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς ὑποχρεώνει δὲ νὰ ἐξετάσωμεν ὄχι πλέον μόνον τὴν ἀναλογίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀντολογίαν τοῦ «κατ’ εἰκόνα».
. Διὰ νὰ ὁμοιάζῃ, πράγματι, ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεὸν καὶ διὰ νὰ τείνῃ πρὸς αὐτόν, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχῃ μέσα του ἓν στοιχεῖον θεῖον. Ποῖον ὅμως καὶ τί ἀκριβῶς εἶναι τὸ στοιχεῖον τοῦτο; Τὸ ἐρώτημα εἶναι βασικόν. Εἰς τὴν οὐσίαν πρόκειται διὰ τὸ μέγα ἐρώτημα ὅλων τῶν σοβαρῶν φιλοσοφιῶν καὶ θεολογιῶν, δηλαδὴ διὰ τὴν σχέσιν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, Κτίστου καὶ κτίσεως. Πρὸς λύσιν τοῦ προβλήματος τούτου εἶναι γνωστὸν ὅτι διετυπώθησαν ποικίλαι θεωρίαι: ἡ θεωρία π.χ. τῶν ἰδεῶν (Πλάτων), τοῦ Λόγου (Φίλων), τῆς ἀπορροῆς (Γνωστικοῦ), τῆς αὐτονομίας (ἄθεοι) κ.λπ.
. Ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συνοψίζων ὅλην τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴν παράδοσιν, γράφει, ὅτι «πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ, οὐ τόπῳ ἀλλὰ φύσει». Ὁ δὲ Φλωρόβσκυ, ἑρμηνεύων τὴν φράσιν αὐτήν, διατυπώνει τὴν βασικὴν θέσιν ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ διάστασις θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως «οὐδέποτε αἴρεται, ἀλλὰ μόνον οἱονεὶ καλύπτεται διὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ». Ἡ οὐσιαστικὴ διάστασις κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως εἶναι πράγματι ἀπόλυτος καὶ ἄπειρος. Ἡ ἐξ ἴσου ὅμως ἄπειρος ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ἄρῃ τὴν διάκρισιν αὐτήν, ηὐδόκησε νὰ τὴν γεφυρώσῃ ἐξ ἀρχῆς κατὰ τρόπον πραγματικὸν διὰ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. Καὶ τοῦτο εἶναι ἀκριβῶς τὸ «κατ’ εἰκόνα». Ὁ ἄνθρωπος ὑπῆρξεν οὕτω τὸ πρῶτον τμῆμα τῆς κτίσεως –«χοῦς ἀπὸ τῆς γῆς»–, τὸ ὁποῖον συνεδέθη ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς διὰ τοῦ «κατ’ εἰκόνα» μὲ τὸν Θεόν, ἡ πρώτη μορφὴ βιολογικῆς ζωῆς –προφανῶς ἡ ἀνωτέρα ἡ ὁποία ὑπῆρχεν ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὴν ἕκτην ἡμέραν τῆς δημιουργίας–, ἡ ὁποία ὑψώθη διὰ τῆς πνοῆς τοῦ Πνεύματος εἰς ζωὴν πνευματικήν, δηλαδὴ ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς θεοκεντρικήν. Ἡ κτιστὴ ὕλη –ὁ «χοῦς ἀπὸ τῆς γῆς–, ὠργανώθη οὕτω διὰ πρώτην φορὰν θεολογικῶς, ἡ ζωὴ ἔγινε ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἐνσυνείδητος καὶ προσωπική.
. Παραλλήλως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀκολουθῶν τοὺς ἁγίους Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνὸν καὶ Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, διδάσκει ὅτι τρεῖς τρόποι ἑνώσεως καὶ κοινωνίας ὑπάρχουν παρὰ τῷ Θεῷ· ὁ κατ’ οὐσίαν, ὁ καθ’ ὑπόστασιν καὶ ὁ κατ’ ἐνέργειαν. Καὶ οὐσιαστικῶς μὲν εἶναι ἡνωμένα μόνον τὰ τρία πρόσωπα τῆς παναγίας Τριάδος· τὴν ὑποστατικὴν ἕνωσιν ἐπραγματοποίησεν ὁ Λόγος, ὅταν προσέλαβε τὴν σάρκα· ἐνῷ, ὅσα εἴπομεν ἀνωτέρω, καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ κατ’ ἐνέργειαν ἕνωσις ἐχαρίσθη εἰς τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὴν κατ’ εἰκόνα δημιουργίαν του. Ἡ τρίτη ὅμως αὐτὴ ἕνωσις –καὶ τὸ σημεῖον τοῦτο εἶναι κεφαλαιῶδες διὰ τὸ θέμα μας– εἶναι φανερὸν ὅτι δὲν εἶναι πλήρης, διότι δὲν αἴρει τὴν διάστασιν μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως· ἁπλῶς τὴν ἐπικαλύπτει. Ὅλη ἡ σημασία της εὑρίσκεται εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι προετοιμάζει καὶ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ὑποστατικὴν ἕνωσιν, ἡ ὁποία εἶναι πλήρης καὶ τελική, διότι, ἐφ’ ὅσον ἡ θεία καὶ ἀνθρωπίνη φύσις ἔχουν ἐν τῷ Χριστῷ τὸ αὐτὸ πρόσωπον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰς χωρίζῃ οὐδεμία ἀπόστασις.
