Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,
ἐπισκόπου Καυκάσου καὶ Μαύρης Θαλάσσης,
Διδαχὴ στὸ Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Ι´ Λουκᾶ
(Λουκ. ιγ´ 10-17)
Μέρος Β´
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητικὲς ὁμιλίες Β´»,
ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου,
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, 2016, σελ. 112 ἑπ.
Μέρος Α´: ΔΙΔΑΧΗ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι´ ΛΟΥΚΑ – 1 «Ἄναψε ἀπὸ φθόνο. Στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶδε παράβαση τοῦ θείου νόμου!» [Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ]
. Ἡ πραγματικὴ αἰτία, ὅμως, τῆς ἀγανακτήσεως καὶ τῆς διαμαρτυρίας τοῦ ἀρχισυνάγωγου ἦταν ἄλλη: Ὄντας Φαρισαῖος, τουλάχιστον ὡς πρὸς τὴν ψυχικὴ διάθεση, μόλις εἶδε ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπισφραγίζει τὸν δυνατό του λόγο μ’ ἕνα θαῦμα, ἄναψε ἀπὸ φθόνο. Ὁ φθόνος ἦταν γέννημα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κενοδοξίας του: Ἤθελε νὰ ἔχει ἐκεῖνος τὸ προβάδισμα στὴν ἐκτίμηση τοῦ κόσμου γιὰ τὴν ἐπίγεια δικαιοσύνη του. Τὸ προβάδισμα αὐτὸ τὸ πῆρε ἄκοπα μέσα σὲ μία στιγμὴ ἡ οὐράνια δικαιοσύνη. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει πάλι, στράφηκε ἐναντίον τῆς οὐράνιας δικαιοσύνης καὶ προσπάθησε νὰ τὴ συκοφαντήσει. Καλύπτοντας τὴν κακοβουλία του μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ δικαίου, παρουσιάστηκε ὡς ὑπερασπιστὴς τοῦ θείου νόμου. Ὁ καρδιογνώστης Κύριος, ὅμως, τὸν ξεσκέπασε. Ἔδειξε τὴν ὑποκρισία του.
. Ὁ ὑποκριτής, προσπαθώντας νὰ ἱκανοποιήσει τὰ πάθη του, ἐνῶ εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, θέλει νὰ ἐμφανίζεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀρετῆς. Κεντρικὴ θέση ἀνάμεσα στὰ πάθη μας κατέχει ἡ κενοδοξία, ποὺ εὐφραίνεται μὲ τὸν ἔπαινο καὶ τὸν ἐπιζητεῖ. Δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἂν αὐτὸς ὁ ἔπαινος εἶναι δίκαιος ἢ ἄδικος καὶ ἂν θὰ τὸν ἀποκτήσει μὲ τρόπο σωστὸ ἢ σφαλερό. Νὰ ἐπαινεθεῖ μ’ ὁποιονδήποτε τρόπο –αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ κενόδοξου ὑποκριτῆ. Τὸν Θεὸ τὸν ἔχει ξεχάσει εἶναι ἀνίκανος γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ θεογνωσία. «Πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς νὰ πιστέψετε», ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς Ἰουδαίους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ περισσότεροι εἶχαν μολυνθεῖ ἀπὸ τὸν φαρισαϊσμό, «ἀφοῦ ἀποζητᾶτε τὸν ἔπαινο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καὶ δὲν ἐπιδιώκετε τὸν ἔπαινο τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ;».
. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, ποὺ μνημονεύεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἀπέδειξε τὴν ἀνικανότητα τοῦ ὑποκριτῆ νὰ πιστέψει στὸν Χριστό, νὰ δεχθεῖ τὸν Λυτρωτή. Αὐτὴ ἡ κενόδοξη ψυχή, ποὺ διψοῦσε γιὰ τὸν ἔπαινο καὶ τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων, θεωρώντας πὼς ἦταν ἄξια γι’ αὐτὸν τὸν ἔπαινο κι αὐτὴ τὴν τιμή, δὲν μπόρεσε νὰ ἀνεχθεῖ τὸ ὅτι ἡ προσοχὴ καὶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ ἑλκύστηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ εἶχε γίνει μπροστά του. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἔβραζε ἀπὸ φθόνο. Νὰ ἀρνηθεῖ τὸ θαῦμα ἦταν ἀδύνατο. Γι’ αὐτὸ ἐπιχειρεῖ νὰ τὸ ἀχρηστέψει, παρουσιάζοντας τὴν ἐπιτέλεσή του ὡς ἀθέτηση τοῦ θείου νόμου. Ὁ ὑποκριτὴς ἀδίστακτα ἐναντιώνεται στὸν Θεό, ἀδίστακτα βλασφημεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν ὁ θαυματουργὸς ἦταν ἁπλῶς ἕνας χαρισματικὸς ἄνθρωπος, ὁ Φαρισαῖος θὰ συκοφαντοῦσε καὶ θὰ βλασφημοῦσε τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Καθώς, ὅμως, ὁ θαυματουργὸς ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Φαρισαῖος ἐναντιώθηκε στὸν Θεό. Ἀληθινὸ θαῦμα εἶναι ἀδύνατο νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος μόνος του. Κάθε ἀληθινὸ θαῦμα ἐπιτελεῖται μὲ τὴν εὐδοκία καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ πανάγιου Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντίθετο στὸ θεῖο θέλημα καὶ στὸν θεῖο νόμο. Ἡ διατύπωση μομφῆς ἐναντίον τοῦ θείου θαύματος καὶ ἡ μείωσή του ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο δὲν φανερώνουν παρὰ τὸν σκοτισμὸ τοῦ νοῦ του καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς του, τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του.
. Τὴ θρασεία καὶ ἀπαράδεκτη ἐνέργεια τοῦ Φαρισαίου, ποὺ τόλμησε νὰ ἀποδοκιμάσει τὸ θαῦμα τοῦ Σωτήρα μπροστὰ στὸν Ἴδιο, πρέπει νὰ τὴν προσέξουμε ἰδιαίτερα, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τὴν κλάψουμε μὲ πικρὰ δάκρυα. Πρέπει νὰ τὴν κλάψουμε, γιατί ὀφείλεται στὴν κοινὴ πτώση ὅλων μας. Καὶ πρέπει νὰ τὴν προσέξουμε ἰδιαίτερα, ὥστε, ἀφοῦ μὲ φόβο διαπιστώσουμε πόσο ἄτοπη ἦταν, νὰ τὴν ἀποφεύγουμε. Καὶ σήμερα ἐνεργεῖ ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει σωτήρια θαύματα μὲ τὰ χριστιανικὰ Μυστήρια! Καὶ σήμερα, ὅμως, ὁ Θεὸς ἔχει τοὺς βλάσφημους ἐχθρούς Του ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.
. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἐναντίωση καὶ ἀντίπραξη στὸν Θεό. Κάθε ἁμαρτία εἶναι παράβαση τοῦ θείου νόμου, εἶναι ἀπόρριψη τοῦ θείου θελήματος. «Ὅποιος ἁμαρτάνει», λέει ὁ ἀπόστολος, «παραβαίνει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ· ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνομία». Ἡ ὑποκρισία εἶναι μία διαρκὴς ἁμαρτία ποὺ ἐναντιώνεται στὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν Χριστιανισμό.
. Ἡ ἀρχὴ τῆς μεταστροφῆς μας στὸν Χριστὸ εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, ἡ ἀναγνώριση τῆς πτώσεώς μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιήσει τὴν κατάστασή του αὐτή, νιώθει τὴν ἀνάγκη τοῦ Λυτρωτῆ. Καὶ τότε πλησιάζει τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς πίστεως, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας. Ὁ ὑποκριτής, ὅμως, ποὺ ἔχει πάθη ὄχι ἀρκετὰ ἐμφανῆ –τὴν κενοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴ φιλαργυρία, τὸν φθόνο, τὴν πονηριά, τὸ μίσος– τὰ καλύπτει μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν προσποίηση. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἱκανός, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ σατανᾶς, ν’ ἀναγνωρίσει τὴν ἁμαρτωλότητά του.
. Τόσο οἱ ἀρετὲς ὅσο καὶ τὰ πάθη, μὲ τὴ συνήθεια, γίνονται σὰν φυσικὰ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ὑποκρισία. Ὅποιος κυριαρχεῖται ἀπ’ αὐτήν, δὲν τὴ βλέπει ὡς ψυχώλεθρη κακία. Τὰ ἔργα τῆς ὑποκρισίας τὰ κάνει σὰν ἔργα ἀληθείας. Ἡ ψυχὴ τοῦ ὑποκριτῆ εἶναι τυφλωμένη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀποκάλεσε τοὺς Φαρισαίους μωροὺς καὶ τυφλούς.
. Ὁ ὑποκριτὴς εἶναι ἕνας δύστυχος δῆθεν δίκαιος, ποὺ ἔχει ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. «Δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς», εἶπε ὁ Σωτήρας. Δίκαιοι ὀνομάζονται ἐδῶ οἱ Φαρισαῖοι, ὄχι γιατί ἦταν πράγματι δίκαιοι, ἀλλὰ γιατί οἱ ἴδιοι θεωροῦσαν δίκαιο τὸν ἑαυτό τους, τηρώντας μὲ σχολαστικότητα τὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ θείου νόμου καὶ καταπατώντας τὴν οὐσία του, ἡ ὁποία συνίσταται στὴν εὐθυγράμμιση τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς, τῆς ὅλης ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος χάρισε στοὺς ἀνθρώπους μίαν ἀρετή, τὴ μετάνοια, ἡ ὁποία τοὺς συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεό. Πῶς μποροῦσαν νὰ λάβουν τὸ πνευματικὸ αὐτὸ δῶρο ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν πλήρως ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους καὶ πίστευαν πὼς ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὅταν θὰ ἐρχόταν ὡς ἀήττητος ἐπίγειος βασιλιὰς καὶ κατακτητής, θὰ ἐπιβράβευε μὲ ἄφθονες ἐγκόσμιες ἀνταμοιβὲς τὴ μεταπτωτικὴ τυφλὴ δικαιοσύνη τους, μία δικαιοσύνη γεμάτη ὑπερηφάνεια καὶ μοχθηρία;
. Μέσα στὸν σκοτισμὸ καὶ τὴ σκληρότητά τους οἱ Φαρισαῖοι ἔφταναν στὸ σημεῖο νὰ καυχιοῦνται γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν Λυτρωτή. «Μήπως πίστεψε σ’ Αὐτὸν κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους;», ἔλεγαν. Αὐτὴ τὴν ἀνικανότητά τους γιὰ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία φανέρωσε καὶ ὁ Κύριος. «Σᾶς βεβαιώνω», τοὺς ἔλεγε, «πὼς οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες θὰ μποῦν πρὶν ἀπὸ ἐσᾶς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ἕνας ἄνθρωπος φανερὰ ἁμαρτωλός, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει διαπράξει θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει γνωρίσει τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθεια τῶν συνανθρώπων του γιὰ τὶς ἄνομες πράξεις του, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι πιὸ ἱκανὸς γιὰ τὴ μετάνοια ἀπὸ ἕναν δῆθεν δίκαιο, ὁ ὁποῖος ἐξωτερικά, στὴ συμπεριφορά του, εἶναι ἄψογος, καὶ γι’ αὐτὸ ἐσωτερικά, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, εἶναι ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
. Ὁ φαρισαϊσμὸς εἶναι μία φοβερὴ ἀρρώστια τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, εἶναι ἡ ἀρρώστια τοῦ πεσμένου ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος ἐμμένει στὴν πτώση του καὶ τὴ διατηρεῖ σὰν θησαυρὸ ἀνεκτίμητο. «Προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων, ποὺ εἶναι ἡ ὑποκρισία τους», συμβούλεψε ὁ Κύριος τους μαθητές Του. Τὴν ὑποκρισία τὴν παρομοίασε μὲ προζύμι, ἐπειδὴ αὐτή, ὅταν εἰσχωρήσει στὴν ψυχή, διαποτίζει ὅλες τὶς σκέψεις, ὅλα τὰ αἰσθήματα, ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, διαμορφώνει ἕναν νέο χαρακτήρα, δημιουργεῖ, θὰ λέγαμε, μία νέα ψυχή.
. Ὅποιος θέλει νὰ προφυλάξει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ὑποκρισία, πρέπει, πρῶτον, ὅλα τὰ καλά του ἔργα νὰ τὰ κάνει κρυφά, σύμφωνα μὲ τὴν ὑποθήκη τοῦ Κυρίου, καί, δεύτερον, ποτὲ νὰ μὴν κατακρίνει τὸν πλησίον. Ἡ κατάκριση τοῦ πλησίον εἶναι δεῖγμα ὑποκρισίας, ὅπως ἐπισημαίνει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. ζ´ 3-5). Γιὰ νὰ μὴ φτάνουμε στὴν κατάκριση, ὅμως, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν ἁπλὴ κρίση τοῦ πλησίον. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολὴ ποὺ ἀπαγορεύει τὴν κατάκριση, ὑπάρχει ἐντολὴ ποὺ ἀπαγορεύει τὴν κρίση: «Μὴν κρίνετε τοὺς συνανθρώπους σας, γιὰ νὰ μὴ σᾶς κρίνει κι ἐσᾶς ὁ Θεός. Μὴν τοὺς καταδικάζετε, γιὰ νὰ μὴ σᾶς καταδικάσει κι ἐσᾶς ὁ Θεός». Οἱ ἄνθρωποι, ἐπιτρέποντας πρῶτα στὸν ἑαυτό τους τὴν κρίση γιὰ τὰ ἔργα τοῦ πλησίον, πέφτουν ἔπειτα ἄθελά τους στὴν κατάκριση.
. Ἂς μὴ σπέρνουμε σπόρους ζιζανίων, καὶ δὲν θὰ φυτρώνουν ζιζάνια. Ἂς ἀποφεύγουμε κάθε ἄσκοπη κρίση γιὰ τὸν πλησίον, καὶ δὲν θὰ πέφτουμε σὲ κατάκριση. Θὰ μὲ ρωτήσετε: Ἔχει κάποια σχέση ἡ κατάκριση τοῦ πλησίον μὲ τὴν ὑποκρισία; Ἔχει καὶ μάλιστα φανερή: Ὅποιος κατακρίνει καὶ μειώνει τὸν πλησίον του, προβάλλει τὸν ἑαυτό του ὡς δίκαιο, χωρὶς νὰ τὸ λέει ρητὰ καὶ ἴσως χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Κάθε προβολή, λοιπόν, τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς δικαίου, εἴτε ἄμεση εἴτε ἔμμεση, ἀποτελεῖ ὑποκρισία.
. Στὶς συναντήσεις μας γιὰ φιλικὴ συναναστροφὴ καὶ συζήτηση, συχνά, ἂν ὄχι πάντοτε, περνᾶμε τὴν ὥρα μας κουτσομπολεύοντας τοὺς ἄλλους, κοροϊδεύοντάς τους, κατηγορώντας τους, μειώνοντάς τους. Σὰν ποτάμι ξεχύνονται τότε τὰ φαρμακερὰ λόγια, ποὺ συνοδεύονται ἐπιδοκιμαστικὰ ἀπὸ σαρκαστικὰ γέλια. Στὶς ἀτυχεῖς αὐτὲς ὧρες τῆς λήθης καὶ τῆς αὐταπάτης, οἱ ψυχές μας μετέχουν στὶς δαιμονικὲς ἰδιότητες καὶ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ὑποκρισίας. Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀποβλέποντας στὴ σωτηρία μας, χτυπᾶ κι ἐδῶ τὴν ἁμαρτία. «Γιὰ κάθε λόγο ἀνώφελο», προειδοποιεῖ, «ποὺ θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ λογοδοτήσουν τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἔτσι, τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν, ἀλλὰ καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν».
. Ἂς παρατηροῦμε προσεκτικά, ἀδελφοί, τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἁμαρτίας, ἂς φυλαγόμαστε ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ θ’ ἀποφύγουμε τὴν ἐπιτέλεση τῆς ἁμαρτίας. Οἱ σπόροι τῆς ἁμαρτίας –ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀργολογία– φαινομενικὰ εἶναι μηδαμινοί. Ἀπαρατήρητα σπέρνεται μ’ αὐτοὺς ὁ ἀγρὸς τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, ὅταν οἱ σπόροι βλαστήσουν καὶ ἰδίως ὅταν τὰ βλαστάρια μεγαλώσουν καὶ δυναμώσουν, τότε ἡ ἁμαρτία κυριεύει τὴν ψυχὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μοχθήσει πολὺ γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτήν.
. «Ὅποιος ἐμποδίζει τὸ στόμα του ἀπὸ τὴν κατάκριση», εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ὁσίους πατέρες, «αὐτὸς προφυλάσσει τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ πάθη· αὐτὸς κάθε ὥρα βλέπει τὸν Κύριο… Ὅποιος συνάγει μέσα του τὴν δράση τοῦ νοῦ του, βλέπει μέσα του τὴν αὐγὴ τοῦ Πνεύματος». Τί θὰ δοῦμε, ὅμως, ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, στὸν πνευματικό μας θάλαμο, ὅταν τὸν φωτίσει τὸ θεῖο φῶς; Θὰ δοῦμε τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας, ποὺ εἶναι περισσότερα ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας. Τότε θὰ δοῦμε καὶ θὰ αἰσθανθοῦμε στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτὸ τὴν πτώση τοῦ γενάρχη μας Ἀδάμ, τὴν ὁποία μᾶς διηγεῖται ἡ Ἁγία Γραφή. Τότε θὰ δοῦμε καὶ θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ Λυτρωτῆ. Καὶ ἀφοῦ ἀναγνωρίσουμε τὸν Λυτρωτὴ στὸ πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, θὰ Τὸν ὁμολογήσουμε καὶ θὰ Τὸν προσκυνήσουμε ὅπως πρέπει στὸν Θεό, τὸν Πλάστη καὶ τὸν Σωτήρα μας. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ.: «ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»