ΕΚΚΛΗΣΙΑ: ΠΡΑΞΗ, ΑΥΤΟΠΡΟΣΦΟΡΑ καὶ ΜΕΤΟΧΗ, καὶ ΟΧΙ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑ καὶ ΩΦΕΛΙΜΙΣΜΟΣ

Χωρισμός, ὁ συνεπέστερος δυνατὸς

τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ
Ἐφημ. «Καθημερινή», 11.11.18

.             Ἡ πρωτοβουλία γιὰ συνταγματικὴ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ξεκινάει μὲ ρητορεύματα προκλητικῆς ἄγνοιας. Ἡ ἐξόφθαλμη, στὸ συγκεκριμένο θέμα, ἀγραμματοσύνη τῶν κυβερνώντων (μᾶλλον καὶ τοῦ συνόλου τοῦ πολιτικοῦ προσωπικοῦ τῆς χώρας) συνδυάζεται μὲ τὸ πανθομολογούμενα δραματικὸ ἐπίπεδο καλλιέργειας καὶ ἱκανοτήτων τῆς συντριπτικῆς πλειονότητας τῶν ἐπισκόπων. Καὶ ὁ συνδυασμὸς καταλήγει νομοτελειακὰ σὲ φαῦλο κύκλο παρακμιακοῦ ἀδιεξόδου.
.             Οἱ πολιτικοὶ λένε «ἐκκλησία» καὶ ἔχουν στὸν νοῦ τους τὴ θεσμικὴ μήτρα τοῦ μεσαιωνικοῦ στὴν Εὐρώπη θρησκευτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Λένε «κράτος» καὶ ἐννοοῦν τὶς νομικὲς (ὀρθολογικὲς) ἀντιστάσεις κάθε εὐρωπαϊκῆς-ἐθνικῆς συλλογικότητας σὲ αὐτὸν τὸν ὁλοκληρωτισμό. Οἱ ἐπίσκοποι δὲν καταλαβαίνουν «ποὺ πατᾶν καὶ ποῦ πηγαίνουν»: δέχονται νὰ παίξουν σὲ αὐτὸ τὸ ἀνιστορικὸ γήπεδο. Ἀπὸ τὴν «ὁρκωμοσία» τους κιόλας ἔχουν ἀδιαμαρτύρητα δεχθεῖ νὰ ταυτίζουν στὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας τὴν ἐκκλησία μὲ τὴ θρησκεία – ναί, νὰ ὁρίζεται καταστατικὰ τὸ λαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα σὰν ἀφηρημένη «ἐπικρατοῦσα ἐν Ἑλλάδι θρησκεία», ὁπότε καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἄσχετοι ἐπίσκοποι στοὺς ἀνιστόρητους πολιτικοὺς μὲ τὴν κοινή, παρακμιακῆς ἀβελτηρίας γλῶσσα: τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων», τῶν θεσμικῶν «ἐλευθεριῶν», τῆς κατασφάλισης περιουσιῶν, τῆς «χρησιμότητας» τοῦ κλήρου, τῶν φιλανθρωπικῶν δραστηριοτήτων του, τοῦ πρωταγωνιστικοῦ ρόλου του στὶς «ἐθνικὲς» ὑποθέσεις.
.             Ὅμως, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα οἱ λέξεις εἶναι, συχνά, ἀναμμένα κάρβουνα, ποὺ κατακαῖνε ὅποιον τὶς βιάζει γιὰ νὰ παίξει τὰ παιχνίδια του. «Θρησκεία» λοιπὸν καὶ «ἐκκλησία» στὰ ἑλληνικὰ εἶναι νοήματα ἀντιθετικά, σημαίνουν πραγματικότητες ἀσύμβατες, ἀσυμβίβαστες, ἡ μία ἀποκλείει τὴν ἄλλη. Μὲ τὴ «θρησκεία» δηλώνουμε ἀτομοκεντρισμὸ (ἀτομικὲς πεποιθήσεις, ἀτομικὲς ἀρετές, ἀτομικὴ πιστότητα σὲ δόγματα καὶ σὲ ἠθικὲς προστατικές), μὲ στόχο τὸν ὑπέρτατο ὠφελιμισμό: τὴν ἀτομικὴ «σωτηρία» – νὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει τὸ «ἐγὼ» σὲ γραμμικὸ χρόνο ἀτελεύτητο.
.             Μὲ τὴ λέξη «Ἐκκλησία» σημαίνουμε τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: τὴ μετοχή, τὴ σχέση, τὴν αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά. Εἶναι ἐρωτικὸ γεγονὸς ἡ Ἐκκλησία, ἄθλημα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια, εἶναι ἡ ζωὴ κοινωνούμενη, ἡ ζωὴ ποὺ γίνεται Γιορτὴ καὶ πανήγυρις. Νὰ χαρακτηρίζουμε «θρησκεία» τὴν Ἑκκλησία εἶναι σὰν νὰ ὀνομάζουμε «ἔρωτα» τὴν πληρωμένη ἡδονή, σὰν νὰ ἀποκαλοῦμε «χρήσιμη διασύνδεση» τὴ φιλία, σὰν νὰ τιτλοφοροῦμε «δημοκρατία» τὸν ὑποχείριο τοῦ μάρκετινγκ παρλαμενταρισμὸ ἢ μία μαφιόζικη συντεχνία. Κι ὅμως, διακόσια χρόνια τώρα, οἱ ἑλληνώνυμοι ἀπελεύθεροι προσδιορίζουμε στὸ Σύνταγμά μας τὴν ἐκκλησία σὰν ἐπικρατοῦσα θρησκεία – μηδενὸς ἀντιλέγοντος, ἐπισκόπου ἢ ἀρχιεπισκόπου.