. Σκοπὸς δὲ τῆς «κατ’ ἐνέργειαν», ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς τὴν ἀνθρωπότητα ἐν τῷ Ἀδάμ, ἦτο νὰ φθάσῃ εἰς τὴν πλήρη καὶ τελικήν, τὴν «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωσιν. Ὁ σκοπὸς οὗτος ἀπετέλεσε τὸν κατ’ ἀρχὴν προορισμὸν τοῦ Ἀδὰμ καί, μετὰ τὴν πτῶσιν, παρέμεινε πάντοτε ἀναλλοίωτος, –«ἀμετάθετοι γὰρ αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου»–, διότι ἐξηκολούθησε νὰ ἀποτελῇ τὴν οὐσίαν τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ παιδαγωγίας τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, κεντρικὸν περιεχόμενον ὄχι μόνον τῶν προφητειῶν, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τῆς ἱερᾶς ἱστορίας.
. Καθίσταται διὰ τῶν ἀνωτέρω φανερὸν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εὑρίσκεται εἰς τὴν ὕλην ἐκ τῆς ὁποίας ἐπλάσθη, ἀλλ’ εἰς τὸ ἀρχέτυπον, βάσει τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη καὶ πρὸς τὸ ὁποῖον τείνει. Αὐτὸς δὲ εἶναι ἀκριβῶς ὁ λόγος, διὰ τὸ ὁποῖον εἰς τὴν πατερικὴν θεώρησιν τοῦ θέματος τῆς καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως ἀποτελεῖ πρόβλημα δευτερεῦον καὶ ἐπουσιῶδες. Ἀποτελεῖ ψευδοπρόβλημα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ νὰ προσπαθῇ κανεὶς νὰ εὕρῃ τὴν λειτουργικὴν σημασίαν μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς εἰκόνος εἰς τὸ εἶδος τοῦ ξύλου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔχει κατασκευασθῆ. Ἡ ἀλήθεια τῆς εἰκόνος εὑρίσκεται, κατὰ τὴν ζ΄ οἰκουμενικὴν σύνοδον, εἰς τὸ εἰκονιζόμενον πρόσωπον. Καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκεται, κατὰ τοὺς πατέρας, εἰς τὸ ἀρχέτυπόν του. Ἀκριβῶς, διότι τὸ ἀρχέτυπον εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ὀργανώνει, σφραγίζει καὶ μορφοποιεῖ τὴν ὕλην καὶ ταυτοχρόνως τὴν ἕλκει.
. Τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα, ὅπως ἤδη εἴδομεν, ἀποτελοῦν τὴν ὀντολογίαν τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν καθ’ αὑτὸ πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὑπογραμμίζονται μὲ σαφήνεια εἰς ἓν χαρακτηριστικὸν κείμενον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Καθάπερ ὁ ὀφθαλμός, γράφει, διὰ τῆς ἐγκειμένης αὐτῷ φυσικῆς αὐγῆς ἐν κοινωνίᾳ τοῦ φωτὸς γίνεται, διὰ τῆς ἐμφύτου δυνάμεως τὸ συγγενὲς ἐφελκόμενος, οὕτως ἀναγκαῖον ἦν ἐγκραθῆναί τι τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, συγγενὲς πρὸς τὸ θεῖον, ὡς ἂν διὰ τοῦ καταλλήλου πρὸς τὸ οἰκεῖον τὴν ἔφεσιν ἔχοι… Διὰ τοῦτο καὶ ζωῇ καὶ λόγῳ καὶ σοφίᾳ καὶ πᾶσι τοῖς θεοπρεπέσιν ἀγαθοῖς κατεκοσμήθῃ, ὡς ἂν δι’ ἑκάστου τούτων πρὸς τὸ οἰκεῖον τὴν ἐπιθυμίαν ἔχοι… Ταῦτα τῇ περιληπτικῇ φωνῇ δι’ ἑνὸς ῥήματος ὁ τῆς κοσμογονίας ἐνεδείξατο λόγος, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον γεγενῆσθαι λέγων».
. Εἰς τὸ κείμενον τοῦτο καθίσταται φανερὰ 1) ἡ θεολογικὴ δομὴ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου («διὰ τοῦτο καὶ ζωῇ καὶ λόγῳ καὶ σοφίᾳ καὶ πᾶσι τοῖς θεοπρεπέσιν ἀγαθοῖς κατεκοσμήθην») καὶ 2) ἡ «ἕλξις», τὴν ὁποίαν ἀσκεῖ ἐκ τῶν ἔνδον ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἀρχέτυπον («διὰ τῆς ἐμφύτου δυνάμεως τὸ συγγενὲς ἐφελκόμενος»).
. Ποῖον ὅμως εἶναι, περισσότερον συγκεκριμένως, τὸ ἐν λόγῳ ἀρχέτυπον; Τὸ σημεῖον τοῦτο ἔχει ἀποφασιστικὴν σημασίαν καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ διευκρινισθῇ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»-4 «Τὸ ἀρχέτυπον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σαρκωθεὶς Λόγος»