.             Ὁ Ἑλληνισμὸς γνώρισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ γνησιότητα στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας. Δηλαδή, σὲ συνθῆκες τοῦ συνεπέστερου δυνατοῦ χωρισμοῦ τῆς Ἑκκλησίας ἀπὸ τὸ κράτος. Ἡ γνησιότητα πῶς ἀποδείχνεται, μὲ ποιὰ κριτήρια; Κυρίως μὲ τὴν ἀνθοφορία τῆς Τέχνης. ρχιτεκτονικ στν Τουρκοκρατία γεννοσε κοσμήματα, στ «λεύθερο» κρατίδιο γέννησε κα γεννάει τ συμφορ τς πολυκατοικίας κα τς τοιματζίδικες «τορτες» τς ναοδομίας.
.             Σήμερα Τέχνη δὲν ἀνθεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἀναπαράγονται μόνο στερεότυπα, ὅπως καὶ ἡ πολιτικὴ δὲν γεννάει λύσεις προβλημάτων. Τόσο στὴν Ἐκκλησία ὅσο καὶ στὸ κράτος προτεραιότητα ἔχει ὁ ἀτομοκεντρισμὸς τῶν ἐντυπώσεων, ὁ ψυχολογικὸς ἐπηρεασμὸς – οἱ ἐντυπώσεις ὑποκαθιστοῦν τὴν πραγματικότητα. Βαυκαλιζόμαστε ὅτι ζοῦμε μὲ πολίτευμα «δημοκρατικό», ἐνῶ ἡ πραγματικότητα κραυγάζει τὸν αὐταρχισμὸ καὶ τὴν τυραννικὴ αὐθαιρεσία τῆς κομματοκρατίας καὶ τοῦ «χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος». Συντηροῦμε κονσερβαρισμένη τὴ συνταγὴ (: πλασματικὸ κοινοβούλιο, τάχα ἐκλογές, δῆθεν ἐλευθεροτυπία), ὅπως συντηροῦν καὶ οἱ ἐπίσκοποι χάντρες καὶ λιλιά, τὴν αὐτοκρατορικὴ μίτρα σωστὴ ψευτιὰ ἀπὸ χαρτόνι.
.             Στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας δὲν ὑπῆρχε «κήρυγμα» – σπανιότατο. Σήμερα ὑπάρχει μόνο καὶ παντοῦ κήρυγμα, ὅπως μόνο καὶ παντοῦ τηλεόραση καὶ πολιτική. Τότε τὴν «ἀλήθεια», τὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία καὶ γνώση, τὴ γεννοῦσε ἡ πράξη (ὁ τρόπος τοῦ βίου), ὄχι ἡ «κατανόηση» τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρέποντος, ὄχι τὸ «ἀλάθητο» cogito. νηστεία μεταμόρφωνε τ λήψη τς τροφς σ μετοχ το κοινωνούμενου τρόπου, τ ναμμένο σ κάθε σπίτι καντήλι ταν δίχως λόγια προσευχή, τ ζύμωμα το πρόσφορου, γιασμός, τ κόλλυβα – λα πράξη, πουθεν δεολόγημα. Κα τ κεντρικ κοινωνικ γεγονς τς κοινότητας: κκλησιασμός, καθόλου καθκον ντολή, λλ μόνο γιορτασμός, ρθρωνε τν χρόνο σ όρτιους κύκλους, μ ξονα τ χαρ τς νίκης καταπάνω στν θάνατο.
.             Σήμερα, στὸ κράτος καὶ στὴν Ἐκκλησία, ὁ ἴδιος θανατερός (τῆς ὑπανάπτυξης) πνιγμὸς τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία «κόκκος σινάπεως» θαμμένος καὶ χαμένος, στὸ προσκήνιο ἡ συνταγματικὰ κατεστημένη «ἐπικρατοῦσα θρησκεία»: Πλημμυρίδα κηρυγματικῆς προπαγάνδας, προφορικῆς, ἔντυπης, ραδιοφωνικῆς – ὅλα καὶ παντοῦ κήρυγμα, ἰδεολογικὴ λογοδιάρροια. Ὁ ρεαλισμὸς τῆς ἐπισκοπικῆς «πατρότητας» ποὺ ἀχρηστεύει κάθε «παιδαγωγία», ὁ ρεαλισμὸς τῆς «συνοδικότητας» ποὺ χαρίζει ἱστορικὴ σάρκα στὴν «πατρότητα» καὶ διαφοροποιεῖ τὸν ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν «ὑψηλόβαθμο ἀξιωματοῦχο», εἶναι νοήματα χαμένα πιὰ μέσα στὸν κουρνιαχτὸ τῆς ἰδεολογικοποίησης.
.             Ὅταν ἡ «πίστη», ἀπὸ κατόρθωμα ἐμπιστοσύνης ἀλλοτριωθεῖ σὲ ἀτομοκεντρικὴ «πεποίθηση» καὶ ἡ «σωτηρία» σὲ ἐγωτικὸ κεκτημένο ὀρθοφροσύνης καὶ ὀρθοπραξίας, τότε δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἡ «ἐπίσημη» Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ «αὐθεντικὸ» ΚΚΕ – οἱ περιώνυμοι τῆς «συντηρητικῆς» ψυχοπάθειας μητροπολίτες στὸν ἴδιο χορὸ μὲ τὸν κνίτη.
.             Ἄμποτε νὰ δώσει ὁ Θεὸς χωρισμό, τὸν συνεπέστερο δυνατό.

 

 

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε